Κυριακή 29 Μαΐου 2016

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΒΒΑ ΔΟΣΙΘΕΟ

 

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΒΒΑ ΔΟΣΙΘΕΟ

Ἀββά Δωροθέου 

1.—.  Ὁ πραγματικά μακάριος ἀββάς Δωρόθεος, ἀφοῦ, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀσπάστηκε τόν μοναχικό βίο, ἀναχώρησε γιά τό κοινόβιο τοῦ ἀββᾶ Σερίδου. Ἐκεῖ βρῆκε πολλούς μεγάλους ἡσυχαστές καί ἀνάμεσά τους καί δυό μεγάλους Γέροντες, πού εἶχαν διαπρέψει στην ἀρετή, τόν ἁγιότατο Βαρσανούφιο καί τό μαθητή του καί συνασκητή του ἀββά Ἰωάννη, πού ὀνομάστηκε καί προφήτης, ἐπειδή εἶχε λάβει ἀπό τόν Θεό διορατικό χάρισμα. Παρέδωσε τότε τόν ἑαυτό του σ’ αὐτούς, μέ πολλή ἐμπιστοσύνη πού τοῦ ἐμπνεύστηκε τόσο ἀπό τόν Θεό, ὅσο καί ἀπό τούς ἴδιους, καί ἐπικοινωνοῦσε μέ τή μεσολάβηση τοῦ ἀββᾶ Σερίδου, μέ τόν μεγάλο Γέροντα Βαρσανούφιο καί ἀξιώθηκε νά ὑπηρετήσει καί τόν ἀββά Ἰωάννη. Αὐτοί λοιπόν οἱ Ἅγιοι ἀποφάσισαν ἀπό κοινοῦ νά κτίσει ὁ ἀββάς Δωρόθεος νοσοκομεῖο σ’ ἐκεῖνα τά μέρη καί νά τό φροντίζει ὁ ἴδιος, ἐπειδή πολύ ταλαιπωραοῦνταν οἱ ἀδελφοί ὅταν ἀρρώσταιναν, γιατί δέν εἶχαν ποιός νά τούς περιποιηθεῖ. Ἔκτισε λοιπόν, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τό νοσοκομεῖο, μέ τίς δαπάνες τοῦ κατά σάρκα ἀδελφοῦ του, πού ἦταν ἄνθρωπος πολύ φιλόχριστος καί φιλομόναχος. Καί ὁ ἴδιος ὁ ἀββάς Δωρόθεος, ὅπως προεῖπα, μαζί μέ μερικούς ἄλλους εὐλαβεῖς ἀδελφούς, περιποιόταν τούς ἀρρώστους, ἐνῶ συγχρόνως ὁ ἴδιος εἶχε καί τήν φροντίδα τῆς διοικήσεως.  
2.—. Μιά μέρα ὁ ἡγούμενος, ὁ ἀββάς Σέριδος, ἔστειλε καί προσκάλεσε τόν ἀββά Δωρόθεο ἀπό τό νοσοκομεῖο στό Μοναστήρι. Ὅταν ἔφθασε στή Μονή ὁ Ἀββάς, βρῆκε κοντά στόν Ἡγούμενο κάποιον νέο, πού φοροῦσε στρατιωτικά ροῦχα καί ἦταν πολύ λεπτεπίλεπτος καί ὄμορφος. Ὁ νέος αὐτός εἶχε ἔρθει τότε στό μοναστήρι μέ κάποιους ἀνθρώπους τοῦ Δούκα, ἀγαπητούς στόν ἀββά Σέριδο. Μόλις λοιπόν ἔφθασε ὁ ἀββάς Δωρόθεος, τόν πῆρε ἰδιαίτερα ὁ Ἡγούμενος καί τοῦ εἶπε: «Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔφεραν τοῦτο τόν νέο καί λένε ὅτι θέλει νά μείνει ἐδῶ, στό Μοναστήρι. Φοβοῦμαι ὅμως μήπως ἀνήκει σέ κανέναν ἀπ’ αὐτούς τούς μεγάλους καί ἤ ἔχει κλέψει τίποτα, ἤ ἔχει κάνει κάτι καί θέλει νά ξεφύγει καί βρεθοῦμε σέ πειρασμό. Γιατί οὔτε ἡ ἐμφάνισή του οὔτε ἡ ὄψη του δείχνουν ἄνθρωπο πού θέλει νά γίνει μοναχός.
    3.—. Ὁ νέος αὐτός ἀνῆκε στην ἀκολουθία κάποιου στρατηλάτη καί ζοῦσε μέ πολλή ἄνεση καί καλοπέραση ―πάντοτε βέβαια οἱ ἀκόλουθοι τέτοιων στρατηγῶν ζοῦν μέσα σέ ἀτμόσφαιρα τρυφηλῆς ἁμαρτωλότητας καί ματαιοδοξίας― καί οὐδέποτε εἶχε ἀκούσει λόγο Θεοῦ. Μερικοί ὅμως ἄνθρωποι τοῦ στρατηλάτη τοῦ διηγήθηκαν σχετικά μέ τήν Ἅγια Πόλη, τήν Ἱερουσαλήμ, καί τοῦ γεννήθηκε ἡ ἐπιθυμία νά πάει νά γνωρίσει τά μέρη ἐκεῖνα. Ζήτησε λοιπόν ἀπό τόν στρατηλάτη νά τόν στείλει νά ἐπισκεφθεῖ τούς Ἁγίου Τόπους. Ὁ στρατηλάτης, ἐπειδή δέν ἦθελε νά τόν λυπήσει, βρῆκε ἕναν ἔμπιστο καί καλό φίλο του, πού πήγαινε σ’ ἐκεῖνα τά μέρη, καί τοῦ εἶπε: «Κάνε μου τή χάρη καί πάρε αὐτό τόν νέο μαζί σου, γιατί θέλει νά γνωρίσει τούς Ἁγίους Τόπους». Ἐκεῖνος, ἐπειδή τόν ἀνέλαβε μέ τήν παράκληση τοῦ στρατηγοῦ, τόν περιέλαβε μέ κάθε εἴδους τιμή, τοῦ παρεῖχε κάθε εἴδους ἀνάπαυση καί τόν καλοῦσε νά τρώει στό οἰκογενειακό του τραπέζι.
    Ὅταν λοιπόν ἔφθασαν στήν Ἅγια Πόλη καί προσκύνησαν τούς Ἁγίους Τόπους, πῆγαν καί στή Γεσθημανή. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνας πίνακας πού παρουσίαζε τήν κόλαση. Καθώς στεκόταν ὁ νέος καί παρατηροῦσε τήν παράσταση γεμάτος ἔκπληξη, βλέπει μιά σεμνή γυναίκα μέ πορφυρένια ροῦχα νά στέκεται κοντά του καί νά τοῦ δείχνει χωριστά καθένα ἀπ’ ἐκείνους πού κολάζονταν καί τοῦ ἔλεγε καί μερικά σάν δικές της νουθεσίες. Ὁ νέος καθώς τήν ἄκουγε ἔμεινε ἄναυδος καί κατάπληκτος. Γιατί, ὅπως εἶπα, οὐδέποτε εἶχε ἀκούσει λόγο Θεοῦ, ἤ κάτι γιά τήν κρίση. Τῆς λέει λοιπόν: «Κυρία, τί πρέπει νά κάνει κανείς γιά ν’ ἀποφύγει αὐτές τίς τιμωρίες»; Καί Ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε καί τοῦ εἶπε: «Νά νηστεύεις, νά μήν τρῶς κρέας, νά προσεύχεσαι ἀδιάλειπτα καί θά γλυτώσεις ἀπ’ αὐτές τίς τιμωρίες». Ἀφοῦ δέ τοῦ ἔδωσε τίς τρεῖς αὐτές ἐντολές, δέν ξαναφάνηκε μπροστά του, ἀλλά ἔγινε ἄφαντη. Ἀπό τότε λοιπόν ὁ νέος ἦταν γεμάτος κανάνυξη καί τηροῦσε τίς τρεῖς ἐντολές πού τοῦ ἔδωσε Ἐκείνη ἡ γυναίκα. Ὁ φίλος ὅμως τοῦ στρατηλάτη, βλέποντάς τον νά νηστεύει καί νά μήν τρώει κρέας, στενοχωριόταν γιά τό πῶς θά τό δικαιολογήσει στόν στρατηλάτη, ἐπειδή ἤξερε ὅτι ὁ στρατηλάτης τόν ἀγαποῦσε καί τόν φρόντιζε πολύ. Οἱ δέ στρατιῶτες πού ἦταν μαζί του, ὅταν εἶδαν τήν συμπεριφορά του αὐτή, τοῦ εἶπαν: «Παιδί μου, αὐτά πού κάνεις δέν εἶναι καμώματα ἀνθρώπου πού θέλει νά ζεῖ στόν κόσμο. Ἄν θέλεις νά ζήσεις μ’ αὐτό τον τρόπο, πήγαινε σέ Μοναστήρι νά σώσεις καί τήν ψυχή σου». Ἀλλ’ ἐκεῖνος δέν ἤξερε τίποτα γιά τόν Θεό, οὔτε γιά τό τί εἶναι Μοναστήρι. Μόνο τηροῦσε ὅ,τι εἶχε ἀκούσει ἀπό Ἐκείνη τή γυναίκα. Τούς λέει λοιπόν: «Νά μέ ὁδηγήσετε ὅπου νομίζετε, γιατί ἐγώ δέν ξέρω ποῦ νά πάω». Καί, ὅπως εἶπα, μερικοί ἀπ’ αὐτούς ἦταν ἀγαπητοί στόν ἀββά Σέριδο καί ἦρθαν στό Μοναστήρι φέρνοντας μαζί τους καί τό παιδί.
    4.—.  Ὅταν λοιπόν ἔστειλε ὁ ἀββάς Σέριδος τόν μακάριο Δωρόθεο νά μιλήσει μαζί μέ τόν νέο καί νά τόν ψυχολογήσει, ὁ νέος δέν ἤξερε νά ἀπαντήσει τίποτε ἄλλο παρά μόνο ἔλεγε: «Θέλω νά σωθῶ». Ἐπέστρεψε τότε ὁ μακάριος Δωρόθεος καί εἶπε στόν Ἀββά: «Ἄν συμφωνεῖς, νά τόν δεχθεῖς στό Μοναστήρι, μή φοβηθεῖς καθόλου, γιατί δέν βλέπω νά ἔχει τίποτα κακό». Καί ὁ Ἀββάς τοῦ ἀπάντησε: «Ἔλα λοιπόν, κάνε ἀγάπη καί πάρε τον μαζί σου γιά νά σωθεῖ, γιατί δέν θέλω νά τόν κρατήσω ἀνάμεσα στούς ἀδελφούς».
    Ἐκεῖνος ὅμως ἀπό ταπεινοφροσύνη δέν ἤθελε νά τόν δεχθεῖ καί ἔλεγε μέ σεμνότητα: «Οἱ δυνάμεις μου δέν μοῦ ἐπιτρέπουν νά σηκώσω τό βάρος κάποιου ἄλλου, αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τά μέτρα μου». Τότε τοῦ εἶπε ὁ ἀββάς Σέριδος: « Ἐγώ θά σηκώσω καί τό δικό σου καί τό δικό του βάρος, ἐσύ γιατί στενοχωριέσαι»; Τότε ὁ ἀββάς Δωρόθεος τοῦ εἶπε: «Ἀφοῦ λοιπόν ἔτσι ἀποφάσισες, ἄν εὐλογεῖς, ἐνημέρωσε τόν Γέροντα Βαρσανούφιο». Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Νά εἶναι εὐλογημένο, θά τοῦ τό πῶ».
   Πηγαίνει λοιπόν ὁ ἀββάς Σέριδος καί τό λέει στόν Μεγάλο Γέροντα Βαρσανούφιο καί αὐτός ἔδωσε τήν ἑξῆς ἀπάντηση γιά τόν ἀββά Δωρόθεο: «Νά δεχθεῖς αὐτόν τόν νέο, γιατί ὁ Θεός θά τόν σώσει χρησιμοποιώντας ἐσένα». Τότε τόν δέχθηκε μέ χαρά καί τόν εἶχε μαζί του στό νοσοκομεῖο. Τόν νέο τόν ἔλεγαν Δοσίθεο.
    5.—. Ὅταν λοιπόν ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ τοῦ λέει ὁ ἀββάς Δωρόθεος: «Φάε, ὥσπου νά χορτάσεις, μόνο νά μοῦ πεῖς πόσο ἔφαγες». Κι ἐκεῖνος ἀφοῦ ἔφαγε ἦλθε καί τοῦ εἶπε: «Ἔφαγα ἐνάμισυ καρβέλι». Ζύγιζε δέ τό κάθε καρβέλι τέσσερις λίτρες.Τοῦ λέει λοιπόν: «Αἰσθάνεσαι καλά τώρα Δοσίθεε»; Τοῦ ἀπαντάει: «Ναί, αἰσθάνομαι καλά, Γέροντα». Τοῦ ξαναλέει: «Μήπως πεινᾶς»; Τοῦ ἀπαντάει: «Ὄχι, Γέροντα, δέν πεινάω». Τότε τοῦ λέει: «Ἔ, λοιπόν νά τρῶς τό ἕνα καρβέλι καί ἕνα τέταρτο ἀπό τό ἄλλο. Καί κόψε τό ὑπόλοιπο τέταρτο στά δύο, καί φάε τό μισό καί ἄφησε τό ἄλλο μισό». Ἔτσι καί ἔκανε. Τοῦ λέει ὁ Ἀββάς: «Πεινᾶς, Δοσίθεε»; Καί ἀπαντάει: «Ναί, Γέροντα, πεινάω λίγο».
   Μετά ἀπό λίγες μέρες πάλι τοῦ λέει ὁ ἀββάς Δωρόθεος: «Πῶς αἰσθάνεσαι, Δοσίθεε; Συνεχίζεις νά πεινᾶς»; Τοῦ ἀπαντάει: «Ὄχι, Γέροντα, μέ τήν εὐχή σου, εἶμαι καλά». Τοῦ λέει: «Ἔ, τότε ἄφησε καί τό ἄλλο μισό ἀπό τό τέταρτο τοῦ καρβελιοῦ». Ἔτσι καί ἔκανε.
   Πάλι μετά ἀπό λίγες μέρες τόν ξαναρωτάει: «Πῶς αἰσθάνεσαι τώρα, μήπως πεινᾶς»; ἀπαντάει: «Αἰσθάνομαι καλά, Γέροντα». Τοῦ λέει: «Κόψε τό ἄλλο τέταρτο στά δύο καί φάε τό μισό καί ἄφησε τό ἄλλο μισό». Καί ἔκανε κατά τόν ἴδιο τρόπο. Καί ἔτσι, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, λίγο-λίγο ἀπό ἕξι λίτρες κατέληξε νά τρώει ὀκτώ οὐγγιές, γιατί καί τό φαΐ εἶναι συνήθεια.
    6.—. Ἦταν δέ αὐτός ὁ νέος πολύ ἱκανός σέ καθετί πού ἔκανε. Ὑπηρετοῦσε τούς ἀρρώστους στό νοσοκομεῖο, ἔτσι ὥστε καθένας νά ἀναπαύεται μέ τόν τρόπο πού ἐκτελοῦσε τή διακονία του. Γιατί τά ἔκανε ὅλα τέλεια. Καί ἄν τύχαινε καμιά φορά νά παραμελήσει κανέναν ἀπό τούς ἀρρώστους ἤ νά μιλήσει μέ θυμό, τ’ ἄφηνε ὅλα καί πήγαινε στό κελλάρι καί καθόταν καί ἔκλαιγε. Ὅταν λοιπόν πήγαιναν οἱ ἄλλοι διακονητές τοῦ νοσοκομείου νά τόν παρηγορήσουν καί δέν παρηγοριόταν, πήγαιναν καί ἔλεγαν στόν ἀββά Δωρόθεο: «Κάνε ἀγάπη, Γέροντα, καί μάθε τί ἔχει αὐτός ὁ ἀδελφός, γιατί κλαίει καί δέν ξέρουμε τό λόγο». Καί πήγαινε ὁ ἀββάς Δωρόθεος καί τόν εὕρισκε νά κάθεται καταγῆς καί νά κλαίει, καί τοῦ ἔλεγε: «Τί συμβαίνει, Δοσίθεε; Τί ἔχεις; Γιατί κλαῖς»; Καί ἀπαντοῦσε: «Συγχώρεσέ με, Γέροντα, γιατί ὀργίστηκα καί μίλησα ἄσχημα στόν ἀδελφό μου». Καί ἐκεῖνος τοῦ ἔλεγε: «Ἀλήθεια, Δοσίθεε, δέν ντρέπεσαι πού ὀργίζεσαι καί μιλᾶς ἄσχημα στόν ἀδελφό σου; Δέν ξέρεις ὅτι στό πρόσωπό του εἶναι ὁ Χριστός καί θλίβεις τόν Χριστό»; Καί αὐτός ἔσκυβε κάτω κλαίγοντας χωρίς νά μιλάει. Ὅταν ὁ Ἀββάς ἔβλεπε ὅτι εἶχε κλάψει ἀρκετά, τοῦ ἔλεγε: «Ὁ Θεός νά σέ συγχωρέσει. Σήκω νά βάλουμε ἀπό τώρα ἀρχή. Ἄς ἀγωνισθοῦμε ἀπό τώρα καί μπρός, καί ὁ Θεός θά βοηθήσει». Ἀμέσως τότε, μόλις τ’ ἄκουγε αὐτά, σηκωνόταν καί ἔτρεχε μέ χαρά στή διακονία του, σάν νά ἔπαιρνε τή συγχώρεση, πραγματικά, ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό.
   Ὅταν πιά ἔμαθαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ νοσοκομείου τή συνήθειά του αὐτή, μόλις τόν ἔβλεπαν νά κλαίει, ἔλεγαν: «Τί τάχα ἔχει ὁ Δοσίθεος; Μήπως ἔκανε κανένα σφάλμα»; Καί ἔλεγαν στόν μακάριο Δωρόθεο: «Γέροντα, πήγαινε στό κελλάρι, ἔχεις δουλειά νά κάνεις». Ὅταν λοιπόν ἐρχόταν στό κελλάρι καί τόν εὔρισκε νά κάθεται καταγῆς και νά κλαίει, καταλάβαινε ὅτι θά εἶχε μιλήσει ἄσχημα σέ κάποιον καί τοῦ ἔλεγε: «Τί συμβαίνει, Δοσίθεε; Πάλι λύπησες τόν Χριστό; Πάλι ὀργίστηκες; Δέν ντρέπεσαι; Δέν διορθώνεσαι λοιπόν»; Καί αὐτός παρέμενε πολλή ὥρα κλαίγοντας. Ὅταν ἔβλεπε ὁ Ἀββάς ὅτι εἶχε κλάψει ἀρκετά, τοῦ ἔλεγε: «Σήκω, ὁ Θεός νά σέ συγχωρέσει. Βάλε πάλι ἀρχή. Ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς προσπάθησε νά διορθωθεῖς». Καί αὐτός ἀμέσως, μέ ἐμπιστοσύνη, ἔδιωχνε τή λύπη καί ἔφευγε γιά τό διακόνημά του.
    7.—.  Ἔστρωνε δέ τά κρεββάτια τῶν ἀρρώστων πολύ ὡραῖα. Καί εἶχε τόση ἄνεση στήν ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν, ὥστε πολλές φορές, καθώς περιποιόταν μέ ἐπιμέλεια ἕνα κρεββάτι, ἔβλεπε τόν μακάριοΔωρόθεο νά περνάει καί τοῦ ἔλεγε: «Γέροντα, Γέροντα, μοῦ λέει ὁ λογισμός: Στρώνεις ὡραῖα τό κρεββάτι». Καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντοῦσε: «Ἀλλοίμονο, ἀδελφέ μου. Νά πού εἶσαι καλός ὑπηρέτης καί ἔγινες καί καλός δουλευτής. Μήπως ὅμως ἔγινες καί καλός μοναχός»; Ἐπίσης ποτέ δέν τόν ἄφησε νά προσκολληθεῖ σέ κάποιο πράγμα ἤ σ’ ὁποιοδήποτε ὑλικό ἀντικείμενο. Γιατί τά δεχόταν ὅλα μέ χαρά καί ἐμπιστοσύνη καί ὑπάκουε πρόθυμα σέ ὅλα. Ὅταν δέ χρειαζόταν ἕνα ροῦχο, τοῦ ἔδινε τό ὕφασμα καί ἐκεῖνος πήγαινε καί τό ἔραβε μέ πολλή χάρη καί ἐπιμέλεια. Ὅταν τό τελείωνε τοῦ ἔλεγε: «Δοσίθεε, τό ἔραψες ἐκεῖνο τό ροῦχο»; Καί ἀπαντοῦσε: «Ναί, Γέροντα, καί τό ἔραψα μάλιστα μέ πολλή τέχνη». Τότε τοῦ ἔλεγε: Πήγαινε δῶσ’ το στόν τάδε ἀδελφό ἤ στόν τάδε ἄρρωστο». Καί πήγαινε καί τό ἔδινε μέ πολλή προθυμία. Πάλι τοῦ ἔδινε ἄλλο ὕφασμα καί ὅμοια, ὅταν τό ἔραβε μέ ἐπιμέλεια καί τό τελείωνε, τοῦ ἔλεγε: «Δῶσ’ το στόν τάδε ἀδελφό». Καί ἀμέσως τό ἔδινε. Καί οὐδέποτε πικράθηκε ἤ ἐγόγγυσε, ὥστε νά πεῖ: «Γιατί ἀφοῦ κάνω τόν κόπο καί τό ράβω καί τό περιποιοῦμαι τόσο, τό παίρνει ἀπό μένα καί τό δίνει σέ ἄλλον»; Ἀλλά καθετί καλό πού ἄκουγε τό ἔκανε μέ προθυμία.
    8.—. Μιά ἄλλη φορά ἔφερε κάποιος ἀπό τούς ἀποκρισάριους τῆς Μονῆς ἕνα μαχαίρι κοφτερό καί πολύ ὡραῖο. Κι ὁ Δοσίθεος τό πῆρε καί τό ἔφερε στόν ἀββά Δωρόθεο λέγοντας: « Ὁ τάδε ἀδελφός ἔφερε αὐτό τό μαχαίρι καί τό πῆρα νά τό ἔχουμε, ἄν τό εὐλογεῖς, στό νοσοκομεῖο, γιατί κόβει πολύ ὡραῖα τό ψωμί ―οὐδέποτε εἶχε ἀποκτήσει ὁ μακάριος ἐκεῖνος πράγμα καλύτερο ἀπό τό μέτριο— λέει λοιπόν στόν Δοσίθεο: «Φέρ’ το νά τό δῶ ἄν εἶναι καλό». Καί αὐτός τοῦ τό ἔδωσε λέγοντας: «Ναί, Γέροντα, εἶναι πολύ κοφτερό γιά τό ψωμί». Πραγματικά, τό ἔβλεπε καί ὁ ἴδιος ὅτι ἦταν χρήσιμο γιά τήν περίπτωση, ἀλλά ἐπειδή δέν ἤθελε νά ἔχει ὁ Δοσίθεος «προσπάθεια» σ’ ὁποιοδήποτε ὑλικό ἀντικείμενο, δέν θέλησε νά τό κρατήσει. Τόν ρωτάει λοιπόν: «Δοσίθεε, τόσο πολύ σοῦ ἀρέσει; Θέλεις νά εἶσαι δοῦλος αὐτοῦ τοῦ μαχαιριοῦ καί ὄχι τοῦ Θεοῦ; Πραγματικά, Δοσίθεε, σοῦ ἀρέσει τόσο, ὥστε νά προσκολληθεῖς σ’ αὐτό τό μαχαίρι; Δέν ντρέπεσαι πού θέλεις νά σέ ἐξουσιάσει αὐτό τό μαχαίρι καί ὄχι ὁ Θεός»; Αὐτός ἄκουγε χωρίς νά ἀπαντάει, μόνο ἔσκυψε τό κεφάλι σιωπηλά. Ὕστερα, ἀφοῦ τόν νουθέτησε ἀρκετά, τοῦ λέει: «Πήγαινε βάλ’ το στή θέση του καί οὔτε νά τ’ ἀγγίξεις». Καί τόσο πολύ τήρησε αὐτή τήν ἐντολή, ὥστε οὔτε γιά νά τό δώσει σέ κάποιον ἄλλον τό ἔπιανε, ἀλλά, ἐνῶ ὅλοι οἱ διακονητές τό χρησιμοποιοῦσαν, μονάχα αὐτός δέν τό ἄγγιζε. Καί ὅμως ποτέ δέν εἶπε: «Γιατί μόνο ἐγώ καί ὄχι οἱ ἄλλοι»; Ἀλλά ὅλα ὅσα ἄκουγε τά ἔκανε μέ χαρά.
    9.—.  Ἔτσι πολιτεύθηκε τό λίγο χρόνο πού ἔζησε στό Μοναστήρι. Γιατί ἔζησε μόνο περίπου πέντε χρόνια καί κοιμήθηκε μέσα στήν ὑπακοή, χωρίς νά κάνει οὔτε ἕνα θέλημά του σέ τίποτα, χωρίς νά κάνει τίποτε ἀπό «προσπάθεια». Ὅταν δέ ἀρρώστησε καί ἔκανε αἱμόπτυση —γιατί πέθανε ἀπό φυματίωση— ἄκουσε ἀπό κάποιον ὅτι τά μελάτα αὐγά ὠφελοῦν πολύ τούς φυματικούς. Τό ἤξερε, βέβαια, αὐτό καί ὁ μακάριος Δωρόθεος καί ἤθελε πολύ νά θεραπευθεῖ ὁ Δοσίθεος, ἀλλά ἀπό τίς πολλές ἔννοιες πού εἶχε δέν τοῦ ἦρθε στό νοῦ. Τοῦ λέει λοιπόν ὁ Δοσίθεος: «Γέροντα, θέλω νά σοῦ πῶ γιά κάτι πού ἄκουσα ὅτι θά μοῦ κάνει καλό, ἀλλά δέν θέλω νά μοῦ δώσεις ἀπ’ αὐτό, ἐπειδή μ’ ἐνοχλεῖ ὁ λογισμός μου». Καί ἐκεῖνος τοῦ λέει: «Πές μου τί εἶναι αὐτό, Δοσίθεε; Πές μου, ποιό εἶναι αὐτό τό πράγμα»; Καί τοῦ λέει: «Δῶσε μου τό λόγο σου ὅτι δέν θά μοῦ τό δώσεις, ἐπειδή, ὅπως σοῦ εἶπα, μ’ ἐνοχλεῖ γι’ αὐτό ὁ λογισμός μου». Τοῦ ἀπαντάει: «Καλά, θά κάνω ὅπως θέλεις». Τότε τοῦ λέει: «Ἄκουσα κάπου ὅτι τά μελάτα αὐγά κάνουν καλό στούς φυματικούς, ἀλλά γιά τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, ἄν εἶναι εὐλογημένο, μή μοῦ δώσεις νά φάω, ἐφόσον δέν τό σκέφθηκες μόνος σου, ἀλλά τό προκάλεσε ὁ λογισμός μου». Τοῦ ἀπαντάει: «Καλά, ἀφοῦ δέν θέλεις, δέν σοῦ δίνω, μή στενοχωριέσαι». Φρόντιζε ὅμως, ἀντί γι’ αὐγά, νά τοῦ δίνει ἄλλα φαγητά πού τόν ὠφελοῦσαν, ἐπειδή τοῦ εἶχε πεῖ: «Μ’ ἐνοχλεῖ ὁ λογισμός μου γιά τ’ αὐγά».
   Βλέπετε, ἄν καί εἶχε τέτοια ἀρρώστια, ἀγωνιζόταν ἐνάντια στό θέλημά του.
    10.—.  Διατηροῦσε δέ πάντα τή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ ἀββάς Δωρόθεος τόν εἶχε μάθει νά λέει πάντοτε: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με». Καί ἀνάμεσα σέ δυό τέτοιες εὐχές νά παρεμβάλει: «Υἱέ Θεοῦ, βοήθησέ με». Προσευχόταν λοιπόν διαρκῶς μ’ αὐτή τήν εὐχή. Ὅταν δέ ἀρρώστησε, τοῦ λέει ὁ ἀββάς Δωρόθεος: «Δοσίθεε, ἀγωνίσου γιά τήν εὐχή, πρόσεξε μήν τή χάσεις». Καί αὐτός ἀπαντάει: «Νά εἶναι εὐλογημένο, Γέροντα, νά εὔχεσαι γιά μένα». Πάλι, ὅταν βάρυνε λίγο, τοῦ λέει: «Τί κάνεις, Δοσίθεε, πῶς πάει ἡ εὐχή, τήν κρατᾶς ἀκόμα»; Καί ἀπαντάει: «Ναί, Γέροντα, μέ τίς εὐχές σου». Ὅταν ὅμως βάρυνε περισσότερο —γιατί ἔφθασε σέ τέτοια κατάσταση, ὥστε νά τόν σηκώνουν μέ τό σεντόνι— τοῦ λέει: Πῶς πάει ἡ εὐχή, Δοσίθεε»; Τότε τοῦ λέει: «Συγχώρεσέ με, Γέροντα, δέν μπορῶ πιά νά τήν κρατήσω». Τοῦ ἀπαντάει ὁ Ἀββάς: «Ἔ, ἄφησε τήν εὐχή. Μόνο κράτα στή μνήμη σου τόν Θεό καί διατήρησε ζωντανή τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας Του».
   Ἐπειδή ὅμως ὑπέφερε πολύ, παράγγειλε στόν μεγάλο Γέροντα: «Γέροντα, δέν ἀντέχω πιά, ἀπόλυσέ με». Τοῦ ἀπαντάει ὁ Γέροντας: «Κάνε ὑπομονή, παιδί μου, γιατί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πλησιάζει». Ὁ μακάριος Δωρόθεος ὅμως τόν ἔβλεπε νά ὑποφέρει πολύ καί τόν φρόντιζε ἔτσι ὥστε νά μή ζημιωθεῖ ἡ ψυχή του. Πάλι, μετά ἀπό λίγες μέρες, λέει στόν Γέροντα: «Δέσποτά μου, δέν ἀντέχω πιά». Τότε τοῦ λέει ὁ Γέροντας: «Εὔχομαι νά πορευθεῖς μέ εἰρήνη, νά ἀξιωθεῖς νά στέκεις μπροστά στό θρόνο τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί νά πρεσβεύεις καί γιά μᾶς».
    11.—. Ὅταν ἄκουσαν οἱ ἀδελφοί τήν ἀπόκριση τοῦ Γέροντα, ἄρχισαν ν’ ἀγανακτοῦν καί νά λένε: «Τί καλό ἔκανε, τέλος πάντων, ἤ ποιά ἦταν ἡ πνευματική του ἐργασία, ὥστε ν’ ἀκούσει τέτοια λόγια»; Γιατί, πραγματικά, δέν τόν ἔβλεπαν οὔτε νά νηστεύει «δύο-δύο» μέρες, ὅπως ἔκαναν μερικοί ἀπό τούς ἐκεῖ μοναχούς, οὔτε ν’ ἀγρυπνεῖ πρίν ἀπό τήν καθορισμένη ἀγρυπνία. Ἀλλά οὔτε καί στήν ἀγρυπνία πήγαινε ἀπό τήν ἀρχή, ἀλλά μετά τή δεύτερη κατά σειρά ἀκολουθία. Οὔτε τόν ἔβλεπαν νά κάνει καμιά ἄσκηση. Ἀντίθετα τόν ἔβλεπαν νά τρώει, ἄν τύχαινε, λίγο ἀπό τή σούπα τῶν ἀρρώστων καί, ἄν περίσσευε, κανένα κεφάλι ψάρι ἤ κάτι παρόμοιο. Καί, ὅπως εἶπα, ὑπῆρχαν ἐκεῖ μοναχοί, πού γιά πολύ καιρό νήστευαν «δύο-δύο» καί ἔκαναν πολλές ἀγρυπνίες καί ἀσκήσεις. Γι’ αὐτό ὅταν ἄκουσαν νά δίνει τέτοια ἀπόκριση ὁ Γέροντας σέ μοναχό νεώτερο, πού εἶχε μόνο πέντε χρόνια στό Μοναστήρι, ταράχθηκαν, γιατί δέν ἤξεραν τήν πνευματική ἐργασία του καί τήν τέλεια ὑπακοή του καί τό ὅτι ποτέ δέν ἔκανε, ἔστω καί ἕνα θέλημά του, καί τήν «ἀδιάκριτη» ὑπακοή του καί πώς ὅταν τύχαινε νά τοῦ πεῖ ὁ μακάριος Δωρόθεος, στ’ ἀστεῖα, νά κάνει κάτι, πήγαινε τρέχοντας καί τό ἔκανε, χωρίς νά σκεφθεῖ τίποτα. Σᾶς λέω ἕνα παράδειγμα: Παρά τούς κανονισμούς, ἀπό συνήθεια, μιλοῦσε δυνατά. Μιά μέρα λοιπόν ὁ μακάριος Δωρόθεος τοῦ λέει ἀστειευόμενος: «Σοῦ χρειάζεται ″βουκάκρατο, Δοσίθεε. Πήγαινε λοιπόν καί πάρε». Ἐκεῖνος, μόλις τ’ ἄκουσε, πῆγε καί ἔφερε μιά μπουκάλα κρασί καί ψωμί καί τοῦ τά ἔδινε νά τά εὐλογήσει. Ὁ δέ Ἀββάς, μή ἐννοώντας, τόν παρατηροῦσε παραξενεμένος καί τοῦ λέει: «Τί θέλεις»; Τοῦ ἀπαντάει: «Μέ πρόσταξες νά πάρω βουκάκρατο. Εὐλόγησέ το». Τότε τοῦ λέει: «Ἀνόητε, ἐγώ στό εἶπα ἐπειδή φωνάζεις σάν τούς Γότθους. Γιατί καί αὐτοί, ὅταν θυμώνουν, ἔτσι φωνάζουν. Γι’ αὐτό σοῦ εἶπα, πάρε βουκάκρατο, γιατί καί σύ σάν Γότθος φωνάζεις». Μόλις λοιπόν ἄκουσε αὐτά, ἔβαλε μετάνοια καί πῆγε πίσω.
    12.—. Μιά ἄλλη φορά ἔρχεται καί τόν ρωτάει γιά τό νόημα κάποιου χωρίου τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Γιατί εἶχε ἀρχίσει ἀπό τήν πολλή καθαρότητα νά κατανοεῖ μερικά νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ Ἀββάς ὅμως δέν ἤθελε ἀκόμα νά τόν ἀνεβάσει σ’ αὐτά τόσο νωρίς, ἀλλά μᾶλλον νά τόν προφυλάξει μέ τήν ταπείνωση. Ὅταν λοιπόν τόν ρώτησε, τοῦ ἀπάντησε: «Δέν ξέρω». Ἐκεῖνος πάλι, ἐπειδή δέν κατάλαβε τό πνεῦμα του, ἦρθε καί τόν ξαναρώτησε γιά ἄλλο κεφάλαιο. Τότε τοῦ εἶπε: «Δέν ξέρω». Πήγαινε καί ρώτησε τόν Ἡγούμενο». Καί αὐτός πῆγε χωρίς νά βάλει τίποτα στό νοῦ του. Ὁ ἀββάς Δωρόθεος ὅμως εἶχε πεῖ προηγουμένως στόν Ἡγούμενο κρυφά: «Ἄν ἔρθεις ὁ Δοσίθεος νά τοῦ ἐξηγήσεις κανένα γραφικό χωρίο, νά τόν ἀποπάρεις λίγο». Μόλις λοιπόν πῆγε καί τόν ρώτησε ἄρχισε νά τόν ἀποπαίρνει λέγοντάς του: «Δέν κάθεσαι στήν ἡσυχία σου, ἀφοῦ δέν ξέρεις τίποτα; Καί τολμᾶς ἐσύ νά ρωτᾶς γιά τέτοια θέματα καί δέν σκέπτεσαι τή βρωμιά σου»; Ἀφοῦ τοῦ εἶπε καί ἄλλα παρόμοια, τόν ἔδιωξε δίνοντάς του καί δυό μπάτσους. Ὁ Δοσίθεος γύρισε πίσω στόν ἀββά Δωρόθεο, δείχνοντάς του τά κόκκινα ἀπό τούς μπάτσους μάγουλά του, καί λέγοντας: «Τίς ἅρπαξα καί μάλιστα γερές». Καί δέν τοῦ εἶπε: «Γιατί δέν μέ διόρθωσες ἐσύ, ἀλλά μ’ ἔστειλες στόν Ἡγούμενο»; Δέν τοῦ εἶπε τίποτα τέτοιο, ἀλλά δεχόταν ὅσα τοῦ ἔκανε χωρίς νά σκεφθεῖ τίποτα. Καί ὅταν τόν προβλημάτιζε ὁ λογισμός του, μέ τόση σιγουριά δεχόταν ὅσα ἄκουγε καί ἔτσι τά τηροῦσε, ὥστε δέν χρειαζόταν ποτέ πιά νά ρωτήσει γιά τόν ἴδιο λογισμό.
    13.—. Ἐπειδή λοιπόν μερικοί Πατέρες δέν γνώριζαν τή θαυμαστή πνευματική ἐργασία του, γόγγυζαν γιά τήν ἀπόλυση πού τοῦ ἔκανε ὁ Γέροντας. Ὅταν ὅμως θέλησε ὁ Θεός νά φανερώσει τή δόξα πού ἑτοιμάστηκε γι’ αὐτόν στόν Οὐρανό, χάρη στήν ἅγια ἐκείνη ὑπακοή καί τό χάρισμα πού εἶχε ὁ μακάριος Δωρόθεος, ἄν καί μαθητής ἀκόμα, νά σώζει ψυχές, αὐτός πού ὁδήγησε τόν Δοσίθεο τόσο σωστά καί σύντομα στόν Θεό, τότε λίγο μετά τόν μακάριο θάνατό του, κάποιος ἀπό τούς ἁγίους, μεγάλος Γέροντας, περαστικός ἀπό ἐκεῖ, θέλησε νά δεῖ τούς Ἁγίους τοῦ Κοινοβίου πού εἶχαν κοιμηθεῖ καί παρακάλεσε τόν Θεό νά τούς ἀποκαλύψει σ’ αὐτόν. Καί τούς εἶδε σέ ὅραμα ὅλους μαζί νά στέκονται σάν σέ χορό καί ἀνάμεσά τους νά βρίσκεται καί κάποιος νεώτερος καί σκεφτόταν: Ἄραγε, ποιός νά εἶναι αὐτός ὁ νέος πού εἶδα νά βρίσκεται ἀνάμεσα στούς Πατέρες»; Καί ὅταν περιέγραψε τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, ὅλοι κατάλαβαν πώς ἦταν ὁ Δοσίθεος καί δόξασαν τόν Θεό, θαυμάζοντας πῶς κατόρθωσε, μέ τέτοια προϊστορία καί τέτοιο προηγούμενο τρόπο ζωῆς, νά ἀξιωθεῖ νά φθάσει σέ τέτοια μέτρα καί μάλιστα σέ τόσο λίγο χρόνο, μόνο μέ τό νά κρατήσει τήν ὑπακοή καί νά κόψει τό θέλημά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου