Ταπείνωση και Ταπεινοφροσύνη
Πρόλογος
Ὅταν ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, ἔβαλε μέσα
του καί τά σπέρματα ὅλων τῶν ἀρετῶν, μέ τήν προϋπόθεση νά τά καλλιεργήσει καί νά
προχωρήσει ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωσιν».Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ πρωτόπλαστοι
ἀστόχησαν μέ τήν παρακοή τους στήν ἐντολή τοῦ Δημιουργοῦ, ἀμαυρώνοντας ἔτσι τό
«καλόν λίαν» δημιούργημα τοῦ Πλάστη μας, κληροδοτώντας καί σ’ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος
τήν κυριαρχίαν τοῦ διαβόλου.
Ἀπό τότε μέχρι καί σήμερα, καταβάλλει μεγάλες
προσπάθειες ὁ πονηρός νά ἐξαλείψει ἀπό τήν ψυχή τῶν ἀνθρώπων τήν παρουσίαν τοῦ
Θεοῦ καί βασιλέψει γιά πάντα στό ἀνθρώπινο γένος, ὁ πλάνος καί διάβολος.
Τυφλωμένος ἀπό τήν ὑπερηφάνειά του δέ βλέπει τήν ἀδυναμία του. Οἱ προσπάθειες
του πέτυχαν σέ μεγάλο βαθμό, ἔστω καί προσωρινά, καί παρασύρει στήν πλάνη του
καί διαστρέφει τά καλά σπέρματα πού ὑπάρχουν στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί τούς
ὁδηγεῖ στό σκοτεινό δρόμο τῆς κόλασής του.
Παρ’ ὅλη τή φαινομενική κυριαρχία του, δέν
πέτυχε νά ἐξαλείψει τόν πυρῆνα τοῦ « καθ’ ὁμοίωσιν» καί νά ὑποτάξει τελεσίδικα
τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι ἀκόμα διατηρεῖται σ’ ὅλες τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, καί σ’
αὐτούς ἀκόμα πού φαίνεται νά ἔχει ἀπόλυτη κυριαρχία, ἡ θεϊκή καταβολή. Μιά
σπίθα σιγοκαίει πάντοτε καί περιμένει νά φυσήξει ἕνα ἀεράκι πού θά τήν
φουντώσει γιά νά κάψει τά δεσμά, νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ διαβόλου
ὁ ἄνθρωπος καί νά ἐπανέλθει κοντά στό Δημιουργό του. Αὐτό τό διαπιστώνουμε
καθημερινά ἀπό τή μεταστροφή καί τή μετάνοια τόσων ἀνθρώπων πού ἀπαρνοῦνται τήν
πλάνη τοῦ σατανᾶ καί ἐπιστρέφουν στό δρόμο τοῦ Θεοῦ καί τῆς σωφροσύνης.
Ὅσοι λοιπόν ἀπαρνοῦνται τήν τυραννική κυριαρχία
τοῦ σατανᾶ, ἀλλά καί ὅσοι ἀπό καιρό βαδίζουν τό δρόμο τοῦ Κυρίου, κινδυνεύουν νά
παρασυρθοῦν ἀπό τά δελεάσματα καί τίς ὕπουλες προτροπές τοῦ μισόκαλου διαβόλου καί
χρειάζεται νά ἐφοδιασθοῦν μέ τά κατάλληλα μέσα γιά νά τόν ἀποφεύγουν καί νά μένουν
προσηλωμένοι στόν ἀγώνα τῆς σωτηρίας.
Τἀ μέσα αὐτά εἶναι σωστή ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ
Θεοῦ πού ἔβαλε μέσα μας καί πού πρέπει νά τίς ἐργαζόμαστε σωστά, γιατί εἶναι τά
ὅπλα μας μέ τά ὁποῖα θά πολεμήσουμε τόν ἄγρυπνο ἐχθρό μας.
Ὁ πιστός πρέπει νά ἐργάζεται καί νά
κατορθώνει ὅλες τίς ἀρετές μαζί. Ὑπάρχουν ἀρετές ξεχωριστές μέ πρωταρχική
σημασία. Ἀνάμεσά τους πρώτη καί μεγάλη εἶναι ἡ ἀρετή τῆς «ταπεινοφροσύνης», ἡ
ὁποία εἶναι πολύ δυνατό ὅπλο, καί καταστρέφει ριζικά τό σατανικό ὀχύρωμα, τά
σχέδια τοῦ διαβόλου.
Αὐτό τό μεγάλο ὅπλο, ἡ μεγάλη ἀρετή, θά μᾶς
ἀπασχολήσει στίς σελίδες πού ἀκολουθοῦν, γιά νά διαφωτίσουμε τόν ἀναγνώστη καί
νά τόν ὁδηγήσουμε στήν ἐφαρμογή της.
Ἡ ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι μεγάλη καί
δύσκολη ἀρετή. Γιά νά τήν κατορθώσει ὁ χριστιανός, θά πρέπει νά τά βάλει μέ τόν
ἑαυτό του, μέ τήν ὑπερηφάνειά του, μέ τή φιλαυτία του καί μέ τά διάφορα πάθη
του, κακά πού δημιούργησεν ἡ ἁμαρτία καί ἀσκοῦν μεγάλη ἐπιρροή στήν ψυχή του.
Θά πρέπει δέ γι’ αὐτό νά καταβάλει πολύ μεγάλη προσπάθεια μέ συντρόφους τήν
προσευχή, τήν προσοχή καί τήν ἐπιμονή, ἀλλά καί τή σωστή γνώση γύρω ἀπό τό
θέμα. Εἶναι πολλά τά ἐμπόδια στήν ἐργασία αὐτή, καί γιά τοῦτο στίς σελίδες πού
ἀκολουθοῦν, θά προσπαθήσουμε νά βοηθήσουμε, τό κατά δύναμη, τούς ἀδελφούς μας,
ὥστε νά δοκιμάσουν τήν ἐφαρμογή τῆς μεγάλης αὐτῆς ἀρετῆς καί νά ὠφελήσουν τήν
ψυχή τους.
Οἱ δικές μας δυνάμεις καί ἐμπειρίες δέν εἶναι
βέβαια καί τόσο ἱκανές, γιά ν’ ἀναπτύξουν ἀποτελεσματικά τήν ἀρετή αὐτή. Γιά τό
λόγο αὐτό θά ἀνατρέξουμε στά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί στή σοφία, τή γνώση
καί τήν ἐμπειρία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, μεταφέροντας ἐδῶ ὅ,τι χρήσιμο
καί ὠφέλιμο βροῦμε. Καταβάλλουμε, πιστεύουμε, κι ἐμεῖς τό δίλεπτο τῆς χήρας στήν
πνευματική διαφώτιση τῶν χριστιανῶν, γιά νά ἔχουν ὅπλα δυνατά νά πολεμοῦν στόν
πνευματικό τους ἀγώνα ἐναντίον τῶν άσάρκων δαιμόνων καί νά ἐξομαλύνουν τό δρόμο
τους πρός τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Εὐχόμαστε καί προσευχόμαστε ὅπως ὁ ἀγαθός
Θεός εὐλογήσει τή μικρή αὐτή προσπάθειά μας, ὥστε νά φυτευθεῖ, νά αὐξηθεῖ καί
νά καρποφορήσει στίς ψυχές τῶν ἀναγνωστῶν μας ἡ μεγάλη ἀρετή τῆς ταπείνωσης καί
ταπεινοφροσύνης καί νά φέρει τά ἀγαθά ἀποτελέσματα πού ὅλοι ἐπιθυμοῦμε, ἀλλά
δύσκολα τά ἀποκτοῦμε.
Ἡ ταπείνωση
Στή λέξη «ταπείνωση» τά διάφορα λεξικά δίνουν
τήν ἔννοια τοῦ ἐξευτελισμοῦ, τῆς μηδαμινότητας, τῆς καταστροφῆς, πού προκαλοῦν
ἄλλοι σέ ἄλλους ἀνθρώπους ἠθελημένα, γιά νά τούς καταστρέψουν ἠθικά, κοινωνικά
καί οἰκονομικά, ἐπειδή τούς ἐχθρεύονται ἀπό ζήλεια ἤ μίσος, θεωρώντας τους
ἐχθρούς τους.
Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια πού δίνει καί ὁ κόσμος
στή λέξη «ταπείνωση». Μ’ αὐτή τήν ἔννοια τή γνωρίσαμε πολλές φορές στή ζωή μας,
ἴσως ἀκόμα νά εἴχαμε καί ἰδίαν ἐμπειρία.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἄλλη ἑρμηνεία καί τρόπος
ἐφαρμογῆς τῆς ταπείνωσης, πού, ἀντί νά καταστρέψει, ὑψώνει τόν ἄνθρωπο, τόν
κάνει ἅγιο καί λέγεται ἁγία ταπείνωση. Αὐτή εἶναι πού μᾶς ἐνδιαφέρει καί αὐτή
θά μᾶς ἀπασχολήσει.
Ἕνας μεγάλος Ὅσιος ὁ Ἰωάννης, ὁ ἐπικαλούμενος
προφήτης, σέ ἐρώτηση τί εἶναι ἡ ταπείνωση ἔδωκε τόν ἑξῆς ὁρισμό: «Ταπείνωση
εἶναι νά πιστεύεις ὅτι δέν εἶσαι ἄξιος νά σέ λογαριάζουν οἱ ἄλλοι, καί νά
κόψεις τό δικό σου θέλημα καί νά ὑπομένεις τά ἔξωθεν ἐπερχόμενα σέ σένα χωρίς
ταραχή. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ταπείνωση στήν ὁποία δέ βρίσκει χῶρον ἡ κενοδοξία».
Ἡ ταπείνωση εἶναι ὅπως ἕνα μαχαίρι πού, ἄν τό
χρησιμοποιεῖς γιά νά ἐξυπηρετεῖς τή ζωή σου, εἶναι ἐργαλεῖο ὠφέλιμο. Ἄν ὅμως τό
χρησιμοποιεῖς γιά νά κάνεις κακό, τότε γίνεται φονικό ὅπλο. Ἀκόμα μποροῦμε νά
παρομοιάσουμε τήν ταπείνωση μ’ ἕνα συστατικό πού μπορεῖ κάποιος νά τό
χρησιμοποιήσει σάν φάρμακο καί ἄλλος νά τό χρησιμοποιήσει σάν δηλητήριο.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου χρησιμοποιοῦν τήν
ταπείνωση, γιά νά πληγώσουν τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐνῶ ὁ Θεός καί οἱ ἄνθρωποί
Του τή χρησιμοποιοῦν σάν φάρμακο, γιά νά θεραπεύσουν τά ψυχοφθόρα πάθη τῆς
ὑπερηφάνειας, τῆς φιλαυτίας, καί τοῦ ἐγωϊσμοῦ.
Κι ἄν ἀκόμα οἱ ἄνθρωποι τοῦ διαβόλου
χρησιμοποιοῦν τήν ταπείνωση γιά νά καταστρέψουν κάποιον ἄνθρωπο πιστό στό Θεό,
αὐτός μπορεῖ νά μετατρέψει τό ἀποτέλεσμα σέ εὐεργετικό μέσο σωτηρίας, μέ τήν
ὑπομονή, τήν ἀγάπη, τή σωφροσύνη καί τήν καταφυγή του στόν Κύριο.
Μορφές ταπείνωσης
Στή πορεία τῆς ζωῆς του ὁ ἄνθρωπος θά
συναντήσει τρεῖς μορφές ταπείνωσης. Ἡ μιά προέρχεται ἀπό τήν κακία τῶν
ἀνθρώπων, ἡ δέ ἄλλη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἡ τρίτη εἶναι ἡ ἑκούσια
ταπείνωση, ἡ ταπεινοφροσύνη πού ὁ ἴδιος θά θελήσει νά ἐπιβάλει στόν ἑαυτό του.
α) Συμβαίνει πολλές φορές ἄνθρωποι,
κυριευμένοι ἀπό ζήλεια καί φθόνο γιά τήν πρόοδο τῶν συνανθρώπων τους, νά θέλουν
νά ταπεινώσουν, νά ἐξευτελίσουν κάποιο, γιά νά ἱκανοποιήσουν τά ζηλόφθονά τους
αἰσθήματα. Χρησιμοποιοῦν γι’ αὐτό τή συκοφαντία καί τό διασυρμό, μέ ἀποτέλεσμα
νά βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος σέ πολύ δύσκολη θέση, γιατί στά μάτια τῶν ἄλλων εἶναι
ἐκτεθειμένος στά ψεύδη καί στίς συκοφαντίες. Αὐτή εἶναι μιά μορφή ταπείνωσης
πού συχνά συναντοῦμε στό σύγχρονο κόσμο μας, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὑλόφρονας,
ὑπερήφανος ἀτομιστής, τόν ἐνδιαφέρει μόνο ὁ στενός του κύκλος καί ἡ καλοπέραση.
Ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων, δυστυχῶς βρίσκεται σ’ αὐτή τήν καταστρεπτική
ὁδό πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο μακρυά ἀπό τήν ὁδό τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
β) Ἄλλη μορφή ταπείνωσης εἶναι αὐτή πού ἡ
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ χρησιμοποιεῖ σάν φάρμακο σωτήριο γιά θεραπεία τῶν παθῶν καί
σωτηρία τῆς ψυχῆς καί συνίσταται στό ἑξῆς: Ὅταν ὁ παντογνώστης Κύριος βλέπει
τόν πιστό του ἄνθρωπο νά παρασύρεται ἀπό τίς ἀδυναμίες του καί νά κινδυνεύει νά
χάσει τόν Παράδεισο, τότε ἐπεμβαίνει μέ ἀγάπη καί ἐπιτρέπει στόν πειραστή
διάβολο νά τόν δοκιμάσει μέ διάφορους τρόπους καί πειρασμούς, πάντοτε μέχρι κάποιου
βαθμοῦ, γιά νά ἀνοίξουν τά μάτια τῆς ψυχῆς του καί νά ξαναβρεῖ τό δρόμο τῶν
ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί τῆς βασιλείας Του. Ἐδῶ ὅμως ὑπάρχει μιά μεγάλη διαφορά.
Ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη δοκιμασία φτάνει μέχρι καταστροφῆς , ἡ δοκιμασία τοῦ Θεοῦ ἔχει
ὅρια μέχρι ἐκεῖ πού ἀντέχει ὁ ἄνθρωπος καί ὄχι περισσότερο. Δέν ἀφήνει ὁ Θεός,
τόν ἄνθρωπο νά λυγίσει κάτω ἀπό τό βάρος τῶν δοκιμασιῶν, ἀλλά ἐπεμβαίνει, τόν
στηρίζει καί τόν σώζει. Ἡ δοκιμασία πού προέρχεται ἀπό τό Θεό εἶναι φιλάνθρωπη.
Παραδείγματα ὑπάρχουν πολλά ἀπό τούς χρόνους
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόσο ἀπό ἄτομα ὅσο καί ἀπό ἔθνη. Ὁ βασιλέας Δαυΐδ, γιά
παράδειγμα, ξέφευγε ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ Κύριος τόν ταπείνωνε μέ
διάφορους τρόπους καί ξανάβρισκε τό δρόμο του.Ὁ ἴδιος ὁμολογοῦσε: «πρίν μέ
ταπεινώσεις , Θεέ μου, ἐγώ εἶχα ἁμαρτήσει ἐνώπιόν σου». Ἀκόμα παραδέχεται ὅτι
ὠφελήθηκε ἀπό τήν ταπείνωση τοῦ Κυρίου. «Εὐεργετικό καί σωτήριο ὑπῆρξε τό
γεγονός, ὅτι μέ τήν πατρική σου παιδαγωγία διά τῶν θλίψεων μέ ἐταπείνωσες, γιά
νά μάθω καλύτερα τίς ἐντολές σου» (Ψαλμ.118, 68-71).
Καί τό ἰουδαϊκό ἔθνος, ὁ λαός τοῦ Κυρίου,
ὅταν υἱοθετοῦσε τά ἔθιμα τῶν εἰδωλολατρῶν γειτόνων του, ἐπέτρεπεν ὁ Θεός νά
πολεμηθοῦν ἀπό ἄλλα ἔθνη καί νά ταπεινωθοῦν, πράγμα πού τούς ἄνοιγε τά μάτια
καί μετανοοῦσαν καί σώζονταν.
Αὐτά τά παραδείγματα συνεχίζονται καί στήν
ἐποχή τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἕνας Παῦλος δοκιμάζεται κατά παραχώρηση Θεοῦ καί
ταπεινώνεται, γιατί αὐτό ἀπαιτοῦσε τό συμφέρο του κατά τήν παντογνωσία τοῦ
Κυρίου. Εἶναι καί πολλά ἄλλα τέτοια πού παρουσιάζει ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου καί θά
ἀναφέρουμε ἀργότερα.
γ) Ὑπάρχει καί μιά τρίτη μορφή ταπείνωσης πού
συναντοῦμε στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, σέ μοναχούς καί λαϊκούς ἀνθρώπους. Εἶναι
ἡ ἑκούσια ταπείνωση, δηλαδή τό ταπεινό φρόνημα σ’ ὅλη τή ζωή τοῦ πιστοῦ. Ὁ
χριστιανός πού ἔχει ἐρωτική διάθεση γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐφαρμόζει σ’ ὅλες
τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς του τό ταπεινό φρόνημα. Αὐτός πού ἀπεφάσισε νά φορέσει
τό ἔνδυμα τῆς ταπεινοφροσύνης, προσπαθεῖ νά ἐξαφανίσει ἀπό τή ζωή του τήν
ὑψηλοφροσύνη, τήν ὑπερηφάνεια, τή φιλαυτία καί ὅλα τά ἑωσφορικά πάθη. Ἀπό τή
στιγμή πού πῆρε αὐτή τή γενναία ἀπόφαση, θεωρεῖ τόν ἑαυτό του κατώτερο ἀπό κάθε
ἄνθρωπο. Στήριγμα τοῦ πιστοῦ, στήν περίπτωση αὐτή, εἶναι ὁ Κύριος, στή βοήθεια
τοῦ Ὁποίου ἐλπίζει.
Εἶναι ἄλλωστε γνωστή ἡ ταπεινοφροσύνη μερικῶν
Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας πού ὀνομάσθησαν «διά Χριστόν σαλοί». Αὐτοί γιά τόν
κόσμο ἦσαν τρελλοί, γιατί δέχονταν τίς ὕβρεις, τήν κακομεταχείριση, τή λοιδορία
ἀτάραχα, χωρίς νά ἀντιδροῦν, ἐνῶ ἦσαν σώφρονες καί σοφοί. Ἡ σοφία καί ἁγιότητά
τους γινόταν γνωστή στό τέλος τῆς ζωῆς τους καί μετά θάνατον, ὅταν γινόταν
γνωστόν τί οὐσιαστικά ἦσαν.
Ἐπειδή εἶναι σπουδαία καί ἀναγκαία ἡ μορφή
αὐτή τῆς ταπείνωσης, τῆς ἐφαρμογῆς, δηλαδή, τῆς ταπεινοφροσύνης, τοῦ ταπεινοῦ
φρονήματος, θά προχωρήσουμε νά τήν ἐξετάσουμε περισσότερο στή συνέχεια.
Ἡ ταπεινοφροσύνη
(Ἡ ἔννοια τῆς ταπεινοφροσύνης)
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής δίνει τόν ἑξῆς
ὁρισμό γιά τήν ταπεινοφροσύνη: «Ταπεινοφροσύνη εἶναι μιά συνεχής προσευχή μέ
δάκρυα καί πόνο. Διότι αὐτή ἐπικαλεῖται τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί δέν ἀφήνει τόν
ἄνθρωπο οὔτε νά στηρίζεται ἀπερίσκεπτα στή δύναμή του καί στή σοφία του, οὔτε
νά ὑπερηφανεύεται ἐναντίον ἄλλου, τά ὁποῖα εἶναι φοβερά νοσήματα, ὀφειλόμενα
στό πάθος τῆς ὑπερηφάνειας».
Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι τό ἐργαστήρι πού
διαλύει τά ἀρνητικά ἀποτελέσματα τῆς ταπείνωσης στήν ὁποίαν ὑποβάλλει στόν
ἄνθρωπο ἡ κακία τῶν δαιμόνων καί τῶν ἀνθρώπων. Δηλαδή τήν προσβολή, τόν
ἐξευτελισμό, τήν ἀδικία, τή συκοφαντία πού θά ὑποστεῖ ὁ ταπεινός ἄνθρωπος,
ἐνεργοποιεῖ τήν ταπεινοφροσύνη πού σάν ἄλλο ἐργαλεῖο μετατρέπει τήν ὀργή τήν
ἐκδίκηση σέ συγχωρητικότητα καί ἀγάπη, ἀποφεύγοντας ἔτσι τήν ἁμαρτία καί
πληγώνει τό διάβολο στό κέντρο τῆς καρδίας του.
Ποιός εἶναι ὅμως ὁ πραγματικά
ταπεινόφρονας;
Ἀπό τήν ἀρχή θά πρέπει νά διευκρινήσουμε
ποιός εἶναι ὁ ταπεινόφρονας, γιατί ὑπάρχουν καί μερικοί ἄνθρωποι πού ἀπό τή
φύση τους εἶναι πρᾶοι καί ἥσυχοι καί φαίνονται ὅτι εἶναι ταπεινοί, ὄταν ὅμως
ἔλθει ἡ στιγμή τῆς δοκιμασίας, δέν ἐφαρμόζουν τήν ταπεινοφροσύνη καί
διαμαρτύρονται. Αὐτοί οἱ φαινομενικά ταπεινοί, μόλις τούς «πατήσεις τόν κάλλο»,
διαμαρτύρονται ἐντονότατα καί φωνάζουν καί ἀπειλοῦν. Ποῦ εἶναι λοιπόν ἡ
ταπεινοφροσύνη τους;
Ὁ πραγματικά ταπεινός ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος
πού ἐνῶ εἶναι μεγάλος σέ πλούτη, ἀξιώματα, καί χαρίσματα, θεωρεῖ τόν ἑαυτό του
κατώτερο ἀπό κάθε ἄνθρωπο. Ταπεινόφρονας ἐπίσης εἶναι αὐτός πού ἐνῶ τὀν
συκοφαντοῦν, δέν ταράζεται, ἐνῶ τόν κατηγοροῦν γιά πράγματα πού δέν ἔκαμε, δέν
φοβᾶται, ἐνῶ τόν προσβάλλουν, μένει ἀτάραχος ἀφήνοντας τήν κρίση του καί τήν
ἀπολογία του στόν Κύριο πού εἶπε «ἐμοί ἐκδίκησις ἐγώ ἀνταποδώσω»· αὐτός εἶναι
βέβαιος ὅτι ὁ Κύριος θά δικάσει δίκαια καί θά καταδικάσει δίκαια τό συκοφάντη,
ἐνῶ τόν ταπεινό θά τόν δικαιώσει μέ τόν τρόπο πού ὁ Ἴδιος γνωρίζει« ἵνα (αὐτόν)
ὑψώσει ἐν καιρῷ».(A.Πέτρ. 5. 6).
Δύσκολο ἔργο ἡ ταπεινοφροσύνη
Εἶναι πολύ δύσκολο ὅμως αὐτό τό ἔργο χωρίς
θεϊκή βοήθεια καί συνδρομή, γιατί ὁ κόσμος τόν ταπεινό τό θεωρεῖ βλάκα καί χαζό
καί ἐκμεταλεύσιμο. Ἐνώπιον ὅμως τοῦ Θεοῦ εἶναι διαμάντι πανάκριβο. Ὁ Μάρκος ὁ
Ἀσκητής ὑπεραμύνεται τοῦ ταπεινόφρονα λέγοντας: « Ἡ ταπεινοφροσύνη δέν εἶναι
καταδίκη συνειδήσεως, ἀλλά χάρις Θεοῦ καί ἀκριβής πληροφορία τῆς συμπάθειάς
Του».
Καί ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέγει, ὅτι ἡ
ἑκούσια ταπεινοφροσύνη εἶναι δόξα τοῦ Θεοῦ· γράφει:« Σμίκρυνε τόν ἑαυτό σου εἰς
ὅλα ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων καί θά ὑψωθεῖς ἐπάνω ἀπό τούς ἄρχοντας τοῦ αἰώνα
τούτου. Ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου καί θά δεῖς τή δόξα τοῦ Θεοῦ ἐντός σου. Διότι
ὅπου βλαστάνει ἡ ταπείνωση, ἐκεῖ ἀναβλύζει ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ . Ἄν ἀγωνίζεσαι
φανερά νά ταπεινωθεῖς, ὁ Θεός θά σέ κάνει νά δοξασθεῖς ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους·
ἄν ἔχεις τήν ταπείνωση στήν καρδιά σου ἐκεῖ στήν καρδιά σου θά σοῦ φανερώσει ὁ
Θεός τή δόξα Του. Ὅταν ἐργάζεσαι τήν ἀρετή, νά φροντίζεις νά σέ καταφρονοῦν οἱ
ἄνθρωποι καί τότε θά τιμηθεῖς ἀπό τό Θεό. Μίσησε τήν τιμή, γιά νά τιμηθεῖς.
Ἐκεῖνος πού ἀποφεύγει τήν τιμή, τόν καταδιώκει ἡ τιμή καί γίνεται κήρυκας τῆς
ταπεινώσεώς του». Ὁ ἴδιος λέγει ἀλλοῦ γιά τήν τέλεια ταπεινοφροσύνη τά
ἀκόλουθα: « Ὁ ἄνθρωπος πού κατόρθωσε νά ἐννοήσει πόσο ἀσθενής εἶναι στά
πνευματικά, αὐτός ἔφθασε στήν τέλεια ταπεινοφροσύνη καί τήν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτό καί παρακινεῖται συνεχῶς νά εὐχαριστεῖ τό Θεό καί γίνεται πλουσιώτερος
στήν ἀπόκτηση θείων χαρισμάτων. Στόμα πού εὐχαριστεῖ πάντοτε τό Θεό, δέχεται
ἀπό τό Θεό εὐλογία. Καί στήν καρδιά πού διαμένει στή συνεχή πρός τό Θεό
εὐχαριστία, αὐξάνει διαρκῶς ἐντός αὐτῆς ἡ θεία Χάρη. Ἀπό τή Χάρη προηγεῖται ἡ
ταπείνωση, ὅπως ἐμπρός ἀπό τόν πειρασμόν τρέχει ἡ ὑπερηφάνεια.»
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν ταπεινοφροσύνη
καί τό φόβο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἀέρα γιά τήν ἀναπνοή του. Ἡ
ταπεινοφροσύνη εἶναι τό δένδρο τῆς ζωῆς πού συνεχῶς ὑψώνεται πρός τόν οὐρανό,
ἀλλά καί κάτω ἀπό τή δροσερή του σκιά, ὁ ταπεινός ἄνθρωπος βρίσκει τή γαλήνη
τήν ἡρεμία καί προφυλάσσεται ἀπό τά στρές καί τά ἀγχώδη διλλήματα καί μέριμνες
τοῦ κόσμου τούτου.
Ἀξία
τῆς ταπεινοφροσύνης
Ἀφοῦ εἴδαμε τήν οὐσία τῆς ταπεινοφροσύνης,
στή συνέχεια θά δοῦμε καί τήν ἀξία της, δηλαδή τήν ὠφελιμότητά της καί τήν
ἀγαθή ἐπίδραση πού ἔχει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Θά ἀρχίσουμε ἀπό τό λόγο τοῦ
Θεοῦ, τήν Ἁγία Γραφή, γιά νά δοῦμε ποιά χωρία τή συστήνουν καί πῶς τήν
ἀξιολογοῦν.
Στίς Παροιμίες γράφει: «στόμα δέ ταπεινοῦ
μελετᾶ σοφίαν» (κεφ. 11. 2). Δηλαδή ὁ ταπεινός ἄνθρωπος βλέπει τή μηδαμινότητά
του καί διακρίνει τήν ἀξία τοῦ κάθε πράγματος. Προτιμᾶ ἀντί νά ἀσχολεῖται μέ τή
σοφία τοῦ κόσμου, νά μελετᾶ τή σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γίνεται κατά Θεόν σοφός,
πράγμα πού τόν βοηθᾶ νά βαδίζει πιό εὔκολα τό δρόμο τοῦ Θεοῦ μέ τή διάκριση πού
ἀποκτᾶ.
Διαβάζουμε, πάλιν στό πιό πάνω βιβλίο:« Εἰσίν
οἱ πλουτοῦντες ἑαυτούς μηδέν ἔχοντες καί εἰσίν οἱ ταπεινοῦντες ἑαυτούς ἐν πολλῷ
πλούτῳ» (13. 17). Θέλει νά πεῖ ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού καυχοῦνται γιά τόν
πρόσκαιρο πλοῦτο τους, ἀλλά οὐσιαστικά εἶναι φτωχοί, γιατί δέν ἔχουν τόν αἰώνιο
πνευματικό πλοῦτο. Καί ὑπάρχουν οἱ ταπεινοί οἱ ὁποῖοι εἶναι φτωχοί καί ὅμως, ἡ
ταπείνωσή τους τούς ἐξασφαλίζει πολύ πνευματικό καί αἰώνιο πλοῦτο.
Στό βιβλίο τοῦ Σοφοῦ Σειράχ, γράφει:
«Προσευχή ταπεινοῦ νεφέλαις διῆλθεν» (Σ. Σειράχ,35. 17). Ἐδῶ παρουσιάζει τή
δύναμη πού ἔχει ἡ προσευχή τοῦ ταπεινοῦ ἀνθρώπου καί τήν παρρησία ὥστε νά
διασχίζει τούς νεφελώδης οὐρανούς καί νά φθάνει στό Θεό.
Ὁ βασιλιάς Δαυΐδ προτείνει τήν ταπείνωσή του
στό Θεό καί ζητᾶ νά τοῦ συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του.« Δές τήν ταπείνωσή μου καί
τόν κόπο μου καί συγχώρεσε ὅλες τίς ἁμαρτίες μου».
Ἐκεῖ πού φανερώνεται ὅλο τό μεγαλεῖο τῆς
ταπεινοφροσύνης καί οἱ εὐλογημένοι καρποί της εἶναι στήν Καινή Διαθήκη. Σάν
δένδρο ἀγλαόκαρπο εἶναι φυτευμένο ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό στή γῆ μας, ἀφοῦ Ὁ Θεός
Λόγος, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς παναγίας Τριάδας, ταπεινώθηκε λαμβάνοντας δούλου
μορφή, μόνο καί μόνο γιά νά ἐλευθερώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή δουλεία τοῦ σατανᾶ,
κάνοντας ἔτσι τήν ταπείνωση θεϊκήν ἀρετή.
Ἄς δοῦμε πῶς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος περιγράφει
αὐτή τήν ταπείνωση τοῦ Κυρίου:«Ἐκεῖνος (ὁ Θεός Λόγος) ἄν καί ἦταν στή μορφή τοῦ
Θεοῦ, δέν ἐθεώρησεν εὐκαιρία γιά ἀπόλαυσι τό ὅτι ἦταν ἴσος μέ τό Θεό, ἀλλ’
ἐξουδένωσε τόν ἑαυτό του μέ τό νά λάβει τή μορφή δούλου, μέ τό νά ἔλθῃ στή
μορφή τῶν ἀνθρώπων, καί ἀφοῦ κατά τή μορφή βρέθηκε ἄνθρωπος (ἀφοῦ πραγματικῶς
ἔγινε ἄνθρωπος), ἐταπείνωσε τόν ἑαυτό του μέ τό νά γίνει ὑπήκοος μέχρι
θανάτου...»(Φιλ 2. 6). Ὁ Θεάνθρωπος Σωτήρας μας φόρεσε, σάν ἄλλο ἔνδυμα, τήν
ταπείνωση καί τή πτωχεία, βιώνοντάς την ὁ ἴδιος καί διδάσκοντάς την καί
προτρέπει κι ἐμᾶς νά Τόν μιμηθοῦμε. «...μάθετε ἀπ’ ἑμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμι καί
ταπεινός τῇ καρδία» (Ματθ.11.29).
Στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία Του ὕψωσε τούς
ταπεινόφρονες μέχρι τοῦ οὐρανοῦ, μόλις ἄνοιξε τό στόμα Του, ὁ Κύριος,γιά νά
μιλήσει, εἶπε στόν πρῶτο «Μακαρισμό»: «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν
ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»(Ματθ. 5.2). Πτωχοί τῷ πνεύματι, ἐδῶ, δέν εἶναι οἱ
τρελλοί, ἀλλά εἶναι οἱ ταπεινόφρονες, οἱ ὁποῖοι συναισθανόμενοι τήν πνευματική
τους φτώχεια καταφεύγουν στό Θεό γιά νά πλουτίσουν καί γιά τοῦτο εἶναι
εὐτυχισμένοι, ἐπειδή γι’ αὐτούς εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Καί οἱ Ἀπόστολοι μιμούμενοι τόν Ἀρχηγό τους,
στή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, ἐργάζονταν «μετά πάσης ταπεινοφροσύνης», ὅπως
μαρτυρεῖ ὁ Λουκᾶς (Πράξεις, 20.19).
Ἐπειδή ἔχει μεγάλο κέρδος ἡ ταπεινοφροσύνη,
δέν τή ζοῦσαν μόνον οἱ ἴδιοι, ἀλλά ζητοῦσαν καί ἀπό τούς χριστιανούς νά τήν
ἐφαρμόζουν στή ζωή τους. «Τῇ ταπεινοφροσύνη ἀλλήλους ἡγούμενοι» συμβουλεύει ὁ
Παῦλος τούς Χριστιανούς. Δηλαδή μέ ταπεινοφροσύνη νά θεωρεῖτε τούς ἄλλους πιό
μεγάλους ἀπό σᾶς καί νά τούς δίνετε τό προβάδισμα.
Ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος συμβουλεύει τούς πιστούς:
«ταπεινώθητε οὖν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί ὑψώσει ὑμᾶς» (Ἰακ. 4.10). Καί εἶναι
σύμφωνο αὐτό μέ τά λόγια τοῦ Κυρίου «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται». Τό βραβεῖο
πού λαμβάνει ὁ ταπεινός, τόσο στή ζωή αὐτή ὅσο καί στήν αἰώνια εἶναι ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ πού τόν ὑψώνει ἐνώπιον ἀνθρώπων καί ἀγγέλων.
Ἐπαναλαμβάνοντες λέμε ὅτι εἶναι μεγάλη ἀρετή
ἡ ταπείνωση, γιατί ὁ ταπεινός ἄνθρωπος μιμεῖται τό Θεό ἔμπρακτα, γίνεται πολύ
ἀγαπητός καί ἔχει πλούσια τή Χάρη τοῦ Κυρίου. Ἔχει μεγαλύτερο κέρδος ἀπό αὐτό;
Εἶναι πάρα πολλά τά παραδείγματα ἀπό τήν Καινή Διαθήκη πού μιλοῦν γιά τήν
ταπείνωση, ἀλλά,γιά νά μή μακρυγορήσουμε ἀναφέραμε αὐτά τά λίγα.
Τή μεγάλη ἀξία καί ὠφέλεια πού ἔχει ἡ
ταπεινοφροσύνη γνώριζαν ἐκ πείρας οἱ Πατέρες καί οἱ Ὅσιοι τῆς ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας μας καί ἔχουν ἀσχοληθεῖ πολύ μέ τήν ἀρετήν αὐτή.
Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος ἀρχίζει τόν ιθ΄ Λόγο
του ὡς ἑξῆς: «ἄνθρωπε ταπεινέ, θέλεις νά εὕρεις τήν αἰώνιον ζωήν; Κράτησον τήν
πίστην καί τήν ταπείνωσιν εἰς ἑαυτόν· διότι διά τούτων εὑρίσκεις τήν βοήθειαν
τοῦ Θεοῦ...» Καί στόν κ΄Λόγον του λέγει: «Τόν ταπεινόφρονα οὐδείς μισεῖ ποτέ,
οὐδέ ἐπιπλήττει, οὐδέ καταφρονεῖ· ἐπειδή ἀγαπᾶ αὐτόν ὁ δεσπότης αὐτοῦ καί διά
τοῦτο ἀγαπᾶται παρά πάντων... Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθεῖ κυκλώνει αὐτόν τό ἔλεος
τοῦ Θεοῦ, καί τότε ἡ καρδία αἰσθάνεται τή θεία βοήθεια... πληροῦται χαρᾶς καί
ὁδηγεῖται πρός τήν προσευχή.» Δηλαδή ἡ ὠφέλεια εἶναι διπλή εἶναι ὅμως καί
πολλαπλή, ἐπειδή ἡ μιά ἀρετή ἀκολουθεῖ τήν ἄλλη. Ὁ ταπεινός γίνεται κάτοχος
πολλῶν ἀρετῶν. Εὐλογία Θεοῦ! Ὁ Θεός δοξάζει τόν ταπεινό, γιατί ὅπου ταπείνωση
ἐκεῖ καί τοῦ Θεοῦ ἡ δόξα φαίνεται νά τρέχει σάν ἄλλη πηγή.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος σέ ὁμιλία του, ἔλεγε:
«Δέν ὑπάρχει τίποτε ὅμοιο μέ τήν ταπεινοφροσύνη. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός ἄρχισε
τούς Μακαρισμούς μέ τήν ἀρετή αὐτή...Εἶναι ἀδύνατο χωρίς αὐτή νά σωθοῦμε» Καί
ἀλλοῦ προτρέπει: «Ἄν θέλεις νά ἀπολαύσεις παρηγοριά ἀπό τό Θεό, ταπεινώσου,
σύντριψε τόν ἑαυτό σου».
Καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος συμβουλεύει: «Στή
χριστιανική ζωή πρέπει νά προσερχόμαστε μέ πολλή προσοχή καί ταπεινοφροσύνη γιά
νά λάβουμε τόν πλοῦτο τοῦ Χριστοῦ. Σέ κάθε ἐκδήλωση τῆς ζωῆς μας νά θυμόμαστε
νά ἐφαρμόζουμε τήν ταπείνωση τοῦ Κυρίου. Μόνον ἔτσι θά καταστρέψουμε τίς
παγίδες τοῦ διαβόλου».
Περισσότερες
ἀναφορές θά δοῦμε ἀργότερα.
Πῶς
ἀποκτᾶται ἡ ταπείνωση καί ταπεινοφροσύνη
Μετά ἀπό ὅσα εἴπαμε γιά τήν ἀξία τῆς
ταπείνωσης ταπεινοφροσύνης, ἔρχεται φυσικά τό ἐρώτημα: Πῶς ἀποκτᾶται ἡ μεγάλη
αὐτή ἀρετή; Μέ ποιό τρόπο θά τήν κάνουμε κτῆμα μας;
Τήν ἀπάντηση θά τή βροῦμε σίγουρα στήν
ἐμπειρική σοφία τῶν Πατέρων τῆς ὀρθόδοξης μας Ἐκκλησίας. Τά μεγάλα πράγματα
σίγουρα χρειάζονται κόπο καί μεγάλη προσπάθεια, γιά νά ἀποκτηθοῦν. Αὐτό βέβαια
ἰσχύει καί γιά τήν ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης.
Στήν ἐποχή μας εἶναι σπάνιο πράγμα ἡ
ταπείνωση. Μπορεῖ σ’ ἕνα ἄνθρωπο νά βρεῖς ἐργασία μερικῶν ἀρετῶν, ἀλλά
ταπείνωσης μόλις κάποια μυρωδιά θά διακρίνεις.
Μιά πρώτη ἀπάντηση γιά τό πῶς ἀποκτᾶται ἡ
ταπείνωση μᾶς δίνει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος: «Πρός τοῦτο τόν ἐρωτῶντα θέλει
ἀποκριθεῖ αὐτή ἡ ταπεινοφροσύνη οὕτως· εἶναι ἀρκετόν εἰς τόν μαθητήν νά γίνη
κατά τήν μάθησιν ὅμοιος μέ τό διδάσκαλό του, καί εἰς τόν δοῦλον νά γίνη ὅμοιος
μέ τόν Κύριόν του. Βλέπε ἐκεῖνον ὅστις ὥρισεν αὐτήν, καί δωρεῖται αὐτό τό
χάρισμα, διά τίνος τρόπου ἀπέκτησεν αὐτήν· γίνου λοιπόν καί σύ ὅμοιος μέ αὐτόν,
καί θέλεις εὕρει αὐτήν...διά τῆς τελειότητος πασῶν τῶν ἀρετῶν δυνατόν νά
ἀποκτήση τις τήν ταπείνωσιν» (Λόγ. Κ΄). Δηλαδή νά μιμηθεῖ κάποιος τήν ζωήν τοῦ
Κυρίου πού εἶναι ὁ δάσκαλος τῆς ταπείνωσης, μελετώντας συχνά τή ζωή Του μέσα
ἀπό τά Εὐαγγέλια, καί νά προσπαθεῖ νά μιμεῖται τή συμπεριφορά Του.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, στό βίο τῆς Συγκλητικῆς,
γράφει:«Εἶναι δύσκολο νά ἀποκτηθεῖ ἡ ταπεινοφροσύνη, χρειάζεται μεγάλο ἀγώνα.
Ἄν δέν ἀπομακρυνθεῖ κάποιος ἀπό κάθε εἴδους δόξαν, δέ θά δυνηθεῖ νά ἀποκτήσει
τήν ταπεινοφροσύνη, τό μεγάλο αὐτό θησαυρό».
Ὁ Ἀββᾶς Σισώης, λέγει:« Ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ
στήν ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ ἐγκράτεια, ἡ συνεχής καί ἀδιάλειπτη πρός τό Θεό
προσευχή καί τό νά ἀγωνιζόμαστε νά εἴμαστε κατώτεροι ἀπό κάθε ἄνθρωπο».
Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Γιά νά
γίνει κάποιος ἀληθινά ταπεινός, πρέπει νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του φτωχό καί
τελευταῖο ἀπ’ ὅλους. Νά ἀγωνίζεται νά μή θυμώνει, νά μήν ἀγανακτεῖ, νά μή
φωνάζει καί νά νοιώθει πικρία, θυμό καί ὀργή ἐναντίον κανενός, νά μήν εἶναι
ἀλαζόνας, φαντασμένος καί ὑπερήφανος. Νά μιμηθεῖ τόν Κύριο στήν ἁπλότητα καί
τήν ταπεινοφροσύνη».
Ἀπ’ ὅ,τι ἔχω διαπιστώσει, διαβάζοντας γιά τήν
ταπείνωση, ἡ ἀρχή τῆς κατάκτησης τῆς ἀρετῆς ἀρχίζει ἀπό τή συνεχή ἕρευνα καί
τήν παραγματική γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μέ τήν αὐτογνωσία θά διαπιστώσουμε τήν
μηδαμηνότητά μας καί τήν ἀδυναμία μας. Θά γνωρίσουμε τίς ἀτέλειες καί τίς
ἁμαρτίες μας. Καί τό ἑπόμενο βῆμα πού πρέπει νά κάνουμε εἶναι νά συγκρίνουμε
τίς δικές μας παραβάσεις τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐνοχή μας ἐνώπιόν Του, μέ
τίς εὐεργεσίες πού μᾶς παρέχει καθημερινά. Καί τότε θά δοῦμε τήν ἀχρειότητά
μας, τήν ἀχαριστία μας καί τήν ἐνοχή μας καί, ἄν ἔχουμε μέσα μας κάποια λογική
καί γνώση, θά ἀρχίσει μέσα μας νά ριζοβολᾶ ἡ ἁγία ταπείνωση.
Ζωντανό παράδειγμα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Ἐνθυμούμενος τήν προηγούμενη του διαγωγή ἀπέναντι τοῦ Ἰησοῦ καί τῶν μαθητῶν
του, ἀντιλαμβάνεται τήν ἀδικία πού διέπραττε καί ταπεινώνεται καί ὁμολογεῖ ὅτι
ἐδίωξε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ὀνομάζει τόν ἑαυτό του«ἔκτρωμα» καί
«ἐλαχιστότερο τῶν Ἀποστόλων», τή στιγμή πού ἔκανε τεράστιον ἔργο καί πολλούς
κόπους ἔπαθε καί στερήσεις ὑπέμεινε γιά τό Χριστό, ταπεινούμενος ἔγινε ὑπηρέτης
πάντων.
Καί τό νά θυμᾶται ὁ ἄνθρωπος ὅτι τόν
περιμένει θάνατος καί σίγουρα θά φύγει ἀπό τή ζωή αὐτή, βοηθᾶ στήν ταπείνωσή
του. Ἀλλά καί ἡ νοσταλγία τοῦ Παραδείσου βοηθᾶ στό νά θυσιάσει ὁ ἄνθρωπος τόν
ἐγωϊσμό του καί νά γίνει ταπεινός. Καί τό σκότος τῆς κόλασης ἐνθυμούμενος ὁ
ἄνθρωπος συνέρχεται. Ὅλα αὐτά ταπεινώνουν τό φρόνημα καί συντρίβουν τήν ψυχή,
μέ ἀποτέλεσμα νά δέχεται τά σπέρματα τῆς ταπείνωσης καί ταπεινοφροσύνης.
Παραδείγματα ταπείνωσης
Παραδείγματα ταπείνωσης βρίσκουμε πολλά στήν
Ἁγία Γραφή καί στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας. Θά προβάλουμε μερικά, τά πιό γνωστά
ὑπενθυμίζοντάς τα στόν ἀναγνώστη μας.
α) Τό μεγαλύτερο καί θαυμαστώτερο παράδειγμα
ταπείνωσης κάτω ἀπό τόν οὐρανό εἶναι ἡ ταπείνωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, γιά τήν
ἀναγέννηση καί ἐπαναφορά τοῦ ἀνθρωπίνου γένους στόν Παράδεισο, τόν ὁποῖον εἶχε
χάσει μέ τήν παρακοή του. Αὐτήν τήν ταπείνωση δέν μπορεῖ νά χωρέσει ὁ
ἀνθρώπινος νοῦς, οὔτε καί τῶν Ἀγγέλων ἀκόμα. Ἕνας Θεός ταπεινώνεται, σμικρύνει
τή δόξα Του, περιστέλλει τή λαμπρότητά Του, ἐνδύεται σάν ἄλλο ἔνδυμα, τό
εὐτελές καί ταπεινό ἀνθρώπινο σῶμα καί γίνεται ὅμοιος μέ τούς ἁμαρτωλούς, χωρίς
ὅμως ὁ Ἴδιος νά νά μετέχει καμιᾶς ἁμαρτίας. Ὅλη Του ἡ ζωή, ἀπό τή γέννηση μέχρι
καί τό διά σταυροῦ θάνατό Του, εἶναι μιά ταπείνωση. Ταπείνωση πού ὁδήγησε στή
δόξα τῆς Ἀνάστασής Του.
Ἀφήνουμε κατά μέρος τό εὐτελές σπήλαιο πού
γεννήθηκε, τήν περιφρόνηση πού ἔδειχναν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων στό πρόσωπό Του
καί στεκόμαστε σ’ ἕνα γεγονός πού μᾶς διέσωσε ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, πού μᾶς
διδάσκει πῶς πρέπει νά ἐφαρμόσουμε κι ἐμεῖς τήν ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης.
Ἐνῶ ἔτρωγαν τό τελευταῖο δεῖπνο, πρίν ἀπό τό
ἑβραϊκό πάσχα, « ... σηκώνεται ἀπό τό δεῖπνο καί βγάζει τά ἐξωτερικά ἐνδύματα,
καί, ἀφοῦ πῆρε μιά ποδιά, ζώσθηκε, ἔπειτα ρίχνει νερό στή λεκάνη καί ἄρχισε νά
πλύνῃ τά πόδια τῶν μαθητῶν καί νά τά σκουπίζει μέ τήν ποδιά, μέ τήν ὁποία ἦταν
ζωσμένος.» Βέβαια διαμαρτυρήθηκαν οἱ μαθητές, ἀλλά Αὐτός μέ ἐπιχειρήματα τούς
ἔπεισε καί τούς προέτρεψε μάλιστα νά Τόν μιμηθοῦν στή ζωή τους, λέγοντας· «
παράδειγμα (δηλαδή) σᾶς ἔδωσα, γιά νά κάνετε καί ἐσεῖς, ὅπως ἔκανα ἐγώ».
(Ἰωάν.13 κεφ.)
Αὐτό τό παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ εἶναι γιά μᾶς ὁ
ὁδηγός πού πρέπει νά μᾶς καθοδηγεῖ γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ταπεινοφροσύνης, ἄν
πραγματικά τό ἐπιθυμοῦμε. Ἐκτός αὐτοῦ εἶναι σ’ ὅλους γνωστά αὐτά πού
ἀκουλούθησαν, οἱ ἐμπαιγμοί, οἱ ἐμπτυσμοί, τά ραπίσματα καί τά ἄλλα πού
συνέβησαν μέχρι καί τό σταυρό καί τήν ταφή Του, πού μαρτυροῦν τήν ἄκρα ταπείνωση
πού δέχθηκε γιά μᾶς.
Ἄλλο σπουδαῖο παράδειγμα πού λάμπει σάν ἄστρο
φωτεινό στό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας καί δείχνει τό δρόμο σ’ ὅσους θέλουν νά
κάνουν κτῆμα τους τήν ταπεινοφροσύνη, εἶναι τό παράδειγμα τῆς Παναγίας μας.
Μελετώντας τή ζωή της βλέπουμε ὅτι ἀπό τήν παιδική ἡλικία μέχρι καί τήν κοίμησή
της, ἦταν ἕνα ζωντανό παράδειγμα ταπεινοφροσύνης καί ὑποταγῆς στό θεῖο θέλημα.
Ἀποκορύφωμα τῆς ταπεινοφροσύνης τῆς Παρθένου Μαρίας ἦταν ἡ στιγμή πού ὁ Ἄγγελος
τῆς ἐφανέρωσε τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὅτι θά γεννοῦσε τό Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Ἡ
ἀπάντησή της ἦταν:«Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου»
(Λουκ.1.38). Ἰδού ἡ πραγματική ταπείνωση. Ἐξαφάνισε τό θέλημά της, ἀγνόησε τό
δικό της συμφέρον, ὑποτάχθηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά ὑπολογίσει τήν
ἀδυναμίαν τῆς φύσεώς της καί ὅταν ἐπισκέφθηκε τήν Ἐλισάβετ, ὁμολόγησε τήν
ταπείνωσή της λέγοντας: «ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ (ὁ
Κύριος)» (συνέχεια τῶν ἁνωτέρω). Ὅμως αὐτή της ἡ ταπείνωση τήν ὕψωσε καί τήν
τοποθέτησε δίπλα στό θρόνο τοῦ Υἱοῦ της, ἀπ’ ὅπου βοηθᾶ ὅλους τούς ταπεινούς
πού ζητοῦν τή βοήθειά της.
Ἄλλο παράδειγμα μεγάλης ταπεινοφροσύνης εἶναι
ὁ μέγας Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἐκοπίασε γιά τή τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου περισσότερο
ἀπό κάθε ἄλλο Ἀπόστολο, κι ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Λουκᾶς« Μετά πάσης ταπεινοφροσύνης
καί πολλῶν δακρύων καί πειρασμῶν...» (Πράξ. 20.19) ἐκήρυττε τό λόγο τοῦ Κυρίου,
κι ὅμως ἔλεγε: «...ἐγώ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν Ἀποστόλων ὅς οὔκ εἰμι ἱκανός
καλεῖσθαι Ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ.» (Πράξ. 15. 9). Καί
σέ ἄλλο χωρίο ὀνομάζει τόν ἑαυτό του « ἔκτρωμα». Καί τοῦτο, γιατί ἐνθυμούμενος
τά προηγούμενα ἁμαρτήματά του λυπᾶται καί ταπεινοφρονεῖ. Αὐτή του ἡ
ταπεινοφροσύνη ὅμως εἶναι ἐκείνη πού τόν ἀνέβασε μέχρι «τρίτου οὐρανοῦ.» Ἔζησε
τή ζωή του μέσα σέ δοκιμασίες καί θλίψεις καί διωγμούς γιά τό Χριστό καί τώρα
χαίρεται καί ἀγάλλεται στόν Παράδεισο τοῦ Θεοῦ.
Καί στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχουμε πολλά
παραδείγματα τῆς ἁγίας ταπείνωσης, τά ὁποῖα βρίσκουμε στούς διάφορους βίους τῶν
Ἀγίων, μέ ἀπόκορύφωμα «τούς διά Χριστόν σαλούς», πού δέχονταν τίς ἀποδοκιμασίες
καί τά περίγελα τῶν ἀλλων χωρίς καθόλου νά προσβάλλονται, νά στενοχωροῦνται ἤ
νά μεμψιμοιροῦν καί στό τέλος τους εἶχαν τήν καλήν μαρτυρία ἀπό τό Θεό.
Ἕνα γνωστό παράδειγμα εἶναι ὁ Ἅγιος Νεκτάριος
πού κοιμήθηκε τό 1920. Ὅσοι διάβασαν τό βίο του, θά διαπίστωσαν τή μεγάλη του
ταπεινοφροσύνη. Συκοφαντημένος, διωγμένος ἀπό τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων
πηγαίνει στήν Ἀθήνα, ἀλλά, πρίν φθάσει ἐκεῖ, ἔφθασεν πρίν ἀπό αὐτόν ἡ
συκοφαντία καί ἡ διαβολή, μέ ἀποτέλεσμα νά ὑποφέρει πολύ χωρίς ὅμως νά
διαμαρτύρεται. Αὐτή του ἡ ταπεινοφροσύνη καί ὑπομονή, ἔλκυσε τή Χαρη τοῦ Θεοῦ
πού τόν καταξίωσε νά κάνει θαύματα τόσο στό τέλος τῆς ζωῆς του ὅσο καί μετά τό
θάνατό του.
Νομίζω, ἀγαπητέ ἀναγνώστη, ὅτι τά λίγα αὐτά
παραδείγματα χωρίς νά χρειάζονται σχόλια ἤ φιλολογία ὁδηγοῦν στόν
προβληματισμό. Θά μπορούσαμε βέβαια νά φέρουμε σωρείαν παραδειγμάτων, ἀλλά
νομίζω ὅτι τά πολλά παραδείγματα δέ θά βοηθοῦσαν περισσότερο ἁπλῶς θά
μακρυγορούσαμε πράγμα πού προσπαθοῦμε νά ἀποφύγουμε. Ἄν θέλαμε αὐτά τά
παραδείγματα μποροῦμε νά τά ἀξιοποιήσουμε μέ τόν προβληματισμό μας: Ἄν ἕνας
Παῦλος, πού ἔφτασε «μέχρι τρίτου οὐρανοῦ», θυμόταν τά ἁμαρτήματά του καί
ταπεινοφρονοῦσε καί θεωροῦσε τόν ἑαυτό του «ἔκτρωμα», τί θά ποῦμε ἐμεῖς; Ἕνα
ἐρώτημα στόν ἑαυτό μας πού πρέπει νά μᾶς συνταράσσει.
Στά παραδείγματα πού ἀναφέραμε βλέπουμε ὅτι
αὐτοί πού ταπείνωσαν θεληματικά τόν ἑαυτό τους, ὑπέστησαν, βέβαια, πολλούς
κόπους, θλίψεις καί ταπεινώσεις, ἀλλά τό τέλος φανερώνει τό μεγάλο τους κέρδος
πού εἶναι ἡ τιμή καί ἡ δόξα πού ἔλαβαν ἀπό τό Θεό, μέ τά διάφορα χαρίσματα πού
τούς ἔδωκε. Συμπεραίνουμε λοιπόν ὅτι εἶναι πολύ ὠφέλιμη ἡ ταπείνωση καί θά τό
δοῦμε πιό κάτω.
Ἡ ταπείνωση ὠφελεῖ
Ἡ ταπείνωση μπορεῖ νά λογαριάζεται ἀπό τούς
ὑψηλόφρονες καί ὑλόφρονες χαζομάρα, βλακεία, ἐξευτελισμός, κλπ., ἀλλά στήν
πραγματικότητα ὠφελεῖ πολύ τόν ἄνθρωπο, τόσο στή ζωή αὐτή ὅσο καί στήν αἰώνια.
Αὐτό φάνηκε μέ τά λίγα παραδείγματα πού εἴδαμε πρίν, ἀλλά καί θά φανεῖ
περισσότερο στή συνέχεια.
Ὁ χριστιανός ἄνθρωπος μέ τήν ἀρετή τῆς
ταπεινοφροσύνης, σιγά σιγά καθαρίζεται ἀπό τά ψυχοφθόρα πάθη τῆς ἁμαρτίας. Τόν
ταπεινό ἄνθρωπο ἀγαπᾶ καί ἐκτιμᾶ τόσο ὁ κόσμος ὅσο καί ὁ Θεός πού ἀναπαύεται
στήν ψυχήν τοῦ ταπεινοῦ. Ἡ εὐλογημένη αὐτή ἀρετή, πού χρειάζεται κόπο καί
προσπάθεια γιά νά ἀποκτηθεῖ, χαρίζει στόν ἄνθρωπο τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του
καί ἑπομένως τή χαρά, τήν εὶρήνη καί τήν ἐλευθερία. Γι’ αὐτό καί ὁ Δαυΐδ λέγει:
« ὁ Κύριος ἐπέβλεψεν ἐπί τήν προσευχήν τῶν ταπεινῶν». Πάντοτε δίνει πολλήν
προσοχή ὁ Κύριος στίς προσευχές τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων.
Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος μέ τήν ταπεινή του
συμπεριφορά ἀφοπλίζει τό διάβολο καί διαλύει ὅλες του τίς παγίδες. Καί τοῦτο
γιατί, ἄν κατηγορηθεῖ καί συκοφαντηθεῖ, δέν ἀντιδρᾶ καί περιορίζει τό κακό στήν
ἀρχή του. Ἄν ζημιωθεῖ, δέν ἀνταποδίδει, δέν δίνει συνέχεια ἤ ἀντεκδίκηση καί τό
κακό σταματᾶ καί πληγώνει τό διάβολο στήν καρδιά του. Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος
ἀγαπᾶ, συγχωρεῖ, ἐλεεῖ καί συμπαθεῖ, γιατί μοιάζει μέ τόν Κύριό του, ὁ Ὁποῖος
«λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει καί πάσχων οὐκ ἠπείλει». Καί τέλος εἶναι μιά
ψυχή πού ἰδιαίτερα θά ἐπιβλέψει σ’ αὐτήν ὁ βασιλέας τῶν οὐρανῶν καί θά τήν
τοποθετήσει στή βασιλεία Του μαζί μέ ὅλους τούς δικαίους καί ἁγίους.
Ἀλλά ἡ ταπείνωση βοηθᾶ ἀποτελεσματικά τήν
κοινωνία μας ἄν ὅλοι τήν ἐγκολποθοῦμε. Ἡ σημερινή μας κοινωνία μαστίζεται ἀπό
πολλά καί διάφορα κακά, πού ὅλοι γνωρίζουμε καί γιά τά ὁποῖα ἀγανακτοῦμε πολλές
φορές. Μέ λύπη βλέπουμε νά ὑπάρχει κοινωνική ἀκαταστασία καί ἔνταση στίς
διαπροσωπικές σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, νά γίνονται ἐγκλήματα καί ἀδικίες, ἐπειδή
κυριαρχεῖ ὁ ἐγωϊσμός, ὁ ἀτομικισμός, ἡ φιλαυτία. Αἰτία ἡ ἀπουσία τῆς
ταπεινοφροσύνης ἡ ὁποία ἐξαφανίζει ὅλα τά πάθη. Μέ τήν ἔλλειψη τῆς ἀρετῆς τῆς
ταπεινοφροσύνης, ἀπουσιάζει ἡ αὐτογνωσία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ εὐταξία καί ἡ ἀγάπη
μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μέ ἀποτέλεσμα τά δυσάρεστα πού βλέπουμε καί ἀκοῦμε
καθημερινά.
Ἄν οἱ ἄνθρωποι ἀποφάσιζαν νά γίνουν
ταπεινόφρονες, ἄν ἡ ταπεινοφροσύνη γινόταν ἀρετή ὅλων τῶν χριστιανῶν σίγουρα θά
ἐξαλείφονταν ἤ καί θά περιορίζονταν στό ἐλάχιστο τά τόσα κακά πού μᾶς
βασανίζουν σήμερα. Θά ξεριζωνόταν ἡ ἀνθρώπινη ματαιοδοξία, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ
φιλαυτία, ὁ θυμός, ἡ ὀργή καί κάθε ἀδικία καί θά βασίλευε ἡ εὐταξία, ὁ σεβασμός
καί ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί σίγουρα θά εἴχαμε μιά ἰδανική κοινωνία πρός
ὄφελος ὅλων.
Ἐμπόδια στήν ταπεινοφροσύνη
Στή συνέχεια θά ἐπισημάνουμε δύο μεγάλα
ἐμπόδια πού δέν ἀφήνουν τήν ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης νά ριζώσει στήν ψυχή τοῦ
χριστιανοῦ. Ἡ ἀναφορά αὐτή εἶναι ἀναγκαία ἐνημέρωση, γιά νά προφυλάξει ὅλους
μας, γιατί τά ἐμπόδια αὐτά εἶναι πάθη τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἑαυτοῦ μας καί δέν πρέπει
νά τά ἀφήσουμε νά ριζώσουν στήν ψυχή, ἐπειδή ἐξαφανίζουν κάθε ἴχνος ταπείνωσης
καί ἐγκαθιστοῦν στήν ψυχή τήν ὑψηλοφροσύνη, τή φιλαυτία καί τόν ἐγωϊσμό.
α) Τό πρῶτο ἐμπόδιο εἶναι ἡ ματαιοδοξία.
Ματαιοδοξία εἶναι τό νά κυνηγᾶμε τή δόξα σέ πράγματα πού στεροῦνται ἀξίας ἤ πού
ἡ ἀξία τους εἶναι μάταια, προσωρινή καί ἐφήμερη. Παράδειγμα συγκεκριμένο: νά
ἐξαρτοῦμε τήν ὑπόστασή μας, τή κρίση μας, γιά τόν ἑαυτό μας καί τή συμπεριφορά
μας σ’ ὅλη μας τή ζωή, ἀπό τίς κρίσεις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, πράγμα πού ἔπρεπε νά
μήν ἔχει καθόλου σημασία γιά μᾶς. Αὐτή μας ἡ τάση μᾶς ὑποχρεώνει νά
συμπεριφερόμαστε ὄχι ὅπως ἐμεῖς θέλουμε, ἀλλά σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες τῶν
ἄλλων, ἀνεξάρτητα ἄν εἶναι σωστό ἤ ὄχι. Δυστυχῶς ἡ ματαιοδοξία δημιουργεῖ στόν
ἄνθρωπο ἕνα προσωπεῖο, ὄχι αὐτό πού πραγματικά εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ἕνα
προσωπεῖο φτιαγμένο ὅπως θά τό ἤθελαν οἱ ἄλλοι πού δέν ἀνταποκρίνεται στόν
πραγματικό μας ἑαυτό. Αὐτό τό ψεύτικο προσωπεῖο δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά δεῖ
τά ἐλαττώματά του καί τίς ἐλλείψεις του, γιά νά τίς διορθώσει καί ὁδηγεῖται ἀπό
τό πάθος νά ἀρέσει σέ ἄλλους, στό δρόμο τῆς ὑποκρισίας, τῆς προσποίησης καί τῆς
ἁμαρτίας, γιά νά ἀπολαύσει τή μάταιη δόξα. Καί τό χειρότερο, τό προσωπεῖο πού
κατασκευάζει ἡ ματαιοδοξία μπαίνει σάν τεῖχος μεταξύ μας καί τοῦ Θεοῦ καί μᾶς
χωρίζει ἀπό Αὐτόν μέ τραγικά γιά μᾶς ἀποτελέσματα.
Ἡ ματαιοδοξία φορεῖ σ’ ὅλους μας καί κάποιο
προσωπεῖο καί μᾶς παρασύρει ἐκεῖ πού δέν πρέπει. Ἕνα ἁπλό παράδειγμα θά τό
βεβαιώσει .Ξεκινᾶ κάποια κυρία γιά νά πάει νά ἐκκλησιαστεῖ, νά παρακολουθήσει
τή Θεία Λειτουργία καί τή βλέπεις νά φτιάχνεται σάν ψεύτικη κούκλα. Γιατί τό
κάνει αὐτό, ἀφοῦ πάει νά συναντήσει τό Θεό καί νά προσευχηθεῖ; Μήπως τό ζητᾶ
αὐτό ὁ Κύριος; Ἀσφαλῶς ὄχι, ἀλλά φτιάχνεται ἔτσι γιά τά μάτια καί τήν κρίση τῶν
ἄλλων. Κατασκευάζει ἕνα προσωπεῖο ξένο πρός τόν ἑαυτό της πού τή χωρίζει ἀπό τό
Θεό της. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τούς ἄνδρες. Βλέπουμε συχνά μερικούς νά
προσποιοῦνται στή συμπεριφορά τους, γιά νά τύχουν ἐπαίνου ἀπό τούς ἄλλους, ἐνῶ
δέν εἶναι αὐτοί πού φαίνονται στήν πραγματικότητα. Αὐτό ἰσχύει καί στίς ἄλλες
ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς μας. Ντρεπόμαστε νά κάνουμε κάτι πού πρέπει, γιατί φοβόμαστε
τήν κρίση τῶν ἄλλων καί φοράμε τό προσωπεῖο καί καλύπτουμε τόν πραγματικό μας
ἑαυτό. Τρῶμε στό Ἑστιατόριο καί σηκωνόμαστε χωρίς ἕνα σταυρό, γιατί φοβόμαστε
ὅτι θά μᾶς περιγελάσουν οἱ ἄλλοι. Ἄν ἐρευνήσουμε τή ζωή μας, θά βροῦμε πολλά
καί διάφορα προσωπεῖα πού μεταμορφώνουν τόν πραγματικό μας ἑαυτό. Ματαιοδοξοῦμε
χωρίς κανένα κέρδος, μάλλον καταστροφή κερδίζουμε.
Ἐπιβάλλεται, νομίζω, νά μᾶς ἀπασχολήσει
σοβαρά τό κακό αὐτό· ἄν θέλουμε νά εὐαρεστήσουμε στόν Κύριο, πρέπει νά
φαινόμαστε αὐτοί πού πραγματικά εἴμαστε προσπαθώντας νά βελτιώσουμε τόν κακό
μας ἑαυτό καί νά διώξουμε ἀπό τή ζωή μας τή κακή ματαιοδοξία.
Καί σίγουρα μποροῦμε νά διώξουμε ἀπό τή ζωή
μας τό μεγάλο αὐτό κακό. Ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα παίρνουμε ἀπό τόν τελώνη
Ζακχαῖο, στό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ ( κεφ.19. 1 καί ἑξῆς). Στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου
αὐτοῦ, εἶχε ἀνάψει ἡ φλόγα γιά νά δεῖ τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν. Καί τί
σοφίστηκε; Νά ἀνεβεῖ σ’ ἕνα δένδρο, γιά νά δεῖ τόν Κύριο πού θά περνοῦσε ἀπ’
ἐκεῖ. Αὐτός ἕνας Ρωμαῖος πολίτης, ἕνας ἀξιωματοῦχος τῆς πολιτείας μέ τόσο ὐψηλή
θέση, νά σκαρφαλώνει στό δένδρο καί νά τόν βλέπει ὁ κόσμος! Πόσοι δέ θά
γελοῦσαν βλέποντάς τον ! Κι’ ὅμως. Δέ σκέφτηκε καθόλου «τί θά πεῖ ὁ κόσμος»,
γιατί ἄν ἄφηνε τή ματαιοδοξία νά κυριαρχήσει, δέ θά ἀνέβαινε στή συκομωρέα καί
δέ θά ἔβλεπε τό Χριστό. Πέταξε λοιπόν τό προσωπεῖο καί ἐκδηλώθηκε ὅπως ἀκριβῶς
ἔνοιωθε. Καί ἀφοῦ κρήμνησε τό χωριστικό τεῖχος, τό προσωπεῖο, συναντήθηκε μέ
τόν Κύριο. Καί αὐτή ἡ συνάντηση ἦταν καθοριστική γιά τή σωτηρία του. Ἄχ, αὐτό
τό προσωπεῖο ! Πόσο κακό μᾶς προξενεῖ! Μᾶς κρατᾶ μακρυά ἀπό τή σωτηρία.
Πρέπει, νομίζω, νά ψάξουμε νά βροῦμε ἀπό ποῦ
ἄντλησε τή δύναμη ὁ Ζακχαῖος νά ἀγνοήσει, νά χαλάσει τό προσωπεῖο, τή μάσκα καί
νά δείξει τήν ἐλευθερία του.
Μέ βεβαιότητα λέμε ὅτι ἐκεῖνο πού βοηθησε τό Zακχαῖο νά ἀγνοήσει τήν κρίση τῶν ἄλλων, ἦταν
ὁ σφοδρός πόθος του νά γνωρίσει τό Χριστό. Ἰδού τό ἀποτελεσματικό φάρμακο
ἐναντίον τῆς ματαιοδοξίας μας. Ὁ σφοδρός δικός μας πόθος νά εὐαρεστήσουμε στόν
Κύριο καί νά συναντηθοῦμε μαζί Του, θά μᾶς δίνει τή δύναμη νά ἀδιαφοροῦμε γιά
τίς κρίσεις τῶν ἄλλων καί νά μήν ἐξαρτοῦμε τίς ἀγαθές μας πράξεις καί ἐνέργειες
ἀπό αὐτές .
Ἄν ταπεινοφρονοῦμεν ἔτσι, σίγουρα θά μᾶς ποῦν
καί χαζούς καί βλάκες καί ὀπισθοδρομικούς καί ἄλλα. Ἄν περιφρονήσουμε ὅπως ὁ
Ζακχαῖος τίς κρίσεις τῶν ἄλλων καί προχωρήσουμε στό σκοπό μας πετώντας τό
προσωπεῖο, θά συναντήσουμε τόν Κύριο, ὅπως καί ὁ Ζακχαῖος.
Ἕνα δεύτερο φάρμακο ἐναντίον τῆς
ματαιοδοξίας, βρῆκα στά κείμενα πού ἔχω μελετήσει. Αὐτό εἶναι ἡ καλή
ὑπερηφάνεια. Ἴσως ξαφνιάζει λίγο ἡ λέξη, ἀλλά, ὅταν διαβάσετε τό περιστατικό,
τότε θά καταλάβετε περί τίνος πρόκειται.
Ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἅγιος Μακάριος μιά μέρα εἶδε
μερικούς μοναχούς νά κοροϊδεύουν ἕνα νεώτερό τους μοναχό, ὁ ὁποῖος παρ’ ὅλα τά
πειράγματα τῶν ἄλλων μοναχῶν, δέν ἔδειχνε κανένα ἴχνος ταραχῆς, δέν ἔδινε καμιά
σημασία. Τότε ὁ Ἅγιος Μακάριος ἔμεινε κατάπληκτος ἀπό τή γαλήνη πού εἶχε ὁ νέος
αὐτός μοναχός. Πῆγε κοντά του καί τόν ρώτησε, πῶς συμβαίνει ἕνας τόσο νέος
μοναχός νά ἀποκτήσει τόση ἀπάθεια. Ἡ ἀπάντηση τοῦ νέου μοναχοῦ ἦταν ἡ ἑξῆς: «
Γιατί νά δίνω σημασία στά γαυγίσματα τῶν σκύλλων; Δέν προσέχω σ’ αὐτούς, γιατί
ὁ Θεός εἶναι ὁ μοναδικός πού ἀποδέχομαι σάν κριτή μου». Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι ὁ νέος
αὐτός μοναχός στηριζόταν στό Θεό, Αὐτόν ἀναγνώριζε γιά πραγματικό κριτή του καί
γι’ αὐτό τὄχε καύχημα καί ἀδιαφοροῦσε γιά τίς κρίσεις τῶν ἄλλων. Τὄχε καμάρι
καί καύχημα δικαιολογημένο τό ὅτι στηριζόταν μόνο στήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί ὅ,τι
στηρίζεται στό Θεό εἶναι σωστό ἀληθινό καί μπορεῖ κάποιος νά τό καυχιέται καί
νά τό ἔχει κρυφό καμάρι.
Κι ἐμεῖς, ὅταν δοθοῦμε ὁλόψυχα στόν Κύριο,
μποροῦμε νά καυχόμαστε γιά τό στήριγμα μας καί νά ἀδιαφοροῦμε γιά τίς ἁμαρτωλές
κρίσεις τῶν ἄλλων, πού εἶναι σάν τά γαυγίσματα τῶν σκύλλων πού σβύνουν καί
χάνονται στόν ἀέρα. Βλέπετε ὑπάρχει καί καλή ὑπερηφάνεια πού ἐφαρμόζεται μέ τή
διάκριση πού χρειάζεται, προπάντων ὅταν πρόκειται νά ἀντισταθοῦμε στήν ἁμαρτία.
Ἄς ποῦμε ὅτι ἀφοῦ ἐγώ ἔχω τέτοιο στήριγμα καί κριτή τό Θεό μου, γιατί νά προσέχω
τό διάβολο καί πειραστή καί νά προσαρμόζομαι μέ τίς ἁμαρτωλές καί πρόσκαιρες
κρίσεις ἀνθρώπων; Μόνο τό Θεό ἀναγνωρίζω κριτή μου καί τό θέλημα Αὐτοῦ πρέπει
νά κάμνω.
Και ἕνα δεύτερο ἐμπόδιο καί πολύ ἐπικίνδυνο
ἐπισημάνουμε. Αὐτό εἶναι ἡ ταπεινολογία. Τί σημαίνει αὐτό;
Ὅπως σέ κάθε γνήσιο νόμισμα, οἱ παράχαράκτες
δημιουργοῦν κι ἕνα κίβδηλο, ψεύτικο πού ὅμως μοιάζει μέ τό γνήσιο, ἔτσι
συμβαίνει καί στίς ἀρετές. Ἀπέναντι ἀπό κάθε ἀληθινή ἀρετή ὁ διάβολος
δημιουργεῖ καί μιά παρόμοια, ἀλλά ψεύτικη, προσποιημένη ἀρετή καί προσπαθεῖ μέ
τό προσωπεῖο αὐτό νά παραπλανήσει τόν ἄνθρωπο. Αὐτό συμβαίνει καί μέ τήν ἀρετή
τῆς ταπεινοφροσύνης πού γίνεται ταπεινολογία
Τί εἶναι ὅμως ἡ ταπεινολογία θά πρέπει νά τό
διευκρινήσουμε καί νά διαφωτίσουμε τόν ἀναγνώστη. Ταπεινολογία εἶναι ἡ
προσποιημένη ταπεινοφροσύνη. Εἶναι μιά κατάσταση πού περιέχει φιλαυτία καί
ὑπερηφάνεια καί δέν ἔχει καθόλου σχέση μέ τήν ταπεινοφροσύνη. Ἀπέχει ὅσο ὁ
ουρανός ἀπό τή γῆ μέ τήν ἁγία ταπεινοφροσύνη.
Συνήθως ὁ ταπεινολόγος προσποιεῖται τόν
ταπεινό, γιά νά εἶναι ψηλά στά μάτια τῶν ἄλλων, ὅπως ὁ Φαρισσαῖος τοῦ
Εὐαγγελίου. Ἐπειδή θέλει νά αὐτοπροβάλλεται, προσποιεῖται τόν ταπεινό, γιά
ἱκανοποιήσει τό ἀρρωστημένο ἐγώ του. Ὁ ταπεινολόγος μέ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις
ὑποκρίνεται ὅτι εἶναι ταπεινός, μέ σκοπό νά τόν ἐπαινέσουν, ἀλλά κάποτε
ξεσκεπάζεται καί φέρνει τό ἀντίθετο ἀποτέλεσμα, γιατί δέν ἔχει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ
στίς ἐνέργειές του. Φαίνεται ταπεινός μέχρι πού νά τοῦ θίξουν καί στό ἐλάχιστο
τό συμφέρον του. Τότε δέν τό ἀνέχεται καί σάν φαρμακερό φίδι ξερνᾶ τό δηλητήριό
τῆς συγκεκαλυμμένης κακίας του.
Αὐτοί οἱ τύποι δυστυχῶς εἶναι γεμάτοι
ματαιοδοξία, ἡ ὁποία δημιουργεῖ προσωπεῖο καί δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά δεῖ τόν
πραγματικό ἑαυτό του. Εἶναι μιά μεγάλη πλάνη τοῦ διαβόλου, πού ἔχει σάν σκοπό
νά κρατήσει τόν ἄνθρωπο μακρυά ἀπό τή σωτηρία.
Ἡ ταπεινολογία εἶναι ἡ χειρότερη μορφή
ὑποκρισίας καί φαρισαϊσμοῦ, ἁμαρτίες πολύ ἐπικίνδυνες καί δυσκολοθεράπευτες.
Τόν ταπεινολόγο σίγουρα τόν ἀποστρέφεται ὁ Θεός, γιατί ἔγινε αἰχμάλωτος καί
παίγνιο τῶν δαιμόνων καί δύσκολα μπορεῖ νά θεραπευτεῖ ἄν τό θελήσει ἀκόμα.
Μπορεῖ ὁ ταπεινολόγος νά ξεγελάσει τούς
ἀνθρώπους, ἀλλά τό Θεό ὄχι καί ἄν δέ μετανοήσει, θά ρεζιλευτεῖ τήν ἡμέρα τῆς
κρίσεως ἐνώπιον Ἀγγέλων καί ἀνθρώπων.
Δέν ὑπάρχει κανένας σοβαρός λόγος νά γίνεται
ὁ ἄνθρωπος ταπεινολόγος, γιατί δέν ἔχει νά κερδίσει τίποτε μἄλλον ἔχει νά χάσει
τή σωτηρία του. Ἑπομένως ἄς φαινόμαστε αὐτοί πού πραγματικά εἴμαστε ἐνώπιον
Θεοῦ καί ἀνθρώπων, χωρίς τό προσωπεῖο τῆς μεταμόρφωσης. Μόνον ἔτσι θά
ἀναπτυχθοῦμε πνευματικά καί θά βοηθηθοῦμε ἀπό τόν Κύριο νά ἀποκτήσουμε καί τήν
ἀληθινή ταπείνωση. Τότε θά μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός καί θά μᾶς σέβονται καί οἱ
ἄνθρωποι.
Ὁ σεβαστός λευίτης Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης
συμβουλεύει γιά τό θέμα αὐτό τά πιό κάτω: « Νά εἶσαι ὅσο πιό πρᾶος, ταπεινός
καί πιό ἁπλός κατά τή συμπεριφορά σου καί τίς σχέσεις σου πρός τούς ἄλλους.
Πρόσεχε ὅμως ἀπό τήν ὑποκρισία τῆς κούφιας ταπεινολογίας. Πρόκειται γιά ἕνα ἀπό
τά μεγαλύτερα ἁμαρτήματα. Νά παραδέχεσαι μέ βαθιά συναίσθηση, κι ὄχι ἁπλῶς νά
λές, ὅτι εἶσαι ὁ πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν καί ἄρα ὁ ἔσχατος τῶν ἀνθρώπων. Ἀπό τήν
ὑπερηφάνεια προέρχεται ἡ αὐτοϊκανοποίηση, ἡ ψυχρότητα καί ἡ ἀνειλικρίνεια στή
συμπεριφορά μας πρός ὅσους δέν εἶναι σέ θέση νά ἱκανοποιήσουν τή δική μας
ἀνάγκη».
Ὁ ταπεινολόγος κάποτε ξεσκεπάζεται καί
γίνεται περίγελως ἀνθρώπων καί δαιμόνων. Μπορεῖ ὀ ταπεινολόγος, ἄν τό θέλει, νά
ἀφήσει τόν ἑαυτό του στά χέρια καί στήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί μέ πολλήν προσευχή
καί ἐγκράτεια νά ἀκολουθήσει τόν πραγματικό δρόμο τῆς ταπεινοφροσύνης,
σηκώνοντας καί τό σταυρό πού συνεπάγεται ἡ ἄσκηση τῆς ἀρετῆς αὐτῆς.
Ἀναφορές
άγίων άνδρών γιά τήν ταπείνωση - ταπεινοφροσύνη
Διαβάζοντας διάφορα βιβλία γιά τό θέμα τῆς
ταπείνωσης ταπεινοφροσύνης, βρῆκα μιά μελέτη τοῦ μακαριστοῦ Σέρβου Ἀρχιμ.
Ὶουστίνου Πόποβιτς, (ἡ ταπείνωση κατά τόν Ἰσαάκ τό Σύρο μέσα ἀπό τούς διάφορου
λόγους του). Στό βιβλίο «Ὁδός Θεογνωσίας» σελ. 198.
« Ἡ πίστη ἔχει δικό της τρόπο σκέψεως, διότι
ἔχει δικό της τρόπο ζωῆς. Ὁ χριστιανός ὄχι μόνο ζεῖ μέ τήν πίστη, ἀλλά καί
σκέφτεται μέ τήν πίστη. Ἡ πίστη δίνει τή νέα κατηγορία τῆς σκέψεως μέ τήν
ὁποίαν πραγματώνεται ὅλο τό γνωσιολογικό ἔργο τοῦ ἀνθρώπου πού πιστεύει. Ἡ νέα
αὐτή κατηγορία τῆς σκέψεως εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Στήν ἀπέραντη πραγματικότητα
τῆς πίστεως ὁ νοῦς ταπεινώνεται μπρός στά ἀπόρρητα μυστήρια τῆς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ
ζωῆς. Τήν ὑπερηφάνειαν τοῦ νοῦ ἀντικαθιστᾶ ἡ ταπείνωση· τήν ἀλαζονεία ἡ
ταπεινοφροσύνη. Ὁ ἀσκητής τῆς πίστεως περιφρουρεῖ κάθε σκέψη του μέ τήν
ταπείνωση καί ἔτσι ἐξασφαλίζει γιά τόν ἑαυτό του τή γνώση τῆς Αἰώνιας ἀλήθειας.
Ἀντλώντας τή δύναμή της ἀπό τήν προσευχή ἡ
ταπεινοφροσύνη προχωρεῖ ἀπό αὔξηση σέ αὔξηση, ἡ ὁποία δέν ἔχει τέλος. Ὁ Ἅγιος
Ἰσαάκ διδάσκει, ὅτι ἡ προσευχή καί ἡ ταπεινοφροσύνη βρίσκονται πάντοτε σέ
ἀνάλογη συμμετρία: μέ τήν αὔξηση τῆς προσευχῆς αὐξάνει καί ἡ ταπεινοφροσύνη καί
τό ἀντίστροφο Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ δύναμη ἡ ὁποία«συνάγει τήν καρδίαν» καί δέν
τήν ἀφήνει νά διασκορπίζεται στίς ὑπερήφανες σκέψεις καί ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες.
Τήν ταπείνωση ὑποστηρίζει καί προφυλάσσει τό Ἅγιον Πνεῦμα καί αὐτή πλησιάζει
ὄχι μονάχα τόν ἄνθρωπο στό Θεό, ἀλλά καί τό Θεό στόν ἄνθρωπο. Ἀκόμα ἡ
ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ αἰτία τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, αὐτῆς τῆς
βαθυτάτης ἑνώσεως τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο. Ἡ ταπεινοφροσύνη «Θεόν ποιεῖ τόν
ἄνθρωπον ἐπί τῆς γῆς». Ἡ ταπεινοφροσύνη «στολή θεότητος ἐστιν». « Ὁ γάρ Λόγος ὁ
ἐνανθρωπίσας αὐτήν ἐνεδύσατο, καί ὡμίλησε ὑμῖν δι’ αὐτῆς ἐν τῷ σώματι ἡμῶν».
Ἡ ταπείνωση εἶναι μυστική θεία δύναμη, ἡ
ὁποία δίνεται μόνο στούς ἁγίους, μόνο στούς τέλειους στήν ἀρετή, καί δίνεται
διά τῆς χάριτος. Ἡ ταπείνωση« συγκλείει ἐν ἐν ἑαυτῇ τά πάντα». Μέ τή χάρη τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος «τά μυστήρια τοῖς ταπεινόφροσι ἀποκαλύπτονται». Γι’ αὐτό καί
αὐτοί εἶναι τέλειοι «ἐν τῇ σοφία». «Ὁ ταπεινόφρων πηγή ἐστι τῶν μυστηρίων τοῦ
καινοῦ αἰῶνος».
Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ σωφροσύνη· « τά δύο
(ταῦτα) ἐνέχυρον ἐκ τῆς Τριάδος ἑτοιμάζουσιν ἐν τῇ ψυχῇ». Ἡ σωφροσύνη εἶναι τό
ἀποτέλεσμα τῆς ταπεινοφροσύνης· μέ τή σωφροσύνη θεραπεύεται ὁ νοῦς καί γίνεται
σώφρων. « Ἀκολουθεῖ δέ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἡ ἐπιείκεια, καί τό συνᾶξαι ἑαυτόν,
ὅπερ ἐστί σωφροσύνη τῶν αἰσθήσεων». Ἠ ταπεινοφροσύνη στολίζει τήν ψυχή μέ
σωφροσύνη.
Καθώς στρέφεται πρός τόν κόσμον ὁ ταπεινόφρων
ἄνθρωπος, ἐκφράζει ὅλην τήν προσωπικότητά του μέ τήν ταπείνωση. Μιμεῖται αὐτόν
τόν σαρκωθέντα Θεό.«Καθάπερ ψυχή οὐκ ἔστι γνωστή, οὐδέ τοῖς σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς
ὁρατή, οὕτως ὁ ταπεινόφρων οὐ γινώσκεται μεταξύ τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ ταπεινόφρων «σμικρύνει ἑαυτόν πρός πάντας
ἀνθρώπους», ἀλλ’ ὁ Θεός γι’ αὐτό τόν δοξάζει, διότι « ὅπου βλαστάνει ἡ
ταπείνωση, ἐκεῖ ἡ τοῦ Θεοῦ δόξα βρύει» ἐκεῖ ὁ ὀφθαλμός τοῦ φυτοῦ τῆς ψυχῆς ἀνθίζει
σέ ἄνθος ἀμάραντο».
Στίς ἑπόμενες σελίδες θά μεταφέρουμε μερικές
ἀναφορές ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν Ἅγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἔμαθαν ἀπ’
αὐτά πού ἔπαθαν στή ζωή τους καί σίγουρα ὠφελοῦν ὅλους ἐμᾶς τούς ἐμπερίστατους
χριστιανούς πού ζοῦμε σ’ ἕνα κόσμο μεγάλων πειρασμῶν καί προκλήσεων καί
παραπλάνησης.
Κι ἄλλες ἀναφορές Πατέρων
Ἀντώνιος ὁ Μέγας:
« Εἶδα ὅλες τίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ ἁπλωμένες
σ’ ὅλη τή γῆ· καί στενάξας εἶπα· ποιός ἄραγε μπορεῖ νά τίς ξεπεράσει χωρίς νά
πάθει τίποτε; Καί τότε μιά φωνή μοῦ ἀπάντησε· ἡ ταπεινοφροσύνη.
Ἀθανάσιος ὁ Μέγας:
«Ἡ ταπείνωση ἀπό τή φύση της ὑψώνει τόν
ἄνθρωπο καί ἔχει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ... Ἐπειδή εἶναι ἀγαθή καί σωτήρια τήν
ἐφόρεσε ὁ Κύριος, ὅταν ἐκπλήρωσε τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τῶν
ἀνθρώπων»
Αββᾶ Δωρόθεος:
«Ἡ ταπείνωση εἶναι μεγάλη ἀρετή καί ἔχει τή
χάρη τοῦ Θεοῦ στίς ψυχές τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων. Περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο
χρειαζόμαστε τήν ταπεινοφροσύνη... γιατί μέ τήν ταπεινοφροσύνη καταστρέφονται
οἱ παγίδες τοῦ ἐχθροῦ.»
Βασίλειος ὁ Μέγας:
« Προκοπή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ προκοπή στήν
ταπείνωση. Γνώση θεοσεβείας, σημαίνει γνώση ταπείνωσης καί πραότητας. Ἡ
ταπείνωση εἶναι μίμηση Χριστοῦ, ἡ δέ ἔπαρση καί θρασύτητα καί ἀναίδεια, εἶναι
μίμηση διαβόλου».
Ὁ Ἀββὰς Ἠσαΐας:
« Ἐκεῖνος πού ἔχει ταπεινοφροσύνη, δέν ἔχει
γλῶσσα νά ἐλέγξει τόν ἀμελῆ ἤ αὐτόν πού καταφρονεῖ. Οὔτε καί μάτια ἔχει, γιά νά
προσέχει τά ἐλαττώματα τῶν ἄλλων. Δέν ἔχει αὐτιά, γιά νά ἀκούσει ὅσα δέν
ὠφελοῦν τήν ψυχήν του. Ἀγάπησε τήν ταπείνωση καί αὐτή θά σέ σκεπάσει ἀπό τίς
ἁμαρτίες σου. Νά μή βαρεθεῖς γιά κάποιο κόπο, γιατί ὁ κόπος καί ἡ κακοπάθεια
γεννοῦν τήν ταπείνωση. Ἡ δέ ταπείνωση συγχωρεῖ ὅλες τίς ἁμαρτίες».
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:
«Αὐτή εἶναι ἡ πιό μεγάλη ἀπ’ ὅλες τίς ἀρετές,
τό νά κατορθώνει κανείς νά ταπεινοφρονεῖ. Μέ τήν ταπείνωση καί πραότητα ἔρχεται
ἡ θεία βοήθεια. Ἡ ταπεινοφροσύνη κάνει δικαίους τούς ἁμαρτωλούς. Ἀπό τήν
ταπεινοφροσύνη κατορθώνεται ἡ ὁμόνοια. Χωρίς αὐτήν εἶναι ἀδύνατο νά σωθοῦμε.
Ὅσοι ἐπιθυμοῦν ταπεινοφροσύνη νά μήν σταματοῦν νά ἐξετάζουν καί νά ἀνακρίνουν καθημερινά
τόν ἑαυτό τους».
Ἰσαάκ ὁ Σύρος:
«Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος τιμᾶται ἀπ’ ὅλους. Οἱ
ἐχθροί τῆς ἀλήθειας δέν μποροῦν νά καταφρονήσουν τήν ταπείνωση. Ἄν καί εἶναι
φτωχός ἐκεῖνος πού ἀπέκτησε τήν ταπείνωση, τιμᾶται γι’ αὐτήν σάν νά φορεῖ
πορφύραν καί στεφάνι... Νά ὑπομένεις τόν ἐξευτελισμό καί τήν ταπείνωση μέ καλή
θέληση, γιά νά ἀποκτήσεις τό θάρρος τῆς ἀνεμποδίστου ἀναφορᾶς πρός τό Θεό. Ὅταν
ὁ ἄνθρωπος ὑπομένει θεληματικά κάθε σκληρό λόγο, χωρίς ὅμως νά ἔχει ἁμαρτήσει
πρός ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τοῦ τόν εἶπε, φορεῖ μέν στήν κεφαλή ἀκάνθινο στέφανον,
γίνεται ὅμως μακάριος, γιατί σέ καιρόν τόν ὁποῖο δέ γνωρίζει, στεφανώνεται
ἄφθαρτα. Ἡ τελειότητα τῆς ταπεινώσεως εἶναι τό νά μπορεῖς νά δεχθεῖς μέ χαράν
ἐξευτελισμό καί κάθε ψεύτικη κατηγορία. Γιατί ἐκεῖνος πού εἶναι πραγματικά
ταπεινόφρονας, ὅταν ἀδικεῖται, δέν ταράσσεται οὔτε ἀπολογεῖται γιά τήν ὑπόθεση
πού ἀδικήθηκε, ἀλλά δέχεται σάν ἀλήθεια τή συκοφαντία καί δέ φροντίζει νά
πείσει τούς ἀνθρώπους ὅτι ἀδικήθηκε ἀλλά ζητᾶ συγχώρηση».
Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος:
«Αὐτό εἶναι τό θεμέλιο τοῦ δρόμου πού ὁδηγεῖ
στό Θεό, τό νά βαδίζεις τό δρόμο τῆς ζωῆς μέ ὑπομονή μεγάλη, μέ ἐλπίδα καί
ταπεινοφροσύνη χωρίς ἐγωϊσμό.
Ἅν, λοιπόν κανείς δέν ἔχει πολλήν ταπείνωση,
αὐτός παραδίνεται στό σατανᾶ, ἀπογυμνώνεται ἀπό τή θεία Χάρη πού τοῦ δόθηκε,
καί δοκιμάζεται ἀπό πολλές θλίψεις καί τότε ἐκδηλώνεται ἡ ὑπερηφάνειά του,
γιατί εἶναι γυμνός καί ταλαίπωρος. Πρέπει αὐτός πού δέχεται τόν πλοῦτο τοῦ Θεοῦ
νά ζεῖ μέ πολλή ταπεινοφροσύνη, μέ συντριβή καρδιᾶς καί νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του
ὅτι εἶναι φτωχός καί δέν ἔχει τίποτα δικό του. Αὐτός πού ταπεινώνει ἔτσι τόν
ἑαυτό του μπορεῖ νά διατηρεῖ τή Χάρη».
Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής:
«Ἡ ταπείνωση καί ἡ κακοπάθεια ἐλευθερώνουν
τόν ἄνθρωπο ἀπό κάθε ἁμαρτία, καθώς κόβει ἡ μιά τά πάθη τῆς ψυχῆς καί ἡ ἄλλη τά
πάθη τοῦ σώματος».
Ἁγία Συγκλιτική,
γιά τά νεῦρα τῆς ταπεινοφροσύνης :
«Ὅπως τό κερί λειώνει κοντά στή φωτιά, ἔτσι
καί ἡ ψυχή παραλύει ἀπό τούς ἐπαίνους καί χάνει τή δύναμή της. Ἀντίθετα, ὅπως ἡ
ψύξη, τό κερί πού διαλύθηκε ἀπό τή θερμότητα τό πήζει καί τό κάνει στερεό, ἔτσι
καί ἡ ὕβρη καί ἡ καταφρόνηση συσφίγγουν τήν ψυχή καί τήν στερεώνουν. Διότι ὅπως
λέγει καί ἡ Ἁγία Γραφή:« Νά χαίρεστε καί νά εὐχαριστῆσθε, ὅταν σᾶς ὀνειδίζουν
καί σᾶς καταδιώκουν» καί τά ὑπόλοιπα. Καί σέ ἄλλο σημεῖον πάλιν« μέ τή θλίψη μ’
ἔκανες μεγάλο» (Ψαλμ. 4. 1). Ὄχι δέ μόνον αὐτό, ἀλλά καί τήν σπουδαιοτέραν τῶν
ἀρετῶν, τήν ταπεινοφροσύνη δηλαδή, ἡ ἐξουδένωση εἶναι ἐκείνη πού τήν ἐμφυτεύει,
ἐκ φύσεως, μέσα στήν ψυχή. Διότι πραγματικά νεῦρα τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι οἱ
χλευασμοί, οἱ ὕβρεις καί τά κτυπήματα, ἡ περιφρόνηση πού μᾶς κάνουν... Εἶναι
τόσο μεγάλη ἀρετή ἡ ταπεινοφροσύνη, ὥστε ὁ διάβολος πού μπορεῖ νά μιμεῖται ὅλες
σχεδόν τίς ἀρετές, αὐτήν οὔτε κἄν γνωρίζει τί εἶναι. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος
Πέτρος, ἐπειδή γνωρίζει τήν ἀσφάλεια καί τή σταθερότητα τῆς ταπεινοφροσύνης,
μᾶς προστάζει νά τήν στερεώσουμε ἐπάνω μας, ὥστε νά εἶναι ἀναπόσπαστη ἀπό τόν
ἑαυτό μας καί αὐτή νά συγκρατεῖ καί νά συσφίγγει ὅλες τίς ἀρετές. Ὅπως ἀκριβῶς
εἶναι ἀδύνατο νά κατασκευαστεῖ πλοῖο χωρίς καρφιά, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νά σωθεῖ
ὁ ἄνθρωπος χωρίς ταπεινοφροσύνη... Ἀρχή λοιπόν καί σκοπός καί σέ σένα ἄς εἶναι
ἡ ταπεινοφροσύνη».
Φιλόθεος ὁ Σιναΐτης:
«Ἔχουμεν ἀνάγκη ἀπό πολλήν ταπείνωση, ἐφ’
ὅσον μέ τή Χάρη τοῦ Κυρίου φροντίζουμε γιά τή φύλαξη τοῦ νοῦ. Ταπείνωση πρῶτον ἀπέναντι
στό Θεό καί ἔπειτα ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους. Μέ κάθε τρόπο καί ἀπό παντοῦ,
ὀφείλουμε νά συντρίβουμε τήν καρδιά μας, μεταχειριζόμενοι κάθε τί πού
ταπεινώνει. Συντρίβει καί ταπεινώνει τήν καρδιά ἡ ἀνάμνηση τῆς παλιᾶς μας ζωῆς,
ἄν τή θυμούμαστε λεπτομερῶς.Ὅπως καί ἡ συνεχής μνήμη τοῦ θανάτου... Ἀκόμα
ταπεινώνουν τήν ψυχή καί οἱ πολλές εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς ὅταν τίς μετροῦμε
μιά μιά καί τίς φέρνουμε στό νοῦ μας».
Μερικές ἐρωτήσεις πρός τόν αναγνώστη γιά τήν
εφαρμογή της ταπείνωσης
Στήν ἰδιοτροπία τοῦ ἤ τῆς συζύγου σου,
ἀπάντησες μέ καλωσύνη χωρίς καί χωρίς νεῦρα;
Στήν ἀταξία ἤ τήν παρακοή τοῦ παιδιοῦ σου
φέρθηκες μέ ἀγάπη καί ὑπομονή καί στίς σοβαρές ἀπαιτήσεις του προσπάθησες μέ
λογικά ἐπιχειρήματα καί μέ ἀγάπη νά τόν πείσεις;
Στό δρόμο, ἀντιμετώπισες μέ ὑπομονή καί
πραότητα τήν κακή συμπεριφορά ἤ τό λάθος τοῦ συνανθρώπου σου;
Στήν ἐργασία σου, ἀνέχθηκες μέ ὑπομονή καί
χωρίς μορφασμούς τήν ἰδιοτροπία τοῦ συναδέλφου σου ἤ τοῦ προϊσταμένου σου;
Στή διάρκεια τῆς ἡμέρας σκέπασες τά λάθη τῶν
ἄλλων, χωρίς νά τούς ἐκθέσεις;
Τίς κατηγορίες ἤ συκοφαντίες πού προῆλθαν ἀπό
φθόνο καί κακία ἄλλων τίς ἀγνόησες μέ σιωπή καί γαλήνη;
Σέ ἐκείνους πού σοῦ προξένησαν ζημιά ἀπό
λάθος ἤ ἠθελημένα ἔδειξες μακροθυμία καί συγχώρεση;
Τίς προκλητικές συμπεριφορές ἤ φράσεις πού
ἄφηναν ὑπονοούμενα γιά σένα καί τήν ὑπόληψή σου τίς ἀγνόησες χωρίς κακία;
Ἔχεις προσευχηθεῖ γι’ αὐτούς πού σέ πίκραναν
ἤ σέ ζήμιωσαν ἤ σέ ἐχθρεύονται;
Ἄν ἀπαντήσεις θετικά ἤ ἄν προσπαθεῖς νά
συμπεριφέσαι θετικά στίς πιό πάνω ἐρωτήσεις, σίγουρα βρίσκεσαι σέ καλό δρόμο,
στό δρόμο τῆς ταπεινοφροσύνης. Σοῦ εὔχομαι νά τόν κρατήσει στερεά καί νά τόν
πλατύνεις μέχρι τό τέλος, μέ τή βοήθεια πάντοτε τοῦ Κυρίου πού θά λαμβάνεις ἄν
θέλεις καί διά τῆς συνεχοῦς προσευχῆς σου.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ.
Περί
ταπεινώσεως
…Υπάρχουν πολλοί οδοί οι οποίοι οδηγούν τον
άνθρωπον από την γην εις τον ουρανόν, αλλ’ όμως η πλέον ευκολοτέρα, συντομοτέρα
και ασφαλεστέρα οδός, την οποίαν εκ πολλής ερεύνης και μελέτης έμαθον και σας
υποδεικνύω, είναι η οδός της ταπεινώσεως. Αυτή είναι η μόνη ασφαλής και
ακίνδυνος οδός, την οποίαν όποιος βαδίζει φθάνει ασφαλώς από την γην εις τον
ουρανόν, εις τον Παράδεισον…
Όποιος θέλει να υπάγη από την γην εις τον
ουρανόν αυτήν την οδόν πρέπει να βαδίση, την οδόν της ταπεινώσεως ως πλέον συντομοτέρα
και ασφαλεστέρα. Όσοι ηκολούθησαν την οδόν της ταπεινώσεως ανέβησαν ακόπως,
ακινδύνως και ασφαλώς εις τους ουρανούς. Πάντες οι Άγιοι δια της ταπεινώσεως
ανέβησαν εις τους ουρανούς και αποτελούν την θριαμβεύουσαν εις τους ουρανούς
Εκκλησίαν των πρωτοτόκων. Χωρίς ταπείνωσιν είναι αδύνατον να υπάγη ο άνθρωπος
εις τους ουρανούς και να κληρονομήση την αιώνιον ζωήν, να συμβασιλεύση με τον
Χριστόν.
Εάν ερευνήσωμεν καλώς τους βίους των Αγίων
Πάντων, θα ίδωμεν ότι διά της ταπεινώσεως υψώθησαν παρά του Θεού, ετιμήθησαν,
εδοξάσθησαν, εθαυμαστώθησαν, ηγίασαν. Εάν αφαιρέσης την ταπείνωσιν ουδείς
Άγιος…
Οι πόλεμοι που γίνονται σήμερον, οι φόνοι, αι
αρπαγαί, αι κλοπαί, αι πλεονεξίαι, αι αδικίαι, αι πορνείαι, αι μοιχείαι, αι
ασέλγειαι, αι σπατάλαι και μέθαι είναι σημείον ότι οι άνθρωποι έχασαν την
ευθείαν οδόν, έχασαν τον δρόμον που οδηγεί εις την ανάπαυσιν, εις τους ουρανούς
και την αιώνιον ζωήν. Ουκ έγνωσαν ουδέ συνήκαν εν σκότει διαπορεύονται,
επόμενον δε, όταν περιπατή κανείς εις το σκότος, να συντριβή. Σκότος και
ολίσθημα, έρεβος και αχλύς, σύντριμμα και ωδίνες θανάτου εκάλυψαν και καλύπτουν
όλην την οικουμένην.
Εάν η ανθρωπότης δεν αποβάλλη τον εγωισμόν
και την υπερηφάνειαν, εάν όλοι μας δεν στραφώμεν να γίνωμεν άκακοι, απόνηροι,
απλοί, πραείς, ταπεινοί, ωσάν τα άκακα και μικρά παιδία, εις το σκότος θα
βαδίζωμεν και έξω της βασιλείας των ουρανών θα μείνωμεν…
…Ταπείνωσις εσωτερική, πραγματική, αληθινή
είναι να αισθάνεταί τις, μέσα εις το βάθος της καρδίας του, τας δωρεάς και
χάριτας που έχει λάβει από τον Θεόν· να αισθάνεται ότι πάν ό,τι έχει, και
ύπαρξιν και ζωήν και υγείαν και πλούτον και σοφίαν, όλα είναι ξένα, είναι δώρα
του Θεού.
Τοιαύτην ταπείνωσιν είχον οι Άγιοι και εξόχως
ο Πατριάρχης Αβραάμ, ο οποίος συνομιλών με τον Θεόν έλεγε: «ήγημαι δε εμαυτόν
γην και σποδόν». Και ο Προφητάναξ Δαβίδ έλεγε· «εγώ δε ειμι σκώληξ και ουκ
άνθρωπος, όνειδος ανθρώπου και εξουθένημα λαού». Ο Απόστολος Παύλος ωνόμαζε
εαυτόν ελάχιστον των Αποστόλων, αμαρτωλότερον πάντων, έκτρωμα της φύσεως.
Ωσαύτως και πάντες οι Άγιοι. Αληθής ταπείνωσις είναι, ωσαύτως, το να
συναισθάνεταί τις τας αμαρτίας του. Τοιαύτην ταπείνωσιν έδειξεν ο Τελώνης ο
οποίος, συναισθανόμενος τας αμαρτίας του μετά στεναγμών και δακρύων, έλεγεν· «ο
Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».
Εξωτερική ταπείνωσις, υποκριτική, ψευδής
είναι το να φαίνεται κάποιος εξωτερικώς ταπεινός, να προσποιείται το πρόβατον
και εσωτερικώς να είναι λύκος. Τοιαύτην ψευδή και υποκριτικήν ταπείνωσιν την
βδελύσσεται ο Κύριος καθώς είναι φανερόν εις το Ευαγγέλιον…
Κατά την β΄ παρουσίαν, όταν έλθη ο Υιός του
Θεού να κρίνη τον κόσμον και να αποδώση εις κάθε ένα κατά τα έργα του, τότε οι
Άγιοι Απόστολοι και οι Προφήται θα δείξουν τους πόνους, τους αγώνας, τους
ιδρώτας του κηρύγματος, τους διωγμούς, τας εξορίας, τας φυλακίσεις, τους
θανάτους που υπέμειναν δια τον Χριστόν. Οι Μάρτυρες θα δείξουν τα αίματα που
έχυσαν δια την αγάπην του Χριστού. Οι Όσιοι τα δάκρυα, τας προσευχάς, τας
χαμευνίας, τας νηστείας, τας στερήσεις. Οι δίκαιοι και ελεήμονες τας
δικαιοσύνας και ελεημοσύνας, ημείς τι θα δείξωμεν; Εάν ευρεθώμεν τότε, αγαπητοί
μου, ωσάν άκαρπα δένδρα, θα υποστώμεν την φοβεράν καταδίκην την οποίαν
προανήγγειλεν εις το Ιερόν Ευαγγέλιον ο Τίμιος Πρόδρομος· «Παν ουν δένδρον μη
ποιούν καρπόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται»
(Ματθ. γ΄ 10). Πριν λοιπόν έλθη η φοβερά ημέρα του θανάτου ας
φροντίσωμεν να καθαρίσωμεν την ψυχήν μας δια της μετανοίας και εξομολογήσεως
και να πλουτίσωμεν τον εαυτόν μας δι’ έργων αγαθών, να κοσμήσωμεν τας λαμπάδας
της ψυχής μας δι’ αρετών και προ παντός να ταπεινωθώμεν ενώπιον του Κυρίου δια
να μας υψώση. «Ταπεινώθητε ενώπιον του Κυρίου, και υψώσει υμάς» (Ιακ. δ΄ 10).
«Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ιακ. δ΄ 6). Ας
βαδίσωμεν, αγαπητοί μου, προθύμως την οδόν της ταπεινώσεως, την οποίαν αυτός ο
Κύριος μας εχάραξε και υπέδειξεν.
Συμβουλὲς Γέροντος σὲ χριστιανοὺς ποὺ ζοῦν
στὸν κόσμο
Ἡ παρούσα ζωὴ μᾶς δόθηκε μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ δοξάζουμε τὸ Θεό, νὰ εὐεργετοῦμε τὸν πλησίον καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, βαδίζοντας τὴ «στενὴ» καὶ «τεθλιμμένη» ὁδὸ ποὺ μᾶς ὑποδεικνύει τὸ Εὐαγγέλιο (Ματθ. 7:14).
Παραινέσεις γέροντος Όπτινα
Ὁ ἀγώνας τῆς ζωῆς αὐτῆς ἀποδεικνύεται φορτίο
δυσβάστακτο γιὰ ὅσους δέν πιστεύουν στὸ Θεό. Γιὰ ἐκείνους ὅμως ποὺ
ἐμπιστεύονται τὴν ὕπαρξή τους στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἐλπίζουν στὴ δικὴ
Του πρόνοια, ἡ παρούσα ζωὴ γίνεται «ζυγὸς χρηστός» καὶ «φορτίον ἐλαφρόν» (Ματθ.
11:30).
Παραινέσεις γέροντος Όπτινα
Σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί μου, ἄν θέλετε νὰ
εὐαρεστήσετε τὸ Θεό, μὴν περιφρονεῖτε καμιάν ἀρετή. Γιατὶ μποροῦμε μὲ πολλοὺς
τρόπους νὰ γίνουμε εὐάρεστοι στὸ Θεό.
Ἡ εὐγενικὴ συμπεριφορὰ στὸν πλησίον, ὁ
παρήγορος λόγος μας στὸν θλιμμένο, ἡ ὑπεράσπιση τοῦ ἀδικουμένου, ἡ ἀντίδρασή
μας στοὺς κακοὺς λογισμούς, ὁ ἀγώνας μας στὴν προσευχή, ἡ ὑπομονή, ἡ
εὐσπλαγχνία, ἡ δικαιοσύνη καὶ κάθε ἄλλη ἀρετή. Αὐτὰ εἶναι ποὺ ἀναπαύουν τὸ Θεό
καὶ προσελκύουν στὴν ψυχή μας τῆς δικὴ Του χάρη, ἡ ὁποία μᾶς κάνει ἱκανοὺς νὰ
ξεπερνᾶμε καὶ τὶς πλέον ἀνυπέρβλητες δυσκολίες τῆς ζωῆς.
Ἐπιδιῶξτε τὴ σωτηρία σας εὐαρεστώντας τὸ Θεό
πρωτίστως μὲ τὴν ἀρετή τῆς ἀγάπης. Αὐτὸ νὰ εἶναι τὸ μοναδικό σας μέλημα: τὸ πῶς
θὰ γίνετε πλούσιοι σὲ ἀγάπη• Ἐκείνος ποὺ ἔχει ἀγάπη, ἔχει μέσα του τὸν ἴδιο τὸ
Θεό.
Νὰ ζεῖτε μέσα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ αὐτὴ νὰ
εἶναι ὁδηγὸς σας, αὐτὴ ἀναπνοή σας. «Ὁ Θεός, ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ
ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ» (Α' Ἰω. 4:16). Μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
ἡ πικρὴ ζωὴ γίνεται γλυκειά καὶ ὄμορφη.
Ἄν ζεῖτε μὲ ἄλλους, διακονεῖστε τους πρόθυμα
σὰν νὰ ὑπηρετεῖτε τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Καί μὴν ἀπαιτεῖτε ἀγάπη γιὰ τὴν ἀγάπη σας,
μήτε τὴν εὐγνωμοσύνη γιὰ τὶς θυσίες ποὺ κάνετε, μήτε τὸν έπαινο γιὰ τὴν
ταπείνωσή σας.
Μὴν εἶστε βλοσυροί καὶ ἀπλησίαστοι.
Συμπεριφερθεῖτε σὰν τά ἄκακα παιδιά καί, ἄν χρειαστεῖ, βοηθεῖστε πρόσχαρα τὸν
πλησίον σας. Προσοχή, μὴν τὸν προσβάλετε ἔστω καὶ μὲ τὸ βλέμμα σας. Νὰ τὸν
ἀγαπᾶτε ὁλόθερμα, γιατὶ ἡ ἀξία του εἶναι ἀνεκτίμητη. Εἶναι μέλος τοῦ Χριστοῦ.
Γι' αὐτὸν ἔχυσε τὸ αἷμα Του ὁ Κύριος.
Ἡ ἀγάπη», λέει ὁ Ἀπόστολος, «καλύψει πλῆθος
ἁμαρτιῶν» (Α' Πετρ. 4:8). Πότε θὰ συμβεῖ αὐτό; Ὅταν ἐσεῖς γίνετε ἡ παρηγοριά
τῶν θλιμμένων, ἡ ἀναψυχή τῶν δυστυχισμένων, ὁ προστάτης τῶν φτωχῶν ὁ κηδεμόνας
τῶν ὀρφανῶν, ἡ ἀνακούφιση τῶν ἀσθενῶν, ὁ χειραγωγὸς τῶν πλανεμένων, ὁ πρόθυμος
βοηθὸς κάθε χριστιανοῦ. Γι' αὐτὴ σας τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐλάχιστους ἀδελφοὺς
τοῦ Χριστοῦ, πρὸς τά δικά Του τίμια μέλη, ὁ Κύριός μας θὰ ἐξαλείψει τὶς
ἁμαρτίες σας καὶ θὰ σᾶς ἀξιώσει νὰ Τόν βλέπετε «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» (Α'
Κορ. 13:12) στὴν αἰώνια βασιλεία Του.
Ἀποφεύγετε τά λόγια καὶ τὶς πράξεις ποὺ
μποροῦν νὰ σκανδαλίσουν ἤ νὰ προσβάλουν τοὺς ἀδελφούς σας. Τίς προσβολὲς ὅμως
τῶν ἄλλων ἐσεῖς νὰ τὶς δέχεστε σὰν δῶρο Θεοῦ. Εἶναι τὸ ὅπλο ποὺ σᾶς προσφέρει ὁ
ἴδιος ὁ Κύριος γιὰ νὰ νεκρώσετε τά πάθη ποὺ φωλιάζουν στὴν ψυχή σας.
Μὴν ἀνταποδίδετε τοὺς όνειδισμοὺς ἤ τὶς
θλίψεις ποὺ τυχόν σᾶς προξενοῦν. Δεῖξτε ὑπομονή καὶ μὴ θελήσετε ποτὲ νὰ
πικράνετε κανένα. Νὰ εἶστε τότε σίγουροι πῶς καὶ τὸ δικό σας ὄνομα θά
συγκαταριθμηθεῖ στὰ ὀνόματα τῶν ἁγίων «τῶν γεγραμμένων ἐν τῷ βιβλίῳ τῆς ζωῆς»
(Ἀποκ. 21:27).
Νὰ μὴ θυμάστε μὲ λύπη τὸ κακό ποὺ σᾶς
προξένησε ὁ ἀδελφὸς σας, γιὰ νὰ μὴ θυμηθεῖ καὶ ὁ Κύριος τὶς δικές σας ἁμαρτίες
γιὰ τὶς ὁποῖες σᾶς συγχώρεσε.
Τό κακὸ νὰ τὸ νικᾶτε μὲ τὸ καλό. Τό κακό δέν
διορθώνεται ποτὲ μὲ τὸ κακό (πρβλ. Ρώμ. 12:21).
Πρὶν πεῖτε ὁτιδήποτε, σκεφθεῖτε μήπως μὲ τά
λόγια σας προσβάλετε τὸ Θεό ἤ τὸν πλησίον σας.
Προτοῦ ἐπισκεφθεῖτε τὸν ἀδελφό σας, θέστε ὡς
ὅρο στὸν ἑαυτό σας νὰ διατηρήσετε καὶ μετά τὴν ἐπίσκεψή σας τὴν ἴδια ἀγαθή
διάθεση καὶ ἀγάπη ποὺ τρέφετε καὶ τώρα ἀπέναντί του, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν τρόπο
μὲ τὸν ὁποῖο θὰ σᾶς ὑποδεχθεῖ ἐκείνος.
Σὲ κάθε προστριβὴ μὲ τὸν πλησίον σας ἐξετάστε
πρῶτα τὸν ἑαυτό σας. Ἀσκώντας αὐστηρὴ αὐτοκριτική, σχεδόν πάντα θὰ
διαπιστώνουμε πῶς αἰτία τῆς δυσαρέσκειας εἶναι ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός.
Μὴν προβάλλετε δικαιολογίες. Ἀποφεύγετε τὶς
διενέξεις. Συμπεριφερθεῖτε μὲ συγκατάβαση στὸν πλησίον σας, ἀνάλογα μὲ τὸ
χαρακτήρα καὶ τὴν ἡλικία του. Φανεῖτε μὲ κάθε τρόπο παρήγοροι σὲ ὅλους καὶ στὸν
καθένα χωριοτά.
Ὑπομένετε ἀγόγγυστα τοὺς κακοὺς τρόπους τοῦ
ἀδελφοῦ σας, τὴν ἀγανάκτησή του, τὴν ὀργή του, τὶς ἀπερισκεψίες του.
Ὅταν βλέπετε κάποιο αἴσθημα ἀντιπάθειας πρὸς
τὸν πλησίον ν' ἀγγίζει τὴν ψυχή σας, ἀγωνιστεῖτε νὰ τὸ διώξετε. Ὑποχρεώστε τὸν
ἑαυτό σας νὰ ἐξυπηρετήσει καὶ νὰ διακονήσει μὲ κάθε τρόπο τὸν συγκεκριμένο
ἀδελφό. Πιέστε τὸν ἑαυτό σας στὴν ἑξῆς προσευχή: «Κύριε, σῶσε τὸ δούλο Σου
(τάδε) καὶ μὲ τὶς ἅγιες προσευχές του εἰρήνευσε καὶ τὴ δική μου ψυχή».
Βλέποντας ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν καλή σας προαίρεση, ὄχι μόνο θὰ ξεριζώσει ἀπὸ μέσα
σας τὴν ἀντιπάθεια, μὰ καὶ θὰ σκορπίσει ἀνάμεσά σας τὴν ἁγία Του ἀγάπη.
Οἱ φιλονικίες ταράζουν τὴν ψυχή καὶ μᾶς
ἀποστεροῦν τὴν εἰρήνη. Σὲ κάθε φιλόνικο λογισμό ἀντιπαραθέστε τὴ γλυκειά εὐχὴ
τοῦ Ἰησοῦ, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με».
Μὴ θίγετε μὲ τά λόγια σας τὴν τιμή τοῦ
πλησίον. Νὰ χρησιμοποιεῖτε τὴ γλώσσα μόνο γιὰ νὰ δοξάζετε τὸ Θεό καὶ γιὰ νὰ
λέτε λόγους ψυχωφελεῖς στοὺς ἀδελφοὺς σας. Ἄν θελήσετε νὰ κακολογήσετε κάποιον,
θυμηθεῖτε πρῶτα τὶς δικές σας ἁμαρτίες -ὅλες ἐκεῖνες ποὺ κάνατε ἀπὸ τά νεανικά
σας χρόνια μέχρι σήμερα-, κατηγορῆστε τὸν ἑαυτό σας γι' αὐτές καὶ ἀποφύγετε
ἔτσι τὴν καταλαλιά. Μὴν ξεχνᾶτε ποτὲ πῶς ἡ ἐνασχόληση μὲ τά σφάλματα τῶν ἄλλων
ἀποτελεῖ σοβαρὸ παράπτωμα.
Πολεμῆστε μὲ κάθε τρόπο τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ,
καί, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ θὰ ὑποχωρήσει. Ἄν τυχὸν νευριάσετε ἤ
ὀργιστεῖτε, εἶναι προτιμότερο νὰ μὴν πεῖτε τίποτε. Ἀπομακρυνθεῖτε ἤ, ἄν κάτι
τέτοιο δέν εἶναι εὔκολο, κλεῖστε σφιχτά τά χείλη σας γιὰ νὰ μὴν πεταχθεῖ ἔξω ἡ
ὀργισμένη φλόγα ποὺ καίει στὴν ψυχή σας καὶ ἀναστατώσει ὅλο σας τὸ περιβάλλον.
Ἡ σιωπή καὶ προσευχὴ εἶναι τά καλύτερο φάρμακο γι' αὐτές τὶς στιγμές. Ὅταν ἡ
φλόγα τοῦ θυμοῦ σβήσει καὶ ἡ καρδιά σας γαληνέψει, τότε μόνο μπορεῖτε νὰ πεῖτε
μὲ ἀσφάλεια λόγους ὠφέλιμους.
Ἄν ἐσεῖς γίνατε ἀφορμή νὰ πικραθεῖ ὁ ἀδελφὸς
σας, χρησιμοποιῆστε κάθε τρόπο γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ λύπη ποὺ τοῦ δημιουργήσατε.
Παρατηρῆστε τὸν ἑαυτό σας καὶ θὰ διαπιστώσετε
πῶς μόνο τότε εἶστε ἀναπαυμένοι μὲ ὅλα, ὅταν ὑπάρχει μέσα σας ἡ ὑπομονή, ἡ
ταπεινοφροσύνη, ἡ ὑπακοή, ἡ ἀγάπη.
Ἡ σωτηρία μας δέν βρίσκεται στὴν πολυλογία,
ἀλλὰ στὴ σιωπή καὶ στὴν ἄγρυπνη προσοχὴ τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Μὴν κρίνετε ποτὲ τὸν πλησίον σας, εἴτε ζεῖ
ἐνάρετα εἴτε ζεῖ ἁμαρτωλά. «Σὺ τὶς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ
στήκει ἤ πίπτει σταθήσεται δέ δυνατὸς γάρ ἔστω ὁ Θεός στῆσαι αὐτόν» (Ρωμ.
14:4).
Σέ κάθε περίσταση παραδοθεῖτε στὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ πλέον σωτήριο γιὰ σᾶς.
Προσέχετε νὰ μὴ δυσανασχετήσετε μπροστὰ σὲ
ὁποιαδήποτε δυσκολία. Οἱ θλίψεις δέν παρουσιάζονται τυχαῖα στὴ ζωὴ μας, ἀλλὰ
παραχωροῦνται ἀπὸ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, μὲ σκοπό τὸν ἁγιασμό καὶ τὴ σωτηρία
μας. Γι' αὐτόν σκοπό παραχωρήθηκε καὶ στὸν Ἀπόστολο Παῦλο νὰ βρεθεῖ μπροστά σὲ
μύριους κινδύνους: «Κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις ληστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους,
κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν
θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν φευδαδέλφοις...» (Β' Κορ. 11:26).
Γνωρίζοντας αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, μὴν ἀχολεῖστε
μὲ τὸ ποιὸς καὶ γιατὶ σᾶς ἀδίκησε. Θυμηθεῖτε μόνο πῶς χωρίς παραχώρηση Θεοῦ
κανείς δέν θὰ τολμοῦσε νὰ σᾶς ἀκουμπήσει. Καλύτερα, λοιπόν, νὰ εὐγνωμονεῖτε τὸν
Κύριο, γιατὶ οi δοκιμασίες ποὺ Αὐτὸς ἐπιτρέπει
ἀποδεικνύουν πῶς εἶστε δικά Του παιδιά. Αὐτὸς φροντίζει γιὰ σᾶς καὶ μὲ κάθε
τρόπο σᾶς καθοδηγεῖ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν «Εἰ παιδείαν ὑπομένετε, ὡς υἱοῖς
ὑμῖν προσφέρεται ὁ Θεὸς• τὶς γάρ ἐστιν υἱὸς ὅν οὐ παιδεύει πατήρ;» (Ἑβρ. 12:7).
Στὶς στιγμὲς τῆς ἀπελπισίας νὰ θυμάστε πῶς
δέν σᾶς ἐγκατέλειψε ὁ Κύριος, άλλά μάλλον ἐσεῖς Τὸν λησμονήσατε.
Νὰ τί σᾶς συμβουλεύω γιὰ τὶς ὧρες τῆς
μοναξιᾶς σας: Νὰ ἐπικαλεῖστε ἀκατάπαυστα τὸ ὄνομα του Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Καί βιάζετε σὲ τοῦτο τὸ ἔργο τὸν ἑαυτό σας, ὅσο κι ἄν αὐτὸς δυσφορεῖ καὶ
ἀντιδρᾶ.
Ἡ καχυποψία δέν ἀρμόζει σὲ χριστιανούς, γι'
αὐτὸ μὴν τὴν αποδέχεσθε. Διάκριση μάλλον ἀπαιτεῖ ἀπὸ μᾶς ὁ Θεὸς καὶ προσοχή καὶ
σύνεση. «Γίνεσθε φρόνιμοι ὡς oἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ
περιστεραί» (Ματθ. 10:16).
Νὰ βαδίζετε πάντα τὴ μέση ὁδό. Τὰ ἄκρα σὲ
καμιά περίπτωση δέν ὠφελοῦν.
«Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἤ καιροὺς οὓς ὁ
Πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ» (Πράξ. 1:7). Αὐτὸ ζήτησε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοὺς
Ἀποστόλους. Αὐτὸ θέλει καὶ ἀπὸ κάθε γνήσιο δούλο Του. Νὰ μὴν πολυπραγμονεῖ
δηλαδή γιὰ τά μελλοντικά (συντέλεια τοῦ κόσμου κ.ἄ.).
Σὲ ὅλη σας τὴ ζωὴ μὴν ξεχνᾶτε, πρὶν ἀπὸ κάθε
σας ἐνέργεια, νὰ ρωτᾶτε τὸν ἑαυτό σας: «Αὐτὸ ποὺ προτίθεμαι νὰ κάνω μήπως εἶναι
ἀντίθετο στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ; Μήπως εἶναι ἐπιζήμιο γιὰ τὴν ψυχή μου; Μήπως
εἶναι ἄδικο γιὰ τὸν ἀδελφό μου;». Ἄν μετὰ ἀπὸ μιὰ τέτοια αὐστηρὴ αὐτοεξέταση ἡ
συνείδησή σας δὲν διαμαρτύρεται, μπορεῖτε ἀκίνδυνα νὰ πραγματοποιήσετε τὴν
ἐπιθυμία σας. Ἄν ὅμως ἡ συνείδηση σᾶς ἐλέγχει, συγκρατηθεῖτε καὶ ἀποφύγετε τὴν
ἐκτέλεσή της.
Νὰ εργάζεστε προσεκτικά καὶ χωρίς βιασύνη.
Τότε ὅλα σας τά ἔργα θὰ στέφονται μὲ ἐπιτυχία.
Νὰ θεωρεῖτε τὸν ἑαυτό σας ὡς τὸν πλέον
ἁμαρτωλό καὶ «ἔσχατου πάντων» (Α' Κορ. 15:8).
Κόσμημα καὶ καλλονή ὅλων τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ
ταπείνωση. Αὐτὴ εἶναι γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή ὅ,τι εἶναι ἡ βροχὴ γιὰ τὴν
ξεραμένη γῆ. Ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση ἔχει τὴν ἀρχή της στὸν ταπεινό Ἰησοῦ Χριστό.
«Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ», μᾶς προτρέπει ὁ Κύριος, «ὅτι πρᾷὸς εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ
καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (Ματθ. 11:29).
Σ' αὐτὴ τὴν ἀρετὴ ἀναπαύεται καὶ εὐαρεστεῖται
ὁ Θεός. «Ἐπί τίνα ἐπιβλέψω;», λέει ὁ Ἴδιος, «ἀλλ' ἤ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ
ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου» (Ἡσ. 66:2).
Ἀλλά τί εἶναι ταπεινοφροσύνη;
Ταπεινοφροσύνη εἶναι τὸ νὰ λογαριάζεις τὸν
ἑαυτό σου ὡς τὸν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό, τὸ νὰ μὴν προσβάλλεις, νὰ μὴν
ἐξουθενώνεις καὶ νὰ μὴν κατακρίνεις κανέναν, ἀλλά νὰ βλέπεις μόνο τὶς δικὲς σου
ἁμαρτίες. Ταπεινοφροσύνη εἶναι τὸ νὰ μὴν ἐπιζητεῖς ἐπαίνους, πλούτη, δόξες καὶ
τιμές, θεωρώντας ἐντελῶς ἀνάξιο τὸν ἑαυτό σου γιὰ κάτι τέτοια.
Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος ὑπομένει μὲ ἀνδρεία τὶς
προσβολές, τὶς ὕβρεις, τὶς κατηγόριες, πιστεύοντας βαθιά πῶς αὐτὰ τοῦ ἀξίζουν.
Σέ ὅλους συμπεριφέρεται χαρούμενα. Εἶναι πρόθυμος νὰ προσφέρει μὲ ἀγάπη τὶς
ὑπηρεσίες του σὲ ὁποιονδήποτε. Δέν δίνει καμιά σημασία στὰ καλά του ἔργα καὶ
πολύ περισσότερο δέν κάνει λόγο γι' αὐτὰ ἄν δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη.
Μιά τέτοια ταπεινοφροσύνη εὔχομαι, παιδιά
μου, νὰ σᾶς χαρίσει ὁ Κύριος, γιατὶ αὐτὴ θὰ σᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τά δεσμά τῆς
ἁμαρτίας καὶ θὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀγάπη Ἐκείνου ποὺ «ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν μέχρι
θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλ. 2:8).
Οἱ πεδιάδες ποὺ βρίσκονται χαμηλά εἶναι
σχεδόν πάντα εὔφορες καὶ καρπερές, ἐνῶ τὰ ψηλὰ βουνὰ παραμένουν συνήθως ἄγονα.
Καὶ τὰ στάχυα ποὺ στέκονται ὄρθια εἶναι ἄδεια, ἐνῶ ὅσα γέρνουν χαμηλὰ εἶναι
γεμάτα ἀπὸ σπόρους. Ἀποκτῆστε λοιπὸν κι ἐσεῖς καρδιὰ ταπεινὴ καὶ θὰ πλουτίσετε
μὲ καρποὺς πνευματικοὺς ποὺ θὰ ἐξασφαλίσουν τὴ σωτηρία σας.
Οἱ γόνιμες πεδιάδες ποτίζονται μὲ τὴ βροχή
ποὺ πέφτει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ μὲ τά νερὰ ποὺ κατεβαίνουν ἀπὸ τὰ βουνά. Παρόμοια
καὶ οἱ ταπεινοὶ ἄνθρωποι δέχονται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πλουσιοπάροχα τὴ χάρη τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὑψώνονται πνευματικά σὰν τά ψηλὰ βουνά. Ἄν λοιπόν καὶ ἡ
δικὴ σας ὕπαρξη παραδοθεῖ ταπεινά στὸ θεῖο θέλημα καὶ ἀποξενωθεῖ από τὴν
ἁμαρτία, τότε θὰ σᾶς ἐπισκεφθεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ Παράκλητος Θεός, καὶ θὰ
ἐγκατασταθεῖ μόνιμα στὴν ψυχή σας.
Ἀνταλλάξτε τὴν ἀριστοκρατικὴ σας καταγωγὴ μὲ
τὴν τιμημένη δουλεία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀντισταθεῖτε στὴν καλοπέραση καὶ τὴ χλιδή,
καὶ μὴν ὑπερηφανεύεστε ἀπέναντι στοὺς ἀδελφοὺς σας. Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἴμαστε
ὅλοι ἴσοι. Ἄλλωστε ὁ Κύριος μὲ τὰ ἴδια λόγια μᾶς καλεῖ ὃλους στὴν πνευματικὴ
Του τράπεζα: «Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμα μου... Πίετε έξ αὐτοῦ πάντες
τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Ματθ. 26:26-28).
Τόν εὐρύχωρο δρόμο ξεχάστε τον πλέον!. Ὁ
εὔσπλαγχνος Κύριος σᾶς ὁδηγεῖ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μέσα ἀπὸ τὴ στενή πύλη.
Ὁ εὔκολος δρόμος θὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴν αἰώνια καταστροφή. Δέν εἶναι, ἄλλωστε,
τώρα καιρὸς γιὰ γλέντια καὶ πανηγύρια. Τό Εὐαγγέλιο μᾶς λέει πῶς εἶναι
«μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν» (Λουκ. 6:21), ὄχι ἐκεῖνοι ποὺ γλεντοῦν καὶ
ξεφαντώνουν.
Ἄν ζητᾶτε ἀπὸ κάποιον κάτι, νὰ τὸ ζητᾶτε μὲ
τὴν ὑπομονή τῆς Χαναναίας (Ματθ. 15:21-28).
Φυλάξτε τὸ στόμα σας ἀπὸ λόγια περιττά καὶ
ἀνώφελα ἀσκηθεῖτε στὴν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἐγκρατευθεῖτε καὶ ὁ Κύριος θὰ σᾶς περιβάλλει
μὲ τὸ ἀνεκτίμητο δῶρο τῆς ἀγάπης Του.
«Ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ
τῷ Θεῷ» (Μαρκ. 12:17). Καθώς, λοιπόν, τὸ σῶμα θὰ κινεῖται γιὰ τὶς ἀναγκαῖες
ἐργασίες, ἡ καρδιὰ θὰ πρέπει νὰ παραμένει ὁλόκληρη δοσμένη στὸ Θεό. Ἔτσι μόνο
θὰ καταφέρουμε, μέσα σ' αὐτὴ τὴ σύγχρονη Βαβυλώνα, νὰ μὴν ξεχάσουμε τὸν ἀληθινό
μας προορισμό, τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Νὰ ἀγαπᾶτε τὸν Κύριο καὶ νὰ
προσεύχεστε
μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ
Πατέρας σας.
γέροντος Όπτινα
Ταπεινωθεῖτε μπροστά σ' ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς
σας, καὶ ὁ Κύριος, ὁ καλὸς σας πατέρας, θὰ χαρεῖ γιὰ τὴν ταπείνωσή σας καὶ θὰ
σᾶς ἀγκαλιάσει μὲ τὴν ἀγάπη Του.
Ἄν τώρα δέν νιώθετε καμιά παρηγοριά ἀπὸ τὴν
προσευχή σας, νὰ εἶστε σίγουροι πῶς ὁ Κύριος σᾶς ἑτοιμάζει θεῖες παρηγορίες στὸ
μέλλον. Συνεχίστε νὰ προσεύχεστε ἀκούραστα, καὶ σύντομα θ' ἀπολαύσετε τὴ δικὴ
Του γλυκύτητα. «Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον, καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε
τῆς δεήσεώς μου καὶ ἀνήγαγέ με ἐκ λάκκου ταλαιπωρίας καὶ ἀπὸ πηλοῦ ἰλύος καὶ
ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου καὶ κατεύθυνε τὰ διαβήματά μου καὶ ἐνέβαλεν
εἰς το στόμα μου ᾇσμα καινόν, ὕμνον τῷ Θεῷ ὑμῶν» (Ψαλμ. 39:2-4).
Ὅταν βλέπετε νὰ σᾶς πολιορκοῦν ἡ ἀθυμία, ἡ
μελαγχολία, ἡ ὀκνηρία καὶ ἡ ἀκηδία, τότε βιάστε τὴν καρδιὰ καὶ τὰ χείλη σας στὸ
ἔργο τῆς προσευχῆς: «Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα» (Ματθ. 8:25). Σκεφθεῖτε πῶς
αὐτὲς οἱ στιγμὲς τῆς ὁκνηρίας μπορεῖ νὰ εἶναι οἱ τελευταῖες τῆς ζωῆς σας... Σὲ
λίγο ἴσως θ' ἀκολουθήσει ὁ θάνατος... Καί μετά ἡ Κρίση τοῦ Θεοῦ... Ἀφῆστε,
λοιπόν, κατὰ μέρος τὴ ραθυμία καὶ τὴ ραστώνη.
Ἄν δέν ἀπαρνηθεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸ δικὸ του
θέλημα, δὲν θὰ μπορέσει νὰ βάλει ἀρχὴ στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας του οὔτε, πολὺ
περισσότερο, νὰ σωθεί. Γι' αὐτό, παιδιὰ μου, ζητᾶτε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ σᾶς
βοηθήσει γιὰ νὰ κόψετε τὸ θέλημά σας.
Γιὰ τὴν ψυχικὴ σας ὠφέλεια, ὑποταχθεῖτε
τελείως στὰ προστάγματα τοῦ οὐράνιου Πατέρα μας, ἀγαπῆστε τὴν ἡσυχία καὶ
ἀσκηθεῖτε στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Ὅσο ὁ Κύριος παραμένει στὴν
καρδιὰ σας, τόσο θὰ αὐξάνουν μέσα σας ἡ ὑπομονή, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωση.
Τό μόνο ποὺ εὔχομαι γιὰ τὴν παρούσα ζωὴ σ΄
ἐσᾶς καὶ στὸν ἑαυτό μου εἶναι ἡ κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη μας. Παρακαλῶ τὸν Κύριο νὰ
χρησιμοποιήσει ὁποιοδήποτε μέσο, προκειμένου νὰ ξεπλυθοῦν οἱ ἀνομίες μας -ἔστω
κι ἄν αὐτὸ θὰ εἶναι περιφρονήσεις τοῦ κόσμου, ὀνειδισμοί καὶ ἐξουθενώσεις,
πράγματα δηλαδὴ ποὺ δύσκολα ἀποδέχεται ἡ κοινὴ λογική. Στὴν πνευματικὴ ζωὴ
πρέπει νὰ βαδίζουμε ἔχοντας ὁδηγὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι τὴν ἀνθρώπινη
λογική.
Ἀκόμα κι ἄν τὰ καλὰ μας ἔργα γίνονται στὸ
ὄνομα τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι αὐτά ποὺ πρωτίστως μᾶς σώζουν, ἀλλὰ τὸ ἔλεος τοῦ
Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ θεῖο ἔλεος ἄς σκέπαζει κι ἐσᾶς, τοὺς φίλους μου, ὅλες τὶς ἡμέρες
τῆς ζωῆς σας. Ὅλοι σας, δίκαιοι καὶ ἁμαρτωλοί, στὸν φιλεύσπλαχνο Κύριό μας
Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ καταφεύγετε καὶ σ' Αὐτὸν νὰ στηρίζετε τὴν ἐλπίδα σας, γιατὶ
αὐτὴ «ἡ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει» (Ρωμ. 5:5).
Μὴν περιφρονεῖτε τοὺς λόγους μου καὶ μὴν τοὺς
νομίζετε δυσκολοεφάρμοστους. Γιὰ τον Κύριο καὶ μὲ τὸν Κύριο, τὰ δύσκολα
γίνονται εὔκολα καὶ τά δυσάρεστα εὐχάριστα «Ὁ γάρ ζυγὸς αὐτοῦ χρηστὸς καὶ τὸ
φορτίον αὐτοῦ ἐλαφρὸν ἐστί» (πρβλ. Ματθ. 11:30).
Πειρασμοί
Οἱ πειρασμοὶ παραχωροῦνται γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ
κρυμμένα πάθη, νὰ καταπολεμηθοῦν κι ἔτσι νὰ θεραπευθεῖ ἡ ψυχή. Εἶναι καὶ αὐτοὶ
δεῖγμα τοῦ θείου ἐλέους. Γί’ αὐτὸ ἄφησε μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν ἑαυτό σου στὰ χέρια
τοῦ Θεοῦ καὶ ζήτησε τὴ βοήθειά Του, ὥστε νὰ σὲ δυναμώσει στὸν ἀγώνα σου. Ἡ
ἐλπίδα στὸ Θεὸ δὲν ὁδηγεῖ ποτὲ στὴν ἀπελπισία. Οἱ πειρασμοὶ φέρνουν
ταπεινοφροσύνη. Ὁ Θεὸς ξέρει τὴν ἀντοχὴ τοῦ καθενός μας καὶ παραχωρεῖ τοὺς
πειρασμοὺς κατὰ τὸ μέτρο τῶν δυνάμεών μας. Νὰ φροντίζουμε ὅμως κι ἐμεῖς νὰ
εἴμαστε ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοί, γιὰ νὰ μὴ βάλουμε μόνοι μας τὸν ἑαυτό μας σὲ
πειρασμό.
Ἐμπιστευτεῖτε στὸ Θεὸ τὸν Ἀγαθό, τὸν Ἰσχυρό,
τὸν Ζῶντα, καὶ Αὐτὸς θὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀνάπαυση. Μετὰ τὶς δοκιμασίες
ἀκολουθεῖ ἡ πνευματικὴ χαρά. Ὁ Κύριος παρακολουθεῖ ὅσους ὑπομένουν τὶς
δοκιμασίες καὶ τὶς θλίψεις γιὰ τὴ δική Του ἀγάπη. Μὴ λιποψυχεῖτε λοιπὸν καὶ μὴ
δειλιάζετε.
Δὲν θέλω νὰ θλίβεστε καὶ νὰ συγχύζεστε γιὰ
ὅσα συμβαίνουν ἀντίθετα στὴ θέλησή σας, ὅσο δίκαιη κι ἂν εἶναι αὐτή. Μία τέτοια
θλίψη μαρτυρεῖ τὴν ὕπαρξη ἐγωϊσμοῦ. Προσέχετε τὸν ἐγωϊσμό, ποὺ κρύβεται κάτω
ἀπὸ τὴ μορφὴ τοῦ δικαιώματος. Προσέχετε καὶ τὴν ἄκαιρη λύπη, δημιουργεῖται
ὕστερ’ ἀπὸ ἕναν δίκαιο ἔλεγχο. Ἡ ὑπερβολικὴ θλίψη γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι τοῦ
πειρασμοῦ. Μία εἶναι ἡ ἀληθινὴ θλίψη. Αὐτὴ ποὺ δημιουργεῖται, ὅταν γνωρίσουμε
καλὰ τὴν ἄθλια κατάσταση τῆς ψυχῆς μας. Ὅλες οἱ ἄλλες θλίψεις δὲν ἔχουν καμιὰ
σχέση μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Φροντίζετε νὰ περιφρουρεῖτε στὴν καρδιά σας
τὴ χαρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέπετε στὸν πονηρὸ νὰ χύνει τὸ
φαρμάκι του. Προσέχετε! Προσέχετε, μήπως ὁ παράδεισος, ποὺ ὑπάρχει μέσα σας,
μετατραπεῖ σὲ κόλαση.
ΜΑΚΑΡΙΟΥ
ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
ΠΕΡΙ
ΦΥΛΑΚΗΣ ΚΑΡ∆ΙΑΣ ΛΟΓΟΣ
Πῶς δύναται λέγειν ὁ τυχὼν, ὅτι νηστεύων, καὶ
ξενιτεύων, καὶ ψωμίζων μου τὰ ὑπάρχοντα ἅγιός εἰμι;
Ἅγιός ἐστιν, οὐ καθαρθεὶς τὸν ἔσω ἄνθρωπον; οὐ
γὰρ ἡ ἀποχὴ τῶν κακῶν ἐστιν ἡ κάθαρσις, ἀλλ' ἡ κατὰ συνείδησιν τελεία κάθαρσις.
Εἴσελθε γὰρ, ὦ οὗτος, διὰ τῆς τῶν λογισμῶν σου ἐπιτάσεως πρὸς τὸν αἰχμάλωτον, καὶ δοῦλον τῆς ἁμαρτίας νοῦν σου, καὶ ἴδε τὸν κατώτερον τοῦ νοῦ καὶ βαθύτερον τῶν λογισμῶν, εἰς τὰ λεγόμενα ταμιεῖα τῆς ψυχῆς σου , τὸν ἕρποντα καὶ ἐμφωλεύοντα ὄφιν, τὸν φονεύσαντά σε διὰ τῶν καιριωτέρων τῆς ψυχῆς σου μελῶν ἄβυσσος γάρ ἐστιν ἀκατάληπτος ἡ καρδία καὶ ἐὰν τοῦτον φονεύσῃς, καύχησαι τῷ Θεῷ περὶ καθαρότητος εἰ δὲ μὴ, ταπεινωθεὶς ὡς ἐνδεὴς καὶ ἁμαρτωλὸς ὑπὲρ τῶν κρυφίων σου δεόμενος τοῦ Θεοῦ.
Περι φυλακής καρδιάς - Μακαρίου του
Μεγάλου
Ὁ ἀληθινὸς θάνατος ἔνδοθεν ἐν τῇ καρδίᾳ
κέκρυπται, καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔσω νενέκρωται.
Εἴ τις οὖν μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν
ζωὴν ἐν τῷ κρυπτῷ, οὗτος ἀληθῶς εἰς τοὺς αἰῶνας ζῇ, καὶ οὐκ ἀποθνήσκει ἀλλ' εἰ
καὶ τὰ σώματα τῶν τοιούτων λύεται πρὸς καιρόν τινα, ἀλλ' οὖν ἡγιασμένα τέ εἰσι
καὶ ἐγείρονται σὺν δόξῃ διὸ καὶ ὕπνον λέγομεν τὴν κοίμησιν τῶν ἁγίων.
Περι φυλακής καρδιάς - Μακαρίου του
Μεγάλου
Ὅλος ὁ ἀγὼν τοῦ ἀντικειμένου οὗτός ἐστιν, ἵνα
δυνηθῇ τὸν νοῦν ἡμῶν ἀπὸ τῆς πρὸς Θεὸν μνήμης
καὶ ἀγάπης ἐκσπᾶσαι, δελεάσμασι γηΐνοις χρώμενος, καὶ ἀπὸ τοῦ ὄντος
καλοῦ παρεκτρέπων ἐπὶ τὰ δοκήσει, ἀλλ' οὐκ ὄντως καλά.
Πᾶν γὰρ ὃ ἐὰν ποιῇ ἄνθρωπος καλὸν, σπιλοῦν
καὶ μιαίνειν ὁ πονηρὸς βούλεται, καὶ τὴν ἰδίαν ἐπεισπορὰν τῆς κενοδοξίας ἢ ὀνήσεως τῇ ἐντολῇ συμμίγειν ἀγωνίζεται ἵνα
μὴ διὰ Θεὸν καὶ μόνον κατὰ προθυμίαν ἀγαθὴν
τὸ γινόμενον ἀγαθὸν γένηται.
Περι φυλακής καρδιάς - Μακαρίου του
Μεγάλου
Τί οὖν; ἡμεῖς οἱ μηδόλως εἰς τὴν καρδίαν
εἰσελθόντες, πῶς ἀρξώμεθα; διὰ νηστείας καὶ προσευχῆς ἔξω ἑστῶτες κρούομεν, καθὼς
ὁ Κύριος ἐκέλευσεν εἰπών . Κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν.
Ἐὰν γὰρ ἐμμείνωμεν τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου, καὶ τῇ
πτωχείᾳ, καὶ τῷ ταπεινῷ φρονήματι, καὶ πάσαις παῖς τῶν ἐντολῶν ἀρεταῖς νυκτὸς
καὶ ἡμέρας κρούοντες εἰς τὴν πνευματικὴν τοῦ Κυρίου θύραν, δυνησόμεθα τυχεῖν
τοῦ ζητουμένου.
∆ιὰ ταύτης γὰρ τῆς θύρας δύναται ἀπολυτρώσεως τυχεῖν πᾶς ὁ βουλόμενος φυγεῖν τοῦ σκότους.
Εὑρίσκει γὰρ ἐκεῖ τὴν ἐλευθερίαν τῆς ψυχῆς,
καὶ ἀπολαμβάνει τοὺς λογισμοὺς αὐτῆς, καὶ κτᾶται τὸν ἐπουράνιον βασιλέα
Χριστόν.
Περι φυλακής καρδιάς - Μακαρίου του
Μεγάλου
Ὅταν ὁ νοῦς ἐπιλάθηται τῆς νοερᾶς καὶ
εὐσεβοῦς θλίψεως, τότε καὶ τῶν ἐντολῶν ἐπελάθετο καὶ ὅθεν ἂν δοκῇ τρέχειν,
παρεκτρέπεται τῆς λείας, καὶ σκολιάζων πολιτεύεται.
∆ιὰ τοῦτο συναντᾷ θηρίοις.
Εἰ γὰρ μὴ τὸν τῆς εὐχῆς καὶ ἐλπίδος κόπον
ἐκκόπτομεν, οὐκ ἂν ἐπλημμελήσαμεν τοῖς γὰρ περὶ ψυχῆς θλιβομένοις λέγει ἡ Γραφή
Πιστὸς ὁ Θεὸς, οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὁ δύνασθε ἀπαιδεύτοις δὲ συναντήσαι κακά.
Περι φυλακής καρδιάς - Μακαρίου του
Μεγάλου
Ὥσπερ οἱ ἔξω ὀφθαλμοὶ βλέπουσι μακρόθεν τὰς
ἀκάνθας, καὶ τοὺς κρημνούς οὕτω καὶ ὁ προβλεπτικὸς νοῦς προβλέπει ταχὺς ὢν τῆς ἀντικειμένης δυνάμεως τὰς τέχνας καὶ τὰς
ἐπισκευὰς, καὶ ἀσφαλίζεται τὴν ψυχὴν, ὡς ὀφθαλμὸς ὢν αὐτῆς.
Περι φυλακής καρδιάς - Μακαρίου του
Μεγάλου
Ἀγῶνος πολλοῦ καὶ πόνου κροπτοῦ καὶ ἀοράτου
χρεία, λογισμῶν ἔρευναν ποιεῖσθαι, καὶ τὰ ἠσθενηκότα τῆς ψυχῆς ἡμῶν αἰσθητήρια
γυμνάζειν πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ δεῖ πάντοτε καὶ ἀναζωπυρεῖν διὰ τοῦ
νοὸς πρὸς Θεὸν ἐπείξεως τὰ ἐξησθενηκότα τῇ ψυχῇ μέλη τοῦ νοῦ ἡμῶν
προσκαλουμένου μετὰ τοῦ Κυρίου πάντοτε, ἵνα γένηται εἰς ἓν πνεῦμα κατὰ τὸ
λόγιον Παύλου.
Τοῦτον δὲ τὸν κρυπτὸν ἀγῶνα καὶ μελέτην
Κυρίου καὶ πόνον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἔχειν
ἡμᾶς χρὴ εἰς πᾶσαν ἐπιτήδευσιν ἐντολῆς,
εἴτε εὐχομένων, εἴτε ἐσθιόντων, ἢ διακονούντων, ἢ πινόντων, ἢ ἕτερόν τι
ποιούντων, ἵνα πᾶν ὃ γίνεται ἀγαθὸν ἐπιτήδευμα
εἰς δόξαν Θεοῦ γένηται.
Ἁγιάζεται γὰρ καὶ ἡ τῶν ἐντολῶν πᾶσα
ἀκολουθία καὶ καθαρῶς ὑφ' ὑμῶν ἐπιτελεῖται, διὰ τῆς ἀδιαλείπτου μνήμης τοῦ Θεοῦ,
καὶ φόβου καὶ ἀγάπης τῆς πρὸς Θεὸν, καὶ γινόμεθα ἐκτὸς ἀπὸ τοῦ μιαίνοντος τὰς
ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ.
Περι
φυλακής καρδιάς - Μακαρίου του Μεγάλου
Καὶ γὰρ ὁ πατριάρχης Ἀβραὰμ ἐκ τῶν ἀκροθινίων
τῷ ἱερεῖ τοῦ Θεοῦ Μελχισεδὲκ προσήνεγκε, καὶ οὕτως τὴν εὐλογίαν ἐδέξατο παρ'
αὐτοῦ.
Τί δ' ἄλλο διὰ τούτων αἰνίττεται τὸ Πνεῦμα,
ἀλλ' ἢ ὑψηλοτέραν θεωρίαν ἐμφαίνων που, τὰ ἄκρα καὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ ὅλου
συγκρίματος τῆς φύσεως ἡμῶν;τουτέστιν, αὐτὸν τὸν νοῦν, αὐτὴν τὴν συνείδησιν,
αὐτὴν τὴν διάθεσιν, αὐτὸν τὸν λογισμὸν, αὐτὴν τῆς ψυχῆς τὴν ἀγαπητικὴν δύναμιν,
τὴν ἀπαρχὴν τοῦ ὅλου ἡμῶν ἀνθρώπου τῷ Θεῷ πρότερον κομίζειν δεῖν πάντοτε, τὴν
τῆς καρδίας ἱερὰν θυσίαν τὰ ἀκροθίνια, καὶ τὰ ἄκρα τῶν ἀγαθῶν λογισμῶν εἰς τὴν
αὐτὴν μνήμην καὶ μελέτην διὰ παντὸς ἀπασχολοῦντος.
Καὶ οὕτως δυνάμεθα ὁσημέραι τὴν αὔξησιν καὶ προκοπὴν λαμβάνειν βοηθούμενοι ὑπὸ τῆς θείας χάριτος, καὶ τὸ φορτίον τῆς δικαιοσύνης τῶν ἐντολῶν, ἐλαφρὸν ἡμῖν καταφανήσεται, καθαρῶς καὶ ἀμώμως ταύτας ἐπιτελοῦντες, συνεργούμενοι ὑπ' αὐτοῦ τοῦ Κυρίου διὰ τῆς πρὸς αὐτὸν ἡμῶν πίστεως.
Περὶ δὲ τῆς φαινομένης ἀσκήσεως, καὶ ποῖον ἀγαθὸν
ἐπιτήδευμα μεῖζον καὶ πρῶτον τυγχάνει, τοῦτο
γινώσκετε, ἀγαπητοὶ, ὅτι ἀλλήλων πᾶσαι αἱ ἀρεταὶ κρέμανται, καὶ ἀλλήλων συνδέδενται,
καὶ ὥσπερ ἱερά τις πνευματικὴ ἅλυσις, μία ἀπὸ μιᾶς ἤρτηται ἡ εὐχὴ ἀπὸ τῆς ἀγάπης,
ἡ ἀγάπη ἀπὸ τῆς χαρᾶς, ἡ χαρὰ ἀπὸ τῆς πραότητος, ἡ πραότης ἀπὸ τῆς ταπεινώσεως,
ἡ ταπείνωσις ἀπὸ τῆς διακονίας, ἡ διακονία ἀπὸ τῆς ἐλπίδος, ἡ ἐλπὶς ἀπὸ τῆς πίστεως,
ἡ πίστις ἀπὸ τῆς ὑπακοῆς, ἡ ὑπακοὴ ἀπὸ τῆς ἁπλότητος.
Ὥσπερ καὶ τὸ ἐναντίον, ἐφ' ἑνὸς τὰ κακὰ ἐκδίδονται τὸ μῖσος ἀπὸ τοῦ θυμοῦ, ὁ θυμὸς ἀπὸ ὑπερηφανίας, ἡ ὑπερηφανία ἀπὸ τῆς κενοδοξίας, ἡ κενοδοξία ἀπὸ τῆς ἀπιστίας, ἡ ἀπιστία ἀπὸ τῆς σκληροκαρδίας, ἡ σκληροκαρδία ἀπὸ τῆς ἀμελείας, ἡ ἀμέλεια ἀπὸ τῆς χαυνώσεως, ἡ χαύνωσις ἀπὸ τῆς ὀλιγωρίας, ἡ ὀλιγωρία ἀπὸ τῆς ἀκηδίας, ἡ ἀκηδία ἀπὸ τῆς μικροψυχίας, ἡ μικροψυχία ἀπὸ τῆς φιληδονίας, καὶ τὰ λοιπὰ μέρη τῆς κακίας ἀλλήλων εἰσὶν ἐκκρεμάμενα.
Οὕτως ἐν τῷ ἀγαθῷ μέρει αἱ ἀρεταί εἰσιν
ἀπηρτημέναι.
Κεφαλὴ δὲ πάσης ἀρετῆς καὶ κορυφὴ τῶν κατορθωμάτων ἐστὶν ἡ προσευχῆς προσκαρτέρησις, δι' ἧς καὶ
τὰς λοιπὰς ἀρετὰς διὰ τῆς παρὰ Θεοῦ
αἰτήσεως ὁσημέραι κτᾶσθαι δυνάμεθα.
Περι φυλακής καρδιάς -
Μακαρίου του Μεγάλου
Ἐὰν μὴ ἡ ταπεινοφροσύνη, καὶ ἡ ἁπλότης, καὶ ἡ
ἀγαθότης, κατακοσμήσῃ ἡμᾶς, τὸ σχῆμα τῆς εὐχῆς ἡμᾶς οὐδὲν ὠφελήσει.
Οὐ μόνον δὲ περὶ τῆς εὐχῆς λέγομεν, ἀλλὰ καὶ
περὶ παντὸς καμάτου, ἢ πόνου, ἢ παρθενίας, ἢ εὐχῆς, ἢ οἱουδήποτε καμάτου καὶ ἐργασίας ἀρετῆς ἕνεκεν ἐπιτελουμένου ἐὰν
μὴ τοὺς καρποὺς τῆς ἀγάπης καὶ εἰρήνης καὶ χαρᾶς καὶ πραότητος καὶ ταπεινότητος, ἁπλότητός τε
καὶ ἀφελότητος, πίστεως καὶ μακροθυμίας, ἀφθόνως ἐν ἑαυτοῖς εὑρίσκομεν, εἰκῆ
καὶ μάτην οἱ κάματοι ἡμῶν γεγόνασι ἡ πᾶσα γὰρ ἐκείνη ἐργασία, καὶ οἱ κάματοι
διὰ τοὺς καρποὺς γίνεσθαι ὀφείλουσι.
Τῶν δὲ καρπῶν τῆς ἀγάπης καὶ εἰρήνης μὴ εὑρισκομένων ἐν ἡμῖν, εἰκῆ καὶ μάτην ἡ ὅλη
ἐργασία γίνεται.
Οἱ γὰρ χωρὶς τούτων ἐργαζόμενοι κατὰ τὰς
πέντε μωρὰς παρθένους ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἀποδείκνυνται, αἵτινες διὰ τὸ μὴ
ἐντεῦθεν ἀποκομίσασθαι ἐν τοῖς τῆς
καρδίας ἀγγείοις τὸ πνευματικὸν ἔλαιον, ὅπερ ἐστὶ τῶν προειρημένων ἀρετῶν,
μωραὶ ὠνομάσθησαν, καὶ τοῦ πνευματικοῦ τῆς βασιλείας νυμφῶνος ἀπεκλείσθησαν.
Καὶ ὁ τῆς παρθενίας κάματος διὰ τῶν ἀρετῶν
ἔλλειψιν καὶ στέρησιν τῆς ἐναργοῦς
ἐνοικήσεως τοῦ Πνεύματος, εἰς οὐδὲν ἐλογίσθη.
Ὥσπερ γὰρ ἐν τῇ γεωργίᾳ τῆς ἀμπέλου πᾶσα
ἐπιμέλεια καὶ διὰ τὴν τῶν καρπῶν
ἀπόλαυσιν γίνεται, καρπῶν δὲ μὴ εὑρισκομένων ἐν τῇ ἀμπέλῳ εἰκῆ καὶ μάτην πᾶσα ἐμπόνησις τῆς ἐργασίας γίνεται
οὕτως ἐὰν μὴ διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Πνεύματος καρποὺς ἀγάπης καὶ εἰρήνης καὶ
χαρᾶς καὶ ταπεινώσεως, καὶ τῶν λοιπῶν παρὰ τῷ Ἀποστόλῳ ῥηθέντων ἐν πάσῃ
πληροφορίᾳ καὶ αἰσθήσει πνευματικῇ ἐν ἑαυτοῖς ἐπιγνῶμεν, εἰκῆ ὁ τῆς παρθενίας
κάματος, καὶ εὐχῆς, καὶ ψαλμωδίας, νηστείας τε καὶ ἀγρυπνίας ὁ πόνος εἰς οὐδὲν
ἀποδείκνυται.
Οὗτοι γὰρ οἱ πόνοι ψυχῆς καὶ σώματος ἐπ'
ἐλπίδι πνευματικῶν καρπῶν ἐπιτελεῖσθαι ὀφείλουσιν ἡ δὲ τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς
ἀρεταῖς καρποφορία ἀπόλαυσίς ἐστι πνευματικὴ ἐν ἡδονῇ ἀφθάρτῳ, ἐν καρδίαις
πισταῖς, ὑπὸ τοῦ Πνεύματος ἐνεργουμέναις ἐν πολλῇ γὰρ διακρίσει συνέσεως ἡ
ἐργασία καὶ πόνος καὶ κάματοι τῆς φύσεως ἡγείσθωσαν διὰ πίστεως καὶ ἐλπίδος ἀπὸ
τοῦ ἁγίου Πνεύματος τοῖς ἀξίοις ἐνεργούμενοι.
Καλόν ἐστιν ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ ξενιτεία
ἀλλὰ ταῦτα ἀκμὴ πολιτείας ἐστὶν ἀγαθῆς πλὴν ἡ τάξις τῶν Χριστιανῶν ἐσωτέρα ἐστὶ
τούτων, καὶ οὐκ ὀφείλει τις ἐπὶ τούτοις τὴν πεποίθησιν ἔχειν καὶ μόνοις.
Συμβαίνει δὲ ὅτι εἰσί τινες χάριτος μέτοχοι καὶ
ἡ κακία ἔτι οὖσα τεχνάζεται, καὶ παραχωρεῖ ἑκοῦσα, καὶ οὐκ ἐνεργεῖ, ἀλλὰ ποιεῖ
νομίσαι τὸν ἄνθρωπον, ὅτι ἐκαθαρίσθη ὁ νοῦς αὐτοῦ καὶ λοιπὸν φέρει αὐτὴν
οἴησιν, ὅτι Χριστιανός εἰμι τέλειος, καὶ μετὰ ταῦτα, ὅταν νομίσῃ ὁ ἄνθρωπος,
ὅτι Ἐλεύθερός εἰμι, καὶ ἀμεριμνεῖ, τότε λῃστρικῷ τρόπῳ ἔρχεται αὐτῷ ἡ κακία
ἔγκρυμμα ποιοῦσα, καὶ πειράζει αὐτὸν, καὶ καταφέρει αὐτὸν εἰς τὰ κατώτατα τῆς
γῆς.
Εἰ γὰρ ἄνθρωποι πολλάκις λῃσταὶ ὄντες ἢ στρατιῶται κατὰ πολεμίων οἴδασι
τεχνάζεσθαι, καὶ ὑποκαθέζονται, καὶ ποιοῦσιν ἔγκρυμμα, καὶ λαμβάνουσι τὰ νῶτα
τῶν ἐχθρῶν, καὶ περικυκλοῦσιν αὐτοὺς ἀθρόως, καὶ ἀποκτείνουσι πολλῷ μᾶλλον ἡ
κακία οὖσα τοσούτων χιλιάδων τοῦτο τὸ ἔργον ἔχουσα, τόσας ἀπολέσασα ψυχὰς,
οἶδεν οὖν ἔγκρυμμα ποιεῖν ἐν τῇ καρδίᾳ,
κατὰ καιροὺς μὴ ἐνεργεῖν, ἵνα ἐνέγκῃ τὴν ψυχὴν εἰς οἴησιν τελειότητος;
Περι φυλακής καρδιάς -
Μακαρίου του Μεγάλου
Ὁ θεμέλιος τοῦ Χριστιανισμοῦ οὗτός ἐστιν, ἵνα
ἂν ποιήσῃ ὁ ἄνθρωπος δικαιοσύνας, μὴ ἐπαναπαύῃ ἐν αὐταῖς, καὶ ἔχῃ ἑαυτὸν μέγαν,
ἀλλ' ᾖ πτωχὸς τῷ πνεύματι καὶ ἐὰν γένηται μέτοχος χάριτος, μὴ νομίσῃ ἑαυτὸν
κατειληφέναι τι, καὶ οἰηθῇ εἶναί τις, καὶ ἄρξηται διδάσκειν ἀλλ' ἵνα ὢν καλῆς
ξενιτείας καὶ πολιτείας, νηστεύων πολὺ, ξενιτεύων, εὐχόμενος, μετέχων χάριτος,
μὴ ἡγήσηται τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τιμίαν ἀλλὰ τότε μάλιστα, ὅταν ἀρχὴ χάριτος
γένηται, ἵνα ἔχῃ τὸν πόνον, τὴν δίψαν, ἵνα μὴ κεκορεσμένος ἔχῃ ἑαυτὸν δίκαιον ἢ πλούσιον ἐν χάριτι ἀλλ' ᾖ πενθῶν καὶ
δακρύων.
Καὶ ὃν τρόπον ἐὰν ᾖ μήτηρ, καὶ ἔχῃ υἱὸν
μονογενῆ καὶ παιδεύσῃ αὐτὸν, καὶ ὅταν γένηται ἀνὴρ, συμβῇ αὐτῷ ἀποθανεῖν καὶ
λοιπὸν ὅσοι ἂν ὦσι παραμυθούμενοι τὴν μητέρα, μᾶλλον ἐπεγείρουσιν αὐτῇ τὸ
πένθος, καὶ ἀπαραμύθητός ἐστιν οὕτω χρὴ κλαίειν τὸν Χριστιανὸν τὴν πτῶσιν
αὐτοῦ, καὶ ἀδιαλείπτως δακρύειν πρὸ πάντων δὲ ἔχειν συντετριμμένην τὴν καρδίαν.
Περι φυλακής καρδιάς -
Μακαρίου του Μεγάλου
Ὥσπερ εἰ οἶκος βασιλέως ἔχων διαίτας πολλὰς
καὶ αὐλὰς διαφόρους, καὶ πρόθυρα πολλὰ, καὶ ἐσωτέρους οἴκους, ἔνθα μένει ὁ
βασιλεὺς, καὶ ἡ πορφύρα, καὶ οἱ θησαυροὶ ἀπόκεινται λοιπὸν ὁ εἰσερχόμενος εἰς
τὰς ἐξωτέρας αὐλὰς μὴ νομίσῃ, ὅτι ἤδη εἰς τοὺς ἐσωτέρους οἴκους ἦλθεν, ὅπου ἡ
δόξα τοῦ βασιλέως, καὶ ἡ πορφύρα, καὶ οἱ θησαυροί οὕτως εἰς τὸ πνευματικὸν, οἱ
νηστεύοντες, οἱ ἀγρυπνοῦντες, οἱ ψάλλοντες καὶ εὐχόμενοι, μὴ νομίσωσιν, ὅτι
εἰσῆλθον εἰς τὴν κατάπαυσιν, ὡς δὲ ἀκμὴν εἰς τὰ πρόθυρα καὶ εἰς τὰς αὐλὰς
εἰσέρχονται, οὐχ ὅπου ἡ πορφύρα, καὶ οἱ θησαυροί.
Οὐκ ὀφείλουσιν οὖν ἀδελφοὶ τῇ ἔξω πολιτείᾳ
θαῤῥεῖν, καὶ λέγειν, ὅτι Εἰμί τις εἰ δὲ καὶ χάριτος μέτοχος γένηται, οἰηθῆναι
ὡς καταλαβὼν, ἢ γενόμενος ἐγγύτατος τοῦ βασιλέως ἀκμὴν γὰρ εἰς τοὺς ἐξωτέρους
οἴκους διατρίβει.
Οὐκ ὀφείλει ἐρευνᾷν ἕκαστον, εἰ εὗρεν ἐν τῷ
ὀστρακίνῳ σκεύει τὸν θησαυρὸν, ἢ ἐνεδύσατο τὴν πορφύραν τοῦ Πνεύματος, ἢ εὗρε
τὸν βασιλέα, καὶ ἀνεπαύσατο,
Ἡ γὰρ ψυχὴ τοιαύτη ἐστίν ἔχει βάθος τι καὶ
μέλη πολλά καὶ λοιπὸν ἡ ἁμαρτία ἐπεισελθοῦσα
κατέχει αὐτῆς ὅλα τὰ μέλη, καὶ τὰ νοήματα τῆς καρδίας.
Εἶτα ἐπιζητοῦντος τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται ἡ
χάρις πρὸς αὐτὸν, καὶ κατέχει δύο μέλη τῆς ψυχῆς.
Ὁ οὖν ἄπειρος παρακαλούμενος τῇ χάριτι,
νομίζει ὅτι ἐλθοῦσα ἡ χάρις ὅλα τὰ μέλη τῆς ψυχῆς κατέσχε, καὶ ἐξεῤῥιζώθη ἡ
ἁμαρτία τότε οὖν πλεῖστον μέρος ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας κρατεῖται καὶ ἓν μέρος ὑπὸ τῆς χάριτος, καὶ
ὑποκλέπτεται καὶ οὐκ οἶδεν ἔστι γὰρ ἡ χάρις πολλάκις ἐνεργοῦσα ἀδιαλείπτως, ὃν
τρόπον ὁ ὀφθαλμὸς ἐν τῷ σώματι πέπρακται καὶ ἁμαρτία σύνεστιν ὑποκλέπτουσα τὸν
νοῦν καὶ ὁ ἀδιάκριτος, ὡς ἤδη καταλαβὼν, οἴεταί τι περὶ αὑτοῦ καὶ τυφοῦται ὡς
ἐλευθερωθείς.
Οὐχ οὕτως γάρ ἐστι τὰ πράγματα καθὼς γὰρ
εἶπον, ἔγκρυμμα ποιεῖ ὁ Σατανᾶς, εἰς καιροὺς μὴ ἐνεργῶν, ἵνα ποιήσῃ νομίσαι τὸν
ἄνθρωπον, ὅτι Εἰμὶ καθαρὸς καὶ τέλειος μὴ ὁ φυτεύων ἀμπελῶνα εὐθέως λαμβάνει
σταφυλὴν, ἢ γεωργεῖ οἶνον, καὶ ὁ σπείρων τὸ σπέρμα ἐν τῇ γῇ, ἤδη ἐθέρισε καὶ
ἔλαβε καρποὺς, καὶ τὸ γεννώμενον παιδίον εὐθέως δύναται εἰς ἄνδρα τέλειον
ἐλθεῖν, ἢ στρατευόμενος τίρων ἤδη ἐγένετο ἀξιωματικός; χρὴ γὰρ αὐτὸν πρῶτον
κοπιάσαι, καὶ εἰσελθόντα πόλεμον λαβεῖν τὰ νικητήρια καὶ στεφανωθῆναι.
Περι φυλακής καρδιάς -
Μακαρίου του Μεγάλου
Καλὸν
οὖν ἐστιν ἡ ἀκτημοσύνη καὶ ἡ ψαλμωδία, καὶ ἡ νηστεία καὶ ἡ ἀγρυπνία, καὶ τὸ
λαβεῖν χάριν Θεοῦ ὁ δὲ ἀκμὴν οὔπω ἤρξατο ὡς δεῖ σκάπτειν καὶ τιθέναι θεμέλιον.
Καὶ ἐν τοιούτοις ὁ νοῦς δεῖ ἀνεπίληπτος εἶναι
μέτοχος χάριτος λοιπὸν οἴεται περὶ αὑτοῦ, καὶ ἔχει τιμίαν τὴν ψυχήν.
Ἀπόβλεψον εἰς τὸν Ἰησοῦν, ἀπὸ ποίας δόξης
Υἱὸς Θεοῦ καὶ Θεὸς ὢν, εἰς ποῖα πάθη καὶ
σταύρωσιν ἦλθε.
∆ιὰ ταύτην οὖν τὴν ταπεινοφροσύνην ὑπερυψώθη ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρὸς καθεσθείς καὶ ὁ
ὄφις ἐξ ἀρχῆς ὑπέσπειρε τῷ Ἀδὰμ ὕψωμα, ὅτι Ὡς Θεὸς γίνῃ διὰ ταύτης τῆς ὑψηλοφροσύνης εἶδες οὖν εἰς ὁποίαν ἀτιμίαν κατῆλθε τὸ γένος
τοῦ Ἀδάμ.
Ἐπιζητῶ δὴ ἄνθρωπον πτωχὸν τῷ πνεύματι, καὶ
οὐχ εὑρίσκω ὥσπερ ἵνα ᾖ τις πλούσιος ἔχων ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ θησαυροὺς, καὶ ᾖ
ἐπιδεόμενος, καὶ πτωχὸς καὶ παρὰ πάντων ζητῇ.
Οὕτως εἰσὶ Χριστιανοὶ ἔχοντες χάριν, πλούσιοι
εἰς Θεὸν, πτωχοί εἰσι τῷ πνεύματι, ὡς μηδὲν ἔχοντες εἰσὶ πρὸς λόγον ἑκατὸν λίτραι
χρυσίου ἃς ὀφείλει κτήσασθαι ὁ λαβὼν πέντε λίτρας ἐκορέσθη.
Εἰσὶ δέ τινες πρὸς λόγον δέκα οὐγκίας ἔχοντες
τῆς χάριτος, καὶ ποιοῦσιν αὐτὰς ἑκατὸν, καυχώμενοι.
Καὶ εἰσὶ πολλάκις πέντε οὐγκίας ἔχοντες τῆς
ἁμαρτίας, καὶ ποιοῦσιν αὐτὰς ἡμιούγκια τοῦτο δὲ αὐτοῖς συμβαίνει, ἢ κατ'
ἄγνοιαν, ὅτι ἐν αὐτῇ τῇ χάριτι ὑποκλεπτόμενοι οὐκ οἴδασιν.
Ἢ κατὰ κενοδοξίαν, αἰσχυνόμενοι εἰπεῖν ὅτι
ἐνεργεῖ τὸ κακόν ἤδη γὰρ κηρύττουσιν εἶναι ἑαυτοὺς τελείους.
Τὸ δὲ δίκαιον δεῖ ποιεῖν καὶ λέγειν τὸν
ἄνθρωπον καὶ τὰ τῆς χάριτος ὁμολογεῖν, καὶ τὴν ἐνέργειαν τῆς ἁμαρτίας.
Ψεύδεται γὰρ ὁ τοιοῦτος καθαρὰν λέγων ἔχειν
τὴν καρδίαν οὐχ οὕτως γάρ ἐστι τὰ πράγματα, ὡς ἄμα τὴν χάριν ἐπιδημῆσαι ἤδη
καθαρὸν γενέσθαι τὸν ἄνθρωπον παραδέδονται γὰρ τοῖς πολεμίοις καὶ τοῖς
πειρατηρίοις εἰς γυμνασίαν καὶ ποίδευσιν, ὃν τρόπον καὶ ὁ Ἰὼβ τῷ πειρασμῷ.
Συνεργεῖ γὰρ τὸ κακὸν τῷ ἀγαθῷ, προαιρέσει οὐ
καλῇ τὸν δὲ Χριστιανὸν δεῖ πέντε οὐγκίας τῆς ἁμαρτίας ἔχοντα, λέγειν, ὅτι
Εἴκοσιν ἔχω, καὶ πεπληρωμένος εἰμὶ τοῦ κακοῦ.
Καὶ ἔχοντα πρὸς λόγον οὐγκίας εἴκοσι τοῦ
ἀγαθοῦ, λέγειν, ὅτι Ἡμιούγκιον ἔχω.
Εἰ δὲ τοῦτο κατὰ κενοδοξίαν αἰσχύνεται
εἰπεῖν, τὸ δίκαιον γοῦν εἰπάτω.
Ὁμολογησάτω μὲν καὶ τὴν ἐνέγρειαν τῆς χάριτος
ὁμολογησάτω δὲ καὶ τὴν ἁμαρτίαν ἐν μέρει.
Καθὼς οὖν προεῖπον περὶ τῆς ψυχῆς, ὅτι ἔχει
βάθος, ὑποδείγμασι χρώμεθα διαγράφοντας αὐτῆς τὰ μέλη.
Ὥσπερ ἵνα ᾖ ἥλιος, καὶ ὦσιν ἐξ αὐτοῦ ἀκτῖνες
πολλαί ἢ ἵνα ᾖ δένδρον ὑψηλὸν, καὶ ἔχῃ κλάδους ἢ ἵνα ᾖ πόλις μεγάλη, καὶ ἔχῃ
γείτονας πολλάς οὕτως ἐστὶν ἡ νοερὰ οὐσία, ἡ ἀθάνατος ψυχὴ, κάλλος τίμιον ὑπὲρ
πάντα τὰ δημιουργήματα, εἰκὼν καὶ ὁμοίωμα Θεοῦ.
Λοιπὸν ἐλθοῦσα ἡ χάρις, εἰς δύο ἀκτῖνας τῆς
ψυχῆς ἐπιλάμπει ἢ ἀπὸ ὅλου τοῦ δένδρου εἰς κλάδους δύο, ἢ ἀπὸ πάσης τῆς πόλεως
εἰς δύο γειτωνίας.
Ἔτι δὲ τὰ πλείονα μέρη τῆς ψυχῆς κατέχεται
ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ νομίζει ὅτι ὅλη δι' ὅλου, τοῦ ἀγαθοῦ μέρους καὶ τῆς χάριτος
καὶ τῆς λαμπρότητος γέγονε πρὸς λόγον πέντε λίτρας χρυσίου κτησάμενος, δοκεῖ αὐτῷ
ὅτι ἑκατὸν λίτρας ἐκτήσατο μὴ τὸ ἔμβρυον ἐν τῇ μήτρᾳ ἤδη γέγονεν ἄνθρωπος; ἢ
ὅτι θεὶς ἕνα λίθον τοῦ θεμελίου, ἤδη ἐτελείωσε τὸ οἰκοδόμημα; ἢ ὁ σπόρος ὁ
χωσθεὶς ἐπὶ τῆς γῆς, ἤδη ἐγένετο στάχυς; μὴ ὁ πραγματευόμενος ἅμα τοῦ ἄρξασθαι
τῆς πραγματείας, ἤδη ἐπλήρωσε τὴν ἀποθήκην; καὶ ὁ μετέχων χάριτος μικρᾶς, παρὰ
τοῦτο γέγονε Χριστιανός; ἀκμὴν οἱ πρῶτοι καὶ οἱ μεγάλοι οὕτως εἰσὶ πρὸς
τελειότητα, ὡς ὁ ὀφφικιάλιος πρὸς ἡγεμόνα ἢ ὡς ῥύαξ μικρὸς πρὸς Εὐφράτην
ποταμόν.
Ὁ ἔχων πρόθεσιν ἀπελθεῖν εἰς πόλιν μακρὰν
τριάκοντα μονῶν, δύο ἢ τρεῖς ἐὰν ἀπέλθῃ, μὴ νομίσῃ ὅτι εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν ἐπειδὴ
οὖν ἡ ἐναντία δύναμις προτρεπτική ἐστιν, οὐκ ἀναγκαστική καὶ θεία χάρις
προτρεπτική ἐστι διὰ τὸ αὐτεξούσιον καὶ λιτὸν τῆς φύσεως, λοιπὸν ἐὰν ποιήσῃ
κακὰ ὁ ἄνθρωπος προτρεπόμενος ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ, οὐ κρίνεται ἀντ' αὐτοῦ ὁ Σατανᾶς ἀλλ'
αὐτὸς ὁ ἅνθρωπος τιμωρεῖται καὶ κολάζεται, ὡς ὑπήκοος γεγονὼς τῆς κακίας ἰδίῳ
θελήματι.
Ὁμοίως καὶ ἐὰν τραπῇ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸ ἀγαθὸν,
καὶ περιγένοιτο χάρις Θεοῦ, οὐκ ἐπιγράφει τὸ ἀγαθὸν ἑαυτῇ ἡ χάρις, ἀλλ' ἀποδίδωσι
τῷ ἀνθρώπῳ καὶ δοξάζει αὐτόν ἐπειδὴ ἑαυτῷ ἐγίνετο ὁ ἄνθρωπος αἴτιος τοῦ ἀγαθοῦ αὐτῆς
γάρ ἐστι τῆς φύσεως οὗτος καὶ οὐχ οἷον ἐρχομένη ἡ χάρις πρὸς αὐτὸν ἀναγκαστικῇ δυνάμει
δεσμεῖ αὐτοῦ τὸ θέλημα, καὶ λοιπὸν ἑκόντα καὶ ἄκοντα ποιεῖ αὐτὸν ἄτρεπτον ἀγαθοῦ,
ἀλλὰ παραχωρεῖ τῷ αὐτεξουσίῳ καὶ συνοῦσα
ἡ θεία δύναμις, ἵνα ἀποδειχθῇ τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου, εἰ τιμᾷ τὴν ψυχὴν ἢ οὐ τιμᾷ
εἰ συμφωνεῖ ἢ οὐ συμφωνεῖ πολλοὶ γὰρ ἐτίμησαν καὶ συνεφώνησαν.
Ἄλλοι δὲ ἐξετράπησαν.
Λέγει γὰρ ὁ Ἀπόστολος,
Ἐναρξάμενοι πνεύματι νῦν σαρκὶ ἐπιτελεῖτε τῇ
γὰρ φύσει νόμος οὐ κεῖται, ἀλλὰ τῇ αὐτεξουσίῳ προαιρέσει δυναμένῃ τραπῆναι ἐπὶ
τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ κακόν.
∆ιὸ λέγει ὁ Κύριος.
Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἠθέλησα εἰ
ἤδη ἀνήφθη.
Θέλει ὁ Κύριος ἀναφθῆναι τὸ οὐράνιον πῦρ εἰς
τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ οἱ μὲν θέλουσιν, οἱ δὲ οὐ θέλουσιν ὁμοίως πάλιν
λέγει.
Ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν ὑμᾶς, ὡς ὄρνις
τὰ ἑαυτῆς νοσσία, καὶ οὐκ ἠθελήσατε; ὁρᾷς ὅτι ὁ Κύριος θέλει καὶ αὖ οἱ ἄνθρωποι
οὐ θέλουσι προσεγγίσαι τῷ Κυρίῳ, καὶ εὑρεῖν ἔλεος.
Περι φυλακής καρδιάς -
Μακαρίου του Μεγάλου
Ὁ βουλόμενος προσελθεῖν τῷ Κυρίῳ, καὶ ζωῆς
αἰωνίου καταξιωθῆναι, καὶ κατοικητήριον Θεοῦ γενέσθαι, καὶ Πνεύματος ἁγίου
καταξιωθῆναι, ἵνα τοὺς καρποὺς αὐτοῦ κατὰ τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου δυνηθῇ ἀμώμως
καὶ καθαρῶς ποιεῖν, οὕτως ὀφείλει
ἐνάρξασθαι.
Πρῶτον πιστεῦσαι τῷ Κυρίῳ βεβαίως, καὶ ἐπιδοῦναι
ἐξ ὅλου ἑαυτὸν τοῖς λόγοις τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ, καὶ ἀποτάξασθαι τῷ κόσμῳ κατὰ πάντα,
ἵνα ἐν οὐδενὶ ὅλως τῶν φαινομένων ὁ νοῦς ἀσχολῆται.
Καὶ εἰς τὴν εὐχὴν πάντοτε προσκαρτερεῖν
αὐτὸν, καὶ μὴ ἀπογινώσκειν προσδεχόμενος τοῦ Κυρίου τὴν ἐπίσκεψιν καὶ τὴν
βοήθειαν πάντοτε, τὸν σκοπὸν τοῦ νοὸς αὐτοῦ εἰς τοῦτο ἔχων διὰ παντός.
Εἶτα βιάζεσθαι χρὴ ἀεὶ εἰς πᾶν ἀγαθὸν, καὶ
εἰς πάσας τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, κἂν μὴ θελούσης τῆς καρδίας διὰ τὴν συνοῦσαν
αὐτῇ ἁμαρτίαν οἷον βιάζεσθαι ἑαυτὸν εἰς τὸ ταπεινοφρονεῖν ἐνώπιον πάντων
ἀνθρώπων, καὶ ἑαυτὸν πάντων ἐλάττω καὶ χείρονα ἡγεῖσθαι, μὴ ζητῶν τιμὴν ἢ
ἔπαινον ἢ δόξαν παρά τινος, καθὼς ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ γέγραπται, ἀλλὰ μόνον τὸν
Κύριον ἀεὶ πρὸ ὀφθαλμῶν ἔχειν, καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ, αὐτῷ μόνῳ βουλόμενος
ἀρέσαι.
Εἰς τὴν πραότητα ὁμοίως ἑαυτὸν βιαζέτω, καὶ
μὴ θελούσης τῆς καρδίας, ὥς φησιν ὁ Κύριος.
Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι καὶ ταπεινὸς
τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν.
Ὁμοίως εἰς τὸ εἶναι ἐλεήμονα, χρηστὸν, εὔσπλαγχνον,
ἀγαθὸν, ὅση δύναμις, ἑαυτὸν ἐθίζειν μετὰ βίας, ὥς φησιν ὁ Κύριος.
Γίνεσθε ἀγαθοὶ καὶ χρηστοὶ, καθὼς ὁ Πατὴρ
ὑμῶν ὁ οὐράνιος οἰκτίρμων ἐστί καὶ πάλιν φησίν.
Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολάς μου τηρήσετε.
Καὶ πάλιν . Βιάζεσθε , βιασταὶ γὰρ ἁρπάζουσι
τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καὶ τό.
Ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διὰ τῆς στενῆς πύλης.
Ἀεὶ δὲ τὴν τοῦ Κυρίου ταπείνωσιν καὶ
πολιτείαν καὶ ἀναστροφὴν ἐχέτω πρὸ ὀφθαλμῶν, ὥσπερ ὑπογραμμὸν ἐν πάσῃ μνήμῃ
ἀληθαργήτῳ καὶ ὅση δύναμις βιαζέσθω ταῖς εὐχαῖς προσκαρτερεῖ, διὰ παντὸς
δεόμενος καὶ πιστεύων ἵνα ἐλθὼν ὁ Κύριος ἐνοικήσῃ ἐν αὐτῷ καὶ καταρτίσῃ καὶ δυναμώσῃ αὐτὸν ἐν ταῖς ἐντολαῖς πάσαις
αὐτοῦ, καὶ ἵνα ἡ ψυχὴ αὐτοῦ γένηται οἰκητήριον Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ οὕτως ἃ νῦν
μετὰ βίας καὶ μὴ θελούσης τῆς καρδίας ποιεῖ, ἐθίζειν ἑαυτὸν διὰ παντὸς εἰς τὸ
ἀγαθὸν καὶ τοῦ Κυρίου ἀεὶ μνημονεύειν, καὶ προσδοκᾷν αὐτὸν διὰ παντὸς ἐν πολλῇ ἀγαθότητι καὶ ἀγάπῃ.
Τό τε θεωρῶν ὁ Κύριος τὴν τοιαύτην αὐτοῦ
προαίρεσιν καὶ τὴν ἀγαθὴν σπουδὴν, πῶς
βιάζει ἑαυτὸν πάντοτε εἰς τὴν μνήμην αὐτοῦ, καὶ εἰς τὸ ἀγαθὸν ἀεὶ, καὶ εἰς τὴν
ταπεινοφροσύνην, καὶ πραότητα καὶ ἀγάπην καὶ μὴ θέλουσαν τὴν καρδίαν ἄγχει, καὶ
ἄγει, ὅση δύναμις, ἑαυτὸν μετὰ βίας, ποιεῖ μετ' αὐτοῦ τὸ ἔλεος αὐτοῦ καὶ
λυτροῦται αὐτὸν ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ, καὶ τῆς ἐνοικούσης ἁμαρτίας;
Πνεύματος ἁγίου ἐμπιπλῶν αὐτὸν, καὶ οὕτως
λοιπὸν ἄνευ βίας καὶ καμάτου πάσας ποιεῖ πάντοτε τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου ἐξ
ἀληθείας μᾶλλον δὲ ὁ Κύριος ποιεῖ ἐν αὐτῷ τὰς ἰδίας αὐτοῦ ἐντολὰς, καὶ τοὺς
καρποὺς τοῦ Πνεύματος, ὅτε καρποφορεῖ καθαρῶς.
Χρὴ δὲ πρότερον προσελθόντα τινὰ τῷ Κυρίῳ,
οὕτως βιάζειν καὶ αὐτὸν εἰς τὸ ἀγαθὸν, καὶ μὴ θελούσης τῆς καρδίας, προσδοκῶντα
διὰ παντὸς ἐν πίστει ἀδιστάκτῳ τὸ ἔλεος αὐτοῦ, καὶ βιάζεσθαι ἑαυτὸν εἰς τὸ
οἰκτείρειν καὶ ἐλεήμονα ἔχειν καρδίαν, βιάζεσθαι εἰς τὸ καταφρονεῖσθαι, εἰς τὸ
μακροθυμεῖν, ἐξουθενούμενον, ἢ ἀτιμαζόμενον μὴ ἀγανακτεῖν κατὰ τὸ εἰρημένον.
Μὴ ἑαυτοὺς ἐκδικοῦντες, ἀγαπητοί βιάζεσθαί τε
ἑαυτὸν εἰς τὴν εὐχὴν, μήπω ἔχοντα εὐχὴν Πνεύματος.
Καὶ οὕτως ὁ Θεὸς θεωρῶν τὸν οὕτως
ἀγωνιζόμενον, καὶ βίᾳ ἑαυτὸν ἄγοντα εἰς τὸ ἀγαθὸν, καὶ μὴ θελούσης τῆς καρδίας,
δίδωσιν εὐχὴν ἀληθινὴν Χριστοῦ, δίδωσι σπλάγχνα οἰκτιρμῶν, χρηστότητα ἀληθινὴν,
καὶ ἁπαξαπλῶς τηρεῖ αὐτῷ τὸν καρπὸν τοῦ Πνεύματος.
Εἰ δέ τις μόνον εἰς τὴν εὐχὴν βιάζεται
ἑαυτὸν, μὴ ἔχων εὐχὴν, ἵνα σχῇ εὐχὴν χάριτος, καὶ εἰς τὴν ταπεινοφροσύνην, καὶ
ἀγάπην καὶ τὰς λοιπὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου ἑαυτὸν, οὐ βιάζεται, ἐνίοτε δίδοται
αὐτῷ εὐχὴ χάριτος, καὶ ἐν ἀναπαύσει καὶ εὐφροσύνῃ μερικῶς κατὰ τὸ αἴτημα αὐτοῦ,
τοῖς δὲ τρόποις ὅμοιός ἐστιν ᾧ ἦν πρότερον ὅμοιος.
Οὐκ ἔχει γὰρ πραότητα, ὅτι οὐκ ἐζήτησεν
ἐμπόνως, καὶ οὐ προηυτρέπισεν ἑαυτὸν οὕτω γενέσθαι.
Οὐκ ἔχει ταπεινοφροσύνην, ἐπειδὴ οὐκ ᾔτησε,
καὶ ἑαυτὸν ἐβιάσατο εἰς τοῦτο οὐκ ἔχει ἀγάπην πρὸς πάντας, ἐπεὶ περὶ τούτου
μέριμναν καὶ ἀγῶνα οὐκ ἔσχεν ἐν τῇ αἰτήσει τῆς προσευχῆς χρὴ γὰρ ἕκαστον, ὥσπερ
εἰς τὴν εὐχὴν βιάζεται ἑαυτὸν καὶ ἄγχει, καὶ μὴ θελούσης τῆς καρδίας οὕτως εἰς
τὴν ἀγάπην, εἰς τὴν πραότητα, καὶ εἰς πᾶσαν ὑπομονὴν καὶ μακροθυμίαν μετὰ
χαρᾶς, κατὰ τὸ γεγραμμένον οὕτω βιάζεσθαι ἑαυτὸν εἰς τὸ ἐξουθενεῖσθαι, καὶ
χείρω καὶ ἔσχατον ἑαυτὸν λογίζεσθαι πάντων, ὡς τὸ μὴ ὂν χρήσιμον, μὴ ὁμιλεῖν ἀλλὰ
τὰ τοῦ Κυρίου μελετᾷν ἀεὶ λόγια καὶ
λαλεῖν στόματι καὶ καρδίᾳ οὕτως εἰς τὸ μὴ θυμοῦσθαι κατὰ τὸ εἰρημένον.
Πᾶσα πικρία, καὶ ὀργὴ, καὶ κραυγὴ ἀρθήτω ἀφ' ὑμῶν,
σὺν πάσῃ κακίᾳ.
Ἵνα οὕτως ὁ Κύριος ἰδὼν αὐτοῦ τὴν προαίρεσιν
δώσῃ αὐτῷ ταῦτα πάντα ἀκόπως καὶ ἀβιάστως, ἅπερ πρὶν οὕτω μετὰ βίας φυλάξαι
ἠδύνατο, διὰ τὴν οἰκοῦσαν ἐν αὐτῷ ἁμαρτίαν καὶ γίνεται αὐτῷ ταῦτα πάντα τῆς ἀρετῆς
ἐπιτηδεύματα ὥσπερ φύσις τὸ λοιπὸν γὰρ ἐλθὼν ὁ Κύριος, ἐλθὼν καὶ γενόμενος ἐν
αὐτῷ, καὶ αὐτὸς ποιεῖ ἐν αὐτῷ τὰς ἰδίας ἐντολὰς ἄνευ καμάτου, πληρῶν αὐτὸν τοῖς
καρποῖς τοῦ Πνεύματος.
Περι φυλακής καρδιάς -
Μακαρίου του Μεγάλου
Εἰ δέ τις εἰς εὐχὴν βιάζεται ἑαυτὸν, ἕως οὗ
λάβῃ τι χάρισμα παρὰ τοῦ Θεοῦ, εἰς ταῦτα δὲ ἤγουν εἰς ταπεινοφροσύνην, εἰς
ἀγάπην, εἰς πραότητα, καὶ εἰς τὰς λοιπὰς ἀρετὰς, ὁμοίως οὐ βιάζεται ἑαυτὸν, καὶ
ἄγχει, ἐνίοτε γίνεται πρὸς αὐτὸν θεία χάρις αἰτοῦντος καὶ δεομένου ἀγαθὸς γὰρ
καὶ χρηστὸς ὁ Θεὸς, καὶ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτὸν δίδωσι τὰ αἰτήματα μὴ προευτρεπίσας
δὲ ἑαυτὸν, καὶ μὴ ἐθίσας εἰς τὰς προειρημένας ἀρετὰς, ἢ ἀπόλλει τὴν χάριν, ἢ
λαμβάνει καὶ πίπτει, ἢ οὐ προκόπτει ὑψηλοφρονήσας ἐπειδὴ ταῖς ἐντολαῖς τοῦ
Κυρίου ἑαυτὸν ἐκ προαιρέσεως οὐ δίδωσι.
Τὸ γὰρ κατοικητήριον ἢ ἀνάπαυσις τοῦ
Πνεύματος, ἡ ταπεινοφροσύνη ἐστὶ, καὶ ἡ ἀγάπη, καὶ ἡ πραότης, καὶ αἱ λοιπαὶ τοῦ
Κυρίου ἐντολαί.
Ὀφείλουσιν οὖν βουλόμενοι ἐξ ἀληθείας
εὐαρεστῆσαι τῷ Θεῷ, καὶ δέξασθαι παρ' αὐτοῦ τὴν ἐπουράνιον χάριν, καὶ αὐξῆσαι
καὶ τελειῶσαι ἐν τῷ ἁγίῳ Πνεύματι καὶ
βιάζεσθαι πρῶτον ἑαυτὸν φυλάσσειν πάσας τὰς ἀρετὰς, καὶ μὴ θελούσης τῆς
καρδίας, κατὰ τὸ εἰρημένον.
∆ιὰ τοῦτο πρὸς πάσας τὰς ἐντολάς σου
κατωρθούμην.
Ὡς γάρ τις εἰς τὴν καρτέρησιν τῆς εὐχῆς
βιάζεται ἑαυτὸν καὶ ἄγχει ἕως οὗ
κατορθώσῃ τοῦτο ὁμοίως εἰς πάντα τὰ τῆς ἀρετῆς ἐπιτηδεύματα βιάζεται ἑαυτὸν καὶ
ἄγχει, καὶ ἐθίζει ἕθος ἀγαθόν καὶ οὕτως αἰτούμενος καὶ δεόμενος τοῦ Κυρίου
διαπαντὸς, καὶ τυχὼν τῆς αἰτήσεως, αὔξει καὶ θαλεῖ ἐν αὐτῷ τὸ χάρισμα τοῦ
Πνεύματος, τὸ χάρισμα τὸ χαρισθὲν αὐτῷ ἐναπαυόμενον ἐν τῇ ταπεινοφροσύνῃ αὐτοῦ,
καὶ ἐν ταῖς λοιπαῖς ἀρεταῖς, καὶ διδάσκει αὐτὸν ἀληθινὴν ἀγάπην, ἀληθινὴν πραότητα,
ἣν προεβιάσατο καὶ ἐζήτησε καὶ οὕτως αὐξήσας καὶ τελειωθεὶς ἐν Θεῷ κληρονόμος
τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἀξιοῦται.
Ὁ γὰρ ταπεινὸς οὐδέποτε πίπτει.
Ποῦ γὰρ πεσεῖν ἔχει ὑποκάτω πάντων ὤν; μεγάλη
ὕψωσις ἡ ταπείνωσις καὶ τιμιότης, καὶ ἀξίωμα ἡ ταπεινοφροσύνη.
Ἐθίσωμεν οὖν καὶ ἡμεῖς αὑτοὺς, καὶ ἄγξωμεν εἰς τὴν ταπεινοφροσύνην, καὶ μὴ θελούσης τῆς καρδίας ἡμῶν, δεόμενοι καὶ παρακαλοῦντες τὸν Θεὸν ἐν πίστει καὶ ἐλπίδι καὶ ἀγάπῃ ἀδιαλείπτως ἐν τῇ προσδοκίᾳ ταύτῃ, ἵνα ἀποστείλῃ τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν ἵνα εὐξώμεθα καὶ προσκυνήσωμεν ἐν Πνεύματι τῷ Πατρί καὶ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα εὔξηται ἐν ἡμῖν ἵνα αὐτὸ τὸ Πνεῦμα διδάξῃ ἡμᾶς εὐχὴν ἀληθινὴν, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, ἀγάπην, ἃ νῦν μετὰ βίας οὐ δυνάμεθα ποιεῖν, σπλάγχνα οἰκτιρμῶν, χρηστότητα, καὶ πάσας τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου διδάξῃ ἡμᾶς ποιῆσαι ἐξ ἀληθείας, ἀπόνως καὶ ἀβιάστως ὡς αὐτὸ τὸ Πνεῦμα οἶδε πληροῦν ἡμᾶς τοῖς καρποῖς αὐτοῦ καὶ οὕτως τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου πληρωθεισῶν ἐφ' ἡμῖν διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ, τοῦ μόνου γινώσκοντος τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, καὶ καθαρίζοντος ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ σπίλου τῆς ἁμαρτίας, ὥσπερ νύμφας καλὰς καθαρὰς καὶ ἀμώμους παραστήσῃ τῷ Χριστῷ, ἀναπαυομένων ἡμῶν ἐν Θεῷ, καὶ ἀναπαυομένου τοῦ Χριστοῦ ἐν ἡμῖν εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας.
∆όξα τοῖς οἰκτιρμοῖς αὐτοῦ, καὶ τῷ ἐλέει, καὶ
τῇ ἀγάπῃ αὐτοῦ, ὅτι εἰς τοσαύτην τιμὴν κατηξίωσε τὸ ἀνθρώπινον γένος, ἰδίους
ἀδελφοὺς καὶ υἱοὺς Πατρὸς ἐπουρανίου
καταξιῶν καὶ προσαγορεύων.
∆όξα τῷ Πατρὶ, καὶ τῷ Υἱῷ, καὶ τῷ ἁγίῳ
Πνεύματι, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Υπερηφάνεια
Ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ νοῦ εἶναι ἡ σατανικὴ ὑπερηφάνεια,
ἡ ὁποία ἀρνεῖται τὸ Θεὸ καὶ βλασφημεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γί’ αὐτὸ καὶ πολὺ δύσκολα
θεραπεύεται. Εἶναι ἕνα βαθὺ σκοτάδι, τὸ ὁποῖο ἐμποδίζει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς νὰ
δοῦν τὸ φῶς ποὺ ὑπάρχει μέσα της καὶ ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Θεό, στὴν ταπείνωση, στὴν
ἐπιθυμία τοῦ ἀγαθοῦ.
Ἀντίθετα, ἡ ὑπερηφάνεια τῆς καρδιᾶς δὲν εἶναι
γέννημα τῆς σατανικῆς ὑπερηφάνειας, ἀλλὰ δημιουργεῖται ἀπὸ διάφορες καταστάσεις
καὶ γεγονότα: πλοῦτο, δόξα, τιμές, πνευματικὰ ἢ σωματικὰ χαρίσματα (εὐφυΐα,
ὀμορφιά, δύναμη, δεξιοτεχνία κλπ). Ὅλα αὐτὰ σηκώνουν ψηλὰ τὰ μυαλὰ τῶν ἀνόητων
ἀνθρώπων, ποὺ γίνονται ἔτσι ματαιόφρονες, χωρὶς ὅμως νὰ εἶναι καὶ ἄθεοι...
Αὐτοὶ πολλὲς φορὲς ἐλεοῦνται ἀπὸ τὸ Θεό, παιδαγωγοῦνται καὶ σωφρονίζονται. Ἡ
καρδιά τους συντρίβεται, παύει νὰ ἐπιζητεῖ δόξες καὶ ματαιότητες, κι ἔτσι
θεραπεύονται.
Ἡ πνευματική σας ἐργασία νὰ εἶναι ἡ ἐξέταση
τῆς καρδιᾶς σας. Μήπως φωλιάζει σ’ αὐτὴν σὰν φαρμακερὸ φίδι ἡ ὑπερηφάνεια, τὸ
πάθος ποὺ γεννάει πολλὰ κακά, ποὺ ἀπονεκρώνει κάθε ἀρετή, ποὺ δηλητηριάζει τὰ
πάντα; Σ’ αὐτὴ τὴν ἑωσφορικὴ κακία πρέπει νὰ στραφεῖ ὅλη σας ἡ φροντίδα. Μέρα
καὶ νύχτα νὰ σᾶς γίνει ἔργο ἀδιάλειπτο ἡ ἔρευνά της.
Θὰ εἶναι ἀλήθεια, νομίζω, ἂν πῶ ὅτι ὅλη ἡ
πνευματική μας φροντίδα συνίσταται στὴν ἀναζήτηση καὶ ἐξόντωση τῆς ὑπερηφάνειας
καὶ τῶν παιδιῶν της. Ἂν ἀπαλλαγοῦμε ἀπ’ αὐτὴν καὶ θρονιάσουμε στὴν καρδιά μας
τὴν ταπεινοφροσύνη, τότε ἔχουμε τὸ πᾶν. Γιατί ὅπου βρίσκεται ἡ ἀληθινὴ κατὰ
Χριστὸν ταπείνωση, ἐκεῖ βρίσκονται μαζεμένες καὶ ὅλες οἱ ἄλλες ἀρετές, ποὺ μᾶς
ὑψώνουν ὡς τὸ Θεό.
Περί ταπεινοφροσύνης
1. Ο αββάς Αντώνιος βυθίζοντας κάποια φορά
βαθιά τη σκέψη του στου Θεού τα κρίματα ζήτησε να μάθει:
«Κύριε, είπε, πώς μερικοί ζούν λίγα χρόνια και
πεθαίνουν, ενώ άλλοι φτάνουν στα βαθιά γεράματα;
Γιατί κάποιοι ζουν μέσα στη φτώχεια και άλλοι
πλουτίζουν;
Και πώς συμβαίνει άδικοι να πλουτίζουν και
δίκαιοι άνθρωποι να ΄ναι φτωχοί;»
Άκουσε τότε μια φωνή να του λέει:
«Αντώνιε, τον εαυτό σου πρόσεχε. Αυτά είναι
κρίματα Θεού και δεν σου συμφέρει να τα μάθεις».
2. Είπε ο αββάς Αντώνιος στον αββά Ποιμένα
ότι η σπουδαιότερη εργασία που έχει να κάνει ο άνθρωπος είναι να αναλαμβάνει
την ευθύνη των σφαλμάτων του ενώπιον του Θεού και να αναμένει πειρασμό μέχρι
τελευταίας του πνοής.
3. Είπε επίσης:
«Είδα όλες τις παγίδες του διαβόλου απλωμένες
πάνω στη γη και στενάζοντας είπα:
Ποιος άραγε μπορεί να τις προσπεράσει αυτές;
Και άκουσα μια φωνή να μου λέει: Η
ταπεινοφροσύνη».
4. Όποιος δεν δοκιμάσθηκε σε πειρασμούς -είπε
άλλη φορά- δεν θα μπορέσει να μπει στη Βασιλεία του Θεού.
5. Επισκέφθηκαν κάποτε Γέροντες τον αββά
Αντώνιο, μαζί τους ήταν και ο αββάς Ιωσήφ.
Θέλοντας ο Γέροντας να τους δοκιμάσει, τους
είπε ένα ρητό από την αγία Γραφή και άρχισε από τους νεώτερους να τους ρωτάει
ποιο είναι το νόημά του.
Ο καθένας έλεγε όπως το καταλάβαινε, και ο
Γέροντας του απαντούσε:
«Δεν το βρήκες».
Τελευταίο απ΄όλους ρώτησε τον αββά Ιωσήφ:
«Εσύ τι νομίζεις ότι σημαίνει ο λόγος αυτός;»
«Δεν γνωρίζω» απάντησε εκείνος.
Λέει τότε ο αββάς Αντώνιος:
«Οπωσδήποτε ο αββάς Ιωσήφ βρήκε τον δρόμο,
γιατί είπε: δεν γνωρίζω».
7. Έκαναν έφοδο κάποτε οι δαίμονες στον αββά
Αρσένιο μέσα στο κελί του και τον ταλαιπωρούσαν.
Έφθασαν κάποια στιγμή οι διακονητές του και
καθώς ήσαν έξω από το κελί, τον άκουσαν να κραυγάζει προς τον Θεό και να λέει:
«Θεέ μου, μη με εγκαταλείψεις. Δεν έκανα
τίποτε το καλό ενώπιόν σου αλλά βοήθησέ με κατά την αγαθότητά σου να βάλω
αρχή».
23. Ρωτήθηκε ο αββάς Αμμωνάς τι είναι «η
στενή και τεθλιμμένη οδός». Και αποκρίθηκε:
«Η στενή και τεθλιμμένη οδός είναι να
πολεμάει ο άνθρωπος τους λογισμούς του και να κόβει τα δικά του θελήματα από
αγάπη για τον Θεό. Και αυτό σημαίνει το ρητό: Εγκαταλείψαμε εμείς τα πάντα και
σε ακολουθήσαμε».
28. Έλεγε ο μακαριστός Γρηγόριος ο Θεολόγος:
«Πώς θα κατέβουμε προς την σωτήρια
ταπεινοφροσύνη, χωρίς να εγκαταλείψουμε τον ολέθριο όγκο της υπερηφανείας; Εάν
παντοτνά επιδιώκουμε την ταπεινοφροσύνη και δεν αδιαφορούμε σε καμιά περίπτωση,
με την ιδέα ότι τάχα δεν βλαπτόμαστε από αυτό. Διότι η ψυχή εξομοιώνεται προς
το αντικείμενο με το οποίο ασχολείται και διαπλάθεται σύμφωνα μ΄αυτά που
πράττει και παίρνει το ανάλογο σχήμα μ΄αυτά.
Για σένα λοιπόν και η εμφάνιση και το ένδυμα,
το βάδισμα όσο και το κάθισμα, η τροφή και η όλη εικόνα της ζωής σου, ακόμη και
το στρώσιμο του κρεβατιού και το σπίτι και τα αντικείμενα που υπάρχουν μέσα
σ΄αυτό, όλα ας είναι προσαρμοσμένα για λιτή ζωη. Αλλά και η ψαλμωδία και το
άσμα και η καλή συμπεριφορά προς τον πλησίον, και αυτά ας κλίνουν προς τη λιτότητα
περισσότερο παρά στην υπερβολή.
Μην κομπάζεις, σε παρακαλώ, με λόγους
επιδεικτικούς, ούτε με άσματα υπερβολικά καλλίφωνα, ούτε με συζητήσεις
υπερήφανες και δυσνόητες, αλλά σε όλα να αφαιρείς από το μέγεθος.
Καλοσυνάτος μεταξύ των φίλων, ήπιος στον υπηρέτη,
ανεξίκακος στους θρασείς, φιλάνθρωπος στους ανήμπορους, η παρηγοριά σ΄όσους
υποφέρουν, παρών σ΄όσους θλίβονται, μ΄ένα λόγο μη παραβλέποντας κανέναν, γλυκύς
όταν απευθύνεσαι σε κάποιον, ανοιχτόκαρδος στην εξυπηρέτηση, πρόθυμος και
καταδεκτικός προς όλους.
30. Έλεγε ο αββάς Επιφάνιος:
«Η Χαναναία κραυγάζει και εισακούεται, η
αιμορροούσα σωπαίνει και καλοτυχίζεται, ο Φαρισαίος μιλάει δυνατά και
καταδικάζεται, ο Τελώνης ούτε ανοίγει το στόμα και δικαιώνεται».
31. Είπε ο αββάς Ευάγριος: Αρχή σωτηρίας είναι
το να καταδικάζεις τον εαυτό σου.
40. Είπε επίσης ότι αυτός που έχει ταπείνωση
δεν έχει γλώσσα να πει σε κάποιον ότι είναι αμελής ή να αντιμιλήσει σ΄εκείνον ο
οποίος τον ταλαιπωρεί, ούτε έχει μάτια να δει ή να αντιληφθεί άλλου ανθρώπου
ελαττώματα, ούτε αυτιά ν΄ακούσει πράγματα που δεν ωφελούν την ψυχή του. Στόμα
δεν έχει να φανερώσει ελαττώματα κάποιου ή να θλίψει κάποιον με τα λόγια του
ούτε έχει ενδιαφέροντα με κάποιον εκτός των δικών του αμαρτημάτων. Αντίθετα,
είναι ειρηνικός προς όλους τους ανθρώπους, γιατί αυτό είναι εντολή του Κυρίου
και όχι γιατί χαρίζεται κάποια άλλη αδυναμία.
Γιατί κι αν νηστεύει κανείς όλη την εβδομάδα
και κάνει πολλούς κόπους έξω από την πορεία αυτή, πάνε χαμένοι όλοι
οι
κόποι του.
41. Είπε ο αββάς Ησαίας:
«Η συνειδητή παράδοση του εαυτού μας στον
Θεό, και η υπακοή στις εντολές του με ταπείνωση, φέρνουν την αγάπη και η αγάπη
φέρνει την απάθεια».
43. Ρώτησαν τον αββά Ησαία τι είναι
ταπείνωση, κι εκείνος είπε:
«Ταπείνωση είναι να θεωρούμε τον εαυτό μας
πιο αμαρτωλό απ΄όλους τους ανθρώπους και να εξουθενώνουμε τον εαυτό μας ότι
τίποτε καλό δεν κάναμε ενώπιον του Θεού.
Και η εργασία της ταπείνωσης είναι η εξής: Να
σιωπούμε, να μη ψηφίζουμε τον εαυτό μας σε καμιά περίπτωση, να μην είμαστε
φιλόνικοι, να είμαστε έτοιμοι για υποταγή, με το βλέμμα χαμηλωμένο, τον θάνατο
να έχουμε πρό οφθαλμών, να μην χρησιμοποιούμε το ψέμα και τον αργό λόγο. Να μην
αντιμιλούμε στον μεγαλύτερο, να μη θέλουμε να περάσει ο λόγος μας, να
υπομένουμε τις περιφρονήσεις, να μισήσουμε την ανάπαυση, να βιάζουμε τον εαυτό
μας σε κάθε περίπτωση, να είμαστε νηφάλιοι, να κόψουμε το θέλημά μας, να μην
προκαλούμε κανέναν και να μη φθονούμε κανένα».
46. «Ας μη μιλάει η γλώσσα σου -είπε άλλη
φορά- αλλά η πράξη. Ο λόγος σου να΄ναι ταπεινός περισσότερο απ΄ό,τι η πράξη.
Μην μιλήσεις ερήμην της συνειδήσεώς σου και
μη διδάξεις χωρίς ταπείνωση, για να δεχθεί η γη τον σπόρο σου».
49. Βρέθηκε κάποτε ο αββάς Θεόδωρος με
αδελφούς και την ώρα που έτρωγαν, ευλαβικά έπαιρναν τα ποτήρια, αμίλητοι, αλλά
δεν έλεγαν το «συγχώρησον». Είπε τότε ο αββάς Θεόδωρος: «Έχασαν οι μοναχοί την
ευγένειά τους, να λένε: συγχώρησον».
50. Ο ίδιος είπε:
«Καμιά αρετή δεν μπορεί να συγκριθεί με το να
μην εξουθενώνουμε τους άλλους».
59. Έλεγε ο αββάς Ιωάννης:
«Η πόρτα του ουρανού είναι η ταπείνωση.
Και οι Πατέρες μας, περνώντας με χαρά μέσα
από πολλές καταφρονήσεις, μπήκαν στην πόλη του Θεού».
60. Είπε επίσης: «Η ταπεινοφροσύνη και ο
φόβος του Θεού είναι πάνω απ΄όλες τις αρετές».
61. Ρώτησε κάποια φορά:
- «Ποιος πούλησε τον Ιωσήφ;»
- «Οι αδελφοί του» αποκρίθηκε ένας αδελφός.
- «Όχι» του λέει ο Γέροντας, «η ταπείνωσή του
τον πούλησε, γιατί μπορούσε να πεί «είμαι αδελφός τους» και να αντιδράσει, αλλά
σώπασε και χάρη στην ταπείνωση πούλησε τον εαυτό του. Και η ταπείνωσή του τον
κατέστησε άρχοντα στην Αίγυπτο».
62. Είπε ο αββάς Ιωάννης:
«Αφήσαμε το ελαφρύ φορτίο, δηλαδή το να
μεμφόμαστε τον εαυτό μας και κουβαλάμε το βαρύ, δηλαδή το να δικαιώνουμε τον
εαυτό μας».
63. Ο ίδιος καθόταν στη σύναξη και στέναξε μη
γνωρίζοντας ότι κάποιος είναι πίσω του.
Όταν το κατάλαβε, έβαλε μετάνοια λέγοντας:
«Συγχώρεσέ με, αββά, είμαι ακόμη ακατήχητος».
76. Ρώτησε αδελφός τον αββά Κρόνιο:
- «Με ποιόν τρόπο φθάνει ο άνθρωπος στην
ταπεινοφροσύνη;»
- «Με τον φόβο του Θεού» απαντά ο Γέροντας.
- «Και τι κάνοντας -ρωτάει πάλι ο αδελφός-
φθάνει στον φόβο του Θεού;»
- «Όπως τα βλέπω εγώ -λέει ο Γέροντας- με το
να περιμαζεύει τον εαυτό του από κάθε τι και να τον δίνει σε κόπο σωματικό με
όση δύναμη έχει, και να θυμάται την έξοδό του από τον κόσμο αυτό και την κρίση
του Θεού».
81. Ρώτησαν τον αββά Λογγίνο:
- «Ποια απ΄όλες τις αρετές είναι μεγαλύτερη,
πάτερ;»
Και ο Γέροντας είπε:
- «Σκέφτομαι ότι όπως η υπερηφάνεια είναι η
χειρότερη απ΄όλες τις αμαρτίες, αφού κι από τον ουρανό έριξε κάποιους,
αντίστοιχα και η ταπεινοφροσύνη έχει τη δύναμη και απ΄αυτά τα απύθμενα βάθη να
ανεβάσει πάνω τον άνθρωπο, έστω κι αν έχει αμαρτήσει όσο και ο διάβολος.
Γι΄αυτό και ο Κύριος μακαρίζει αυτούς που έχουν ταπεινό φρόνημα».
84. Πήγαινε κάποτε ο αββάς Μακάριος από το
Έλος στο κελί του κρατώντας βλαστούς.
Και ξαφνικά τον συναντάει ο διάβολος πάνω
στον δρόμο μ΄ένα δρεπάνι στο χέρι.
Έκανε να τον χτυπήσει αλλά δεν το κατόρθωσε
και του λέει:
- «Πολλή αντίσταση υπάρχει σε σένα, Μακάριε,
γιατί η δύναμή μου δεν ενεργεί επάνω σου.
Ό,τι κάνεις, κάνω κι εγώ, εσύ νηστεύεις,
νηστεύω κι εγώ, εσύ αγρυπνείς, εγώ δεν κοιμάμαι καθόλου.
Ένα πράγμα μόνο είναι στο οποίο με νικάς».
- «Και ποιο είναι αυτό;» τον ρωτάει ο αββάς
Μακάριος.
- «Η ταπείνωσή σου -απαντά- και γι΄αυτό δεν
μπορώ να σε νικήσω».
93. Είπε ο αββάς Μωυσής:
- «Εάν ο άνθρωπος δεν κρατά μέσα στην καρδιά
του ότι είναι αμαρτωλός, ο Θεός δεν τον εισακούει».
- «Και τι σημαίνει -ρωτάει ο αδελφός- να
κρατάς στην καρδιά σου ότι είσαι αμαρτωλός;»
Και απαντά ο Γέροντας:
- «Εκείνος που σηκώνει συνειδητά τις αμαρτίες
του, δεν βλέπει τις αμαρτίες του πλησίον».
94. Αδελφός ρώτησε τον αββά Μωυσή:
- «Σε κάθε κόπο που κάνει ο άνθρωπος, τι
είναι αυτό που θα τον βοηθήσει;»
- «Ο Θεός, -του απαντά ο Γέροντας- είναι
αυτός πού βοηθάει, διότι είναι γραμμένο στη Γραφή:
Ο Θεός είναι καταφυγή και δύναμή μας και
βοηθός πανίσχυρος στις θλίψεις πού μας βρίσκουν».
- «Και οι νηστείες -ξαναρωτά ο αδελφός- και
οι αγρυπνίες που κάνει ο άνθρωπος, τι σκοπό έχουν;»
- «Αυτές -του λέει ο Γέροντας- ταπεινώνουν
την ψυχή. Και η Γραφή λέει:
Δές την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου και
συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες μου.
Και εάν η ψυχή θα φέρει τους καρπούς αυτούς,
θα την σπλαχνιστεί ο Θεός χάρη σ΄αυτά».
96. Είπε ο αββάς Ματώης:
«Όσο περισσότερο προσεγγίζει ο άνθρωπος τον
Θεό, τόσο πιο πολύ αμαρτωλό χαρακτηρίζει τον εαυτό του.
Ο προφήτης Ησαϊας όταν είδε τον Θεό
αποκαλούσε τον εαυτό του ταλαίπωρο και βρωμερό».
97. Έλεγε επίσης:
«Όταν ήμουν νέος, είχα τον λογισμό ότι ίσως
κάποια καλή εργασία κάνω.
Τώρα όμως που γέρασα, βλέπω ότι καμιά καλή
εργασία δεν έχω κάνει».
98. Αδελφός επισκέφθηκε τον αββά Ματώη και
του λέει:
- «Πώς οι Σκητιώτες έκαναν περισσότερα
απ΄αυτά πού λέει η Γραφή αγαπώντας τους εχθρούς τους παραπάνω από τον εαυτό
τους;»
Και ο αββάς Ματώης του είπε:
- «Εγώ μέχρι τώρα ακόμη δεν έχω καταφέρει να
αγαπώ σαν τον εαυτό μου εκείνον που με αγαπά».
102. Αδελφός ρώτησε τον αββά Ματώη:
- «Τι να κάνω πού με στενοχωρεί η γλώσσα μου,
γιατί σαν βρεθώ ανάμεσα σε ανθρώπους, δεν μπορώ να την συγκρατήσω και τους
κατακρίνω για κάθε καλή πράξη αλλά και τους ελέγχω. Τι να κάνω λοιπόν;»
Και ο Γέροντας αποκρίθηκε:
- «Εάν δεν μπορείς να κυριαρχήσεις στη γλώσσα
σου, πάνε να ζήσεις μόνος, γιατί αυτό είναι αδυναμία σου.
Αυτός που μένει μαζί με αδελφούς, δεν πρέπει
να είναι τετράγωνος, αλλά στρογγυλός για να κυλάει προς όλους».
Και πρόσθεσε ο Γέροντας:
- «Το ότι ζω μόνος δεν είναι από αρετή αλλά
από αδυναμία. Δυνατοί είναι αυτοί που βάζουν τον εαυτό τους ανάμεσα σε
ανθρώπους».
107. Είπε ο αββάς Ξάνθιος:
«Το σκυλί είναι σε καλύτερη μοίρα από μένα,
διότι και αγάπη έχει και δεν θα κριθεί».
112. Είπε ο αββάς Ποιμήν:
«Έχουμε πολλούς πειρασμούς, γιατί δεν
αποδεχόμαστε την τάξη στην οποία είμαστε, καθώς και το όνομά μας, όπως μας λέει
η Γραφή. Δεν βλέπουμε τη γυναίκα τη Χαναναία που αποδέχθηκε τον χαρακτηρισμό
που της έκανε ο Κύριος και γι΄αυτό την ανέπαυσε;
Επίσης την Αβιγαία που είπε στον Δαβίδ: Εγώ
έφταιξα, κι εκείνος την άκουσε και την αγάπησε;
Η Αβιγαία εκπροσωπεί την ψυχή και ο Δαβίδ την
Θεότητα.
Εάν λοιπόν η ψυχή μεμφθεί τον εαυτό της ενώπιον
του Κυρίου, ο Κύριος την αγαπά».
113. Είπε ο αββάς Ποιμήν:
«Μην έχεις περί πολλού τον εαυτό σου, αλλά να
προσκολληθείς σε άνθρωπο που η ζωή του είναι σωστή».
114. Αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
- «Το υψηλό φρόνημα τι είναι;»
Και ο Γέροντας του είπε:
- «Το να υπεραμύνεσαι το δίκιο σου».
121. Αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα:
- «Εάν πέσω σε ελεεινό παράπτωμα, με
κατατρώει ο λογισμός μου κατηγορώντας με «πώς έγινε και έπεσες;»
Και ο Γέροντας του λέει:
- «Όποια ώρα πέσει ο άνθρωπος σε κάποιο σφάλμα
και πεί «ήμαρτον», αμέσως παύει ο λογισμός».
125. Είπε ο αββάς Ποιμήν:
«Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από την
ταπεινοφροσύνη και τον φόβο του Θεού όλη την ώρα, όπως συμβαίνει με την αναπνοή
από τη μύτη του».
127. Είπε επίσης:
«Το να είναι παραδομένος κανείς στον Θεό με
απόλυτη εμπιστοσύνη, το να μην έχει περί πολλού τον εαυτό του και το να
παραιτείται από το θέλημά του, αυτά είναι εργαλεία της ψυχής».
129. Είπε ο αββάς Ποιμήν ότι ο μακάριος αββάς
Αντώνιος έλεγε:
«Η μεγάλη δύναμη του ανθρώπου είναι το να
αναλαμβάνει την ευθύνη των σφαλμάτων του ενώπιον του Κυρίου και να αναμένει
πειρασμό μέχρι τελευταίας του αναπνοής».
133. Είπε πάλι:
«Να μην κάνεις το θέλημά σου. Ανάγκη είναι να
ταπεινώνεις τον εαυτό σου για χάρη του αδελφού σου».
135. Είπε επίσης:
«Αυτό που γνωρίζει ένας άνθρωπος και πού δεν
το τήρησε πώς μπορεί να το διδάξει στον άλλον;»
163. Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Σισόη:
- «Ποια είναι η οδός που οδηγεί στην
ταπείνωση;»
Και του απαντά ο Γέροντας:
- «Η οδός που οδηγεί στην ταπεινοφροσύνη
είναι:
η εγκράτεια, η προσευχή στον Θεό και ο αγώνας
να έχει κανείς τον εαυτό του κατώτερο από οποιονδήποτε άνθρωπο».
165. Είπε ο αββάς Σαρματάς:
«Προτιμώ άνθρωπο πού αμάρτησε, εάν κατάλαβε
ότι αμάρτησε και μετανοεί, παρά άνθρωπο πού δεν αμάρτησε και έχει τον εαυτό του
για ενάρετο».
172. Είπε κάποιος Γέροντας:
«Μη λές μόνο λόγια ταπείνωσης, αλλά να έχεις
φρόνημα ταπεινό, γιατί χωρίς ταπεινοφροσύνη είανι αδύνατον να υψωθείς στην κατά
Θεόν εργασία».
177. Ρώτησαν κάποιον Γέροντα πώς αποκτά η
ψυχή ταπείνωση.
Και απάντησε:
«Όταν νοιάζεται μόνον για τα δικά της
σφάλματα».
179. Είπε Γέροντας:
«Η ταπείνωση δεν οργίζεται, ούτε κάνει
κάποιον να οργιστεί».
182. Είπε Γέροντας:
«Αυτόν που τον τιμούν ή τον επαινούν
περισσότερο απ΄ότι αξίζει, πολύ ζημιώνεται, ενώ εκείνος που δεν τιμάται καθόλου
από τους ανθρώπους, θα δοξασθεί από τον Θεό».
187. Είπε Γέροντας:
«Σε κάθε πειρασμό μην κατηγορείς τους
ανθρώπους αλλά μόνο τον εαυτό σου λέγοντας: εξαιτίας των αμαρτιών μου μου
συμβαίνουν αυτά».
193. Είπε Γέροντας:
«Μην πιστέψεις μέσα σου πώς επαγρυπνείς για
την σωτηρία σου πιο πολύ απ΄τον αδελφό σου και πώς είσαι πιο ασκητικός
απ΄αυτόν, αλλά μ΄ένα πνεύμα πτωχείας εν Χριστώ και με αγάπη ανυπόκριτη, να
είσαι υποταγμένος στη χάρη του Χριστού για να μην σε βρει πνεύμα υπερηφάνειας
και χάσεις τον κόπο σου. Γιατί έχει γραφεί: Αυτός που νομίζει ότι στέκεται καλά
στα πόδια του, ας προσέξει μην πέσει. Να είναι αρτυμένη η ζωή σου με αλάτι μέσα
στο πνεύμα του Κυρίου».
194. Είπε Γέροντας:
«Ουδέποτε ξέφυγα απ΄τα μέτρα μου για ν΄ανεβώ
ψηλότερα, ούτε πάλι ταράχθηκα, γιατί αναγκάστηκα να ταπεινωθώ.
Η όλη φροντίδα μου είναι να παρακαλώ τον Θεό,
ώσπου να με απαλλάξει απ΄τον παλαιό άνθρωπο».
197. Σε κάποιον απ΄τους αδελφούς
παρουσιάστηκε ο διάβολος μετασχηματισμένος σε άγγελο φωτός και του ΄πε:
«Εγώ είμαι ο Γαβριήλ και στάλθηκα σε σένα».
Κι εκείνος απάντησε:
«Πρόσεξε μήπως στάλθηκες για κάποιον άλλον,
γιατί εγώ δεν είμαι άξιος».
Κι εκείνος αμέσως έγινε άφαντος.
198. Έλεγαν οι Γέροντες ότι κι αν ακόμη σου
παρουσιαστεί πραγματικός άγγελος, μην το πιστέψεις, αλλά ταπεινώσου λέγοντας:
«Δεν είμαι άξιος να δω άγγελο, μια που ζω
μέσα στην αμαρτία».
199. Έλεγαν για κάποιο Γέροντα ότι εκεί που
καθόταν στο κελί του κι έκανε τον αγώνα του, έβλεπε φανερά μπροστά του τους
δαίμονες και τους εξευτέλιζε. Βλέποντας ο διάβολος τον εαυτό του να νικιέται
απ΄τον Γέροντα, πήγε και παρουσιάστηκε λέγοντας:
«Εγώ είμαι ο Χριστός».
Μόλις τον είδε ο Γέροντας έκλεισε τα μάτια
του. Του λέει τότε ο διάβολος:
«Γιατί κλείνεις τα μάτια σου; Εγώ είμαι, ο
Χριστός».
Του αποκρίθηκε ο Γέροντας:
«Εγώ δεν θέλω να δω εδώ τον Χριστό».
Και μόλις τ΄άκουσε ο διάβολος έγινε άφαντος.
200. Σ΄άλλο Γέροντα έλεγαν οι δαίμονες:
«Θέλεις να δείς τον Χριστό;»
Κι εκείνος τους είπε:
«Να χαθείτε και σεις και αυτά που λέτε. Εγώ πιστεύω
στον Χριστό μου πού είπε:
Εάν σας πει κάποιος, να, εδώ ο Χριστός, να,
εκεί ο Χριστός, να μην πιστέψετε». Κι αμέσως εξαφανίστηκαν.
208. Κάποιος αδελφός ρώτησε ένα Γέροντα:
- «Ποια είναι η προκοπή του ανθρώπου που τη
θέλει κι ο Θεός;»
Κι απάντησε ο Γέροντας:
- «Η προκοπή του ανθρώπου είναι η ταπείνωση,
γιατί όσο κάποιος κατεβαίνει προς την ταπείνωση, τόσο ανεβαίνει σε προκοπή».
210. Είπε Γέροντας:
«Εάν πεις σε κάποιον, συγχώρησέ με,
ταπεινώνοντας τον εαυτό σου, καίς τους δαίμονες».
213. Ρωτήθηκε κάποιος Γέροντας τι είναι
ταπείνωση.
Κι απάντησε:
«Η ταπείνωση είναι μεγάλο και Θεϊκό έργο, ο
δρόμος που οδηγεί στην ταπείνωση είναι οι σωματικοί κόποι και το να θεωρεί
κανείς τον εαυτό του πιο αμαρτωλό απ΄όλους και κατώτερο όλων».
Και είπε ο Γέροντας:
«Αυτό στην πράξη σημαίνει να μην προσέχει
κανείς ξένες αμαρτίες, αλλά πάντοτε τις δικές του και διαρκώς να παρακαλεί τον
Θεό».
214. Παρακάλεσε κάποιος αδελφός ένα Γέροντα:
«Πές μου -του είπε- κάτι που να το τηρήσω και
να σωθώ μ΄αυτό».
Και του λέει ο Γέροντας:
«Εάν μπορείς να βαστάξεις όταν σε βρίσουν,
αυτό είναι το μεγαλύτερο απ΄όλες τις αρετές».
215. Είπε Γέροντας:
«Σώζεται εκείνος που μπορεί να σηκώσει
εξουθένωση και βρισιές και ζημία».
220. Είπε Γέροντας:
«Μην κατηγορήσεις μέσα σου τον αδελφό σου για
οποιοδήποτε πράγμα».
224. Είπε λοιπόν ο Γέροντας:
«Αυτό είναι που θεραπεύει τον άνθρωπο και
αυτό θέλει ο Θεός, να αναλάβει δηλαδή ο άνθρωπος την ευθύνη των σφαλμάτων του
ενώπιον του Θεού».
236. Κάποιος ρώτησε έναν Γέροντα:
- «Τι να κάνω πού η κενοδοξία μου με θλίβει;»
Και του απαντά ο Γέροντας:
- «Καλά κάνεις, μια και σύ έκανες τον ουρανό
και τη γη».
Και απ΄αυτό κατανύχθηκε ο αδελφός και έβαλε
μετάνοια λέγοντας:
- «Συγχώρεσέ με, γιατί τίποτε τέτοιο δεν
έκανα».
Και του είπε ο Γέροντας:
- «Αν αυτός που τα εδημιούργησε αυτά, ήρθε
μέσα σε ταπεινοφροσύνη, εσύ που είσαι πηλός, γιατί κενοδοξείς;
Ποιο είναι, λοιπόν, το έργο σου,
δυστυχισμένε;»
254. Είπε κάποιος Γέροντας:
«Αν μπροστά σου κατηγορήσει κάποιος αδελφός
έναν άλλο αδελφό, πρόσεξε μην τον ντραπείς και πείς:
«Ναι, έτσι είναι», αλλά ή σιώπα ή πές του:
«Εγώ αδελφέ, είμαι καταδικασμένος και δεν μπορώ να κρίνω άλλον».
Και έτσι σώζεις και τον εαυτό σου και
εκείνον».
Περί υπακοής
Αποσπάσματα
από το μεγάλο Γεροντικό
1. Είπε ο αββάς Αντώνιος:
"Η υπακοή που συνοδεύεται με την
εγκράτεια υποτάσσει θηρία".
9. Έλεγαν για τον αββά Σιλουανό ότι είχε έναν
μαθητή, πού τον έλεγαν Μάρκο. Αυτός είχε μεγάλη υπακοή και ήταν καλλιγράφος. Ο
Γέροντας τον αγαπούσε ιδιαίτερα για την υπακοή του. Είχε και άλλους ένδεκα
μαθητές, οι οποίοι στενοχωρούνταν, γιατί αυτόν τον αγαπούσε παραπάνω απ΄αυτούς.
Το έμαθαν οι Γέροντες και λυπήθηκαν. Πήγαν
λοιπόν κάποια μέρα και άρχισαν να τον ελέγχουν. Τους πήρε μαζί του, βγήκαν έξω
και κτύπησε ένα ένα τα κελιά λέγοντας:
- "Αδελφέ τάδε, έλα, γιατί σε
χρειάζομαι".
Αλλά κανείς απ΄αυτούς δεν τον ακολούθησε
αμέσως. Πήγε και στο κελί του Μάρκου και κτύπησε λέγοντας:
- "Μάρκε".
Εκείνος μόλις άκουσε τη φωνή του Γέροντα,
αμέσως πήδησε έξω, και τον έστειλε σε διακονία. Λέει τότε στους Γέροντες:
- "Πού είναι οι άλλοι αδελφοί,
Πατέρες;"
Μπήκε κατόπιν στο κελί του αδελφού να δει την
καλλιγραφία πού έκανε, και παρατήρησε ότι είχε ξεκινήσει να κάνει το όμικρον
αλλά μόλις άκουσε τον Γέροντα, δεν έστριψε την πέννα να το ολοκληρώσει. Του είπαν
τότε οι Γέροντες:
- "Πράγματι, αυτόν που εσύ αγαπάς, αββά,
αυτόν και εμείς αγαπούμε, γιατί και ο Θεός τον αγαπά".
13. Είπε ο αββάς Μιώς ότι η αληθινή υπακοή
έχει αντάλλαγμα την υπακοή.
Όταν κανείς υπακούει στον Θεό, τον ακούει και
ο Θεός.
14. Ο αββάς Μωυσής είπε σ΄έναν αδελφό:
"Ας αποκτήσουμε την υπακοή, η οποία
γεννάει την ταπείνωση, την υπομονή, τη μακροθυμία, την κατάνυξη, την αγάπη προς
τους αδελφούς και προς όλους τους ανθρώπους, και αυτά είναι τα πολεμικά μας
όπλα".
15. Είπε επίσης:
"Εμπρός, αδελφέ, για την αληθινή υπακοή.
Σ΄αυτήν υπάρχει ταπείνωση,
σ΄αυτήν υπάρχει δύναμη,
σ΄αυτήν υπάρχει χαρά,
σ΄αυτήν υπάρχει υπομονή,
σ΄αυτήν υπάρχει μακροθυμία,
σ΄αυτήν υπάρχει η φιλαδελφία,
σ΄αυτήν υπάρχει κατάνυξη,
σ΄αυτήν υπάρχει αγάπη.
Γιατί αυτός που έχει καλή υπακοή, ήδη έχει
εφαρμόσει όλες τις εντολές του Θεού".
16. Είπε πάλι:
"Μοναχός νηστευτής πού είναι υποτακτικός
σε πνευματικό πατέρα, αλλά δεν έχει υπακοή και ταπείνωση, αυτός ο μοναχός δεν
θα αποκτήσει καμιά αρετή, αλλ΄ούτε και ξέρει τι θα πεί μοναχός".
24. Είπε η αμμάς Συγκλητική:
"Εφόσον είμαστε σε κοινόβιο, το
προβάδισμα το δίνουμε στην υπακοή μάλλον και όχι στην άσκηση. Γιατί αυτή
κατευθύνει στην υπερηφάνεια, ενώ η υπακοή στην ταπεινοφροσύνη".
25. Είπε επίσης:
"Πρέπει με διάκριση να διευθετούμε τα
πράγματα της ψυχής. Έτσι, μένοντας σε κοινόβιο μην επιδιώκουμε ό,τι αρέσει σε
μας, ούτε να υπηρετούμε τη δική μας γνώμη, αλλά να πειθαρχούμε στον πνευματικό
μας πατέρα πού του εμπιστευθήκαμε. Παραδώσαμε τον εαυτό μας σε εξορία, δηλαδή
αποξενωθήκαμε από τις κοσμικές φροντίδες. Απ΄ό,τι αποξενωθήκαμε, μην αναζητούμε
τα ίδια. Εκεί είχαμε δόξα, εδώ ατιμία, εκεί αφθονία τροφών, εδώ και του ψωμιού
ακόμη τη στέρηση".
26. Είπε ο αββάς Υπερέχιος:
"Θησαυρός μεγάλης αξίας είναι η υπακοή
του μοναχού. Αυτός που την έχει θα εισακουσθεί από τον Θεό και θαρρετά θα
σταθεί δίπλα στον Εσταυρωμένο. Γιατί ο Εσταυρωμένος Κύριος υπήκουσε μέχρι
θανάτου".
30. Έλεγαν οι Γέροντες ότι εάν κάποιος έχει
εμπιστοσύνη σ΄έναν πνευματικό πατέρα και παραδίνει τον εαυτόν του σ΄αυτόν διά
της υπακοής, δεν έχει ανάγκη να ΄ναι στραμμένη η προσοχή του στις εντολές του
Θεού, αλλά στον πατέρα του να καταθέτει τα θελήματά του και δεν θα τον
κατηγορήσει ο Θεός. Γιατί τίποτε δεν ζητάει ο Θεός τόσο από τους αρχαρίους, όσο
τον μεγάλο κόπο της υπακοής.
35. Είπε Γέροντας:
"Αδελφοί, από τα πρώτα που είπε ο
Σωτήρας στους μαθητές του ήταν ότι θα έχετε θλίψη και στενοχώρια. Και εκείνος
που αποφεύγει την αρχή, χάνει τη γνώση του Θεού. Όπως ακριβώς στα παιδιά
προσφέρονται τα γράμματα και είναι η αρχή της μόρφωσης, ώστε να αποκτήσουν και
την γνώση, έτσι και ο μοναχός μένοντας υπάκουος μέσα σε κόπους και σε θλίψεις,
γίνεται συγκληρονόμος Χριστού και υιός του Θεού.
36. Είπε Γέροντας:
"Αυτά ζητάει ο Θεός από τους
χριστιανούς: Να υπακούει ο χριστιανός στις άγιες Γραφές, αυτά που λέγονται να
τα εφαρμόζει και να πειθαρχεί στους ορθόδοξους ποιμένες και Πατέρες".
38. Κάποιος αδελφός πού ήταν υποταγμένος,
έτσι όπως ο Θεός θέλει, σε πνευματικό και άγιο Γέροντα, του είπε μια μέρα:
"Πάτερ, επειδή η αγία Γραφή λέει ότι
περνώντας μέσα από πολλές θλίψεις θα εισέλθουμε στη Βασιλεία των Ουρανών, και
βλέπω ότι εγώ δεν έχω καμιά θλίψη, τι πρέπει να κάνω, μην τυχόν χάσω την ψυχή
μου;"
Ο Γέροντας τα άκουσε και του λέει:
"Να μην στενοχωριέσαι καθόλου, εσύ δεν
έχεις ευθύνη. Καθένας, πού βάζει τον εαυτό του σε υπακοή στους Πατέρες, αυτή
την αμεριμνία και την ανάπαυση εξασφαλίζει".
Κλίμαξ Αγίου
Ιωάννου Σιναΐτου
ΛΟΓΟΣ
ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
Περί
ταπεινοφροσύνης
(Διά την
υψίστην ταπεινοφροσύνην, η οποία αποκτάται με μυστικόν τρόπον και εξολοθρεύει
τα πάθη)
1. Εκείνος που θέλει να διηγήται με λόγια
αισθητά την αίσθησι και την ενέργεια της αγάπης του Κυρίου στην κυριολεξία της,
και της αγίας ταπεινοφροσύνης καθώς πρέπει, και της μακαρίας αγνότητος αληθινά,
και της θείας ελλάμψεως παραστατικά, και του φόβου του Θεού πραγματικά, και της
εσωτερικής πληροφορίας αλάνθαστα, και φαντάζεται ότι θα δώση να καταλάβουν αυτά
τα πράγματα με την εξήγησί του όσοι δεν τα έχουν γευθή προσωπικώς, αυτός
ομοιάζει με εκείνον πού θέλει να εξηγήση με λόγια και παραδείγματα, πόσο γλυκό
είναι το μέλι σε εκείνους πού ποτέ δεν το εγεύθηκαν. Και ο μέν δεύτερος άδικα
φιλολογεί, για να μην ειπώ βαττολογεί, ο δε πρώτος ή αγνοεί αυτά που διηγείται
ή εμπαίζεται υπερβολικά από την κενοδοξία.
2. Ο παρών λόγος παρουσίασε ενώπιόν μας προς
εξέτασι έναν θησαυρό, ο οποίος ευρίσκεται ασφαλισμένος μέσα σε οστράκινα σκεύη
ή καλύτερα σε ανθρώπινα σώματα. Ένα θησαυρό πού η ποιότης του δεν μπορεί
καθόλου να κατανοηθή με λόγια. Έχει δε ο θησαυρός αυτός απ΄ έξω μόνο μία επιγραφή,
η οποία είναι ακατανόητη και παρέχει πολλήν και ατέλειωτη ερευνητική προσπάθεια
σε όσους ζητούν να την εξηγήσουν με λόγια. Και η επιγραφή αυτή έχει ως εξής: «Η
ΑΓΙΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ».
3. Όσοι οδηγούνται από το πνεύμα του Θεού, ας
εισέλθουν μαζί μας στο νοερό και πάνσοφο τούτο συνέδριο και ας κρατούν νοερώς
στα χέρια τους θεόγραπτες πλάκες γνώσεως.
Άρχισε λοιπόν το συνέδριο. Συγκεντρωθήκαμε
και συζητήσαμε και ερευνήσαμε εξεταστικά την σημασία της σπουδαίας αυτής
επιγραφής. Ένας έλεγε ότι ταπεινοφροσύνη είναι το να λησμονής αμέσως τα
κατορθώματά σου. Άλλος, το να θεωρής τον εαυτό σου πιο τελευταίο και πιο
αμαρτωλό από όλους. Άλλος, το να γνωρίσης καλά με τον νου σου την ιδική σου
αδυναμία και ασθένεια. Άλλος, το να προλαμβάνης σε φιλονεικίες να διαλύης
πρώτος την οργή. Άλλος, το να γνωρίζης καλά την χάρι και την ευσπλαγχνία του
Θεού. Και ένας άλλος πάλι, το να αισθάνεσαι ψυχική συντριβή και να απαρνήσαι το
ιδικό σου θέλημα.
Και εγώ αφού τα άκουσα όλα αυτά, και αφού τα
εξέτασα μόνος μου με πολλή περίσκεψι και προσοχή, δεν κατώρθωσα με όσα άκουσα
να καταλάβω την έννοια της μακαρίς ταπεινοφροσύνης. Γι΄αυτό ως έσχατος όλων,
αφού εμάζευσα όπως ο σκύλος τα ψίχουλα πού έπεσαν από το τραπέζι των γνωστικών
εκείνων και μακαρίων Πατέρων, κατέληξα στον εξής ορισμό:
Η ταπεινοφροσύνη είναι ανώνυμη χάρις της
ψυχής η οποία μπορεί να ονομασθή μόνο από όσους την εδοκίμασαν εκ πείρας. Είναι
ανέκφραστος πλούτος, ονομασία του Θεού, δωρεά του Θεού, εφ΄ όσον Εκείνος λέγει:
«Μάθετε ούκ απ΄ Αγγέλου, ούκ απ΄ ανθρώπου, ούκ από δέλτου, αλλ΄ απ΄ εμού»,
δηλαδή από την ενοίκησί μου και την έλλαμψί μου και την ενέργειά μου μέσα σας,
«ότι πράος είμι και ταπεινός τη καρδία και τω λογισμώ και τώ φρονήματι, και
ευρήσετε ανάπαυσιν πολέμων και κουφισμόν λογισμών ταίς ψυχαίς υμών» (πρβλ.
Ματθ. ια΄ 29).
4. Διαφορετική είναι η όψις που παρουσιάζει η
οσία αύτη άμπελος όταν ακόμη επικρατή ο χειμώνας των παθών, και διαφορετική
όταν πλέον έλθη η άνοιξις (και η έναρξις) των καρπών, και διαφορετική όταν
φθάση το θέρος των αρετών, παρ΄ όλον ότι όλες αυτές οι όψεις συμβάλλουν σε μία
και την αυτή ευφροσύνη και καρποφορία. Γι΄ αυτό εμφανίζει και τα αντίστοιχα
σημάδια και τις αποδείξεις των κατά καιρούς καρπών της.
5. Όταν αρχίζη να ανθίζη μέσα μας η σταφυλή
της οσίας αυτής αμπέλου, αισθανόμεθα πάραυτα κόπωσι και μίσος προς κάθε
ανθρώπινη δόξα και έπαινο, ενώ συγχρόνως εξορίζομε από μέσα μας τον θυμό και
την οργή. Όσο δε έν τω μεταξύ προχωρεί κατά την πνευματική ηλικία μέσα στην
ψυχή, η βασίλισσα αυτή των αρετών, κάθε καλό που εκτελούμε το θεωρούμε μηδέν ή
μάλλον βδέλυγμα. Κυρίως συλλογιζόμαστε ότι κάθε ημέρα που περνά αυξάνει το
φορτίο των αμαρτιών μας εξ αιτίας κρυφών και ασυναισθήτων αμαρτιών και
αμελειών, πού σκορπίζουν τον πλούτο της ψυχής.
Το δε πλήθος των χαρισμάτων πού μας χορηγεί ο
Θεός το βλέπομε σαν αιτία μεγαλυτέρας τιμωρίας, γιατί δεν μας αξίζει. Έτσι ο
νους ασφαλίζεται από τους κλέπτες κλεισμένος μέσα στο βαλάντιο της
μετριοφροσύνης. Ακούει μόνο τα κτυπήματα και τα παιγνίδια τους, χωρίς να
επηρεάζεται καθόλου από αυτά. Και τούτο, διότι η μετριοφροσύνη είναι ταμείο
απαραβίαστο.
6. Ετολμήσαμε δι΄ ολίγων να φιλοσοφήσωμε για
την άνθησι και την μικρή ανάπτυξι τούτου του αειθαλούς καρπού. Αλλά για το ποιο
είναι το τέλειο βραβείο, ο τέλειος καρπός της ιεράς αυτής αρετής, όσοι είσθε
οικείοι του Κυρίου, ερωτήσατε τον Κύριον. Για την ποσότητα και μεγαλωσύνη της
οσίας αυτής αρετής δεν είναι δυνατόν να ομιλήσω. Για την ποιότητά της πάλι
είναι ακόμη πιο αδύνατο.
Έτσι ας επιχειρήσωμε πάλι να ομιλήσωμε για
τις ιδιότητές της σύμφωνα με την σκέψι πού ήλθε στον νου μας.
7. Η μετάνοια που γίνεται με συνεχή φροντίδα
και το πένθος πού είναι καθαρισμένο από κάθε κηλίδα και η οσιωτάτη των αρχαρίων
ταπείνωσις διαφέρουν και διακρίνονται μεταξύ τους όσο ο άρτος από την ζύμη και
το αλεύρι. Διότι συντρίβεται πρώτα η ψυχή και λεπτύνεται με την πραγματική
μετάνοια.
Έπειτα ενώνεται κατά κάποιον τρόπο και, ας το
ειπώ έτσι, συμφύρεται με τον Θεόν με το ύδωρ του αληθινού πένθους. Εν συνεχεία,
αφού ανάψη με το πύρ του Κυρίου, εμφανίζεται ως στερεός άρτος η μακαρία
ταπείνωσις, η άζυμος και άτυφος, (η οποία δηλαδή είναι απηλλαγμένη από την ζύμη
της κακίας και την υπερηφάνεια).
Και όπως κάθε μία από τις τρεις αυτές αρετές,
τις όμοιες με τρίπλοκη αλυσίδα ή καλύτερα με ουράνιο τόξο, εμφανίζει την ίδια
δύναμι και ενέργεια και αποβλέπει στον ίδιο στόχο, θα πρέπει οπωσδήποτε να
έχουν μεταξύ τους και τις ιδιότητες κοινές. Έτσι όποιο θα ονομάσης σημάδι της
μιάς, θα το εύρης να είναι γνώρισμα και της άλλης.
Αυτό δε πού είπα θα προσπαθήσω με συντομία να
το αποδείξω και να το επικυρώσω.
8. Πρώτη και εξαιρετική ιδιότης της ωραίας
και αξιοθαύμαστης αυτής τριάδος είναι η μετά πολλής χαράς υποδοχή της ατιμίας,
την οποία δέχεται με ανοικτά τα χέρια και την εναγκαλίζεται, με την σκέψι ότι
καταπαύει και κατακαίει ψυχικές ασθένειες και μεγάλες αμαρτίες. Δεύτερο
γνώρισμά της είναι η εξαφάνισις κάθε εκδηλώσεως θυμού, καθώς και η
μετριοφροσύνη γι΄αυτή την επιτυχία. Η τρίτη δε και ανωτέρα βαθμίδα είναι η
αναμφίβολος αμφιβολία για την ισχύ των καλών μας έργων, καθώς και η συνεχής
έφεσις για μάθησι.
9. Όπως «τέλος νόμου και προφητών Χριστός,
είς δικαιοσύνην παντί τώ πιστεύοντι» (Ρωμ. ι΄ 4), έτσι και τέλος των ακαθάρτων
παθών σε καθέναν πού δεν προσέχει είναι η κενοδοξία και η υπερηφάνεια. Με το να
τις φονεύη δε αυτές η νοερά έλαφος της ταπεινοφροσύνης [1], διαφυλάττει εκείνον
ο οποίος συζή μαζί της απρόσβλητον από κάθε θανατηφόρο δηλητήριο. Πού να
εμφανισθή αλήθεια σ΄αυτήν το δηλητήριο της υποκρισίας; Πού το δηλητήριο της
καταλαλιάς; Πού να εμφωλεύση σ΄αυτήν όφις; Και εάν πάλιν εμφωλεύση, δεν
θανατώνεται και δεν εξαφανίζεται, όταν τραβηχθή έξω από την καρδιά και
φανερωθή; Δεν συναντάς σε όποιον συνδέεται με αυτήν μίσος ούτε κάποια μορφή
αντιλογίας ούτε καμμία οσμή απειθαρχίας, εκτός αν τυχόν πρόκειται για θέματα
πίστεως.
10. Όποιος την ενυμφεύθη είναι ήπιος, προσηνής,
ευκατάνυκτος, ευσπλαγχνικός περισσότερο από κάθε άλλον. Είναι ακόμη γαλήνιος,
χαρωπός, ευκολοκυβέρνητος, άλυπος, άγρυπνος, άοκνος, και -γιατί να λέγω πολλά;-
απαθής∙ αφού «έν τη ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο Κύριος και ελυτρώσατο ημάς
έκ των εχθρών ημών» (Ψαλμ. ρλε΄ 23-24) και έκ των παθών και μολυσμών.
11. Ο ταπεινόφρων μοναχός δεν πολυεξετάζει τα
άρρητα μυστήρια, ενώ ο υπερήφανος ερευνά τα ακατάληπτα κρίματα του Θεού.
12. Σε κάποιον από τους πλέον γνωστικούς
αδελφούς παρουσιάσθηκαν οφθαλμοφανώς οι δαίμονες και τον εμακάρισαν. Αυτός δε ο
πάνσοφος τους απήντησε: «Εάν σταματήσετε να με επαινήτε με τους λογισμούς πού
φέρνετε στην ψυχή μου, τότε εξ αιτίας της αναχωρήσεώς σας θα θεωρήσω τον εαυτόν
μου μέγαν. Εάν όμως δεν σταματήσετε να με επαινήτε, τότε από τους ιδικούς σας
επαίνους θα συλλογίζωμαι την ιδική μου ακαθαρσία, εφ΄ όσον είναι «ακάθαρτος
παρά Κυρίω πάς υψηλοκάρδιος» (Παροιμ. ις΄ 5). Ή λοιπόν αναχωρείτε και γίνομαι
αμέσως μέγας ή συνεχίζετε να με επαινήτε και αποκτώ με την συνεργία σας
περισσότερη ταπείνωσι». Οι δαίμονες αμέσως κατεπλάγησαν διότι δεν είχαν τι να
του απαντήσουν και έγιναν άφαντοι.
13. Να μην είναι η ψυχή σου ως προς το
ζωοποιό τούτο νάμα, δηλαδή την ταπείνωσι, λάκκος πού άλλοτε την αναβλύζει και
άλλοτε πάλι στερεύει από τον καύσωνα της φιλοδοξίας και της επάρσεως, αλλά πηγή
απαθείας πού πάντοτε θα αναβλύζη από τα βάθη της ποταμό ολόκληρο
ταπεινοφροσύνης. Γνώριζε, ώ φίλε μου, ότι οι κοιλάδες είναι εκείνες πού
πληθαίνουν μέσα τους το σιτάρι και τον πνευματικό καρπό. Κοιλάδα σημαίνει ψυχή
ταπεινωμένη ανάμεσα σε όρη, (δηλαδή ανάμεσα σε πνευματικές αρετές), η οποία
πάντοτε είναι χωρίς υπερηφάνεια και πάντοτε παραμένει αμετακίνητη.
14. Δεν λέγει ο Ψαλμωδός «ενήστευσα» ούτε
«αγρύπνησα» ούτε «εκοιμήθηκα κατά γής», αλλά «εταπεινώθην, και έσωσέ με
συντόμως ο Κύριος» (πρβλ. Ψαλμ. ριδ΄ 6). Η μέν μετάνοια μας ανεγείρει, το δε
πένθος κρούει την πύλη του ουρανού, η δε οσία ταπείνωσις την ανοίγει. Εγώ δε
ομολογώ και προσκυνώ την τριάδα μέσα στην μονάδα και την μονάδα μέσα στην
τριάδα [2].
15. Όλα όσα βλέπονται τα φωτίζει ο ήλιος, και
όλα όσα γίνονται με λογική τα ενισχύει η ταπείνωσις. Όταν απουσιάζη το φως, όλα
είναι ζοφώδη, και όταν απουσιάζη η ταπείνωσις, όλα τα κατορθώματά μας είναι
άχρηστα.
16. Ένας χώρος σε ολόκληρη την κτίσι είδε μία
μόνο φορά τον ήλιο [3]. Και ένας μόνο λογισμός πολλές φορές προξένησε ταπείνωσι
[4]. Μία και μόνη ημέρα αισθάνθηκε όλος ο κόσμος αγαλλίασι [5]. Και μία μόνο
υπάρχει αρετή, η ταπείνωσις, πού δεν μπορούν να την μιμηθούν οι δαίμονες.
17. Άλλο πράγμα είναι το να υπερηφανεύεται
κανείς, και άλλο το να μην υπερηφανεύεται, και άλλο το να ταπεινώνεται. Ο
πρώτος καθημερινώς κρίνει τους άλλους∙ ο δεύτερος δεν κρίνει τους άλλους, πλήν
όμως δεν κατακρίνει και τον εαυτόν του∙ ο δε τρίτος, αν και απηλλαγμένος από
την καταδίκη, καταδικάζει ο ίδιος συνεχώς τον εαυτόν του.
18. Άλλο πράγμα είναι το να ταπεινοφρονή
κανείς, και άλλο το να αγωνίζεται να ταπεινοφρονή, και άλλο το να επαινή τον
ταπεινόφρονα. Το πρώτο είναι των τελείων, το δεύτερο των αληθινών υποτακτικών,
και το τρίτο όλων των πιστών.
19. Εκείνος πού έχει γίνει ταπεινός βαθειά
και εσωτερικά, δεν κλέπτεται και δεν ζημιώνεται από λόγους χειλέων. Διότι δεν
προφέρει η θύρα του στόματος ό,τι δεν έχει ο θησαυρός της καρδιάς.
20. Ο ίππος πού είναι μόνος του, πολλές φορές
του φαίνεται πώς τα καταφέρνει στο τρέξιμο, όταν όμως ευρίσκεται μαζί με άλλους
ίππους, τότε αντιλαμβάνεται την νωθρότητά του.
21. Εάν ο λογισμός δεν καυχάται πλέον για
φυσικά προτερήματα, αυτό είναι σημάδι ότι αρχίζει να έρχεται η υγεία. Αντιθέτως
όσο οσφραίνεται ακόμη εκείνη την δυσοσμία, δεν αισθάνεται του πνευματικού μύρου
την ευωδία.
22. Ο εραστής μου, είπε η οσία ταπείνωσις,
δεν επιπλήττει, δεν καταδικάζει τους άλλους, δεν επιζητεί πρωτεία, δεν
χρησιμοποιεί σοφιστείες, έως ότου ενωθή μαζί μου, διότι μετά την ένωσί μας δεν
υπόκειται πλέον στον νόμο.
23. Σε κάποιον αγωνιστή πού προσπαθούσε να
κατακτήση την μακαρία ταπείνωσι, οι ανόσιοι δαίμονες έσπερναν επαίνους στην
καρδιά. Εκείνος τότε μηχανάται κατόπιν θείου φωτισμού κάποιο ευσεβές τέχνασμα,
για να νικήση την πονηρία των δαιμόνων. Σηκώνεται λοιπόν αμέσως και γράφει στον
τοίχο του κελλίου του τα ονόματα των πλέον υψηλών αρετών, δηλαδή της τελείας
αγάπης, της αγγελικής ταπεινοφροσύνης, της καθαράς προσευχής, της αφθάρτου
αγνότητος και των παρομοίων. Οσάκις λοιπόν άρχιζαν να τον επαινούν οι λογισμοί,
τους έλεγε: «Ας πάμε να κάνουμε τον έλεγχο». Πλησιάζοντας δε στον τοίχο
εδιάβαζε τα ονόματα των αρετών και απευθυνόμενος στον εαυτόν του εκραύγαζε:
«Όταν τις αποκτήσης αυτές, ας γνωρίζης ότι ακόμη ευρίσκεσται μακρυά από τον
Θεόν».
24. Ποια είναι η δύναμις και η ουσία τούτου
του ηλίου, (δηλαδή της ταπεινοφροσύνης), δεν μπορούμε να την παρουσιάσωμε. Μόνο
από τις ενέργειές της και από τις ιδιότητές της κατορθώνομε να κατανοήσωμε την
βαθύτερη ουσία της.
25. Η ταπεινοφροσύνη είναι θεϊκή σκέπη πού
σκεπάζει τους οφθαλμούς μας, για να μη βλέπωμε τα κατορθώματά μας. Η
ταπεινοφροσύνη είναι άβυσσος ευτελείας, απρόσβλητη από κάθε κλέπτη. Η
ταπεινοφροσύνη είναι «πύργος ισχύος από προσώπου εχθρού» (Ψαλμ. ξ΄ 4). «Ο
εχθρός δεν έχει να ωφεληθή από αυτόν, τον ταπεινό, και ο υιός ή μάλλον ο
λογισμός της ανομίας δεν θα μπορέση να τον κακοποιήση. Αντιθέτως δε αυτός θα
κατακόψη ενώπιόν του όλους του εχθρούς του και όσους τον μισούν θα τους
κατατροπώση» (πρβλ. Ψαλμ. πη΄ 23).
26. Ο μεγάλος τούτος ιδιοκτήτης του ιδικού
του πλούτου, δηλαδή η ταπείνωσις, αντιλαμβάνεται μέσα στην ψυχή και άλλα
εκλεκτά γνωρίσματα, εκτός από όλα εκείνα που προαναφέραμε. Διότι εκείνα πού
προαναφέραμε, εκτός από ένα [6], υποδηλώνουν απλώς στους άλλους τον πνευματικό
πλούτο.
27. Θα γνωρίσης και δεν θα απατηθής ότι
απέκτησες μέσα σου την οσία αυτή ουσία, δηλαδή την ταπείνωσι, από το πλήθος του
αρρήτου φωτός και από τον απερίγραπτο έρωτα της προσευχής. Πρίν κατακτηθούν
αυτά προηγείται μία κατάστασις, κατά την οποία η καρδιά δεν περιφρονεί τους
αμαρτάνοντας ούτε κατακρίνει τα αμαρτήματά τους. Και πρίν από αυτή την
κατάσταση προηγείται άλλη, κατά την οποία η καρδιά μισεί κάθε κενοδοξία.
28. Όποιος επέτυχε την πλήρη γνώσι του εαυτού
του, αυτός έσπειρε σε γη αγαθή. Όποιος δεν έσπειρε κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν
πρόκειται να ιδή να ανθίζη μέσα του η ταπεινοφροσύνη. Όποιος επέτυχε την γνώσι
του εαυτού του, αυτός αισθάνθηκε τον φόβο του Κυρίου, και βαδίζοντας με την
αίσθησι αυτή έφθασε στην πύλη της αγάπης.
29. Η ταπείνωσις είναι η πύλη της ουρανίου
βασιλείας πού εισάγει σ’ αυτήν όσους την πλησιάζουν. Νομίζω ότι γι’ αυτήν είπε
ο Κύριος: «Και εισελεύσεται ο βουλόμενος και εξελεύσεται αφόβως εκ του βίου και
νομήν ευρήσει» (πρβλ. Ιωάν. ι΄ 9) και χλόη μέσα στον παράδεισο. Όλοι όσοι
εισήλθαν στην μοναχική ζωή από άλλη θύρα αυτοί είναι κλέπται και λησταί της
ιδικής τους ζωής (πρβλ. Ιωάν. ι΄ 1).
30. Όσοι επιζητούμε την ταπεινοφροσύνη ας μη
παύωμε να εξετάζωμε και να ανακρίνωμε τους εαυτούς μας. Και όταν αισθανώμεθα με
την καρδιά μας ανώτερον σε όλα τον πλησίον, τότε είναι κοντά μας το έλεος,
(δηλαδή το έκ Θεού δώρο της ταπεινοφροσύνης).
31. Είναι ακατόρθωτο να προέλθη από το χιόνι
φλόγα. Περισσότερο όμως ακατόρθωτο είναι να ευρεθή ταπείνωσεις στους
ετερόδοξους, διότι το κατόρθωμα αυτό ανήκει μόνο στους πιστούς και ορθοδόξους
και μάλιστα σε όσους εξ αυτών έχουν καθαρθή από τα πάθη.
32. Οι περισσότεροι από εμάς ονομάζομε τους
εαυτούς μας αμαρτωλούς∙ ίσως και να το παραδεχώμαστε. Αλλά την ταπεινόφρονα
καρδία την ελέγχει η προσβολή και η εξουδένωσις εκ μέρους των άλλων.
33. Εκείνος που αγωνίζεται να φθάση στο
ακύμαντο λιμάνι της ταπεινοφροσύνης, δεν θα παύση ποτέ να χρησιμοποιή διάφορους
τρόπους και λόγους και σκέψεις και επινοήσεις και έρευνες και αναζητήσεις και
επιτηδεύματα και τεχνάσματα και ευχές και προσευχές, μέχρις ότου απομακρύνη το
σκάφος της ψυχής του από την παντοτεινά τρικυμιώδη θάλασσα της οιήσεως∙ και
τούτο, με την βοήθεια του Θεού και με τρόπους ζωής πιο ταπεινούς και πιο
περιφρονημένους. Διότι όποιος εσώθηκε από αυτήν, την οίησι, εύκολα σαν τον
τελώνη τακτοποιεί τα υπόλοιπα αμαρτήματά του.
34. Μερικοί, παρ΄ όλον ότι εσυγχωρήθηκαν για
τα παλαιά τους αμαρτήματα, έν τούτοις τα ενθυμούνται μέχρι τέλους της ζωής
τους, χρησιμοποιώντας αυτά ως αφορμή ταπεινοφροσύνης και μαστιγώνοντας με αυτά
το μάταιο φρόνημα της οιήσεως. Άλλοι, αναλογιζόμενοι το πάθος του Χριστού,
θεωρούν πάντοτε τον εαυτό τους χρεώστη. Άλλοι εξευτελίζουν τον εαυτό τους με τα
καθημερινά τους σφάλματα. Άλλοι κατέριψαν στο έδαφος την υπερηφάνεια με τους
πειρασμούς και τις ασθένειες και τα πταίσματα που κατά καιρούς τους συνέβησαν.
Και άλλοι τέλος από την έλλειψι χαρισμάτων απέκτησαν την μητέρα των χαρισμάτων.
Είναι και μερικοί άλλοι -δεν γνωρίζω αν
υπάρχουν και σήμερα- οι οποίοι ταπεινώνουν τον εαυτόν τους με τις δωρεές του
Θεού. Όσο περισσότερο αυξάνουν οι δωρεές του Θεού, τόσο περισσότερο ταπεινώνουν
τον εαυτό τους, με την σκέψι ότι είναι ανάξιοι για έναν τέτοιο πλούτο. Και ζουν
με την συναίσθησι ότι καθημερινώς αυξάνει το χρέος των αμαρτιών τους. Τούτο είναι
η ταπείνωσις, τούτο η μακαριότης, τούτο το ανώτερο βραβείο.
35. Όταν ιδής ή ακούσης ότι κάποιος μέσα σε
ολίγα έτη απέκτησε πολύ μεγάλη απάθεια, να ξέρης ότι δεν εβάδισε άλλη, αλλά
τούτη την μακαρία και σύντομη οδό.
36. Αγάπη και ταπείνωσις! Ιερό ζεύγος! Η μία
υψώνει και η άλλη συγκρατεί όσους υψώθηκαν και δεν τους αφήνει ποτέ να πέσουν.
37. Άλλο είναι η συντριβή και άλλο η
επίγνωσις και άλλο η ταπείνωσις. Η συντριβή είναι γέννημα κάποιας πτώσεως,
διότι εκείνος που πίπτει συντρίβεται και ίσταται στην προσευχή χωρίς παρρησία
και με επαινετή αναίδεια, ακουμπώντας σαν τσακισμένος στην ράβδο της ελπίδος
και αποδιώκοντας με αυτή τον κύνα της απογνώσεως.
Επίγνωσις είναι η ορθή γνώσις των μέτρων, στα
οποία ευρισκόμαστε, καθώς και η αδιάκοπη μνήμη των μικρών σφαλμάτων.
Ταπείνωσις είναι η νοερά διδασκαλία του
Χριστού, η οποία φυλάσσεται από όσους την αξιώθηκαν στους μυστικούς θαλάμους
της ψυχής, και δεν μπορεί να εκφρασθή με λόγια.
38. Όποιος λέγει ότι ωσφράνθηκε καλά την
ευωδία ενός τέτοιου μύρου και συγχρόνως όταν ακούη επαίνους συγκινείται κάπως η
καρδιά του η βλέπει ότι δονείται από την δύναμι των επαινετικών λόγων, αυτός,
ας μην απατάται, έχει πλανηθή.
39. Άκουσα κάποιον να λέγη ολοψύχως: «Μη
ημίν, Κύριε, μη ημίν, αλλ΄ ή τώ ονόματί σου δός δόξαν» (Ψαλμ. ριγ΄ 9). Και
τούτο, διότι εγνώριζε ότι η φύσις του ανθρώπου δεν μπορεί έτσι μόνη της να
φυλαχθή αβλαβής από την δόξα. Έλεγε ακόμη: «Παρά σου ο έπαινός μου έν εκκλησία
μεγάλη» (Ψαλμ. κα΄ 26), δηλαδή κατά τον μέλλοντα αιώνα. Διότι προηγουμένως δεν
μπορώ να σηκώσω την δόξα και τον έπαινο χωρίς κίνδυνο.
40. Εάν τούτο αποτελή όρο και λόγο και τρόπο
της πλέον μεγάλης υπερηφανείας, δηλαδή το να υποκρίνεται κανείς από φιλοδοξία
αρετές πού δεν έχει, οπωσδήποτε τούτο θα αποτελή το σημάδι της πλέον βαθειάς
ταπεινοφροσύνης, το να παρουσιαζώμαστε δηλαδή σε άλλους ως ένοχοι δήθεν
διαφόρων αμαρτημάτων, ώστε να εξευτελιζώμαστε.
Έτσι ενήργησε εκείνος πού επήρε στα χέρια του
το ψωμί και το τυρί [7]. Έτσι εκείνος που αφήρεσε το ένδυμά του και εγύρισε την
πόλι με απάθεια, σαν αγωνιστής της αγνότητος πού ήταν [8]. Δεν θα λάβουν υπ΄
όψιν τους αυτοί οι αγωνισταί τον σκανδαλισμό των ανθρώπων, αφού έχουν αποκτήσει
την δύναμι να πληροφορούν μυστικά με την προσευχή τους όλους για την αληθινή
τους κατάστασι.
41. Όποιος φροντίζει για το πρώτο, δηλαδή για
την αποφυγή του σκανδαλισμού, αυτός δείχνει ότι στερείται το δεύτερο, δηλαδή
την δύναμι της πληροφορίας. Διότι όταν έχωμε τον Θεόν έτοιμο να μας επακούη,
όλα μπορούμε να τα κατορθώσωμε. Να προτιμάς να λυπής τους ανθρώπους μάλλον και
όχι τον Θεόν, διότι χαίρεται ο Θεός όταν μας βλέπη να επιδιώκωμε την ατιμία, με
τον σκοπό να πιέσωμε και να κτυπήσωμε και να εξοντώσωμε την ματαιότητα της
οιήσεως.
42. Η τελεία ξενιτεία είναι η πρόξενος των
τόσο μεγάλων κατορθωμάτων, εφ΄ όσον μόνο οι πολύ μεγάλοι αντέχουν στο να
εμπαίζωνται από τους γνωρίμους των. (Οι άλλοι επειδή δεν αντέχουν ας επιζητούν
να ξενιτεύουν και να ασκούνται ανάμεσα σε ξένους και αγνώστους ανθρώπους). Ας
μη παραξενευθής για όσα είπα, διότι κανείς δεν μπορεί ν΄ ανεβή δια μιάς όλη την
κλίμακα.
43. «Θα μας αναγνωρίσουν όλοι ως μαθητάς του
Θεού, όχι διότι μας υποτάσσονται οι δαίμονες, αλλά διότι τα ονόματά μας έχουν
γραφή στον ουρανό της ταπεινώσεως» (πρβλ. Λουκ. ι΄ 20).
44. Η ακαρπία κάνει ώστε οι κλάδοι των
λεγομένων κίτρων να ανυψώνονται μόνοι τους προς τα επάνω. Όταν όμως γείρουν
προς τα κάτω, αρχίζει γρήγορα η καρποφορία. Όποιος το συνέλαβε στον νου του,
καταλαβαίνει τι θέλω να ειπώ.
45. Στην οσία ταπείνωσι υπάρχουν ενώπιον του
Θεού διάφορες βαθμίδες αναβάσεως: η τριακοστή, η εξηκοστή και η εκατοστή. Στην
τελευταία βαθμίδα κατορθώνουν να ανεβούν οι απαθείς, στην μεσαία οι ανδρείοι
και στην πρώτη όλοι. Εκείνος πού απέκτησε αυτογνωσία, ποτέ δεν θα ξεγελασθή να
επιχειρήση κάτι υπέρ την δύναμί του, αλλά προχωρεί στο εξής πατώντας στερεά
στην μακαρία αυτή οδό της ταπεινώσεως.
46. Τα πτηνά φοβούνται την θέα του ιέρακος.
Ομοίως και οι εργάται της ταπεινοφροσύνης τον ήχο της αντιλογίας.
47. Είναι πολλοί εκείνοι πού επέτυχαν την
σωτηρία τους χωρίς προφητικά χαρίσματα και ελλάμψεις και θαυματουργίες. Χωρίς
την ταπείνωσι όμως κανείς δεν πρόκειται να εισέλθη στον νυμφώνα. Διότι τα μέν
πρώτα τα διαφυλάσσει η Δευτέρα, δηλαδή η ταπείνωσις, ενώ αντιθέτως τα πρώτα, σε
επιπολαίους ανθρώπους την εξαφάνισαν (την ταπείνωσι).
48. Για να ταπεινούμεθα, έστω και χωρίς την
θέλησί μας, ο Κύριος οικονόμησε και τούτο: Κανείς δεν μπορεί να βλέπει τα
τραύματά του, όπως τα βλέπει ο πλησίον του. Έτσι είμεθα υποχρεωμένοι να
χρεωστούμε την θεραπεία μας όχι στον εαυτόν μας, αλλά στον πλησίον και στον
Θεόν.
49. Ο ταπεινόνους αποστρέφεται με βδελυγμία
το ιδικό του θέλημα ως πεπλανημένο. Και στα αιτήματά του προς τον Κύριον
συνηθίζει να δέχεται με αδίστακτη πίστη την γνώση του θελήματος Του και να
υπακούη σ΄ αυτό. Υπακούει δε στους διδασκάλους του χωρίς να εξετάζη και να
περιεργάζεται την ζωή τους, αλλά αναθέτοντας κάθε φροντίδα του στον Θεόν, ο
οποίος ακόμη και με το στόμα της όνου εδίδαξε στον Βαλαάμ τα απαραίτητα (πρβλ.
Αριθ. κβ΄ 28).
50. Ο ταπεινόνους αυτός μοναχος, και όταν
ακόμη όλα τα σκέπτεται και τα πράττη και τα λέγη κατά Θεόν, και τότε ακόμη δεν
δίδει εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Διότι για τον ταπεινό το οικειόπιστον είναι
μεγάλος σκόλοψ και βάρος, όπως αντιθέτως για τον υπερήφανο το ετερόλεκτο.
51. Εγώ νομίζω ότι μόνο όποιος είναι Άγγελος
δεν κλέπτεται από αμαρτήματα, δεν υποπίπτει δηλαδή σε κανένα αμάρτημα, διότι
άκουσα κάποιον επίγειο Άγγελο να λέγη: «Ουδέν εμαυτώ σύνοιδα, άλλ΄ ούκ έν τούτω
δεδικαίωμαι, ό δε ανακρίνων με Κύριός έστι» (Α΄ Κορ. δ΄ 4). Για τον λόγο αυτό
οφείλομε να κατακρίνωμε συνεχώς και να κατηγορούμε τους εαυτούς μας, ώστε με
τον εκούσιο εξευτελισμό να απομακρύνωμε τις ακούσιες αμαρτίες. Διαφορετικά θα
είναι οπωσδήποτε άσχημη η λογοδοσία μας γι΄αυτά την ώρα του θανάτου.
52. Εκείνος που ζητεί από τον Θεόν πράγματα
μικρότερα από ό,τι θα του άξιζαν, αυτός θα λάβη οπωσδήποτε ανώτερά του. Περί
αυτού μαρτυρεί ο τελώνης, ο οποίος ζητούσε μόνο την συγχώρησι και απεκόμισε επί
πλέον και την δικαίωσι. Ο ληστής πάλιν εζήτησε να τον ενθυμηθή μόνο ο Κύριος
στην βασιλεία Του, και όμως εκληρονόμησε ολόκληρο τον παράδεισο.
53. Μέσα στην δημιουργία δεν είναι δυνατόν να
αντικρύσης μικρή ή μεγάλη φωτιά όσον αφορά την φύσι της. Και στην ανόθευτη
ταπεινοφροσύνη είναι εντελώς αδύνατον να εναπομείνη ίχνος κάποιας ξένης ύλης.
Όσο συνεχίζομε να αμαρτάνωμε εκουσίως, δεν υπάρχει μέσα μας τούτο, η ανόθευτη
δηλαδή ταπεινοφροσύνη. Όταν όμως αμαρτάνωμε ακουσίως, αυτό αποτελεί απόδειξι
της παρουσίας της.
54. Γνωρίζοντας ο Δεσπότης Χριστός ότι προς
την εξωτερική εμφάνισι συμμορφώνεται και η αφανής αρετή της ψυχής, φορώντας το
λέντιο μας υπέδειξε μέθοδο για να βαδίζωμε την οδό της ταπεινώσεως. Διότι η
ψυχή εξομοιώνεται με ό,τι ασχολείται και λαμβάνει τον τύπο και την μορφή αυτών,
τα οποία πράττει.
55. Η αρχή, (η εξουσία), έγινε αιτία
υψηλοφροσύνης σ΄ έναν Άγγελο∙ αλλά βεβαίως δεν του εδόθηκε η εξουσία για να
πέση στην υψηλοφροσύνη.
56. Διαφορετικά αισθάνεται όποιος κάθεται σε
θρόνο και διαφορετικά όποιος κάθεται στην κοπριά. Ίσως για τον λόγο αυτό και ο
μέγας εκείνος δίκαιος, (δηλαδή ο Ιώβ), καθόταν έξω από την πόλι επάνω στην
κοπριά. Τότε αφού απέκτησε την τελεία ταπεινοφροσύνη είπε ολοψύχως: «Εφαύλισα
εμαυτόν και ετάκην∙ ήγημαι δε εμαυτόν γήν και σποδόν» (Ιώβ μβ΄ 6).
57. Ευρίσκω ότι εκείνος ο Μανασσής αμάρτησε
όσο κανείς άλλος άνθρωπος, αφού και τον Ναό του Θεού και ολόκληρη την θρησκεία
εμόλυνε με τα είδωλα. Γι΄ αυτόν και αν ακόμη ενήστευε όλος ο κόσμος, δεν θα
μπορούσε να προσφέρη τίποτε πού να αντιστάθμιζε τα αμαρτήματά του. Η ταπείνωσις
όμως εστάθη ικανή και εθεράπευσε όσα ήταν σ΄αυτόν αθεράπευτα.
58. «Ότι εί ηθέλησας θυσίαν, έδωκα αν», λέγει
ο Δαβίδ στον Θεόν. «Ολοκαυτούμενα σώματα διά νηστείας, ούκ ευδοκήσεις∙ θυσία τώ
Θεώ» (πρβλ. Ψαλμ. ν΄ 18-19) και τα λοιπά. Όλοι κατανοούν την σημασία αυτών των
λόγων. «Ημάρτηκα τώ Κυρίω» εβόησε προς τον Θεόν η μακαρία αυτή ταπείνωσις για
τα αμαρτήματα της μοιχείας και του φόνου, και αμέσως ήλθε η απάντησις:
«Αφείλετο (= εσυγχώρησε) Κύριος το αμάρτημά σου» (Β΄ Βασ. ιβ΄ 13).
59. Δρόμο και αφορμή για την απόκτησι αυτής
της αρετής οι αείμνηστοι Πατέρες μας ώρισαν τους σωματικούς κόπους. Εγώ επί
πλέον συνιστώ την υπακοή και την ευθύτητα της καρδίας, πού έκ φύσεως είναι
αντίθετες προς την οίησι.
60. Εάν αυτή, η υπερηφάνεια, μερικούς από
Αγγέλους τους μετέβαλε σε δαίμονας, εκείνη, η ταπεινοφροσύνη, οπωσδήποτε
μερικούς από δαίμονας μπορεί να τους μεταβάλη σε Αγγέλους∙ γι΄αυτό ας έχουν
θάρρος όσοι έπεσαν.
61. Ας σπεύσωμε και ας πυκτεύσωμε με όλες μας
τις δυνάμεις να ανεβούμε στην κεφαλή και κορυφή της ταπεινοφροσύνης. Αν δεν
μπορούμε αυτό, ας ανεβούμε τουλάχιστον στους ώμους της Αν και αυτό δεν μπορούμε
να το κατορθώσωμε, ας μην χάσωμε τουλάχιστον την αγκάλη της. Διότι όποιος την
χάση και αυτήν, απορώ αν θα μπορέση να κερδήση τίποτε στην αιωνιότητα.
62. Νεύρα της ταπεινοφροσύνης και οδοί, αλλ΄
όχι και σημάδια και αποδείξεις, είναι η ακτημοσύνη, η αφανής ξενιτεία, η
απόκρυψις της σοφίας, η απλή ομιλία, η ζήτησις ελεημοσύνης, η απόκρυψις της
ευγενικής καταγωγής, η εξορία της παρρησίας, η απομάκρυνσις της πολυλογίας.
Τίποτε άλλο δεν κατώρθωσε ποτέ μέχρι τώρα να ταπεινώση τόσο την ψυχή, όσο η φτώχεια
και η επαιτεία. Τότε φαίνεται η φιλοσοφία μας και η φιλοθεΐα μας, όταν, ενώ
μπορούμε να υψώσωμε τον εαυτό μας, αποφεύγωμε ανεπιστρεπτί το ύψος.
63. Εάν εξοπλίζεσαι καμμία φορά εναντίον ενός
πάθους, να παίρνης ως σύμμαχο τούτη την αρετή. Διότι αυτή «επί ασπίδα και
βασιλίσκον επιβήσεται, και καταπατήσει λέοντα και δράκοντα» (Ψαλμ. 90΄ 13),
δηλαδή, όπως θα έλεγα εγώ, «επί αμαρτίαν και απόγνωσιν επιβήσεται και
καταπατήσει τον διάβολον και τον δράκοντα του σώματος».
Η ταπεινοφροσύνη είναι ουράνιος ανεμοστρόβιλος
πού μπορεί να ανεβάση την ψυχή από την άβυσσο της αμαρτίας στα ύψη του ουρανού.
Αντίκρυσε ένας κάποτε το κάλλος της μέσα στην καρδιά του και αφού κατελήφθη από
θάμβος ερωτούσε το όνομα του πατρός της. Εκείνη δε με ένα φαιδρό και γαλήνιο
μειδίαμα του αποκρίνεται: «Πώς σπεύδεις να μάθης το όνομα του πατρός μου, ενώ
αυτός είναι ανώνυμος; Δεν θα σου το φανερώσω, έως λάβης μέσα σου τον Θεόν».
Αυτώ η δόξα είς τους αιώνας. Αμήν.
Μητέρα της πηγής είναι η άβυσσος των υδάτων∙
πηγή δε της διακρίσεως η ταπείνωσις.
[1] Η έλαφος ως γνωστόν είναι αποκλειστικά
φυτοφάγο ζώο. Σύμφωνα όμως με μία εσφαλμένη αντίληψι των αρχαίων κυνηγά και
κατατρώει τους όφεις (πρβλ. Κλαυδίου Αιλιανού - β΄ αι. μ. Χ. - Περί ζώων
ιδιότητος, Β΄9). Εδώ η Κλίμαξ παρομοιάζει με όφεις την κενοδοξία και την
υπερηφάνεια, και με έλαφο την ταπεινοφροσύνη.
[2] Οι τρεις αρετές, μετάνοια, πένθος και
ταπείνωσις, παρουσιάζονται εδώ ως της αυτής φύσεως και ουσίας, αδιαίρετες και
αχώριστες, όπως τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
[3] Ο πυθμήν της Ερυθράς θαλάσσης.
[4] Η μνήμη του θανάτου ή της Κρίσεως ή των
παθών του Κυρίου.
[5] Την ημέρα της λαπροφόρου Αναστάσεως του
Κυρίου.
[6] Εννοεί μάλλον την εσωτερική
αυτοκατάκρισι, το αίσθημα ότι δεν αξίζουν τίποτε οι επιτελούμενες ενάρετες
πράξεις μας. Περί αυτού ωμίλησε προηγουμένως, στην πέμπτη παράγραφο: «Βδέλυγμα
πάντα τα παρ’ ημών επιτελούμενα αγαθά λογιζόμεθα».
[7] Το έν λόγω περιστατικό αναφέρεται στον
αββά Σίμωνα. Ερχόταν κάποιος επίσημος άρχων να τον γνωρίση και να λάβη την
ευλογία του. Μόλις το επληροφορήθηκε, τον ανέμενε έξω από το ερημητήριό του
φορώντας έναν παλαιό μανδύα και τρώγοντας ψωμί και τυρί. Ο υψηλός επισκέπτης
αντικρύζοντάς τον έτσι απογοητεύθηκε και εγύρισε πίσω (βλέπε «Γεροντικόν», εκδ.
Π. Πάσχου, σελ. 117).
[8] Υπάρχει η γνώμη ότι εννοεί τον όσιο
Σεραπίωνα. Κατ΄ άλλους πρόκειται για τον όσιο Συμεών της Εμέσης, τον διά
Χριστόν σαλό.
Αποσπάσματα
Σοφίας
Γίνου ἀμαθὴς καὶ ἰδιώτης ἐν τῇ σοφίᾳ σου, καὶ
ὄχι σοφὸς ἐν τῇ ἀμαθείᾳ σου καὶ ἐὰν ἡ ταπείνωσις ὑψοῖ τὸν ἁπλοῦν καὶ ἀμαθῆ,
πόσης ἄραγε τιμῆς γενήσεται πρόξενος εἰς τοὺς τιμίους καὶ σοφοὺς ἀνθρώπους;
Φεῦγε τὴν κενοδοξίαν, καὶ θέλεις δοξασθῆ φοβήθητι
τὴν ὑπερηφάνειαν, καὶ θέλεις μεγαλυνθῆ διότι οὔτε ἡ κενοδοξία οὔτε ἡ
ὑψηλοφροσύνη διενεμήθη εἰς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.
Ἐὰν ἐκουσίως ἀπαρνήθῃς ὅλα τὰ τοῦ κόσμου, μὴ
θέλε νὰ φιλονεικῇς μετὰ τίνος δι' ἐλάχιστόν τι πράγμα.
Ἐὰν ἀπεστράφῃς τὴν κενοδοξίαν, φεῦγε καὶ τοὺς
κενοδόξους φεῦγε τοὺς ἀγαπῶντας τὰ πολλὰ κτήματα, ὡς καὶ τὴν ἀπόκτησιν αὐτῶν.
Ἀπομάκρυνον σεαυτὸν ἐκ τῶν ἀσώτων ἀνθρώπων,
ὡς καὶ ἐκ τῆς ἀσωτείας.
Φεῦγε τοὺς ἀκολάστους, ὡς καὶ τὴν ἀκολασίαν
καθότι ἐὰν καὶ μόνη ἡ ψιλὴ ἐνθύμησις τῶν εἰρημένων κακῶν ταράττει τὸν νοῦν τοῦ
ἀνθρώπου, πόσῳ μᾶλλον ἡ θεωρία αὐτῶν, καὶ τὸ μετὰ τῶν τοιούτων ἀνθρώπων συζῇν;
Προσέγγισον εἰς τοὺς δικαίους, καὶ δι' αὐτῶν
θέλεις πλησίασει εἰς τὸν Θεόν . Συναναστρέφου μετὰ τῶν ἐχόντων ταπείνωσιν καὶ θέλεις μάθει τοὺς τρόπους αὐτῶν διότι ἐὰν
καὶ μόνη ἡ θεωρία τῶν τοιούτων ᾖναι ὠφέλιμος, πόσῳ μᾶλλον ἡ διδασκαλία αὐτῶν;
Ἀγάπησον τοὺς πτωχούς, ἵνα δι'αὐτῶν, ἐπιτύχῃς
τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Μὴ πλησιάσῃς εἰς τοὺς φιλονείκους ἀνθρώπους,
ὅπως μὴ ἀναγκασθῇς νὰ ἐξέλθῃς καὶ σὺ ἐκ τῆς γαλήνης καὶ ἀταραξίας τοῦ νοός σου.
Μὴ ἀηδιάσῃς τὰς δυσωδίας τῶν ἀῤῥώστων, καὶ
μάλιστα τῶν πτωχῶν ἐπειδὴ καὶ σὺ περίκεισαι σῶμα ὡς καὶ αὐτοί.
Μὴ ἀπελπίσῃς τοὺς θλιβομένους κατὰ τὴν
καρδίαν, ἵνα μὴ τιμωρηθῇς καὶ σὺ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ ζητήσῃς παρηγορὶαν ἐξ αὐτῶν,
καὶ δὲν θέλεις εὕρει.
Μὴ χλευάσῃς ποτὲ μυσαρὸν ἄνθρωπον διότι
πάντες ἴσοι εἰς τὸν ᾅδην θέλομεν πορευθῆ.
Ἀγάπησον τοὺς ἁμαρτωλούς, μίσησον ὅμως τὰ
ἔργα αὐτῶν, ἵνα μὴ ἐμπέσῃς εἰς τὰ αὐτὰ πάθη, εἰς τὰ ὁποῖα αὐτοὶ εὑρίσκονται.
Ἐνθυμήθητι, ὅτι ὑπάρχεις κοινωνὸς τῆς ἐνύλου
φύσεως, καὶ κάμε τὸ καλὸν εἰς πάντας.
Μὴ ἐπιπλήττῃς τοὺς ἔχοντας χρείαν τῆς εὐχῆς
σου, μήτε ἀποστέρῃ αὐτοὺς τῶν παρηγορητικῶν σου λόγων, ἵνα μὴ ἀπελπισθῶσι, καὶ
ζητήσῃ ὁ Θεὸς τὰς ψυχὰς αὐτῶν ἐκ τῶν χειρῶν σου ἀλλὰ μιμοῦ τοὺς ψυχικοὺς
ἐκείνους ἰατρούς, οἵτινες διὰ τῶν πλέον ψυχροτέρων φαρμάκων τοῦ λόγου
προσπαθοῦσι νὰ θεραπεύσωσι τὰ θερμότερα πάθη, καὶ τὰ ψυχρότερα πάλιν τῶν παθῶν
διὰ τῶν ἐναντίων.
Ἀνάγκασον σεαυτόν, ἵνα, ὅταν ἀπαντήσῃς τὸν
πλησίον σου, τιμήσῃς αὐτὸν ὑπὲρ τὸ μέτρον αὑτοῦ, καὶ φίλησον τὰς χεῖρας καὶ
τοὺς πόδας αὑτοῦ, καὶ κράτησον αὐτὰς ἐπὶ ὥραν μετὰ πολλῆς τιμῆς, καὶ θέσον
αὐτὰς εἰς τοὺς ὀφθαλμούς σου καὶ ἐπαίνεσον αὐτὸν εἰς ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχει καί,
ὅταν χωρισθῇ ἀπὸ σοῦ, εἶπε δι' αὐτὸν ὅ,τι καλὸν καὶ τίμιον καθότι διὰ τῶν
τοιούτων σου τρόπων ἕλκεις αὐτὸν εἰς τὸ καλόν, καὶ ἀναγκάζεις αὐτὸν νὰ σ'
ἐντρέπηται διὰ τὸν ὁποῖον ἔκαμες εἰς αὐτὸν χαιρετισμόν, καὶ σπείρεις εἰς τὴν
ψυχὴν αὑτοῦ σπέρματα ἀρετῆς σὺ δὲ ἐκ τοῦ τοιούτου σου καλοῦ τρόπου συνηθίζεις
καὶ ἀποκτᾷς τύπον καλόν, καὶ πολλὴν ταπείνωσιν καὶ ἄνευ κόπου κατορθοῖς μεγάλας
ἀρετάς ἐκτὸς δὲ τούτου, καὶ αὐτὸς ὁ πλησίον σου ἐὰν ἔχῃ τι ἐλάττωμα, οὕτω
τιμώμενος παρὰ σοῦ, εὐκόλως δέχεται παρὰ σοῦ τὴν θεραπείαν αὐτοῦ, ἐντρεπόμενος
διὰ τὴν ὁποίαν προσέφερες εἰς αὐτὸν τιμήν.
Τοῦτον τὸν τρόπον διατήρησον πάντοτε, τὸ νὰ
γλυκοχαιρετᾷς καὶ νὰ τιμᾷς πάντας, καὶ μὴ παρακινήσῃς τινὰ εἰς θυμόν, ἢ
φθονήσῃς, ἢ ἀποστραφῇς, μήτε δι' αὐτὴν αὐτοῦ τὴν πίστιν, μήτε διὰ τὰ κακὰ αὐτοῦ
ἔργα ἀλλὰ προφυλάττου, καὶ μὴ ἐλέγξῃς τινά, μήτε νὰ μεμφθῇς διὰ κανὲν πρᾶγμα καθότι
ἔχομεν πάντες εἰς τοὺς οὐρανοὺς κριτήν, ὅστις δὲν ἀποβλέπει εἰς πρόσωπα.
Ἐὰν δὲ θέλῃς νὰ ἐπιστρέψῃς τὸν πλησίον σου
εἰς τὴν εὐθείαν ὁδὸν τῆς ἀληθείας, λυπήσου δι' αὐτόν, καὶ μετὰ δακρύων ἀγάπης
εἰπὲ εἰς αὐτὸν ἕνα, ἢ δύο μόνον λόγους, χωρὶς νὰ ἐξαφθῇς κατ' αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ
θυμοῦ, ἵνα μὴ ἴδῃ εἰς σὲ σημεῖον ἔχθρας διότι ἡ ἀγάπη δὲν ἠξεύρει νὰ θυμώνῃ,
οὔτε νὰ παροξύνηται, οὔτε νὰ μέμφηταί τινα μὲ πάθος.
Ἡ ταπείνωσις εἶναι ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης καὶ
τῆς γνώσεως, ἥτις γεννᾶται ἐκ καθαρᾶς συνειδήσεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ
ἡμῶν, εἰς ὃν πρέπει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἅγιῳ Πνεύματι νῦν,
καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀσκητικά - τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν
Ἰσαάκ τοῦ Σύρου
Διαλογισμὸς ἤ προσευχή;
Οποιος συγχέει το διαλογισμό μέ τήν προσευχή,
εισάγει εξωχριστιανική αντίληψη γιά τήν προσευχή καί βγαίνει έξω από τον
πνευματικό χώρο τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μετατρέπει τήν προσευχή σέ
"τεχνική", πού δραστηριοποιεί δήθεν εσωτερικές δυνάμεις μέ αυτόματες
διαδικασίες, που σέ τελική φάση δέ βρίσκονται σέ σχέση ή σέ αναφορά μέ το
πρόσωπο τού Ιησού Χριστού. Ας το δούμε αυτό μέ βάση τά κείμενα τής
"Οικουμενικής θρησκείας" τής "Αρμονικής Ζωής" ή της
"Οικουμενικής Φιλοσοφίας", όπως αναφέρει ο Νάτζεμυ: Η προσευχή
προσδιορίζεται ως επικοινωνία με το "Οικουμενικό Πνεύμα", που όμως
είναι "μέσα μας". Οπότε επικοινωνία σημαίνει απλώς νά σταματάμε
προσωρινά το ατέρμονο τρέξιμο του νου προς εξωτερικά γεγονότα, επιθυμίες,
προσκολλήσεις, φόβους καί προσδοκίες. Σημαίνει να κατευθύνουμε τήν προσοχή μας
στην εσωτερική ηρεμία, γιά νά μπορέσουμε νά σκεφτούμε καθαρά γι' αυτά πού
συμβαίνουν μέσα μας καί νά τά πούμε στο φίλο, τήν αληθινή μητέρα ή τον αληθινό
πατέρα. Ακριβώς όπως αναφέρουμε στούς κοντινούς μας αυτά που συμβαίνουν στή ζωή
μας, έτσι μιλάμε γιά τά βαθύτερα συναισθήματά μας, τά ερωτήματά μας, εκφράζουμε
τήν ευγνωμοσύνη μας καί τήν ανάγκη μας στον Οικουμενικό Εαυτό"
{Οικουμενική φιλοσοφία, σ. 23).
"Οταν λοιπόν οι οπαδοί των γκουρού
"προσεύχονται", δεν τρέχει ο νούς τους "προς τα έξω", αλλά
διαλογίζονται τα γεγονότα "μέσα τους". Ο "φίλος", ο
"πατέρας", ο "αδελφός", δέν είναι ο Χριστός, αλλά ο
"Οικουμενικός Εαυτός". Ακόμη κι αν χρησιμοποιούν τήν προσευχή τού
Κυρίου, το "Πάτερ ημών", δέν στρέφονται προς κάποιο Θεό έξω από τον
εαυτό τους. Ενώ «προσεύχονται», μένουν εντελώς μόνοι καί βυθισμένοι σέ απέραντη
μοναξιά, χωρίς νά έχουν τή συναίσθηση πως υπάρχει εκεί καί κάποιος άλλος, που
μπορεί νά τούς προσφέρει το έλεός Του, βοήθεια, αγάπη, στοργή. Η λεγόμενη
προσευχή είναι «άνοιγμα» προς τον «εαυτό», όχι προς κάποιον Θεό έξω από τον
άνθρωπο. Ο Νάτζεμυ υπογραμμίζει ιδιαίτερα:
"Αυτό ονομάζεται προσευχή. Πολύ απλά, ν'
ανοίγουμε τήν καρδιά μας στο οικουμενικό ον. Μπορούμε νά το κάνουμε αυτό μέ τή
βοήθεια παραδοσιακών προσευχών, όπως είναι το Πάτερ Ημών ή άλλες προσευχές που
μας έχουν δοθεί από το θρησκευτικό μας περιβάλλον, που έμείς έχουμε διαλέξει,
όταν διαλέξαμε τον τόπο που θά γεννηθούμε καί τούς γονεiς μας".
Διευκρινιστικά παρατηρούμε εδώ πώς ο Νάτζεμυ
αναφέρεται στή δοξασία τού κάρμα καί τής μετενσάρκωσης, που αποτελεί το θεμέλιο
τού διαλογισμού. Ο κάθε άνθρωπος, μέ βάση τίς καρμικές σχέσεις από προηγούμενες
ζωές, "διαλέγει" τούς γονείς του, τον τόπο που θά γεννηθεί, τή
θρησκεία πού θά έχει, το επάγγελμα κ.ο.κ. Ολόκληρη η ζωή του αποτελεί είδος
κινηματογραφικής ταινίας, που είναι γραμμένη καί δέν μπορεί σέ καμμιά περίπτωση
νά αλλάξει. Πρέπει νά "παιχθεί". Ο καθένας έχει τή δυνατότητα νά
παίξει το ρόλο του "χωρίς προσκόλληση" καί "ταύτιση", σάν
νά μήν τον αφορά το τί του συμβαίνει. Ολες οι πράξεις του, ανεξάρτητα από το αν
εμείς τίς θεωρούμε καλές ή κακές, αν διαπραχθούν "χωρίς ταύτιση",
είναι εξίσου άγιες, δέν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο καλό καί στο κακό. Καί το
ένα καί το άλλο είναι προσδιορισμένα από το "κάρμα" καί αναπόφευκτα.
Ετσι ο καθένας που έχει "διαλέξει" το "θρησκευτικό
περιβάλλον" μέ τίς "καρμικές σχέσεις" του από προηγούμενες ζωές,
μπορεί νά χρησιμοποιήσει σύμβολα, ονόματα, προσευχές από το περιβάλλον αυτό. Το
αποτέλεσμα είναι πάντοτε το ίδιο! (γιά το θέμα αύτό βλ. Α. Αλεβιζοπούλου,
Μετενσάρκωση ή ανάσταση; Ορθόδοξη θεώρηση του κακού, Πρέβεζα 1992).
Ο Νάτζεμυ προσθέτει ότι δέν είναι απαραίτητο
νά χρησιμοποιήσει κανείς παραδοσιακές προσευχές. Μπορούμε νά προτιμήσουμε κάτι
πιό αυθόρμητο. Κάθε σκέψη έχει μέσα της μιά πνευματική δύναμη. Η διαφορά
έγκειται στήν ένταση τής "δόνησης":
"Μπορούμε ακόμη νά δημιουργήσουμε τή
δικιά μας αυθόρμητη επικοινωνία, ανάλογα μέ τά αισθήματα τής στιγμής αυτής. Καί
τά δύο είναι πολύτιμα. Οι παραδοσιακές προσευχές έχουν δημιουργηθεί από
φωτισμένα άτομα (το Πάτερ ημών από τον ίδιο τόν Ιησού) καί έτσι έχουν μιά
ιδιαίτερη πνευματική δόνηση. Επίσης, μέ τή συνεχή επανάληψη γιά τόσο μεγάλα
χρονικά διαστήματα, από δισεκατομμύρια ανθρώπους, απέκτησαν μιά δική τους
πνευματική δύναμη. Κάθε ανθρώπινη σκέψη καί λόγος εμπεριέχει κάποια πνευματική
δύναμη. Οταν τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν προσευχηθεί μέ τά ίδια λόγια,
στον ίδιο θεό γιά χιλιάδες χρόνια, δημιουργείται μιά τεράστια συγκέντρωση
πνευματικής δύναμης, ανεξάρτητα από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα (Οικουμενική
φιλοσοφία, σ. 223-224).
Δεν έχει σημασία το περιεχόμενο τών λόγων,
αλλά η "φόρτισή" τους μέ "πνευματική δύναμη", εξαιτίας τής
χρησιμοποίησής τους από "δισεκατομμύρια ανθρώπους". Αυτή η
συγκέντρωση "πνευματικής δύναμης" δημιουργείται ανεξάρτητα από
οποιονδήποτε άλλο παράγοντα. Δέν έχει σημασία λοιπόν αν πούμε "πάτερ ημών
ο εν τοίς ουρανοίς" ή "Σατανά βοήθησέ με, είμαι δικός σου, γεννηθήτω
το θέλημά σου"! Αλλωστε στον απόλυτο μονισμό δέν υπάρχει η διάκριση
ανάμεσα στον Υιό τού Θεού καί στον Εωσφόρο, στον Χριστό καί στον Διάβολο. Καί
οι δύο είναι "διαφορετικές όψεις τού ίδιου πράγματος". Ο Νάτζεμυ
μιλάει γιά "ενέργεια". Ομως εδώ δέν πρόκειται γιά τίς Θείες ένέργειες
τού Τριαδικού Θεού ώς αποτέλεσμα αγάπης καί ελευθερίας. Δέν πρόκειται γιά τή
Θεία Χάρη, αλλά γιά ενέργεια που προέρχεται από τον ίδιο τον άνθρωπο, μέ
αυτόματες, μηχανιστικές διαδικασίες, μέσω τών τεχνικών διαλογισμού.
Γράφει:
"Μέ τήν προσευχή καί τήν ειλικρινή
προσήλωση μπορούμε νά γίνουμε μετασχηματιστές πνευματικής ενέργειας σέ υλική
αρμονία. Σάν τά φυτά που παίρνουν τήν ηλιακή ενέργεια από τον ήλιο καί τή
χρησιμοποιούνε γιά νά ενώσουν τούς υδατάνθρακες μέ το οξυγόνο καί νά φτιάξουν
ζάχαρη, άμυλα καί άλλα θρεπτικά συστατικά, έτσι κι εμείς μπορούμε νά
χρησιμοποιήσουμε πνευματική ενέργεια γιά νά δημιουργήσουμε σκέψεις, ιδέες,
λογια καί πράξεις που Θά 'καναν τον κόσμο καλύτερο. Μέ τον καθημερινό
διαλογισμό μπορούμε νά αφομοιώνουμε πνευματική ενέργεια και εσωτερική ηρεμία
καί νά τή διοχετεύουμε στούς άλλους γύρω μας μέ τή μορφή αγάπης, συμπόνιας,
κατανόησης καί εξυπηρέτησης, κι αυτό Θά μάς δώσει ευτυχία καί εσωτερική
αγαλλίαση» (Οικουμενική φιλοσοφία, σ. 276).
Ο όρος προσευχή αποκτά στίς γκουρουϊστικές
ομάδες διαφορετικό περιεχόμενο, που προσδιορίζει εξωχριστιανική αντίληψη γιά
τήν προσευχή. Πρόκειται γιά "τεχνική", που, όπως διακηρύσσεται,
φέρνει σέ κάθε περίπτωση αποτελέσματα, μέ τρόπο μηχανιστικό. Αυτή η ενέργεια,
ως καρπός μιάς τέτοιας τεχνικής, αντλείται μέσα από τόν άνθρωπο, μέ μιά
διαδικασία "μετασχηματισμού". Δέν υπάρχει εδώ τίποτε το υπερβατικό. Ο
όρος χρησιμοποιείται μέ τήν έννοια τού διαλογισμού.
Ο διαλογιζόμενος ("προσευχόμενος")
γίνεται μετασχηματιστής ενέργειας. Είναι ο δημιουργός σκέψεων, ιδεών, που
μεταβάλλονται σέ πράξεις, πού προκαλούν "εκπληκτικά φαινομενα",
λέγουν οι οπαδοί του διαλογισμού καί τής "θετικής σκέψης". Μέ το
διαλογισμό "μετασχηματίζουμε" τήν πνευματική ενέργεια "μέσα
μας", γιά νά τή διοχετεύσουμε στή συνέχεια προς τά έξω. Εδώ δέν μεσολαβεί
τίποτε εκτδς από τον ίδιο τον άνθρωπο. Μένει εντελώς μόνος καί έρημος.
Ομως γιά τήν χριστιανική προσευχή είναι
ανάγκη νά υπάρχουν δύο: Αυτός που προσεύχεται, καί Εκείνος που γίνεται
αποδέκτης τής προσευχής. Αυτός πού παρακαλεί, «Κύριε ελέησον» καί Εκείνος που
απαντά μέ το πλούσιο έλεός Του.
Η χριστιανική προσευχή δέν είναι "στροφή
προς τά έσω", αλλά απευθύνεται πάντοτε προς το "απέναντι τού
ανθρώπου", που είναι ο Θεός καί επικαλείται τήν αγάπη Του και το έλεός
Του. Η προσευχή είναι ένα "άνοιγμα" τού ανθρώπου στή θεία αγάπη, τού
ανθρώπου που αισθάνεται πως είναι αδύναμος καί ανίκανος νά υψωθεί πέρα από τήν
κτιστή πραγματικότητα. Γι' αυτό επικαλείται τήν αγάπη καί τή δωρεά τού Οεού.
Η απάντηση στήν προσευχή δέν προέρχεται από
τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά από τον Θεό. Όποιος δέν κάνει τή διάκριση ανάμεσα
στόν Θεό καί στον εαυτό του, δέν μπορεί νά προσευχηθεί, ούτε νά γίνει δέκτης
της απάντησης τού Θεού. Γιατί αυτή η απάντηση δέν είναι κάποια ενέργεια τυφλής
τάξεως, αλλά χάρις, δωρεά τού Θεού, μετά τού οποίου ο άνθρωπος έρχεται σέ
κοινωνία αγάπης μέσω τής προσευχής.
Ο χριστιανός δέν καλείται σέ μιά καθαρά
νοητική προσευχή. Συμμετέχει σ' αυτήν καί σωματικά προσεύχεται καθολικά, μέ όλη
την ύπαρξή του. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί συνηθίζουν νά κάνουν στήν προσευχή τους
καί μετάνοιες ή ακόμη νά προσεύχονται γονατιστοί. Αυτό είναι ασφαλώς γιά το
σώμα μας μιά δυνατότητα νά συμμετάσχει στήν προσευχή. Το ίδιο παρατηρούμε καί
γιά τη νηστεία. Μέ αυτές τις ασκήσεις ο χριστιανός ταπεινώνει το σώμα του.
Αυτή η ταπείνωση προστίθεται στήν ταπείνωση
τού νού. Γιατί με την προσευχή ο άνθρωπος αποδεικνύει τή διάθεσή του νά
"ταπεινώσει" το νού, αφού εγκαταλείπει τήν αυτονομία, αναγνωρίζει τήν
ανεπάρκειά του καί προσβλέπει στή βοήθεια του Θεού.
Ο άνθρωπος τής ταπείνωσης, όχι μόνο τής
διανοητικής αλλά καί τής καθολικής, έχει τή διαβεβαίωση από τον Θεό πως θά τού
δοθεί η δωρεά, η χάρη Του ('Ιακ. δ' 6. Α' Πέτρ. ε' 5). Αυτός που δέν δείχνει
στάση "αιτούντος", που αισθάνεται επάρκεια καί πιστεύει πως όλα
υπάρχουν "μέσα του" καί από εκεί μπορεί νά τά αντλήσει
"αφυπνίζοντας" τρόπον τινά τίς "εσωτερικές" του δυνάμεις,
δέν αισθάνεται τήν ανάγκη της δωρεάς τού Θεού καί ο Θεός δέν τού επιβάλλει
εκβιαστικά τά δώρα Του.
Πρέπει λοιπόν νά ξεκαθαρίσουμε το πράγμα:
Αυτό που δίδει απάντηση στήν προσευχή μας
είναι ο Θεός. Αυτή η απάντηση είναι καρπός αγάπης καί ελευθερίας τού Θεού, δέν
είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού μέ ειδικές "τεχνικές" προσευχής. Αλλά
ένας καρπός της αληθινής προσευχής, πού ταυτόχρονα είναι καί προϋπόθεση, σέ
ό,τι αφορά τήν ανθρώπινη συμμετοχή, είναι η ταπείνωση. Ο αληθινά προσευχόμενος
άνθρωπος αποκτά τήν συναίσθηση τής ύψιστης τιμής που τού δίδεται μέ τήν
προσευχή καί ταυτόχρονα του φόβου μήπως δέν φανεί αντάξιος αυτής τής τιμής. Ο
αληθινά προσευχόμενος άνΘρωπος μένει ταπεινός!
Αντίθετα ο διαλογιζόμενος
"φουσκώνει", δέν λέγει "Σύ Κύριε", αλλά "Εγώ είμαι
Αυτός", δηλαδή "Εγώ είμαι ο Κύριος", "η θεότητα στήν
ανεκδήλωτη μορφή". Ετσι ο διαλογιζόμενος αντιστρέφει τήν εντολή τού Θεού καί
τήν εφαρμόζει στον εαυτό του: "Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός... ούκ έσονταί μοι
θεοί έτεροι πλήν εμού"! Αν χαρακτηρίσουμε το διαλογισμό
"προσευχή", αν εξισώσουμε το διαλογισμό μέ τήν προσευχή, τότε η
προσευχή αυτή επιστρέφει στον εαυτό μας, γιατί αυτός είναι ο σκοπός του
διαλογισμού, νά αντιληφθεί ο διαλογιζόμενος πως αυτός ο ίδιος είναι
"Κύριος ο Θεός" καί πως δέν υπάρχουν άλλοι θεοί πλήν από αυτόν.
Η σωστή εξομολόγηση
- Γιατί μερικές φορές, ενώ η συνείδηση μας
ελέγχει, δεν κάνουμε τον ανάλογο αγώνα, για να διορθωθούμε;
- Αυτό μπορεί να συμβή και από ένα τσάκισμα
ψυχικό. Όταν είναι κανείς πανικοβλημένος από κάποιον πειρασμό, θέλει να
αγωνισθή, αλλά δεν έχει διάθεση, δεν έχει ψυχική δύναμη. Τότε πρέπει να
τακτοποιηθή εσωτερικά με την εξομολόγηση. Με την εξομολόγηση παρηγοριέται,
τονώνεται και ξαναβρίσκει με την Χάρη του Θεού το κουράγιο για αγώνα. Αν δεν
τακτοποιηθή, μπορεί να του έρθη και άλλος πειρασμός, οπότε, θλιμμένος όπως
είναι, τσακίζεται περισσότερο, τον πνίγουν οι λογισμοί, απελπίζεται και μετά
δεν μπορεί να αγωνισθή καθόλου.
- Και αν αυτό συμβαίνη συχνά;
- Αν συμβαίνη συχνά, πρέπει ο άνθρωπος να
τακτοποιήται συχνά, να ανοίγη την καρδιά του στον πνευματικό, για να παίρνη
κουράγιο. Και όταν τακτοποιηθή, πρέπει να βάλη την μηχανή να τρέξη, να αγωνισθή
φιλότιμα και εντατικά, για να πάρη καταπόδι τον έξω από ‘δώ.
- Γέροντα, όταν δεν αισθάνωνται την ανάγκη
για εξομολόγηση, τι φταίει;
- Μήπως δεν παρακολουθείς τον εαυτό σου; Η
εξομολόγηση είναι μυστήριο. Να πηγαίνης και απλά να λες τις αμαρτίες σου.
Γιατί, τι νομίζεις; Πείσμα δεν έχεις; Εγωισμό δεν έχεις; Δεν πληγώνεις την
αδελφή; Δεν κατακρίνεις; Μήπως εγώ τι πηγαίνω και λέω; «Θύμωσα, κατέκρινα…» και
μου διαβάζει ο πνευματικός την συγχωρητική ευχή. Αλλά και οι μικρές αμαρτίες
έχουν και αυτές βάρος. Όταν πήγαιναν στον Παπα-Τύχωνα[6] να εξομολογηθώ, δεν
είχα τίποτα σοβαρό να πω και μου έλεγε: «Αμμούδα, παιδάκι μου, αμμούδα»! Οι
μικρές αμαρτίες μαζεύονται και κάνουν ένα σωρό αμμούδα, που είναι όμως βαρύτερη
από μια μεγάλη πέτρα. Ο άλλος που έχει κάνει ένα αμάρτημα μεγάλο, το σκέφτεται
συνέχεια, μετανοεί και ταπεινώνεται. Εσύ έχεις πολλά μικρά. Εάν όμως εξετάσης
τις συνθήκες με τις οποίες εσύ μεγάλωσες και τις συνθήκες με τις οποίες
μεγάλωσε ο άλλος, θα δης ότι είσαι χειρότερη από εκείνον. Να προσπαθής επίσης
να είσαι συγκεκριμένη στην εξομολόγησή σου. Δεν φθάνει να πη κανείς λ.χ.
«ζηλεύω, θυμώνω κ.λπ.», αλλά πρέπει να πη τις συγκεκριμένες πτώσεις του, για να
βοηθηθή. Και, όταν πρόκειται για κάτι βαρύ, όπως η πονηριά, πρέπει να πη και
πως σκέφθηκε και πως ενήργησε· αλλιώς κοροϊδεύει τον Χριστό. Αν ο άνθρωπος δεν
ομολογή την αλήθεια στον πνευματικό, δεν του αποκαλύπτη το σφάλμα του, για να
μπορέση να τον βοηθήση, παθαίνει ζημιά, όπως και ο άρρωστος κάνει μεγάλο κακό
στην υγεία του, όταν κρύβη την πάθησή του από τον γιατρό. Ενώ, όταν εκθέτη τον
εαυτό του όπως ακριβώς είναι, τότε ο πνευματικός μπορεί να τον γνωρίση καλύτερα
και να τον βοηθήση πιο θετικά.
Ύστερα, όταν κανείς αδικήση ή πληγώση με την
συμπεριφορά του έναν άνθρωπο, πρέπει πρώτα να πάη να του ζητήση ταπεινά
συγχώρηση, να συμφιλιωθή μαζί του, και έπειτα να εξομολογηθή την πτώση του στον
πνευματικό, για να λάβη την άφεση. Έτσι έρχεται η Χάρις του Θεού. Αν πη το
σφάλμα του στον πνευματικό, χωρίς προηγουμένως να ζητήση συγχώρηση από τον
άνθρωπο που πλήγωσε, δεν είναι δυνατόν να ειρηνεύση η ψυχή του, γιατί δεν
ταπεινώνεται. Εκτός αν ο άνθρωπος που πλήγωσε έχη πεθάνει ή δεν μπορή να τον
βρη, γιατί άλλαξε κατοικία και δεν έχει την διεύθυνσή του, για να του ζητήση,
έστω και γραπτώς, συγγνώμην, αλλά έχη διάθεση να το κάνη, τότε ο Θεός τον
συγχωρεί, γιατί βλέπει την διάθεσή του.
- Αν, Γέροντα, ζητήσουμε συγχώρεση και δεν
μας συγχωρήση;
- Τότε να κάνουμε προσευχή να μαλακώση ο Θεός
την καρδιά του. Υπάρχει όμως περίπτωση να μη βοηθάη ο Θεός να μαλακώση η καρδιά
του, γιατί, αν μας συγχωρήση, μπορεί να ξαναπέσουμε στο ίδιο σφάλμα.
- Γέροντα, όταν κανείς κάνη ένα σοβαρό
σφάλμα, υπάρχει περίπτωση να μην μπορή να το εξομολογηθή αμέσως;
- Γιατί να το αφήση; Για να ξινίση; Όσο
κρατάς ένα χαλασμένο πράγμα, τόσο χαλάει. Γιατί να αφήση να περάσουν ένας-δύο
μήνες, για να πάη στον πνευματικό να το εξομολογηθή; Να πάη το συντομώτερο. Αν
έχη μια πληγή ανοιχτή, θα αφήση να περάση ένας μήνας, για να την θεραπεύση;
Ούτε να περιμένη να πάη, όταν θα έχη πολύ χρόνο ο πνευματικός, για να έχη πιο
πολλή άνεση. Αυτό το ένα σφάλμα, τακ-τακ να το λέη αμέσως και μετά, όταν ο
πνευματικός θα έχη χρόνο, να πηγαίνη για πιο πολύ, για μια συζήτηση κ.λπ.
Δεν χρειάζεται ώρα πολλή, για να δώσω εικόνα
του εαυτού μου. Όταν η συνείδηση δουλεύη σωστά, δίνει ο άνθρωπος με δυο λόγια
εικόνα της καταστάσεώς του. Όταν όμως υπάρχη μέσα του σύγχυση, μπορεί να λέη
πολλά και να μη δίνη εικόνα. Να, βλέπω, μερικοί μου γράφουν ολόκληρα τετράδια,
είκοσι-τριάντα σελίδες αναφοράς με μικρά γράμματα, και μερικές σελίδες
υστερόγραφο… Όλα αυτά που γράφουν, μπορούσαν να τα βάλουν σε μια σελίδα.
Ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ εἰρηνεύῃ καὶ νὰ προοδεύῃ χωρὶς νὰ χάνῃ καιρὸ
Αόρατος Πόλεμος - Μέρος 2ον
Κάνε ἐκεῖνα ποὺ σοῦ εἶπα στὸ κστ´ κεφάλαιο τοῦ πρώτου μέρους, δηλαδὴ ὅλες τὶς φορὲς ποὺ θὰ δῇς τὸν ἑαυτό σου νὰ πέφτῃ σὲ κάποιο ἐλάττωμα ἀπὸ τὰ συγγνωστά, μικρότερο ἢ μεγαλύτερο καὶ χίλιες φορὲς τὴν ἡμέρα νὰ τὸ κάνῃς αὐτὸ καὶ πάντοτε μὲ τὴν θέλησί σου καὶ ἐν γνώσει σου, μὴ συγχισθῇς μὲ ἐνοχλητικὴ λύπη καὶ μὴ ταραχθῇς, οὔτε νὰ χάνῃς πολὺ καιρὸ ἐξετάζοντάς το, ἀλλὰ ἀμέσως γνωρίζοντας ἐκεῖνο ποὺ ἔκανες, ταπεινώσου, καὶ βλέποντας τὴν ἀδυναμία σου, νὰ στραφῆς μὲ ἀγάπη στὸν Θεό σου καὶ μὲ τὸ στόμα ἢ καὶ μὲ τὸν νοῦ, νὰ πῇς πρὸς αὐτόν: «Κύριέ μου, ἐγὼ ἔκανα σὰν αὐτὸς ποὺ εἶμαι. Καὶ ἀπὸ ἐμένα δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ περιμένῃ τίποτε ἄλλο, παρὰ αὐτὰ τὰ ἐλαττώματα καὶ ἄλλα ἀκόμη. Καὶ δὲν θὰ παρέμενα μόνο σ᾿ αὐτά, ἂν δὲν ἦταν ἡ ἀγαθότητά σου νὰ μὲ βοηθῇ καὶ νὰ μὴ μὲ ἐγκαταλείπῃ. Σ᾿ εὐχαριστῶ γι᾿ αὐτό, γιατὶ μὲ ἐλευθέρωσες, καὶ πονῶ γιὰ ἐκεῖνο ποὺ ἔκανα, μὴ ἀνταποκρινόμενος στὴν χάρι σου. Συγχώρεσέ με καὶ δός μου τὴν χάρι ὥστε νὰ μὴ σὲ λυπήσω πλέον, καὶ νὰ μὴ μὲ χωρίσῃ κανένα πρᾶγμα ἀπὸ σένα, τὸν ὁποῖον πάντοτε θέλω νὰ ὑπηρετῶ καὶ νὰ ὑπακούω». Καὶ ἀφοῦ κάνῃς αὐτό, μὴ χάνῃς τὸν καιρὸ νὰ σκέπτεσαι ἢ νὰ νομίζῃς ὅτι ὁ Θεὸς δὲν σὲ συγχώρεσε. Ἀλλὰ μὲ πίστι καὶ ἀνάπαυσι προχώρα μπροστά,
ἀκολουθώντας πάντοτε τὰ συνηθισμένα σου γυμνάσματα, σὰν νὰ μὴν ἔπεσες σὲ κανένα
σφάλμα.
Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ κάνῃς ὄχι μία φορά, ἀλλὰ ἂν
εἶναι ἀνάγκη καὶ ἑκατὸ φορές, καὶ σὲ κάθε στιγμὴ καὶ μὲ τόσο θάρρος καὶ
ἀνάπαυσι τὴν τελευταία φορά, ὅπως καὶ τὴν πρώτη. Γιατὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τιμᾷς
πολὺ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο πάντοτε ὀφείλεις νὰ ἐννοῇς ὅτι εἶναι
ὅλος ἀγαθὸς καὶ ἀπείρως σπλαγχνικὸς καὶ περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖς ἐσὺ
νὰ σκεφθῇς. Καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἐμποδισθῆ ποτὲ ἡ πρόοδός σου καὶ ἡ ὑπομονή σου καὶ
ἡ πορεία σου πρὸς τὰ ἐμπρός. Γι᾿ αὐτὸ μὴ χάνῃς τὸν καιρό σου ἄδικα καὶ τὸν
καρπό.
Μπορεῖς ἀκόμη νὰ μένῃς εἰρηνικός, ὅταν πέφτῃς
σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω ἐλαττώματα, ἐνεργώντας μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: Μὲ τὸ νὰ
παρακινῆσαι μὲ κάποια ἐσωτερική σου ἐνέργεια στὸ νὰ ἀναγνωρίζῃς τὴν ἀθλιότητά
σου καὶ νὰ ταπεινώνεσαι μπροστὰ στὸν Θεό. Καὶ μὲ μία ἄλλη ἐνέργεια· μὲ τὸ νὰ
ἀναγνωρίζῃς τὴν ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔκανε σὲ σένα καὶ νὰ τὸν ἀγαπᾷς καὶ νὰ
τὸν ἐξυψώνῃς περισσότερο, μὲ τὴν βοήθεια ποὺ θὰ σοῦ δώσῃ ὁ Θεός. Σὲ αὐτὸ ποὺ
εἴπαμε πρέπει νὰ προσέχουν ἐκεῖνοι ποὺ ἐνοχλοῦνται καὶ ἀποροῦν καὶ διστάζουν,
ὅταν τύχη νὰ σφάλλουν, νὰ ἰδοῦν πόσο μεγάλη εἶναι ἡ τύφλωσί τους, ἐπειδὴ
προχωρώντας μὲ τόση ζημιά τους, χάνουν τὸν καιρό. Γι᾿ αὐτό, καὶ ἀναφέρουμε σ᾿
αὐτοὺς αὐτὴ τὴν εἴδησι, ποὺ εἶναι ἕνα κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖ ἡ ψυχὴ νὰ
ἀνοίγῃ μεγάλους θησαυροὺς πνευματικοὺς καὶ σὲ λίγο καιρὸ νὰ πλουτήσῃ μὲ τὴν
χάρι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖον πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ
προσκύνησις μαζὶ μὲ τὸν Ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ Πανάγιο Αὐτοῦ Πνεῦμα τώρα καὶ
πάντοτε καὶ στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.
Οἱ πειρασμοὶ δόθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ
γιὰ ὠφέλειά μας
Αόρατος Πόλεμος - Μέρος 2ον
Καὶ γενικά, γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅτι ὅλοι οἱ πειρασμοί
μας δόθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὸ συμφέρον μας (1), πρέπει νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος,
ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς κλίσεως τῆς διεφθαρμένης του φύσεως, εἶναι ὑπερήφανος, φιλόδοξος,
στὸ ἔπακρο δοκησίσοφος [μετ=φαντασμένος, μωρόσοφος] καὶ ὑπερασπιστὴς τῆς ἰδικῆς
του γνώμης, καὶ θέλει πάντοτε νὰ τὸν ὑπολογίζουν ὅλοι, περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ
εἶναι στὴν πραγματικότητα. Αὐτὴ ὅμως ἡ ὑπόληψις εἶναι τόσο ἐπικίνδυνη γιὰ τὴν
πνευματική του πρόοδο, ὥστε καὶ αὐτὴ μόνον ἡ ὀσμή της νὰ εἶναι ἀρκετὴ νὰ
ἐμποδίσῃ τὸν ἄνθρωπο ὥστε νὰ φθάση στὴν ἀληθινὴ τελειότητα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ
Θεός, ὡς φιλόστοργος Πατέρας, ποὺ ἔχει ἕνα ἀγαπητικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν καθένα
καὶ μάλιστα γιὰ ἐκείνους ποὺ δόθηκαν στὴν ὑπηρεσία του, φροντίζει πάντοτε μὲ
τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἐπιτρέπει νὰ μᾶς συμβαίνουν, ὥστε νὰ μᾶς βάλῃ σὲ μία τέτοια
θέσι, ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸν φοβερὸ αὐτὸν κίνδυνο τῆς παρόμοιας
ὑπολήψεως, καὶ σχεδὸν μὲ τὴν βία νὰ ἐρχόμαστε στὴν ἀληθινὴ ταπεινὴ γνῶσι τοῦ
ἑαυτοῦ μας, ὅπως ἔκανε μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, στὸν ὁποῖον ἐπέτρεψε νὰ τὸν
ἀρνηθῆ τρεῖς φορές, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ γνωρίσῃ τὴν ἀδυναμία του καὶ νὰ μὴν ἔχῃ
θάρρος καὶ ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του: ὅπως ἔκανε καὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο,
τὸν ὁποῖο ἀφοῦ τὸν ἀνέβασε μέχρι τὸν τρίτο οὐρανὸ καὶ τοῦ ἀπεκάλυψε τὰ θεϊκὰ
καὶ ἀπόκρυφα μυστήρια, τοῦ ἔδωσε ἕναν φυσικὸ πειρασμὸ γιὰ νὰ γνωρίσῃ τὴν φυσικὴ
χαυνότητα καὶ ἀσθένειά του, νὰ ταπεινώνεται καυχώμενος στὶς ἀσθένειές του καὶ
ἔτσι τὸ μέγεθος τῶν ἀποκαλύψεων ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὴ τὸν κάνῃ νὰ
ὑπερηφανεύεται, ὅπως λέγει καὶ ὁ ἴδιος, «μοῦ δόθηκε σκόλοπας στὴ σάρκα, Ἄγγελος
τοῦ Σατανᾶ, νὰ χτυπάῃ, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύωμαι» (Β´ Κορ. 12,7).
Ὁ Θεὸς λοιπὸν συμπαθώντας τὴν ταλαίπωρη καὶ παράνομη
κλίσι μας, ἐπιτρέπει νὰ μᾶς ἐπισκέπτωνται οἱ πειρασμοὶ ποὺ μερικὲς φορὲς νὰ εἶναι
τόσο φρικτοὶ καὶ φοβεροὶ μὲ διάφορους τρόπους, ὥστε νὰ ταπεινωνόμαστε καὶ νὰ γνωρίζουμε
τὸν ἑαυτό μας, μολονότι μᾶς φαίνωνται ὅτι εἶναι χωρὶς ὤφελος. Καὶ στὸ σημεῖο
αὐτὸ συγχρόνως δείχνει καὶ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν σοφία του, ἐπειδὴ μὲ ἐκεῖνο
ποὺ τὸ θεωροῦμε ἐμεῖς περισσότερο βλαπτικό, μὲ ἐκεῖνο μας ὠφελεῖ, ἐπειδὴ
ταπεινωνόμαστε περισσότερο, πράγμα τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ πιὸ ἀπαραίτητο ἀπὸ ὅλα
στὴν ψυχή μας. Ἔτσι, ἂν γενικὰ ὅλοι οἱ πειρασμοὶ προξενοῦν ταπείνωσι, πρέπει νὰ
ταπεινώνεται καὶ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ποὺ αἰσθάνεται στὴν καρδιά του τοὺς
πειρασμοὺς καὶ λογισμοὺς ποὺ προαναφέραμε καὶ τὴν τόση ἀνευλάβεια τῆς
πνευματικῆς χαρᾶς καὶ γλυκύτητος καὶ νὰ σκέπτεται ὅτι αὐτὰ συμβαίνουν γιὰ τὶς
ἁμαρτίες του καὶ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη κάποιος ποὺ νὰ ἔχῃ τόσο ἠλαττωμένη
τὴν ψυχὴ καὶ νὰ ὑπηρετῇ τὸν Θεὸ μὲ τόση χλιαρότητα, ὅπως εἶναι ἡ δική του ψυχή,
καὶ ὅτι τέτοιοι λογισμοὶ δὲν συμβαίνουν σὲ ἄλλους, παρὰ σὲ ἐκείνους ποὺ εἶναι
ἐγκαταλειμμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος εἶναι ἄξιος
ἐγκαταλείψεως.
Νὰ τί κέρδος προέρχεται κατόπιν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς
ταπεινοὺς λογισμούς: Ἐκεῖνος ποὺ προηγουμένως δὲν νόμιζε ὅτι ἔχει κάποιο κακό, τώρα
νομίζει ὅτι εἶναι ὁ πιὸ παράνομος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου καὶ ὅτι εἶναι ἀνάξιος ἀκόμη
καὶ αὐτοῦ τοῦ χριστιανικοῦ ὀνόματος. Βέβαια ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σκεφθῆ τόσο
χαμηλὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του (εὐτελῆ ἔννοιαν), οὔτε νὰ ἔλθη σὲ τόση βαθειὰ
ταπείνωσι, ἂν δὲν τὸν ἀνάγκαζαν ἡ μεγάλη θλῖψις καὶ οἱ ξεχωριστοὶ ἐκεῖνοι
πειρασμοὶ καὶ πικρότητες τῆς καρδιᾶς, ποὺ εἶναι μία εὐεργεσία ποὺ δίνει ὁ Θεὸς
στὴν ζωὴ αὐτὴ στὴν ψυχὴ ἐκείνη ποὺ ἀφιερώνεται σ᾿ αὐτὸν ταπεινωμένη, γιὰ νὰ τὴν
ἰατρεύσῃ μὲ ἐκεῖνα τὰ φάρμακα, μὲ τὰ ὁποῖα αὐτὸς μόνος γνωρίζει καλὰ ὅτι εἶναι
ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ὑγεία καὶ τὴν καλή της κατάστασι.
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς καρποὺς αὐτοὺς ποὺ προξενοῦν στὴν
ψυχή μας οἱ παρόμοιοι πειρασμοὶ καὶ ἡ ἔλλειψις τῆς εὐλαβείας, ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ
ἄλλοι πολλοὶ καρποί. Γιατὶ ὅποιος εἶναι στενοχωρημένος ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς
ἐσωτερικοὺς πειρασμούς, σχεδὸν ἀναγκάζεται νὰ πλησιάση τὸν Θεό, καὶ προσπαθεῖ
νὰ κάνῃ ὅ,τι εἶναι σωστὸ γιὰ τὴν θεραπεία τῆς θλίψεως καὶ τῆς καρδιακῆς πικρίας
καὶ γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ ἐλευθερωθῆ γρήγορα ἀπὸ τέτοιο νοητὸ μαρτύριο. Πηγαίνει
ἐξετάζοντας τὴν καρδιά του, ἀποφεύγοντας κάθε ἁμαρτία καὶ κάθε ἄλλο παραμικρὸ
ἐλάττωμα ποὺ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο. Καὶ ἔτσι ἐκείνη
ἡ θλῖψις, τὴν ὁποία αὐτὸς νόμιζε τόσο ἀντίθετη καὶ ζημιογόνα, κατόπιν αὐτὴ ἡ
θλῖψις, τοῦ γίνεται σὰν ἕνα κέντρο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξεκινᾷ καὶ ἀναζητεῖ τὸν Θεὸ μὲ
περισσότερη θερμότητα, καὶ ἀπομακρύνεται ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ
νομίζει ὅτι δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ γιὰ νὰ μιλήσω ἐν
συντομίᾳ, ὅλες οἱ θλίψεις καὶ τὰ βάσανα ποὺ ὑποφέρει ἡ ψυχὴ σ᾿ αὐτοὺς τοὺς
ἐσωτερικοὺς πειρασμοὺς καὶ ἐλλείψεις τῶν πνευματικῶν τρυφῶν καὶ εὐχαριστήσεων,
δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα φιλικὸ καθαρτήριο μὲ τὸ ὁποῖο τὴν καθαρίζει ὁ
Θεός, ἂν τὰ ὑπομένῃ μὲ ταπείνωσι καὶ ὑπομονή: καὶ αὐτὰ μποροῦν νὰ μᾶς κάνουν νὰ
λάβουμε στὸν οὐρανὸ ἐκεῖνο τὸ στεφάνι ποὺ ἀποκτᾶται μόνον μὲ τὸ μέσο αὐτῶν. Καὶ
ὅσο μεγαλύτερα εἶναι τὰ βάσανα, τόσο πιὸ ἔνδοξος εἶναι καὶ ὁ οὐρανός.
Ἀπὸ αὐτὰ εἶναι φανερὸ ὅτι ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ
συγχιζώμαστε καὶ νὰ λυπούμαστε τόσο γιὰ τοὺς ἄλλους ἐξωτερικοὺς πειρασμοὺς ποὺ μᾶς
ἔρχονται, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς προλεχθέντας ἐσωτερικούς, ὅπως κάνουν ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν
λίγη πείρα στὰ παρόμοια καὶ ὅ,τι τοὺς συμβαίνει τὸ ἀποδίδουν ὅτι τοὺς ἔρχεται ἢ
ἀπὸ τὸν διάβολο ἢ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ ἀτέλειές τους, καὶ τὰ σημεῖα τῆς ἀγάπης
τοῦ Θεοῦ, τὰ νομίζουν ὡς σημεῖα μίσους, καὶ τὶς εὐεργεσίες καὶ τὶς δωρεές του τὶς
θεωροῦν ὅτι εἶναι δοκιμασίες καὶ κτυπήματα, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ μία ὀργισμένη καρδιὰ
καὶ ὅ,τι κάνουν εἶναι χαμένο καὶ χωρὶς μισθὸ καὶ ὅτι ἡ ζημία αὐτὴ δὲν θεραπεύεται.
Διότι ἂν πίστευαν ὅτι ἀπὸ τοὺς παρόμοιους πειρασμοὺς δὲν προκύπτει καμμία
ζημία, ἀλλὰ μεγάλη ἀπόκτησις ἀρετῶν, ἂν ἡ ψυχή τους τοὺς μεταχειρισθῆ καὶ τοὺς
δεχθῆ μὲ εὐχαρίστησι, καὶ ἂν πίστευαν ὅτι αὐτοὶ εἶναι μόνο μία ἐνθύμησι τῆς
στοργικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ταράσσωνται καὶ νὰ
χάνουν τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς τους, γιατὶ θλίβονται ἀπὸ πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ
λογισμοὺς παράξενους καὶ βλάσφημους καὶ βρίσκονται σὰν ξηροὶ καὶ χλιαροὶ καὶ
χωρὶς εὐλάβεια στὴν προσευχὴ καὶ στὶς ἄλλες πνευματικὲς ἀσκήσεις ποὺ κάνουν.
Μάλιστα τότε μὲ μία νέα ἐπιμονὴ θὰ ἤθελαν νὰ ταπεινώσουν
τὶς ψυχές τους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀποφασίζουν σὲ κάθε περίπτωσι νὰ ἐκπληρώσουν
τὸ θεῖο θέλημα μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο θέλει ὁ Θεὸς καὶ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν στὸν κόσμο
αὐτὸν καὶ νὰ φροντίζουν νὰ φαίνονται εἰρηνικοὶ καὶ ἥσυχοι, νομίζοντας ὅτι δέχονται
κάθε πρᾶγμα ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ οὐράνιου Πατέρα, στὸ χέρι τοῦ ὁποίου βρίσκεται αὐτὸ
τὸ πικρὸ ποτῆρι ποὺ τοὺς δίνεται. Διότι εἴτε ἀπὸ τὸν διάβολο εἶναι ἡ ἐνόχλησις
αὐτὴ καὶ ὁ πειρασμὸς ποὺ ὑποφέρουν, εἴτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, εἴτε γιὰ τὶς
ἁμαρτίες τους, εἴτε γιὰ κάθε ἄλλο λόγο, πάντοτε καὶ σὲ ὅλα ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ τὰ
παραχωρεῖ μὲ διάφορα μέσα, ὅπως κρίνει σωστό, γιὰ νὰ μὴν φθάσης σὲ ἄλλο κακό,
παρὰ σὲ ἐκεῖνο μόνο τῆς ποινῆς καὶ τιμωρίας, τὸ ὁποῖο πάντοτε αὐτὸς ἐπιτρέπει
νὰ ἔρχεται γιὰ ὠφέλειά σου. Καὶ ἂν τὸ κακὸ τοῦ πταίσματος, δηλαδὴ ἡ ἁμαρτία ποὺ
γίνεται, γιὰ παράδειγμα, ἀπὸ τὸν πλησίον, εἶναι ἀντίθετη στὸ θέλημά του, αὐτὸς
ὅμως καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν μεταχειρίζεται γιὰ τὴν δική σου ὠφέλεια καὶ σωτηρία,
ἂν ἐσὺ τὴν ὑπομένῃς χωρὶς ταραχή. Ἔτσι ἀντὶ νὰ λυπῆσαι καὶ νὰ ἀνησυχῇς, πρέπει
νὰ τὸν εὐχαριστῇς μὲ ἐσωτερικὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι, κάνοντας ὅ,τι μπορεῖς μὲ
ἐπιμονὴ καὶ καρτερία, χωρὶς νὰ χάνῃς τὸν καιρὸ καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸ νὰ χάνῃς καὶ
πολλοὺς καὶ μεγάλους μισθούς, ποὺ θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἀποκτᾷς μὲ τὴν ἀφορμὴ ποὺ
ἐπιτρέπει νὰ ἔρχεται.
1.Πολλὲς καὶ διάφορες εἶναι οἱ αἰτίες γιὰ τὶς
ὁποῖες ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς σύμφωνα μὲ τὴν ἄβυσσο τῶν ἀκατάληπτων κριμάτων του, νὰ συμβαίνουν
οἱ πειρασμοὶ τόσο στοὺς ἁμαρτωλούς, ὅσο καὶ στοὺς ἁγίους καὶ ἐναρέτους. Ὁ θεῖος
Χρυσόστομος, στὴν ὁμιλία ποὺ κάνει στὸ ἀποστολικὸ ρητὸ «οἴνῳ ὀλίγῳ χρῶ διὰ τὸν
στόμαχόν σου καὶ τὰς πυκνάς σου ἀσθενείας», ἀπαριθμεῖ ἕνδεκα αἰτίες γιὰ τὶς
ὁποῖες ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ πειράζωνται οἱ ἅγιοι. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος
ἀναφέρει πολλὲς ἄλλες αἰτίες, γιὰ τὶς ὁποῖες πειράζονται οἱ ἄνθρωποι τόσο στὸν
ε´ του λόγο, ὅσο καὶ στὸν μη´. Ἀναφέρει ὅμως ὁ ἴδιος στὸ μη´ λόγο γενικά, ὅτι
«ὁ πειρασμὸς ὠφελεῖ κάθε ἄνθρωπο… οἱ ἀγωνιστὲς πειράζονται γιὰ νὰ προσθέσουν
πλοῦτο στὸν πλοῦτο.
Οἱ χαῦνοι γιὰ νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ
τοὺς βλάπτουν, αὐτοὶ ποὺ κοιμοῦνται γιὰ νὰ ξυπνήσουν καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶναι μακριὰ
γιὰ νὰ πλησιάσουν τὸν Θεό· οἱ δὲ φίλοι του γιὰ νὰ ἔχουν μεγαλύτερη παρρησία».
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς στό με´ κεφάλαιο τῆς Ὀρθοδόξου
Πίστεως, ἀφοῦ εἶπε ὅτι οἱ πειρασμοὶ ἔρχονται στοὺς δικαίους καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς
κατὰ συγχώρεσι ἢ παραχώρησι ἢ ἀπὸ ἐγκατάλειψι οἰκονομικὴ καὶ πνευματική, στὸ
τέλος συμπληρώνει: «Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὅλα τὰ δυσάρεστα σὲ ὅσους τὰ
δέχονται μὲ εὐχαρίστησι, ὁπωσδήποτε προξενοῦν ὠφέλεια».
Ἡ ψυχὴ δὲν πρέπει νὰ συγχίζεται
γιὰ τοὺς ἐσωτερικοὺς πειρασμοὺς καὶ λογισμούς
Αόρατος Πόλεμος - Μέρος 2ον
Ἂν καὶ εἴπαμε προηγουμένως, στὸ ζ´ κεφάλαιο,
γιὰ τὴν πικρότητα καὶ τὴν ἐσωτερικὴ ξηρασία τῆς εὐλάβειας, ἀλλὰ καὶ τώρα θὰ
ποῦμε ὅσα παραλείψαμε ἐκεῖ, δηλαδὴ ὅτι εἶναι πολλὰ τὰ καλὰ ποὺ προξενεῖ στὴν
ψυχὴ ἡ πικρότητα καὶ αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ξηρασία, δηλαδὴ ἡ στέρησις τῆς
πνευματικῆς χαρᾶς καὶ γλυκύτητος, ἂν τὰ δεχθοῦμε μὲ ταπείνωσι καὶ ὑπομονή,
πράγματα ποὺ ἂν τὰ καταλάβαινε ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς ἀμφιβολία δὲν θὰ τὸν ἐνοχλοῦσε
αὐτὸ τόσο πολὺ καὶ δὲν θὰ λυπόταν τόσο ὅταν τοῦ συνέβαιναν γιατὶ θὰ δεχόταν τὴν
πικρότητα καὶ τὴν στέρησι αὐτή, ὄχι ὡς σημεῖο μίσους ποὺ τοῦ δείχνει ὁ Θεός,
ἀλλὰ ὡς σημεῖο μεγάλης καὶ ἐξαιρετικῆς ἀγάπης, καὶ θὰ τὴν δεχόταν ὡς ἐξαίρετη
χάρι ποὺ τοῦ κάνει ὁ Θεός. Διότι οἱ παρόμοιες καταστάσεις δὲ συμβαίνουν σὲ
ὅλους, παρὰ σὲ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ δοθοῦν ὁλοκληρωτικὰ στὴν ὑπηρεσία τοῦ
Θεοῦ καὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μποροῦν νὰ τοὺς ζημιώσουν.
Καὶ γενικὰ δὲ συμβαίνουν στὴν ἀρχὴ τῆς
ἐπιστροφῆς τους, ἀλλὰ ἀφοῦ ὑπηρετήσουν τὸν Θεὸ γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα καὶ
ἀφοῦ καθαρίσουν μέτρια τὴν καρδιά τους μὲ τὴν ἱερὴ προσευχὴ καὶ κατάνυξι καὶ
αἰσθανθοῦν ἐν μέρει στὴν καρδιά τους κάποια γλυκύτητα πνευματική, θέρμη καὶ
χαρά, καὶ ἀποφασίσουν νὰ ἀφιερωθοῦν ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν
ὑπηρετήσουν μὲ περισσότερη τελειότητα καὶ ὅταν ἤδη ἔχουν ἀρχίσει τὸ ἔργο. Γιατὶ
ποτὲ δὲν βλέπουμε τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἐκείνους, ποὺ εἶναι δοσμένοι στὰ πράγματα
τοῦ κόσμου, νὰ παραπονοῦνται γιὰ παρόμοιους πειρασμούς. Ἔτσι φαίνεται καθαρὰ
ὅτι ἡ πικρότητα αὐτὴ εἶναι ἕνα τίμιο καὶ ἀκριβὸ φαγητό, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς
προσκαλεῖ ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾷ νὰ τοὺς φιλοξενήσῃ. Καὶ ἂν στὴ γεῦσι μας δὲν εἶναι
νόστιμο, παρὰ ταῦτα μᾶς ὠφελεῖ χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζουμε τότε ποὺ τὸ γευόμαστε.
Γιατὶ ἡ ψυχὴ ποὺ βρίσκεται σὲ τέτοια ξηρασία καὶ
πικρὴ γεῦσι καὶ ἔχει τέτοιους πειρασμοὺς καὶ λογισμούς, ποὺ μόνο νὰ τοὺς σκεφθοῦμε
μᾶς ταράσσουν, ἂς φαρμακώνουν τὴν καρδιὰ καὶ σχεδὸν παραλύουν ὅλον τὸν ἐσωτερικὸ
ἄνθρωπο, μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀποκτᾷ φόβο, μῖσος καὶ ἀποστροφὴ τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ ἐκείνην
τὴν ταπείνωσι ποὺ μᾶς ζητᾷ ὁ Θεὸς καὶ ἐπὶ πλέον ἀποκτᾷ θερμότερη ἀγάπη πρὸς τὸν
Θεό, ἀκριβέστερη προσοχὴ στοὺς λογισμούς, δυνατώτερο στομάχι γιὰ νὰ μπορῇ νὰ χωνεύῃ
τοὺς πειρασμοὺς χωρὶς βλάβη καὶ γυμνασμένα αἰσθητήρια, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ διακρίνῃ
μὲ εὐκολία τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος (Ἑβρ. 5,14). Ἡ ψυχὴ ὅμως ποὺ
τότε δὲν καταλαβαίνει τὰ μυστικὰ αὐτὰ αἴτια, σιχαίνεται καὶ ἀποφεύγει τὴν
πικρότητα ποὺ λέχθηκε, σὰν νὰ μὴ θέλῃ ποτὲ νὰ μείνη χωρὶς πνευματικὴ γεῦσι καὶ
ἡδονὴ καὶ χωρὶς αὐτὴν κάθε ἄλλη ἄσκησι τὴν θεωρεῖ χαμένο καιρὸ καὶ κόπο χωρὶς
προκοπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου