Κατήχηση ιβ
Ἁγίου Κυρίλου Ἱεροσολύμων
Γιά τούς Φωτιζόμενους, πού ἔγινε στά ῾Ιεροσόλυμα, καί ἀναφέρεται στό ἄρθρο
τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως· «Σαρκωθέντα καί ἐνανθρωπήσαντα». ῾Η ἀνάγνωση εἶναι ἀπό
τό βιβλίο τοῦ προφήτη ῾Ησαΐα· «Μίλησε ὁ Κύριος πρός τόν ῎Αχαζ καί εἶπε· Ζήτησε
γιά τόν ἑαυτό σου θαυμαστό γεγονός». Καί στή συνέχεια· «᾿Ιδού ἡ Παρθένος θά
συλλάβει καί θά γεννήσει υἱό καί θά τόν ὀνομάσουν ᾿Εμμανουήλ» (πρβλ. ῾Ησ. 7, 14)
καί ὅσα σχετικά ἀκολουθοῦν.
Α´ . ῎Ω! ἐσεῖς πού ἔχετε μόνιμο σύντροφο τήν παρθενική ἁγνότητα καί σεῖς πού μαθητεύετε στή ζωή τῆς σωφροσύνης, ἐλᾶτε νά λατρεύσουμε μέ ὕμνους, πού βγαίνουν ἀπό τά ἁγνισμένα χείλη μας, τόν Θεό πού γεννήθηκε ἀπό τήν Πάναγνη Παρθένο. ᾿Ελᾶτε ὅλοι ἐμεῖς πού ἀξιωνόμαστε νά μεταλάβουμε σάν μυστική τροφή τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο συμβολίζεται ὡς ᾿Αμνός, ἐλᾶτε νά φᾶμε τό κεφάλι μαζί μέ τά πόδια (πρβλ. ῎Εξ. 12, 9), ἐννοώντας μέ τό «κεφάλι» τή θεότητα καί μέ τά «πόδια» τήν ἀνθρώπινη φύση Του, τήν ἀνθρωπότητα. Οἱ ἀκροατές τῶν ἁγίων Εὐαγγελίων, ἄς πιστεύουμε στόν ἅγιο ᾿Ιωάννη τό Θεολόγο πού εἶπε· «Στήν ἀρχή ὑπῆρχε ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦταν ἑνωμένος μέ τόν Θεό καί Θεός ἦταν ὁ Λόγος» (᾿Ιωάν. 1, 1). Καί πρόσθεσε· «Καί ὁ Λόγος προσέλαβε σάρκα καί ἔγινε ἄνθρωπος» (᾿Ιωάν. 1, 14). Διότι δέν εἶναι εὐσεβές νά Τόν προσκυνοῦμε ὡς ἁπλό ἄνθρωπο, οὔτε νά Τόν ὁμολογοῦμε μόνο Θεό, χωρίς τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Γιατί πραγματικά, ἄν, ὅπως φυσικά καί συμβαίνει, ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινά Θεός, δέν ἔχει προσλάβει ὅμως ἀνθρώπινη φύση, ἐμεῖς δέν εἶναι δυνατόν νά σωθοῦμε. ῎Ας
Τόν προσκυνοῦμε λοιπόν ὡς Θεό κι ἄς πιστεύουμε συνάμα ὅτι ἔγινε καί ἄνθρωπος. Διότι οὔτε νά Τόν ὁμολογοῦμε ἁπλό ἄνθρωπο, χωρίς τή θεότητά Του, μᾶς ὠφελεῖ, οὔτε τό νά δεχόμαστε μόνο τή θεότητά Του μᾶς ὁδηγεῖ πρός τή σωτηρία. ῎Ας ὁμολογήσουμε τήν παρουσία τοῦ βασιλιᾶ καί ἰατροῦ. Διότι ὁ Βασιλιάς ᾿Ιησοῦς, πού ἐπρόκειτο νά μᾶς γιατρέψει, ζώστηκε τή δουλική ποδιά τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί θεράπευσε τήν ἀρρώστια της1. ῾Ο τέλειος Διδάσκαλος τῶν νηπίων ἔγινε μαζί τους νήπιο, γιά νά κάνει σοφούς τούς ἀνόητους. ῾Ο ἐπουράνιος ῎Αρτος κατέβηκε στή γῆ (πρβλ. ᾿Ιωάν. 6, 41), γιά νά θρέψει τούς πεινασμένους.
Β´ . Καί οἱ ἀπόγονοι τῶν ᾿Ιουδαίων, μέ τό νά ἀρνοῦνται Αὐτόν πού ἦρθε καί μέ τό νά περιμένουν κακῶς κάποιον πού θά ἔρθει, παραγνώρισαν τόν ἀληθινό Χριστό. Καί μέσα στήν πλάνη τους περιμένουν ὡς Χριστό τόν ᾿Αντίχριστο, γιά νά βγεῖ ἀληθινός καί σ᾿ αὐτό ὁ Σωτήρας πού εἶπε· «᾿Εγώ ἦρθα ἐξ ὀνόματος τοῦ Πατέρα μου καί δέν μέ δέχεσθε, ἄν ὅμως ἄλλος ἔρθει ἐξ ὀνόματος τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐκεῖνον θά τόν δεχτεῖτε» (᾿Ιωάν. 5, 43).
᾿Ακόμα θά μπορούσαμε νά κάνουμε μιά ἐρώτηση στούς ᾿Ιουδαίους. Λέει ἀλήθεια ἤ ψέματα ὁ προφήτης ῾Ησαΐας (πρβλ. ῾Ησ. 7, 14), ὅταν προφητεύει ὅτι ὁ ᾿Εμμανουήλ θά γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο; Βέβαια δέν εἶναι καθόλου παράδοξο νά τόν κατηγοροῦν ὡς ψεύτη, ἐπειδή τό συνηθίζουν αὐτοί, δηλαδή ὄχι μόνο νά θεωροῦν τούς Προφῆτες ψεῦτες, ἀλλά καί νά τούς λιθοβολοῦν. ῎Αν ὅμως ὁ Προφήτης λέει τήν ἀλήθεια, δεῖξτε τόν ᾿Εμμανουήλ καί ἀπό ποῦ θά προέλθει αὐτός πού προσδοκᾶτε. Θά γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο ἤ ὄχι; Γιατί, ἄν δέν γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο, βγάζετε ψεύτη τόν Προφήτη. Καί ἄν προσδοκᾶτε νά συμβεῖ αὐτό στό μέλλον, γιατί ἀπορρίπτετε αὐτό πού ἤδη ἔγινε;
Γ´ . ᾿Αφοῦ τό θέλουν λοιπόν οἱ ᾿Ιουδαῖοι, ἄς πλανῶνται κι ἄς δοξάζεται ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Θεοῦ. Διότι ἐμεῖς παραδεχόμαστε ὅτι πραγματικά καί ἀληθινά ὁ Θεός Λόγος ἔγινε καί ἄνθρωπος. ῎Ανθρωπος πού δέν γεννήθηκε ἀπό ἀνθρώπινη σαρκική ἐπιθυμία, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ αἱρετικοί, ἀλλά, κατά τή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, ἔγινε καί ἄνθρωπος μέ τή συνέργεια τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί τῆς Παρθένου Μαρίας, ὄχι φανταστικά ἀλλά ἀληθινά. Καί γιά τό ὅτι πραγματικά ἔγινε ἄνθρωπος ἀπό Παρθένο, περίμενε στή συνέχεια τοῦ λόγου καί θά πάρεις τήν κατάλληλη στιγμή τίς ἀποδείξεις. Γιατί ἡ πλάνη τῶν αἱρετικῶν εἶναι πολύ μπερδεμένη. ῎Αλλοι ἰσχυρίζονται ὅτι σέ καμιά περίπτωση δέν γεννήθηκε Αὐτός ἀπό Παρθένο. ῎Αλλοι λένε ὅτι γεννήθηκε βέβαια, ὄχι ὅμως ἀπό Παρθένο, ἀλλά ἀπό γυναίκα πού ἦρθε σέ σχέση μέ ἄνδρα. Κι ἄλλοι λένε ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ὁ Θεός ὁ ῾Οποῖος ἔγινε καί ἄνθρωπος, ἀλλά κάποιος ἄνθρωπος πού ἔχει ἐξυψωθεῖ σέ Θεό. Τόλμησαν δηλαδή νά ποῦν ὅτι δέν ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Λόγος πού προϋπῆρχε, ἀλλά ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἕνας ἄνθρωπος κοινός, πού πρόκοψε τόσο πολύ στήν ἀρετή, ὥστε ἐπιβραβεύτηκε μέ θεοποίηση.
Δ´ . Σύ ὅμως διατήρησε στή μνήμη σου ὅσα εἰπώθηκαν χθές γιά τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Πίστεψε ὅτι ᾿Εκεῖνος, ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ (πρβλ. ᾿Ιωάν. 3, 6. 18), ὁ ῎Ιδιος γεννήθηκε καί ἀπό τήν Παρθένο (πρβλ. ῾Ησ. 7, 14). Πίστεψε στόν εὐαγγελιστή ᾿Ιωάννη πού εἶπε· «Καί ὁ Λόγος προσέλαβε σάρκα καί ἔζησε ἀνάμεσά μας ὡς τέλειος ἄνθρωπος» (᾿Ιωάν. 1, 14). Γιατί ὁ αἰώνιος Λόγος πού γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα, πρίν ἀπ᾿ ὅλους τούς αἰῶνες, ἔλαβε τά τελευταῖα τοῦτα χρόνια ἀνθρώπινη σάρκα γιά τή σωτηρία μας.
Πολλοί ὅμως προβάλλουν ἀντιρρήσεις καί λένε· Ποιά ἦταν ἡ τόσο μεγάλη ἀνάγκη πού ἔκανε τόν Θεό νά ἐνανθρωπήσει; Καί ἔπειτα, εἶναι στή φύση τοῦ Θεοῦ νά συναναστρέφεται τούς ἀνθρώπους; (Πρβλ. Βαρούχ 3, 38). Καί ἀκόμα, εἶναι δυνατόν νά γεννήσει παρθένος, χωρίς συνάφεια ἀνδρός; ᾿Επειδή λοιπόν ὑπάρχουν τόσες ἀντιρρήσεις καί ἡ μάχη παίρνει πολλές μορφές καί διαστάσεις, ἄς διαλύσουμε, μέ τή Χάρη τοῦ Χριστοῦ καί μέ τίς εὐχές τῶν παρόντων, καθένα ἀπό τά ἐνάντια ἐπιχειρήματα.
Ε´ . ᾿Αρχικά ἄς ἐξετάσουμε γιά ποιό λόγο κατέβηκε στή γῆ ὁ ᾿Ιησοῦς2. Καί μή δίνεις σημασία στά λόγια μου, ἄν τά θεωρεῖς ἐπιτηδευμένα καί κακόβουλα, γιατί καμιά φορά εἶναι ἐνδεχόμενο νά σκεφθεῖς ἔτσι μειωτικά, προβληματικά γιά μένα. Καί ἐγώ λοιπόν σοῦ λέω· ῎Αν δέν ἀκούσεις γιά κάθε διδασκαλία τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προφητῶν, νά μήν πιστέψεις σέ ὅσα θά σοῦ πῶ. ῎Αν δέν διδαχθεῖς ἀπό τίς θεῖες Γραφές τά σχετικά μέ τήν Παρθένο, τόν τόπο, τό χρόνο, καί τόν τρόπο τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, νά μή δεχτεῖς κανενός ἀνθρώπου τή μαρτυρία (πρβλ. ᾿Ιωάν. 5, 34). Διότι ὅποιον βλέπει κανείς μέ τά μάτια του νά βρίσκεται μπροστά του καί νά διδάσκει, μπορεῖ καί νά τόν θεωρήσει ὕποπτο. Ποιός ὅμως μυαλωμένος ἄνθρωπος θά θεωρήσει ὕποπτο ἐκεῖνο τόν Προφήτη πού προφήτευσε πρίν ἀπό χίλια καί περισσότερα χρόνια;
῎Αν λοιπόν ἀναζητᾶς τήν αἰτία τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, νά καταφύγεις στό πρῶτο βιβλίο τῆς ἁγίας Γραφῆς, τή Γένεση. Σέ ἕξι ἡμέρες δημιούργησε ὁ Θεός τόν κόσμο. ᾿Αλλά ὁ κόσμος δημιουργήθηκε γιά τόν ἄνθρωπο. Κι ὁ ἥλιος, ὁ ὁποῖος ἀκτινοβολεῖ λαμπρότατες ἀκτίνες, φτιάχτηκε γιά νά φωτίζει τόν ἄνθρωπο. Κι ὅλα τά ζῶα ἔγιναν γιά νά μᾶς ὑπηρετοῦν. Τά φυτά καί τά δέντρα δημιουργήθηκαν γιά νά τά ἀπολαμβάνουμε ἐμεῖς. ῞Ολα τά δημιουργήματα εἶναι πολύ τέλεια καί ὡραῖα (πρβλ. Γέν. 1, 21), ἀλλά κανένα ἀπό αὐτά δέν εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, παρά μόνο ὁ ἄνθρωπος. ῾Ο ἥλιος δημιουργήθηκε μέ τό δημιουργικό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε μέ ξεχωριστή ἐνέργεια καί ἐπιμέλεια τοῦ Θεοῦ. (Καί φανερώνοντας ὁ Τριαδικός Θεός, τή στιγμή τῆς δημιουργίας, τίς προθέσεις Του γιά τόν ἄνθρωπο, παρουσιάζεται ὁ Θεός-Πατέρας νά λέει στά ἄλλα δυό Πρόσωπα τῆς ῾Αγίας Τριάδος)· «῎Ας πλάσουμε τώρα τόν ἄνθρωπο σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα μας καί μέ προϋποθέσεις νά γίνει ὅμοιος μ᾿ ἐμᾶς» (Γέν. 1, 26). ᾿Αφοῦ ἡ ξύλινη εἰκόνα τοῦ ἐπίγειου βασιλιᾶ τιμᾶται, πόσο περισσότερο θά τιμᾶται ἡ λογική εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ὁ ἄνθρωπος; Τοῦτο ὅμως τό πλάσμα, τό ἀνώτερο ἀπό ὅλα τά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, πού ζοῦσε μέ εὐφροσύνη στόν Παράδεισο, τό ἔβγαλε ἔξω ὁ φθόνος τοῦ διαβόλου (πρβλ. Σοφ. Σολ. 2, 24). Καί χαιρόταν ὁ ἐχθρός μέ τήν πτώση ἐκείνου πού αὐτός φθόνησε. Θά ἤθελες λοιπόν νά ἐξακολουθεῖ νά χαίρεται ὁ ἐχθρός; Αὐτός, ἐπειδή δέν τόλμησε νά πλησιάσει τόν ἄνδρα ἐξαιτίας τῆς δύναμής του, πλησίασε τή γυναίκα ὡς ἀσθενέστερη, ἡ ὁποία ἦταν ἀκόμα παρθένος. Διότι ὁ ᾿Αδάμ γνώρισε τήν Εὔα ὡς σύζυγό του, μετά τήν πτώση του καί τήν ἔξοδό του ἀπό τόν Παράδεισο3 (πρβλ. Γέν. 4, 1).
Ϛ´ . Οἱ ἑπόμενοι διάδοχοι τοῦ ἀνθρώπινου γένους ἦταν ὁ Κάιν καί ὁ ῎Αβελ. ῾Ο Κάιν εἶναι ὁ πρῶτος ἀνθρωποκτόνος. ῞Υστερα ἀκολούθησε κατακλυσμός ἐξαιτίας τῆς μεγάλης κακοήθειας τῶν ἀνθρώπων. Μετά κατέβηκε φωτιά ἀπό τόν οὐρανό ἐναντίον τῶν κατοίκων τῶν Σοδόμων ἐξαιτίας τῆς παρανομίας τους. ῎Επειτα ἀπό χρόνια ξεχώρισε ὁ Θεός ἀπό τά ἔθνη τόν ἐκλεκτό λαό τοῦ ᾿Ισραήλ. ᾿Αλλά κι αὐτός παραδόθηκε στή διαφθορά καί ἔτσι τό ἐκλεκτό γένος τραυματίστηκε. Γιατί, ἐνῶ ὁ Μωυσῆς βρισκόταν πάνω στό ὄρος, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, κάτω ὁ λαός προσκυνοῦσε γιά Θεό ἕνα μοσχάρι (πρβλ. ῎Εξ. 32, 1-4). Τήν ἐποχή τοῦ Μωυσῆ, ὁ ὁποῖος νομοθέτησε τό «νά μή μοιχεύσεις» (῎Εξ. 20, 13), κάποιος ἄνδρας τόλμησε, μπαίνοντας σέ καμίνι, νά πράξει ἀκολασία ἐνώπιόν του (πρβλ. ᾿Αριθμ. 25, 6). Μετά τό Μωυσῆ στάλθηκαν Προφῆτες γιά νά γιατρέψουν τόν ᾿Ισραήλ. ᾿Αλλά στήν προσπάθειά τους νά θεραπεύσουν τήν πνευματική ἀσθένεια, θρηνοῦσαν, γιατί δέν τό κατόρθωναν, ὅπως λέει καί κάποιος ἀπό αὐτούς· «᾿Αλλοίμονο χάθηκε ὁ εὐσεβής ἀπό τή γῆ, ἄνθρωπος ἀρετῆς καί καλῶν ἔργων δέν ὑπάρχει μεταξύ μας» (Μιχ. 7, 1-2). Καί πάλι, «ὅλοι ἔχουν παραστρατίσει, κατάντησαν ἀχρεῖοι, δέν ὐπάρχει κανείς πού νά πράττει τό ἀγαθό, δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας» (Ψαλμ. 13, 3). Καί πάλι· «Κατάρα καί κλοπή καί μοιχεία καί φόνος ἔχουν πλημμυρίσει τή χώρα» (᾿Ωσ. 4, 2). «Τούς γιούς καί τίς θυγατέρες τους τούς θυσίασαν στούς δαίμονες» (Ψαλμ. 105, 37). «᾿Ασχολοῦνταν μέ οἰωνούς, μάγια καί μαντεῖες» καί «δένοντας τά ροῦχα τους μέ σχοινιά, τά ἔκαναν παραπέτασμα μπροστά στό θυσιαστήριο» (᾿Αμ. 2, 8).
Ζ´ . Πολύ βαθιά καί πολύ μεγάλη ἦταν λοιπόν ἡ πληγή τῆς ἀνθρωπότητας. «᾿Από τά πόδια μέχρι τό κεφάλι δέν ὑπῆρχε κανένα μέλος σέ ἄρτια κατάσταση. Δέν ἦταν δυνατόν νά γιατρευτοῦν οἱ πληγές μέ κατάπλασμα, οὔτε μέ θεραπευτικό λάδι, οὔτε μέ ἐπιδέσμους» (῾Ησ. 1, 6). Καί οἱ Προφῆτες, θρηνώντας καί ὑποφέροντας, ἔλεγαν· «Ποιός λοιπόν θά ἔρθει ἀπό τή Σιών γιά νά δώσει τή σωτηρία στόν ᾿Ισραηλιτικό λαό;» (Ψαλμ. 13, 7). Καί πάλι· «῎Ας ἔρθει βοηθός ἡ δεξιά Σου ὑπέρ τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ Σου, στούς ἀνθρώπους αὐτούς, τούς ὁποίους ἐνίσχυσες ᾿Εσύ ὁ ῎Ιδιος, γιά τή δική Σου δόξα» (Ψαλμ. 79, 18). Καί «δέν θά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό Σένα». Καί ἄλλος Προφήτης παρακαλοῦσε, λέγοντας· «Κύριε χαμήλωσε τούς οὐρανούς καί κατέβα» (Ψαλμ. 143, 5). «Κατέβα γιατί τά τραύματα τῆς ἀνθρωπότητας ξεπερνοῦν τίς δυνάμεις μας, τή δική μας δυνατότητα γιά θεραπεία. Σκότωσαν τούς Προφῆτες σου καί κατέσκαψαν τά θυσιαστήριά σου» (Γ´ Βασ. 19, 10). Τό κακό δέν μπορεῖ νά διορθωθεῖ ἀπό ἐμᾶς, χρειάζεσαι ᾿Εσύ γιά νά τό διορθώσεις.
Η´ . ῎Ακουσε τή δέηση τῶν Προφητῶν ὁ Κύριος. Δέν μποροῦσε ὁ Πατέρας νά παραβλέπει τό γένος μας πού χανόταν. ῎Εστειλε τόν Υἱό Του, τόν Κύριο, ἀπό τόν οὐρανό γιά νά μᾶς θεραπεύσει. Καί λέει κάποιος ἀπό τούς Προφῆτες· «῾Ο Κύριος τόν ῾Οποῖο ἐσεῖς ζητᾶτε ἔρχεται καί θά φτάσει ξαφνικά. Ποῦ; Στό Ναό Του ὁ Κύριος» (πρβλ. Μαλ. 3, 1). «Στό Ναό, ὅπου ἐσεῖς Τόν λιθοβολήσατε» (πρβλ. ᾿Ιωάν. 8, 59). Μετά κάποιος ἄλλος Προφήτης πού τ᾿ ἄκουσε αὐτό, τοῦ λέει· «Τόσο ἤρεμα μιλᾶς ἐνῶ ἀναγγέλλεις τή σωτηρία πού φέρνει ὁ Θεός; ᾿Εσύ πού εὐαγγελίζεσαι τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο γιά τή σωτηρία μας, μιλᾶς κρυφά; ᾿Ανέβα σέ ψηλό βουνό, ἐσύ πού φέρνεις τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς σωτηρίας. Πές στίς πόλεις τοῦ ᾿Ιούδα. Τί νά πῶ; Δεῖτε τόν Θεό μας. Δεῖτε τόν Κύριο πού ἔρχεται μέ μεγάλη δύναμη» (πρβλ. ῾Ησ. 40, 9-10).
῾Ο Κύριος πάλι εἶπε· «Νά, ἐγώ ἔρχομαι καί θά κατασκηνώσω ἀνάμεσά σας, λέει ὁ Κύριος. Καί πολλοί λαοί θά καταφύγουν πρός τόν Κύριο» (Ζαχ. 2, 14-15). Οἱ ᾿Ισραηλίτες ἀμέλησαν τή σωτηρία πού τούς ἔφερα. «῎Ερχομαι νά συναθροίσω ὅλους τούς λαούς καί ὅλες τίς γλῶσσες» (῾Ησ. 66, 18). Διότι «ἦρθε στούς δικούς Του καί οἱ δικοί Του δέν τόν δέχτηκαν» (᾿Ιωάν. 1, 11). ῎Ερχεσαι καί τί χαρίζεις στά ἔθνη; ῎Ερχομαι νά συγκεντρώσω ὅλους τούς λαούς καί νά τούς προικοδοτήσω μέ τό ἐξαίσιο καί φρικτό καί θαυμαστό γεγονός τῆς σωτηρίας (πρβλ. ῾Ησ. 66, 18-19). ᾿Από τό δικό μου ἀγώνα πάνω στό Σταυρό, θά δώσω σέ καθένα ἀπό τούς στρατιῶτες μου βασιλική σφραγίδα νά τή φέρει στό μέτωπό του4. Καί ἄλλος Προφήτης ἔλεγε· «Χαμήλωσε τούς οὐρανούς καί κατέβηκε καί σκοτεινό σύννεφο ἁπλωνόταν κάτω ἀπό τά πόδια Του» (Ψαλμ. 17, 10). Διότι τότε ἀκόμα ἀγνοοῦσαν οἱ ἄνθρωποι τήν κάθοδό Του ἀπό τόν οὐρανό. (Αὐτή τήν ἄγνοια συμβολίζει τό σκοτεινό σύννεφο).
Θ´ . ῎Επειτα ὁ Σολομώντας, ἀκούγοντας αὐτά ἀπό τόν πατέρα του, οἰκοδόμησε θαυμαστό Ναό καί προφητεύοντας ᾿Εκεῖνον πού θά ἔρθει νά κατοικήσει μέσα σ᾿ αὐτόν, λέει μέ θαυμασμό· «᾿Αληθινά, θά ἔρθει ὁ Θεός καί θά κατοικήσει στή γῆ, ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους;» (Γ´ Βασ. 8, 27). «Μάλιστα» λέει πρίν ἀπό αὐτόν ὁ προφήτης Δαβίδ, στόν Ψαλμό πού γράφτηκε γιά τό Σολομώντα καί ὅπου ἀναφέρεται· «Θά κατέβει ὅπως ἡ πρωινή δροσιά, ἡ ὁποία πέφτει ἀόρατα καί ἀθόρυβα καί μουλιάζει τά μαλλιά ἀπό τά φρεσκοκουρεμένα πρόβατα» (Ψαλμ. 71, 6). Οἱ δροσοσταλίδες (ὑετός) συμβολίζουν τήν κάθοδο τῆς θεϊκῆς φύσης ἀπό τόν οὐρανό καί τά μαλλιά (ὁ πόκος) συμβολίζουν τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τήν ὁποία ἑνώθηκε ἡ θεϊκή. ῾Η ἀόρατη καί ἀθόρυβη κάθοδος τῶν δροσοσταλίδων φανερώνει τήν ἄγνοια τοῦ μυστηρίου τῆς γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου, γι᾿ αὐτό καί οἱ Μάγοι ρωτοῦσαν· «Ποῦ εἶναι ὁ νεογέννητος βασιλιάς τῶν ᾿Ιουδαίων;» (Ματθ. 2, 2). Καί ὁ ῾Ηρώδης ταραγμένος ἐξέταζε τά σχετικά μέ τό Γεννημένο Χριστό καί ἔλεγε· «Ποῦ ἔχει γεννηθεῖ ὁ Χριστός;» (Ματθ. 2, 4).
Ι´ . Ποιός εἶναι ὅμως αὐτός πού κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό; Λέει στή συνέχεια· «Καί θά ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει αἰώνια, ὅπως ὁ ἥλιος θά προηγεῖται καί θά ὑπερέχει γιά πάντα ἀπό τή σελήνη» (Ψαλμ. 71, 5). Καί πάλι ἄλλος Προφήτης λέει· «Νά χαίρεσαι μ᾿ ὅλη σου τήν ψυχή, κόρη Σιών, νά τό διαλαλεῖς ὁλόγυρά σου, κόρη ῾Ιερουσαλήμ. Νά, πού τώρα ἔρχεται σέ σένα ὁ βασιλιάς σου δίκαιος, λυτρωτής καί σωτήρας» (Ζαχ. 9, 9). Πολλοί βασιλεῖς ὑπάρχουν. ᾿Εξήγησέ μας, Προφήτη, γιά ποιόν ἀπό ὅλους μιλᾶς; Δεῖξε μας σημάδι πού δέν τό ἔχουν ἄλλοι βασιλιάδες. ᾿Εάν μιλήσεις γιά βασιλιά ντυμένο στήν πορφύρα, ἔχουν λάβει ἄλλοι, πρίν ἀπ᾿ αὐτόν, τό ἀξίωμα πού φέρει αὐτό τό σχῆμα. ᾿Εάν μιλήσεις γιά κάποιον πού τόν περιτριγυρίζουν στρατιῶτες καί κάθεται σέ χρυσοκόλλητα ἅρματα καί αὐτό τό ἔχουν προλάβει ἄλλοι. Δῶσε μας ἕνα ἰδιαίτερο σημάδι γιά τό βασιλιά, πού τόσο σίγουρα καί καθαρά μᾶς φανερώνεις τήν παρουσία του ἀνάμεσά μας.
῾Ο Προφήτης λοιπόν ἀπαντᾶ καί λέει· «Δές τό βασιλιά σου ἔρχεται πρός ἐσένα δίκαιος καί φέρνοντας τή σωτηρία. Αὐτός εἶναι πράος καί ἀνεβασμένος σέ ὑποζύγιο καί σέ μικρό πουλάρι» (Ζαχ. 9, 9) κι ὄχι σέ ἅρματα. ῎Εχεις λοιπόν μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο σημάδι τοῦ βασιλιᾶ πού πρόκειται νά ἔρθει. «Μονάχα ὁ ᾿Ιησοῦς ἀπό ὅλους τούς βασιλιάδες κάθησε σέ πουλάρι» (πρβλ. Ματθ. 21, 7) ἀσαμάρωτο καί ἐπευφημήθηκε ὡς βασιλιάς καθώς ἔμπαινε στήν ῾Ιερουσαλήμ. Καί τί θά ἔρθει νά κάνει αὐτός ὁ βασιλιάς; ᾿Απαντάει ὁ ἴδιος ὁ Προφήτης πιό κάτω καί λέει· «᾿Εσύ, Κύριε, τηρώντας τή Διαθήκη πού εἶχες κάνει μέ αὐτούς, μέ θυσίες αἱματηρές ἐλευθέρωσες τούς ᾿Ιουδαίους καί τούς ἔβγαλες ἀπό τόν ξερό καί ἄνυδρο λάκκο τῆς αἰχμαλωσίας τους» (Ζαχ. 9, 11).
ΙΑ´ . ᾿Αλλά κάποιος θά μποροῦσε νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι δέν εἶναι τόσο ἀναμφισβήτητο καί δυνατό σημάδι, τό ὅτι θά καθήσει πάνω στό πουλάρι. Δῶσε μας ὅμως καί ἄλλο σημάδι, φανέρωσέ μας σέ ποιό τόπο θά σταθεῖ ὅταν θά μπεῖ μέσα στήν πόλη. Φανέρωσέ μας τόπο πού νά μήν εἶναι ἔξω ἀπό τήν πόλη καί τόν ἀγνοοῦμε. Φανέρωσέ μας ἕνα τόπο προσιτό στά μάτια μας, κατά τρόπο πού νά μποροῦμε νά τόν δοῦμε, καθώς θά εἴμαστε μέσα στήν πόλη. Κι ὁ Προφήτης ἀποκρίνεται καί λέει· «Τά πόδια Του θά πατήσουν κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη στό ῎Ορος τῶν ᾿Ελαιῶν, πού βρίσκεται ἀπέναντι καί ἀνατολικά τῆς ῾Ιερουσαλήμ» (Ζαχ. 14, 4). Δέν βλέπει λοιπόν ὁ καθένας πού βρίσκεται μέσα στήν πόλη αὐτό τόν τόπο;
ΙΒ´ . ῎Εχουμε πάρει μέχρι τώρα δυό ξεκάθαρες προφητικές μαρτυρίες, δυό τόσο χαρακτηριστικά σημάδια καί θέλουμε νά μάθουμε καί ἕνα τρίτο. Θά μποροῦσε ἄραγε νά μᾶς πεῖ κάποιος τί θά κάνει ὁ Κύριος ὅταν θά ἔρθει; Λέει ἕνας ἄλλος Προφήτης· «Νά ὁ Θεός μας». Καί στή συνέχεια· «Αὐτός θά ἔρθει καί θά μᾶς σώσει. Τότε θά ἀνοίξουν τά μάτια τῶν τυφλῶν καί οἱ κουφοί θά ἀκούσουν. Τότε θά χοροπηδήσει σάν ἐλάφι ὁ κουτσός καί θά βροντοφωνάξουν οἱ μουγγοί» (῾Ησ. 35, 4-6). Πές μας κι ἄλλη μαρτυρία, Προφήτη. Μᾶς εἶπες ὅτι ὁ Κύριος, πού θά ἔρθει, θά κάνει τόσα καί τέτοια θαυμαστά σημεῖα, πού ποτέ δέν ἔχουν ξαναγίνει (πρβλ. ᾿Ιωάν. 15, 24). ῎Εχεις νά μᾶς πεῖς κάποιο ἄλλο σημεῖο, ἀκόμα πιό συγκεκριμένο; Σ᾿ αὐτό ἀπαντᾶ ὁ προφήτης ῾Ησαΐας καί λέει· «Αὐτός ὁ Κύριος θά βρεθεῖ σέ κατάσταση ἀντιδικίας καί θά κριθεῖ ἀπό τούς πρεσβυτέρους καί τούς ἄρχοντες τοῦ λαοῦ» (῾Ησ. 3, 14). Νά λοιπόν, ἕνα ἀκόμα πολύ ξεχωριστό καί χαρακτηριστικό σημάδι· ῾Ο Δεσπότης νά ἀνεχθεῖ καί νά
ΙΓ´ . ᾿Ενῶ ὅμως τά διαβάζουν ὅλα αὐτά οἱ ᾿Ιουδαῖοι, δέν τά καταλαβαίνουν σωστά καί δέν τά δέχονται. Μοιάζουν σάν νά τούς τά φωνάζει κανείς καί νά μήν τά ἀκοῦνε, λές καί ἔχουν ἐπίτηδες κλείσει τά αὐτιά τῆς καρδιᾶς τους μέ τήν ἄρνηση καί τήν προκατάληψη. ᾿Αλλά ἐμεῖς πιστεύουμε στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, ὁ ῾Οποῖος προσέλαβε σάρκα κι ἔγινε ἄνθρωπος, γιατί κατανοοῦμε ὅτι δέν ἦταν δυνατόν νά γίνουν διαφορετικά τά πράγματα. ᾿Εφόσον ἐμεῖς δέν μπορούσαμε νά ἀντικρύζουμε ἤ νά ἀπολαμβάνουμε τή μορφή Του καθώς ἦταν, ἔγινε ᾿Εκεῖνος σάν ἐμᾶς, ὥστε μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ν᾿ ἀξιωθοῦμε νά Τόν ἀπολαύσουμε. Γιατί, ἄν δέν μποροῦμε καθόλου νά ἀντικρύσουμε τόν ἥλιο, πού δημιουργήθηκε τήν τέταρτη χρονική περίοδο τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό, πῶς θά ἦταν δυνατόν νά ἀντικρύζουμε τό δημιουργό τοῦ ἥλιου, δηλαδή τόν Θεό; Μέσα σέ φλόγες κατέβηκε ὁ Κύριος στό ὄρος Σινᾶ καί δέν μπόρεσε ν᾿ ἀντέξει ὁ λαός, ἀλλά εἶπαν στό Μωυσῆ· «Μίλησέ μας ἐσύ καί θά σέ ἀκούσουμε. Καί ἄς μή μᾶς μιλάει ἀπευθείας ὁ Θεός γιά νά μήν πεθάνουμε» (῎Εξ. 20, 19). Καί πάλι λέει ἡ ἁγία Γραφή· «Γιατί ποιός ἄνθρωπος θά ἀκούσει τή φωνή τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ νά μιλάει μέσα ἀπό τή φωτιά, καί θά ζήσει;» (Δευτ. 5, 26). Κι ἄν μόνο μέ τό νά ἀκούσει κανείς τή φωνή τοῦ Θεοῦ πεθαίνει, πῶς, ὅταν δεῖ τόν ῎Ιδιο τό Θεό, δέν θά πεθάνει; Γιατί ἀπορεῖς; Κι ὁ ἴδιος ὁ Μωυσῆς εἶπε· «Εἶμαι γεμάτος φόβο καί τρόμο» (῾Εβρ. 12, 21).
ΙΔ´ . Τί λοιπόν; Θά ἤθελες νά γίνει πρόξενος καταστροφῆς Αὐτός πού ἦρθε γιά νά φέρει τή σωτηρία, ἐπειδή δέν θά Τόν ἄντεχαν οἱ ἄνθρωποι ἤ θά ἤθελες νά βρεθεῖ τρόπος ὥστε ἡ Χάρη νά μᾶς προσφερθεῖ σύμφωνα μέ τίς δυνατότητές μας; ῾Ο Δανιήλ δέν ἄντεξε τήν ὀπτασία τοῦ ᾿Αγγέλου καί σύ θά μποροῦσες νά ἀντικρύσεις τή θέα τοῦ Δεσπότη τῶν ᾿Αγγέλων; ᾿Εμφανίστηκε ὁ Γαβριήλ καί ὁ προφήτης Δανιήλ ἔπεσε καταγῆς (πρβλ. Δαν. 10, 9). Καί πῶς ἦταν αὐτός πού ἐμφανίστηκε ἤ ποιά μορφή εἶχε; Τό πρόσωπό του ἦταν, ὄχι σάν τόν ἥλιο, ἀλλά σάν ἀστραπή καί τά μάτια του ἔλαμπαν, ὄχι σάν καμίνι, ἀλλά σάν λαμπάδες καί ἡ φωνή του ἀντηχοῦσε, ὄχι σάν ἦχος δώδεκα λεγεώνων ᾿Αγγέλων, ἀλλά σάν βουητό πολυάριθμων ἀνθρώπων. Κι ὅμως ὁ Προφήτης ἔπεσε καταγῆς καί πλησιάζει ὁ ῎Αγγελος καί τοῦ λέει· «Μή φοβᾶσαι Δανιήλ, εἰσακούστηκαν τά λόγια σου, σήκω ἐπάνω καί πάρε θάρρος» (πρβλ. Δαν. 10, 12). Καί ὁ Δανιήλ εἶπε· «Σηκώθηκα κατατρομαγμένος». Αὐτή τήν ἀπάντηση ὅμως δέν τοῦ τήν ἔδινε, μέχρι πού τόν ἄγγιξε ὁ ῎Αγγελος μέ ἀνθρώπινο χέρι. Καί μόνο τότε, πού πῆρε ἀνθρώπινη ὄψη, ὁ ῎Αγγελος, ὁ ὁποῖος τοῦ φανερώθηκε, τοῦ μίλησε ὁ Δανιήλ καί τί τοῦ εἶπε; «Κύριε, καθώς σέ ἀντίκρυσα, ταράχτηκαν τά σωθικά μου. ῎Εχασα τή δύναμή μου καί μοῦ κόπηκε ἡ ἀναπνοή». ᾿Εάν ἡ παρουσία τοῦ ᾿Αγγέλου ἀφαίρεσε τή φωνή καί τή δύναμη τοῦ Προφήτη, ἡ θέα τοῦ Θεοῦ θά ἄφηνε τόν ἄνθρωπο ζωντανό; Καί ὅπως λέει ἡ ἁγία Γραφή, ὁ Δανιήλ δέν ξαναβρῆκε τό θάρρος του, μέχρι πού τοῦ φάνηκε ὅτι κάποιος ἄνθρωπος τόν ἄγγιξε (πρβλ. Δαν. 10, 18). ᾿Αφοῦ λοιπόν δοκιμάστηκε καί καταδείχθηκε ξεκάθαρα ἡ ἀδυναμία μας, ἀνέλαβε ὁ Κύριος νά κάνει αὐτό πού ζητοῦσε καί μποροῦσε νά σηκώσει ὁ ἄνθρωπος. ᾿Επειδή δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἤθελε νά ἀκούσει κάποιον ὅμοιό του (δέν ἄντεχε οὔτε τήν παρουσία, οὔτε τή μορφή τοῦ ᾿Αγγέλου) πῆρε ὁ Σωτήρας τήν ἀνθρώπινη φύση, ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά μπορέσουν οἱ ἄνθρωποι νά ὁδηγηθοῦν στό δρόμο τῆς σωτηρίας τους, πιό ἄνετα καί πιό καρποφόρα5. (Αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος καί βασικός λόγος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου).
ΙΕ´ . ῾Υπάρχει ὅμως καί ἄλλος λόγος. ῏Ηρθε ὁ Χριστός γιά νά βαπτιστεῖ καί νά ἁγιάσει τό Βάπτισμα. ῏Ηρθε γιά νά θαυματουργήσει, περπατώντας πάνω στά κύματα τῆς θάλασσας (πρβλ. Ματθ. 14, 25). ᾿Επειδή λοιπόν, πρίν σαρκωθεῖ ὁ Κύριος, «τόν εἶδε ἡ θάλασσα καί ὑποχώρησε καί ὁ ᾿Ιορδάνης στράφηκε πίσω» (Ψαλμ. 113, 3), ἔλαβε ὁ Κύριος τό σῶμα, γιά νά ἀντέξει ἡ θάλασσα τή θέα Του καί νά τόν ὑποδεχτεῖ ἄφοβα ὁ ᾿Ιορδάνης. Αὐτή λοιπόν εἶναι μία αἰτία τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, ὑπάρχει ὅμως καί ἄλλη.
῾Ο θάνατος ἦρθε στόν κόσμο διά μέσου παρθένου, τῆς Εὔας. ῎Επρεπε λοιπόν διά μέσου παρθένου ἤ καλύτερα ἀπό παρθένο νά φανερωθεῖ ἡ ζωή. ῞Ωστε, ὅπως ἀκριβῶς ἐκείνη τήν ἐξαπάτησε τό φίδι μέ τά παραπλανητικά καί διαβολικά λόγια, ἔτσι καί αὐτή, τή Μαρία, νά τή βεβαιώσει ὁ Γαβριήλ γιά τή σωτηρία, μέ τό χαρμόσυνο μήνυμα.
᾿Αφοῦ ἐγκατέλειψαν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό, ἔφτιαξαν ἀγάλματα μέ ἀνθρώπινη μορφή. ᾿Επειδή λοιπόν οἱ ἄνθρωποι προσκυνοῦσαν ἀνθρωπόμορφο ἄγαλμα ὡς Θεό, πλανεμένοι ὅπως ἦταν, ἔγινε ὁ Θεός ἀληθινός ἄνθρωπος, γιά νά διαλυθεῖ αὐτή ἡ πλάνη6.
Σάν ὄργανο ἐναντίον μας χρησιμοποίησε ὁ διάβολος τή σάρκα. Γνωρίζοντας αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος, λέει· «Βλέπω νά κυριαρχεῖ στά μέλη μου ἕνας ἄλλος νόμος, ὁ ὁποῖος ἀντιστρατεύεται σ᾿ αὐτά πού ὁ νοῦς καί ἡ συνείδησή μου ἀναγνωρίζουν ὡς σωστά καί μέ αἰχμαλωτίζει» (Ρωμ. 7, 23) κ.τ.λ. Μέ τά ἴδια λοιπόν ὅπλα, μέ τά ὁποῖα μᾶς πολέμησε ὁ διάβολος, μ᾿ αὐτά καί σωθήκαμε. Πῆρε ὁ Κύριος ἴδια μορφή μ᾿ ἐμᾶς, ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους, ὥστε νά σωθοῦμε μέσω τῆς ἀνθρώπινης φύσης Του. Πῆρε τή δική μας ἀνθρώπινη φύση, γιά νά τῆς δώσει ὅ,τι τῆς ἔλειπε, νά τή χαριτώσει πληρέστερα καί ἀσφαλέστερα, γιά νά κάνει τή φύση τοῦ ἀνθρώπου κοινωνό τῆς θεϊκῆς φύσης. Αὐτό φανερώνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος τότε πού λέει στήν ᾿Επιστολή του πρός τούς Ρωμαίους· «῞Οπου ἡ ἁμαρτία ξεπέρασε κάθε μέτρο, ἐκεῖ καί ἡ Χάρη δόθηκε μέ ὑπερβολική περίσσεια» (Ρωμ. 5, 20).
῎Επρεπε ὁ Κύριος νά ὑποφέρει γιά χάρη μας (πρβλ. Λουκ. 24, 26). ᾿Αλλά ὁ διάβολος δέν θά τολμοῦσε νά τόν πλησιάσει, ἐάν τόν ἀναγνώριζε. Διότι «ἄν τόν ἀναγνώριζαν δέν θά σταύρωναν τόν Κύριο τῆς δόξας» (Α´ Κορ. 2, 8). Τό σῶμα λοιπόν ἔγινε δόλωμα τοῦ θανάτου. ῎Ετσι ὁ δράκοντας, ἐνῶ εἶχε ἐλπίσει ὅτι θά Τόν καταπιεῖ, ἔβγαλε ἔξω καί ὅσους εἶχε ἤδη καταπιεῖ. Αὐτή τήν πραγματικότητα φανερώνει καί ὁ προφήτης ῾Ησαΐας τότε πού λέει· «῾Ο θάνατος ἔγινε πολύ ἰσχυρός καί κατάπιε πολλούς» (῾Ησ. 25, 8). Καί πάλι· «᾿Εξάλειψε ὁ Θεός τά δάκρυα ἀπό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο» (῾Ησ. 25, 8).
Α´ . ῎Ω! ἐσεῖς πού ἔχετε μόνιμο σύντροφο τήν παρθενική ἁγνότητα καί σεῖς πού μαθητεύετε στή ζωή τῆς σωφροσύνης, ἐλᾶτε νά λατρεύσουμε μέ ὕμνους, πού βγαίνουν ἀπό τά ἁγνισμένα χείλη μας, τόν Θεό πού γεννήθηκε ἀπό τήν Πάναγνη Παρθένο. ᾿Ελᾶτε ὅλοι ἐμεῖς πού ἀξιωνόμαστε νά μεταλάβουμε σάν μυστική τροφή τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο συμβολίζεται ὡς ᾿Αμνός, ἐλᾶτε νά φᾶμε τό κεφάλι μαζί μέ τά πόδια (πρβλ. ῎Εξ. 12, 9), ἐννοώντας μέ τό «κεφάλι» τή θεότητα καί μέ τά «πόδια» τήν ἀνθρώπινη φύση Του, τήν ἀνθρωπότητα. Οἱ ἀκροατές τῶν ἁγίων Εὐαγγελίων, ἄς πιστεύουμε στόν ἅγιο ᾿Ιωάννη τό Θεολόγο πού εἶπε· «Στήν ἀρχή ὑπῆρχε ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦταν ἑνωμένος μέ τόν Θεό καί Θεός ἦταν ὁ Λόγος» (᾿Ιωάν. 1, 1). Καί πρόσθεσε· «Καί ὁ Λόγος προσέλαβε σάρκα καί ἔγινε ἄνθρωπος» (᾿Ιωάν. 1, 14). Διότι δέν εἶναι εὐσεβές νά Τόν προσκυνοῦμε ὡς ἁπλό ἄνθρωπο, οὔτε νά Τόν ὁμολογοῦμε μόνο Θεό, χωρίς τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Γιατί πραγματικά, ἄν, ὅπως φυσικά καί συμβαίνει, ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινά Θεός, δέν ἔχει προσλάβει ὅμως ἀνθρώπινη φύση, ἐμεῖς δέν εἶναι δυνατόν νά σωθοῦμε. ῎Ας
Τόν προσκυνοῦμε λοιπόν ὡς Θεό κι ἄς πιστεύουμε συνάμα ὅτι ἔγινε καί ἄνθρωπος. Διότι οὔτε νά Τόν ὁμολογοῦμε ἁπλό ἄνθρωπο, χωρίς τή θεότητά Του, μᾶς ὠφελεῖ, οὔτε τό νά δεχόμαστε μόνο τή θεότητά Του μᾶς ὁδηγεῖ πρός τή σωτηρία. ῎Ας ὁμολογήσουμε τήν παρουσία τοῦ βασιλιᾶ καί ἰατροῦ. Διότι ὁ Βασιλιάς ᾿Ιησοῦς, πού ἐπρόκειτο νά μᾶς γιατρέψει, ζώστηκε τή δουλική ποδιά τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί θεράπευσε τήν ἀρρώστια της1. ῾Ο τέλειος Διδάσκαλος τῶν νηπίων ἔγινε μαζί τους νήπιο, γιά νά κάνει σοφούς τούς ἀνόητους. ῾Ο ἐπουράνιος ῎Αρτος κατέβηκε στή γῆ (πρβλ. ᾿Ιωάν. 6, 41), γιά νά θρέψει τούς πεινασμένους.
Β´ . Καί οἱ ἀπόγονοι τῶν ᾿Ιουδαίων, μέ τό νά ἀρνοῦνται Αὐτόν πού ἦρθε καί μέ τό νά περιμένουν κακῶς κάποιον πού θά ἔρθει, παραγνώρισαν τόν ἀληθινό Χριστό. Καί μέσα στήν πλάνη τους περιμένουν ὡς Χριστό τόν ᾿Αντίχριστο, γιά νά βγεῖ ἀληθινός καί σ᾿ αὐτό ὁ Σωτήρας πού εἶπε· «᾿Εγώ ἦρθα ἐξ ὀνόματος τοῦ Πατέρα μου καί δέν μέ δέχεσθε, ἄν ὅμως ἄλλος ἔρθει ἐξ ὀνόματος τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐκεῖνον θά τόν δεχτεῖτε» (᾿Ιωάν. 5, 43).
᾿Ακόμα θά μπορούσαμε νά κάνουμε μιά ἐρώτηση στούς ᾿Ιουδαίους. Λέει ἀλήθεια ἤ ψέματα ὁ προφήτης ῾Ησαΐας (πρβλ. ῾Ησ. 7, 14), ὅταν προφητεύει ὅτι ὁ ᾿Εμμανουήλ θά γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο; Βέβαια δέν εἶναι καθόλου παράδοξο νά τόν κατηγοροῦν ὡς ψεύτη, ἐπειδή τό συνηθίζουν αὐτοί, δηλαδή ὄχι μόνο νά θεωροῦν τούς Προφῆτες ψεῦτες, ἀλλά καί νά τούς λιθοβολοῦν. ῎Αν ὅμως ὁ Προφήτης λέει τήν ἀλήθεια, δεῖξτε τόν ᾿Εμμανουήλ καί ἀπό ποῦ θά προέλθει αὐτός πού προσδοκᾶτε. Θά γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο ἤ ὄχι; Γιατί, ἄν δέν γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο, βγάζετε ψεύτη τόν Προφήτη. Καί ἄν προσδοκᾶτε νά συμβεῖ αὐτό στό μέλλον, γιατί ἀπορρίπτετε αὐτό πού ἤδη ἔγινε;
Γ´ . ᾿Αφοῦ τό θέλουν λοιπόν οἱ ᾿Ιουδαῖοι, ἄς πλανῶνται κι ἄς δοξάζεται ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Θεοῦ. Διότι ἐμεῖς παραδεχόμαστε ὅτι πραγματικά καί ἀληθινά ὁ Θεός Λόγος ἔγινε καί ἄνθρωπος. ῎Ανθρωπος πού δέν γεννήθηκε ἀπό ἀνθρώπινη σαρκική ἐπιθυμία, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ αἱρετικοί, ἀλλά, κατά τή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, ἔγινε καί ἄνθρωπος μέ τή συνέργεια τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί τῆς Παρθένου Μαρίας, ὄχι φανταστικά ἀλλά ἀληθινά. Καί γιά τό ὅτι πραγματικά ἔγινε ἄνθρωπος ἀπό Παρθένο, περίμενε στή συνέχεια τοῦ λόγου καί θά πάρεις τήν κατάλληλη στιγμή τίς ἀποδείξεις. Γιατί ἡ πλάνη τῶν αἱρετικῶν εἶναι πολύ μπερδεμένη. ῎Αλλοι ἰσχυρίζονται ὅτι σέ καμιά περίπτωση δέν γεννήθηκε Αὐτός ἀπό Παρθένο. ῎Αλλοι λένε ὅτι γεννήθηκε βέβαια, ὄχι ὅμως ἀπό Παρθένο, ἀλλά ἀπό γυναίκα πού ἦρθε σέ σχέση μέ ἄνδρα. Κι ἄλλοι λένε ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ὁ Θεός ὁ ῾Οποῖος ἔγινε καί ἄνθρωπος, ἀλλά κάποιος ἄνθρωπος πού ἔχει ἐξυψωθεῖ σέ Θεό. Τόλμησαν δηλαδή νά ποῦν ὅτι δέν ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Λόγος πού προϋπῆρχε, ἀλλά ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἕνας ἄνθρωπος κοινός, πού πρόκοψε τόσο πολύ στήν ἀρετή, ὥστε ἐπιβραβεύτηκε μέ θεοποίηση.
Δ´ . Σύ ὅμως διατήρησε στή μνήμη σου ὅσα εἰπώθηκαν χθές γιά τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Πίστεψε ὅτι ᾿Εκεῖνος, ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ (πρβλ. ᾿Ιωάν. 3, 6. 18), ὁ ῎Ιδιος γεννήθηκε καί ἀπό τήν Παρθένο (πρβλ. ῾Ησ. 7, 14). Πίστεψε στόν εὐαγγελιστή ᾿Ιωάννη πού εἶπε· «Καί ὁ Λόγος προσέλαβε σάρκα καί ἔζησε ἀνάμεσά μας ὡς τέλειος ἄνθρωπος» (᾿Ιωάν. 1, 14). Γιατί ὁ αἰώνιος Λόγος πού γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα, πρίν ἀπ᾿ ὅλους τούς αἰῶνες, ἔλαβε τά τελευταῖα τοῦτα χρόνια ἀνθρώπινη σάρκα γιά τή σωτηρία μας.
Πολλοί ὅμως προβάλλουν ἀντιρρήσεις καί λένε· Ποιά ἦταν ἡ τόσο μεγάλη ἀνάγκη πού ἔκανε τόν Θεό νά ἐνανθρωπήσει; Καί ἔπειτα, εἶναι στή φύση τοῦ Θεοῦ νά συναναστρέφεται τούς ἀνθρώπους; (Πρβλ. Βαρούχ 3, 38). Καί ἀκόμα, εἶναι δυνατόν νά γεννήσει παρθένος, χωρίς συνάφεια ἀνδρός; ᾿Επειδή λοιπόν ὑπάρχουν τόσες ἀντιρρήσεις καί ἡ μάχη παίρνει πολλές μορφές καί διαστάσεις, ἄς διαλύσουμε, μέ τή Χάρη τοῦ Χριστοῦ καί μέ τίς εὐχές τῶν παρόντων, καθένα ἀπό τά ἐνάντια ἐπιχειρήματα.
Ε´ . ᾿Αρχικά ἄς ἐξετάσουμε γιά ποιό λόγο κατέβηκε στή γῆ ὁ ᾿Ιησοῦς2. Καί μή δίνεις σημασία στά λόγια μου, ἄν τά θεωρεῖς ἐπιτηδευμένα καί κακόβουλα, γιατί καμιά φορά εἶναι ἐνδεχόμενο νά σκεφθεῖς ἔτσι μειωτικά, προβληματικά γιά μένα. Καί ἐγώ λοιπόν σοῦ λέω· ῎Αν δέν ἀκούσεις γιά κάθε διδασκαλία τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προφητῶν, νά μήν πιστέψεις σέ ὅσα θά σοῦ πῶ. ῎Αν δέν διδαχθεῖς ἀπό τίς θεῖες Γραφές τά σχετικά μέ τήν Παρθένο, τόν τόπο, τό χρόνο, καί τόν τρόπο τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, νά μή δεχτεῖς κανενός ἀνθρώπου τή μαρτυρία (πρβλ. ᾿Ιωάν. 5, 34). Διότι ὅποιον βλέπει κανείς μέ τά μάτια του νά βρίσκεται μπροστά του καί νά διδάσκει, μπορεῖ καί νά τόν θεωρήσει ὕποπτο. Ποιός ὅμως μυαλωμένος ἄνθρωπος θά θεωρήσει ὕποπτο ἐκεῖνο τόν Προφήτη πού προφήτευσε πρίν ἀπό χίλια καί περισσότερα χρόνια;
῎Αν λοιπόν ἀναζητᾶς τήν αἰτία τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, νά καταφύγεις στό πρῶτο βιβλίο τῆς ἁγίας Γραφῆς, τή Γένεση. Σέ ἕξι ἡμέρες δημιούργησε ὁ Θεός τόν κόσμο. ᾿Αλλά ὁ κόσμος δημιουργήθηκε γιά τόν ἄνθρωπο. Κι ὁ ἥλιος, ὁ ὁποῖος ἀκτινοβολεῖ λαμπρότατες ἀκτίνες, φτιάχτηκε γιά νά φωτίζει τόν ἄνθρωπο. Κι ὅλα τά ζῶα ἔγιναν γιά νά μᾶς ὑπηρετοῦν. Τά φυτά καί τά δέντρα δημιουργήθηκαν γιά νά τά ἀπολαμβάνουμε ἐμεῖς. ῞Ολα τά δημιουργήματα εἶναι πολύ τέλεια καί ὡραῖα (πρβλ. Γέν. 1, 21), ἀλλά κανένα ἀπό αὐτά δέν εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, παρά μόνο ὁ ἄνθρωπος. ῾Ο ἥλιος δημιουργήθηκε μέ τό δημιουργικό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε μέ ξεχωριστή ἐνέργεια καί ἐπιμέλεια τοῦ Θεοῦ. (Καί φανερώνοντας ὁ Τριαδικός Θεός, τή στιγμή τῆς δημιουργίας, τίς προθέσεις Του γιά τόν ἄνθρωπο, παρουσιάζεται ὁ Θεός-Πατέρας νά λέει στά ἄλλα δυό Πρόσωπα τῆς ῾Αγίας Τριάδος)· «῎Ας πλάσουμε τώρα τόν ἄνθρωπο σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα μας καί μέ προϋποθέσεις νά γίνει ὅμοιος μ᾿ ἐμᾶς» (Γέν. 1, 26). ᾿Αφοῦ ἡ ξύλινη εἰκόνα τοῦ ἐπίγειου βασιλιᾶ τιμᾶται, πόσο περισσότερο θά τιμᾶται ἡ λογική εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ὁ ἄνθρωπος; Τοῦτο ὅμως τό πλάσμα, τό ἀνώτερο ἀπό ὅλα τά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, πού ζοῦσε μέ εὐφροσύνη στόν Παράδεισο, τό ἔβγαλε ἔξω ὁ φθόνος τοῦ διαβόλου (πρβλ. Σοφ. Σολ. 2, 24). Καί χαιρόταν ὁ ἐχθρός μέ τήν πτώση ἐκείνου πού αὐτός φθόνησε. Θά ἤθελες λοιπόν νά ἐξακολουθεῖ νά χαίρεται ὁ ἐχθρός; Αὐτός, ἐπειδή δέν τόλμησε νά πλησιάσει τόν ἄνδρα ἐξαιτίας τῆς δύναμής του, πλησίασε τή γυναίκα ὡς ἀσθενέστερη, ἡ ὁποία ἦταν ἀκόμα παρθένος. Διότι ὁ ᾿Αδάμ γνώρισε τήν Εὔα ὡς σύζυγό του, μετά τήν πτώση του καί τήν ἔξοδό του ἀπό τόν Παράδεισο3 (πρβλ. Γέν. 4, 1).
Ϛ´ . Οἱ ἑπόμενοι διάδοχοι τοῦ ἀνθρώπινου γένους ἦταν ὁ Κάιν καί ὁ ῎Αβελ. ῾Ο Κάιν εἶναι ὁ πρῶτος ἀνθρωποκτόνος. ῞Υστερα ἀκολούθησε κατακλυσμός ἐξαιτίας τῆς μεγάλης κακοήθειας τῶν ἀνθρώπων. Μετά κατέβηκε φωτιά ἀπό τόν οὐρανό ἐναντίον τῶν κατοίκων τῶν Σοδόμων ἐξαιτίας τῆς παρανομίας τους. ῎Επειτα ἀπό χρόνια ξεχώρισε ὁ Θεός ἀπό τά ἔθνη τόν ἐκλεκτό λαό τοῦ ᾿Ισραήλ. ᾿Αλλά κι αὐτός παραδόθηκε στή διαφθορά καί ἔτσι τό ἐκλεκτό γένος τραυματίστηκε. Γιατί, ἐνῶ ὁ Μωυσῆς βρισκόταν πάνω στό ὄρος, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, κάτω ὁ λαός προσκυνοῦσε γιά Θεό ἕνα μοσχάρι (πρβλ. ῎Εξ. 32, 1-4). Τήν ἐποχή τοῦ Μωυσῆ, ὁ ὁποῖος νομοθέτησε τό «νά μή μοιχεύσεις» (῎Εξ. 20, 13), κάποιος ἄνδρας τόλμησε, μπαίνοντας σέ καμίνι, νά πράξει ἀκολασία ἐνώπιόν του (πρβλ. ᾿Αριθμ. 25, 6). Μετά τό Μωυσῆ στάλθηκαν Προφῆτες γιά νά γιατρέψουν τόν ᾿Ισραήλ. ᾿Αλλά στήν προσπάθειά τους νά θεραπεύσουν τήν πνευματική ἀσθένεια, θρηνοῦσαν, γιατί δέν τό κατόρθωναν, ὅπως λέει καί κάποιος ἀπό αὐτούς· «᾿Αλλοίμονο χάθηκε ὁ εὐσεβής ἀπό τή γῆ, ἄνθρωπος ἀρετῆς καί καλῶν ἔργων δέν ὑπάρχει μεταξύ μας» (Μιχ. 7, 1-2). Καί πάλι, «ὅλοι ἔχουν παραστρατίσει, κατάντησαν ἀχρεῖοι, δέν ὐπάρχει κανείς πού νά πράττει τό ἀγαθό, δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας» (Ψαλμ. 13, 3). Καί πάλι· «Κατάρα καί κλοπή καί μοιχεία καί φόνος ἔχουν πλημμυρίσει τή χώρα» (᾿Ωσ. 4, 2). «Τούς γιούς καί τίς θυγατέρες τους τούς θυσίασαν στούς δαίμονες» (Ψαλμ. 105, 37). «᾿Ασχολοῦνταν μέ οἰωνούς, μάγια καί μαντεῖες» καί «δένοντας τά ροῦχα τους μέ σχοινιά, τά ἔκαναν παραπέτασμα μπροστά στό θυσιαστήριο» (᾿Αμ. 2, 8).
Ζ´ . Πολύ βαθιά καί πολύ μεγάλη ἦταν λοιπόν ἡ πληγή τῆς ἀνθρωπότητας. «᾿Από τά πόδια μέχρι τό κεφάλι δέν ὑπῆρχε κανένα μέλος σέ ἄρτια κατάσταση. Δέν ἦταν δυνατόν νά γιατρευτοῦν οἱ πληγές μέ κατάπλασμα, οὔτε μέ θεραπευτικό λάδι, οὔτε μέ ἐπιδέσμους» (῾Ησ. 1, 6). Καί οἱ Προφῆτες, θρηνώντας καί ὑποφέροντας, ἔλεγαν· «Ποιός λοιπόν θά ἔρθει ἀπό τή Σιών γιά νά δώσει τή σωτηρία στόν ᾿Ισραηλιτικό λαό;» (Ψαλμ. 13, 7). Καί πάλι· «῎Ας ἔρθει βοηθός ἡ δεξιά Σου ὑπέρ τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ Σου, στούς ἀνθρώπους αὐτούς, τούς ὁποίους ἐνίσχυσες ᾿Εσύ ὁ ῎Ιδιος, γιά τή δική Σου δόξα» (Ψαλμ. 79, 18). Καί «δέν θά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό Σένα». Καί ἄλλος Προφήτης παρακαλοῦσε, λέγοντας· «Κύριε χαμήλωσε τούς οὐρανούς καί κατέβα» (Ψαλμ. 143, 5). «Κατέβα γιατί τά τραύματα τῆς ἀνθρωπότητας ξεπερνοῦν τίς δυνάμεις μας, τή δική μας δυνατότητα γιά θεραπεία. Σκότωσαν τούς Προφῆτες σου καί κατέσκαψαν τά θυσιαστήριά σου» (Γ´ Βασ. 19, 10). Τό κακό δέν μπορεῖ νά διορθωθεῖ ἀπό ἐμᾶς, χρειάζεσαι ᾿Εσύ γιά νά τό διορθώσεις.
Η´ . ῎Ακουσε τή δέηση τῶν Προφητῶν ὁ Κύριος. Δέν μποροῦσε ὁ Πατέρας νά παραβλέπει τό γένος μας πού χανόταν. ῎Εστειλε τόν Υἱό Του, τόν Κύριο, ἀπό τόν οὐρανό γιά νά μᾶς θεραπεύσει. Καί λέει κάποιος ἀπό τούς Προφῆτες· «῾Ο Κύριος τόν ῾Οποῖο ἐσεῖς ζητᾶτε ἔρχεται καί θά φτάσει ξαφνικά. Ποῦ; Στό Ναό Του ὁ Κύριος» (πρβλ. Μαλ. 3, 1). «Στό Ναό, ὅπου ἐσεῖς Τόν λιθοβολήσατε» (πρβλ. ᾿Ιωάν. 8, 59). Μετά κάποιος ἄλλος Προφήτης πού τ᾿ ἄκουσε αὐτό, τοῦ λέει· «Τόσο ἤρεμα μιλᾶς ἐνῶ ἀναγγέλλεις τή σωτηρία πού φέρνει ὁ Θεός; ᾿Εσύ πού εὐαγγελίζεσαι τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο γιά τή σωτηρία μας, μιλᾶς κρυφά; ᾿Ανέβα σέ ψηλό βουνό, ἐσύ πού φέρνεις τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς σωτηρίας. Πές στίς πόλεις τοῦ ᾿Ιούδα. Τί νά πῶ; Δεῖτε τόν Θεό μας. Δεῖτε τόν Κύριο πού ἔρχεται μέ μεγάλη δύναμη» (πρβλ. ῾Ησ. 40, 9-10).
῾Ο Κύριος πάλι εἶπε· «Νά, ἐγώ ἔρχομαι καί θά κατασκηνώσω ἀνάμεσά σας, λέει ὁ Κύριος. Καί πολλοί λαοί θά καταφύγουν πρός τόν Κύριο» (Ζαχ. 2, 14-15). Οἱ ᾿Ισραηλίτες ἀμέλησαν τή σωτηρία πού τούς ἔφερα. «῎Ερχομαι νά συναθροίσω ὅλους τούς λαούς καί ὅλες τίς γλῶσσες» (῾Ησ. 66, 18). Διότι «ἦρθε στούς δικούς Του καί οἱ δικοί Του δέν τόν δέχτηκαν» (᾿Ιωάν. 1, 11). ῎Ερχεσαι καί τί χαρίζεις στά ἔθνη; ῎Ερχομαι νά συγκεντρώσω ὅλους τούς λαούς καί νά τούς προικοδοτήσω μέ τό ἐξαίσιο καί φρικτό καί θαυμαστό γεγονός τῆς σωτηρίας (πρβλ. ῾Ησ. 66, 18-19). ᾿Από τό δικό μου ἀγώνα πάνω στό Σταυρό, θά δώσω σέ καθένα ἀπό τούς στρατιῶτες μου βασιλική σφραγίδα νά τή φέρει στό μέτωπό του4. Καί ἄλλος Προφήτης ἔλεγε· «Χαμήλωσε τούς οὐρανούς καί κατέβηκε καί σκοτεινό σύννεφο ἁπλωνόταν κάτω ἀπό τά πόδια Του» (Ψαλμ. 17, 10). Διότι τότε ἀκόμα ἀγνοοῦσαν οἱ ἄνθρωποι τήν κάθοδό Του ἀπό τόν οὐρανό. (Αὐτή τήν ἄγνοια συμβολίζει τό σκοτεινό σύννεφο).
Θ´ . ῎Επειτα ὁ Σολομώντας, ἀκούγοντας αὐτά ἀπό τόν πατέρα του, οἰκοδόμησε θαυμαστό Ναό καί προφητεύοντας ᾿Εκεῖνον πού θά ἔρθει νά κατοικήσει μέσα σ᾿ αὐτόν, λέει μέ θαυμασμό· «᾿Αληθινά, θά ἔρθει ὁ Θεός καί θά κατοικήσει στή γῆ, ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους;» (Γ´ Βασ. 8, 27). «Μάλιστα» λέει πρίν ἀπό αὐτόν ὁ προφήτης Δαβίδ, στόν Ψαλμό πού γράφτηκε γιά τό Σολομώντα καί ὅπου ἀναφέρεται· «Θά κατέβει ὅπως ἡ πρωινή δροσιά, ἡ ὁποία πέφτει ἀόρατα καί ἀθόρυβα καί μουλιάζει τά μαλλιά ἀπό τά φρεσκοκουρεμένα πρόβατα» (Ψαλμ. 71, 6). Οἱ δροσοσταλίδες (ὑετός) συμβολίζουν τήν κάθοδο τῆς θεϊκῆς φύσης ἀπό τόν οὐρανό καί τά μαλλιά (ὁ πόκος) συμβολίζουν τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τήν ὁποία ἑνώθηκε ἡ θεϊκή. ῾Η ἀόρατη καί ἀθόρυβη κάθοδος τῶν δροσοσταλίδων φανερώνει τήν ἄγνοια τοῦ μυστηρίου τῆς γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου, γι᾿ αὐτό καί οἱ Μάγοι ρωτοῦσαν· «Ποῦ εἶναι ὁ νεογέννητος βασιλιάς τῶν ᾿Ιουδαίων;» (Ματθ. 2, 2). Καί ὁ ῾Ηρώδης ταραγμένος ἐξέταζε τά σχετικά μέ τό Γεννημένο Χριστό καί ἔλεγε· «Ποῦ ἔχει γεννηθεῖ ὁ Χριστός;» (Ματθ. 2, 4).
Ι´ . Ποιός εἶναι ὅμως αὐτός πού κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό; Λέει στή συνέχεια· «Καί θά ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει αἰώνια, ὅπως ὁ ἥλιος θά προηγεῖται καί θά ὑπερέχει γιά πάντα ἀπό τή σελήνη» (Ψαλμ. 71, 5). Καί πάλι ἄλλος Προφήτης λέει· «Νά χαίρεσαι μ᾿ ὅλη σου τήν ψυχή, κόρη Σιών, νά τό διαλαλεῖς ὁλόγυρά σου, κόρη ῾Ιερουσαλήμ. Νά, πού τώρα ἔρχεται σέ σένα ὁ βασιλιάς σου δίκαιος, λυτρωτής καί σωτήρας» (Ζαχ. 9, 9). Πολλοί βασιλεῖς ὑπάρχουν. ᾿Εξήγησέ μας, Προφήτη, γιά ποιόν ἀπό ὅλους μιλᾶς; Δεῖξε μας σημάδι πού δέν τό ἔχουν ἄλλοι βασιλιάδες. ᾿Εάν μιλήσεις γιά βασιλιά ντυμένο στήν πορφύρα, ἔχουν λάβει ἄλλοι, πρίν ἀπ᾿ αὐτόν, τό ἀξίωμα πού φέρει αὐτό τό σχῆμα. ᾿Εάν μιλήσεις γιά κάποιον πού τόν περιτριγυρίζουν στρατιῶτες καί κάθεται σέ χρυσοκόλλητα ἅρματα καί αὐτό τό ἔχουν προλάβει ἄλλοι. Δῶσε μας ἕνα ἰδιαίτερο σημάδι γιά τό βασιλιά, πού τόσο σίγουρα καί καθαρά μᾶς φανερώνεις τήν παρουσία του ἀνάμεσά μας.
῾Ο Προφήτης λοιπόν ἀπαντᾶ καί λέει· «Δές τό βασιλιά σου ἔρχεται πρός ἐσένα δίκαιος καί φέρνοντας τή σωτηρία. Αὐτός εἶναι πράος καί ἀνεβασμένος σέ ὑποζύγιο καί σέ μικρό πουλάρι» (Ζαχ. 9, 9) κι ὄχι σέ ἅρματα. ῎Εχεις λοιπόν μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο σημάδι τοῦ βασιλιᾶ πού πρόκειται νά ἔρθει. «Μονάχα ὁ ᾿Ιησοῦς ἀπό ὅλους τούς βασιλιάδες κάθησε σέ πουλάρι» (πρβλ. Ματθ. 21, 7) ἀσαμάρωτο καί ἐπευφημήθηκε ὡς βασιλιάς καθώς ἔμπαινε στήν ῾Ιερουσαλήμ. Καί τί θά ἔρθει νά κάνει αὐτός ὁ βασιλιάς; ᾿Απαντάει ὁ ἴδιος ὁ Προφήτης πιό κάτω καί λέει· «᾿Εσύ, Κύριε, τηρώντας τή Διαθήκη πού εἶχες κάνει μέ αὐτούς, μέ θυσίες αἱματηρές ἐλευθέρωσες τούς ᾿Ιουδαίους καί τούς ἔβγαλες ἀπό τόν ξερό καί ἄνυδρο λάκκο τῆς αἰχμαλωσίας τους» (Ζαχ. 9, 11).
ΙΑ´ . ᾿Αλλά κάποιος θά μποροῦσε νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι δέν εἶναι τόσο ἀναμφισβήτητο καί δυνατό σημάδι, τό ὅτι θά καθήσει πάνω στό πουλάρι. Δῶσε μας ὅμως καί ἄλλο σημάδι, φανέρωσέ μας σέ ποιό τόπο θά σταθεῖ ὅταν θά μπεῖ μέσα στήν πόλη. Φανέρωσέ μας τόπο πού νά μήν εἶναι ἔξω ἀπό τήν πόλη καί τόν ἀγνοοῦμε. Φανέρωσέ μας ἕνα τόπο προσιτό στά μάτια μας, κατά τρόπο πού νά μποροῦμε νά τόν δοῦμε, καθώς θά εἴμαστε μέσα στήν πόλη. Κι ὁ Προφήτης ἀποκρίνεται καί λέει· «Τά πόδια Του θά πατήσουν κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη στό ῎Ορος τῶν ᾿Ελαιῶν, πού βρίσκεται ἀπέναντι καί ἀνατολικά τῆς ῾Ιερουσαλήμ» (Ζαχ. 14, 4). Δέν βλέπει λοιπόν ὁ καθένας πού βρίσκεται μέσα στήν πόλη αὐτό τόν τόπο;
ΙΒ´ . ῎Εχουμε πάρει μέχρι τώρα δυό ξεκάθαρες προφητικές μαρτυρίες, δυό τόσο χαρακτηριστικά σημάδια καί θέλουμε νά μάθουμε καί ἕνα τρίτο. Θά μποροῦσε ἄραγε νά μᾶς πεῖ κάποιος τί θά κάνει ὁ Κύριος ὅταν θά ἔρθει; Λέει ἕνας ἄλλος Προφήτης· «Νά ὁ Θεός μας». Καί στή συνέχεια· «Αὐτός θά ἔρθει καί θά μᾶς σώσει. Τότε θά ἀνοίξουν τά μάτια τῶν τυφλῶν καί οἱ κουφοί θά ἀκούσουν. Τότε θά χοροπηδήσει σάν ἐλάφι ὁ κουτσός καί θά βροντοφωνάξουν οἱ μουγγοί» (῾Ησ. 35, 4-6). Πές μας κι ἄλλη μαρτυρία, Προφήτη. Μᾶς εἶπες ὅτι ὁ Κύριος, πού θά ἔρθει, θά κάνει τόσα καί τέτοια θαυμαστά σημεῖα, πού ποτέ δέν ἔχουν ξαναγίνει (πρβλ. ᾿Ιωάν. 15, 24). ῎Εχεις νά μᾶς πεῖς κάποιο ἄλλο σημεῖο, ἀκόμα πιό συγκεκριμένο; Σ᾿ αὐτό ἀπαντᾶ ὁ προφήτης ῾Ησαΐας καί λέει· «Αὐτός ὁ Κύριος θά βρεθεῖ σέ κατάσταση ἀντιδικίας καί θά κριθεῖ ἀπό τούς πρεσβυτέρους καί τούς ἄρχοντες τοῦ λαοῦ» (῾Ησ. 3, 14). Νά λοιπόν, ἕνα ἀκόμα πολύ ξεχωριστό καί χαρακτηριστικό σημάδι· ῾Ο Δεσπότης νά ἀνεχθεῖ καί νά
ΙΓ´ . ᾿Ενῶ ὅμως τά διαβάζουν ὅλα αὐτά οἱ ᾿Ιουδαῖοι, δέν τά καταλαβαίνουν σωστά καί δέν τά δέχονται. Μοιάζουν σάν νά τούς τά φωνάζει κανείς καί νά μήν τά ἀκοῦνε, λές καί ἔχουν ἐπίτηδες κλείσει τά αὐτιά τῆς καρδιᾶς τους μέ τήν ἄρνηση καί τήν προκατάληψη. ᾿Αλλά ἐμεῖς πιστεύουμε στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, ὁ ῾Οποῖος προσέλαβε σάρκα κι ἔγινε ἄνθρωπος, γιατί κατανοοῦμε ὅτι δέν ἦταν δυνατόν νά γίνουν διαφορετικά τά πράγματα. ᾿Εφόσον ἐμεῖς δέν μπορούσαμε νά ἀντικρύζουμε ἤ νά ἀπολαμβάνουμε τή μορφή Του καθώς ἦταν, ἔγινε ᾿Εκεῖνος σάν ἐμᾶς, ὥστε μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ν᾿ ἀξιωθοῦμε νά Τόν ἀπολαύσουμε. Γιατί, ἄν δέν μποροῦμε καθόλου νά ἀντικρύσουμε τόν ἥλιο, πού δημιουργήθηκε τήν τέταρτη χρονική περίοδο τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό, πῶς θά ἦταν δυνατόν νά ἀντικρύζουμε τό δημιουργό τοῦ ἥλιου, δηλαδή τόν Θεό; Μέσα σέ φλόγες κατέβηκε ὁ Κύριος στό ὄρος Σινᾶ καί δέν μπόρεσε ν᾿ ἀντέξει ὁ λαός, ἀλλά εἶπαν στό Μωυσῆ· «Μίλησέ μας ἐσύ καί θά σέ ἀκούσουμε. Καί ἄς μή μᾶς μιλάει ἀπευθείας ὁ Θεός γιά νά μήν πεθάνουμε» (῎Εξ. 20, 19). Καί πάλι λέει ἡ ἁγία Γραφή· «Γιατί ποιός ἄνθρωπος θά ἀκούσει τή φωνή τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ νά μιλάει μέσα ἀπό τή φωτιά, καί θά ζήσει;» (Δευτ. 5, 26). Κι ἄν μόνο μέ τό νά ἀκούσει κανείς τή φωνή τοῦ Θεοῦ πεθαίνει, πῶς, ὅταν δεῖ τόν ῎Ιδιο τό Θεό, δέν θά πεθάνει; Γιατί ἀπορεῖς; Κι ὁ ἴδιος ὁ Μωυσῆς εἶπε· «Εἶμαι γεμάτος φόβο καί τρόμο» (῾Εβρ. 12, 21).
ΙΔ´ . Τί λοιπόν; Θά ἤθελες νά γίνει πρόξενος καταστροφῆς Αὐτός πού ἦρθε γιά νά φέρει τή σωτηρία, ἐπειδή δέν θά Τόν ἄντεχαν οἱ ἄνθρωποι ἤ θά ἤθελες νά βρεθεῖ τρόπος ὥστε ἡ Χάρη νά μᾶς προσφερθεῖ σύμφωνα μέ τίς δυνατότητές μας; ῾Ο Δανιήλ δέν ἄντεξε τήν ὀπτασία τοῦ ᾿Αγγέλου καί σύ θά μποροῦσες νά ἀντικρύσεις τή θέα τοῦ Δεσπότη τῶν ᾿Αγγέλων; ᾿Εμφανίστηκε ὁ Γαβριήλ καί ὁ προφήτης Δανιήλ ἔπεσε καταγῆς (πρβλ. Δαν. 10, 9). Καί πῶς ἦταν αὐτός πού ἐμφανίστηκε ἤ ποιά μορφή εἶχε; Τό πρόσωπό του ἦταν, ὄχι σάν τόν ἥλιο, ἀλλά σάν ἀστραπή καί τά μάτια του ἔλαμπαν, ὄχι σάν καμίνι, ἀλλά σάν λαμπάδες καί ἡ φωνή του ἀντηχοῦσε, ὄχι σάν ἦχος δώδεκα λεγεώνων ᾿Αγγέλων, ἀλλά σάν βουητό πολυάριθμων ἀνθρώπων. Κι ὅμως ὁ Προφήτης ἔπεσε καταγῆς καί πλησιάζει ὁ ῎Αγγελος καί τοῦ λέει· «Μή φοβᾶσαι Δανιήλ, εἰσακούστηκαν τά λόγια σου, σήκω ἐπάνω καί πάρε θάρρος» (πρβλ. Δαν. 10, 12). Καί ὁ Δανιήλ εἶπε· «Σηκώθηκα κατατρομαγμένος». Αὐτή τήν ἀπάντηση ὅμως δέν τοῦ τήν ἔδινε, μέχρι πού τόν ἄγγιξε ὁ ῎Αγγελος μέ ἀνθρώπινο χέρι. Καί μόνο τότε, πού πῆρε ἀνθρώπινη ὄψη, ὁ ῎Αγγελος, ὁ ὁποῖος τοῦ φανερώθηκε, τοῦ μίλησε ὁ Δανιήλ καί τί τοῦ εἶπε; «Κύριε, καθώς σέ ἀντίκρυσα, ταράχτηκαν τά σωθικά μου. ῎Εχασα τή δύναμή μου καί μοῦ κόπηκε ἡ ἀναπνοή». ᾿Εάν ἡ παρουσία τοῦ ᾿Αγγέλου ἀφαίρεσε τή φωνή καί τή δύναμη τοῦ Προφήτη, ἡ θέα τοῦ Θεοῦ θά ἄφηνε τόν ἄνθρωπο ζωντανό; Καί ὅπως λέει ἡ ἁγία Γραφή, ὁ Δανιήλ δέν ξαναβρῆκε τό θάρρος του, μέχρι πού τοῦ φάνηκε ὅτι κάποιος ἄνθρωπος τόν ἄγγιξε (πρβλ. Δαν. 10, 18). ᾿Αφοῦ λοιπόν δοκιμάστηκε καί καταδείχθηκε ξεκάθαρα ἡ ἀδυναμία μας, ἀνέλαβε ὁ Κύριος νά κάνει αὐτό πού ζητοῦσε καί μποροῦσε νά σηκώσει ὁ ἄνθρωπος. ᾿Επειδή δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἤθελε νά ἀκούσει κάποιον ὅμοιό του (δέν ἄντεχε οὔτε τήν παρουσία, οὔτε τή μορφή τοῦ ᾿Αγγέλου) πῆρε ὁ Σωτήρας τήν ἀνθρώπινη φύση, ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά μπορέσουν οἱ ἄνθρωποι νά ὁδηγηθοῦν στό δρόμο τῆς σωτηρίας τους, πιό ἄνετα καί πιό καρποφόρα5. (Αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος καί βασικός λόγος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου).
ΙΕ´ . ῾Υπάρχει ὅμως καί ἄλλος λόγος. ῏Ηρθε ὁ Χριστός γιά νά βαπτιστεῖ καί νά ἁγιάσει τό Βάπτισμα. ῏Ηρθε γιά νά θαυματουργήσει, περπατώντας πάνω στά κύματα τῆς θάλασσας (πρβλ. Ματθ. 14, 25). ᾿Επειδή λοιπόν, πρίν σαρκωθεῖ ὁ Κύριος, «τόν εἶδε ἡ θάλασσα καί ὑποχώρησε καί ὁ ᾿Ιορδάνης στράφηκε πίσω» (Ψαλμ. 113, 3), ἔλαβε ὁ Κύριος τό σῶμα, γιά νά ἀντέξει ἡ θάλασσα τή θέα Του καί νά τόν ὑποδεχτεῖ ἄφοβα ὁ ᾿Ιορδάνης. Αὐτή λοιπόν εἶναι μία αἰτία τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, ὑπάρχει ὅμως καί ἄλλη.
῾Ο θάνατος ἦρθε στόν κόσμο διά μέσου παρθένου, τῆς Εὔας. ῎Επρεπε λοιπόν διά μέσου παρθένου ἤ καλύτερα ἀπό παρθένο νά φανερωθεῖ ἡ ζωή. ῞Ωστε, ὅπως ἀκριβῶς ἐκείνη τήν ἐξαπάτησε τό φίδι μέ τά παραπλανητικά καί διαβολικά λόγια, ἔτσι καί αὐτή, τή Μαρία, νά τή βεβαιώσει ὁ Γαβριήλ γιά τή σωτηρία, μέ τό χαρμόσυνο μήνυμα.
᾿Αφοῦ ἐγκατέλειψαν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό, ἔφτιαξαν ἀγάλματα μέ ἀνθρώπινη μορφή. ᾿Επειδή λοιπόν οἱ ἄνθρωποι προσκυνοῦσαν ἀνθρωπόμορφο ἄγαλμα ὡς Θεό, πλανεμένοι ὅπως ἦταν, ἔγινε ὁ Θεός ἀληθινός ἄνθρωπος, γιά νά διαλυθεῖ αὐτή ἡ πλάνη6.
Σάν ὄργανο ἐναντίον μας χρησιμοποίησε ὁ διάβολος τή σάρκα. Γνωρίζοντας αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος, λέει· «Βλέπω νά κυριαρχεῖ στά μέλη μου ἕνας ἄλλος νόμος, ὁ ὁποῖος ἀντιστρατεύεται σ᾿ αὐτά πού ὁ νοῦς καί ἡ συνείδησή μου ἀναγνωρίζουν ὡς σωστά καί μέ αἰχμαλωτίζει» (Ρωμ. 7, 23) κ.τ.λ. Μέ τά ἴδια λοιπόν ὅπλα, μέ τά ὁποῖα μᾶς πολέμησε ὁ διάβολος, μ᾿ αὐτά καί σωθήκαμε. Πῆρε ὁ Κύριος ἴδια μορφή μ᾿ ἐμᾶς, ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους, ὥστε νά σωθοῦμε μέσω τῆς ἀνθρώπινης φύσης Του. Πῆρε τή δική μας ἀνθρώπινη φύση, γιά νά τῆς δώσει ὅ,τι τῆς ἔλειπε, νά τή χαριτώσει πληρέστερα καί ἀσφαλέστερα, γιά νά κάνει τή φύση τοῦ ἀνθρώπου κοινωνό τῆς θεϊκῆς φύσης. Αὐτό φανερώνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος τότε πού λέει στήν ᾿Επιστολή του πρός τούς Ρωμαίους· «῞Οπου ἡ ἁμαρτία ξεπέρασε κάθε μέτρο, ἐκεῖ καί ἡ Χάρη δόθηκε μέ ὑπερβολική περίσσεια» (Ρωμ. 5, 20).
῎Επρεπε ὁ Κύριος νά ὑποφέρει γιά χάρη μας (πρβλ. Λουκ. 24, 26). ᾿Αλλά ὁ διάβολος δέν θά τολμοῦσε νά τόν πλησιάσει, ἐάν τόν ἀναγνώριζε. Διότι «ἄν τόν ἀναγνώριζαν δέν θά σταύρωναν τόν Κύριο τῆς δόξας» (Α´ Κορ. 2, 8). Τό σῶμα λοιπόν ἔγινε δόλωμα τοῦ θανάτου. ῎Ετσι ὁ δράκοντας, ἐνῶ εἶχε ἐλπίσει ὅτι θά Τόν καταπιεῖ, ἔβγαλε ἔξω καί ὅσους εἶχε ἤδη καταπιεῖ. Αὐτή τήν πραγματικότητα φανερώνει καί ὁ προφήτης ῾Ησαΐας τότε πού λέει· «῾Ο θάνατος ἔγινε πολύ ἰσχυρός καί κατάπιε πολλούς» (῾Ησ. 25, 8). Καί πάλι· «᾿Εξάλειψε ὁ Θεός τά δάκρυα ἀπό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο» (῾Ησ. 25, 8).
ΙϚ´ . Μήπως λοιπόν μάταια ἔγινε ὁ Χριστός ἄνθρωπος; Μήπως οἱ διδασκαλίες Του εἶναι ρητορικές ἐφευρέσεις καί ἀνθρώπινα ἐπινοήματα; Δέν εἶναι οἱ θεῖες Γραφές ἐκεῖνες πού μᾶς φανερώνουν τό πῶς ὁ Θεός μᾶς ἔσωσε; Αὐτό δέν φανερώνουν καί οἱ προφητικές μαρτυρίες; Κράτα λοιπόν γερά μέσα σου αὐτή τήν παρακαταθήκη καί κανείς ἄς μή σέ μεταπείσει. Πίστευε ὅτι ὁ ἀληθινός Θεός ἔγινε καί πραγματικός ἄνθρωπος.
Τό ὅτι λοιπόν ἦταν δυνατόν νά γίνει ὁ Θεός ἄνθρωπος ἔχει ἀποδειχθεῖ. ῎Αν ὅμως ἀκόμα δέν πιστεύουν οἱ ᾿Ιουδαῖοι, τούς ρωτᾶμε· Τί παράξενο κηρύττουμε, λέγοντας ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, ἀφοῦ ἐσεῖς λέτε ὅτι ὁ ᾿Αβραάμ ὑποδέχθηκε τόν Κύριο; Τί παράξενο κηρύττουμε, ἀφοῦ ὁ ᾿Ιακώβ λέει «εἶδα τόν Κύριο πρόσωπο πρός πρόσωπο, καί ὅμως δέν ἀπέθανα»; (Γέν. 32, 30). ῾Ο Κύριος πού ἔφαγε πλάι στόν ᾿Αβραάμ, ἔφαγε καί κοντά μας (πρβλ. Γέν. 18, 8). Τί παράξενο λοιπόν κηρύττουμε;
᾿Επί πλέον μποροῦμε νά παρουσιάσουμε καί δύο μάρτυρες. Εἶναι αὐτοί πού στάθηκαν πλάι στόν Κύριο στό ὄρος Σινᾶ. ῾Ο Μωυσῆς βρισκόταν στό ἄνοιγμα τοῦ βράχου (πρβλ. ῎Εξ. 33, 22) καί ὁ ᾿Ηλίας, στήν ἐποχή πού ἔζησε, στήν τρύπα τῆς σπηλιᾶς. ᾿Εκεῖνοι παρουσιάστηκαν δίπλα Του κατά τή Μεταμόρφωση καί ἀνήγγειλαν στούς Μαθητές τήν ἔξοδό Του, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νά συντελεστεῖ στήν ῾Ιερουσαλήμ (πρβλ. Λουκ. 9, 30-31). ᾿Αλλά ἔχει ἀποδειχθεῖ, ὅπως εἶπα καί προηγουμένως, ὅτι ἦταν δυνατόν νά λάβει ᾿Εκεῖνος καί τήν ἀνθρώπινη φύση. ᾿Εμεῖς ἄς ἀφήσουμε νά μιλοῦν γιά περισσότερες ἀποδείξεις, ὅλοι ἐκεῖνοι πού τούς ἀρέσει νά ἐπαναλαμβάνουν τά ἴδια καί τά ἴδια.
ΙΖ´ . Στήν ἀρχή ὅμως τῆς ὁμιλίας ὑποσχεθήκαμε νά μιλήσουμε καί γιά τό χρόνο καί τόν τόπο τῆς διαμονῆς τοῦ Σωτήρα. Καί δέν πρέπει νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ μέ τήν κατηγορία πώς εἴπαμε ψέματα, ἀλλά πολύ περισσότερο πρέπει νά βοηθήσουμε τούς νεοφώτιστους τῆς ᾿Εκκλησίας μας νά φύγουν πιό ἑδραιωμένοι στήν πίστη τους. ῎Ας ἀναζητήσουμε λοιπόν τό χρόνο κατά τόν ὁποῖο ἦρθε ὁ Κύριος. ᾿Επειδή εἶναι πρόσφατη ἡ παρουσία Του γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς καί ἀμφισβητεῖται. Καί ἀκόμα ἐπειδή «ὁ Χριστός εἶναι ὁ ῎Ιδιος χθές καί σήμερα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων» (῾Εβρ. 13, 8). ῾Η παρουσία Του θά εἶναι πάντοτε πρόσφατη. ῾Ο προφήτης Μωυσῆς λοιπόν λέει· «῾Ο Κύριος καί Θεός γιά χάρη σας θά ἀναδείξει ἀνάμεσα ἀπό τούς ἀδελφούς σας ἕνα Προφήτη σάν ἐμένα» (Δευτ. 18, 15. Πράξ. 7, 37). ῎Ας ἀφήσουμε ὅμως ἐπί τοῦ παρόντος τήν ἀνάπτυξη τοῦ σημείου «σάν κι ἐμένα» γιά νά τό ἐξετάσουμε ἐκεῖ πού πρέπει. ᾿Αλλά πότε θά ἔρθει αὐτός ὁ Προφήτης πού περιμένουμε; ᾿Ανάτρεξε, λέει, σ᾿ αὐτά πού ἔχω γράψει. ᾿Εξέτασε σέ βάθος τήν προφητεία πού εἶπε ὁ ᾿Ιακώβ γιά τόν ᾿Ιούδα, «᾿Ιούδα, θά σέ ὑμνήσουν οἱ ἀδελφοί σου» (Γέν. 49, 8) καί τά ὑπόλοιπα, γιά νά μήν τά ἀναφέρουμε ὅλα. «Δέν θά λείψει ἄρχοντας ἀπό τή φυλή τοῦ ᾿Ιούδα, οὔτε ἀρχηγός ἀπό τούς ἀπογόνους του, μέχρις ὅτου ἔρθει ᾿Εκεῖνος στόν ῾Οποῖο ἔχει ἐπιφυλαχθεῖ ἡ ἡγεμονία καί Αὐτός εἶναι ἡ προσδοκία, ὄχι τῶν ᾿Ιουδαίων, ἀλλά τῶν ἐθνῶν» (πρβλ. Γέν. 49, 10). Τό ὅτι λοιπόν ἔπαυσαν νά ἔχουν τήν ἐξουσία οἱ ᾿Ιουδαῖοι, εἶναι σημεῖο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. ᾿Εάν δέν βρίσκονταν τώρα κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τῶν Ρωμαίων, δέν θά εἶχε ἔρθει ἀκόμα ὁ Χριστός. ᾿Εάν τούς κυβερνάει ἀπόγονος τοῦ ᾿Ιούδα καί τοῦ Δαβίδ, δέν ἔχει ἔρθει ἀκόμα ὁ ᾿Αναμενόμενος. Ντρέπομαι νά μιλάω γιά τίς πρόσφατες ὑποθέσεις τους, σχετικά μ᾿ αὐτούς πού ὀνομάζουν πατριάρχες. Ποιά δηλαδή εἶναι ἡ καταγωγή τους καί ποιά ἡ μητέρα τους. Τ᾿ ἀφήνω σ᾿ αὐτούς πού τά γνωρίζουν. ᾿Αλλά Αὐτός πού ἔρχεται, ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν, τί σημεῖο ἔχει νά παρουσιάσει; ῾Η ἁγία Γραφή λέει στή συνέχεια· «Δένοντας τό πουλάρι του στήν ἄμπελο» (Γέν. 49, 11). Βλέπεις τώρα ὁλοκάθαρα ὅτι πρόκειται γιά ἐκεῖνο τό πουλάρι, γιά τό ὁποῖο μιλάει ὁ προφήτης Ζαχαρίας; (πρβλ. Ζαχ. 9, 9).
ΙΗ´ . Ζητᾶς λοιπόν καί ἄλλη μαρτυρία γιά τό χρόνο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ; «῾Ο Κύριος εἶπε πρός ἐμένα· ᾿Εσύ εἶσαι ὁ Υἱός μου. ᾿Εγώ σήμερα σέ γέννησα» (Ψαλμ. 2, 7). Καί λίγο πιό κάτω λέει· «Θά τούς κυβερνήσεις μέ σιδερένια ράβδο» (Ψαλμ. 2, 9). Εἶπα καί προηγουμένως ὅτι σιδερένια ράβδος ὀνομάζεται σαφῶς ἡ βασιλεία τῶν Ρωμαίων. Σχετικά μ᾿ αὐτή ἄς ξαναθυμηθοῦμε τό χωρίο τοῦ προφήτη Δανιήλ. Καθώς ἐξηγοῦσε καί ἑρμήνευε στό Ναβουχοδονόσορα τήν εἰκόνα τοῦ ἀνδριάντα, ἀναφέρει ὅλο τό ὄνειρο πού εἶχε δεῖ γι᾿ αὐτόν «καί γιά τό βράχο πού ἀποκόπηκε ἀπό τό βουνό» (πρβλ. Δαν. 2, 34), ὁ ὁποῖος δέν φτιάχτηκε ἀπό ἄνθρωπο καί ὁ ὁποῖος «θά ἐπικρατήσει σ᾿ ὅλη τήν οἰκουμένη» (πρβλ. Δαν. 2, 35). Καί αὐτά τά λέει ξεκάθαρα· «Καί κατά τίς ἡμέρες ἐκείνων τῶν βασιλειῶν θά ἀναδείξει ὁ Θεός τοῦ οὐρανοῦ μιά ἄλλη βασιλεία, ἡ ὁποία θά ζήσει αἰώνια καί τή βασιλεία αὐτή δέν θά τή διαδεχθεῖ κανένας ἄλλος λαός, γιατί εἶναι βασιλεία αἰώνια καί ἀδιάδοχη, δηλαδή ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (πρβλ. Δαν. 2, 44).
ΙΘ´ . Θέλουμε πιό ξεκάθαρα τήν ἀπόδειξη τῶν χρόνων τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ πάνω στή γῆ. Διότι πραγματικά ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀπό τή φύση του δύσπιστος καί ἐάν δέν ὑπολογίσει ἀκόμα καί τίς ἀκριβεῖς χρονολογίες, δέν πιστεύει στά λόγια. Ποιός εἶναι λοιπόν ὁ καιρός καί ὁ χρόνος τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ; ῞Οταν παύσουν πιά νά ὑπάρχουν βασιλεῖς ἀπό τή γενιά τοῦ ᾿Ιούδα καί βασιλεύσει ὁ ῾Ηρώδης, ἀπό ἄλλη φυλή. Λέει λοιπόν ὁ ῎Αγγελος στό Δανιήλ· «Σύ λοιπόν τώρα σημείωσε ὅσα λέω καί θά μάθεις καί θά καταλάβεις. ᾿Από τήν ἡμέρα πού θά ἐκδοθεῖ διάταγμα γιά τήν ἀνοικοδόμηση τῆς ῾Ιερουσαλήμ μέχρι τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ, θά περάσουν ἑπτά ἑβδομάδες ἐτῶν καί ἄλλες ἑξήντα δύο» (πρβλ. Δαν. 9, 25-26). ῾Εξήντα ἐννέα λοιπόν ἑβδομάδες ἐτῶν ἀπαριθμοῦν τετρακόσια ὀγδόντα τρία ἔτη. Εἶπε λοιπόν ὅτι ἀφοῦ περάσουν τετρακόσια ὀγδόντα τρία ἔτη, μετά τήν ἀνοικοδόμηση τῆς ῾Ιερουσαλήμ καί ἐκλείψουν οἱ ἄρχοντες τῆς φυλῆς τοῦ ᾿Ιούδα, τότε θά ἔρθει κάποιος βασιλιάς ἀπό ξένη φυλή καί στίς ἡμέρες του θά γεννηθεῖ ὁ Χριστός. ῾Ο Δαρεῖος λοιπόν ἀπό τή Μηδεία τήν ἀνοικοδόμησε κατά τό ἕκτο ἔτος τῆς βασιλείας του, πού ἀντιστοιχεῖ στό πρῶτο ἔτος τῆς ἑξηκοστῆς ἕκτης ᾿Ολυμπιάδας τῶν ῾Ελλήνων. Στούς ῞Ελληνες ὀνομάζεται ᾿Ολυμπιάδα ὁ ἀγώνας πού γίνεται κάθε τέσσερα χρόνια, χάρη στήν ἡμέρα ἐκείνη πού δημιουργεῖται κάθε τετραετία. Δηλαδή, σύμφωνα μέ τήν πορεία πού ἐκτελεῖ ὁ ἥλιος, περισσεύουν κάθε ἔτος τρεῖς ὧρες. ῎Αν τώρα προστεθοῦν ὅλες μαζί οἱ ὧρες, γίνεται ἀκριβῶς μία ἡμέρα. ῾Ο ῾Ηρώδης θά βασιλεύσει κατά τήν ἑκατοστή ὀγδοηκοστή ἕκτη ᾿Ολυμπιάδα καί συγκεκριμένα κατά τό τέταρτο αὐτῆς ἔτος. ᾿Από τήν ἑξηκοστή ἕκτη λοιπόν μέχρι τήν ἑκατοστή ὀγδοηκοστή ἕκτη ᾿Ολυμπιάδα μεσολαβοῦν ἑκατόν εἴκοσι ᾿Ολυμπιάδες καί κάτι ἀκόμα. Οἱ ἑκατόν εἴκοσι ᾿Ολυμπιάδες ἀπαριθμοῦν τετρακόσια ὀγδόντα ἔτη. Τά ὑπόλοιπα τρία ἔτη ἴσως περιλαμβάνονται μεταξύ τοῦ πρώτου καί τοῦ τέταρτου. Καί σάν ἀπόδειξη μπορεῖς νά πάρεις τό λόγο τῆς ἁγίας Γραφῆς· «᾿Από τήν ἡμέρα πού θά ἐκδοθεῖ διάταγμα γιά τήν ἀνοικοδόμηση τῆς ῾Ιερουσαλήμ, μέχρι τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ, θά περάσουν ἑπτά ἑβδομάδες ἐτῶν καί ἄλλες ἑξήντα δύο» (Δαν. 9, 25). ῞Οσον ἀφορᾶ λοιπόν τό χρόνο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Χριστοῦ, τώρα πλέον ἔχεις τήν ἀπόδειξη αὐτή, γιατί ὑπάρχουν καί ἄλλες διάφορες ἑρμηνεῖες πάνω σέ ὅσα ἔχουν εἰπωθεῖ ἀπό τόν προφήτη Δανιήλ, σχετικά μέ τίς ἑβδομάδες καί τά ἔτη.
Κ´ . Καί τώρα ἄκουσε τί ἔχει πεῖ ὁ προφήτης Μιχαίας γιά τόν τόπο τῆς γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου· «Καί σύ Βηθλεέμ, ἡ παλαιά πόλη ᾿Εφραθά, εἶσαι μικρή ἀνάμεσα στίς πόλεις τοῦ ᾿Ιούδα. Δέν ἔχεις οὔτε χίλιους κατοίκους. ᾿Από σένα θά προέλθει, γιά δόξα δική μου, ἕνας ἄνδρας, ὁ ὁποῖος θά γίνει ἄρχοντας τοῦ ᾿Ισραηλιτικοῦ λαοῦ καί ἡ ἐξουσία του θά χρονολογεῖται ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου» (πρβλ. Μιχ. 5, 1). ᾿Αλλ᾿ ὅμως, ἀκροατή μου, μιά καί εἶσαι ῾Ιεροσολυμίτης στήν καταγωγή, γνωρίζεις αὐτό πού εἶναι γραμμένο σχετικά μέ τόν τόπο τῆς γεννήσεως στό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν· «᾿Ακούσαμε ὅτι αὐτή βρίσκεται στήν ᾿Εφραθά. Τή βρήκαμε στίς δασώδεις περιοχές» (Ψαλμ. 131, 6). Γιατί πράγματι, πρίν λίγα χρόνια, ὁ τόπος ἦταν δασώδης.
῎Ακουσες πάλι τί εἶπε πρός τόν Κύριο ὁ προφήτης ᾿Αββακούμ· «Καθώς πλησιάζει ὁ καιρός τοῦ ἐρχομοῦ Σου θά γίνεις γνωστός, ἡ δύναμή Σου θά ἀναδειχθεῖ ὅταν ἔρθει ὁ κατάλληλος καιρός» (᾿Αββ. 3, 2). Καί τί σημάδι ὑπάρχει, Προφήτη, γιά ν᾿ ἀναγνωρίσει κανείς τόν Κύριο πού ἔρχεται; Κι ἐκεῖνος λέει· «Θά φανερωθεῖς στούς ἀνθρώπους σέ δυό μορφές ζωῆς» (᾿Αββ. 3, 2), θέλοντας νά πεῖ σαφῶς πρός τόν Κύριο ὅτι, ὅταν βρίσκεσαι στή γῆ, ζεῖς καί πεθαίνεις ὡς ἄνθρωπος καί μετά τήν ᾿Ανάσταση ζεῖς πάλι μέ μιά ἄλλη μορφή ζωῆς.
Καί ἀπό ποιό περίχωρο τῆς ῾Ιερουσαλήμ θά ἔρθει; ᾿Από τήν ἀνατολή, τή δύση, τό βορρᾶ ἤ τό νότο; Πές μας ἀκριβῶς. ᾿Εκεῖνος ἀποκρίνεται καί λέει ξεκάθαρα· «῾Ο Θεός θά ἔρθει ἀπό τή Θαιμάν, πού σημαίνει τό νότο καί ὁ ῞Αγιος ἀπό τό ὄρος Φαράν, ἀπό σκιερό δασωμένο τόπο» (᾿Αββ. 3, 3). Παρόμοια ἐκφράστηκε καί ὁ Ψαλμωδός· «Τή βρήκαμε στή δασωμένη περιοχή» (Ψαλμ. 131, 6).
ΚΑ´ . Στή συνέχεια ἀναζητοῦμε ἀπό ποιόν ἔρχεται καί μέ ποιόν τρόπο. Αὐτό μᾶς τό λέει ὁ ῾Ησαΐας· «᾿Ιδού, ἡ Παρθένος θά συλλάβει καί θά γεννήσει υἱό καί θά τόν ὀνομάσουν ᾿Εμμανουήλ» (῾Ησ. 7, 14). Οἱ ᾿Ιουδαῖοι ὅμως δέν συμφωνοῦν μ᾿ αὐτά, γιατί συνηθίζουν κακοπροαίρετα καί ἐπαναληπτικά νά ἀρνοῦνται τήν ἀλήθεια καί λένε ὅτι δέν γράφει ὁ Προφήτης γιά Παρθένο, ἀλλά γιά νεαρή κόρη. ᾿Εγώ ὅμως παίρνοντας τή δική τους θέση σάν σωστή καί πάλι καταλήγω στό ἴδιο καί ἀληθινό συμπέρασμα. Διότι ἔπρεπε αὐτοί νά ἀναρωτηθοῦν· Πότε φωνάζει καί καλεῖ σέ βοήθεια ἡ παρθένος; Πρίν νά βιασθεῖ ἤ ἀφοῦ βιασθεῖ; ῎Αν λοιπόν σέ κάποιο ἄλλο χωρίο λέει ἡ ἁγία Γραφή «φώναξε ἡ νεαρή κόρη καί δέν ὑπῆρχε κανείς γιά νά τή βοηθήσει» (Δευτ. 22, 27), δέν ἀναφέρεται ὁ λόγος σέ παρθένο; Γιά νά δεῖς καλύτερα ὅτι στήν ἁγία Γραφή καί ἡ παρθένος ὀνομάζεται νεαρή κόρη, ἄκουσε τί λέει τό βιβλίο τῶν Βασιλειῶν γιά τήν ᾿Αβισάκ τή Σουμανίτιδα· «῏Ηταν ἡ νεαρή κόρη πάρα πολύ ὡραία» (Γ´ Βασ. 1, 4). Τό ὅτι τή διάλεξαν καί τήν πρόσφεραν στό Δαβίδ, ἀκριβῶς γιατί ἦταν παρθένος, ἔχει ἤδη ξεκάθαρα ὁμολογηθεῖ.
ΚΒ´ . ᾿Αλλά καί μετά τήν ἀποσαφήνιση ὅτι καί τό «παρθένος» καί τό «νεᾶνις» ἀναφέρονται σέ παρθένες κόρες, οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι τά λόγια τοῦ ῾Ησαΐα ἀναφέρονται στό βασιλέα ῎Αχαζ καί ἀφοροῦν τό γιό τοῦ ᾿Εζεκία. ῎Ας μελετήσουμε προσεκτικά τή Γραφή. Στό βιβλίο τοῦ προφήτη ῾Ησαΐα λέει ὁ Θεός στόν ῎Αχαζ· «Ζήτησε γιά τόν ἑαυτό σου κάποιο σημεῖο ἀπό τόν Κύριο καί Θεό σου, εἴτε στά βάθη τῆς γῆς εἴτε στά ὕψη τοῦ οὐρανοῦ» (῾Ησ. 7, 11). Καί μάλιστα τό σημεῖο αὐτό πρέπει νά εἶναι παράδοξο, ὅπως σημεῖο εἶναι, τό νερό πού ἀναβλύζει ἀπό τό βράχο (πρβλ. ῎Εξ. 17, 6), ἡ θάλασσα πού χωρίζεται, ὁ ἥλιος πού στρέφεται πρός τά πίσω καί τά παρόμοια. Αὐτά πού θά ποῦμε ὅμως πιό κάτω θά ἐλέγξουν περισσότερο τούς ᾿Ιουδαίους.
Γνωρίζω ὅτι μακρηγορῶ καί ἔχουν κουραστεῖ οἱ ἀκροατές. ᾿Ανεχθεῖτε ὅμως τά πολλά λόγια μου, γιατί ὁ λόγος εἶναι γιά τό Χριστό καί ὄχι γιά ἀσήμαντα καί τυχαῖα πράγματα. Αὐτό λοιπόν ἐλέχθη ἀπό τόν προφήτη ῾Ησαΐα, ὅταν βασίλευε ὁ ῎Αχαζ, ὁ ὁποῖος βασίλευσε μόνο δέκα ἕξι χρόνια (Δ´ Βασ. 16, 2) καί ἡ προφητεία ἐλέχθη πρός αὐτόν στή διάρκεια αὐτῶν τῶν χρόνων. ῎Ετσι τό ἐπιχείρημα πού οἱ ᾿Ιουδαῖοι θέλησαν νά τό στηρίξουν στόν ᾿Εζεκία, τό καταρρίπτει ὁ ἴδιος ὁ ᾿Εζεκίας, διότι, ὅταν ἐκεῖνος ἔγινε βασιλιάς, ἦταν εἴκοσι πέντε ἐτῶν (πρβλ. Δ´ Βασ. 18, 2). ῾Η προφητεία λοιπόν περιλαμβάνεται στά δέκα ἕξι χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ ῎Αχαζ. ῾Ο ᾿Εζεκίας εἶχε γεννηθεῖ ἀπό τόν ῎Αχαζ τουλάχιστον ἐννέα χρόνια πρίν ἀπό τήν προφητεία πού ἀναφέρεται σ᾿ αὐτόν. Εἶναι λοιπόν φυσικό νά διερωτηθεῖ κανείς· Χρειαζόταν νά προφητεύσει ὁ ῾Ησαΐας γιά τόν ᾿Εζεκία, ἀφοῦ ἤδη εἶχε γεννηθεῖ πρίν ἐννέα ἔτη καί πρίν νά γίνει ὁ πατέρας του, ὁ ῎Αχαζ, βασιλιάς; Διότι μιλώντας προφητικά, δέν εἶπε ὁ Προφήτης ὅτι συνέλαβε ἡ Παρθένος, ἀλλά ὅτι θά συλλάβει (πρβλ. ῾Ησ. 7, 14).
ΚΓ´ . Τό ὅτι λοιπόν ὁ Κύριος γεννήθηκε ἀπό Παρθένο τό ἀποδείξαμε καί τό κατανοήσαμε καλά. Πρέπει τώρα νά δείξουμε ἀπό ποιό γένος καταγόταν ἡ Παρθένος. «῾Ορκίστηκε ὁ Κύριος στό Δαβίδ ἀλήθεια καί δέν θά τήν ἀθετήσει. ᾿Από τούς ἀπογόνους σου θά τοποθετήσω διαδόχους στό θρόνο σου» (Ψαλμ. 131, 11). Καί πάλι· «Θ᾿ ἀναδεικνύω τούς ἀπογόνους του στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων, ὥστε ὁ θρόνος του νά διαρκεῖ ὅσο διαρκεῖ ὁ οὐρανός, δηλαδή νά εἶναι αἰώνιος» (Ψαλμ. 88, 30). Καί στή συνέχεια· «Μιά φορά ὁρκίστηκα στήν ἁγιότητά μου. Δέν θά πῶ ψέματα λοιπόν πρός τόν Δαβίδ. Οἱ ἀπόγονοί του θά παραμείνουν στούς αἰῶνες καί ὁ θρόνος του θά ὑπάρχει ἐνώπιόν μου ὅπως ὁ ἥλιος καί ὅπως ἡ σελήνη, ἡ ὁποία ἔχει δημιουργηθεῖ γιά νά ὑπάρχει καί νά φωτίζει αἰωνίως» (Ψαλμ. 88, 36-38).
Καταλαβαίνεις ὅτι ὁ λόγος ἀναφέρεται στόν Χριστό καί ὄχι στό Σολομώντα, γιατί ἐκείνου ὁ θρόνος δέν παρέμεινε ὅπως ὁ ἥλιος. ᾿Εάν δέ κάποιος ἔχει ἀντιρρήσεις, ἐπειδή ὁ Χριστός δέν κάθισε στόν ξύλινο θρόνο τοῦ Δαβίδ, θά τοῦ ἀναφέρουμε ἐκεῖνα τά λόγια· «Στήν καθέδρα τοῦ Μωυσῆ κάθισαν οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι» (Ματθ. 23, 2). Δέν ἐννοεῖ λοιπόν τήν ξύλινη καθέδρα, ἀλλά τήν ἐξουσία τῆς διδασκαλίας. ῎Ετσι λοιπόν, ὅταν μιλᾶμε γιά τό θρόνο τοῦ Δαβίδ, δέν ἐννοοῦμε τόν ξύλινο θρόνο, ἀλλά τή βασιλεία.
Καί πάρε, σέ παρακαλῶ, γιά ἀποδείξεις τούς νέους πού φώναξαν· «Δόξα στόν ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ, εὐλογημένος νά εἶναι ὁ Βασιλιάς τοῦ ᾿Ισραήλ» (Ματθ. 21, 9 καί ᾿Ιωάν. 12, 13). Καί οἱ τυφλοί ἀναφωνοῦν· «᾿Απόγονε τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ μας» (Ματθ. 9, 27). Καί ὁ Γαβριήλ τό μαρτυρεῖ σαφῶς, λέγοντας στή Μαρία· «Καί θά δώσει σ᾿ αὐτόν Κύριος ὁ Θεός τό θρόνο τοῦ προπάτορά του Δαβίδ» (Λουκ. 1, 32). Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει· «Νά διατηρεῖτε στή μνήμη σας τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, τόν ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ, σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιό μου» (Β´ Τιμ. 2, 8). Καί στήν ἀρχή τῆς ἐπιστολῆς πρός τούς Ρωμαίους λέει· «Αὐτός πού γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος ἀπό ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ» (Ρωμ. 1, 3). Δέξου λοιπόν αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπό ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ, πιστεύοντας στήν προφητεία πού λέει· «Κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη θά ἐμφανιστεῖ ὁ ἀπόγονος τοῦ ᾿Ιεσσαί καί θά γίνει ἄρχοντας τῶν ἐθνῶν. Σ᾿ Αὐτόν θά στηρίξουν τίς ἐλπίδες τους τά ἔθνη» (῾Ησ. 11, 10).
ΚΔ´ . ᾿Αλλά οἱ ᾿Ιουδαῖοι καταγίνονται μέ ζῆλο σ᾿ αὐτά. Τό γνώριζε κι αὐτό ἀπό πρίν ὁ ῾Ησαΐας, ὁ ὁποῖος λέει· «Καί θά θελήσουν νά τά παραδώσουν ὅλα στή φωτιά, γιατί θά γεννηθεῖ ἕνα παιδί γιά χάρη μας» (῾Ησ. 9, 5) ὄχι γι᾿ αὐτούς. «Γεννήθηκε υἱός καί δόθηκε σέ μᾶς» (῾Ησ. 9, 6). Καί σημείωσε ὅτι πρῶτα ἦταν Υἱός τοῦ Θεοῦ καί μετά δόθηκε σέ μᾶς.
Καί λίγο πιό κάτω λέει· «Καί ἡ εἰρηνική βασιλεία του δέν θά τελειώσει ποτέ» (῾Ησ. 9, 7). ῞Ορια ὑπάρχουν στούς Ρωμαίους, ἀλλά ἡ Βασιλεία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δέν θά ἔχει τέλος. ῞Ορια ὑπάρχουν στούς Πέρσες καί στούς Μήδους. Τῆς Βασιλείας ὅμως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει τέλος. Στή συνέχεια λέει· «Αὐτός θά ἀνορθώσει τό θρόνο τοῦ Δαβίδ καί τήν ἔνδοξη βασιλεία του» (῾Ησ. 9, 7). ᾿Από τή γενιά τοῦ Δαβίδ λοιπόν καταγόταν ἡ ῾Αγία Παρθένος.
ΚΕ´ . ῎Ετσι ἦταν σωστό, Αὐτός πού εἶναι ὁ πιό ῞Αγιος καί ὁ πιό ῾Αγνός καί πού θά δίδασκε στούς ἀνθρώπους τήν ἁγνότητα καί παρθενικότητα, νά προέλθει ἀπό ἁγνό καί παρθενικό θάλαμο. Γιατί, ἄν αὐτός πού θέλει καί πρόκειται νά ἱερουργήσει τά ῎Αχραντα Μυστήρια τοῦ Χριστοῦ ἐγκρατεύεται καί ἀπέχει ἀπό τή γυναίκα του, πῶς ἦταν δυνατόν ὁ ῎Ιδιος ὁ ᾿Ιησοῦς νά προέλθει ἀπό μιά τέτοια συνάφεια; «Διότι ἐσύ εἶσαι», λέει στούς Ψαλμούς, «πού μέ ἀπέσπασες ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας μου» (Ψαλμ. 21, 10). Πρόσεξε λοιπόν ὅτι τό «αὐτός πού μέ ἀπέσπασε ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας μου» σημαίνει πώς αὐτός γεννήθηκε, σάν νά ἀποσπάστηκε ἀπό τήν κοιλιά καί τό σῶμα τῆς Παρθένου, χωρίς τή συνέργεια ἀνδρός. Δέν γεννιῶνται ὅμως μέ αὐτό τόν τρόπο ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. ῾Η γέννησή τους εἶναι διαφορετική ἀπό τή Γέννηση τοῦ ᾿Ιησοῦ.
ΚϚ´ . Καί δέν ντράπηκε ὁ Χριστός νά ἔχει ἕνα σῶμα ἀκριβῶς ὅμοιο μέ τά σώματα ὅλων τῶν ἀνθρώπων; Καί ποιός μᾶς τό λέει αὐτό; Λέει ὁ Κύριος πρός τόν ῾Ιερεμία· «Σέ γνωρίζω καλά, πρίν ἀκόμα σέ πλάσω μέσα στήν κοιλιά τῆς μητέρας σου καί σ᾿ ἔχω ἁγιάσει, πρίν νά γεννηθεῖς» (῾Ιερ. 1, 5). Αὐτός λοιπόν πού ἐγγίζει τούς ἀνθρώπους ὅταν τούς πλάθει καί δέν ντρέπεται, θά ντρεπόταν νά πλάσει γιά τόν ἑαυτό του ἕνα ῞Αγιο καί Πάναγνο Σῶμα, ἄξιο γιά νά κρύψει μέσα του τή θεϊκή Του φύση; ῾Ο Θεός εἶναι Αὐτός πού δημιουργεῖ μέχρι σήμερα τά βρέφη μέσα στή μητρική κοιλιά, ὅπως εἶναι γραμμένο στόν ᾿Ιώβ· «Δέν μέ ἔκανες ρευστό, σάν τό γάλα πού ἀρμέγεται, καί ἔπειτα πιό στερεό, ὅπως τό τυρί; Μέ ἔντυσες μέ δέρμα καί κρέας καί μέ συναρμολόγησες μέ ὀστᾶ καί νεῦρα» (᾿Ιώβ 10, 10-11).
Δέν ὑπάρχει τίποτα ἀκάθαρτο στήν ἀνθρώπινη φύση, ἄν δέν τή μολύνει ὁ ἄνθρωπος μέ μοιχεία καί ἀκολασία. Αὐτός πού ἔπλασε τόν ᾿Αδάμ ἔπλασε καί τήν Εὔα. Μέ θεϊκά χέρια ἔχει πλαστεῖ καί ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα. Κανένα ἀπό τά μέλη τοῦ σώματος δέν πλάστηκε ἀπό τήν ἀρχή ἀκάθαρτο. ῎Ας κλειστεῖ τό στόμα λοιπόν ὅλων τῶν αἱρετικῶν πού κατηγοροῦν τά σώματα ἤ καλύτερα νά πῶ τόν ῎Ιδιο τόν Πλάστη τους. Κι ἐμεῖς ἄς θυμόμαστε τό λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού λέει· «Δέν γνωρίζετε ὅτι τά σώματά σας εἶναι ναός τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, πού βρίσκεται μέσα σας;»7 (Α´ Κορ. 6, 19). Καί πάλι ὁ Προφήτης, σάν νά μιλοῦσε ὁ ῎Ιδιος ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶπε· «᾿Εγώ κατάγομαι ἀπ᾿ αὐτούς» (᾿Ωσ. 9, 12). Καί σ᾿ ἄλλο χωρίο τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι γραμμένο· «Γι᾿ αὐτό θά τούς παραδώσει μέχρι ὁρισμένο χρονικό διάστημα καί θά πονέσουν ὅπως ἡ γυναίκα πού κοιλοπονάει στόν τοκετό» (Μιχ. 5, 2). Καί ποιό εἶναι τό σημάδι; Λέει στή συνέχεια· «Θά γεννήσει καί οἱ ὑπόλοιποι ἀδελφοί τους θά ἐπιστρέψουν» (Μιχ. 5, 2). Καί ποιός εἶναι ὁ ἀρραβώνας τῆς Παρθένου, τῆς ῾Αγίας Νύμφης; «Θά σέ μνηστευθῶ καί ἡ ἕνωση αὐτή θά εἶναι πλήρης πίστεως καί γνώσεως ἐμοῦ τοῦ Κυρίου» (᾿Ωσ. 2, 22). Καί ἡ ᾿Ελισάβετ, μιλώντας πρός αὐτήν, λέει παρόμοια λόγια· «Καί εἶναι μακάρια ἐκείνη πού πίστευε ὅτι θά πραγματοποιηθοῦν σ᾿ αὐτήν ὅσα τῆς φανέρωσε μέ τόν ῎Αγγελο ὁ Κύριος» (Λουκ. 1, 45).
ΚΖ´ . ᾿Αλλά μᾶς κατηγοροῦν οἱ εἰδωλολάτρες καί οἱ ᾿Ιουδαῖοι καί ἰσχυρίζονται, ὅτι ἦταν ἀδύνατο νά γεννηθεῖ ὁ Χριστός ἀπό Παρθένο. Τούς εἰδωλολάτρες πρῶτα-πρῶτα μποροῦμε νά τούς ἀποστομώσουμε, χρησιμοποιώντας τούς δικούς τους μύθους. ᾿Εσεῖς λοιπόν πού λέτε ὅτι εἶναι δυνατόν λίθοι πού ρίχνονται νά μεταβληθοῦν σέ ἀνθρώπους, πῶς ἰσχυρίζεσθε ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά γεννήσει παρθένος; ᾿Εσεῖς πού διηγεῖσθε ὅτι γεννήθηκε κόρη ἀπό τόν ἐγκέφαλο τοῦ πατέρα της, πῶς λέτε ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά γεννηθεῖ υἱός ἀπό κοιλιά παρθενική; ᾿Ενῶ ἰσχυρίζεσθε λανθασμένα ὅτι ὁ Διόνυσος κυοφορήθηκε ἀπό τό μηρό τοῦ Δία σας, γιατί δέν δέχεσθε τή δική μας ἀλήθεια; Γνωρίζω ὅτι μιλῶ λίγο ἄπρεπα γι᾿ αὐτό τό ἀκροατήριο, ἀλλά ἀνέφερα αὐτά ἀπό τή μυθολογία τῶν ῾Ελλήνων, ὥστε σύ, ἀκροατή μου, νά τούς καταντροπιάσεις, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα, μέ ἐπιχειρήματα ἀπό τούς ἴδιους τούς μύθους τους.
ΚΗ´ . Στούς ᾿Ιουδαίους ἔπειτα ἀπάντησε, ρωτώντας τους· Ποιό εἶναι δύσκολο, νά γεννήσει γυναίκα ἡλικιωμένη καί στείρα, στήν ὁποία δέν ὑπῆρχαν πλέον οἱ προϋποθέσεις τῆς γονιμότητας ἤ νεαρή σφριγηλή παρθένος; Στείρα ἦταν ἡ Σάρρα (Γέν. 11, 30) καί ἐνῶ δέν ὑπῆρχαν πιά σ᾿ αὐτήν οἱ προϋποθέσεις τῆς γονιμότητας (πρβλ. Γέν. 18, 11), γέννησε κατά παράδοξο τρόπο. Καί τό νά γεννήσει λοιπόν στείρα καί τό νά γεννήσει νεαρή παρθένος εἶναι ἔξω ἀπό τή φύση. ῎Η λοιπόν περιφρόνησε καί τά δύο ἤ παραδέξου καί τά δύο. Διότι ὁ ῎Ιδιος Θεός εἶναι πού ἔκανε δυνατό καί ἐκεῖνο καί τοῦτο τό γεγονός. Μήν τολμήσεις λοιπόν νά πεῖς ὅτι γιά τό ἕνα ἔχει δύναμη ὁ Θεός, ἐνῶ γιά τό ἄλλο δέν ἔχει.
Καί πάλι· Πῶς εἶναι φυσικό νά μεταβληθεῖ γιά λίγη ὥρα χέρι ἀνθρώπου σέ ἄλλο εἶδος καί ἔπειτα νά ξανάρθει στήν ἀρχική του μορφή; Πῶς λοιπόν τό χέρι τοῦ Μωυσῆ ἔγινε λευκό καί μαλακό σάν τό χιόνι καί πάλι ἀποκαταστάθηκε; (πρβλ. ῎Εξ. 4, 6-7). Λές ὅμως πώς ὁ Θεός τό θέλησε καί τό ἔκανε. Σ᾿ ἐκείνη τήν περίπτωση μπόρεσε ὁ Θεός νά τό κάνει, ἀφοῦ τό θέλησε, καί ἐδῶ δέν μπορεῖ; Κι ἔπειτα ἐκεῖνο ἦταν θαῦμα μόνο γιά τούς Αἰγύπτιους, ἐνῶ αὐτό ἦταν θαῦμα πού προσφέρθηκε σ᾿ ὅλη τήν οἰκουμένη. Ποιό εἶναι δυσκολότερο νά γίνει, ᾿Ιουδαῖοι; Νά γεννήσει παρθένος ἤ νά μεταμορφωθεῖ ἕνα ραβδί σέ ζῶο; Παραδέχεσθε ὅτι στήν ἐποχή τοῦ Μωυσῆ ἕνα ραβδί ὁλόισο πῆρε μορφή φιδιοῦ (πρβλ. ῎Εξ. 4, 3) καί φόβιζε αὐτόν πού τό πέταξε στή γῆ. Κι ἐκεῖνος, πού πρίν ἀπό τή μεταβολή τό κρατοῦσε σάν ραβδί, τώρα ἔτρεχε μακριά του σάν νά ἦταν δράκοντας. Γιατί, πραγματικά, γιά δράκοντα ἐπρόκειτο. Κι ἔφυγε, ὄχι ἀπό φόβο μπροστά σ᾿ αὐτό πού κρατοῦσε, ἀλλά ἀπό φόβο μπροστά στόν Θεό πού τό εἶχε μεταβάλει σέ φίδι. Τό ραβδί εἶχε δόντια καί μάτια δράκοντα. ᾿Αφοῦ λοιπόν ἀπό ἕνα ραβδί μποροῦν νά γίνουν μάτια πού βλέπουν, δέν μπορεῖ, ἄν τό θελήσει ὁ Θεός, νά γεννηθεῖ παιδί ἀπό παρθενική κοιλιά;
Καί δέν ἀνέφερα ἀκόμα καί τό ὅτι τό ραβδί τοῦ ᾿Ααρών ἔκανε μέσα σέ μιά νύχτα, αὐτό τό ὁποῖο κάνουν τά ὑπόλοιπα δέντρα σέ μικρό χρονικό διάστημα. Γιατί ὅλοι γνωρίζουμε πώς τό ραβδί, τό ὁποῖο ξεφλουδίστηκε, δέν θά πετάξει ποτέ βλαστάρια, οὔτε κι ἄν ἀκόμα φυτευτεῖ ἀνάμεσα σέ ποτάμια. ᾿Επειδή ὅμως ὁ Θεός δέν ἀκολουθεῖ τά φυσικά φαινόμενα πού συμβαίνουν στά φυτά, ἀλλά εἶναι ὁ Δημιουργός τῶν φυσικῶν καταστάσεων, τό ἄκαρπο καί ξερό καί ξεφλουδισμένο ραβδί ἄνθισε καί βλάστησε κι ἔβγαλε καρπούς. ᾿Εκεῖνος λοιπόν πού χάρισε, κατά παράδοξο τρόπο, καρπό στό ξερό ραβδί, γιά χάρη τοῦ ἀρχιερέα ᾿Ααρών, πού προτύπωνε καί συμβόλιζε τόν Μόνο καί Μέγα ᾿Αρχιερέα ᾿Ιησοῦ Χριστό, δέν θά χάριζε στήν Παρθένο, τή δυνατότητα νά γίνει ἀνύμφευτη Μητέρα αὐτοῦ τοῦ ἀληθινοῦ ᾿Αρχιερέα;
ΚΘ´ . Καλά εἶναι ὅλα αὐτά τά παραδείγματα καί ἐξηγοῦν τίς θέσεις μας. ᾿Αλλά ἀκόμη ἔχουν ἀντιρρήσεις οἱ ᾿Ιουδαῖοι καί δέν πείθονται μέ τά ἐπιχειρήματα πού ἀναφέρονται στό ραβδί, ἐάν δέν πληροφορηθοῦν πειστικά μέ ἄλλες παρόμοιες, παράδοξες καί ἀντίθετες μέ τή φύση γεννήσεις. Ρώτησέ τους λοιπόν ὡς ἑξῆς· ῾Η Εὔα, ἡ πρώτη γυναίκα, ἀπό ποιόν γεννήθηκε; Ποιά μάννα τή συνέλαβε, ἀφοῦ πρίν ἀπ᾿ αὐτή δέν ὑπῆρξε ἄλλη γυναίκα; ῾Η ἁγία Γραφή λέει ὅτι δημιουργήθηκε ἀπό τήν πλευρά τοῦ ᾿Αδάμ (πρβλ. Γέν. 2, 22). ᾿Αφοῦ λοιπόν ἡ Εὔα γεννήθηκε χωρίς μητέρα ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἄνδρα, δέν μπορεῖ νά γεννηθεῖ παιδί χωρίς τή συνέργεια ἄνδρα, ἀπό παρθενική μήτρα; Χρωστοῦσε λοιπόν τό θηλυκό γένος χάρη στούς ἄνδρες, γιατί ἡ Εὔα γεννήθηκε ἀπό τόν ᾿Αδάμ, χωρίς νά συλληφθεῖ ἀπό μητέρα, ἀλλά γεννήθηκε μόνο ἀπό ἄνδρα. ᾿Απέδωσε λοιπόν ἡ Μαρία τό χρέος τῆς χάρης, ἀφοῦ μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ γέννησε, ὄχι μέ τή συνέργεια ἀνδρός, ἀλλά ἀπό μόνη της, κατά τρόπο ἅγιο καί ὑπερφυσικό, μέ τήν ἐνέργεια μόνο τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος.
Λ´ . ῎Ας ἀναφέρουμε καί κάτι πού εἶναι ἀκόμα θαυμαστότερο ἀπό τό προηγούμενο. Γιατί —ἄν καί μέ τρόπο παράδοξο— ὅμως εἶναι δυνατόν νά γεννηθοῦν σώματα, ἀπό τά ἀνθρώπινα σώματα. Τό νά γίνει ὅμως τό χῶμα τῆς γῆς ἄνθρωπος, αὐτό εἶναι ἀκόμα πιό ἀξιοθαύμαστο. Τό νά σχηματίζει ὁ ἀνακατεμένος πηλός τούς χιτῶνες τῶν ματιῶν καί νά δέχεται τή φωτεινή ἀκτίνα εἶναι θαυμαστότερο. Τό νά δημιουργεῖται ἀπό ἕνα καί τό αὐτό χῶμα καί ἡ σκληρότητα τῶν κοκκάλων καί ἡ ἁπαλότητα τῶν πνευμόνων καί οἱ διάφορες ἄλλες μορφές καί δομές τῶν μελῶν τοῦ σώματος, αὐτό εἶναι θαυμαστό. Τό νά πάρει ὁ πηλός ζωή καί αὐτοδύναμα νά περιδιαβαίνει ὅλη τήν οἰκουμένη καί νά οἰκοδομεῖ εἶναι καί αὐτό θαυμαστό. Τό νά διδάσκει καί νά μιλάει ὁ πηλός (πρβλ. ᾿Ιώβ 38, 14), νά χτίζει καί νά βασιλεύει, εἶναι θαυμαστό. Λοιπόν, ἀμαθέστατοι ᾿Ιουδαῖοι, ἀπό ποῦ γεννήθηκε ὁ ᾿Αδάμ; Δέν πῆρε ὁ Θεός χῶμα ἀπό τή γῆ (πρβλ. Γέν. 2, 7) καί ἔπλασε αὐτό τό ὑπέροχο πλάσμα; ῎Επειτα, ὁ πηλός μετατρέπεται σέ μάτι καί ἡ παρθένος δέν μπορεῖ νά γεννήσει; Αὐτό πού φαίνεται στούς ἀνθρώπους σάν τό περισσότερο ἀδύνατο, πραγματοποιεῖται καί δέν μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ κάτι πού φαίνεται πιό προσιτό στήν ἀνθρώπινη φύση;
ΛΑ´ . Αὐτά ἄς θυμόμαστε, ἀδελφοί μου. Αὐτά ἄς χρησιμοποιοῦμε γιά νά ἀμυνόμαστε. ῎Ας μήν ἀνεχόμαστε τούς αἱρετικούς, πού διδάσκουν μόνο τή θεϊκή παρουσία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο Χριστό καί ἀρνοῦνται τήν ἀσύγχυτη ἕνωση τῆς θεϊκῆς καί ἀνθρώπινης φύσης στό Θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. ῎Ας περιφρονήσουμε καί ὅσους ὑποστηρίζουν ὅτι ἀπό ἄνδρα καί γυναίκα γεννήθηκε ὁ Σωτήρας, αὐτούς πού τόλμησαν νά ποῦν ὅτι ἦταν γιός τοῦ ᾿Ιωσήφ καί τῆς Μαρίας, ἐπειδή εἶναι γραμμένο «παρέλαβε τή γυναίκα του» (Ματθ. 1, 24). ῎Ας θυμηθοῦμε ὅμως καί τόν ᾿Ιακώβ πού λέει στό Λάβαν, πρίν παντρευτεῖ τή Ραχήλ· «Δός μου τή γυναίκα μου» (Γέν. 29, 21). Γιατί ὅπως ἀκριβῶς ἐκείνη, πρίν παντρευτεῖ καί μόνο μέ τήν ὑπόσχεση τοῦ γάμου, ὀνομαζόταν γυναίκα τοῦ ᾿Ιακώβ, ἔτσι καί ἡ Μαρία, ὅταν ἀρραβωνιάστηκε, ὀνομαζόταν γυναίκα τοῦ ᾿Ιωσήφ. Καί πρόσεχε μέ πόση ἀκρίβεια μιλάει τό Εὐαγγέλιο· «Κατά τόν ἕκτο μήνα στάλθηκε ἀπό τόν Θεό, στήν πόλη τῆς Γαλιλαίας πού ὀνομαζόταν Ναζαρέτ, ὁ ἄγγελος Γαβριήλ πρός Παρθένο πού εἶχε μνηστευθεῖ ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν ᾿Ιωσήφ» κ.τ.λ. (Λουκ. 1, 26-27).
Καί πάλι, ὅταν γινόταν ἡ ἀπογραφή καί ἀνέβηκε ὁ ᾿Ιωσήφ νά ἀπογραφεῖ τί λέει ἡ ἁγία Γραφή; «᾿Ανέβηκε ὀ ᾿Ιωσήφ ἀπό τή Γαλιλαία γιά νά ἀπογραφεῖ μαζί μέ τή Μαρία, τή γυναίκα πού εἶχε μνηστευθεῖ, ἡ ὁποία ἦταν ἔγκυος» (πρβλ. Λουκ. 2, 4-5). ῏Ηταν ἔγκυος λοιπόν. ᾿Αλλά δέν εἶπε μέ τή γυναίκα του, ἀλλά «μέ τή γυναίκα πού εἶχε μνηστευθεῖ». Γιατί «ἔστειλε ὁ Θεός τόν Υἱό Του», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ῾Οποῖος γεννήθηκε —δέν λέει ἀπό ἄνδρα καί γυναίκα, ἀλλά μόνο ἀπό γυναίκα (πρβλ. Γαλ. 4, 4). Αὐτό σημαίνει, ἀπό Παρθένο. Τό ὅτι καί ἡ παρθένος ὀνομάζεται γυναίκα, τό ἀποδείξαμε προηγουμένως. ᾿Από Παρθένο λοιπόν γεννήθηκε Αὐτός πού δημιουργεῖ τίς ἀνθρώπινες ψυχές παρθένες, κατά τήν πλάση καί κατά τήν ἀνάπλαση.
ΛΒ´ . ᾿Απορεῖς μ᾿ αὐτό τό γεγονός; ᾿Αποροῦσε μ’ αὐτό καί ἡ ῎Ιδια ᾿Εκείνη πού Τόν γέννησε. Διότι λέει πρός τόν Γαβριήλ· «Πῶς εἶναι δυνατόν νά γίνει αὐτό, ἀφοῦ δέν γνωρίζω ἄνδρα;» (Λουκ. 1, 34). Κι ἐκεῖνος ἀπαντάει· «Πνεῦμα ῞Αγιο θά ἔρθει σέ σένα καί ἡ δύναμη τοῦ ῾Υψίστου θά σέ ἐπισκιάσει. Γι᾿ αὐτό καί τό ῞Αγιο Βρέφος πού θά γεννηθεῖ θά ὀνομαστεῖ Υἱός τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 1, 35). ῎Αχραντη καί ἀμόλυντη εἶναι ἡ γέννηση. Διότι ὅπου πνέει τό ῞Αγιο Πνεῦμα, ἐξαφανίζεται κάθε μολυσμός. ᾿Αμόλυντη εἶναι ἡ κατά σάρκα γέννηση τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν Παρθένο. Κι ἄν οἱ αἱρετικοί προβάλλουν ἀντιρρήσεις πρός τήν ἀλήθεια, θά τούς ἐλέγξει τό ῞Αγιο Πνεῦμα. Θά ἀγανακτήσει ἡ δύναμη τοῦ ῾Υψίστου πού ἐπισκίασε τήν Παρθένο. Θά ἔρθουν ἀντιμέτωποι κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως μέ τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ. Θά τούς ντροπιάσει ὁ τόπος τῆς φάτνης πού δέχτηκε τό Δεσπότη. Θά καταθέσουν ὡς μάρτυρες οἱ ποιμένες πού εὐαγγελίστηκαν τότε καί ἡ στρατιά τῶν ᾿Αγγέλων πού ἔψαλαν καί ὕμνησαν καί εἶπαν· «Δόξα στόν Θεό πού βρίσκεται στούς οὐρανούς καί εἰρήνη σ᾿ ὅλη τή γῆ· καί στούς ἀνθρώπους ἡ χάρη καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 2, 14). Θά μαρτυρήσουν καί ὁ Ναός στόν ὁποῖο ὁδήγησαν τό Βρέφος, ὅταν ἔγινε σαράντα ἡμερῶν καί τά ζεύγη τῶν τρυγόνων πού προσφέρθηκαν γιά χάρη Του καί ὁ Συμεών πού Τόν δέχτηκε τότε στήν ἀγκαλιά του καί ἡ προφῆτις ῎Αννα πού παρευρέθηκε ἐκεῖ.
ΛΓ´ . ᾿Αφοῦ λοιπόν τό μαρτυρεῖ ὁ Θεός, συμμαρτυρεῖ τό ῞Αγιο Πνεῦμα καί ὁ ῎Ιδιος ὁ Χριστός λέει· «Γιατί ζητᾶτε νά σκοτώσετε ἕναν ἄνθρωπο πού σᾶς ἔχει πεῖ ὅλη τήν ἀλήθεια;» (᾿Ιωάν. 8, 40). ῎Ας ἀποστομωθοῦν οἱ αἱρετικοί πού δέν δέχονται τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἀντιλέγουν σ᾿ Αὐτόν πού εἶπε· «Ψηλαφῆστε με καί δεῖτε ὅτι δέν εἶμαι πνεῦμα, γιατί τό πνεῦμα δέν ἔχει σάρκα καί ὀστᾶ, ὅπως βλέπετε νά ἔχω ἐγώ» (Λουκ. 24, 39). ῎Ας προσκυνήσουμε τόν Κύριο, πού γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο καί ἄς μάθουν οἱ παρθένες τῆς πολιτείας μας τό ἔπαθλο. ῎Ας γνωρίσει τό τάγμα τῶν μοναχῶν τήν τιμητική θέση τῆς ἁγνότητας. Γιατί δέν ἔχουμε στερηθεῖ τό ἀξίωμα τῆς ἁγνότητας. Στήν κοιλιά τῆς Παρθένου ἔμεινε ὁ Σωτήρας ἐννέα μῆνες καί ἔγινε ὁ Κύριος ἄνδρας τριάντα τριῶν ἐτῶν. ῞Ωστε, ἄν καυχιέται ἡ Παρθένος γιά τό διάστημα τῶν ἐννέα μηνῶν πού Τόν κράτησε μέσα της, πολύ περισσότερο πρέπει νά καυχόμαστε ἐμεῖς γιά τό μακροχρόνιο διάστημα πού Τόν εἴχαμε κοντά μας στή γῆ, χορηγό καί σύντροφο τῆς ἁγνότητας.
ΛΔ´ . ῎Ας τρέξουμε λοιπόν ὅλοι, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, στό δρόμο τῆς ἁγνότητας, «νέοι καί κοπέλλες, γεροντότεροι μαζί μέ τούς νεώτερους» (Ψαλμ. 148, 12), χωρίς νά μετέχουμε σέ ἀκολασίες, ἀλλά ὑμνώντας τό ῎Ονομα τοῦ Χριστοῦ. ῎Ας μήν παρατρέξουμε τή δόξα τῆς ἁγνότητας, γιατί εἶναι ἀγγελικό τό στεφάνι πού θά δοθεῖ καί ὑπεράνθρωπο τό κατόρθωμα. ῎Ας μήν καταστρέφουμε τά σώματα πού πρόκειται νά λάμψουν σάν τόν ἥλιο (πρβλ. Ματθ. 13, 43). ῎Ας μή μολύνουμε γιά μιά στιγμιαία ἡδονή τό σῶμα πού ἔχει τέτοια ἀξία. Διότι μικρή καί προσωρινή εἶναι ἡ ἁμαρτία, πολύχρονη ὅμως καί αἰώνια θά εἶναι ἡ ντροπή. Αὐτοί πού ἀγωνίζονται γιά τήν ἁγνότητα μοιάζουν μέ ἀγγέλους πού περπατοῦν πάνω στή γῆ8. Οἱ παρθένες θά βρίσκονται κοντά στήν Παρθένο Μαρία.
῎Ας ἀπομακρύνουμε κάθε καλλωπισμό καί κάθε ὀλέθριο βλέμμα, κάθε περίπατο πού παρασύρει στό κακό καί κάθε ντύσιμο καί προκλητικό ἄρωμα. ῎Ας εἶναι σ᾿ ὅλους μας ἄρωμα ἡ εὐωδία τῆς προσευχῆς καί ὁ ἁγιασμός τῶν σωμάτων καί τῶν ἀγαθῶν πράξεων, γιά νά πεῖ καί γιά μᾶς —τούς ἄνδρες πού ἀκολουθοῦν τό δρόμο τῆς ἁγνότητας καί τίς γυναῖκες πού στεφανώνονται γι᾿ αὐτήν— ὁ Κύριος· «Θά κατοικήσω καί θά περπατήσω μέσα σ᾿ αὐτούς. Θά εἶμαι ὁ Θεός τους καί αὐτοί θά εἶναι ὁ λαός μου» (Β´ Κορ. 6, 16. Πρβλ. Λευιτ. 26, 12). Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν.
1. ῾Η πτώση τοῦ πρωτοπλάστου ἦταν ἀποτέλεσμα
τῆς ὑπερηφάνειας καί ἡ σωτηρία του καρπός τῆς ταπεινώσεως. ῾Ο Θεός, ἀπό ἄπειρη
ἀγάπη «ἐξ οὐκ ὄντων» δημιούργησε τόν ἄνθρωπο καί δέν τόν ἐγκατέλειψε μετά τήν
ἀνταρσία του, ἀλλά «ὁ ἀσώματος καὶ ἄφθαρτος καὶ ἄυλος τοῦ Θεοῦ Λόγος παραγίνεται
εἰς τὴν ἡμετέραν χώραν… παραγίνεται συγκαταβαίνων τῇ εἰς ἡμᾶς αὐτοῦ φιλανθρωπίᾳ
καὶ ἐπιφανείᾳ καὶ ἰδὼν τὸ λογικὸν ἀπολλύμενον γένος… ὁρῶν δὲ καὶ τὸ ὑπεύθυνον
πάντων τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν θάνατον, ἐλεήσας τὸ γένος ἡμῶν καὶ τὴν ἀσθένειαν
ἡμῶν οἰκτειρήσας καὶ τῇ φθορᾷ ἡμῶν συγκαταβὰς καὶ τὴν τοῦ θανάτου κράτησιν οὐκ
ἐνέγκας, ἵνα μὴ τὸ γενόμενον ἀπόληται, καὶ εἰς ἀργὸν τοῦ Πατρὸς τὸ εἰς ἀνθρώπους
ἔργον αὐτοῦ γένηται, λαμβάνει ἑαυτῷ σῶμα, καὶ τοῦτο οὐκ ἀλλότριον τοῦ ἡμετέρου»
(Μ. ᾿Αθαν. ΕΠΕ Ι, 244). Προσλαμβάνοντας σάρκα ὁ Θεός-Λόγος καί παίρνοντας
«δούλου μορφὴν» (Φιλιπ. 2, 7) «κλίνας οὐρανοὺς κατέρχεται, τοῦτ᾿ ἔστιν, τὸ
ἀταπείνωτον αὐτοῦ ὕψος ἀταπεινώτως ταπεινώσας συγκαταβαίνει τοῖς ἑαυτοῦ δούλοις
συγκατάβασιν ἄφραστόν τε καὶ ἀκατάληπτον» (᾿Ιωάν. Δαμασκ. ΕΠΕ Ι, 282). Τό
«λέντιον» τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἔγινε αὐτή ἀκριβῶς ἡ «στολή τῆς θεότητος», τήν
ὁποία ἐνδύθηκε καί συναναστράφηκε ὁ Θεός μέ τούς ἀνθρώπους «καὶ πᾶς ὅστις ἐνδυθῇ
αὐτήν, αὐτὸς τῇ ἀληθείᾳ ὁμοιοῦται ἐκείνῳ ὅστις κατέβη ἐκ τοῦ ἰδίου ὕψους, καὶ
ἐσκέπασε τὴν ἰδίαν αὐτοῦ δόξαν καὶ μεγαλωσύνην διὰ τῆς ταπεινοφροσύνης, ἵνα μὴ ἡ
κτίσις καταφλεχθῇ, βλέπουσα τὴν φύσιν τῆς αὐτοῦ θεότητος· διότι ἡ κτίσις δὲν
ἠδύνατο νὰ ἴδῃ αὐτόν, ἐὰν δὲν ἐλάμβανε μέρος ἐξ αὐτῆς, ἀλλ᾿ οὔτε νὰ ἀκούσῃ τοὺς
λόγους αὐτοῦ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον… διὰ τοῦτο καὶ ἡ χοϊκὴ κτίσις, ὅταν βλέπῃ
πάντα ἄνθρωπον, ἐνδεδυμένον τοῦτο τὸ ὁμοίωμα, προσκυνεῖ αὐτὸν πρὸς τιμὴν τοῦ
ἰδίου αὐτῆς Δεσπότου, τὸν ὁποῖον εἶδεν ἐνδεδυμένον αὐτήν, καὶ συναναστρεφόμενον
μετ᾿ αὐτῆς… » (᾿Ισαάκ Σῦρος).
2. Τό γεγονός τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ-Λόγου, ἡ Πατερική θεολογία τό ἑρμήνευσε μέσα στήν προοπτική τῆς ἰάσεως καί τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Χριστολογικές ἔριδες εἶχαν ἀκριβῶς αὐτόν τό σκοπό, τῆς διαφυλάξεως τῆς ἀλήθειας, στό Πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, γιά τή σωτηρία καί τήν ἀπολύτρωση τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ως σωτηρία δέ, νοεῖται ἡ ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας καί τῆς ἑνώσεως Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἡ ὁποία «διεκόπη» μέ τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καί «κατέστη» πάλι δυνατή διά τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στό Θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Γιατί, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τό Θεολόγο, «ὃ δὲ ἥνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο καὶ σώζεται» (᾿Επιστολή «πρός Κληδόνιον» Ρ. ὒ. 37, 181, 184). Γι᾿ αὐτό ἡ λυτρωτική πλευρά τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως καί ἡ περιχώρηση τῶν δύο φύσεων στό Πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τονίστηκαν μέ ἔμφαση ἀπό τούς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας.
Στίς ἀρχές τοῦ 12ου αἰώνα, ὅταν πλέον δογματικά τό θέμα εἶχε ὁλοκληρωθεῖ καί εἶχε ἐπισφραγιστεῖ ἀμετάκλητα ἀπό τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἄρχισε νά ἐμφανίζεται στή Δύση, ἀποκομμένη πλέον ἀπό τήν Πατερική παράδοση, μιά νέα ἄποψη ἤ μᾶλλον μιά νέα θέα τοῦ θέματος ἀπό ἄλλη πλευρά. ἒ῟ἶ ἲὸ῟ὖ ῍῏ἣ῏? (Γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος;) ἔθεσαν τό ἐρώτημα θεολόγοι τῆς Δυτικῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Μεσαίωνα. ῾Η μόνη δηλαδή αἰτία τῆς ᾿Ενσάρκου Οἰκονομίας εἶναι ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου; ῾Η δημιουργία μπορεῖ νά θέσει ἤ νά ἀλλάξει τό σκοπό τοῦ Δημιουργοῦ;
Στή θεολογία τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας δέν ὑπάρχει εἰδική ἀνάπτυξη τοῦ θέματος αὐτοῦ, γιά τούς λόγους πού προείπαμε. Οἱ Πατέρες δέν μιλοῦν γιά ἕνα φανταστικό θέμα, γιά τό τί δηλαδή θά γινότανε ἄν δέν ἁμάρτανε ὁ ᾿Αδάμ, ἀλλά βλέπουν τά θέματα σέ ἀνθρωπολογική καί κοσμολογική βάση.
῾Ο ἅγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης, ἀκολουθώντας τόν ἅγιο ᾿Ιωάννη τό Δαμασκηνό («Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας» Γ´ 26, Ρ. ὒ. 94, 1348ΑΒ) καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ (ΕΠΕ ΙΙ, 255, 356-357, 440), στήν «᾿Απολογία ὑπέρ τοῦ ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ ᾿Αοράτου πολέμου κειμένου σημειώματος, περί τῆς ῾Αγίας ἡμῶν Θεοτόκου», διδάσκει ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς τρόποι ἑνώσεως καί κοινωνίας, ἡ «κατ᾿ οὐσίαν», ἡ «καθ᾿ ὑπόστασιν» καί ἡ «κατ᾿ ἐνέργειαν». «Κατ᾿ οὐσίαν» εἶναι ἑνωμένα μόνο τά Πρόσωπα τῆς ῾Αγίας Τριάδος. Τήν «καθ᾿ ὑπόστασιν» ἕνωση πραγματοποίησε ὁ Θεός-Λόγος, ὅταν προσέλαβε σάρκα, ἐνῶ ἡ «κατ᾿ ἐνέργειαν» ἕνωση χαρίστηκε στόν ἄνθρωπο μέ τήν «κατ᾿ εἰκόνα» δημιουργία του καί ἔχει σκοπό νά ὁδηγήσει τήν ἀνθρώπινη φύση στήν ὑποστατική ἕνωση μέ τόν Θεό-Λόγο «ἐν τῷ Χριστῷ» στήν «καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ ᾿Αρχετύπου» κατάληξή του. ῾Η Σάρκωση ἑπομένως τοῦ Θεοῦ-Λόγου δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς νίκης τοῦ Σατανᾶ πάνω στόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἔγινε ἐπειδή ἀποτελοῦσε τήν προαιώνια βουλή τοῦ Θεοῦ. ῾Ο τρόπος μέ τόν ὁποῖο πραγματοποιήθηκε τό μεγάλο μυστήριο ἄλλαξε· «῎Εδει… ἵνα μὴ πόρρῳ τοῦ Θεοῦ γένηται ξενωθεὶς ὁ ἄνθρωπος, ἄλλου ἀντεισαχθῆναι… τρόπον… τοῦ προτέρου παραδοξοτέρου τε καὶ θεοπρεπεστέρου, ὅσον τοῦ κατὰ φύσιν ἐστὶ τὸ ὑπὲρ φύσιν ἀνώτερον» (Μαξ. ῾Ομολ. Ρ. ὒ. 91, 1097ἒ). ῎Αν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶχε ἐκπέσει τῆς «ἀρχαίας δόξης του», μέ τή χαρισματική δυνατότητα τῆς «κατ᾿ εἰκόνα» δημιουργίας του, θά ὑψωνόταν, διά τῆς καθαρότητας καί τῆς ἀγάπης, πρός τό ᾿Αρχέτυπό του, ἔτσι ὥστε θά ἔφθανε στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» πρός τόν Θεό, θά ἑνωνόταν μέ τόν ἄνθρωπο ὑποστατικά ὁ Θεός-Λόγος, θά φανερωνόταν στήν ἱστορία ὁ Χριστός καί θά γινόταν ἡ «εἰσαγωγή τοῦ Πρωτοτόκου στήν οἰκουμένη» (῾Εβρ. 1, 6), πράγμα πού ἀποτελοῦσε τήν «προαιώνια βουλή τοῦ Θεοῦ, τό ὕψιστο μυστήριο», «τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν» (Κολ. 1, 26). ᾿Αλλά καί μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου ὁ σκοπός παραμένει ὁ ἴδιος· «Καὶ γὰρ πᾶσι κατάδηλόν ἐστι, ὡς τὸ ἐν Χριστῷ γενόμενον, ἐπὶ τέλει τοῦ αἰῶνος μυστήριον ἀναμφιβόλως τοῦ ἐν ἀρχῇ τοῦ αἰῶνος ἐν τῷ προπάτορι παρεθέντος ἀπόδειξις καὶ ἀποπλήρωσίς ἐστιν» (Μάξ. ῾Ομολ. ἔνθ. ἀνωτ.). ῾Ο ἅγιος Κύριλλος εὐθυγραμμίζεται μέ ὅλους τούς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας καί τονίζει τόσο τήν «προαιώνια βουλή τοῦ Θεοῦ» γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο καί τήν ῎Ενσαρκη Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως καί τῆς «ἀμαυρώσεως τοῦ κατ᾿ εἰκόνα» πλασμένου ἀνθρώπου.
3. Πολλοί ἀπό τούς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας δέχονται τήν ἄποψη ὅτι πρίν ἀπό τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων ἦταν ἄγνωστη σ᾿ αὐτούς ἡ σαρκική συνουσία. ᾿Ενδεικτικά ἀναφέρουμε σχετικές ἀπόψεις τῶν ἁγίων Πατέρων πάνω σ᾿ αὐτό τό θέμα.
α) Βασιλείου ᾿Αγκύρας· «Εἰ δὲ μὴ ἐκ παρέργου καὶ κατὰ τὸν Παράδεισον καὶ τὸν ἐκεῖ βίον τοῦ ᾿Αδὰμ ἐπισκέψαιο, εὕροις ἂν αὐτὸν ἐν μὲν Παραδείσῳ μὴ χρείαν ἐσχηκότα γνῶναι ἑαυτοῦ τὴν γυναῖκα· μετὰ δὲ τὴν παράβασιν καὶ τὸν θάνατον καὶ τὴν ἔκπτωσιν τοῦ Παραδείσου, τότε τὴν γυναῖκα γινώσκοντα». («Περί τῆς ἐν παρθενίᾳ ἀληθοῦς ἀφθορίας» 2. Ρ. ὒ. 30, 669 καί ΒΕΠΕΣ 29, 219).
β) Γρηγορίου Νύσσης· «Τί οὖν ἐκεῖνος (᾿Αδὰμ) ἦν; Γυμνὸς μὲν τῆς τῶν νεκρῶν δερμάτων ἐπιβολῆς, ἐν παρρησίᾳ δὲ τὸ τοῦ Θεοῦ πρόσωπον βλέπων, οὔπω δὲ διὰ γεύσεως καὶ ὁράσεως τὸ καλὸν κρίνων ἀλλὰ μόνον ‘τοῦ Κυρίου κατατρυφῶν’ καὶ τῇ δοθείσῃ βοηθῷ πρὸς τοῦτο χρώμενος, καθὼς ἐπισημαίνεται ἡ θεία Γραφή, ὅτι οὐ πρότερον αὐτὴν ἔγνω, πρὶν ἐξορισθῆναι τοῦ Παραδείσου, καὶ πρὶν ἐκείνων ἀντὶ τῆς ἁμαρτίας ἣν ἀπατηθεῖσα ἐξήμαρτε, τῇ τῶν ὠδίνων τιμωρίᾳ κατακριθῆναι» («Περί παρθενίας» 1. Ρ. ὒ. 46, 368).
γ) ᾿Ιωάννου Χρυσοστόμου· «Μίξεως δὲ ἐπιθυμία καὶ σύλληψις καὶ ὠδῖνες καὶ τόκοι καὶ πᾶν εἶδος φθορᾶς ἐξώριστο τῆς ἐκείνων ψυχῆς. ῞Ωσπερ δὲ ῥεῖθρον διειδὲς ἐκ καθαρᾶς πηγῆς προϊόν, οὕτως ἦσαν ἐν ἐκείνῳ τῷ χωρίῳ τῇ παρθενίᾳ κοσμούμενοι» (Ρ. ὒ. 53, 153).
δ) Γρηγορίου Θεολόγου· «… ὅτε πρῶτον ᾿Αδὰμ θέτο ἐν παραδείσῳ ἄζυγα… » («Παρθενίας ἔπαινος» Ρ. ὒ. 37, 553).
ε) ᾿Ιωάννου Δαμασκηνοῦ· «᾿Εν Παραδείσῳ ἡ παρθενία ἐπολιτεύετο» («Περί ᾿Ορθοδόξου Πίστεως» Ρ. ὒ. 94, 74-100).
Ϛ). Μαξίμου ῾Ομολογητοῦ· ῾Η γενική θέσις «περί πνευματικῆς εἰς πλῆθος αὐξήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους» (Ρ. ὒ. 91, 1341ἒ), ἡ ὁποία θά γινόταν ἄν δέν ἁμάρτανε ὁ ἄνθρωπος. Καί ἀκόμα ἡ γενική θεώρηση τοῦ θέματος κάτω ἀπό τό πρίσμα τοῦ ζεύγους ἡδονή-ὀδύνη (Ρ. ὒ. 90, 629ἲ-632Α).
῾Ο ἅγιος Κύριλλος ἀκολουθεῖ τήν ἴδια γραμμή καί τονίζει ὅτι ἡ συζυγική συνεύρεση εἶναι κάτι πού συνέβη «μετά τήν ἀπόπτωσιν ἐκ τοῦ Παραδείσου». Παρά τή σαφή αὐτή τοποθέτηση, δέν θά μπορούσαμε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι εἴμαστε σέ θέση νά γνωρίζουμε τήν ἀκριβή ἔννοια τοῦ προπτωτικοῦ «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε» (Γέν. 1, 28), ἀκριβῶς γιατί ἀγνοοῦμε τό τί καί τό πῶς ἀκριβῶς λειτουργοῦσε τό προπτωτικό ἀνθρώπινο σῶμα. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐκθέτοντας τίς σκέψεις τους δέν ἀπαντοῦν σέ κάποιο ἐνδεχόμενο γεγονός ἤ κάποιο διανοητικό κατασκεύασμα, ἀντίθετα ἐφαρμόζουν μιά ἀποφατικότητα στήν ἀνθρωπολογία. Μιλώντας ἔτσι μόνο γιά τά «εἴδη τῆς φθορᾶς» (ἡδονική ἕλξη, συνουσία, γέννηση) διαφυλάσσουν τό γεγονός τῆς μή καταπαύσεως τοῦ ἀνθρώπου σέ κανένα σταθμό τοῦ βιολογικοῦ βίου καί ἐνισχύουν τή συνεχή φορά του πρός τό μοναδικό τέλος του, τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό. Στή Βιβλική ἔκφραση θά πρέπει κυρίως νά ἀναζητηθεῖ ἡ θεολογική θέση, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γεννήθηκαν μέ τή μεταπτωτική ἐνοχή καί τή μεταπτωτική ἁμαρτητική ροπή. ῾Ο σκοπός δηλαδή τόσο τοῦ Βιβλικοῦ κειμένου ὅσο καί τῶν Πατέρων εἶναι νά δώσουν ἀνθρωπολογική ἑρμηνεία τῆς ποιότητας τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι τήν ἱστορία τῆς σεξουαλικῆς σχέσεως.
4. ῾Η βασιλική σφραγίδα εἶναι αὐτή τῆς «δωρεᾶς» τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, πού παίρνουμε μέ τό Μυστήριο τοῦ ἁγίου Χρίσματος καί ἡ ὁποία, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας «ὥσπερ ἔν τινι κηρῷ ταῖς τῶν δεχομένων αὐτὸ (τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον) καρδίαις ἀοράτως, δίκην σφραγῖδος ἐνθλίβεται… κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ δεικνῦον αὖθις τὸν ἄνθρωπον» (Ρ. ὒ. 75, 609ἲ). Αὐτή ἡ σφραγίδα εἶναι σημεῖο ταυτότητας τοῦ πιστοῦ καί ἀσφάλειάς του, ἀπό κάθε ἐχθρική ἐπιβουλή· «Εἰ δὲ προκαταλάβοις σεαυτὸν τῇ σφραγῖδι καὶ τὸ μέλλον ἀσφαλίσαιο τῷ καλλίστῳ τῶν βοηθημάτων καὶ στερροτάτῳ· σημειωθεὶς καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα, τῷ Χρίσματι καὶ τῷ Πνεύματι… Τοῦτό σοι καὶ ζῶντι μέγιστον εἰς ἀσφάλειαν. Πρόβατον γὰρ ἐσφραγισμένον οὐ ραδίως ἐπιβουλεύεται, τὸ δὲ ἀσήμαντον κλέπταις εὐάλωτον· καὶ ἀπελθόντι δεξιὸν ἐντάφιον, ἐσθῆτος λαμπρότερον, χρυσοῦ τιμιώτερον, τάφου μεγαλοπρεπέστερον» (Γρηγ. Θεολ. ΕΠΕ 4, 306). Αὐτή ἡ σφραγίδα, πού μετά τήν κοίμηση συνοδεύει ὡς ἐντάφιο τόν πιστό, τόν ἐνδύει λαμπρά ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή, «ὡς ἐσθῆτα βασιλική», διά τῆς ὁποίας οἱ ἅγιοι ῎Αγγελοι ἀναγνωρίζουν στόν ἄνθρωπο τήν εἰκόνα «τοῦ οἰκείου Δεσπότου». Αὐτή ἡ λαμπρή, «ἡ ἐμφώτειος ἐσθῆτα», γίνεται καί σημεῖο ἕλξεως τῶν ἄλλων ἀνθρώπων στήν ἀγάπη καί τή δοξολογία τοῦ Θεοῦ· «Οἱ ἅπαξ τὸν Χριστὸν ἐνδυσάμενοι καὶ ἔνοικον αὐτὸν ἔχειν καταξιωθέντες, δυνησόμεθα διὰ τῆς τοῦ βίου ἀκριβείας καὶ σιγῶντες ἅπασι δεικνύναι τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν τὴν δύναμιν. Καὶ ὃν τρόπον νῦν ἡ τῆς ἐσθῆτος ὑμῶν περιβολὴ καὶ τὸ φαιδρὸν τῶν ἱματίων πάντων ἐπισπᾶται τὰς ὄψεις, οὕτω καὶ εἰς τὸ διηνεκές, εἰ βουληθείητε, δυνήσεσθε τὴν φαιδρότητα τοῦ ἐνδύματος τοῦ βασιλικοῦ διατηροῦντες, ἀκριβέστερον ἢ νῦν διὰ τῆς κατὰ Θεὸν πολιτείας καὶ τῆς πολλῆς ἀκριβείας τοὺς ὁρῶντας ἅπαντας εἰς τὸν ὅμοιον ἐπισπάσεσθαι ζῆλον καὶ εἰς τὴν τοῦ Δεσπότου δοξολογίαν» (᾿Ιωάν. Χρυσ. ΕΠΕ 30, 414-416). Τέλος αὐτή ἡ σφραγίδα, τό «σημεῖο τοῦ Χριστοῦ», ἡ κληρονομία πού ἄφησε ὁ Χριστός «ἐκ τοῦ ἀγῶνος Του τοῦ ἐν τῷ Σταυρῷ» στούς ἐκλεκτούς Του, θά εἶναι καί «μερίδα» ὅσων ἀξιωθοῦν νά σταθοῦν «ἐκ δεξιῶν Του» στούς αἰῶνες.
5. Μετά τήν πτώση καί τήν ἔξοδο τοῦ ᾿Αδάμ ἀπό τόν Παράδεισο, ἡ ψυχή του μάκραινε ὁλοένα καί περισσότερο ἀπό τόν Θεό. ῾Η φθορά πού ἀκολούθησε τήν πτώση καί ἡ δαιμονική ἐπιρροή θόλωναν ὁλοένα καί περισσότερο τά πνευματικά του αἰσθητήρια. Βέβαια «αὐτάρκης… ἦν ἡ κατ᾿ εἰκόνα χάρις γνωρίζειν τὸν Θεὸν Λόγον, καὶ δι᾿ αὐτοῦ τὸν Πατέρα» (Μ. ᾿Αθανάσιος ΕΠΕ Ι, 256), ἀλλά ὁ ἄνθρωπος καί πάλι ἀστόχησε καί πρός αὐτή τήν πλευρά· «Εἰδὼς δὲ ὁ Θεὸς τὴν ἀσθένειαν τῶν ἀνθρώπων, προενοήσατο καὶ τῆς ἀμελείας τούτων, ἵν᾿, ἐὰν ἀμελήσαιεν δι᾿ ἑαυτῶν τὸν Θεὸν ἐπιγνῶναι, ἔχωσι διὰ τῶν τῆς κτίσεως ἔργων τὸν Δημιουργὸν μὴ ἀγνοεῖν. ᾿Επειδὴ δὲ ἡ ἀνθρώπων ἀμέλεια ἐπὶ τὰ χείρονα κατ᾿ ὀλίγον ἐπικαταβαίνει, προενοήσατο πάλιν ὁ Θεὸς καὶ τῆς τοιαύτης αὐτῶν ἀσθενείας νόμον καὶ Προφήτας τοὺς αὐτοῖς γνωρίμους ἀποστείλας, ἵν᾿, ἐὰν καὶ εἰς τὸν οὐρανὸν ὀκνήσωσιν ἀναβλέψαι καὶ γνῶναι τὸν ποιητήν, ἔχωσιν ἐκ τῶν ἐγγὺς τὴν διδασκαλίαν. ῎Ανθρωποι γὰρ παρὰ ἀνθρώπων ἐγγυτέρῳ δύνανται μαθεῖν περὶ τῶν κρειττόνων» (ἔνθ. ἀν.).
Παρόλα αὐτά ὅμως οἱ ἄνθρωποι «νικώμενοι ταῖς παραυτίκα ἡδοναῖς καὶ ταῖς παρὰ δαιμόνων φαντασίαις καὶ ἀπάταις, οὐκ ἀνένευσαν πρὸς τὴν ἀλήθειαν, ἀλλ᾿ ἑαυτοὺς πλείοσι κακοῖς καὶ ἁμαρτήμασιν ἐνεφόρησαν, ὡς μηκέτι δοκεῖν αὐτοὺς λογικούς, ἀλλὰ ἀλόγους ἐκ τῶν τρόπων νομίζεσθαι» (ἔνθ. ἀν.).
῾Η μοναδική λύση σ᾿ αὐτό τό δράμα ἦταν ἡ ἀνανέωση τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα»· «῎Εδει… τὸ κατ᾿ εἰκόνα πάλιν ἀνανεῶσαι, ἵνα δι᾿ αὐτοῦ πάλιν αὐτὸν γνῶναι δυνηθῶσιν οἱ ἄνθρωποι. Τοῦτο δὲ πῶς ἂν ἐγεγόνει, εἰ μὴ αὐτῆς τῆς τοῦ Θεοῦ εἰκόνος παραγενομένης, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ;» (ἔνθ. ἀν.).
Προσλαμβάνοντας ἔτσι ὁ Θεός-Λόγος σάρκα ἐκάλεσε ἐκ νέου σέ κοινωνία τόν ἄνθρωπο. Κι ἔτσι «ἀνεζωγραφήθη διὰ τῆς Εἰκόνος τὸ κατ᾿ εἰκόνα». ᾿Ακόμα φανερώθηκε ἡ δυναμική τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα», δηλαδή ἡ δυνατότητα τῆς «κατά χάριν» θεώσεως, χάρη σ᾿ αὐτήν καί μόνο τήν ἔμφυτη δωρεά τοῦ Θεοῦ, πράγμα πού εἶχε ἀναχαιτισθεῖ ἀπό τή μεσολάβηση τῆς ἁμαρτίας. ᾿Επίσης, καί τό σπουδαιότερο· Μέ τό νά γίνει ὁ Θεός ἄνθρωπος, διαφυλάχθηκε τό χάρισμα τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Θά μποροῦσε ἀσφαλῶς μέ πολλούς ἄλλους «δυναμικούς» τρόπους, ὁ Θεός νά δώσει τέλος στήν ἀνθρώπινη τραγωδία. Αὐτό ὅμως θά σήμαινε ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά ὑποτασσόταν ἀναγκαστικά στή θεία Δύναμη καί τό Μεγαλεῖο, δηλαδή θά ἔχανε τή δυνατότητα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς, τήν εὐχέρεια νά πεῖ, ἄν ἤθελε, πάλι «ὄχι» στόν Θεό. ᾿Αλλά ὁ Θεός τόν εἶχε δημιουργήσει «κατ᾿ εἰκόνα» Του, δηλαδή αὐτεξούσιο. Καί οἱ βουλές τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμετάθετες. Γι᾿ αὐτό ἡ θεία ᾿Αγάπη ἐπέλεξε τήν ὁδό τῆς «ἄκρας Ταπείνωσης», ἐκεῖ πού κανείς ὁδηγεῖται ἀπό τήν «εἰς τέλος» (᾿Ιωάν. 13, 1) ἀγάπη τοῦ ἀδελφοῦ. ῎Ετσι κάλεσε πάλι «ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον», ὥστε, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος «εὐμαρέστερον παιδευθῶσιν οἱ ἄνθρωποι».
6. ῾Ο Θεός, λέει ὁ Μ. ᾿Αθανάσιος, δέν εἶναι μόνο καλός Πατέρας, ἀλλά εἶναι καί τέλειος Δάσκαλος, πού φροντίζει, μέ κάθε τρόπο, νά ἐκπαιδεύσει καί νά προαγάγει στήν ὀρθογνωσία τούς μαθητές Του. ῞Οταν λοιπόν δέν εἶναι δυνατόν αὐτοί νά κατανοήσουν τά πολύ ὑψηλά μαθήματα, συγκαταβαίνει ᾿Εκεῖνος καί τά ἁπλοποιεῖ καί τά διδάσκει ἐπαναληπτικά μέ κατοχυρωμένες ἐπεξηγήσεις καί πολυάριθμα παραδείγματα. ῎Ετσι λοιπόν ἀκριβῶς ἔκανε καί ὁ Θεός-Λόγος στούς «δύσκολους» μαθητές Του, τούς σκοτισμένους καί ἄλογους εἰδωλολάτρες. ᾿Επειδή αὐτοί εἶχαν βυθιστεῖ στό ἔρεβος τῆς ἄγνοιας καί τῆς παρανόησης καί ἀναζητοῦσαν τόν Θεό στή δημιουργία καί τά αἰσθητά καί λάτρευσαν γιά Θεό ἀνθρώπους καί δαίμονες, γι᾿ αὐτό καί ἔρχεται ὁ Σωτήρας καί γίνεται ἄνθρωπος. Καί «ἐν ἀνθρώποις ἀναστρέφεται, καὶ τὰς αἰσθήσεις πάσας ἀνθρώπων προσλαμβάνει, ἵνα οἱ ἐν σωματικοῖς νοοῦντες εἶναι τὸν Θεόν, ἀφ᾿ ὧν ὁ Κύριος ἐργάζεται διὰ τῶν τοῦ σώματος ἔργων, ἀπ᾿ αὐτῶν νοήσωσι τὴν ἀλήθειαν καὶ δι᾿ αὐτοῦ τὸν Πατέρα λογίσωνται» (Μ. ᾿Αθαν. ΕΠΕ Ι, 264). ᾿Επειδή οἱ «μαθητές» ἦταν ἄνθρωποι πού ἀντιλαμβάνονταν μόνο ὅ,τι ὑπέπιπτε στίς αἰσθήσεις τους, ὁ Διδάσκαλος χρησιμοποίησε αὐτές ὡς «θυρίδες» γιά νά περάσει μέσα τους τή γνώση. ῞Οσοι λοιπόν λάτρευαν πρίν τήν κτίση, βοηθήθηκαν μέ τό νά δοῦν τήν κτίση νά ὑποτάσσεται στόν «Κτίσαντα» καί νά ξεπερνιοῦνται οἱ νόμοι της μ᾿ ἕνα Του πρόσταγμα καί μόνο. ῞Οσοι εἶχαν θεοποιήσει ἀνθρώπους καί τούς θεωροῦσαν πολύ σπουδαίους καί δυνατούς, μετανόησαν γιατί εἶδαν τόν «Υἱό τοῦ ᾿Ανθρώπου» νά ἐνεργεῖ ὑπεράνθρωπα ἔργα. ῞Οσοι θεωροῦσαν ἀκαταγώνιστους τούς δαίμονες καί ὁ φόβος τους τούς εἶχε ὁδηγήσει στή θεοποίησή τους, ἐλευθερώθηκαν μέ τό νά δοῦν αὐτούς νά ἐξαφανίζονται ἐνώπιον τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῎Αλλοι πάλι πού λάτρευαν νεκρούς, φωτίστηκαν βλέποντας τόν Χριστό ἀναστημένο· «Διὰ τοῦτο καὶ γεγέννηται καὶ ἄνθρωπος ἐφάνη καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, ἀμβλύνας καὶ ἐπισκιάσας τὰ τῶν πώποτε γενομένων ἀνθρώπων διὰ τῶν ἰδίων ἔργων, ἵνα ὅπου δ᾿ ἂν ὦσι προληφθέντες οἱ ἄνθρωποι, ἐκεῖθεν αὐτοὺς ἀναγάγῃ, καὶ διδάξῃ τὸν ἀληθινὸν ἑαυτοῦ Πατέρα, καθάπερ καὶ αὐτός φησιν· ἦλθον σῶσαι καὶ εὑρεῖν τὸ ἀπολωλὸς» (Μ. ᾿Αθαν. ΕΠΕ Ι, 266). ῎Ετσι λοιπόν τά ἀνθρωπόμορφα ξόανα, πού εἶχαν προσκυνηθεῖ ὡς θεοί, κήρυξαν, μετά τή φανέρωση τοῦ Θεανθρώπου, μέ τή νεκρότητά τους στούς λάτρεις τους, τό «ἴδε ὁ ῎Ανθρωπος».
7. Τιμή καί σεβασμός στό σῶμα, γιά τήν ᾿Ορθόδοξη θεολογική σκέψη, σημαίνει τιμή καί σεβασμό τῶν μελῶν τοῦ Χριστοῦ. ῾Η ἀφετηριακή τοποθέτηση αὐτῆς τῆς θεώρησης βρίσκεται στό γεγονός τῆς «Χριστοποίησης» τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία συντελεῖται κατά τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος («῞Οσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε»). Μέ τήν εὐχή τῆς τριχοκουρίας «σημαδεύεται τό πρόβατο τοῦ Χριστοῦ» καί ἀφιερώνεται ὑπαρξιακά ὁ «γεννηθείς δι᾿ ὕδατος καί Πνεύματος» στόν «ἀναγεννήσαντα αὐτόν» Κύριο. Καί μέ τή μετοχή του στά ἅγια Μυστήρια καί τήν ὅλη ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας «ἀνδρίζεται καί κραταιοῦται ἐν Κυρίῳ», ὡς ζωντανό καί καρποφόρο κλῆμα τῆς ᾿Αμπέλου. Στό ἑξῆς ὁλόκληρη ἡ ζωή καί οἱ ἐπί μέρους ἐπιδόσεις τοῦ πιστοῦ, ἡ νηστεία, ἡ ἄσκηση, ὁ «σεμνός βίος», φωτίζονται καί νοηματίζονται καί δέν ἀντιμετωπίζονται ὡς στέρηση, ἀλλά προσφέρονται ἑκούσια καί ἀγαπητικά ὡς «θυσία ζῶσα» καί ὡς «εὐῶδες θυμίαμα». Τότε τό σῶμα ἁρμολογεῖται εὐχαριστιακά στό ῞Ενα δοξασμένο Σῶμα. Λέγει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος·
Μέλη Χριστοῦ γινόμεθα, μέλη Χριστὸς ἡμῶν δέ, καὶ χεὶρ Χριστὸς καὶ ποὺς Χριστὸς ἐμοῦ τοῦ παναθλίου, καὶ χεὶρ Χριστοῦ καὶ ποὺς Χριστοῦ ὁ ἄθλιος ἐγώ δε· κινῶ τὴν χεῖρα, καὶ Χριστὸς ὅλος ἡ χείρ μού ἐστιν.—᾿Αμέριστον γὰρ νόει μοι θεότητα τὴν θείαν—Κινῶ τὸν πόδα καί, ἰδού, ἀστράπτει ὡς ἐκεῖνος
μὴ εἴπῃς ὅτι βλασφημῶ, ἀλλ᾿ ἀπόδεξαι ταῦτα καὶ τῷ Χριστῷ προσκύνησον τοιοῦτόν σε ποιοῦντι! Εἰ γὰρ καὶ σὺ θελήσειας, μέλος αὐτοῦ γενήσῃ, καὶ οὕτω μέλη ἅπαντα ἑνὸς ἡμῶν ἑκάστου μέλη Χριστοῦ γενήσονται, καὶ Χριστὸς ἡμῶν μέλη, καὶ πάντα τὰ ἀσχήμονα εὐσχήμονα ποιήσει
κάλλει θεότητος αὐτὰ κατακοσμῶν καὶ δόξῃ, καὶ γενησόμεθα ὁμοῦ θεοὶ θεῷ συνόντες, ἀσχημοσύνην σώματος ὅλως μὴ καθορῶντες, ἀλλ᾿ ὅλοι ὅλῳ σώματι Χριστῷ ὁμοιωθέντες,
καὶ μέλος ἕκαστον ἡμῶν ὅλος Χριστὸς ὑπάρξει. (῞Υμνος ΙΕ´, στίχ. 141-157).
῾Ο ἅγιος Κύριλλος, βασισμένος σ᾿ αὐτή τή θεολογική θεώρηση τοῦ σώματος, ἐπιμερίζει τή γενική περί τοῦ σώματος πίστη σέ λεπτομέρειες, οἱ ὁποῖες ἐνῶ ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνονται ἀσήμαντες, ἐν τούτοις διακονοῦν στόν ὅλο ἀγώνα τῆς καθάρσεως καί νοηματίζονται ὡς διαδραματίζουσες σπουδαῖο ρόλο στή συντήρηση τοῦ «Ναοῦ τοῦ σώματος», στόν ὁποῖο ὁ Κύριος μᾶς βεβαίωσε ὅτι θά «ἐνοικήσει καί ἐμπεριπατήσει», δηλαδή τό σῶμα μας θά τό ἀναστήσει, θά τό ἀφθαρτοποιήσει καί θά τό δοξάσει.
8. ῾Η ζωή τῆς ἁγνείας καί τῆς παρθενίας τιμήθηκε ἰδιαζόντως ἀπό τήν ᾿Εκκλησία. Κατά τούς ᾿Αποστολικούς Πατέρες, ἡ ζωή τῆς ἁγνείας προσφέρεται «εἰς τιμὴν τῆς σαρκὸς τοῦ Κυρίου» (᾿Ιγνάτιος Θεοφ. «Πρός Πολύκαρπον» 5, 2). ῾Η παρθενική ζωή εἶναι κατά κοινή παραδοχή «μίμησις ᾿Αγγέλων», πού ἀπό τήν παρούσα ζωή «διατρίβει ἐν οὐρανῷ»· «᾿Αλλ᾿ εἰ μὲν χωρεῖς καὶ παρθενίαν ἄσκησον, ἵνα δυνηθῇς ὅλως γενέσθαι τοῦ Θεοῦ καὶ δι᾿ ἀγάπης τελείας αὐτῷ προσκολληθῆναι, αὐτῷ προσεδρεύων διὰ βίου καὶ μεριμνῶν ἀπερισπάστως ἀεὶ τὰ τοῦ Κυρίου, καὶ προκαταλαμβάνων τὴν μέλλουσαν ζωὴν καὶ ὡς ἄγγελος Θεοῦ ἐπὶ γῆς πολιτευόμενος· αὐτῶν γάρ ἐστι ἡ παρθενία» (Γρηγ. Παλ. Φιλοκ. τόμ. 4, 97).
῾Η παρθενία δέν εἶναι κάτι πού χαρακτηρίζει μόνο τούς ᾿Αγγέλους, ἀλλά εἶναι νομοθετημένη ἀπό τόν ῎Ιδιο τόν Θεό· «Μέγα παρθενία καὶ ἀζυγία καὶ τὸ μετ᾿ ᾿Αγγέλων τετάχθαι καὶ τῆς μοναδικῆς φύσεως, ὀκνῶ γὰρ εἰπεῖν Χριστοῦ, ὃς καὶ γεννηθῆναι θελήσας διὰ τοὺς γεννητοὺς ἡμᾶς ἐκ Παρθένου γεννᾶται, παρθενίαν νομοθετῶν» (Γρηγ. Θεολ. Ρ. ὒ. 36, 576). ῾Ο Χριστός εἶναι «τῆς παρθενίας τὸ κλέος οὐ μόνον ἐκ Πατρὸς ἀρρεύστως καὶ ἀσυνδυάστως γεγεννημένος, ἀλλ᾿ ὅτι καὶ ἄνθρωπος καθ᾿ ἡμᾶς γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν ἐκ Παρθένου συναφείας ἄνευ σεσαρκωμένος, καὶ αὐτὸς παρθενίαν τὴν ἀληθῆ καὶ παντελῆ δεικνὺς ἐν ἑαυτῷ» (᾿Ιωάν. Δαμασκ. «Περί ᾿Ορθοδόξου Πίστεως» 4, 24).
῾Ο ἅγιος Κύριλλος τιμάει ἰδιαίτερα τή ζωή τῆς παρθενίας. Στίς Κατηχήσεις του βρίσκει πολλές κατάλληλες εὐκαιρίες νά ὑπενθυμίζει τήν ἀξία τῆς χαρισματικῆς αὐτῆς καταστάσεως. Αὐτό δέ πού τονίζει σ᾿ αὐτή τήν παράγραφο, ὅτι δηλαδή «αἱ παρθένοι μετὰ Μαρίας τῆς Παρθένου ἔχουσι μέρος», εἶναι βοηθητικό ἔναυσμα πού μπορεῖ νά ἀσκήσει δυναμική ἕλξη στίς ψυχές καί νά τίς ὁδηγήσει σέ ἀμετάκλητες ἀποφάσεις γιά τήν «ἀγγελομίμητον πολιτείαν».
2. Τό γεγονός τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ-Λόγου, ἡ Πατερική θεολογία τό ἑρμήνευσε μέσα στήν προοπτική τῆς ἰάσεως καί τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Χριστολογικές ἔριδες εἶχαν ἀκριβῶς αὐτόν τό σκοπό, τῆς διαφυλάξεως τῆς ἀλήθειας, στό Πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, γιά τή σωτηρία καί τήν ἀπολύτρωση τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ως σωτηρία δέ, νοεῖται ἡ ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας καί τῆς ἑνώσεως Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἡ ὁποία «διεκόπη» μέ τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καί «κατέστη» πάλι δυνατή διά τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στό Θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Γιατί, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τό Θεολόγο, «ὃ δὲ ἥνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο καὶ σώζεται» (᾿Επιστολή «πρός Κληδόνιον» Ρ. ὒ. 37, 181, 184). Γι᾿ αὐτό ἡ λυτρωτική πλευρά τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως καί ἡ περιχώρηση τῶν δύο φύσεων στό Πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τονίστηκαν μέ ἔμφαση ἀπό τούς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας.
Στίς ἀρχές τοῦ 12ου αἰώνα, ὅταν πλέον δογματικά τό θέμα εἶχε ὁλοκληρωθεῖ καί εἶχε ἐπισφραγιστεῖ ἀμετάκλητα ἀπό τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἄρχισε νά ἐμφανίζεται στή Δύση, ἀποκομμένη πλέον ἀπό τήν Πατερική παράδοση, μιά νέα ἄποψη ἤ μᾶλλον μιά νέα θέα τοῦ θέματος ἀπό ἄλλη πλευρά. ἒ῟ἶ ἲὸ῟ὖ ῍῏ἣ῏? (Γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος;) ἔθεσαν τό ἐρώτημα θεολόγοι τῆς Δυτικῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Μεσαίωνα. ῾Η μόνη δηλαδή αἰτία τῆς ᾿Ενσάρκου Οἰκονομίας εἶναι ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου; ῾Η δημιουργία μπορεῖ νά θέσει ἤ νά ἀλλάξει τό σκοπό τοῦ Δημιουργοῦ;
Στή θεολογία τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας δέν ὑπάρχει εἰδική ἀνάπτυξη τοῦ θέματος αὐτοῦ, γιά τούς λόγους πού προείπαμε. Οἱ Πατέρες δέν μιλοῦν γιά ἕνα φανταστικό θέμα, γιά τό τί δηλαδή θά γινότανε ἄν δέν ἁμάρτανε ὁ ᾿Αδάμ, ἀλλά βλέπουν τά θέματα σέ ἀνθρωπολογική καί κοσμολογική βάση.
῾Ο ἅγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης, ἀκολουθώντας τόν ἅγιο ᾿Ιωάννη τό Δαμασκηνό («Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας» Γ´ 26, Ρ. ὒ. 94, 1348ΑΒ) καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ (ΕΠΕ ΙΙ, 255, 356-357, 440), στήν «᾿Απολογία ὑπέρ τοῦ ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ ᾿Αοράτου πολέμου κειμένου σημειώματος, περί τῆς ῾Αγίας ἡμῶν Θεοτόκου», διδάσκει ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς τρόποι ἑνώσεως καί κοινωνίας, ἡ «κατ᾿ οὐσίαν», ἡ «καθ᾿ ὑπόστασιν» καί ἡ «κατ᾿ ἐνέργειαν». «Κατ᾿ οὐσίαν» εἶναι ἑνωμένα μόνο τά Πρόσωπα τῆς ῾Αγίας Τριάδος. Τήν «καθ᾿ ὑπόστασιν» ἕνωση πραγματοποίησε ὁ Θεός-Λόγος, ὅταν προσέλαβε σάρκα, ἐνῶ ἡ «κατ᾿ ἐνέργειαν» ἕνωση χαρίστηκε στόν ἄνθρωπο μέ τήν «κατ᾿ εἰκόνα» δημιουργία του καί ἔχει σκοπό νά ὁδηγήσει τήν ἀνθρώπινη φύση στήν ὑποστατική ἕνωση μέ τόν Θεό-Λόγο «ἐν τῷ Χριστῷ» στήν «καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ ᾿Αρχετύπου» κατάληξή του. ῾Η Σάρκωση ἑπομένως τοῦ Θεοῦ-Λόγου δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς νίκης τοῦ Σατανᾶ πάνω στόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἔγινε ἐπειδή ἀποτελοῦσε τήν προαιώνια βουλή τοῦ Θεοῦ. ῾Ο τρόπος μέ τόν ὁποῖο πραγματοποιήθηκε τό μεγάλο μυστήριο ἄλλαξε· «῎Εδει… ἵνα μὴ πόρρῳ τοῦ Θεοῦ γένηται ξενωθεὶς ὁ ἄνθρωπος, ἄλλου ἀντεισαχθῆναι… τρόπον… τοῦ προτέρου παραδοξοτέρου τε καὶ θεοπρεπεστέρου, ὅσον τοῦ κατὰ φύσιν ἐστὶ τὸ ὑπὲρ φύσιν ἀνώτερον» (Μαξ. ῾Ομολ. Ρ. ὒ. 91, 1097ἒ). ῎Αν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶχε ἐκπέσει τῆς «ἀρχαίας δόξης του», μέ τή χαρισματική δυνατότητα τῆς «κατ᾿ εἰκόνα» δημιουργίας του, θά ὑψωνόταν, διά τῆς καθαρότητας καί τῆς ἀγάπης, πρός τό ᾿Αρχέτυπό του, ἔτσι ὥστε θά ἔφθανε στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» πρός τόν Θεό, θά ἑνωνόταν μέ τόν ἄνθρωπο ὑποστατικά ὁ Θεός-Λόγος, θά φανερωνόταν στήν ἱστορία ὁ Χριστός καί θά γινόταν ἡ «εἰσαγωγή τοῦ Πρωτοτόκου στήν οἰκουμένη» (῾Εβρ. 1, 6), πράγμα πού ἀποτελοῦσε τήν «προαιώνια βουλή τοῦ Θεοῦ, τό ὕψιστο μυστήριο», «τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν» (Κολ. 1, 26). ᾿Αλλά καί μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου ὁ σκοπός παραμένει ὁ ἴδιος· «Καὶ γὰρ πᾶσι κατάδηλόν ἐστι, ὡς τὸ ἐν Χριστῷ γενόμενον, ἐπὶ τέλει τοῦ αἰῶνος μυστήριον ἀναμφιβόλως τοῦ ἐν ἀρχῇ τοῦ αἰῶνος ἐν τῷ προπάτορι παρεθέντος ἀπόδειξις καὶ ἀποπλήρωσίς ἐστιν» (Μάξ. ῾Ομολ. ἔνθ. ἀνωτ.). ῾Ο ἅγιος Κύριλλος εὐθυγραμμίζεται μέ ὅλους τούς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας καί τονίζει τόσο τήν «προαιώνια βουλή τοῦ Θεοῦ» γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο καί τήν ῎Ενσαρκη Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως καί τῆς «ἀμαυρώσεως τοῦ κατ᾿ εἰκόνα» πλασμένου ἀνθρώπου.
3. Πολλοί ἀπό τούς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας δέχονται τήν ἄποψη ὅτι πρίν ἀπό τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων ἦταν ἄγνωστη σ᾿ αὐτούς ἡ σαρκική συνουσία. ᾿Ενδεικτικά ἀναφέρουμε σχετικές ἀπόψεις τῶν ἁγίων Πατέρων πάνω σ᾿ αὐτό τό θέμα.
α) Βασιλείου ᾿Αγκύρας· «Εἰ δὲ μὴ ἐκ παρέργου καὶ κατὰ τὸν Παράδεισον καὶ τὸν ἐκεῖ βίον τοῦ ᾿Αδὰμ ἐπισκέψαιο, εὕροις ἂν αὐτὸν ἐν μὲν Παραδείσῳ μὴ χρείαν ἐσχηκότα γνῶναι ἑαυτοῦ τὴν γυναῖκα· μετὰ δὲ τὴν παράβασιν καὶ τὸν θάνατον καὶ τὴν ἔκπτωσιν τοῦ Παραδείσου, τότε τὴν γυναῖκα γινώσκοντα». («Περί τῆς ἐν παρθενίᾳ ἀληθοῦς ἀφθορίας» 2. Ρ. ὒ. 30, 669 καί ΒΕΠΕΣ 29, 219).
β) Γρηγορίου Νύσσης· «Τί οὖν ἐκεῖνος (᾿Αδὰμ) ἦν; Γυμνὸς μὲν τῆς τῶν νεκρῶν δερμάτων ἐπιβολῆς, ἐν παρρησίᾳ δὲ τὸ τοῦ Θεοῦ πρόσωπον βλέπων, οὔπω δὲ διὰ γεύσεως καὶ ὁράσεως τὸ καλὸν κρίνων ἀλλὰ μόνον ‘τοῦ Κυρίου κατατρυφῶν’ καὶ τῇ δοθείσῃ βοηθῷ πρὸς τοῦτο χρώμενος, καθὼς ἐπισημαίνεται ἡ θεία Γραφή, ὅτι οὐ πρότερον αὐτὴν ἔγνω, πρὶν ἐξορισθῆναι τοῦ Παραδείσου, καὶ πρὶν ἐκείνων ἀντὶ τῆς ἁμαρτίας ἣν ἀπατηθεῖσα ἐξήμαρτε, τῇ τῶν ὠδίνων τιμωρίᾳ κατακριθῆναι» («Περί παρθενίας» 1. Ρ. ὒ. 46, 368).
γ) ᾿Ιωάννου Χρυσοστόμου· «Μίξεως δὲ ἐπιθυμία καὶ σύλληψις καὶ ὠδῖνες καὶ τόκοι καὶ πᾶν εἶδος φθορᾶς ἐξώριστο τῆς ἐκείνων ψυχῆς. ῞Ωσπερ δὲ ῥεῖθρον διειδὲς ἐκ καθαρᾶς πηγῆς προϊόν, οὕτως ἦσαν ἐν ἐκείνῳ τῷ χωρίῳ τῇ παρθενίᾳ κοσμούμενοι» (Ρ. ὒ. 53, 153).
δ) Γρηγορίου Θεολόγου· «… ὅτε πρῶτον ᾿Αδὰμ θέτο ἐν παραδείσῳ ἄζυγα… » («Παρθενίας ἔπαινος» Ρ. ὒ. 37, 553).
ε) ᾿Ιωάννου Δαμασκηνοῦ· «᾿Εν Παραδείσῳ ἡ παρθενία ἐπολιτεύετο» («Περί ᾿Ορθοδόξου Πίστεως» Ρ. ὒ. 94, 74-100).
Ϛ). Μαξίμου ῾Ομολογητοῦ· ῾Η γενική θέσις «περί πνευματικῆς εἰς πλῆθος αὐξήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους» (Ρ. ὒ. 91, 1341ἒ), ἡ ὁποία θά γινόταν ἄν δέν ἁμάρτανε ὁ ἄνθρωπος. Καί ἀκόμα ἡ γενική θεώρηση τοῦ θέματος κάτω ἀπό τό πρίσμα τοῦ ζεύγους ἡδονή-ὀδύνη (Ρ. ὒ. 90, 629ἲ-632Α).
῾Ο ἅγιος Κύριλλος ἀκολουθεῖ τήν ἴδια γραμμή καί τονίζει ὅτι ἡ συζυγική συνεύρεση εἶναι κάτι πού συνέβη «μετά τήν ἀπόπτωσιν ἐκ τοῦ Παραδείσου». Παρά τή σαφή αὐτή τοποθέτηση, δέν θά μπορούσαμε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι εἴμαστε σέ θέση νά γνωρίζουμε τήν ἀκριβή ἔννοια τοῦ προπτωτικοῦ «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε» (Γέν. 1, 28), ἀκριβῶς γιατί ἀγνοοῦμε τό τί καί τό πῶς ἀκριβῶς λειτουργοῦσε τό προπτωτικό ἀνθρώπινο σῶμα. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐκθέτοντας τίς σκέψεις τους δέν ἀπαντοῦν σέ κάποιο ἐνδεχόμενο γεγονός ἤ κάποιο διανοητικό κατασκεύασμα, ἀντίθετα ἐφαρμόζουν μιά ἀποφατικότητα στήν ἀνθρωπολογία. Μιλώντας ἔτσι μόνο γιά τά «εἴδη τῆς φθορᾶς» (ἡδονική ἕλξη, συνουσία, γέννηση) διαφυλάσσουν τό γεγονός τῆς μή καταπαύσεως τοῦ ἀνθρώπου σέ κανένα σταθμό τοῦ βιολογικοῦ βίου καί ἐνισχύουν τή συνεχή φορά του πρός τό μοναδικό τέλος του, τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό. Στή Βιβλική ἔκφραση θά πρέπει κυρίως νά ἀναζητηθεῖ ἡ θεολογική θέση, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γεννήθηκαν μέ τή μεταπτωτική ἐνοχή καί τή μεταπτωτική ἁμαρτητική ροπή. ῾Ο σκοπός δηλαδή τόσο τοῦ Βιβλικοῦ κειμένου ὅσο καί τῶν Πατέρων εἶναι νά δώσουν ἀνθρωπολογική ἑρμηνεία τῆς ποιότητας τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι τήν ἱστορία τῆς σεξουαλικῆς σχέσεως.
4. ῾Η βασιλική σφραγίδα εἶναι αὐτή τῆς «δωρεᾶς» τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, πού παίρνουμε μέ τό Μυστήριο τοῦ ἁγίου Χρίσματος καί ἡ ὁποία, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας «ὥσπερ ἔν τινι κηρῷ ταῖς τῶν δεχομένων αὐτὸ (τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον) καρδίαις ἀοράτως, δίκην σφραγῖδος ἐνθλίβεται… κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ δεικνῦον αὖθις τὸν ἄνθρωπον» (Ρ. ὒ. 75, 609ἲ). Αὐτή ἡ σφραγίδα εἶναι σημεῖο ταυτότητας τοῦ πιστοῦ καί ἀσφάλειάς του, ἀπό κάθε ἐχθρική ἐπιβουλή· «Εἰ δὲ προκαταλάβοις σεαυτὸν τῇ σφραγῖδι καὶ τὸ μέλλον ἀσφαλίσαιο τῷ καλλίστῳ τῶν βοηθημάτων καὶ στερροτάτῳ· σημειωθεὶς καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα, τῷ Χρίσματι καὶ τῷ Πνεύματι… Τοῦτό σοι καὶ ζῶντι μέγιστον εἰς ἀσφάλειαν. Πρόβατον γὰρ ἐσφραγισμένον οὐ ραδίως ἐπιβουλεύεται, τὸ δὲ ἀσήμαντον κλέπταις εὐάλωτον· καὶ ἀπελθόντι δεξιὸν ἐντάφιον, ἐσθῆτος λαμπρότερον, χρυσοῦ τιμιώτερον, τάφου μεγαλοπρεπέστερον» (Γρηγ. Θεολ. ΕΠΕ 4, 306). Αὐτή ἡ σφραγίδα, πού μετά τήν κοίμηση συνοδεύει ὡς ἐντάφιο τόν πιστό, τόν ἐνδύει λαμπρά ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή, «ὡς ἐσθῆτα βασιλική», διά τῆς ὁποίας οἱ ἅγιοι ῎Αγγελοι ἀναγνωρίζουν στόν ἄνθρωπο τήν εἰκόνα «τοῦ οἰκείου Δεσπότου». Αὐτή ἡ λαμπρή, «ἡ ἐμφώτειος ἐσθῆτα», γίνεται καί σημεῖο ἕλξεως τῶν ἄλλων ἀνθρώπων στήν ἀγάπη καί τή δοξολογία τοῦ Θεοῦ· «Οἱ ἅπαξ τὸν Χριστὸν ἐνδυσάμενοι καὶ ἔνοικον αὐτὸν ἔχειν καταξιωθέντες, δυνησόμεθα διὰ τῆς τοῦ βίου ἀκριβείας καὶ σιγῶντες ἅπασι δεικνύναι τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν τὴν δύναμιν. Καὶ ὃν τρόπον νῦν ἡ τῆς ἐσθῆτος ὑμῶν περιβολὴ καὶ τὸ φαιδρὸν τῶν ἱματίων πάντων ἐπισπᾶται τὰς ὄψεις, οὕτω καὶ εἰς τὸ διηνεκές, εἰ βουληθείητε, δυνήσεσθε τὴν φαιδρότητα τοῦ ἐνδύματος τοῦ βασιλικοῦ διατηροῦντες, ἀκριβέστερον ἢ νῦν διὰ τῆς κατὰ Θεὸν πολιτείας καὶ τῆς πολλῆς ἀκριβείας τοὺς ὁρῶντας ἅπαντας εἰς τὸν ὅμοιον ἐπισπάσεσθαι ζῆλον καὶ εἰς τὴν τοῦ Δεσπότου δοξολογίαν» (᾿Ιωάν. Χρυσ. ΕΠΕ 30, 414-416). Τέλος αὐτή ἡ σφραγίδα, τό «σημεῖο τοῦ Χριστοῦ», ἡ κληρονομία πού ἄφησε ὁ Χριστός «ἐκ τοῦ ἀγῶνος Του τοῦ ἐν τῷ Σταυρῷ» στούς ἐκλεκτούς Του, θά εἶναι καί «μερίδα» ὅσων ἀξιωθοῦν νά σταθοῦν «ἐκ δεξιῶν Του» στούς αἰῶνες.
5. Μετά τήν πτώση καί τήν ἔξοδο τοῦ ᾿Αδάμ ἀπό τόν Παράδεισο, ἡ ψυχή του μάκραινε ὁλοένα καί περισσότερο ἀπό τόν Θεό. ῾Η φθορά πού ἀκολούθησε τήν πτώση καί ἡ δαιμονική ἐπιρροή θόλωναν ὁλοένα καί περισσότερο τά πνευματικά του αἰσθητήρια. Βέβαια «αὐτάρκης… ἦν ἡ κατ᾿ εἰκόνα χάρις γνωρίζειν τὸν Θεὸν Λόγον, καὶ δι᾿ αὐτοῦ τὸν Πατέρα» (Μ. ᾿Αθανάσιος ΕΠΕ Ι, 256), ἀλλά ὁ ἄνθρωπος καί πάλι ἀστόχησε καί πρός αὐτή τήν πλευρά· «Εἰδὼς δὲ ὁ Θεὸς τὴν ἀσθένειαν τῶν ἀνθρώπων, προενοήσατο καὶ τῆς ἀμελείας τούτων, ἵν᾿, ἐὰν ἀμελήσαιεν δι᾿ ἑαυτῶν τὸν Θεὸν ἐπιγνῶναι, ἔχωσι διὰ τῶν τῆς κτίσεως ἔργων τὸν Δημιουργὸν μὴ ἀγνοεῖν. ᾿Επειδὴ δὲ ἡ ἀνθρώπων ἀμέλεια ἐπὶ τὰ χείρονα κατ᾿ ὀλίγον ἐπικαταβαίνει, προενοήσατο πάλιν ὁ Θεὸς καὶ τῆς τοιαύτης αὐτῶν ἀσθενείας νόμον καὶ Προφήτας τοὺς αὐτοῖς γνωρίμους ἀποστείλας, ἵν᾿, ἐὰν καὶ εἰς τὸν οὐρανὸν ὀκνήσωσιν ἀναβλέψαι καὶ γνῶναι τὸν ποιητήν, ἔχωσιν ἐκ τῶν ἐγγὺς τὴν διδασκαλίαν. ῎Ανθρωποι γὰρ παρὰ ἀνθρώπων ἐγγυτέρῳ δύνανται μαθεῖν περὶ τῶν κρειττόνων» (ἔνθ. ἀν.).
Παρόλα αὐτά ὅμως οἱ ἄνθρωποι «νικώμενοι ταῖς παραυτίκα ἡδοναῖς καὶ ταῖς παρὰ δαιμόνων φαντασίαις καὶ ἀπάταις, οὐκ ἀνένευσαν πρὸς τὴν ἀλήθειαν, ἀλλ᾿ ἑαυτοὺς πλείοσι κακοῖς καὶ ἁμαρτήμασιν ἐνεφόρησαν, ὡς μηκέτι δοκεῖν αὐτοὺς λογικούς, ἀλλὰ ἀλόγους ἐκ τῶν τρόπων νομίζεσθαι» (ἔνθ. ἀν.).
῾Η μοναδική λύση σ᾿ αὐτό τό δράμα ἦταν ἡ ἀνανέωση τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα»· «῎Εδει… τὸ κατ᾿ εἰκόνα πάλιν ἀνανεῶσαι, ἵνα δι᾿ αὐτοῦ πάλιν αὐτὸν γνῶναι δυνηθῶσιν οἱ ἄνθρωποι. Τοῦτο δὲ πῶς ἂν ἐγεγόνει, εἰ μὴ αὐτῆς τῆς τοῦ Θεοῦ εἰκόνος παραγενομένης, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ;» (ἔνθ. ἀν.).
Προσλαμβάνοντας ἔτσι ὁ Θεός-Λόγος σάρκα ἐκάλεσε ἐκ νέου σέ κοινωνία τόν ἄνθρωπο. Κι ἔτσι «ἀνεζωγραφήθη διὰ τῆς Εἰκόνος τὸ κατ᾿ εἰκόνα». ᾿Ακόμα φανερώθηκε ἡ δυναμική τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα», δηλαδή ἡ δυνατότητα τῆς «κατά χάριν» θεώσεως, χάρη σ᾿ αὐτήν καί μόνο τήν ἔμφυτη δωρεά τοῦ Θεοῦ, πράγμα πού εἶχε ἀναχαιτισθεῖ ἀπό τή μεσολάβηση τῆς ἁμαρτίας. ᾿Επίσης, καί τό σπουδαιότερο· Μέ τό νά γίνει ὁ Θεός ἄνθρωπος, διαφυλάχθηκε τό χάρισμα τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Θά μποροῦσε ἀσφαλῶς μέ πολλούς ἄλλους «δυναμικούς» τρόπους, ὁ Θεός νά δώσει τέλος στήν ἀνθρώπινη τραγωδία. Αὐτό ὅμως θά σήμαινε ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά ὑποτασσόταν ἀναγκαστικά στή θεία Δύναμη καί τό Μεγαλεῖο, δηλαδή θά ἔχανε τή δυνατότητα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς, τήν εὐχέρεια νά πεῖ, ἄν ἤθελε, πάλι «ὄχι» στόν Θεό. ᾿Αλλά ὁ Θεός τόν εἶχε δημιουργήσει «κατ᾿ εἰκόνα» Του, δηλαδή αὐτεξούσιο. Καί οἱ βουλές τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμετάθετες. Γι᾿ αὐτό ἡ θεία ᾿Αγάπη ἐπέλεξε τήν ὁδό τῆς «ἄκρας Ταπείνωσης», ἐκεῖ πού κανείς ὁδηγεῖται ἀπό τήν «εἰς τέλος» (᾿Ιωάν. 13, 1) ἀγάπη τοῦ ἀδελφοῦ. ῎Ετσι κάλεσε πάλι «ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον», ὥστε, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος «εὐμαρέστερον παιδευθῶσιν οἱ ἄνθρωποι».
6. ῾Ο Θεός, λέει ὁ Μ. ᾿Αθανάσιος, δέν εἶναι μόνο καλός Πατέρας, ἀλλά εἶναι καί τέλειος Δάσκαλος, πού φροντίζει, μέ κάθε τρόπο, νά ἐκπαιδεύσει καί νά προαγάγει στήν ὀρθογνωσία τούς μαθητές Του. ῞Οταν λοιπόν δέν εἶναι δυνατόν αὐτοί νά κατανοήσουν τά πολύ ὑψηλά μαθήματα, συγκαταβαίνει ᾿Εκεῖνος καί τά ἁπλοποιεῖ καί τά διδάσκει ἐπαναληπτικά μέ κατοχυρωμένες ἐπεξηγήσεις καί πολυάριθμα παραδείγματα. ῎Ετσι λοιπόν ἀκριβῶς ἔκανε καί ὁ Θεός-Λόγος στούς «δύσκολους» μαθητές Του, τούς σκοτισμένους καί ἄλογους εἰδωλολάτρες. ᾿Επειδή αὐτοί εἶχαν βυθιστεῖ στό ἔρεβος τῆς ἄγνοιας καί τῆς παρανόησης καί ἀναζητοῦσαν τόν Θεό στή δημιουργία καί τά αἰσθητά καί λάτρευσαν γιά Θεό ἀνθρώπους καί δαίμονες, γι᾿ αὐτό καί ἔρχεται ὁ Σωτήρας καί γίνεται ἄνθρωπος. Καί «ἐν ἀνθρώποις ἀναστρέφεται, καὶ τὰς αἰσθήσεις πάσας ἀνθρώπων προσλαμβάνει, ἵνα οἱ ἐν σωματικοῖς νοοῦντες εἶναι τὸν Θεόν, ἀφ᾿ ὧν ὁ Κύριος ἐργάζεται διὰ τῶν τοῦ σώματος ἔργων, ἀπ᾿ αὐτῶν νοήσωσι τὴν ἀλήθειαν καὶ δι᾿ αὐτοῦ τὸν Πατέρα λογίσωνται» (Μ. ᾿Αθαν. ΕΠΕ Ι, 264). ᾿Επειδή οἱ «μαθητές» ἦταν ἄνθρωποι πού ἀντιλαμβάνονταν μόνο ὅ,τι ὑπέπιπτε στίς αἰσθήσεις τους, ὁ Διδάσκαλος χρησιμοποίησε αὐτές ὡς «θυρίδες» γιά νά περάσει μέσα τους τή γνώση. ῞Οσοι λοιπόν λάτρευαν πρίν τήν κτίση, βοηθήθηκαν μέ τό νά δοῦν τήν κτίση νά ὑποτάσσεται στόν «Κτίσαντα» καί νά ξεπερνιοῦνται οἱ νόμοι της μ᾿ ἕνα Του πρόσταγμα καί μόνο. ῞Οσοι εἶχαν θεοποιήσει ἀνθρώπους καί τούς θεωροῦσαν πολύ σπουδαίους καί δυνατούς, μετανόησαν γιατί εἶδαν τόν «Υἱό τοῦ ᾿Ανθρώπου» νά ἐνεργεῖ ὑπεράνθρωπα ἔργα. ῞Οσοι θεωροῦσαν ἀκαταγώνιστους τούς δαίμονες καί ὁ φόβος τους τούς εἶχε ὁδηγήσει στή θεοποίησή τους, ἐλευθερώθηκαν μέ τό νά δοῦν αὐτούς νά ἐξαφανίζονται ἐνώπιον τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῎Αλλοι πάλι πού λάτρευαν νεκρούς, φωτίστηκαν βλέποντας τόν Χριστό ἀναστημένο· «Διὰ τοῦτο καὶ γεγέννηται καὶ ἄνθρωπος ἐφάνη καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, ἀμβλύνας καὶ ἐπισκιάσας τὰ τῶν πώποτε γενομένων ἀνθρώπων διὰ τῶν ἰδίων ἔργων, ἵνα ὅπου δ᾿ ἂν ὦσι προληφθέντες οἱ ἄνθρωποι, ἐκεῖθεν αὐτοὺς ἀναγάγῃ, καὶ διδάξῃ τὸν ἀληθινὸν ἑαυτοῦ Πατέρα, καθάπερ καὶ αὐτός φησιν· ἦλθον σῶσαι καὶ εὑρεῖν τὸ ἀπολωλὸς» (Μ. ᾿Αθαν. ΕΠΕ Ι, 266). ῎Ετσι λοιπόν τά ἀνθρωπόμορφα ξόανα, πού εἶχαν προσκυνηθεῖ ὡς θεοί, κήρυξαν, μετά τή φανέρωση τοῦ Θεανθρώπου, μέ τή νεκρότητά τους στούς λάτρεις τους, τό «ἴδε ὁ ῎Ανθρωπος».
7. Τιμή καί σεβασμός στό σῶμα, γιά τήν ᾿Ορθόδοξη θεολογική σκέψη, σημαίνει τιμή καί σεβασμό τῶν μελῶν τοῦ Χριστοῦ. ῾Η ἀφετηριακή τοποθέτηση αὐτῆς τῆς θεώρησης βρίσκεται στό γεγονός τῆς «Χριστοποίησης» τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία συντελεῖται κατά τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος («῞Οσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε»). Μέ τήν εὐχή τῆς τριχοκουρίας «σημαδεύεται τό πρόβατο τοῦ Χριστοῦ» καί ἀφιερώνεται ὑπαρξιακά ὁ «γεννηθείς δι᾿ ὕδατος καί Πνεύματος» στόν «ἀναγεννήσαντα αὐτόν» Κύριο. Καί μέ τή μετοχή του στά ἅγια Μυστήρια καί τήν ὅλη ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας «ἀνδρίζεται καί κραταιοῦται ἐν Κυρίῳ», ὡς ζωντανό καί καρποφόρο κλῆμα τῆς ᾿Αμπέλου. Στό ἑξῆς ὁλόκληρη ἡ ζωή καί οἱ ἐπί μέρους ἐπιδόσεις τοῦ πιστοῦ, ἡ νηστεία, ἡ ἄσκηση, ὁ «σεμνός βίος», φωτίζονται καί νοηματίζονται καί δέν ἀντιμετωπίζονται ὡς στέρηση, ἀλλά προσφέρονται ἑκούσια καί ἀγαπητικά ὡς «θυσία ζῶσα» καί ὡς «εὐῶδες θυμίαμα». Τότε τό σῶμα ἁρμολογεῖται εὐχαριστιακά στό ῞Ενα δοξασμένο Σῶμα. Λέγει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος·
Μέλη Χριστοῦ γινόμεθα, μέλη Χριστὸς ἡμῶν δέ, καὶ χεὶρ Χριστὸς καὶ ποὺς Χριστὸς ἐμοῦ τοῦ παναθλίου, καὶ χεὶρ Χριστοῦ καὶ ποὺς Χριστοῦ ὁ ἄθλιος ἐγώ δε· κινῶ τὴν χεῖρα, καὶ Χριστὸς ὅλος ἡ χείρ μού ἐστιν.—᾿Αμέριστον γὰρ νόει μοι θεότητα τὴν θείαν—Κινῶ τὸν πόδα καί, ἰδού, ἀστράπτει ὡς ἐκεῖνος
μὴ εἴπῃς ὅτι βλασφημῶ, ἀλλ᾿ ἀπόδεξαι ταῦτα καὶ τῷ Χριστῷ προσκύνησον τοιοῦτόν σε ποιοῦντι! Εἰ γὰρ καὶ σὺ θελήσειας, μέλος αὐτοῦ γενήσῃ, καὶ οὕτω μέλη ἅπαντα ἑνὸς ἡμῶν ἑκάστου μέλη Χριστοῦ γενήσονται, καὶ Χριστὸς ἡμῶν μέλη, καὶ πάντα τὰ ἀσχήμονα εὐσχήμονα ποιήσει
κάλλει θεότητος αὐτὰ κατακοσμῶν καὶ δόξῃ, καὶ γενησόμεθα ὁμοῦ θεοὶ θεῷ συνόντες, ἀσχημοσύνην σώματος ὅλως μὴ καθορῶντες, ἀλλ᾿ ὅλοι ὅλῳ σώματι Χριστῷ ὁμοιωθέντες,
καὶ μέλος ἕκαστον ἡμῶν ὅλος Χριστὸς ὑπάρξει. (῞Υμνος ΙΕ´, στίχ. 141-157).
῾Ο ἅγιος Κύριλλος, βασισμένος σ᾿ αὐτή τή θεολογική θεώρηση τοῦ σώματος, ἐπιμερίζει τή γενική περί τοῦ σώματος πίστη σέ λεπτομέρειες, οἱ ὁποῖες ἐνῶ ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνονται ἀσήμαντες, ἐν τούτοις διακονοῦν στόν ὅλο ἀγώνα τῆς καθάρσεως καί νοηματίζονται ὡς διαδραματίζουσες σπουδαῖο ρόλο στή συντήρηση τοῦ «Ναοῦ τοῦ σώματος», στόν ὁποῖο ὁ Κύριος μᾶς βεβαίωσε ὅτι θά «ἐνοικήσει καί ἐμπεριπατήσει», δηλαδή τό σῶμα μας θά τό ἀναστήσει, θά τό ἀφθαρτοποιήσει καί θά τό δοξάσει.
8. ῾Η ζωή τῆς ἁγνείας καί τῆς παρθενίας τιμήθηκε ἰδιαζόντως ἀπό τήν ᾿Εκκλησία. Κατά τούς ᾿Αποστολικούς Πατέρες, ἡ ζωή τῆς ἁγνείας προσφέρεται «εἰς τιμὴν τῆς σαρκὸς τοῦ Κυρίου» (᾿Ιγνάτιος Θεοφ. «Πρός Πολύκαρπον» 5, 2). ῾Η παρθενική ζωή εἶναι κατά κοινή παραδοχή «μίμησις ᾿Αγγέλων», πού ἀπό τήν παρούσα ζωή «διατρίβει ἐν οὐρανῷ»· «᾿Αλλ᾿ εἰ μὲν χωρεῖς καὶ παρθενίαν ἄσκησον, ἵνα δυνηθῇς ὅλως γενέσθαι τοῦ Θεοῦ καὶ δι᾿ ἀγάπης τελείας αὐτῷ προσκολληθῆναι, αὐτῷ προσεδρεύων διὰ βίου καὶ μεριμνῶν ἀπερισπάστως ἀεὶ τὰ τοῦ Κυρίου, καὶ προκαταλαμβάνων τὴν μέλλουσαν ζωὴν καὶ ὡς ἄγγελος Θεοῦ ἐπὶ γῆς πολιτευόμενος· αὐτῶν γάρ ἐστι ἡ παρθενία» (Γρηγ. Παλ. Φιλοκ. τόμ. 4, 97).
῾Η παρθενία δέν εἶναι κάτι πού χαρακτηρίζει μόνο τούς ᾿Αγγέλους, ἀλλά εἶναι νομοθετημένη ἀπό τόν ῎Ιδιο τόν Θεό· «Μέγα παρθενία καὶ ἀζυγία καὶ τὸ μετ᾿ ᾿Αγγέλων τετάχθαι καὶ τῆς μοναδικῆς φύσεως, ὀκνῶ γὰρ εἰπεῖν Χριστοῦ, ὃς καὶ γεννηθῆναι θελήσας διὰ τοὺς γεννητοὺς ἡμᾶς ἐκ Παρθένου γεννᾶται, παρθενίαν νομοθετῶν» (Γρηγ. Θεολ. Ρ. ὒ. 36, 576). ῾Ο Χριστός εἶναι «τῆς παρθενίας τὸ κλέος οὐ μόνον ἐκ Πατρὸς ἀρρεύστως καὶ ἀσυνδυάστως γεγεννημένος, ἀλλ᾿ ὅτι καὶ ἄνθρωπος καθ᾿ ἡμᾶς γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν ἐκ Παρθένου συναφείας ἄνευ σεσαρκωμένος, καὶ αὐτὸς παρθενίαν τὴν ἀληθῆ καὶ παντελῆ δεικνὺς ἐν ἑαυτῷ» (᾿Ιωάν. Δαμασκ. «Περί ᾿Ορθοδόξου Πίστεως» 4, 24).
῾Ο ἅγιος Κύριλλος τιμάει ἰδιαίτερα τή ζωή τῆς παρθενίας. Στίς Κατηχήσεις του βρίσκει πολλές κατάλληλες εὐκαιρίες νά ὑπενθυμίζει τήν ἀξία τῆς χαρισματικῆς αὐτῆς καταστάσεως. Αὐτό δέ πού τονίζει σ᾿ αὐτή τήν παράγραφο, ὅτι δηλαδή «αἱ παρθένοι μετὰ Μαρίας τῆς Παρθένου ἔχουσι μέρος», εἶναι βοηθητικό ἔναυσμα πού μπορεῖ νά ἀσκήσει δυναμική ἕλξη στίς ψυχές καί νά τίς ὁδηγήσει σέ ἀμετάκλητες ἀποφάσεις γιά τήν «ἀγγελομίμητον πολιτείαν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου