Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Ἐρώτηση Ἁγίου Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ:

Ἐρώτηση Ἁγίου Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ:

 Ἐάν συναντούσατε στό δρόμο ἕνα παπά καί ἕνα Ἄγγελο, ποιόν θά φιλούσατε πρῶτα το χέρι;

 «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» Ιουλίου 1957, φ.196
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου Καντιώτου

(Ύψος της Ιερωσύνης και κατάπτωση κάποιων κληρικών, που φιλούν στις μέρες μας τα χέρια και τις ποδιές των μασόνων, για να μπουν άπο τους φράχτες στην μάνδρα του ανωτέρου κλήρου και να αλώσουν την ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ).
 
Ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΙΕΡΕΥΣ ΤΙ;
Ἐκκλησιαστικὰ θέματα
 
Ἡ εἰκών, ἀγαπητοί μου ἀναγνῶσται, ἡ εἰκών, τὴν ὁποίαν βλέπετε εἰς τὴν σελίδα αὐτὴν τοῦ παρόντος φύλλου, εἶναι δίπτυχος, ὡς ἀποτελούμενη ἐκ δύο εἰκόνων. Ἡ μία εἰκὼν Νο 1 δεικνύει τὸ ὕψος τῆς ἱερωσύνης, ἡ δὲ ἄλλη Νο 2 φέρει ἐπικεφαλῆς ἕνα ἐρωτηματικὸν καὶ ἀφήνει τοὺς φίλους ἀναγνώστας, ἀφοῦ μελετήσουν καὶ ὅλον τὸ ἄρθρον, νὰ ἐξαγάγουν τὰς κρίσεις, τὰ συμπεράσματά των καὶ νὰ ἀπαντήσουν ποίαν ἐκ τῶν δύο εἰκόνων προτιμοῦν νὰ βλέπουν κυριαρχοῦσαν ἐν τῶ ἔθνει ἡμῶν.
 
Ἡ πρώτη εἰκών, ὡς θὰ ἐνθυμοῦνται οἱ παλαιότεροι ἀναγνῶσται διὰ πρώτην φορὰν ἐδημοσιεύθη εἰς τὸ ὑπʼ ἀριθμ. 98)1949 φύλλον τῆς Σπίθας, εἶναι δʼ ἐμπνευσμένη ἀπὸ μίαν ὁμιλίαν τοῦ ἀποστολικοῦ ἱεροκήρυκος, τοῦ νεομάρτυρος, τοῦ μεγάλου τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους Διδασκάλου καὶ Εὐεργέτου, τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (1714-1779). Ὁ Ἅγιος οὗτος, βλέπων ὅτι εἰς τινα μέρη ἐξ ἐπιρροῆς ἑτεροδιδασκαλιῶν τῆς Δύσεως ὑπῆρχε τάσις περιφρονήσεως καὶ ἐξευτελισμοῦ τοῦ ἱερέως ὡς παράγοντος τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ, ἐστηλίτευε τὴν τάσιν ταύτην καὶ ἐκήρυττε μεγαλοφώνως, ὅτι δὲν βλέπει οὐδεμίαν ἄλλην ἐξουσίαν ἀνωτέραν ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν θεόθεν ἔχει διὰ τὴν διαποίμανσιν τῶν ψυχῶν ὁ ἱερεύς. Μὲ ἀπλᾶ λόγια, ποὺ ἐφυτεύοντο εὐθὺς ἀμέσως εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀκροατῶν του ὁ Ἅγιος ἐξύψωνε τὴν ἱερωσύνην. Ἰδοὺ μία θαυμασία περικοπὴ ὁμιλίας του:
 
«Νὰ προσέχετε, ἀδελφοί μου, οἱ κοσμικοὶ νὰ μὴ κατηγορῆτε τοὺς παπάδες σας, νὰ μὴ τοὺς ὑβρίζετε, καὶ νὰ μὴ τοὺς παραμελῆτε, διότι βάνετε φωτιὰ καὶ καίεσθε˙ διότι οἱ παπάδες σας εἶναι ἀνώτεροι καὶ ἀπὸ ἀγγέλους καὶ ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς. Ἐγώ, ἀδελφοί μου, ἡ γνώμη μου ἔτσι μὲ λέγει νὰ κάμω, ἐὰν ἀπαντῶ ἕνα παπᾶ καὶ ἕνα βασιλέα, μοῦ φαίνεται εὔλογον τὸν παπᾶ νὰ βάλω νὰ καθίση ὑψηλότερα ἀπὸ τὸν βασιλέα˙ καὶ ἐὰν ἀπαντήσω ἕνα παπᾶ καὶ ἕνα ἄγγελον, πρῶτα θὰ χαιρετήσω τὸν παπᾶ καὶ ἔπειτα τὸν ἄγγελον» (Ἴδε καὶ ἡμέτερον βιβλίον Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς – Βόλος 1950 σελ. 51).
 
Ἀλλʼ ἡ εἰκὼν Νο 1, ἡ ὁποία ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου δεικνύει τὸ ὕψος τῆς ἱερωσύνης, ἐξαφανίζεται ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας καὶ παρουσιάζεται ἐνώπιον τοῦ Πανελληνίου ἡ εἰκὼν Νο 2, ὁ ὑπὲρ τὸν βασιλέα καὶ ἄγγελον ἱερεὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑποκάτω πάντων. Σᾶς φαίνεται ὑπερβολικὴ ἡ εἰκὼν αὐτή; Ἀλλὰ μήπως κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἐπισκέψεως εἰς νήσον τοῦ Ἰονίου πελάγους τοῦ στρατάρχου Τίτου δὲν εἴδομεν εἰς τὰς ἐφημερίδας δημοσιευομένην φωτογραφίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἄθλιός τις ρασοφόρος Ἱ. Μονῆς ἔκλινε γόνυ καὶ ἠσπάσθη βαθυσεβάστως τὴν χεῖρα τῆς γυναικὸς τοῦ Στρατάρχου, ἐπιχαρίτως γελώσης; Σᾶς φαίνεται ὑπερβολικὴ ἡ εἰκών; Ἀλλὰ μήπως κατὰ τὸν παρελθόντα μῆνα δὲν εἴδομεν εἰς θρησκευτικὸν περιοδικὸν τῶν Ἀθηνῶν νὰ δημοσιεύηται ὡς ἀπίστευτος εἴδησις, ὅτι μεγαλόσχημος κληρικὸς μὲ τὸν τεράστιον τίτλον τοῦ πρωθιερέως κατὰ τινα τελετὴν εἰς τὰ βασιλικὰ ἀνἀκτορα τῆς Ἑλλάδος ἔκλινε τὴν σπονδυλικὴν στήλην καὶ ἠσπάσθη τὰς χεῖρας νεαρῶν πριγκηπισσῶν; Σᾶς φαίνεται ὑπερβολικὴ ἡ εἰκών; Ἀλλὰ μήπως ἐν Ναῶ δεσποινάριόν τι ἐν μέσω ἱερᾶς συνάξεως μικτῆς ἐξ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν δὲν ἐτόλμησε νὰ ἐκφωνήση λόγον, κληρικῶν ἀκούοντων καὶ θαυμαζόντων τὸ κήρυγμα τῆς νεωτέρας γυναικείας Χρυσοστομείου γλώσσης;…
 
Δυστυχῶς ἡ μὲν εἰκὼν Νο 1 ὁσημέραι ἀτονεῖ καὶ ἀποχρωματίζεται, ἡ δὲ εἰκὼν Νο 2 ὁσημέραι ἐνισχύεται καὶ ὁλονὲν διὰ ζωηρωτέρων χρωμάτων ἐμφανίζεται. Ὁ ἱερεὺς ὠθεῖται εἰς τὸ περιθώριον τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ κοινωνίας. Πρόκειται περὶ κηρύγματος ἐν τῶ Ναῶ; Ὁ νεαρὸς σπουδαστὴς μιᾶς οἰασδήποτε Ἱερατικῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, ὁ μὴ γνωρίζων ἀκόμη οὔτε τὸ Α τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔχει τὴν τόλμην νὰ ἐμφανίζηται ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος καὶ νὰ ἐκτοπίζη γηραιὸν ὀρθόδοξον κληρικόν, τοῦ ὁποίου καὶ μόνον ἡ σεμνὴ ἐμφάνισις καὶ τὰ πέντε ἀπλᾶ λόγια τῆς διδαχῆς, ποὺ θὰ εἴπη, φθάνουν διὰ νὰ προκαλέσουν βαθείας ἐντυπώσεις καὶ συγκινήσεις. Πρόκειται περὶ διδασκαλίας ἐν ἰδιαιτέροις κύκλοις; Μία οἱαδήποτε δεσποινὶς ἤ κυρία, ἥτις ἐχρίσθη διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας παρʼ ὀργανώσεως προεδρευομένης ὑπὸ λαϊκοῦ ἔχοντος ἐγωϊσμὸν Ποντίφηκος, μετὰ πολλῆς ὑπερηφανείας ἀναλαμβάνει τὸ ἔργον, συγκεντρώνει τὰς γυναῖκας καὶ ὁρίζει ἐπίτηδες ὡς ὥραν τῶν μαθημάτων τὴν ὥραν ἀκριβῶς ἐκείνην, καθʼ ἥν κληρικὸς τις εἰς τὸν γειτονικὸν Ναὸν κηρύττει μετὰ πίστεως καὶ δυνάμεως τὰ ρήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς. Πρόκειται περὶ κατηχήσεως τῶν παιδιῶν; Ὁ μὲν εὐλαβὴς ἱερεὺς ἤ ἱεροδιάκονος κρίνεται ἀκατάλληλος, τὸ δὲ πρῶτον τυχὸν δεσποινάριον ὀργανώσεως, ποὺ ἔμαθε νὰ ψιττακίζη ὀλίγας θρησκευτικὰς λέξεις καὶ νὰ διανέμη ὡρισμένα καὶ μόνον περιοδικά, καταλληλότατον.
Κατʼ αὐτὸν τὸν τρόπον ὁ ἱερεὺς ἐκτοπίζεται συνεχῶς ἀπὸ τὴν σφαῖραν τῆς διδακτικῆς καὶ ποιμαντικῆς του ἐξουσίας καὶ ἄσπονδοι φίλοι καὶ προστάται τῆς Ὀρθοδοξίας θὰ εὐχαριστηθοῦν ἐὰν ἴδουν τὸν ἱερέα ἰχθύος ἀφωνότερον, βατράχου ἀπραγότερον, ἄνευ κηρύγματος, ἄνευ κατηχήσεως, ἄνευ δράσεως νὰ περιορίζηται εἰς μίαν κόγχην τοῦ ἱεροῦ βήματος καὶ ἐκεῖ μηχανικῶς νὰ ἐκτελῆ τὰς διαφόρους ἱεροπραξίας. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ἀκόμη ἡ θέσις του ἠμφεσβητήθη μὲ περίεργον θεωρίαν τινῶν, οἱ ὁποῖοι διακηρύσσουν ὅτι μετὰ τοῦ ἱερέως φέροντος τὰ ἱερὰ ἄμφια ἀπαραιτήτως, ὄχι ἀπλῶς νὰ παρακολουθῆ, ἀλλὰ νὰ «συνιερατεύη» καὶ ὁ λαός. Ἀλλʼ εἰς τοὺς κυρίους αὐτοὺς έτέθησαν δύο ἀμείληκτα ἐρωτήματα: Τὸ πρώτον. Ἐν ἐρήμω εἶς καὶ μόνον ἱερεὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ἄνευ οὐδενὸς λαϊκοῦ δύναται νὰ τελέση τὸ μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ διʼ ἐπικλήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ μεταβάλη τὸν κοινὸν ἄρτον καὶ κοινὸν οἶνον εἰς Σώμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ; Ναὶ ἀπαντᾶ ἀδιστάκτως τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Τὸ δεύτερον ἐρώτημα. Ἑκατόν, διακόσιοι, χίλιοι, δύο, τρεῖς χιλιάδες, ὅσαι θέλετε χιλιάδες λαϊκῶν ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν δύνανται ἄνευ Ὀρθοδόξου ἱερέως νὰ τελέσουν μυστήριον, νὰ καθαγιάσουν τὰ τίμια Δώρα; Ἀσφαλῶς ὄχι.
 
* * *
Δυστυχῶς τὴν τάσιν αὐτὴν τοῦ περιορισμοῦ, τῆς μειώσεως, τοῦ βαθμιαίου ἐξαφανισμοῦ τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας καὶ τῆς ἐπικρατήσεως, κυριαρχίας ἐν τῶ Ἐκκλησιαστικῶ ὀργανισμῶ τῶν λαϊκῶν, ἔρχονται νὰ ἐνισχύσουν περίεργαι θεωρίαι θεολόγων. Τοιαύτη θεωρία εἶναι καὶ ἐκείνη, ἡ ὁποία διετυπώθη εἰς βιβλίον, ὅπερ ἐξέδωκεν ὁ Ἀρχιμ. Ἱερώνυμος Κοτσώνης ὑπὸ τὸν τίτλον «Ἡ θέσις τῶν λαϊκῶν ἐντὸς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ» (κατὰ τὸ Κανονικὸν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας) – Ἀθήναι 1956. Ἡ θεωρία, τὴν ὁποίαν ὑποστηρίζει ὁ συγγραφεὺς εἶναι ὅτι «ἡ διάκρισις μεταξὺ κλήρου καὶ λαοῦ δὲν ἀφορᾶ εἰς τὴν ἐξουσίαν, ἀλλʼ εἰς τὴν διακονίαν» (Ἴδε σελ. 22, 25, 30, 68), μὲ πλήθος δὲ παραπομπῶν εἰς κείμενα ζητεῖ νὰ μᾶς πείση περὶ τῆς ὀρθότητος τῆς θέσεως ταύτης.
Λυπούμεθα, διότι διὰ λόγους συνειδήσεως εὑρισκόμεθα καὶ πάλιν ἀντιμέτωποι μὲ τὸν π. Ἱερώνυμον, ὄστις καὶ λόγω μορφώσεως καὶ λόγω θέσεως, ἥν κατέχει ἐν βασιλικοῖς ἀνακτόροις, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι προσεκτικὸς περὶ τὴν διατύπωσιν θεωρίας, ἡ ὁποία παρʼ ὅλον τὸ πλῆθος τῶν παραπομπῶν δὲν δύναται νὰ σταθῆ ἐπὶ ὀρθοδόξου ἐδάφους. Καὶ διὰ νὰ μὴ νομισθῆ ὅτι γράφομεν αὐθαιρέτως ἀδικοῦντες τὸν ἄνδρα, θʼ ἀφήσωμεν νὰ ὡμιλήσουν ἐκεῖνοι, εἰς τὰ συγγράμματα τῶν ὁποίων ὡς εἰς πηγὰς καὶ βοηθήματα κατέφυγεν ὁ συγγραφεύς.
 
Καὶ ἐν πρώτοις μεταξὺ τῶν βοηθημάτων σημειώνει καὶ τὸ σύγγραμμα τοῦ ἀοιδίμου Ἰωάν. Εὐταξίου ὑπὸ τὸν τίτλον «Τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας τὰ περὶ ἱερατικῆς ἐξουσίας» (Ἀθήναι 1872). Τὸ βιβλίον ὑπὸ τῶν ἐπαϊόντων ἐχαρακτηρίσθη ὡς τὸ ἄριστον, ὡς κλασσικὸν σύγγραμα διαφωτίζον τὸ θέμα. Εἰς τὸ βιβλίον τοῦτο ὁ συγγραφεὺς ὑποστηρίζει ὅτι ἐν τῆ Ἐκκλησία ὑπάρχει ἐξουσία, ἥτις ἐνεργεῖται διὰ τῶν κανονικῶν ἀντιπροσώπων, ἡ δὲ ἐξουσία αὕτη διακρίνεται εἰς ἰερατικὴν ἐξουσίαν, εἰς διδακτικὴν καὶ καὶ διοικητικὴν ἐξουσίαν. Ἡ ἐν τῆ Ἐκκλησία ἐξουσία εἶναι αὐτοτελής, προέρχεται θεόθεν ἐξ Αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὄστις μετέδωκε ταύτην εἰς τοὺς Ἀποστόλους καὶ διὰ τῶν Ἀποστόλων εἰς τοὺς ὑπʼ αὐτῶν χειροτονηθέντας καὶ ἐγκατασταθέντας ἐπισκόπους καὶ πρεσβυτέρους, ποιμένας καὶ διδασκάλους τοῦ Λαοῦ. Ὁ Εὐταξίας μεταξὺ τῶν ἄλλων μαρτυριῶν Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρει καὶ μαρτυρίαν τῶν Πρακτικῶν τῆς ἐν Καρχηδόνι Συνόδου, ἔχουσαν ὡς ἐξῆς: «Πρόδηλός ἐστιν ἡ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπόφασις, ἀποστέλλοντος τοὺς ἑαυτοῦ Ἀποστόλους, καὶ αὐτοῖς μόνοις τὴν ἐξουσίαν ἐπιτρέποντος, οἷς ἡμεῖς ἐξακολουθοῦμεν τὴ αὐτῶν ἐξουσία τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ κυβερνῶντες…» (Ἴδε σελ. 37 καὶ Σύνταγμα Ράλλη καὶ Ποτλῆ Τόμ. Γ΄ σελ. 17).
Κατὰ τὸν Εὐταξίαν λοιπὸν ὁ κλῆρος διακρίνεται τοῦ λαοῦ κατὰ τὴν ἐξουσίαν τὴν θεόθεν δοθεῖσαν αὐτῶ ἐξ Αὐτοῦ τοῦ Θείου τῆς Ἐκκλησίας Δομήτορος καὶ θὰ ἔπρεπε ὁ π. Ἱερώνυμος νʼ ἀνασκευάση ὅλον τὸ σύγγραμμα τοῦτο διὰ νὰ ὑποστηρίξη τὴν ὅλως ἀντίθετον θέσιν του.
 
Ἀλλʼ ὁ συγγραφεὺς ἐπικαλεῖται καὶ τὸν Ἱ. Χρυσόστομον, καὶ παραπέμπει εἰς ἑρμηνευτικὰς ὁμιλίας τῆς πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολῆς Τόμ. 62, 138, ἀλλʼ ἀνατρέξαντες εἰς τοὺς ἀριθμοὺς τούτους δὲν εὕρομεν ἑρμηνευομένην τὴν πρὸς Φιλιππησίους, ἀλλὰ τὴν πρὸς Ἐφεσίους, τὸ δὲ περίεργον εἶναι ὅτι καὶ διὰ δευτέραν φορὰν ἐν σελ. 30 τῆς συγγραφῆς του ἐπαναλαμβάνει λανθασμένην τὴν παραπομπήν, ἀλλʼ ἐκ τοῦ παρατιθεμένου ὅμως Χρυσοστομικοῦ χωρίου ἀνεύρομεν ἐπὶ τέλους τὴν ὁμιλίαν (Τόμ. 62, 181-190). καὶ εἴδομεν ὅτι ἡ ὁμιλία αὔτη τοῦ Θείου Πατρὸς οὐδαμοῦ παρέχει ἔρεισμα ἵνα ἐπʼ αὐτῆς θεμελιώση τὴν περίεργον θεωρίαν του ὀ πρωθιερεὺς τῶν ἀνακτόρων. Ἐὰν ἤθελε νὰ ἴδη ὁποίαν ἰδέαν περὶ θέσεως κλήρου καὶ λαοῦ ἐν τῶ ἐκκλησιαστικῶ ὀργανισμῶ ἔχει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος θὰ ἔπρεπε νὰ μελετήση τοὺς περιφήμους περὶ ἱερωσύνης λόγους, τὴν 86ην ὁμιλίαν εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, τὸν Β΄ λόγον του εἰς Ἀκύλαν καὶ Πρίσκιλλαν, τὴν Β΄ ὁμιλίαν εἰς τὴν Β΄ πρὸς Τιμόθεον καὶ πολλὰς ἄλλας σχετικὰς περικοπὰς (Ἴδε Ἑλλην. Πατρολ. Migne Τόμ. 48, 624-692 – Τόμ. 59, 467, – Τόμ. 51, 195, Τόμ. 62, 605). Εἰς μίαν τῶν ὁμιλιῶν τοῦτων, τὴν Β΄ πρὸς Ἀκύλαν καὶ Πρίσκιλλαν ὁ Ἱ. Πατὴρ ἐλέγχει τοὺς λαϊκοὺς, οἱ ὁποῖοι ἐξ ὑπερηφανείας θέλουν νὰ ἐπεμβαίνουν εἰς τὴν σφαῖραν τῶν ἱερατικῶν καθηκόντων καὶ αὐτοὶ νὰ κυβερνοῦν τὴν Ἐκκλησίαν: «Εἰ γὰρ μέλλοιεν – λέγει – ἕκαστοι ἐπὶ προφάσει τοῦ τὰ κακῶς γινόμενα διορθοῦν εἰς τὸ τῆς ἱερωσύνης εἰσάγειν ἑαυτοὺς ἀξίωμα, οὔτε πρόφασις ἐπιλείψει διορθώσεώς ποτε, οὔτε ἄρχοντα, οὔτε ἀρχόμενον διαγνωσόμεθα, ἀναμεμιγμένων πάντων ἀλλήλοις». Ἀλλʼ ἡ περικοπὴ ἐκείνη ἐκ τῶν ὀμιλιῶν τοῦ ἀθανάτου Πατρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία ὁμιλεῖ περὶ ἐξουσίας ἱερατικῆς ἀνωτέρας πάσης ἄλλης ἐξουσίας, εἶναι ἡ ἐξῆς: «Οἱ τὴν γῆν οἰκοῦντες (ἱερεῖς) καὶ ἐν τοιαύτη ποιούμενοι τὴν διατριβήν, τὰ ἐν ουρανοῖς διοικεῖν ἐπετράπησαν, καὶ ἐξουσίαν ἔλαβον, ἥν οὔτε Ἀγγέλοις οὔτε Ἀρχαγγέλοις ἔδωκεν ὁ Θεός. Οὐ γὰρ πρὸς ἐκείνους εἴρηται˙ Ὅσα ἄν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα καὶ ἐν τῶν οὐρανῶ˙ καὶ ὅσα ἄν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἐσται λελυμένα ἐν τῶ οὐρανῶ. Ἔχουσι μὲν γὰρ καὶ οἱ κρατοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς τὴν τοῦ δεσμεῖν ἐξουσίαν, ἀλλὰ σωμάτων μόνον˙ οὗτος δὲ ὁ δεσμὸς αὐτῆς ἄπτεται τῆς ψυχῆς καὶ διαβαίνει τοὺς ουρανούς˙ καὶ ἄπερ ἄν ἐργάσωνται κάτω οἱ ἱερεῖς, ταῦτα ὁ Θεὸς ἄνω κυροῖ καὶ τὴν τῶν δούλων γνώμην ὁ Δεσπότης βεβαιοῖ. Καὶ τὶ γὰρ ἀλλʼ ἤ πᾶσαν αὐτοῖς τὴν οὐράνιον ἔδωκεν ἐξουσίαν; Ὤν γὰρ ἄν, φησίν, ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφέωνται˙ καὶ ὤν ἄν κρατῆτε, κεκράτηνται. Τὶς ἄν γένοιτο ταύτης ἐξουσία μείζων; Πᾶσαν τὴν κρίσιν ἔδωκεν ὁ Πατὴρ τῶ Υἱῶ˙ ὁρῶ δὲ πᾶσαν αὐτὴν τούτους ἐγχειρισθέντας ὑπὸ τοῦ Υἱοῦ γὰρ εἰς οὐρανοὺς ἤδη μετατεθέντες, καὶ τὴν ἀνθρωπείαν ὑπερβάντες φύσιν, καὶ τῶν ἡμετέρων ἀπαλλαγέντες παθῶν, οὕτως εἰς ταύτην ἤχθησαν τὴν ἀρχήν… Μανία γὰρ περιφανῆς ὑπερορᾶν τῆς τοσαύτης ἀρχῆς, ἧς ἄνευ οὔτε σωτηρίας ἡμῖν, οὔτε τῶν ἐπηγγελμένων τυχεῖν ἐστιν ἀγαθῶν» (Γ΄, Λόγος περὶ Ἱερωσύνης Ἑλλ. Πατρ. Migne 48, 645).
 
Ὁ συγγραφεὺς ἀφιερώνει τὸ ἔργον του εἰς λαϊκοὺς μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ εἰς τὸν ἀείμνηστον Μ. Γαλανόν, ἀλλʼ ὁποίας ἰδέας εἶχεν ὁ Μ. Γαλανὸς περὶ τῆς θέσεως τοῦ ἱερέως ἐν τῶ ἐκκλησιαστικῶ ὀργανισμῶ, δύναται νὰ ἴδη εἰς τὸ βιβλίον του «Περὶ τῆς διαγωγῆς μας πρὸς τὸν κλῆρον καὶ τὴν Ἐκκλησίαν» – Ἀθήναι 1926. Ὁ σ. ἐν τῆ πραγματεία του ἐξαίρει τὴν θέσιν τοῦ βασιλέως καὶ τῶν βασιλικῶν ἀντιπροσώπων ἐν τῆ Βυζαντινῆ Αὐτοκρατορία, ἀλλʼ ὁ Γαλανὸς ἀντιθέτως τὴν ἀνάμειξιν τῶν βασιλέων, φίλων καὶ ἐχθρῶν, εἰς τὰ τῆς Ἐκκλησίας καυτηριάζει ὡς ἐπιβλαβῆ. «Τὴν ἐπολέμησαν – γράφει – τὴν Ἐκκλησίαν βασιλεῖς, προστάται αἱρέσεων. Τὴν διέβαλον καὶ τὴν ἐσυκοφάντησαν καὶ τὴν καθύβρισαν καὶ τὴν προπηλάκισαν βασιλεῖς ἄλλοι, αἵματος Ἰσαυρικοῦ καὶ Ἀρμενικοῦ, οἱ ὁποῖοι, ψευδῶς, τὴν παρέστησαν ὅτι εἰδωλολάτρευε καὶ παρέλυε τὰ εὐγενῆ αἰσθήματα μὲ τὰς διδασκαλίας της καὶ τοὺς θεσμούς της. Καὶ ἐν ταὐτώ, ἐπὶ βασιλέων φίλων καὶ βασιλέων ἐχθρῶν, ἐξηκολούθησεν ἠπιωτέρα καὶ πολιτικωτέρα ἀπὸ τοὺς πρώτους, ἀποτομωτέρα καὶ αὐθαδοτέρα ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἡ ἀνάμειξίς των καὶ ἡ ἐπέμβασίς των εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν νομοθεσίαν καὶ διοίκησιν καὶ ὁ διὰ τοῦ παλατίου ἐπηρεασμὸς εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ζωὴν καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἤθη» (σελ. 36).
Καὶ ὄχι μόνον ὁ Γαλανός, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι καὶ μάλιστα ὁ κορυφαῖος τῶν παρʼ ἡμῖν θεολόγων ὁ ἀείμνηστος Ἀνδροῦτσος εἰς τὸ βιβλίον του «Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου» ἐλέγχει τὰς ἐπεμβάσεις βασιλέων καὶ αὐτοκρατόρων εἰς τὰ τῆς διοικήσεως τῆς ἐκκλησίας καὶ ἐπαναλαμβάνων τὴν φράσιν τοῦ Θιέρσου λέγει, ὅτι τότε θὰ πεισθῶμεν ὅτι ἔχουν δίκαιον οἱ ὁπαδοὶ τῆς Πολιτειοκρατίας, ὅταν κατορθώσουν νʼ ἀποδείξουν, ὅτι τὸ «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου ἀπηύθηνεν ὁ Χριστὸς εἰς τὸν Ἡρώδην» (Ἴδε σελ. 31). Ὁ δὲ καθηγητὴς Π. Μπρατσιώτης ἐν τῆ Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως μνημονεύει τὸν Καισαρείας Ἀρέθα, ὅστις ὡς μίαν τῶν αἰτιῶν τῆς καταρρεύσεως τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἐθεώρει καὶ τὴν ἀνάμειξιν ἀρχόντων εἰς τὰ τῆς Ἐκκλησ. Διοικήσεως: «Ἡ Κων/πολις – λέγει ὁ Ἀρέθας – ἐν ἡ πάλαι δικαιοσύνη ἐκοιμήθη, νῦν δʼ ἐν αὐτῆ φονευταί, ἐκ παραλλήλου ἁμίλλης τῶν πολιτικῶν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ἐξισωθῆναι σπευδόντων» (Π. Μπρατσιώτου – Ἑρμην. Ἀποκαλ. σελ. 246-247).
Οὐαὶ τῆ Ἐκκλησία, ἐὰν καὶ πάλιν, συμφώνως μὲ τὴν θεωρίαν τοῦ Ἱερωνύμου Κοτσώνη, οἱ βασιλεῖς τῆς Ἑλλάδος ἀρχίσουν νʼ ἀναμειγνύωνται εἰς τὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀναδεικνύουν ἐπισκόπους καὶ ἀρχιεπισκόπους τῆς ἀρεσκείας των. Ἡ θέσις τοῦ βασιλεώς ἐν τῆ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία εἶναι θέσις ποιμανομένου καὶ ὄχι ποιμαίνοντος ἐπισκόπου. Ὁ λαϊκὸς κἄν βασιλεὺς κἄν ἅγιος ὀφείλει ὑπακοὴν καὶ πειθαρχίαν εἰς τοὺς ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὄχι νὰ ἔχη τὴν ἀξίωσιν αὐτὸς νὰ τοὺς κινῆ καὶ νὰ τοὺς διοικῆ. Ὁ π. Ἱερώνυμος θὰ ἔπρεπε νὰ εὑρίσκετο εἰς ραδιόφωνον τὴν 30 Ἰουνίου ἐ.ἔ. διὰ νʼ ἀκούση θαυμασίαν ὁμιλίαν τοῦ ἐκλεκτοῦ δημοσιογράφου καὶ εὐσεβοῦς τέκνου τῆς Ὀρθοδοξίας κ. Κ. Μπιστιᾶ, ὅστις ἐρμηνεύων τὸ Εὐαγγέλιον τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ μάλιστα τὸν στίχον «προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν…» μὲ ἀξιοθαύμασον λεπτότητα σκέψεως Ὀρθοδόξου στοχαστοῦ διέστειλε ἐξουσίαν καὶ διακονίαν καὶ ἐτόνισεν ὅτι ὁ ἱερεὺς εἶναι φορεὺς ἐξουσίας, ἡ ὁποία λαμβάνει διαστάσεις ἀπιθάνους, ἀνωτέρας πάσης περιγραφῆς. Λυπούμεθα διότι δὲν ὑπάρχει ἐδῶ χῶρος διὰ νὰ δώσωμεν ἔστω καὶ μίαν σύντομον περίληψιν τῆς ὁμιλίας ταύτης καὶ νὰ δημοσιεύσωμεν καὶ τόσας ἄλλας μαρτυρίας καὶ κρίσεις, παλαιοτέρων καὶ νεωτέρων, ὦν ἀρίστη, κονιορτοποιοῦσα τὴν ἐπιχειρηματολογίαν τοῦ Ἱ. Κοτσώνη, εἶναι ἠ κριτικὴ τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου τέως Νευροκοπίου κ. Γεωργίου. Ἀλλʼ ἑνὸς μόνον, τοῦ ἀοιδίμου Κ. Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων (1780-1857), τοῦ ὁποίου ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία ἑορτάζει ἐφέτος τὴν 100ετηρίδα ἀπὸ τοῦ θανάτου αὐτοῦ, θὰ παραθέσωμεν ὀλίγα τινὰ ἀποσπάσματα ἐκ τοῦ σπουδαιοτέρου βιβλίου, ὅπερ ἐν Ναυπλίω τῶ 1835 ἐξέδωκεν ὑπὸ τὴν ἐπιγραφὴν «Περὶ τῶν τριῶν ἱερατικῶν τῆς Ἐκκλησίας βαθμῶν ἐπιστολιμαία διατριβή». Εἰς τὸ ἔργο αὐτὸ ἐλέγχει μὲν καὶ δικαίως τὰς καταχρήσεις τῆς ἀρχιερατικῆς ἐξουσίας, τοῦ δεσποτισμοῦ (Ἴδε καὶ περιοδικὸν «Ἐνορία» φύλλον 234 σελ. 74-76), ἀλλὰ δὲν παρασύρεται ἐκ τῶν καταχρήσεων τῆς ἐξουσίας διὰ νὰ κηρύξη τὴν προτεσταντικὴν δοξασίαν ὅτι ὁ κλῆρος δὲν διακρίνεται κατὰ τὴν ἐξουσίαν, ἀλλὰ τοὐναντίον τονίζει ὅτι ἡ ἱερωσύνη εἶναι ἀρχή, ἐξουσία. Καὶ τὴν θέσιν του ταύτην ὑποστηρίζει μὲ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα διὰ τῶν ὁποίων ἐλπίζομεν νὰ διαλυθῆ καὶ ἡ ἐν τῶ τοῦ Ἀρχιμ. Ἱερωνύμου Κοτσώνη καὶ ἄλλων συνοδοιπορούντων αὐτῶ ἐπικρατοῦσα σύγχυσις τῶν ἐννοιῶν διακονίας καὶ ἐξουσίας ὡς καὶ βασιλείου ἱερατεύματος.
 
Ἄς ἀκούσωμεν ὅλοι μετὰ σεβασμοῦ τὸν νεώτερον τοῦτον τῆς Ὀρθοδοξίας διδάσκαλον. Καὶ περὶ μὲν τῆς ἱερωσύνης ὡς ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας λέγει: «Ψεύδονται ὅσοι, φοβούμενοι δῆθεν τὸ ὄνομα τῆς ΑΡΧΗΣ, εἰσάγουσιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἄναρχον καὶ ἀκέφαλον ἱερατικῆς ἰσοτίμον πολιτείας σύστημα!» Ἐπιφέρουσι δὲ πρὸς ἀπόδειξιν τῆς ἰδίας αὐτὸν δόξης καὶ τὸ πρὸς τοὺς Ἀποστόλους παράγγελμα τοῦ Κυρίου˙ «Ὅτι οἱ Ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύσουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. Οὐχʼ οὕτω δὲ ἔσται ὑμῖν!». Πάντως ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας, «Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὅστις οὐκ ἧλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι», ἀπηγόρευσε μακρὰν ἀπὸ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ Ἀποστόλων τὸν ὄγκον τῆς κοσμικῆς αὐθεντείας καὶ τὴν δοξομανίαν τῆς δεσποτικῆς φιλαρχίας τῶν ἐθνικῶν. Ἀλλʼ αὐτὸς πάλιν ὁ Κύριος ἡμῶν πρὸς τοὺς αὐτοὺς παρήγγειλεν Ἀποστόλους ὅτι, «Ὅς ἐὰν θέλη ἐν ὑμῖν ΜΕΓΑΣ γενέσθαι, ἔστω ὑμῶν διάκονος˙ καὶ ὅς ἐὰν θέλη ἐν ὑμῖν εἶναι ΠΡΩΤΟΣ, ἔστω ὑμῶν δούλος». Καὶ πάλιν˙ «Ο ΜΕΙΖΩΝ ἐν ὑμῖν γενέσθω ὡς ὁ νεώτερος˙ καὶ ὁ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ, ὡς ὁ διακονῶν». Ἀλλὰ καὶ «Ἐν ἐπουρανίοις κατέστησεν ΑΡΧΑΣ» (τῶν Ἀγγέλων τὸν διάκοσμον. Ἐφεσ. Γ΄ 10). Ὥστε καὶ ἀποδέχεται ὁ Κύριος ἡμῶν, καὶ ρητῶς διατάσσει τὸ πρωτεύειν καὶ ἡγεῖσθαὶ τινας μεταξὺ τῶν ἄλλων τῆς Ἐκκλησίας μελῶν, «Οὗς αὐτὸς κατέστησεν ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς αὐτοῦ θεραπείας», ὡς φρονίμους σιτομέτρας, καὶ πιστοὺς οἰκονόμους τῶν τοῦ Θεοῦ μυστηρίων, καὶ πνευματικοὺς ἀρχηγοὺς καὶ κυβερνήτας καὶ κηδεμόνας τῆς κατὰ τόπους τῶν πιστῶν κοινωνίας πρὸς κοινὴν εὐταξίαν καὶ διακόσμησιν. Καὶ «Πείθεσθαι δὲ τούτοις τοῖς ἡγουμένοις καὶ ὑπείκειν» κελεύει διὰ τοῦ Ἀποστόλου, καὶ «τοὺς καλῶς προεστῶτας πρεσβυτέρους διπλῆς τιμῆς ἀξιοῦν», καὶ τʼ ἄλλα τῆς πνευματικῆς πειθαρχίας τὰ παραγγέλματα. «Οὐ γὰρ ἐστιν ἀκαταστασίας ὁ Θεός»! (σελ. 304-305).
Περὶ δὲ βασιλείου ἱερατεύματος ὁμιλῶν δίδει τὴν ὀρθόδοξον ἑρμηνείαν: «Εἰς τὰς θεοπνεύστους τῶν Ἀποστόλων συγγραφὰς πάντοτʼ Ἐπισκόπους καὶ Πρεσβυτέρους βλέπομεν ὀνομαζομένους τοὺς ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας ἱερεὺς δὲ καὶ ἀρχιερεὺς καλεῖται πρῶτον μὲν ὁ κυρίως καὶ κατʼ ἐξοχὴν Ἱερεύς, ὁ ἄκρος ὁ αἰώνιος Ἀρχιερεύς, Ἰησοῦς Χριστός, ὠς ἔχων τὴν ἱερωσύνην ἀδιάδοχον καὶ ἀΐδιον. Ἱερεῖς καλοῦνται προσέτι καὶ πάντες οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ μεταφορικώτερον, καθὼς ὀνομάζονται καὶ βασιλεῖς οἱ αὐτοὶ˙ «Καὶ ἐποίησας ἡμᾶς ἱερεῖς καὶ βασιλεῖς τῶ Θεῶ». Οὕτω καὶ Πέτρος ὀ Ἀπόστολος ὠνόμασεν αὐτούς, «βασίλειον ἱεράτευμα» καὶ «ἱεράτευμα ἅγιον» ἱερεῖς μέν, ὡς προσφέροντες τῶ Θεῶ θυσίαν αἰνέσεως, τὴν λογικὴν λατρείαν˙ «βασιλεῖς δὲ πάλιν, ὡς υἱοὺς καὶ κληρονόμους τῆς ἄνω βασιλείας, ἔτι δὲ καὶ τῶν ἀλόγων παθῶν δεσπότας καὶ αὐτοκράτορας» (Χρυσοστ. Τομ. Γ΄ Ὁμιλ. γ΄ – Ἀνδρ. Καισαρ. εἰς Ἀποκαλ. Α΄ 6 – Θεοφύλακτ. εἰς Β΄. Κορινθ. Α΄ καὶ Ρωμ. ΙΒ΄ Ι. – Τερτυλ. Exhort. ad. Castit C. VII) (σελ. 50).
Μὲ τὸ πῦρ δὲ τῆς ἱερᾶς ἀγανακτήσεως ὁ ἀοίδιμος ἐπιτίθεται κατὰ τῆς ὑποδουλώσεως τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν Πολιτείαν: «Ποῖον τὸ ἧθος τῶν τῆς Ἐκκλησίας ποιμένων, ὅταν ἡ πνευματικὴ ἐξουσία δουλεύση εἰς τὴν πολιτικήν; Οἴμοι! Φρίσσει τις ὅταν ἐνθυμηθῆ!… Καὶ ταῦτα ἐν ὦ μένει καὶ ἰσχύει ἡ τοῦ Πνεύματος ἐξουσία! Ἀλλʼ ὅταν αὕτη συντριβῆ συρομένη αἰχμάλωτος ὑπὸ τῆς πολιτικῆς, ποία ἔπειτα ἐλπὶς ποιμένων ἐλευθέρων, ἐνεργούντων καὶ διαγγελλόντων τὰ θεῖα προστάγματα μετὰ παρουσίας; Τότε τὸ στόμα τῶν διδασκάλων τῆς πίστεως ἐφιμώθη, καὶ ἡ γλῶσσα κεκόλληται ξηρὰ καὶ ἀκίνητος ἐν τῶ λαρύγγι αὐτῶν. Τότε πᾶς μὲ εὐσυνείδητος καὶ χρηστὸς ἀνεχώρησεν˙ ἄν δὲ ἀπομείνη, καὶ οὗτος ὑπὸ δειλίας ἔπτηξεν, ὡς λαγωός, ἤ ἀλέκτωρ «δοῦλον συστείλας πτερόν», καὶ πολλάκις παρηγκωνίσθη. Σοβούσι δὲ διὰ τῆς ἀγορᾶς, καὶ στενοχωροῦνται περὶ τὴν θείαν τράπεζαν πάντα τὰ θρέμματα τῆς ἀναιδείας, ἀνδράρια μοχθηρὰ καὶ παράσημα καὶ τριωβολιμαῖα, πάγχρηστʼ ἀγγεῖα σκευωριῶν, θεοκάπηλοι, καὶ θεοστυγεῖς ὑποκριταὶ καὶ προδόται τῆς ἀληθείας, «ὑπογλυκαίνοντες τοὺς δυνατοὺς ρήμασι μαγειρικοῖς», καὶ χαρμεπέστατα κολακεύοντες τοὺς αὐλικούς, τοὺς ὑπουργούς, τοὺς γραμματεῖς, τὰ παιδία, τοὺς δούλους, αὐτὰ τῶν ὑπουργῶν τὰ κυνάρια!… Τὶς τῶν ἀληθῶς φοβουμένων τὸν Θεόν, καὶ τὸ φρόνημʼ ἀδούλωτον ἐχόντων καὶ εὐγενές, ἀναλαμβάνει πλέον τὴν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνης, ὅπου τὰ πρόβατα ποιμαίνουσι τοὺς ποιμένας, καὶ προστάσσει τὸν ἱερέα πᾶς ὁ τῶν ὑπηρετῶν τῆς πολιτικῆς κυβερνήσεως ἐσμὸς καὶ ἔπαρχοι καὶ ὕπαρχοι καὶ ὅσοι ἄλλοι τῆς κοσμικῆς μετέχοσιν ἐξουσίας;» (σελ. 338, 339-340, 340-341).
* * *
Ἀγαπητοί μας ἀναγνῶσται! Πρὸ καιροῦ εἰς τὰς ἐφημερίδας εἴχομεν ἀναγνώσει ὅτι εἰς τινα πόλιν τῆς Ἀμερικῆς οἱ πιστοὶ μιᾶς χριστιανικῆς αἱρέσεως μὴ θέλοντες νὰ ἔχουν ἱερέα, ἵνα διὰ τοῦ ἐλεγκτικοῦ κηρύγματός του καὶ τῆς καθʼ ὅλου δράσεώς του νὰ ἐνοχλῆ καὶ δυσαρεστῆ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ μὴ θέλοντες νὰ καταργήσουν ὁλοσχερῶς τὸ μυστήριον τῆς ἱερωσύνης, ἐπενόησαν οἱ εὐφυεῖς τὸ ἐξῆς: Κατεσκεύασαν ἐκ ξύλου ἕνα ὁμοίωμα ἱερέως, ἕνα ρομπὸτ-ἱερέα, ὅστις μὲ ἠλεκτρικὰ κουμπιὰ ὑπὸ τινος ἀνδρὸς ἤ γυναικὸς ἤ καὶ παιδαρίου τίθεται εἰς κίνησιν καὶ ἐκτελεῖ μηχανικῶς ὅλα τὰ τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀπίστευτον φαίνεται, ἀλλʼ ἀληθὲς εἰς τὴν χώραν τῶν περιέργων καὶ παραδόξων πραγμάτων, τῶν ἠλεκτρικῶν ἐγκεφάλων καὶ τῶν ὑπηρετῶν ρομπὸτ μιᾶς μηχανοποιουμένης ζωῆς. Εἰς μίαν τοιαύτην λοιπὸν ἄψυχον μηχανήν, εἰς ἕν τοιοῦτον ρομπότ, ποὺ θὰ κινῆται κατόπιν ἐντολῆς ὀργανώσεων κυβερνωμένων ὑπὸ λαϊκῶν, θʼ ἀφήσωμεν νὰ μεταβληθῆ καὶ ἐν τῆ ἡμετέρα Ἐκκλησία ὁ ὀρθόδοξος ἱερεύς; Ὄχι, ἀγαπητοί, μυριάκις ὄχι. Δὲν θὰ ἐπιτραπῆ. Ἀγωνιζόμενοι νὰ ἐλευθερώσωμεν τὸν ἱερέα ἀπὸ τὴν Χάρυβδιν, τὸν δεσποτισμὸν δηλαδὴ τῶν ἀρχιερέων, δὲν θʼ ἀφήσωμεν νὰ πέση οὗτος εἰς τὴν Σκύλλαν, τὴν ἀναρχουμένην δηλαδὴ καὶ λαοκρατουμένην μάζαν τῶν Προτεσταντῶν. Ὁ ἱερεὺς εἶναι φορεὺς ἐξουσίας, τρομερᾶς ἐξουσίας, τῆς ὁποίας κατὰ τοὺς Θείους Νόμους ἡ χρήσις σώζει ἔθνη καὶ λαοὺς καὶ ἀνοίγει τὰς πύλας τοῦ Παραδείσου. Ὁ ἱερεὺς εἶναι πνευματικὸς ἡγεμὼν λαοῦ, εἶναι ἥρως ὡς τοιοῦτον ζωηρῶς περιγράφει ἐν τῶ βιβλίω του ὁ Θωμᾶς Κάρλαϋλ. Κατὰ τὴν θεόθεν δοθεῖσαν αὐτῶ ἐξουσίαν ὁ ἐλάχιστος τῶν ἱερέων διακρίνεται λαοῦ ὁλοκλήρου, πλήθους φιλοσόφων, ἡγεμόνων καὶ βασιλέων. Ἰδεώδη δὲ Ἐκκλησίαν, ἐλευθέραν καὶ ζῶσαν, ὀνομάζομεν ἡμεῖς ἐκείνην, εἰς τὴν ὁποίαν ἡ μὲν πολιτεία οὐδεμίαν ἔχει ἀνάμειξιν, ὁ δὲ εὐσεβὴς λαὸς ὑπακούει καὶ ὑποτάσσεται εἰς τὸν κλῆρον, πρεσβυτέρους καὶ ἐπισκόπους, οἱ δὲ ποιμένες, ἐκλεγόμενοι ὡς διʼ ἰδίας συγγραφῆς ὑπεδείξαμεν ὑπὸ τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ, κυβερνῶντες τὴν Ἐκκλησίαν ὑπακούουν καὶ ὑποτάσσονται εἰς τοὺς Θείους Νόμους, εἰς τὸ Ἱερὸν καὶ Ἅγιον Εὐαγγέλιον, ὅπερ καὶ διʼ αὐτὸν τὸν λόγον τίθεται ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τῶν χειροτονουμένων. Τοιαύτη δὲ ἀρχή, τάξις καὶ ἱεράρχησις ἐν τῆ διακονία τοῦ θείου μυστηρίου κάμνει νὰ κινῆται εὐρύθμως ὅλον τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις ὡς πάμφωτον πλοῖον ὁδηγεῖται πρὸς τὸν Θεῖον λιμένα τοῦ προορισμοῦ της, τὴν αἰώνιον ζωὴν καὶ μακαριότητα. Καὶ ὡς ἐπισφράγησιν τοῦ ἄρθρου τούτου, ὅπερ μὲ πόνον πολὺν ἐγράφομεν, θέτομεν τοὺς λόγους τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Διὰ τοῦτο καὶ ἐν τῆ Ἐκκλησία ἐν ταῖς χειροτονίαις τῶν ἱερέων τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ κεφαλῆς τίθεται, ἴνα μάθη ὁ χειροτονούμενος, ὅτι τὴν ἀληθινὴν τοῦ Εὐαγγελίου τιάραν λαμβάνει˙ καὶ ἵνα μάθη, ὅτι εἰ καὶ πάντων ἐστὶ κεφαλή, ἀλλʼ ὑπὸ τούτους πράττει τοὺς νόμους, πᾶν ων κρατῶν, καὶ τῶ νόμω κρατούμενος, πάντα λογοθετῶν, καὶ ὐπὸ τοῦ λόγου νομοθετούμενος. Διὰ τοῦτο γενναῖὸς τις τῶν ἀρχαίων, Ἰγνάτιος δὲ ἧν ὄνομα αὐτῶ, οὗτος ἱερωσύνη καὶ μαρτυρίω διαπρέψας, ἐπιστέλλων τινὶ ἱερεῖ ἔλεγε˙ Μηδὲν ἄνευ γνώμης σου γενέσθω, μηδὲ σὺ ἄνευ γνώμης Θεοῦ τι πράττει» (Ἑλλην. Πατρολ. Migne 56, 404).
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου