ΛΟΓΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
α. Οι ομιλίες στο κοινό απαιτούν πολύ κόπο και προσπάθεια.
Πόση εμπειρία πρέπει να έχη ο διδάσκαλος για να ανταπεξέλθη στους αγώνες υπέρ της αληθείας της πίστεως, έχει αποδειχθή αρκούντως. Εκτός όμως από τα παραπάνω έχω να αναφέρω και ακόμη ένα, το οποίο είναι αίτιο μυρίων κινδύνων. Μάλλον δε δεν θα χαρακτήριζα αυτό καθεαυτό ως τέτοιο, αλλά τους μη γνωρίζοντες να το χρησιμοποιούν καλώς επικίνδυνους. Επειδή το πράγμα αυτό γίνεται πρόξενος σωτηρίας και πολλών αγαθών, όταν οι χρησιμοποιούντες αυτό είναι σπουδαίοι και αγαθοί άνδρες. Ποιο είναι αυτό; Ο πολύς κόπος που αναλίσκεται για τις δημόσιες προς τον λαό ομιλίες. Κατ᾿ αρχήν η πλειονότητα των αρχομένων δεν θέλουν οι κηρύττοντες να διάκεινται έναντί τους ως διδάσκαλοι, αλλά αφού υπερβούν την τάξη των μαθητών μετατρέπονται σε θεατές κοσμικών αγώνων. Και όπως εκεί το πλήθος μοιράζεται και οι μεν υποστηρίζουν τον ένα αγωνιστή, οι δε τον άλλο, έτσι και στην Εκκλησία αφού διαιρεθούν οι πιστοί, οι μεν τάσσονται με τον ένα, οι δε με τον άλλο και είτε ακούουν θετικά τα λεγόμενα είτε τα αποδοκιμάζουν, αναλόγως της παρατάξεως στην οποία ανήκουν. Και δεν είναι η μόνη δυστυχία που επισυμβαίνει, αλλά υπάρχει και άλλη, όχι ήσσονος σημασίας. Αν δηλαδή συμβή κάποιος από τους ομιλητές, στους λόγους του να αξιοποιή κάποιο τμήμα από έργα άλλων ονειδίζεται περισσότερο και από τους κλέπτες χρημάτων, πολλές φορές δε συμβαίνει να μη έχη λάβει τίποτα από κανένα, αλλά προκαλώντας την υποψία και μόνο έχει την ίδια τύχη με εκείνους οι οποίοι όντως χρησιμοποιούν το έργο των άλλων. Και γιατί λέγω τα έργα των άλλων; Ούτε τις δικές του πρωτότυπες σκέψεις δεν μπορεί να χρησιμοποιήση. Οι πολλοί έχουν εθισθή να τέρπονται και όχι να ωφελούνται από τους λόγους, σαν να αποτελούν κριτική επιτροπή των τραγωδών και των κιθαρωδών. Η δε γοητεία του λόγου, την οποία μόλις εκβάλαμε, γίνεται τόσο επιθυμητή, όσο ούτε σ᾿ αυτούς τους σοφιστές δεν συμβαίνει όταν πρόκειται να συναγωνιστούν μεταξύ τους.
β. Ο διδάσκαλος πρέπει και τα εγκώμια να παραβλέπη και να είναι ικανός στον λόγο.
Απαιτείται λοιπόν η ψυχή να είναι γενναία και εδώ και να υπερβαίνη κατά πολύ τη δική μου μικρότητα, ώστε να τιμωρή την άτακτη και ανούσια ηδονή του πλήθους και να δύναται να φέρη την ακρόαση σε ωφελιμότερη κατεύθυνση. Πρέπει δηλαδή ο λαός να ακολουθή και να υπακούη σ᾿ αυτόν και όχι αυτός να άγεται από τις επιθυμίες του λαού. Αυτό δε είναι δυνατό να επιτευχθή μόνο με τα δύο τούτα, την παραθεώρηση των επαίνων και τη δύναμη του λόγου. Αν λείπη το ένα από τα δύο, αυτό που υπολείπεται καθίσταται άχρηστο με τη διάζευξη του άλλου. Αν δηλαδή ο επίσκοπος καταφρονή τους επαίνους και δεν προσφέρει διδασκαλία πλήρη χάριτος και διαποτισμένη με αλάτι, γίνεται ευκαταφρόνητος από τους πολλούς, επί πλέον δε χάνει και το κέρδος που προκύπτει από τη μεγαλοψυχία. Αν πάλι ανταπεξέλθη επιτυχώς το διδακτικό μέρος και καταβληθή από τον θόρυβο της δόξας, τότε υφίσταται την ίδια ζημία τόσο αυτός, όσο και οι πολλοί, αφού στην περίπτωση αυτή οι λόγοι αποσκοπούν στην κολακεία παρά στην ωφέλεια των ακροατών του, από τους οποίους και αποζητά τους επαίνους. Και όπως ο αδιάφορος προς τις επευφημίες του πλήθους, αλλά ανίκανος να πη κάτι ουσιαστικό, μολονότι δεν υποκύπτει στις ορέξεις του πλήθους, παράλληλα δεν μπορεί να του παράσχη και κάποια αξιόλογη ωφέλεια, έτσι και ο κατεχόμενος από τον πόθο των εγκωμίων, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να βελτιώση το πλήθος, αντί αυτού παρέχει στο ακροατήριό του μόνο ό,τι μπορεί να προκαλέση τέρψη, αποκομίζοντας με την τακτική του αυτή τις θορυβώδεις επιδοκιμασίες.
γ. Αν δεν συνδυάζη και τα δύο πιο πάνω προσόντα, είναι άχρηστος στο πλήθος.
Ο άριστος ηγέτης πρέπει λοιπόν να είναι ισχυρός και στα δύο στοιχεία, για να μη ανατρέπη το ένα από αυτά το άλλο. Όταν δηλαδή σηκωθή κάποιος ανάμεσα στο πλήθος για να μιλήση και λέγη όσα είναι ικανά να ταράξουν τους ζώντες με ραθυμία, στη συνέχεια όμως σκοντάφτη και διακόπτεται και από την ανικανότητά του να συνεχίση αναγκάζεται να κοκκινίση, τότε το κέρδος των όσων ελέχθησαν χάνεται αμέσως. Πράγματι, όσοι επιτιμήθηκαν και στηλιτεύθηκαν από τους λόγους, δεν έχουν άλλο μέσο να αμυνθούν και προβάλλουν εναντίον του το πρόσκομμα της αμαθείας, νομίζοντες ότι έτσι σκεπάζουν τα δικά τους αίσχη. Γι᾿ αυτό πρέπει, σαν καλός αναβάτης, να κατέχη με ακρίβεια και τα δύο προσόντα, ώστε να είναι σε θέση να τα μεταχειρίζεται προς τη σωστή κατεύθυνση. Όταν πλέον αυτός καταστή ανεπίληπτος σε όλους, τότε θα δυνηθή με όση εξουσία θέλει και να τιμωρή και να συγχωρή όλους τους ποιμαινομένους από αυτόν. Πριν συμβή αυτό δεν είναι εύκολο να τα κάνη αυτά. Η δε μεγαλοψυχία του δεν πρέπει να εξαντλείται μέχρι την παραθεώρηση των επαίνων μόνο, αλλά και να προάγεται περαιτέρω, ώστε να μη μένη και πάλι ατελές το κέρδος.
δ. Πρέπει να καταφρονή τη βασκανία.
Τι άλλο δε πρέπει να καταφρονή; Τη βασκανία και τον φθόνο. Τις δε αστήρικτες κατηγορίες (είναι ανάγκη ο προεστώς να υπομένη τις παράλογες μέμψεις) ούτε υπέρμετρα να φοβάται και να τρέμη, ούτε όμως είναι καλό απλώς να τις παραθεωρή. Αντίθετα, πρέπει και αν ακόμη τυγχάνουν να είναι ψευδείς, και αν εκτοξεύονται εναντίον μας από τυχαίους και ασήμαντους ανθρώπους, να προσπαθούμε να τις σβήσουμε γρήγορα. Διότι τίποτα δεν μπορεί να αυξήση την καλή ή την κακή φήμη από το άτακτο πλήθος, το οποίο έχει συνηθίσει να μιλά και να ακούη αβασάνιστα, απλώς δε μεταφέρει κάθε πληροφορία που λαμβάνει, χωρίς να ελέγχη την αλήθεια αυτής. Για τον λόγο αυτό δεν πρέπει να καταφρονείται το πλήθος, αλλά όσες πονηρές υποψίες αιωρούνται οφείλει ο επίσκοπος να τις εκκόπτη αμέσως, προσπαθώντας να πείση για την αθωότητά του τους εγκαλούντες, ακόμη και αν αυτοί είναι οι αλογότεροι όλων και γενικώς να μη φεισθή κανενός μέσου που μπορεί να αφανίση μία κακή φήμη. Αν δε οι κατήγοροι δεν θέλουν να πεισθούν με κανένα τρόπο, τότε ο επίσκοπος μπορεί να τους καταφρονήση. Όταν κάποιος φθάση στο σημείο να γίνη δέσμιος των καταστάσεων αυτών δεν θα μπορέση ποτέ να κάνη κάτι γενναίο και αξιοθαύμαστο, διότι η αθυμία και οι συνεχείς φροντίδες καταβάλλουν τη δύναμη της ψυχής και την καταντούν στη χειρότερη ασθένεια. Έτσι λοιπόν πρέπει να συμπεριφέρεται ο επίσκοπος προς το ποίμνιό του, όπως θα έκανε κάποιος πατέρας προς πολύ μικρά παιδιά. Και όπως όταν αυτά μας υβρίζουν, μας κτυπούν ή κλαίουν τα αγνοούμε, αλλά ούτε και όταν αυτά γελούν και χαίρονται μαζί μας υπερηφανευόμασθε, έτσι και ο επίσκοπος ούτε πρέπει να φυσιώνεται από τους επαίνους του ποιμνίου, ούτε να καταβάλλεται από τους ψόγους, όταν γίνονται αναιτίως. Μακάριε φίλε μου, αυτό είναι πολύ δύσκολο, νομίζω δε και αδύνατο. Να μη χαίρεται δηλαδή κάποιος όταν επαινείται δεν έχω δει ποτέ να το κατορθώνη κανένας άνθρωπος, όποιος δε χαίρεται με τους επαίνους είναι φυσικό να επιθυμή να τους απολαμβάνη. Επίσης, αυτός που επιθυμεί οπωσδήποτε να επαινείται, όταν αποτυγχάνει στην προσπάθειά του τότε αναγκαστικά λυπείται, αισθάνεται ανία και πόνο ψυχικό. Όπως δηλαδή εκείνοι που είναι ευτυχισμένοι όταν ζουν μέσα στα πλούτη, όταν καταντήσουν πτωχοί στενοχωρούνται, ομοίως και οι συνηθισμένοι στην τροφή δεν θα μπορούσαν να ζήσουν ευτελώς, έτσι και οι επιθυμούντες τα εγκώμια, όχι μόνο όταν κατηγορούνται τυχαίως, αλλά και όταν δεν επαινούνται συνεχώς, υφίστανται καίριο πλήγμα στην ψυχή τους, ιδιαίτερα δε όταν έχουν συνηθίσει να επαινούνται και ακούσουν να επαινούνται άλλοι. Αυτός δε που πρόκειται να διεξάγη τον αγώνα της διδασκαλίας και κατέχεται από την επιθυμία να επαινείται συνεχώς πόσες δυσκολίες και πόσους πόνους νομίζεις ότι αντιμετωπίζει; Όπως η θάλασσα δεν είναι ποτέ χωρίς κύματα, έτσι και η ψυχή εκείνου δεν είναι ποτέ χωρίς φροντίδες και λύπες.
ε. Η ρητορική πρέπει να καλλιεργείται περισσότερο από τον γνώστη της παρά από τον αμαθή.
Ακόμη και αν έχη δεινή ρητορική ικανότητα (το προσόν δε αυτό θα μπορούσε κάποιος να το συναντήσει σε πολύ λίγους) και πάλι δεν μπορεί να απαλλαγή από τη διηνεκή προσπάθεια. Διότι αυτή δεν αποτελεί φυσικό χάρισμα, αλλά αποκτάται με τη μάθηση, ακόμη δε και στον μέγιστο βαθμό αυτής αν φθάση κάποιος η ικανότητα αυτή τον εγκαταλείπει, αν δεν την αξιοποιή με συνεχή προσπάθεια και εξάσκηση. Συνεπώς, μεγαλύτερη προσπάθεια απαιτείται από τους σοφοτέρους και όχι από τους αμαθεστέρους. Αλλά και η ζημία για όσα αμελούνται δεν είναι η ίδια στους μεν και στους δε· τόσο μεγαλύτερη είναι όσο μεγαλύτερη είναι και η διαφορά μεταξύ των αποκτηθέντων προσόντων. Και όσον αφορά στους αμαθεστέρους, αυτούς δεν θα μπορούσε να τους εγκαλέση κάποιος αφού δεν μπορούν να δώσουν κάτι αξιόλογο. Οι σοφότεροι όμως αν δεν προφέρουν πάντοτε λόγους μεγαλύτερους σε αξία από την άποψη που όλοι έχουν γι᾿ αυτούς, τότε πολλές είναι οι κατηγορίες που θα αντιμετωπίσουν από τους πάντες. Πλην δε τούτων οι πρώτοι και για μικρά κατορθώματα θα μπορούσαν να τύχουν επαίνων, ενώ οι πράξεις των δευτέρων αν δεν είναι θαυμαστές και καταπληκτικές, όχι μόνο στερούνται εγκωμίων, αλλά και οι κατήγοροί τους γίνονται πολλοί. Διότι οι ακροατές δεν κρίνουν τόσο τα λεγόμενα, όσο την υπόληψη των λεγόντων. Έτσι, όταν κάποιος είναι καλύτερος όλων στο λέγειν, τότε περισσότερο από όλους τους άλλους χρειάζεται να προσπαθή, διότι σ᾿ εκείνον δεν επιτρέπεται να πάθη το κοινό στην ανθρώπινη φύση, να μη επιτυγχάνη δηλαδή πάντοτε. Αν τα λεγόμενά του δεν συμφωνούν απόλυτα προς το μέγεθος της υπολήψεώς του, τότε θα φύγη συνοδευόμενος από πολλά σκώμματα και μέμψεις του πλήθους. Κανένας δεν λαμβάνει υπ᾿ όψιν του ότι πιθανό μία αθυμία, ή αγωνία, ή φροντίδα, πολλές φορές δε και ο θυμός, να σκότισε την καθαρότητα της σκέψεως και δεν επέτρεψε τη διανοητική σύλληψη να εκφρασθή με ειλικρίνεια και ευκρίνεια. Εξ άλλου, ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι πάντοτε ο ίδιος, ούτε να προκόπτη σε όλα, αλλά είναι φυσικό κάποτε να διαπράττη σφάλματα και να φανή μικρότερος των δυνάμεών του. Όλα αυτά, όπως είπα, δεν θέλουν να τα κατανοήσουν και τους προσάπτουν κατηγορίες, δικάζοντές τους σαν να ήσαν άγγελοι οι υπόδικοι. ’λλωστε, από τη φύση του ο άνθρωπος τα κατορθώματα του πλησίον όσο πολλά και μεγάλα να είναι, αν κάποιο ελάττωμα φανή κάπου, ακόμη και το πλέον ασήμαντο, ακόμη και το πλέον παρωχημένο χρονικά, το αντιλαμβάνεται αμέσως, το έχει σε πρόχειρη χρήση και το μνημονεύει διαπαντός. Πολλές φορές το μικρό αυτό και ευτελές ελάττωσε τη δόξα πολλών μεγάλων ανδρών.
στ. Η παράλογη μέμψη των πολλών πρέπει ούτε παντελώς να καταφρονείται, ούτε να υπερεκτιμάται.
Βλέπεις, φίλε μου, ότι περισσότερο στον δυνάμενο να χρησιμοποιή τον λόγο απαιτείται μεγαλύτερη προσπάθεια, εκτός δε από την προσπάθεια απαιτείται και τόση ανεξικακία, όση ούτε όλοι μαζί, όσους σου ανέφερα προηγουμένως, δεν χρειάζονταν. Πολλοί του επιτίθενται άδικα και χωρίς λόγο και δεν έχουν σε τίποτα να τον κατηγορήσουν, πλην ότι τιμάται από όλους. Πρέπει λοιπόν να φέρουν με γενναιότητα τον φθόνο αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι το επάρατο αυτό μίσος, που συλλέγουν χωρίς λόγο, δεν το καλύπτουν καθόλου και λοιδορούν και μέμφονται, διαβάλλουν δε στα κρυφά και μηχανεύονται στα φανερά. Η ψυχή λοιπόν που θα αρχίση να στενοχωρείται και να οργίζεται με κάθε ένα από αυτούς, δεν θα μπορέση να διαφύγη την απώλειά της από τη λύπη. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ενεργούν πάντοτε μόνοι τους, αλλά επιχειρούν να ενσπείρουν τις διαβολές τους και μέσω άλλων, πολλές φορές μάλιστα αφού επιλέξουν κάποιον ο οποίος δεν έχει την ικανότητα να χρησιμοποιή αξιόλογα τη δύναμη του λόγου τον επαίρουν με τους επαίνους και τον θαυμάζουν περισσότερο απ᾿ ό,τι αξίζει. ’λλοι από αυτούς ακολουθούν αυτή τη συμπεριφορά από μανία και μόνο, άλλοι για να δείξουν ότι είναι θαυμάσιος εκείνος που δεν είναι. Ο αγώνας του ποιμένα δεν διεξάγεται μόνο κατ᾿ εκείνων, αλλά πολλές φορές και κατά της απειρίας του λαού. Επειδή δηλαδή δεν είναι δυνατό οι συνερχόμενοι στην Εκκλησία να προέρχονται από την τάξη των ελλογίμων ανδρών, αλλά η πλειονότητά τους αποτελείται από αδαείς κυρίως, οι δε λοιποί είναι μεν πιο συνετοί από το πλήθος, απέχουν όμως πολύ από τους δυναμένους να κρίνουν τους λόγους, όσο και το πλήθος όλο απέχει από αυτούς. Μόλις ένας ή δύο παρακάθηνται και έχουν αυτή την αρετή. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ο καλύτερος ιεροκήρυκας αποσπά τις λιγότερες επιδοκιμασίες, συμβαίνει δε και μερικές φορές να μη επαινεθή καθόλου. Πρέπει λοιπόν ο επίσκοπος να έχη προετοιμασθή να αντιμετωπίση με θάρρος όλες αυτές τις ανωμαλίες και όσους πάσχουν από αμάθεια να τους συγχωρή, όσους κυριεύονται από το φθόνο να τους υπομένη και να δακρύζη γι᾿ αυτούς, διότι είναι άθλιοι και ελεεινοί, σε καμμία δε περίπτωση να μη νομίζη ότι η δύναμή του έχει καταστή μικρότερη εκείνης αυτών των ανθρώπων. Διότι αν ήταν άριστος ζωγράφος και υπερτερούσε μεταξύ όλων των καλλιτεχνών, αν έβλεπε ένα τέλειο έργο του να περιγελάται από ανίδεους δεν θα έπρεπε να το καταστρέψη, όπως αντίθετα αν έβλεπε κάποιο όντως κακό έργο του να γίνη άξιο θαυμασμού και μελέτης από την προκληθείσα επιδοκιμασία των ασχέτων προς την τέχνη.
ζ. Ο ιεροκήρυκας πρέπει να ρυθμίζη το περιεχόμενο των λόγων του μόνο με βάση το θέλημα του Θεού.
Ο άριστος καλλιτέχνης πρέπει να είναι ο ίδιος και κριτής των έργων του, να κρίνονται δε αυτά ως καλά ή άτεχνα, όταν ο νους που τα κατασκεύασε εκφέρη τη σχετική άποψη. Όσον αφορά δε στη γνώμη των άλλων, την πλανημένη και άτεχνη, αυτή να μη τη βάζη ούτε καν στο μυαλό του. Ούτε και ο αναλαβών το έργο της διδασκαλίας πρέπει να προσέχη στις επευφημίες των άλλων, ούτε όμως και από την αρνητική στάση αυτών να επιτρέπη στην ψυχή του να καταβάλλεται. Αντίθετα, οφείλει να επεξεργάζεται τους λόγους του, ώστε να αρέση στον Θεό (διότι αυτός και μόνο είναι ο κανόνας και το μέτρο της άριστης δημιουργίας αυτών και όχι οι κραυγές και οι επευφημίες) και αν μεν επαινείται και από τους ανθρώπους να μη αντικρούη τα εγκώμια, αλλά και αν αυτά δεν του παρέχονται από τους ακροατές να μη τα επιζητή και να μη δυσφορή. Η μεγαλύτερη παραμυθία για τους πόνους και μεγαλύτερο από όλα τα άλλα είναι, όταν δύναται να γνωρίζη τον εαυτό του, να συνθέτη και να προσανατολίζη το περιεχόμενο της διδασκαλίας του για να είναι αρεστός στον Θεό.
η. Ο μη καταφρονών τους επαίνους θα υποστή πολλά δεινά.
Διότι αν καταληφθή από την επιθυμία των αλόγων ανθρώπων να επαινείται συνεχώς, κανένα όφελος δεν θα προκύψη γι᾿ αυτόν από τους κόπους του αυτούς, ούτε από την ικανότητά του να διδάσκη τον λαό. Η ψυχή που δεν μπορεί να υποφέρη τις κατηγορίες των πολλών καταστρέφεται και εγκαταλείπει την προσπάθεια για τη βελτίωση της διαλεκτικής ικανότητας. Για τον λόγο αυτό πρέπει η ψυχή να έχη γυμνασθή κατάλληλα, ώστε να παραθεωρή τους επαίνους. Δεν αρκεί να γνωρίζει κανείς να διαλέγεται για να διατηρήση αυτή την ικανότητα, αν δεν συνυπάρχη και αυτό το στοιχείο. Αν δε θέλη κάποιος να είναι ακριβής, θα πρέπει να παραδεχθή ότι και ο στερούμενος τη ρητορική δεινότητα πρέπει να καταφρονή τους επαίνους όχι λιγότερο από τον ικανό ρήτορα. Διότι θα περιπέση σε πολλά σφάλματα αν αλωθή από τη δόξα των πολλών. Αδυνατώντας αυτός να εξισωθή προς τους δόκιμους ρήτορες, τους επιβουλεύεται και τους φθονεί, τους κατηγορεί αναιτίως και δεν σταματά από το να μετέρχεται τέτοιων δολίων μέσων εναντίον τους· αντίθετα, τολμά τα πάντα, ακόμη δε και την ψυχή του αν πρέπει να απολέση θα το κάνη προκειμένου να υποβιβάση τη δόξα τους στο ίδιο ταπεινό και ευτελές επίπεδο με το δικό του. Εκτός δε από αυτά θα αποφύγη κάθε κοπιαστική προσπάθεια, σαν να έχη πέσει η ψυχή του σε νάρκη. Εκείνος που καταβάλλει πολλές προσπάθειες και απολαμβάνει λιγότερα εγκώμια, είναι ικανός να καταβληθή και να αχθή στην αδράνεια, επειδή δεν μπορεί να περιφρονήση τα εγκώμια. Έτσι και ο γεωργός, όταν κάνει χωράφι σε άγονο έδαφος και αναγκάζεται να οργώνη πέτρες, γρήγορα σταματά τις προσπάθειές του, αν δεν διακρίνεται από μεγάλη προθυμία για εργασία ή απειλείται από την πείνα. Όταν λοιπόν εκείνοι οι οποίοι διακρίνονται για το υψηλό επίπεδο ρητορικής χρειάζονται τόση προσπάθεια για να διατηρήσουν την ικανότητά τους αυτή, τότε ο παντελώς άπειρος, ο οποίος αναγκάζεται να προσκτά εμπειρίες και γνώσεις κατά τη διάρκεια των ομιλιών του, πόσες δυσκολίες θα συναντήση, πόσο θόρυβο και ταραχή θα υποστή για να μπορέση να μάθη κάτι μικρό καταβάλλοντας τόσο μόχθο; Αν δε υπάρχη κάποιος από τους υφισταμένους του επισκόπου, ο οποίος στον διδακτικό τομέα αναδειχθή υψηλότερος εκείνου, τότε εδώ χρειάζεται θεία ψυχή για να μη αλωθή από φθόνο και περιπέση σε αθυμία. Πράγματι, το να ανεχθή τον υπερκερασμό του, κάποιος ο οποίος έχει καταλάβει υψηλό αξίωμα, από κατωτέρους του και να το υποφέρη με γενναιότητα, απαιτεί να διαθέτη όχι την τυχαία, ούτε τη δικιά μου, αλλά αδαμάντινη ψυχή. Και αν μεν είναι επιεικής και πολύ μετριόφρων ο υπερκεράσας τον ανώτερό του, τότε το πάθος γίνεται υποφερτό. Αν όμως καθίσταται θρασύς, αλαζόνας και φιλόδοξος, ευχόμενος καθημερινά τον θάνατο του ανωτέρου του, τότε θα καταστήση τη ζωή του τελευταίου πικρή με τις φανερές επεμβάσεις του και τις κρυφές ραδιουργίες του· θα καταχράται την εξουσία του, θέλοντας να καταστήση τον εαυτό του ρυθμιστή όλων των καταστάσεων. Σε όλες δε αυτές τις ενέργειές του διασφαλίζεται από τη δεινή ρητορική του ικανότητα, την προς αυτόν ευμένεια του πλήθους και τα φιλικά αισθήματα που τρέφει όλο το ποίμνιο προς το πρόσωπό του. Ή δεν γνωρίζεις πόσος έρωτας για την καλλιέργεια του λόγου έχει κυριεύσει τις ψυχές των χριστιανών σήμερα και ότι μάλιστα οι επιδιδόμενοι στη ρητορική τέχνη τιμώνται περισσότερο από όλους τους άλλους όχι μόνο μεταξύ των ειδωλολατρών, αλλά και μεταξύ των ομοπίστων μας; Πώς μπορεί κανείς να ανεχθή τόση ντροπή, όταν ενώ κηρύττει ο επίσκοπος όλοι σιωπούν και ενοχλούνται, περιμένουν δε το τέλος του λόγου σαν ανάπαυση από κοπιαστική προσπάθεια, αλλά αντίθετα, όταν κάποιος άλλος εκφωνή μακροσκελή λόγο τον ακούουν με μακροθυμία και στενοχωρούνται όταν θέλη να διακόψη, οργίζονται δε όταν πρόκειται να τελειώση την ομιλία του; Όλα αυτά αν τώρα σου φαίνονται μικρά και ευκαταφρόνητα λόγω της απειρίας, εν τούτοις είναι ικανά και την προθυμία να σβήσουν και τη δύναμη της ψυχής να παραλύσουν, αν ο επίσκοπος δεν αποσπάση τον εαυτό του από όλα τα ανθρώπινα πάθη και δεν προσπαθήση να ομοιωθή στη συμπεριφορά του προς τις ασώματες δυνάμεις, οι οποίες ούτε από φθόνο, ούτε από πάθος για τη δόξα ούτε από κανένα άλλο παρόμοιο νόσημα κυριεύονται. Αν λοιπόν υφίσταται κάποιος μεταξύ των ανθρώπων, ο οποίος να είναι ικανός το δυσθήρατο και ανίκητο ανήμερο αυτό θηρίο, τη δόξα δηλαδή των πολλών, να το κατανικήση και να αποκόψη τις πολλές κεφαλές του, μάλλον δε να μη επιτρέψη εξ αρχής να φυτρώσουν αυτές, τότε θα κατορθώση με ευκολία και τις πολλές αυτές προσβολές να αποκρούση και να απολαύση τη γαλήνη κάποιου ήσυχου λιμένα. Αν όμως δεν απαλλαγή από το πάθος αυτό θα αναγκασθή να διεξάγη πόλεμο πολυμέτωπο, να αντιμετωπίζη συνεχείς θορύβους, η δε ψυχή του θα καταληφθή από την αθυμία και τα λοιπά πάθη του όχλου. Σε τι ωφελεί λοιπόν να αναφέρουμε και τις υπόλοιπες δυσκολίες, τις οποίες δεν θα δυνηθή ούτε να μνημονεύση ούτε να μάθη κανείς, αν δεν ασχοληθή ενεργά με τα πράγματα αυτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου