ΨΑΛΜΟΣ
103 (Μασ. 104)
Τῷ Δαυΐδ, ὑπὲρ
τῆς τοῦ κόσμου συστάσεως.
Ψαλ. 103,1 Εὐλόγει, ἡ
ψυχή μου, τὸν Κύριον. Κύριε ὁ Θεός μου, ἐμεγαλύνθης σφόδρα, ἐξομολόγησιν
καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω
Ψαλ. 103,1 Δοξολόγει ακατάπαυστα, ω ψυχή μου, τον Κυριον. Κυριε
και Θεέ μου, ασύγκριτον και άφθαστον είναι το μεγαλείον σου.
Ψαλ. 103,2 ἀναβαλλόμενος φῶς
ὡς ἱμάτιον, ἐκτείνων τὸν οὐρανὸν ὡσεὶ
δέῤῥιν·
Ψαλ. 103,2 Ως άλλο ιμάτιον περιεβλήθης την δόξαν και
μεγαλοπρέπειαν. Σέ, που ακτινοβολείς ολόγυρά σου το φως, ωσάν να το έχης ενδυθή
ως ένδυμα· απλώνστον ουρανόν από το ένα άκρον του ορίζοντος έως στο άλλο, ωσάν
πολύτιμον δερμάτινον κάλυμμα σκηνής.
Ψαλ. 103,3 ὁ στεγάζων ἐν
ὕδασι τὰ ὑπερῷα αὐτοῦ, ὁ τιθεὶς
νέφη τὴν ἐπίβασιν αὐτοῦ, ὁ περιπατῶν ἐπὶ
πτερύγων ἀνέμων·
Ψαλ. 103,3 Ο Κυριος είναι εκείνος, ο οποίος στεγάζει τα ανώτερα
στρώματα του ουρανού με ύδατα νεφών, αυτός που επιβαίνει επάνω εις τα νέφη ως
εις πολυτελή ταχέα άρματα· αυτός που περιπατεί ταχέως φερόμενος επάνω εις τας
πτέρυγας των ανέμων.
Ψαλ. 103,4 ὁ ποιῶν τοὺς
ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καὶ τοὺς λειτουργοὺς
αὐτοῦ πυρὸς φλόγα.
Ψαλ. 103,4 Αυτάς είναι εκείνος, ο οποίος έπλασε τους αγγέλους
ταχείς ως τους ανέμους και τους ασωμάτους λειτουργούς του δραστηρίους και
φωτεινούς σαν την φλόγα του πυρός.
Ψαλ. 103,5 ὁ θεμελιῶν τὴν
γῆν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς, οὐ
κλιθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
Ψαλ. 103,5 Αυτός είναι εκείνος, ο οποίος εστερέωσεν ασφαλή την γην
επί θεμελιών απαρασαλεύτων, ώστε ποτέ στον αιώνα να μη κλονισθή.
Ψαλ. 103,6 ἄβυσσος ὡς ἱμάτιον
τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ, ἐπὶ τῶν ὀρέων
στήσονται ὕδατα·
Ψαλ. 103,6 Αβυσσος υδάτων την σκεπάζει ως ιμάτιον, και επάνω εις
τα όρη έχουν σταθή υπό την μορφήν χιόνος τα ύδατα.
Ψαλ. 103,7 ἀπὸ ἐπιτιμήσεώς
σου φεύξονται, ἀπὸ φωνῆς βροντῆς σου δειλιάσουσιν.
Ψαλ. 103,7 Οταν όμως αντηχήση η προσταγή σου, Κυριε, τα ύδατα θα
υποχωρήσουν, θα φύγουν, θα κατεβούν εις τας πεδιάδας, θα καταλήξουν εις τας
θαλάσσας. Η βροντερά φωνή σου τα αναγκάζει να αποχωρήσουν και να φανή η ξηρά.
Ψαλ. 103,8 ἀναβαίνουσιν ὄρη
καὶ καταβαίνουσι πεδία εἰς τὸν τόπον ὃν ἐθεμελίωσας
αὐτά·
Ψαλ. 103,8 Ανυψώνονται τα όρη προς τα άνω και αι πεδιάδες
φέρονται προς τα κάτω, το καθένα στους τόπους, όπου συ τα εθεμελίωσες.
Ψαλ. 103,9 ὅριον ἔθου, ὃ
οὐ παρελεύσονται, οὐδὲ ἐπιστρέψουσι καλύψαι τὴν γῆν.
Ψαλ. 103,9 Εθεσες όριον ανάμεσα εις την θάλασσαν και την ξηράν,
το οποίον τα ύδατα της θαλάσσης δεν θα υπερβούν, ούτε θα επιστρέψουν πλέον να
κατακλύσουν την γην.
Ψαλ. 103,10 ὁ ἐξαποστέλλων
πηγὰς ἐν φάραγξιν, ἀνὰ μέσον τῶν ὀρέων
διελεύσονται ὕδατα·
Ψαλ. 103,10 Αυτός είναι, που έστειλε και καθόρισε τας πηγάς να
αναβλύζουν ανάμεσα εις τας φάραγγας και έτσι δια μέσου των ορέων διέρχονται τα
ύδατά των.
Ψαλ. 103,11 ποτιοῦσι πάντα τὰ
θηρία τοῦ ἀγροῦ, προσδέξονται ὄναγροι εἰς δίψαν αὐτῶν·
Ψαλ. 103,11 Τα ύδατα αυτά ποτίζουν τα θηρία της υπαίθρου και οι
άγριοι όνοι σβήνουν την δίψαν των εις αυτά.
Ψαλ. 103,12 ἐπ᾿ αὐτὰ
τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσει, ἐκ
μέσου τῶν πετρῶν δώσουσι φωνήν.
Ψαλ. 103,12 Επάνω εις τα δένδρα, που φυτρώνουν και μεγαλώνουν
πλησίον εις τα ύδατα, τα πτηνά του ουρανού κτίζουν τας φωλεάς των και από τους
γύρω βράχους σκορπίζουν το κελάδημά των.
Ψαλ. 103,13 ποτίζων ὄρη ἐκ
τῶν ὑπερῴων αὐτοῦ, ἀπὸ καρποῦ τῶν
ἔργων σου χορτασθήσεται ἡ γῆ.
Ψαλ. 103,13 Ο Κυριος είναι, που ποτίζει τα ξηρά βουνά με τας βροχάς
του ουρανού. Από την βροχήν, που είναι έργον των χειρών σου, Κυριε, θα χορταίνη
πάντοτε η γη.
Ψαλ. 103,14 ὁ ἐξανατέλλων
χόρτον τοῖς κτήνεσι καὶ χλόην τῇ δουλείᾳ τῶν ἀνθρώπων
τοῦ ἐξαγαγεῖν ἄρτον ἐκ τῆς γῆς·
Ψαλ. 103,14 Ο Κυριος είναι, που διατάσσει χαι αναβλαστάνει από την
γην το χόρτον δια τα φυτοφάγα ζώα και η χλόη δια την εξυπηρέτησιν των αναγκών
του ανθρώπου, ώστε να βγάζη η γη και να προμηθεύεται ο άνθρωπος από αυτήν
άρτον,
Ψαλ. 103,15 καὶ οἶνος εὐφραίνει
καρδίαν ἀνθρώπου τοῦ ἱλαρῦναι πρόσωπον ἐν ἐλαίῳ,
καὶ ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει.
Ψαλ. 103,15 αλλά και οίνον που ευφραίνει την καρδίαν του ανθρώπου.
Ελαιον προς τροφήν, ώστε να γίνεται ιλαρόν το πρόσωπον του ανθρώπου και άρτον,
ο οποίος θα στηρίζη την καρδίαν του.
Ψαλ. 103,16 χορτασθήσονται τὰ
ξύλα τοῦ πεδίου, αἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, ἃς ἐφύτευσας.
Ψαλ. 103,16 Θα χορτάσουν από ύδατα τα δένδρα της υπαίθρου, όπως και
αι πελώριοι κέδροι του Λιβάνου, τας οποίας συ ο ίδιος ο Θεός εφύτευσες.
Ψαλ. 103,17 ἐκεῖ στρουθία ἐννοσσεύσουσι,
τοῦ ἐρωδιοῦ ἡ οἰκία ἡγεῖται αὐτῶν.
Ψαλ. 103,17 Εις τους κλάδους των δένδρων τα μικρά στρουθία στήνουν
τας φωλεάς των, επάνω δε από αυτάς προεξέχει υψηλότερα κτισμένη η φωλεά του
τσικνιά (αστερίου).
Ψαλ. 103,18 ὄρη τὰ ὑψηλὰ
ταῖς ἐλάφοις, πέτρα καταφυγὴ τοῖς λαγωοῖς.
Ψαλ. 103,18 Τα υψηλά χλοερά βουνά ώρισεν ο Κυριος ως τόπον κατοικίας
των ελάφων, τα δε πετρώδη άδενδρα μέρη ως καταφύγιον των λαγωών.
Ψαλ. 103,19 ἐποίησε σελήνην εἰς
καιρούς, ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ.
Ψαλ. 103,19 Ο Κυριος εδημιούργησε την σελήνην, δια να προσδιορίζη
τας εποχάς. Ο ήλιος γνωρίζει το σημείον, στο οποίον θα δύση.
Ψαλ. 103,20 ἔθου σκότος, καὶ
ἐγένετο νύξ· ἐν αὐτῇ διελεύσονται πάντα τὰ
θηρία τοῦ δρυμοῦ.
Ψαλ. 103,20 Συ, Κυριε, έθεσες το σκοτάδι και γίνεται νύκτα. Κατά το
διάστημα αυτής τριγυρίζουν εις τα δάση και τας πεδιάδας τα άγρια θηρία και
αναζητούν την τροφήν των.
Ψαλ. 103,21 σκύμνοι ὠρυόμενοι τοῦ
ἁρπάσαι καὶ ζητῆσαι παρὰ τῷ Θεῷ βρῶσιν
αὐτοῖς.
Ψαλ. 103,21 Εξέρχονται ανά τα δάση βρυχώμενα τα μικρά των λεόντων,
δια να αρπάσουν την λείαν των και ο βρυχηθμός των είναι δέησις προς τον Θεόν,
δια να τους δώση τροφήν.
Ψαλ. 103,22 ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος,
καὶ συνήχθησαν καὶ εἰς τὰς μάνδρας αὐτῶν κοιτασθήσονται.
Ψαλ. 103,22 Οταν ανατέλλη ο ήλιος, τα άγρια θηρία συγκεντρώνονται
εις τις σπηλιές των, δια να κοιμηθούν.
Ψαλ. 103,23 ἐξελεύσεται ἄνθρωπος
ἐπὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ καὶ ἐπὶ
τὴν ἐργασίαν αὐτοῦ ἕως ἑσπέρας.
Ψαλ. 103,23 Τοτε, περί την ανατολήν του ηλίου, εξέρχεται ο άνθρωπος
στο έργον του. Θα ασχοληθή με τας εργασίας του έως την εσπέραν.
Ψαλ. 103,24 ὡς ἐμεγαλύνθη
τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας,
ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς σου.
Ψαλ. 103,24 Ποσον μεγαλειώδη είναι, Κυριε, τα έργα σου! Ολα τα
εδημιούργησες με άπειρον σοφίαν. Η γη είναι γεμάτη από τα πολυάριθμα κτίσματά
σου, που μαρτυρούν την πανσοφίαν, την παντοδυναμίαν και την αγαθότητά σου.
Ψαλ. 103,25 αὕτη ἡ θάλασσα
ἡ μεγάλη καὶ εὐρύχωρος, ἐκεῖ ἑρπετά, ὧν
οὐκ ἔστιν ἀριθμός, ζῷα μικρὰ μετὰ
μεγάλων·
Ψαλ. 103,25 Εμπρός μας απλώνεται αυτή η θάλασσα η μεγάλη και
ευρύχωρος. Εκεί υπάρχουν αναρίθμητα ψάρια, εντός αυτής ζουν και κινούνται μικρά
και μεγάλα ζώα.
Ψαλ. 103 ,26 ἐκεῖ πλοῖα
διαπορεύονται, δράκων οὗτος, ὃν ἔπλασας ἐμπαίζειν αὐτῇ.
Ψαλ. 103,26 Αυτήν διασχίζουν προς διαφόρους διευθύνσεις τα πλοία.
Εκεί ζη το μέγα θαλάσσιον κήτος, το οποίον συ έπλασες τόσον ισχυρόν, ώστε να
εμπαίζη τα κύματα της θαλάσσης.
Ψαλ. 103,27 πάντα πρὸς σὲ
προσδοκῶσι, δοῦναι τὴν τροφὴν αὐτῶν εἰς
εὔκαιρον.
Ψαλ. 103,27 Ολα αυτά τα ζώα του ουρανού και της γης και της θαλάσσης
από σε περιμένουν να τους δώσης εις την κατάλληλον ώραν την τροφήν των.
Ψαλ. 103,28 δόντος σου αὐτοῖς
συλλέξουσιν, ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα, τὰ σύμπαντα
πλησθήσονται χρηστότητος.
Ψαλ. 103,28 Οταν δε συ τους την δώσης εκείνα θα σπεύσουν να την
συλλέξουν. Οταν εν τη αγαθότητί σου ανοίγης το πλουσιόδωρο χέρι σου, τα
σύμπαντα γεμίζουν από τα αγαθά σου.
Ψαλ. 103,29 ἀποστρέψαντος δέ σου
τὸ πρόσωπον ταραχθήσονται· ἀντανελεῖς τὸ πνεῦμα
αὐτῶν, καὶ ἐκλείψουσι καὶ εἰς τὸν χοῦν
αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν.
Ψαλ. 103,29 Οταν όμως αποστρέψης το πρόσωπόν σου, θα καταλυφθούν τα
πάντα από ταραχήν και τρόμον. Τους αφαιρείς την ζωογόνον πνοήν και σβήνουν από
την ζωήν και επιστρέφουν στο χώμα, από το οποίον επλάσθησαν.
Ψαλ. 103,30 ἐξαποστελεῖς τὸ
πνεῦμά σου, καὶ κτισθήσονται, καὶ ἀνακαινιεῖς τὸ
πρόσωπον τῆς γῆς.
Ψαλ. 103,30 Αποστέλλεις όμως πάλιν εις αυτά το ζωογόνον πνεύμα σου
και αναδημιουργούνται και τοιουτοτρόπως ξανακαινουργώνστο πρόσωπον της γης.
Ψαλ. 103,31 ἤτω ἡ δόξα
Κυρίου εἰς τοὺς αἰῶνας, εὐφρανθήσεται Κύριος ἐπὶ
τοῖς ἔργοις αὐτοῦ·
Ψαλ. 103,31 Ας είναι, λοιπόν, η δόξα του Κυρίου αιωνία και ο Κυριος
ας ευφραίνεται βλέπων την σκοπιμότητα και ωραιότητα των θαυμασίων έργων του.
Ψαλ. 103,32 ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ
τὴν γῆν καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ὁ ἁπτόμενος
τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται.
Ψαλ. 103,32 Ο Κυριος είναι τόσον ισχυρός, ώστε ρίπτει ένα βλέμμα εις
την γην και την κάμνει να τρέμη. Εγγίζει μόνον τα όρη και εκείνα πυρακτώνονται
και καπνίζονται.
Ψαλ. 103,33 ᾄσω τῷ Κυρίῳ
ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω·
Ψαλ. 103,33 Θα ψάλλω εις όλην μου την ζωήν προς τον Κυριον. Θα
υμνολογώ τον Θεόν μου, εφ' όσον υπάρχω.
Ψαλ. 103,34 ἡδυνθείη αὐτῷ
ἡ διαλογή μου, ἐγὼ δὲ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ
τῷ Κυρίῳ.
Ψαλ. 103,34 Είθε να δοκιμάζω πάντοτε ιδιαιτέραν γλυκύτητα και χαράν,
διαλεγόμενος προς τον Κυριον. Και θα ευφραίνωμαι δοξολογών αυτόν.
Ψαλ. 103,35 ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ
ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἄνομοι, ὥστε μὴ
ὑπάρχειν αὐτούς. εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον.
Ψαλ. 103,35 Είθε να λείψουν εντελώς οι αμαρτωλοί από την γην και οι
άνομοι, ώστε να μη υπάρχουν πλέον, αλλά να εξαφανισθούν εξ ολοκλήρου. Δοξολόγει
συ, ω ψυχή μου, τον Κυριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου