Περὶ ἁγνείας
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης,
1. Ἀκούσαμε τὴν μαινάδα, δηλαδὴ τὴν γαστριμαργία, πού
μόλις πρὸ ὀλίγου μᾶς ἀνέφερε ὅτι ἰδικὸς της ἀπόγονος εἶναι ὁ σαρκικὸς πόλεμος.
Διότι μᾶς τὸ διδάσκει αὐτὸ καὶ ὁ παλαιὸς ἐκεῖνος προπάτωρ, ὁ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος ἐὰν
δὲν εἶχε νικηθῆ ἀπὸ τὴν κοιλία, δὲν θὰ ἐρχόταν σὲ σαρκικὴ σχέσι μὲ τὴν σύζυγό
του.
Ὅσοι λοιπὸν τηροῦν τὴν πρώτη ἐντολή, δὲν πέφτουν
στὴν δεύτερη παράβασι. Καὶ παραμένουν βεβαίως υἱοὶ τοῦ Ἀδάμ, χωρὶς ὅμως νὰ
δοκιμάσουν καὶ νὰ γνωρίσουν τὴν πτῶσι τοῦ Ἀδάμ, σὲ μία κατάστασι ὀλίγο κατωτέρα
ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ μὴ γίνη τὸ κακὸ ἀθάνατο, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος
ποὺ ὀνομάζεται Θεολόγος[1].
2. Ἁγνεία σημαίνει ἀπόκτησις τῆς ἀσωμάτου φύσεως.
Ἁγνεία σημαίνει ζηλευτὸς οἶκος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπίγειος οὐρανὸς τῆς καρδιᾶς.
Ἁγνεία σημαίνει ὑπερφυσικὴ ἀπάρνησις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, μία ἀληθινὰ παράδοξη
ἅμιλλα σώματος θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ πρὸς τοὺς ἀσωμάτους ἀγγέλους. Ἁγνὸς εἶναι
ἐκεῖνος πού μὲ τὸν ἕνα ἔρωτα ἀπέκρουσε τὸν ἄλλο ἔρωτα, καὶ ἔσβησε τὰ ὑλικὸ μὲ τὸ
ἄϋλο πῦρ.
3. Σωφροσύνη σημαίνει γενικὴ ὀνομασία ὅλων τῶν
ἀρετῶν. Σώφρων εἶναι ἐκεῖνος πού καὶ κατὰ τὸν ὕπνο δὲν αἰσθάνεται καμμία σαρκικὴ
κίνησι ἢ ἀλλοίωσι τῆς καταστάσεώς του. Σώφρων εἶναι ἐκεῖνος πού ἀπέκτησε τελεία
ἀναισθησία ὡς πρὸς τὴν διαφορὰ τοῦ φύλου. Αὐτὸς εἶναι ὁ κανὼν καὶ ὁ ὅρος τῆς
τελείας καὶ πανάγνου ἁγνείας, τὸ νὰ συμπεριφέρεται κανεὶς παρόμοια καὶ πρὸς τὰ
ἔμψυχα καὶ πρὸς τὰ ἄψυχα σώματα, καὶ πρὸς τὰ λογικὰ καὶ πρὸς τὰ ἄλογα.
4. Κανεὶς ἀπὸ ὅσους ἤσκησαν τὴν ἁγνεία ἂς μὴ
θεωρῆ δικό του κατόρθωμα τὴν ἀπόκτησί της. Διότι τὸ νὰ νικήση κανεὶς τὴν φύσι
του εἶναι ἀπὸ τὰ ἀνέλπιστα. Ὅπου πραγματοποιήθηκε ἥττα τῆς φύσεως, ἐκεῖ
φανερώθηκε ἡ παρουσία τοῦ ὑπερφυσικοῦ. Διότι χωρὶς καμμία ἀντιλογία τὸ κατώτερο
καταργεῖται ἀπὸ τὸ ἀνώτερο. Ἡ ἀρχὴ τῆς ἁγνείας εἶναι ἡ μὴ συγκατάθεσις στοὺς
σαρκικοὺς λογισμούς, καθὼς καὶ οἱ ἀραιὲς κὰθ΄ ὕπνον ρεύσεις χωρὶς αἰσχρὰ ὄνειρα.
Τὸ μέσον της ἁγνείας εἶναι ἡ παρουσία φυσικῶν κινήσεων στὴν σάρκα, μόνο ἐξ
αἰτίας πολυφαγίας, χωρὶς εἰκόνες σαρκικὲς καὶ χωρὶς ρεύσεις. Τὸ τέλος δὲ εἶναι ἡ
νέκρωσις τοῦ σώματος, ἀφοῦ προηγουμένως ἐνεκρώθηκαν οἱ σαρκικοὶ λογισμοί.
5. Μακάριος ἀληθινὰ ἐκεῖνος πού ἐμπρὸς σὲ
ὁποιοδήποτε σῶμα καὶ χρῶμα καὶ ἡλικία ἀπέκτησε τελεία ἀναισθησία.
6. Ἁγνὸς δὲν θεωρεῖται ἐκεῖνος πού ἐφύλαξε
ἀρρύπωτο τὸ πήλινο σῶμα του, ἀλλ΄ ἐκεῖνος πού ὑπέταξε τὰ σωματικὰ μέλη στὴν ψυχὴ
εἶναι ὁ τελείως ἁγνός.
7. Μέγας εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος στὴν ἁφὴ
παρέμεινε ἀπαθής. Ἀνώτερος ὅμως εἶναι ἐκεῖνος πού ἔμεινε ἄτρωτος ἀπὸ τὴν θέα,
καὶ ἐνίκησε τὴν θέα τοῦ σαρκικοῦ πυρὸς μὲ τὴν σκέψι τοῦ οὐρανίου κάλλους.
8. Ἐκεῖνος πού ἀπομακρύνει τὸν κύνα μὲ τὴν
προσευχή, ὁμοιάζει μὲ αὐτὸν ποὺ παλεύει μὲ λέοντα. Ἐκεῖνος πού τὸν ἀνατρέπει μὲ
τὴν ἀντίρρησι, ὁμοιάζει μὲ αὐτὸν πού καταδιώκει ἀκόμη τὸν ἐχθρό του. Καὶ ἐκεῖνος
ποὺ ὁλοτελῶς ἐξουδετέρωσε τὶς ἐπιθέσεις, μολονότι ζῆ ἀκόμη μὲ τὴν σάρκα, ἤδη
ἔχει ἀναστηθῆ ἀπὸ τὸν τάφο.
9. Ἂν εἶναι ἀπόδειξις τῆς ἀληθινῆς ἁγνείας τὸ νὰ
μὴν ἐπηρεάζεται κανεὶς ἀπὸ τὶς αἰσχρὲς φαντασίες πού παρουσιάζονται στὸν ὕπνο,
ὁπωσδήποτε τὸ ὅριο τῆς λαγνείας εἶναι τὸ νὰ παθαίνη κανεὶς ρεῦσι ἀπὸ αἰσχρὲς
ἐνθυμήσεις ξύπνιος.
10. Ὅποιος πολεμᾶ τοῦτον τὸν ἀντίδικο μὲ ἱδρῶτες
καὶ μόχθους, εἶναι σὰν νὰ ἔδεσε τὸν ἐχθρό του μὲ ἕνα βοῦρλο. Ὅποιος τὸν πολεμᾶ
μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἀγρυπνία, εἶναι σὰν νὰ τοῦ πέρασε ἁλυσίδες. Καὶ ὅποιος
τὸν πολεμᾶ μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ἀοργησία καὶ τὴν δίψα, εἶναι σὰν νὰ τὸν
ἐφόνευσε καὶ τὸν ἔκρυψε στὴν ἄμμο. Ἄμμο νὰ θεωρήσης τὴν ταπείνωσι, διότι ἡ ἄμμος
δὲν παρέχει βοσκὴ στὰ πάθη, ἀλλὰ εἶναι χῶμα καὶ στάκτη.
11. Ἄλλος εἶναι ἐκεῖνος πού ἔδεσε τὸν τύραννο μὲ
τοὺς ἀγῶνες, ἄλλος ἐκεῖνος πού τὸν ἔδεσε μὲ τὴν ταπείνωσι, καὶ ἄλλος ἐκεῖνος πού
τὸν ἔδεσε μὲ τὴν παρέμβασι καὶ ἐμφάνεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁμοιάζουν ὁ πρῶτος μὲ τὸν
αὐγερινό, ὁ δεύτερος μὲ τὴν πανσέληνο καὶ ὁ τρίτος μὲ τὸν ὁλόλαμπρο ἥλιο. Ὡστόσο
καὶ οἱ τρεῖς ἔχουν τὸ πολίτευμά τους στοὺς οὐρανούς. Ἀπὸ τὴν αὐγὴ γεννᾶται τὸ
φῶς, καὶ ἀπὸ τὸ φῶς προβάλλει ὁ ἥλιος. Ἔτσι ἀνάλογα πρέπει νὰ σκεφθοῦμε καὶ νὰ
βροῦμε τὸ ἀντίστοιχο νόημα σ΄ αὐτὰ πού εἴπαμε.
12. Ἡ ἀλεποῦ ὑποκρίνεται πώς κοιμᾶται. Ὁ δαίμων
δὲ καὶ τὸ σῶμα ὑποκρίνονται σωφροσύνη. Καὶ ἡ μὲν ἀλεποῦ, γιὰ νὰ ἐξαπατήση τὴν
ὄρνιθα. Ὁ δαίμων, γιὰ νὰ καταστρέψη τὴν ψυχή.
13. Μὴν ἐμπιστευθῆς στὴν ζωή σου τὸ πήλινο σῶμα,
καὶ μὴ ξεθαρρέψης μαζί του, μέχρις ὅτου συναντήσης τὸν Χριστόν.
14. Μὴν παίρνεις θάρρος καὶ νομίζης ὅτι λόγω τῆς
ἐγκρατείας σου θὰ σωθῆς ἀπὸ τὴν πτῶσι. Κάποιος χωρὶς νὰ τρώγη τίποτε ἔπεσε ἀπὸ
τὸν οὐρανὸ[2].
15. Μερικοὶ γνωστικοὶ πού ἔδωσαν ὀρθὸ ὁρισμὸ τῆς
ἀποταγῆς, τὴν ἐχαρακτήρισαν ὡς ἔχθρα πρὸς τὸ σῶμα καὶ μάχη πρὸς τὴν κοιλία.
16. Στοὺς ἀρχαρίους οἱ πτώσεις κατὰ κανόνα
συμβαίνουν ἀπὸ τὴν ἀπόλαυσι τῶν φαγητῶν. Στοὺς μεσαίους, καὶ ἀπὸ ὑπερηφάνεια,
πράγμα πού παρατηρεῖται βέβαια καὶ στοὺς ἀρχαρίους. Σ΄ ἐκείνους δὲ ποὺ
πλησιάζουν πρὸς τὴν τελειότητα, ἀποκλειστικὰ ἐξ αἰτίας τῆς κατακρίσεως.
17. Μερικοὶ μακαρίζουν ὅσους γεννήθηκαν εὐνοῦχοι,
διότι, ὅπως λέγουν, ἔχουν λυτρωθῆ ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ σώματος. Ἐγὼ ὅμως
μακαρίζω ὅσους γίνονται καθημερινὰ εὐνοῦχοι καὶ ἀκρωτηριάζουν τοὺς ἑαυτοὺς των
χρησιμοποιώντας ὡς μάχαιρα τὸν ὑγιῆ λογισμό.
18. Ἔχω ἰδεῖ μερικοὺς πού ἔπεσαν ἀκουσίως, καὶ
ἔχω ἰδεῖ ἄλλους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν τὴν πτῶσι, ἀλλὰ δὲν τὴν κατώρθωναν· καὶ τοὺς
ἐλεεινολόγησα περισσότερο ἀπὸ ἐκείνους πού ἁμαρτάνουν κάθε ἡμέρα, διότι παρὰ τὴν
ἀδυναμία τους ἐπιθυμοῦσαν τὴν δυσωδία.
19. Ἐλεεινὸς ὅποιος πέφτει. Ἐλεεινότερος ὅμως
ὅποιος παρασύρει καὶ ἄλλον στὴν πτῶσι. Διότι καὶ τῶν δύο πτώσεων τὴν ἐνοχὴ καὶ
τὴν ἐφάμαρτη ἡδονή, τὰ παίρνει ἐπάνω του.
20. Μὴν προσπαθῆς μὲ εὔλογα ἐπιχειρήματα καὶ
ἀντιρρήσεις νὰ ἀποκρούσης τὸν δαίμονα τῆς πορνείας, διότι ἐκεῖνος ἔχει μὲ τὸ
μέρος του τὶς εὐλογοφανεῖς προφάσεις, ἀφοῦ μᾶς πολεμεῖ μέ σύμμαχο τή φύσι
μας.
21. Ὅποιος ἀπεφάσισε νὰ πολεμήση ἢ νὰ νικήση τὴν
σάρκα του μὲ τὶς ἰδικὲς του δυνάμεις, ἄδικα τρέχη. Ἐὰν ὁ Κύριος δὲν γκρεμίση τὸν
οἶκο τῆς σαρκὸς καὶ δὲν οἰκοδομήση τὸν οἶκο τῆς ψυχῆς, ἄδικα ἀγρύπνησε καὶ
ἐνήστευσε αὐτὸς ποὺ ἀπεφάσισε νὰ γκρεμίση τὸν οἶκο (πρβλ. Ψάλμ. ρκς΄ 1).
22. Ἀνάθεσε στὸν Κύριον τὴν ἀσθένεια τῆς φύσεώς
σου, ἀναγνωρίζοντας πλήρως τὴν ἰδική σου ἀδυναμία, καὶ τότε θὰ λάβης τὸ χάρισμα
τῆς σωφροσύνης, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβης.
23. Σ΄ ἐκείνους πού εἶναι ἔκδοτοι στὶς ἡδονὲς
παρατηρεῖται, ὅπως μοῦ διηγήθηκε κάποιος ἀπ΄ αὐτοὺς πού τὰ ἐδοκίμασε, μετὰ τὴν
ἀνάνηψί του, μία αἴσθησις ἔρωτος σωμάτων, καὶ ἕνα πνεῦμα γεμάτο ἀναίδεια καὶ
ἀπανθρωπιὰ θρονιασμένο αἰσθητὰ στὴν καρδιά. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα προξενεῖ στὸν
πολεμούμενο ἄνθρωπο πόνο στὴν καρδιὰ πού τὸν καίει σὰν φλογερὸ καμίνι. Τὸν κάνει
ἐπίσης νὰ μὴ φοβῆται τὸν Θεόν, νὰ μὴ λογαριάζη καθόλου τὴν μνήμη τῆς κολάσεως,
νὰ βδελύσσεται τὴν προσευχή, καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς διαπράξεως τῆς ἁμαρτίας, καὶ
τὰ λείψανα ἀκόμη τῶν νεκρῶν νὰ τὰ θεωρῆ σὰν ξηροὺς λίθους. Τὸν κάνει ἐκτὸς
ἑαυτοῦ καὶ ἔξω φρενῶν, μεθυσμένον συνεχῶς ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία σωμάτων λογικῶν
ἀνθρώπων καὶ ἀλόγων ζώων! Καὶ ἂν ὁ Θεὸς δὲν συντόμευε τὸν χρόνο τῆς κυριαρχίας
του, δὲν θὰ σωζόταν καμμία ψυχὴ (πρβλ. Μάτθ. κδ΄ 22)· καμμία ψυχὴ ποὺ ἔχει
ἐνδυθῆ τὸ πήλινο αὐτὸ σῶμα, τὸ ἀναμεμειγμένο μὲ αἷμα καὶ ρυπαρὸ χυμό. Καὶ πῶς
μπορεῖ νὰ εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ κάθε πράγμα ἀναζητεῖ μὲ σφοδρότητα ὅ,τι τοῦ
εἶναι συγγενικό; Τὸ αἷμα ἀναζητεῖ τὸ αἷμα, τὸ σκουλήκι τὸ σκουλήκι, ὁ πηλὸς τὸν
πηλό. Ἔτσι καὶ ἡ σάρκα τὴν σάρκα, ἔστω καὶ ἂν προσπαθοῦμε ἐμεῖς οἱ βιασταὶ τῆς
φύσεως καὶ ἐρασταὶ τῆς οὐρανίου βασιλείας νὰ ἐξαπατήσουμε μὲ διάφορα τεχνάσματα
τὴν ἀπατεώνα, δηλαδὴ τὴν σάρκα.
24. Ὅσοι δὲν ἐδοκίμασαν τὸν πόλεμο πού προανέφερα
εἶναι μακάριοι. Ἂς παρακαλοῦμε ὥστε νὰ σωθοῦμε γιὰ πάντα ἀπὸ τὴν δοκιμή του,
διότι ἐκεῖνοι πού ἐγλύστρησαν μέσα σ΄ αὐτὸν τὸν βόθρο, πέφτουν πολὺ μακρυὰ ἀπὸ
ὅσους ἀνεβαίνουν καὶ κατεβαίνουν τὴν οὐρανοδρόμο κλίμακα· καὶ γιὰ νὰ σηκωθοῦν
ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ πολλοὺς ἱδρῶτες καὶ αὐστηρότατη νηστεία.
25. Ἂς ἐξετάσωμε μήπως καὶ οἱ ἀόρατοι ἐχθροί μας,
ὅπως συμβαίνει καὶ στὸν αἰσθητὸ πόλεμο, καθὼς εἶναι παρατεταγμένοι ἐναντίον μας,
ἔχουν ὁ καθένας κάποια ὡρισμένη εἰδικότητα καὶ ἐργασία, πράγμα ὄντως
ἀξιοθαύμαστο.
26. Παρηκολούθησα τοὺς πειραζομένους καὶ εἶδα
πτώσεις φοβερώτερες ἀπὸ τὶς συνήθεις. Ὅποιος διαθέτει νοῦ ἂς τὰ ἀκούη. Συνηθίζει
πολλὲς φορὲς ὁ διάβολος, καὶ μάλιστα σ΄ ὅσους ἀγωνίζονται στὸν μοναχικὸ βίο, νὰ
στρέφη ὅλη του τὴν ὁρμητικότητα καὶ τὸν ζῆλο καὶ τὴν τέχνη καὶ τὴν πανουργία καὶ
τὴν ἐφευρετικότητα, στὶς παρὰ φύσιν καὶ ὄχι στὶς κατὰ φύσιν ἁμαρτίες, καὶ σ΄
αὐτὸν τὸν τομέα τοὺς κάνει νὰ πολεμοῦνται περισσότερο. Ὡς ἐκ τούτου
συναναστρεφόμενοι μερικοὶ ὡρισμένες φορὲς μὲ γυναῖκες καὶ μὴ ἐνοχλούμενοι ἀπὸ
σαρκικὴ ἐπιθυμία, ἐμακάρισαν τὸν ἑαυτόν τους, μὴ γνωρίζοντες οἱ ταλαίπωροι, ὅτι
ὅπου ὑπάρχει ὄλεθρος μεγαλύτερος, δὲν εἶναι ἀπαραίτητος ὁ μικρότερος.
27. Ἔχω τὴν γνώμη, ὅτι γιὰ τὶς δύο ἑπόμενες
αἰτίες συνηθίζουν νὰ πολεμοῦν καὶ νὰ πολιορκοῦν ἐμᾶς τοὺς ἀθλίους οἱ φονικοὶ καὶ
πανάθλιοι δαίμονες στὶς παρὰ φύσιν ἁμαρτίες. Πρῶτον διότι διαθέτουν εὐκολώτερα
τὰ μέσα, καὶ δεύτερον διότι γιὰ τὴν πτῶσι αὐτὴ ὑφιστάμεθα μεγαλύτερη τιμωρία. Τὸ
γνωρίζει τοῦτο ὁ μέγας ἀσκητὴς πού προηγουμένως ἐξουσίαζε τοὺς ἀγρίους ὄνους καὶ
ὕστερα ἐξουσιάζετο καὶ περιεπαίζετο ἀπὸ αὐτούς· πού προηγουμένως ἐτρέφετο μὲ
οὐράνιο ἄρτο, καὶ ἔπειτα στερήθηκε τὴν μεγάλη αὐτὴ χάρι. Καὶ τὸ πιὸ
ἀξιοθαύμαστο: Μετὰ τὴν μετάνοιά του, θρηνώντας πικρὰ ὁ καθηγητὴς μας Ἀντώνιος
εἶπε: «Στύλος μέγας ἔπεσεν». Ἀλλὰ ἀπέκρυψε ὁ σοφὸς τὸν τρόπο τῆς πτώσεως.
Ἐγνώριζε βέβαια ὅτι μπορεῖ νὰ μολύνη κανεὶς τὸ σῶμα του μὲ τὴν πορνεία, χωρὶς νὰ
ὑπάρχη ξένο σῶμα[3].
28. Ὑπάρχει μέσα μας ἕνας κίνδυνος θανάτου καὶ
ἕνας κίνδυνος ὀλεθρίου πτώσεως, πού συμπορεύεται πάντοτε μαζί μας καὶ ἰδίως κατὰ
τὴν περίοδο τῆς νεότητος. Αὐτὰ δὲν εἶχα τὴν τόλμη νὰ τὰ γράψω, διότι μου κράτησε
τὸ χέρι ἐκεῖνος πού εἶπε: «Τὰ γὰρ κρυφὴ γινόμενα ὑπὸ τινῶν, αἰσχρόν ἐστι καὶ
λέγειν καὶ γράφειν καὶ ἀκούειν» (πρβλ. Ἐφεσ. ε΄ 12).
29. Τὴν ἰδική μου καὶ ὄχι ἰδική μου, τὴν φιλικὴ
καὶ ἐχθρικὴ τούτη σάρκα ὁ Παῦλος τὴν ἀπεκάλεσε «θάνατο», λέγοντας: «Τὶς μὲ
ρύσεται ἀπὸ τοῦ σώματος καὶ τοῦ θανάτου τούτου»; (Ρωμ. ζ΄ 14). Καὶ ἕνας ἄλλος
θεολόγος τὴν ὠνόμασε «ἐμπαθῆ καὶ δούλην καὶ νυκτερινὴν»[4]. Ἐγὼ διψοῦσα νὰ μάθω
γιὰ ποιὸ λόγο τῆς ἔδωσαν τέτοιου εἴδους ὀνόματα.
30. Ἐάν, ὅπως ἔχει προαναφερθῆ, ἡ σάρκα εἶναι
θάνατος, τότε ὁπωσδήποτε αὐτὸς πού τὴν ἐνίκησε δὲν πρόκειται νὰ πεθάνη. Καὶ «τὶς
ἔστιν ἄρα ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὃς ζήσεται καὶ οὐκ ὄψεται θάνατον μολυσμοῦ σαρκὸς
αὐτοῦ»; (πρβλ. Ψάλμ. πη΄ 49). Ἂς ἐρευνήσωμε, παρακαλῶ: Ποιὸς εἶναι ἀνώτερος;
Αὐτὸς ποὺ πέθανε καὶ ἔπειτα ἀνεστήθη ἢ αὐτὸς πού δὲν πέθανε καθόλου; Ἐκεῖνος ποὺ
ἐμακάρισε τὸν δεύτερο, εἶπε ψέματα, διότι ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἀφοῦ πέθανε. Ἐκεῖνος
πού ἐμακάρισε τὸν πρῶτο, ἐπιθυμεῖ νὰ μὴν ἀπελπίζωνται ὅσοι δοκιμάζουν τὸν θάνατο
ἢ καλύτερα τὴν πτῶσι τῆς ἁμαρτίας.
31. Φιλάνθρωπο ὀνομάζει τὸν Θεὸν ὁ ἀπάνθρωπος
ἐχθρός, ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς πορνείας, καὶ ὅτι συγχωρεῖ εὔκολα τὸ πάθος αὐτό, σὰν
κάτι τὸ φυσικό. Ἂς παρατηρήσωμε δὲ τὴν δολιότητα τῶν δαιμόνων καὶ θὰ ἰδοῦμε ὅτι
μετὰ τὴν διάπραξι Τὸν ὀνομάζουν δικαιοκρίτη καὶ αὐστηρό. Προηγουμένως ἐνήργησαν
ἔτσι, γιὰ νὰ μᾶς σπρώξουν στὴν ἁμαρτία. Τώρα διαφορετικά, γιὰ νὰ μᾶς
καταποντίσουν στὴν ἀπελπισία. Καὶ ὅσο διαρκεῖ ἡ λύπη καὶ ἡ ἀπελπισία, δὲν
μποροῦμε νὰ ταλανίσωμε ἢ νὰ κατηγορήσωμε τὸν ἑαυτόν μας ἢ νὰ ἐκδικηθοῦμε τὸν
δαίμονα γιὰ τὸ ἁμάρτημα. Ὅταν ὅμως ἀφανισθῆ ἡ ἀπελπισία, ἀκολουθεῖ πάλι ὁ
τύραννος πού ὁμιλεῖ γιὰ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.
32. Ὅσο ἄφθαρτος καὶ ἀσώματος εἶναι ὁ Κύριος,
τόσο εὐφραίνεται μὲ τὴν ἁγνότητα καὶ ἀφθαρσία τοῦ σώματός μας. Ἀντιθέτως οἱ
δαίμονες, καθὼς ἰσχυρίζονται μερικοί, μὲ κανένα ἄλλο δὲν χαίρονται τόσο, ὅσο μὲ
τὴν δυσωδία τῆς πορνείας, καὶ μὲ κανένα ἄλλο πάθος, ὅσο μὲ τὸν μολυσμὸ τοῦ
σώματος.
33. Ἡ ἁγνεία εἶναι προσοικείωσις τοῦ Θεοῦ καὶ
ὁμοίωσις πρὸς Αὐτόν, ὅσο εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο. Μητέρα τῆς γλυκύτητος τῶν
καρπῶν εἶναι ἡ καλὴ γῆ καὶ ἡ δροσιὰ τῆς βροχῆς, καὶ μητέρα τῆς ἁγνείας ἡ ἡσυχία
μαζὶ μὲ τὴν ὑπακοή.
34. Ἡ ἀπάθεια τοῦ σώματος πού ἐπιτυγχάνεται μὲ
τὴν ἡσυχία, πολλὲς φορὲς πού ἐπλησίασε στὸν κόσμο, δὲν ἔμεινε ἀσάλευτη. Ἡ
ἀπάθεια ὅμως πού ἀποκτήθηκε μὲ τὴν ὑπακοή, παρουσιάζεται παντοῦ δόκιμη καὶ
ἀκράδαντη.
35. Εἶδα ὑπερηφάνεια πού προξένησε
ταπεινοφροσύνη, καὶ θυμήθηκα ἐκεῖνον πού λέγει: «Τὶς ἔγνω νοῦν Κυρίου»; (Ρωμ.ια΄
34).
36. Ἡ πτῶσις εἶναι λάκκος καὶ γέννημα τῆς
ὑπερηφανείας. Ἡ πτῶσις ὅμως ὑπῆρξε πολλὲς φορὲς σ΄ ὅσους τὸ θέλησαν αἰτία
ταπεινοφροσύνης.
37. Ἐκεῖνος πού θέλει νὰ νικήση τὸν δαίμονα τῆς
πορνείας μὲ τὴν γαστριμαργία καὶ τὸν χορτασμό, εἶναι ὅμοιος μ΄ ἐκεῖνον πού
σβήνει τὴν πυρκαϊὰ μὲ τὸ λάδι.
38. Ἐκεῖνος ποὺ προσεπάθησε νὰ σταματήση τοῦτον
τὸν πόλεμο μόνο μὲ τὴν ἐγκράτεια, εἶναι ὅμοιος μ΄ ἐκεῖνον πού κολυμπώντας μὲ τὸ
ἕνα χέρι ἀγωνίζεται νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ πέλαγος. Νὰ συζεύξης μὲ τὴν ἐγκράτεια τὴν
ταπείνωσι, διότι χωρὶς τὴν δεύτερη, ἡ πρώτη ἀποδεικνύεται ἀνωφελής.
39. Ὅποιος θὰ ἰδῆ τὸν ἑαυτόν του νὰ ὑποσκελίζεται
ἰδιαιτέρως ἀπὸ κάποιο πάθος, ἂς ὁπλισθῆ πρὸ πάντων ἐναντίον αὐτοῦ του πάθους
μόνον, καὶ μάλιστα ἐὰν πρόκειται γιὰ τὸν ἐμφύλιο ἐχθρό, δηλαδὴ τὴν σάρκα. Διότι
ἐὰν αὐτὸς ὁ ἐχθρὸς δὲν ὑποταγή, καθόλου δὲν ὠφελούμεθα ἀπὸ τὶς ἄλλες νίκες μας.
Ὅταν καὶ ἐμεῖς πατάξωμε τοῦτον τὸν Αἰγύπτιο, θὰ ἀντικρύσουμε ὁπωσδήποτε στὴν
βάτο τῆς ταπεινώσεως τὸν Θεόν. Πειραζόμενος ἐγὼ αἰσθάνθηκα ὅτι ὁ λύκος αὐτὸς
δημιουργοῦσε ἀπατηλὰ στὴν ψυχὴ χαρὰ ἀναίτιο καὶ δάκρυα καὶ παρηγορία. Καὶ σὰν
μικρὸ νήπιο ἐνόμιζα πώς κρατοῦσα στὰ χέρια μου καρπὸ καὶ ὄχι καταστροφή.
40. «Πᾶν ἁμάρτημα, ὃ ἐὰν ποιήση ἄνθρωπος, ἐκτός
του σώματος ἐστίν, ὁ δὲ πορνεύων εἷς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει» (Α΄ Κόρ. ς΄ 18).
Αὐτὸ ὁπωσδήποτε λέγεται, διότι μολύνουμε τὸ ἴδιο τὸ σῶμα μας, μὲ τὴν ρεῦσι,
πράγμα πού εἶναι ἀδύνατον νὰ συμβῆ μὲ ἄλλη ἁμαρτία. Ἐγὼ ἐρευνῶ γιὰ ποιὸν λόγο
συνηθίσαμε νὰ λέγωμε, προκειμένου γιὰ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, μόνο ὅτι σφάλλουν οἱ
ἄνθρωποι, ἐνῶ ὅταν ἀκούσωμε πώς κάποιος ἐπόρνευσε, λέγομε μὲ ὀδύνη: ὁ τάδε
ἔπεσε.
41. Τὸ ψάρι φεύγει γρήγορα μακρυὰ ἀπὸ τὸ
ἀγκίστρι, καὶ ἡ φιλήδονη ψυχὴ ἀποστρέφεται ὑπερβολικὰ τὴν ἡσυχία.
42. Ὅταν ὁ διάβολος θελήση νὰ συνδέση δύο μεταξύ
τους μὲ αἰσχρὸ δεσμό, ἐξετάζει καλὰ καὶ τὰ δύο μέρη καὶ ἀρχίζει νὰ θέτη τὸ πῦρ
ἀπὸ τὰ ἀδύνατα σημεῖα ποὺ ἀνακαλύπτει.
43. Πολλὲς φορὲς αὐτοὶ πού ρέπουν στὴν φιληδονία
φαίνονται συμπαθεῖς καὶ ἐλεήμονες καὶ εὐκατάνυκτοι. Ἐκεῖνοι ὅμως πού ἀγωνίζονται
ἐπιμελῶς γιὰ τὴν ἁγνότητα δὲν παρουσιάζουν μὲ ὅμοιο τρόπο τὶς ἀρετὲς αὐτές.
44. Κάποιος γνωστικός μου ἔθεσε ἕνα δυσχερέστατο
πρόβλημα. «Ποιὰ ἁμαρτία, μοῦ εἶπε, εἶναι βαρύτερη ἀπ΄ ὅλες, ἐξαιρέσει τοῦ φόνου
καὶ τῆς ἀρνήσεως»; Καὶ ὅταν ἐγὼ τοῦ ἀπήντησα «τὸ νὰ πέση κανεὶς σὲ αἵρεση»,
ἐκεῖνος μὲ ξαναρώτησε: «Καὶ πῶς ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέχεται τοὺς αἱρετικούς,
καὶ μετὰ τὸν εἰλικρινῆ ἀναθεματισμὸ τῆς αἱρέσεώς των, τοὺς ἀξιώνει τῆς Θείας
Μεταλήψεως, ἐνῶ ὅποιον ἐπόρνευσε τὸν δέχεται μὲν μετὰ τὴν ἐξομολόγησί του καὶ
τὴν διόρθωσί του, ἀλλὰ τὸν στερεῖ ἐπὶ χρόνους τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, σύμφωνα μὲ
τὶς διατάξεις τῶν Ἀποστολικῶν Κανόνων»; Καὶ ἐνῶ ἐγὼ ἔμεινα κατάπληκτος μὲ τὴν
ἐρώτησι, τὸ ἄλυτο πρόβλημα παρέμεινε ἄλυτο.
45. Ἂς ἐρευνήσωμε καὶ ἂς μετρήσωμε καὶ ἂς
προσέξωμε ποιὰ εἶναι ἡ γλυκύτης πού δημιουργεῖται μέσα μας, ὅταν ψάλλωμε ἡδονικὰ
ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας, καὶ ποιὰ προέρχεται ἀπὸ τὰ λόγια του
Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπὸ τὴν μυστική τους χάρι καὶ δύναμι.
46. Μὴν ξεγελασθῆς, ὢ νέε! Μοῦ ἔτυχε νὰ ἰδῶ
μερικοὺς νὰ προσεύχωνται ὁλόψυχα γιὰ πρόσωπα πού τὰ ἀγαποῦσαν πολύ. Καὶ ἐνῶ τοὺς
κινοῦσε τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας, ἐνόμιζαν ὅτι ἐκπληρώνουν τὸν νόμο τῆς
ἀγάπης!
47. Εἶναι δυνατὸν νὰ μολυνθῆ τὸ σῶμα μὲ μία ἁπλὴ
ἐπαφή, διότι δὲν ὑπάρχει καμμία αἴσθησις πιὸ ἐπικίνδυνη ἀπὸ τὴν ἁφή.
48. Νὰ ἐνθυμῆσαι αὐτὸν πού ἐτύλιξε τὸ χέρι μὲ τὸ
κάλυμμα τῆς κεφαλῆς[5]. Καὶ νὰ ἀκινητοποιῆς τὸ χέρι σου, ὥστε νὰ μὴν ἐγγίζη
ὁποιοδήποτε μέλος εἴτε τοῦ ἰδικοῦ σου εἴτε ξένου σώματος.
49. Νομίζω πώς κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ λέγεται
πραγματικὰ ἅγιος, ἂν δὲν μεταποιήση τὸ χῶμα τοῦτο -δηλαδὴ τὴν σάρκα- σὲ
ἁγιασμένο χῶμα· ἐὰν βέβαια εἶναι κατορθωτὴ αὐτὴ ἡ μεταβολή.
50. Ὅταν πέφτουμε στὸ στρῶμα, ἂς ἔχουμε ἄγρυπνη
τὴν προσοχή, διότι τότε ὁ νοῦς παλεύει μόνος του μὲ τοὺς δαίμονες χωρὶς τὴν
συνεργασία τοῦ σώματος. Καὶ ἂν φανῆ φιλήδονος, γίνεται εὔκολα προδότης.
51. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἂς κοιμηθῆ καὶ ἂς ξυπνήση
μαζί σου, καθὼς ἡ μονολόγιστη εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Καμμία βοήθεια δὲν θὰ βρῆς στὸν
ὕπνο ἀνώτερη ἀπὸ αὐτά.
52. Μερικοὶ ἀποφαίνονται δογματικὰ ὅτι οἱ
σαρκικοὶ πόλεμοι καὶ οἱ ἐκκρίσεις προέρχονται μόνο ἀπὸ τὴν πολυφαγία. Ἐγὼ ὅμως
ἔχω ἰδεῖ ἀνθρώπους νὰ εἶναι βαρειὰ ἀσθενεῖς καὶ νὰ νηστεύουν ὑπερβολικά, καὶ ἐν
τούτοις νὰ μολύνωνται ὑπερβολικὰ ἀπὸ ἐκκρίσεις.
53. Ἐρώτησα κάποτε ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ ἱκανοὺς
διακριτικοὺς μοναχούς, σχετικῶς μὲ τὰ θέματα αὐτά, καὶ μὲ ἐδίδαξε μὲ πολλὴ
σαφήνεια ὁ μακάριος.
«Συμβαίνει, μοῦ εἶπε ὁ ἀοίδιμος, καθ΄ ὕπνους
ἔκκρισις ἀπὸ τὴν πολυφαγία καὶ τὴν ἀνάπαυσι. Ἄλλοτε προέρχεται ἀπὸ τὴν
ὑπερηφάνεια, ὅταν αἰσθανθοῦμε ἔπαρσι, διότι ἐπὶ πολὺν καιρὸ δὲν μᾶς συνέβη
ἔκκρισις. Καὶ ἄλλοτε πάλι εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κατακρίσεως τοῦ πλησίον. Ἐξ αὐτῶν
τῶν περιπτώσεων οἱ δύο πρῶτες παρατηροῦνται καὶ στοὺς ἀρρώστους· μᾶλλον καὶ οἱ
τρεῖς. Ἐὰν δὲ κάποιος βλέπη τὸν ἑαυτὸν τοῦ καθαρὸ ἀπὸ ὅλες τὶς αἰτίες ποὺ
ἀναφέραμε, εἶναι μακάριος πού ἔφθασε σὲ τέτοια ἀπάθεια, καὶ ὅ,τι ἔπαθε ἦταν
ἀποκλειστικὰ ἀποτέλεσμα τοῦ φθόνου τῶν δαιμόνων. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς
ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸ καιρό, ὥστε μὲ ἕνα ἀναμάρτητο πάθημα νὰ ἀποκτήση τὴν πιὸ ὑψηλὴ
ταπείνωσι».
54. Κανεὶς ἂς μὴ θελήση νὰ συλλογίζεται τὴν ἡμέρα
τὰ ἄσχημα ὄνειρα πού εἶδε τὴν νύκτα. Διότι ἀποτελεῖ καὶ αὐτὸ ἐπιδίωξι τῶν
δαιμόνων, νὰ μᾶς μολύνουν μὲ τὰ ὄνειρα, ἐνῶ εἴμαστε ξύπνιοι.
55. Ἂς ἀκούσωμε καὶ μία ἄλλη πανουργία τῶν ἐχθρῶν
μας: Ὡρισμένες τροφὲς πού βλάπτουν τὸ σῶμα, ἐπιφέρουν τὴν ἀσθένεια ἀργότερα ἢ
τὴν ἄλλη ἡμέρα. Κάτι παρόμοιο γίνεται πολλὲς φορὲς μὲ τὶς αἰτίες πού μολύνουν
τὴν ψυχή.
56. Εἶδα μερικοὺς νὰ τρώγουν ἀπολαυστικά, καὶ νὰ
μὴ πολεμοῦνται ἀμέσως. Καὶ εἶδα ἄλλους νὰ συνεσθίουν καὶ νὰ συναναστρέφωνται μὲ
γυναῖκες, καὶ νὰ μὴν ἔχουν ἐκείνη τὴν ὥρα κανένα πονηρὸ λογισμό. Ἔτσι ἀπατώμενοι
πῆραν θάρρος καὶ φάνηκαν ἀμέριμνοι. Τὴν ὥρα ὅμως πού ἐνόμισαν ὅτι εὑρίσκονται σὲ
εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια, μέσα στὸ κελλὶ τους ἔπαθαν ξαφνικὸ ὄλεθρο. Ποιὸς ἦταν ὁ
ὄλεθρος; Ἐκεῖνος πού συμβαίνει σ΄ ἐμᾶς, στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, ὅταν εἴμαστε
ἐντελῶς μόνοι. Ὅποιος τὸν ἐδοκίμασε, ἀντιλαμβάνεται. Ὅποιος δὲν τὸν ἐδοκίμασε
δὲν χρειάζεται νὰ τὸν γνωρίση.
Κατὰ τὸν καιρὸ αὐτοῦ τοῦ πειρασμοῦ κατάλληλη
βοήθεια γιὰ μᾶς εἶναι ὁ σάκκος, ἡ σποδός, ἡ ὁλονύκτιος ὀρθοστασία, ἡ στέρησις
τοῦ ἄρτου, ἡ φλόγωσις τῆς γλώσσης ἀπὸ τὴν δίψα, ἡ ἐλάχιστη πόσις ὕδατος, ἡ
διαμονὴ στοὺς τάφους, καὶ πρὸ πάντων ἡ ταπείνωσις τῆς καρδιᾶς. Καὶ ἀκόμη, ἐὰν
εἶναι εὔκολο, ἡ βοήθεια ἀπὸ ἕνα πατέρα ἢ ἀδελφὸ ἱκανὸ καὶ μὲ γηραιὸ φρόνημα.
Διότι ἀπορῶ, ἐὰν μπορῆ κάποιος μόνος του νὰ σώση πλοῖο ἀπὸ τὸ πέλαγος.
57. Πολλὲς φορὲς ἡ ἴδια πτῶσις εἶναι ἑκατὸ φορὲς
βαρύτερη ἀπὸ τὴν πτῶσι ἑνὸς ἄλλου. Τὸ κρίμα ὑπολογίζεται καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο καὶ
ἀπὸ τὸν τόπο καὶ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ προκοπὴ τοῦ ἁμαρτήσαντος καὶ ἀπὸ ἄλλα
πολλά.
58. Μοῦ περιέγραψε κάποιος ἕναν παράδοξο καὶ
ὑψηλότατο βαθμὸ ἁγνότητος: «Κάποιος, μοῦ εἶπε, ἀτενίζοντας σωματικὸ κάλλος,
παρακινούμενος ἀπὸ αὐτὸ ἐδοξολόγησε τὸν Δημιουργό. Καὶ μόνο ἀπὸ τὴν θέα του
κινήθηκε σὲ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν καὶ σὲ ἀκατάπαυστα δάκρυα. Καὶ σὲ κατελάμβανε
θάμβος νὰ βλέπης τὸν βόθρο τοῦ ἑνὸς νὰ γίνεται μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο αἰτία
στεφάνων στὸν ἄλλο». Ἐὰν πάντοτε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἷς αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ θέματα
ἔχη τὴν ἴδια αἴσθησι καὶ ἀντιμετώπισι, ἀνεστήθη ἄφθαρτος πρὸς τῆς κοινῆς
ἀναστάσεως.
59. Τὸ ἴδιο μέτρο ἂς ἔχωμε ϋπ΄ ὄψιν μας καὶ ὅσον
ἀφορᾶ τὶς μελωδίες καὶ τὰ ἄσματα. Διότι ὅσοι εἶναι φιλόθεοι παρακινοῦνται σὲ
πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ δάκρυα, τόσο ἀπὸ τὰ κοσμικὰ ὅσο καὶ ἀπὸ
τὰ θρησκευτικὰ μελωδήματα. Στοὺς φιληδόνους ὅμως συμβαίνει τὸ ἀντίθετο.
60. Μερικοί, ὅπως τὸ εἴπαμε ἤδη, συμβαίνει νὰ
πολεμοῦνται περισσότερο σὲ τόπους ἡσυχαστικούς. Καὶ δὲν εἶναι περίεργο. Διότι
εἰσχωροῦν καὶ κατοικοῦν ἐκεῖ οἱ δαίμονες, ἀφοῦ ἐξωρίσθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριον χάριν
τῆς σωτηρίας μας στοὺς ἐρημικοὺς τόπους καὶ στὴν ἄβυσσο.
61. Πολεμοῦν τὸν ἡσυχαστὴ φοβερὰ οἱ δαίμονες τῆς
πορνείας, γιὰ νὰ τὸν φέρουν στὸν κόσμο, ἀφοῦ δῆθεν δὲν ὠφελεῖται καθόλου ἀπὸ τὴν
ἔρημο.
Ὅταν εὐρισκώμεθα στὸν κόσμο, ἀπομακρύνονται ἀπὸ
πλησίον μας, γιὰ νὰ μείνωμε μαζὶ μὲ τοὺς κοσμικούς, ἀφοῦ δῆθεν ἐκεῖ δὲν ἔχομε
πόλεμο!
62. Ὅπου πολεμούμεθα, ἐκεῖ ὁπωσδήποτε πολεμοῦμε
τὸν ἐχθρὸ σκληρά.
Διότι ἐὰν δὲν ἀντιμετωπίζη πόλεμο ἐκ μέρους μας,
γίνεται καὶ αὐτὸς φίλος μας.
63. Εὐρισκόμενοι γιὰ κάποια ἀναγκαία ὑπηρεσία
στὸν κόσμο, σκεπαζόμεθα ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, ἴσως ἀπὸ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντος,
γιὰ νὰ μὴ βλασφημηθῆ ὁ Κύριος ἐξ αἰτίας μας.
Ἄλλοτε δὲν μᾶς συμβαίνει πτῶσις ἀπὸ ἀναισθησία,
διότι ἔχομε ἀπὸ πρὶν μεγάλη πείρα καὶ ἔχομε χορτάσει ἀπὸ τὰ ὅσα παρατηροῦνται
καὶ λέγονται καὶ διαπράττονται στὸν κόσμο. Καὶ ἄλλοτε διότι ὑποχωροῦν θεληματικὰ
οἱ δαίμονες, ἀφίνοντας σ’ ἐμᾶς τὸν δαίμονα τῆς ὑπερηφανείας, ὁ ὁποῖος εἶναι
ἱκανὸς νὰ τοὺς ἀναπληρώνη ὅλους.
64. Ἀκούσατε ἕνα ἄλλο τέχνασμα καὶ μία ἄλλη
πανουργία τοῦ ἀπατεῶνος, ὅσοι ἐπιθυμεῖτε νὰ ἐξασκῆτε τὴν ἁγνεία, καὶ
φυλαχθῆτε.
Κάποιος ποὺ ἐδοκίμασε τὸν δόλο αὐτό μοῦ
διηγήθηκε, ὅτι πλεῖστες φορὲς ὁ δαίμων τῆς πορνείας κρύπτει ἐντελῶς τὸν ἑαυτόν
του. Ἔτσι ὑποβάλλει στὸν μοναχὸ τὴν ἐντύπωσι ὅτι εἶναι εὐλαβέστατος, τοῦ χορηγεῖ
καὶ δάκρυα ἀκόμη ὅταν κάθεται καὶ συνομιλῆ μὲ γυναῖκες, παρακινώντας τὸν νὰ τὶς
διδάσκη περὶ μνήμης θανάτου καὶ περὶ κρίσεως καὶ περὶ σωφροσύνης.
Καὶ ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ παρασυρθοῦν ἀπὸ τὰ λόγια του
καὶ τὴν ψεύτικη εὐλάβεια κὰ νὰ προστρέξουν οἱ ἄθλιες στὸν λύκο σὰν σὲ βοσκό. Καὶ
ἀφοῦ δημιουργηθῆ ἐν τῷ μεταξὺ ἀνάμεσά τους ἕνα κλίμα οἰκειότητος καὶ θάρρους, νὰ
ὑποστῆ ὁ πανάθλιος τὴν πτῶσι.
65. Νὰ ἀποφεύγωμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμι νὰ
παρατηροῦμε ἢ νὰ ἀκοῦμε γιὰ καρπό, πού ὑποσχεθήκαμε νὰ μὴ τὸν γευθοῦμε ποτέ.
Θαυμάζω δὲ ἐὰν θεωρήσαμε τοὺς ἑαυτούς μας πιὸ
ἰσχυροὺς ἀπὸ τὸν Προφήτη Δαβίδ, πράγμα ἀπαράδεκτο.
Τόσο ὑψηλὸς καὶ τόσο μεγάλος εἶναι ὁ ἔπαινος τῆς
ἁγνείας, ὥστε μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρας νὰ τολμήσουν νὰ τὴν ὀνομάσουν
ἀπάθεια.
66. Ἰσχυρίζονται ὠρισμένοι πώς εἶναι ἀδύνατον νὰ
ὀνομάζεται κανεὶς ἁγνὸς μετὰ τὴν γεῦσι τῆς ἁμαρτίας. Ἐγὼ ὅμως ἀντικρούοντας
αὐτοὺς ἀποφαίνομαι: «Εἶναι δυνατὸν καὶ εὔκολο σ’ ὅποιον θέλει, νὰ μετακεντρίση
τὴν ἀγριέλαιον σὲ καλλιέλαιον». Ἐὰν τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν εἶχαν
δοθῆ σ’ ἕναν παρθένο, ἴσως νὰ εἶχαν οἱ προαναφερθέντες δίκηο στὴν γνώμη τους.
Ἐφ’ ὅσον ὅμως δὲν συμβαίνει αὐτό, ἂς τοὺς ἀποστομώση ἐκεῖνος πού καὶ πεθερὰ
ἀπέκτησε καὶ ἁγνὸς ἔγινε καὶ τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας κρατεῖ στὰ χέρια του.
67. Πολύμορφος εἶναι ὁ ὄφις τοῦ σαρκικοῦ πολέμου.
Αὐτοὺς πού δὲν ἐγεύθηκαν τὴν ἁμαρτία τοὺς σπρώχνει νὰ τὴν δοκιμάσουν μία μόνο
φορά καὶ ἔπειτα νὰ σταματήσουν. Καὶ ὅσους τὴν ἐδοκίμασαν, μὲ τὴν ἀνάμνησι τοὺς
ἐρεθίζει ὁ ἄθλιος νὰ τὴν δοκιμάσουν πάλι. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους δὲν πολεμοῦν,
διότι ἀγνοοῦν τὸ κακό. Οἱ δεύτεροι δέ, ἐπειδὴ ἐδοκίμασαν τὸ σιχαμερὸ αὐτὸ κακό,
ὑφίστανται ἐνοχλήσεις καὶ πολέμους. Πολλὲς φορὲς ὅμως συμβαίνει καὶ τὸ
ἀντίθετο.
68. Ὅταν σηκωνόμαστε ἀπὸ τὸν ὕπνο εὐδιάθετοι καὶ
εἰρηνικοί, σημαίνει ὅτι χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε μᾶς συμπαρίστανται ἅγιοι
Ἄγγελοι, καὶ κυρίως ὅταν ἔχωμε κοιμηθῆ μὲ πολλὴ προσευχὴ καὶ νηφαλιότητα. Ἀλλὰ
μερικὲς φορὲς συμβαίνει νὰ εὐρισκώμεθα σὲ εὐχάριστη κατάστασι καθὼς ξυπνοῦμε,
καὶ νὰ τὸ παθαίνωμε αὐτὸ ἀπὸ ὄνειρα καὶ φαντασίες πού προέρχονται ἀπὸ τοὺς
δαίμονας.
69. Εἶδα τὸν ἀσεβῆ νὰ ὑπερυψώνεται καὶ νὰ
ἐπαίρεται καὶ νὰ ταράσσεται καὶ νὰ μαίνεται μέσα μου σὰν τοὺς κέδρους τοῦ
Λιβάνου. Καὶ τὸν προσπέρασα μὲ τὴν ἐγκράτεια, καὶ νά! ὁ θυμός του δὲν ἦταν ὅπως
πρίν. Τὸν ἀνεζήτησα πάλι ἀφοῦ ἐταπείνωσα τὸν λογισμό μου, καὶ οὔτε εὑρέθηκε
πλέον μέσα μου ὁ τόπος του ἢ τὸ ἴχνος του (πρβλ. Ψάλμ. λστ΄ 36).
70. Ὅποιος ἐνίκησε τὸ σῶμα, αὐτὸς ἐνίκησε τὴν
φύσι. Αὐτὸς δὲ πού ἐνίκησε τὴν φύσι, ὁπωσδήποτε ἀνέβηκε σὲ ὑπερφυσικὴ κατάστασι.
Αὐτὸς δὲ πού κατώρθωσε τοῦτο, «ἠλάττωται βραχὺ τί παρ’ Ἀγγέλους», γιὰ νὰ μὴν
εἰπῶ ὅτι καθόλου δὲν εἶναι ἐλαττωμένος ἀπὸ αὐτούς.
71. Δὲν εἶναι θαῦμα τὸ νὰ μάχεται ὁ ἄϋλος τὸν
ἄϋλο. Θαῦμα ὅμως εἶναι, ἀληθινὸ θαῦμα, τὸ νὰ κατανικήση τοὺς ἀΰλους ἐχθροὺς ὁ
ὑλικὸς ἄνθρωπος, μαχόμενος ἐναντίον τους μὲ τὴν ἐχθρικὴ τούτη καὶ ἐπίβουλη ὕλη,
δηλαδὴ τὸ σῶμα.
72. Δείχνοντας καὶ ἐδῶ ὁ ἀγαθὸς Κύριος πολλὴ
πρόνοια γιά μᾶς, ἐμπόδισε τὴν ἀναισχυντία τῶν γυναικῶν μὲ τὴν ἐντροπὴ σὰν μὲ
χαλινάρι. Διότι ἂν μόνες τους ἔτρεχαν πρὸς τοὺς ἄρρενας, δὲν θὰ ἐσώζετο
κανένας.
73. Ἄλλο χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς διακριτικοὺς
Πατέρας προσβολὴ καὶ ἄλλο συνδυασμὸς καὶ ἄλλο συγκατάθεσις καὶ ἄλλο αἰχμαλωσία
καὶ ἄλλο πάλη καὶ ἄλλο ψυχικὸ πάθος.
Π ρ ο σ β ο λ ή ὀνομάζουν οἱ μακάριοι ἕνα ἁπλοῦν
λόγο ἢ μία τυχαία εἰκόνα πού ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν καρδιά. Σ υ ν δ υ α
σ μ ό δέ, τὸ νὰ συζητήσης μὲ τὸ ἐμφανισθὲν εἴτε ἐμπαθῶς εἴτε ἀπαθῶς. Σ υ γ κ α τ
α θ ε σ ι, τὴν ἡδονικὴ στροφὴ τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ ἐμφανισθέν. Καὶ
α ἰ χ μ α λ ω σ ί α, τὴν ὁρμητικὴ καὶ ἀθέλητη
ἁρπαγὴ τῆς καρδιᾶς· ἢ τὴν ἐξακολουθητικὴ συνεύρεσι μὲ αὐτό, πράγμα πού
ἐξαφανίζει τὴν καλή μας ψυχικὴ κατάστασι.
Π α λ η ὁρίζουν ὅτι εἶναι ἡ παράταξις μίας ἴσης
πρὸς τὸν ἐχθρὸ δυνάμεως, μὲ τὴν ὁποία, ἀνάλογα μὲ τὴν θέλησί μας, ἢ νικοῦμε ἢ
ὑφιστάμεθα ἥττα. Π ά θ ο ς δὲ λέγουν ὅτι εἶναι ἐκεῖνο πού ἐμφωλεύει πολὺν καιρὸ
ἐμπαθῶς μέσα στὴν ψυχή, καὶ τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴν πολλὴ συνήθεια ἔχει κάνει τὴν ψυχὴ
νὰ παραδίδεται μόνη της σ’ αὐτό.
Ἐξ’ ὅλων αὐτῶν τὸ μὲν πρῶτο δὲν εἶναι ἔνοχο, τὸ
δεύτερο ὄχι καὶ τόσο, τὸ δὲ τρίτο ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν κατάστασι τοῦ ἀγωνιζομένου.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν πάλη, αὐτὴ θὰ προξενήση ἢ στεφάνους ἢ τιμωρίες. Ἡ αἰχμαλωσία
διαφορετικὰ κρίνεται τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ διαφορετικὰ τὶς ἄλλες ὧρες· καὶ
ἀλλοιώτικα γιὰ πονηροὺς λογισμούς. Τὸ πάθος τέλος γιὰ ὅλους, ἢ τακτοποιεῖται μὲ
τὴν ἀνάλογη μετάνοια ἢ τιμωρεῖται στὴν μέλλουσα κόλασι. Ἐκεῖνος λοιπὸν πού
ἀντιμετωπίζει νικηφόρα καὶ μὲ ἀπάθεια τὸ πρῶτο, διὰ μιᾶς περιέκοψε ὅλα τὰ κακὰ
ἐπακόλουθα.
Ὁμιλοῦν οἱ πιὸ ἀκριβολόγοι ἀπὸ τοὺς γνωστικοὺς
Πατέρες καὶ γιὰ μία ἄλλη ἔννοια, λεπτότερη ἀπὸ τὶς προηγούμενες, ἡ ὁποία σύμφωνα
μὲ ὡρισμένους ἀποκαλεῖται π α ρ α ρ ρ ι π ι σ μ ό ς τ ο ῦ ν ο ό ς. Αὐτὴ ἡ
ἔννοια παρευθύς, χωρὶς νὰ μεσολαβήση χρόνος ἢ λόγος ἢ εἰκόνα, παρουσιάζει μὲ
περισσότερη ὀξύτητα τὸ πάθος στὸν ἄνθρωπο. Ἀνάμεσα στὰ πνεύματα τοῦ κακοῦ τίποτε
δὲν ὑπάρχει πιὸ ταχύ καὶ πιὸ ἀδιόρατο. Μὲ μόνη τὴν λεπτὴ καὶ ἁπλὴ ἐνθύμησι, ἀ χ
ρ ό ν ω ς, ἀ φ θ ά σ τ ω ς, σὲ πολλοὺς δὲ καὶ ἀ γ ν ώ σ τ ω ς παρουσιάζεται μέσα
στὴν ψυχή. Ἐὰν δὲ κάποιος μπόρεσε διὰ μέσου τοῦ πένθους νὰ κατανοήση τὴν
λεπτότητα αὐτοῦ τοῦ πνεύματος, αὐτὸς μπορεῖ νὰ μᾶς διδάξη, πῶς γίνεται μὲ μόνη
τὴν ὅρασι, μὲ ἕνα ἀνεπαίσθητο βλέμμα καὶ ἄγγιγμα χεριοῦ καὶ ἄκουσμα μελωδίας,
χωρὶς καμμία ἔννοια καὶ σκέψι νὰ πορνεύη ἐμπαθῶς ἡ ψυχή!
74. Ἔχουν μερικοὶ τὴν γνώμη ὅτι τὸ σῶμα ὁδηγεῖται
στὰ πάθη ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς πορνείας. Ἄλλοι ἀντίθετα ὑποστηρίζουν ὅτι ἀπὸ
τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις γεννῶνται οἱ πονηροὶ λογισμοί. Καὶ οἱ μὲν πρῶτοι φέρουν
τὸ ἐπιχείρημα, πώς ἂν δὲν προτρέξη ὁ νοῦς, δὲν μπορεῖ νὰ ἀκολουθήση τὸ σῶμα. Οἱ
δὲ δεύτεροι ἔχουν ὡς στήριγμα τῆς γνώμης τους τὴν κακουργία τοῦ σωματικοῦ
πάθους, καὶ λέγουν: Πολλὲς φορὲς ἀπὸ μία γλυκύτατη ὄψι, ἀπὸ ἕνα ἄγγιγμα χεριοῦ,
ἀπὸ μία ὡραία εὐωδία ἢ ἀπὸ ἕνα γλυκὸ ἄκουσμα παίρνουν ἀφορμὴ οἱ λογισμοὶ νὰ
εἰσέλθουν στὴν καρδιά.
Γιὰ ὅλα αὐτὰ ὅποιος μπορεῖ ἂς μᾶς διδάξη ἐν
Κυρίω. Διότι αὐτὰ εἶναι πολὺ ἀναγκαῖα καὶ ὠφέλιμα σὲ ὅσους ζοῦν τὴν πρακτικὴ
μοναχικὴ ζωὴ ἐν ἐπιγνώσει. Στούς ἄλλους, τοὺς ἀσκουμένους «ἐν ἁπλότητι καρδίας»,
δὲν χρειάζεται νὰ γίνεται λόγος περὶ αὐτῶν. Ἄλλωστε ἡ γνῶσις δὲν εἶναι κτῆμα
ὅλων. Οὔτε πάλι εἶναι κτῆμα ὅλων ἡ μακαρία ἁπλότης, ὁ θώραξ αὐτὸς ἐναντίον τῶν
δόλων τῶν πονηρῶν δαιμόνων.
75. Ὡρισμένα πάθη ἀρχίζουν ἀπὸ μέσα καὶ
ἐκδηλώνονται στὸ σῶμα, ἀλλὰ δὲ ἀντιστρόφως. Σ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται
στὸν κόσμο συμβαίνει συνήθως τὸ δεύτερο, ἐνῶ σ’ ἐκείνους πού ζοῦν τὸν μοναχικὸ
βίο, τὸ πρῶτο, ἀφοῦ λείπουν οἱ ἀφορμές. Ἐγὼ δὲ γι΄αὐτὸ τὸ ζήτημα λέγω: Θὰ
ζητήσης στοὺς κακοὺς σύνεσι, ἀλλὰ δὲν θὰ τὴν εὕρης[6].
76. Ἀφοῦ ἀγωνισθοῦμε πολὺ ἐναντίον τοῦ δαίμονος,
ὁ ὁποῖος εἶναι σύζυγος τῆς πηλοῦ, δηλαδὴ τῆς σαρκός μας, καὶ ἀφοῦ τὸν κτυπήσωμε
μὲ τὴν πέτρα τῆς νηστείας καὶ τὸ ξίφος τῆς ταπεινώσεως, καὶ τὸν ἐκδιώξωμε ἀπὸ
τὴν καρδιά μας, ὕστερα αὐτὸς κάθεται ἐπάνω στὸ σῶμα μας καὶ μᾶς σπρώχνει σὲ
μολυσμοὺς γαργαλίζοντάς μας ὁ ἄθλιος καὶ προξενώντας κάποια κινήματα ἄπρεπα καὶ
ἄκαιρα. Αὐτὸ συνήθως τὸ παθαίνουν περισσότερο ἀπ’ ὅλους ὅσοι ὑποτάσσονται στὸν
δαίμονα τῆς ὑπερηφανείας. Διότι ἀφοῦ ἔπαυσαν νὰ ἔχουν στὴν καρδιὰ συνεχεῖς
πορνικοὺς λογισμούς, ἐπλησίασαν σ’ αὐτὸ τὸ πάθος. Καὶ ὅτι αὐτὸ πού ἐλέχθη δὲν
εἶναι ψευδὲς θὰ φανῆ ὡς ἑξῆς: Ὅταν εὕρουν ἥσυχο καιρό, ἂς ἀνακρίνουν τὸν ἑαυτὸ
τους προσεκτικὰ καὶ ὁπωσδήποτε θὰ ἀνακαλύψουν στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τῶν κάποιον
λογισμό, πού κρύβεται σὰν ὄφις στὴν κοπριά. Καὶ αὐτὸς ὁ λογισμὸς τοὺς
παρουσιάζει ὅτι δῆθεν τὸ κατόρθωμα τῆς καρδιακῆς ἁγνείας τὸ ἐπέτυχαν μὲ τὸν
ἰδικὸ τους ζῆλο καὶ τὴν ἰδικὴ τους προθυμία. Καὶ δὲν σκέπτονται οἱ ταλαίπωροι
τὸν γραφικὸ λόγο: «Τί γὰρ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες δωρεὰν ἢ ἐκ Θεοῦ ἢ ἐξ ἑτέρων
συνεργίας καὶ εὐχῆς;» (πρβλ. Α΄ Κορινθ. δ΄ 7).
Ἂς προσέξουν λοιπὸν καὶ ἀφοῦ νεκρώσουν αὐτὸν τὸν
ὄφι μὲ πολλὴ ταπεινοφροσύνη, ἂς τὸν ἐκδιώξουν ἀπὸ τὴν καρδιά τους.
Ἔτσι, ἐὰν ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ αὐτόν, θὰ μπορέσουν ἴσως
κάποια φορά καὶ αὐτοὶ νὰ ἐκδυθοῦν τοὺς δερματίνους χιτώνας καὶ νὰ ψάλουν πρὸς
τὸν Κύριον τὸν ἐπινίκιο ὕμνο τῆς ἁγνείας, ὅπως κάποτε τὰ ἁγνὰ νήπια (πρβλ. Ματθ.
κα΄ 15)· ἐὰν βέβαια ἐκδυθέντες δὲν εὑρεθοῦν γυμνοί· γυμνοὶ ἀπὸ τὴν ἀκακία καὶ
τὴν φυσικὴ ἀθωότητα ἐκείνων.
Παρακολουθεῖ καὶ αὐτὸς ὁ δαίμων πολὺ περισσότερο
ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὸν καιρό. Καὶ ὅταν δὲν εἴμαστε σὲ θέσι νὰ προσευχηθοῦμε
σωματικῶς ἐναντίον του, τότε κατ’ ἐξοχὴν ἐπιχειρεῖ νὰ μᾶς πολεμᾶ ὁ ἀνόσιος.
Ἔρχεται ὡς βοηθὸς σὲ ὅσους δὲν ἀπέκτησαν ἀκόμη
ἀληθινὴ καρδιακὴ προσευχὴ ὁ κόπος καὶ ἡ ταλαιπωρία τῆς σωματικῆς προσευχῆς.
Δηλαδὴ ἡ ἔκτασις τῶν χειρῶν, τὸ κτύπημα τοῦ στήθους, ἡ καθαρὰ ἐνατένισις πρὸς
τὸν οὐρανό, οἱ δυνατοὶ ἀναστεναγμοί, ἡ συνεχὴς γονυκλισία.
Ὅταν αὐτὰ πολλὲς φορές, ἐφ’ ὅσον εἶναι παρόντες
καὶ ἄλλοι, δὲν μποροῦμε νὰ τὰ κάνουμε, τότε μᾶς πολεμοῦν πολὺ οἱ δαίμονες. Τότε
ἀναγκαστικὰ ἴσως ὑποχωροῦμε στὴν ἐπίθεσί τους, ἀφοῦ δὲν μποροῦμε ἀκόμη μὲ τὴν
συγκέντρωσι τοῦ νοῦ καὶ μὲ τὴν ἀόρατη δύναμι τῆς προσευχῆς νὰ ἀντισταθοῦμε στοὺς
ἐχθρούς μας.
Ἀναπήδησε γρήγορα, ἂν μπορῆς. Κρύψου γιὰ λίγο
μυστικά. Ἀνύψωσε τοὺς ψυχικούς σου ὀφθαλμούς, ἄν σοῦ εἶναι δυνατόν. Εἰδεμή,
ἀνύψωσε τοὺς σωματικούς. Σταύρωσε τὰ χέρια σου ἀκίνητα, ὥστε καὶ μὲ τὸν τύπο τοῦ
Σταυροῦ νὰ καταισχύνης καὶ νὰ νικήσης τὸν Ἀμαλήκ.
Φώναξε δυνατὰ πρὸς τὸν δυνάμενον νὰ σὲ σώση, ὄχι
μὲ ἐπιτηδευμένες φράσεις, ἀλλὰ μὲ ταπεινὰ λόγια, ἀρχίζοντας ἐν πρώτοις μὲ τὸ
«ἐλέησόν με, ὅτι ἀσθενὴς εἰμὶ» (Ψάλμ. ς΄ 3). Τότε θὰ αἰσθανθῆς τὴν δύναμι τοῦ
Ὑψίστου καὶ θὰ ἀποδιώξης τοὺς ἀοράτους ἀοράτως μὲ ἀόρατη βοήθεια.
Ὅποιος συνήθισε νὰ πολεμᾶ ἔτσι ταχέως καὶ μὲ μόνη
τὴν ψυχὴ θὰ δυνηθῆ νὰ ἐκδιώκη τοὺς ἐχθρούς. Αὐτὸ τὸ δεύτερο εἶναι ἀνταμοιβὴ τοῦ
πρώτου ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀγωνιστάς. Καὶ δικαίως.
77. Παρευρεθεῖς σὲ κάποια σύναξι μοναχῶν
ἀντελήφθηκα ὅτι ἕνας ἐκλεκτὸς ἀδεφὸς ἐνωχλήθηκε ἀπὸ πονηροὺς λογισμούς. Καὶ
ἐπειδὴ δὲν εὑρέθηκε τόπος κατάλληλος γιὰ προσευχή, πῆγε στὸ ἀφοδευτήριο γιὰ
σωματικὴ ἀνάγκη, γιατί τὸν ἐνώχλησε δῆθεν ἡ κοιλία, καὶ ἐκεῖ μὲ δυνατὴ προσευχὴ
ἐπολέμησε κατὰ τῶν ἐχθρῶν του. Ὅταν δὲ ἐγὼ τὸν ἐμέμφθηκα γιὰ τὸ ἀκατάλληλό του
τόπου, μοῦ ἀπήντησε: «Προσευχήθηκα σὲ ἀκάθαρτο τόπο, ἐφ’ ὅσον ἐπρόκειτο γιὰ τὴν
ἐκδίωξι ἀκαθάρτων λογισμῶν καὶ γιὰ τὴν κάθαρσι ἀπὸ τὸν ρύπο».
78. Ὅλοι οἱ δαίμονες ἀγωνίζονται νὰ σκοτίσουν
προηγουμένως τὸ νοερὸ μέρος τῆς ψυχῆς μας, καὶ ἔπειτα μᾶς ὑποβάλλουν ἐκεῖνα ποὺ
ἀγαποῦν. Διότι ἂν ὁ νοῦς δὲν κλείση τὰ μάτια του, δὲν θὰ κλαπῆ ὁ θησαυρός. Αὐτὸ
τὸ ἐπιδιώκει περισσότερο ἀπ’ ὅλους ὁ δαίμων τῆς πορνείας. Αὐτὸς πολλὲς φορὲς
σκοτίζοντας τὸν ἡγεμόνα νοῦ κάνει νὰ ἐπιτελεσθοῦν πράξεις, καὶ μάλιστα ἐπὶ
παρουσία ἀνθρώπων, πού μόνο οἱ παράφρονες διαπράττουν. Γι’ αὐτὸ ἀργότερα ὅταν ὁ
νοῦς συνέλθη, ὄχι μόνο ὅσους μᾶς εἶδαν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτὸ μας
ἐντρεπόμεθα γιὰ τὶς ἄσεμνες πράξεις, τὰ λόγια καὶ τὰ κινήματά μας, καὶ μένουμε
ἔκθαμβοι ἐμπρὸς σ’ ἐκείνη μας τὴν πώρωσι. Ἔτσι πολλὲς φορὲς μερικοὶ πού τὸ
ἀντελήφθηκαν αὐτό, ἐσταμάτησαν τὴν ἁμαρτία.
79. Ἀποδοκίμαζε τὸν ἐχθρό, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν
διάπραξι τῆς ἁμαρτίας σὲ ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν προσευχὴ ἢ τὴν θεοσέβεια ἢ τὴν
ἀγρυπνία. Καὶ νὰ ἐνθυμῆσαι ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Διὰ δὲ τὸ κόπους μοὶ παρέχειν τὴν
ὑπὸ τῶν προλήψεων τυραννουμένην ψυχήν, ποιήσω τὴν ἐκδίκησιν αὐτῆς ἐκ τῶν ἐχθρῶν
αὐτῆς» (πρβλ. Λουκ. ιη΄ 5).
80. Ποιὸς ἐνίκησε τὸ σῶμα; Αὐτὸς πού συνέτριψε
τὴν καρδιά. Καὶ ποιὸς συνέτριψε τὴν καρδιά; Αὐτὸς ποὺ ἀρνήθηκε τὸν ἑαυτόν του.
Γιατί πῶς νὰ μὴ συντριβὴ ἐκεῖνος πού ἀπέθανε ὡς πρὸς τὸ θέλημα τῆς σαρκός;
81. Συναντᾶται καὶ ἐμπαθὴς ἐμπαθέστερος ἀπὸ ἄλλον
ἐμπαθῆ, πού ἀκόμη καὶ τοὺς μολυσμοὺς του τοὺς ἐξομολογεῖται αἰσθανόμενος
ἡδυπάθεια.
82. Οἱ ἀκάθαρτοι καὶ αἰσχροὶ λογισμοὶ γεννῶνται
συνήθως στὴν καρδιὰ ἀπὸ τὸν ἐξαπατοῦντα τὴν καρδιά, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς
πορνείας. Αὐτοὺς τοὺς θεραπεύει ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ παντελὴς περιφρόνησις.
83. Μὲ ποιὰ μέθοδο καὶ μὲ ποιὸ τρόπο νὰ δέσω
αὐτὸν τὸν φίλο μου, δηλαδὴ τὴν σάρκα, καὶ νὰ τὸν δικάσω, ὅπως καὶ τοὺς ἄλλους,
δὲν γνωρίζω. Διότι πρὶν τὸν δέσω λύεται, καὶ πρὶν τὸν δικάσω συμφιλιώνομαι μαζί
του. Καὶ πρὶν τὸν τιμωρήσω τὸν λυποῦμαι καὶ κάμπτομαι. Πῶς νὰ νικήσω αὐτὸν πού
ἐκ φύσεως ἀγαπῶ; Πῶς νὰ ἐλευθερωθῶ ἀπ’ αὐτόν, μὲ τὸν ὁποῖον εἶμαι συνδεδεμένος
αἰωνίως; Πῶς νὰ καταργήσω ἐκεῖνο πού θὰ ἀναστηθῆ μαζί μου; Πῶς νὰ μεταβάλω σὲ
ἄφθαρτο ἐκεῖνο πού ἔλαβε φθαρτὴ φύσι; τί λογικὸ ἐπιχείρημα νὰ τοῦ ἀντιτάξω, ἀφοῦ
ἔχει μὲ τὸ μέρος του τὰ λογικὰ ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὴν φύσι;
Ἂν δέσω τὸν φίλο μου αὐτὸν μὲ τὴν νηστεία, μόλις
κατακρίνω τὸν πλησίον μου, πάλι παραδίδομαι στὰ χέρια του. Ἂν σταματήσω τὴν
κατάκρισι καὶ τὸν νικήσω, ἀλλὰ ὑπερηφανευθῶ μέσα μου, πέφτω πάλι στὰ χέρια του.
Εἶναι γιὰ μένα καὶ συνεργάτης καὶ ἐχθρός. Καὶ βοηθὸς καὶ ἀντίδικος. Καὶ
ὑποστηρικτὴς μαζὶ καὶ ἐπίβουλος. Ὅταν δέχεται περιποιήσεις πολεμεῖ, καὶ ὅταν
συνθλίβεται ἀτονεῖ. Ὅταν τὸν ἀναπαύωμε ἀτακτεῖ, καὶ ὅταν πάλι τὸν ἀποστρεφώμεθα
καὶ τὸν ταλαιπωροῦμε, δὲν ἀντέχει. Ἂν τὸν λυπήσω, διατρέχω κίνδυνο. Ἂν τὸν
πληγώσω, δὲν θὰ ἔχω μὲ ποιὸν νὰ ἀποκτήσω τὶς ἀρετές. Τὸν ἴδιο καὶ τὸν
ἐναγκαλίζομαι καὶ τὸν ἀποστρέφομαι!
Ποιὸ εἶναι τὸ μυστήριο πού μὲ περιβάλλει; Πῶς
ἐξηγεῖται ἡ μεῖξις πού παρατηρεῖται σ’ ἐμένα; Πῶς στὸν ἑαυτόν μου εἶμαι καὶ
φίλος καὶ ἐχθρός; Λέγε μου, λέγε μου, ἐσὺ σύζυγέ μου, ἐσὺ φύσις μου, γιατί δὲν
χρειάζεται νὰ μάθω τὰ περί σοῦ ἀπὸ ἄλλον. Πῶς θὰ μείνω ἄτρωτος ἀπὸ σένα; Πῶς θὰ
κατορθώσω νὰ διαφύγω τὸν κίνδυνο τῆς φύσεως; Ἐπειδὴ ἔδωσα ὑπόσχεσι στὸν Χριστὸν
νὰ εἶμαι ἐχθρός σου, πῶς θὰ νικήσω τὴν τυραννική σου ἐξουσία; Πῶς; Διότι
ἀπεφάσισα νὰ ἀσκῶ βία ἐπάνω σου.
Καὶ ἡ σάρκα ἀφοῦ κατὰ κάποιον τρόπο ἀποκρίθηκε
πρὸς τὴν ψυχή, φάνηκε ὅτι ἔτσι περίπου εἶπε: «Δὲν πρόκειται νὰ σοῦ εἰπῶ κάτι ποὺ
ἐσὺ δὲν τὸ γνωρίζεις, ἀλλὰ κάτι πού καὶ οἱ δύο τὸ γνωρίζουμε. Ἐγὼ καυχῶμαι ὅτι
ἔχω μητέρα τὴν (ἁμαρτωλὴ) ἀγάπη. Τὴν ἐξωτερικὴ πύρωσι τῆς σαρκὸς τὴν γεννῶ μὲ
τὴν περιποίησι καὶ τὴν ἐν γένει καλοπέρασι. Ἡ δὲ ἐσωτερικὴ φλόγα καὶ ἔξαψις τῶν
λογισμῶν ἔχουν ὡς ἀφορμὲς τὴν καλοπέρασι ποὺ προηγήθηκε καὶ τὶς αἰσχρὲς πράξεις
ποὺ διεπράχθησαν. Ἐγὼ ὅταν συλλάβω, γεννῶ τὶς ἁμαρτωλὲς πτώσεις. Καὶ ἐκεῖνες
πάλι ὅταν γεννηθοῦν, γεννοῦν μὲ τὴν σειρὰ τους τὸν θάνατο διὰ τῆς
ἀπογνώσεως.
Ἂν γνωρίσης καλὰ τὴν ἰδική μου καὶ τὴν ἰδική σου
μεγάλη ἀσθένεια, μοῦ ἔδεσες τὰ χέρια. Ἂν ταλαιπωρήσης τὸν λαιμό, μοῦ ἔδεσες τὰ
πόδια, ὥστε νὰ μὴ μπορῶ νὰ προχωρῶ. Ἂν συζευχθῆς τὴν ὑπακοή, μὲ διεζεύχθης. Ἂν
ἀποκτήσης ταπείνωσι, μὲ ἀπεκεφάλισες.
Δέκατο πέμπτο βραβεῖο! Ὅποιος ζώντας μὲ τὴν σάρκα
τὸ κατέκτησε, ἀπέθανε καὶ ἀνεστήθη καὶ ἐγνώρισε ἤδη ἀπὸ ἐδῶ τὸ προοίμιο τῆς
μελλοντικῆς ἀφθαρσίας.
———————————————————-
[1] Πρόκειται, κατὰ τὸν σχολιαστή, γιὰ τὸν
Θεολόγο Γρηγόριο.
[2] Ἐννοεῖ τὸν Διάβολο, τὸν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
πεσόντα Ἑωσφόρο.
[3] Τὸ ἓν λόγω περιστατικὸ ἀναφέρεται στὸ
«Γεροντικόν»: Ἀποφθέγματα Μ. Ἀντωνίου, κέφ. ἲδ΄ (βλ. «Ὁ Μέγας Ἀντώνιος», ἔκδ.
Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1971, σέλ. 163). Σὲ μερικὲς ὅμως ἐκδόσεις τοῦ
«Γεροντικοῦ» παραλείπεται, σκοπίμως μᾶλλον.
[4] Κατὰ τὸν σχολιαστὴ πρόκειται γιὰ τὸν ἅγιο
Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνό. Ἡ σὰρξ ὀνομάζεται «δούλη», διότι ὑποτάσσεται δουλικὰ
στὰ πάθη της, καὶ «νυκτερινή», διότι ἐπιδίδεται σ΄ αὐτὰ κυρίως τὴν νύκτα.
[5] Ἀναφέρεται στὴν περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία
ἕνας μοναχὸς ἐβοήθησε τὴν ἡλικιωμένη μητέρα του νὰ διαβῆ κάποιον ποταμό. Γιὰ νὰ
μὴν ἐγγίση ἂπ΄ εὐθείας τὸ χέρι της, τὸ ἐτύλιξε μὲ τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς καὶ
ἔτσι τὴν ἐβάσταξε. Πὰρ΄ ὅλον ὅτι ἦταν καὶ προχωρημένη στὴν ἡλικία καὶ μητέρα
Του! Τὸ περιστατικὸ ἀναγράφεται στὸ «Γεροντικὸν» (βλ. «Εὐεργετινός», Β΄,
Ὑπόθεσις κθ΄ 21).
[6] Δηλαδή: Οἱ δαίμονες, ὅταν ἐπιτίθενται, δὲν
διακρίνονται πάντοτε γιὰ τὶς συνετὲς καὶ μεθοδικὲς ἐνέργειές τους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου