Κυριακή 29 Μαΐου 2016

«Ὁ Ἐμμανουήλ, τά παιδικά χρόνια τοῦ Χριστοῦ»

Ἡ Δημιουργία

«Ὁ Ἐμμανουήλ, 
τά παιδικά χρόνια τοῦ Χριστοῦ»

Ὁ κόσμος τοῦτος πού κινούμαστε καί ζοῦμε, ἡ γῆ κι οἱ χίλιες μύριες ὀμορφιές της, δέν ὑπῆρχε ἀπό πάντα.
Κι οὔτε ἀπό πάντα, ὁ γαλάζιος οὐρανός, μέ τό λαμπρό ἥλιο καί τ” ἀμέτρητα ἄλλα ἀστέρια του, γυρόφερναν σάν σπάνιο, μαργαριταρένιο στέμμα τήν πανέμορφη πλάση.
Ἦταν καιρός πού τίποτα ἀπ” ὅλα αὐτά δέν ἦταν στή ζωή. Μονάχα ὁ Θεός, Ἐκεῖνος πού εἶναι ἡ Ἴδια ἡ Ζωή ὑπῆρχε καί γιά πάντα θά ὑπάρχει.
Ὁ προαιώνιος Θεός δέν εἶναι ὅμως μονάχα ἡ Ἴδια ἡ Ζωή, ἀλλά εἶναι καί ἡ αἰώνια Ἀγάπη. Κι αὐτή ἡ ἄπειρη Ἀγάπη θέλησε κάποτε νά ξεχυθεῖ, νά χαρίσει τό πολυτιμότερο δῶρο, τή ζωή καί νά γίνει ἀστείρευτη πηγή ζωῆς καί σ᾿ ἄλλα δημιουργήματα.
Ἔτσι ἔγινε κι ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο.
Τόν δημιούργησε τέλειο καί πανέμορφο.
Τόν ἔφερε στήν ὕπαρξη καί τόν ἐστόλισε μέ κάθε εἴδους ὀμορφιά, μέ κάθε ἁρμονία καί μέ κάθε χάρη.
Ὅλος ὁ κόσμος τότε ἦταν ἕνας μεγάλος Παράδεισος.
***
Πρῶτα-πρῶτα δημιούργησε ὁ Θεός τή γῆ, τόν οὐρανό καί τ᾿ ἄλλα κτίσματα.
Μετά δημιούργησε τόν ἄνθρωπο.
Αὐτό ὅμως τό πλάσμα Του δέν τό “κανε ὅμοιο μέ ὅλα τ” ἄλλα. Τόν ἄνθρωπο τόν προίκισε μέ πολύ περισσότερα, ἰδιαίτερα καί πιό πολύτιμα χαρίσματα. Τόν δημιούργησε σύμφωνα μέ τή δική Του εἰκόνα. Τοῦ ἔδωσε ζωή καί λογικό, φρόνηση κι ἐλευθερία.
Μετά τοῦ χάρισε κι ὁλόκληρο τόν Παράδεισο.
Τόν τοποθέτησε ἐκεῖ σάν κυβερνήτη καί βασιλιά.
Νά ζεῖ μέσα σ” αὐτόν, τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Θεός, πάντα χαρούμενος κι εἰρηνικός. Νά ἐργάζεται ἐκεῖ ἄοκνα καί μέ ἐπιμέλεια. Νά τόν φροντίζει μέ περισσή ἀγάπη στό καθετί καί ἄγρυπνα νά τόν φυλάει.
Ἔδωσε ἀκόμα ὁ Θεός καί πολλές ἄλλες συμβουλές στόν ἄνθρωπο, ὥστε νά μήν δυσκολευτεῖ σέ τίποτα καί πάντα νά βρίσκεται μεσ” στή χαρά λουσμένος.
Τοῦ εἶπε ὅτι ἔπρεπε νά ζήσει καί νά πορευτεῖ, μέ πολλή φρόνηση, ὅπως Ἐκεῖνος τοῦ εἶχε ὁρίσει.
Ἄν ἔτσι βάδιζε ὁ ἄνθρωπος, ἡ ζωή του θά ἦταν πάντα μέσα στό φῶς καί ὅλη ἡ κτίση θά ἦταν κοντά του εὐτυχισμένη.
Ἄν ὅμως ἀπειθοῦσε καί ξεστράτιζε σίγουρα θά τόν εὕρισκαν δεινά καί συμφορές καί ἡ κατάληξή του θά ‘ταν ὁ θάνατος.
Ἔτσι εἶχε πεῖ τότε ὁ Θεός, ὁ Πατέρας καί Δημιουργός.
***
Ἄπειρος ὅμως καθώς ἦταν ὁ ἄνθρωπος πλανήθηκε ἀπό τό διάβολο, ἄκουσε τή κακή συμβουλή του καί παράκουσε τό Θεό. Ξέχασε ὅ,τι ἀπ” τήν ἀρχή τοῦ εἶχε παραγγείλει ὁ Δημιουργός του καί ὄντας ἐλεύθερος νά διαλέξει τό δρόμο του, προτίμησε τή γρήγορη στράτα πού τοῦ ὑπέδειξε ὁ διάβολος. Ἔτσι ξεστράτισε ἀπό τό δρόμο τῆς χαρᾶς καί τῆς ζωῆς, πού ὁ Θεός τοῦ εἶχε ὁρίσει.
Καί τότε ἦρθε ἡ συμφορά.
Κάθε χαρά ἔφυγε ἀπό τήν καρδιά του.
Ἄρχισε νά πονάει, νά κουράζεται, νά φθείρεται καί νά γερνάει. Πόνος κι ἀρρώστειες ἀναπάντεχα τόν βρῆκαν.
Στό τέλος, γνώρισε τήν πικρή συμφορά, τό μεγαλύτερο κακό πού εἶδε ποτέ πλάσμα στόν κόσμο. Γεύτηκε τό θάνατο.
Τό θάνατο πού ἀπό τότε ἐμπόδισε ὁριστικά τό δρόμο του καί σφράγισε τή ζωή του.
***


Σάν τά ‘δε αὐτά ὁ πρωτόπλαστος τότε συνειδητο-ποίησε τό λάθος του.
Κατάλαβε πώς μόνο ὁ Θεός τόν ἀγαπάει πραγματικά. Βεβαιώθηκε πιά πώς μονάχα Ἐκεῖνος εἶναι ἡ μόνη Ἀληθινή κι Ἀπόλυτη Ἀγάπη.
Πόνεσε κι ἔκλαψε πικρά ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος, γιά ὅ,τι εἶχε πιά ὁριστικά χαμένο.
Ἄρχισε ἀπό ἐκείνη κιόλας τή στιγμή νά ἀποζητάει τόν πρῶτο του Παράδεισο, τήν εἰρήνη, τήν ἄδολη χαρά καί τά τόσα ἄλλα καλά του.
Πεθύμησε ἡ ψυχή του νά ἀτενίσει πάλι, κατά πρόσωπο τόν Πλάστη του. Ἐκεῖνον πού μέ τόση ἀγάπη, σοφία καί στοργή τόν εἶχε δημιουργήσει.
Πεθύμησε νά τοῦ ξαναμιλήσει, ὅπως παλιά τό δειλινό (Γέν. 3, 8). Νά, σάν τόν παιδάκι στόν Πατέρα του, τόν πόνο τῆς καρδιᾶς του νά ξεχύσει.
***
Καί ὁ φιλάνθρωπος Θεός, Αὐτός πού μόνον ἀληθινά ἀγαπάει, σπλαχνίστηκε τό πονεμένο κι ἄρρωστο παιδί Του.
Πόνεσε μέ τόν πόνο του, θέλησε νά γιατρέψει τήν πληγή του. Πῆρε ἀπόφαση νά σώσει ἀπό τήν αἰώνια καταδίκη τό πλάσμα Του.
Σπλαχνίστηκε ὁ φιλάνθρωπος, ὁ Πατέρας.
Καί τότε ἦταν πού ὁ Θεός ἔδωσε τό μεγάλο λόγο τή μεγάλη ὑπόσχεση.
Εἶπε πώς, ἀκόμα δέν εἶχαν ὅλα τέλεια χαθεῖ. Πώς ἀκόμα ὑπῆρχε γιά τόν ἄνθρωπο, ἐλπίδα!
Θά ἐρχόταν μέρα εἶπε, πού θά “στελνε τό Γιό Του τόν Μονογενῆ καί Ἐκεῖνος θά ἔσωζε τόν κόσμο (Γέν. 3, 15).
Ἐκεῖνος θά ξανάνοιγε γιά τόν ἄνθρωπο τόν σφραγισμένο Παράδεισο. Ἐκεῖνος θά γινόταν παντοτινά ἡ μεγάλη χαρά του.
Ἐκεῖνος θά ἦταν ὁ Νέος, ὁ Αἰώνιος Παράδεισος, γιά ὅποιον πίστευε σ” Αὐτόν καί τό Εὐαγγέλιο, γιά ὅποιον Τόν ἀκολουθοῦσε.
Ἐκεῖνος!…
Ἔτσι εἶπε τότε ὁ Θεός…
Κι ὁ ἄνθρωπος ἀναθάρρεψε κι ἄρχισε μέ ἀγωνία νά Τόν περιμένει.
Ναί, ἔτσι εἶχε πεῖ τότε ὁ Θεός…

Ὁ Νόμος καί οἱ Προφῆτες

Πέρασαν χρόνια καί χρόνια.
Τά βάσανα τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶχαν τελειωμό.
Ἀγωνιοῦσε κάθε μεστωμένος νοῦς σάν ἔβλεπε νά φεύγουν οἱ γενιές ἡ μιά μετά τήν ἄλλη, χωρίς ἐλπίδα, χωρίς ἀνάπαυση.
Θυμόταν ὅ,τι τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Θεός ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα πού διώχθηκε ἀπό τόν Παράδεισο. Θυμόταν ἐκείνη τήν πρώτη, τή σπουδαία ὑπόσχεση τοῦ πλάστη του κι ὅλο περίμενε. Διάβαζε καί ξαναδιάβαζε τίς Γραφές μήπως καί δεῖ κάποιο σημεῖο, κάτι πού νά “φερνε πιό κοντά τή Μεγάλη ὥρα. Τήν ὥρα πού θά ἐρχόταν ὁ Σωτήρας του καί Λυτρωτής.
Γιατί δέν ἦταν μονάχα ἡ πρώτη ἐκείνη ὑπόσχεση πού εἶχε δώσει ὁ Θεός, γιά τή λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχε πολλές φορές στείλει καί ξαναστείλει τό ἴδιο μήνυμα μ᾿ ἄλλους ἀνθρώπους. Εἶχε ἀνανεώσει τήν παλιά ἀνθρώπινη προσδοκία.
Γιατί ὁ Θεός πάντα θυμᾶται.
Ποτέ δέν παραβλέπει, ποτέ δέν ξεχνάει ὁ Πατέρας.
Στά χρόνια λοιπόν πού εἶχαν μεσολαβήσει, ἀπό τότε πού ἔχασε ὁ ἄνθρωπος τόν Παράδεισο, ὁ πάνσοφος Θεός φρόντισε μέ πολλούς τρόπους νά προετοιμάσει τόν κόσμο, γιά τό μεγάλο γεγονός τῆς σωτηρίας.
Ἔστειλε ὁ Φιλάνθρωπος δίκαιους καί σοφούς ἀνθρώπους, τούς Προφῆτες. Ἐκεῖνοι κήρυξαν καί, μέ τόν πύρινο λόγο τους, βοήθησαν ὥστε νά ἔρθουν οἱ καλοπροαίρετοι σέ μετάνοια,νά καθαρίσουν καί νά προετοιμάσουν καθώς ἔπρεπε τήν ψυχή τους.
Ἕνας ἀπό τούς Προφῆτες ἦταν κι ὁ Ἡσαΐας, πού πολλά-πολλά χρόνια πρίν, κήρυξε στό λαό καί εἶπε «Νά, ἡ Παρθένος θά συλλάβει παιδί καί θά γεννήσει γιό, πού θά ὀνομαστεῖ Ἐμμανουήλ, ὄνομα πού σημαίνει, ὁ Θεός ἀνάμεσά μας».
Ἔστειλε ἀκόμα ὁ Θεός κι ἄλλους, πολλούς Προφῆτες, ὅπως τόν Μωϋσῆ, τό Ζαχαρία, τόν Ἰακώβ, τόν Ἀαρών, τόν Σολομώντα, τόν Ἱερεμία, τόν Ἀββακούμ, τόν Δανιήλ κι ἄλλους, κι ἄλλους πολλούς.
Ὁ κάθε Προφήτης διεκήρυξε μέ τόν δικό του τρόπο τό ἐλπιδοφόρο μήνυμα, γιά τόν ἐρχομό τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ.
Καί ἀπό τότε, κάθε ἄνθρωπος κύτταζε πρός τήν ἀνατολή καί περίμενε…
Περίμεναν ὅλοι τή μεγάλη καί ἱερή στιγμή, πού θά ἄνοιγε ὁ οὐρανός κι ὁ κόσμος θά πανηγύριζε τή λύτρωσή του.

Ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου

Ἔφτασε κάποτε ἐπιτέλους ἡ κατάλληλη ὥρα, γιά νά στείλει ὁ Θεός στήν πονεμένη γῆ τό γιό Του, τόν Μονογενῆ.
Ἔφτασε ἡ ὥρα πού, ἡ γῆ τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ὀργωμένη βαθιά ἀπό τόν πόνο τῆς ἁμαρτίας, περίμενε. Κάθε ψυχή ἀναζητοῦσε ἐπίμονα Ἐκεῖνον πού θά ἔσπερνε μέσα της τήν ἀλήθεια, τή νέα ζωή, τό Εὐαγγέλιο.
Ἔφτασε ἡ ὥρα.
Ὁ μετανοιωμένος ἄνθρωπος ἦταν τέλεια ἕτοιμος. Ζητοῦσε διψασμένος τή λύτρωση. Τίποτα λοιπόν τώρα δέν δυσκόλευε καί δέν ἐμπόδιζε τό Θεό νά ἔρθει στή γῆ καί νά τόν σώσει.
Μιά ἁγνή κόρη στή πόλη Ναζαρέτ, ἡ Μαρία, κρίθηκε ἀπό τό Θεό σάν πιό κατάλληλη ἀνάμεσα στίς γυναῖκες, γιά νά ἀναλάβει τή μεγάλη ἀποστολή. Νά γίνει δηλαδή Μητέρα Του.
Ἡ Παρθένος Μαρία ἦταν ἡ καλή καί ἀγαθή γῆ, πού οἱ Προφῆτες εἶχαν προκηρύξει. Ἐκείνη ἦταν ὁ καρπός τῆς ἀνθρώπινης μετάνοιας ὅλων τῶν αἰώνων. Ἐκείνη θά γινόταν γέφυρα, πού θά ἔφερνε τόν οὐρανό στήν πονεμένη γῆ.
Ἐκείνη!…
Ὅλα ἦταν ἕτοιμα.
Ἡ ὥρα γιά τό ποθούμενο εἶχε φτάσει.
***


Ὁ Μεγάλος Πατέρας ἔστειλε τότε σπουδαῖο μαντατοφόρο, τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ. Τόν ἔστειλε γιά νά φέρει στήν Παρθένο Μαρία τό πιό χαρούμενο μήνυμα πού ἀκούστηκε ποτέ πάνω στή γῆ.
***
Πέταξε λαμπροφορεμένος ὁ Ἀρχάγγελος καί στάθηκε μπροστά στήν Πάναγνη κόρη τῆς Ναζαρέτ καί μέ ἀνείπωτη χαρά τῆς εἶπε:
— Χαῖρε Μαρία, Κόρη πού εἶσαι λουσμένη στή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου. Ἐσύ εἶσαι εὐλογημένη ἀνάμεσα σ᾿ ὅλες τίς γυναῖκες (Λουκ. α΄, 28).
Καί ἐπειδή Ἐκείνη στεκόταν κατάπληκτη γιά τό περίεργο αὐτό ἄκουσμα, ὁ Ἀρχάγγελος Τῆς εἶπε καθαρώτερα τό βαθύτερο νόημα πού εἶχαν τοῦτα τά λόγια του.
— Μή φοβᾶσαι, Μαριάμ, γιατί βρῆκες Χάρη ἀπό τό Θεό. Νά, θά συλλάβεις καί θά γεννήσεις Γιό, πού θά τόν ὀνομάσεις Ἰησοῦ! Αὐτός εἶναι Μεγάλος καί Γιός τοῦ Θεοῦ θά ὀνομαστεῖ. Ὁ Θεός θά τοῦ δώσει τό θρόνο τοῦ προπάτορά του Δαυίδ καί θά βασιλεύσει στούς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ. Κι ἡ βασιλεία Του δέν θά ‘χει τέλος (Λουκ. α΄ 30-33).
Ρώτησε τότε ἀπορρημένη ἡ Παρθένος, πῶς θά γινόταν αὐτό τό θαυμαστό, ἀφοῦ ἦταν ἁγνή κι ἀμόλυντη κόρη.
— Πῶς εἶναι δυνατόν νά γίνει τοῦτο, ἀφοῦ ἄνδρα ποτέ δέν γνώρισα(Λουκ. α΄ 34)
Κι ὁ Ἀρχάγγελος πάλι ἐξήγησε:
—Τό Ἅγιο Πνεῦμα θά κατοικοῦσε μέσα Σου καί δύναμη τοῦ ὕψιστου Θεοῦ θά σέ σκεπάσει. Γι’ αὐτό καί τό ἅγιο παιδί πού θά γεννήσεις θά ὀνομαστεῖ Γιός τοῦ Θεοῦ(Λουκ. α΄ 35).
Τό Ἅγιο Πνεῦμα, Ἐκεῖνο θά ἐνεργοῦσε ὅλα αὐτά τά θαυμαστά, ἄν καί ἡ Ἴδια βέβαια μέ ὅλη τήν καρδιά Της τό ᾿θελε. Γιατί αὐτή ἦταν ἡ προϋπόθεση: Ἄν δηλαδή, κι Ἐκείνη συμφωνοῦσε.
Τότε ἡ Πάναγνη Παρθένος ἀπάντησε ἐκεῖνο τό σπουδαῖο καί θαυμαστό:
— Νά λοιπόν, ἐγώ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου, ἄς γίνει σύμφωνα μέ τό θέλημά Του (Λουκ. α΄ 38).
***
Αὐτός ὁ λόγος ἦταν πού ἔσωσε τήν οἰκουμένη!!!
Ἄν ἡ Πανάγια Κόρη τῆς Ναζαρέτ δέν εἶχε θελήσει νά προσφέρει τόν ἑαυτόν Της καί δέν συμφωνοῦσε μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τίποτα δέν θά μποροῦσε πιά νά γίνει. Τίποτα δέν θά ἄνοιγε τό δρόμο γιά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ, γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Γιατί ὁ Θεός εἶχε πλάσει τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο. Καί ποτέ, οὔτε καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε στήν ἁμαρτία καί πρόδωσε τήν κλήση του, ποτέ δέν πῆρε πίσω ὁ Θεός τό δῶρο τῆς ἐλευθερίας πού εἶχε στόν ἄνθρωπο χαρισμένο, κατά τήν ὥρα τῆς δημιουργίας του. Τώρα λοιπόν χρειαζόταν ἡ ἄδεια τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά ἀναλάβει ὁ Χριστός τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἡ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου κι ἡ συγκατάθεσή του νά ξεκινήσει μιά νέα πορεία, σύμφωνη πάντα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἦταν τώρα πλέον τό κλειδί πού θά ᾿δινε στόν Θεό τή δυνατότητα νά μπεῖ στόν κόσμο.
Κι ἡ Παρθένος Μαριάμ καθόλου δέν δίστασε.
Μετάνοια δέν Τῆς ἦταν ἀπαραίτητη, γιατί ὅλη ἡ ζωή Της ἦταν ἅγια, ἀγγελική, ἀπόλυτα προσαρμοσμένη στό δικό Του θέλημα. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν πάντα καί δική Της ἐπιθυμία.
Παρέδωσε λοιπόν τόν Ἑαυτό Της, ἁγιασμένο, πεντακάθαρο καί δέχτηκε ταπεινά τό ἅγιο θέλημά Του. Νά διακονήσει δηλαδή, ταπεινά τό σχέδιο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους.
Νά γίνει ἡ Μητέρα Του.
***
Ἀπό ἐκείνη ἀκριβῶς τή στιγμή, τό μεγάλο σχέδιο γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει νά γίνεται φανερή, χειροπιαστή πραγματικότητα.
Ὁ Θεός εἶχε ἐπιτέλους βρεῖ στή γῆ χῶρο φιλόξενο, σκηνή ταπεινή κι ἀμόλυντη. Εἶχε βρεῖ τήν ὁλοφώτεινη ψυχή τῆς Παναγίας Παρθένου.
Ἔτσι ἔγινε καί σκήνωσε στόν κόσμο ὁ Ἀχώρητος Θεός. Αὐτά τότε συνέβηκαν καί ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου ἔγινε ἄνθρωπος.
Ἔτσι ἔγινε κι ἔφτασε στή γῆ, μέ δούλου μορφή, ὁ Μεγάλος Μαντατοφόρος τῆς θέλησης τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Ἐκεῖνος ὁ ἀγγελιοφόρος τῆς «Μεγάλης Βουλῆς» τοῦ Θεοῦ, γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου( ).
Ἔτσι ἔγινε…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου