Προκατήχηση
Δηλαδή πρόλογος στίς Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Πατέρα
μας, ΚΥΡΙΛΛΟΥ, Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων.
Α´ Τώρα πιά σᾶς ἄγγιξε ἡ ὀσμή τῆς μακαριότητας, ὅλους ἐσᾶς πού ἤρθατε στίς
τάξεις τῶν Φωτιζομένων1. Τώρα πιά μαζεύετε τά νοητά ἄνθη, γιά νά πλέξετε οὐράνια
στεφάνια. Τώρα πιά ἔπνευσε ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τώρα πιά βρισκόσαστε
στό προαύλιο τῶν βασιλικῶν ἀνακτόρων. Ἄς δώσει ὁ Θεός νά μπῆτε καί μέσα σ᾿ αὐτά,
ὁδηγημένοι ἀπό τόν ἴδιο τό Βασιλιά. Τώρα ἄνθισαν τά δέντρα, ἄς δώσει ὁ Θεός νά
δέσουν καί νά ὡριμάσουν παράλληλα καί οἱ καρποί.
Τά ὀνόματά σας ἔχουν ἤδη καταγραφεῖ2, ἐπιστρατευτήκατε. Οἱ λαμπάδες πού θά σᾶς συνοδεύσουν στή νυφική τελετή ἔχουν ἑτοιμαστεῖ. Μέσα σας ὑπάρχει ἔντονη ἡ ἐπιθυμία τῆς οὐράνιας πολιτείας. Ἔχετε πρόθεση ἀγαθή καί αὐτή εἶναι πού σᾶς χαρίζει τήν ἐλπίδα. Εἶναι ἀδιάψευστος ἐκεῖνος πού εἶπε ὅτι «σ᾿ ἐκείνους πού ἀγαποῦν τόν Θεό, τά πάντα συνεργοῦν στό ἀγαθό» (Ρωμ. 8, 28). Καί ὁ μέν Θεός χορηγεῖ πλουσιοπάροχα τήν εὐεργεσία, περιμένει ὅμως καί τή γνήσια προαίρεση τοῦ καθενός μας. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος συμπλήρωσε λέγοντας· «ἐννοῶ βέβαια ἐκείνους τούς ὁποίους ἡ ἴδια ἡ προαίρεσή τους τούς ἔχει κάνει δεκτικούς τῆς θείας κλήσεως». Ἡ ἴδια λοιπόν ἡ πρόθεσή σου, ὅταν εἶναι γνήσια, σέ κάνει διαλεχτό καί καλεσμένο3. Τό νά βρίσκεσαι βέβαια στίς τάξεις τῶν Φωτιζομένων, χωρίς νά καλλιεργεῖς καί τήν ἀνάλογη προδιάθεση, δέν ἔχει νά σέ ὠφελήσει σέ τίποτα.
Β´ Κάποτε ἦρθε στήν Ἐκκλησία καί βαπτίστηκε ὁ Σίμωνας ὁ μάγος (πρβλ. Πράξ. 8, 13). Πράγματι, βαπτίστηκε, ἀλλά δέν φωτίστηκε4. Τό σῶμα του βυθίστηκε στό νερό, ἡ ψυχή του ὅμως δέν φωτίστηκε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Βυθίστηκε τό σῶμα του στό νερό καί ξαναβγῆκε, «ἡ ψυχή του ὅμως δέν θάφτηκε μαζί μέ τόν Χριστό, οὔτε πάλι ἀναστήθηκε μαζί Του» (πρβλ. Ρωμ. 6, 4. Κολ. 2, 12). Δές, σοῦ φανερώνω πῶς καί ποῦ ἔπεσαν οἱ ἄλλοι, γιά νά σέ βοηθήσω νά μήν πέσεις καί σύ στά ἴδια. Τά λάθη ἐκείνων μποροῦν νά χρησιμεύσουν γιά παραδειγματισμό δικό μας. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς καί γράφτηκαν οἱ πτώσεις τους, ὥστε ἔτσι νά βοηθηθοῦν ὅσοι ἀργότερα, μέχρι καί σήμερα, θά θελήσουν νά προσέλθουν στήν Ἐκκλησία καί νά βαπτιστοῦν (πρβλ. Α´ Κορ. 10, 11). Ἄς μή βρεθεῖ λοιπόν κανείς πού νά ἐκπειράζει τή Χάρη. Νά εἴσαστε ἄγρυπνοι καί νά προσέχετε, μήπως κάποια πικρή ρίζα ἁμαρτίας ἤ κάποια πλάνη ξεφυτρώσει μέσα σας καί αὐτή σᾶς γίνει ἀφορμή καί αἰτία πειρασμοῦ, κατά τήν πνευματική πρόοδο καί ἀναγέννησή σας (Ἑβρ. 12, 15. Πρβλ. Δευτ. 29, 17). Προσέξτε, μήπως κάποιος ἀπό σᾶς προχωρήσει καί γίνει μέλος τῆς Ἐκκλησίας ὑπακούοντας στό λογισμό πού τοῦ λέει: «Ἄσε νά δοῦμε τί κάνουν οἱ πιστοί. Ἄς μπῶ κι ἐγώ μέσα νά δῶ καί νά μάθω τά ὅσα γίνονται ἐκεῖ». Περιμένεις, ἄνθρωπέ μου, νά δεῖς; Δέν καταλαβαίνεις ὅτι θά σέ δοῦν κι ἐσένα; Καί νομίζεις ὅτι, ἐσύ μέν μπορεῖς νά λεπτολογεῖς καί νά ἐξετάζεις ὅσα γίνονται στήν Ἐκκλησία, ἐνῶ ὁ Θεός δέν ἐρευνᾶ καί δέν ἐξετάζει καί τή δική σου καρδιά;
Γ´ Κάποτε, ὅπως ἀναφέρεται στό ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἕνας εἶχε τήν περιέργεια νά δεῖ καί νά μάθει τί ἀκριβῶς γίνεται στήν τελετή τοῦ γάμου. Χωρίς λοιπόν νά διαθέτει κατάλληλα γιά τήν περίσταση ροῦχα, μπῆκε σ᾿ ἕνα σπίτι πού γινόταν γάμος καί κάθησε στό τραπέζι καί ἔτρωγε. Ὁ γαμπρός τόν ἀντιλήφθηκε, ἀλλά τόν ἄφησε, χωρίς νά τοῦ κάνει σχετική παρατήρηση. Ἔπρεπε τότε ὁ ἀπρόσκλητος ἐπισκέπτης, ἀφοῦ εἶδε ὅτι ὅλοι οἱ προσκαλεσμένοι φοροῦσαν ἄσπρα ροῦχα, νά πάει καί νά φορέσει καί αὐτός τά ἴδια. Ἀλλά δέν τό ἔκανε. Ἀντίθετα, ἀπολάμβανε ὅπως ὅλοι τά φαγητά, χωρίς νά εἶναι ὅπως ὅλοι στήν ἐμφάνιση καί στήν προαίρεση. Ὁ γαμπρός ὅμως, παρόλο πού τά εἶχε ἑτοιμάσει ὅλα πλούσια καί τά πρόσφερε ὅλα ἀφειδώλευτα, δέν ἦταν ἀδιάφορος γιά τό τί ἀκριβῶς συνέβαινε ἐκεῖ μέσα. Γυρίζοντας λοιπόν ὅλους τούς χώρους καί βλέποντας τόν κάθε καλεσμένο —ἐπειδή δέν τόν ἐνδιέφερε μονάχα τό πόσο καί πῶς θά φᾶνε οἱ καλεσμένοι του, ἀλλά καί τό πόσο εὐπρεπεῖς θά εἶναι— ἔπεσε τό μάτι του καί σ᾿ ἐκείνον τόν ξένο, πού δέν φοροῦσε στολή γάμου, καί τοῦ εἶπε: «Πῶς μπῆκες ἐδῶ μέσα, φίλε μου;» (Ματθ. 22, 12). Μέ τί ροῦχα; Μέ ποιά συνείδηση; Ἄς ποῦμε πώς ὁ θυρωρός δέν σέ ἐμπόδισε, γιατί ὁ γαμπρός εἶναι ἀνοιχτόκαρδος καί καταδεχτικός. Ἄς ποῦμε ὅτι δέν ἤξερες τί ἔπρεπε νά φορᾶς, μπαίνοντας μέσα στό συμπόσιο καί μπῆκες ὅπως εἴσουνα. Μπῆκες, εἶδες νά ἀστράφτουν τά ροῦχα τῶν προσκαλεσμένων. Δέν ἔπρεπε ὅμως νά διδαχτεῖς ἀπό ὅσα εἶδες; Δέν ἔπρεπε νά βγεῖς πάλι ἔξω καί νά ξαναμπεῖς ὅπως πρέπει; Τώρα ὅμως μπῆκες μέσα, χωρίς νά πρέπει, γιά νά βγεῖς ἔξω, ὅπως σοῦ πρέπει. Καί προστάζει τότε τούς ὑπηρέτες του καί τούς λέει: Δέστε αὐτά τά πόδια πού τόσο τολμηρά μπῆκαν ἐδῶ μέσα. Δέστε αὐτά τά χέρια πού δέν ἔμαθαν νά ντύνουν τό σῶμα μέ ροῦχα πού ἁρμόζουν σέ μιά τόσο γιορτινή καί χαρούμενη ἡμέρα. «Καί βγάλτε τον ἔξω στό πυκνό σκοτάδι» (Ματθ. 22, 13), γιατί εἶναι ἀνάξιος νά φωτίζεται μέ νυφικές λαμπάδες. Δές λοιπόν κι ἐσύ, Φωτιζόμενε ἀδελφέ, τί ἔπαθε τότε αὐτός ὁ ἀπρόσκλητος ἐπισκέπτης καί φυλάξου νά μήν πάθεις κι ἐσύ τά ἴδια.
Δ´ Ἐμεῖς λοιπόν, οἱ διάκονοι τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε δεχθεῖ καθέναν νά προσέλθει στήν Ἐκκλησία. Κάναμε χρέη, θά λέγαμε, θυρωρῶν καί ἀφήσαμε διάπλατα ἀνοιχτή τήν ἐξώπορτα. Δίνεται λοιπόν ἡ εὐκαιρία σέ σένα νά μπεῖς μέσα, ἀκόμα καί ἄν ἔχεις καταλερωμένη τήν ψυχή σου, ἀκόμα καί ἄν ἡ προαίρεσή σου εἶναι βρώμικη. Θεωρήθηκες τελικά ἄξιος καί μπῆκες στήν Ἐκκλησία. Γράφτηκε τό ὄνομά σου στόν κατάλογο τῶν ὑποψηφίων γιά τό Βάπτισμα. Κάνε μου τή χάρη, σέ παρακαλῶ, καί μελέτησε προσεκτικά αὐτό τό σεμνό καθίδρυμα τῆς Ἐκκλησίας. Παρατηρεῖς τήν τάξη, τό τυπικό, τήν πίστη καί τή γνώση τῆς Ἐκκλησίας. Τήν ἀνάγνωση τῶν ἁγίων καί ἱερῶν κειμένων, τήν παρουσία τῶν ἀφιερωμένων στόν Θεό ψυχῶν5, τή διδακτική μέθοδο; Σεβάσου λοιπόν τόν τόπο καί διδάξου ἀπ᾿ ὅσα βλέπεις ἐδῶ. Ἄν ἄλλαξες γνώμη, μπορεῖς νά φύγεις τώρα πού σοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία, καί μιά ἄλλη φορά νά μπεῖς στήν Ἐκκλησία μέ πολύ καλύτερες προϋποθέσεις.
Ἄν ἔχεις φορέσει σάν ροῦχο πάνω σου τή φιλαργυρία, ξεντύσου την καί ἔλα στήν Ἐκκλησία, φορώντας ἄλλο ἔνδυμα. Βγάλτο αὐτό πού φορᾶς, μήν τό κουκουλώσεις. Ξεντύσου σέ παρακαλῶ τήν πορνεία καί τήν ἀκαθαρσία. Φόρεσε τή λαμπρή στολή τῆς σωφροσύνης. Ἐγώ σέ προειδοποιῶ, πρίν ἀκόμα ἔρθει ἐδῶ μέσα ὁ Νυμφίος τῶν ψυχῶν μας Ἰησοῦς Χριστός καί δεῖ τίς φορεσιές. Τώρα ἔχεις ἀκόμα πολύ καιρό μπροστά σου. Ἔχεις σαράντα ἡμέρες γιά νά μετανοήσεις6. Ἔχεις πολλή προθεσμία. Μπορεῖς τώρα νά ξεντυθεῖς, νά καθαριστεῖς καί πάλι νά ἔρθεις φρεσκοντυμένος, μέ στολή πού ἁρμόζει στήν Ἐκκλησία. Ἄν ὅμως μένεις ἀμετανόητος στήν κακή σου προαίρεση, ἐγώ πού σοῦ τά λέω τώρα δέν ἔχω καμία εὐθύνη καί σύ βέβαια μήν περιμένεις νά λάβεις τή θεία Χάρη. Γιατί μέν τό νερό τοῦ Βαπτίσματος θά σέ δεχτεῖ, τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅμως δέν θά σέ δεχτεῖ. Ὅποιος ἔχει συνειδητοποιήσει τήν πληγή του, ἄς πάρει ἔμπλαστρο. Ἄν κάποιος ἔχει πέσει στήν ἁμαρτία, ἄς σηκωθεῖ. Κανένας σας νά μή μοιάσει στό Σίμωνα, καμιά ὑπόκριση νά μήν κρύβεται μέσα σας, καμιά περιέργεια νά μή φωλιάσει στήν καρδιά σας.
Ε´ Ὑπάρχει περίπτωση νά ἔρθεις μέσα στόν ἱερό αὐτό χῶρο καί μέ κάποια ἄλλη πρόφαση7. Μπορεῖ, πραγματικά, ἕνας ἄντρας νά γίνει Κατηχούμενος, μόνο καί μόνο γιά νά κερδίσει τή γυναίκα του. Τό ἴδιο βέβαια θά μπορούσαμε νά ποῦμε καί γιά τίς γυναῖκες. Πολλές φορές πάλι, ἔγινε Κατηχούμενος ἕνας δοῦλος, γιατί θέλησε νά εὐχαριστήσει τόν κύριό του. Κάποιος ἄλλος, ἐπειδή θέλησε νά ἀρέσει στό φίλο του. Παραδέχομαι λοιπόν ὅτι σ᾿ ἔπιασε τό ἀγκίστρι μέ κάποιο δόλωμα. Συγκατανεύω νά σέ δεχτῶ —ἄν καί ξεκίνησες μέ κακή πρόθεση— ἐπειδή γνωρίζω ὅτι, ἄν καλλιεργήσεις μέσα σου τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, μπορεῖς νά σωθεῖς.
Ἴσως δέν ἔχεις καταλάβει ποῦ ἔρχεσαι, οὔτε ποιό εἶναι τό δίχτυ πού σέ μαζεύει (πρβλ. Ματθ. 13, 47). Πιάστηκες ἀπό ἐκκλησιαστικά δίχτυα. Κλείσου μέσα σ᾿ αὐτά. Μή φύγεις. Τό ἀγκίστρι πού σέ τραβάει τό κρατάει ὁ Χριστός. Τό κρατάει, ὄχι γιά νά σέ θανατώσει. Πρέπει νά πεθάνεις γιά νά ἀναστηθεῖς. Ἄκουσες τί λέει ὁ Ἀπόστολος: «Νεκροί γιά τήν ἁμαρτία καί ζῶντες γιά τήν δικαιοσύνη» (πρβλ. Ρωμ. 6, 11-13). Γίνου λοιπόν νεκρός γιά τήν ἁμαρτία καί ζῆσε γιά τή δικαιοσύνη. Ζῆσε, ἀπό σήμερα κιόλας.
Ϛ´ Πρόσεξε, σέ παρακαλῶ, νά δεῖς, πόσο μεγάλη ἀξία σοῦ χαρίζει ὁ Ἰησοῦς. Λεγόσουν πρίν Κατηχούμενος8 καί ἄκουγες πράγματα πού δέν τά καταλάβαινες. Ἄκουγες γιά ἐλπίδα καί ἐλπίδα δέν ἤξερες. Ἄκουγες γιά Μυστήρια καί Μυστήρια δέν ἐννοοῦσες. Ἄκουγες γιά ἅγιες Γραφές καί ἀναγνώσματα, ἀλλά δέν γνώριζες τό βάθος τους. Τώρα πιά δέν ἀκοῦς μόνο τίς λέξεις, ἀλλά μπαίνεις μέσα καί στό βαθύτερο νόημά τους. Γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς θά σκηνώνει μέσα σου, θά κάνει θεῖο κατοικητήριο τή διάνοιά σου (πρβλ. Ρωμ. 8, 9). Ὅταν ἀκούσεις ὅσα ἔχουν γραφεῖ σχετικά μέ τά Μυστήρια, τότε θά ἐννοήσεις ὅσα μέχρι σήμερα δέν καταλαβαίνεις. Καί μή νομίσεις ὅτι δέχεσαι μικρό καί ἀσήμαντο πράγμα. Εἶσαι ἕνας ἀσήμαντος ἄνθρωπος καί ἀποκτᾶς θεϊκό ὄνομα9. Ἄκουσε τί λέει πάνω σ᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Εἶναι ἀξιόπιστος ὁ Θεός» (Α´ Κορ. 1, 9). Ἄκουσε καί τί ἄλλο λέει ἡ ἁγία Γραφή: «Ὁ Θεός εἶναι ἀξιόπιστος σέ ὅ,τι ὑπόσχεται καί δίκαιος» (Α´ Ἰωάν. 1, 9. Πρβλ. Δευτ. 32, 4). Αὐτό ἀκριβῶς προβλέποντας ὁ Ψαλμωδός καί σάν νά ἐκπροσωποῦσε κατά κάποιον τρόπο τόν Θεό —ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι ἐπρόκειτο νά λάβουν τή Θεία υἱοθεσία— ἔλεγε: «Ἐγώ εἶπα ὅτι ὅλοι εἴσαστε θεοί καί παιδιά τοῦ ὕψιστου Θεοῦ» (Ψαλμ. 81, 6). Πρόσεχε ὅμως μήπως ἔχεις μόνο τό ὄνομα τοῦ πιστοῦ καί τήν προαίρεση τοῦ ἀπίστου. Μπῆκες στό στάδιο. Ἀγωνίσου. Δέν ξαναβρίσκεις αὐτήν τήν εὐκαιρία. Ἄν ἐπρόκειτο νά τελέσεις τούς γάμους σου, δέν θά τά ἄφηνες ὅλα καί θά ἔτρεχες γιά νά ἑτοιμάσεις τά φαγητά καί τά ποτά τοῦ γαμήλιου τραπεζιοῦ; Τώρα πού πρόκειται νά καθιερώσεις τήν ψυχή σου στόν οὐράνιο Νυμφίο10, δέν θά ἐγκαταλείψεις ὅλες τίς βιοτικές μέριμνες, γιά νά δεχτεῖς τά πνευματικά χαρίσματα;
Ζ´ Δέν ἐπιτρέπεται νά βαπτιστεῖς δεύτερη ἤ τρίτη φορά. Ἄν αὐτό μποροῦσε νά γίνει, τότε θά μποροῦσες καί νά πεῖς: «Ἀπέτυχα τήν πρώτη φορά, θά τά καταφέρω τή δεύτερη». Ἄν μιά φορά ἀποτύχεις, δέν μπορεῖς νά διορθώσεις τό πράγμα, ἐφόσον «Ἕνας εἶναι ὁ Κύριος, μία ἡ πίστη καί ἕνα τό Βάπτισμα»11 (Ἐφεσ. 4, 5). Μονάχα μερικοί αἱρετικοί ξαναβαπτίζονται, ἐπειδή τό πρῶτο πού εἶχαν δέν ἦταν πραγματικό Βάπτισμα.
Η´ Τίποτε ἄλλο δέν ζητάει ἀπό μᾶς ὁ Θεός, παρά μόνο καλή προαίρεση. Μή λές· «πῶς θά μοῦ ἐξαλειφθοῦν οἱ ἁμαρτίες;». Ἐγώ σοῦ ἀπαντῶ: Μέ τή θέληση καί τήν πίστη. Τί πιό σύντομο ἀπ᾿ αὐτό; Ἀλλά ἄν τό στόμα σου λέει ὅτι τό θέλει καί ἡ καρδιά σου δέν τό θέλει, ὁ Θεός πού θά σέ κρίνει, δέν ξεγελιέται, γιατί εἶναι καρδιογνώστης. Ἀπομακρύνσου ἀπό σήμερα κιόλας ἀπό κάθε κακία καί ἁμαρτία. Νά μή βγοῦν ἀπό τό στόμα σου ἄσεμνα λόγια. Τά μάτια σου νά μή βλέπουν ἐφάμαρτα καί νά μή θαυμάζουν ἄχρηστες καί βλαβερές εἰκόνες.
Τά ὀνόματά σας ἔχουν ἤδη καταγραφεῖ2, ἐπιστρατευτήκατε. Οἱ λαμπάδες πού θά σᾶς συνοδεύσουν στή νυφική τελετή ἔχουν ἑτοιμαστεῖ. Μέσα σας ὑπάρχει ἔντονη ἡ ἐπιθυμία τῆς οὐράνιας πολιτείας. Ἔχετε πρόθεση ἀγαθή καί αὐτή εἶναι πού σᾶς χαρίζει τήν ἐλπίδα. Εἶναι ἀδιάψευστος ἐκεῖνος πού εἶπε ὅτι «σ᾿ ἐκείνους πού ἀγαποῦν τόν Θεό, τά πάντα συνεργοῦν στό ἀγαθό» (Ρωμ. 8, 28). Καί ὁ μέν Θεός χορηγεῖ πλουσιοπάροχα τήν εὐεργεσία, περιμένει ὅμως καί τή γνήσια προαίρεση τοῦ καθενός μας. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος συμπλήρωσε λέγοντας· «ἐννοῶ βέβαια ἐκείνους τούς ὁποίους ἡ ἴδια ἡ προαίρεσή τους τούς ἔχει κάνει δεκτικούς τῆς θείας κλήσεως». Ἡ ἴδια λοιπόν ἡ πρόθεσή σου, ὅταν εἶναι γνήσια, σέ κάνει διαλεχτό καί καλεσμένο3. Τό νά βρίσκεσαι βέβαια στίς τάξεις τῶν Φωτιζομένων, χωρίς νά καλλιεργεῖς καί τήν ἀνάλογη προδιάθεση, δέν ἔχει νά σέ ὠφελήσει σέ τίποτα.
Β´ Κάποτε ἦρθε στήν Ἐκκλησία καί βαπτίστηκε ὁ Σίμωνας ὁ μάγος (πρβλ. Πράξ. 8, 13). Πράγματι, βαπτίστηκε, ἀλλά δέν φωτίστηκε4. Τό σῶμα του βυθίστηκε στό νερό, ἡ ψυχή του ὅμως δέν φωτίστηκε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Βυθίστηκε τό σῶμα του στό νερό καί ξαναβγῆκε, «ἡ ψυχή του ὅμως δέν θάφτηκε μαζί μέ τόν Χριστό, οὔτε πάλι ἀναστήθηκε μαζί Του» (πρβλ. Ρωμ. 6, 4. Κολ. 2, 12). Δές, σοῦ φανερώνω πῶς καί ποῦ ἔπεσαν οἱ ἄλλοι, γιά νά σέ βοηθήσω νά μήν πέσεις καί σύ στά ἴδια. Τά λάθη ἐκείνων μποροῦν νά χρησιμεύσουν γιά παραδειγματισμό δικό μας. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς καί γράφτηκαν οἱ πτώσεις τους, ὥστε ἔτσι νά βοηθηθοῦν ὅσοι ἀργότερα, μέχρι καί σήμερα, θά θελήσουν νά προσέλθουν στήν Ἐκκλησία καί νά βαπτιστοῦν (πρβλ. Α´ Κορ. 10, 11). Ἄς μή βρεθεῖ λοιπόν κανείς πού νά ἐκπειράζει τή Χάρη. Νά εἴσαστε ἄγρυπνοι καί νά προσέχετε, μήπως κάποια πικρή ρίζα ἁμαρτίας ἤ κάποια πλάνη ξεφυτρώσει μέσα σας καί αὐτή σᾶς γίνει ἀφορμή καί αἰτία πειρασμοῦ, κατά τήν πνευματική πρόοδο καί ἀναγέννησή σας (Ἑβρ. 12, 15. Πρβλ. Δευτ. 29, 17). Προσέξτε, μήπως κάποιος ἀπό σᾶς προχωρήσει καί γίνει μέλος τῆς Ἐκκλησίας ὑπακούοντας στό λογισμό πού τοῦ λέει: «Ἄσε νά δοῦμε τί κάνουν οἱ πιστοί. Ἄς μπῶ κι ἐγώ μέσα νά δῶ καί νά μάθω τά ὅσα γίνονται ἐκεῖ». Περιμένεις, ἄνθρωπέ μου, νά δεῖς; Δέν καταλαβαίνεις ὅτι θά σέ δοῦν κι ἐσένα; Καί νομίζεις ὅτι, ἐσύ μέν μπορεῖς νά λεπτολογεῖς καί νά ἐξετάζεις ὅσα γίνονται στήν Ἐκκλησία, ἐνῶ ὁ Θεός δέν ἐρευνᾶ καί δέν ἐξετάζει καί τή δική σου καρδιά;
Γ´ Κάποτε, ὅπως ἀναφέρεται στό ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἕνας εἶχε τήν περιέργεια νά δεῖ καί νά μάθει τί ἀκριβῶς γίνεται στήν τελετή τοῦ γάμου. Χωρίς λοιπόν νά διαθέτει κατάλληλα γιά τήν περίσταση ροῦχα, μπῆκε σ᾿ ἕνα σπίτι πού γινόταν γάμος καί κάθησε στό τραπέζι καί ἔτρωγε. Ὁ γαμπρός τόν ἀντιλήφθηκε, ἀλλά τόν ἄφησε, χωρίς νά τοῦ κάνει σχετική παρατήρηση. Ἔπρεπε τότε ὁ ἀπρόσκλητος ἐπισκέπτης, ἀφοῦ εἶδε ὅτι ὅλοι οἱ προσκαλεσμένοι φοροῦσαν ἄσπρα ροῦχα, νά πάει καί νά φορέσει καί αὐτός τά ἴδια. Ἀλλά δέν τό ἔκανε. Ἀντίθετα, ἀπολάμβανε ὅπως ὅλοι τά φαγητά, χωρίς νά εἶναι ὅπως ὅλοι στήν ἐμφάνιση καί στήν προαίρεση. Ὁ γαμπρός ὅμως, παρόλο πού τά εἶχε ἑτοιμάσει ὅλα πλούσια καί τά πρόσφερε ὅλα ἀφειδώλευτα, δέν ἦταν ἀδιάφορος γιά τό τί ἀκριβῶς συνέβαινε ἐκεῖ μέσα. Γυρίζοντας λοιπόν ὅλους τούς χώρους καί βλέποντας τόν κάθε καλεσμένο —ἐπειδή δέν τόν ἐνδιέφερε μονάχα τό πόσο καί πῶς θά φᾶνε οἱ καλεσμένοι του, ἀλλά καί τό πόσο εὐπρεπεῖς θά εἶναι— ἔπεσε τό μάτι του καί σ᾿ ἐκείνον τόν ξένο, πού δέν φοροῦσε στολή γάμου, καί τοῦ εἶπε: «Πῶς μπῆκες ἐδῶ μέσα, φίλε μου;» (Ματθ. 22, 12). Μέ τί ροῦχα; Μέ ποιά συνείδηση; Ἄς ποῦμε πώς ὁ θυρωρός δέν σέ ἐμπόδισε, γιατί ὁ γαμπρός εἶναι ἀνοιχτόκαρδος καί καταδεχτικός. Ἄς ποῦμε ὅτι δέν ἤξερες τί ἔπρεπε νά φορᾶς, μπαίνοντας μέσα στό συμπόσιο καί μπῆκες ὅπως εἴσουνα. Μπῆκες, εἶδες νά ἀστράφτουν τά ροῦχα τῶν προσκαλεσμένων. Δέν ἔπρεπε ὅμως νά διδαχτεῖς ἀπό ὅσα εἶδες; Δέν ἔπρεπε νά βγεῖς πάλι ἔξω καί νά ξαναμπεῖς ὅπως πρέπει; Τώρα ὅμως μπῆκες μέσα, χωρίς νά πρέπει, γιά νά βγεῖς ἔξω, ὅπως σοῦ πρέπει. Καί προστάζει τότε τούς ὑπηρέτες του καί τούς λέει: Δέστε αὐτά τά πόδια πού τόσο τολμηρά μπῆκαν ἐδῶ μέσα. Δέστε αὐτά τά χέρια πού δέν ἔμαθαν νά ντύνουν τό σῶμα μέ ροῦχα πού ἁρμόζουν σέ μιά τόσο γιορτινή καί χαρούμενη ἡμέρα. «Καί βγάλτε τον ἔξω στό πυκνό σκοτάδι» (Ματθ. 22, 13), γιατί εἶναι ἀνάξιος νά φωτίζεται μέ νυφικές λαμπάδες. Δές λοιπόν κι ἐσύ, Φωτιζόμενε ἀδελφέ, τί ἔπαθε τότε αὐτός ὁ ἀπρόσκλητος ἐπισκέπτης καί φυλάξου νά μήν πάθεις κι ἐσύ τά ἴδια.
Δ´ Ἐμεῖς λοιπόν, οἱ διάκονοι τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε δεχθεῖ καθέναν νά προσέλθει στήν Ἐκκλησία. Κάναμε χρέη, θά λέγαμε, θυρωρῶν καί ἀφήσαμε διάπλατα ἀνοιχτή τήν ἐξώπορτα. Δίνεται λοιπόν ἡ εὐκαιρία σέ σένα νά μπεῖς μέσα, ἀκόμα καί ἄν ἔχεις καταλερωμένη τήν ψυχή σου, ἀκόμα καί ἄν ἡ προαίρεσή σου εἶναι βρώμικη. Θεωρήθηκες τελικά ἄξιος καί μπῆκες στήν Ἐκκλησία. Γράφτηκε τό ὄνομά σου στόν κατάλογο τῶν ὑποψηφίων γιά τό Βάπτισμα. Κάνε μου τή χάρη, σέ παρακαλῶ, καί μελέτησε προσεκτικά αὐτό τό σεμνό καθίδρυμα τῆς Ἐκκλησίας. Παρατηρεῖς τήν τάξη, τό τυπικό, τήν πίστη καί τή γνώση τῆς Ἐκκλησίας. Τήν ἀνάγνωση τῶν ἁγίων καί ἱερῶν κειμένων, τήν παρουσία τῶν ἀφιερωμένων στόν Θεό ψυχῶν5, τή διδακτική μέθοδο; Σεβάσου λοιπόν τόν τόπο καί διδάξου ἀπ᾿ ὅσα βλέπεις ἐδῶ. Ἄν ἄλλαξες γνώμη, μπορεῖς νά φύγεις τώρα πού σοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία, καί μιά ἄλλη φορά νά μπεῖς στήν Ἐκκλησία μέ πολύ καλύτερες προϋποθέσεις.
Ἄν ἔχεις φορέσει σάν ροῦχο πάνω σου τή φιλαργυρία, ξεντύσου την καί ἔλα στήν Ἐκκλησία, φορώντας ἄλλο ἔνδυμα. Βγάλτο αὐτό πού φορᾶς, μήν τό κουκουλώσεις. Ξεντύσου σέ παρακαλῶ τήν πορνεία καί τήν ἀκαθαρσία. Φόρεσε τή λαμπρή στολή τῆς σωφροσύνης. Ἐγώ σέ προειδοποιῶ, πρίν ἀκόμα ἔρθει ἐδῶ μέσα ὁ Νυμφίος τῶν ψυχῶν μας Ἰησοῦς Χριστός καί δεῖ τίς φορεσιές. Τώρα ἔχεις ἀκόμα πολύ καιρό μπροστά σου. Ἔχεις σαράντα ἡμέρες γιά νά μετανοήσεις6. Ἔχεις πολλή προθεσμία. Μπορεῖς τώρα νά ξεντυθεῖς, νά καθαριστεῖς καί πάλι νά ἔρθεις φρεσκοντυμένος, μέ στολή πού ἁρμόζει στήν Ἐκκλησία. Ἄν ὅμως μένεις ἀμετανόητος στήν κακή σου προαίρεση, ἐγώ πού σοῦ τά λέω τώρα δέν ἔχω καμία εὐθύνη καί σύ βέβαια μήν περιμένεις νά λάβεις τή θεία Χάρη. Γιατί μέν τό νερό τοῦ Βαπτίσματος θά σέ δεχτεῖ, τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅμως δέν θά σέ δεχτεῖ. Ὅποιος ἔχει συνειδητοποιήσει τήν πληγή του, ἄς πάρει ἔμπλαστρο. Ἄν κάποιος ἔχει πέσει στήν ἁμαρτία, ἄς σηκωθεῖ. Κανένας σας νά μή μοιάσει στό Σίμωνα, καμιά ὑπόκριση νά μήν κρύβεται μέσα σας, καμιά περιέργεια νά μή φωλιάσει στήν καρδιά σας.
Ε´ Ὑπάρχει περίπτωση νά ἔρθεις μέσα στόν ἱερό αὐτό χῶρο καί μέ κάποια ἄλλη πρόφαση7. Μπορεῖ, πραγματικά, ἕνας ἄντρας νά γίνει Κατηχούμενος, μόνο καί μόνο γιά νά κερδίσει τή γυναίκα του. Τό ἴδιο βέβαια θά μπορούσαμε νά ποῦμε καί γιά τίς γυναῖκες. Πολλές φορές πάλι, ἔγινε Κατηχούμενος ἕνας δοῦλος, γιατί θέλησε νά εὐχαριστήσει τόν κύριό του. Κάποιος ἄλλος, ἐπειδή θέλησε νά ἀρέσει στό φίλο του. Παραδέχομαι λοιπόν ὅτι σ᾿ ἔπιασε τό ἀγκίστρι μέ κάποιο δόλωμα. Συγκατανεύω νά σέ δεχτῶ —ἄν καί ξεκίνησες μέ κακή πρόθεση— ἐπειδή γνωρίζω ὅτι, ἄν καλλιεργήσεις μέσα σου τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, μπορεῖς νά σωθεῖς.
Ἴσως δέν ἔχεις καταλάβει ποῦ ἔρχεσαι, οὔτε ποιό εἶναι τό δίχτυ πού σέ μαζεύει (πρβλ. Ματθ. 13, 47). Πιάστηκες ἀπό ἐκκλησιαστικά δίχτυα. Κλείσου μέσα σ᾿ αὐτά. Μή φύγεις. Τό ἀγκίστρι πού σέ τραβάει τό κρατάει ὁ Χριστός. Τό κρατάει, ὄχι γιά νά σέ θανατώσει. Πρέπει νά πεθάνεις γιά νά ἀναστηθεῖς. Ἄκουσες τί λέει ὁ Ἀπόστολος: «Νεκροί γιά τήν ἁμαρτία καί ζῶντες γιά τήν δικαιοσύνη» (πρβλ. Ρωμ. 6, 11-13). Γίνου λοιπόν νεκρός γιά τήν ἁμαρτία καί ζῆσε γιά τή δικαιοσύνη. Ζῆσε, ἀπό σήμερα κιόλας.
Ϛ´ Πρόσεξε, σέ παρακαλῶ, νά δεῖς, πόσο μεγάλη ἀξία σοῦ χαρίζει ὁ Ἰησοῦς. Λεγόσουν πρίν Κατηχούμενος8 καί ἄκουγες πράγματα πού δέν τά καταλάβαινες. Ἄκουγες γιά ἐλπίδα καί ἐλπίδα δέν ἤξερες. Ἄκουγες γιά Μυστήρια καί Μυστήρια δέν ἐννοοῦσες. Ἄκουγες γιά ἅγιες Γραφές καί ἀναγνώσματα, ἀλλά δέν γνώριζες τό βάθος τους. Τώρα πιά δέν ἀκοῦς μόνο τίς λέξεις, ἀλλά μπαίνεις μέσα καί στό βαθύτερο νόημά τους. Γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς θά σκηνώνει μέσα σου, θά κάνει θεῖο κατοικητήριο τή διάνοιά σου (πρβλ. Ρωμ. 8, 9). Ὅταν ἀκούσεις ὅσα ἔχουν γραφεῖ σχετικά μέ τά Μυστήρια, τότε θά ἐννοήσεις ὅσα μέχρι σήμερα δέν καταλαβαίνεις. Καί μή νομίσεις ὅτι δέχεσαι μικρό καί ἀσήμαντο πράγμα. Εἶσαι ἕνας ἀσήμαντος ἄνθρωπος καί ἀποκτᾶς θεϊκό ὄνομα9. Ἄκουσε τί λέει πάνω σ᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Εἶναι ἀξιόπιστος ὁ Θεός» (Α´ Κορ. 1, 9). Ἄκουσε καί τί ἄλλο λέει ἡ ἁγία Γραφή: «Ὁ Θεός εἶναι ἀξιόπιστος σέ ὅ,τι ὑπόσχεται καί δίκαιος» (Α´ Ἰωάν. 1, 9. Πρβλ. Δευτ. 32, 4). Αὐτό ἀκριβῶς προβλέποντας ὁ Ψαλμωδός καί σάν νά ἐκπροσωποῦσε κατά κάποιον τρόπο τόν Θεό —ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι ἐπρόκειτο νά λάβουν τή Θεία υἱοθεσία— ἔλεγε: «Ἐγώ εἶπα ὅτι ὅλοι εἴσαστε θεοί καί παιδιά τοῦ ὕψιστου Θεοῦ» (Ψαλμ. 81, 6). Πρόσεχε ὅμως μήπως ἔχεις μόνο τό ὄνομα τοῦ πιστοῦ καί τήν προαίρεση τοῦ ἀπίστου. Μπῆκες στό στάδιο. Ἀγωνίσου. Δέν ξαναβρίσκεις αὐτήν τήν εὐκαιρία. Ἄν ἐπρόκειτο νά τελέσεις τούς γάμους σου, δέν θά τά ἄφηνες ὅλα καί θά ἔτρεχες γιά νά ἑτοιμάσεις τά φαγητά καί τά ποτά τοῦ γαμήλιου τραπεζιοῦ; Τώρα πού πρόκειται νά καθιερώσεις τήν ψυχή σου στόν οὐράνιο Νυμφίο10, δέν θά ἐγκαταλείψεις ὅλες τίς βιοτικές μέριμνες, γιά νά δεχτεῖς τά πνευματικά χαρίσματα;
Ζ´ Δέν ἐπιτρέπεται νά βαπτιστεῖς δεύτερη ἤ τρίτη φορά. Ἄν αὐτό μποροῦσε νά γίνει, τότε θά μποροῦσες καί νά πεῖς: «Ἀπέτυχα τήν πρώτη φορά, θά τά καταφέρω τή δεύτερη». Ἄν μιά φορά ἀποτύχεις, δέν μπορεῖς νά διορθώσεις τό πράγμα, ἐφόσον «Ἕνας εἶναι ὁ Κύριος, μία ἡ πίστη καί ἕνα τό Βάπτισμα»11 (Ἐφεσ. 4, 5). Μονάχα μερικοί αἱρετικοί ξαναβαπτίζονται, ἐπειδή τό πρῶτο πού εἶχαν δέν ἦταν πραγματικό Βάπτισμα.
Η´ Τίποτε ἄλλο δέν ζητάει ἀπό μᾶς ὁ Θεός, παρά μόνο καλή προαίρεση. Μή λές· «πῶς θά μοῦ ἐξαλειφθοῦν οἱ ἁμαρτίες;». Ἐγώ σοῦ ἀπαντῶ: Μέ τή θέληση καί τήν πίστη. Τί πιό σύντομο ἀπ᾿ αὐτό; Ἀλλά ἄν τό στόμα σου λέει ὅτι τό θέλει καί ἡ καρδιά σου δέν τό θέλει, ὁ Θεός πού θά σέ κρίνει, δέν ξεγελιέται, γιατί εἶναι καρδιογνώστης. Ἀπομακρύνσου ἀπό σήμερα κιόλας ἀπό κάθε κακία καί ἁμαρτία. Νά μή βγοῦν ἀπό τό στόμα σου ἄσεμνα λόγια. Τά μάτια σου νά μή βλέπουν ἐφάμαρτα καί νά μή θαυμάζουν ἄχρηστες καί βλαβερές εἰκόνες.
Θ´ Τά πόδια σου ἄς τρέχουν μέ βιάση στόν τόπο πού γίνονται οἱ Κατηχήσεις. Τούς ἐξορκισμούς νά δέχεσαι μέ πολλή προσοχή. Κι ἄν σέ φυσήξει κατά πρόσωπο ὁ ἱερέας κι ἄν ἐξορκίσει ἀπό σένα τά κακά πνεύματα, αὐτό θά εἶναι γιά τή σωτηρία σου. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ἔχουμε χρυσάφι ἀκατέργαστο, ἀνακατεμένο μέ χαλκό, κασσίτερο, σίδερο καί μολύβι (πρβλ. Ἰεζ. 22, 18) καί ἐμεῖς θέλουμε νά ἔχουμε χρυσάφι καθαρό. Εἶναι ποτέ δυνατόν νά καθαριστεῖ τό χρυσάφι ἀπό ὅλα τά ἄλλα στοιχεῖα, χωρίς νά μπεῖ στή φωτιά; Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τή ψυχή. Δέν εἶναι δυνατόν νά καθαριστεῖ ἀπό τά ἀκάθαρτα πνεύματα, χωρίς τούς ἐξορκισμούς. Οἱ ἐξορκισμοί εἶναι θεῖοι καί ἔχουν σταχυολογηθεῖ μέσα ἀπό τίς θεῖες Γραφές. Σκεπάζεται τό πρόσωπό σου, γιά νά σταματήσει νά κινεῖται στά πονηρά ἡ διάνοιά σου. Καί ἀκόμα γιά νά μήν ἀναγκάζει τό βλέμμα σου, πού πέφτει ἐδῶ καί ἐκεῖ, νά ἀφαιρεῖται καί νά σκορπίζεται σέ ἄτοπα πράγματα ἡ καρδιά σου. Ὅταν τά μάτια εἶναι σκεπασμένα, δέν ἐμποδίζονται καθόλου τά αὐτιά νά ἀκοῦνε τά σωτήρια λόγια. Ὅπως οἱ ἔμπειροι χρυσοχόοι, φυσώντας τή φωτιά μέ λεπτά εἰδικά ὄργανα, ξεχωρίζουν τό χρυσάφι πού βρίσκεται στό χωνευτήρι ἀπό τά ἄλλα μέταλλα τοῦ μείγματος, ἔτσι κάνουν καί οἱ ἱερεῖς πού διαβάζουν σέ κάποιον ὑποψήφιο γιά Βάπτισμα τούς ἐξορκισμούς. Μέ τήν πνοή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐμφυσοῦν μέσω τοῦ σώματος, πού μοιάζει μέ χωνευτήρι, τό φόβο τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή, καί ἔτσι τή φέρνουν στήν ἀρχική φύση καί λειτουργία της. Φεύγει ἀπ᾿ αὐτήν ὁ ἐχθρός της, ὁ διάβολος, καί παραμένει ἡ σωτηρία καί ἡ ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ ψυχή τότε, ἀφοῦ ἔχει πιά καθαριστεῖ ἀπό τά ἁμαρτήματά της, ἔχει κερδίσει τή σωτηρία. Ἄς παραμείνουμε λοιπόν στήν ἐλπίδα, ἀδελφοί μου, ἄς δώσουμε τούς ἑαυτούς μας καί ἄς ἐλπίσουμε. Ὥστε βλέποντας ὁ Παντοκράτορας Θεός τήν προαίρεσή μας, νά μᾶς καθαρίσει ἀπό τίς ἁμαρτίες μας, νά μᾶς χαρίσει δυνατή ἐλπίδα, ὅτι πραγματικά θά πετύχουμε αὐτή τή νέα κατάσταση, καί νά μᾶς κάνει ἄξιους γιά τή σωτήρια μετάνοια. Ὁ Θεός εἶναι αὐτός πού σέ κάλεσε καί ἐσύ εἶσαι ὁ καλεσμένος.
Ι´ Νά παρακολουθεῖς συνέχεια τίς Κατηχήσεις —ἄν καί παρατείνουμε πολύ τό λόγο λέγοντας πολλά— γιά νά μήν ξεστρατήσει ὁ λογισμός σου12. Παίρνεις ἐδῶ ὅπλα γιά νά πολεμήσεις τόν ἐχθρό σου. Ἐφοδιάζεσαι μέ ὅπλα ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, τῶν Ἰουδαίων, τῶν Σαμαρειτῶν, τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἔχεις πολλούς ἐχθρούς. Προμηθεύσου λοιπόν πολλά βέλη. Ἔχεις πολλούς νά χτυπήσεις καί πρέπει νά μάθεις πῶς θά καταστηλιτεύσεις τόν εἰδωλολάτρη, πῶς θά ἀγωνιστεῖς ἐναντίον τοῦ αἱρετικοῦ, ἐναντίον τοῦ Ἰουδαίου καί ἐναντίον τοῦ Σαμαρείτη. Τά ὅπλα εἶναι ἕτοιμα καί ἀκόμα πιό ἕτοιμο εἶναι τό ξίφος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (πρβλ. Ἐφεσ. 6, 17). Πρέπει νά τεντώσεις τό δεξί σου χέρι, μέ τή δύναμη τῆς καλῆς προαίρεσής σου13, γιά νά πολεμήσεις στόν πνευματικό πόλεμο τοῦ Κυρίου, νά νικήσεις τίς ἐνάντιες δυνάμεις καί νά ἀναδειχτεῖς ἀήττητος μπροστά σέ κάθε ἐνέργεια καί ραδιουργία τῶν αἱρετικῶν.
ΙΑ´ Σοῦ δίνω ἀκόμα καί αὐτή τήν ἐντολή: Νά μάθεις καλά αὐτά πού ἀκοῦς ἐδῶ καί νά τά τηρήσεις σ᾿ ὅλη σου τή ζωή. Μή νομίσεις ὅτι ὅσα λέγονται ἐδῶ μοιάζουν μέ τίς συνηθισμένες ὁμιλίες. Καί ἐκεῖνες εἶναι καλές καί ἀξιόπιστες, ἀλλά μπορεῖς καί ἀργότερα, ἄν σήμερα ἀμελήσεις, νά μάθεις ὅσα λέγονται σ᾿ αὐτές. Ἄν ἀμελήσεις ὅμως καί δέν ἐντυπωθεῖς σήμερα τοῦτα τά διδάγματα, πού ἀκούγονται συνέχεια ἐδῶ καί πού ἔχουν σχέση μέ τό λουτρό τῆς ἀναγέννησης, πότε θά κατορθώσεις νά τό κάνεις; Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι εἶναι κατάλληλος καιρός νά φυτευτοῦν τά δέντρα. Ἄν δέν σκάψουμε τώρα καί δέν ἀνοίξουμε βαθεῖς λάκκους, πότε ἄλλοτε μπορεῖ νά φυτευτεῖ μέ ἐπιτυχία ἕνα δέντρο πού τώρα θά κακοφυτευτεῖ; Παράβαλε τήν Κατήχηση μέ μιά οἰκοδομή. Δέν θά ἔχουμε κανένα ἀπολύτως κέρδος ἀπό τόν κόπο μας, ἄν δέν σκάψουμε καί δέν βάλουμε τώρα θεμέλια. Καί τίποτα δέν θά ἔχομε ἐπιτύχει, ἄν δέν δέσουμε στή συνέχεια μέ σενάζια ὅλη τήν οἰκοδομή, ὥστε νά μήν καταρρεύσει, σέ περίπτωση κάποιας δυσκολίας. Πρέπει μέ σειρά νά δένουμε λιθάρι μέ λιθάρι καί γωνία μέ γωνία. Καί βγάζοντας τά περιττά νά ἀνυψώνουμε τέλεια τήν οἰκοδομή. Ἔτσι καί τώρα ἐδῶ σοῦ προσφέρουμε σάν λιθάρια τίς διδασκαλίες. Ἐσύ πρέπει νά προσέχεις καί νά παρακολουθεῖς ὅσα διδάσκονται γιά τό ζωντανό Θεό, γιά τήν Κρίση, γιά τόν Χριστό, γιά τήν Ἀνάσταση καί γιά πολλά ἄλλα πού θά εἰπωθοῦν στή συνέχεια. Αὐτά πού τώρα ἀναφέρονται εὐκαιριακά, θά προσφερθοῦν τότε συναρμολογημένα καί μέ κάποια σειρά. Ἄν ὅμως ἐσύ δέν τά συνδυάσεις καί δέν θυμηθεῖς καί τά πρῶτα καί τά δεύτερα, ἐκεῖνος πού διδάσκει θά οἰκοδομεῖ, ἐσύ ὅμως θά ἔχεις κακοθεμελιωμένο καί ἑτοιμόρροπο τό οἰκοδόμημα.
ΙΒ´ Ὅταν παρακολουθεῖς τίς Κατηχήσεις, ἄν κάποιος σέ ρωτήσει τί σᾶς εἶπαν οἱ Κατηχητές, νά μήν ἀναφέρεις τίποτα σέ ὁποιονδήποτε ἄσχετο14. Γιατί σοῦ παραδίδουμε μυστήριο καί ἐλπίδα τοῦ μέλλοντα αἰώνα. Κράτησε μυστικά μέσα σου τό μυστήριο, γιά χάρη Ἐκείνου πού θά σέ ἀνταμείψει γι᾿ αὐτό. Μή σοῦ πεῖ ποτέ κανείς: «Τί βλάπτει νά τό μάθω κι ἐγώ;» Καί οἱ ἄρρωστοι ζητᾶνε κρασί. Ἄν ὅμως τούς τό δώσουμε χωρίς νά πρέπει, τούς κάνουμε νά χάσουνε τό μυαλό τους. Ἔτσι γίνονται δυό κακά. Καί ὁ ἄρρωστος χάνεται καί ὁ γιατρός δυσφημίζεται. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν Κατηχούμενο. Ἄν αὐτός ἀκούσει κάτι ἀπό κάποιον πιστό, τότε καί ὁ ἴδιος χάνει τίς φρένες του —γιατί ἐπειδή δέν εἶναι σέ θέση νά τό κατανοήσει, ἐρευνᾶ καί περιγελάει αὐτά πού κηρύττονται— καί ὁ πιστός κατακρίνεται ὡς προδότης. Ἐσύ λοιπόν τώρα στέκεσαι στό σύνορο μεταξύ πιστῶν καί ἀπίστων. Τό νοῦ σου μήν ξεστομίσεις τίποτα. Ὄχι γιατί δέν εἶναι ἄξια καί σπουδαῖα τά ὅσα λέγονται ἐδῶ, ἀλλά γιατί ἡ ἀκοή τοῦ ἄλλου εἶναι ἀνάξια νά τά δεχτεῖ. Κάποτε ἤσουν καί σύ Κατηχούμενος, ἀλλά δέν σοῦ εἶπα αὐτά πού σοῦ λέω τώρα. Ὅταν ἡ πείρα σέ διδάξει τό ὕψος ὅσων ἔμαθες, τότε θά καταλάβεις ὅτι εἶναι ἀνάξιοι οἱ Κατηχούμενοι νά τά ἀκούσουν.
ΙΓ´ Ὅσοι γραφτήκατε στόν κατάλογο τῶν ὑποψηφίων γιά τό Βάπτισμα, γίνατε γιοί καί θυγατέρες μιᾶς μάννας, τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἐρχόσαστε νωρίτερα καί παραμένετε στό χῶρο πού πρόκειται νά γίνουν ἐξορκισμοί, καθένας σας ἄς λέει κάτι πνευματικά ὠφέλιμο. Ἄν λείπει κάποιος, νά τόν ἀναζητήσετε. Ἄν ἤσουν προσκαλεσμένος σέ συμπόσιο, δέν θά περίμενες καί τούς ἄλλους προσκαλεσμένους; Ἄν εἶχες ἀδελφό, δέν θά ἐνδιαφερόσουν γιά τό συμφέρον του;
Νά μήν ἀσχολεῖσαι μέ ἄλλα ἀνωφελή πράγματα15 καί νά μή διερωτᾶσαι: «Ἔγινε τίποτα στή πόλη; Μήπως συνέβηκε τίποτα στή γειτονιά; Μήπως ἔκανε τίποτα ὁ βασιλιάς; Μήπως ἔκανε τίποτα ὁ ἐπίσκοπος; Μήπως ἔκανε τίποτα ὁ ἱερέας;». Στά οὐράνια στρέψε τό βλέμμα σου. Αὐτά πού σοῦ χρειάζονται τώρα εἶναι τό:«Μείνετε στή σιωπή καί τήν ἐσωτερική ἡσυχία χωρίς περισπασμούς καί μάθετε ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός» (Ψαλμ. 45, 11). Ἄν δεῖς τούς πιστούς νά διακονοῦν καί νά μήν ἀσχολοῦνται μέ ἄλλες μέριμνες, μάθε ὅτι βρίσκονται σέ σωστό δρόμο. Ἔχουν συναίσθηση τοῦ τί ἔχουν δεχτεῖ, βρίσκονται μέσα στή Χάρη. Ἐσύ ὅμως βρίσκεσαι ἀκόμα ἀνάμεσα σέ δυό δυνατότητες: Νά δεχτεῖς ἤ νά μή δεχτεῖς τό Βάπτισμα. Νά μήν ἀποστραφεῖς ὅσους διάλεξαν τή ζωή τῆς ἀμεριμνίας πού χαρίζει ἡ πίστη, ἀλλά νά σταθεῖς μπροστά τους μέ δέος.
ΙΔ´ Ὅταν γίνεται ὁ ἐξορκισμός, μέχρις ὅτου φτάσουν ὅλοι ὅσοι πρόκειται νά δεχτοῦν τούς ἐξορκισμούς16, ἄς παραμένουν οἱ ἄντρες μέ τούς ἄντρες καί οἱ γυναῖκες μέ τίς γυναῖκες. Ἐδῶ χρειάζεται ἡ κιβωτός τοῦ Νῶε, ὥστε νά εἶναι χωριστά ὁ Νῶε μέ τούς υἱούς του καί χωριστά ἡ γυναίκα μέ τίς νύφες του. (Γέν. 7, 7). Γιατί παρόλο πού ἡ κιβωτός τότε ἦταν μία καί ἡ πόρτα της κλειστή, ὑπῆρχε τάξη ἐκεῖ μέσα. Τό ἴδια καί τώρα. Παρόλο πού ἡ Ἐκκλησία εἶναι κλειστή καί ὅλοι ἐμεῖς βρισκόμαστε μέσα, ὅμως πρέπει νά εἶναι τακτοποιημένα μέ σειρά καί διάκριση τά πράγματα. Οἱ ἄντρες νά εἶναι μέ τούς ἄντρες καί οἱ γυναῖκες μέ τίς γυναῖκες. Ἄς μή γίνει ὁ σκοπός τῆς σωτηρίας πρόφαση γιά ἀπώλεια. Ἄν βέβαια εἶναι γιά καλό σκοπό, μπορεῖτε νά καθόσαστε κοντά ἄντρες καί γυναῖκες, ἀλλά ἄς στέκονται μακριά τά πάθη. Ἐπίσης, ὅταν βρίσκονται συγκεντρωμένοι οἱ ἄντρες, ἄς ἔχουν μαζί τους καί κάποιο ὠφέλιμο βιβλίο καί νά διαβάζει ἕνας γιά νά ἀκοῦνε οἱ ἄλλοι. Ἄν δέν ὑπάρχει κατάλληλο βιβλίο, ὁ ἕνας ἄς προσεύχεται καί ὁ ἄλλος ἄς λέει κάτι χρήσιμο καί ἐποικοδομητικό. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ συντροφιά τῶν κοριτσιῶν. Ἄς συζητάει γιά κάτι ὠφέλιμο, ἄς ψάλλει ἤ ἄς διαβάζει χαμηλόφωνα. Νά κινοῦνται τά χείλη, νά μήν ἀκούγεται ὅμως ἀπό τούς διπλανούς ὁ ἦχος τῆς φωνῆς. Γιατί δέν ἐπιτρέπεται νά μιλᾶνε οἱ γυναῖκες στήν Ἐκκλησία (πρβλ. Α´ Κορ. 14, 34. Α´ Τιμ. 2, 12). Κατά τόν ἴδιο τρόπο νά συμπεριφέρονται καί οἱ ἔγγαμες χριστιανές γυναῖκες. Νά προσεύχονται ψιθυριστά καί φωνή νά μήν ἀκούγεται (πρβλ. Α´ Βασ. 1, 13). Ἔτσι θά δεχτεῖ ὁ Θεός τήν προσευχή σου, θά σοῦ χαρίσει τόν Σαμουήλ καί ἡ στείρα ψυχή σου θά γεννήσει τή σωτηρία ‒γιατί αὐτή ἀκριβῶς τή συμβολική σημασία ἔχει ἡ γέννηση τοῦ προφήτη Σαμουήλ17 (πρβλ. Α´ Βασ. 1, 20).
ΙΕ´ Θέλω νά δῶ τή φροντίδα καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ καθενός σας. Εἴθε νά στραφεῖτε στήν εὐλαβική λατρεία τοῦ Θεοῦ μέ φλογερό πόθο καί ζῆλο. Ἄς γίνει στερεή σάν χάλκωμα ἡ ψυχή σας. Σφυροκοπῆστε τή σκληράδα τῆς ἀπιστίας, ἀποβάλετε κάθε περιττό, ὅπως μέ τό σφυροκόπημα ὁ σίδηρος ἀποβάλλει κάθε περιττό στοιχεῖο πού ἔχει πάνω του. Κρατῆστε πάνω σας μονάχα ὅ,τι καθαρό. Ἄς πέσει ἡ σκουριά τοῦ σίδερου κι ἄς μείνει τό μέταλλο καθαρό. Θά ἔρθει καιρός πού ὁ Θεός θά σᾶς φανερώσει ἐκεῖνο τό σκοτάδι πού θά εἶναι φωτεινό σάν ἡμέρα, γιά τό ὁποῖο ἔχει εἰπωθεῖ: «Τό σκοτάδι δέν θά μείνει ἀφώτιστο ἀπό Σένα καί ἡ νύχτα θά λάμψει σάν ἡμέρα»18 (Ψαλμ. 138, 12). Τότε θά ἀνοιχτεῖ γιά τόν καθένα καί τήν καθεμιά ἀπό σᾶς ἡ πόρτα τοῦ Παραδείσου. Τότε θά ἀπολαύσετε τά εὐωδιαστά καί Χριστοφόρα νερά. Τότε θά ὀνομαστεῖτε χριστιανοί καί θά νιώσετε πραγματικά πῶς ἐνεργεῖ ὁ Θεός μέσα στόν ἄνθρωπο. Ἀπό τώρα κιόλας μπορεῖτε νά ὁραματιστεῖτε καθαρά καί νά δεῖτε στόν οὐρανό τούς χορούς τῶν ἁγίων Ἀγγέλων. Νά δεῖτε τόν Παντοκράτορα Θεό νά κάθεται σέ θρόνο, τόν Υἱό Του τόν Μονογενή νά βρίσκεται στά δεξιά Του καί τό Ἅγιο Πνεῦμα νά βρίσκεται κι Αὐτό μαζί μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, ἐνῶ τά ἀγγελικά τάγματα τῶν Θρόνων καί τῶν Κυριοτήτων νά ἐκτελοῦν τή λειτουργική ἀποστολή τους. Καί τόν καθένα καί τήν καθεμιά σας νά γεύεται τή σωτηρία. Ἀπό τώρα μπορεῖ ν᾿ ἀντηχεῖ στ᾿ αὐτιά σας ὁ χαρμόσυνος ὕμνος πού θά ψάλλουν οἱ Ἄγγελοι, μόλις θά ὁλοκληρωθεῖ μυστηριακά ἡ σωτηρία σας, λέγοντας:«Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι πού τούς συγχωρέθηκαν τά ἀνομήματα καί καλύφτηκαν μέ τή μετάνοια τά ἁμαρτήματα» (Ψαλμ. 31, 1). Τότε ἀκριβῶς πού, ὅμοιοι μέ ἀστέρια, θά ὁδηγηθεῖτε μέσα στήν Ἐκκλησία μέ χαρούμενη καί λαμπερή ὄψη καί φωτεινή ψυχή.
ΙϚ´ Μεγάλο πράγμα τό Βάπτισμα πού σᾶς περιμένει. Εἶναι λύτρο γιά τούς αἰχμάλωτους. Συγχώρεση γιά τά ἁμαρτήματα. Θάνατος τῆς ἁμαρτίας. Ἀναγέννηση γιά τήν ψυχή. Ἔνδυμα φωτεινό. Ἅγια καί ἀνεξίτηλη σφραγίδα. Ὄχημα πού φέρνει στόν οὐρανό. Πραγματική ἀπόλαυσι τῆς μακαριότητας τοῦ Παραδείσου. Ἐγκαθιστᾶ στήν ψυχή μας τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Χάρισμα υἱοθεσίας. Παραμονεύει ὅμως στό δρόμο γιά τό Βάπτισμα τρομερός δράκοντας. Πρόσεξε μή σέ δαγκώσει καί σέ δηλητηριάσει μέ τό δηλητήριο τῆς ἀπιστίας. Βλέπει νά σώζονται τόσοι πολλοί καί ψάχνει ὁλόγυρα νά βρεῖ ποιόν θά καταπιεῖ (πρβλ. Α´ Πέτρ. 5, 8). Ἐσύ πορεύεσαι πρός τόν Πατέρα τῶν πνευμάτων (πρβλ. Ἑβρ. 12, 9), ἀλλά περνώντας συναντᾶς καί τό δράκοντα. Πῶς λοιπόν θά τόν ἀντιμετωπίσεις; «Βάλε στά πόδια σου σαντάλια πού θά σέ διευκολύνουν. Ὅπως ὁ πολεμιστής φοράει θωρακισμένα ὑποδήματα, ἔτσι καί σύ πρέπει νά ἔχεις κατοχυρωθεῖ μέ τό Εὐαγγέλιο τῆς εἰρήνης» (Ἐφεσ. 6, 15). Κράτησε μέσα στήν ψυχή σου ἀσάλευτη τήν πίστη, δυνατή σάν πανίσχυρη βάση καί θεμέλιο τήν ἐλπίδα, γιά νά ξεφύγεις ἀπό τίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ καί νά φτάσεις στόν Δεσπότη Χριστό. Ἑτοίμασε τήν καρδιά σου νά δεχτεῖ εὐχάριστα τή διδασκαλία καί τήν κοινωνία τῶν ἁγίων Μυστηρίων. Προσευχήσου συχνότερα, γιά νά σέ ἀξιώσει ὁ Θεός νά γνωρίσεις καί τά ἐπουράνια καί ἀθάνατα Μυστήρια. Μή χάνεις στιγμή, οὔτε μέρα, οὔτε νύχτα. Ἀλλά μόλις ἀνοίξεις ἀπό τόν ὕπνο τά μάτια σου, ἀπασχόλησε τό νοῦ σου μέ τήν προσευχή. Κι ἄν δεῖς κανένα αἰσχρό λογισμό νά ἀνεβαίνει στήν ψυχή σου, θυμήσου τήν Κρίση, γιά νά σωθεῖς. Βάθαινε μέ τό νοῦ σου στήν ἀλήθεια, γιά νά ξεχνᾶς ἄπρεπα καί ἄχρηστα πράγματα. Κι ἄν ἀκούσεις κανένα νά σοῦ λέει: «Βουτιέσαι στό νερό καί βαπτίζεσαι; Λείψανε στήν πόλη τά δημόσια λουτρά;» Μάθε πώς ὁ δράκοντας τῆς θάλασσας (πρβλ. Ἡσ. 27, 1) στά σκαρώνει αὐτά19. Μήν προσέχεις στό στόμα τοῦ δράκου, ἀλλά στά ἔργα τοῦ Θεοῦ. Φύλαξε λοιπόν μέ κάθε τρόπο τήν ψυχή σου, γιά νά μήν αἰχμαλωτιστεῖ. Ὥστε, παραμένοντας στήν ἐλπίδα, νά ἀξιωθεῖς νά γίνεις καί κληρονόμος τῆς αἰώνιας σωτηρίας.
ΙΖ´ Ἐμεῖς λοιπόν ὡς ἄνθρωποι αὐτά παραγγέλουμε καί διδάσκουμε. Ἐσεῖς προσέξτε νά μή μεταβάλετε, ὅσα ὑλικά σᾶς δώσαμε γιά τήν οἰκοδομή σας, σέ χόρτα, καλάμια καί ἄχυρα. Ὥστε, ὅταν τό ἔργο τῆς Κατηχήσεώς σας κριθεῖ ἀπό τόν Θεό, νά μή βρεθοῦμε ἐμεῖς ζημιωμένοι. Προσπαθῆστε νά ἀξιοποιήσετε τό ὑλικό πού σᾶς δώσαμε, ὥστε νά ἀποδειχτεῖ, κατά τήν ὥρα τῆς κρίσεως, πολύτιμο σάν χρυσάφι, σάν ἀσήμι καί πολύτιμα πετράδια (πρβλ. Α´ Κορ. 3, 12-15). Δικό μου ἔργο εἶναι ἡ διδασκαλία, δικό σου ἡ προαίρεση καί τοῦ Θεοῦ ἡ τελείωση τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας σου. Ἄς ξυπνήσουμε. Ἄς στερεώσουμε τήν ψυχή. Ἄς ἑτοιμάσουμε τήν καρδιά. Γιά τήν ψυχή τρέχουμε (πρβλ. Παρμ. 7, 23). Σέ αἰώνια ἀγαθά ἐλπίζουμε. Ὁ Θεός εἶναι δυνατός —Ἐκεῖνος γνωρίζει τίς καρδιές σας καί ξέρει καλά ποιός ἀπό σᾶς εἶναι εἰλικρινής καί ποιός ὑποκριτής— καί μπορεῖ τόν μέν εἰλικρινή νά φυλάξει, τόν δέ ὑποκριτή νά τόν κάνει εἰλικρινή καί ἀξιόπιστο. Γιατί μπορεῖ ὁ Θεός καί τόν ἄπιστο ἀκόμα νά κάνει πιστό, μονάχα νά δώσει στόν Θεό ὁ ἄπιστος τήν προαίρεση καί τήν καρδιά του. Εἴθε νά καταστρέψει τό χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν σας (πρβλ. Κολ. 2, 14). Εἴθε νά λησμονήσει τά πρῶτα σας ἁμαρτήματα, νά σᾶς φυτέψει στήν Ἐκκλησία, νά σᾶς στρατολογήσει στό δικό Του στρατό, ἁρματώνοντάς σας μέ τά ὅπλα τῆς δικαιοσύνης (πρβλ. Β´ Κορ. 6, 7). Εἴθε νά σᾶς χαρίσει ἀκόμα τήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τῆς Καινῆς Διαθήκης καί νά σᾶς σφραγίσει μέ τήν ἀνεξίτηλη σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰώνια, μέ τή Χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖο πρέπει ἡ αἰώνια δόξα. Ἀμήν.
Σημειώσεις:
1 Φ ω τ ι ζ ό μ ε ν ο ι : Ὀνομαζόταν ἡ μικτή ὁμάδα ἀπό ἄνδρες καί γυναῖκες
πού σχηματιζόταν ἀπό μέλη τῆς τάξεως τῶν Κατηχουμένων, στίς ἀρχές τῆς Μ.
Τεσσαρακοστῆς, καί ἡ ὁποία, μέ ἰδιαίτερα μαθήματα καί ἐξορκισμούς,
προετοιμαζόταν γιά νά λάβει τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα τό Βάπτισμα. Ὀνομάζονταν
«Φωτιζόμενοι», γιατί καί τό Βάπτισμα ἦταν καί λεγόταν «Φώτισμα» (Ἑβρ. 6, 4 καί
10, 32). «Καλεῖται δέ τό λουτρόν τοῦτο φωτισμός, ὡς φωτιζομένων τήν διάνοιαν τῶν
ταῦτα μανθανόντων» (Ἰουστ. Ἀπολ. ΒΕΠΕΣ 3, 195). «Βαπτιζόμενοι φωτιζόμεθα,
φωτιζόμενοι υἱοποιούμεθα, υἱοποιούμενοι τελειούμεθα, τελειούμενοι
ἀποθανατιζόμεθα… Καλεῖται δέ πολλαχῶς τό ἔργον τοῦτο, χάρισμα καί φώτισμα καί
τέλειον λουτρόν· λουτρόν μέν… χάρισμα δέ… φώτισμα δέ δι᾿ οὗ τό ἅγιον ἐκεῖνο φῶς
τό σωτήριον ἐποπτεύεται, τοῦτ᾿ ἔστιν δι᾿ οὗ τό θεῖον ὀξυωποῦμεν…» (Κλήμ. Ἀλ.
ΒΕΠΕΣ 7, 92, 8). «Οὕτω δή καί τήν ἱεράν τῆς θεογενεσίας τελετήν, ἐπειδή πρώτου
φωτός μεταδίδωσι, καί πασῶν ἐστιν ἀρχή τῶν θείων φωταγωγιῶν, ἐκ τοῦ τελουμένου
τήν ἀληθῆ τοῦ φωτίσματος ἐπωνυμίαν ὑμνοῦμεν» (Διον. Ἀρειοπ. P.G. 3, 425
Α).
Οἱ Φωτιζόμενοι ἦταν τάξη ἐντελῶς ἰδιαίτερη, ὄχι μόνο γιατί ὑπῆρχε γιά λίγο χρονικό διάστημα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά κυρίως γιά τό μεταβατικό της χαρακτήρα ἀπό τήν τάξη τῶν Κατηχουμένων στήν τάξη τῶν Πιστῶν. Παρόλο πού ὁ ἅγιος Κύριλλος τό βλέπει σάν κάποια προαγωγή καί ἀξίωμα («ἡλίκον ὑμῖν ἀξίωμα δίδωσιν ὁ Κύριος, ἀπό τοῦ τῶν Κατηχουμένων τάγματος εἰς τό τῶν Πιστῶν μετατιθέμενος» Κατήχ. Ε´, α), ὅμως ὑπῆρχε ἀκόμα γι᾿ αὐτούς ἡ δυνατότης ἐκλογῆς γιά τήν εἴσοδό τους στήν Ἐκκλησία: «Σύ δέ ἀκμήν ἐν ζυγῷ στήκεις, ἤ δεχθῆναι ἤ μή δεχθῆναι» (Προκατ. ιγ).
Στούς Φωτιζομένους δίδονταν περισσότερα στοιχεῖα ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τά ὁποῖα ἦταν ρητῶς ἀπαγορευμένα νά «ἐκλαληθοῦν» στούς Κατηχουμένους. Ὁ Φωτιζόμενος διέφερε ἀπό τόν Κατηχούμενο, γιατί ὁ Κατηχούμενος, ἄν καί εἶχε ἀρνηθεῖ τά εἴδωλα ἤ ἀναγνώριζε τήν ἀνεπάρκεια καί τό ἀδύνατο τῆς σωτηρίας στήν πίστη τοῦ Ἰσραήλ καί μολονότι ἡ ζωή του προσαρμοζόταν στίς ἐπιταγές τῆς νέας πίστεως, ἐν τούτοις ἐθεωρεῖτο ὡς ἕνας ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νά λάβει τό καινόν ὄνομα.
Οἱ Φωτιζόμενοι διέφεραν ἐπίσης ἀπό τούς Πιστούς. Ἄν καί οἱ Φωτιζόμενοι θεωροῦνταν ὅτι «ἐνηχοῦντο» καί εἶχαν τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐν τούτοις δέν ἦταν, ὅπως οἱ Πιστοί, μέτοχοι τῆς πλήρους γνώσεως (Κατήχ. ΙϚ´, κς). Οἱ Φωτιζόμενοι δέν μετεῖχαν στή Θεία Λειτουργία τῶν Πιστῶν (Ἀποστολικαί Διαταγαί ΒΕΠΕΣ 2, 42). Σέ πολλές μάλιστα περιπτώσεις, ἦταν ἀπαγορευμένη καί αὐτή ἀκόμα ἡ ἁπλή συμπροσευχή Φωτιζομένων καί Πιστῶν (Μ. Ἀθαν. ΒΕΠΕΣ 33, 66, 17). Ἐπειδή ὅμως ἡ τάξη τῶν Φωτιζομένων ἦταν εἰσαγωγική πρός τήν τάξη τῶν Πιστῶν, γιά νά μήν ἔχουν οἱ Φωτιζόμενοι βιώματα ἀποξενώσεως ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ταυτόχρονα καί γιά νά γνωρίζονται μέ τούς Πιστούς —ἐφόσον βέβαια δέν μποροῦσαν οἱ Φωτιζόμενοι νά εἰσέλθουν στήν τάξη τῶν Πιστῶν, κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας καί τῆς κοινῆς προσευχῆς— συμμετεῖχαν πολλοί ἀπό τους Πιστούς στίς Κατηχήσεις τῶν Φωτιζομένων, ὄχι βέβαια ὡς Κατηχούμενοι, ἀλλά ὡς ἀδελφοί, οἱ ὁποῖοι προέτρεχαν νά προϋπαντήσουν τά νέα μέλη τῆς Ἐκκλησίας: «Ὡς ποθεινός καί ἐπέραστος τῶν νέων ἡμῖν ἀδελφῶν ὁ χορός· ἀδελφούς γάρ ὑμᾶς ἐγώ καί πρό τῶν ὠδίνων ἤδη καλῶ, καί πρό τοῦ τόκου τήν συγγένειαν τήν πρός ὑμᾶς ἀσπάζομαι. Οἶδα γάρ, οἶδα σαφῶς εἰς ὅσην μέν ἄγεσθαι μέλλετε τιμήν, εἰς ὅσων δέ ἀρχήν· τούς δέ μέλλοντας λαμβάνειν, καί πρό τῆς ἀρχῆς εἰώθασι τιμᾶν ἅπαντες, διά τῆς θεραπείας εὔνοιαν ἑαυτοῖς προαποτιθέμενοι πρός τό μέλλον» (Ἰωάν. Χρυσοστ. Κατήχησις Α´ Π.Γ. 49, 223).
Ὁ ἀριθμός τῶν Φωτιζομένων ἦταν πολλές φορές πολύ μεγάλος. Ἀπό αὐτό μπορεῖ κανείς εὔκολα νά ἀντιληφθεῖ τήν πάσης φύσεως ποικιλία τῶν Φωτιζομένων, ἀκόμα καί ὡς πρός τό κίνητρο τῆς προσελεύσεως ἤ τῆς ἁγνότητας τῆς προαιρέσεώς τους γιά Βάπτισμα.
2 Ἡ εἴσοδος τῶν Κατηχουμένων στήν τάξη τῶν Φωτιζομένων ἀκολουθοῦσε ὁρισμένη διαδικασία, ἡ ὁποία ἔμοιαζε μέ τή διαδικασία τῆς εἰσόδου κάποιου στήν τάξη τῶν Κατηχουμένων. Ὅποιος ἐπιθυμοῦσε νά λάβει τό Βάπτισμα ἐξεταζόταν γιά ἄλλη μιά φορά ἀπό τούς ὁρισμένους γι᾿ αὐτή τή διακονία κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἦταν κυρίως πρεσβύτεροι. Αὐτοί ἐρευνοῦσαν τή ζωή τῶν ὑποψηφίων. Ἄν δηλαδή ἔζησαν σεμνά τό χρόνο, κατά τόν ὁποῖο ἦταν Κατηχούμενοι. Ἄν τιμοῦσαν τίς χῆρες, οἱ ὁποῖες ἀπολάμβαναν ἰδιαίτερη τιμή καί τίς φρόντιζε ἡ Ἐκκλησία, ἄν ἐπισκέφθηκαν τούς ἀσθενεῖς καί γενικά ἄν ἦταν συνεπεῖς μέ τίς ἐπιταγές τῆς πίστεως. Γιά ὅλα αὐτά ἦταν ἀπαραίτητη ἡ συμμαρτυρία τοῦ προσώπου, τό ὁποῖο εἶχε ἐγγυηθεῖ γιά τόν Κατηχούμενο ἤ τόν εἶχε διδάξει τή χριστιανική ἀλήθεια, πρίν νά γίνει ἡ προσαγωγή του στήν Ἐκκλησία (πρβλ. Ἰωάν. Μόσχου «Λειμών» P.G. 87, 3100). Στήν ἐξέταση πού γινόταν στόν ὑποψήφιο γιά τή Βάπτιση, δέν δινόταν τόση σημασία στό κατά πόσο αὐτός ἔχει ἀποσπαστεῖ ἀπό τίς ἁμαρτωλές συνήθειες, ἀλλά κυρίως ἡ ἐξέταση ἀπέβλεπε στό νά ἐλέγξει τή συνέπεια τοῦ Κατηχουμένου καί τήν ἀγωνιστηκότητά του. Ἡ ἀπαίτηση τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν ὁποία οἱ ὑποψήφιοι γιά τό Βάπτισμα ἔπρεπε νά πολιτεύονται σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἦταν γενική καί ἀπαρέγκλιτη. Ἀκόμα καί σέ περιπτώσεις χορηγήσεως κλινικοῦ Βαπτίσματος, ὅπου δέν εἶναι δυνατή ἡ σχετική προετοιμασία τοῦ ἀσθενοῦς, ἐρευνᾶτο «ἐάν ἡ ζωή του ἦτο ἔν τινι μέτρῳ κοσμία».
Ἄν ὅλα βρίσκονταν σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ ὑποψηφίου γιά τό Βάπτισμα, τότε, τήν παραμονή τῆς ἐνάρξεως τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τόν ἔγραφε στόν κατάλογο τῶν «πρός τό Φώτισμα εὐτρεπιζομένων» ὁ ἁρμόδιος γι᾿ αὐτό πρεσβύτερος. Τήν ἑπομένη, δηλαδή τήν πρώτη ἡμέρα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τοποθετεῖτο στό μέσο τοῦ Ναοῦ τοῦ Μαρτυρίου ἡ καθέδρα τοῦ ἐπισκόπου καί «ἔνθεν καί ἔνθεν» καθίσματα γιά τούς πρεσβυτέρους. Τήν ὁρισμένη στιγμή, ἔπαιρνε ὁ ἐπίσκοπος καί οἱ ἱερεῖς τίς θέσεις τους, ἐνῶ περιτριγυρίζονταν ἀπό ὅλο τόν ὑπόλοιπο κλῆρο. Ἐκεῖ ὁδηγοῦνταν ἕνας-ἕνας οἱ ὑποψήφιοι πρός τό Φώτισμα, πρῶτα οἱ ἄνδρες καί μετά οἱ γυναῖκες. Ὁ καθένας τους συνοδευόταν ἀπό τόν ἀνάδοχό του. Ὁ ἐπίσκοπος ρωτοῦσε τούς ἱερεῖς, ἄν ὁ ὑποψήφιος ζοῦσε εὐσεβῶς, ἄν σεβόταν τούς ἀναδόχους του, ἄν ἔπεφτε σέ σοβαρά ἁμαρτήματα, ἄν μεθοῦσε κ.τ.λ. Ἄν μετά τήν ἐξέταση, ὁ ὑποψήφιος ἀποδεικνυόταν ἄξιος, ὁ ἐπίσκοπος τόν ἔγραφε ὁ ἴδιος στόν Κατάλογο. Ἄν ὅμως κατηγορεῖτο γιά κάποιο παράπτωμα, ὁ ἐπίσκοπος τόν ἀπομάκρυνε, συνιστώντας του νά καταβάλει προσπάθεια νά βελτιωθεῖ καί νά ἐπιστρέψει ἀργότερα. Ὅσοι ἦταν πλέον γραμμένοι στόν Κατάλογο προσέρχονταν τόν καθορισμένο χρόνο στήν Ἐκκλησία, γιά νά παρακολουθήσουν τίς Κατηχήσεις τῶν Φωτιζομένων.
3 Ὁ ἅγιος Κύριλλος ἐπιμένει πολύ καί ἐπαναλαμβάνει, σέ διάφορα σημεῖα τῶν Κατηχήσεών του, τό θέμα τῆς προαιρέσεως τῶν Φωτιζομένων.
Εἶναι γνωστό ὅτι ἐκτός τῶν «ἐκ προθέσεως» προσερχομένων στήν Ἐκκλησία, ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν οἱ περιστατικές προσελεύσεις. Γι᾿ αὐτές ἔγινε πολύς λόγος, ἀπό τούς πρώτους κιόλας αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας, καί ἀναπτύχθηκε ἐνδιαφέρουσα θεολογική προβληματική. Εἶναι δηλαδή σωστό καί σκόπιμο νά δέχεται ἡ Ἐκκλησία ἀνθρώπους πού προσῆλθαν στήν Κατήχηση καί ἐν συνεχεία στό ἅγιο Βάπτισμα ὑποκινούμενοι ἀπό ἄλλα αἴτια καί οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν ὡς ἀφετηρία τή γνήσια προαίρεση, ἐφόσον ὁ Θεός «οὐκ ἀνάγκῃ ἀγαθοποιεῖ, κατά προαίρεσιν δέ εὗ ποιεῖ τούς ἐξ αὐτῶν ἐπιστρέφοντας»; (Κλήμ. Ἀλ. Στρωμ. 7, 7 P.G. 460A).
Ὁ ἅγιος Κύριλλος, ὅπως θά φανεῖ καί στή συνέχεια τοῦ λόγου του, δέν ἀντιτίθεται στίς περιστατικές προσελεύσεις. Δέχεται «ὡς διάκονος καί θυρωρός» ὅσους γιά διάφορους λόγους «εἰσῆλθον εἰς τόν νυμφῶνα», δέν ἀποδέχεται ὅμως τήν ἐμμονή τους στήν ἐπιφανειακή σχέση μέ τό ἀνεπανάλειπτο γεγονός τῆς εἰσόδου τους στήν Ἐκκλησία καί τήν ἀδιαφορία τους γιά τήν ἀπόκτηση «τοῦ ἐνδύματος γάμου». «Οὐ γάρ Θεός σέ σωφρονεῖν ἀναγκάσει· ἐν τῇ προαιρέσει καί γνώμῃ βροτῶν τό σωφρονεῖν ἔνεστιν», λέει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νανζιανζηνός (P.G. 38, 157A).
Ἡ γνησιότητα τῆς προαιρέσεως εἶναι χαρακτηριστικό στοιχεῖο, βασικό καί θεμελιακό. Θά τολμοῦσε κανείς νά ταυτίσει τή γνησιότητα μέ τήν ὕπαρξη τῆς προαιρέσεως. Παρά ταῦτα, στό μεταπτωτικό καί μή θεωμένο ἄνθρωπο, ἡ προαίρεση βιώνεται καί λειτουργεῖται πολύμορφα καί ποικιλότροπα, προβληματικά καί ἀποσπασματικά, συνειδητά καί ἀσυνείδητα. Ἡ προαίρεση δέν συνδέεται μόνο μέ τό φρόνημα καί τή βαθύτερη λειτουργία τῆς ἐπιθυμίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά θά ἰσχυριζόταν κανείς βάσιμα, ὅτι ἡ προαίρεση εἶναι ἡ συνισταμένη τοῦ Ψυχοσωματικοῦ δυναμικοῦ τῆς προσωπικότητας πάνω σέ κάθε ὑπαρκτό ἤ καί προσδοκώμενο ἁπλό ἤ σύνθετο περιστατικό τῆς ζωῆς. Ἀκόμα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι, στήν κοινωνική προβολή της, ἡ προαίρεση κάθε συγκεκριμένου ἀνθρώπου μπορεῖ νά εἶναι διπλή, εἴτε «καθ᾿ ὑπόκρισιν», εἴτε «κατά συνειδητήν ἄγνοιαν». Μπορεῖ κανείς νά προσποιηθεῖ ὅτι ἔχει προαίρεση διαφορετική ἀπό τήν οὐσιαστική ἐπιδίωξί του καί μπορεῖ νά μήν ἔχει ἐπίγνωση τῆς βαθύτερης προαιρέσεώς του, ἀκριβῶς τότε πού «καθ᾿ ὁλοκληρίαν» ἐπιδιώκει ἕνα στόχο. Κλασσικό παράδειγμα προαιρετικῆς ἀντιθέσεως (πού βιώνεται συγχρόνως στό συνειδητό καί στό ἀσυνείδητο ἐπίπεδο) εἶναι ἡ φονική καταδίωξη τῶν χριστιανῶν ἀπό τόν «Σαῦλο», τή στιγμή ἀκριβῶς πού μέσα του ζοῦσε ὁ «Παῦλος». Τό ἔλλειμμα τό προσωπικό τοῦ Σαύλου στήν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας γιά τόν Χριστό λειτουργοῦσε τή διωκτική προαίρεση, τότε ἀκριβῶς πού ἡ θεοκρατικά δομημένη ὑπαρκτική προαίρεσή του τόν ἀνεδείκνυε «Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν». Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται τό δυναμικότερο προσόν τῆς ποιμαντικῆς νά «διαγινώσκῃ» καί νά συνεργάζεται μέ τήν ἐσώτατη προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι μέ τήν ἐπιφανειακή λειτουργία τῆς βουλήσεώς του, ὅπως αὐτή μαρτυρεῖται στήν ἀτομική ἤ κοινωνική προβολή της. Αὐτό βεβαίως χρειάζεται πνοή Πνεύματος Ἁγίου, ἀλλά καί σχετική «προαίρεση» τοῦ ποιμαίνοντος.
4 Ἔχει βασική σημασία στό θέμα τῆς πίστεως, ἡ βουλητική συμμετοχή καί ὅλη ἡ ἐσωτερική συνεργασία τοῦ βαπτιζόμενου μέ τή θεία Χάρη. Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος —ὅπως ἐξάλλου καί ὅλα τά Μυστήρια— δέν δρᾶ μαγικά πάνω στό βαπτιζόμενο, ἀλλά ἁγιάζει καί φωτίζει τόν προσφερόμενο στόν Θεό αὐτοπροαίρετα καί εἰλικρινά. Διαφορετικά, τό Μυστήριο εἶναι μέν «τελειωμένον ὑπό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ», παραμένει ὅμως ἀνενέργητο. Καί ὁ βαπτιζόμενος, ὡς ἄλλος Σίμων μάγος, καθιστᾶ τόν ἑαυτό του ἄξιο ἐκείνου πού ἀπηύθυναν σ᾿ αὐτόν οἱ Ἀπόστολοι: «Οὐκ ἔστι σοι μέρος οὐδέ κλῆρος ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ· ἡ γάρ καρδία σου οὐκ ἔστιν εὐθεῖα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 8, 21). Ἀλλά καί πάλι ἡ Ἐκκλησία, ὡς οἰκονόμος τῆς θείας Χάρης, δίνει στόν ἄνθρωπο τήν εὐκαιρία τῆς μετανοίας, τοῦ λεγομένου «δευτέρου Βαπτίσματος» καί καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά δεχτεῖ ὅπως ὁ Σίμων τόν «διά τῆς μετανοίας καθαρισμόν» καί τήν κονωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Μετανόησον οὖν ἀπό τῆς κακίας σου ταύτης καί δεήθητι τοῦ Θεοῦ εἰ ἄρα ἀφεθήσεταί σοι ἡ ἐπίνοια τῆς καρδίας σου» (Πράξ. 8, 22). Ἡ δυνατότητα αὐτή, τοῦ «διά τῆς μετανοίας ἀναβαπτισμοῦ», ἔχει ἰδιάζουσα σημασία γιά τούς σύγχρονους χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι προσῆλθαν στό ἅγιο Βάπτισμα κατά τή νηπιακή τους ἡλικία καί ἐκπροσωπήθηκαν βουλητικά ἀπό τόν ἀνάδοχό τους, χωρίς νά τό γνωρίζουν καί χωρίς νά ἐπιλέξουν καί τόν ἀνάδοχο καί τή βουλητική ἐκπροσώπηση. Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση καλοῦνται νά βιώσουν τή μετάνοια γιά ἀθέτηση κάποιας συνθήκης, πού δέν τήν ἔκαναν συνειδητά. Βέβαια ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὑπεύθυνο τόν ἀνάδοχο γιά τήν ἀναδρομική συνειδητοποίηση αὐτῆς τῆς συνθήκης ἀπό τόν νηπιοβαπτισθέντα, ἀλλά πρακτικά οὔτε τήν ποιότητα τοῦ ἀναδόχου ἐλέγχει οὔτε τήν προαίρεσή του, οὔτε τή συνέπεια στίς ὑποχρεώσεις του παρακολουθεῖ.
Ἐκεῖ πού ἔχουν φθάσει τά πράγματα ἤ ὁ νηπιοβαπτισμός πρέπει νά καταργηθεῖ ἤ ὁ θεσμός τοῦ ἀναδόχου πρέπει νά ἀνακτήσει τό ἀρχαῖο, δυναμικό κάλλος του καί τήν ἀρχαία πρακτική λειτουργικότητά του. Ὁ ἀναδόχος εἶναι οὐσιωδέστατος ποιμαντικός συνεργός τοῦ ἐπισκόπου-πρεσβυτέρου στή διαποίμανση τοῦ πιστοῦ πού γεννιέται μέσα στήν κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό καί ὀνομάζεται «πνευματικός πατέρας» του, παράλληλα πρός τόν ἐπίσκοπο-πρεσβύτερο. Στίς ἡμέρες μας, ὁ ἀνάδοχος ἔχει ἀπογυμνωθεῖ ἀπό τήν οὐσία τοῦ θεσμοῦ καί ἔτσι ἔπαυσε νά θεωρεῖται καί αἴτιος συγγένειας (ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κώλυμα γάμου) μεταξύ προσώπων πού ἀναδέχεται.
5 Κ α ν ο ν ι κ έ ς ὀνομάζονταν οἱ γυναῖκες πού ἦταν ἐγγεγραμμένες στό Μητρῶο (CANON) μιᾶς Ἐκκλησίας καί ζοῦσαν κοινοβιακά, κάτω ἀπό τήν ἐποπτεία τῆς Ἐκκλησίας, ζωή ἀφιερωμένη στόν Θεό καί στή διακονία τῆς Ἐκκλησίας. «Ἡ πρός τούς ἐν κοινοβίῳ κανονικούς» ἐπιστολή τοῦ Μ. Βασιλείου, ἀσύγκριτη σέ πνευματικό βάθος καί τελειότητα, εἶναι χαρακτηριστική ὑποτύπωση τῶν ἀφιερωμένων στόν Θεό ψυχῶν κάθε κοινοβίου (P.G. 31, 1377). Ἀπό τήν Ἀποστολική ἀκόμα ἐποχή, ἡ Ἐκκλησία ἀπέδιδε στίς «Κανονικές» ἰδιαίτερο σεβασμό καί τιμή, ἀποτελοῦσαν δέ ἰδιαίτερη τάξη μέσα στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἅγιος Κύριλλος χρησιμοποιεῖ ἐδῶ τήν παρουσία τους, σάν ἀφορμή ἐλέγχου γιά τούς κακοπροαίρετους ἤ τούς «μή μετανοοῦντας» Κατηχουμένους.
6 Οἱ Φωτιζόμενοι καλοῦνταν στό διάστημα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς νά ὁλοκληρώσουν τή μετάνοιά τους. Ὁ ἱερός Πατέρας δέν ἔπαυε νά ἐπαναλαμβάνει τίς βασικές θεολογικές καί ἀνθρωπολογικές θέσεις περί προαιρέσεως, περί ἁμαρτίας καί περί μετανοίας, σέ κάθε σχεδόν Κατήχησή του. Μέ πολλή διάκριση καί ἀγάπη ἔκανε λεπτές ἐπεμβάσεις στά καυτά θέματα, πού εἶχαν σχέση μέ τή μετάνοια καί τόν προβληματισμό τῶν Φωτιζομένων γύρω ἀπ᾿ αὐτή. Ἕνας βασικός π.χ. προβληματισμός τῶν Φωτιζομένων —παράλληλα πρός τήν ἀναγκαιότητα τῆς μετάνοιας— ἦταν καί ἡ ἀποτελεσματικότητά της. Ἡ ἀπόγνωση τῶν Φωτιζομένων, ὅταν συνειδητοποιοῦσαν τήν ἁμαρτωλότητά τους, πολλές φορές κατέστρεφε τό ἔργο τῆς Κατηχήσεως καί ἀντί νά ὁδηγήσει τό Φωτιζόμενο στό Βαπτιστήριο, τόν ἀπομάκρυνε. Ὁ ἅγιος Κύριλλος γνώριζε πολύ καλά αὐτές τίς παγίδες τοῦ διαβόλου καί δέν παρέλειπε νά στηρίζει τούς ἀκροατές του (πρβλ. Κατήχ. Β´, ε).
Ὁ χρόνος τῆς Κατηχήσεως στήν ἀρχική του ἔκταση καί στίς ἐπεκτάσεις του δέν λειτουργοῦσε μόνο σάν παράγοντας γνωσιολογικοῦ ἐμπλουτισμοῦ τοῦ Κατηχούμενου, ἀλλά ἦταν καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή φανέρωση τῆς βουλητικῆς πληρότητας καί προαιρετικῆς γνησιότητάς του καί μάλιστα σέ μιά ἐνδόκοσμη καί κοινωνική προβολή. Ἦταν καί μιά προπαίδια στήν ἀσκητική λειτουργία τῆς μετάνοιας. Ἡ ἐπαναληπτική μετάνοια εἶναι ἡ ἀπαραίτητη ἐπανόρθωση τῆς ἀδύναμης ἤ τῆς νοσηρῆς βουλήσεως ὅπως ἀποδεικνύεται μέσα στήν πράξη. Πόσο βοηθητικό καί κατευθυντηριακό εἶναι τό νόημα αὐτῆς τῆς ποιμαντικῆς νοοτροπίας πρός τούς Κατηχούμενους καί γιά τούς σύγχρονους ὀρθοδόξους ἱεραποστόλους, δέν εἶναι ἀνάγκη οὔτε κάν νά τό σημειώσουμε.
7 Ὅταν δέν ὑπάρχει ἀγαθή πρόθεση καί οἰκεία προαίρεση στό βαπτιζόμενο, ἀλλά προσέρχεται στό ἅγιο Βάπτισμα γιά λόγους περιέργειας, ἀνθρωπαρέσκειας, φόβου, πορισμοῦ ἀγαθῶν, ἐπιτυχίας κάποιου ἀπώτερου σκοποῦ, ἄγνοιας, ἔμμεσης ἤ ἄμεσης βίας, ἤ ἀκόμα καί ἀπό διάθεση νά ἐμπαίξει τό Μυστήριο καί τούς ἄλλους πιστούς, τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτός «πειράζει τήν Χάριν» (Πράξ. 15, 10). «Εἰ δέ ἐπιμένεις κακῇ προαιρέσει, ὁ μέν λέγων ἀναίτιος, σύ δέ μή προσδόκα λήψεσθαι τήν Χάριν· τό γάρ ὕδωρ σέ δέξεται, τό δέ πνεῦμα σε οὐ δέξεται», θά προσθέσει ἐν συνεχεία ὁ ἅγιος Κύριλλος.
Παρά ταῦτα ὀ Θεός «κατά τό πολύ αὐτοῦ ἔλεος» (Α´ Πετρ. 1, 3), «ὅς θέλει πάντας σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τιμ. 2, 4) καί ὁ Ὁποῖος «οὐκ εἰς πρόσωπον ὁρᾷ» ἀλλ᾿ «εἰς καρδίαν» (Α´ Βασ. 16, 7), χαρίζει «στόν πλανηθέντα» ἐκ νέου εὐκαιρίες μετανοίας καί «τελειώνει» τό Βάπτισμα, διανοίγοντας συγχρόνως τούς ὀφθαλμούς του «τοῦ συνιέναι» (Λουκ. 24, 45) τή χορηγούμενη δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τέτοιες περιπτώσεις εἶναι τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Πορφυρίου, τοῦ ἀπό μίμων, (15 Σεπτεμβρίου), τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Γελασίου, (17 Φεβρουαρίου) καί τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Ἀρδαλίωνος, (18 Ἀπριλίου). Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας ἀποδίδει τή μεταστροφή τῶν ἁγίων Πορφυρίου, Γελασίου καί Ἀρδαλίωνος στήν κοινωνία τους μέ τό Παράκλητο Πνεῦμα πού συντελέστηκε «διά τοῦ Βαπτίσματος» καί λέει: «Γενομένου δέ αὐτοῖς τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Παρακλήτου ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν ἐμπεσόντος, αὐτοί τε ἐγένοντο καινοί καί ζωῆς ἐπελάβοντο καινῆς καί τοῖς ἄλλοις ἡγήσαντο, καί τόν περί Χριστόν πόθον ἑαυτοῖς καί τοῖς ἄλλοις ἀνῆψαν. Εἰ γάρ καί τῷ ἡλίῳ παρῆσαν καί διαίτης ἐκοινώνουν καί λόγων, ἀλλ᾿ ἦν αἴσθησις αὐτοῖς τῆς ἀκτῖνος οὔπω, μή δεξαμένοις τό πνευματικόν ἐκεῖνο λουτρόν. Τόν ἴσον δή τρόπον καί τούς ἁγίους ἑξῆς ἅπαντας ἐτελείωσεν ὁ Θεός· καί ἐπέγνωσαν αὐτόν καί ἐφίλησαν, οὐ λόγοις παρακληθέντες ψιλοῖς, ἀλλά τῇ τοῦ λουτροῦ δυνάμει διατεθέντες, αὐτοῦ πλάττοντος καί διατιθέντος τοῦ φιλουμένου, ὅς κτίζει καρδίαν καθαράν καί ἀφαιρεῖται μέν τήν λιθίνην, δίδωσι δέ καρδίαν σαρκίνην (Β´ Κορ. 3, 3), τήν ἀναισθησίαν ἐκβάλλων, καί γράφει… οὐ νόμον ἁπλῶς, ἀλλά τόν νομοθέτην αὐτόν, αὐτός ἑαυτόν» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚ. 22, 364).
Συμπληρωματικά μέ ὅσα σημειώσαμε καί στήν ὑποσημείωση 3, ἡ προαίρεση, σάν συνισταμένη τοῦ ψυχοδυναμισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι δεκτική ἀδιάκοπης ἀναδιαμορφώσεως καί ὡς πρός τήν τάση καί ὡς πρός τό στόχο καί ὡς πρός τή συνειδητή καί ἀσυνείδητη ποιότητά της. Οἱ ἀτέλειες πού φέρνει στό ξεκίνημά της δέν φοβίζουν τόν ποιμένα. Ἡ θεληματική ἀναπηρία ἤ ὑπολειτουργία της εἶναι ἀπαράδεκτες, γιατί μόνο τότε γίνεται ἀδύνατη ἡ συνεργασία μέ τή θεία Χάρη. Ἐφόσον ἡ συνεργασία θείας Χάρης καί ἀνθρώπινης προαιρέσεως δέν σταματᾶ, ἡ ψυχή ὁδεύει τό δρόμο τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς θεώσεως καί ἔχει τή σωτηρία ἐξασφαλισμένη, ἔστω καί ἄν χαρακτηρίζεται ἀπό ἀτέλειες.
8 Κατηχούμενοι ὀνομάζονταν ὅσοι εἶχαν ἑλκυστεῖ ἀπό τό ἱεραποστολικό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας καί εἶχαν ἐκδηλώσει τή σαφή ἀπόφασή τους νά γίνουν μέλη της. Οἱ Κατηχούμενοι ἀποτελοῦσαν ἰδιαίτερη τάξη στήν ἐκκλησία. Παρακολουθοῦσαν, ἐκτός ἀπό εἰδικές ἐξαιρέσεις, ἐπί τριετία τή διδασκαλία τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως καί μερικῶς τίς λατρευτικές Συνάξεις τῶν πιστῶν (Ἀποστολ. Παράδοση Ἱππολύτου, ΒΕΠΕΣ, τόμ. 2).
Ὅποιος ἐνδιαφερόταν νά εἰσέλθει στήν τάξη τῶν Κατηχουμένων, ἀναζητοῦσε πρῶτα ἕναν πιστό, ὁ ὁποῖος θά ἀναλάμβανε τήν εὐθύνη τῶν ἀπαιτουμένων σχετικῶν διατυπώσεων. Τίς περισσότερες φορές αὐτό τό πρόσωπο ἦταν ἐκεῖνος πού δίδαξε στόν ὑποψήφιο τή χριστιανική πίστη. Ἀκολουθοῦσε ἡ προσαγωγή τοῦ ὑποψηφίου ἀπό τόν Πιστό στήν Ἐκκλησία. Ἐκεῖ ἐξεταζόταν ὁ ἐνδιαφερόμενος ἀπό τούς τεταγμένους κληρικούς πρῶτα-πρῶτα στό θέμα τῆς ἐλευθερίας του. Ἄν αὐτός ἦταν δοῦλος, διευκρινιζόταν ἄν ὁ κύριός του ἦταν Πιστός καί κατά πόσο συμφωνοῦσε γιά τήν Κατήχησή του. Ἄν ὁ κύριός του ἦταν ἄπιστος, δέν ἦταν ἀπαραίτητη ἡ συναίνεσή του. Στή συνέχεια ἐρευνοῦσαν τήν οἰκογενειακή κατάσταση. Ἄν ἦταν ἔγγαμος, ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά ἔχει μιά μόνο γυναίκα. Ἄν ἦταν ἄγαμος, ἔπρεπε νά ζεῖ σώφρονα ζωή, νά μή ζεῖ στήν ἁμαρτία, ἀλλά νά νυμφεύεται κατά νόμο ἤ νά ἀκολουθεῖ τή ζωή τῆς παρθενίας. Ἄν διακατεχόταν ἀπό πονηρό πνεῦμα, ἀπαγορευόταν νά λαμβάνει μέρος στίς Κατηχήσεις, μέχρι νά ἐλευθερωθεῖ ἀπ᾿ αὐτό τελείως. Τέλος ἐξεταζόταν ὁ ὑποψήφιος ἀπό πλευρᾶς ἐπαγγελματικῆς ἀπασχολήσεως καί ἤθους. Ἄν ἡ ἐργασία του συμπεριλαμβανόταν στά ἐπαγγέλματα πού ἀπαγόρευε ἡ Ἐκκλησία (π.χ. ἄν ἦταν γλύπτης καί ἔφτιαχνε εἴδωλα), ἔπρεπε νά τήν ἐγκαταλείψει (Διαταγαί Ἀποστόλων ΒΕΠΕΣ 2, 163 καί ἑξ.).
Ἄν ὅλα βρίσκονταν σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές καί τίς ἀπαιτήσεις τῆς χριστιανικῆς πολιτείας, ὁ ἐνδιαφερόμενος γραφόταν στούς ἐπισήμους Καταλόγους τῶν Κατηχουμένων καί ἄρχιζε νά μαθητεύει στήν πίστη καί στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
9 Στό σημεῖο αὐτό ὑπογραμμίζεται διακριτικά ἕνας κίνδυνος πού συχνά ἐμφωλεύει στή ζωή τῶν πιστῶν. Ἰδιαίτερη σημασία ἔχει ἡ ὑπόμνηση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου γιά τούς σημερινούς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν βιώσει τή βαπτισματική ἐμπειρία ὡς ἐνήλικες καί κατά συνέπεια δέν εἶναι πάντα σέ θέση νά κάνουν τίς ἑκάστοτε ἀπαιτούμενες συσχετίσεις τοῦ ὀνόματός τους ὡς χριστιανῶν καί τῆς καθημερινῆς ζωῆς τους ἤ τήν ἀναγωγή μιᾶς συγκεκριμένης πράξεως καί ἐνέργειάς τους, σέ ὁρισμένα βασικά δογματικά ἐρείσματα. Πολύ συχνά ἐμφανίζεται ἡ ἐπίφαση καί ὄχι ἡ οὐσία, σάν νά διεκδικεῖ τή χριστιανική ἰδιότητα καί ὁ ἄνθρωπος «ἀφίσταται ἑαυτοῦ» καί ζεῖ «εἰς χώραν μακράν» (Λουκ. 15, 13), μετερχόμενος τή ζωή τοῦ προσωπείου. Ἡ ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας ἔχει ἰδιαίτερα ἐνσκύψει στό «περί ἰδεατῆς εἰκόνος» βίωμα τοῦ ἀποδήμου ἀπό τόν ἑαυτό του ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ζεῖ κάτω ἀπό τό ἐπισφαλές περικάλυμμα ἑνός συλλογικοῦ ὀνόματος ἤ μιᾶς θρησκευτικῆς ἰδιότητας, ἐνῶ εἶναι ἀνίκανος νά λειτουργήσει ὡς πρόσωπο μέ τήν ἀποκλειστική ἰδιαιτερότητά του καί νά φέρει τίς συνέπειες τῶν ἐπιλογῶν του.
Ὅσοι ἤδη ἀπό τή βρεφική ἡλικία φέρουμε «τή σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», θά ἦταν ἴσως σκόπιμο νά καθρεφτίζουμε συχνά τήν ἰδιότητά μας αὐτή στό πρότυπο τῶν χριστιανῶν πού μᾶς διέσωσε ἡ πρός Διόγνητον ἐπιστολή: «Χριστιανοί γάρ οὔτε γῇ οὔτε φωνῇ οὔτε ἔθεσι διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν εἰσίν ἀνθρώπων. Οὔτε γάρ πόλεις ἰδίας κατοικοῦσιν οὔτε διαλέκτῳ τινί παρηλλαγμένη χρῶνται οὔτε βίον παράσημον ἀσκοῦσιν. Οὔ μήν ἐπινοίᾳ τινί καί φροντίδι πολυπραγμόνων ἀνθρώπων μάθημα τοιοῦτ᾽ αὐτοῖς ἐστιν εὑρημένον, οὐδέ δόγματος ἀνθρωπίνου προεστᾶσιν ὥσπερ ἔνιοι. Κατοικοῦντες δέ πόλεις Ἑλληνίδας τε καί βαρβάρους ὡς ἕκαστος ἐκληρώθη, καί τοῖς ἐγχωρίοις ἔθεσιν ἀκολουθοῦντες ἕν τε ἐσθῆτι καί διαίτῃ καί τῷ λοιπῷ βίῳ, θαυμαστήν καί ὁμολογουμένως παράδοξον ἐνδείκνυνται τήν κατάστασιν τῆς ἑαυτῶν πολιτείας. Πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ᾿ ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολῖται, καί πάνθ᾿ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι· πᾶσα ξένη πατρίς ἐστιν αὐτῶν, καί πᾶσα πατρίς ξένη. Γαμοῦσιν ὡς πάντες, τεκνογονοῦσιν, ἀλλ᾿ οὐ ῥίπτουσι τά γεννώμενα. Τράπεζα κοινήν παρατίθενται, ἀλλ᾿ οὐ κοινήν. Ἐν σαρκί τυγχάνουσιν, ἀλλ᾿ οὐ κατά σάρκα ζῶσιν. Ἐπί γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ᾿ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται. Πείθονται τοῖς ὡρισμένοις νόμοις, καί τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τούς νόμους. Ἀγαπῶσι πάντας, καί ὑπό πάντων διώκονται. Ἀγνοοῦνται καί κατακρίνονται· θανατοῦνται καί ζωοποιοῦνται. Πτωχεύουσι, καί πλουτίζουσι πολλούς· πάντων ὑστεροῦνται, καί ἐν πᾶσι περισσεύουσιν. Ἀτιμοῦνται, καί ἐν ταῖς ἀτιμίαις δοξάζονται. Βλασφημοῦνται, καί δικαιοῦνται. Λοιδοροῦνται, καί εὐλογοῦσιν· ὑβρίζονται, καί τιμῶσιν. Ἀγαθοποιοῦντες ὡς κακοί κολάζονται· κολαζόμενοι χαίρουσιν ὡς ζωοποιούμενοι. Ὑπό Ἰουδαίων ὡς ἀλλόφυλοι πολεμοῦνται, καί ὑπό Ἑλλήνων διώκονται, καί τήν αἰτίαν τῆς ἔχθρας εἰπεῖν οἱ μισοῦντες οὐκ ἔχουσιν.
Ἁπλῶς δ᾿ εἰπεῖν, ὅπερ ἐστίν ἐν σώματι ψυχή, τοῦτ᾿ εἰσίν ἐν κόσμῳ Χριστιανοί» (ΒΕΠΕΣ Τομ. 2, ΣΕΛ. 253). Ἰδέ καί Γρηγ. Νύσσης «Περί τελειότητος» (P.G. τόμ. 46, σελ. 252-285).
10 Μέ τόν ὅρο «Νυμφίος» οἱ πιστοί θέλουν νά δηλώσουν τή βαθειά ἀγαπητική σχέση τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία. Ὁ συσχετισμός αὐτός χρησιμοποιεῖται εὐρύτατα ἀπό τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στά διάφορα Παλαιοδιαθηκικά βιβλία βρίσκονται ἐγκατασπαρμένοι πολλοί ἐκφραστικοί συμβολισμοί τῆς σχέσεως αὐτοῦ τοῦ Νυμφίου μέ τήν ἄπιστη καί πόρνη σύζυγο (Προφ. Ὠσηέ), τήν ὁποία τελικά συγχωρεῖ, ἀνακαλεῖ καί λευκαίνει ἡ «κραταιά ὡς ὁ θάνατος» ἀγάπη τοῦ Νυμφίου (Ἆσμα 8, 6). Γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Νυμφίου εἶναι ἀναλλοίωτη, μακρόθυμη καί γεμάτη οἰκτιρμούς: «Ἀγάπησιν αἰώνιον ἠγάπησά σε, διά τοῦτο εἵλκυσά σε εἰς οἰκτείρημα» (Ἱερ. 38, 3). Καί αὐτό τό «οἰκτείρημα» δέν εἶναι μιά ἁπλή, ἐξωτερική καί ὑπεροπτική ἀντιμετώπιση τῆς ἄπιστης δημιουργίας Του, ἀλλά μιά γνήσια καί δυνατή ἀγάπη, ἡ ὁποία τόν ὁδηγεῖ στή Σάρκωση, τό Πάθος καί τό Σταυρό. Ἔτσι νικώντας ὡς νέος Ἀδάμ τό θάνατο, χαρίζει τή ζωή —πού ρέει, ὄχι πλέον ἀπό τή χοϊκή πλευρά τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ἀλλά ἀπό τή λογχευμένη τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ— στή νέα Εὔα, τήν Ἐκκλησία: «Ὅτε γάρ ὡς Ἀμνός ἐσφαγιάσθη Χριστός, τότε τήν Ἐκκλησίαν τῷ οἰκείῳ αἵματι ἐνυμφεύσατο» (Ἀρέθας Καππαδ. P.G. 106, 765 Β). Κοινωνώντας πλέον ἡ Ἐκκλησία τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, μεταμορφώνεται σέ θεϊκή σάρκα ἐκ τῆς σαρκός Του. Ἐπειδή ἀκριβῶς ἡ Καινή Διαθήκη ἔχει σφραγιστεῖ μέ τό Αἷμα Του, γι αὐτό καί δέν ὀνομάζει πλέον τήν ἀνθρωπότητα δούλη ἀλλά ἐλεύθερη» (Γαλ. 4, 22), ὄχι νύμφη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νύμφη τοῦ Ἀρνίου (Ἀποκ. 21, 9). Προϋπόθεση γιά τόν αἰώνιο αὐτό γάμο, στόν ὁποῖο ὁ Χριστός, ἀρχίζοντας ἀπό τόν Ἰσραήλ, κάλεσε ὅλους τούς ἀνθρώπους (Ματθ. 22, 1-10), δέν εἶναι μόνο ἡ θεωρητική συγκατάθεση στό κάλεσμα, ἀλλά ἡ« ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας» ἀνταπόκριση τῶν πιστῶν. Ἀπαιτεῖται δηλαδή καί τό ἔνδυμα τοῦ γάμου (Ματθ. 22, 11) καί ἡ ἐπαγρύπνηση, μήπως κοιμηθεῖ ὁ ζῆλος, σβήσει ἡ λαμπάδα τῆς ἀγάπης καί ὁ Νυμφίος βρεῖ τίς καρδιές τῶν ἐξαγορασμένων μέ τό αἷμα Του «καθεύδουσες» (Ματθ. 25, 1-13). Ὁ ρεαλισμός δέ τῆς αὐτογνωσίας ὑπαγορεύει τή δεοντολογία τῆς ἀσκητικῆς μέσα στήν Ἁγιοπατερική θεολογία.
11 Τό Βάπτισμα, ὡς «δηλωτικόν» τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου καί ὡς «μίμησις» τῆς ταφῆς καί τῆς Ἀναστάσεως Αὐτοῦ, εἶναι ἀνεπανάλειπτο. Ἡ μοναδική περίπτωση ὅπου, ὄχι ἁπλῶς ἐπιτρέπεται ἀλλά καί ἐπιβάλλεται ὁ ἀναβαπτισμός, εἶναι σέ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δέν βαπτίσθηκαν κανονικά «εἰς τό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀναφέρει: «Ὁμολογοῦμεν δέ ἕν Βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον· τό γάρ Βάπτισμα τόν τοῦ Κυρίου θάνατον δηλοῖ. Συνθαπτόμεθα γοῦν τῷ Κυρίῳ διά τοῦ Βαπτίσματος, ὥς φησιν ὁ θεῖος Ἀπόστολος (Ρωμ. 6, 4). Ὥσπερ οὖν ἅπαξ ἐτελέσθη ὁ τοῦ Κυρίου θάνατος, οὕτω καί ἅπαξ δεῖ βαπτίζεσθαι· βαπτίζεσθαι δέ κατά τόν τοῦ Κυρίου λόγον ̒εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος᾿, διδασκομένους τήν εἰς Πατέρα καί Υἱόν καί ἅγιον Πνεῦμα ὁμολογίαν. Ὅσοι τοίνυν εἰς Πατέρα καί Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα βαπτισθέντες, μίαν φύσιν τῆς θεότητος ἐν τρισίν ὑποστάσεσι διδαχθέντες, αὖθις ἀναβαπτίζονται, οὗτοι ἀνασταυροῦσι τόν Χριστόν… Ὅσοι δέ μή εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα ἐβαπτίσθησαν, τούτους δεῖ ἀναβαπτίζεσθαι…» (Περί Ὀρθ. Πίστεως IV, P.G. τόμ. 94, 1117Β-1120Α).
12 Ἡ ἐγγραφή στούς Καταλόγους τῶν ὑποψηφίων γιά Κατήχηση δέν ἦταν ἁπλή συμμετοχή σέ κάποια ὁμάδα ὑποψηφίων χριστιανῶν, ἀλλά θεϊκή κλήση, ἡ ὁποία παρεῖχε τή δυνατότητα μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στήν πνευματική δωρεά τῆς κοινωνίας του μέ τόν Θεό Λόγο, ἐφόσον «Αὐτός ὁ Θεός Λόγος, ὁ παραδιδούς τοῖς Μαθηταῖς τό τῆς θεογνωσίας μυστήριον…» (Γρηγ. Νύσ. P.G. 45, 349Α).
Ἡ προσεκτική λοιπόν παρακολούθηση τῶν Κατηχήσεων δέν ἦταν ὑποχρέωση ἁπλῆς ἐκμαθήσεως ὁρισμένων βασικῶν σημείων τῆς πίστεως ἤ ὁρισμένων ἄρθρων ἑνός καταστατικῦ μιᾶς κάποιας κοινότητας, ἀλλά ἦταν βασική προϋπόθεση γιά τήν «ἐν Χριστῷ» ζωή τοῦ Κατηχούμενου. «Ἔστιν δέ οὐ τό λουτρόν μόνον τό ἐλευθεροῦν, ἀλλά καί ἡ γνῶσις, τίνες ἦμεν καί τί γεγόναμεν…» λέει ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρείας (P.G. 9, 696Α). Γιατί «ἡ γνῶσις ἑνωτική τῶν ἐγνωκότων καί ἐγνωσμένων» (Διονύσιος Ἀρειοπ. P.G. 3, 872Ψ). Ὁ κίνδυνος «μήποτε ἡ διάνοια ἐκλυθῇ» παραμόνευε ἀνά πᾶσα στιγμή ἐντός καί ἐκτός τῆς ὑπάρξεως κάθε Κατηχουμένου. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Κύριλλος πολύ συχνά παρομοιάζει τίς βασικές ἀλήθειες τῆς πίστεως μέ ὅπλα κατά «τῆς ἀντικειμένης ἐνεργείας» —τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν— καί τήν Κατήχηση ὡς οἰκοδομή. Ἡ πλήρης λοιπόν γνώση τῶν βασικῶν σημείων τῆς πίστεως δέν ἐπιβαλλόταν μόνο γιά λόγους ἀπολογητικούς, ὅσο γιά λόγους «τηρήσεως» τῶν πιστῶν «ἐκ τοῦ πονηροῦ» (Ἰωάν. 17, 15).
Ἡ ἔκλυση τῆς διάνοιας δέν εἶναι ἄσχετη μέ τή βουλητική παράλυση, «ἅ δέ τις βούλεται ταῦτα καί οἴεται», «ὅπου ὁ θησαυρός ὑμῶν ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται»… Διανοητική ἀποπλάνηση ἤ βουλητική ἀπόκλιση φανερώνουν ἐλλειμματική προαίρεση καί γνώση ἤ τουλάχιστον ἀδιαφορία ἤ ἀποχαύνωση.
13 Ἐπειδή, κατά τόν Κλήμη τόν Ἀλεξανδρέα (P.G. 8, 940Β), «πράξεως ἀρχή ἡ προαίρεσις», ὁ Κατηχούμενος, σάν στρατιώτης πού ξεκινάει γιά πόλεμο, ἔπρεπε αὐτοπροαίρετα, ἐνσυνείδητα καί ὑπεύθυνα νά ἀναλάβει τόν ἀγώνα γιά τή σωτηρία του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέν «τρεπτῆς φύσεως» (Μ. Ἀθανάσιος P.G. 26, 84Β), ἀλλά δέν εἶναι «ἀνάγκης τέκνον». Ὅμως, «μή ἀνάγκης τέκνα… μένωμεν, ἀλλά προαιρέσεως» (Ἰουστ. Ι Ἀπολ. 61, 10 – P.G. 6, 421Α). Ὁ V. Lossky στό βιβλίο του «Μυστική θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας» λέει χαρακτηριστικά: «Ὁ Θεός γίνεται ἀνίσχυρος μπροστά στήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Δέν μπορεῖ νά τήν παραβιάσει, ἀφοῦ αὐτή πηγάζει ἀπό τή δική Του παντοδυναμία… Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι τόσο μεγάλη, πού δέν μπορεῖ νά ἐξαναγκάσει, γιατί δέν ὑπάρχει ἀγάπη χωρίς σεβασμό. Ἡ θεία Βουλή πάντοτε θά ὑποτάσσει τόν ἑαυτό της στίς ἀναζητήσεις, στίς λοξοδρομήσεις, ἀκόμα καί στίς ἀνταρσίες τῆς ἀνθρώπινης βουλῆς, γιά νά τήν ὁδηγήσει στήν ἐλεύθερη συναίνεση. Καί ἡ κλασσική εἰκόνα τοῦ παιδαγωγοῦ πρέπει πράγματι νά φαίνεται πολύ φτωχή σέ ὅποιον ἔχει νιώσει τόν Θεό σάν ζητιάνο ἀγάπης, πού περιμένει στήν πόρτα τῆς ψυχῆς, χωρίς ποτέ νά τολμᾶ νά τήν παραβιάσει..».
Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἡ προαίρεση διατηρεῖ τήν «υἱοθεσία» καί αὐξάνεται μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν καί οἰκειοποιεῖται τή Θεότητα: «Αὐτό πού φυλάει καί διατηρεῖ τήν κατά Θεό υἱοθεσία, εἶναι ἡ προαίρεση ἐκείνων πού ἔλαβαν τήν ἄνωθεν γέννηση, ἡ προαίρεση πού δέχεται μέ εἰλικρινή διάθεση τή Χάρη πού τῆς δόθηκε, ἡ προαίρεση πού ὀμορφαίνει πιό πολύ μέ τήν ἐπιμελή ἐργασία τῶν ἐντολῶν, τό κάλλος πού τῆς δόθηκε κατά Χάρη. Ἡ προαίρεση μέ τήν ἀποβολή τῶν παθῶν οἰκειοποιεῖται τόσο πολύ τή Θεότητα, ὅσο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἑκούσια κένωσή Του… προσέλαβε ἀληθινά τήν ἀνθρωπότητα» (Εἰς τό «Πάτερ ἡμῶν», τόμ. Β´ Φιλοκ.).
14 Ὁ ἅγιος Κύριλλος, ὡς ἄκρως διακριτικός παιδαγωγός καί πνευματικός πατέρας χαρακτηρίζει τήν Κατήχηση ὡς Μυστήριο καί αὐτό, ὄχι ἀπό λόγους ὑπερβολῆς ἤ γιά νά τονίσει τό στοιχεῖο τῆς ἰδιαιτερότητας τῆς κλήσεως τῶν Κατηχουμένων, ἀλλά τό κάνει καθαρά ἀπό διάκριση καί ἀγάπη γιά τούς Ἐθνικούς καί Εἰδωλολάτρες. Γιατί σ᾿ αὐτούς δέν εἶχε προηγηθεῖ ἡ ἀποταγή τῆς πλάνης τους καί ἡ καταβολή τῆς προαίρεσης, γιά τήν ἔνταξή τους στίς τάξεις τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐνδιαφέρονταν νά γνωρίσουν τά δόγματα τῆς πίστεως ἀπό περιέργεια καί μόνο. Ἐπειδή λοιπόν κινδύνευαν νά πέσουν στόν πειρασμό τῆς περιγελάσεως ἤ τῆς ἀπορρίψεως, ἡ Ἐκκλησία, «διά τοῦ ἁγίου Κατηχητοῦ», ἀπαγόρευε τήν κοινοποίηση τῶν διδασκομένων. Ἐπειδή ὡς μητέρα φιλόστοργος ἐνδιαφέρεται πάντα, ὄχι μόνο γιά τά ἐντός, ἀλλά καί γιά τά ἐκτός τῆς μάνδρας της πρόβατα, «καθολικῶς ἐποπτεύουσα καί μεριμνῶσα διά τόν σύμπαντα κόσμον», τόν ὁποῖο ἐπιθυμεῖ καί προσπαθεῖ νά «ἐκκλησιάσει». Καί εἶναι «Μυστήριο» ἡ Κατήχηση καί σάν κατάσταση καί σάν λειτουργία.
«Κατηχούμενος» γίνεται κανείς τότε πού θά δεχτεῖ τίς θωπεῖες τῆς Χάριτος καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, θά νιώσει τή θαλπωρή τῆς Θείας Ἀγκάλης ἀοράτως καί προκαταβολικῶς καί θά λαχταρήσει τήν αἰωνιότητα τῆς ἀπολαύσεώς της. Λειτουργεῖ καί λειτουργεῖται σάν Κατηχούμενος μέ βασική τροποποίηση τῆς κοινωνικῆς ἔνταξής του. Ἀποφασίζει νά ἀνήκει στόν Χριστό καί στή «μικρά ποίμνη», στή «ζύμη» καί στό «ἁλάτι». Ἀπό μαζικός ἄνθρωπος, ἀπό ἐθνικό ἄτομο, γίνεται χριστοειδές πρόσωπο, ζεῖ κάτι ἀπό τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ στή Φάτνη, κάτι ἀπό τή φυγή στήν Αἴγυπτο κ.τ.λ. Ἀκόμα ζεῖ κάτι ὅμοιο μέ ἐκεῖνο πού ζοῦσε ὁ Τίμιος Πρόδρομος. «Τό δέ παιδίον ηὔξανεν καί ἐκραταιοῦτο πνεύματι καί ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρός τόν Ἰσραήλ».
15 Στίς Κατηχήσεις παρευρίσκονταν ἄνδρες καί γυναῖκες ὡς καί ἄτομα πάσης ἐθνικῆς, θρησκευτικῆς, μορφωτικῆς καί κοινωνικῆς προελεύσεως. Αὐτοί προσέρχονταν στό Ναό τῆς Ἀναστάσεως, ὅπου παρευρίσκονταν στήν ὀρθρινή ἀκολουθία. Ἔπειτα μετέβαιναν στό Ναό τοῦ Μαρτυρίου, ὅπου ὁ ἐπίσκοπος ἀπήγγελε τήν Κατήχηση. Οἱ Φωτιζόμενοι κάθονταν χωριστά ἄνδρες καί γυναῖκες. Ἐνδεχομένως δέ νά ὑπῆρχε καί μεταξύ τῶν γυναικῶν κάποια διάκριση. Ὁ λεγόμενος «Παρθενικός Σύλλογος» καταλάμβανε ἰδιαίτερη θέση. Τίς Κατηχήσεις τῶν Φωτιζομένων παρακολουθοῦσαν καί ὅσοι ἀπό τούς πιστούς εἶχαν ὁρισμένη διακονία, οἱ ἀνάδοχοι τῶν Φωτιζομένων, οἱ Μονάζοντες καί ὅσοι ἄλλοι ἐκ τῶν Πιστῶν ἤθελαν. Πολλοί ἀπό τούς Φωτιζόμενους πήγαιναν στό Ναό πολύ ἐνωρίς. Αὐτοί ἔπρεπε νά κάθονται μέ ἡσυχία καί νά «λαλοῦν τά πρός εὐσέβειαν», ἀποφεύγοντας τή φλυαρία καί τήν ἀργολογία. Ἐπιπλέον γινόταν εἰδική σύσταση στούς Φωτιζόμενους νά ἀναζητοῦν ὅσους ἀπουσίαζαν, καλλιεργώντας τους ἔτσι τά φιλάδελφα αἰσθήματα καί δημιουργώντας τους βιώματα μελῶν μιᾶς νέας, ἰδιαίτερης καί χαρισματικῆς κοινωνίας.
16 Ἡ πράξη τῶν ἐξορκισμῶν ἦταν γνωστή καί ἀπό τήν πρό τοῦ Χριστοῦ ἐποχή. Τόσο ἀπό τίς πληροφορίες τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, ὅσο καί ἀπό τίς Κατηχήσεις ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως δέ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (P.G. 49, 225 καί ἑξ.), συμπεραίνουμε ὅτι οἱ ἐξορκισμοί γίνονταν κατά τήν περίοδο τῆς Κατηχήσεως ἀνελλιπῶς καί εἶναι θεολογικά βασισμένοι στήν ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α´ Ἰωάν. 5, 19) καί ὅτι τό κράτος τοῦ Σατανᾶ καταργήθηκε ἀπό τόν Χριστό.
Οἱ Φωτιζόμενοι κατά τήν διάρκεια τῶν ἐξορκισμῶν φοροῦσαν ἕνα μονάχα χιτώνα, ἦταν ἀνυπόδητοι καί εἶχαν καλυμμένη τήν κεφαλή, γιά νά μήν περισπᾶται ὁ νοῦς καί διασκορπίζεται ἡ διάνοια.
Ὁ ἐξορκισμός γινόταν «διά τῆς ἐπικλήσεως ἑνός τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, διά ἐπιθέσεως ἐπί τῆς κεφαλῆς τοῦ Φωτιζομένου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, διά προσευχῆς, ἐμφυσήματος ἤ χειροθεσίας».
Ἡ καθημερινή ἐπανάληψη τῶν ἐξορκισμῶν ἦταν κάτι πού ἴσως κούραζε τούς Φωτιζόμενους, ἀλλά γινόταν ἀφορμή νά ἀσκηθοῦν στήν ὑπομονή καί ἦταν κριτήριο τῆς γνησιότητας τῆς προαιρέσεώς τους. Πολλές φορές μάλιστα δέν ἦταν μονάχα ὁ κόπος τῆς ἐπαναλήψεως πού ἔκανε τούς ἐξορκισμούς ὄχι καί πολύ εὐχάριστους, ἀλλά καί ὁ φόβος τοῦ θυμοῦ τοῦ διαβόλου καί ἐνδεχομένως οἱ ἐμπειρίες νέων ἐπιθέσεων, δεδομένου ὅτι πλεῖστοι τῶν Κατηχουμένων ἦταν εἰδωλολάτρες καί γι᾽ αὐτό εἶχαν ἐνεργό συμμετοχή στή μαγεία καί στίς γενικότερες ἐκδηλώσεις τῆς λατρείας τῶν δαιμόνων. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος συνιστᾶ στούς Φωτιζόμενους ὑπομονή στή «βάσανο» τῶν ἐξορκισμῶν, γιατί εἶναι θεραπευτική: «Μή διαπτύσσῃς ἐξορκισμοῦ θεραπείαν, μηδέ πρός τό μῆκος ταύτης ἀπαγορεύσῃς. Βάσανός ἐστι καί αὕτη τῆς περί τό χάρισμα γνησιότητος» (ΒΕΠΕΣ 60, 98). Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπευθυνόμενος στούς Φωτιζόμενους λέει: «Ἐπειδή πρόκειται νά ἐνοικήσει μέσα σας ὁ ἐπουράνιος Βασιλιάς, γι᾿ αὐτό μετά ἀπό τήν Κατήχηση σᾶς παίρνουν οἱ ἐξορκιστές καί σᾶς προετοιμάζουν ὡς οἰκία τοῦ Βασιλιᾶ πού θά ἔρθει. Σᾶς καθαρίζουν τή διάνοια μέ τά φοβερά λόγια τῶν ἐξορκισμῶν καί διώχνουν κάθε ἐπινόηση τοῦ πονηροῦ. Ἔτσι ἡ διάνοια ἑτοιμάζεται ἄξια νά δεχτεῖ τό Βασιλιά… Παράλληλα ὅμως οἱ ἐξορκισμοί προκαλοῦν μεγάλη εὐσέβεια στήν ψυχή καί τήν ὁδηγοῦν σέ μεγάλη κατάνυξη» (ΕΠΕ 30, 368).
Μέ τήν εὐχή αὐτή τῶν ἐξορκισμῶν «ἐπισκοπεῖται» ὁ «νέκρωσιν πρίν ἐμφυτεύσας τήν κτίσιν» (Κανών Ἰαμβ. 6ης Ἰαν.) καί ὁ Φωτιζόμενος λαμβάνει ἀπό τόν Θεό φύλακα Ἄγγελο, φωτεινό καί ἡλιόμορφο (Μ. Βασίλειος ΕΠΕ 52, 221).
Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία «ὡς ἐπορκισταί» διακονοῦσαν χαρισματοῦχοι πιστοί, χωρίς νά ἔχουν λάβει πρός τοῦτο εἰδική χειροτονία. Σύμφωνα μέ τίς Διαταγές τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, «ἐπορκιστής οὐ χειροτονεῖται, εὐνοίας γάρ ἑκουσίου τό ἔπαθλον καί Χάριτος Θεοῦ διά Χριστοῦ, ἐπιφοιτήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ὁ γάρ λαβών χάρισμα ἰαμάτων δι᾿ ἀποκαλύψεως ὑπό Θεοῦ ἀναδείκνυται, φανερᾶς οὔσης πᾶσιν τῆς ἐν αὐτῷ Χάριτος» (ΒΕΠΕΣ 2, 189). Στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Κυρίλλου τούς ἐξορκισμούς τούς ἔκαναν μόνο κληρικοί ὅλων τῶν βαθμῶν.
17 Τό ὀρθόδοξο ἦθος εἶναι κατεξοχήν Χριστολογικό. Ὅπως ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, ἔτσι καί ἡ «ἐν Χριστῷ» ζωή τοῦ πιστοῦ εἶναι κατ᾿ ἀναλογία «θεανθρώπινη». Συγκροτεῖται δηλαδή ἀπό τήν ὀρθή πίστη, «τήν ἀποκεκαλυμμένη ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» ἀλήθεια, καί τήν ὀρθή ζωή, τή «σάρκωση» αὐτῆς τῆς ἀλήθειας μέ τήν ἐφαρμογή καί τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν: «Ἅπας γάρ ὁ τῶν ἁγίων ἔπαινος καί μακαρισμός, διά τῶν δύο τούτων συνίσταται, διά τε τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί τοῦ ἐπαινετοῦ βίου», λέει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος (Κατήχ. Ι´, S. C. 104, 142).
Οἱ ὑποδείξεις λοιπόν τοῦ ἁγίου Κυρίλλου σχετικά μέ τή συμπεριφορά τῶν Φωτιζομένων δέν ἀποτελοῦν «πιετιστικό» ἐπικάλυμμα, οὔτε εἶναι λεπτομέρειες ἀνοημάτιστες, ἀλλά εἶναι θέσεις ἄρρηκτα συνδεδεμένες μέ τήν ὅλη θεώρηση τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καί σωτηριολογίας. Μέ τήν ἐφαρμογή καί τήρηση τῶν ἐντολῶν, ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ μετά τοῦ Θεοῦ καί γίνεται ναός καί οἶκος τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἀφοῦ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, «ὁ τοῦ Θεοῦ καί Πατρός Θεός Λόγος ἑκαστῃ μυστικῶς ἐνυπάρχει τῶν οἰκείων ἐντολῶν. Ὁ δέ Θεός καί Πατήρ, ὅλως ἐστίν ἀχώριστος, ἐν ὅλῳ τῶ οἰκείῳ Λόγῳ φυσικῶς. Ὁ τοίνυν δεχόμενος θείαν ἐντολήν καί ποιῶν αὐτήν, τόν ἐν αὐτῇ τοῦ Θεοῦ δέχεται Λόγον· ὁ δέ τόν Λόγον διά τῶν ἐντολῶν δεξάμενος, δι᾽ Αὐτοῦ τό ἐν Αὐτῷ φυσικῶς συνεδέξατο Πνεῦμα. ̒Ἀμήν᾽ γάρ, φησί, ̒λέγω ὑμῖν, ὁ λαμβάνων ὅντινα πέμψω, ἐμέ λαμβάνει· ὁ δέ ἐμέ λαμβάνων, λαμβάνει τόν πέμψαντά με᾽ (Ἰωάν. 13, 20). Ὁ γοῦν ἐντολήν δεξάμενος καί ποιήσας αὐτήν, λαβών ἔχει μυστικῶς τήν Ἁγίαν Τριάδα» (Ρ.G. 90, 1156).
Στήν προκειμένη περίπτωση, ἡ ἐντολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, γιά μιά σιωπηρή προσευχή τῶν γυναικῶν κατά τίς συνάξεις, ἀκόμα καί τῶν Κατηχουμένων, ἐξυπηρετεῖ ἀναμφισβήτητα τό γεγονός τῆς σωτηρίας τους καί τῆς σωτηρίας ὅλων. Τά φεμινιστικά συνθήματα καί φρονήματα τῆς ἐποχῆς μας προφανῶς ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ κάποιες θέσεις. Χρειάζεται βαθύτερη σκέψη γιά νά προσεγγίσει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος κάποιες παλιές ἀλήθειες, πού ἔχουν πάντοτε νέο καί ἐπίκαιρο νόημα.
Ὁ κοινωνικός ἀκτιβισμός τῶν ἡμερῶν μας, συνεργός τῆς φεμινιστικῆς ἀκράτειας, ἔκανε τή γυναῖκα κοινωνικό καί ἐπαγγελματικό ἀντίζηλο τοῦ ἄνδρα, σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε οἱ οἰκογενειακές ἑστίες ἔμειναν χωρίς ἱέρειες καί οἱ νέοι ἄνθρωποι κληρονομοῦν «ἐκ κοιλίας μητρός», ὅλα τά δεινά μιᾶς ἀνεστιότητας, πολύμορφης καί πολυδιάστατης. Αὐτή ἡ ἀνεστιότητα ἐγκυμονεῖ καί λειτουργεῖ τό μέγιστο ποσοστό τῶν ψυχοσωματικῶν διαταραχῶν τῆς σύγχρονης κοινωνίας, ὅσο καί ἄν προσπαθοῦμε νά τήν ἀντιρροπήσουμε μέ τήν εὐδαιμονιστική εὐμάρεια. Ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσης ποτέ δέν παρεμποδίζει τήν ἀνάπτυξη τοῦ λόγου. Ἀντιστρόφως διευκολύνει τή λογική λατρεία τοῦ Θεοῦ.
18 Τό Βάπτισμα γινόταν τή νύκτα τῆς Ἀναστάσεως. Μέ τήν ἔναρξη τῆς ἱερᾶς ἀκολουθίας γινόταν ἡ τελετή τοῦ ἀνάματος τῶν λαμπάδων, τό πλῆθος τῶν ὁποίων, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας, «ἔκανε τή μυστική διανυκτέρευση τῶν πιστῶν πιό φωτεινή κι ἀπό τήν πιό φωτόλουστη ἡμέρα» (ΒΕΠΕΣ 24, 182).
Ὁ Ναός ἦταν κατάφωτος ἀπό τούς πολυελαίους καί τά πολυπληθή κηροπήγια. Κάθε πιστός ἐπίσης εἶχε τή δική του λαμπάδα. Ὅλοι γιόρταζαν τή διπλή Λαμπρή: Τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀνάσταση τόσων ψυχῶν, πού θ᾿ ἄφηναν ὁριστικά τήν πλάνη καί θά προσχωροῦσαν στήν Ποίμνη τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι εἶχαν ἀκόμα κάτι νά θυμηθοῦν, ἴσως τή δική τους ἤ κάποιου ἀγαπημένου τους προσώπου τή γενέθλια ἡμέρα στήν «καινή» ζωή. Οἱ Φωτιζόμενοι, μέ ἀναμμένες τίς λαμπάδες τους ἀναχωροῦσαν μαζί με τόν ἐπίσκοπο, τούς ἱερεῖς, τίς διακόνισσες καί τούς ἀναδόχους τους, γιά τό Βαπτιστήριο, ἐνῶ οἱ Πιστοί παρέμεναν στό Ναό προσευχόμενοι.
Ἀπό τήν ὅλη αὐτή μυσταγωγία καί πανήγυρη τῆς εἰσόδου τῶν πιστῶν στήν Ἐκκλησία, σήμερα ἔχει δυστυχῶς μόνο ἀπομείνει τό ἔθιμο τῆς λευκῆς ἀναστάσιμης λαμπάδας, τῆς ὁποίας ἡ χρήση —ἀφοῦ τό Βάπτισμα τῶν νηπίων πέρασε στό χῶρο τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς τῆς οἰκογένειάς τους— πῆρε συμβολικό χαρακτήρα.
19 Σάν ἔμπειρος σαλπιγκτής πού προετοιμάζει τούς στρατιῶτες γιά μεγάλη μάχη, ὁ ἅγιος Κύριλλος, καλεῖ τούς Φωτιζόμενους σέ πλήρη καί ἐντατική ψυχοσωματική ἐγρήγορση, τονίζοντας κατάλληλα τό ρόλο τοῦ ἀντικειμένου διαβόλου, τόν ὁποῖο ὀνομάζει «δράκοντα», ἐπειδή, «πολυώνυμός ἐστιν, ὡς πολυκέφαλος. Δράκων, καί ὄφις καί διάβολος, κῆτός τε καί Σατανᾶς καί λεβιάθαν καί λέων καί βασιλίσκος ὀνομάζεται» (Προκόπιος Γαζ. – Πρβλ. Ἡσ. 27, 1).
Τό Βάπτισμα ὡς διάβασις ἀπό τήν τυραννική ἐξουσία τοῦ διαβόλου πρός τόν «Πατέρα τῶν πνευμάτων», παρακωλύεται ἀπό τόν «πατέρα τοῦ σκότους», ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ μέ κάθε τρόπο νά κρατήσει κάτω ἀπό τήν ἐξουσία του τό φωτιζόμενο, χρησιμοποιώντας τήν ἀρχαία μέθοδό του, τή μέθοδο δηλαδή τῆς ἀπάτης, καί στοχεύοντας στό εὐαίσθητο σημεῖο τῆς ἐλπίδας τῆς ψυχῆς, γιά τόν ἐπαναπατρισμό καί τήν κατάπαυσή της «εἰς τήν οἰκίαν τοῦ Πατρός» (Λουκ. 15, 11-32). Οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀναφερόμενοι στό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος μιλᾶνε γιά τή μανία τοῦ διαβόλου ἐναντίον τῶν «πρός τό Φώτισμα εὐτρεπιζομένων», τούς συνιστοῦν δέ νά ἀμύνονται μέ τήν πνευματική ἐγρήγορση, τήν προσευχή, τήν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καί ἰδιαίτερα μέ τή δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συνιστᾶ στό Φωτιζόμενο νά σφραγίζει τό μέτωπό του μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, γιά νά μή μπορεῖ νά τόν βλάπτει ὁ διάβολος (ΕΠΕ 30, 576). Διότι, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, «ὁ Σταυρός εἶναι σημεῖον τοῦ Χριστοῦ καί τρόπαιον· διότι διά μέσου αὐτοῦ νικήσας ὁ Χριστός συνέτριψε καί ἠφάνισε τούς δαίμονας καί τώρα ἀπό αὐτόν τόν Σταυρόν, ὅταν τις κάμῃ τό σημεῖόν του, φεύγουν τά δαιμόνια» (Ἅπαντα, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 87Α).
Οἱ Φωτιζόμενοι ἦταν τάξη ἐντελῶς ἰδιαίτερη, ὄχι μόνο γιατί ὑπῆρχε γιά λίγο χρονικό διάστημα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά κυρίως γιά τό μεταβατικό της χαρακτήρα ἀπό τήν τάξη τῶν Κατηχουμένων στήν τάξη τῶν Πιστῶν. Παρόλο πού ὁ ἅγιος Κύριλλος τό βλέπει σάν κάποια προαγωγή καί ἀξίωμα («ἡλίκον ὑμῖν ἀξίωμα δίδωσιν ὁ Κύριος, ἀπό τοῦ τῶν Κατηχουμένων τάγματος εἰς τό τῶν Πιστῶν μετατιθέμενος» Κατήχ. Ε´, α), ὅμως ὑπῆρχε ἀκόμα γι᾿ αὐτούς ἡ δυνατότης ἐκλογῆς γιά τήν εἴσοδό τους στήν Ἐκκλησία: «Σύ δέ ἀκμήν ἐν ζυγῷ στήκεις, ἤ δεχθῆναι ἤ μή δεχθῆναι» (Προκατ. ιγ).
Στούς Φωτιζομένους δίδονταν περισσότερα στοιχεῖα ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τά ὁποῖα ἦταν ρητῶς ἀπαγορευμένα νά «ἐκλαληθοῦν» στούς Κατηχουμένους. Ὁ Φωτιζόμενος διέφερε ἀπό τόν Κατηχούμενο, γιατί ὁ Κατηχούμενος, ἄν καί εἶχε ἀρνηθεῖ τά εἴδωλα ἤ ἀναγνώριζε τήν ἀνεπάρκεια καί τό ἀδύνατο τῆς σωτηρίας στήν πίστη τοῦ Ἰσραήλ καί μολονότι ἡ ζωή του προσαρμοζόταν στίς ἐπιταγές τῆς νέας πίστεως, ἐν τούτοις ἐθεωρεῖτο ὡς ἕνας ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νά λάβει τό καινόν ὄνομα.
Οἱ Φωτιζόμενοι διέφεραν ἐπίσης ἀπό τούς Πιστούς. Ἄν καί οἱ Φωτιζόμενοι θεωροῦνταν ὅτι «ἐνηχοῦντο» καί εἶχαν τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐν τούτοις δέν ἦταν, ὅπως οἱ Πιστοί, μέτοχοι τῆς πλήρους γνώσεως (Κατήχ. ΙϚ´, κς). Οἱ Φωτιζόμενοι δέν μετεῖχαν στή Θεία Λειτουργία τῶν Πιστῶν (Ἀποστολικαί Διαταγαί ΒΕΠΕΣ 2, 42). Σέ πολλές μάλιστα περιπτώσεις, ἦταν ἀπαγορευμένη καί αὐτή ἀκόμα ἡ ἁπλή συμπροσευχή Φωτιζομένων καί Πιστῶν (Μ. Ἀθαν. ΒΕΠΕΣ 33, 66, 17). Ἐπειδή ὅμως ἡ τάξη τῶν Φωτιζομένων ἦταν εἰσαγωγική πρός τήν τάξη τῶν Πιστῶν, γιά νά μήν ἔχουν οἱ Φωτιζόμενοι βιώματα ἀποξενώσεως ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ταυτόχρονα καί γιά νά γνωρίζονται μέ τούς Πιστούς —ἐφόσον βέβαια δέν μποροῦσαν οἱ Φωτιζόμενοι νά εἰσέλθουν στήν τάξη τῶν Πιστῶν, κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας καί τῆς κοινῆς προσευχῆς— συμμετεῖχαν πολλοί ἀπό τους Πιστούς στίς Κατηχήσεις τῶν Φωτιζομένων, ὄχι βέβαια ὡς Κατηχούμενοι, ἀλλά ὡς ἀδελφοί, οἱ ὁποῖοι προέτρεχαν νά προϋπαντήσουν τά νέα μέλη τῆς Ἐκκλησίας: «Ὡς ποθεινός καί ἐπέραστος τῶν νέων ἡμῖν ἀδελφῶν ὁ χορός· ἀδελφούς γάρ ὑμᾶς ἐγώ καί πρό τῶν ὠδίνων ἤδη καλῶ, καί πρό τοῦ τόκου τήν συγγένειαν τήν πρός ὑμᾶς ἀσπάζομαι. Οἶδα γάρ, οἶδα σαφῶς εἰς ὅσην μέν ἄγεσθαι μέλλετε τιμήν, εἰς ὅσων δέ ἀρχήν· τούς δέ μέλλοντας λαμβάνειν, καί πρό τῆς ἀρχῆς εἰώθασι τιμᾶν ἅπαντες, διά τῆς θεραπείας εὔνοιαν ἑαυτοῖς προαποτιθέμενοι πρός τό μέλλον» (Ἰωάν. Χρυσοστ. Κατήχησις Α´ Π.Γ. 49, 223).
Ὁ ἀριθμός τῶν Φωτιζομένων ἦταν πολλές φορές πολύ μεγάλος. Ἀπό αὐτό μπορεῖ κανείς εὔκολα νά ἀντιληφθεῖ τήν πάσης φύσεως ποικιλία τῶν Φωτιζομένων, ἀκόμα καί ὡς πρός τό κίνητρο τῆς προσελεύσεως ἤ τῆς ἁγνότητας τῆς προαιρέσεώς τους γιά Βάπτισμα.
2 Ἡ εἴσοδος τῶν Κατηχουμένων στήν τάξη τῶν Φωτιζομένων ἀκολουθοῦσε ὁρισμένη διαδικασία, ἡ ὁποία ἔμοιαζε μέ τή διαδικασία τῆς εἰσόδου κάποιου στήν τάξη τῶν Κατηχουμένων. Ὅποιος ἐπιθυμοῦσε νά λάβει τό Βάπτισμα ἐξεταζόταν γιά ἄλλη μιά φορά ἀπό τούς ὁρισμένους γι᾿ αὐτή τή διακονία κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἦταν κυρίως πρεσβύτεροι. Αὐτοί ἐρευνοῦσαν τή ζωή τῶν ὑποψηφίων. Ἄν δηλαδή ἔζησαν σεμνά τό χρόνο, κατά τόν ὁποῖο ἦταν Κατηχούμενοι. Ἄν τιμοῦσαν τίς χῆρες, οἱ ὁποῖες ἀπολάμβαναν ἰδιαίτερη τιμή καί τίς φρόντιζε ἡ Ἐκκλησία, ἄν ἐπισκέφθηκαν τούς ἀσθενεῖς καί γενικά ἄν ἦταν συνεπεῖς μέ τίς ἐπιταγές τῆς πίστεως. Γιά ὅλα αὐτά ἦταν ἀπαραίτητη ἡ συμμαρτυρία τοῦ προσώπου, τό ὁποῖο εἶχε ἐγγυηθεῖ γιά τόν Κατηχούμενο ἤ τόν εἶχε διδάξει τή χριστιανική ἀλήθεια, πρίν νά γίνει ἡ προσαγωγή του στήν Ἐκκλησία (πρβλ. Ἰωάν. Μόσχου «Λειμών» P.G. 87, 3100). Στήν ἐξέταση πού γινόταν στόν ὑποψήφιο γιά τή Βάπτιση, δέν δινόταν τόση σημασία στό κατά πόσο αὐτός ἔχει ἀποσπαστεῖ ἀπό τίς ἁμαρτωλές συνήθειες, ἀλλά κυρίως ἡ ἐξέταση ἀπέβλεπε στό νά ἐλέγξει τή συνέπεια τοῦ Κατηχουμένου καί τήν ἀγωνιστηκότητά του. Ἡ ἀπαίτηση τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν ὁποία οἱ ὑποψήφιοι γιά τό Βάπτισμα ἔπρεπε νά πολιτεύονται σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἦταν γενική καί ἀπαρέγκλιτη. Ἀκόμα καί σέ περιπτώσεις χορηγήσεως κλινικοῦ Βαπτίσματος, ὅπου δέν εἶναι δυνατή ἡ σχετική προετοιμασία τοῦ ἀσθενοῦς, ἐρευνᾶτο «ἐάν ἡ ζωή του ἦτο ἔν τινι μέτρῳ κοσμία».
Ἄν ὅλα βρίσκονταν σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ ὑποψηφίου γιά τό Βάπτισμα, τότε, τήν παραμονή τῆς ἐνάρξεως τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τόν ἔγραφε στόν κατάλογο τῶν «πρός τό Φώτισμα εὐτρεπιζομένων» ὁ ἁρμόδιος γι᾿ αὐτό πρεσβύτερος. Τήν ἑπομένη, δηλαδή τήν πρώτη ἡμέρα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τοποθετεῖτο στό μέσο τοῦ Ναοῦ τοῦ Μαρτυρίου ἡ καθέδρα τοῦ ἐπισκόπου καί «ἔνθεν καί ἔνθεν» καθίσματα γιά τούς πρεσβυτέρους. Τήν ὁρισμένη στιγμή, ἔπαιρνε ὁ ἐπίσκοπος καί οἱ ἱερεῖς τίς θέσεις τους, ἐνῶ περιτριγυρίζονταν ἀπό ὅλο τόν ὑπόλοιπο κλῆρο. Ἐκεῖ ὁδηγοῦνταν ἕνας-ἕνας οἱ ὑποψήφιοι πρός τό Φώτισμα, πρῶτα οἱ ἄνδρες καί μετά οἱ γυναῖκες. Ὁ καθένας τους συνοδευόταν ἀπό τόν ἀνάδοχό του. Ὁ ἐπίσκοπος ρωτοῦσε τούς ἱερεῖς, ἄν ὁ ὑποψήφιος ζοῦσε εὐσεβῶς, ἄν σεβόταν τούς ἀναδόχους του, ἄν ἔπεφτε σέ σοβαρά ἁμαρτήματα, ἄν μεθοῦσε κ.τ.λ. Ἄν μετά τήν ἐξέταση, ὁ ὑποψήφιος ἀποδεικνυόταν ἄξιος, ὁ ἐπίσκοπος τόν ἔγραφε ὁ ἴδιος στόν Κατάλογο. Ἄν ὅμως κατηγορεῖτο γιά κάποιο παράπτωμα, ὁ ἐπίσκοπος τόν ἀπομάκρυνε, συνιστώντας του νά καταβάλει προσπάθεια νά βελτιωθεῖ καί νά ἐπιστρέψει ἀργότερα. Ὅσοι ἦταν πλέον γραμμένοι στόν Κατάλογο προσέρχονταν τόν καθορισμένο χρόνο στήν Ἐκκλησία, γιά νά παρακολουθήσουν τίς Κατηχήσεις τῶν Φωτιζομένων.
3 Ὁ ἅγιος Κύριλλος ἐπιμένει πολύ καί ἐπαναλαμβάνει, σέ διάφορα σημεῖα τῶν Κατηχήσεών του, τό θέμα τῆς προαιρέσεως τῶν Φωτιζομένων.
Εἶναι γνωστό ὅτι ἐκτός τῶν «ἐκ προθέσεως» προσερχομένων στήν Ἐκκλησία, ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν οἱ περιστατικές προσελεύσεις. Γι᾿ αὐτές ἔγινε πολύς λόγος, ἀπό τούς πρώτους κιόλας αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας, καί ἀναπτύχθηκε ἐνδιαφέρουσα θεολογική προβληματική. Εἶναι δηλαδή σωστό καί σκόπιμο νά δέχεται ἡ Ἐκκλησία ἀνθρώπους πού προσῆλθαν στήν Κατήχηση καί ἐν συνεχεία στό ἅγιο Βάπτισμα ὑποκινούμενοι ἀπό ἄλλα αἴτια καί οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν ὡς ἀφετηρία τή γνήσια προαίρεση, ἐφόσον ὁ Θεός «οὐκ ἀνάγκῃ ἀγαθοποιεῖ, κατά προαίρεσιν δέ εὗ ποιεῖ τούς ἐξ αὐτῶν ἐπιστρέφοντας»; (Κλήμ. Ἀλ. Στρωμ. 7, 7 P.G. 460A).
Ὁ ἅγιος Κύριλλος, ὅπως θά φανεῖ καί στή συνέχεια τοῦ λόγου του, δέν ἀντιτίθεται στίς περιστατικές προσελεύσεις. Δέχεται «ὡς διάκονος καί θυρωρός» ὅσους γιά διάφορους λόγους «εἰσῆλθον εἰς τόν νυμφῶνα», δέν ἀποδέχεται ὅμως τήν ἐμμονή τους στήν ἐπιφανειακή σχέση μέ τό ἀνεπανάλειπτο γεγονός τῆς εἰσόδου τους στήν Ἐκκλησία καί τήν ἀδιαφορία τους γιά τήν ἀπόκτηση «τοῦ ἐνδύματος γάμου». «Οὐ γάρ Θεός σέ σωφρονεῖν ἀναγκάσει· ἐν τῇ προαιρέσει καί γνώμῃ βροτῶν τό σωφρονεῖν ἔνεστιν», λέει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νανζιανζηνός (P.G. 38, 157A).
Ἡ γνησιότητα τῆς προαιρέσεως εἶναι χαρακτηριστικό στοιχεῖο, βασικό καί θεμελιακό. Θά τολμοῦσε κανείς νά ταυτίσει τή γνησιότητα μέ τήν ὕπαρξη τῆς προαιρέσεως. Παρά ταῦτα, στό μεταπτωτικό καί μή θεωμένο ἄνθρωπο, ἡ προαίρεση βιώνεται καί λειτουργεῖται πολύμορφα καί ποικιλότροπα, προβληματικά καί ἀποσπασματικά, συνειδητά καί ἀσυνείδητα. Ἡ προαίρεση δέν συνδέεται μόνο μέ τό φρόνημα καί τή βαθύτερη λειτουργία τῆς ἐπιθυμίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά θά ἰσχυριζόταν κανείς βάσιμα, ὅτι ἡ προαίρεση εἶναι ἡ συνισταμένη τοῦ Ψυχοσωματικοῦ δυναμικοῦ τῆς προσωπικότητας πάνω σέ κάθε ὑπαρκτό ἤ καί προσδοκώμενο ἁπλό ἤ σύνθετο περιστατικό τῆς ζωῆς. Ἀκόμα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι, στήν κοινωνική προβολή της, ἡ προαίρεση κάθε συγκεκριμένου ἀνθρώπου μπορεῖ νά εἶναι διπλή, εἴτε «καθ᾿ ὑπόκρισιν», εἴτε «κατά συνειδητήν ἄγνοιαν». Μπορεῖ κανείς νά προσποιηθεῖ ὅτι ἔχει προαίρεση διαφορετική ἀπό τήν οὐσιαστική ἐπιδίωξί του καί μπορεῖ νά μήν ἔχει ἐπίγνωση τῆς βαθύτερης προαιρέσεώς του, ἀκριβῶς τότε πού «καθ᾿ ὁλοκληρίαν» ἐπιδιώκει ἕνα στόχο. Κλασσικό παράδειγμα προαιρετικῆς ἀντιθέσεως (πού βιώνεται συγχρόνως στό συνειδητό καί στό ἀσυνείδητο ἐπίπεδο) εἶναι ἡ φονική καταδίωξη τῶν χριστιανῶν ἀπό τόν «Σαῦλο», τή στιγμή ἀκριβῶς πού μέσα του ζοῦσε ὁ «Παῦλος». Τό ἔλλειμμα τό προσωπικό τοῦ Σαύλου στήν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας γιά τόν Χριστό λειτουργοῦσε τή διωκτική προαίρεση, τότε ἀκριβῶς πού ἡ θεοκρατικά δομημένη ὑπαρκτική προαίρεσή του τόν ἀνεδείκνυε «Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν». Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται τό δυναμικότερο προσόν τῆς ποιμαντικῆς νά «διαγινώσκῃ» καί νά συνεργάζεται μέ τήν ἐσώτατη προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι μέ τήν ἐπιφανειακή λειτουργία τῆς βουλήσεώς του, ὅπως αὐτή μαρτυρεῖται στήν ἀτομική ἤ κοινωνική προβολή της. Αὐτό βεβαίως χρειάζεται πνοή Πνεύματος Ἁγίου, ἀλλά καί σχετική «προαίρεση» τοῦ ποιμαίνοντος.
4 Ἔχει βασική σημασία στό θέμα τῆς πίστεως, ἡ βουλητική συμμετοχή καί ὅλη ἡ ἐσωτερική συνεργασία τοῦ βαπτιζόμενου μέ τή θεία Χάρη. Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος —ὅπως ἐξάλλου καί ὅλα τά Μυστήρια— δέν δρᾶ μαγικά πάνω στό βαπτιζόμενο, ἀλλά ἁγιάζει καί φωτίζει τόν προσφερόμενο στόν Θεό αὐτοπροαίρετα καί εἰλικρινά. Διαφορετικά, τό Μυστήριο εἶναι μέν «τελειωμένον ὑπό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ», παραμένει ὅμως ἀνενέργητο. Καί ὁ βαπτιζόμενος, ὡς ἄλλος Σίμων μάγος, καθιστᾶ τόν ἑαυτό του ἄξιο ἐκείνου πού ἀπηύθυναν σ᾿ αὐτόν οἱ Ἀπόστολοι: «Οὐκ ἔστι σοι μέρος οὐδέ κλῆρος ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ· ἡ γάρ καρδία σου οὐκ ἔστιν εὐθεῖα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 8, 21). Ἀλλά καί πάλι ἡ Ἐκκλησία, ὡς οἰκονόμος τῆς θείας Χάρης, δίνει στόν ἄνθρωπο τήν εὐκαιρία τῆς μετανοίας, τοῦ λεγομένου «δευτέρου Βαπτίσματος» καί καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά δεχτεῖ ὅπως ὁ Σίμων τόν «διά τῆς μετανοίας καθαρισμόν» καί τήν κονωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Μετανόησον οὖν ἀπό τῆς κακίας σου ταύτης καί δεήθητι τοῦ Θεοῦ εἰ ἄρα ἀφεθήσεταί σοι ἡ ἐπίνοια τῆς καρδίας σου» (Πράξ. 8, 22). Ἡ δυνατότητα αὐτή, τοῦ «διά τῆς μετανοίας ἀναβαπτισμοῦ», ἔχει ἰδιάζουσα σημασία γιά τούς σύγχρονους χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι προσῆλθαν στό ἅγιο Βάπτισμα κατά τή νηπιακή τους ἡλικία καί ἐκπροσωπήθηκαν βουλητικά ἀπό τόν ἀνάδοχό τους, χωρίς νά τό γνωρίζουν καί χωρίς νά ἐπιλέξουν καί τόν ἀνάδοχο καί τή βουλητική ἐκπροσώπηση. Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση καλοῦνται νά βιώσουν τή μετάνοια γιά ἀθέτηση κάποιας συνθήκης, πού δέν τήν ἔκαναν συνειδητά. Βέβαια ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὑπεύθυνο τόν ἀνάδοχο γιά τήν ἀναδρομική συνειδητοποίηση αὐτῆς τῆς συνθήκης ἀπό τόν νηπιοβαπτισθέντα, ἀλλά πρακτικά οὔτε τήν ποιότητα τοῦ ἀναδόχου ἐλέγχει οὔτε τήν προαίρεσή του, οὔτε τή συνέπεια στίς ὑποχρεώσεις του παρακολουθεῖ.
Ἐκεῖ πού ἔχουν φθάσει τά πράγματα ἤ ὁ νηπιοβαπτισμός πρέπει νά καταργηθεῖ ἤ ὁ θεσμός τοῦ ἀναδόχου πρέπει νά ἀνακτήσει τό ἀρχαῖο, δυναμικό κάλλος του καί τήν ἀρχαία πρακτική λειτουργικότητά του. Ὁ ἀναδόχος εἶναι οὐσιωδέστατος ποιμαντικός συνεργός τοῦ ἐπισκόπου-πρεσβυτέρου στή διαποίμανση τοῦ πιστοῦ πού γεννιέται μέσα στήν κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό καί ὀνομάζεται «πνευματικός πατέρας» του, παράλληλα πρός τόν ἐπίσκοπο-πρεσβύτερο. Στίς ἡμέρες μας, ὁ ἀνάδοχος ἔχει ἀπογυμνωθεῖ ἀπό τήν οὐσία τοῦ θεσμοῦ καί ἔτσι ἔπαυσε νά θεωρεῖται καί αἴτιος συγγένειας (ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κώλυμα γάμου) μεταξύ προσώπων πού ἀναδέχεται.
5 Κ α ν ο ν ι κ έ ς ὀνομάζονταν οἱ γυναῖκες πού ἦταν ἐγγεγραμμένες στό Μητρῶο (CANON) μιᾶς Ἐκκλησίας καί ζοῦσαν κοινοβιακά, κάτω ἀπό τήν ἐποπτεία τῆς Ἐκκλησίας, ζωή ἀφιερωμένη στόν Θεό καί στή διακονία τῆς Ἐκκλησίας. «Ἡ πρός τούς ἐν κοινοβίῳ κανονικούς» ἐπιστολή τοῦ Μ. Βασιλείου, ἀσύγκριτη σέ πνευματικό βάθος καί τελειότητα, εἶναι χαρακτηριστική ὑποτύπωση τῶν ἀφιερωμένων στόν Θεό ψυχῶν κάθε κοινοβίου (P.G. 31, 1377). Ἀπό τήν Ἀποστολική ἀκόμα ἐποχή, ἡ Ἐκκλησία ἀπέδιδε στίς «Κανονικές» ἰδιαίτερο σεβασμό καί τιμή, ἀποτελοῦσαν δέ ἰδιαίτερη τάξη μέσα στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἅγιος Κύριλλος χρησιμοποιεῖ ἐδῶ τήν παρουσία τους, σάν ἀφορμή ἐλέγχου γιά τούς κακοπροαίρετους ἤ τούς «μή μετανοοῦντας» Κατηχουμένους.
6 Οἱ Φωτιζόμενοι καλοῦνταν στό διάστημα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς νά ὁλοκληρώσουν τή μετάνοιά τους. Ὁ ἱερός Πατέρας δέν ἔπαυε νά ἐπαναλαμβάνει τίς βασικές θεολογικές καί ἀνθρωπολογικές θέσεις περί προαιρέσεως, περί ἁμαρτίας καί περί μετανοίας, σέ κάθε σχεδόν Κατήχησή του. Μέ πολλή διάκριση καί ἀγάπη ἔκανε λεπτές ἐπεμβάσεις στά καυτά θέματα, πού εἶχαν σχέση μέ τή μετάνοια καί τόν προβληματισμό τῶν Φωτιζομένων γύρω ἀπ᾿ αὐτή. Ἕνας βασικός π.χ. προβληματισμός τῶν Φωτιζομένων —παράλληλα πρός τήν ἀναγκαιότητα τῆς μετάνοιας— ἦταν καί ἡ ἀποτελεσματικότητά της. Ἡ ἀπόγνωση τῶν Φωτιζομένων, ὅταν συνειδητοποιοῦσαν τήν ἁμαρτωλότητά τους, πολλές φορές κατέστρεφε τό ἔργο τῆς Κατηχήσεως καί ἀντί νά ὁδηγήσει τό Φωτιζόμενο στό Βαπτιστήριο, τόν ἀπομάκρυνε. Ὁ ἅγιος Κύριλλος γνώριζε πολύ καλά αὐτές τίς παγίδες τοῦ διαβόλου καί δέν παρέλειπε νά στηρίζει τούς ἀκροατές του (πρβλ. Κατήχ. Β´, ε).
Ὁ χρόνος τῆς Κατηχήσεως στήν ἀρχική του ἔκταση καί στίς ἐπεκτάσεις του δέν λειτουργοῦσε μόνο σάν παράγοντας γνωσιολογικοῦ ἐμπλουτισμοῦ τοῦ Κατηχούμενου, ἀλλά ἦταν καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή φανέρωση τῆς βουλητικῆς πληρότητας καί προαιρετικῆς γνησιότητάς του καί μάλιστα σέ μιά ἐνδόκοσμη καί κοινωνική προβολή. Ἦταν καί μιά προπαίδια στήν ἀσκητική λειτουργία τῆς μετάνοιας. Ἡ ἐπαναληπτική μετάνοια εἶναι ἡ ἀπαραίτητη ἐπανόρθωση τῆς ἀδύναμης ἤ τῆς νοσηρῆς βουλήσεως ὅπως ἀποδεικνύεται μέσα στήν πράξη. Πόσο βοηθητικό καί κατευθυντηριακό εἶναι τό νόημα αὐτῆς τῆς ποιμαντικῆς νοοτροπίας πρός τούς Κατηχούμενους καί γιά τούς σύγχρονους ὀρθοδόξους ἱεραποστόλους, δέν εἶναι ἀνάγκη οὔτε κάν νά τό σημειώσουμε.
7 Ὅταν δέν ὑπάρχει ἀγαθή πρόθεση καί οἰκεία προαίρεση στό βαπτιζόμενο, ἀλλά προσέρχεται στό ἅγιο Βάπτισμα γιά λόγους περιέργειας, ἀνθρωπαρέσκειας, φόβου, πορισμοῦ ἀγαθῶν, ἐπιτυχίας κάποιου ἀπώτερου σκοποῦ, ἄγνοιας, ἔμμεσης ἤ ἄμεσης βίας, ἤ ἀκόμα καί ἀπό διάθεση νά ἐμπαίξει τό Μυστήριο καί τούς ἄλλους πιστούς, τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτός «πειράζει τήν Χάριν» (Πράξ. 15, 10). «Εἰ δέ ἐπιμένεις κακῇ προαιρέσει, ὁ μέν λέγων ἀναίτιος, σύ δέ μή προσδόκα λήψεσθαι τήν Χάριν· τό γάρ ὕδωρ σέ δέξεται, τό δέ πνεῦμα σε οὐ δέξεται», θά προσθέσει ἐν συνεχεία ὁ ἅγιος Κύριλλος.
Παρά ταῦτα ὀ Θεός «κατά τό πολύ αὐτοῦ ἔλεος» (Α´ Πετρ. 1, 3), «ὅς θέλει πάντας σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τιμ. 2, 4) καί ὁ Ὁποῖος «οὐκ εἰς πρόσωπον ὁρᾷ» ἀλλ᾿ «εἰς καρδίαν» (Α´ Βασ. 16, 7), χαρίζει «στόν πλανηθέντα» ἐκ νέου εὐκαιρίες μετανοίας καί «τελειώνει» τό Βάπτισμα, διανοίγοντας συγχρόνως τούς ὀφθαλμούς του «τοῦ συνιέναι» (Λουκ. 24, 45) τή χορηγούμενη δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τέτοιες περιπτώσεις εἶναι τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Πορφυρίου, τοῦ ἀπό μίμων, (15 Σεπτεμβρίου), τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Γελασίου, (17 Φεβρουαρίου) καί τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Ἀρδαλίωνος, (18 Ἀπριλίου). Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας ἀποδίδει τή μεταστροφή τῶν ἁγίων Πορφυρίου, Γελασίου καί Ἀρδαλίωνος στήν κοινωνία τους μέ τό Παράκλητο Πνεῦμα πού συντελέστηκε «διά τοῦ Βαπτίσματος» καί λέει: «Γενομένου δέ αὐτοῖς τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Παρακλήτου ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν ἐμπεσόντος, αὐτοί τε ἐγένοντο καινοί καί ζωῆς ἐπελάβοντο καινῆς καί τοῖς ἄλλοις ἡγήσαντο, καί τόν περί Χριστόν πόθον ἑαυτοῖς καί τοῖς ἄλλοις ἀνῆψαν. Εἰ γάρ καί τῷ ἡλίῳ παρῆσαν καί διαίτης ἐκοινώνουν καί λόγων, ἀλλ᾿ ἦν αἴσθησις αὐτοῖς τῆς ἀκτῖνος οὔπω, μή δεξαμένοις τό πνευματικόν ἐκεῖνο λουτρόν. Τόν ἴσον δή τρόπον καί τούς ἁγίους ἑξῆς ἅπαντας ἐτελείωσεν ὁ Θεός· καί ἐπέγνωσαν αὐτόν καί ἐφίλησαν, οὐ λόγοις παρακληθέντες ψιλοῖς, ἀλλά τῇ τοῦ λουτροῦ δυνάμει διατεθέντες, αὐτοῦ πλάττοντος καί διατιθέντος τοῦ φιλουμένου, ὅς κτίζει καρδίαν καθαράν καί ἀφαιρεῖται μέν τήν λιθίνην, δίδωσι δέ καρδίαν σαρκίνην (Β´ Κορ. 3, 3), τήν ἀναισθησίαν ἐκβάλλων, καί γράφει… οὐ νόμον ἁπλῶς, ἀλλά τόν νομοθέτην αὐτόν, αὐτός ἑαυτόν» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚ. 22, 364).
Συμπληρωματικά μέ ὅσα σημειώσαμε καί στήν ὑποσημείωση 3, ἡ προαίρεση, σάν συνισταμένη τοῦ ψυχοδυναμισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι δεκτική ἀδιάκοπης ἀναδιαμορφώσεως καί ὡς πρός τήν τάση καί ὡς πρός τό στόχο καί ὡς πρός τή συνειδητή καί ἀσυνείδητη ποιότητά της. Οἱ ἀτέλειες πού φέρνει στό ξεκίνημά της δέν φοβίζουν τόν ποιμένα. Ἡ θεληματική ἀναπηρία ἤ ὑπολειτουργία της εἶναι ἀπαράδεκτες, γιατί μόνο τότε γίνεται ἀδύνατη ἡ συνεργασία μέ τή θεία Χάρη. Ἐφόσον ἡ συνεργασία θείας Χάρης καί ἀνθρώπινης προαιρέσεως δέν σταματᾶ, ἡ ψυχή ὁδεύει τό δρόμο τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς θεώσεως καί ἔχει τή σωτηρία ἐξασφαλισμένη, ἔστω καί ἄν χαρακτηρίζεται ἀπό ἀτέλειες.
8 Κατηχούμενοι ὀνομάζονταν ὅσοι εἶχαν ἑλκυστεῖ ἀπό τό ἱεραποστολικό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας καί εἶχαν ἐκδηλώσει τή σαφή ἀπόφασή τους νά γίνουν μέλη της. Οἱ Κατηχούμενοι ἀποτελοῦσαν ἰδιαίτερη τάξη στήν ἐκκλησία. Παρακολουθοῦσαν, ἐκτός ἀπό εἰδικές ἐξαιρέσεις, ἐπί τριετία τή διδασκαλία τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως καί μερικῶς τίς λατρευτικές Συνάξεις τῶν πιστῶν (Ἀποστολ. Παράδοση Ἱππολύτου, ΒΕΠΕΣ, τόμ. 2).
Ὅποιος ἐνδιαφερόταν νά εἰσέλθει στήν τάξη τῶν Κατηχουμένων, ἀναζητοῦσε πρῶτα ἕναν πιστό, ὁ ὁποῖος θά ἀναλάμβανε τήν εὐθύνη τῶν ἀπαιτουμένων σχετικῶν διατυπώσεων. Τίς περισσότερες φορές αὐτό τό πρόσωπο ἦταν ἐκεῖνος πού δίδαξε στόν ὑποψήφιο τή χριστιανική πίστη. Ἀκολουθοῦσε ἡ προσαγωγή τοῦ ὑποψηφίου ἀπό τόν Πιστό στήν Ἐκκλησία. Ἐκεῖ ἐξεταζόταν ὁ ἐνδιαφερόμενος ἀπό τούς τεταγμένους κληρικούς πρῶτα-πρῶτα στό θέμα τῆς ἐλευθερίας του. Ἄν αὐτός ἦταν δοῦλος, διευκρινιζόταν ἄν ὁ κύριός του ἦταν Πιστός καί κατά πόσο συμφωνοῦσε γιά τήν Κατήχησή του. Ἄν ὁ κύριός του ἦταν ἄπιστος, δέν ἦταν ἀπαραίτητη ἡ συναίνεσή του. Στή συνέχεια ἐρευνοῦσαν τήν οἰκογενειακή κατάσταση. Ἄν ἦταν ἔγγαμος, ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά ἔχει μιά μόνο γυναίκα. Ἄν ἦταν ἄγαμος, ἔπρεπε νά ζεῖ σώφρονα ζωή, νά μή ζεῖ στήν ἁμαρτία, ἀλλά νά νυμφεύεται κατά νόμο ἤ νά ἀκολουθεῖ τή ζωή τῆς παρθενίας. Ἄν διακατεχόταν ἀπό πονηρό πνεῦμα, ἀπαγορευόταν νά λαμβάνει μέρος στίς Κατηχήσεις, μέχρι νά ἐλευθερωθεῖ ἀπ᾿ αὐτό τελείως. Τέλος ἐξεταζόταν ὁ ὑποψήφιος ἀπό πλευρᾶς ἐπαγγελματικῆς ἀπασχολήσεως καί ἤθους. Ἄν ἡ ἐργασία του συμπεριλαμβανόταν στά ἐπαγγέλματα πού ἀπαγόρευε ἡ Ἐκκλησία (π.χ. ἄν ἦταν γλύπτης καί ἔφτιαχνε εἴδωλα), ἔπρεπε νά τήν ἐγκαταλείψει (Διαταγαί Ἀποστόλων ΒΕΠΕΣ 2, 163 καί ἑξ.).
Ἄν ὅλα βρίσκονταν σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές καί τίς ἀπαιτήσεις τῆς χριστιανικῆς πολιτείας, ὁ ἐνδιαφερόμενος γραφόταν στούς ἐπισήμους Καταλόγους τῶν Κατηχουμένων καί ἄρχιζε νά μαθητεύει στήν πίστη καί στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
9 Στό σημεῖο αὐτό ὑπογραμμίζεται διακριτικά ἕνας κίνδυνος πού συχνά ἐμφωλεύει στή ζωή τῶν πιστῶν. Ἰδιαίτερη σημασία ἔχει ἡ ὑπόμνηση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου γιά τούς σημερινούς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν βιώσει τή βαπτισματική ἐμπειρία ὡς ἐνήλικες καί κατά συνέπεια δέν εἶναι πάντα σέ θέση νά κάνουν τίς ἑκάστοτε ἀπαιτούμενες συσχετίσεις τοῦ ὀνόματός τους ὡς χριστιανῶν καί τῆς καθημερινῆς ζωῆς τους ἤ τήν ἀναγωγή μιᾶς συγκεκριμένης πράξεως καί ἐνέργειάς τους, σέ ὁρισμένα βασικά δογματικά ἐρείσματα. Πολύ συχνά ἐμφανίζεται ἡ ἐπίφαση καί ὄχι ἡ οὐσία, σάν νά διεκδικεῖ τή χριστιανική ἰδιότητα καί ὁ ἄνθρωπος «ἀφίσταται ἑαυτοῦ» καί ζεῖ «εἰς χώραν μακράν» (Λουκ. 15, 13), μετερχόμενος τή ζωή τοῦ προσωπείου. Ἡ ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας ἔχει ἰδιαίτερα ἐνσκύψει στό «περί ἰδεατῆς εἰκόνος» βίωμα τοῦ ἀποδήμου ἀπό τόν ἑαυτό του ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ζεῖ κάτω ἀπό τό ἐπισφαλές περικάλυμμα ἑνός συλλογικοῦ ὀνόματος ἤ μιᾶς θρησκευτικῆς ἰδιότητας, ἐνῶ εἶναι ἀνίκανος νά λειτουργήσει ὡς πρόσωπο μέ τήν ἀποκλειστική ἰδιαιτερότητά του καί νά φέρει τίς συνέπειες τῶν ἐπιλογῶν του.
Ὅσοι ἤδη ἀπό τή βρεφική ἡλικία φέρουμε «τή σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», θά ἦταν ἴσως σκόπιμο νά καθρεφτίζουμε συχνά τήν ἰδιότητά μας αὐτή στό πρότυπο τῶν χριστιανῶν πού μᾶς διέσωσε ἡ πρός Διόγνητον ἐπιστολή: «Χριστιανοί γάρ οὔτε γῇ οὔτε φωνῇ οὔτε ἔθεσι διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν εἰσίν ἀνθρώπων. Οὔτε γάρ πόλεις ἰδίας κατοικοῦσιν οὔτε διαλέκτῳ τινί παρηλλαγμένη χρῶνται οὔτε βίον παράσημον ἀσκοῦσιν. Οὔ μήν ἐπινοίᾳ τινί καί φροντίδι πολυπραγμόνων ἀνθρώπων μάθημα τοιοῦτ᾽ αὐτοῖς ἐστιν εὑρημένον, οὐδέ δόγματος ἀνθρωπίνου προεστᾶσιν ὥσπερ ἔνιοι. Κατοικοῦντες δέ πόλεις Ἑλληνίδας τε καί βαρβάρους ὡς ἕκαστος ἐκληρώθη, καί τοῖς ἐγχωρίοις ἔθεσιν ἀκολουθοῦντες ἕν τε ἐσθῆτι καί διαίτῃ καί τῷ λοιπῷ βίῳ, θαυμαστήν καί ὁμολογουμένως παράδοξον ἐνδείκνυνται τήν κατάστασιν τῆς ἑαυτῶν πολιτείας. Πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ᾿ ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολῖται, καί πάνθ᾿ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι· πᾶσα ξένη πατρίς ἐστιν αὐτῶν, καί πᾶσα πατρίς ξένη. Γαμοῦσιν ὡς πάντες, τεκνογονοῦσιν, ἀλλ᾿ οὐ ῥίπτουσι τά γεννώμενα. Τράπεζα κοινήν παρατίθενται, ἀλλ᾿ οὐ κοινήν. Ἐν σαρκί τυγχάνουσιν, ἀλλ᾿ οὐ κατά σάρκα ζῶσιν. Ἐπί γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ᾿ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται. Πείθονται τοῖς ὡρισμένοις νόμοις, καί τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τούς νόμους. Ἀγαπῶσι πάντας, καί ὑπό πάντων διώκονται. Ἀγνοοῦνται καί κατακρίνονται· θανατοῦνται καί ζωοποιοῦνται. Πτωχεύουσι, καί πλουτίζουσι πολλούς· πάντων ὑστεροῦνται, καί ἐν πᾶσι περισσεύουσιν. Ἀτιμοῦνται, καί ἐν ταῖς ἀτιμίαις δοξάζονται. Βλασφημοῦνται, καί δικαιοῦνται. Λοιδοροῦνται, καί εὐλογοῦσιν· ὑβρίζονται, καί τιμῶσιν. Ἀγαθοποιοῦντες ὡς κακοί κολάζονται· κολαζόμενοι χαίρουσιν ὡς ζωοποιούμενοι. Ὑπό Ἰουδαίων ὡς ἀλλόφυλοι πολεμοῦνται, καί ὑπό Ἑλλήνων διώκονται, καί τήν αἰτίαν τῆς ἔχθρας εἰπεῖν οἱ μισοῦντες οὐκ ἔχουσιν.
Ἁπλῶς δ᾿ εἰπεῖν, ὅπερ ἐστίν ἐν σώματι ψυχή, τοῦτ᾿ εἰσίν ἐν κόσμῳ Χριστιανοί» (ΒΕΠΕΣ Τομ. 2, ΣΕΛ. 253). Ἰδέ καί Γρηγ. Νύσσης «Περί τελειότητος» (P.G. τόμ. 46, σελ. 252-285).
10 Μέ τόν ὅρο «Νυμφίος» οἱ πιστοί θέλουν νά δηλώσουν τή βαθειά ἀγαπητική σχέση τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία. Ὁ συσχετισμός αὐτός χρησιμοποιεῖται εὐρύτατα ἀπό τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στά διάφορα Παλαιοδιαθηκικά βιβλία βρίσκονται ἐγκατασπαρμένοι πολλοί ἐκφραστικοί συμβολισμοί τῆς σχέσεως αὐτοῦ τοῦ Νυμφίου μέ τήν ἄπιστη καί πόρνη σύζυγο (Προφ. Ὠσηέ), τήν ὁποία τελικά συγχωρεῖ, ἀνακαλεῖ καί λευκαίνει ἡ «κραταιά ὡς ὁ θάνατος» ἀγάπη τοῦ Νυμφίου (Ἆσμα 8, 6). Γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Νυμφίου εἶναι ἀναλλοίωτη, μακρόθυμη καί γεμάτη οἰκτιρμούς: «Ἀγάπησιν αἰώνιον ἠγάπησά σε, διά τοῦτο εἵλκυσά σε εἰς οἰκτείρημα» (Ἱερ. 38, 3). Καί αὐτό τό «οἰκτείρημα» δέν εἶναι μιά ἁπλή, ἐξωτερική καί ὑπεροπτική ἀντιμετώπιση τῆς ἄπιστης δημιουργίας Του, ἀλλά μιά γνήσια καί δυνατή ἀγάπη, ἡ ὁποία τόν ὁδηγεῖ στή Σάρκωση, τό Πάθος καί τό Σταυρό. Ἔτσι νικώντας ὡς νέος Ἀδάμ τό θάνατο, χαρίζει τή ζωή —πού ρέει, ὄχι πλέον ἀπό τή χοϊκή πλευρά τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ἀλλά ἀπό τή λογχευμένη τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ— στή νέα Εὔα, τήν Ἐκκλησία: «Ὅτε γάρ ὡς Ἀμνός ἐσφαγιάσθη Χριστός, τότε τήν Ἐκκλησίαν τῷ οἰκείῳ αἵματι ἐνυμφεύσατο» (Ἀρέθας Καππαδ. P.G. 106, 765 Β). Κοινωνώντας πλέον ἡ Ἐκκλησία τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, μεταμορφώνεται σέ θεϊκή σάρκα ἐκ τῆς σαρκός Του. Ἐπειδή ἀκριβῶς ἡ Καινή Διαθήκη ἔχει σφραγιστεῖ μέ τό Αἷμα Του, γι αὐτό καί δέν ὀνομάζει πλέον τήν ἀνθρωπότητα δούλη ἀλλά ἐλεύθερη» (Γαλ. 4, 22), ὄχι νύμφη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νύμφη τοῦ Ἀρνίου (Ἀποκ. 21, 9). Προϋπόθεση γιά τόν αἰώνιο αὐτό γάμο, στόν ὁποῖο ὁ Χριστός, ἀρχίζοντας ἀπό τόν Ἰσραήλ, κάλεσε ὅλους τούς ἀνθρώπους (Ματθ. 22, 1-10), δέν εἶναι μόνο ἡ θεωρητική συγκατάθεση στό κάλεσμα, ἀλλά ἡ« ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας» ἀνταπόκριση τῶν πιστῶν. Ἀπαιτεῖται δηλαδή καί τό ἔνδυμα τοῦ γάμου (Ματθ. 22, 11) καί ἡ ἐπαγρύπνηση, μήπως κοιμηθεῖ ὁ ζῆλος, σβήσει ἡ λαμπάδα τῆς ἀγάπης καί ὁ Νυμφίος βρεῖ τίς καρδιές τῶν ἐξαγορασμένων μέ τό αἷμα Του «καθεύδουσες» (Ματθ. 25, 1-13). Ὁ ρεαλισμός δέ τῆς αὐτογνωσίας ὑπαγορεύει τή δεοντολογία τῆς ἀσκητικῆς μέσα στήν Ἁγιοπατερική θεολογία.
11 Τό Βάπτισμα, ὡς «δηλωτικόν» τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου καί ὡς «μίμησις» τῆς ταφῆς καί τῆς Ἀναστάσεως Αὐτοῦ, εἶναι ἀνεπανάλειπτο. Ἡ μοναδική περίπτωση ὅπου, ὄχι ἁπλῶς ἐπιτρέπεται ἀλλά καί ἐπιβάλλεται ὁ ἀναβαπτισμός, εἶναι σέ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δέν βαπτίσθηκαν κανονικά «εἰς τό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀναφέρει: «Ὁμολογοῦμεν δέ ἕν Βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον· τό γάρ Βάπτισμα τόν τοῦ Κυρίου θάνατον δηλοῖ. Συνθαπτόμεθα γοῦν τῷ Κυρίῳ διά τοῦ Βαπτίσματος, ὥς φησιν ὁ θεῖος Ἀπόστολος (Ρωμ. 6, 4). Ὥσπερ οὖν ἅπαξ ἐτελέσθη ὁ τοῦ Κυρίου θάνατος, οὕτω καί ἅπαξ δεῖ βαπτίζεσθαι· βαπτίζεσθαι δέ κατά τόν τοῦ Κυρίου λόγον ̒εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος᾿, διδασκομένους τήν εἰς Πατέρα καί Υἱόν καί ἅγιον Πνεῦμα ὁμολογίαν. Ὅσοι τοίνυν εἰς Πατέρα καί Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα βαπτισθέντες, μίαν φύσιν τῆς θεότητος ἐν τρισίν ὑποστάσεσι διδαχθέντες, αὖθις ἀναβαπτίζονται, οὗτοι ἀνασταυροῦσι τόν Χριστόν… Ὅσοι δέ μή εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα ἐβαπτίσθησαν, τούτους δεῖ ἀναβαπτίζεσθαι…» (Περί Ὀρθ. Πίστεως IV, P.G. τόμ. 94, 1117Β-1120Α).
12 Ἡ ἐγγραφή στούς Καταλόγους τῶν ὑποψηφίων γιά Κατήχηση δέν ἦταν ἁπλή συμμετοχή σέ κάποια ὁμάδα ὑποψηφίων χριστιανῶν, ἀλλά θεϊκή κλήση, ἡ ὁποία παρεῖχε τή δυνατότητα μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στήν πνευματική δωρεά τῆς κοινωνίας του μέ τόν Θεό Λόγο, ἐφόσον «Αὐτός ὁ Θεός Λόγος, ὁ παραδιδούς τοῖς Μαθηταῖς τό τῆς θεογνωσίας μυστήριον…» (Γρηγ. Νύσ. P.G. 45, 349Α).
Ἡ προσεκτική λοιπόν παρακολούθηση τῶν Κατηχήσεων δέν ἦταν ὑποχρέωση ἁπλῆς ἐκμαθήσεως ὁρισμένων βασικῶν σημείων τῆς πίστεως ἤ ὁρισμένων ἄρθρων ἑνός καταστατικῦ μιᾶς κάποιας κοινότητας, ἀλλά ἦταν βασική προϋπόθεση γιά τήν «ἐν Χριστῷ» ζωή τοῦ Κατηχούμενου. «Ἔστιν δέ οὐ τό λουτρόν μόνον τό ἐλευθεροῦν, ἀλλά καί ἡ γνῶσις, τίνες ἦμεν καί τί γεγόναμεν…» λέει ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρείας (P.G. 9, 696Α). Γιατί «ἡ γνῶσις ἑνωτική τῶν ἐγνωκότων καί ἐγνωσμένων» (Διονύσιος Ἀρειοπ. P.G. 3, 872Ψ). Ὁ κίνδυνος «μήποτε ἡ διάνοια ἐκλυθῇ» παραμόνευε ἀνά πᾶσα στιγμή ἐντός καί ἐκτός τῆς ὑπάρξεως κάθε Κατηχουμένου. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Κύριλλος πολύ συχνά παρομοιάζει τίς βασικές ἀλήθειες τῆς πίστεως μέ ὅπλα κατά «τῆς ἀντικειμένης ἐνεργείας» —τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν— καί τήν Κατήχηση ὡς οἰκοδομή. Ἡ πλήρης λοιπόν γνώση τῶν βασικῶν σημείων τῆς πίστεως δέν ἐπιβαλλόταν μόνο γιά λόγους ἀπολογητικούς, ὅσο γιά λόγους «τηρήσεως» τῶν πιστῶν «ἐκ τοῦ πονηροῦ» (Ἰωάν. 17, 15).
Ἡ ἔκλυση τῆς διάνοιας δέν εἶναι ἄσχετη μέ τή βουλητική παράλυση, «ἅ δέ τις βούλεται ταῦτα καί οἴεται», «ὅπου ὁ θησαυρός ὑμῶν ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται»… Διανοητική ἀποπλάνηση ἤ βουλητική ἀπόκλιση φανερώνουν ἐλλειμματική προαίρεση καί γνώση ἤ τουλάχιστον ἀδιαφορία ἤ ἀποχαύνωση.
13 Ἐπειδή, κατά τόν Κλήμη τόν Ἀλεξανδρέα (P.G. 8, 940Β), «πράξεως ἀρχή ἡ προαίρεσις», ὁ Κατηχούμενος, σάν στρατιώτης πού ξεκινάει γιά πόλεμο, ἔπρεπε αὐτοπροαίρετα, ἐνσυνείδητα καί ὑπεύθυνα νά ἀναλάβει τόν ἀγώνα γιά τή σωτηρία του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέν «τρεπτῆς φύσεως» (Μ. Ἀθανάσιος P.G. 26, 84Β), ἀλλά δέν εἶναι «ἀνάγκης τέκνον». Ὅμως, «μή ἀνάγκης τέκνα… μένωμεν, ἀλλά προαιρέσεως» (Ἰουστ. Ι Ἀπολ. 61, 10 – P.G. 6, 421Α). Ὁ V. Lossky στό βιβλίο του «Μυστική θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας» λέει χαρακτηριστικά: «Ὁ Θεός γίνεται ἀνίσχυρος μπροστά στήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Δέν μπορεῖ νά τήν παραβιάσει, ἀφοῦ αὐτή πηγάζει ἀπό τή δική Του παντοδυναμία… Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι τόσο μεγάλη, πού δέν μπορεῖ νά ἐξαναγκάσει, γιατί δέν ὑπάρχει ἀγάπη χωρίς σεβασμό. Ἡ θεία Βουλή πάντοτε θά ὑποτάσσει τόν ἑαυτό της στίς ἀναζητήσεις, στίς λοξοδρομήσεις, ἀκόμα καί στίς ἀνταρσίες τῆς ἀνθρώπινης βουλῆς, γιά νά τήν ὁδηγήσει στήν ἐλεύθερη συναίνεση. Καί ἡ κλασσική εἰκόνα τοῦ παιδαγωγοῦ πρέπει πράγματι νά φαίνεται πολύ φτωχή σέ ὅποιον ἔχει νιώσει τόν Θεό σάν ζητιάνο ἀγάπης, πού περιμένει στήν πόρτα τῆς ψυχῆς, χωρίς ποτέ νά τολμᾶ νά τήν παραβιάσει..».
Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἡ προαίρεση διατηρεῖ τήν «υἱοθεσία» καί αὐξάνεται μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν καί οἰκειοποιεῖται τή Θεότητα: «Αὐτό πού φυλάει καί διατηρεῖ τήν κατά Θεό υἱοθεσία, εἶναι ἡ προαίρεση ἐκείνων πού ἔλαβαν τήν ἄνωθεν γέννηση, ἡ προαίρεση πού δέχεται μέ εἰλικρινή διάθεση τή Χάρη πού τῆς δόθηκε, ἡ προαίρεση πού ὀμορφαίνει πιό πολύ μέ τήν ἐπιμελή ἐργασία τῶν ἐντολῶν, τό κάλλος πού τῆς δόθηκε κατά Χάρη. Ἡ προαίρεση μέ τήν ἀποβολή τῶν παθῶν οἰκειοποιεῖται τόσο πολύ τή Θεότητα, ὅσο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἑκούσια κένωσή Του… προσέλαβε ἀληθινά τήν ἀνθρωπότητα» (Εἰς τό «Πάτερ ἡμῶν», τόμ. Β´ Φιλοκ.).
14 Ὁ ἅγιος Κύριλλος, ὡς ἄκρως διακριτικός παιδαγωγός καί πνευματικός πατέρας χαρακτηρίζει τήν Κατήχηση ὡς Μυστήριο καί αὐτό, ὄχι ἀπό λόγους ὑπερβολῆς ἤ γιά νά τονίσει τό στοιχεῖο τῆς ἰδιαιτερότητας τῆς κλήσεως τῶν Κατηχουμένων, ἀλλά τό κάνει καθαρά ἀπό διάκριση καί ἀγάπη γιά τούς Ἐθνικούς καί Εἰδωλολάτρες. Γιατί σ᾿ αὐτούς δέν εἶχε προηγηθεῖ ἡ ἀποταγή τῆς πλάνης τους καί ἡ καταβολή τῆς προαίρεσης, γιά τήν ἔνταξή τους στίς τάξεις τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐνδιαφέρονταν νά γνωρίσουν τά δόγματα τῆς πίστεως ἀπό περιέργεια καί μόνο. Ἐπειδή λοιπόν κινδύνευαν νά πέσουν στόν πειρασμό τῆς περιγελάσεως ἤ τῆς ἀπορρίψεως, ἡ Ἐκκλησία, «διά τοῦ ἁγίου Κατηχητοῦ», ἀπαγόρευε τήν κοινοποίηση τῶν διδασκομένων. Ἐπειδή ὡς μητέρα φιλόστοργος ἐνδιαφέρεται πάντα, ὄχι μόνο γιά τά ἐντός, ἀλλά καί γιά τά ἐκτός τῆς μάνδρας της πρόβατα, «καθολικῶς ἐποπτεύουσα καί μεριμνῶσα διά τόν σύμπαντα κόσμον», τόν ὁποῖο ἐπιθυμεῖ καί προσπαθεῖ νά «ἐκκλησιάσει». Καί εἶναι «Μυστήριο» ἡ Κατήχηση καί σάν κατάσταση καί σάν λειτουργία.
«Κατηχούμενος» γίνεται κανείς τότε πού θά δεχτεῖ τίς θωπεῖες τῆς Χάριτος καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, θά νιώσει τή θαλπωρή τῆς Θείας Ἀγκάλης ἀοράτως καί προκαταβολικῶς καί θά λαχταρήσει τήν αἰωνιότητα τῆς ἀπολαύσεώς της. Λειτουργεῖ καί λειτουργεῖται σάν Κατηχούμενος μέ βασική τροποποίηση τῆς κοινωνικῆς ἔνταξής του. Ἀποφασίζει νά ἀνήκει στόν Χριστό καί στή «μικρά ποίμνη», στή «ζύμη» καί στό «ἁλάτι». Ἀπό μαζικός ἄνθρωπος, ἀπό ἐθνικό ἄτομο, γίνεται χριστοειδές πρόσωπο, ζεῖ κάτι ἀπό τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ στή Φάτνη, κάτι ἀπό τή φυγή στήν Αἴγυπτο κ.τ.λ. Ἀκόμα ζεῖ κάτι ὅμοιο μέ ἐκεῖνο πού ζοῦσε ὁ Τίμιος Πρόδρομος. «Τό δέ παιδίον ηὔξανεν καί ἐκραταιοῦτο πνεύματι καί ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρός τόν Ἰσραήλ».
15 Στίς Κατηχήσεις παρευρίσκονταν ἄνδρες καί γυναῖκες ὡς καί ἄτομα πάσης ἐθνικῆς, θρησκευτικῆς, μορφωτικῆς καί κοινωνικῆς προελεύσεως. Αὐτοί προσέρχονταν στό Ναό τῆς Ἀναστάσεως, ὅπου παρευρίσκονταν στήν ὀρθρινή ἀκολουθία. Ἔπειτα μετέβαιναν στό Ναό τοῦ Μαρτυρίου, ὅπου ὁ ἐπίσκοπος ἀπήγγελε τήν Κατήχηση. Οἱ Φωτιζόμενοι κάθονταν χωριστά ἄνδρες καί γυναῖκες. Ἐνδεχομένως δέ νά ὑπῆρχε καί μεταξύ τῶν γυναικῶν κάποια διάκριση. Ὁ λεγόμενος «Παρθενικός Σύλλογος» καταλάμβανε ἰδιαίτερη θέση. Τίς Κατηχήσεις τῶν Φωτιζομένων παρακολουθοῦσαν καί ὅσοι ἀπό τούς πιστούς εἶχαν ὁρισμένη διακονία, οἱ ἀνάδοχοι τῶν Φωτιζομένων, οἱ Μονάζοντες καί ὅσοι ἄλλοι ἐκ τῶν Πιστῶν ἤθελαν. Πολλοί ἀπό τούς Φωτιζόμενους πήγαιναν στό Ναό πολύ ἐνωρίς. Αὐτοί ἔπρεπε νά κάθονται μέ ἡσυχία καί νά «λαλοῦν τά πρός εὐσέβειαν», ἀποφεύγοντας τή φλυαρία καί τήν ἀργολογία. Ἐπιπλέον γινόταν εἰδική σύσταση στούς Φωτιζόμενους νά ἀναζητοῦν ὅσους ἀπουσίαζαν, καλλιεργώντας τους ἔτσι τά φιλάδελφα αἰσθήματα καί δημιουργώντας τους βιώματα μελῶν μιᾶς νέας, ἰδιαίτερης καί χαρισματικῆς κοινωνίας.
16 Ἡ πράξη τῶν ἐξορκισμῶν ἦταν γνωστή καί ἀπό τήν πρό τοῦ Χριστοῦ ἐποχή. Τόσο ἀπό τίς πληροφορίες τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, ὅσο καί ἀπό τίς Κατηχήσεις ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως δέ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (P.G. 49, 225 καί ἑξ.), συμπεραίνουμε ὅτι οἱ ἐξορκισμοί γίνονταν κατά τήν περίοδο τῆς Κατηχήσεως ἀνελλιπῶς καί εἶναι θεολογικά βασισμένοι στήν ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α´ Ἰωάν. 5, 19) καί ὅτι τό κράτος τοῦ Σατανᾶ καταργήθηκε ἀπό τόν Χριστό.
Οἱ Φωτιζόμενοι κατά τήν διάρκεια τῶν ἐξορκισμῶν φοροῦσαν ἕνα μονάχα χιτώνα, ἦταν ἀνυπόδητοι καί εἶχαν καλυμμένη τήν κεφαλή, γιά νά μήν περισπᾶται ὁ νοῦς καί διασκορπίζεται ἡ διάνοια.
Ὁ ἐξορκισμός γινόταν «διά τῆς ἐπικλήσεως ἑνός τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, διά ἐπιθέσεως ἐπί τῆς κεφαλῆς τοῦ Φωτιζομένου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, διά προσευχῆς, ἐμφυσήματος ἤ χειροθεσίας».
Ἡ καθημερινή ἐπανάληψη τῶν ἐξορκισμῶν ἦταν κάτι πού ἴσως κούραζε τούς Φωτιζόμενους, ἀλλά γινόταν ἀφορμή νά ἀσκηθοῦν στήν ὑπομονή καί ἦταν κριτήριο τῆς γνησιότητας τῆς προαιρέσεώς τους. Πολλές φορές μάλιστα δέν ἦταν μονάχα ὁ κόπος τῆς ἐπαναλήψεως πού ἔκανε τούς ἐξορκισμούς ὄχι καί πολύ εὐχάριστους, ἀλλά καί ὁ φόβος τοῦ θυμοῦ τοῦ διαβόλου καί ἐνδεχομένως οἱ ἐμπειρίες νέων ἐπιθέσεων, δεδομένου ὅτι πλεῖστοι τῶν Κατηχουμένων ἦταν εἰδωλολάτρες καί γι᾽ αὐτό εἶχαν ἐνεργό συμμετοχή στή μαγεία καί στίς γενικότερες ἐκδηλώσεις τῆς λατρείας τῶν δαιμόνων. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος συνιστᾶ στούς Φωτιζόμενους ὑπομονή στή «βάσανο» τῶν ἐξορκισμῶν, γιατί εἶναι θεραπευτική: «Μή διαπτύσσῃς ἐξορκισμοῦ θεραπείαν, μηδέ πρός τό μῆκος ταύτης ἀπαγορεύσῃς. Βάσανός ἐστι καί αὕτη τῆς περί τό χάρισμα γνησιότητος» (ΒΕΠΕΣ 60, 98). Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπευθυνόμενος στούς Φωτιζόμενους λέει: «Ἐπειδή πρόκειται νά ἐνοικήσει μέσα σας ὁ ἐπουράνιος Βασιλιάς, γι᾿ αὐτό μετά ἀπό τήν Κατήχηση σᾶς παίρνουν οἱ ἐξορκιστές καί σᾶς προετοιμάζουν ὡς οἰκία τοῦ Βασιλιᾶ πού θά ἔρθει. Σᾶς καθαρίζουν τή διάνοια μέ τά φοβερά λόγια τῶν ἐξορκισμῶν καί διώχνουν κάθε ἐπινόηση τοῦ πονηροῦ. Ἔτσι ἡ διάνοια ἑτοιμάζεται ἄξια νά δεχτεῖ τό Βασιλιά… Παράλληλα ὅμως οἱ ἐξορκισμοί προκαλοῦν μεγάλη εὐσέβεια στήν ψυχή καί τήν ὁδηγοῦν σέ μεγάλη κατάνυξη» (ΕΠΕ 30, 368).
Μέ τήν εὐχή αὐτή τῶν ἐξορκισμῶν «ἐπισκοπεῖται» ὁ «νέκρωσιν πρίν ἐμφυτεύσας τήν κτίσιν» (Κανών Ἰαμβ. 6ης Ἰαν.) καί ὁ Φωτιζόμενος λαμβάνει ἀπό τόν Θεό φύλακα Ἄγγελο, φωτεινό καί ἡλιόμορφο (Μ. Βασίλειος ΕΠΕ 52, 221).
Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία «ὡς ἐπορκισταί» διακονοῦσαν χαρισματοῦχοι πιστοί, χωρίς νά ἔχουν λάβει πρός τοῦτο εἰδική χειροτονία. Σύμφωνα μέ τίς Διαταγές τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, «ἐπορκιστής οὐ χειροτονεῖται, εὐνοίας γάρ ἑκουσίου τό ἔπαθλον καί Χάριτος Θεοῦ διά Χριστοῦ, ἐπιφοιτήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ὁ γάρ λαβών χάρισμα ἰαμάτων δι᾿ ἀποκαλύψεως ὑπό Θεοῦ ἀναδείκνυται, φανερᾶς οὔσης πᾶσιν τῆς ἐν αὐτῷ Χάριτος» (ΒΕΠΕΣ 2, 189). Στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Κυρίλλου τούς ἐξορκισμούς τούς ἔκαναν μόνο κληρικοί ὅλων τῶν βαθμῶν.
17 Τό ὀρθόδοξο ἦθος εἶναι κατεξοχήν Χριστολογικό. Ὅπως ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, ἔτσι καί ἡ «ἐν Χριστῷ» ζωή τοῦ πιστοῦ εἶναι κατ᾿ ἀναλογία «θεανθρώπινη». Συγκροτεῖται δηλαδή ἀπό τήν ὀρθή πίστη, «τήν ἀποκεκαλυμμένη ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» ἀλήθεια, καί τήν ὀρθή ζωή, τή «σάρκωση» αὐτῆς τῆς ἀλήθειας μέ τήν ἐφαρμογή καί τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν: «Ἅπας γάρ ὁ τῶν ἁγίων ἔπαινος καί μακαρισμός, διά τῶν δύο τούτων συνίσταται, διά τε τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί τοῦ ἐπαινετοῦ βίου», λέει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος (Κατήχ. Ι´, S. C. 104, 142).
Οἱ ὑποδείξεις λοιπόν τοῦ ἁγίου Κυρίλλου σχετικά μέ τή συμπεριφορά τῶν Φωτιζομένων δέν ἀποτελοῦν «πιετιστικό» ἐπικάλυμμα, οὔτε εἶναι λεπτομέρειες ἀνοημάτιστες, ἀλλά εἶναι θέσεις ἄρρηκτα συνδεδεμένες μέ τήν ὅλη θεώρηση τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καί σωτηριολογίας. Μέ τήν ἐφαρμογή καί τήρηση τῶν ἐντολῶν, ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ μετά τοῦ Θεοῦ καί γίνεται ναός καί οἶκος τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἀφοῦ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, «ὁ τοῦ Θεοῦ καί Πατρός Θεός Λόγος ἑκαστῃ μυστικῶς ἐνυπάρχει τῶν οἰκείων ἐντολῶν. Ὁ δέ Θεός καί Πατήρ, ὅλως ἐστίν ἀχώριστος, ἐν ὅλῳ τῶ οἰκείῳ Λόγῳ φυσικῶς. Ὁ τοίνυν δεχόμενος θείαν ἐντολήν καί ποιῶν αὐτήν, τόν ἐν αὐτῇ τοῦ Θεοῦ δέχεται Λόγον· ὁ δέ τόν Λόγον διά τῶν ἐντολῶν δεξάμενος, δι᾽ Αὐτοῦ τό ἐν Αὐτῷ φυσικῶς συνεδέξατο Πνεῦμα. ̒Ἀμήν᾽ γάρ, φησί, ̒λέγω ὑμῖν, ὁ λαμβάνων ὅντινα πέμψω, ἐμέ λαμβάνει· ὁ δέ ἐμέ λαμβάνων, λαμβάνει τόν πέμψαντά με᾽ (Ἰωάν. 13, 20). Ὁ γοῦν ἐντολήν δεξάμενος καί ποιήσας αὐτήν, λαβών ἔχει μυστικῶς τήν Ἁγίαν Τριάδα» (Ρ.G. 90, 1156).
Στήν προκειμένη περίπτωση, ἡ ἐντολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, γιά μιά σιωπηρή προσευχή τῶν γυναικῶν κατά τίς συνάξεις, ἀκόμα καί τῶν Κατηχουμένων, ἐξυπηρετεῖ ἀναμφισβήτητα τό γεγονός τῆς σωτηρίας τους καί τῆς σωτηρίας ὅλων. Τά φεμινιστικά συνθήματα καί φρονήματα τῆς ἐποχῆς μας προφανῶς ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ κάποιες θέσεις. Χρειάζεται βαθύτερη σκέψη γιά νά προσεγγίσει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος κάποιες παλιές ἀλήθειες, πού ἔχουν πάντοτε νέο καί ἐπίκαιρο νόημα.
Ὁ κοινωνικός ἀκτιβισμός τῶν ἡμερῶν μας, συνεργός τῆς φεμινιστικῆς ἀκράτειας, ἔκανε τή γυναῖκα κοινωνικό καί ἐπαγγελματικό ἀντίζηλο τοῦ ἄνδρα, σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε οἱ οἰκογενειακές ἑστίες ἔμειναν χωρίς ἱέρειες καί οἱ νέοι ἄνθρωποι κληρονομοῦν «ἐκ κοιλίας μητρός», ὅλα τά δεινά μιᾶς ἀνεστιότητας, πολύμορφης καί πολυδιάστατης. Αὐτή ἡ ἀνεστιότητα ἐγκυμονεῖ καί λειτουργεῖ τό μέγιστο ποσοστό τῶν ψυχοσωματικῶν διαταραχῶν τῆς σύγχρονης κοινωνίας, ὅσο καί ἄν προσπαθοῦμε νά τήν ἀντιρροπήσουμε μέ τήν εὐδαιμονιστική εὐμάρεια. Ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσης ποτέ δέν παρεμποδίζει τήν ἀνάπτυξη τοῦ λόγου. Ἀντιστρόφως διευκολύνει τή λογική λατρεία τοῦ Θεοῦ.
18 Τό Βάπτισμα γινόταν τή νύκτα τῆς Ἀναστάσεως. Μέ τήν ἔναρξη τῆς ἱερᾶς ἀκολουθίας γινόταν ἡ τελετή τοῦ ἀνάματος τῶν λαμπάδων, τό πλῆθος τῶν ὁποίων, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας, «ἔκανε τή μυστική διανυκτέρευση τῶν πιστῶν πιό φωτεινή κι ἀπό τήν πιό φωτόλουστη ἡμέρα» (ΒΕΠΕΣ 24, 182).
Ὁ Ναός ἦταν κατάφωτος ἀπό τούς πολυελαίους καί τά πολυπληθή κηροπήγια. Κάθε πιστός ἐπίσης εἶχε τή δική του λαμπάδα. Ὅλοι γιόρταζαν τή διπλή Λαμπρή: Τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀνάσταση τόσων ψυχῶν, πού θ᾿ ἄφηναν ὁριστικά τήν πλάνη καί θά προσχωροῦσαν στήν Ποίμνη τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι εἶχαν ἀκόμα κάτι νά θυμηθοῦν, ἴσως τή δική τους ἤ κάποιου ἀγαπημένου τους προσώπου τή γενέθλια ἡμέρα στήν «καινή» ζωή. Οἱ Φωτιζόμενοι, μέ ἀναμμένες τίς λαμπάδες τους ἀναχωροῦσαν μαζί με τόν ἐπίσκοπο, τούς ἱερεῖς, τίς διακόνισσες καί τούς ἀναδόχους τους, γιά τό Βαπτιστήριο, ἐνῶ οἱ Πιστοί παρέμεναν στό Ναό προσευχόμενοι.
Ἀπό τήν ὅλη αὐτή μυσταγωγία καί πανήγυρη τῆς εἰσόδου τῶν πιστῶν στήν Ἐκκλησία, σήμερα ἔχει δυστυχῶς μόνο ἀπομείνει τό ἔθιμο τῆς λευκῆς ἀναστάσιμης λαμπάδας, τῆς ὁποίας ἡ χρήση —ἀφοῦ τό Βάπτισμα τῶν νηπίων πέρασε στό χῶρο τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς τῆς οἰκογένειάς τους— πῆρε συμβολικό χαρακτήρα.
19 Σάν ἔμπειρος σαλπιγκτής πού προετοιμάζει τούς στρατιῶτες γιά μεγάλη μάχη, ὁ ἅγιος Κύριλλος, καλεῖ τούς Φωτιζόμενους σέ πλήρη καί ἐντατική ψυχοσωματική ἐγρήγορση, τονίζοντας κατάλληλα τό ρόλο τοῦ ἀντικειμένου διαβόλου, τόν ὁποῖο ὀνομάζει «δράκοντα», ἐπειδή, «πολυώνυμός ἐστιν, ὡς πολυκέφαλος. Δράκων, καί ὄφις καί διάβολος, κῆτός τε καί Σατανᾶς καί λεβιάθαν καί λέων καί βασιλίσκος ὀνομάζεται» (Προκόπιος Γαζ. – Πρβλ. Ἡσ. 27, 1).
Τό Βάπτισμα ὡς διάβασις ἀπό τήν τυραννική ἐξουσία τοῦ διαβόλου πρός τόν «Πατέρα τῶν πνευμάτων», παρακωλύεται ἀπό τόν «πατέρα τοῦ σκότους», ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ μέ κάθε τρόπο νά κρατήσει κάτω ἀπό τήν ἐξουσία του τό φωτιζόμενο, χρησιμοποιώντας τήν ἀρχαία μέθοδό του, τή μέθοδο δηλαδή τῆς ἀπάτης, καί στοχεύοντας στό εὐαίσθητο σημεῖο τῆς ἐλπίδας τῆς ψυχῆς, γιά τόν ἐπαναπατρισμό καί τήν κατάπαυσή της «εἰς τήν οἰκίαν τοῦ Πατρός» (Λουκ. 15, 11-32). Οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀναφερόμενοι στό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος μιλᾶνε γιά τή μανία τοῦ διαβόλου ἐναντίον τῶν «πρός τό Φώτισμα εὐτρεπιζομένων», τούς συνιστοῦν δέ νά ἀμύνονται μέ τήν πνευματική ἐγρήγορση, τήν προσευχή, τήν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καί ἰδιαίτερα μέ τή δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συνιστᾶ στό Φωτιζόμενο νά σφραγίζει τό μέτωπό του μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, γιά νά μή μπορεῖ νά τόν βλάπτει ὁ διάβολος (ΕΠΕ 30, 576). Διότι, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, «ὁ Σταυρός εἶναι σημεῖον τοῦ Χριστοῦ καί τρόπαιον· διότι διά μέσου αὐτοῦ νικήσας ὁ Χριστός συνέτριψε καί ἠφάνισε τούς δαίμονας καί τώρα ἀπό αὐτόν τόν Σταυρόν, ὅταν τις κάμῃ τό σημεῖόν του, φεύγουν τά δαιμόνια» (Ἅπαντα, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 87Α).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου