Φαντασία και πνευματικός αγώνας
Η φαντασία μας και οι αδιάκοπες σκέψεις ταράζουν την
ψυχή μας, αιχμαλωτίζουν την καρδιά μας και σπαταλάν κάθε πνευματική μας
δύναμη. Μας γεμίζουν ένταση και ανησυχία και μας καθιστούν ανίκανους για
οποιαδήποτε σχέση. Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα ταραχής και ανησυχίας είναι
αδύνατο να προσευχηθούμε και να νιώσει η καρδιά μας την γλυκύτητα της
προσευχής, γιατί απλούστατα είμαστε τόσο επικεντρωμένοι στις αγωνίες και στον
εαυτό μας που ενώ φαινομενικά επιδιώκουμε με την προσευχή να απαλλαγούμε
από αυτά στην πράξη γαντζωνόμαστε όλο και περισσότερο σε αυτά.
Η προσευχή σταματάει να είναι μία ενατένιση προς τον
Θεό, μία κίνηση ένωσης μαζί Του, μία κατάθεση του εαυτού μας σε Αυτόν και
αναζήτηση του ελέους Του και γίνεται ένα εγωιστικό γάντζωμα στα παράπονά μας, στις
γκρίνιες μας, στα θελήματά μας, στον εγωισμό μας, στην φιλαυτία μας. Τι
μπορεί όμως να κάνει ένας άνθρωπος που υποφέρει από αυτή την εσωτερική ταραχή,
που βρίσκεται συνέχεια αντιμέτωπος με τα παράπονά του και την αίσθηση ότι τον
αδικούν; Πώς θα μπορέσει να προσευχηθεί μέσα σε αυτή την εσωτερική ανησυχία και
σύγχυση όταν προϋπόθεση της προσευχής είναι η εσωτερική γαλήνη και ησυχία; Η
αίσθηση του αδιέξοδου, της έλλειψης ζωής που γεύεται ο άνθρωπος μέσα σε ένα
τέτοιο εγωιστικό σφίξιμο, είναι που θα τον οδηγήσουν ή στην μετάνοια ή στην
απώλεια. Η ελπίδα ότι θα προτιμήσει να πει Κύριε Ελέησον, ότι θα καταλάβει την
αδυναμία των δικών του δυνάμεων και θα σταματήσει να πιστεύει στους λογισμούς
του, είναι αυτή που θα τον βοηθήσει να γευτεί την Θεία παρηγοριά και τότε
θα αρχίσει να τα βλέπει όλα κάτω από τον Θείο φωτισμό. Τότε αντί να
αναλύει τους λογισμούς του θα μπρεί να γεύεται την γλυκύτητα της αγάπης του
Θεού και να αποκτά προσωπική εμπειρία της Θείας παρηγοριάς στην καρδιά του. Το
σημαντικό είναι μόλις νιώσει αυτή την παρηγοριά, μόλις αποκτήσει την αίσθηση
της πραγματικής ζωής μέσα του, μην ξεχαστεί πάλι και πιστέψει στην προσωπική
του δύναμη που θα τον γεμίσει πάλι λογισμούς και φαντασίες.
Από ένα
τέτοιο πισωγύρισμα μπορεί να τον βοηθήσει η μνήμη του θανάτου που
υποβαθμίζοντας τα μικροπράγματα της ζωής μας παροτρύνει να γευτούμε την αληθινή
ζωή που μόνο η Θεία παρηγοριά μπορεί να μας δώσει.
“Εκείνοι που έχουν κατάσταση θυμού
και ταραχής και χτυπάνε καταστάσεις, για να φέρουν δήθεν καλοσύνη και
πνευματική γαλήνη στον κόσμο, μοιάζουν με τον θυμωμένο δυνατό αέρα που χτυπάει
και απειλεί την θάλασσα με τα αφρισμένα κύματα που σηκώνει, για να την
γαληνέψει, και βουλιάζει καράβια στο πέλαγος και στο λιμάνι.
Να μην θέλουμε να γαληνέψουμε δήθεν τους ανθρώπους,
εάν οι ίδιοι δεν έχουμε την εσωτερική ειρήνη της ψυχής. Ούτε να επιδιώκουμε
εξωτερική ειρήνη από τον Πνευματικό μας, εάν δεν συμφιλιωθούμε πρώτα εσωτερικά
με τον άνθρωπο που πληγώσαμε ή αδικήσαμε , ενώ υπάρχει η δυνατότητα να τον
βρούμε. Ούτε και να χρησιμοποιούμε ελαφρυντικά στην εξομολόγησή μας, γιατί αυτά
γίνονται βαρυντικά για την συνείδησή μας.
Τον πολύ ταπεινό και ευαίσθητο δεν πρέπει να τον
ελέγχουμε σκληρά, διότι μπορεί να φορτωθεί περισσότερο βάρος από ό,τι έσφαλλε,
και φόβος είναι να καμφθεί.
Τον εγωιστή και πεισματάρη δεν πρέπει να
επιμείνουμε να τον ταπεινώσουμε με λόγια αλλά με προσευχή και ταπείνωση ,
γιατί, αν επιμείνουμε, και αυτός θα αφρίζει, και ο άλλος θα κουράζεται, θα
ιδρώνει και θα στενοχωρείται.
Η αδιάκριτη συμπεριφορά τις
περισσότερες φορές κάνει μεγαλύτερο κακό και από την συμπεριφορά των πολύ
τρελών, που σπάνε κεφάλια, διότι οι αδιάκριτοι με τα κοφτερά τους λόγια
πληγώνουν ευαίσθητες καρδιές και πολλές φορές τις τραυματίζουν θανάσιμα
(φέρνουν ψυχές σε απόγνωση).
Όπως πάλι πολύ κακό κάνει και η κοσμική ευγένεια που
υποκρίνεται, γιατί ξεγελιέται κανείς , ανοίγει την καρδιά του και χαραμίζει
τελικά την καρδιά του στον κοσμικό άνθρωπο, που δεν ξέρει τι θα πει ευλάβεια
(Σαν να δίνει κανείς χρυσές λίρες σε ανθρώπους που ξέρουν μόνο τις μπρούτζινες
δραχμές).
Ούτε και να χάνουμε την ώρα μας νουθετώντας
ανθρώπους πνευματικά, ενώ αυτοί αναπαύονται στις κοσμικές συζητήσεις και
εγωιστικά να εκφέρουν γνώμες.
Με γνωστούς ανθρώπους, όταν δεν υπάρχει κοινό θέμα
συζητήσεως,καλά είναι να προσέχει κανείς στην συζήτηση, για΄τι αρχίζει μεν
πνευματική και καταλήγει γυναικείοκουτσομπολιό. Και δεν φτάνει που χάνει
κανείς την ώρα, αλλά χάνει και την ψυχή του με την κατάκριση, ενώ δεν
έχουμε δικαίωμα να κρίνουμε κανέναν, ούτε καταστάσεις, αλλά , εάν μπορούμε,
πρέπει να βοηθήσουμε μια κατάσταση μετά από την πονεμένη μας συζήτηση. Ούτε και
πεθαμένους πρέπει να καταδικάζουμε, γιατί οι ψυχές όλων των ανθρώπων ευτυχώς
που είναι στα χέρια του Θεού, και θα βρούμε πιστεύω έλεος.
Αυτό που επιβάλλεται σε κάθε Ορθόδοξο είναι να βάζει
την καλή ανησυχία και στους ετεροδόξους , να καταλάβουν δηλαδή ότι
βρίσκονται σε πλάνη , για να μην αναπαύουν ψεύτικα τον λογισμό τους , και
στερηθούν και σε αυτή την ζωή τις πλούσιες ευλογίες της Ορθοδοξίας και στην
άλλη ζωή στερηθούν τις περισσότερες και αιώνιες ευλογίες του Θεού.
Αυτόν που πρέπει να κρίνουμε σκληρά, και έχουμε το
δικαίωμα, είναι ο κακός μας εαυτός , τον οποίο, εάν δεν τιμωρήσουμε μόνοι μας
σ΄αυτήν την ζωή, για τα σφάλματα που έκανε και δεν κόψουμε και τις κακές
επιθυμίες μας, θα μας τιμωρήσουν αυτά αιώνια.
Επομένως, δεν είναι απαραίτητο να ξέρουμε και πότε
θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, διότι, όταν πεθάνει κανείς, κρίνεται
ανάλογα στην κατάσταση που τον βρίσκει ο θάνατος.
Προσέχετε τον εαυτό σας. Η πρόοδος
στην πνευματική ζωή διακρίνεται με την ολοένα και περισσότερη συναίσθησι της
μηδαμινότητός μας.
Ενώ όσο αυξάνει η εκτίμησις του εαυτού μας σε κάτι,
τόσο βαδίζουμε στην καταστροφή.
Ο εχθρός θα το εκμεταλλευθή αυτό. Θα πλησιάση και θα
επιχειρήση να πετάξη κανένα πετραδάκι στον δρόμο μας για να σκοντάψουμε. Μια
ψυχή που δίνει στον εαυτό της αξία, μοιάζει με τον κόρακα του Αισώπου που
ακούγοντας τις κολακείες της αλεπούς για την «ωραία» του φωνή, άνοιξε το στόμα
και του έπεσε το τυρί…».
«Πόσο χρήσιμο θα ‘ταν να βρισκόταν κάποιος να σας
κατηγορή. Να χαίρεσθε , αν ποτέ συμβή αυτό. Είναι πολύ επικίνδυνο να σας
επαινούν όλοι και κανείς να μην σας λέει την αλήθεια. Είναι νομίζετε δύσκολο να
πλανηθή ή να σκοντάψη κανείς; Απέχετε πολύ από το να θεωρήτε τον εαυτό
σας άγιο και άξιο να συμβουλεύη τους άλλους;».
«Στο Κίεβο ασκήτευε κάποτε κάποιος με πολλή νηστεία
και μόνωσι. Τον πολέμησε όμως ο εγωισμός και άλλα πάθη. Πήγε λοιπόν και
εξωμολογήθηκε τους λογισμούς του στον μακαριστό στάρετς Παρθένιο. Εκείνος του
έδωσε χρήματα και τον έστειλε στην αγορά λέγοντας: «Αγόρασε κρέας και φάγε το
μπροστά στους άλλους». Ο ασκητής ακολούθησε την συμβουλή του στάρετς και όλοι
οι πειρασμοί του φύγανε. Να πώς οι Πατέρες πολεμούσαν την υπερηφάνεια.
Συχνά να ελέγχετε και σεις τον εαυτό σας στο σημείο
αυτό. Γιατί δεν είναι μικρή συμφορά… Λένε ότι η υπερηφάνεια είναι κλέφτης που
βρίσκεται μέσα στο σπίτι. Έρχεται συχνά σε συνεννόησι με τους εξωτερικούς
κλέφτες , τους ανοίγει πόρτες και παράθυρα, κι εκείνοι μπαίνουν και
αρπάζουν κάθε θησαυρό».
«Αγωνισθήτε, ενώ συναναστρέφεσθε με άλλους και
φροντίζετε για τις βιοτικές υποθέσεις, συγχρόνως να σκέπτεσθε τον Θεό και να
έχετε την συναίσθησι ότι βρίσκεται κοντά σας και σας κατευθύνει σύμφωνα με το
άγιό Του θέλημα. Έτσι δεν θα διασπάσθε στην εσωτερική σας εργασία. Η διάσπασις
είναι η πρώτη επιτυχία του διαβόλου.
Η δεύτερη επιτυχία του είναι η προσκόλλησις της
καρδιάς σε κάτι το γήινο και η αιχμαλωσία των αισθημάτων και των σκέψεων σ’
αυτό. Αυτή είναι χειρότερη επιτυχία του εχθρού.
Προσπαθήστε ν’ αποδεσμεύεσθε από κάθε αιχμαλωσία της
καρδιάς και από κάθε διάσπασι της εσωτερικής σας εργασίας. Ο τρόπος
είναι ένας: Να μην απομακρύνεται η προσοχή από τον Κύριο και την συναίσθησι της
παρουσίας Του.
Οι υπερβολές δεν οδηγούν ποτέ σε καλό. Το πρώτο βήμα
για την υπερηφάνεια είναι η κενοδοξία , η πεποίθησις δηλαδή ότι είμαι κάτι. Το
δεύτερο είναι η οίησις, η συναίσθησις δηλαδή του ότι όχι απλώς είμαι κάτι, αλλά
κάτι σπουδαίο ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Από την κενοδοξία και την οίησι
γεννιέται πλήθος υπερήφανων λογισμών, βδελυκτών στον Θεό. Η αυτογνωσία και η
βίωσι της μηδαμινότητός μας μπορεί εδώ να βοηθήση. Συχνά ας φέρνουμε
στην μνήμη μας σφάλματα του παρελθόντος και ας κατακρίνουμε τον εαυτό μας γι΄
αυτά».
«Τιμιώτατε πρωτοπρεσβύτερε. Σας ευχαριστώ πολύ για
την πολύτιμη διδασκαλία σας. Απλή και βαθειά, σύντομη και ολοκληρωμένη, μεστή
και απέρριτη. Ας ευλογήση ο Κύριος τους ποιμαντικούς σας κόπους σ’ όλο το
πλάτος τους. Σας δόθηκε η χάρις όχι μόνο να διδάσκετε, αλλά και να πράττετε. Ας
σας ενισχύη ο Κύριος να υπηρετήτε καρποφόρα τους αδελφούς χριστιανούς.
Εσείς βρίσκεσθε δε δράσι. Για μένα ήλθε ο καιρός να
παραδώσω τα όπλα. Εσείς είσθε ο ποιμένας ο καλός, εγώ ο αρχιποιμένας ο
άχρηστος. Για τις αμαρτίες μου αδυνάτισα σωματικά και ακόμη περισσότερο
πνευματικά. Πίσω μου τίποτε καλό δεν φαίνεται, μπροστά μου τίποτε αξιόλογο δεν
ελπίζεται. Μένει μόνο: «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Είθε να
ευδοκήση ο Κύριος, έστω κι αυτή η κραυγή να βγαίνη μέσ’ απ’ την καρδιά».
«Να καλλιεργήτε μέσα σας τον φόβο του Θεού και την
ευλάβεια ενώπιον του απερίγραπτου μεγαλείου Του. Να έχετε καρδιά συντετριμμένη
και τεταπεινωμένη . Να θεωρήτε όλους ανώτερούς σας. Ν’ αγαπάτε την σιωπή, την
μόνωσι, την συνομιλία με τον Κύριο, που θα γίνη χειραγωγός και διδάσκαλός σας.
Τα άγια δάκρυα αποτελούν εκδήλωση θείου ελέους και
ασφάλεια στην πνευματική ξηρασία και στην σκλήρυνσι των αισθημάτων. Μην τα περιφρονήτε
και μην τα διώχνετε.
Τα αμαρτωλά δάκρυα προκαλούν οίησι, αγαπούν την
επίδειξι και παρέρχονται σύντομα.
Όταν σας πλησιάζη η υπερηφάνεια διώξτε την και
τοποθετήστε στην θέσι της το ταπεινό φρόνημα και την συντριβή».
«Δεν υπάρχει λόγος να επαναλαμβάνω ότι το απόρθητο
φρούριό μας είναι η ταπείνωσις. Δύσκολα την αποκτά κανείς. Μπορεί να θεωρή
ταπεινό τον εαυτό του και να μην έχη ίχνος απ’ αυτή. Ο σωστότερος ή ο μοναδικός
δρόμος για την ταπείνωσι είναι η υπακοή και η απάρνησις του ιδίου θελήματος.
Χωρίς αυτά είναι δυνατόν ν’ αναπτύξη κανείς εσωτερικά εωσφορικό εγωισμό, παρά
την εξωτερική ταπεινή συμπεριφορά και τις ταπεινολογίες.
Σταθήτε λοιπόν και αναρωτηθήτε, αν έχετε υποκοή και
απάρνησι του ιδίου θελήματος».
«Αγωνισθήτε ν’ αποκτήσετε ταπείνωσι. Η ταπείνωσις
είναι ευωδία Χριστού και ένδυμα Χριστού. Για χάρι της όλα θα τα συγχωρήση ο
Θεός. Δεν θα εξετάση τις ελλείψεις που είχε ο αγώνας μας. Ενώ χωρίς ταπείνωσι
καμιά άσκησι δεν μπορεί να μας βοηθήση.
Με το ταπεινό φρόνημα μπορεί ο άνθρωπος να σωθή.
Χωρίς όμως αυτό το εισητήριο δεν θα του επιτρέψουν να μπη στον παράδεισο που
είναι γεμάτος από ταπεινούς».
«Η ταπείνωσις πρέπει ν’ αποτελή το φόντο της ζωής
σας, όπως και του καθενός που ζη ειλικρινά την εν Χριστώ ζωή».
«Αγωνισθήτε στον εαυτό σας με όλες σας τις δυνάμεις
και ο Θεός θα σας βοηθήση. Έχετε σαν σκοπό ν’ αποκτήσετε «πνεύμα
συντετριμμένον», «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην» ( Ψαλμ. 50, 19 ) .
Όταν υπάρχουν αυτά, σημαίνει ότι βρίσκεσθε σε καλή κατάστασι. Τότε έχετε την
σκέπη και την βοήθεια του Θεού. Τότε η προσήλωσις στον Θεό είναι σταθερή και η
ενθύμησίς Του αδιάλειπτη».
«Προσπαθήστε να παλέψετε με το ευέξαπτο του
χαρακτήρος σας. Το πάθος αυτό εκδηλώνεται όταν κάποιος ενεργήση αντίθετα με την
δική σας θέλησι, επιθυμία ή εντολή. Όσο όμως ζη μέσα σας η υπερηφάνεια τίποτε
δεν θα κατορθώσετε. Αυτή όλα τα κυβερνά. Αν μπορήτε πετάξτε την πέρα
από την εξώπορτα του σπιτιού σας και απαγορέψτε της να ξαναπαρουσιασθή.
Να σκέπτεσθε την πανταχού παρουσία του Θεού , καθώς
και την ώρα του θανάτου. Η μνήμη του Θεού και του θανάτου είναι οι καλύτεροι
διδάσκαλοι για την θεραπεία των παθών».
«Είθε να σας διατηρήση ο Κύριος το χάρισμα των
δακρύων για πάντα. Αυτά μαλακώνουν την καρδιά και χαρίζουν την κατάνυξι .
Πρέπει όμως να τα κρύβετε.
Διότι η υπερηφάνεια ολόγυρά τους περιφέρεται , όπως
ο σκύλος γύρω από την τροφή».
ΕΓΩΙΣΜΟΣ
Ο εγωισμός δίχως άλλο, είναι ο πιο τρομερός εχθρός
της πνευματικής ζωής. Τρομακτικές οι παρενέργειες του εγωισμού. Νοσηρές
καταστάσεις, που επηρεάζουν ολόκληρη την εσωτερική ζωή του ανθρώπου.
Τέτοιες μορφές εγωισμού, είναι:
1. Kενοδοξία: Μάταιη και κούφια ιδέα για τον εαυτό μας.
2. Αλαζονεία: Καυχησιολογία. Κομπορρημοσύνη.
3. Φιλαυτία: Νοσηρή, παθολογική
αγάπη του εαυτού μας.
4. Ματαιοδοξία: Μετριοφροσύνη.
Υπερηφάνεια για μάταια και ασήμαντα πράγματα.
5. Δοξομανία: Έντονο πάθος για δόξα και φήμη.
6. Περιαυτολογία: Αδιάκοπη κουβέντα γύρω
από τον εαυτό μας, τις επιτυχίες και τα κατορθώματά μας (που συχνά είναι
φανταστικά)
7. Υπερηφάνεια: H μεγάλη και συχνά
ψεύτικη ιδέα, πως είμαστε ανώτεροι από τους άλλους.
8. Φιλοπρωτεία: Φιλαρχία. Η αγάπη της
αρχομανίας, του προβαδίσματος και της πρωτοκαθεδρίας.
9. Φαρισαισμός: Προσποίηση της αγιότητας
και της αρετής, ενώ υποκρύπτεται αχρειότητα και αμαρτωλότητα.
10. Ταπεινοσχημία: Ταπεινολογία. Λόγοι
ταπεινοί που κρύβουν αλαζονεία και υπερηφάνεια.
11. Οίηση: Έπαρση.Άκρατος και δίχως
όρια εγωισμός Ο πιο ψηλός βαθμός του εγωισμικού θερμομέτρου.
12. Φιλαρέσκεια: Επιθυμία για επίδειξη
και προβολή. Πάθος να αρέσει στους άλλους, ιδιαίτερα με τους ρυθμούς της μόδας.
Ο εγωισμός είναι σαν ένας διπλός φακός. Μεγαλώνει
τον εαυτό μας και μικραίνει εξουθενωτικά τους άλλους.
Οι πρώτοι άμθρωποι πόθησαν την ισοθεϊα και έχασαν
τα πάντα.
Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την
γην.
Ολα τα δαιμόνια...
συνεργάζονται μεταξύ τους!
Πόλεμος πονηρών πνευμάτων
Πώς μας πολεμούν τα πονηρά πνεύματα;
Πρώτα-πρώτα πρέπει να ξέρετε ότι, στον δαιμονικό πόλεμο εναντίον των ανθρώπων, κάθε πονηρό πνεύμα έχει τον δικό του ρόλο.
Πώς μας πολεμούν τα πονηρά πνεύματα;
Πρώτα-πρώτα πρέπει να ξέρετε ότι, στον δαιμονικό πόλεμο εναντίον των ανθρώπων, κάθε πονηρό πνεύμα έχει τον δικό του ρόλο.
Κάθε αμαρτία γίνεται με την παρακίνηση ή και τη
συνεργεία ορισμένου δαιμονίου και κάθε πάθος υποστηρίζεται από ορισμένο
δαιμόνιο. Έτσι, τα ηγετικά δαιμόνια είναι οχτώ, όσα και τα θανάσιμα πάθη: της
γαστριμαργίας, της πορνείας, της φιλαργυρίας, της λύπης, της οργής, της
ακηδίας, της κενοδοξίας, της υπερηφάνειας.
Κάθε πονηρό πνεύμα, πολεμώντας μας, ενεργεί με τους
δικούς του τρόπους, ανάλογα με το πάθος που υποστηρίζει. Όλα, πάντως, τα
δαιμόνια συνεργάζονται μεταξύ τους, για να μας βυθίσουν σε όσο το δυνατό
περισσότερα πάθη και να μας κάνουν δούλους της αμαρτίας, ώστε να μας
χωρίσουν από το Θεό και να μας οδηγήσουν στον αιώνιο θάνατο.
Βέβαια, η δύναμη των δαιμόνων δεν είναι ανεξέλεγκτη
και ή δραστηριότητα τους δεν είναι απεριόριστη. Μας πολεμούν μόνο αν τους το
επιτρέψει ο Θεός -και όσο τους το επιτρέψει, ποτέ πάντως πέρα από τα όρια της
αντοχής μας (Α’ Κορ. 10:13)- , για να δοκιμαστούν η προαίρεσή μας, η πίστη μας
και η αγάπη μας σ’ Εκείνον, ή αν τους δώσουμε εμείς οι ίδιοι το δικαίωμα με την
αμέλειά μας, τη ραθυμία μας, την απροσεξία μας και, προπάντων, την υπερηφάνειά
μας.
Τα πονηρά πνεύματα μας πολεμούν με πολλούς τρόπους.
Με ποιούς;
Πρώτον, με τους εμπαθείς λογισμούς, με τους οποίους
αιχμαλωτίζουν το νου, τον σκοτίζουν και τον πειθαναγκάζουν να συναινέσει στην
αμαρτία.
Δεύτερον, με τα πάθη, που υπάρχουν μέσα μας, από τα
οποία παίρνουν τις αφορμές για να υποκινήσουν τους εμπαθείς λογισμούς.
Τρίτον, με τις σωματικές αισθήσεις -την ακοή, την
αφή, τη γεύση, την όσφρηση και, προπάντων, την όραση- μέσ’ από τις οποίες, σαν
από πόρτες, περνούν στη ψυχή ποικίλα εξωτερικά ερεθίσματα, που ξεσηκώνουν τα
πάθη μας και μας σπρώχνουν στην αμαρτία.
Τέταρτον, με άλλους ανθρώπους, τους οποίους βάζουν
είτε να μας κατατρέχουν και να μας αδικούν είτε να μας παρασύρουν στην αμαρτία.
Πέμπτον, με θλίψεις, βάσανα και αρρώστιες.
Μας πολεμούν και με άλλους τρόπους τα πονηρά
πνεύματα, αλλά οι κυριότεροι είναι αυτοί οι πέντε. Όπως κι αν μας πολεμούν,
πάντως, καθόλου δεν μπορούν να μας βλάψουν, εφόσον με τα θεία Μυστήρια του
Βαπτίσματος και του Χρίσματος έχουμε λάβει τη χάρη και τις δωρεές του Αγίου
Πνεύματος, εφόσον έχουμε βαθιά πίστη στο Θεό και εφόσον αγωνιζόμαστε για την
τήρηση των εντολών Του με σταθερότητα και ανδρεία, με ταπεινοφροσύνη και
υπομονή, με προσευχή και νηστεία, με τακτική Εξομολόγηση και συχνή θεία
Κοινωνία.
Αγάπη και
εγωισμός: Δύο αιώνιοι αντίπαλοι
ΑΡΚΕΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ έγιναν με καλές προθέσεις. Ή θα
ρίξεις τον εγωισμό ή θα ρίξεις την αγάπη. Όσο αυξάνει ο εγωισμός , τόσο μπλοκάρει
η αγάπη. Όσο μικραίνει ο εγωισμός, τόσο αυξάνουν οι προϋποθέσεις να ανθήσει και
να αναπτυχθεί η αγάπη. Έχουμε καλές προθέσεις, ζήλο για ιεραποστολή, διάθεση
για προσφορά∙ έχουμε υψώσει όμως και το ντουβάρι του εγωισμού , που συχνά
αναχαιτίζει το δρόμο προς την αγάπη. Μπαίνει ανάμεσα στους καλοπροαίρετους και
σπάει την αρμονία των σχέσεων.
Στην παραβολή του Καλού
Σαμαρείτη τελείται μια πάλη μεταξύ του εγωισμού και της αγάπης. Ο ιερέας και ο
Λευίτης προσπερνούν τον πληγωμένο άνθρωπο, διότι φοβούνται μήπως πάνε
καθυστερημένα στη δουλειά τους και τους «κράξει» το αφεντικό. Προτάσσουν τον
εγωισμό και όχι την αγάπη. Αν έκαναν περίπατο στο δρόμο, οπωσδήποτε θα
ασχολούνταν με τον πληγωμένο από τους ληστές οδοιπόρο. Ο Σαμαρείτης όμως, που
φαίνεται πως η ζωή του τον είχε τσαλακώσει αρκετά, δεν σκέφτηκε το ίδιο. Σκύβει
στον πληγωμένο και εικάζω πως έκανε περίπου τους εξής λογισμούς: «Είμαι που
είμαι ξεφτιλισμένος στη ζωή μου, μια ξεφτίλα από το αφεντικό ας φάω. Δεν
βαριέσαι. Δεν χάλασε ο κόσμος. Το εγώ μου θα κοιτάξω τώρα, να μην τσαλακωθεί, ή
τον συνάνθρωπό μου που είναι μισοπεθαμένος», και έτσι προτάσσει την αγάπη και
όχι τον εγωισμό. Κάθε φορά που ξεκινάμε να εκδηλώσουμε την αγάπη, θα πρέπει να
γνωρίζουμε πως δίχως την ταπείνωση η αγάπη μας δε θα έχει διάρκεια. Γρήγορα θα
τρακάρει πάνω στον εγωισμό μας . Μη γένοιτο.
Απ’ το Ευαγγέλιο βγαίνει το εξής συμπέρασμα: Ο
Χριστός θα μπορούσε να μας πει: «Παιδιά μου, κρατήστε την αγάπη σας για το σόι
σας, τους φίλους σας, τους αδελφούς σας, όμως τη θεϊκή αγάπη θα την εκδηλώνετε
μόνο σε ανθρώπους από τους οποίους δεν προσδοκάτε τίποτα», δηλαδή σε αρρώστους,
ξένους, φυλακισμένους, πεινασμένους.
Αυτοί οι δεύτεροι θα μας βάλουν στον Παράδεισο.
Είναι οι μεγάλοι ευεργέτες μας. Με τους άλλους λειτουργούμε ιδιοτελώς. Κάτι
έχουν , το οποίο εμείς προσδοκούμε να πάρουμε , αφού τους ευεργετούμε. Ο
Κύριος, γνωρίζοντας την αδυναμία της ανταπόδοσης , θέλησε να μας προστατέψει.
Γι’ αυτό μας προτρέπει: «Όταν ετοιμάζετε τραπέζι για γεύμα, να καλείτε
ανθρώπους φτωχούς και αγνώστους που δεν μπορούν να σας το ανταποδώσουν. Τότε θα
έχετε την ανταπόδοση από τον Θεό» (βλ. Λουκ. Ιδ΄12-14 ) .
ΕΛΛΕΙΨΗ ΧΑΡΑΣ
ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ:
1. Πένθος και κατάθλιψη
Λέει συγκεκριμένα, “συμβαίνει πολλές φορές σήμερα ο
άνθρωπος, να αισθάνεται θλίψη, απελπισία, νωθρότητα, τεμπελιά, ακηδία και
όλα τα σατανικά.” Προσέξετε τι λέει αυτά όλα τα ονομάζει σατανικά, γιατί
ακριβώς το πνεύμα το αντίθετο μας λέει ο ίδιος, αποφεύγει να το ονομάσει
συγκεκριμένα, εκφράζεται με την απελπισία, με το αρνητικό πνεύμα, με το αρνητικό
φρόνημα, με την αρνητική διάθεση.
Κι αυτό είναι ένα στοιχείο από το οποίο μπορούμε να
διακρίνουμε, την πνευματική υγεία ή όχι. Δηλαδή η ψυχή η οποία
καταλαμβάνεται από αυτό το βίωμα, από αυτή την διάθεση, τότε είναι σε λάθος
δρόμο. Και αυτό συνήθως το παρεξηγούμε, γιατί στην πνευματική ζωή οι Πατέρες
μας μας μιλούν για το πένθος. Και εμείς μπερδεύουμε τις έννοιες,
μας μιλούν για την ταπείνωση και πάλι μπερδεύουμε τις έννοιες.
Όταν λένε πένθος δεν είναι μια θλιβερή κατάσταση μη
δημιουργική η οποία εμποδίζει την ψυχή να αναπτυχθεί. Όταν λένε πένθος
δεν είναι μια πληγή του εγωισμού μας για τα λάθη που κάναμε . Πένθος
είναι η αίσθηση της απομάκρυνσης από την πηγή, από την ζωή, αλλά ταυτόχρονα και
η αίσθηση ότι αυτή η πηγή μας δέχεται και μας αγαπά και μας προσκαλεί. Γι
αυτό συμπληρωματικά οι πατέρες μας το πένθος το ονομάζουν χαροποιόν πένθος.
Το πιο φαινομενικά αρνητικό βίωμα στην πνευματική
ζωή αν δεν έχει εμπειρία ζωής και θέσης δεν είναι του Θεού. Γι αυτό λέει ο
απόστολος Παύλος “εν παντί θλιβόμενοι αλλ'ού στεναχωρούμενοι”. Η θλίψη που
έχουμε δηλαδή είτε η εκούσια δηλαδή η διαδικασία θλίψης και συντριβής, είτε η
ακούσια από τα λυπηρά τα συμβαίνοντα στην ζωή μας, γίνονται μία ωθητική δύναμη
προς τον Θεόν και προς τον αδελφό μας αγαπητική, που μεταβάλλεται αυτή η θλίψη
σε χαρά.
Δεν είναι στενότητα, πότε είναι στενότητα; Όταν το
γεγονός το θλιβερό που μου συμβαίνει το κρατώ για τον εαυτό μου, το κλείνω μέσα
μου το κάνω ενοχή το κρατώ μέσα μου το περιεργάζομαι και προσπαθώ μ' έναν
τρόπο δια του νοός μου να το ελέγξω να το κυριαρχήσω να το ξεπεράσω. Αυτό
λοιπόν είναι στεναχωρία, με αυτόν τον τρόπο δεν κατανοώ τον εαυτό μου ούτε τον
άλλον.
2. Διαχείριση
Γι αυτό είναι λεπτά τα όρια του να κατανοήσω
το τι μου συμβαίνει, από το κλείσιμο στον εαυτό μου την ενοχή και την
κατάθλιψη. Ωραία κατανόησα τι μου συμβαίνει, αλλά πως το διαχειρίζομαι αυτό.
Αλλά και με ποία προϋπόθεση και με ποία αιτία και για ποίο λόγο
προσπαθώ να κατανοήσω τον εαυτό μου; Γιατί φοβάμαι να μην πληγωθώ; Γιατί
φοβάμαι νοιώθω υπαρξιακά μετέωρος το να αγνοώ την πραγματικότητα
μου και πρέπει να την ελέγξω για να νοιώθω δυνατός; Ή κατανοώ τον εαυτό μου για
να καταλάβω τι με χώρισε από τον άλλον για να ενωθώ μαζί του;
Είναι πολύ βασικό αυτό, αυτό και στην σχέση με τον
Θεό και στις σχέσεις με τους αδελφούς μου, ωραία έχω μια σχέση φιλική,
συζυγική, συναδελφική, οτιδήποτε και γίνεται μια σύγκρουση, ένα πρόβλημα
γίνεται, λοιπόν και νοιώθω ότι έχω και εγώ μια ευθύνη, ή τέλος πάντων η
διατάραξη της σχέσης, μου φέρνει ένα πρόβλημα ταυτότητας, συναισθηματικής
ταυτότητας, ψυχολογικής ταυτότητας, πως τοποθετούμαι έναντι του ανθρώπου;
Λοιπόν θέλω να αναλύσω να καταλάβω τον εαυτό μου για
ποιο λόγο; Γιατί
νοιώθω ότι ο άλλος θα με αφομοιώσει; Γιατί νοιώθω ότι ο άλλος είναι
αντίπαλος και θα κυριαρχήσει πάνω μου; Και πρέπει να ελέγχω τα πράγματα να
νοιώθω την ανασφάλειά μου, για να ξέρω τι οπλοστάσιο θα χρησιμοποιήσω για να
έχω μια ισορροπία στην σχέση;
Αυτό είναι στεναχωρία, αυτό είναι αποκοπή, αυτό
είναι κόλαση, ή προσπαθώ να κατανοήσω τον εαυτό μου, για να αναλάβω την δική
μου ευθύνη που έφερα αυτό τον διχασμό, αυτή τη διάσπαση, ούτως ώστε εν
ταπεινώσει να καταλάβω τον άλλον και να συνενωθώ μαζί του ξανά;
Ας το πάρουμε επίσης και σε σχέση με τον Θεό. Η
σχέση με τον Θεό μπορεί να διαταραχθεί με διαφόρους τρόπους, στερούμαι
την χάρη του που μου έδωσε κάποτε, ή νοιώθω ότι μου έφερε δύσκολα πράγματα στην
ζωή μου και δεν τα αντέχω.
Λοιπόν τι κάνω;
Προσπαθώ να καταλάβω τι μου γίνεται, για να καταλάβω
που με αδίκησε ο Θεός, για να αξίζει τον λόγο να έχω αυτή την σχέση, ή
δεν τον εμπιστεύομαι πλέον και πρέπει να αναλάβω την ζωή μου. Ή να καταλάβω την
πτώση μου, να δω μέσα από το στραβό που μου συνέβη τον τρόπο συναλλαγής και
σχέσης και συσχετισμού με τον Θεό; Ή τον τρόπο να κατανοήσω τον Θεό πως
λειτουργεί για να μπορώ να λάβω τα μέτρα μου;
Είναι πολύ δέστε, ή σε μια σχέση θα μας ενδιαφέρει
πως λειτουργεί ο άλλος ώστε να ελέγχουμε την σχέση και να κυριαρχούμε ή
θα μας ενδιαφέρει να καταλάβουμε το δικό μας στραβό για να το διορθώσουμε για
να ενωθούμε με τον άλλον. Τι μας ενδιαφέρει, είναι πολύ βασικό αυτό, δεν είναι
απλά, δε λέμε, εγώ έτσι λειτουργώ, δε θέλω κουβέντα, άστα αυτά, όχι είναι
λάθος.
Θα κάνω κουβέντα πρώτα με τον εαυτό μου να το
καταλάβω, όχι για να ελέγχω τον άλλον αλλά για να διορθώσω το δικό μου στραβό,
που σημαίνει τι; Να μιλήσω με αυτήν την γλώσσα που θα καταλάβει ο άλλος για να
γίνω κατανοητός και να συνδεθώ μαζί του. Αυτό δεν το κάνουμε. Γιατί αν μιλήσω
την γλώσσα του άλλου και με καταλάβει μπορεί να μην είναι τόσο κακός όσο
φανταζόμουν πριν και έτσι δεν θα είμαι ο νικητής στην σχέση.
Θέλω ο άλλος να είναι ο παρακατιανός και αν του
μιλήσω με γλώσσα που θα αναδειχθεί ότι δεν είναι τόσο κακός δε με συμφέρει και
τον προτιμώ να είναι εκεί κάτω χαμηλά. Για να μπορέσει όμως ο άνθρωπος να
μιλήσει και να κατανοήσει την γλώσσα του άλλου πρέπει πρωτίστως να
καταλάβει τον δικό του λόγο, τον δικό του τρόπο, την δική του κατάσταση.
Όταν δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα την οποία
καταργούμε μέσα στους εγωισμούς μας, τότε οδηγείται ο άνθρωπος σε αυτή την
απελπισία, σ αυτήν την θλιβερότητα, σε αυτήν την νωθρότητα. Να είναι θλιμμένος,
να κλαίει, να μελαγχολεί, να μη δίνει σημασία στην οικογένειά του, να
ξοδεύει ένα σωρό χρήματα στους ψυχαναλυτές για να πάρει φάρμακα.
Αυτά οι άνθρωποι τα λένε ανασφάλεια, ναι βρήκαν
μία λέξη, είναι ανασφάλεια όλα αυτά τα πράγματα. Είναι πολύ καίρια σαφώς η λέξη
αλλά ανασφάλεια από τι, από το ότι δεν είμαι τόσο σπουδαίος όσο με μεγάλωσε το
περιβάλλον μου; Και τώρα γκρεμίζεται αυτό το οικοδόμημα αυτό το είδωλο που
έφτιαξα του εαυτού μου;
3. Ανασφάλεια, αγάπη και
ναρκισσισμός
Ανασφάλεια γιατί αισθάνομαι ότι ο άλλος δεν με αγαπά
τόσο όσο εγώ άξιζα, ή τόσο όσο περίμενα ή τόσα όσα του έδωσα δε θα μου τα δώσει
πίσω; Στην ουσία δεν ξέρουμε το μυστήριο της αγάπης, αυτό είναι παραχαραγμένο και
παρανοημένο, εμείς εννοούμε αγάπη μια φιλική σχέση που θα μπορώ στον άλλον να
δίνω και να παίρνω, και να με καταλαβαίνει και να τον καταλαβαίνω, αλλά ποτέ να
μην ανέχομαι να πληγώνομαι από τον άλλον.
Λέει εδώ η γερόντισσα Γαβριηλία ένα πολύ όμορφο
στοιχείο για να καταλάβουμε, λέει γιατί ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός και δεν μπορεί εύκολα να
πιστέψει αυτόν τον δρόμο που του έδειξε ο Χριστός. Δε μπορεί σου λέει, τότε
γιατί είπε ο Θεός αυξάνεστε και πληθύνεστε; Μα γι αυτό παντρεύτηκες; ,
“Μία φορά στην Αμερική κάποιος από ένα ακροατήριο μου το είπε και τότε γυρίζω
και τους λέω, να σηκώσει το χέρι όποιος παντρεύτηκε για να μη σταματήσει η
δημιουργία.” Και βέβαια όλοι ξεκαρδίστηκαν στα γέλια, κανείς δεν είχε
παντρευτεί γι αυτό, για να γίνεις συνεργάτης στην δημιουργία του Θεού
παντρεύτηκες; Όχι, αλλά επειδή αγάπησες κάποιον και έπρεπε να είναι
αποκλειστικά δικός σου, όχι για όλο τον κόσμο.
Έτσι είναι, αυτό το οποίο εμείς ονομάζουμε
αγάπη είναι εν τέλει αποκλεισμός, είναι αποκλειστικότητα, είναι
τροφοδοσία του ναρκισσισμού μας. Γι αυτό μιλάει κάπου αλλού για την
ειδωλοποίηση, λέει κάπου ότι αυτό που ονομάζουμε αγάπη τι είναι , ψάχνουμε
κάποιον στον οποίον προβάλουμε τον εαυτό μας, θεωρούμε ότι είναι η προέκταση
του εαυτού μας, και μας ικανοποιεί τα συναισθηματικά χατηράκια και νοιώθουμε
ότι είναι δικό μας κτήμα.
Στην συνέχεια αυτό που ονομάζω αγάπη το κάνουμε
είδωλο, το ειδωλοποιούμε, το θεοποιούμε, στο βαθμό λοιπόν που ικανοποιούνται οι
φαντασίες μας, ή οι φαντασιώσεις μας, που βρίσκουμε ένα υποκατάστατο του
Θεού τελικά, μας είναι ο έρωτας και η αγάπη αρεστός, όσο αυτό θα αρχίσει να
γκρεμίζεται γιατί θα αποδειχθεί ότι δεν είναι έτσι, τότε έρχεται το μεγάλο
ξενέρωμα, και η αρχή της πραγματικής ανάπτυξης του ανθρώπου.
Η αρχή της πνευματικής ανάπτυξης του ανθρώπου και
της εύρεσης της αληθινής δηλαδή αγάπης και σχέσης ξεκινά από την στιγμή που
από-ειδωλοποιηθεί ο άνθρωπος που αγαπούμε. Γι αυτό τι συμβαίνει σήμερα; Ο
άνθρωπος, η ανασφάλειά του από που προέρχεται; Είμαι τόσο καλός για να με
αγαπάει ο άλλος; Είμαι τόσο ισορροπημένος για να γίνομαι αποδεκτός;
Μα δεν είναι αγάπη αυτό το πράγμα, είσαι ανισόρροπος
γι αυτό σε αγαπά ο άλλος. Γιατί η αγάπη έχει μια άλλη δύναμη, μια άλλη
διάθεση, δε σ αγαπάει γι αυτό που είσαι αλλά για αυτό που μπορεί να γίνεις. Η
πτώση μας είναι αυτή ζούμε μία φαντασία όχι την πραγματικότητα. Ποιος μπορεί να
δεχθεί κάτι τέτοιο, φτιάχνουμε ένα σχήμα, μία φαντασία μια πραγματικότητα ο
καθένας μέσα στο μυαλό του και οδηγείται σε αυτό. Τι σημαίνει σχέση, η
δυνατότητα συνανάπτυξης.
Η δυνατότητα μέσα στην πτώση μας μέσα στην αναπηρία
μας να μπορούμε να αναπτυχθούμε στο αληθινό πλαίσιο της αγάπης. Ποιος μπορεί να
αγαπήσει μακρυά από την φαντασία του; Γιατί ένας άνδρας στα πενήντα του είναι
μπακούρι, γιατί θέλει να παντρευτεί την φαντασία του την προέκταση του εαυτού
του, όχι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο.
Γιατί μια γυναίκα μένει ελεύθερη σήμερα; Γιατί
έφτιαξε μια φαντασία, περιμένει τον πρίγκηπα. Όχι το πραγματικό πρόσωπο που θα
αγαπήσει, αυτος ο πρίγκιπας σε ένα χρόνο θα έχει διαλυθεί, θα έχει γκρεμισθεί
αν τον παντρευτείς. Κι αυτή η φαντασία που φαντάζεσαι την πιο όμορφη, την
πιο μικρή κοπέλα, να την παντρευτείς σε ένα χρόνο θα την βαρεθείς σαν το
μαξιλάρι σου θα την έχεις τι θα γίνει μετά; Ποιά αγάπη θα υπάρχει;
Δεν έχει ο άνθρωπος την ικανότητα να αγαπήσει,
γιατί ζει μέσα στην μιζέρια του μέσα στην κακομοιριά του μέσα στην κατάθλιψή
του. Και που είναι η κατάθλιψή του; Δεν μπόρεσε ο άνθρωπος να αποδεχθεί την
πραγματική αξία που του χάρισε ο Θεός, δεν την βρήκε ο άνθρωπος αυτή την αξία.
Ταλαιπωρείται και ταλαιπωρεί, διεκδικεί την αξία στον άλλον.
Αληθινή αγάπη είναι να έχεις τέτοια χαρά μέσα σου
από την ύπαρξη του άλλου και την χαρά που σου δίνει ο Θεός για να βεβαιώσεις τα
όρια της ελευθερίας για να σε αρνηθεί ο άλλος Εάν δε έχεις την δυνατότητα, αν η
αγάπη σου δεν αγκαλιάζει αυτόν που σε αρνείται και σε προδίνει και επιλέγει
έναν άλλον τρόπο δεν είναι αγάπη αυτό το πράγμα. Είναι μία φαντασία, είναι ένας
εγωισμός, τίποτε άλλο.
Γι αυτό ο Θεός μας δίνει αυτή την αγάπη μας δίνει
την ελευθερία ακόμα και να τον αρνηθούμε. Γι αυτό είναι αγάπη ο Θεός, γι
αυτό μας αιφνιδιάζει. Όταν θεωρούμε ότι η αγάπη είναι ένας εγκλωβισμός μια
αποκλειστικότητα και πρέπει εναγωνίως να παρατηρούμε αν ο άλλος είναι ο
λατρευτής μας τότε έχουμε πρόβλημα.
Στον άλλον , στην άλλη, στον οποιονδήποτε άλλον, σε
όποιο επίπεδο της σχέσης, του δίνεις την ελευθερία και να μην βγει μαζί σου έξω
και να μη σε πάρει τηλέφωνο και να καλέσει άλλους και να μην καλέσει εσένα και
να μην θιγείς και να τον αγαπάς. Αγάπη σημαίνει να υπάρχει ελευθερία και αγάπη
σημαίνει να μην φοβάσαι αν ο άλλος σκέπτεται άλλον και όχι εσένα. Γιατί σίγουρα
θα σκέπτεται κάποιον άλλον κατ αρχήν.
Θα περάσει σίγουρα από το μυαλό του κάποιος άλλος
γιατί οποίος ζει με την ψευδαίσθηση ότι μόνο επειδή
παντρεύτηκες..., είναι μια φαντασία ένα ψέμα. Και οι συγκρίσεις θα μπούνε
του ανθρώπου κι οι λογισμοί και όλα, πτώση είναι τι να κάνουμε. Εάν όμως έχεις
την εσωτερική ωριμότητα να αγαπήσεις τον άλλον πραγματικά τότε θα αρχίζει εξ
αιτίας αυτής της διαθέσεως να βρεθούν τρόποι και λόγοι να αναπτυχθεί αυτή η
αγάπη.
Αντί να καταθλίβεσαι, αντί να συγκρούεσαι, αντί να
νιώθεις θιγμένος να προστατέψεις τον εαυτό σου αναφέροντας όλα τα περιστατικά
που συνέβησαν με την πιο έντονη λεπτομέρεια, προτιμότερο είναι να βρεις τρόπο
να δεις τα πράγματα διαφορετικά.
Να δούμε ποιο είναι το διαφορετικό, ο πόνος, δέστε
πως το αναλύει ο γέροντας, αγράμματος ήταν του δημοτικού, ο πόνος λέει είναι
μια ψυχική δύναμη, που ο Θεός την έβαλε μέσα μας.
4. Θεραπευτική
προσέγγιση: Ο Πόνος
Δηλαδή τι είναι ο πόνος, δεν είναι κάτι αρνητικό κατ
αρχήν η αληθινή αγάπη πάντα περιέχει πόνο, όσο πιο πολύ αγαπάς τόσο πιο πολύ
πόνο έχεις. Όσο μεγαλύτερο πόνο έχεις τόσο πιο πολύ αγαπάς. Μα τι είναι η
μετάνοια είναι πόνος, η απομάκρυνση από τον θεό είναι πόνος και αυτή η αγάπη
του Θεού που σε συντρίβει είναι πόνος. Λοιπόν ο πόνος είναι μία δύναμη της
ψυχής θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε και πάθος, αυτή η δύναμη του πάθους που
έβαλε ο Θεός μέσα μας.
Λοιπόν που έχει προορισμό αυτός ο πόνος να κάνει το
καλό, να ενεργοποιηθεί για το καλό, την αγάπη, την χαρά, την προσευχή. Έχει
πόνο ο άνθρωπος αυτή την εσωτερική του δύναμη που θα την στρέψει; Στους
λογισμούς του, στην φαντασία του στα είδωλά του; Ή θα την στρέψει στην αγάπη
την χαρά και την προσευχή; Αντί αυτού τι κάνει ο διάβολος λέει;
Καταφέρνει και παίρνει αυτή τη ψυχική δύναμη που
είναι χάρισμα, εμείς θα μπορούσαμε να την πούμε διαφορετικά για να
συνεννοηθούμε, την ευαισθησία, ναι, πόνος είναι η ευαισθησία. Παίρνει λοιπόν
την ευαισθησία ο διάβολος από την μπαταρία της ψυχής μας και την μεταχειρίζεται
για το κακό. Την κάνει κατάθλιψη και και φέρνει την ψυχή στην νωθρότητα
και την ακηδία.
Η κατάθλιψη τι σε κάνει να μην έχεις την δύναμη να
κάνεις τίποτα, να είσαι διαρκώς ξαπλωμένος να σβύνεις και τα φώτα, να βλέπεις
τις ειδήσεις, όλα τα σήριαλ κτλ και να περνάει η ώρα και να είσαι πτώμα. Και να
έχει μια νωθρότητα και να μην έχεις τι να κάνεις να αναμασάς τα ίδια και
να νεκρώνεσαι, παθητικά δηλαδή να ζεις.
Την προηγούμενη εβδομάδα που ήμουν άρρωστος άνοιξα
την τηλεόραση να δω τι λένε τα πρωινά. Πω πω τι απίστευτο πράγμα είναι αυτό που
γίνεται το πρωί, είναι ένα φρόνημα τραγικό, και την άλλη μέρα πάλι το ίδιο
πνεύμα έχει, μια ένταση ο άνθρωπος μιά αγωνία και ποιο είναι το τραγικό, όλα
αυτά για το τίποτα, όλα αυτά είναι μια φασαρία για το τίποτα, ένας θόρυβος για
το τίποτα και όλος αυτός ο θόρυβος γίνεται για να μην έρθουμε στην
καρδιά μας, να συγκινηθούμε από κάτι βαθύτερο, ζούμε στην επιφάνεια.
Λοιπόν την κάνει κατάθλιψη και φέρνει την ψυχή στην
νωθρότητα και την ακηδία, βασανίζει τον άνθρωπο τον κάνει αιχμάλωτό του τον
αρρωσταίνει ψυχικά. Υπάρχει ένα μυστικό λέει ο γέροντας να μεταβάλετε την
σατανική ενέργεια σε καλή. Θεωρεί λοιπόν ότι η αρνητική σκέψη, αυτή η
κατάθλιψη είναι σατανική επήρεια ενέργεια και θα δούμε σε άλλο
κεφάλαιο πως την αναφέρει και με άλλο τρόπο .
Είναι δύσκολο και χρειάζεται κάποια προετοιμασία,
προετοιμασία είναι η ταπείνωση. Με την ταπείνωση αποσπάτε την χάρη του
Θεού, δίνεστε στην αγάπη του Θεού, στην λατρεία του στην προσευχή. Να
πούμε ένα παράδειγμα να καταλάβετε, όλοι περάσαμε από ένα στάδιο που οι γονείς
μας ήταν κάπως μεγάλοι.
Οι γονείς μας συνήθως μετά τα 65, ιδίως οι μανάδες,
τους πιάνει μια αγωνία τι θα κάνουν τα παιδιά τους, νοιώθουν μια στεναχώρια μια
αγωνία, νοιώθουν ότι δεν πέτυχαν στην ζωή, νοιώθουν ότι δεν τους προσέχει
κανείς, αν δείτε καμιά μάνα θα λέει ποιος μου δίνει σημασία, ε; Τι ζωή είναι
αυτή, εγώ σας μεγάλωσα, και παίζει κακομοίρης κανείς, αυτό είναι αρνητικό.
Πως μπορεί να το διαχειριστεί κανείς; Η θα
το καλλιεργήσει αυτό να κλαψουρίζετε για να προσπαθεί να κεντρίσει το
ενδιαφέρον των άλλων ή θα πει ναι δυσκολεύτηκα στην ζωή μου άλλα δόξα τον θεό
που έφτασα σε αυτό το σημείο και εύχομαι ο Θεός να μας ευλογήσει. Ανατρέπεται,
αυτό είναι ταπείνωση.Δες τε ότι όλη η ιστορία είναι κάτι πάρα πολύ απλό.
Σε αντίστοιχη περίπτωση αν δούμε έναν άνθρωπο που
είναι σε μία κατάσταση δυσάρεστη τι θα κάνουμε εμείς, θα πούμε βρε τον
κακομοίρη, άσε μακρυά από αυτόν, ή θα προσπαθούμε να τον αναπαύσουμε να
τον ενεργοποιήσουμε να του μεταφέρουμε ένα άλλο κλίμα. Είναι πολύ σημαντικό
βλέπουμε ανθρώπους που σε αυτή την κατάσταση μπορεί να βρισκόμαστε και εμείς
κάποια στιγμή.
Που μας φταίνε όλα, δηλαδή σαν εκείνη την στιγμή να
έχουμε τέτοιο φρόνημα που όλα να θέλουμε να τα δούμε όλα αρνητικά, όλα να τα
πληγώσουμε, όλα να τα θίξουμε, όλα να τα κατηγορήσουμε, όλα να τα κατακρίνουμε.
Σ αυτόν τον άνθρωπο τι κάνεις, παλεύεις; Λες το αντίθετο να τον βάλεις στην
θέση του; Θα γίνει μια φασαρία, τρικούβερτος καυγάς δεν τελειώνει ποτέ, σε αυτή
την περίπτωση προσπαθείς να σου ρίχνει πέτρα και να την παίρνεις να χτίζεις
σπίτι. Όχι να ρίχνεις άλλη πέτρα.
Να προσπαθείς λοιπόν με τον τρόπο σου να αλλοιώσεις
το φρόνημα και την διάθεση του ανθρώπου, να του μεταφέρεις ένα άλλο κλίμα και
συνήθως ο πειρασμός τις γιορτινές μέρες έρχεται στα σπίτια να προσβάλλει την
χαρά. Όταν κανείς κοινωνήσει, όταν εξομολογηθεί, όταν κάνει προσευχή τότε το
ταγκαλάκι σου φέρνει μια κατάσταση και σε διαλύει, κι αρχίζεις και αγριεύεις,
όχι δε θα αγριέψεις θα καταλάβεις τι γίνεται, θα περιφρονήσεις αυτή την
κατάσταση, θα μεταφέρεις το θετικό κλίμα.
Αυτό είναι ταπείνωση αλλά και όλα αν τα κάνετε
τίποτα δεν έχετε καταφέρει αν δεν έχετε αποκτήσει την ταπείνωση. Όλα τα κακά
αισθήματα, η ανασφάλεια, η απελπισία, η απόγνωση που πάνε να κυριεύσουν την
ψυχή φεύγουν με την ταπείνωση. Ποιός όμως μπορεί να δεχθεί είτε πραγματικά,
είτε φανταστικά ότι τον θίγει, τον περιφρονεί ο άλλος, επαναστατεί Μα όταν ο
άλλος σε θίγει, είναι μία άσκηση ταπείνωσης
Αυτός που δεν έχει ταπείνωση, ο εγωιστής, δε θέλει
να του κόψεις το θέλημα, να τον θίξεις, να του κάνεις υποδείξεις,
στεναχωριέται, νευριάζει, επαναστατεί αντιδρά, τον κυριεύει η κατάθλιψη. Τι
είναι τελικά για τον γέροντα η κατάθλιψη; Ένας πληγωμένος εγωισμός που δεν τον
αντιμετωπίσαμε, χρόνισε μέσα μας, γιατί τον καλλιεργήσαμε.
Για παράδειγμα όταν βλέπεις παντού ότι όλοι σε
αδικούν και προσπαθεις να προστατεύσεις τον εαυτό σου επαναστατείς κι
αντί να σκύψεις το κεφάλι, το λέει πολύ όμορφα ο αββάς Δωρόθεος, λέει
πως να αντιμετωπίζουμε τους πειρασμούς λέει όπως ο κολυμβητής. Ο καλός κολυμβητής όταν
έρχεται το κύμα τι κάνει; Δεν παλεύει με το κύμα λουφάζει όταν έρχεται το κύμα
μέσα στο νερό, φεύγει το κύμα και σηκώνεται.
Αυτό λοιπόν είναι σωφροσύνη όταν όμως ο άνθρωπος δεν
αντέχει την παρατήρηση, δεν αντέχει τον έλεγχο, και νοιώθει ότι διαρκώς είναι
αδικημένος και θίγεται αυτό είναι ο εγωιστής, είναι ο ορισμός του εγωιστή. Όταν
ο άνθρωπος ασχολείται με το τι λένε οι άνθρωποι γι αυτόν, πόσο τον αδικούν και
δεν αποδέχεται την κατάσταση, να πει ρε παιδάκι μου τι με ενδιαφέρει ο άλλος τι
έκανε, για να δω έχει κάποια αλήθεια αυτό που είπε να το διορθώσω;
Όταν όμως θέτεις ως σκοπό ζωής να αποκαταστήσεις την
αδικία που σου έγινε, ή να πείσεις τον άλλον ότι σε αδίκησε και πρέπει να
σου φέρεται διαφορετικά αυτό είναι μια ταλαιπωρία, μια, δυο, τρεις, δεν
αντέχεται, φτάνουμε στην θλίψη και λέμε για όλα φταίει ο άλλος, που με
κατάντησε έτσι, που με φερόταν έτσι, ναι φταίει και ο άλλος αλλά εσύ αυτό που
σου έκανε το διαχειρίστηκες σωστά;
Το δούλεψες σωστά, το δούλεψες με ταπείνωση, με αγάπη,
με προσευχή; Μα τότε ήταν η δυνατότητα και ο τρόπος να αναπτυχθείς. Δε
μπορεί να αναπτυχθεί ο άνθρωπος όταν η ζωή του πάει καλά. “Έπαρον τους
πειρασμούς και ουδείς ο σωζώμενος” πάρε τους πειρασμούς και κανείς
δε σώζεται. Τότε αναπτύσσεται ο άνθρωπος, πότε θα αναπτυχθεί, όταν όλοι
του φέρονται καλά; Μα δεν είναι δυνατόν αυτό το πράγμα.
Λοιπόν εκείνη την στιγμή που ζορίζεσαι εκείνη την
στιγμή που έρχεται η δυσκολία έστω θα κάνεις το λάθος, σκέψου την επόμενη το
λάθος, ζήτα συγνώμη, αν σε αδίκησε ο άλλος μη το κρατάς μέσα σου, δε χάθηκε ο
κόσμος, ξέρετε γιατί είναι πρόβλημα, όταν ο άλλος μας θίγει και εμείς με
στεναχώρια το κρατάμε μέσα μας, τι γίνεται; Δεν είναι απλά ένας εγωισμός αλλά
είναι μία πραγματική μειονεξία.
Και όλη μας την εσωτερική αποτυχία, όλο μας το
εσωτερικό κενό, την απουσία χαράς, προσπαθούμε να την δικαιολογήσουμε
στην συμπεριφορά του άλλου. Ο άλλος που μας φέρεται καλά τελικά, είναι
άλλοθι της πνευματικής μας πτώσης. Δεν είναι πραγματικότητα δεν
είναι το πρόβλημα αυτό, λέει μου φέρεται άσχημα γι αυτό δεν είμαι καλά ή
έτσι κι αλλιώς δεν ήσουν καλά βρήκες τώρα την αφορμή το δικαιολογείς.
Γιατί κι όλοι αν μας φέρονται καλά πάλι δεν είμαστε
καλά, να το δούμε στα υλικά αγαθά λέμε υπάρχει φτώχεια υπάρχει δυστυχία γι αυτό
δεν είμαστε καλά. Και τότε που είχαμε καλά ήμασταν πάλι; Τώρα έχουμε την
κατάθλιψη τότε είχαμε τις καταχρήσεις πάλι δεν ήμασταν καλά, το πρόβλημα είναι
μέσα μας, δε μας φταίει ο άλλος.
Η κατάσταση λοιπόν αυτή θεραπεύεται με την χάρη,
πρέπει η ψυχή να στραφεί στην αγάπη του Θεού, η θεραπεία θα γίνει με το να
αγαπήσει τον Θεό με λαχτάρα. Τι απλά που το λέει, τι σημαίνει όμως αυτό
το πράγμα; Τι είναι ο Θεός, για μας τους περισσοτέρους είναι όνομα ο Θεός μια
αφηρημένη έννοια, τι σημαίνει να αγαπήσεις τον Θεό μας φαίνεται τρελό, μα αγαπώ
κάτι που είναι χειροπιαστό κι αυτό με δυσκολία, πως τον αόρατο Θεό θα τον
αγαπήσω; Πως είναι δυνατόν αν μου δίνει μια ζωντανή πραγματικότητα ο Θεός και
εγώ να τον αγαπήσω και να τον λαχταρήσω;
Όταν έχω την δυσκολία και ο άλλος μας φέρεται άσχημα
τι κάνουμε; Εξετάζουμε πρώτα τι μας συνέβη, μετά τεκμηριώνουμε μέσα μας ότι
αυτό που μας έκανε ο άλλος είναι αδικία, μετά επαναφέρουμε όλο το παρελθόν και
λέμε τι τράβηξα από αυτόν τον άνθρωπο. Και στην συνέχεια παίρνουμε τηλέφωνο και
τον κατηγορούμε κάπου αλλού. Και μετά παίρνουμε και τον πνευματικό μας να μας
δικαιώσει και να μας παρηγορήσει. Μέχρι εκεί.
Δε γίνεται αυτό αφορμή προσευχής να γονατίσω και να
πω, κι αυτός τα χάλια του και εγώ τα χάλια μου, κι οι δυο στην πτώση είμαστε
αντί να σκέπτομαι να γονατίσω και να ζητήσω και για τους δυο το έλεος του Θεού.
Βεβαίως το να αγαπήσω πραγματικά τον Θεό σημαίνει να έχω εσωτερική αναζήτηση
για τον Θεό, για την αλήθεια, κι αυτός ο πόνος της εσωτερικής αναζήτησης, της
αναζήτησης αρχικά ενός άγνωστου Θεού.
Ο κόπος και το φιλότιμο που θα δαπανήσω και το
προσωπικό κόστος που θα έχω με το ψαλίδισμα των παθών μου της βόλεψής μου
αναζητώντας τον Θεό, ο Θεός θα γλυκάνει την καρδιά μου και σιγά σιγά θα
αισθανθώ την παρουσία του και θα τον αγαπήσω γιατί “αυτός πρώτος ημάς
ηγάπησε”. Δεν μπορούμε να αγαπήσουμε τον Θεό αν αυτός δεν μας αγαπήσει
πρώτα.
Αλλά πως μπορώ να αισθανθώ την αγάπη του Θεού όταν
στην αποτυχία μου τον ζητώ. Αυτό κατανοητό, στην προκειμένη περίπτωση τι
γίνεται, να ο Θεός πως οικονομεί στα κοσμικά πράγματα, εντός εισαγωγικών
κοσμικά, την εμπειρία της αγάπης του. Εσύ ξεκινάς από ένα πρόβλημα,
είτε σημαντικό που λέγεται ασθένεια, είτε πιο ασήμαντο που λέγεται οικονομική
δυσκολία, είτε πιο ασήμαντο που λέγεται διαπροσωπική δυσκολία.
Που μπορεί να έχεις ένα πληγωμένο εγωισμό, που
μπορεί να έχεις φάει καμιά χυλόπιτα μπορεί οτιδήποτε κι αυτό το πράγμα να
σε θίγει, να σε ταλαιπωρεί, να σε στεναχωρεί, να μελαγχολείς, και τα σκέπτεσαι
και τα αναλύεις με το μυαλό σου και ξαφνικά λες δεν αντέχω άλλο είμαι χάλια θα
γονατίσω και θα πω ελέησέ με Θεέ μου όπως εσύ ξέρεις.
Από αυτό λοιπόν το φαινομενικά κοσμικό όταν κάνω
αυτή την κίνηση ο Θεός θα με γλυκάνει και θα μου δώσει τέτοια χάρη που θα
ξεχάσω το πρόβλημα που είχα και θα μείνω στον Θεό και θα αγαπήσω τον Θεό. Αλλά
δε μάθαμε να προσευχόμαστε έτσι, όλα τα προβλήματα, ποια είναι η αμαρτία μας;
ποια είναι η αμαρτία μας; Ότι όλα τα προβλήματα μας θεωρήσαμε ότι είναι υπόθεσή
μας.
Κανένα πρόβλημα δεν είναι υπόθεσή μας. Δεν
μπορούμε, είμαστε ανίκανοι, είμαστε ανάπηροι, πιστεύσαμε ότι είναι υπόθεσή μας
για να το λύσουμε θα δούμε πόσο αδιέξοδα θα οδηγηθούμε. Η υπόθεση η δική μας
είναι να το κάνουμε υπόθεση του Θεού, το πιο ελάχιστο πρόβλημα, και τότε τι θα
γίνει ; Αυτό το πρόβλημα θα το δούμε εν Χριστώ, γιατί πάσχει ο άνθρωπος να ξερε
τι συμβαίνει στην εξομολόγηση.
Ο άνθρωπος έχει ένα πρόβλημα το πιο κοσμικό ή το πιο
πνευματικό, το απομονώνει από τον Θεό το κάνει δικό του πρόβλημα ακόμα
ούτε πρόβλημα του αδελφού του δε το κάνει ούτε τολμάει με τον αδελφό του να το
μοιραστεί, το κάνει δικό του πρόβλημα που πρέπει να το λύσει με τον εαυτό
του και ψάχνει ένα παπά μαγικά να το λύσει δηλαδή να το δικαιώσει.
Και τι κάνει ο άνθρωπος παιδεύεται και ταλαιπωρείται
και δε βρίσκει ανάπαυση και μετά αρχίζει να σκέπτεται κι άλλο κι άλλο κι άλλο
και τρελαίνεται ο άνθρωπος και μετά θέλει τα χάπια του. Πολύ απλά πρέπει να
καταλάβουμε ότι κανένα πρόβλημα δεν είναι υπόθεσή μας υπόθεση δική μας είναι να
το αφήσουμε με εμπιστοσύνη στον Θεό.
Αυτό λοιπόν η πράξη που φαίνεται κοσμική, να λοιπόν
ο Θεός από το κάθε τι μας φέρνει κοντά του, μας γεννά αυτή την κοινωνία με τον
Θεό, κι όσο πιο πολύ ο άνθρωπος είναι πονεμένος όσο πιο πολύ ο άνθρωπος
είναι καταθλιπτικός τόσο πιο πολύ δεκτικός είναι, είδατε τι παλαβά πράγματα
γίνονται να είσαι ο πιο καταθλιπτικός και αν στραφείς προς τον Θεό να είσαι ο
πιο ευαίσθητος κι ο πιο δεκτικός, γιατί τι είναι κατάθλιψη όπως είπαμε;
Είναι η δύναμη που μας έδωσε ο Θεός που την στρέφουμε σε λάθος δρόμο, κι ένας
άνθρωπος που έχει πολύ κατάθλιψη έχει πολλή δύναμη μέσα του. Κι αν την στρέψει
στον Θεόν θα λάβει μεγάλη χάρη. Γιατί δεν γίνεται; Γιατί τα θέλουμε δικά μας τα
πράγματα. Αυτό είναι εγωισμός, το να θεωρήσουμε ότι η ζωή είναι
υπόθεσή μας. Η κατάσταση λοιπόν αυτή θεραπεύεται με την χάρη.
5. Προσευχή
Πρέπει η ψυχή να στραφεί στην αγάπη του Θεού και η
θεραπεία θα γίνει με το να αγαπήσεις τον Θεό με λαχτάρα. Η πραγματική προσευχή
ξέρετε από που ξεκινάει; Από την στιγμή που ο άνθρωπος προσπάθησε όλα τα
ανθρώπινα ανέλυσε όλα τα πράγματα με το μυαλό του και δεν
έβγαλε άκρη. Στο τέλος παραδόθηκε και λέει δεν αντέχω Θεέ μου πέφτω στα πόδια
σου.
Τότε ξεκινάει η προσευχή, ειδεμή μπορούσε και αλλιώς
αλλά είμαστε τόσο εγωιστές που δεν το κάνουμε, δηλαδή προσπαθούμε να
επιβιώσουμε με τις δικές μας δυνάμεις. Λέμε έκανα αυτό, την επόμενη
θα προσέξω σκεύτομαι θα το διορθώσω, κάνε το και θα δεις δε θα τα καταφέρεις
πάλι. Το μυστικό είναι να πεις δεν τα καταφέρνω και παραδίδομαι στον Θεό.Τότε
αρχίζει η προσευχή, τότε αρχίζει η σχέση μας με τον Θεό.
Όσο δίνουμε στον Θεό τα 90 και τα 10 τα κρατάμε
εμείς επειδή τα καταφέρνουμε δεν είναι αληθινή σχέση με τον Θεό. Ποιος θα
ήθελε να έχει μία σχέση συζυγίας που θα ήξερε ότι το 90 της καρδιάς του
συντρόφου είναι σε αυτήν και το 10 κάπου αλλού, ποιος θα το ανεχόταν αυτό το
πράγμα; Αν και μεγάλο ποσοστό είναι το 90, λοιπόν έτσι και στην σχέση μας με
τον Θεό.
Πολλοί άγιοι μετέτρεψαν την κατάθλιψη σε χαρά με την
αγάπη προς τον Χριστό. Παίρνω δηλαδή αυτή την ψυχική δύναμη που ήθελε να την
συντρίψει ο διάβολος, δες τε παίρνουμε την ψυχική δύναμη που ήθελε να
συντρίψει ο διάβολος αυτή τη δύναμη που μας έδωσε ο Θεός και την δίνανε στον
Θεό και την μεταβάλλανε σε χαρά και αγαλλίαση.
Η προσευχή η λατρεία του Θεού μεταβάλλει σιγά σιγά
την κατάθλιψη, και τη γυρίζει σε χαρά διότι επιδρά η χάρις του Θεού. Εδώ
χρειάζεται να έχεις την δύναμη να αποσπάσεις την χάρη του Θεού που σε
βοηθάει να ενωθείς μαζί του. Χρειάζεται τέχνη. Όταν δοθείς στον Θεό και
γίνεις ένα μαζί του θα ξεχάσεις το κακό πνεύμα που σε τραβούσε από πίσω
και κείνο έτσι περιφρονημένο θα φύγει.
Έχουμε λογισμούς είναι αυτό το αρνητικό που μας
ζαλίζει το κεφάλι, μνησικακίες, ζήλιες, φθόνους, κακότητες, χίλια δυο περνούν
από το μυαλό μας και τα καλλιεργούμε θα μπορούμε όμως να βρούμε και έναν άλλο
δρόμο. Αυτά να τα σταματήσουμε να μη τα λειτουργούμε. να τα
ακινητοποιήσουμε δηλαδή, αυτή την αρνητική κίνηση μέσα μας να την
ακινητοποιήσουμε. Να την σιωπήσουμε, να την αδρανοποιήσουμε και να στραφούμε
άνευ λογισμών εις τον Θεόν και να ζητούμε το έλεός του.
Σιγά σιγά αν αυτή η πράξη είναι αληθινή και
κοπιάσουμε λίγο για αυτήν θα δούμε ότι στην καρδιά μας θα αρχίζει να έρχεται
ένα άλλο πνεύμα, ένας άλλος αέρας μια άλλη διάθεση. Ο χριστιανός ξέρετε ποιος
είναι; Αυτός που αγωνίζεται, ποιος είναι αυτός που αγωνίζεται τον βλέπεις το
πρωί να σου μιλάει άσχημα και το βράδυ καλά. Τι συμβαίνει; Δεν είναι τρελός,
έκανε αγώνα το δούλεψε μέσα του.
Ο μη χριστιανός είναι αυτός που είναι πάντα έτσι ή
αλλιώς, η θα 'ναι πολύ καλός πάντα άρα είναι ψεύτης και υποκριτής, ή θα είναι
άγιος, που αν ήταν άγιος δε θα ήταν ανάμεσά μας; Και δεύτερο ή είναι τόσο
κακός, που το κρατάει συνεχώς μέσα του. Άρα ο χριστιανός ο αληθινός είναι αυτός
που έχει εναλλαγές γιατί δουλεύει μέσα στην καρδιά του.
Είναι πολύ άσχημο και δεν έχει ενδιαφέρον η ζωή και
η σχέση μας αν δεν αλλάζουμε, αν δεν έχουμε αλλοιώσεις και καλές και κακές, αν
δεν υπάρχει εσωτερική μεταβολή. Όταν δοθείς λοιπόν στον Θεό και γίνεις ένα μαζί
του θα ξεχάσεις το κακό πνεύμα που σε τραβούσε από πίσω και εκείνο έτσι
περιφρονημένο θα φύγει.
Πόσο όμορφο, πόσο όμορφο, ξέρει κανείς πόσο όμορφο
σε οτιδήποτε να συμβαίνει, να πιάσει τον άλλον και να του πει, ήμαρτον έκανα
λάθος συγνώμη. Και να εξηγεί όχι να το λέει τυπικά, εκείνο το χριστιανικό
αισθανθήκαμε ότι έγινε μια παρεξήγηση και για να ησυχάσουμε, α συγνώμη αδελφέ
μου και εκείνα τα χαζά, η γιατί ο άλλος είναι τρελός και άσε να του πούμε
μία συγνώμη να ησυχάσουμε.
Αυτό το συγνώμη που υπάρχει συνείδηση και λες στον
άλλον ξεκάθαρα και τον άλλον τον ωφελείς και του δίνεις τις προϋποθέσεις να
κάνει το ανάλογο. Έτσι υπάρχει σχέση έτσι αναπτύσσεται η σχέση, αυτή είναι η
σχέση, πόσο όμορφο σε μια σχέση συζυγίας να υπάρχει αυτή η τόλμη; Ξέρετε τις
κοντινές μας σχέσεις τις κάναμε χυδαίες τις αποιεροποιήσαμε λέμε τόσα χρόνια
μαζί τώρα θα μιλάμε όμορφα;
Τόσα χρόνια μεγαλώσαμε μαζί αδελφός μου, μάνα
μου, πατέρας μου, άνδρας μου, γυναίκα μου, παιδιά μου, θα μιλάμε με ευγένεια ;
Ναι, εκεί θα ασκηθείς, ναι γιατί να μη φέρεσαι τόσο ευγενικά στους δικούς σου
ανθρώπους και με τέτοια προσοχή και σεβασμό όπως θα φερόσουν στον οποιονδήποτε άνθρωπο
θα γνώριζες πρώτη φορά και με τον οποίο έχεις συμφέρον να σου γίνει μία
δουλειά και τον γλύφεις. Γιατί;
Μα η καλύτερη δουλειά που μπορεί να σου κάνει ο
άλλος είναι ο σύντροφός σου να μπορείς να περνάς καλά μαζί του. Ποιος είναι, ο
υπουργός που θα σου λύσει το οικονομικό πρόβλημα και θα σε βάλει σε μια
θεσούλα; Όλη η ιστορία η ψυχική και η σωματική υγεία του ανθρώπου, που λέει εδώ
ο γέροντας, κρίνεται από αυτή η ισορροπία της σχέσης.
Λοιπόν ο πρώτος άνθρωπος που είναι το μέσον και
πρέπει να κολακέψεις είναι ο δικός σου ο άνθρωπος. Πρέπει να αποκτήσω μια
ιερότητα και ένα σεβασμό και μία εκτίμηση.
Να μας πονάει όταν χαλάει κάτι στη σχέση μας
ανεξάρτητα αν είμαστε τριάντα χρόνια μαζί.
Και να έχεις την τόλμη να το βρεις να το βγάλεις
στην επιφάνεια και να και όχι με έναν τρόπο σαχλό αλλά με έναν τρόπο ανδρείο
και σοβαρό να το καταθέτεις και να το εξομολογείσαι στον σύντροφό σου.
Στη συνέχεια όσο θα αφοσιώνεσαι στο πνεύμα του Θεού
τόσο δε θα κοιτάζεις πίσω σου, για να δεις αυτό που σε τραβάει όταν σε ελκύσει
η χάρις ενώνεσαι με τον θεό και όταν ενωθείς με τον θεό και δοθείς σε εκείνον
τότε πάνε όλα τα άλλα, τα ξεχνάς και σώζεσαι. Να λοιπόν όταν ενωθείς με
τον θεό, αυτό είναι το πρόβλημά μας, όλη η ταλαιπωρία στην σχέση μας τι είναι;
Είναι είπαμε και προηγουμένως άλλοθι αυτού του κενού
όταν έχεις τον Θεό τα ξεχνάς όλα και σώζεσαι. Τα ξεχνάς δεν υπάρχει τίποτα.
Βλέπεις ότι είναι μία απάτη, βλέπεις ότι έχεις ένα πρόβλημα βρε παιδάκι μου,
σημαντικό φαντάζεσαι ότι είναι σημαντικό του μυαλού μας είναι σημαντικό, φαντάζεσαι
ότι είναι σημαντικό. Όταν δεν ζεις τον σημαντικό όλα τα ασήμαντα σου φαίνονται
σημαντικά. Όταν δε ζεις και απουσιάζει ο σημαντικός όλα τα ασήμαντα σου
φαίνονται σημαντικά και πρόβλημα
Λοιπόν έχεις ένα πρόβλημα και πας στο Θεό κοντά και
του το καταθέτεις, όταν πλησιάσει ο Θεός την καρδιά μας και μας συγκινήσει
είναι τόσο ευλογημένη αυτή η εμπειρία, που τι, δε σε ενδιαφέρει μετά να σου
λυθεί το πρόβλημα. Γιατί εκεί καταλαβαίνεις πόσο ασήμαντο πόσο σαχλό ήταν αυτό
που εσύ όριζες σαν πρόβλημα. Και αυτό είναι η δυστυχία μας η πτώση μας είναι τα
ασήμαντα τα λαμβάνουμε σα σημαντικά και τα σημαντικά ως ασήμαντα.
Διάβαζα ένα ποίημα το πρωί κάποιος μου έστειλε ένα
βιβλίο και έλεγε : “όταν μνημόνευσα τον θάνατο, άρχισα να ζω.” Η
μνήμη του θανάτου είναι η αρχή της ζωής. Και βλέπεις τότε ότι στην αίσθηση του
Θεού αυτό που για σένα ήταν προσβολή δέστε τι γίνεται τώρα, γίνεται το εξής
παράδοξο νοιώθεις τόσο θιγμένος που ο άλλος σε αδίκησε σε πρόσβαλλε και σου
γίνεται θέμα αυτό μέσα το ψάχνεις το ταλαιπωρείς με τον εαυτό σου, το
συζητάς με χίλιους δυο ανθρώπους, με τον πνευματικό σου με τους ανθρώπους σου
και πας προσεύχεσαι σε γλυκαίνει ο Θεός και λες έγινε τίποτα, έγινε κάτι, τα
ξεχνάς τα πάντα.
Και βλέπεις ότι αυτό δεν ήταν πρόβλημα κι όχι
μόνο, αυτό που ήταν θίξιμο το θεωρείς ως ευλογία. Και τότε σου δίνεται η
δυνατότητα να τον αγαπήσεις αυτόν τον άνθρωπο. Μου έτυχε πάρα πολλές φορές να
πηγαίνω στην εκκλησία και είμαι μουντρούχος κουρασμένος
να γίνουν διάφορα από τον νεωκόρο μου να είμαι έτοιμος να τον σφάξω λέω
άντε να κρατηθώ και μόλις τελειώσω και κοινώνησα λέω τι έγινε, με τι σαχλά
ασχολούμουν στην αρχή.
Τι γίνεται γιατί; Κοινώνησα ήλθε η χάρις αυτό
είναι το ζητούμενο και βλέπεις πόσο σαχλά είναι τα πράγματα και πως τα
μεγιστοποιείς μέσα σου όταν δεν είσαι καλά εσύ μέσα σου όταν απουσιάζει ο Θεός.
Απουσιάζει ο Θεός γι αυτό τα βλέπουμε ως πρόβλημα. Ένα πράγμα που μπορεί να
βοηθήσει τον καταθλιπτικό είναι και η εργασία, το ενδιαφέρον για την ζωή,
και λέει πολλά πράγματα ο γέροντας, τέλος πάντων, πάμε παρακάτω, θέλετε
να ρωτήσετε τώρα κάτι για αυτά;
6. Ερωτήσεις
Ο άνθρωπος φτάνει σε ένα σημείο κάποια
στιγμή που λέει δεν αντέχω πια προσπάθησα με όλα τα ανθρώπινα Θεέ μου, αυτό
έρχεται στην ζωή κάθε ανθρώπου;
Απάντηση
Ναι φυσικά, φυσικά εκτός αν είναι πολύ έξυπνος και
τα λύνει όλα και τότε είναι επικίνδυνο αυτό γιατι θα φτάσει σε σημείο να μη
γονατίσει στον Θεό αλλά θα τρέχει στο ψυχιατρείο, θα σαλέψουν τα μυαλά του.
Αλλά θεωρούμε ότι είναι ευλογία να συμβαίνει αυτό το πράγμα να μην μπορείς άλλο
και να στρέφεσαι στον Θεό, βέβαια πιο ευλογημένο είναι πριν φτάσεις στο αμήν να
έχεις ήδη στραφεί προς τον Θεό για να γλυτώσεις το αμήν.
Ερώτηση 2η:
Η ερώτησή μου είναι όταν θέλεις να μιλήσεις σε
κάποιους ανθρώπους για τον Θεό ο καλύτερος τρόπος είναι να το κάνει με τις
πράξεις σου, αλλά θα έρθει η στιγμή που θα γονατίσεις και θα προσευχηθείς και
θα το καταλάβουν
Απάντηση
Κοιτάξετε, πραγματικά με σεβασμό το λέω, με
ενοχλεί, μου φαίνεται μέσα στην καρδιά πολύ άσχημα, μου φαίνεται παράξενο με
παραξενεύει, να λέει κάποιος άνθρωπος θα μιλήσω για τον Θεό, τι σημαίνει να
μιλήσω για τον Θεό; Θυμάμαι ένα περιστατικό που έγινε σε ένα μοναστήρι στο
όρος, κάποιοι από τον κόσμο επισκέπτες είχαν έρθει στο μοναστήρι και μιλούσαν
με έναν στο αρχονταρίκι και άρχισαν να αμφισβητούν τον Θεό.
Να έχουν τις ενστάσεις τους, τις απορίες τους να
αρνούνται τέλος πάντων τον Θεό, κι ο μοναχός λιγο ταράχθηκε και πάει στον
γέροντα και του λέει αυτοί είπαν αυτό κι αυτό, είπαν δεν υπάρχει Θεός και του
λέει ο γέροντας, γιατί εσύ τον είδες; Ήθελε να του πει αν δεν είναι ζωντανή η
σχέση πραγματική τι λέμε τώρα να μιλήσουμε στον Θεό, είμαστε εμείς μέσα στην
αναπηρία μας, μέσα στην πτώση μας και εμείς τώρα θα μιλήσουμε τώρα στον άλλον
για τον Θεό;
Μα είναι πάρα πολύ άκομψο σα να λες σε έναν
αγαπημένο σου έλα να σου μιλήσω για τον έρωτα, λέγονται αυτά; Όσο μιλάς για τον
έρωτα τον καταργείς τον έρωτα. Τον ζεις, ζεις τον Θεό και αν τον ζεις ότι
αρπάξει ο άλλος ότι εισπράξει, δεν είναι μαθηματικά ο Θεός για να μιλήσεις για
τον Θεό.
Οπότε ο καλύτερος τρόπος να μιλήσουμε στον Θεό είναι
να μην λέμε τίποτα για τον Θεό.
Και να ζούμε με υπομονή τον πόνο μας. Να υφιστάμεθα
με υπομονή τις αδικίες να αυτό μιλά για τον Θεό δεν μπορεί ένας άνθρωπος να
είναι εύθικτος και μετά να λέει θα μιλήσω για τον Θεό.
Δεν μπορεί ένας άνθρωπος ο οποίος δεν ανέχεται μια
αδικία που του γίνεται και επαναστατεί και λέει θα μιλήσω για τον Θεό, όταν ο
άνθρωπος φτάνει να δουλέψει αυτό το πράγμα δηλαδή να ανέχεται την αδικία που
του γίνεται και στην συνέχεια να αγαπά αυτόν που τον αδικεί και τον
θίγει. Τότε αυτή μόνο η πράξη εξαγιάζει τον τόπο που κινείται ο άνθρωπος,
εξαγιάζει τον χώρο που καταλαμβάνει, τότε αυτός ο άνθρωπος αλλοιώνει την
ατμόσφαιρα που περιβάλλει τον κόσμο. Κι ο άνθρωπος εισπράττει άλλον αέρα από
αυτόν τον άνθρωπο.
Όταν όμως εμείς μολύνουμε την ατμόσφαιρα που μας
περιβάλλει και κάνουμε βαριά την γη που μας δέχεται γιατί αντιδρούμε στην
αδικία που μας έγινε και μετά μιλούμε για τον Θεό είμαστε ψεύτες, δεν μας
ακούει ο άλλος, είμαστε υποκριτές, δε μας δέχεται, πρέπει να είναι ανάλαφρη η
ύπαρξή μας και αυτή η ίδια η ύπαρξή μας να μιλεί στον άλλον.
Ερώτηση 3η:
(...) Οταν τελειώσει το κήρυγμα σίγουρα επηρεάζει
πολλούς ανθρώπους πάρα πολύ, αν μετά (...) έχει ποτίσει τους πάντες γύρω του
πάρα πολύ αρνητικά μέσα από την κατάθλιψη όπως αναφέρατε πριν και τους έχει πει
με χίλιους δυο τρόπους πόσο άσχημα είναι όλα. (...) Μετά είναι αρκετό με τον
τρόπο που τον βλέπουμε να ζει είναι αρκετό να τους περάσει ένα καλό μήνυμα
(...)
Απάντηση
Δε θα τους περάσει το μήνυμα αυτοί είχαν λάβει το
μήνυμα ποιο ήταν το σωστό. Πολλές φορές η κατάθλιψη είναι και στημένη
σικέ κατάθλιψη, δηλαδή κανείς το παίζει λυπημένος ,κακομοίρης για να τον
προσέξουν φεύγει, έρχεται, κλαίει, δίνει την εντύπωση ότι περνάει αυτό το
φοβερό πράγμα που κανείς άλλος δε περνάει από κοντά του, προσπαθεί να κεντρίσει
το ενδιαφέρον του άλλου, σου σπάει τα νεύρα, κάθεται έτσι παθητικά, για να
ελέγξει τους άλλους.
Υπάρχουν δύο τρόποι κανείς υπάρχει ο επιθετικός
τρόπος που μ ένα βίαιο και σκληρό τρόπο εξουσιαστώ και υπάρχει ο παθητικός
τρόπος, τα μούτρα, τι έχεις τίποτα, κι αυτό να κρατάει μήνες, αντέχεται αυτό το
πράγμα; ξεκινάς για πλάκα και σου γίνεται συνήθεια μετά δεν ξεφεύγεις.
Πολλές φορές την έκανες από ένα πείσμα, για να προκαλέσει το ενδιαφέρον και την
προσοχή του άλλου και του γίνεται συνήθεια και δε φεύγει μετά.
Να δούμε κάτι άλλο που λέει ο γέροντας εδώ πολύ
σημαντικό σε ένα άλλο κεφάλαιο. Πως μπορεί κανείς να ξεφύγει από αυτή την θλίψη
όταν το πρόβλημα δεν είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις αλλά είναι οι δυσκολίες από
τα λάθη του, από τις αμαρτίες του από τις πτώσεις του.
Ας μη γυρίζουμε πίσω σε αμαρτίες που έχουμε
εξομολογηθεί η ανάμνηση των αμαρτιών κάνει κακό. Ζητήσατε συγνώμη
τελείωσε. Ο Θεός όλα τα συγχωρεί με την εξομολόγηση, δε πρέπει να γυρίζουμε
πίσω και να κλεινόμαστε σε απελπισία, είμαστε δούλοι ταπεινοί μπροστά στον Θεό.
Να αισθανόμαστε χαρά και ευγνωμοσύνη για την άφεση
των αμαρτιών μας. Δεν είναι υγιές να λυπάται κανείς υπερβολικά για τις
αμαρτίες του και να επαναστατεί εναντίον του κακού εαυτού του φθάνοντας μέχρι
την απελπισία. Ακόμα ξέρετε και αυτό που φαίνεται μετάνοια αλλά δεν είναι
το να κατακρίνουμε τον εαυτό μας μπερδεύουμε τα πράγματα.
Υπάρχει αυτό που λένε οι πατέρες μας η αυτομεμψία
που στην πνευματική του διάσταση είναι ορθό όμως μπορεί να γίνει και διαστροφή
της αυτομεμψίας αυτό που λέμε αυτοκατάκριση να κατηγορώ τον εαυτό μου. Αυτό
μπορεί να μην είναι μια πράξη μετάνοιας αλλά μια πράξη εγωισμού, κατηγορώ τον
εαυτό μου γιατί δεν τα κατάφερα. Δεν επιτρέπεται να κατηγορούμε τον εαυτό
μας και να τον προσβάλλουμε γιατί πολύ απλά δε μας ανήκει ο εαυτός μας.
Αυτά τα καμώματα που κάνουμε, εγώ είμαι έτσι
και αλλιώς είμαι ένας χάλιας, και ποιος σου είπε ότι έχεις το δικαίωμα να το
κάνεις; Ο εαυτός σου δεν σου ανήκει για να το λες αυτό το πράγμα. Δεν έχεις
εξουσία πάνω στον εαυτό σου εξουσία έχει ο Θεός. Δε πρέπει να προσβάλλεις τον
εαυτό σου κι αυτό το εγωιστικό που κάνει κανείς να θίγεται μπροστά στους άλλους
δήθεν να αυτοσαρκάζεται, είναι μια εγωιστική πράξη να δείξει ότι κάτι αξίζει
και να κερδίσει την προσοχή των άλλων. Κι όταν αυτά τα ίδια που
κατηγορεί τον εαυτό του τον κατηγορήσει ο άλλος επαναστατεί. Γιατί είναι
ψεύτικα δεν είναι αληθινά.
Η απελπισία και η απόγνωση είναι το χειρότερο
πράγμα. Είναι παγίδα του σατανά για να κάνει τον άνθρωπο να χάσει την προθυμία
του στα πνευματικά και να τον φέρει σε απελπισία σε αδράνεια και ακηδία. Αυτό που λέει ο άνθρωπος
με τι μούτρα να προσευχηθώ με τα χάλια μου. Μα εξ αιτίας επειδή έχεις χάλια
προσεύχεσαι άμεσα. Ο άνθρωπος τότε δε μπορεί να κάνει τίποτα αχρηστεύεται.
Λέει είμαι αμαρτωλός είμαι άθλιος είμαι ετούτο είμαι
εκείνο, δεν έκανα ετούτο δεν έκανα εκείνο. Έπρεπε τότε δεν έκανα
τότε, τώρα τίποτε. Πάνε τα χρόνια μου χαμένα δεν είμαι άξιος. Του
δημιουργείται ένα αίσθημα κατωτερότητας. Δες τε τι έκφραση
χρησιμοποιεί ο αγράμματος γέροντας : “ένας άκαρπος αυτοεξευτελισμός” και
συμβαίνει συνήθως ο άκαρπος αυτοεξευτελισμός όταν δεν θέλουμε να πράξουμε όταν
δε ξεκινούμε από κάποιο σημείο να κάνουμε κάτι να αντιδράσουμε στην κατάστασή μας,
επαναπαυόμεθα και καλύπτουμε αυτή την ενοχή της αδράνειας και της έλλειψης με
αυτόν τον αυτοεξευτελισμό που είναι άκαρπος.
Όλα για αυτόν είναι ρημάδια, ξέρετε τι βαρύ πράγμα
είναι αυτό; Είναι ψευτοταπείνωση όλα αυτά είναι σημάδια ενός απελπισμένου ανθρώπου
που τον έχει κυριεύσει ο σατανάς, ο άνθρωπος φτάνει στο σημείο να μη θέλει ούτε
να μεταλάβει νομίζει ότι είναι ανάξιος για τα πάντα. Προσπαθεί να εξουθενώσει
την δράση του τον εαυτό του γίνεται άχρηστος, αυτή είναι η παγίδα που στήνει ο
σατανάς για να χάσει ο άνθρωπος την ελπίδα του στην αγάπη του Θεού.
Αυτά είναι φοβερά αντίθετα προς το πνεύμα του Θεού
και γω σκέπτομαι ότι αμαρτάνω, δε βαδίζω καλά ότι όμως με στεναχωρεί το κάνω
προσευχή δεν το κλείνω μέσα μου, γι αυτό στην μετάνοια δεν υπάρχει ενοχή, πάω
στον πνευματικό το εξομολογούμαι τελείωσε. Να μη γυρίζουμε πίσω και να
λέμε το τι δεν κάναμε σημασία έχει τι θα κάνουμε τώρα, από αυτή τη στιγμή
και έπειτα.
Όπως λέει ο Απόστολος Παύλος “τα μεν οπίσω
επιλανθανόμενος τοις δε έμπροσθεν επικτεινόμενος”. Στον Απόστολο
Παύλο πήγαινε το πνεύμα της δειλίας να τον κόψει στην προσπάθειά του προς
τον Χριστό αλλά έλαβε το θάρρος και είπε; “Ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν
εμοί Χριστός”. Και το άλλο ;”τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;”
και λέει τα υπόλοιπα.
Και λέει κάπου αλλού ο γέροντας και τελειώνουμε με
αυτό, έχετε αυτά λέει; Εννοεί την χάρη του Θεού, έχετε την ευτυχία τον Χριστό
τον Παράδεισο. Και ο σωματικός ακόμα οργανισμός λέει λειτουργεί θαυμάσια χωρίς
ανωμαλίες. Συνδέει λοιπόν την ψυχολογική δυσκολία με το σωματικό
πρόβλημα, η χάρις του Θεού αλλάζει τον άνθρωπο, τον μεταμορφώνει ψυχικά
και σωματικά. Πάνε τότε όλες οι αρρώστιες ούτε κολίτης. Ούτε θυροειδής ούτε
στομάχι ούτε τίποτα. Όλα λειτουργούν κανονικά, είναι ωραίο να περπατάς, να εργάζεσαι,
να κινείσαι και να έχεις υγεία, αλλά πρώτα να έχεις ψυχική υγεία.
Η βάση είναι η ψυχική υγεία ακολουθεί η
σωματική. Όλες σχεδόν οι αρρώστιες προέρχονται από την έλλειψη εμπιστοσύνης
στον Θεό. Κι αυτό δημιουργεί το άγχος. Αν δεν έχετε έρωτα για τον Χριστόν αν
δεν ασχολείστε με τα άγια πράγματα σίγουρα θα γεμίσετε με μελαγχολία με το
καλό. Αυτά.
Λέει αυτή η ερώτηση: "Είναι αμάρτημα κάποιος να έχει
αυτοπεποίθηση και να πιστεύει στον εαυτό του, δηλαδή να πιστεύει ότι μπορεί να
χειρίζεται όλες τις καταστάσεις που αφορούν την ζωή του από μόνος του; Ποια
είναι η διαφορά της αυτοπεποίθησης που νοιώθει ο καλός χριστιανός με την
εγωιστική αυτοπεποίθηση; Κάποιος ο οποίος αφήνει την ζωή του στον Χριστό δε
μοιρολατρεί; Από την άλλη κάποιος ο οποίος νοιώθει σίγουρος για τον εαυτό του
και έχει αυτοπεποίθηση δεν είναι εγωιστής;"
Είναι
γεγονός ότι δεν είναι εύκολο να δώσεις ακριβείς ορισμούς αυτών των πραγμάτων
γιατί είναι τόσο λεπτά θέματα που τα βιώνει κανείς μέσα του, και νομίζω ότι
αυτά τα πράγματα καμιά φορά είναι και υποκειμενικά παρά αντικειμενικά. Εκείνο
που μπορούμε να πούμε είναι ότι όταν λέμε να ’χει κανείς αυτοπεποίθηση δε
σημαίνει ότι ο άνθρωπος ο οποίος πάει να κάνει κάτι στην ζωή του, και θέλει να
κάνει κάτι, να βάλει ας πούμε όλες τις δυνάμεις του, έχει ας πούμε εγωιστική
αυτοπεποίθηση. Αλλά λέει ότι θα προσπαθήσει να κάνει κάτι θα καταβάλλει ότι
μπορεί εκείνος και ο Θεός θα βοηθήσει.
Μου
έρχεται στο μυαλό αυτό, στην ακολουθία του σχήματος των μοναχών εκεί ας πούμε
είναι ακόμα ποιο έντονο το στοιχείο της αποβολής του εγωιστικού φρονήματος, που
υπάρχει μια σειρά ερωτήσεων στον υποψήφιο μοναχό που λέει ο ιερέας, «θα
παραμείνεις στην άσκηση και στο μοναστήριο μέχρι της εσχάτης σου πνοής;» και
λέει «ναι, του Θεού συνεργούντος». «Θα φυλάξεις τον εαυτό σου με σωφροσύνη και
ευλάβεια κτλ; Μάλιστα». Ήρθες εδώ, θα σώσεις την υπακοή μέχρι θανάτου, ναι του Θεού συνεργούντος.
Δηλαδή
ερωτάται ο άνθρωπος πολύ δυνατές ερωτήσεις, οι οποίες είναι καμιά φορά
ανθρωπίνως πάνω από τις δυνάμεις του ίσως, και ο ερωτώμενος ο οποίος υποτίθεται
ότι ευρίσκεται στο στάδιο της αποταγής των πάντων και του εαυτού του του ίδιου
και καταβάλλει την θετική απάντηση και λέει: ναι, θα το κάμω αυτό το πράγμα,
αλλά του Θεού συνεργούντος. Που σημαίνει ότι η ελευθερία του ανθρώπου δεν καταργείται
επ’ ουδενί λόγω, και μαζί με την ελευθερία δεν καταργούμε το πρόσωπό μας, την
προσωπικότητά μας.
Όταν λέμε
την ύπαρξή μας, το πρόσωπό μας, εννοούμε βέβαια ότι έχουμε, την προαίρεσή μας,
τις δυνάμεις μας, την θέλησή μας, ότι επιθυμώ να το κάμω και ο Θεός να με
βοηθήσει να το φέρω εις πέρας. Κι αν δεν το φέρω εις πέρας τότε εντάξει
ταπεινώνομαι και ζητώ συγνώμη από τον Θεό και με την ταπείνωση και με την
μετάνοια καλύπτω το κενό το οποίο φέρνει η αδυναμία της πρακτικής εφαρμογής
όσων είπα.
Και
ιδιαίτερα αυτό παιδιά στην νεανική ηλικία είναι πολύ σημαντικό διότι εντάξει
άμα είναι κανείς μεγάλος άνθρωπος, σε μεγάλη ηλικία… Ε! Τώρα τι αυτοπεποίθηση
να ‘χει κανείς καλή ψυχή να πούμε. Άμα περάσει ο άνθρωπος τα 60, και τα 70, από
τα 50 αρχίζει κανείς να ετοιμάζεται, μαζεύει τα πράγματά του όπως κάποιος που
θέλει να μπει σε ένα σπίτι, έκατσε ένα μήνα, τελείωσαν οι διακοπές, μείναν δύο
τρεις μέρες, να τα μαζέψω πλέον, να συνάξω τα πράγματα μου, τα ρούχα μου, να τα
διπλώσω, να τα πλύνω, να τα ταχτοποιήσω να τα βάνω στην τσάντα, να φύγουμε σε
δύο τρεις μέρες θα φύγουμε δε θα μείνουμε εδώ.
Άλλως πως
συμπεριφέρεσαι όταν πας την πρώτη μέρα των διακοπών σου σε ένα εξοχικό που
ξέρεις θα περάσουμε εδώ ένα μήνα - δύο μήνες, άλλως πως τις τελευταίες μέρες.
Τις τελευταίες ημέρες τελείωσε πλέον τα μαζεύεις τα πράγματα.
Όταν
είναι κανείς στο ξεκίνημα χρειάζεται ο άνθρωπος να έχει αυτόν τον ενθουσιασμό
και το όραμα, ναι πως θα πάει να σπουδάσει κανείς, πως θα πάει να δημιουργήσει
κάτι στην ζωή του, πως θα πάει να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια, να
προχωρήσει, να κάμει τα δάνειά του, να κάμει τα σπίτια του, όλα αυτά τα
πράγματα εάν αφαιρέσει από τον εαυτόν του αυτό το όραμα του μέλλοντος, αν
αφαιρέσει από τον εαυτό του ότι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτε, δεν είναι καλό
είναι αρρωστημένο. Είναι αρρωστημένη ηττοπάθεια, ο Θεός δεν μας θέλει έτσι, ο
Θεός έπλασε τον άνθρωπο για να είναι υπερήφανος άνθρωπος με την καλή έννοια της
υπερηφάνειας.
Δηλαδή να
είναι βασιλεύς πάσης της κτίσεως και να κυριεύει όλου του κόσμου. Δηλαδή ο Θεός
μας έκανε να είμαστε βασιλείς, δε μας έκανε να είμαστε ηττοπαθείς και
δουλοπρεπείς, Αλλά αφού βασιλεύσουμε πρώτα εις τα πάθη και στην αμαρτία που μας
δουλώνουν εμάς τότε μετά η ελευθερία η πνευματική γίνεται ας πούμε και βασιλεία
ελεύθερη και πνευματική και στην φύση άρα και στις αποφάσεις μας.
Και όλα
ότι κάνουμε τα κάνουμε γιατί έτσι θέλουμε, δηλαδή ακολουθώ τον Χριστό στην ζωή
μου γιατί θέλω και τον ακολουθώ. Βεβαίως θέλω, δε μπορώ να πω, α, ε…, να κόψω
το θέλημά μου, θέλεις να ‘σαι χριστιανός; Δε ξέρω όπως θέλετε. Θέλω να είμαι
χριστιανός εντάξει, μπορεί να μην τα καταφέρω, θέλω του Θεού συνεργούντος. Με
την βοήθεια του θεού και επικαλούμενος την βοήθεια του Θεού, μάλιστα, καταβάλλω
εγώ την πρόθεσή μου και ο Θεός δίνει δύναμη, σαν εκείνον τον ωραίο λόγο του γεροντικού
που λέγανε οι πατέρες συνεχώς, δώσε στον Θεό πρόθεση και λαμβάνεις παρ’ αυτού
δύναμιν.
Ο Θεός
εκείνο που θέλει από εμάς είναι την θέλησή μας, δύναμη εμείς δεν έχουμε μπορεί
να μην έχουμε ή έχουμε λίγη, αλλά την θέληση την έχουμε, ναι θέλω να κάνω αυτό
το πράγμα, θέλω να είμαι χριστιανός. Θέλω να ακολουθήσω το ευαγγέλιο, θέλω να
σταθώ στον λόγο μου και στην υπόσχεση μέρα του Θεού. Θα μπορέσω; Δεν ξέρω, αλλά
όμως θέλω, αφού θέλω δίνω στον Θεό την θέληση μου και ο Θεός δίνει την δύναμή
του και η δική μου ελευθερία και η δύναμις του Θεού, συνεργούν στο να
προχωρήσει ο άνθρωπος.
Κι έτσι
δεν αισθανόμαστε διλλήματα μετά, μα έχω αυτοπεποίθηση ή έχω εγωισμό; Το αν έχω
εγωισμό ή όχι δε θα φανεί από εδώ. Το αν έχω εγωισμό ή όχι φαίνεται και από
άλλα πράγματα, έτσι; Γιατί
μερικές φορές βλέπετε ο άνθρωπος χρειάζεται όπως είπαμε να αντισταθεί, δηλαδή
πώς να πούμε, να παραμείνει στο δικό του. Λένε πολλοί, μα έχεις γινάτι, έχεις
θέλημα, ε! Μα τι σημαίνει δηλαδή
πρέπει να είμαι κάλαμος υπ' ανέμους ανεμώμενος; Δηλαδή μου είπες τώρα εσύ πάμε
κάτω, ε! πάμε κάτω. Ε! πάμε έναν γύρω πιο κάτω, πάμε πιο κάτω.
Δεν είναι
έτσι τα πράγματα. Πρέπει να έχεις την προσωπικότητα να πεις όχι. Εγώ δεν πηγαίνω ας πούμε σε αυτόν τον χώρο.
Εγώ δεν είμαι αυτής της νοοτροπίας, δε θέλω να πάω κάτω, εσύ μπορείς να πας, να
του δώσεις του άλλου την ελευθερία. Μπορείς να κάνεις ότι θέλεις, σέβομαι την
ελευθερία σου, δεν επεμβαίνω στην ελευθερία σου, αλλά δεν δεσμεύω την ελευθερία
μου επ’ ουδενί λόγω να κάνω πράγματα τα οποία δεν τα θέλω. Τελείωσε.
Εκεί ο
άνθρωπος και το ξέρουμε στην ζωή μας όλοι μας χρειάζεται καμιά φορά να είσαι
τόσο σταθερός, τόσο αμετακίνητος που μπορεί να πέσει επάνω σου όλο το
περιβάλλον σου και με απειλές ακόμα. Ότι κοίταξε αν δε το κάμεις αυτό το πράγμα
θα τιναχτούν όλα στον αέρα. Αν δε θελήσεις ας πούμε, να συγκαταβείς σε αυτά που
σου λέμε, να μας ακούσεις, θα γίνουν όλα εδώ μέσα…, και λες εγώ δεν φεύγω από
την θέση μου και κάνε ότι θέλεις.
Χρειάζεται
ο άνθρωπος να έχει αυτήν την προσωπικότητα, δεν μπορεί
να διαλύσει το πρόσωπό του, δε μπορεί γιατί τάχα είναι ταπείνωσις. Δεν είναι
ταπείνωσις αυτό το πράγμα, ταπείνωσις δίνει στον άνθρωπο την ολοκλήρωση του
εαυτού του, δεν του αφαιρεί το κεφάλι του, δεν είναι ακέφαλος ο άνθρωπος, η
ταπείνωση μας ολοκληρώνει, η ταπείνωσις μας δίνει διάκριση να καταλάβουμε που
πρέπει να σταθούμε και που δεν πρέπει να σταθούμε. Που πρέπει να πούμε όχι και
να είμαστε αμετακίνητοι, και που πρέπει να παραδοθούμε εξ ολοκλήρου στον άλλον
άνθρωπο χωρίς όρους.
Άρα
λοιπόν δεν πρέπει να νομίζουμε ότι το να έχουμε ας πούμε ένα θέλημα στην ζωή
μας να κάνουμε κάτι, το να έχουμε ένα όραμα ιδίως στην νεανική μας ηλικία. Το
να έχουμε ακόμα ας πούμε, εντός εισαγωγικών, μια φιλοδοξία, θέλω να γίνω
γιατρός ας πούμε, θέλω να γίνω καρδιοχειρουργός, έτσι; Ε! βέβαια θέλω να γίνω.
Να σου πει κι ο άλλος μα δε γίνεται να κάνεις το θέλημά σου, ε, μα τι, τι θα
γίνει; Να μη θέλω τίποτα; Δε γίνεται να μη θέλω τίποτα, μόνο ένας νεκρός δε θέλει
τίποτα, και οι μεγάλοι οι άγιοι είχαν ένα ισχυρό θέλημα, ποιο; Το θέλημα του
Θεού.
Μπροστά
ενώ οι άγιοι ας πούμε σε όλα έκαμαν υποχώρηση όταν ήταν για το θέλημα του Θεού
γινόντουσαν αμετακίνητοι. Δεν ταραζόντουσαν με τίποτα, όλος ο κόσμος να
έπεφτε επάνω τους δεν τους μετακινούσε κανένας απολύτως. Εκεί είχαν ισχυρό
θέλημα, ήταν γίγαντες ήταν βράχοι, κανείς δεν μπορούσε να τους μετακινήσει. Στα
άλλα όλα, πάρτε τα όλα.
Βλέπετε
τι έλεγε ο άγιος Κοσμάς; Άμα δείτε τούρκους άμα θέλουν γρόσια, ας σας τα
πάρουνε τα γρόσια, άμα θέλουνε χωράφια, ας τα πάρουν τα χωράφια, ας τα πάρουνε
όλα μην αντισταθείτε. Μόνο την ψυχή σας να μην την δώσετε ποτέ στον τούρκο.
Εκεί να σταθείτε αμετακίνητοι. Εκεί χρειάζεται να διδάξεις το όχι την
προσωπικότητα να σταθείς αμετακίνητος και να πεις όχι σε αυτό το πράγμα.
Διότι
δυστυχώς δεν ξέρω βέβαια να μην το πούμε σε γενικότητες αλλά παρατηρείται αυτό
το φαινόμενο σε πολλά νέα παιδιά τα οποία έχουν φιλίες και λέει ε μα ξέρεις
είναι φίλοι μου ας πούμε, τι να κάνω, είναι η παρέα. Μα η παρέα οι φίλοι, να πω
όχι; Να τους στενοχωρήσω, να φανώ εγώ αντίθετος; Να πω να χαλάσω την ατμόσφαιρα
της παρέας;
Ε , μα δε
γίνεται διαφορετικά, δηλαδή αν θέλουμε να έχουμε μια συνέπεια στην ζωή μας, κι
όχι μόνο στα θέματα της πίστης μας, της σχέσης μας με τον Θεό αλλά και σχέση με
τον Θεό να μην έχουμε, υπάρχουν πράγματα στην ζωή μας τα οποία δεν γίνονται.
Υπάρχουν όρια στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους. Πως θα πούμε έτσι; Δε
μπορεί να μπει ο άλλος με να μπει μες το κρεβάτι μας που λέει η παροιμία.
Δηλαδή εντάξει ας μπει μες το σαλόνι μας, ας μπει μες την κουζίνα μας, ε δεν
μπαίνει μες το κρεβάτι μας, πώς να το κάνουμε. Εκεί δεν μπαίνουν άλλοι. Εκεί
έχει όρια, εκεί θα του πεις όχι, δεν μπορείς, εδώ δεν μπαίνεις.
Πρέπει να
μάθουμε αυτό το πράγμα για να ‘χουμε τα όριά μας. Και όπως είπα προηγουμένως, η αληθής ταπείνωσις δίνει στον
άνθρωπο προσωπικότητα η οποία είναι πανίσχυρη αλλά και δεν πληγώνει κανένα. Δεν
πληγώνει κανένα, όπως ο Θεός διοικεί τον κόσμο και δεν πληγώνει κανένα. Δεν
υπάρχει πιο ταπεινός από τον Θεό.
Βλέπετε
ο Θεός δίνει την ελευθερία να κάνουμε ότι θέλουμε. Έχουμε την ελευθερία να τον
απορρίψουμε, να τον φτύσουμε, να τον υβρίσουμε, μας δίνει την ελευθερία αυτή
διότι δεν αισθάνεται καμιά ανασφάλεια. Κι ο ταπεινός άνθρωπος δεν αισθάνεται
ανασφάλεια, δεν αισθάνεται καχυποψία, δεν αισθάνεται αδύναμος, αφήνει τον άλλον
να κάνει ότι θέλει αλλά ο ίδιος παραμένει στην θέση του. Και είναι και σταθερός και δεν
τραυματίζει κανέναν άλλον άνθρωπο.
Η
εγωιστική αυτοπεποίθηση είναι αυτός ο οποίος λέει: εγώ θα τα κάνω όλα μόνος μου
και δεν έχω ανάγκη κανέναν. Αυτό είναι εγωιστική αυτοπεποίθηση. Όταν λες, με
την βοήθεια του Θεού θα κάνω αυτό το πράγμα θα προσπαθήσω, θέλω να επιτύχω αυτό
το πράγμα και παρακαλώ τον Θεό να με βοηθήσει.
Το
κριτήριο νομίζω φαίνεται από το εξής: λέμε, θέλω να περάσω στις εξετάσεις
προσπαθώ, διαβάζω, κάνω τα πάντα. Μα δεν περνώ. Εδώ είναι που φαίνεται τι
γίνεται μέσα σου, αν είσαι υγιής πνευματικά, εντάξει θα λυπηθείς ανθρωπίνως, δε
θα σε πιάσει απόγνωση, απελπισία και θα τα πετάξεις όλα κάτω. Θα πεις, εντάξει
το αποδέχομαι. Αποδέχομαι την αποτυχία, δέχομαι την αποτυχία στην ζωή μου, το
θεωρώ ένα ενδεχόμενο την αποτυχία. Δε με τρομάζει, δε με πανικοβάλλει, δε με
συντρίβει η αποτυχία. Κοίταξε είναι πιθανόν να αποτύχω, δε μπορεί να
συμβιβαστεί, κοίταξε είμαι άνθρωπος, έχω όρια, δεν είμαι τέλειος, δεν είμαι άπειρος,
δε μπορώ να τα κάνω όλα ασφαλώς και θα αποτύχω.
Γι αυτό
και οι άγιοι βλέπετε κι όταν αμάρταναν είχαν την δύναμη να ξανασηκωθούν με μίαν
απλότητα και με μιαν υγεία ,αν αμάρτησαν μετανοούσαν εκ βάθους καρδίας και άχρι
θανάτου, αλλά δεν
πάθαιναν ψυχοπλάκωμα και κατάθλιψιν. Ενώ εμείς αν έχουμε καμιά
αμαρτία αρχίζουμε το γιατί μετά, μα γιατί να το κάνω, γιατί να το σκεφτώ, γιατί
να το διαπράξω, λες και είναι παράξενο πράγμα να κάνουμε μια αμαρτία. Γιατί δηλαδή να μη το κάνεις, τι
νόμιζες ότι ήσουν; Νόμιζες ότι ήσουν τόσο σπουδαίος, αλάνθαστος και δεν
μπορούσες ποτέ σου να αποτύχεις εσύ, να κάνεις μια αμαρτία;
Η
αμαρτία και η αποτυχία είναι δίπλα μας ανά πάσα στιγμή, είμαστε ζυμωμένοι με
αυτό το πράγμα. Είναι πολύ φυσικό γι αυτό και ο ταπεινός άνθρωπος προσέχει. Λέει κοίταξε προσέχω, δεν εκθέτω τον εαυτό
μου, προσέχω, ο ταπεινός προσέχει, ο υπερήφανος δεν προσέχει, λέει δε συμβαίνει
τίποτα και τσαφ πάει κάτω μετά.
Ούτε όταν
αφήνουμε την ζωή μας στον Χριστό μοιρολατρούμε, διότι δε μας αφήνει ο Χριστός
να είμαστε τόσο μαλθακοί. Δε
σημαίνει ότι ν’ αφήσω την ζωή μου στον Χριστό και μετά εσύ κοιμάσαι και πάνε
όλα έτσι. Όχι, η ζωή κοντά στον Χριστό σημαίνει μεγάλον αγώνα, σημαίνει ότι το
τίμημα της ελευθερίας σου θα το πληρώσεις με αίμα. Αυτό
που λες, ναι ακολουθώ τον Χριστό, δεν είναι ούτε εύκολο πράγμα, ούτε έτσι
αστείο.
Είναι
πολύ ακριβό και πολλές φορές είναι πάρα πολύ δύσκολο. Που για να το πετύχεις,
για να το καταφέρεις πρέπει να καταβάλλεις όλες σου τις δυνάμεις, κι ακόμα δεν
θα φτάσουν. Δηλαδή δεν έχει ουδεμία σχέση με την μοιρολατρία, δεν αφίεσαι, και
σε παίρνει η μοίρα σου όπου θέλεις. Σημαίνει ότι αγωνίζεσαι, είναι αγώνας η εν
Χριστώ ζωή. Διαφορετικά μη κάνεις τίποτα δεν θα σταθείς δηλαδή, είναι αδύνατον.
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΔΑΧΗ ΠΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
ΔΥΟ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΑΙΤΗΜΑ
ΕΡΩΤΗΣΗ ΠΡΩΤΗ
«Γιατί συνιστούν οί Άγιοι Πατέρες να λέμε "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με" και όχι "ελέησον ημάς", όπου το "ημάς" συμπεριλαμβάνει και τους άλλους; Δεν είναι εγωιστικό να νοιαζόμαστε μόνο για τον εαυτό μας, αδιαφορώντας για τους συνανθρώπους μας;»
Οί άγιοι Πατέρες προτιμούν να λέμε στον ενικό την ευχή, επειδή με τον λόγο "ελέησον με" (συχνά προσθέτουμε και "τον αμαρτωλών") δηλώνουμε συναίσθηση της αμαρτωλότητας μας, όπως και ό Δαβίδ στους ψαλμούς πολλές φορές βοά "ελέησον με", ενώ προσθέτει «ότι την άνομίαν μου εγώ γινώσκω» (Ψαλμ. ν' 5) και «την άνομίαν μου έγνώρισα και την άμαρτίαν μου ουκ έκάλυψα» (Ψαλμ. λα' 5). Το "ελέησον με" σημαίνει εξομολόγηση, αυτοέλεγχο, αύτομεμψία, αύτοσυναίσθηση της άμαρτωλότητας του προσευχομένου. Από τη συναίσθηση αυτή γεννιέται ή μετάνοια, ή συντριβή, οί στεναγμοί και τα δάκρυα, καθώς και πάλι μαρτυρεί ό προφητάναξ λέγοντας: «λούσω καθ' έκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω» (Ψαλμ. στ'7).
Λέγοντας, αδελφέ, τη μικρή αυτή ευχή ("Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με"), εάν επιθυμείς να γνωρίσεις καρποφορία, οφείλεις να στέκεσαι και συ ως άλλος Δαβίδ και ως άλλος Τελώνης. Ό τελευταίος από την πολλή συναίσθηση και το στήθος ακόμη χτυπούσε, φωνάζοντας: «ό Θεός, ίλάσθητί μοι τω Αμαρτωλώ!» Κατέβηκε δε αυτός δικαιωμένος παρά ό "δίκαιος" Φαρισαίος, κατά τη μαρτυρία του Κυρίου (Λουκ. ιη'14).
Και δεν αδιαφορούμε για τους άλλους. Ίσα-ίσα, επειδή νοιαζόμαστε για τους άλλους, φροντίζουμε τόσο πολύ για τον εαυτό μας. Άκουσε πάλι παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ότι είσαι άσημος και μόνος. Ξαφνικά, έρχεται κάποιος φίλος σου το ίδιο άσημος και μόνος, όπως εσύ. Πέφτει στα πόδια και σε παρακαλεί: «Φίλε μου, σε παρακαλώ, τρέξε στους ισχυρούς να παρακαλέσεις για μένα. Έχω μεγάλη ανάγκη». Τι θα κάνεις; Όσο συνδέεται ό φίλος σου με τους ισχυρούς, άλλο τόσο τους ξέρεις και συ. Τι βοήθεια να προσφέρεις; Ασφαλώς τίποτε.
Αν όμως αγαπάς πραγματικά τον φίλο σου, αλλά και κάθε άλλο συνάνθρωπο, θα προβληματιστείς σοβαρά. Θα σκεφθείς: «Είναι ανάγκη να συνδεθώ οπωσδήποτέ με τους αρμοδίους. Πρέπει να βοηθήσω. Θα τρέξω λοιπόν στην πόλη• θα σπουδάσω• θα μορφωθώ• θα αποκτήσω θέσεις, φήμη και καλό όνομα. Σιγά-σιγά θα συνδεθώ με τους ισχυρούς και τότε θα μπορώ άνετα να πετύχω αυτά πού θέλω».
Τώρα, νομίζω, κατάλαβες Τι εννοώ. Αν θέλεις λοιπόν και συ να βοηθήσεις πνευματικά τους συνανθρώπους σου, φρόντισε πρώτα να συμφιλιωθείς ό ίδιος με τον παντοδύναμο Σωτήρα Χριστό με μετάνοια, με εξομολόγηση και να λες μαζί με τον Δαβίδ "ελέησον με!"
«Ωραία», θα μου πεις. «Να κάνω έτσι. Ας υποθέσουμε ότι συμφιλιώθηκα και εγώ με τον Κύριο Ιησού Χριστό. "Ε, τότε, από δω και πέρα δεν είναι εγωισμός να συνεχίσω να προσεύχομαι για τον εαυτό μου λέγοντας "ελέησον με" και όχι "ελέησον ημάς";
Σωστή ή παρατήρηση σου, άκουσε όμως και την εξήγηση. Ό Απόστολος Παύλος γράφει: «Καθάπερ γαρ το σώμα εν εστίν και μέλη έχει πολλά... ύμεΐς δε έστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α' Κορ. ιβ' 12,27). "Ώστε, κατά τον "Απόστολο, «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν» αποτελούμε μέλη ενός σώματος, του οποίου κεφαλή είναι ό Χριστός. Λέει πάλι ό μέγας Παύλος: «είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Α' Κορ. ιβ'26).
Για παράδειγμα, αν ό Κώστας νίκησε στα 100 ή στα 400 μέτρα και βραβεύτηκε, δεν θα δώσουμε συγχαρητήρια στα πόδια του Κώστα, αλλά στον ίδιο τον άνθρωπο. Αν πάλι τυχόν χτύπησε στον αγώνα το πόδι του, τότε δεν πονάει μόνο το πόδι, αλλά πονάει ολόκληρος.
Το ίδιο και στα πνευματικά. Αν ένα μέλος της Εκκλησίας αγιάζεται με τους πνευματικούς του αγώνες, ή ωφέλεια είναι άμεση για όλα τα μέλη της Εκκλησίας μας, εφόσον αποτελούμε ένα σώμα. Ό αγιασμός αντανακλά σε όλο το σώμα της Εκκλησίας.
Όποιος γεμίσει μέσα του με την ευχή του Ιησού μοιάζει με τα ουράνια σώματα. Ό ήλιος, για παράδειγμα, είναι αυτόφωτος, αλλά ή σελήνη είναι ετερόφωτη. Καθώς λοιπόν ή σελήνη παίρνει το φως του ήλιου, το διοχετεύει και φωτίζει τη ζοφερή νύχτα, έτσι γεμίζει και ό προσευχόμενος με το άδυτο φως του Ήλιου της Δικαιοσύνης Χριστού και το μεταδίδει και στους «εν σκότει και σκιά θανάτου καθεύδοντας αδελφούς του». Άλλα, όπως ή σελήνη απλώνεται σε όλη τη γη, όμως τα πυκνά νέφη αναχαιτίζουν το φως της, έτσι και ό άνθρωπος πού ζει ή επιμένει στην αμαρτία καλύπτεται από ένα σύννεφο, το όποιο σκοτίζει τον νου του και δεν μπορεί να δεχθεί μέσα του το φως της νοητής σελήνης.
Αν και συ, αδελφέ, δεν βλέπεις μέσα σου το φως του νοητού ήλιου και της σελήνης, δεν φταίει ό ήλιος ούτε ή σελήνη. Φρόντισε με τη μετάνοια να διαλύσεις τα ζοφερά νέφη και τότε θα δεχθείς άπλετο το φως των προσευχών των Αγίων μέσα σου. Και αυτές είναι εμπειρίες, πού μόνος σου θα διαπιστώσεις. Πρόκειται για τα θαύματα πού βλέπει μέσα του ό κάθε αγωνιζόμενος πιστός.
Ό Άγιος Σιλουανός του Άθω γράφει ότι, όσο στη γη υπάρχουν Άγιοι, ό κόσμος θα στέκει. Εάν ή γη σταματήσει να παράγει Αγίους, τότε έφθασε στο τέλος της.
Όταν ένας Άγιος λέει με ταπείνωση και με αίσθημα άμαρτωλότητας το "ελέησον με", αυξάνει μεν σε αγιασμό, αυξάνει όμως και ή παρρησία του ενώπιον του Θεού. Άλλα έχοντας συνείδηση ότι αποτελεί μέλος ενός σώματος και βλέποντας ότι τα περισσότερα μέλη του σώματος, δηλαδή οί περισσότεροι αδελφοί του Χριστιανοί, λόγω της αμαρτίας ασθενούν βαριά, τότε αναλαμβάνει στον εαυτό του τα βάρη των αδελφών και στενάζει σαν να είναι δικά του τα αμαρτήματα των άλλων. "Αν μάλιστα πάσχουν και άλλα μέλη από σωματική ή ψυχική ασθένεια, τότε συμπάσχει.
Ή ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με" είναι το ρεύμα πού φορτίζει την μπαταρία. Πηγή είναι ό Χριστός, μπαταρία είναι ή καρδιά του ανθρώπου. Με τη μικρή αύτη ευχή ή καρδιά φορτίζεται με Χριστό, φορτίζεται συνεπώς με χριστιανικές αρετές, φορτίζεται με ζήλο, με πόθο, με ερωτά Χριστού. Πολύ φορτίζεται; Πολύ γεμίζει, πολύ χριστοποιείται. Μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, πού να αποκτά, κατά τον όρο των αγίων Πατέρων, τον "μανικόν ένθεον έρωτα".
Όμως ό θείος αυτός έρωτας, κατά τους Πατέρες, έχει διπλή ιδιότητα: όσο περισσότερο αγαπάμε τον Θεό, τόσο περισσότερο αγαπάμε και την εικόνα Του, δηλαδή τον άνθρωπο• και όσο περισσότερο συμφιλιωθούμε με τον Δημιουργό μας, τόσο περισσότερο βοηθούμε και το δημιούργημα Του, τον συνάνθρωπο.
Λέγοντας ένας Άγιος την ευχή, στο "ελέησον με" περιλαμβάνει πολλά. "ελέησον με", εννοεί: «Στήριξέ με στην οδό του αγιασμού, όπου Εσύ με οδήγησες, μην τυχόν και πέσω», κατά τον Απόστολο. "ελέησον με", εννοεί: «Φώτισε με, οδήγησε με». "ελέησον με", εννοεί: «Βλέπεις την αγάπη μου, τη συμπόνια μου υπέρ των αδελφών μου. Ώ Κύριε, παρακαλώ, μνήσθητι πεινώντων και διψώντων, μνήσθητι όσων πάσχουν ψυχικά και σωματικά, από καρκίνο, από εγκεφαλικά, από καρδιοπάθειες, από ψυχασθένειες, από διάφορες δαιμονικές επιδράσεις. Μνήσθητι όσων κινδυνεύουν από όλα αυτά και από κάθε ενέδρα του εχθρού. Φύλαξε τους οικείους, τους συγγενείς, τους ομοπίστους, τους ομογενείς και όλο τον κόσμο Σου από κάθε επιβουλή του αντικειμένου». "ελέησον με", εννοεί: «Μνήσθητι πάσης επισκοπής Χριστιανών Ορθοδόξων και παντός του ιερού κλήρου και φώτισε να ορθοτομούν τον λόγον της αληθείας». Ακόμη, «μνήσθητι πάντων των έντειλαμένων εύχεσθε υπέρ αυτών και ιδιαιτέρως όσων έχουν ειδική ανάγκην».
Αν θέλεις, θα σου πω και κάτι άλλο, καθώς το έμαθα από τον αείμνηστο Γέροντα μου. «Πολλές φορές», έλεγε, «ή μπαταρία γεμίζει και ξεχειλάει». Τότε παύει αυτή ή ευχούλα και ως άλλος οδηγός φωτίζει τον νου Ή ψυχή αισθάνεται έντονα τη Θεία Παρουσία, τα μέλη παραλύουν και, πέφτοντας στα πόδια του γλυκύτατου Ιησού, αναλύεται σε έναν ποταμό δακρύων. Άλλοτε πάλι, σιωπά από δέος και θαυμασμό ή ψελλίζει ερωτικά ό,τι τη στιγμή εκείνη τη διδάσκει ό ένθεος έρωτας, δηλαδή το Πανάγιο Πνεύμα.
Και αφού κορεσθεί ή ψυχή από θεία αγάπη, τότε αυτή ή ίδια αγάπη, με τη διπλή της ιδιότητα, στρέφει το βλέμμα προς τους αδελφούς της. Τι ευκαιρία! Είναι μοναδική ή ευκαιρία τώρα πού κρατά στα χέρια τον Ποθούμενο και Παντοδύναμο. Και λέει: «Ω γλυκύτατε Ιησού, φως της ψυχής μου, ό μόνος πραγματικός έρως! Εγώ μεν αισθάνομαι αυτή τη στιγμή ελεημένος και πανευτυχής, όμως ένα κέντρο με κεντά. Μαζί με την αγάπη, έχω μέσα μου έναν άλλο τόσο πόνο. Βλέπω τους αδελφούς μου, βλέπω την Εκκλησία μας, βλέπω τους ανθρώπους πού πάσχουν, και δεν αντέχω. Συμπονώ και συμπάσχω. Γι' αυτό σε ικετεύω, ως Πανάγαθος και Παντοδύναμος, βοήθησε τους. Φταίνε; Το παραδέχομαι. Και ζητώ συγγνώμη. Ομολογώ το "ήμαρτον". Μέλη του σώματος μου είναι. Συνυπεύθυνος είμαι. 'Αλλά κρούω το έλεος και την άπειρη φιλανθρωπία σου. Βοήθησε! Βοήθησε!»
Να, αγαπητέ μου, πώς ή αγάπη μας ενώνει εν Χριστώ με όλα τα μέλη της Εκκλησίας μας και πώς, με τίς προσευχές των Αγίων και όσων αγωνίζονται τον καλό αγώνα, βοήθα ό Κύριος και τα υπόλοιπα ασθενή μέλη, για τα όποια ανέχεται, μακροθυμεί και αναμένει όλων τη μετάνοια για τη σωτηρία.
Είδες, αυτές μόνο οι πέντε λέξεις της ευχούλας, που μπορούν να ανεβάσουν τον άνθρωπο; Ευχήσου και για μένα τον ράθυμο, αλλά και για όλους τους εν Χριστώ αδελφούς μας, να χτυπάμε ασταμάτητα την πόρτα του ελέους του Κυρίου μας, σίγουροι ότι θα τηρήσει την υπόσχεση Του, όταν είπε: «κρούετε, και ανοιγήσεται ύμίν» (Λουκ. ια' 9) και «ό πιστεύων έπ' αύτω ου μη καταισχυνθη» (Α' Πέτρ. β' 6). Αμήν.
ΕΡΩΤΗΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
«Όταν προσευχόμαστε, δεν έχουμε χρέος να αφιερώνουμε συστηματικά ένα μέρος της προσευχής μας για τους άλλους;»
Ασφαλώς! Είναι καθήκον μας. Άλλωστε και οί προσευχές της Εκκλησίας μας αναφέρονται πολύ συχνά στους άλλους. Προκειμένου να προσευχηθεί κανείς για τον εαυτό του, οπωσδήποτε χρειάζεται κόπος, όμως ή προσευχή για τους άλλους είναι πολύ μεγαλύτερος κόπος. Σχετικά με το τελευταίο, θα χρησιμοποιήσω την εμπειρία ορισμένων σύγχρονων αγίων Πατέρων.
Ό αείμνηστος ησυχαστής Ιωσήφ, όταν κάποιο πρόσωπο είχε ειδική ανάγκη, έδινε όλο τον εαυτό του στην προσευχή, αλλά και στη νηστεία. Δεν εύρισκε ανάπαυση ή ψυχή του, μέχρις ότου πληροφορηθεί εκ Θεού μέσα του ότι εισακούσθηκε ή δέηση του. Στο βιβλίο "Ιερομόναχος Χαράλαμπος Διονυσιάτης" αναφέρεται ότι ό άγιος αυτός Γέροντας, με την επιμονή στη νηστεία και την προσευχή, «έβγαλε ψυχή από την κόλαση». Σε άλλο σημείο του ίδιου βιβλίου πληροφορούμαστε ότι, όταν επρόκειτο να ανοίξει ό φοβερός πόλεμος του '40, ή καρδιά του τόσο πολύ πυρώθηκε στην προσευχή, ώστε έμοιαζε με Βαβυλωνιακή κάμινο.
Άλλου πάλι, στις επιστολές του, ομολογεί ότι για τον καθένα που προσευχόταν ολόψυχα, σχετικά με έναν πειρασμό πού είχε, γευόταν ό ίδιος τον πειρασμό του. Και υπάρχουν πειρασμοί μικροί, υπάρχουν και μεγάλοι, υπάρχουν όμως και ασήκωτοι. Κάποτε ό παπα-Χαράλαμπος μας διηγήθηκε το έξης περιστατικό:
«Όταν πρωτοήλθα στο "Αγιον Όρος, γνώρισα έναν μοναχό πού ή ζωή του δεν ήταν καλή. Εξέκλινε δηλαδή στην αμαρτία. Δυστυχώς, ό μοναχός αυτός πέθανε αμετανόητος και ανεξομολόγητος. Εγώ, από λύπη και συμπάθεια, άρχισα κάθε βράδυ να προσεύχομαι θερμά για την ψυχή του. Όμως από την πρώτη βραδιά ό σατανάς με πολεμούσε τόσο, πού έφθασα πια στο σημείο να σηκώσω τα χέρια. Ξέρεις Τι θα πει να βλέπεις φανερά τον διάβολο να σου αγριεύει και να σε απειλεί ουρλιάζοντας: «Τι δουλειά έχεις εσύ με αυτόν εδώ; Αυτός είναι δικός μου!» Και μόνο ή όψη του είναι Ικανή να σε τρομοκρατήσει. Αναγκάστηκα να τρέξω στον Γέροντα, για να το εξομολογηθώ. Άλλα ό Γέροντας γνώριζε πριν του μιλήσω και μου λέει:
- Ώστε προσεύχεσαι για τον μοναχό Χ.
- Ναι, Γέροντα, προσεύχομαι, αλλά βρήκα μεγάλο πειρασμό.
Τότε μου απαντάει:
- Ό μοναχός αυτός κολάστηκε. Έχει μεγάλη εξουσία επάνω του ό σατανάς. Αφήνει εσένα να τον πάρεις από τα χέρια του;
- Και Τι θα κάνουμε, Γέροντα, γι' αυτόν τον ταλαίπωρο άνθρωπο;
- Εσύ θα τον μνημονεύεις κάθε μέρα στην προσκομιδή. Για προσευχή, άστο σε μένα. Εσύ ακόμα είσαι αδύνατος δεν μπορείς να τον σηκώσεις.
Έτσι, αν και πολύ τον λυπόμουν, έκαμα υπακοή στον Γέροντα μου».
Αργότερα, όταν διαπίστωσε πρόοδο στην προσευχή και γενικά στην πνευματική ζωή του παπα-Χαράλαμπου, ό Γέροντας από μόνος του τον προέτρεπε:
- Παπά, θέλω να προσευχηθείς, όσο μπορείς, γι' αυτό το ζήτημα. Είναι μεγάλη ανάγκη.
Επίσης, στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται ότι κάποτε ένας δαιμονισμένος ήλθε στο κελί Μπουραζέρι και ζητούσε από τον Γέροντα να προσευχηθεί, για να τον ελευθερώσει από δαιμόνιο. Γνωρίζοντας ό Γέροντας ότι το γένος των δαιμόνων δεν εξέρχεται «ει μη εν προσευχή και νηστεία», νήστεψε 40 ήμερες το λάδι σε μη νηστίσιμη περίοδο, αφιέρωσε 40 λειτουργίες και προσευχόταν εντατικά, μέχρις ότου ελευθέρωσε τον άνθρωπο από το δαιμόνιο.
Άλλου πάλι γράφει πώς, όταν κάποιος μοναχός του εξομολογείτο ότι δεν μπορεί να βγάλει τον κανόνα του, δηλαδή γονυκλισίες και κομποσχοίνια με σταυρούς, αντί να τον επιπλήξει, του έδινε θάρρος: «Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου. Μέχρι να μπορέσεις, θα σου τα βγάζω εγώ».
Ένας άλλος σύγχρονος μεγάλος ασκητής, ό Άγιος Σιλουανός του Άθω, έλεγε: «Να προσευχηθείς για τους άλλους σημαίνει να χύσεις αίμα».
Επομένως, ας φανταστεί κανείς με Τι ένταση προσεύχεται ό αγωνιστής, προκειμένου να εισακουστεί ή προσευχή του για τους άλλους.
Άλλα και ό επίσης μέγας ασκητής Παΐσιος έλεγε το έξης θαυμαστό: «Προκειμένου να εισακούσει ό Κύριος την προσευχή σου για τον άλλο, οφείλεις πρώτα να μπεις στο πρόβλημα και στον πόνο του, το πρόβλημα του άλλου να το αισθάνεσαι σαν δικό σου». Εκείνο όμως το οποίο ανεβάζει σε μεγάλα ύψη αυτόν τον σύγχρονο Άγιο, καθώς και τους προαναφερθέντες, είναι τούτο το φοβερό: Αν κάποιος είχε καρκίνο, αν ήταν παράλυτος, δαιμονισμένος κ.λπ., παρακαλούσε τον Θεό με όλη του την ψυχή να σηκώσει ό Θεός από τον άλλο τον πειρασμό και να τον δώσει σε αυτόν. Έλεγε μάλιστα στα πνευματικά του παιδιά: «Εγώ ή από καρκίνο θα πεθάνω ή από καρδιά ή από ψυχοπάθεια». Και πράγματι, έφυγε από καρκίνο. Όποτε, διερωτώμαι και εγώ εύλογα και σκέφτομαι πόσες χιλιάδες καρκινοπαθείς άραγε γλίτωσαν τη ζωή τους χάριν της θυσίας αυτού του αγίου ασκητού.
Και μετά τα προηγούμενα, ίσως μας απασχολήσει το αν μπορούμε εμείς να κάνουμε τέτοιου είδους προσευχή ή, αν όχι, τότε Τι να λέμε στην προσευχή μας. Προσωπικά, εκείνο πού πολύ ταπεινά συνιστώ στον εαυτό μου είναι να βλέπω το μέτρο της προσευχής και αυταπαρνήσεως μέχρι θυσίας των Αγίων αυτών και, σκύβοντας το κεφάλι, μη έχοντας άλλο, εν απορία συνεχόμενος και ακούγοντας τον Προφήτη πού λέει ότι «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ό Θεός ουκ έξουδενώσει», το πολύ-πολύ να προσπαθήσω να προφέρω και εγώ μερικά νηπιακά ψελλίσματα προς τον Δημιουργό μου:
«Βλέπω, Κύριε, τα χάλια μου. Βλέπω τη φιλαυτία, βλέπω την αναισθησία, βλέπω την αδιαφορία μου. Οι αδελφοί μου πονούν και εγώ χαίρομαι, οι αδελφοί μου πεινούν και εγώ ευφραίνομαι, οι άλλοι κλαίνε και εγώ γελώ... Αυτή είναι ή αγάπη, αυτή ή πρόοδος, αυτά τα μέτρα μου. Αναμφίβολα, ούτε στο άλφα του χριστιανισμού δεν έφτασα. Ωστόσο γνωρίζω ότι «άμετρον το έλεος σου και άπειρος ή φιλανθρωπία σου». Συγχώρεσέ με για όλα και ας μην εμποδίσουν οι πολλές αμαρτίες μου τη βοήθεια Σου προς όσους τη χρειάζονται, και μάλιστα προς όσους τη ζητούν μέσα από εμένα, έχοντας για την ευτέλεία μου μεγάλη ιδέα. Χάρισε σε αυτούς, Κύριε, όχι σύμφωνα με τα έργα μου, αλλά κατά την πίστη τους, και μάλιστα περισσότερα από όσα σου ζητούν. Δι' ευχών των Αγίων Πατέρων μου και δια πρεσβειών της Πανάχραντου Σου Μητρός και πάντων Σου των Αγίων. Αμήν». Και ύστερα από αυτά, να πω στον εαυτό μου: «Λάβε το κομποσχοινάκι σου, ταλαίπωρε, και φρόντισε με το γλυκύτατο όνομα του Ιησού να φορτίσεις τίς μπαταρίες σου, για να σηκώσουν και εσένα και τους άλλους...»
ΕΝΑ ΑΙΤΗΜΑ
«Διαβάσαμε στο πρώτο μέρος και ωφεληθήκαμε σχετικά με όσα γράφετε για την προσευχή, και ιδιαίτερα για το πρόγραμμα της πνευματικής ζωής. Πολύ σωστά όμως αναφέρετε ότι το πρόγραμμα αυτό δεν είναι εύκολο για όλους εμάς πού ζούμε μέσα στις σκοτούρες και τίς βιοτικές μέριμνες. Μήπως θα μπορούσατε να μιλήσετε λίγο πιο πρακτικά για εμάς, τους εν κοσμώ αγωνιζόμενους πιστούς;»
(Πέτρος Κυριακίδης)
Αντιλαμβάνομαι ότι, πράγματι, μέσα στον κόσμο, εκτός από τους πολλούς πειρασμούς, υπάρχουν και φυσικές δυσκολίες, προκειμένου να ασχοληθεί κανείς εντατικά με το καθημερινό πρόγραμμα της νοεράς προσευχης. Προκαταβολικά αναφέρω ότι πολλοί αδελφοί μας κατόρθωσαν να αξιοποιούν 4-6 ώρες κάθε βράδυ για προσευχή και μελέτη. Την πρόθεση αυτή έχουν και πολλοί άλλοι, όμως οι συνθήκες της ζωής δεν τους επιτρέπουν να προσεύχονται ούτε μία ή δύο ώρες την ήμερα. Μερικοί μάλιστα έχουν και υπηρεσία, πού μπορεί και από τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής να τους εμποδίζει. Ωστόσο, αν ένας υπάλληλος είναι νυχτερινός και έχει ελεύθερο χρόνο την ήμερα, μπορεί να μετακινήσει και το πρόγραμμα της προσευχής κατά τη διάρκεια της ημέρας. "Αν ή δουλειά του είναι έτσι όλη την εβδομάδα, μπορεί, όταν έχει ρεπό, να βρει μια εκκλησία ή ένα μοναστήρι, ώστε να εκκλησιαστεί και να κοινωνήσει, έστω καθημερινή.
Ένας ταξιτζής κάποτε δούλευε αναγκαστικά και Κυριακή. Ό πνευματικός του συνέστησε τουλάχιστον το πρωί να εκκλησιάζεται και μετά να δουλεύει. Έ, από εκείνη την ήμερα, ενώ κάθε Κυριακή έχανε τρεις ώρες εργασίας, εν τούτοις στις υπόλοιπες ώρες έβγαζε διπλάσια χρήματα από όσα έβγαζε τίς άλλες Κυριακές. Αυτό είναι ένα παράδειγμα για όσους λένε: «Ναι, πάτερ, θέλουμε να εκκλησιαστούμε, αλλά δεν μας φτάνουν τα λεφτά» ή «Δεν προλαβαίνουμε τίς δουλειές μας».
α/ Η συμπεριφορά μας.
Πριν φύγουμε από το σπίτι μας να προσευχόμαστε. Οπλιζόμαστε έτσι πνευματικά, όπως καταλαβαίνεις. Άλλος ίσως μπόρεσε να προσευχηθεί έξι ώρες, άλλος τέσσερις, άλλος δυο, άλλος μία, άλλος μόλις μισή ώρα. Ό Θεός δέχεται και τον πρώτο και τον έσχατο.
Για να μείνουμε όμως οπλισμένοι και θωρακισμένοι όλη την ημέρα, χρειάζεται προσοχή. Όσο είναι δυνατόν, ή μικρή αυτή προσευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με" να μη λείπει από τα χείλη και την καρδιά. Ξέρεις πόσες ζωές έσωσε από θανατηφόρα δυστυχήματα τούτο το μικρό, αλλά δυνατό όπλο; Γνωρίζω προσωπικά ό ίδιος πολλές περιπτώσεις. Μια φορά, σε ένα γεύμα, κάποιος σηκώθηκε, προσευχήθηκε και έκανε τον σταυρό του πριν φανέ. Μερικοί τον κοίταξαν και γέλασαν ειρωνικά. Σε λίγη ώρα όμως όλη ή συντροφιά έτρεχε στην τουαλέτα και στους γιατρούς• είχαν πάθει ομαδική δηλητηρίαση. Ενώ, κατ' εξαίρεσιν, εκείνος πού προσευχήθηκε προ του γεύματος δεν έπαθε τίποτε. Αυτό ας το προσέξουμε όλοι, πού σήμερα καταντήσαμε να μην ξέρουμε Τι μας δίνουν να φάμε. Μόνο ή προσευχή μας σώζει και ή δύναμη του σταυρού. Ποτέ λοιπόν μη διστάσεις να κάνεις τον σταυρό σου πριν φας ή πιεις. Διάβασε τώρα και για ένα μεγάλο θαύμα πού συνέβη στην Αλεξάνδρεια, στον πατριάρχη Ιωακείμ, καθώς αναφέρεται στον Συναξαριστή.
Επί Τουρκοκρατίας, ό βεζίρης της Αλεξάνδρειας είχε έναν υπουργό Εβραίο, αλλά και τον Πατριάρχη πολύ φίλο του. Ή φιλία όμως αυτή δεν άρεσε στον Εβραίο, καθώς ήταν φθονερός. Τι λοιπόν μεθοδεύεται; Λέει στον βεζίρη:
- Αυτοί οί Χριστιανοί, μεγαλειότατε, είναι απατεώνες. Γράφουν στα χαρτιά τους ότι μπορούν να μετακινήσουν βουνά από τη θέση τους.
Φωνάζει ό βεζίρης τον Πατριάρχη:
- Αληθεύει ότι εσείς οί Χριστιανοί μπορείτε να μετακινήσετε βουνά από τη θέση τους;
- Ναι, μεγαλειότατε, αρκεί να έχουμε πίστη.
- Λοιπόν, ή μετακινείς εκείνο το βουνό απέναντι ή σε σκοτώνω ως απατεώνα.
- Δώσε μου μία ήμερα διορία να προσευχηθώ και μετά τα λέμε.
Την άλλη ήμερα έρχεται ό Πατριάρχης.
- Έτοιμος είμαι, βασιλιά μου.
- Ορίστε, φώναξε το βουνό να φύγει.
- Εν ονόματι του Κυρίου Ιησού Χριστού, σε προστάζω εσένα το βουνό να φύγεις από τη θέση σου.
Τότε, ω των θαυμάσιων σου, Κύριε, το βουνό ξεκόλλησε και ερχόταν καταπάνω τους. Ό βεζίρης τρόμαξε. Φωνάζει δυνατά:
- Χανόμαστε, χανόμαστε! Πες, δέσποτα, να σταματήσει το βουνό, γιατί θα μας πλακώσει!
Τότε ό Πατριάρχης, με ψυχραιμία πάλι, είπε— Εν ονόματι του Κυρίου, σταμάτα εκεί.
Και, ω του θαύματος ξανά, το βουνό σταμάτησε στη θέση του. Αυτό το βουνό ονομάστηκε έκτοτε "Ντουρ ορντά", δηλαδή "Σταμάτα εκεί".
Τώρα ό Εβραίος Τι να πει; Καταισχύνθηκε. Ωστόσο δεν ταπεινώθηκε.
- Ναι, λέει, αλλά γράφουν κι άλλο στα βιβλία τους οί Χριστιανοί. Γράφουν ότι μπορούν να πιουν δηλητήριο και να μην τους βλάψει. "Αν αυτό είναι αλήθεια, εγώ
δέχομαι να γίνω Χριστιανός.
Ρωτάει ό βεζίρης:
- Είναι αλήθεια, Πατριάρχη;
- Ναι, είναι αλήθεια, βασιλιά μου.
Γυρίζει ό βεζίρης στον Εβραίο:
- Φέρε εσύ οποιοδήποτε δηλητήριο ξέρεις, για να τον ποτίσουμε.
Πάει ό Εβραίος, βρίσκει το πιο φαρμακερό δηλητήριο και το δίνει στον Πατριάρχη. Κάνει εκείνος προσευχή, το σταυρώνει και το πίνει. Ό Εβραίος περίμενε να πεθάνει αμέσως, όμως μάταια. Ό Πατριάρχης δεν έπαθε τίποτε.
Λέει ό βεζίρης:
- Τώρα, υπουργέ, Τι έχεις να πεις;
Άρχισε ό Εβραίος να τα μασά:
- Και πού ξέρουμε αν μου δώσανε δηλητήριο ή με γελάσανε;
Όποτε ό βεζίρης:
- Να πιεις εσύ τότε ό,τι απέμεινε στο ποτήρι.
Ό άλλος τρόμαξε. Ήξερε τη δύναμη του φαρμάκου. Όμως ό βεζίρης τον υποχρέωσε να το πιει. Και σε λίγα δευτερόλεπτα ό Εβραίος πέφτει κάτω νεκρός. Από τότε ό βεζίρης εκτίμησε πιο πολύ τον Πατριάρχη και του έδωσε πολλά προνόμια.
Από αυτή την ιστορία βγαίνουν πολλά διδάγματα, προ πάντων πόση δύναμη έχει ή πίστη, ή προσευχή, αλλά και ό Τίμιος Σταυρός. Σου έτυχε π.χ. να πάς στον γιατρό; Κάνε πρώτα τον σταυρό σου. Προσευχήσου και παρακάλεσε με πίστη, όπως ό Πατριάρχης. Όσο και αν ενεργήσει ό γιατρός, αν δεν ευλογήσει ό Κύριος, τίποτε δεν γίνεται. Γνωρίζω μάλιστα κάποιον γιατρό στη Θεσσαλονίκη, πού γιάτρεψε χιλιάδες κόσμο, οί άνθρωποι τον έχουν για μοναδικό επιστήμονα, όμως ό ίδιος σε μια επίσκεψη μου στο ιατρείο του μου ομολόγησε: «Εγώ, πάτερ, περισσότερο με την προσευχή γιατρεύω τον κόσμο». Και αυτός είναι άνθρωπος της κοινωνίας, μάλιστα της σημερινής γενιάς, με γυναίκα και παιδιά.
Άλλοτε δίδαγμα πού κρατάμε είναι ή καλή ομολογία της πίστης. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ψηλά μας ανεβάζει ή καλή ομολογία. Έστω λοιπόν ότι πιστεύω, προσεύχομαι, νηστεύω, εξομολογούμαι κ.λπ. Περπατώ στον δρόμο και βλέπω ναό; Θα κάνω τον σταυρό μου και θα ζητήσω τη βοήθεια του Αγίου. Δεν θα συμπεριφερθώ, όπως μερικοί πού θέλουν να κάνουν σταυρό, αλλά κοιτάνε δεξιά-αριστερά μήπως τους δει κανείς και τους παρεξηγήσει. Αν τρώμε σε κοινό χώρο, θα κάνω φανερά το σημείο του σταυρού και ό,τι θέλουν ας πουν.
Με καλεί ένας φίλος σε γεύμα και είναι νηστεία; «Φίλε», θα του πω, «έρχομαι, αλλά δεν θα φάω αρτύσιμο. Νηστεύω». Ενώ κάποιος άλλος μου λέει: «Έλα να πάμε σε ένα νυχτερινό κέντρο», και ξέρω ότι είναι κέντρο παρανομίας. Εάν αρχίσω τίς δικαιολογίες («Είμαι αδιάθετος», «Έχω δουλειά» κ.λπ.), αυτό λέγεται άρνηση ομολογίας. Πρέπει να πω καθαρά: «Ευχαριστώ, φίλε, αλλά εκεί δεν γίνεται να πάω. Κινδυνεύει ή ψυχή μου. Δεν έρχεσαι εσύ να πάμε κάπου αλλού;» Και, αν μπορείς, τον τραβάς σε μία ομιλία, μία αγρυπνία, μία πνευματική εκδήλωση, οπότε τον κερδίζεις εσύ.
Ύστερα από αυτά σε ρωτώ, αδελφέ μου, εσένα πού αγωνίζεσαι στα εγκόσμια. Αυτά πού ανέφερα είναι δύσκολα; "Αν σου πω «κάνε αγρυπνία», δικαιολογημένα θα πεις «δεν μπορώ». Αν σου πω «κάνε χίλιες γονυκλισίες», θα αρνηθείς με το δίκιο σου. Αν σου πω «νήστευε το λάδι», θα προβάλεις λόγους υγείας. Όμως το να κάνεις τον σταυρό σου πριν φας, το να πεις «σήμερα νηστεύω, θα εκκλησιαστώ, θα κοινωνήσω» κ.λπ., είναι κόπος; Δεν νομίζω. Αυτά, αν θέλουμε, όλοι τα μπορούμε. Με αυτόν τον εύκολο τρόπο της καλής ομολογίας εξασφαλίζουμε τη Βασιλεία των Ουρανών, κατά την υπόσχεση του Σωτήρα μας: «Πάς ούν όστις ομολογήσει εν έμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω κάγώ εν αύτω έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ι' 32). Και Τι θα ομολογήσει ό Χριστός; Ούτε λίγο ούτε πολύ, θα μας παρουσιάσει και θα μας συστήσει στον ουράνιο Πατέρα ως αδέλφια Του. Συνεπώς, παιδιά του Θεού. Και κατά τον Παύλο, κληρονόμους της αιώνιας Βασιλείας Του (Γαλ. δ'7).
Αντίθετα, έστω και αν νηστεύουμε ή αγρυπνούμε ή καταπονούμε το σώμα κ.λπ., στην περίπτωση πού ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε το πιστεύω μας, θα ακούσουμε το φοβερό: «"Όστις δ' αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, άρνήσομαι αυτόν κάγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ι'33). Φοβερός ό λόγος! «Αρνήθηκες από ντροπή να με ομολογήσεις; Αρνούμαι και εγώ να σε ομολογήσω για αδελφό μου. Δεν σε ξέρω ποιος είσαι». "Ας αποφύγουμε λοιπόν την άρνηση, για να μην απομακρυνθούμε από τον Χριστό μας.
Να μιλήσουμε για άλλη μία μεγάλη αρετή, εύκολη και απαραίτητη για τη σωτηρία μας; Λέει ό Χριστός: «μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» (Ματθ. ζ' 1). Λοιπόν, ό,τι και αν κάνει ό καθένας, δεν άφορα εμάς. Έχει τον κρίνοντα. προ πάντων ας προσέξουμε, όσο μπορούμε, την ιεροκατηγορία.
- Στο Γεροντικό γράφει ότι ένας μοναχός ήταν αμελής στα μοναχικά του καθήκοντα. Έφθασε λοιπόν κάποτε ή ώρα του θανάτου. Ό μοναχός, με ψυχραιμία και χαρά, περιμένει την έξοδο της ψυχής. Οί άλλοι μοναχοί παραξενεύονται. Τον ρωτά κάποιος: Καλά, άββα, εσύ δεν φοβάσαι τον θάνατο;
- Όχι, δεν φοβάμαι.
- Γιατί;
- Ξέρω ότι σε όλη μου τη ζωή ήμουν ένας αμελής μοναχός. Όμως ποτέ δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να κρίνει κανέναν. Έτσι, τώρα, θα πω κι εγώ στον Χριστό
μου: «Εγώ, Κύριε, τήρησα την εντολή σου "μη κρίνετε και ου μη κριθητε". Γνωρίζω ότι και Εσύ, Χριστέ μου, θα τηρήσεις την υπόσχεση Σου».
Θα αναφέρω εδώ και άλλη μία σχετική ιστορία από τον Συναξαριστή, ή οποία αποτελεί παράδειγμα υπακοής και ευλάβειας.
Κάποιος άρχοντας ζήτησε έναν νέο από τον γέρο πατέρα του για δούλο έναντι αμοιβής. Ό πατέρας λέει στο παιδί: «Παιδί μου Θεόφιλε, σου συνιστώ να πάς και σου υπόσχομαι ότι θα προκόψεις με την ευχή μου. Μόνο πρόσεξε δύο πράγματα: πρώτον να είσαι τίμιος στη δουλειά σου, δεύτερον να τηρείς τίς εντολές της Εκκλησίας μας και να εκκλησιάζεσαι τακτικά. Μάλιστα, όσες φορές περνάς έξω από κάποιο ναό μας, να μπαίνεις μέσα, να προσκυνάς και να ανάβεις το κεράκι σου». Ό νέος, πού έμαθε από μικρός την αρετή της υπακοής, άκουσε τον πατέρα, έλαβε την ευχή του και αναχώρησε.
Το αφεντικό από την πρώτη στιγμή τον αγάπησε σαν παιδί του. Όμως ή σύζυγος του, δυστυχώς, δεν ήταν τίμια. Τον απατούσε με έναν άλλο υπάλληλο τους. Μια μέρα λοιπόν ό Θεόφιλος έτυχε να μπει στο δωμάτιο για δουλειά, την ώρα πού ή σύζυγος βρισκόταν με τον εραστή. Ό νέος ούτε πρόσεξε κάτι. Εκείνοι όμως νόμισαν ότι τους είδε. «Τι θα γίνει τώρα», λένε, «αν το πει στο αφεντικό; Πρέπει να προλάβουμε!» Έτσι, καλούν εκτάκτως τον άρχοντα στο σπίτι.
- Τι συμβαίνει;
- Με μάρτυρα αυτόν τον έντιμο υπάλληλο μας, λέει ή γυναίκα, σου καταγγέλλω τούτο το παλιόπαιδο (τον Θεόφιλο), ότι προσπάθησε να με βιάσει. Λοιπόν, αν ανεχθείς αυτός πού πρόσβαλε την τιμή σου να ζήσει έστω και μία μέρα, εγώ σήμερα σε χωρίζω.
Έπεσε βέβαια ό σύζυγος από τα σύννεφα, αλλά την πίστεψε. Κάνει λοιπόν μυστική συμφωνία με έναν δήμιο.
- Αύριο το πρωί θα σου χτυπήσει την πόρτα κάποιος εκ μέρους μου. Μόλις μπει μέσα, μία σπαθιά κι έξω.
Συσκεύασε το κεφάλι, για να πάρεις και την αμοιβή.
Την άλλη μέρα το πρωί, φωνάζουν τον νέο.
- Θεόφιλε, λέει ό σύζυγος, πήγαινε στο σπίτι του δείνα εκ μέρους μας και ζήτησε να σου δώσει κάτι για μένα. Ξέρει αυτός.
Ό νέος αμέσως, πρόθυμος, τρέχει στην υπακοή. Καθ' όδόν, περνούσε έξω από μια εκκλησία. Θυμήθηκε τη συμβουλή του πατέρα του. «Ας πάω να ανάψω ένα κεράκι και συνεχίζω», σκέφτηκε. Μπαίνοντας, είδε πώς γινόταν Θεία Λειτουργία. «Δεν είναι σωστό να καταφρονήσω τη Θεία Λειτουργία», είπε μέσα του. «Θα μείνω, ώσπου να τελειώσει, και μετά προχωρώ». Όμως ή Λειτουργία καθυστέρησε αρκετά.
Οί άλλοι, γεμάτοι αγωνία, περιμένουν από λεπτό σε λεπτό το κεφάλι στο χαρτοκούτι. Περνά μισή, μία ώρα. Ό εραστής πια δεν αντέχει. Θέλει να δει κομμένο το κεφάλι εκείνου πού, υποτίθεται, έμαθε το μυστικό. «Μήπως... μήπως; Ας πάω επί τόπου να φέρω το κεφάλι, όσο πιο γρήγορα». Τρέχει, χτυπά την πόρτα.
- Έρχομαι εκ μέρους του αφεντικού μου για την υπόθεση πού ξέρεις.
Ό δήμιος κατάλαβε. Αυτός ήταν.
- Πέρασε μέσα, του κάνει.
Και αμέσως, χωρίς κουβέντες, με μία σπαθιά τον αποκεφαλίζει. Σε λίγο, να και ό Θεόφιλος. Αφού λειτουργήθηκε, έτρεξε στο καθήκον. 'Αλλά αυτή τη φορά, κατά το λεγόμενο, ήλθε δεύτερος.
- Έρχομαι εκ μέρους του δείνα.
- Πέρασε. Πάρε αυτό το δέμα, δώσε το κλειστό στο αφεντικό σου και πες του πώς περιμένω την αμοιβή.
Επιστρέφει λοιπόν ανύποπτος ό νέος στο σπίτι. Μόλις τον βλέπουν τα αφεντικά του, σάστισαν.
- Πήγες στον τάδε;
- Πήγα.
- Τι σου είπε;
- Μου έδωσε αυτό και ζητά την πληρωμή του.
Τι περίεργα πράγματα, λέει ό άνδρας. Ας το ανοίξουμε Ανοίγουν και Τι να δουν! Ή κεφαλή του μοιχού επί πινάκι. Ή γυναίκα πέφτει αμέσως λιπόθυμη. Και σε λίγο, μόλις ανοίγει τα μάτια της, έρχεται σε συναίσθηση και αρχίζει να κλαίει, να χτυπιέται και να ομολογεί:
- Κόψε και το δικό μου κεφάλι! Είναι αθώος ό Θεόφιλος! Εγώ είμαι ή ένοχη και αυτός, πού τιμωρήθηκε δίκαια. Δύο χρόνια σε απατούσα μαζί του. Σκότωσέ με! Μου αξίζει κάθε τιμωρία!
Τελικά όμως, το αφεντικό τη μεν γυναίκα συγχώρεσε, τον δε Θεόφιλο, επειδή ήσαν άτεκνοι, τον υιοθέτησαν. Και από τότε σαν γιος τους διαχειριζόταν μία τεράστια περιουσία, την οποία τελικά και κληρονόμησε. Κάποια στιγμή μάλιστα έφερε και τον γέρο πατέρα του στο αρχοντικό.
Από αυτή την ιστορία πόσα διδάγματα βγαίνουν! Ή τιμιότητα; Ή υπακοή στους γονείς, πώς ευλογείται από τον Θεό; Ή καλή ομολογία της πίστης; Πήγε στην εκκλησία εν ώρα καθήκοντος και δεν σκέφτηκε «μήπως και αρπάξω καμιά κατσάδα από το αφεντικό» ούτε υπολόγισε ότι χάνεται ώρα εργάσιμη. Ή Θεία Λειτουργία, σκέφθηκε, τα αναπληρώνει όλα. 'Αλλά και ή αδικία, πώς μόνη της ξεσκεπάστηκε! Πολλοί κρυβόμαστε από τους ανθρώπους, αλλά κανείς μας δεν διαφεύγει από τη θεία δικαιοσύνη.
Ό Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους. Ή απομάκρυνση όμως από Αυτόν οδηγεί στους χώρους του κακού, άρα ή μετάνοια θα πρέπει να είναι συνεχής. Ή γυναίκα πού απατούσε τον άνδρα είχε προαίρεση μετάνοιας - ίσως ήταν και θύμα του επιτήδειου εκείνου. Γι' αυτό ό Θεός της έδωσε περιθώριο να μετανοήσει, να εξομολογηθεί, να κλάψει για την αμαρτία της. "Αν έκοβαν και αυτής το κεφάλι, θα έφευγε αμετανόητη για τον Αδη. Ό άλλος όμως δεν είχε προαίρεση μετάνοιας. Παρ' όλα αυτά, αξίζει να αναρωτηθούμε μήπως με τον αποκεφαλισμό του θα μετριαστεί και εκείνου ή τιμωρία στον Αδη. Ποιος ξέρει; Βάθος άπειρο οί βουλές του Κυρίου...
Επειδή ωστόσο γνωρίζω ότι με τίς αληθινές αυτές ιστορίες πιο εύκολα διδασκόμαστε, θα μεταφέρω εδώ και εκείνη πού συνήθιζε πολύ συχνά να μας λέει ό αείμνηστος Γέροντας μου.
Λοιπόν, πριν από μερικά χρόνια, σε μία κωμόπολη ζούσε κάποιο ανδρόγυνο με ένα μοναδικό παιδί, ένα όμορφο κοριτσάκι. Ό πατέρας ήταν πραγματικά άγιος, ή γυναίκα το ακριβώς αντίθετο. Ό άνδρας σκοτωνόταν να μαζεύει με τον τίμιο ίδρωτα, ή γυναίκα τα σπαταλούσε σε διασκεδάσεις με εραστές. Δεν τολμούσε ό άνδρας να πει κουβέντα. Επέστρεφε κουρασμένος και εύρισκε το κοριτσάκι μόνο του, νηστικό και απεριποίητο. Αναγκαστικά μαγείρευε λίγο φαγητό και συμμάζευε το σπίτι, μέχρι να εμφανιστεί ή σύζυγος, για να αρπάξει από πάνω βρισιές και, όχι σπάνια, και ξύλο.
Το παιδάκι μεγαλώνει. Φθάνει στα 12-13 χρόνια. Μέσα του πια ξεκινά ή κριτική. Αρχίζουν μόλις να ξυπνούν τα νεανικά ένστικτα. Τι καλός ό πατέρας! Άραγε έχει δίκιο ή μητέρα πού τον λέει βλάκα, καθυστερημένο, παλαβό; Αυτός κλείνεται στο προσκυνητάρι και προσεύχεται, εκείνη γυρνά και διασκεδάζει. Τι να κάνει; Ό μπαμπάς λέει να προσεύχεται. Εκείνη τη μαλώνει: «Όχι παλαβομάρες σαν τον πατέρα σου! Ξύπνα, χαζή, όσο είναι νωρίς, γιατί αυτός θα παλαβώσει και σένα!»
Σε αυτά τα χάλια και με αυτούς τους προβληματισμούς, εκεί πού ή μητέρα ήταν έτοιμη να τραβήξει ξωπίσω της στο χείλος της καταστροφής το νεανικό αυτό λουλούδι, τα έφερε ό Θεός και κόπηκε το νήμα της ζωής της. Μια μέρα, ξαφνικά, βρέθηκε σωριασμένη νεκρή. Οί συγχωριανοί από συμπάθεια, όπως το συνηθίζουν, έτρεξαν όλοι στην κηδεία πού έγινε με πολλή μεγαλοπρέπεια κάτω από έναν ήλιο λαμπρό.
Μένει πια το κορίτσι με τον πατέρα. Δεν προλαβαίνει όμως ό ευλογημένος να βάλει το σπλάχνο του στον σωστό δρόμο τώρα πού δεν υπήρχε αντιλογία, στον χρόνο επάνω περίπου αναχωρεί και αυτός για τα ουράνια. 'Αλλά χωρίς γυναίκα, χωρίς παιδιά μεγάλα, ποιος να ενδιαφερθεί για την κηδεία ενός μηδαμινού, κατά την κρίση των ανθρώπων; Και δεν φθάνει αυτό. Γυρίζει εκείνη την ήμερα μια κακοκαιρία με χιόνια, βροχές, αέρα, κρύο, έτσι ώστε δεν πάτησε στην κηδεία του κανένας.
Μετά και από αυτό, μένει το ορφανό μόνο και έρημο στους τέσσερις τοίχους. Ήδη πια άγγιζε την εφηβική ηλικία. Θα έπρεπε να βγουν οι μεγάλες αποφάσεις. Τι ζωή να κάνει, του πατέρα ή της μητέρας; Ήταν δίκαιος ό πατέρας, βέβαια. Αν όμως ήταν αυτός δίκαιος, τότε μήπως ό Θεός είναι άδικος, πού δεν επέτρεψε ούτε στην κηδεία του να τον τιμήσουν; Και ή μητέρα πού παραφερόταν, ζούσε με φίλους, ξενυχτούσε σε διασκεδάσεις; Ό πατέρας έλεγε: «Πρόσεξε, παιδί μου, μην ακολουθήσεις τον δρόμο της μάνας, γιατί θα καταστραφείς!» Άλλα πάλι, πώς ό Θεός επέτρεψε στην κηδεία της τόσες και τόσες τιμές; Μήπως είναι καλό σημάδι ότι έτσι πρέπει και αυτή να ζήσει; Όμως, επί τέλους, ας ακούσει μία συμβουλή του πατέρα της, αυτήν πού της έλεγε συχνά: «Παιδί μου, για όλα σου τα προβλήματα να προσεύχεσαι με πίστη θερμή και ό Θεός θα σου απαντήσει».
Ανάβει λοιπόν κάποιο βράδυ το καντηλάκι, όπως έμαθε από τον πατέρα, και με δάκρυα ζητά: «Δείξε μου, Χριστούλη μου, δείξε μου, Παναγίτσα μου, ποιόν δρόμο να ακολουθήσω, του μπαμπά ή της μαμάς;» Και δεν άργησε να εισακουστεί ή προσευχή της αθώας αυτής ψυχής. Ενώ προσευχόταν, βλέπει σαν σε όραμα ότι ένας Άγγελος την πήρε στην αγκαλιά του και πέταξαν ψηλά μέχρι τα ουράνια.
- Θέλεις να δεις τον πατέρα σου; ρωτά ό Άγγελος.
Ναι, άπαντα το κορίτσι, πολύ σε παρακαλώ!
Μπαίνουν σε παραδεισένια μέρη πού δεν περιγράφονται, προχωρούν και φθάνουν σε ένα αστραφτερό παλάτι με τέτοια ομορφιά, πού δεν τη συναντάς εδώ κάτω στη γη. Εκεί, μπροστά στην πύλη του παλατιού, στέκεται σαν να περιμένει ό πατέρας. Αμέσως ή κόρη τον αναγνωρίζει, και ας ήταν τόσο όμορφος και λαμπροφορεμένος, πού ούτε ό Σολομών όταν ζούσε δεν είχε τέτοια δόξα.
-Πατερούλη μου! Πώς βρέθηκες εσύ ό φτωχός σε τέτοια δόξα, μπροστά σε αυτό το βασιλικό παλάτι;
- Αυτή τη δόξα και αυτό το παλάτι, παιδάκι μου, μου τα χάρισε ό Θεός.
- Μπαμπά, πες στον Χριστούλη μας να μείνω και εγώ μαζί σου. Δεν θέλω να φύγω.
- Τώρα, παιδί μου, δεν μπορείς να μείνεις εδώ. Αν όμως ακολουθήσεις τη ζωή πού ζούσα εγώ στον κόσμο, ό Χριστός λέει πώς εδώ θα φέρει και εσένα, να ευφραίνεσαι μαζί μου για πάντα.
Και με αυτά τα λόγια, χάνεται από μπροστά της. Ή κόρη είναι ακόμη στην αγκαλιά του Αγγέλου.
- Θέλεις τώρα να δεις και τη μητέρα σου; την ρωτά.
- Ναι, και βέβαια θέλω!
Σε λίγο, το σκηνικό αλλάζει. Εκείνος ό πανευφρόσυνος τόπος χάνεται και οί δύο μαζί βρίσκονται σε ένα σκοτεινό μέρος. Εκεί δεν έβλεπες τίποτε. Μόνο άκουγες βογγητά, φωνές, κλάματα. Το κοριτσάκι άρχισε να τρομάζει.
-Πού με πάς, Άγγελε μου; Πάμε να φύγουμε. Δεν αντέχω.
Δεν είπαμε να δεις τη μητέρα σου;
Φθάνουν σε έναν σκοτεινό τόπο. Και εκεί, σε χώρο πού θύμιζε καζάνι, βλέπει τη μητέρα. Κοιτάζουν ή μία την άλλη. Αρχίζουν να κλαίνε. Ή μητέρα απευθύνεται στην κόρη. Της λέει ότι υποφέρει και καιγεται. Την παρακαλεί να την απαλλάξει. Όποτε ή παιδούλα, από τη λύπη της, φωνάζει:
- Δώσε μου το χέρι, να σε τραβήξω έξω!
Ή μητέρα δίνει το χέρι. Αλλά ή κόρη, μόλις το αγγίζει, αισθάνεται να καιγεται. Αρχίζει τότε να φωνάζει από τον πόνο... και την ίδια στιγμή ξυπνά. Βρίσκεται μόνη στο σπίτι. Συνεχίζει ωστόσο να πονά στο χέρι και να κλαίει. Με τίς φωνές της ξεσηκώνει τη γειτονιά.
Σε λίγο, ό πόνος πέρασε. Ή μικρή κοπέλα όμως άρχισε να σκέφτεται με πολλή σοβαρότητα την εμπειρία της και να φιλοσοφεί τη ζωή. Τέλος, αφού κατάλαβε τη ματαιότητα της πρόσκαιρης ζωής και ποιοι είναι οι καρποί της, εγκατέλειψε τα εγκόσμια. Έγκαταβίωσε σε παρθενώνα γυναικών, όπου με προσευχές και νηστείες έβαλε σκοπό να φθάσει μια μέρα εκεί, στην ουράνια κατοικία του πατέρα, ενώ δεν έπαψε να παρακαλεί θερμά τον Πολυεύσπλαχνο να λυπηθεί και την ψυχή της ταλαίπωρης μητέρας της.
Νομίζω πώς τα προηγούμενα είναι πολύ επίκαιρα για τους ανθρώπους της σημερινής γενιάς, πού όλη τους ή σπουδή είναι πώς να απολαύσουν τίς μάταιες ηδονές. Μας ενισχύει ιδιαίτερα το παράδειγμα του άγίου αυτού πατέρα, πού από τους περισσότερους θα θεωρηθεί ανόητος. Έφθανε μέχρι του σημείου να καταδέχεται να τον απατά και να τον ξυλοκοπά ή γυναίκα του. Και όμως, πόσο σοφός αποδείχθηκε!
Κάτι άλλο πού συμπεραίνει κανείς από τα προηγούμενα είναι ότι οί αμαρτωλοί στον Αδη δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτε στον εαυτό τους. Μόνο να περιμένουν μπορούν από τους άλλους. Δίνοντας το χέρι, ή μητέρα ζητούσε βοήθεια. Αυτό είναι συμβολικό. Σημαίνει ότι ζητούσε προσευχές, λειτουργίες, μνημόσυνα, ελεημοσύνες.
Σχετικά με τη δικαιοσύνη και την αδικία, θα εξιστορήσω και ένα ακόμη παράδειγμα από το βιβλίο "Γέρων Αρσένιος ό Σπηλαιώτης", έκδοση β'. Αναφέρεται εκεί ότι ό Γερο-Έφραίμ, πνευματικός πατέρας του Γερο-Αρσενίου, ήταν βαρελάς και ξυλόγλυπτης. Ό,τι του έδινες για αμοιβή, το δεχόταν αδιαμαρτύρητα. Γι' αυτό πολλοί τον έμαθαν και τον εκμεταλλεύονταν. Έκανε, ας πούμε, ένα βαρέλι 1.000 δραχμές και εσύ του έδινες 200.
- Καλά είναι, Γερο-Έφραίμ; τον ρωτούσες.
- Καλά, καλά, ευχαριστώ, παιδί μου, απαντούσε.
Έτσι, πολλοί σκέφτονταν: «Καλός τεχνίτης, αλλά ελαφρούτσικος. Ευκαιρία να τον γελάσουμε». Και δεν ήξεραν πόσο έξω έπεφταν.
Μια φορά, κάποιος μοναχός κάλεσε έναν ξυλόγλυπτη, για να κατασκευάσει το τέμπλο του ναιδρίου του.
- Πόσα θέλεις; - Είκοσι λίρες (χρυσές).
Κοίτα το ταμείο ό μοναχός, δεν βγαίνει. Τι να κάνει; «Ας φωνάξω τον Γερο-Έφραίμ, πού παίρνει όσα του δώσεις», σκέφτεται.
- Γέρο-Έφραίμ, μου φτιάχνεις το τέμπλο;
- Το φτιάχνω.
Δώστου-δώστου, τελείωσε το τέμπλο. Τώρα ή πληρωμή. Ανοίγει ό μοναχός το ταμείο, βρίσκει δύο λίρες. Του τίς δίνει.
- Καλά είναι, Γερο-Έφραίμ;
- Καλά, καλά, παιδί μου, ευχαριστώ.
Ό Γερο-Αρσένιος όμως, επειδή άκουσε ότι ό άλλος ζήτησε είκοσι λίρες, έγινε φωτιά. Ακούς εκεί! Βρήκαν απλό τον Γέροντα και τον εκμεταλλεύονται! Τρέχει στον Γερο-Έφραίμ να διαμαρτυρηθεί. Τι όμως του λέει το απλό, αλλά σοφό γεροντάκι:
- Καλά, παιδί μου, και αν τα πληρωθούμε όλα εδώ, στην άλλη ζωή Τι θα μείνει;
Και πράγματι, μετά θάνατον τον βλέπει ό Γερο-Αρσένιος έξω από ένα πανέμορφο εκκλησάκι, μέσα στον Παράδεισο. Ρωτάει λοιπόν:
- Γέροντα μου, πώς βρέθηκες εδώ, σε αυτό το πανέμορφο εκκλησάκι;
Και ό Γέροντας:
-Α, αυτό είναι δικό μου. Μου το χάρισε ό Χριστός. Θυμάσαι πού σκάλισα με δύο λίρες το εκκλησάκι των Αρχαγγέλων; Επειδή εκεί δέχτηκα χωρίς διαμαρτυρίες και γογγυσμό την αδικία, ό Χριστός μου χάρισε εδώ αυτό πού βλέπεις για πληρωμή.
Και τούτο ήταν ένα πολύ μεγάλο δίδαγμα για τον Γερο-Αρσένιο σε όλη του τη ζωή.
β/ Η πίστη
Ή πίστη, αδελφέ μου, είναι για την ψυχή, ότι ή αναπνοή για το σώμα. Όπως υπάρχουν οί αισθήσεις για το σώμα, έτσι υπάρχουν και τα αισθητήρια του ψυχικού μας κόσμου. Όλοι οί άνθρωποι έχουν πίστη. Άλλοι στην αλήθεια, άλλοι στη θρησκεία τους, άλλοι σε μια ιδεολογία, άλλοι στη δική τους άποψη. Όλοι πιστεύουν. Ή πίστη, βλέπεις, αποτελεί στοιχείο της ύπαρξης του ανθρώπου, έχει δοθεί στον άνθρωπο από τον Δημιουργό του. Και μη μου πεις ότι γίναμε από ανύπαρκτο δημιουργό από το μηδέν. Μπορεί να γίνει κάτι μόνο του από το τίποτε, αν δεν υπάρχει κάποιος δημιουργός; Όλα προέρχονται από κάτι ή κάποιον πού προϋπάρχει: το φυτό από τον σπόρο, το ζώο από το ζώο, ό άνθρωπος από τον άνθρωπο. Και αν ακόμη υποθέσουμε πώς πολλά πράγματα προέρχονται από κάτι διαφορετικό, πράγμα πού συμβαίνει πολλές φορές, και αυτά προέρχονται πάντοτε από κάτι πού προϋπάρχει. Δηλαδή είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε την ύπαρξη άναρχης και αιώνιας αρχής και αιτίας Επίσης, τίποτε δεν μπορεί να παραχθεί από κάτι πού δεν έχει τη δυνατότητα να το παράγει. Δεν μπορείς να δώσεις κάτι πού δεν έχεις. Ας υποθέσουμε ότι πηγαίνεις στον μπακάλη να αγοράσεις ζάχαρη. Αν ή σακούλα έχει αδειάσει, πώς θα πάρεις ζάχαρη, αφού ό άνθρωπος δεν έχει να σου δώσει; Για να σου δοθεί κάτι, προϋπόθεση είναι ό προσφέρων να το κατέχει, δηλαδή να υπάρχει, και επομένως να έχει τη δυνατότητα να στο δώσει. Μπορεί ό θάνατος να δώσει ζωή; Μόνο ή ζωή μπορεί να δώσει ζωή. Μόνο ή αγάπη μπορεί να δώσει αγάπη. Μόνο ή σοφία μπορεί να δώσει σοφία. Μόνο ή δύναμη μπορεί να δώσει δύναμη. Μόνο το πρόσωπο μπορεί να δημιουργήσει πρόσωπα.
Επομένως, ή άναρχη και αιώνια αρχή και αιτία των πάντων δεν είναι μία αιώνια νεκρή ύλη ούτε ένα αφηρημένο θείον, αλλά Προσωπικός Θεός, ό όποιος με την παντοδυναμία Του δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν, εκ του μη όντος. Ας αφήσουμε λοιπόν, αδελφέ, διάφορες σοφιστείες ψευδό - επιστημονικής αφέλειας και ας είμαστε σοβαροί. Δημιουργός όλης της κτίσης είναι Κύριος ό Θεός, ό όποιος σύμφωνα με την αποκάλυψη του Ιησού Χριστού είναι Τριαδικός: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Και ας μην προβάλλουν οι άθεοι τον ισχυρισμό «πού το ξέρει ό Χριστός;» Ό Χριστός με την ανάσταση Του απέδειξε ότι είναι Θεός, γιατί κανένας νεκρός δεν μπορεί να αναστήσει τον εαυτό του. Και ή ανάσταση του Ιησού Χριστού είναι γεγονός ιστορικά
βεβαιωμένο και πιστοποιημένο με πολλούς τρόπους. Συνεπώς, ή Ορθόδοξη χριστιανική αλήθεια ας μας διαπεράσει ολόκληρους και ή πίστη ας αναστήσει τον δύστυχο εαυτό μας.
Ή πίστη ζωοποιεί, φωτίζει, χαροποιεί, ανατάσσει, θαυματουργεί, είναι κανάλι επικοινωνίας με την Αγία Τριάδα, υπερβαίνει τον θάνατο, οδηγεί στην αιωνιότητα. Είναι λάθος ή άποψη πώς ή αληθινή πίστη είναι "ναρκωτικό", διότι τα ναρκωτικά σκοτώνουν, ενώ ή πίστη ζωοποιεί και οδηγεί στην αθανασία. Δεν είναι μια ρομαντική κατάσταση για αεροβατούντες, γιατί αυτή ενεργοποιεί, δραστηριοποιεί, θαυματουργεί και σώζει. Ή πίστη είναι ότι πιο υπέροχο μπορούμε να συναντήσουμε σε αυτόν τον κόσμο, διότι εν Χριστώ οδηγεί και στηρίζει, στηρίζει και ανεβάζει, ανεβάζει και σώζει, σώζει και χαρίζει αιώνια ζωή. Είναι ή οδός και ή αλήθεια και ή ζωή (Ίωάν. ιδ'6)
γ/ Η ταπεινοφροσύνη
Μέσα από την πίστη οδηγείται ό άνθρωπος στην ταπεινοφροσύνη. Συνειδητοποιεί ότι δεν έχει λόγους να είναι υπερήφανος, γιατί τόσο ό ίδιος καθώς και όλα όσα έχει προέρχονται από τον Θεό και ανήκουν σε Εκείνον. Αντιλαμβάνεται τη δική του μικρότητα και τη μεγαλειότητα του Θεού Ό Θεός δημιούργησε όλη την κτίση από το μηδέν. Καταλαβαίνεις τώρα την άπειρη δύναμη του Θεού και τη δική σου μηδαμινότητα; Για ποιόν λόγο λοιπόν να έχεις αλαζονεία; Συνειδητοποιείς πώς ή υπερηφάνεια είναι απλά μία απάτη;
Ό Κύριος Ιησούς Χριστός είπε: «Μακάριοι οί πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν ή βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε' 3). Εκείνοι πού έχουν ταπεινό φρόνημα είναι αρεστοί στον Θεό. Και όχι γιατί ό Θεός είναι αλαζόνας και του αρέσει να ταπεινώνει τα πλάσματα του, αλλά γιατί ό ταπεινός βιώνει μέσα του την αλήθεια σχετικά με τον άνθρωπο και τον Θεό, βιώνει μέσα του τη σωστή σχέση Θεού -άνθρώπου.
Από πολλά κακά μας απαλλάσσει ή ταπεινοφροσύνη και πολλά καλά μας προσφέρει. Πράγματι, θα είμαστε μακάριοι, όταν συνειδητοποιήσουμε την αλήθεια της ταπεινοφροσύνης και προσπαθήσουμε να ζήσουμε με αυτή την αρετή. Τότε, αδελφέ μου, μας ανοίγεται και πάλι από τον Χριστό μας ή πόρτα του Παραδείσου, πού έκλεισε κάποτε ακριβώς λόγω της αλαζονείας.
δ/ Η ελπίδα.
Η πίστη και η ταπεινοφροσύνη γεννούν την ελπίδα. Ο κόσμος συνηθίζει να λέει ότι με την ελπίδα ζει ο άνθρωπος και η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Η χριστιανική όμως ελπίδα ζει καθ' όλη τη γήινη πορεία μας και πεθαίνει μόνο, όταν αποκτήσουμε εκείνο πού ποθούμε, όταν δηλαδή εισέλθουμε στη Βασιλεία του Θεού, αφού τότε εκείνο πού ελπίζαμε το έχουμε πλέον κερδίσει.
Ή χριστιανική ελπίδα λοιπόν είναι πηγή αισιοδοξίας και χαράς και με τη βεβαιότητα της στηρίζει τον πιστό σε όλες τίς δοκιμασίες της ζωής και στον δρόμο του για τη Βασιλεία των Ουρανών.
Ή πίστη, ή ελπίδα και ή αγάπη αποτελούν το τρίπτυχο της ζωής του Χριστιανού στη γήινη πορεία του, αφού, κατά τον Απόστολο Παύλο, «Νυνί δε μένει πίστης, έλπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα• μείζων δε τούτων ή αγάπη» (Α' Κορ. ιγ' 13).
Ή πίστη, ή ταπεινοφροσύνη και ή ελπίδα ενεργοποιούν και την αρετή της υπομονής, πού τόσο συντελεί στη σωτηρία της ψυχής μας, καθώς ό Κύριος είπε: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τάς ψυχάς υμών» (Λουκ. κα' 19). Και με την Χάριν πάντοτε του Αγίου Πνεύματος ή πίστη πού εκδηλώνεται με αληθινή αγάπη και πραγματικά έργα αγάπης, κατά τον Απόστολο Παύλο (Γαλ. ε' 6), οδηγεί στην τήρηση των εντολών του Χριστού μας μέσα από την εγκράτεια και έχει ως καρπό την ελεημοσύνη.
Έτσι, αδελφέ μου, Έπιτρεψε μου, παρ' όλη την αναξιότητά μου, για την αγάπη σου να ασχοληθώ επίσης με την υπομονή, την εγκράτεια, την ελεημοσύνη και την αγάπη. Ό Θεός δημιούργησε όλη την κτίση από το μηδέν. Καταλαβαίνεις τώρα την άπειρη δύναμη του Θεού και τη δική σου μηδαμινότητα; Για ποιόν λόγο λοιπόν να έχεις αλαζονεία; Συνειδητοποιείς πώς ή υπερηφάνεια είναι απλά μία απάτη;
Ό Κύριος Ιησούς Χριστός είπε: «Μακάριοι οί πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν ή βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε' 3). Εκείνοι πού έχουν ταπεινό φρόνημα είναι αρεστοί στον Θεό. Και όχι γιατί ό Θεός είναι αλαζόνας και του αρέσει να ταπεινώνει τα πλάσματα του, αλλά γιατί ό ταπεινός βιώνει μέσα του την αλήθεια σχετικά με τον άνθρωπο και τον Θεό, βιώνει μέσα του τη σωστή σχέση Θεού-άνθρώπου.
Από πολλά κακά μας απαλλάσσει ή ταπεινοφροσύνη και πολλά καλά μας προσφέρει. Πράγματι, θα είμαστε μακάριοι, όταν συνειδητοποιήσουμε την αλήθεια της ταπεινοφροσύνης και προσπαθήσουμε να ζήσουμε με αυτή την αρετή. Τότε, αδελφέ μου, μας ανοίγεται και πάλι από τον Χριστό μας ή πόρτα του Παραδείσου, πού έκλεισε κάποτε ακριβώς λόγω της αλαζονείας.
ε/ Η υπομονή
Ή υπομονή είναι από όλες τίς πλευρές πολύ σπουδαία αρετή. Όταν μάλιστα λέμε "υπομονή", δεν εννοούμε μία αρρωστημένη παθητική κατάσταση, ή οποία μοιάζει με το "κάρμα" των ινδουιστών ή το "κισμέτ" των μουσουλμάνων. Εννοούμε μία υγιή κατάσταση, όπου ό άνθρωπος μπροστά στο πρόβλημα κάνει το καλύτερο πού μπορεί, συγχρόνως όμως υπομένει ψύχραιμα και με ηρεμία τη δοκιμασία. Δεν τα χάνει, δεν απελπίζεται, έχει την ελπίδα του στον Θεό και συγχρόνως αγωνίζεται με υπομονή.
Ή υπομονή αποτελεί υπόβαθρο της επιτυχίας σε όλα τα επίπεδα. Οι δυσκολίες, οί αντιξοότητες, οι δοκιμασίες δεν πρέπει να λυγίζουν τον πιστό. Το αντίθετο, θα πρέπει να τον γιγαντώνουν. Με την πίστη του στον Θεό θα πρέπει να υπομένει μέχρι την τελική νίκη. Μεγάλη δε βοήθεια θα είχαμε, αν προσπαθούσαμε στις δύσκολες καταστάσεις να κοιτάζουμε τα πράγματα πιο σωστά και πιο καθαρά. Δυστυχώς όμως βλέπουμε κοντόφθαλμα• όσο διαρκεί αυτή ή ζωή. Κλείνουμε τα μάτια σε αυτό πού ακολουθεί. Μας απασχολεί το προσωρινό και αδιαφορούμε για το διαρκές. Ανησυχούμε για το πρόσκαιρο και αποφεύγουμε το παντοτινό. Αγωνιούμε για τα γήινα μικροσυμφέροντα μας και προσπαθούμε να ξεχάσουμε την ύπαρξη της αιωνιότητας. Είμαστε φθηνοί στο αλεύρι και ακριβοί στα πίτουρα Ποιο είναι το πραγματικό μας συμφέρον; Ξέρουμε Τι είναι πραγματικά για το καλό μας; Γνωρίζουμε όλα τα μυστήρια; Φοβάμαι πώς δεν ξέρουμε ούτε αυτό πού είναι δίπλα μας. Ό Θεός όμως γνωρίζει. Γνωρίζει ποιο είναι το πραγματικό μας συμφέρον, Τι είναι για το καλό μας. Εμείς αγνοούμε. Έτσι, όταν περνάμε κάποια δοκιμασία, συγχυζόμαστε, χάνουμε τον κόσμο. Και δεν σκεφτόμαστε ότι κάποιος λόγος θα υπάρχει, τον όποιο ό Θεός γνωρίζει και εμείς αγνοούμε. Αφού Εκείνος επιτρέπει κάτι, τότε είναι για το καλό μας, και ας φαίνεται προσωρινά ότι είναι δυσάρεστο ή κακό. Πόσες φορές συνειδητοποιήσαμε ότι εκείνο πού θεωρήσαμε τότε κακό υπήρξε αργότερα σωτήριο; Μοιάζουμε με τα μικρά παιδιά πού κλαίνε, όταν οί γονείς τα στέλνουν στο σχολείο ή πού παρακαλούν να αρρωστήσει ό δάσκαλος, για να χάσουν το μάθημα. Αγνοούν πόσο χρήσιμο και απαραίτητο είναι το σχολείο.
Αλλά σχολείο είναι και ή ζωή. Με τίς δοκιμασίες εκπαιδευόμαστε, κερδίζουμε βραβεία, προαγόμαστε, αποκομίζουμε κέρδη. Πολύ σωστά οί Γέροντες και οί Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας συμβουλεύουν όχι μόνο να μη γογγύζουμε στις δοκιμασίες, αλλά και να χαιρόμαστε, γιατί μας προετοιμάζουν για μια τρισευτυχισμένη αιώνια ζωή. Ό Θεός γνωρίζει το πραγματικό μας καλό, εκείνο πού είναι για το αιώνιο μας συμφέρον, και ας φαίνεται σε μας, πού είμαστε μέσα σε πνευματικό σκοτάδι, κακό και δυστυχία.
Ύστερα, είναι και ό εγωισμός μας. Μία εγωιστική αγάπη. Όταν, για παράδειγμα, φύγει από αυτόν τον κόσμο ένα αγαπημένο πρόσωπο, έστω και αν ζούσε μέσα σε θλιβερή κατάσταση και υπέφερε από μία χρόνια αρρώστια, εμείς κλαίμε και οδυρόμαστε. Δεν συλλογιζόμαστε ότι γλίτωσε από τους πόνους και τώρα βρίσκεται στην ευτυχία του ουρανού. Στενοχωριόμαστε για τον δικό μας εαυτό, ότι χάσαμε την ικανοποίηση να είναι μαζί μας. Δεν σκεφτόμαστε το δικό του καλό.
Επίσης, όταν φεύγει από αυτόν τον μάταιο κόσμο ένα παιδάκι, επαναστατούμε και χτυπιόμαστε. Δεν λαμβάνουμε ύπ' όψιν τη δική του σωτηρία, το δικό του παντοτινό καλό, τη δική του αληθινή ευτυχία. Στην πραγματικότητα, μας βασανίζει ή δική μας εγωιστική ικανοποίηση πού χάθηκε και εκείνα τα όνειρα μας πού δεν πραγματοποιήθηκαν. Ακόμη και αυτά πού ονομάζουμε συμφορές, μπορεί να είναι ή ευκαιρία για ένα καινούριο ξεκίνημα, για μία νέα ζωή. Ό Θεός είναι ή άπειρη Αγάπη πού θέλει πάντοτε το καλό μας. Εμείς, με την ελεύθερη θέληση πού μας χάρισε Εκείνος, παρεμβάλλουμε εμπόδια και αντιστεκόμαστε στο αγαθό Του θέλημα. Θα μάθουμε ποτέ να εμπιστευόμαστε την πανσοφία Του; Θα Του επιτρέψουμε να κυβερνά Αυτός τη ζωή μας;
Μη μας διαφεύγει δε ότι μέσα από την υπομονή ξεφυτρώνει και ή επιμονή. Οί δοκιμασίες, είπαμε, είναι τα μαθήματα του σχολείου της ζωής. Ό Χριστιανός, ξανά το τονίζουμε, αποδέχεται τη δοκιμασία και άφ' ενός μεν χαίρεται και υπομένει ήρεμα, διότι μέσα από αυτήν εκπαιδεύεται, ανεβαίνει και κερδίζει στεφάνια, άφ' ετέρου δε, επειδή τη θεωρεί σάλπισμα αγώνα, συνεχίζει την πνευματική του πορεία με ακόμη μεγαλύτερη υπομονή και επιμονή και με μεγαλύτερο ζήλο. Ή υπομονή και ή δίδυμη αδελφή της, ή επιμονή, είναι μεγάλο κέρδος για τον άνθρωπο. Με την υπομονή ξεπερνά τίς αποτυχίες και με την επιμονή επαναλαμβάνει την προσπάθεια μέχρι την τελική νίκη.
Γι' αυτό ό ιερός Χρυσόστομος αναφέρει ότι δεν είναι φοβερό το να πέφτεις, αλλά το να παραμένεις στην πτώση. Θα πρέπει να σηκώνεσαι και να προχωράς, όσες φορές και να πέσεις. Με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, ό Κύριος Ιησούς Χριστός θα σε βοηθά. Μην απελπίζεσαι λοιπόν, αδελφέ μου. Συνέχιζε ακλόνητος, μέχρι την εν Χριστώ Ιησού τελική νίκη. Ό Κύριος Ιησούς Χριστός «εξήλθε νικών και ίνα νικήσει» (Άποκ. στ'2).
Στ/ Η εγκράτεια.
Ή εγκράτεια σχετίζεται με την αυτοκυριαρχία και ή αυτοκυριαρχία με τη θέληση. Με τίς τρεις αυτές αρετές ασχολείται ό μέγας ψυχοθεραπευτής Πατέρας της Εκκλησίας, ό Άγιος Μάξιμος ό Ομολογητής.
Ή εγκράτεια μας κάνει ικανούς να αποφεύγουμε τα βλαβερά, να ασχολούμαστε με τα ωφέλιμα και να έχουμε την αίσθηση του μέτρου. Με την αυτοκυριαρχία απομακρύνουμε την ασέλγεια, τον φθόνο και τον θυμό. Με το μέτρο εξουδετερώνουμε την αλαζονεία και τη λαιμαργία, αποκτώντας ταπείνωση και εγκράτεια στο φαγητό. Και ασχολούμενοι με τα έργα της αγάπης, υπερβαίνουμε την άκηδία (την καταθλιπτική αποφυγή της δραστηριότητας).
Ή εγκράτεια, μαζί με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, ενισχύεται και από την αυτοκυριαρχία και τη θέληση, γιατί και ή ανθρώπινη προσπάθεια είναι πάντοτε απαραίτητη. Για την ανάπτυξη της αυτοκυριαρχίας και της θέλησης μπορείς να ανατρέξεις στο κεφάλαιο Β1 "Πνευματική πορεία και άσκηση" του παρόντος βιβλίου.
ζ/ Η ελεημοσύνη
Ή ελεημοσύνη, αγαπητέ μου αδελφέ, συνδυασμένη με την προσευχή, έχει μεγάλη παρρησία ενώπιον του Θεού. Στις Πράξεις των Αποστόλων, ό εκατόνταρχος Κορνήλιος πρόσφερε ελεημοσύνες και προσευχές στον άγνωστο Θεό, κάτι πού τόσο εξευμένισε τον Θεό, ώστε να στείλει τον "Απόστολο Πέτρο να τον καλέσει στη χριστιανική πίστη και να αγιάσει.
Ή ελεημοσύνη, μεταξύ άλλων, αναπληρώνει και κάποια υστερήματα των αγωνιζόμενων στον κόσμο αδελφών μας, πού για φυσικούς λόγους δυσκολεύονται να αγρυπνήσουν και να νηστέψουν πολύ. Όταν γίνεται για τον Θεό και όχι προς το θεαθήναι, εξομοιώνει τον άνθρωπο με τον Πλάστη, πού από ελεημοσύνη έγινε άνθρωπος για τη σωτηρία μας. Ό ελεήμων είναι εύσπλαχνος και οικτίρμων και μοιάζει με τον Θεό, σύμφωνα με τον λόγο του Χριστού: «γίνεσθε ούν οικτίρμονες, καθώς και ό πατήρ υμών οικτίρμων εστί» (Λουκ. στ'36).
Καλό λοιπόν νομίζω πώς θα ήταν, αν γράφαμε και κάποιο παράδειγμα σχετικό με αυτή την αρετή, αφού προηγουμένως συστήσω στους ευλαβείς αναγνώστες να μελετήσουν τον βίο του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος (12 Νοεμβρίου) και του Αγίου Φιλάρετου του Ελεήμονος (1 Δεκεμβρίου). Επιτρέψτε μου να σας κεράσω ένα μόνο ψίχουλο από τον βίο του Αγίου Ιωάννου, καθώς διηγείται ό ίδιος ό Άγιος για κάποιον Πέτρο:
«Γνώρισα κάποτε στην πόλη μου κάποιον πλούσιο τόσο άσπλαχνο, πού ποτέ δεν έδωσε ούτε δεκάρα. Μια μέρα, οι ζητιάνοι της πόλης συγκεντρώθηκαν σε έναν συνηθισμένο τόπο και συζητούσαν για τους πλούσιους. Λέγανε για τον ένα ότι είναι πολύ ελεήμων, για τον άλλο λιγότερο κ.λπ. Όμως όλοι καταριόντουσαν τον πάμπλουτο Πέτρο• παρότι ήταν ό πιο πλούσιος, δεν έδωσε ποτέ σε φτωχό τίποτε, ούτε έστω ένα ξερό καρβέλι. Τότε, ένας ζητιάνος έβαλε στοίχημα πώς μπορεί να βγάλει ελεημοσύνη από αυτόν τον άσπλαχνο. Τρέχει λοιπόν στο σπίτι του πλούσιου και αρχίζει:
- Σε παρακαλώ, δώσε μου λίγο ψωμάκι, γιατί πεινάω.
Ό άλλος:
- Τσακίσου γρήγορα από εδώ! Να μη σε βλέπω!
Ό ζητιάνος ξανά και ξανά:
- Δώσε μου ένα καρβέλι...
- Φύγε!
- Δεν φεύγω.
- Φύγε, ειδάλλως θα σε κτυπήσω!
- Δεν φεύγω.
Εκείνη την ώρα, έφθασε ό φούρναρης στο αρχοντικό του Πέτρου, πού ήταν από τα πλουσιότερα της Κωνσταντινούπολης, φέρνοντας ένα κοφίνι με ψωμιά. Αρπάζει τότε ό Πέτρος θυμωμένος ένα φρέσκο ψωμί και το πετάει σαν πέτρα στο κεφάλι του ζητιάνου, για να τον σκοτώσει. Εκείνος γλίστρησε λίγο και το απέφυγε. Κατόπιν, βουτάει γεμάτος χαρά το ψωμί και τρέχει στους συναδέλφους του:
- Κέρδισα! Κέρδισα το στοίχημα!
Οί άλλοι, πραγματικά, τον παραδέχτηκαν.
Άλλα τι γίνεται με τον Πέτρο; Δεν μπορούσε να το χωνέψει, ότι γελάστηκε και έχασε ένα ψωμί. Το βράδυ πέφτει να κοιμηθεί κουρασμένος και λυπημένος. Ό Θεός όμως ήθελε να τον γλιτώσει από την κόλαση. Βλέπει, λοιπόν, σε όνειρο πώς ήλθε ή ώρα του θανάτου του.
Ένας φωτεινός Άγγελος εμφανίζεται τότε να κρατά μία μεγάλη πλάστιγγα και να ζυγίζει τα έργα. Από τη μεριά των κακών έργων παραγέμισε και ακούμπησε στο πάτωμα. Γυρίζει προς τους άλλους Αγγέλους πού ήσαν μαζί του.
- Φέρτε και καλά έργα για τη δεξιά μεριά της πλάστιγγας, λέει.
- Δεν έχουμε, δυστυχώς, τίποτε, του απαντούν.
- Τίποτε;
- Μόνο ένα καρβέλι ψωμί ελεημοσύνη, λέει ένας.
Αυτό πού πέταξε στο κεφάλι ενός ζητιάνου.
- Φέρτε. Ας είναι κι αυτό.
Το έφεραν και το έβαλαν στη δεξιά μεριά. Μονομιάς, ή πλάστιγγα κινήθηκε και ανασηκώθηκε λιγάκι από το έδαφος ή αριστερή μεριά της.
Οί Άγγελοι θαύμασαν. Τόσο πολύ να αξίζει εκείνο το καρβέλι! Οπωσδήποτε όμως βάραινε γερά ή αριστερή μεριά.
- Βαραίνει αρκετά το καρβέλι, αλλά δυστυχώς ό άνθρωπος πάει για την κόλαση. Θέλει πολλά καρβέλια σαν αυτό, για να γείρει προς τα δεξιά ή πλάστιγγα,
είπε ό Άγγελος πού ζύγιζε.
Και εκεί πού ετοιμαζόταν ή ψυχή να βγει, για να πάει στην κόλαση, έρχεται διαταγή από τον Θεό:
- Δώστε παράταση σε αυτόν τον ταλαίπωρο, μήπως κατορθώσει με την ελεημοσύνη να σηκώσει ψηλά τη δεξιά μεριά της πλάστιγγας και σωθεί.
Αυτά είδε ό Πέτρος σαν σε όραμα και ξύπνησε. «Ωχ», λέει με ανακούφιση, «φθηνά τη γλίτωσα! Ολόισια για την κόλαση πήγαινα. Για κοίταξε όμως ένα ξεροκάρβελο, πού το πέταξα σαν πέτρα, Τι βάρος είχε! Για φαντάσου Τι αξία θα έχει, αν το δώσω με την ψυχή μου. Λοιπόν, από σήμερα ξεκινώ τίς ελεημοσύνες». Και άρχισε να δίνει. Να δίνει ψωμιά, τρόφιμα, χρήματα, ρούχα, να δίνει ό,τι είχε, ώστε έγινε ό πιο ελεήμων.
Κάποιο πρωί ένας ζητιάνος περπατούσε μέσα στην παγωνιά σχεδόν μισόγυμνος. Μόλις τον είδε ό Πέτρος, τόσο τον σπλαχνίστηκε, πού έβγαλε το γούνινο παλτό του και του το χάρισε. Ό ζητιάνος όμως, ασυνήθιστος σε τέτοιες πολυτέλειες, σχεδόν αμέσως το πούλησε. Την άλλη μέρα ό Πέτρος βλέπει και φορά κάποιος άλλος το παλτό πού πρόσφερε.
- Πού το βρήκες; τον ρωτά.
- Το αγόρασα από έναν ζητιάνο, λέει ό άλλος.
Έ, αυτό δεν το σήκωσε. «Βρε», λέει, «εγώ να τον λυπηθώ πού κρύωνε και αυτός να το πουλήσει!»
Και με αυτές τίς σκέψεις, έπεσε το βράδυ να κοιμηθεί. Στον ύπνο του βλέπει τον Χριστό. Άλλα Τι παράξενο! Φορούσε Αυτός το παλτό του και με αγάπη του λέει:
- Πέτρο, παιδί μου, γιατί είσαι λυπημένος;
- Να, Δέσποτα μου, εγώ με καλή διάθεση δίνω ελεημοσύνη, αλλά υπάρχουν και επιτήδειοι πού με εκμεταλλεύονται.
- Για κοίταξε με Τι φορώ, του λέει ό Χριστός. Αυτό είναι το παλτό σου. Εσύ το έδωσες για την αγάπη μου στον φτωχό, όμως εγώ το φορώ και εγώ σου το χρωστώ. Συνέχισε τίς αγαθοεργίες σου και μη σε πειράζει αν μερικοί σε εκμεταλλεύονται. Εγώ θα σε πληρώσω.
Μετά την οπτασία αυτή, ό Πέτρος έβγαλε μία απίστευτη απόφαση: Ελευθέρωσε όλους τους δούλους του, μοίρασε σε φτωχούς την περιουσία του και όρκισε έναν έμπιστο δούλο να τον πουλήσει εκείνος σαν δικό του, υποτίθεται, δούλο σε κάποιον Χριστιανό στα Ιεροσόλυμα και τα χρήματα πού θα έπαιρνε από την πώληση να τα έδινε ελεημοσύνη».
Ή ιστορία αυτή έχει συγκινητική τη συνέχεια της, αλλά αφήνω να τη διαβάσετε στον βίο του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος. Ή γνήσια λοιπόν ελεημοσύνη είναι αγάπη και προς τον Θεό, αλλά και προς τον πλησίον.
η/ Η αγάπη
Ό ευαγγελιστής Ιωάννης λέει: «Ό Θεός αγάπη εστί και ό μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ό Θεός εν αύτώ» (Α' Ίωάν. δ' 16). Και αλλού: «εάν τις ειπεί ότι αγαπώ τον Θεόν και τον άδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν» (Α' Ίωάν. δ'20).
Λοιπόν, και πάλι σε ρωτώ: Δυσκολεύεσαι να νηστέψεις, να αγρυπνήσεις, να ζεις εν αγαμία και παρθενία; Αυτά τα καταλαβαίνω. Άλλα να κρατάς σφιχτά το μίσος κατά του αδελφού σου, αυτό δεν το καταλαβαίνω. Θα πεις, «έχω μέσα μου μια ψύχρα, πού δε βγαίνει με τίποτε». Άντε, και αυτό το καταλαβαίνω• του πειρασμού έργο είναι. Όμως οφείλεις να ζητήσεις στην προσευχή βοήθεια από τον Θεό. Και θα δείξεις καλή θέληση• θα πεις μια καλημέρα σε αυτόν πού σε έβλαψε, θα πεις δυο λόγια στην προσευχή σου να τον φωτίσει ό Θεός. Μήπως και αυτά είναι δύσκολα; Νομίζω πώς τότε είναι δύσκολα, όταν ό άνθρωπος δεν φοβάται τον Θεό, ούτε πιστεύει στο Ευαγγέλιο.
Αν πιστεύαμε στο αψευδέστατο στόμα του Σωτήρα μας («εάν δε μη άφητε τοις άνθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ό πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών», Ματθ. στ'15), τότε θα συγχωρούσαμε και τον μεγαλύτερο εχθρό μας. Ακόμη και αν μας έκλεψε, αν μας αδίκησε ή αν έβλαψε την τιμή του γένους μας.
Οπωσδήποτε θα έχω αδικηθεί. Όμως στην περίπτωση πού πιστεύω ότι εδώ είναι όλα μάταια, ότι υπάρχει κόλαση και παράδεισος, Τι πρέπει να κάνω; Θα παραμείνω αγκαλιά με τον φθόνο, να πάμε μαζί στην κόλαση, ή θα αγκαλιάσω την αγάπη, πού σημαίνει αγκαλιάζω τον Θεό και κατά συνέπεια την αιώνια Βασιλεία Του;
Άλλα, αν εμείς εμπιστευθούμε τη ζωή μας στον Θεό, μήπως Εκείνος δεν είναι δυνατός να μας αποδώσει το δίκαιο και σε αυτόν εδώ τον κόσμο; Ασφαλώς και το μπορεί. Είναι πολλά τα παραδείγματα πού βλέπουμε κάθε μέρα. «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού», ψάλλει ή Αγία μας Εκκλησία. Και ό Απόστολος Παύλος αναφέρει: «Εάν ταίς γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, άγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ήχων ή κύμβαλον άλαλάζον» (Α' Κορ. ιγ'1).
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΚΑΙ ΨΗΛΑΦΗΤΗ
Απευθύνομαι προς τέκνα της Αγίας 'Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Και λέω με φωνή δυνατή: Ή Εκκλησία μας είναι ζωντανή! Μέχρι και ψηλαφητή! Πόσοι Άγιοι, παλαιότεροι και νεότεροι, βγήκαν από τους κόλπους της! Πόσα θαύματα κάθε μέρα! Λίγες φορές φανερώνονται στους αρρώστους οι Άγιοι και τους θεραπεύουν από βαριές και ανίατες ασθένειες; Οί Άγιοι, πού παραμένουν άφθαρτα τα ιερά λείψανα τους. Του Αγίου Σπυρίδωνος, για παράδειγμα, πάνω από 16 αιώνες παραμένει άθικτο το ιερό σκήνωμα του. Το ίδιο και του Αγίου Γερασίμου, του Αγίου Διονυσίου ή τόσων άλλων.
Άλλα και στα ιερά λείψανα δεν βλέπουμε το μέγα θαύμα, ότι αναδίδουν τα ξερά οστά ευωδία άρρητη και ανεξάντλητη; Και ό αγιασμός, πού αναφέραμε πρωτύτερα, πώς διατηρείται κατά τρόπο θαυμαστό μέχρι συντέλειας του κόσμου χωρίς να βρωμίσει, όπως συμβαίνει κατά τους φυσικούς νόμους για το νερό; Και το Άγιο Φως; Δεν βγαίνει κάθε χρόνο μπροστά στα μάτια των διαφόρων αιρετικών, Λατίνων, Κοπτών, Αρμενίων, Προτεσταντών, αλλά και αυτών ακόμη των Εβραίων, των σταυρωτών του Σωτήρα μας; Είναι ένα δάκτυλο-δεικτούμενο θαύμα, πού βροντοφωνάζει σε όλη την οικουμένη: «Εδώ είναι ή αλήθεια! Αυτή είναι ή Ορθόδοξη πίστη! Εδώ ελάτε!» Και όμως, ό εγωισμός του άνθρωπου αντιδρά. Λέει όχι. Δεν επεχείρησαν και Αρμένιοι και Λατίνοι να λάβουν το Άγιο Φως και ντροπιάστηκαν; Ό Θεός να φυλάει όλους μας από τον εγωισμό και το δαιμονικό πείσμα.
Δεν θα μου φθάσει ό χρόνος να διηγηθώ τα αμέτρητα θαύματα της Ορθοδοξίας μας. Ένα ακόμη θαυμαστό θα αναφέρω και τελειώνω.
Είναι γνωστό ότι τα σώματα των ανθρώπων, μόλις πεθάνουν, παγώνουν και κοκαλώνουν. Έ, αυτό δεν ισχύει για τους μοναχούς. Ό μοναχός, όταν κοιμηθεί, διατηρεί το σώμα του εύκαμπτο, όπως όταν ήταν ζωντανός. Μάλιστα στους Αγιοσαββίτες συμβαίνει το πλέον παράδοξο: Μόλις κάποιος Αγιοσαββίτης μοναχός πεθάνει, ανοίγουν μία θυρίδα από την καταπακτή στην αυλή της Μονής και από αυτήν κατεβάζουν τον νεκρό σε ένα υπόγειο. Εκεί παραμένει το σώμα μέχρι να διαλυθεί, χωρίς ενταφιασμό. Λοιπόν, κανένα σώμα μέχρι στιγμής δεν μύρισε άσχημα. Πολλές φορές έτυχε την ίδια χρονιά, να βάλουν μέσα αρκετούς μοναχούς. Όταν τους κατεβάζουν, τους τοποθετούν τον έναν δίπλα στον άλλον και δεν αισθάνονται την παραμικρή δυσοσμία. Αντίθετα, πολλές φορές εξέρχεται εύωδία από την καταπακτή.
Και με αυτό, παύω τον λόγο. Φοβάμαι ότι κούρασα. Εύχομαι από καρδιάς, ό αναγνώστης πού είχε την υπομονή να διαβάσει όλα αυτά, να αποκομίσει ωφέλεια ψυχής. Έστω ότι ένας πόρνος, ένας απατεώνας, ένας βλάσφημος διάβασε τα προηγούμενα. Αν του αρέσουν και από θαυμασμό μεν αναβοήσει «Τι ωραία λόγια! Τι σοφά πράγματα!», αλλά ξαναγυρίσει ό ένας στην πορνεία, ό άλλος στην απάτη, ό τρίτος στη βλασφημία, τότε ό κόπος μου ήταν μάταιος. Αν όμως με την ανάγνωση προβληματιστείς, αδελφέ, να αλλάξεις ζωή και τρέξεις στον πνευματικό να διώξεις το βάρος της αμαρτίας κάνοντας μία νέα αρχή, τότε δίνεις και σε μένα χαρά μεγάλη, διότι χάριτι Κυρίου λυτρώθηκε ψυχή από τα νύχια του αρχεκάκου. Αν δε στη συνέχεια ανάψεις τη ρομφαία του Πνεύματος και καθημερινά με το κομποσχοίνι σου επικαλείσαι με ταπείνωση, όπως ό Τελώνης, το παντοδύναμο όνομα του Ιησού, να είσαι βέβαιος ότι κατανικάς τους εχθρούς, κερδίζεις τρόπαια και με γνώμονα την πίστη γίνεσαι πάνοπλος και πανίσχυρος, αφού έχεις μέσα σου τον Παντοδύναμο Θεό.
Όποτε, από όλα όσα διάβασες, αντιλαμβάνεσαι, νομίζω, ότι εκείνο πού έχει σημασία είναι να συνειδητοποιήσεις τον σκοπό της ζωής, πού αυτός είναι το αιώνιο, είναι ή ένωση με τον Θεό. Και, ανεξάρτητα από τον χώρο όπου ζεις και τίς συνήθειες στις όποιες βρίσκεσαι, άφ' ενός μεν να εκτελείς, όσο μπορείς καλύτερα, όλα σου τα καθήκοντα, γήινα και πνευματικά, συγχρόνως όμως μέσα στο μυαλό σου να έχεις συνεχώς τη μνήμη της αιωνιότητας και αύτη να ρυθμίζει την ποιότητα της ζωής σου.
- Ευχήσου δε και για μένα να φιλοτιμηθώ, ώστε αυτά πού γράφω στους άλλους να τα εφαρμόζω πρώτος, για να μην κατηγορηθώ ως ό αχρείος δούλος, αλλά να ακούσω και εγώ μαζί σου της ευκταίας εκείνης φωνής: «ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου». Αμήν
Σήμερα
θα μιλήσουμε για την μεγάλη πνευματική ασθένεια που λέγεται εγωισμός.
Ο εγωισμός είναι ένα παράλογο πάθος που μαστίζει
κυριολεκτικά όλο το ανθρώπινο γένος· όλοι οι άνθρωποι πάσχουμε από αυτή τη
μεγάλη ασθένεια.
Τον εγωιστή
άνθρωπο ο εγωισμός τον ρεζιλεύει και τον θεατρίζει. Αυτόν τον εγωισμό καλούμεθα
από το Θεό να αγωνιστούμε, να τον καταπολεμήσουμε, για να απαλλαγούμε απ’
αυτόν.
Ο παλαιός άνθρωπος είναι η εμπαθής κατάσταση της
ψυχής και στην κυριολεξία είναι εγωισμός.
Όλα τα πάθη, όλα τα αμαρτήματα, όλες οι πτώσεις,
έχουν την αρχή τους, την αφετηρία τους στον εγωισμό. Μεγάλο κακό. Δεν αφήνει
τον άνθρωπο ήσυχο· τον τυραννά νύχτα – μέρα. Όλοι γενικά οι άνθρωποι πάσχουν
από αυτό το κακό, και περισσότερο από όλους εγώ ο αμαρτωλός…
Στον πρώτο καιρό που ήμουνα κοντά στον άγιο Γέροντά
μου, όταν πρωτοπήγα κοντά του εκεί σ’ εκείνον τον απαράκλητο τόπο της ερήμου,
εκεί κοντά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γνώρισα και είδα στην πράξη τον εγωισμό μου.
Όταν ήμουν στον κόσμο, οι άνθρωποι της Εκκλησίας με
νόμιζαν ότι ήμουν ένα αγιασμένο παιδί. Εγώ αντιδρούσα σ’ αυτούς τους
χαρακτηρισμούς, πλην όμως σιγά-σιγά οι έπαινοι μου κάνανε κακό. Και το κακό,
αυτό το είδα στη πράξη, όταν έβαλα την κατά Θεόν αρχή να θεραπευθώ ψυχικά από
όλα μου τα πάθη.
Όταν πρωτοπήγα στο Γέροντα Ιωσήφ, από την πρώτη μέρα
αμέσως άρχισε την επίβλεψή του, άρχισε τη θεραπεία του. Και με μεταχειριζόταν
αυστηρά· με ήλεγχε συνέχεια, με μάλωνε, και με κούραζε αρκετά, διότι ήμουν
αδύνατος ψυχικά.
Είναι αλήθεια ότι, όταν μου έκανε τους ελέγχους,
δηλαδή όταν έβαζε το φάρμακο πάνω στην πληγή μου, εγώ πονούσα. Ο εγωισμός μου
κλωτσούσε μέσα μου και μου έλεγε· γιατί μόνο σε μένα ο Γέροντας εξασκεί αυτή
την αυστηρή παιδεία, γιατί να με μαλώνει, γιατί και γιατί…; Εγώ με την ευχή του
Γέροντά μου αντιδρούσα, αντέλεγα, άνοιγα μαζί του πόλεμο. Και πολλές φορές,
μετά από έναν κραταιό αγώνα, πήγαινα μέσα στο κελάκι μου και έπαιρνα τον
Εσταυρωμένο και έκλαιγα επάνω του και του έλεγα:
«Ιησού μου γλυκύτατε! Εσύ που ήσουν ο αναμάρτητος
Θεός, υπέμεινες τόσα και τόσα κακά, τόση αντιλογία, τόσες ύβρεις και χλευασμούς
από ένα τόσο μεγάλο πλήθος ανθρώπων που σε μισούσαν και είχαν μεγάλη κακία
απέναντι σου. Και εσύ με ανεξικακία όλα αυτά τα υπέμεινες για τη δική μου αγάπη
και σωτηρία. Και εγώ ένας αμαρτωλός άνθρωπος, ένας εμπαθής και ελεεινός να
διαμαρτύρομαι και να λέω, γιατί μου βάζει ο Γέροντας το πικρό φάρμακο της
σωτηρίας μου; Άξια αυτών που έπραξα απολαμβάνω. Επομένως δεν έχω ούτε μια
δικαιολογία αλλά μόνο πρέπει να κάνω υπομονή να σηκώσω το Σταυρό τον οποίο μου
χάρισε η αγαθότητά Σου προς σωτηρία μου».
Αυτά του έλεγα του Χριστού και πράγματι δεχόμουνα
μεγάλη ανακούφιση. Μετά από ένα τέτοιο κλάμα ένοιωθα μια δύναμη μέσα στην
καρδιά μου, στο να υπομείνω μέχρι τέλους, έως ότου να σταυρωθώ ψυχικά για να
δεχθώ στη συνέχεια την ανάσταση της ψυχής μου.
Πολλά παραδείγματα αγίων ανθρώπων μας δίνουν πολύ
κουράγιο για να σηκώσουμε και εμείς αυτόν το σταυρό, αυτή τη δυσκολία στην
αντιμετώπιση του τρομερού εγωισμού.
Κακό πάθος, δύσκολο. Την καρδιά την έχει περιπλέξει
πολύ δύσκολα. Γι’ αυτό ο μεγάλος Πατέρας της ερήμου, ο Ποιμήν, λέει, ότι,
εκείνος που θέλει να ξεριζώνει τα πάθη του, πονάει και αιμορραγεί. Και πράγματι
έτσι έχει η αλήθεια.
Όταν κάποιος μας ελέγξει, μας προσβάλει, αμέσως μέσα
μας γίνεται ένα κλώτσημα, μια δυσκολία εσωτερική, μια στενοχώρια, ένας πνιγμός,
μια πίεση που μας σπρώχνει να αντιμιλήσουμε, να ανταποδώσουμε, να θυμώσουμε σ’
αυτόν τον άνθρωπο που μας έκανε τον μεγάλο. Εκείνη την ώρα χρειάζεται σφίξιμο,
χρειάζεται να καταπιούμε μέσα βαθειά στη ψυχή μας, το φαρμάκι αυτό του
εγωισμού. Να πνίξουμε το θηρίο που έρχεται να βγει προς τα έξω για να μας
ενοχοποιήσει. Και όταν στη συνέχεια, σε κάθε τέτοια περίπτωση, αντιμετωπίσουμε
το κακό κατ’ αυτό τον τρόπο, πνίγοντας το θηρίο όταν πρόκειται να βγει προς τα
έξω, με το πέρασμα του χρόνου, εσωτερικά θα ψοφήσει. Όταν ένα θηρίο το κλείσει
κανείς μέσα σ’ ένα κλειστό χώρο και δεν το τροφοδοτεί, δεν του ρίχνει τροφή,
κατά φυσική συνέπεια, μετά από ένα διάστημα χρόνου θα πεθάνει. Έτσι και με το
θηρίο αυτό του εγωισμού, εάν δεν το τροφοδοτούμε με υποχωρήσεις, με τη χάρη του
Θεού σιγά-σιγά θα εκλείψει.
Μια παρθένος πήγε στον Αββά Παμβώ και του λέγει:
«Αββά, εγώ νηστεύω πολύ και τρώω ανά επτά ημέρες. Κάνω και διάφορες άλλες
ασκήσεις. Έχω αποστηθίσει τη Πάλαια και Καινή Διαθήκη. Τί μου υπολείπεται ακόμη
να πράξω, ώστε να φθάσω στην τελειότητα;»
Ο σοφός γέροντας της λέει:
-Παιδί μου, όταν κανείς σε βρίσει, σε χλευάσει, σου
φαίνεται μέσα σου σαν να σε επαινεί;
-Όχι.
-Όταν σε επαινεί κάποιος, σου φαίνεται μέσα σου σαν
να σε βρίζει;
-Όχι Αββά.
-Άντε παιδάκι μου πήγαινε, λέει, και τίποτα δεν
έχεις κάνει μέχρι τώρα.
Ο Αββάς Ποιμήν είχε άλλους έξι αδελφούς. Ο
μεγαλύτερος ήταν ο Αββάς Ανούβ. Και κάποτε όλοι μαζί πήγανε και κατοικήσανε σε
ένα κελί, σε ένα παλιό ειδωλολατρικό ναό που έξω από αυτόν ήταν στημένο ένα
άγαλμα, μία θεότητα. Και κάποια μέρα ο Αββάς Ανούβ, κατά παράδοξο τρόπο, πήγε
και άρχισε να ρίχνει πέτρες στο άγαλμα και να το βρίζει. Την άλλη μέρα πήγε και
το προσκυνούσε και του έλεγε πολλά επαινετικά λόγια.
Όταν είδαν τον Αββά να κάνει κάτι τέτοιο, οι αδελφοί
τον ρώτησαν:
-Γέροντα μ’ αυτό που έκανες τί θέλεις να μας
διδάξεις;
-Να, λέγει, όταν με είδατε που πήγα και το
λιθοβολούσα και το έβριζα το είδωλο αυτό, μου απαντούσε;
-Όχι.
-Όταν την άλλη μέρα, είδατε να το προσκυνώ και να το
επαινώ, είδατε πάλι να μου πει τίποτα;
-Όχι, Αββά.
-Ε, αν θέλετε κι εσείς να μείνουμε όλοι μαζί και να
βιώσουμε με αγάπη, έτσι πρέπει να κάνουμε.
Να υπομένουμε ο ένας τον άλλο.
Ο εγωισμός είναι μια κληρονομιά που δεχθήκαμε από
τους πρωτοπλάστους, από τον Αδάμ και την Εύα. Και οι πρωτόπλαστοι νικήθηκαν από
το διάβολο, τον εωσφόρο. Εκείνος ξεκίνησε το θέμα.
Ο εωσφόρος είχε το πρώτο τάγμα των αγγέλων. Ήταν το
πλησιέστερο προς τη δόξα του Θεού. Απολάμβανε την πρώτη χάρη. Δεχόταν τις
πληροφορίες, τις αποκαλύψεις πιο μπροστά από τα άλλα 9 τάγματα. Για όλη αυτή τη
δόξα του και τη χάρη του, σκέφτηκε πονηρά κατά του Θεού. Έλεγε στο λογισμό του:
«Γιατί ο Θεός να είναι τόσο ψηλά; Γιατί να έχει αυτή τη δόξα; Γιατί να τον
προσκυνούμε; Γιατί να του υποτάσσονται τα πάντα. Και εγώ δεν μπορώ να γίνω
Θεός; Θ’ ανεβώ κι’ εγώ ψηλά και θα καθίσω δίπλα Του, θα γίνω και εγώ όμοιός
Του. Και θα με προσκυνούν τα πάντα. Και θα έχω και εγώ την ιδία δόξα.
Όταν σκέφτηκε αυτά και τα πίστεψε, αμέσως ο Θεός τον
απέρριψε από το πρόσωπό Του, τον πέταξε κάτω. Όλο το τάγμα χάθηκε στην άβυσσο.
Έτσι και κάθε υπερήφανος και εγωιστής· αποβάλλεται από το Θεό.
Ο διάβολος, ο εωσφόρος, δεν αρκέστηκε στη δική του
μόνο πτώση. Φθόνησε και τον άνθρωπο τον οποίον είχε πλάσει με ιδιαίτερο τρόπο ο
Θεός και τον είχε κάνει βασιλέα μέσα στον παράδεισο, και σε όλη την κτίση. Σου
λέει: «Γιατί αυτός να απολαμβάνει τέτοια ευτυχία; Όχι. Και αυτός πρέπει να
προσβάλει το Θεό και αυτός δεν πρέπει να Του υποτάσσεται· και αυτός πρέπει να
πλανηθεί. Τον πλησιάζει και του ψιθυρίζει τα ίδια πράγματα, με το να του πει·
«γιατί ο Θεός να σου απαγορεύσει να φάς από αυτό τον καρπό· αυτό είναι πονηριά
του Θεού, για να μη γίνεις κι εσύ Θεός, ώστε να γνωρίζεις το καλό και το κακό,
το πονηρό και το αγαθό· φάε και θα δεις ότι θα γίνεις Θεός».
Τον άκουσε ο πρωτόπλαστος και στη συνέχεια έγινε το
παραπάτημα· γνώρισε στην πράξη ότι έπρεπε να πειθαρχήσει στην εντολή του Θεού.
Η υπερηφάνεια και ο εγωισμός έβγαλε τους πρωτοπλάστους από τον παράδεισο του
Θεού. Κληρονομήσαμε και μείς σαν μια περιουσία τον εγωισμό αυτό και τώρα
υποφέρουμε και αγωνιζόμαστε μέχρις αίματος για να απαλλαγούμε.
Ο μοναχισμός είναι το άμισθο ιατρείο· είναι η
κλινική του Θεού, που έρχεται ο άνθρωπος για να γίνει καλά. Τον καλεί ο Θεός με
κλήση αγία και τον φέρνει με την αγάπη του σ’ αυτό το ιατρείο.
Ο άνθρωπος ζητά τη θεραπεία του και φωνάζει: Κύριε
Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
-Ναι, θα σε ελεήσω, απαντά ο Θεός. Και αρχίζει ο
ιατρός των ψυχών και των σωμάτων τη θεραπεία.
Μας στέλλει διάφορες θλίψεις, επιτρέπει πειρασμούς.
Και όλα αυτά είναι τα φάρμακα, τα πικρά φάρμακα που θεραπεύουν τη ψυχή του
ανθρώπου.
Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να πει ότι στον καιρό της
εγχειρήσεως ή της ιατρικής επεμβάσεως δεν πονά, δεν αγωνίζεται να ξεπεράσει το
πόνο και τη θλίψη· ωστόσο όμως στο τέλος της θεραπείας γίνεται ψυχικώς καλά.
Όταν ο Γέροντας μου ήταν αρχάριος στην έρημο, ήταν
στην υποταγή του γέροντα Εφραίμ, ενός απλού ανθρώπου. Ήταν ένα γεροντάκι
ευλογημένο. Κάποτε ένας γείτονας μοναχός, δεν γνωρίζω τί είχε συμβεί, το έθλιβε
το Γεροντάκι. Ο παππούς φώναζε διότι δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα.
Διαμαρτυρόταν, έβγαζε φωνές, τσίριζε… Ο Γέροντας ο δικός μου, νέο παιδί, δυνατό
που μπορούσε να τα βάλει με δέκα ανθρώπους, όταν άκουγε το Γέροντά του να
φωνάζει έξω και ο άλλος να σηκώνει το ανάστημά του, μέσα του άρχιζε να βράζει ο
θυμός και η οργή. Μόλις είδε τον κίνδυνο ότι αν βγει έξω δεν μπορούσε να
προβλέψει τί θα συνέβαινε, σαν νέος που ήταν, αμέσως τρέχει στην εκκλησία,
γονατίζει κι’ αρχίζει να φωνάζει: «Παναγία βοήθησε με». Και άρχισε να κλαίει·
να κλαίει, και να παρακαλεί, ώστε να επέμβει η Παναγία να βοηθήσει μη τυχόν και
σ’ αυτή την κατάσταση βγει έξω. Και αφού έκλαψε πολύ, και έχυσε πολλά δάκρυα,
τότε είδε το θηρίο του εγωισμού και τού θυμού να μαλακώνει και να υποχωρεί.
Όταν είδε ότι ήρθε σε μια κατάσταση που μπορούσε να βγει έξω και να μιλήσει με
πραότητα και ηρεμία, βγήκε και απάλλαξε, βέβαια με ήρεμο τρόπο και με ευγένεια,
τον γέροντα από το γείτονα. Και αυτό μας το έλεγε σαν παράδειγμα του πώς
αντιμετωπίζεται ο εγωισμός στη πράξη.
Έρχεται και στον μοναχό ο πειρασμός και του
ψιθυρίζει παραπλήσια πράγματα με εκείνα που ψιθύρισε στον Αδάμ. Αν ο Γέροντας
τον μαλώνει ή του κόβει το θέλημα, διαμαρτύρεται μέσα ο εγωισμός και ψιθυρίζει
στο μοναχό να αντιλογήσει, να φιλονικήσει, να στήσει το δικό του θέλημα· μ’
αυτό τον τρόπο δεν πρόκειται να θεραπευθεί ποτέ.
Ο μοναχός πρέπει να έχει συνεχώς την προσοχή για να
αντιμετωπίζει την κάθε περίπτωση, τον κάθε πειρασμό με επιτυχία, ώστε με τη
χάρη του Θεού να απαλλαγεί από τον παλαιό άνθρωπο. Στη θέση του παλαιού να μπεί
ο νέος, ο κατά Χριστόν, ο άνθρωπος της απάθειας και της αναστάσεως.
Ο αγώνας δεν είναι μικρός, ούτε και σε λίγο χρόνο
κατορθώνεται η νίκη και ο θρίαμβος κατά του εγωισμού. Μεγάλο θηρίο. Πολυκέφαλο.
Ο Όσιος Εφραίμ λέει: «Με λιοντάρι καταπιάστηκες;
Πρόσεξε μη σου συντρίψει τα οστά.»
Αυτό το θηρίο είναι ο Ε γ ω ι σ μ ό ς. Σαν λιοντάρι
παραφυλάει και μας επιτίθεται. Εμείς πρέπει να έχουμε στα χέρια μας το όπλο και
το μαχαίρι της αντιρρήσεως κατά των λογισμών.
Οι τύραννοι των χριστιανών στους χρόνους των διωγμών
προσπαθούσαν να παρασύρουν τους Μάρτυρες στο να αρνηθούν τη Θεότητα του
Χριστού. Τους υπόσχονταν πολλά· πλούτη, δόξες τιμές. Οι Μάρτυρες όμως δεν
υποχωρούσαν. Θριαμβευτικά ομολογούσαν τη πίστη στο Χριστό και στο τέλος δέχονταν
το στεφάνι του μαρτυρίου, και έτσι ο Χριστός δοξαζόταν.
Και τώρα οι τύραννοι των παθών μας πιέζουν. Τα πάθη
μας υπόσχονται, αν υποχωρήσουμε, απόλαυση και ικανοποίηση. Δεν πρέπει ο μοναχός
να υποχωρεί σε μια τέτοια βία, αλλά να αντιστέκεται με όλη την ανδρεία της
ψυχής και να περιμένει μετά από μια νόμιμη πάλη το στεφάνι του μαρτυρίου.
Οι Μάρτυρες μαρτύρησαν σε λίγο χρόνο. Πολλοί
μάρτυρες σε λίγα λεπτά δεχθήκανε το στεφάνι. Ο μοναχός μαρτυρεί συνέχεια, σε
όλη του τη ζωή. Όχι σε ένα τύραννο άλλα σε πολλούς. Κάθε πάθος και ένας
τύραννος. Γι’ αυτό όχι λιγότερο θα στεφανωθούν οι μοναχοί που θα αντισταθούν
στη βία των παθών και θα ομολογήσουν την καλή ομολογία της ασκήσεως, της μη
υποχωρήσεως.
Μας σπρώχνει το πάθος της αντιλογίας. Εμείς πρέπει
να βάλουμε εμπόδιο, φράγμα, να ανοίξουμε όρυγμα, να πέσει το άρμα της
αντιλογίας μέσα μας.
Ο αγώνας πρέπει να είναι συνεχής. Να μην
παρουσιάζουμε κενά· διότι τα κενά τα εκμεταλλεύεται ο διάβολος και σφηνώνει
μέσα στα κενά και μας δημιουργεί κατάσταση επικίνδυνη. Η προσευχή πρέπει να
είναι ακατάπαυστη. Η προσευχή είναι το όπλο μας. Και μόνο να προσεύχεται
κανείς, ο διάβολος δεν τον πλησιάζει εύκολα.
Ας αγωνισθούμε εναντίον κυρίως αυτού του πάθους,
διότι από εδώ ξεκινούν όλα. Και το κυρίως φάρμακο κατά του εγωισμού είναι η ταπείνωση.
Ο Κύριος μας, μας είπε· «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία
και ευρήσεται ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών». Η ταπείνωση και η πραότητα χαρίζουν
μια πνευματική ανάπαυση στη ψυχή. Της χαρίζουν φως και βλέπει καθαρότερα τα
πράγματα.
Ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος, την ταπείνωση την αποκαλεί
«Θεοΰφαντον στολήν». Την ταπείνωση, λέγει, φόρεσε ο Υιός και Λόγος του Θεού και
μπόρεσε και κατήλθε εκ των ουρανών, και μπόρεσε η γη να τον δεχθεί χωρίς να
καταφλεχθεί.
Η ταπεινοφροσύνη στολίζει τον άνθρωπο. Ο ταπεινός
άνθρωπος όπου και αν σταθεί, όπου και αν βρεθεί, σκορπάει μια κατά κάποιο τρόπο
μυστηριώδη χάρη και γίνεται αγαπητός και προσφιλής. Την ταπείνωση οι δαίμονες
την τρέμουν, όπως ακριβώς συνέβη και με έναν υποτακτικό.
Ένας χριστιανός είχε μια κόρη δαιμονισμένη και την
πήγε σε πολλούς γιατρούς αλλά δεν βρήκε τη θεραπεία της. Αυτός ο χριστιανός
είχε ένα φίλο, πνευματικό άνθρωπο, ο οποίος είχε σχέση με τους μοναχούς, και
λέγοντάς του το παράπονο, τον πόνο του για το κορίτσι του, του λέει εκείνος·
«Το παιδί σου θα βρει θεραπεία μόνον όταν καλέσεις ένα μοναχό, υποτακτικό, και
έλθει στο σπίτι σου και κάνει μια ευχούλα, θα δεις αμέσως το παιδί σου θα γίνει
καλά.
-Και που θα τον βρω εγώ αυτόν τον μοναχό;
-Να! Κάτω στην αγορά κατεβαίνουν, λέει, από την
έρημο νεώτεροι υποτακτικοί μοναχοί και πωλούν διάφορα εργόχειρα. Σ’ ένα τέτοιο
μοναχό πες του· «Έλα στο σπίτι να σου πληρώσω τα εργόχειρα, διότι τώρα επάνω
μου δεν έχω χρήματα». Και πες του να σου κάνει μια ευχή και θα δεις ότι το
παιδί σου θα γίνει καλά.
Αυτός αμέσως το πρωί κατεβαίνει στην αγορά, βλέπει
ένα νέο μοναχό να πουλά διάφορα, εκεί, εργόχειρα.
Του λέει: Πάτερ, πόσο τα δίνεις αυτά;
-Τόσο. Είπε ο μοναχός.
-Μπορείς να έλθεις μέχρι το σπίτι να σε πληρώσω,
γιατί επάνω μου δεν έχω χρήματα;
-Έρχομαι, λέει.
Και αφού προχωρούσαν προς το σπίτι και πλησίαζαν, ο
διάβολος μυρίστηκε το πράγμα, ότι ήρθε η ώρα του να πάρει το εξιτήριο του και
να φύγει από τον άνθρωπο, ετοιμάστηκε και αυτός. Και μπαίνοντας ο μοναχός μέσα
στο σπίτι, τον συναντά η κόρη και σηκώνει το χέρι και του δίνει ένα ράπισμα,
του μονάχου. Αυτός, ο μοναχός, γύρισε και την άλλη πλευρά του προσώπου και του
δίνει και απ’ εκεί ένα ράπισμα, και αμέσως η κόρη έπεσε κάτω κι’ έβγαζε αφρούς.
Και στο τέλος, φεύγοντας το δαιμόνιο είπε, ότι η εντολή του Χριστού με βγάζει
και με διώχνει. Και αμέσως το παιδί έγινε καλά.
Ο υποτακτικός αυτός, από την πράξη αυτή φαίνεται ότι
ήταν ένας προοδευμένος, ένας πετυχημένος μοναχός ο οποίος θα είχε εξασκηθεί
στην παιδία και τη θεραπεία της ψυχής του.
Στην προσευχή μας πάντοτε να παρακαλούμε και να
δεόμεθα του Θεού να μας απαλλάσσει απ’ αυτό το θηρίο, τον εγωισμό, και να μας
χαρίζει την αγία ταπείνωση της ψυχής .
ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ
Η βασιλεία του
Θεού έχει πόρτα χαμηλή.
Για να μπεις
πρέπει ή να είσαι παιδί ή να σκύψεις. (Άγιος Αυγουστίνος)
Ένα ψυχωφελές απόσπασμα για την καθημερινή μας ζωή
θα διαβάσουμε αγαπητοί αναγνώστες, από την ομιλία του πατρός Αντωνίου
Στυλιανάκη στην επιστημονική διημερίδα «Ο Ορθόδοξος Χριστιανός στην εποχή του
άγχους» του τομέως Επιστημόνων του παραρτήματος Θεσσαλονίκης.
Μπορεί η ίδια
η πνευματική ζωή να δημιουργήσει με κάποιο τρόπο άγχος σε έναν άνθρωπο;
Ναι, όταν
προσπαθεί να συνδυάσει τα κοσμικά με τα πνευματικά! Ας ακούσουμε τι λέει ο
γέροντας Παΐσιος:
«Όσο μπορείτε
στις δουλειές σας καρδιά να μη δίνετε. Χέρια, μυαλό να δίνετε. Καρδιά να μη
δίνετε σε χαμένα, σε άχρηστα πράγματα. Γιατί μετά πώς θα σκιρτήσει η καρδιά για
το Χριστό; Όταν η καρδιά είναι στο Χριστό τότε αγιάζονται και οι δουλειές,
υπάρχει και η εσωτερική ψυχική ξεκούραση συνέχεια και νιώθει κανείς την
πραγματική χαρά. Να αξιοποιείτε την καρδιά σας, να μην τη σπαταλάτε.» (Γέροντος
Παϊσίου Λόγοι Α΄ σ.191)
Αυτό σημαίνει
ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να αναλίσκεται σε υλικά πράγματα και να προσκολλάται
η καρδιά του σ’ αυτά, αλλά ει δυνατόν να ξοδεύει την καρδιά του μόνο για το Θεό
(Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας, εξ
όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος σου… είπε ο Θεός). Και αυτό αφορά είτε
τις χαρές είτε τις λύπες που μας περιστοιχίζουν και μας καταβροχθίζουν.
Όσο μεγάλη
χαρά και να έχεις για κάτι δεν μπορεί αυτό να σε διαπεράσει, αν δεν έχει
πνευματική χροιά και υπόσταση και συμφέρον. Διαφορετικά έχεις διαποτιστεί από
το υλικό φρόνημα.
Άλλη περίπτωση είναι όταν αμαρτάνει κανείς και δε μετανοεί
ολοκληρωτικά, ενώ παράλληλα εξακολουθεί να λειτουργεί σωστά η συνείδησή του.
Πολύ περισσότερο όταν κάνει αμαρτήματα εκ προθέσεως και εκ προμελέτης. Μπορεί
λοιπόν να υπάρξουν και καθαρά πνευματικοί παράγοντες άγχους. Θέλεις –ας πούμε-
να είσαι συνεπής με το θέλημα του Θεού, αλλά θεωρείς ότι δύσκολα τα βγάζεις
πέρα και αναγκάζεσαι να κάνεις οικογενειακό προγραμματισμό, όπως οι κοσμικοί!
Θέλεις να είσαι καλός χριστιανός, αλλά κλέβεις – «όπως όλοι» λες – στις
επαγγελματικές δοσοληψίες με αποτέλεσμα όμως αυτό να σου δημιουργεί ανασφάλεια
και άγχος. Διότι όσο και αν συμβιβαστεί κανείς με τη συνείδησή του, δεν παύει
να νιώθει ότι έρχεται σε σύγκρουση με το θέλημα του Θεού.
Με πολύ
όμορφο πραγματικά τρόπο ο γέροντας Παΐσιος μιλάει για τα λεγόμενα απωθημένα της
συνείδησης (με τη χαριτωμένη έκφραση «καπακωμένη συνείδηση»!) και μάλιστα τα
απωθημένα στην πνευματική ζωή, όταν δεν έχουν σβηστεί από τη χάρη της
εξομολόγησης.
«Αν βλέπεις
ότι δεν έχεις γαλήνη, αλλά στεναχώρια, να ξέρεις ότι υπάρχει μέσα σου κάτι ατακτοποίητο
και πρέπει να το βρεις, για να το διορθώσεις. Κάνεις ας υποθέσουμε ένα σφάλμα,
στεναχωριέσαι, αλλά δεν το εξομολογείσαι. Σου συμβαίνει μετά ένα ευχάριστο
γεγονός και νιώθεις χαρά. Αυτή η χαρά σκεπάζει τη στεναχώρια για το σφάλμα σου
και σιγά-σιγά το ξεχνάς, δεν το βλέπεις επειδή καπακώθηκε από τη χαρά. Αλλά
εκείνο εσωτερικά δουλεύει…» (Γ.Π., Λόγοι Γ΄ σ.128)
Και πιο κάτω
λέει ο γέροντας πως δημιουργείται μια λανθασμένη συνείδηση. Όταν ο άνθρωπος
αναπαύει το λογισμό του και δικαιολογεί τα σφάλματά του, λόγω του ότι έχει
εγωισμό. Ενώ όταν δεν έχει εμπιστοσύνη στο λογισμό του και ρωτάει τον
πνευματικό, τότε βρίσκει θεϊκή παρηγοριά. Επίσης, όταν λειτουργεί
χρησιμοποιώντας το ψέμα, τότε σκαρτίζει τη συνείδησή του και δε βρίσκει
ανάπαυση. Ενώ η ορθή συνείδηση, όταν ο άνθρωπος είναι τακτοποιημένος ενώπιον
του Θεού, μας πληροφορεί σωστά.
Είναι δυνατόν
όμως το άγχος αυτό να οφείλεται και σε άλλους πνευματικούς παράγοντες όπως
άγνοια ή παρεξήγηση της πνευματικής ζωής. Για παράδειγμα όταν ένας χριστιανός
αγωνίζεται να είναι καλός και συνεπής στα καθήκοντά του και ξεχάσει ότι η
σωτηρία μας έχει δοθεί δωρεάν από το Χριστό και δεν εξαρτάται από τα δικά μας
έργα (πρβ. Ρωμ. 3, 28)! [...]
Άλλες πνευματικές περιπτώσεις άγχους
Όταν σε
συκοφαντούν ή σε αδικούν και εσύ αδημονείς να απολογηθείς, να αποκατασταθείς,
να απαντήσεις, να εκδικηθείς καμιά φορά, τότε είσαι γεμάτος άγχος και ταραχή.
Πρόκειται φυσικά για παθολογική κατάσταση στην οποία ασφαλώς έχει μερίδιο και ο
πονηρός που σπρώχνει προς τα εκεί που φυσάει ο ούριος άνεμος, για να
καταποντίσει το πλοίο! Όλα αυτά όμως δεν αρμόζουν σε χριστιανό όπως τονίζει ο
Μέγας Μακάριος. Όταν όμως σκεφτείς όπως σου ζητάει ο Χριστός, με μακροθυμία, με
συγχωρητικότητα, με αγάπη, τότε δεν έχεις τίποτε από όλα αυτά, αντίθετα
παίρνεις ουράνιο μισθό και στο τέλος παίρνεις και μια άρρητη χαρά και
ικανοποίηση από την ευλογία του Θεού, από τα δώρα του Αγίου Πνεύματος.
Δεν πρέπει
έπειτα να παραβαίνουμε οποιαδήποτε εντολή του Θεού, διότι αυτό μας δημιουργεί
εύλογα μια εσωτερική πνευματική σύγκρουση με τη συνείδησή μας και αυξάνει το
άγχος.
Λέει ο αββάς
Ισίδωρος ότι το φοβερότερο από τα πάθη είναι το να ακολουθεί κανείς την καρδιά
του. Αυτό στην αρχή μεν δείχνει ότι αναπαύει κάπως τον άνθρωπο, ύστερα όμως τον
οδηγεί στην κατάθλιψη, επειδή αγνόησε το έργο της θείας οικονομίας και το δρόμο
του Θεού για να τον ακολουθήσει (Μικρός Ευεργετινός σ.113).. Αντιμετώπιση θα
είναι η πιστή εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Επίσης η τυπική αυτοεξέταση με
βάση το θείο νόμο και η εξαγόρευση όλων των αμαρτιών μας. Όποια καθυστέρηση
δημιουργείται είναι φυσικό να μας ενισχύει το άγχος και μπορεί να μας οδηγήσει
ακόμη και σε μελαγχολία και απογοήτευση.
Η υπερηφάνεια μπορεί να μας γεμίσει με άγχος αφού
μπαίνουμε σε έναν αγώνα υπερίσχυσης και διάκρισης (εκ του πονηρού) σε σχέση με
τους άλλους. Να γίνουμε αρεστοί και δακτυλοδεικτούμενοι. Από την άλλη
πληγωνόμαστε εύκολα από τις παρατηρήσεις και τις υποδείξεις, ακόμη και όταν
απλώς διαφωνεί κάποιος μαζί μας.
Η ταπείνωση
όμως μας απαλλάσσει από το άγχος σε οποιαδήποτε περίπτωση. Μας διαβεβαιώνει
ρητά ο Χριστός: «μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και
ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών». Το λέει ξεκάθαρα ότι θα βρείτε ανάπαυση
και ηρεμία στην ψυχή σας.
Άλλη μια
περίπτωση που μπορεί να σε γεμίζει άγχος και ταραχή είναι ο φανατισμός. Ο
φανατικός δε φτάνει ποτέ στην ειρήνη του νου και στη χαρά λέει ο αββάς Ισαάκ
(Μικρός Ευεργετινός σ.215). Ο φανατισμός είναι ασθένεια της ψυχής που οφείλεται
στην πολλή άγνοια. Και καταλήγει: «Αν επιθυμείς να θεραπεύσεις τους αρρώστους,
μάθε πως έχουν ανάγκη από ευσπλαχνία και φροντίδα και όχι από επιτίμηση».
Και ο αββάς
Κασσιανός (Μικρός Ευεργετινός σ.319) παρατηρεί ότι το φοβερό πνεύμα της λύπης
όταν κυριεύσει την ψυχή του ανθρώπου (ίσως και μέσα από μια υπερβολική αγχώδη
κατάσταση όταν την αφήσουμε ανεξέλεγκτη) την εμποδίζει από κάθε αγαθή εργασία,
από την προσευχή, από τα ιερά αναγνώσματα. Τέλος προκαλεί σύγχυση, παράλυση και
απελπισία.
Εδώ πρέπει να
σημειώσουμε ότι το πνευματικό άγχος, ταραχή και κατάθλιψη δεν είναι απλώς πιο
έντονες συναισθηματικές ψυχολογικές διαταραχές, έστω κι αν εκδηλώνονται με τον
ίδιο τρόπο (αφού ο νους είναι ο οφθαλμός της ψυχής), αλλά σκοτισμός της ψυχής
και απομάκρυνση από το Θεό. […]
Επίλογος
Δυστυχώς η
εποχή μας χαρακτηρίζεται από την ανισόρροπη ανάπτυξη της τεχνολογίας και της
επιστήμης, σε βάρος της πνευματικής καλλιέργειας του ατόμου. Διότι «πάσα
επιστήμη χωριζομένη αρετής πανουργία και ου σοφία φαίνεται» κατά τον Πλάτωνα.
Όπως είπε χαρακτηριστικά ένας διανοούμενος καθηγητής του περασμένου αιώνα, οι
περασμένες γενιές χαρακτηρίστηκαν από την εμφάνιση ιδεολόγων άθεων, με ζωή όμως
και αρχές που θα ζήλευε και ένας καλός χριστιανός! Σήμερα κινδυνεύει τόσο η
κοινωνία όσο και η εκκλησία μας, από «χριστιανούς» στην ταυτότητα αλλά υλιστές
στο φρόνημα, αφού πιστεύουν στα λόγια (χριστιανοί κατ’ όνομα!), αλλά η ζωή και
οι πράξεις των διαποτίζονται από το μοντέρνο πνεύμα του καταναλωτισμού, του
ατομισμού και της επίδειξης που δεν είναι τίποτε άλλο από έναν άκρατο υλισμό.
Για τον αληθινό πνευματικό άνθρωπο, η ελπίδα και
πίστη στην αιώνια ζωή του δίνουν περιθώρια να αξιολογεί ως δευτερεύοντα τις
ψευτοανέσεις και τον υπερκαταναλωτισμό της εποχής μας, άρα να έχει λιγότερη
ανησυχία για τα καθημερινά. Του δίνουν την άνεση να αντικαθιστά τη μοντέρνα
ανασφάλεια με την αίσθηση ασφάλειας και εμπιστοσύνης στη χάρη και τη βοήθεια
του Θεού, άρα να έχει περισσότερη ηρεμία.
Για τους
άλλους; Τι σχέση μπορεί να έχει το καθημερινό άγχος με τις γενικότερες
υπαρξιακές αναζητήσεις του ανθρώπου; Από τη μια έχουμε την ψυχολογία και από
την άλλη έχουμε την πνευματική ζωή… Μήπως συχνά ο άνθρωπος επιλέγει να είναι
πάντοτε απασχολημένος και αγχωμένος από εξωτερικές αιτίες, για να αποφύγει τις
εσωτερικές συγκρούσεις και προβληματισμούς; Είναι πιθανό. Μήπως τότε και η
ευτυχία του αλλά και η ηρεμία του μοιάζουν με την καραμέλα που δίνει κάποιος σε
ένα ορφανό παιδί, σαν ψεύτικη παρηγοριά, αντί να το υποστηρίξει συναισθηματικά
με δυο καλές κουβέντες;
Πάντως τα
αδιέξοδα στο παράλογο άγχος δε βρίσκονται μπροστά μας αλλά στο μυαλό μας. Η
διέξοδος θα είναι να συζητάμε περισσότερο με τον εαυτό μας και με ανθρώπους που
αγαπάμε και μας αγαπούν, με τον πνευματικό μας. Να κοιταζόμαστε πιο συχνά στον
καθρέφτη που είναι ο λόγος του Θεού.
Τι είμαστε
άραγε; Ένα παραγωγικό ρομπότ που βγάζει χρήματα ή ένας άνθρωπος τον οποίο ήρθε
να συναντήσει και να λυτρώσει ο ίδιος ο Θεός; Αυτός «όταν έρθει και κατοικήσει
σε όλο το χώρο της ψυχής μας ο Χριστός, τότε φεύγουν όλα τα προβλήματα, όλες οι
πλάνες, όλες οι στεναχώριες. Τότε φεύγει και η αμαρτία»
Ο
Εγωισμός φταίει. Από κει ξεκινάει η κατάκριση.
Όταν κάποιος μας αδικήσει μ' οποιονδήποτε τρόπο, με
συκοφαντίες, με προσβολές, να σκεπτόμαστε ότι είναι αδελφός μας που τον κατέλαβε
ο αντίθετος. Έπεσε θύμα τουαντιθέτου. Γι' αυτό πρέπει να τον συμπονέσομε και να
παρακαλέσουμε τον Θεό να ελεήσει κι εμάς κι αυτόν" κι ο Θεός θα βοηθήσει
και τους δύο.
Αν, όμως οργισθούμε εναντίον του τότε ο αντίθετος
από κείνον θα πηδήσει σ' εμάς και θα μας παίζει και τους δύο. Όποιος κατακρίνει
τους άλλους, δεν αγαπάει τον Χριστό. Ο εγωισμός φταίει. Από κει ξεκινάει η
κατάκριση.
Ας υποθέσομε ότι ένας άνθρωπος βρίσκεται μόνος του στην έρημο. Δεν υπάρχει κανείς. Ξαφνικά ακούει κάποιον από μακριά να κλαίει και να φωνάζει. Πλησιάζει κι αντικρίζει ένα φοβερό θέαμα: μία τίγρις έχει αρπάξει έναν άνθρωπο και τον καταξεσχίζει με μανία. Εκείνος απελπισμένος ζητάει βοήθεια. ...;
Ας υποθέσομε ότι ένας άνθρωπος βρίσκεται μόνος του στην έρημο. Δεν υπάρχει κανείς. Ξαφνικά ακούει κάποιον από μακριά να κλαίει και να φωνάζει. Πλησιάζει κι αντικρίζει ένα φοβερό θέαμα: μία τίγρις έχει αρπάξει έναν άνθρωπο και τον καταξεσχίζει με μανία. Εκείνος απελπισμένος ζητάει βοήθεια. ...;
Τι να κάνει, για να τον βοηθήσει; ...; Μήπως θα
πάρει καμιά πέτρα να τήνε ρίξει στον άνθρωπο και να τον αποτελειώσει; «Όχι,
βέβαια!», θα πούμε. Κι όμως αυτό είναι δυνατόν να γίνει όταν δεν καταλαβαίνομε
ότι ο άλλος που μας φέρεται άσχημα κατέχεται από τον διάβολο, την τίγρη.
Μας διαφεύγει ότι, όταν κι εμείς τον αντιμετωπίζομε
χωρίς αγάπη, είναι σαν να του ρίχνομε πέτρες πάνω στις πληγές του, οπότε του
κάνομε πολύ κακό και η «τίγρις» μεταπηδάει σ' εμάς και κάνομε κι εμείς ό,τι
εκείνος και χειρότερα. Τότε, λοιπόν ποια είναι η αγάπη που έχομε για τον
πλησίον μας και πολύ περισσότερο για τον Θεό;
Να αισθανόμαστε την κακία του άλλου σαν αρρώστια που
τον βασανίζει και υποφέρει και δεν μπορεί να απαλλαγεί. Γι' αυτό να βλέπομε
τους αδελφούς μας με συμπάθεια και να τους φερόμαστε με ευγένεια λέγοντας μέσα
μας με απλότητα το «Κύριε Ιησού Χριστέ», για να δυναμώσει με τη θεία χάρι η
ψυχή μας και να μην κατακρίνομε κανένα. Όλους για αγίους να τους
βλέπομε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου