«Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΔΑΝΙΗΛ»
Ὁ καιρός περνοῦσε καί οἱ καρδιές τῶν ὑπόδουλων Ἰουδαίων ἦταν
βυθισμένες στόν πόνο καί στή νοσταλγία. Στή νέα τους πατρίδα ζοῦσαν κρατώντας
τήν πίστη καί τή λατρεία τους στόν Ἕνα, τόν Μόνο, Ἀληθινό Θεό. Ἀνάμεσά τους
διακρινόταν ἰδιαίτερα ὁ ἄρχοντας Ἰωακείμ καί ἡ σύζυγός του, ἡ Σωσσάνα.
Ὁ Ἰωακείμ ἦταν πλούσιος, ἀλλά καί πολύ πιστός
στόν Θεό. Ἡ σύζυγός του πάλι, ἡ Σωσσάνα ἦταν πολύ ὄμορφη, συνετή καί καλόγνωμη
γυναίκα. Ἔτσι στό σπιτικό τους ἐπικρατοῦσε ἡ χαρά, ἡ εὐπρέπεια καί ἡ εἰρήνη. Καί
ὁ Θεός εὐλογοῦσε ἁπλόχερα τή ζωή καί τά ἔργα τους. Ὁ Ἰωακείμ ἐργαζόταν ὡς
γεωργός καί ἀμπελουργός καί κυβερνοῦσε τά κτήματά τους μέ σύνεση καί ἐπιμέλεια.
Καί ἡ Σωσσάνα, σάν καλή καί φρόνημη οἰκοδέσποινα φρόντιζε μέ τίς βοηθούς της τό
εὐλογημένο σπιτικό τους. Ζοῦσε πολύ ταπεινά ἡ Σωσσάνα καί συνεργαζόταν ἀδελφικά
μέ τίς γυναῖκες πού εἶχε γιά βοηθούς στό ἔργο της. Κάθε μέρα μάλιστα, ὅταν αὐτές
τελείωναν τίς ἐργασίες τους, τίς ἔπαιρνε ὡς συνοδούς της στόν περίπατο πού ἡ
ἴδια συνήθιζε νά κάνει στό μεγάλο περιβόλι τους, πού ἦταν γεμᾶτο μέ λαχανικά καί
καρποφόρα δέντρα. Ἔτσι τίς ξεκούραζε καί παράλληλα τούς μάθαινε τήν ἄσκηση τῆς
ἀρετῆς Τίς νουθετοῦσε συνεχῶς, σάν πραγματική μητέρα καί ἀδελφή, βοηθώντας τες
νά προαχθοῦν σέ ὅλες τίς ἀρετές καί νά διορθωθοῦν σέ ὅ,τι ἐκεῖνες
ὑστεροῦσαν.
***
Στό σπίτι τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Σωσσάνας σύχναζαν δυό συντοπίτες τους Ἑβραῖοι, τούς ὁποίους ὁ λαός εἶχε ὁρίσει ὡς Κριτές στίς διαφωνίες καί τά διάφορα θέματα πού προέκυπταν στή ζωή τῶν ἄλλων συμπατριωτῶν τους. Τούς εἶχαν δηλαδή ἀναθέσει νά τακτοποιοῦν, μέ εἰρηνικό τρόπο καί σύνεση, κάθε διαφορά, πού κάθε φορά θά προέκυπτε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ τους.
Οἱ δυό αὐτοί Κριτές σύχναζαν στό σπίτι τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Σωσσάνας, ἐπειδή ἤθελαν νά συμβουλεύονται καί νά ζητοῦν τή γνώμη τοῦ Ἰωακείμ πάνω στά διάφορα θέματα πού ἀντιμετώπιζαν. Ἔτσι, ἡ ἀπόφαση πού θά ’παιρναν νά ἦταν ἀρκετά μελετημένη καί ἐγγυημένη ἀπό τή συνετή γνώμη τοῦ Ἰωακείμ. Ὡς ἄνθρωποι ὅμως κι αὐτοί οἱ Κριτές ἔκαναν κάποιες φορές ἄστοχα πράγματα. Γιατί Σοφός, Δίκαιος καί Πάνσοφος Κριτής τοῦ κόσμου εἶναι μόνο ὁ Θεός.
Κάποτε λοιπόν, πού ἀπουσίαζε ἀπό τό σπίτι του ὁ Ἰωακείμ, οἱ δυό ἐπισκέπτες Κριτές, πού πῆγαν στό ἀρχοντικό του, ἀστόχησαν καί τόλμησαν νά ἀσεβήσουν κατά τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό, γιατί ἐκεῖνοι ἔπαψαν νά βλέπουν μέ καρδιά καθαρή τή σύζυγο τοῦ Ἰωακείμ, τή συνετή Σωσσάνα καί ἔβαλαν γι’ αὐτήν κακό λογισμό.
***
Στό σπίτι τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Σωσσάνας σύχναζαν δυό συντοπίτες τους Ἑβραῖοι, τούς ὁποίους ὁ λαός εἶχε ὁρίσει ὡς Κριτές στίς διαφωνίες καί τά διάφορα θέματα πού προέκυπταν στή ζωή τῶν ἄλλων συμπατριωτῶν τους. Τούς εἶχαν δηλαδή ἀναθέσει νά τακτοποιοῦν, μέ εἰρηνικό τρόπο καί σύνεση, κάθε διαφορά, πού κάθε φορά θά προέκυπτε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ τους.
Οἱ δυό αὐτοί Κριτές σύχναζαν στό σπίτι τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Σωσσάνας, ἐπειδή ἤθελαν νά συμβουλεύονται καί νά ζητοῦν τή γνώμη τοῦ Ἰωακείμ πάνω στά διάφορα θέματα πού ἀντιμετώπιζαν. Ἔτσι, ἡ ἀπόφαση πού θά ’παιρναν νά ἦταν ἀρκετά μελετημένη καί ἐγγυημένη ἀπό τή συνετή γνώμη τοῦ Ἰωακείμ. Ὡς ἄνθρωποι ὅμως κι αὐτοί οἱ Κριτές ἔκαναν κάποιες φορές ἄστοχα πράγματα. Γιατί Σοφός, Δίκαιος καί Πάνσοφος Κριτής τοῦ κόσμου εἶναι μόνο ὁ Θεός.
Κάποτε λοιπόν, πού ἀπουσίαζε ἀπό τό σπίτι του ὁ Ἰωακείμ, οἱ δυό ἐπισκέπτες Κριτές, πού πῆγαν στό ἀρχοντικό του, ἀστόχησαν καί τόλμησαν νά ἀσεβήσουν κατά τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό, γιατί ἐκεῖνοι ἔπαψαν νά βλέπουν μέ καρδιά καθαρή τή σύζυγο τοῦ Ἰωακείμ, τή συνετή Σωσσάνα καί ἔβαλαν γι’ αὐτήν κακό λογισμό.
Ἡ Σωσσάνα, μέ τίς γυναῖκες, πού ἐργάζονταν στό σπιτικό τους, ἔκαναν ἐκείνη τήν ὥρα τόν συνηθισμένο περίπατό τους καί συζητοῦσαν ἀμέριμνα, θαυμάζοντας τήν ὀμορφιά καί τήν εὐφορία πού εἶχε τό ὄμορφο περιβόλι τους. Οἱ Κριτές, καθώς τίς εἶδαν, ἔβαλαν ἀμέσως σέ ἐνέργεια τό πονηρό σχέδιό τους. Κρύφθηκαν γύρω σέ κάποιους θάμνους καί, γιά μιά στιγμή, ἅρπαξαν βίαια τή Σωσσάνα πού περπατοῦσε ἐκεῖ εἰρηνική καί ἀμέριμνη. Τῆς ζήτησαν μετά νά συγκατατεθεῖ στίς ἄνομες ἐπιθυμίες τους καί νά ἁμαρτήσει μαζί τους. Τῆς ἔθεσαν μάλιστα τό δίλημμα ἤ νά ἐκπληρώσει τήν ἐπιθυμία τους ἤ νά πάρει ἀπόφαση τήν καταδίκη της. Γιατί ἐκεῖνοι, τῆς εἶπαν, θά διέστρεφαν τήν ἀλήθεια καί θά τήν κατηγοροῦσαν, λέγοντας ὅτι τήν συνέλαβαν κατά τήν ἀπουσία τοῦ συζύγου της, νά τόν ἀπατᾶ, καί νά μοιχεύει. Καί ἡ καταδίκη πού ὁ Νόμος ὅριζε τότε γιά τή μοιχαλίδα σύζυγο ἦταν πολύ βαριά. Ἄγριος θάνατος τήν περίμενε καί μάλιστα, μέ λιθοβολισμό.
Τό δίλημμα γιά τήν ἁγνή Σωσσάνα ἦταν πολύ μεγάλο. Ἡ δυνατή ὅμως καί πιστή ψυχή της οὔτε στιγμή δέν δείλιασε. Μέ μιᾶς, ξέφυγε ἀπό τά μιαρά χέρια τῶν πονηρῶν Κριτῶν, ὅπως τό γοργό ζαρκάδι γλιτώνει τήν τελευταία στιγμή ἀπό τήν ὕπουλη παγίδα. Προτίμησε ἡ ἁγνή Σωσσάνα τήν καταδίκη ἀπό τή ντροπή, τό θάνατο ἀπό τήν ἀπιστία.
Τήν ἄλλη μέρα ἐπέστρεψε ὁ Ἰωακείμ καί οἱ Κριτές τοῦ κατήγγειλαν τό φανταστικό ἁμάρτημα τῆς συζύγου του. Μάζεψαν μάλιστα καί πολύ πλῆθος λαοῦ, γιά νά ὁλοκληρώσουν τήν καταδίκη τῆς δίκαιης αὐτῆς Ἰσραηλίτισσας. Σέ λίγο ἔσυραν τήν κατηγορούμενη γυναίκα στόν τόπο τῆς καταδίκης της. Ἡ γενναία Σωσσάνα ὅμως δέν ἀπελπίσθηκε. Προσευχόταν θερμά στόν Παντογνώστη Θεό καί Τόν παρακαλοῦσε, ὥστε Ἐκεῖνος νά ἀποκαλύψει τήν ἀλήθεια. Καί ὁ Θεός, ὁ Μόνος Δίκαιος καί Πανάγαθος Κριτής, πού γνωρίζει τά βάθη τῆς καρδιᾶς τῶν ἀνθρώπων, δέν ἄφησε τό πλάσμα Του ἀβοήθητο. Καί νά, τί ἔγινε: Καθώς ὁ ἐξαγριωμένος λαός ἔσυρε τή Σωσσάνα ἔξω ἀπό τήν πόλη, ὅπου κατά τό Νόμο ἔπρεπε νά λιθοβοληθεῖ, συνάντησε στήν εἴσοδο τῆς πόλης τόν Δανιήλ, πού ἐπέστρεφε ἐκείνη τήν ὥρα ἀπό κάποια βασιλική ἀποστολή.
Τόν Δανιήλ τόν ἐκτιμοῦσαν ὅλοι οἱ συντοπῖτες του καί τόν σέβονταν. Κι αὐτό, ὄχι τόσο γιά τό ἀξίωμα πού εἶχε κοντά στό βασιλιά σάν πρωτεπιστάτης τοῦ παλατιοῦ, μά γιά τόν εὐθύ καί δίκαιο χαρακτήρα του καί κυρίως γιά τήν ἐνάρετη ζωή του.
Ὁ Δανιήλ ἀπόρρησε μέ τό θέαμα, σπλαχνίστηκε τή συκοφαντημένη φτωχιά Σωσσάνα καί, ὅταν ἄμαθε τό γεγονός, ἀγανάκτησε γιά τό ἄδικο πού γινόταν στήν ἀνυπεράσπιστη αὐτή γυναίκα. Παρόλο λοιπόν πού ὁ ἴδιος ἦταν νέος καί σχετικά ἄπειρος, καθόλου δέν δίστασε. Ζήτησε τή δύναμη καί τό φωτισμό τοῦ Θεοῦ καί ὄρθωσε τό ἀνάστημά του. Πῆρε τό θάρρος τότε καί τόλμησε νά βροντοφωνάξει στό λαό καί νά τούς πεῖ:
—Γιατί τρέχετε νά φονεύσετε μιά ἄκακη καί ἀθώα γυναίκα; Τήν ἀνακρίνατε σωστά, ὥστε νά τήν δικάσετε δίκαια; Νομίζω πώς ἔχετε ὅλοι σας πλανηθεῖ. Γι’ αὐτό ζητάω νά μοῦ δώσετε τήν ἄδεια νά ἀνακρίνω ἐνώπιόν σας, γιά μιά ἀκόμη φορά, αὐτή τή γυναίκα, ἀλλά καί τούς Κριτές της. Κι ἄν ἀποδειχθεῖ πώς πράγματι, ἡ Σωσσάνα εἶναι μοιχαλίδα, τότε σᾶς ἐπιτρέπετε νά ἐκτελέσετε τήν ἀπόφασή σας. Κι ἄν ὄχι, τότε νά πάρετε μιά νέα, δικαιότερη ἀπόφαση.
Χάρηκε ὁ λαός μέ τοῦτο τό λόγο τοῦ Δανιήλ, γιατί στήν πραγματικότητα, κανείς τους δέν μποροῦσε νά πιστέψει τίς κατηγορίες τῶν Κριτῶν. Τό ἔκαναν μόνο καί μόνο ἀπό σεβασμό στό λειτούργημά τους. Ἀλλά οὔτε πάλι ἦταν σέ θέση κανείς τους, νά ἀνατρέψει, μ’ ἄλλον τρόπο, τά ὅσα αὐτοί ἰσχυρίζονταν. Ἔτσι γύρισαν ὅλοι πίσω μέ πολλή χαρά –γιατί ὅλοι τους πολύ ἀγαποῦσαν καί τιμοῦσαν τή Σωσσάνα– καί ἀνέβασαν στό κριτήριο τόν Δανιήλ. Ἐκεῖνος τότε εἶπε μέ πειστικό τρόπο στό λαό:
—Θά ἐξετάσω πρῶτα χωριστά, ἕνα-ἕνα τούς Κριτές. Ἀφῆστε λοιπόν ἐδῶ τόν πρῶτο καί πᾶρτε τόν ἄλλο, ὥστε νά μήν ἀκούσει τοῦ πρώτου τήν κατάθεση.
Στράφηκε μετά στόν πρῶτο Κριτή καί τόν ρώτησε αὐστηρά:
—Σέ ποιά ἀκριβῶς θέση τοῦ κήπου εἶδες τή Σωσσάνα νά ἁμαρτάνει;
—Κάτω ἀπό τό σχίνο, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
—Ψεύδεσαι, τοῦ ἀπάντησε ἀποφαστικά ὁ Δανιήλ. Ὕστερα στράφηκε πρός τό λαό καί εἶπε:
—Πᾶρτε τώρα αὐτόν καί φέρτε μου τό συντροφό του.
—Σέ ποιά ἀκριβῶς θέση τοῦ κήπου εἶδες τή Σωσσάνα νά ἁμαρτάνει; ἐπανέλαβε καί σ’ αὐτόν ὁ Δανιήλ.
—Κάτω ἀπό τό πουρνάρι ἀπάντησε ἀδίστακτα ἐκεῖνος.
—Κι ἐσύ ψεύδεσαι τοῦ λέει ὁ Δανιήλ. Τώρα ὅλοι ὅσοι παρευρίσκονται θά κρίνουν καί τούς δύο σας.
Τότε ἔγινε μεγάλη χαρά. Ἀνακουφίστηκε ἐκείνη τή στιγμή τό μέχρι τότε ἀγριεμένο πλῆθος καί ἀποδέχθηκε ὁλόκαρδα καί μέ θαυμασμό τήν ἀπόφαση τοῦ σοφοῦ Δανιήλ. Κατάλαβαν ὅλοι τό λάθος πού εἶχαν κάνει ὅταν ἔδωσαν πίστη στά λόγια τῶν κακόβουλων Κριτῶν καί δόξασαν τόν Θεό γιατί δέν ἐπέτρεψε νά γίνει τέτοιο κακό. Ἀλλά κυρίως, εὐχαρίστησαν τόν δωρεοδότη Θεό, πού εἶχε δώσει τόση σύνεση καί τόση σοφία στόν Δανιήλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου