Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Ὅ­πως φύ­γει ὁ ἄν­θρω­πος, ἔ­τσι καί θά μεί­νει αἰ­ώ­νια.




ΓΙΑΤΙ ΑΡΓΕΙΣ;
Ο­ΔΟΣ ΣΩ­ΤΗ­ΡΙΑΣ
Λα­ϊ­κά κεί­με­να

ΟΡ­ΘΟ­ΔΟ­ΞΟΣ Ο­ΔΟ­ΔΕΙ­ΧΤΗΣ
Πρό­λο­γος.

Ἀ­γα­πη­τέ ἀ­να­γνώ­στη

               Ἡ σω­τη­ρί­α καί ἡ ἀ­πο­φυ­γή ἀ­πό τήν ἀ­πει­λή τῆς κο­λά­σε­ως καί τῆς αἰ­ώ­νιας δυ­στυ­χί­ας,  πρέ­πει νά εἶ­ναι τό κύ­ριο μέ­λη­μα τοῦ κά­θε χρι­στια­νοῦ, ἄν­δρα καί γυ­ναί­κας. Τό με­γά­λο αὐ­τό γε­γο­νός, κα­τορ­θώ­νε­ται στήν ζω­ή αὐ­τή, καί ἀλ­λοί­μο­νο, ἄν  δέν  τό πε­τύ­χου­με Ἐ­ΝΌ­ΣΩ ΖΟΥ­ΜΕ. Ὅ­ταν φύ­γου­με ἀ­πό τή ζω­ή δέ θά ἔ­χου­με ἄλ­λην εὐ­και­ρί­α. Ὅ­πως φύ­γει ὁ ἄν­θρω­πος,  ἔ­τσι καί θά μεί­νει αἰ­ώ­νια.
               Με το ἀ­πλό αὐ­τό φυλ­λά­διο, πού κρα­τᾶς στα χέ­ρια σου, θέ­λου­με να  θί­ξου­με δύ­ο θέ­μα­τα, Τά ὀ­ποἶ­α ἄν δέν τά προ­σέ­ξου­με καί  δέν δι­ορ­θώ­σου­με τά λά­θη καί τή συμ­πε­ρι­φο­ρά μας ἀ­πό τή ζω­ή αὐ­τή,,  θά εἶ­ναι κα­τα­στρο­φή, καί ἀ­πώ­λεια τῆς αἰ­ώ­νιας βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.

Το πρῶ­το θέ­μα εἶ­ναι, ἠ ἀ­δυ­να­μί­α ἀρ­κε­τῶν χρι­στια­νῶν να  πη­γαί­νουν ἐ­νω­ρίς και ἔγ­και­ρα στην Ἐκ­κλη­σί­α,τίς Κυ­ρια­κές. 

Το δεύ­τε­ρο θέ­μα εἶ­ναι, ἠ μή προ­σεύ­λευ­ση τῶν χρι­στια­νῶν στή      Θεί­α με­τά­λη­ψη τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ.

              Ἡ συ­νέ­χι­ση αὐ­τῆς τῆς κα­τά­στα­σης και τῆς ἀ­τα­ξί­ας, μαρ­τυ­ρεῖ τήν ἄ­γνοι­α, την ἀ­μέ­λεια καί τή  ρα­θυ­μί­α τῶν χρι­στια­νῶν αὐ­τῆς τῆς κα­τη­γο­ρί­ας, πού δυ­στυ­χῶς εἶ­ναι σέ βά­ρος τῆς δι­κῆς τους σω­τη­ρί­ας.
              Ἡ κα­τά­στα­ση αὐ­τή γε­μί­ζει λύ­πη κά­θε ἕ­να πι­στό πού βλέ­πει τούς ἀ­δελ­φούς του νά μήν συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται σω­στά, στό θέ­μα τῆς σω­τη­ρί­ας τους, καί τό χει­ρό­τε­ρο νά μήν προ­σπα­θοῦν νά  βελ­τι­ώ­σουν τή χρι­στι­α­νι­κή τους ζω­ή σύμ­φω­να μέ τήν ἐ­πι­βαλ­λό­με­νη ὀρ­θό­δο­ξη τα­κτι­κή.
             Ἀ­πευ­θυ­νό­μα­στε λοι­πόν σ’ αὐ­τή τήν κα­τη­γο­ρί­α τῶν ἀ­δελ­φῶν μας καί τούς προ­τρέ­που­με νά προ­σέ­ξουν σο­βα­ρά τίς γραμ­μές πού θά ἀ­κο­λου­θή­σουν, για­τί πρέ­πει νά μᾶς ἀ­πα­σχο­λή­σει σο­βα­ρά ἡ αἰ­ώ­νια σω­τη­ρί­α μας, καί  λι­γό­τε­ρο τά ση­με­ρι­νά, τά πρό­σκαι­ρα, πού  σί­γου­ρα ἔ­χουν ἡ­με­ρο­μη­νί­α λή­ξε­ως. Ἄλ­λω­στε δέν γνω­ρί­ζου­με καί πό­σο χρό­νο ἔ­χου­με, για νά ἀ­να­βάλ­λου­με τήν αἰ­ώ­νια σω­τη­ρί­α μας.
            Θά προ­σπα­θοῦ­με, θά ἐρ­γα­ζό­μα­στε γιά τή κα­θα­ρό­τη­τα καί τήν ἀ­παλ­λα­γή μας ἀ­πό τά κα­τά­λοι­πα τῆς προ­πα­το­ρι­κῆς ἁ­μαρ­τί­ας, «ἕ­ως ἡ­μέ­ρα ἐ­στί». Δη­λα­δή τώ­ρα πού ζοῦ­με, για­τί ἔρ­χε­ται ἡ νύ­χτα τοῦ  θα­νά­του, καί κα­νέ­νας δέν μπο­ρεῖ νά ἐρ­γα­σθεῖ πλέ­ον γιά  νά σω­θεῖ. Ὅ­πως θά φύ­γει κά­ποι­ος ἀ­πό τή ζω­ή, ἔ­τσι δυ­στυ­χῶς θά μεί­νει αἰ­ώ­νια. Ἄν φύ­γει κά­ποι­ος μέ τό Χρι­στό, ἄ­ξια, μέ­σα του, θά εἶ­ναι αἰ­ώ­νια μα­ζί Του.  Ἄν ὅ­μως φύ­γει ἀ­πό τή ζω­ή αὐ­τή χω­ρίς Χρι­στό,  θά χά­σει τή χα­ρά τοῦ πα­ρα­δεί­σου παν­το­τει­νά.
           Ἐ­πι­βάλ­λε­ται λοι­πόν ὁ κά­θε χρι­στια­νός νά πά­ρει τό θέ­μα τῆς αἰ­ώ­νιας ζω­ῆς του, πο­λύ σο­βα­ρά, για­τί ὁ κίν­δυ­νος να χά­σει τόν Πα­ρά­δει­σο τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι με­γά­λος, προ­πάν­των στούς και­ρούς αὐ­τούς, ὅ­που οἰ πα­γῖ­δες εἶ­ναι πολ­λές καί πο­λύ­μορ­φες.

            Ἔ­χου­με κά­νει προ­σπά­θει­ες γιά τό θέ­μα αὐ­τό καί  μοι­ρά­σα­με δι­α­φω­τι­στι­κά κεί­με­να, ἀλ­λά δυ­στυ­χῶς καί πά­λιν βλέ­που­με τή ρα­θυ­μί­α, τήν ἀρ­γο­πο­ρεί­α νά  συ­νε­χί­ζε­ται.
            Χω­ρίς νά λο­γα­ρι­ά­σου­με κό­πο, χρό­νο καί χρή­μα­τα, θά συ­νε­χί­σου­με τήν προ­σπά­θειά μας, μέ πολ­λήν ἀ­γά­πη, ἀλ­λά καί μέ τή βο­ή­θεια πάν­το­τε τοῦ Κυ­ρί­ου, νά λι­γο­στέ­ψουν,ή καί νά  μήν ὑ­πάρ­χουν ἀρ­γο­πο­ρη­μέ­νοι, στή θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Ἡ δι­α­φώ­τι­ση συ­νε­χί­ζε­ται καί μέ τό φυλ­λά­διο αὐ­τό.
            Ὅ­σο ἀ­φο­ρᾶ τή με­το­χή στή θεί­α Κοι­νω­νί­α, ἔ­χου­με πεῖ ἀρ­κε­τά ἀ­πό ἄλ­λη θέ­ση, καί γρά­ψα­με καί ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νο κεί­με­νο, «Πε­ρί θεί­ας Κοι­νω­νί­ας».
             Ἐ­δῶ λί­γα θά ποῦ­με γιά τό θέ­μα αὐ­τό.

Α

Τό πρῶ­το μας θέ­μα ἀ­φο­ρᾶ τήν κα­τη­γο­ρί­α τῶν χρι­στια­νῶν πού ἔρ­χον­ται κα­θυ­στε­ρη­μέ­να στή  Ἐκ­κλη­σί­α, τίς Κυ­ρια­κές.

Δέν εἶ­ναι εὐχάριστο γεγονός, νά βλέ­πεις τούς χρι­στια­νούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι θε­ω­ροῦν­ται μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Θε­αν­θρώ­που Ἰ­η­σοῦ, νά ἔρ­χον­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α, με­ρι­κοί με­τά τό εὐ­αγ­γέ­λιο, με­ρι­κοί τήν ὥ­ρα τῆς Με­γά­λης εἰ­σό­δου, καί ἄλ­λοι πο­λύ ἀρ­γό­τε­ρα; Καί νά ἔ­χουν τή αἴ­σθη­ση, αὐ­τοί οἱ χρι­στια­νοί ὅ­τι ἔ­κα­ναν τό κα­θῆ­κο τοῦ ἐκ­κλη­σια­σμοῦ, νά ξε­γε­λοῦν τή συ­νεί­δη­σή τους. Θά πρέπει νομίζω νά τούς ποῦμε τήν ἀλήθεια,γιατί ἀ­δι­κοῦν τήν ἀ­θά­να­τη ψυ­χή τους! Ἔ­χουν οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί πο­λύ ἀ­δύ­να­το ἤ καί ἀ­νύ­παρ­κτο πό­θο γιά ἐκ­κλη­σια­σμό. Ἁ­πλά ἀ­πό συ­νή­θεια καί συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό, πη­γαί­νουν στήν Ἐκ­κλη­σία, ἐγ-κλωβισμένοι στίς ἀνάγκες τῆς πρό-σκαιρης ζωῆς.
Θά ἤ­θε­λα νά πῶ στούς ἀ­δελ­φούς μας  αὐ­τούς, ὅ­τι κά­θε κα­λό ἔρ­γο, λό­γος ἤ πρά­ξη,  εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά κά­λό ὅ­ταν γί­νε­ται, μέ εὐ­πρέ­πεια, στήν ὥ­ρα του καί μέ τά­ξι καί σύμ­φω­να μέ τούς νό­μους. Δι­α­φο­ρε­τι­κά τό κα­λό γί­νε­ται κα­κό. Ὅ­πως τό κα­λό τοῦ ἐκ­κλη­σια­σμοῦ ὅ­ταν δέν γί­νε­ται στήν ὥ­ρα του καί μέ­ τήν τά­ξη καί τό νό­μο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δέν ὠ­φε­λεῖ, ἀλ­λά ζη­μι­ώ­νει τόν  ἄν­θρω­πο .
Θά ὑ­πο­δεί­ξου­με λί­γα πράγ­μα­τα πού γί­νον­ται καί ὑ­πάρ­χουν στό χῶ­ρο τοῦ να­οῦ, γιά νά κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι συμ­φέ­ρει στή ψυ­χή μας νά  εἴ­μα­στε ἐ­νω­ρίς στό να­ό.
 Προ­σπα­θοῦ­με νά ἀ­να­ζω­ο­πυ­ρώ­σου­με τήν πνευ­μα­τι­κή φλό­γα, γιά νά κά­ψει τή ρα­θυ­μί­α τῆς ψυ­χῆς, καί νά ζων­τα­νέ­ψει τήν ἀ­γά­πη γιά τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή.

Τί συμβαίνει στόν ἱερό χῶρο τοῦ ναοῦ.

Μέ­σα στό χῶ­ρο τοῦ να­οῦ συ­νέρ­χε­ται ἡ Ἐκ­κλη­σί­α,τό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, σέ μιά  ἄρρηκτη ἐνότητα, μέ μιά  ψυχή καί μιά καρδιά
 Κά­θε ὀρ­θό­δο­ξος χρι­στια­νός, βα­πτι­σμέ­νος στό ὄ­νο­μα τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος εἶ­ναι καί ἕ­να μέ­λος τοῦ αὐ­τοῦ τοῦ σώ­μα­τος. Πη­γαί­νον­τας κά­θε μέ­λος ἐ­νω­ρίς στό να­ό, ἑ­νώ­νε­ται μέ τά ἄλ­λα μέ­λη καί ἀ­πο­τε­λοῦν τό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ ἕ­νω­ση αὐ­τή ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται ὅ­ταν ὅ­λα τά μέ­λη με­τέ­χουν στή θεί­α Κοι­νω­νί­α. Ἑ­νώ­νον­ται μέ τό Χρι­στό καί με­τα­ξύ τους. Εἶ­ναι οἱ αὐ­τοί πού στό μέλ­λον θά κλη­ρο­νο­μή­σουν τή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Βλέ­πε­τε τί χά­νουν ὅ­σοι δέν προ­σέρ­χον­ται ἔγ­και­ρα στήν Ἐκ­κλη­σί­α;
Ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α, εἶ­ναι ἡ Τρά­πε­ζα πού στρώ­νε­ται, γιά νά τρα­φεῖ και νά ζω­ο­γο­νη­θεῖ ἡ ψυ­χή μας. Ὅ­πως ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με, ὅ­ταν κα­λε­σθοῦ­με γιά  φα­γη­τό, προ­σπα­θοῦ­με νά εἴ­μα­στε πα­ρών πρίν ἀ­κό­μα κα­θί­σει κα­νείς στό τρα­πέ­ζι, για­τί δέν εἶ­ναι σω­στό νά κα­θυ­στε­ροῦ­με, φο­βού­με­νοι πή­πως προ­σβά­λου­με τόν οἰ­κο­δε­σπό­τη.
Ἐ­δῶ στήν Ἐκ­κλη­σί­α, Αὐ­τός πού μᾶς κα­λεῖ εἶ­ναι ὁ Θε­ός, για­τί λοι­πόν δέν τόν λαμ­βά­νου­με ὑ­πό­ψιν καί αρ­γο­πο­ροῦ­με;
  Ὁ Χρι­στός, καί κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση ἡ Ἁ­γί­α Τριά­δα, ὁ ἕ­νας Θε­ός βρί­κε­ται κα­τά τή θεί­α Λει­τουρ­γί­α μέ­σα στό να­ό. Γί­νε­ται ὁ να­ός οἶ­κος Θε­οῦ καί τό­πος ἁ­γι­ά­σμα­τος καί σω­τη­ρί­ας.
Δέν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­να ἄλ­λο μέ­ρος πού  νά μπο­ρεῖ νά γί­νει ὁ ἄν­θρω­πος θε­ός κα­τά χά­ρη, πα­ρά μό­νο στό χῶ­ρο τοῦ να­οῦ κα­τά τή θεί­α Λει­τουρ­γί­α» Εἶ­ναι λοι­πόν δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη ἡ προ­σέ­λευ­ση μας στό να­ό, ἐ­νω­ρίς καί μέ με­γά­λο πό­θο καί ἐ­πι­θυ­μί­α, ὅ­λοι μέ μιά ὀ­μο­ψυ­χί­α καί συμ­φω­νί­α, γιά ἁ­για­σμό καί σω­τη­ρί­α.

Ἡ σύ­να­ξη τῶν χρι­στια­νῶν στό χῶ­ρο τοῦ να­οῦ ὁ­νο­μά­ζε­ται ἐκ­κλη­σί­α. Εἶ­ναι σύ­να­ξη ἐν δυ­νά­μει ἁ­γί­ων προ­σώ­πων, ὄ­χι ἀ­τό­μων. Τό ἄ­το­μο πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στό ἀ­το­μι­κό του ἐ­γώ, καί προ­σπα­θεί νά ἰ­κα­νο­ποι­ή­σει αὐ­τό τό ἐ­γώ. Βλέ­πε­τε, με­ρι­κοί ἔ­χουν καί κα­θί­σμα­τα δι­κά τους καί δέ θέ­λουν νά τά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν ἄλ­λοι.Ἐ­νῶ τό πρό­σω­πο ἔ­χει πάν­το­τε ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τ’ ἄλ­λα πρό­σω­πα, καί φρον­τί­ζουν ὅ­λοι μα­ζί γιά τό συμ­φέ­ρον ὄ­λων, ὅ­πως τά μέ­λη τοῦ ἑ­νός σώ­μα­τος συ­νερ­γά­ζον­ται γιά τήν κα­λή λει­τουρ­γί­α τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου σώ­μα­τος. Τέ­τοι­οι πρέ­πει νά εἶ­ναι οἱ χρι­στια­νοί,καί μέ πό­θο καί ὀ­μο­ψυ­χί­α καί ἐν­θου­σια­σμό, πρέ­πει νά προ­σέρ­χον­ται ἔγ­και­ρα στό να­ό, γιά νά ἑ­νω­θοῦν μέ τούς ἀ­δελ­φούς τους γιά νά  ἀρ­χί­σει ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί νά προ­σφέ­ρουν τή λα­τρεί­α τους στήν Πα­να­γί­α Τριά­δα πού τό­σο μᾶς εὐ­ερ­γε­τεῖ καί μᾶς σώ­ζει ἀ­πό τόν αἰ­ώ­νιο θά­να­το πού δι­ά­λε­ξαν ο­ϊ πρω­τό­πλα­στοι. Ἐ­δῶ στό να­ό, κα­τά τή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί τή με­το­χή μας στό Μυ­στή­ριο, τῆς θεί­ας Κοι­νω­νί­ας, θε­ρα­πεύ­ου­με ὀ­λο­κλη­ρω­τι­κά τόν τραυ­μα­τι­σμέ­νο ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α ἑ­αυ­τό μας, καί ἀ­πο­χω­ροῦ­με, θε­ρα­πευ­μέ­νοι καί ὑ­γει­αί­νον­τες.
  Εἶ­ναι τό­σο με­γά­λες οἱ εὐ­ερ­γε­σί­ες πού ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με ἀ­πό τή προ­σέ­λευ­ση μας στή θεί­α λα­τρεί­α, πού ἀ­ξί­ζει κά­θε κό­πο καί προ­σπά­θεια, αλ­λά καί προ­ε­τοι­μα­σί­α χρει­ά­ζε­ται.

 Προ­ε­τοι­μα­σί­α

Γιά κά­θε κο­σμι­κή ἐκ­δή­λω­ση προ­ε­τοι­μά­ζον­ται οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­πό τήν προ­η­γού­με­νη μέ­ρα ἤ και πο­λύ πρίν ἀ­κό­μα. Για­τί νά μήν προ­ε­τοι­μά­ζον­ται οἱ χρι­στια­νοί, γιά τό με­γά­λο πνευ­μα­τι­κό γε­γο­νός, τή θεί­α Λει­τουρ­γί­α, πού ἄν προ­σέλ­θουν κα­νο­νι­κά, πα­ρα­κο­λου­θή­σουν σω­στά καί με­τά­σχουν στό Μυ­στή­ριο, θά κερ­δί­σουν τήν ἀ­θά­να­τη αἰ­ώ­νια ζω­ή καί εὐ­τυ­χί­α;

Βέ­βαι­α, πρώ­τη καί καλ­λί­τε­ρη προ­ε­τοι­μα­σί­α εἶ­ναι νά προ­σπα­θεῖ ὁ χρι­στια­νός νά ­ζεῖ ὅ­πως θέ­λει ὁ Θε­ός, νά βι­ώ­νει τή χρι­στι­α­νι­κή ζω­ή, νά κα­θα­ρί­ζε­ται μέ τήν  ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή του, ὅ­ταν αὐ­τό χρει­ά­ζε­ται. Ὅ­ταν πρό­κει­ται νά ἐκ­κλη­σια­σθεῖ τήν Κυ­ρια­κή, τό Σαβ­βά­το τό βρά­δυ νά πε­ρι­ο­ρι­σθεῖ στό σπί­τι του, νά δι­α­βά­σει τήν Ἀ­κο­λου­θί­α τῆς Θεί­ας Με­τά­λη­ψης, νά κοι­μη­θεῖ ἐ­νω­ρίς, καί τό πρω­Ι τῆς Κυ­ρια­κῆς νά πά­ει ἔγ­και­ρα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, σάν ἄλ­λο πνευ­μα­τι­κό μέλος, γιά νά ό­λο­κλη­ρώ­θεῖ τό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Μέ τέ­τοι­α ζω­ή καί τά­ξη, θά νοι­ώ­θεις ἀ­πό τή ζω­ή αὐ­τή τή χα­ρά τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. ὅπως λέγουν καί οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας:
 «Ἄν ὁ Χρι­στια­νός δέ νοι­ώ­θει ἀ­π’ τή ζω­ή αὐ­τή τή χα­ρά τῆς αἰ­ώ­νιας ζω­ῆς, δέ θά τήν νοι­ώ­σει οὔ­τε καί  με­τά.
Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­γα­πη­τοί μου εἶ­ναι τό­πος θε­ώ­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που. Για­τί τό­ση ἀ­προ­θυ­μί­α νά προ­σέλ­θετε ἔγ­και­ρα στό χῶ­ρο τῆς σω­τη­ρί­ας σος; Πά­ρτε τώ­ρα τήν ἀ­πό­φα­σή σος, ἀ­να­θε­ώ­ρη­στε τίς συ­νή­θει­ές σας καί δι­όρ­θω­στε τή συμ­πε­ρι­φο­ρά σας,  σή­με­ρα καί ὄ­χι αὔ­ριο, για­τί αὔ­ριο ἴ­σως εἶ­ναι ἀρ­γά.

Β΄
 Τό δεύ­τε­ρο θέ­μα πού θά μᾶς ἀ­πα­σχο­λή­σει ὅ­πως ἔ­χου­με πεῖ εἶ­ναι τό θέ­μα τῆς με­το­χῆς τῶν χρι­στια­νῶν στή θεί­α Κοι­νω­νί­α.


                
     Τί εἶ­ναι ὅμως ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α;

Ἡ ἀ­πάν­τη­ση: Εἶ­ναι Αὐ­τός ὁ Κύ­ριος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, πού προ­σφέ­ρε­ται στούς ἀν­θρώ­πους πού τόν ἀ­κο­λου­θοῦν μέ ἀ­γά­πη. Θέ­λει νά ἑ­νω­θεῖ μα­ζί τούς, νά θρέ­ψει καί νά ἀ­να­ζω­ο­γω­νί­σει τή ψυ­χή πού τόν πο­θεῖ, νά ἑ­νω­θεῖ μά­ζί μέ τούς χρι­στια­νούς, νά τούς ἁ­γιά­σει, νά τούς κα­θα­ρί­σει, νά τούς κά­νει θε­ούς κα­τά χά­ρη καί νά τούς ἀ­νε­βά­σει στά οὐ­ρά­νια, πά­νω ἀ­πό κά­θε ἀρ­χή καί ἐ­ξου­σί­α, ἐ­κεῖ πού βρί­σκε­ται ὁ Ἴ­διος.
Ὁ ἄρ­τος καί ὁ οἶ­νος πού προ­σφέ­ρον­ται στή θεί­α Λει­τουρ­γί­α με­τα­βά­λον­ται σέ πραγ­μα­τι­κό Σῶ­μα καί Αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, εἶ­ναι ὁ Ἴ­διος ὁ Σω­τή­ρας καί Λυ­τρω­τής μας. (Ματθ. κστ΄,26-28).
Αὐ­τό τό δι­α­βε­βαι­ώ­νει ὁ Ἴ­διος, Δι­ά­βα­σε (Ἰ­ω­άν.κστ΄ 35-58).
Ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α εἶ­ναι ἡ τρο­φή τῆς ψυ­χῆς πού δί­νει ζω­ή. Λέ­γει ὁ Κύ­ριος: «Ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­γω, ἐ­άν δέν φά­γε­τε τήν σάρ­κα τοῦ Υἰ­οῦ τοῦ ἀν­θρώ­που καί δέν πί­ε­τε τό αἷ­μα του,δέν θά ἔ­χε­τε ζω­ή μέ­σα σας» (Ἰ­ω­άν. Στ΄53) Ἄ­ρα ὅ­σοι δέν κοι­νω­νοῦν ἔ­χουν ψυ­χή πε­νυ­μα­τι­κά νε­κρω­μέ­νη.
Ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α, δί­νει ζω­ή στήν ψυ­χή, ἀλ­λά ἀ­κό­μα εἶ­ναι τό φάρ­μα­κο πού  κα­θα­ρί­ζει καί ἐ­ξα­λεί­φει τήν ἁ­μαρ­τί­α. «­.­..καί τό αἷ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ Υἱ­οῦ του, μᾶς κα­θα­ρί­ζει ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­α.» (Α΄Ἰ­ω­άν.α΄7).
Τί πε­ρισ­σό­τε­ρο χρει­ά­ζε­ται κά­θε πι­στός, ἀ­πό τοῦ νά τρέ­φει καί νά κα­θα­ρί­ζει τήν ψυ­χή του, καί δω­ρε­άν μά­λι­στα;
Αὐ­τό ὅ­μως δέν λαμ­βά­νε­ται ὑ­πό­ψιν ὅ­πως φαί­νε­ται, ἤ δέν με­λε­τή­θη­κε σω­στά ἀ­πό τούς χρι­στια­νούς, καί πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τούς ἰ­θύ­νον­τες στήν Ἐκ­κλη­σί­α. 

Ἡ στέ­ρι­ση τῆς θ. Κοι­νω­νίας  
 νε­κρώ­νει πραγματικά τή ψυ­χή.

Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος λέ­γει τό ἑ­ξῆς; «Ὅ­ταν στε­ρή­σεις τή δι­α­τρο­φή σ’ ἕ­να ζων­τα­νό ὀρ­γα­νι­σμό, τό­τε πε­θαί­νει.» Μή­πως ἠ ψυ­χή δέν εἶ­ναι ζων­τα­νός ὀρ­γα­νι­σμός καί ἀ­πο­φεύ­γε­ται ἡ δι­α­τρο­φή της; Τή ζων­τά­νια στό σῶ­μα τή δί­νει ἡ ψυ­χή,για­τί λοι­πόν στε­ροῦ­με τήν ψυ­χή καί φρον­τί­ζου­με τό­σο τό σῶ­μα; Τό σῶ­μα εἶ­ναι ὕ­λη καί ἀρ­γά ἤ γρή­γο­ρα θά κα­τα­στρα­φεῖ. Κι’ ὅ­μως τό τρέ­φου­με συ­χνά,τό φρον­τί­ζου­με σάν νά εἶ­ναι αἰ­ώ­νιο πρᾶγ­μα, καί τήν ἀ­θά­να­τη ψυ­χή τήν κα­τα­δι­κά­ζου­με νά λι­μο­κτο­νεῖ
Πει­νᾶ καί δι­ψά ἡ ψυ­χή πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τό σῶ­μα, ἀλ­λά δέν τήν προ­σέ­χου­με, ἐ­πει­δή ἡ προ­σο­χή καί ἡ μέ­ρι­μνά μας στρέ­φε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κά στό  φθαρ­τό μας σῶ­μα. Καί δέν εἶ­ναι μό­νο αὐ­τό, ἀλ­λα καί κυ­κλο­φο­ροῦν δι­ά­φο­ρες πα­ρα­δό­σεις πού συγ­χί­ζουν τούς πι­στούς καί  ἀ­πο­φεύ­γουν νά με­τέ­χουν στό Μυ­στή­ριο τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας.
 Ἀ­με­λέ­τη­τοι καί θρη­σκό­λη­πτοι δά­σκα­λοι, λέ­γουν ὅ­τι, 4 φο­ρές τό χρό­νο νᾶ κοι­νω­νᾶς εἶ­ναι ἀρ­κε­τό. Ἄλ­λοι πά­λιν, πρέ­πει νά πε­ρά­σουν 40 ἡ­μέ­ρες κλπ. Καί ὅ­μως ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος, ὅ­ταν τόν ρώ­τη­σαν πό­σες φο­ρές τήν ἐ­βδο­μά­δα κοι­νω­νοῦ­σαν οἰ χρι­στια­νοί τό­τε, εἶ­πε ὅ­τι κοι­νω­νοῦ­σαν 4 φο­ρές τήν ἐ­βδο­μά­δα. Κοι­νω­νοῦ­σαν συ­χνά, για­τί γνώ­ρι­ζαν τό λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου,«ἄν δέν φά­γε­τε τή σάρ­κα τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ ἀν­θρώ­που καί πί­ε­τε τό αἷ­μα του, δέν θά ἔ­χε­τε ζω­ή μέ­σα σας».

Ἡ σάρ­κω­ση τοῦ Θε­οῦ Λό­γου καί ἡ ἐ­νέρ­γει­ές Του ἀ­νά­με­σα στούς ἀν­θρώ­πους, εἶ­χαν σκο­πό νά βο­η­θή­σουν τόν ἄν­θρω­πο νά ἐ­πα­νέλ­θει στό σκο­πό γιά τόν ὁ­ποῖ­ο καί δη­μι­ουρ­γή­θη­κε, δη­λα­δή νά γί­νει θε­ός κα­τά χά­ρη καί νά με­τέ­χει τῆς χα­ράς καί τῆς αἰ­ώ­νιας ζω­ῆς, στή ἀ­τέ­λει­ω­τη βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ σκο­πός τοῦ σταυ­ροῦ καί τῆς Ἀ­νά­στα­σής Του. Γι’ αὐ­τό δέ­χε­ται κά­θε ἄν­θρω­πο πού πι­στεύ­ει σ’ Αὐ­τόν καί τόν δέ­χε­ται στό σῶ­μα Του, πού λέ­γε­ται Ἐκ­κλη­σί­α, σε­σω­σμέ­νων. Αὐ­τοῦ τοῦ σώ­μα­τος εἶ­ναι ἡ κε­φα­λή. Ἕ­να σῶ­μα ὄ­μως γιά νά ἐ­πι­βι­ώ­σει πρέ­πει καί νά τρέ­φε­ται μέ τήν κα­τάλ­λη­λη τρο­φή, καί σάν τέ­τοι­α, ἔ­δω­σε τό σῶ­μα Του, λέ­γον­τας,«ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς» (Ἰ­ω­άν.στ΄48). Καί συ­νέ­χεια στόν στί­χο 54, λέ­γει:«Ὁ τρώ­γων μου τήν σάρ­κα καί πί­νων μου τό αἷ­μα ἔ­χει ζω­ήν αἰ­ώ­νιον, καί ἐ­γώ ἀ­να­στή­σω αὐ­τόν ἐν τῆ ἐ­σχά­τη ἡ­μέ­ρα».

Εἶ­ναι λοι­πόν φα­νε­ρό καί χω­ρίς κα­μιά ἀμ­φι­βο­λί­α ὅ­τι κύ­ριο μέ­λη­μα τοῦ χρι­στια­νοῦ, εἶ­ναι νά τρέ­φει τήν ψυ­χή του μέ τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, καί νά βρί­σκε­ται πάν­το­τε ἑ­νω­μέ­νος μα­ζί Του, γιά νά πε­ρά­σει;,τήν ὥ­ρα τῆς ἐ­ξό­δου του, ἀ­νε­νό­χλη­τος ἀ­πό τούς δαί­μο­νες, στή χα­ρά τοῦ Πα­ρα­δεί­σου.

Φαί­νε­ται λοι­πόν, ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α, τό­σο ἀ­πό τά λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου, καί ἀ­πό τά λό­για τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου, ἀλ­λά καί ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται καί ἀ­πό τήν πρα­κτι­κή τῆς ἀρ­χαί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας, πού ὅ­σοι πα­ρευ­ρί­σκον­ταν στή τέ­λε­ση τοῦ Μυ­στη­ρί­ου, ὅ­λοι κοι­νω­νοῦ­σαν. Ἅν κά­ποι­ος δέν κοι­νω­νοῦ­σε ἔ­πρε­πε νά πεῖ τό λό­γο στόν προ­ϊ­στά­με­νο τῆς σύ­να­ξης.Ὑ­πάρ­χουν ἀ­κό­μα καί σχε­τι­κοί Κα­νό­νες γἰ  αὐ­τό, ἀλ­λά στόν και­ρό μας ὅ­λα λη­σμο­νι­οῦν­ται, ἐ­κτός τῶν ὑ­λι­κῶν πραγ­μά­των τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς.

Γι’ αὐ­τό συ­νή­θως προ­βάλ­λε­ται ἀ­πό πολ­λούς, ἡ δι­και­ο­λο­γί­α.«Πῶς μπο­ρῶ νά κοι­νω­νῶ συ­χνά, ἀ­φοῦ εἶ­μαι ἁ­μαρ­τω­λός καί κά­θε μέ­ρα ἁ­μαρ­τά­νω;»Ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, αὐ­τή τήν πρό­φα­ση, τήν ὀ­νο­μά­ζει«ἐ­πι­ζή­μια εὐ­λά­βεια, ἔρ­γον τοῦ πο­νη­ροῦ, πα­γῖ­δα καί βρό­χο τοῦ δι­α­βό­λου.» Καί πραγ­μα­τι­κά εἶ­ναι.
Μή­πως δέν γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ὁ μό­νος ἀ­να­μάρ­τη­τος εἶ­ναι ὁ Θε­ός; Ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι,ἁ­μαρ­τά­νουν ἔ­στω καί μέ  μι­κρά ἁ­μαρ­τή­μα­τα μέ­χρι πού νά πε­θά­νουν.
Ὁ Χρι­στός δέν δί­νε­ται μό­νο σέ δι­καί­ους, ἀλ­λά καί σέ ἁ­μαρ­τω­λούς. Δέν ἀ­κού­ου­με τόν ἱ­ε­ρέ­α, πού ὅ­ταν μᾶς δί­νει τό Χρι­στό, νά λέ­γει, «εἰς ἄ­φε­σιν ἁ­μαρ­τι­ῶν καί ζω­ήν αἰ­ώ­νιον; »
Οἱ δι­ά­φο­ρες προ­φά­σεις πού ἐμ­πο­δί­ζουν τή  θεί­α Με­τά­λη­ψη, τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, ἄν δέν προ­έρ­χον­ται ἀ­πό ἀ­μέ­λεια,προ­έρ­χον­ται σί­γου­ρα ἀ­πό ἄ­γνοι­α καί αὐ­τήν τήν ἄ­γνοι­α θέ­λου­με νά κα­τα­πο­λε­μή­σου­με, προ­βάλ­λον­τες τήν ἀ­λή­θεια.
Ἐ­κεῖ­νο πού πραγ­μα­τι­κά ἀ­πο­κό­πτει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τό Θε­ό, καί τόν ἐμ­πο­δί­ζει νά κοι­νω­νή­σει, εἶ­ναι τά με­γά­λα ἁ­μαρ­τή­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α ὀ­νο­μά­ζον­ται καί «ἁ­μαρ­τή­μα­τα πρός θά­να­το».Καί α­τά ὅ­μως ὅ­ταν τά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θεῖ μέ εἰ­λι­κρι­νή με­τά­νοι­α ὁ ἄν­θρω­πος, συγ­χω­ροῦν­ται ἀ­πό τό Θε­ό, για­τί κα­μιά ἁ­μαρ­τί­α δέν νι­κᾶ τό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ.
Γω­ρί­ζου­με ἀ­πό τήν πεῖ­ρα μας, ὅ­τι οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πό τούς χρι­στια­νούς πού προ­σέρ­χον­ται τα­κτι­κά στή θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί δέν κοι­νω­νοῦν, ἔ­χουν κα­θα­ρί­σει αὐ­τά τά ἐμ­πό­δια μέ τήν με­τά­νοι­α καί ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή τους. Ἔ­χουν μό­νο τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα τῶν δι­α­προ­σω­πι­κῶν σχέ­σε­ων, καί αὐ­τά εἶ­ναι μι­κρά, καί εὔ­κο­λα κα­θα­ρί­ζον­ται μέ τή συ­χνή ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, καί ἀ­φα­νί­ζον­ται μέ τή θεί­α Κοι­νω­νί­α.
 Κά­θε χρι­στια­νός εἶ­ναι ἐν δυ­νά­μει ἅ­γιος καί πρέ­πει νά φρον­τί­σει νά ὀ­λο­κλη­ρώ­σει αὐ­τήν τήν ἁ­γι­ό­τη­τα, μέ τόν ἀ­γώ­να καί συ­νε­χή προ­σπά­θεια. Ἔ­τσι ὅ­ταν πλη­γω­θεῖ ἔ­στω καί ἐ­λα­φρά ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α, νά τρέ­χει στό ἰ­α­τρεῖ­ο, τήν Ἐκ­κλη­σί­α,  νά κα­θα­ρι­σθεῖ καί νά πά­ρει τό φάρ­μα­κο, τή θεί­α Κοι­νω­νί­α, γιά νά θε­ρα­πευ­θεῖ.
Εἶ­ναι καί αὐ­τοί πού προ­φα­σί­ζον­ται ὅ­τι,ἀ­φοῦ σί­γου­ρα θά ξα­νά ἁ­μαρ­τή­σω, δέν πά­ω νά Κοι­νω­νί­σω, καί μέ­νουν πλη­γω­μέ­νοι, καί πνευ­μα­τι­κά νε­κρή ἡ ψυ­χή τους, χω­ρίς ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας.
 Καί ἐ­πει­δή φο­βᾶ­ται μή­πως ξα­να­πλη­γω­θεῖ, δέν πη­γαί­νει νά κα­θα­ρι­σθεῖ καί προ­στί­θε­ται ἡ μιά πλη­γή πά­νω στήν ἄλ­λη καί στό τέ­λος ἔρ­χε­ται ὁ θά­να­τος.
Κά­ποι­ος ἄλ­λος λέ­γει· μά θά τρέ­χω κά­θε ἑ­βδο­μά­δα στήν ἐ­ξο­μο­λό­ξη­ση; Ἐ­άν χρει­ά­ζε­ται, για­τί νά μήν πᾶς, ἀ­φοῦ ἀ­πό αὐ­τό ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἡ σω­τη­ρί­α σου;

Θά ἤ­θε­λα νά βε­βαι­ώ­σω ὅ­λους αὐ­τούς ὄ­τι ἡ συ­χνή θεί­α Κοι­νω­νί­α εἶ­ναι ἐμ­πό­διο στήν ἁ­μαρ­τί­α, καί σέ λί­γο και­ρό θά ἀ­ραι­ώ­σει καί ἡ προ­σέ­λευ­ση στόν ἐ­ξο­μο­λό­γο καί θά αἰ­σθά­νον­ται τή χα­ρά τῆς σω­τη­ρί­ας, καί θά πο­λε­μή­σουν τήν ἁ­μαρ­τί­α.
Γιά νά στε­ρε­ω­θοῦν ὅ­λα αὐ­τά πού ἔ­χου­με πεῖ, θά πρέ­πει νά πά­ρου­με πρῶ­τα τήν  ἀ­με­τά­κλη­τη ἀ­πό­φα­ση νά ζή­σου­με τήν κα­τά Χρι­στό ζω­ή. Κά­θε μας σκέ­ψη, κά­θε μας λό­γος, κά­θε μας ἔρ­γο, θά πρέ­πει νά συμ­βα­δί­ζουν μέ τή δι­δα­σκα­λί­α καί τό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Νά γί­νου­με μέ­το­χοι τῆς θεί­ας ἁ­γι­ό­τη­τας. Μό­νο ἔ­τσι θά ὀ­μορ­φαί­νει ἡ ζω­ή μας, ἀλ­λά καί κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση ἡ κοι­νω­νί­α. Αὐτό θά τό πετύχουμε καί μέ τή βοήθεια τοῦ ἐξομολόγου μας, ὁ ὁποῖος θά μᾶς κατευθύνει κατάλληλα.

Ἄς τό εὐ­χη­θοῦ­με αὐ­τό, καί ἄς δο­ξά­σου­με τήν Πα­να­γί­α Τριά­δα, για­τί στόν ἕ­να Τρι­συ­πό­στα­το Θε­ό ἀ­νή­κει κά­θε τι­μή καί δό­ξα πάν­το­τε. Ἀ­μήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου