Κυριακή 29 Μαΐου 2016

ΓΙΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΚΗΔΙΑΣ Ἀββᾶ Κασσιανοῦ

ΓΙΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΚΗΔΙΑΣ 

Ἀββᾶ Κασσιανοῦ



Κεφάλαιο 1·  Εἰσαγωγή. Τά χαρακτηριστικά τοῦ πάθους τῆς ἀκηδίας.
 Τό ἕκτο μας ἀγώνισμα εἶναι ἐναντίον τοῦ πάθους τῆς ἀκηδίας, τό ὁποῖο μποροῦμε νά ὁρίσουμε ὡς ψυχική κόπωση, ἀδιαφορία γιά τά πάντα, ἀκεφιά καί ἀπραξία. ῾Η ἀκηδία συγγενεύει μέ τή λύπη καί χτυπᾶ ἰδιαίτερα τούς μοναχούς, καί μάλιστα πιό συχνά καί πιό βίαια τούς ἐρημίτες. Οἱ ἐρημίτες μοναχοί δέχονται τήν ἐπίθεσή της κατά τήν ἕκτη ὥρα τῆς ἡμέρας –γιατί αὐτό τό πάθος ἐπιτίθεται σέ συγκεκριμένες ὧρες– καί πλήττει τήν ἄρρωστη ψυχή τους σάν ὑψηλός πυρετός. Κάποιοι Πατέρες μάλιστα λένε ἀπερίφραστα, ὅτι ἡ ἀκηδία εἶναι »τό μεσημβρινό δαιμόνιο» πού ἀναφέρει ὁ προφήτης Δαυίδ στόν ἐνενηκοστό Ψαλμό.
 Κεφάλαιο 2·  Περιγραφή τοῦ πάθους τῆς ἀκηδίας. Πῶς αὐτό εἰσχωρεῖ ἀνεπαίσθητα μέσα στήν καρδιά τοῦ μοναχοῦ καί ποιά βλάβη προκαλεῖ στήν ψυχή του.
 ῞Οταν αὐτό τό πάθος κυριαρχήσει στήν ψυχή τοῦ μοναχοῦ, γεννᾶ μέσα του ἀπέχθεια γιά τόν τόπο στόν ὁποῖο μένει καί γιά τό κελί του.  Τοῦ ἐμπνέει ἐπίσης περιφρόνηση γιά τούς συνασκητές ἀδελφούς του, μέ τό πρόσχημα ὅτι αὐτοί εἶναι ἀμελεῖς καί ἀδιάφοροι γιά τήν πνευματική ζωή. ᾿Επιπλέον ἡ ἀκηδία κάνει τόν ἄνθρωπο μαλθακό, νωθρό καί ἀδύναμο γιά κάθε διακονία, τόν ἐμποδίζει νά παραμείνει στό κελί του καί νά ἐπιδοθεῖ στά πνευματικά του καθήκοντα καί στή μελέτη. ῾Ο μοναχός πού ἔχει καταληφθεῖ ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀκηδίας, παραπονιέται συχνά ὅτι δέν ἔχει κάνει καμία πρόοδο, ὅσο καιρό μένει σ᾿ αὐτό τό κελί καί μεμψιμοιρεῖ λέγοντας ὅτι, ἄν συνεχίσει νά παραμένει στήν ᾿Αδελφότητα πού ζεῖ, δέν θά μπορέσει νά ἔχει καμιά πνευματική ὠφέλεια. Εἶναι πολύ λυπημένος πού ἐξακολουθεῖ νά παραμένει ἐκεῖ, χωρίς κανένα πνευματικό κέρδος, γιατί, καθώς λέει, αἰσθάνεται ἄχρηστος στόν τόπο αὐτό πού κατοικεῖ, ἐνῶ θά μποροῦσε ἄν βρισκόταν κάπου ἀλλοῦ, νά ἦταν πολύτιμη ἡ παρουσία του. Καί νομίζει μάλιστα, ὅτι θά μποροῦσε καί ἄλλους ἀδελφούς νά βοηθήσει πνευματικά μέ τήν ἐμπειρία του καί μέ τόν ὑποδειγματικό τρόπο τῆς ζωῆς του.
῎Εχει ἐπιπλέον σέ μεγάλη ὑπόληψη τά Μοναστήρια πού βρίσκονται πολύ μακριά καί τά χαρακτηρίζει ὡς εὔρυθμα καί πολύ πιό κατάλληλα γιά τήν πνευματική του πρόοδο καί γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Θεωρεῖ τίς σχέσεις του μέ τούς ἀδελφούς ἐκείνης τῆς ᾿Αδελφότητας πολύ εὐχάριστες καί ἀπόλυτα πνευματικές, ἐνῶ ἐκεῖ πού μένει ὅλα εἶναι σκληρά καί ἄξεστα καί οἱ ἀδελφοί δέν ἔχουν καμιά πνευματικότητα. ᾿Επιπλέον, εἶναι πολύ δύσκολο στόν τόπο τους νά ἐξασφαλίσει κανείς τά πρός τό ζῆν, χωρίς νά ἐργάζεται ἀσταμάτητα καί ἐξουθενωτικά. Τέλος, θεωρεῖ ὅτι, ἄν παραμείνει στό Μοναστήρι του, δέν θά μπορέσει νά ἐξασφαλίσει τή σωτηρία του. Θά πρέπει νά φύγει ὁπωσδήποτε ἀπό ἐκεῖ, καί μάλιστα, τό συντομότερο. Γιατί, ἄν μείνει περισσότερο στό κελί του, εἶναι σίγουρος ὅτι γρήγορα θά ἀρρωστήσει καί θά πεθάνει.
῾Ο ἀκηδιαστής μοναχός κατά τήν ῞Εκτη ὥρα αἰσθάνεται ἐντελῶς ἀποκαμωμένος, πεινασμένος καί τόσο ἐξαντλημένος, σάν νά ἔχει διανύσει πολύ μεγάλη ἀπόσταση πεζοπορώντας ἤ σάν νά ἔχει ἐργασθεῖ σκληρά ἤ σάν νά ἔχει νά φάει δύο-τρεῖς ἡμέρες. ῎Ετσι κοιτάζει πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις μέ ἀγωνία, μέ τό παράπονο ὅτι κανένας ἀδελφός δέν ἔρχεται νά τόν ἐπισκεφθεῖ, ὥστε νά ἀναγκασθεῖ νά καταλύσει νωρίτερα. Μπαινοβγαίνει στό κελί του καί παρατηρεῖ συνεχῶς τόν ἥλιο, γιατί νομίζει ὅτι εἶναι ἀργοκίνητος ἐκείνη τήν ἡμέρα καί γι᾿αὐτό καθυστερεῖ νά ἔρθει ἡ ᾿Ενάτη ὥρα, ὥστε νά μπορέσει ἐπιτέλους κι αὐτός νά γευματίσει. ῾Ο νοῦς τοῦ ἀκηδιαστῆ μοναχοῦ εἶναι συνήθως βαρύς καί ταραγμένος· καί γίνεται τόσο ἀδρανής καί ἀνίκανος γιά κάθε πνευματική δραστηριότητα, ὥστε πείθεται πιά ὁ μοναχός ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλο φάρμακο γιά νά βγεῖ ἀπό αὐτή τήν πίεση, ἐκτός ἀπό τό νά δεχθεῖ τήν ἐπίσκεψη ἑνός ἀδελφοῦ ἤ τήν παρηγοριά τοῦ ὕπνου. ᾿Επιπλέον, αὐτό τό ἴδιο πάθος τοῦ ὑποβάλλει ὡς κατάλληλο καί ἀναγκαῖο φάρμακο γιά τήν ἀνακούφισή του, τό νά πάει ὁ ἴδιος νά ἐπισκεφθεῖ ἄλλους ἀδελφούς καί νά κάνει ἐπισκέψεις σέ ἀρρώστους, ἀκόμα κι ἄν αὐτοί μένουν πολύ μακριά. Τοῦ ὑπαγορεύει μάλιστα πολύ ἔντονα ὁρισμένα καθήκοντα ἀγάπης, ὅπως, γιά παράδειγμα, νά ζητήσει νά μάθει νέα γιά κάποιον συγγενή του ἤ ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε νά πηγαίνει καί νά τούς ἐπισκέπτεται συχνότερα ἤ νά φροντίζει γιά τήν τάδε εὐσεβή γυναίκα, καί κυρίως ὅταν αὐτή στερεῖται βοηθείας ἀπό τούς οἰκείους της. Αὐτό τό θεωρεῖ μάλιστα ὡς πραγματικά μεγάλο ἔργο φιλανθρωπίας καί πιστεύει ἀκράδαντα ὅτι εἶναι καθῆκον του νά τήν ἐπισκέπτεται συχνά καί νά τῆς προμηθεύει ὅ,τι τῆς εἶναι ἀπαραίτητο, ἐφόσον αὐτή εἶναι τόσο παραμελημένη καί περιφρονημένη καί ἀπό τούς δικούς της. Δέν θά ἄξιζε, σκέπτεται, περισσότερο τό νά ἀναλωθεῖ σ᾿ αὐτές τίς ἀγαθοεργίες ἀπό τό νά μένει ἄσκοπα μέσα στό κελί του, χωρίς νά σημειώνει ἐκεῖ καμιά πνευματική πρόοδο;
 Κεφάλαιο 3·  Οἱ διάφοροι τρόποι μέ τούς ὁποίους ἡ ἀκηδία  καταβάλλει τό μοναχό.
 Πολιορκημένη κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο ἀπό αὐτές τίς πονηρίες ἤ τά τεχνάσματα τοῦ ἐχθροῦ, ἡ δυστυχισμένη ψυχή καί πιεσμένη ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀκηδίας, ὅπως ἀπό τά κτυπήματα ἑνός πολεμικοῦ κριοῦ, ὁδηγεῖται στό νά ὑποκύψει στόν ὕπνο ἤ στό νά ἐγκαταλείψει τή στένωση τοῦ κελιοῦ της καί νά ἀναζητήσει, μέσα ἀπό τήν ἐπίσκεψη σέ κάποιον ἀδελφό, τό φάρμακο τῆς λύτρωσής της ἀπό τό πάθος πού τήν πνίγει. Τό φάρμακο ὅμως αὐτό δέν θά τήν ἀπαλλάξει, ἀλλά θά τήν ἀρρωστήσει περισσότερο. Γιατί ὁ ἀντίπαλος θά ἐπιτίθεται πλέον πιό συχνά καί πιό βίαια, ἐφόσον θά ξέρει ὅτι μόλις ἀρχίσει ἡ μάχη ὁ μοναχός θά στρέψει τά νῶτα καί θά λιποτακτήσει. Κι αὐτό, γιατί ἐκεῖνος στηρίζει τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας του ὄχι στήν ἀντίσταση, ἀλλά στή φυγή. ῎Εχοντας σπρώξει λοιπόν ἡ ἀκηδία τόν μοναχό ἔξω ἀπό τό κελί του, τόν κάνει σιγά–σιγά νά λησμονήσει τό στόχο του, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ἀποκτηθεῖ διαφορετικά, παρά μόνο μέ τή συνεχή παραμονή στό κελί, τή σιωπή, καί τήν ἄσκηση. Σέ διαφορετική περίπτωση, ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ γίνεται φυγάδας καί λιποτάκτης ἀπό τό στρατό του καί «μπλέκεται», ὅπως λέει ὁ ᾿Απόστολος, «στίς φροντίδες τῆς καθημερινῆς ζωῆς» καί δέν μπορεῖ πλέον «νά ἀρέσει σ᾿ ἐκεῖνον πού τόν στρατολόγησε» (Β´ Τιμ. 2, 4).
 Κεφάλαιο 4·  ῾Η ἀκηδία ἐμποδίζει τό νοῦ νά ἀσχολεῖται  μέ τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν.
῞Ολες τίς ἀρνητικές ἐπιπτώσεις αὐτῆς τῆς ἀσθένειας, τίς ἐξέφρασε μέ γλαφυρότητα ὁ προφήτης Δαυίδ σέ ἕνα μόνο στίχο, λέγοντας· «χαλαρώθηκε ὁ ψυχικός μου τόνος, λόγω τῆς χαύνωσης πού προκαλεῖ ἡ ἀκηδία» (Ψαλμ. 118, 28). Πολύ σωστά λέει ὅτι δέν εἶναι τό σῶμα, ἀλλά ἡ ψυχή εἶναι ἐκείνη πού νύσταξε ἤ πού παθαίνει τή χαύνωση. Γιατί ἡ ψυχή πού ἔχει χτυπηθεῖ ἀπό τά βέλη τοῦ ἀπαίσιου αὐτοῦ πάθους, πραγματικά, νυστάζει καί ραθυμεῖ γιά κάθε ἔργο πνευματικό.
 Κεφάλαιο 5·  ῾Ο ἀγώνας κατά τῆς ἀκηδίας ἔχει δύο μέτωπα.
Γι᾿ αὐτό ὁ ἀληθινός ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ νά ἀγωνισθεῖ σύμφωνα μέ τούς κανόνες τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα (Β´ Τιμ. 2, 5), πρέπει νά βιαστεῖ νά λυτρωθεῖ ἀπό αὐτή τήν ἀρρώστια καί νά τήν ξεριζώσει. ῾Ο ἀγώνας του ἐναντίον τοῦ μεγάλου αὐτοῦ κακοῦ πρέπει νά κινηθεῖ πρός δύο κατευθύνσεις· Πρῶτα, δέν πρέπει νά ἀφήσει τόν ἑαυτό του νά πέσει χτυπημένος ἀπό τόν ὕπνο· καί δεύτερον, δέν πρέπει νά ἐπιτρέψει στήν ἀκηδία νά τόν διώξει ἔξω ἀπό τήν μοναστική του ᾿Αδελφότητα, προβάλλοντάς του εὐσεβοφανεῖς προφάσεις καί δικαιολογίες, ὥστε νά τόν κάνει νά ἀποδράσει σάν λιποτάκτης.
 Κεφάλαιο 6·  Τά ἀποτελέσματα τῆς ἀκηδίας εἶναι πολύ ἐπιζήμια γιά τόν μοναχό.
Πράγματι, ἀπό ὅποια πλευρά κι ἄν ἀρχίσει νά κυριαρχεῖ σέ κάποιον  ὁ ἐχθρός, θά πασχίσει ἤ νά τόν ἀφήσει σάν εὔκολο θύμα, στό κελί του –ἀλλά χωρίς καμία πνευματική προκοπή– ἤ νά τόν βγάλει ἀπ᾿ αὐτό καί νά τόν γυρίζει ἀπό τόν ἕνα τόπο στόν ἄλλο, ἄεργο καί περιπλανώμενο στά κελιά τῶν ἀδελφῶν καί στά διάφορα Μοναστήρια, ράθυμο καί ἀδιάφορο γιά τά πάντα, ἐκτός ἀπό τό τακτικό καί καλό φαγητό. Πράγματι, ὁ νοῦς τοῦ ἀργόσχολου δέν μπορεῖ νά σκεφθεῖ τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τό φαγητό, μέχρις ὅτου βρεῖ τή συντροφιά κάποιου ἄλλου, ἄνδρα ἤ μιᾶς γυναίκας, πού βρίσκεται στήν ἴδια κατάσταση μ᾿ αὐτόν. Τότε, ἐμπλέκεται στίς ὑποθέσεις τους, ἀσχολεῖται μέ τίς ἀνάγκες τους καί σιγά-σιγά αἰχμαλωτίζεται ἀπό αὐτές, σάν νά εἶναι σφικτά τυλιγμένος ἀπό ἕνα φίδι. ῎Ετσι, χάνει τελείως τό στόχο του καί τό ὅραμα τῆς κορυφῆς, πού εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καί ἡ Θεωρία, καί προδίδει τίς μοναχικές ὑποσχέσεις του.
 Κεφάλαιο 7·  Μαρτυρίες ἀπό τίς ᾿Επιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου σχετικές μέ τό πνεῦμα τῆς ἀκηδίας.
῾Ο ἅγιος ᾿Απόστολος, ἐπειδή εἶδε ὅτι αὐτή ἡ ἀρρώστια τῆς ἀκηδίας εἶχε ἀρχίσει ἤδη νά προχωράει σιγά-σιγά ἀνάμεσα στούς πιστούς καί ἐπειδή προέβλεψε, μέ τή Χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὅτι αὐτή θά ἐξαπλωνόταν, σπεύδει σάν καλός πνευματικός γιατρός νά τήν προλάβει ,παρέχοντας στούς πιστούς τό σωτήριο φάρμακο τῆς διδασκαλίας του. Πράγματι, γράφοντας στούς Θεσσαλονικεῖς, σάν ἐπιδέξιος γιατρός, τούς ἐνισχύει μέ τή σοφή καί γεμάτη παράκληση διδασκαλία του. ᾿Αρχίζει τίς νουθεσίες του μιλώντας τους γιά τήν ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς καί μάλιστα τούς ἐπαινεῖ γι᾿ αὐτό. ῎Ετσι, ἀφοῦ ἐπουλώσει λίγο τό θανάσιμο τραῦμα τους μ᾿ αὐτή τήν κατευναστική ἀγωγή, τούς ἐνισχύει, ὥστε νά μπορέσουν νά ὑπομείνουν εὐκολότερα τά πιό δραστικά φάρμακα τά ὁποῖα πρόκειται στή συνέχεια νά τούς χορηγήσει, ἐφόσον θά ἔχει ἤδη περάσει πλέον ἡ βαριά φλεγμονή τους. Λέει λοιπόν ὁ ᾿Απόστολος· «Σχετικά μέ τήν ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς, δέν χρειάζεται νά σᾶς γράφω, διότι ἐσεῖς ἔχετε διδαχθεῖ ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Καί μάλιστα, αὐτή τήν ἀγάπη τήν ἀσκεῖτε πρός ὅλους τούς ἀδελφούς πού βρίσκονται σέ ὅλη τήν Μακεδονία» (Α´ Θεσ. 4, 9-10).
῎Εχοντας ὁ ᾿Απόστολος ἀρχίσει τό λόγο του μέ τό ἀνακουφιστικό αὐτό βάλσαμο τοῦ ἐπαίνου, κατάφερε νά ἁπαλύνει τήν ἀκοή τους καί νά τούς προετοιμάσει γιά τό σωτήριο λόγο πού θά τούς χάριζε τήν ὁλοκληρωτική ἴαση. Καί στή συνέχεια πρσθέτει· «᾿Αλλά, σᾶς παρακαλοῦμε, ἀδελφοί, νά κάνετε αὐτό τό ἔργο τῆς ἀγάπης ἀκόμη περισσότερο» (Α´ Θεσ. 4, 10). ῎Ετσι, τούς καταπραΰνει μέ τή γλυκύτητα τῶν λόγων του, μήπως τυχόν τελικά αὐτοί δέν θά ἀποδεικνύονταν ἀκόμα ἱκανοί νά δεχθοῦν τό φάρμακο γιά τήν τέλεια θεραπεία.
Θά μποροῦσε ὅμως νά διερωτηθεῖ κανείς καί νά πεῖ· Τί εἶναι αὐτό πού ζητᾶς ᾿Απόστολε; Τί εἶναι αὐτό πού οἱ πιστοί τῆς Θεσσαλονίκης ὀφείλουν νά ἀναπτύξουν περισσότερο; Χωρίς ἀμφιβολία εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς, γιά τήν ὁποία ἔχεις πεῖ προηγουμένως· «Σχετικά μέ τήν ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς δέν χρειάζεται νά σᾶς γράψω» (Α´ Θεσσ. 4, 9). Γιατί ἄραγε εἶναι ἀνάγκη νά προσθέσεις κάτι σ᾿ αὐτούς, πού δέν ἔχουν πιά ἀνάγκη νά τούς γράψεις κάτι πάνω σ᾿ αὐτό τό θέμα; «Σᾶς παρακαλοῦμε νά τό ἀσκεῖτε αὐτό τό ἔργο τῆς ἀγάπης ἀκόμη περισσότερο» (Α´ Θεσ. 4, 10). Μᾶς προβληματίζει κυρίως τό ὅτι προσθέτεις καί τό λόγο, γιά τόν ὁποῖο δέν χρειάζεται νά τούς γράψεις πλέον σχετικά μ᾿ αὐτό τό θέμα, καί τούς λές· «῾Ο ἴδιος ὁ Θεός σᾶς δίδαξε νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο». Προσθέτεις τέλος καί κάτι ἀκόμα· Τούς λές, ὄχι μόνο ὅτι διδάχθηκαν ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, ἀλλά καί ὅτι ἐκπλήρωσαν μέ συνέπεια αὐτό πού διδάχθηκαν. «Διότι, πραγματικά», λές, «αὐτό τό ἐφαρμόσατε», ὄχι μόνο σέ ἕνα ἤ δύο, ἀλλά «σέ ὅλους τούς ἀδελφούς»· καί ὄχι μόνο στούς συμπολίτες ἤ στούς φίλους σας, ἀλλά, «πρός ὅλους τούς ἀδελφούς πού βρίσκονται σέ ὁλόκληρη τή Μακεδονία». Πές μας λοιπόν τελικά, γιατί κοπιάζεις τόσο κάνοντας αὐτό τόν πρόλογο; Καί μάλιστα, συνεχίζεις λέγοντας, «ἀλλά, σᾶς παρακαλοῦμε, νά ἀσκεῖτε τό ἔργο αὐτό τῆς ἀγάπης περισσότερο» καί «νά φιλοδοξεῖτε νά ζεῖτε εἰρηνικά» (Α´ Θεσ. 4, 11);
Βλέπουμε ἀκόμη ὅτι ὁ ᾿Απόστολος στό πρῶτο ἐπιχείρημα προσθέτει ἕνα δεύτερο· «Νά ἀσχολεῖσθε ὁ καθένας μέ τίς δικές του ὑποθέσεις», «καί νά ἐργάζεσθε μέ τά ἴδια σας τά χέρια (γιά τή συντήρησή σας), ὅπως σᾶς παραγγείλαμε» (Α´ Θεσ. 4, 11). «῎Ετσι θά συμπεριφέρεσθε μέ ἀξιοπρέπεια πρός τούς ἐκτός τῆς ᾿Εκκλησίας ἀνθρώπους καί δέν θά ἔχετε ἀνάγκη ἀπό τίποτε» (Α´ Θεσ. 4, 12).
Νά, λοιπόν πού τώρα γνωρίζουμε αὐτό πού εἶχε στό νοῦ του ὁ ᾿Απόστολος, ὅταν ἔκανε ὅλο αὐτό τόν πρόλογο.«Καί φιλοτιμεῖσθαι ἡσυχάζειν». Δηλαδή, νά παραμείνετε μέσα στά κελιά σας καί νά μήν ἐπιτρέπετε νά σᾶς διαταράξουν τήν ἡσυχία οἱ διάφορες φῆμες καί τά σχόλια πού συνηθίζουν νά δημιουργοῦν οἱ ἐπιθυμίες καί οἱ ἀργολογίες τῶν ράθυμων, οἱ ὁποῖοι σπέρνουν τήν ταραχή καί τήν ἀκαταστασία στούς ἄλλους.
Καί συνεχίζει ὁ ᾿Απόστολος· «Νά ἀσχολεῖσθε ὁ καθένας μέ τίς δικές του ὑποθέσεις». Μή ζητᾶτε δηλαδή, νά μαθαίνετε μέ περιέργεια τί γίνεται στόν κόσμο, οὔτε νά ἐξετάζετε πῶς ζοῦν ὁρισμένοι καί ἔτσι νά ἀναλώνεστε στήν κριτική τῶν ἀδελφῶν σας, ἀντί νά διορθώνεστε ἐσεῖς οἱ ἴδιοι καί νά ἐπικεντρώνετε τό βλέμμα σας στό δικό σας πνευματικό ἀγώνα. «Καί νά ἐργάζεσθε», λέει, «μέ τά ἴδια σας τά χέρια γιά τή συντήρησή σας, ὅπως σᾶς παραγγείλαμε». Κι αὐτό, γιά νά ἀποφύγουν ἐκεῖνο, γιά τό ὁποῖο τούς εἶχε προηγουμένως προειδοποιήσει. Δηλαδή, γιά νά μήν κινδυνεύσουν νά ζοῦν μέσα στήν ἀνησυχία, νά ἐνδιαφέρονται γιά τίς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων, νά μήν συμπεριφέρονται μέ τρόπο πού δέν θά προκαλεῖ τό σεβασμό καί τήν ἐκτίμηση αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ζοῦν ἐκτός τῆς ᾿Εκκλησίας καί νά ἐπιθυμοῦν τά ἀγαθά τῶν ἄλλων.
῾Η φράση «νά ἐργάζεσθε μέ τά ἴδια σας τά χέρια γιά τή συντήρησή σας, ὅπως σᾶς παραγγείλαμε», λέει καθαρά ὅτι ἡ ἀργία εἶναι ἡ αἰτία ὅλων αὐτῶν πού προηγουμένως ὁ ᾿Απόστολος ἀπαγόρευσε. Πράγματι, δέν μπορεῖ νά βρίσκεται κανένας ἄλλος μέσα σέ ταραχή ἤ νά ἀσχολεῖται μέ τίς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων, παρά αὐτός πού δέν ἀναπαύεται  στήν καλλιέργεια τοῦ πνευματικοῦ του ἀγροῦ καί τῆς διακονίας του.
῾Ο ᾿Απόστολος προσθέτει ἐπίσης μιά ἀκόμα ἀσθένεια πού γεννιέται ἀπό τήν ἀργία, δηλαδή τό ὅτι χάνει κανείς τήν ἀξιοπρέπειά του καί τό σεβασμό τῶν ἀνθρώπων πρός τό μοναχικό Σχῆμα πού αὐτός φέρει. «῎Ετσι θά εἶναι ἡ συμπεριφορά σας ἀξιοπρεπής πρός τούς ἐκτός τῆς ᾿Εκκλησίας ἀνθρώπους». ᾿Εκεῖνος πού δέν ἱκανοποιεῖται μέ τό νά παραμένει στό κελί του καί δέν ἀσχολεῖται μέ τό διακόνημά του, θά ξεπέσει, λόγω τῆς κακῆς συμπεριφορᾶς του καί θά χάσει κάθε ἐκτίμηση ἀπό μέρους τῶν ἀνθρώπων. ᾿Αναγκαστικά, θά συμπεριφερθεῖ ἄπρεπα, καθώς θά ψάχνει γιά τήν καθημερινή τροφή του, θά ἐπιδοθεῖ στήν κολακεία, θά καιροφυλακτεῖ νά μαθαίνει τίς τελευταῖες εἰδήσεις, ζητώντας νά βρεῖ εὐκαιρίες γιά διάφορες ὑποθέσεις καί ἱστορίες, πού θά τοῦ δώσουν τήν εὐκαιρία νά κάνει καινούργιες γνωριμίες.



«Καί δέν θά ἔχετε ἀνάγκη», λέει, «ἀπό τίποτε». Γιατί δέν εἶναι δυνατόν νά μή λαχταρᾶ τά δῶρα καί τίς προσφορές τῶν ἄλλων, αὐτός πού δέν ἀρκεῖται μέ ὅ,τι κερδίζει ἀπό τήν καθημερινή διακονία του, ἡ ὁποία γίνεται μέσα στό πνεῦμα τῆς νήψης καί τῆς προσευχῆς.
Βλέπετε τί πολυάριθμες καί πόσο σοβαρές καί ἐπιζήμιες καταστάσεις γεννιοῦνται ἀπό τήν πτώση σ᾿ αὐτό τό πάθος;
Τέλος, αὐτούς τούς ἴδιους τούς Θεσσαλονικεῖς, πού στήν πρώτη του ᾿Επιστολή ὁ ᾿Απόστολος τούς εἶχε ἐνθαρρύνει μέ παρηγορητικά λόγια, ἐπιχειρεῖ, στή δεύτερη ᾿Επιστολή του, νά τούς θεραπεύσει μέ μιά πιό δραστική καί καυστική θεραπευτική ἀγωγή, ὡς ἀσθενεῖς πού δέν ἐπωφελήθηκαν ἀπό τήν πιό ἤπια καί συντηρητική ἀγωγή. Δέν ἀρχίζει πλέον ἐφαρμόζοντας τήν τακτική τῆς γλυκύτητας τοῦ λόγου, οὔτε τούς μιλᾶ μέ τρόπο ἁπαλό καί κολακευτικό, ὅπως τήν πρώτη φορά πού ἔλεγε, «σᾶς παρακαλοῦμε, ἀδελφοί» (Α´ Θεσ. 4, 10), ἀλλά τώρα τούς λέει· «Σᾶς παραγγέλουμε, ἀδελφοί, στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, νά ἀποφεύγετε κάθε ἀδελφό πού συμπεριφέρεται ἄτακτα καί εἶναι ἀργόσχολος» (Β´ Θεσ. 3, 6). ᾿Εκεῖ παρακαλεῖ, ἐδῶ παραγγέλει. ᾿Εκεῖ ἐμφανίζεται ὡς στοργικός πατέρας πού χαϊδεύει τά παιδιά του μέ τήν αὐστηρότητα ἐκείνου πού προειδοποιεῖ ἀφυπνιστικά, λέγοντας· «Σᾶς παραγγέλουμε, ἀδελφοί». ᾿Επειδή προηγουμένως περιφρονήσατε τούς λόγους αὐτοῦ πού σᾶς παρακαλοῦσε, τουλάχιστον ὑπακοῦστε τώρα σ᾿ αὐτόν πού ὡς ὑπεύθυνος σᾶς προειδοποιεῖ. Καί αὐτή τή φοβερή ἐντολή δέν τήν ἐκφράζει μέ ἕνα ἁπλό λόγο, ἀλλά παίρνει ὡς μάρτυρα τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτό, γιατί ὁ ᾿Απόστολος φοβᾶται μήπως οἱ Θεσσαλονικεῖς περιφρονήσουν πάλι τό λόγο του, ὡς κάποια ἁπλή ἀνθρώπινη διατύπωση, καί ἔτσι δέν ἐνδιαφερθοῦν ὅσο θά ᾿πρεπε γιά νά τόν ἐφαρμόσουν.
Καί στή συνέχεια, ὡς ἔμπειρος γιατρός πού ἀντιμετωπίζει ἀσθενή πού πάσχει ἀπό γάγγραινα καί δέν μπορεῖ νά τόν βάλει σέ μιά ἀνεκτή καί ἀνακουφιστική θεραπευτική ἀγωγή, ἀναγκάζεται νά χρησιμοποιήσει τό πνευματικό νυστέρι καί λέει· «Νά ἀποφεύγετε κάθε ἀδελφό πού συμπεριφέρεται ἄτακτα καί εἶναι ἀργόσχολος καί δέν ἀκολουθεῖ τή διδασκαλία πού παρέλαβε ἀπό ἐμᾶς» (Β´ Θεσ. 3, 6). Κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο παραγγέλλει ὁ ᾿Απόστολος νά ἀποφεύγουν οἱ χριστιανοί αὐτούς πού ἀρνοῦνται νά ἐργασθοῦν. Νά τούς ἀποκόψουν δηλαδή σάν ἄρρωστα μέλη πού ἔχουν προσβληθεῖ ἀπό τή γάγγραινα τῆς ἀργίας. Κι αὐτό, γιά νά μή μεταδοθεῖ ἡ βαριά αὐτή ἀρρώστια καί μολύνει καί τά ὑγιή μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας. Προσέξτε, μέ τί εἴδους μομφές στιγματίζει τό πάθος τους καθώς ἑτοιμάζεται νά μιλήσει σ᾿ αὐτούς πού ἀρνοῦνται νά ἐργασθοῦν καί νά κερδίσουν τό ψωμί τους τούς ὁποίους μάλιστα παραγγέλλει στούς χριστιανούς νά τούς ἀποφεύγουν. Πρῶτα τούς ὀνομάζει ἄτακτους καί ἀπειθεῖς καί τούς λέει ὅτι δέν βαδίζουν σύμφωνα μέ τίς ὑποδείξεις του. Τούς χαρακτηρίζει, μέ ἄλλα λόγια ὡς ἀπειθεῖς καί ὡς ἀνυπότακτους, ἐφόσον αὐτοί ἀρνοῦνται νά ἀκολουθήσουν τή διδασκαλία του, δηλαδή ὡς ἀνέντιμους ὡς καί ἀνυπόληπτους. Κι αὐτό, ἐπειδή αὐτοί δέν ἔχουν εὐπρεπή συμπεριφορά κατά τίς ἐξόδους τους, τίς ἐπισκέψεις τους, καί γενικά κατά τήν ὅλη ἀναστροφή καί τίς συζητήσεις τους μέ τούς ἀνθρώπους. Πράγματι, ἕνας ράθυμος καί ἀκατάστατος ἄνθρωπος ἀναγκαστικά ὑπόκειται σέ ὅλα αὐτά τά πάθη.
Στή συνέχεια λέει· «Καί ὄχι σύμφωνα μέ τή διδασκαλία, τήν ὁποία παρέλαβε ἀπό ἐμᾶς». Μ᾿ αὐτά τά λόγια ὁ ᾿Απόστολος τούς χαρακτηρίζει κατά κάποιο τρόπο ὡς ἀποστάτες καί καταφρονητές τῆς παράδοσης πού ἔλαβαν ἀπό αὐτόν. Τούς λέει ὅτι αὐτοί ἀρνοῦνται νά μιμηθοῦν αὐτό, τό ὁποῖο, καθώς πολύ καλά θυμοῦνται, ὄχι μόνο τούς τό ἔχει διδάξει μέ λόγια, ἀλλά καί ὅτι τό εἶχαν δεῖ νά ἐφαρμόζεται ἀληθινά στήν καθημερινή του ζωή.
Λέγοντας ὁ ᾿Απόστολος, «ἐσεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε καλά πῶς πρέπει νά ἀκολουθεῖτε τό παράδειγμά μας» (Β´ Θεσ. 3, 7), φθάνει στό ἀποκορύφωμα τῶν ἐπιτιμήσεών του πρός τούς Θεσσαλονικεῖς. Τούς δηλώνει δηλαδή, ὅτι ἔχουν ἐντελῶς ἀμελήσει καί ὅτι δέν ἀνακαλοῦν στή μνήμη τους οὔτε τά λόγια του, οὔτε τό παράδειγμά του.
 Κεφάλαιο 8·  ῾Ο ἄτακτος καί ἀργόσχολος μοναχός δέν εἶναι ἱκανοποιημένος ἀπό τό δικό του ἔργο.
«Δέν ζήσαμε ἀνάμεσά σας», λέει ὁ ᾿Απόστολος, «ζωή ἄτακτη καί ἀργόσχολη» (Β´ Θεσ. 3, 7). Θέλοντας νά ἀποδείξει ὅτι καί ὁ ἴδιος δέν παρέμενε ἀργός ὅταν βρισκόταν κοντά τους, ὑπογραμμίζει ἐπίμονα ὅτι αὐτοί πού ἀρνοῦνται νά ἐργασθοῦν, βρίσκονται διαρκῶς ἀναστατωμένοι, γιατί πλήττονται ἀπό τό πάθος τῆς ἀκηδίας. «Δέν φάγαμε τό ψωμί μας δωρεάν ἀπό κανέναν» (Β´ Θεσ. 3, 8). Κάθε μία ἀπό τίς λέξεις τοῦ διδασκάλου τῶν ᾿Εθνῶν ἐπιτείνει τή μομφή πρός τούς χριστιανούς τῆς Θεσσαλονίκης. ῾Ο κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου λέει ὅτι δέν ἔφαγε δωρεάν τό ψωμί κανενός καί ὅτι αὐτός γνώριζε πολύ καλά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου πού λέει· «᾿Εκεῖνοι πού κηρύττουν τό Εὐαγγέλιο, νά ζοῦν ἀπό τίς συνδρομές αὐτῶν πού παρακολουθοῦν τό εὐαγγελικό κήρυγμα» (Α´ Κορ. 9, 14). Καί τήν ἄλλη ἐντολή πού λέει· «῎Εχει δικαίωμα ὁ ἐργάτης νά παίρνει τήν τροφή του ἀπό αὐτούς γιά τούς ὁποίους ἐργάζεται» (Ματθ. 10, 10).
῎Αν ὁ ᾿Απόστολος, ὁ κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου, ἀσκώντας αὐτό τό ἐξαίρετο καί πνευματικό ἔργο, δέν διεκδικοῦσε –στηριγμένος στήν ἐντολή τοῦ Κυρίου– τή δωρεάν διατροφή του, τί θά κάνουμε ἐμεῖς οἱ μοναχοί πού, ὄχι μόνο δέν μᾶς ἔχει ἡ ᾿Εκκλησία ἐμπιστευθεῖ τό κήρυγμα τοῦ Θείου λόγου, ἀλλά δέν ἔχουμε νά φροντίσουμε καμιά ἄλλη ψυχή ἐκτός ἀπό τή δική μας; Πῶς θά τολμήσουμε, ἔχοντας τά χέρια σταυρωμένα καί ἄπραγα, νά φᾶμε δωρεάν αὐτό τό ψωμί, τό ὁποῖο ὁ ᾿Απόστολος, αὐτό τό «σκεῦος ἐκλογῆς», ἄν καί ἦταν ἐπιφορτισμένος μέ τό ἔργο τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου, καθώς ὁ ἴδιος λέει, δέν ἔφαγε, χωρίς νά τό ἔχει κερδίσει μέ τόν κόπο τῶν χεριῶν του, δουλεύοντας σκληρά, ἀλλά «ἐργαζόταν μέ κόπο καί μόχθο, νύκτα καί ἡμέρα»; (Β´ Θεσ. 3, 8).
Καί μάλιστα, δέν ἀρκεῖται μόνο στό νά πεῖ «δέν φάγαμε τό ψωμί μας δωρεάν ἀπό κανένα σας». Γιατί θά μπορούσαμε ἔτσι ἴσως νά σκεφθοῦμε ὅτι αὐτός ἐξασφάλιζε τή συντήρησή του, χωρίς νά ἐργάζεται ἀλλά ἐνδεχομένως ἀπό κάποια δικά του εἰσοδήματα ἤ ἀπό χρήματα πού εἶχε ἀποταμιεύσει ἤ ἀπό δωρεές καί προσφορές ἄλλων ἀνθρώπων. ᾿Αλλά ὅμως λέει· «᾿Εργαζόμασταν μέ κόπο καί μόχθο, νύκτα καί ἡμέρα» (Β´ Θεσ. 3, 8). Συντηρώντας δηλαδή τόν ἑαυτό μας μέ τήν ἐργασία μας. Καί αὐτό, λέει, δέν τό κάναμε ἐπειδή τό θέλαμε ἤ ἐπειδή μᾶς εὐχαριστοῦσε, γιά νά χαλαρώσουμε ἀπό τόν πνευματικό κόπο ἤ γιά νά ἀσκήσουμε τό σῶμα μας. ᾿Αλλά, τό κάναμε, ὅταν ἡ ἀναγκαιότητα καί ἡ ἔλλειψη τροφῆς μᾶς ὑποχρέωναν, καί μάλιστα μέ πολύ μεγάλο κόπο καί δυσκολία. Γιατί, συνεχίζει, ἤμουν ἀναγκασμένος καθ᾿ ὅλη τή διάρκεια, ὄχι μόνο τῆς ἡμέρας ἀλλά ἀκόμα καί τῆς νύχτας –πού ἔχει δοθεῖ γιά ἀνάπαυση καί ὕπνο– νά ἐργάζομαι ἀκατάπαυστα σ᾿ αὐτή τή χειρωνακτική ἐργασία, γιά νά ἐξασφαλίσω ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά τή συντήρησή μου.
Κεφάλαιο 9·  ῎Οχι μόνο ᾿Απόστολος, ἀλλά καί οἱ δύο συνοδοί του κέρδιζαν τό ψωμί τους μέ τή δική τους ἐργασία.
῾Ωστόσο ὁ ᾿Απόστολος ὑπογραμμίζει ὅτι δέν ἦταν μόνο αὐτός πού συμπεριφερόταν κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο ἀνάμεσά τους. Κι  αὐτό τό λέει ἐπειδή φοβόταν μήν τυχόν καί ποῦν ὅτι αὐτός ὁ κανόνας δέν ἀφορᾶ ὅλους τούς χριστιανούς, ἀφοῦ ἔβλεπαν μόνο τόν ᾿Απόστολο νά τόν ἐφαρμόζει, ἀλλά ὅτι ἐργάζονταν κατά τόν ἴδιο τρόπο ὅλοι αὐτοί πού τόν ἀκολουθοῦσαν καί εἶχαν ἀφιερωθεῖ στή διακονία τοῦ Εὐαγγελίου, δηλαδή ὁ Σιλουανός καί ὁ Τιμόθεος, πού γράφουν μαζί μ᾿ αὐτόν αὐτή τήν ᾿Επιστολή. Λέγοντας ἐπίσης ὁ ᾿Απόστολος «γιά νά μήν ἐπιβαρύνουμε κανέναν ἀπό σᾶς» (Β´ Θεσ. 3, 8), κυριολεκτικά τούς καταντροπιάζει. Γιατί, ἄν αὐτός πού κήρυττε τό Εὐαγγέλιο μέ τό λόγο καί τίς θαυματουργίες πού ἐπιτελοῦσε (Β´ Κορ. 12, 12), δέν τολμάει νά φάει δωρεάν τό ψωμί του, γιά νά μήν ἐπιβαρύνει κανέναν, πῶς θά μπορέσουν νά θεωρήσουν ὅτι δέν ἐπιβαρύνουν τούς ἄλλους αὐτοί πού κάθε μέρα τολμοῦν νά τρῶνε χωρίς νά ἐργάζονται;
 Κεφάλαιο 10·  ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος ἐργαζόταν ὁ ἴδιος γιά νά γίνει γιά μᾶς παράδειγμα μέ τήν ἐργασία του.
«᾿Εργαζόμασταν», λέει, « μέ κόπο, ὄχι ἐπειδή δέν εἴχαμε τό δικαίωμα νά ζητήσουμε ἀπό σᾶς τά ἔξοδα τῆς συντήρησής μας, ἀλλά γιά νά γίνουμε γιά σᾶς παράδειγμα ὥστε νά μᾶς μιμηθεῖτε» (Β´ Θεσ. 3, 9). ᾿Εκθέτει δηλαδή τό λόγο γιά τόν ὁποῖο ὑπέβαλε τόν ἑαυτό του σέ τόση ἐργασία· «Γιά νά γίνουμε», λέει, «γιά σᾶς παράδειγμα, γιά νά μᾶς μιμηθεῖτε», ὥστε, ἄν τυχόν ἔχετε ξεχάσει τή διδασκαλία μας πού τόσο συχνά σᾶς ἀπευθύναμε, τουλάχιστον νά ἔχει μείνει στή μνήμη σας τό παράδειγμα τῆς ζωῆς μας, τοῦ ὁποίου εἴσαστε οἱ ἴδιοι μάρτυρες. Δέν εἶναι ἀσφαλῶς μικρή ἡ κατηγορία, πού τούς ἀπευθύνει, ὅταν τούς λέει ὅτι ἀναγκάσθηκε νά ὑποστεῖ τόση κούραση ἀποκλειστικά καί μόνο γιά νά τούς παραδειγματίσει. Παρόλο ὅτι ὁ ᾿Απόστολος κούρασε τόν ἑαυτό του ἑκούσια, γιά νά τούς δώσει τό παράδειγμα τῆς φιλοπονίας, αὐτοί ἀρνήθηκαν νά συμμορφωθοῦν. Συνεχίζει λοιπόν ὁ ᾿Απόστολος λέγοντας πώς, ἄν καί εἶχε τό δικαίωμα, ἀλλά καί τή δυνατότητα πρόσβασης σέ ὅλα τά πλούτη καί τά ἀγαθά τῶν πνευματικῶν παιδιῶν του καί ἐνῶ ἤξερε ὅτι εἶχε τήν εὐλογία τοῦ Κυρίου νά κάνει χρήση αὐτῶν, ὡστόσο δέν ἐκμεταλλεύθηκε αὐτή τήν ἐξουσία. Κι αὐτό, λέει, «γιατί φοβήθηκα μήπως αὐτό πού ἐγώ θά εἶχα πράξει νόμιμα, θά χρησίμευε στούς ἄλλους ὡς εὐλογοφανής πρόφαση γιά νά ἀπαιτήσουν κι αὐτοί ἀπό τούς πιστούς τά ἴδια δικαιώματα. ῎Ετσι, προτίμησα νά καλύψω τίς ἀνάγκες μου μέ τήν προσωπική χειρωνακτική μου ἐργασία, διακονώντας συγχρόνως καί τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, γιά νά σᾶς ἀνοίξω, ἐσᾶς πού ἐπιθυμεῖτε νά βαδίσετε τό μονοπάτι τῆς ἀρετῆς, τό δρόμο γιά τήν τελείωση καί γιά νά σᾶς προσφέρω μέ τήν ἐργασία μου ἕνα πρότυπο ζωῆς».
 Κεφάλαιο 11·  ῾Ο ᾿Απόστολος κήρυξε καί δίδαξε τή φιλοπονία καί μέ τό λόγο του καί μέ τό παράδειγμά του.                           
Γιά νά μή νομίσουν ὅμως οἱ πιστοί, ὅτι μέ τό νά ἐργάζεται ὁ ᾿Απόστολος, χωρίς νά λέει τίποτα, ἀλλά ζητώντας νά τούς διδάξει μόνο μέ τό παράδειγμά του, παραμελεῖ τή διακονία τοῦ Θείου λόγου, προσθέτει· «Καί ὅταν εἴμαστε κοντά σας αὐτή τήν ἐντολή καί νουθεσία σᾶς δίναμε, ὅτι δηλαδή ἐάν κάποιος δέν θέλει νά ἐργάζεται, αὐτός δέν πρέπει οὔτε νά τρώει» (Β´ Θεσ. 3, 10). Τούς ἐπιπλήττει δηλαδή καί γιά τήν ὀκνηρία τους. Γιατί, ἄν καί τόν ἀναγνώριζαν σάν καλό διδάσκαλο, ὁ ὁποῖος ἐργάζεται μέ τά ἴδια του τά χέρια, γιά νά τούς διδάξει καί νά τούς ἐκπαιδεύσει, ἐντούτοις δέν προσπαθοῦσαν νά τόν μιμηθοῦν. ᾿Εντείνει μάλιστα στή συνέχεια τήν προσοχή τους, προσθέτοντας ὅτι ὄχι μόνο ἔγινε ὁ ἴδιος μέ τήν παρουσία του ζωντανό παράδειγμα, ἀλλά καί ὅτι δίδαξε ἐπίσης ἐπαναληπτικά, ὅτι ἐκεῖνος πού ἀρνεῖται νά ἐργασθεῖ δέν πρέπει οὔτε νά τρώει.
 Κεφάλαιο 12·  ῾Η ἔννοια τοῦ λόγου πού λέει ὁ ᾿Απόστολος· «Αὐτός  πού δέν ἐργάζεται δέν πρέπει οὔτε νά τρώει»                       
῾Ο ᾿Απόστολος στό ἑξῆς δέν χρησιμοποιεῖ πλέον τή συμβουλή, ὅπως κάνει ὁ δάσκαλος ἤ ὁ γιατρός, ἀλλά τούς ἐπιπλήττει μέ τήν αὐστηρότητα τοῦ δικαστῆ καί, ἀναλαμβάνοντας πάλι τήν ἀποστολική ἐξουσία, ἐκδίδει καταδικαστική ἀπόφαση ἐναντίον τῶν κατραφρονητῶν. Αὐτή τήν ἐξουσία, τήν ὁποία, καθώς λέει ὁ ᾿Απόστολος, τήν ἔλαβε ἀπό τόν Κύριο, τή χρησιμοποίησε στήν ᾿Επιστολή του πρός τούς Κορινθίους ὡς ἀπειλή. Κι αὐτό, γιά νά τούς προειδοποιήσει καί νά τούς πεῖ ὅτι δέν βάδιζαν σωστά καί ὅτι θά ἔπρεπε νά προσπαθήσουν νά διορθωθοῦν πρίν τήν ἄφιξή του στήν Κόρινθο· «Σᾶς παρακαλῶ», λέει, «νά μήν μέ ἀναγκάσετε, ὅταν θά ἔλθω στήν Κόρινθο καί θά εἶμαι παρών, νά δείξω θάρρος πού μοῦ τό δίνει ἡ πεποίθηση στήν ἀποστολή μου, τήν ὁποία λογαριάζω νά ἀσκήσω μέ τόλμη ἐναντίον μερικῶν» (Β´ Κορ. 10, 2). Καί στή συνέχεια λέει· «᾿Εάν μάλιστα καυχηθῶ κάπως περισσότερο γιά τήν ἐξουσία πού μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, γιά τήν οἰκοδομή σας καί ὄχι γιά τήν καταστροφή σας, δέν θά ντροπιασθῶ γι᾿ αὐτή μου τήν καύχηση» (Β´ Κορ. 10, 8). Στό ὄνομα αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ἐξουσίας τολμάει ἐπίσης καί λέει· «Αὐτός πού δέν θέλει νά ἐργάζεται, δέν πρέπει οὔτε καί νά τρώει» (Β´ Θεσ. 3, 10). Δέν τούς τιμωρεῖ μέ ὑλικό μαχαίρι, ἀλλά, μέ τήν ἐξουσία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, τούς ἀρνεῖται τήν τροφή αὐτῆς τῆς ζωῆς. Κι αὐτό, γιατί, ἄν τυχόν αὐτοί δέν ἀναλογίζονταν τήν τιμωρία τοῦ αἰώνιου θανάτου καί προτιμοῦσαν ἀκόμα ἀπό ὀκνηρία νά ἐπιμένουν στήν ἀπείθειά τους, τότε νά πιαστοῦν τουλάχιστον ἀπό τή φυσική ἀναγκαιότητα καί τό φόβο τῆς ἀπώλειας τῆς παρούσας ζωῆς, ὥστε νά ἀναγκασθοῦν ἔτσι νά ὑπακούσουν στίς σωτηριώδεις ἐντολές του.
 Κεφάλαιο 13·  Γιά τήν ἔννοια τοῦ λόγου· «᾿Ακούσαμε ὅτι μερικοί συμπεριφέρονται ἄτακτα μεταξύ σας».
Στή συνέχεια ὁ ᾿Απόστολος ἐκθέτει τό γιατί ἄρχισε τό λόγο του μέ τό νά τούς ὑπενθυμίσει τήν Εὐαγγελική αὐστηρότητα σέ ὅλη τή δριμύτητά της· «Διότι πληροφορηθήκαμε», λέει, «ὅτι μερικοί ἀπό σᾶς ζοῦν μέ ἄτακτο τρόπο καί δέν κάνουν καμία ἐργασία, ἀλλά περιεργάζονται τούς ἄλλους» (Β´ Θεσ. 3, 11). Δέν δυσκολεύεται δηλαδή ὁ ᾿Απόστολος νά τούς πεῖ ὅτι αὐτοί πού ἀρνοῦνται νά ἐργασθοῦν ἔχουν προσβληθεῖ ἀπό κάποια ἀσθένεια. Γιατί στήν προηγούμενη ᾿Επιστολή πρός τούς Θεσσαλονικεῖς ὀνομάζει τούς ἀργόσχολους ὡς «ἀτάκτως περιπατοῦντας». Τούς ἐπιτιμᾶ δηλαδή καί τούς λέει ὅτι δέν βάδιζαν σύμφωνα μέ τήν Παράδοση πού παρέλαβαν ἀπό αὐτόν καί ὅτι ἀποφεύγουν τήν ἐργασία καί τρῶνε τό ψωμί τους δωρεάν καί χωρίς κόπο (Β´ Θεσ. 3, 6-8). Καί ἐδῶ ἐπίσης τώρα λέει· «Πληροφορηθήκαμε ὅτι μερικοί ἀπό σᾶς ζοῦν μέ ἄτακτο τρόπο καί εἶναι ἀργόσχολοι» (Β´ Θεσ. 3, 11). Καί ἀμέσως μετά τούς φανερώνει τή δεύτερη ἀσθένεια ἀπό τήν ὁποία πάσχουν καί ἡ ὁποία εἶναι ἡ ρίζα αὐτῆς τῆς ἀπραξίας· «Δέν κάνουν», τούς λέει, «καμία ἐργασία». Καί κατόπιν προσθέτει καί τήν τρίτη ἀσθένεια πού ξεφυτρώνει σάν ἕνα παρακλάδι τῆς δεύτερης· «᾿Αλλά περιεργάζονται τούς ἄλλους» (Β´ Θεσ. 3, 11).



 Κεφάλαιο 14·  ῾Η ἐργασία μᾶς προφυλάσσει ἀπό πολλές ἁμαρτίες.
῾Ο ᾿Απόστολος ὅμως δίνει ἀμέσως τή λύση πού χρειάζεται γιά νά χτυπηθεῖ ἡ ἑστία ὅλων αὐτῶν τῶν παθῶν. ᾿Αφήνοντας κατά μέρος τήν ἐξουσία, πού τοῦ δίνει τό ἀποστολικό του ἀξίωμα καί τήν ὁποία ἔχει χρησιμοποιήσει λίγο πρίν, ξαναβρίσκει γιά ἀκόμα μιά φορά τήν εὐσπλαχνία τοῦ καλοῦ πατέρα ἤ τοῦ γιατροῦ πού εἶναι γεμάτος κατανόηση καί καλοσύνη. Καί ἔτσι, σάν νά ἀντιμετώπιζε τούς γιούς ἤ τούς ἀσθενεῖς του, τούς χορηγεῖ τή θεραπεία, λέγοντας· «Σ᾿ αὐτούς, τούς ἀργόσχολους, δίνουμε τήν ἐντολή καί τούς παρακαλοῦμε, στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, νά ἐργάζονται εἰρηνικά καί μ᾿ αὐτό τόν τρόπο νά κερδίζουν τό ψωμί τους» (Β´ Θεσ. 3, 12). Μέ μιά μόνο σωτήρια ἐντολή θεραπεύει, σάν ἐμπειρότατος γιατρός ὁ ᾿Απόστολος, τήν αἰτία ὅλων αὐτῶν τῶν ἀσθενειῶν πού ἀναπτύσσονται ἀπό τήν ἀπραξία. Γιατί γνωρίζει ὁ ᾿Απόστολος ὅτι ὅλες οἱ ἀσθένειες πού ἔχουν τήν ἴδια προέλευση θεραπεύονται ἀμέσως, μόλις ἐξαλειφθεῖ ἡ αἰτία τῆς κύριας καί βασικῆς ἀρρώστιας.
 Κεφάλαιο 15·  Πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε μέ κατανόηση τούς ἀργόσχολους καί τούς ἀμελεῖς.
῾Ο ᾿Απόστολος, σάν γιατρός πολύ γνωστικός καί προνοητικός, δέν ἀρκεῖται στό νά θεραπεύσει τά τραύματα τῶν ἀσθενῶν, ἀλλά ἐπιπλέον δίνει συστάσεις κατάλληλες καί γιά τούς ὑγιεῖς, ὥστε νά μπορέσουν αὐτοί νά διατηρήσουν ἀδιάπτωτη τήν ὑγεία τους· «᾿Εσεῖς ὅμως, ἀδελφοί,», λέει, «νά μήν ἀποκάμετε, κάνοντας τό καλό καί πρός αὐτούς» (Β´ Θεσ. 3, 13). ῎Αν ἀκολουθήσετε δηλαδή τό δικό μου παράδειγμα, τότε θά γίνετε φιλόπονοι καί δημιουργικοί καί δέν θά πέσετε στήν ἀμέλεια καί στήν ὀκνηρία τῶν ἄλλων. «Μήν ἀποκάμετε κάνοντας τό καλό», δηλαδή, ἄν τυχόν ἀμέλησαν καί δέν τηροῦν τήν ἐντολή μου, δεῖξτε τους κατανόηση καί ἐπιείκεια, ὅπως ἀκριβῶς κάνουμε κι ἐμεῖς.
῞Οπως λοιπόν, ὁ ᾿Απόστολος ἐπέπληξε αὐτούς πού ἔπασχαν ἀπό ἀκηδία καί ἀπό τή θυγατέρα της, τήν περιέργεια, κατά τόν ἴδιο τρόπο προειδοποιεῖ αὐτούς πού εἶναι ὑγιεῖς καί τούς συστήνει νά μήν πάψουν νά ἐκδηλώνουν αὐτή τήν καλοσύνη καί τή φιλανθρωπία, τήν ὁποία ὁ Κύριος μᾶς δίνει ἐντολή νά τήν ἐκδηλώνουμε σέ κάθε ἄνθρωπο, κακό ἤ καλό. Δηλάδη νά τούς εὐεργετοῦν ὅλους καί νά τούς βοηθοῦν, τόσο μέ λόγια παρηγορίας ἤ ἐπίπληξης, ὅσο καί μέ τήν ἁπλή καθημερινή ἀναστροφή τους.
 Κεφάλαιο 16·  ᾿Οφείλουμε νά ἐπιπλήττουμε αὐτούς πού δέν συμπεριφέρονται σωστά μέ ἀγάπη καί φιλαδελφία                          
᾿Επανέρχεται ὅμως ὁ ᾿Απόστολος γιά δεύτερη φορά στό ἴδιο θέμα. Κι αὐτό, γιατί φοβᾶται, μήπως αὐτή ἡ ἠπιότητα ὁδηγήσει κάποιους στήν ἀμέλεια καί στήν ἀνυπακοή. Γι᾿ αὐτό ἐπανέρχεται στήν ἀποστολική του αὐστηρότητα, λέγοντας· «῎Αν κάποιος δέν ὑπακούει σ᾿ αὐτά πού σᾶς λέμε στήν ἐπιστολή αὐτή, αὐτόν νά τόν ἐπισημαίνετε καί νά μήν τόν συναναστρέφεσθε, γιά νά νιώσει ντροπή» (Β´ Θεσ. 3, 14). ῾Υπενθυμίζοντάς τους λοιπόν τήν ὑποχρέωσή τους νά τηρήσουν ἀπό σεβασμό πρός αὐτόν καί γιά τό κοινό ὄφελος τίς ἀποστολικές ἐντολές, ξαναβρίσκει ἀμέσως τήν πατρική γλυκύτητα ἑνός καλοσυνάτου πατέρα καί τούς ὑποδεικνύει ποιά ἀδελφικά αἰσθήματα θά πρέπει νά καλλιεργοῦν ἀπό ἀγάπη πρός τούς ἀμελεῖς καί ὀκνηρούς συνανθρώπους τους. «Νά μήν τόν θεωρεῖτε βέβαια σάν ἐχθρό, ἀλλά νά τόν συμβουλεύετε σάν ἀδελφό» (Β´ Θεσ. 3, 15). Μέ τήν αὐστηρότητα τοῦ δικαστῆ συνάπτει ὁ ᾿Απόστολος τήν καλοσύνη τοῦ πατέρα. ῎Ετσι, ἁπαλύνει μέ τήν ἐπιείκειά του τήν ἐπιτίμηση πού γεννήθηκε ἀπό τήν ἀποστολική αὐστηρότητά του. Γιατί παραγγέλλει ταυτόχρονα νά ἐπισημαίνουν αὐτόν πού καταφρόνησε τίς ἐντολές του καί νά μήν τόν συναναστρέφονται. Νά μήν τό κάνουν αὐτό ὅμως ἀπό μίσος πρός τόν ἀδελφό, ἀλλά ἀπό ἀδελφική ἀγάπη, ἐπιδιώκοντας καί ἀποσκοπώντας μόνο στή διόρθωσή του. «Νά μήν τόν συναναστρέφεσθε», λέει, «γιά νά νιώσει ντροπή» (Β´ Θεσ. 3, 14). ῞Ωστε αὐτός πού δέν διορθώθηκε μέ τίς ἤπιες ἐντολές μου, νά ντραπεῖ τουλάχιστον ἐπειδή τόν ἀποστρεφόσαστε ἐμφανῶς καί εἶναι ἀπομακρυσμένος ἀπό ὅλους ἐσᾶς καί ἔτσι νά ἀρχίσει νά μετανοεῖ καί νά ἐπανέλθει στό δρόμο τῆς σωτηρίας.
 Κεφάλαιο 17·  ῎Αλλα χωρία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, μέ τά ὁποῖα προτρέπει ὁ ᾿Απόστολος τούς πιστούς νά ἐργάζονται ἤ τά ὁποῖα δεί-χνουν ὅτι καί ὁ ἴδιος ἐργαζόταν.
Στήν πρός ᾿Εφεσίους ᾿Επιστολή του ὁ ᾿Απόστολος ἀναφέρεται στό θέμα τῆς φιλοπονίας καί δίνει τήν ἑξῆς ἐντολή· «῾Ο κλέφτης», λέει, «νά μήν κλέβει πλέον, ἀλλά μᾶλλον νά κοπιάζει ἐργαζόμενος ἔντιμα μέ τά ἴδια του τά χέρια, γιά νά ἔχει νά δώσει σέ ὅποιον ἔχει ἀνάγκη» (᾿Εφεσ. 4, 28). Στίς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων ἐπίσης βλέπουμε ὅτι δέν ἀρκεῖται μόνο στό νά διδάξει ὅλα αὐτά, ἀλλά καί νά τά ἐφαρμόσει. Γιατί, ὅταν πῆγε στήν Κόρινθο, δέν δέχθηκε νά μείνει πουθενά ἀλλοῦ ἐκτός ἀπό τό σπίτι τοῦ ᾿Ακύλα καί τῆς Πρίσκιλλας. Κι᾿ αὐτό, ἐπειδή κι αὐτοί ἦταν, ὅπως καί ὁ ἴδιος, σκηνοποιοί. «Μετά», λέει, «ἀναχώρησε ὁ Παῦλος ἀπό τήν ᾿Αθήνα καί ἦλθε στήν Κόρινθο. ᾿Εκεῖ βρῆκε κάποιον ᾿Ιουδαῖο, πού λεγόταν ᾿Ακύλας καί καταγόταν ἀπό τόν Πόντο καί τή γυναίκα του Πρίσκιλλα· τούς ἐπισκέφθηκε καί, ἐπειδή εἶχαν τήν ἴδια τέχνη μ᾿ αὐτόν, δηλαδή ἦταν σκηνοποιοί, ἔμεινε μαζί τους καί ἐργαζόταν» (Πράξ. 18, 1-3).
Κεφάλαιο 18·  ῾Ο ᾿Απόστολος ἐργαζόταν γιά νά ἐξασφαλίσει τά ἀπαραίτητα μέσα γιά τήν ἐξοικονόμηση τῶν ἀναγκαίων γιά  τόν ἑαυτό του καί γιά τούς συνεργάτες του.
 ῞Οταν, στή συνέχεια, ὁ ᾿Απόστολος πῆγε στή Μίλητο, ἀπό ἐκεῖ ἔστειλε ἄνθρώπους στήν ῎Εφεσο καί κάλεσε κοντά του τούς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ᾿Εφέσου καί τούς ὅρισε, τό πῶς θά ἔπρεπε νά ρυθμίσουν κατά τήν ἀπουσία του τά τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Θεοῦ· «Δέν ἐπιθύμησα ποτέ», λέει, «ἀσήμι ἤ χρυσάφι ἤ ἐνδύματα. Σεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε καλά ὅτι, γιά τίς ἀνάγκες τίς δικές μου καί τῶν συντρόφων μου, ὑπηρέτησαν αὐτά τά ροζιασμένα χέρια. Μέ κάθε τρόπο σᾶς ἔδωσα παράδειγμα, ὅτι ἔτσι πρέπει νά ἐργάζεσθε μέ κόπο γιά νά βοηθᾶτε τούς ἀδύνατους. Νά θυμόσαστε τούς λόγους τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ, πού εἶπε· Εἶναι καλύτερο νά δίνει κανείς, παρά νά παίρνει» (Πράξ. 20, 33-35). Αὐτή εἶναι πολύ σημαντική μαρτυρία σχετικά μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς τοῦ ᾿Αποστόλου. Γιατί μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι αὐτός ἐργάσθηκε, ὄχι μόνο γιά νά ἐξασφαλίσει τίς δικές του ἀνάγκες, ἀλλά καί γιά νά καλύψει τίς ἀνάγκες τῶν συνεργατῶν του, δηλαδή ἐκείνων οἱ ὁποῖοι,  ὄντας ἀπασχολημένοι διαρκῶς καί ἀποκλειστικά μέ τίς διακονίες τους, δέν εἶχαν καμία δυνατότητα νά ἐξασφαλίσουν, μέ τήν προσωπική τους ἐργασία, τήν τροφή τους. Καί ὅπως ἀκριβῶς ἔλεγε στούς Θεσσαλονικεῖς ὅτι ἔχει ἐργασθεῖ γιά νά τούς δείξει τό καλό παράδειγμα, ὥστε κι αὐτοί νά τόν μιμηθοῦν καί νά γίνουν φιλόπονοι καί δημιουργικοί, κατά τόν ἴδιο τρόπο κι ἐδῶ τούς ὑποδεικνύει κάτι παρόμοιο καί τούς λέει· «Μέ κάθε τρόπο σᾶς ἔδωσα τό παράδειγμα ὅτι πρέπει νά ἐργάζεσθε μέ κόπο, γιά νά βοηθᾶτε αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη» (Πράξ. 20, 35) –δηλαδή αὐτούς πού εἶναι σωματικά ἤ πνευματικά ἀσθενεῖς–  καί γι᾿ αὐτό δέν εἶναι σέ θέση νά ἐργασθοῦν. Αὐτούς θά πρέπει νά τούς ἀνακουφίζουμε μ᾿ αὐτά τά χρήματα πού ἔχουμε κερδίσει ἀπό τόν ἱδρώτα τοῦ προσώπου μας μᾶλλον, παρά ἀπό τά εἰσοδήματά μας ἤ τίς ἀποταμιεύσεις μας ἤ ἀκόμα καί ἀπό τή γενναιοδωρία καί τά πλούτη τῶν ἄλλων.
 Κεφάλαιο 19·  Τί σημαίνει τό ρητό πού λέει «εἶναι καλύτερο νά δίνεις παρά νά παίρνεις».
 Στό Εὐαγγελικό χωρίο ἀναφέρεται ὅτι «αὐτός ὁ ἴδιος», δηλαδή ὁ Κύριός μας ᾿Ιησοῦς, εἶπε ὅτι «εἶναι καλύτερο νά δίνεις, παρά νά παίρνεις» (Πράξ. 20, 35). Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ γενναιοδωρία τοῦ δωρητῆ εἶναι πιό εὐλογημένη ἀπό τήν ἀνέχεια ἐκείνου πού δέχεται τή δωρεά, ὅταν αὐτή ἡ δωρεά βέβαια δέν γίνεται μέ χρήματα πού ἔχει κανείς ἀποταμιευμένα, ἐξαιτίας τῆς ὀλιγοπιστίας του ἤ ἀπό θησαυρούς πού κρατάει κρυμμένους ἀπό φιλαργυρία, ἀλλά ὅταν ἡ προσφορά εἶναι καρπός κοπιαστικῆς προσωπικῆς ἐργασίας καί ἔντιμου μόχθου. ᾿Επίσης «εἶναι καλύτερο νά δίνεις, παρά νά παίρνεις». Γιατί, ἄν καί ὁ δωρητής εἶναι τό ἴδιο φτωχός, ὅσο καί αὐτός πού δέχεται τή δωρεά, ἐντούτοις προσπαθεῖ  νά κερδίσει μέ τήν ἐργασία του, ὄχι μόνο αὐτό πού τοῦ ἀρκεῖ γιά τίς ἀνάγκες του, ἀλλά ἀκόμη καί κάτι περισσότερο, ὥστε μέ αὐτό τό ἐπιπλέον νά καλύψει τίς ἀνάγκες κάποιου ἄλλου συνανθρώπου του. Αὐτός λοιπόν ὁ εὐεργέτης στεφανώνεται μέ διπλή Χάρη. ᾿Επειδή αὐτός ὁ εὐεργέτης, ὄχι μόνο ἔχει ἀπαρνηθεῖ ὅλη τήν περιουσία του καί ἔχει κατέλθει στήν τέλεια πτωχεία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἐπειδή ταυτόχρονα ἐκδηλώνει ἀνοιχτή καί πλούσια καρδιά, ἡ ὁποία συμμετέχει στίς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν καί ἐργάζεται νά τίς καλύψει. Αὐτός λοιπόν τιμᾶ τόν Θεό μέ τήν ἔντιμη καί δίκαιη ἐργασία του καί προσφέρει σ᾿ ᾿Εκεῖνον τίς «ἀπαρχές» τῶν καρπῶν τῆς δικαιοσύνης του. ᾿Αντίθετα, ὁ φτωχός πού εὐεργετεῖται, ἄν ἀποχαυνωθεῖ ἀπό τήν ὀκνηρία καί τή νωχέλεια, ἀποδεικνύει ὅτι δέν εἶναι ἄξιος, ὅπως λέει καί ὁ ᾿Απόστολος, οὔτε νά φάει ψωμί. Καί ἄν τολμήσει, παρά τήν ἀπαγόρευση, νά φάει ἀπ᾿ αὐτό, χωρίς νά ἔχει ἐργασθεῖ, τότε αὐτός κρίνεται ἔνοχος τοῦ ἁμαρτήματος τῆς ἀπείθειας καί τῆς ἀνυπακοῆς.
 Κεφάλαιο 20·  Γιά ἕναν ὀκνηρό μοναχό πού προσπαθοῦσε νά πείσει ἄλλους μοναχούς νά ἐγκαταλείψουν τό Μοναστήρι.
 Γνωρίζουμε ἕναν ἀδελφό, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα θά μπορούσαμε νά τό ἀναφέρουμε, ἄν αὐτό θά σᾶς βοηθοῦσε σέ κάτι. Αὐτός ὁ μοναχός ἦταν ὑποχρεωμένος νά παραδίδει καθημερινά στόν Οἰκονόμο τό διακόνημά του. Αὐτός κατεχόταν ἀπό φόβο μήπως κάποιος ἄλλος μοναχός εἶχε περισσότερο ζῆλο γιά τήν ἐργασία καί ἔτσι ἀναγκαζόταν καί ὁ ἴδιος νά αὐξήσει τή δική του παραγωγή. Γιατί διαφορετικά θά τόν κατηγοροῦσαν, ὅπως νόμιζε καί θά τόν θεωροῦσαν ὡς λιγότερο ἀποδοτικό καί ἐνδεχομένως ράθυμο καί ἔτσι θά ντροπιαζόταν.



Κάθε φορά λοιπόν πού αὐτός ὁ μοναχός ἔβλεπε νά γίνεται δεκτός στό Μοναστήρι κάποιος νέος ἀδελφός, κι αὐτός εἶχε περισσότερο ζῆλο ὡς ἀρχάριος καί γι᾿ αὐτό ἐργαζόταν περισσότερο ἀπό τό συνηθισμένο, αὐτός προσπαθοῦσε νά τόν πείσει κρυφά νά ἀλλάξει τήν πρόθεσή του γιά τήν ἀφιέρωση. ῎Αν βέβαια, παρ᾿ ὅλη τήν ἐπέμβασή του αὐτή δέν κατάφερνε νά ἀλλάξει τήν ἀπόφαση τοῦ ἀδελφοῦ, τότε προσπαθοῦσε, μέ τό νά τοῦ ψιθυρίζει ἐπίμονα κακές συμβουλές, νά τόν κάνει νά ἐγκαταλείψει τό Μοναστήρι. Γιά νά τόν παρασύρει μάλιστα πιό εὔκολα στή φυγή, τοῦ ἔλεγε ὅτι καί τόν ἴδιο τόν εἶχαν προσβάλει ἤδη ἀπό πολύ καιρό, γιά πολλούς καί διαφόρους λόγους καί ὅτι ἤθελε κι αὐτός ἐπίσης νά ἐγκαταλείψει τό Μοναστήρι. Αὐτό βέβαια θά τό ἔκανε, καθώς τοῦ ἔλεγε, ἄν εὕρισκε ἕναν ἀδελφό καί συνοδοιπόρο του γιά τό ταξίδι. ῞Οταν, μετά ἀπό τόση κακολογία ἐναντίον τοῦ Μοναστηριοῦ, ἔπειθε τελικά τόν ἀδελφό νά φύγει ἀπό ἐκεῖ, τοῦ καθόριζε τήν ὥρα, κατά τήν ὁποία ἔπρεπε νά δραπετεύσει καί τό μέρος πού ὁ ἴδιος θά τόν περίμενε γιά νά συναντηθοῦν. ᾿Ενῶ ὅμως σκηνοθετοῦσε τή φυγή τοῦ νέου μοναχοῦ, ὁ ἴδιος δέν ἔφευγε πρῶτος, ἀλλά παρέμενε στό Μοναστήρι, μέ τήν πρόφαση ὅτι θά τόν ἀκολουθοῦσε καί θά βρισκόταν ὁπωσδήποτε ἐγκαίρως στόν τόπο τῆς συνάντησής τους. ῎Ετσι ὁ ἀρχάριος μοναχός δέν συναντοῦσε ἀσφαλῶς, ὅσο κι ἄν περίμενε, τόν μοναχό πού εἶχε ὀργανώσει τή φυγή του ἀπό τό Μοναστήρι. ᾿Επειδή ὅμως ὁ ἴδιος ντρεπόταν γιά τήν ἀναχώρησή του, δέν τολμοῦσε νά ξαναγυρίσει στό Μοναστήρι ἀπό τό ὁποῖο εἶχε ἀποδράσει, ἐνῶ ὁ ἠθικός αὐτουργός καί ὑποκινητής τῆς φυγῆς του παρέμενε στό Μοναστήρι.
Νομίζω ὅτι καί μόνο τό παράδειγμα ἑνός τέτοιου εἴδους ἀνθρώπου μοῦ ἀρκεῖ, γιά νά ἐπιστήσω τήν προσοχή τῶν ἀρχαρίων, δείχνοντάς τους καθαρά πόσα κακά γεννάει στήν ψυχή τοῦ μοναχοῦ ἡ ἀργία. «Γιατί, καθώς λέει καί ἡ ῾Αγία Γραφή, ἡ ἀργία εἶναι δάσκαλος κάθε κακίας» (Σοφ. Σειρ. 33, 28). ᾿Επιπλέον, ἤθελα μέ τό παράδειγμα αὐτό νά σᾶς ἐπισημάνω καί νά σᾶς πῶ ὅτι «οἱ κακές συναναστροφές καταστρέφουν τά καλά ἤθη» (Α´ Κορ. 15, 33).
 Κεφάλαιο 21·  Διάφορα χωρία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς πού ἀναφέρονται στό πάθος τῆς ἀκηδίας.
῾Ο σοφός Σολομώντας περιγράφει αὐτό τό πάθος τῆς ἀργίας μέ μεγάλη σαφήνεια καί σέ πολλά χωρία, ὅπως γιά παράδειγμα αὐτό πού λέει· «῞Οποιος μένει ἀργός, θά χορτάσει ἀπό πείνα» (Παροιμ. 28, 19) ὁρατή ἤ ἀόρατη. ᾿Επίσης εἶναι ἀναπόφευκτο τό νά γίνει ὁ ὀκνηρός  παίγνιο τῶν διαφόρων παθῶν καί νά παραμένει παντοτινά ξένος πρός τή Θεωρία τοῦ Θεοῦ καί πρός αὐτά τά πλούτη, γιά τά ὁποῖα ὁ ᾿Αποστολος λέει· «Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, γίνατε πλούσιοι σέ ὅλα, δηλαδή σέ κάθε λόγο τῆς ἀλήθειας καί σέ κάθε πνευματική γνώση» (Α´ Κορ. 1, 5). Σέ ἕνα ἄλλο ἐπίσης σημεῖο, ὁ Σολομώντας περιγράφει τή φτώχεια τοῦ ὀκνηροῦ καί λέει· «῾Ο τεμπέλης καί ὑπναράς θά φορέσει ροῦχα ξεσχισμένα καί κουρελιασμένα» (Παροιμ. 23, 21). Γιατί ὁ ὀκνηρός δέν θά ἀξιωθεῖ ἀσφαλῶς, νά στολισθεῖ μέ τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας, τό ὁποῖο ὁ ᾿Απόστολος συνιστᾶ νά ἀποκτήσουν ὅλοι οἱ πιστοί καί λέει· «Ντυθεῖτε, σάν ἔνδυμα τῆς ψυχῆς σας, τόν Κύριο ᾿Ιησοῦ Χριστόν» (Ρωμ. 13, 14), καί «ἄς ντυθοῦμε, σάν πνευματικό θώρακα, τήν πίστη καί τήν ἀγάπη» (Α´ Θεσ. 5, 8). Σ᾿ αὐτό τό ἔνδυμα ἀναφέρεται καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅταν μέ τό στόμα τοῦ Προφήτη ἀπευθύνεται πρός τήν ῾Ιερουσαλήμ καί τῆς λέει· «Σήκω, σήκω γρήγορα, Σιών καί φόρεσε σάν ἔνδυμα τή δύναμή σου· φόρεσε τή δόξα σου, σύ ἡ ἁγία πόλη τῆς ῾Ιερουσαλήμ» (῾Ησ. 52, 1). Δέν θά εἶναι ἄξιος βέβαια αὐτοῦ τοῦ ἐνδύματος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει πέσει στό λήθαργο τῆς ὀκνηρίας καί τῆς ἀκηδίας καί ὁ ὁποῖος προτιμᾶ νά φοράει ἐνδύματα πού δέν τά προμηθεύθηκε μέ τούς καρπούς τῆς ἐργασίας του. ᾿Αντίθετα, αὐτός καταλήγει νά τυλίγεται μέ τά ράκη τῆς ἀδράνειας, τά ὁποῖα προσπαθεῖ νά πετάξει ἀπό πάνω του, χρησιμοποιώντας τά λόγια τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καί προσαρμόζοντάς τα στήν ὀκνηρία του. ῎Ετσι, δέν ἀξιώνεται ποτέ νά φορέσει τό ἔνδυμα τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καί τῆς τιμῆς, ἀλλά τό ἐπονείδιστο καί ἀτιμωτικό πέπλο τῆς πρόφασης καί τῆς δικαιολογίας.
Πράγματι, αὐτοί πού ἐγκαταλείπονται καί ἐνδίδουν σ᾿ αὐτή τή ραθυμία καί ἀρνοῦνται νά συντηροῦνται μέ τήν προσωπική τους ἐργασία –πράγμα πού ὁ ᾿Απόστολος συνήθιζε νά κάνει καί γι᾿ αὐτό παρήγγειλε καί σ᾿ ἐμᾶς νά κάνουμε τό ἴδιο– συνηθίζουν νά παίρνουν ὁρισμένα κομμάτια ἀπό τήν ῾Αγία Γραφή, μέ τά ὁποῖα φτιάχνουν ἕνα σεντόνι γιά νά καλύψουν τή νωθρότητά τους. Αὐτοί, γιά παράδειγμα, ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ ῾Αγία Γραφή λέει· «Μήν ἐργάζεσθε (μόνο) γιά τήν ὑλική τροφή, πού εἶναι προσωρινή καί χάνεται, ἀλλά γιά τήν πνευματική τροφή πού ἐξασφαλίζει τήν αἰώνια ζωή» (᾿Ιωάν. 6, 27)· καί «δικό μου φαγητό εἶναι νά κάνω τό θέλημα ἐκείνου πού μέ ἔστειλε» (᾿Ιωάν. 4, 34).
᾿Αλλά αὐτά τά κομμάτια εἶναι παρμένα ἀποσπασματικά ἀπό τό Εὐαγγελικό κείμενο καί προσαρμοσμένα κατά τή δική μας ἰδέα, γιά νά καλύψουν μᾶλλον τήν ντροπή καί τήν ἀθλιότητα πού γεννάει ἡ ὀκνηρία, παρά γιά νά ἀναθερμάνουν τό ζῆλο τῆς ψυχῆς καί νά ντύσουν τόν ἄνθρωπο μ᾿ αὐτό τό πολύτιμο καί τέλειο ἔνδυμα τῆς ἀρετῆς, τό ὁποῖο, σύμφωνα μέ τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν, ὕφανε γιά τόν ἑαυτό της καί γιά τόν ἄνδρα της αὐτή ἡ σοφή γυναίκα, πού ἦταν ντυμένη μέ περισσή δύναμη κι ἀξιοπρέπεια. Γι᾿ αὐτήν ἔχει εἰπωθεῖ· «᾿Απέκτησε, σάν ἔνδυμα, δύναμη καί ἀξιοπρέπεια καί ἦταν εὐτυχισμένη κατά τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς της» (Παροιμ. 31, 25).
᾿Επίσης σχετικά μ᾿ αὐτή τήν ἀρρώστια τῆς ὀκνηρίας, ὁ σοφός Σολομώντας ἀναφέρει· «῾Η πορεία τῆς ζωῆς τῶν ὀκνηρῶν εἶναι δύσβατη, σάν νά εἶναι στρωμένη μέ ἀγκάθια» (Παροιμ. 15, 19). Εἶναι δηλαδή, ὁ δρόμος στρωμένος μ᾿ αὐτά τά πάθη καί ἄλλα παρόμοια, τά ὁποῖα ἀνέφερε προηγουμένως μέ λεπτομέρειες ὁ ᾿Απόστολος καί ὅτι αὐτά φυτρώνουν καί ἀναβλαστάνουν στήν ψυχή ἀπό τήν ἀεργία. Καί ἀλλοῦ ἐπίσης ἡ ῾Αγία Γραφή λέει· «῾Ο ἄεργος καί τεμπέλης εἶναι γεμάτος ἀπό ὄνειρα καί πόθους» (Παροιμ. 13, 4). Αὐτό εἶναι τό ἴδιο μ᾿ ἐκεῖνο πού ἀναφέρει ὀ ᾿Απόστολος πρός τούς Θεσσαλονικεῖς ὅταν τούς λέει· «Δέν θά ἔχετε ἀνάγκη ἀπό τίποτε (ἀφοῦ θά τά προμηθευόσαστε ὅλα ἀπό τή δική σας ἐργασία)» (Α´ Θεσ. 4, 12). Σχετικό εἶναι καί αὐτό πού λέει ὁ σοφός Σειράχ· «Πολλά», λέει, «κακά διδάσκει ἡ ἀργία» (Σοφ. Σειρ. 33, 28). Αὐτά τά κακά ὁ ᾿Απόστολος τά ἀπαρίθμησε ἀναλυτικά –στά χωρία πού ἀναπτύξαμε παραπάνω– ὅταν ἀναφερόταν σ᾿ αὐτούς «πού δέν κάνουν καμία ἐργασία, ἀλλά περιεργάζονται τούς ἄλλους» (Β´ Θεσ. 3, 11). Καί «νά προσπαθεῖτε φιλότιμα», λέει, «νά ζεῖτε εἰρηνικά καί νά ἀσχολεῖσθε ὁ καθένας μέ τίς δικές του ὑποθέσεις» (Α´ Θεσ. 4, 11)· καί «νά συμπεριφέρεσθε μέ ἀξιοπρέπεια πρός τούς ἐκτός τῆς ᾿Εκκλησίας καί τότε δέν θά ἔχετε ἀνάγκη ἀπό τίποτε» (Α´ Θεσ. 4, 12). Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τούς ἀνθρώπους ὁ ᾿Απόστολος τούς χαρακτηρίζει ἐπίσης ἄτακτους, ἀκατάστατους καί ἀπειθεῖς καί παραγγέλει σ᾿ ὅλους ἐκείνους τούς πιστούς, πού εἶναι φιλότιμοι καί ἐπιμελεῖς, νά ἀπομακρύνονται ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους καί τούς λέει· «Νά ἀποφεύγετε κάθε ἀδελφό πού συμπεριφέρεται ἄτακτα καί εἶναι ἀργόσχολος καί δέν ἀκολουθεῖ τή διδασκαλία πού παρέλαβε ἀπό μᾶς» (Β´ Θεσ. 3, 6).
 Κεφάλαιο 22·  Οἱ μοναχοί τῆς Αἰγύπτου μέ τό ἐργόχειρό τους συντηροῦνται οἱ ἴδιοι, ἀλλά βοηθοῦν καί τούς φυλακισμένους.
Γι᾿ αὐτό οἱ Πατέρες τῆς Αἰγύπτου, διδαγμένοι ἀπό αὐτά τά παραδείγματα, ἀπαγορεύουν στούς μοναχούς, καί κυρίως τούς νέους, νά μένουν ἄπραγοι καί ἀργοί. ᾿Από τήν ἐπιμέλεια πού δείχνουν στήν ἐργασία, οἱ Πατέρες μετροῦν τό ζῆλο τους καί ἀξιολογοῦν τήν πρόοδό τους στήν ὑπακοή καί στήν ταπείνωση. Καί, ὄχι μόνο ἀρνοῦνται νά δεχθοῦν ἀπό ἄλλους ἀκόμα καί τό παραμικρό γιά τήν συντήρησή τους, ἀλλά καί καλύπτουν μέ τήν ἐργασία τους καί τή φιλοξενία τῶν προσκυνητῶν τῆς Μονῆς. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί συγκεντρώνουν μέ τόν κόπο τους μεγάλη ποσότητα τροφῶν καί διαφόρων ἄλλων ἀναγκαίων πραγμάτων καί τά στέλνουν στίς περιοχές τῆς Λιβύης, ὅπου ὑπάρχει πολλή ξηρασία καί οἱ ἄνθρωποι μαστίζονται ἀπό τήν πείνα, καθώς ἐπίσης καί σ᾿ αὐτούς πού σαπίζουν μέσα στίς ἄθλιες φυλακές. Μ᾿ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν προσφορά, οἱ μοναχοί πιστεύουν ὅτι προσφέρουν «θυσία ζωντανή καί ἁγία, εὐάρεστη στόν Θεό, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πραγματική πνευματική λατρεία» (Ρωμ. 12, 1).
 Κεφάλαιο 23·  Δέν προσέρχονται πολλοί μοναχοί στά Μοναστήρια μας, γιατί αὐτοί δέν θέλουν νά ἐργάζονται.
Γι᾿ αὐτό καί στίς χῶρες τῆς Δύσης δέν βλέπουμε κανένα Μοναστήρι νά ἔχει μεγάλο ἀριθμό ἀδελφῶν. Γιατί σ᾿ αὐτό τό μέρος δέν εἶναι δυνατόν νά ἐξασφαλίσουν οἱ μοναχοί τή συντήρησή τους ἀπό τούς πόρους τῆς δικῆς τους ἐργασίας, ἔτσι ὥστε νά μποροῦν νά παραμένουν μόνιμα σ᾿ αὐτά. Καί ἄν ἀκόμα ἡ ἐλεημοσύνη κάποιων ἄλλων τούς ἐξασφαλίσει τά ἀναγκαῖα γιά τή συντήρησή τους, ὡστόσο ἡ ροπή πρός τήν ἄνεση, ἡ χαλάρωση καί ἡ διάσπαση τοῦ νοῦ, δέν τούς ἐπιτρέπουν νά μείνουν γιά πολύ σ᾿ αὐτό τόν τόπο. Στήν Αἴγυπτο ὑπάρχει ἐπίσης μιά ἱερή παρακαταθήκη, πού ἔχει παραδοθεῖ ἀπό τούς παλαιούς Πατέρες, καί ἡ ὁποία λέει· ῾Ο μοναχός πού ἐργάζεται πειράζεται ἀπό ἕνα μόνο δαίμονα, ἀλλά ὁ ὀκνηρός γίνεται λεία καί θήραμα ἀναρίθμητων κακῶν πνευμάτων.
 Κεφάλαιο 24·  Γιά τόν ἀββά Παῦλο, ὁ ὁποῖος κάθε χρόνο ἔκαιγε τό ἐργόχειρο πού ἔκανε ὅλη τή χρονιά.
Τέλος, ἀναφέρουμε καί τό παράδειγμα τοῦ ἀββᾶ Παύλου, ἑνός ἀπό τούς πιό ἔμπειρους Πατέρες. Αὐτός ὁ ᾿Αββάς ζοῦσε μέσα στή μεγάλη ἔρημο πού ὀνομάζεται «Πορφύριον», ὅπου οἱ καρποί ἀπό τά φοινικόδενδρα καί ἕνας μικρός κῆπος τοῦ ἐξασφάλιζαν, σέ ἱκανοποιητικό βαθμό, τήν τροφή του. Αὐτό ὅμως δέν τόν ἀνέπαυε, ἀλλά θά ἤθελε νά ἀσκεῖ κάποιο ἐπιπλέον διακόνημα, γιά νά ἀποφεύγει τόν πειρασμό τῆς ἀκηδίας. ᾿Επειδή ὅμως δέν μποροῦσε νά ἀσκήσει κάποια τέχνη, ἀφοῦ τό μέρος πού κατοικοῦσε σ᾿ αὐτή τήν ἔρημο ἀπεῖχε ἀπό τίς πόλεις τό λιγότερο ἑπτά ἡμερῶν πεζοπορία. ᾿Επιπλέον, γιά νά πληρώσει τή μεταφορά, θά τοῦ ζητοῦσαν σίγουρα περισσότερα χρήματα ἀπό τήν ἀξία τοῦ προϊόντος τῆς ἐργασίας του. ῎Ετσι, ἀποφάσισε νά συγκεντρώνει φοινικόφυλλα καί μ᾿ αὐτά ἐκτελοῦσε καθημερινά μέ αὐστηρότητα καί συνέπεια τό διακόνημα, πλέκοντας μιά καθορισμένη ποσότητα φοινικόκλαδων, σάν νά ἐπρόκειτο νά ἐξασφαλίσει ἀπό αὐτή τήν παραγωγή τή συντήρησή του. ῞Οταν, τέλος, ἡ σπηλιά του γέμιζε ἀπό τό προϊόν τῆς ἐργασίας ὅλης τῆς χρονιᾶς, τότε ἔβαζε φωτιά καί ἔκαιγε ὅλο αὐτό τό ἐργόχειρο, γιά τό ὁποῖο εἶχε κάνει τόσο κόπο. Κι αὐτό τό ἔκανε ἀκριβῶς γιά νά ἀποδείξει ὅτι χωρίς τήν ἐργασία, ὁ μοναχός δέν μπορεῖ οὔτε νά παραμείνει σταθερός στήν ἀρετή, ἀλλά καί οὔτε νά ἀνέλθει στά ὕψη τῆς τελειότητας. ῎Ετσι, ὁ ᾿Αββάς ἐργαζόταν, ἄν καί δέν εἶχε ἀνάγκη νά ζήσει ἀπ᾿ αὐτό τό ἐργόχειρο, ἀλλά τό ἔκανε μόνο καί μόνο γιά νά καθαρίσει τήν καρδιά του καί γιά νά ἐμποδίσει τή διάχυση τοῦ νοῦ καί τῶν λογισμῶν του. Καί ἔτσι νά κατάφερε νά παραμείνει μέσα στό κελί του καί νά ἐπιφέρει μιά ὁλοκληρωτική νίκη κατά τοῦ πάθους τῆς ἀκηδίας.


Κεφάλαιο 25·  Τί μοῦ εἶπε ὁ ἀββάς Μωϋσῆς γιάτή θεραπεία τῆς ἀκηδίας.
Θά σᾶς ἀναφέρω, τέλος, κάτι ἀπό τήν προσωπική μου ἐμπειρία.
Τόν πρῶτο καιρό τῆς παραμονῆς μου στήν ἔρημο, εἶχα ἀναφέρει κάποια φορά στόν ἀββά Μωϋσῆ, πού ἦταν ὁ πλέον ἐξαγιασμένος ἀνάμεσα στούς Πατέρες, ὅτι τήν προηγούμενη ἡμέρα εἶχα ὑποφέρει πολύ ἀπό αὐτή τήν ἀρρώστια τῆς ἀκηδίας καί ὅτι δέν εἶχα καταφέρει νά ἀπαλλαγῶ ἀπ᾿ αὐτή μ᾿ ἄλλο τρόπο, παρά μόνο πηγαίνοντας, ὅσο πιό γρήγορα μποροῦσα, στό κελί τοῦ ἀββᾶ Παύλου. «Δέν ἀπαλλάχθηκες καθόλου ἀπό τό πάθος», μοῦ ἀπάντησε ὁ ᾿Αββάς, «ἀλλά μᾶλλον ὑπέκυψες καί ὑποδουλώθηκες ἀπό αὐτό ἀκόμα περισσότερο. Γιατί ὁ ἐχθρός, βλέποντας ὅτι ἤσουν δειλός καί λιποτάκτης, πού μόλις κτυπιέσαι τρέπεσαι σέ φυγή, θά σοῦ ἐπιτεθεῖ στή συνέχεια πιό βίαια. ᾿Εκτός κι ἄν θελήσεις νά μήν ἀποφεύγεις στό ἑξῆς ἄμεσα τίς ἐπιθέσεις του –καί ἔτσι νά ἐγκαταλείπεις τό κελί σου ἤ νά πέφτεις γιά ὕπνο– ἀλλά νά ἐκπαιδευθεῖς, ὥστε νά τόν ὑπερνικᾶς μέ τήν γενναία ἀντεπίθεση».
῾Η ἐμπειρία λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἔχει ἀποδείξει ὅτι δέν ξεφεύγουμε ἀπό τόν πειρασμό τῆς ἀκηδίας μέ τό νά λιποτακτοῦμε καί νά τρεπόμαστε σέ φυγή, πότε ἀφήνοντας τό κελί μας καί πότε πέφτοντας γιά ὕπνο,  ἀλλά μέ τό νά τήν κατατροπώνουμε, προβάλλοντάς της σθεναρή καί ἐπίμονη ἀντίσταση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου