Η παρουσία του Ιερέα στον σύγχρονο κόσμο
Εισήγηση του Αρχιμανδρίτου Αλεξάνδρου Λουκάτου
στο Σεμινάριο των Κληρικών και των υποψηφίων προς Ιεροσύνη της Ιεράς Μητροπόλεως Σουηδίας και πάσης Σκανδιναβίας
Στοκχόλμη, Καθεδρικός Ναός Αγίου Γεωργίου,
1-4 Οκτωβρίου 2015
Σεβασμιώτατε ποιμενάρχα μας κε Κλεόπα,
Ευλαβέστατοι πατέρες και αδελφοί,
Θα ήθελα αρχικά να ευχαριστήσω τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Σουηδίας και πάσης Σκανδιναβίας κ. Κλεόπα για την εμπιστοσύνη και την τιμή που δείχνει προς το πρόσωπό μου και την ανάθεση σήμερα αυτού του σημαντικού ζητήματος που καλούμαι μαζί σας να αναλύσω.
Ο ρόλος των Ιερέων, τόσο στην προχριστιανική ανθρωπότητα όσο και στη χριστιανική εποχή, μέχρι και σήμερα, είχε καθαρά τελετουργικό χαρακτήρα. Οι ιερείς τελούσαν τα της λατρείας. Υπηρετούσαν, δηλαδή, μια έμφυτη και κοινή σε όλους τους ανθρώπους μιας κοινωνικής ομάδος ή φυλής ή πόλεως ή έθνους ανάγκη για επικοινωνία με το θείο. Η λατρεία του Θεού και οι ιεροί τόποι Λατρείας του Θείου είναι φαινόμενα πού παρατηρούνται σε όλους τους λαούς και σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητος. Η μαρτυρία του Πλουτάρχου (Προς Κωλώταν 1125, κεφ. 31), για το θρησκευτικό φαινόμενο είναι σημαντική και πολύ αξιόλογη: «Εύροις δ΄ αν επιών πόλεις ατείχιστους, αγραμμάτους, αβασιλεύτους, αοίκους, νομίσματος μη δεομένας, απείρους θεάτρων και γυμνασίων, ανιέρου δε πόλεως και αθέου, μη χρωμένης ευχαίς μηδ΄ όρκοις μηδέ μαντείοις μηδέ θυσίαις επ΄ αγαθοίς μηδ' ανατροπής κακών ουδείς έστιν ούδ΄ έσται γεγονώς θεατής».
Στη σύγχρονη, όμως, εποχή, η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας σε συνδυασμό με την επικράτηση διαφόρων ιδεολογιών και κοινωνικοπολιτικών συστημάτων, είχε σαν αποτέλεσμα, στο Δυτικό τουλάχιστον κόσμο, να μειωθεί το ενδιαφέρον των συγχρόνων ανθρώπων, για την κάθετη (λατρευτική και τελετουργική) επικοινωνία και σχέση με το θείο σε αντίθεση με την αρχαιότατη εμπειρία των Ελλήνων σοφών διδασκάλων, ότι: «Επιστήμη χωριζομένη αρετής πανουργία και ου σοφία φαίνεται».
Τα ενδιαφέροντα των συγχρόνων ανθρώπων στράφηκαν στην οριζόντια, κυρίως, διάσταση: στην αναζήτηση και ικανοποίηση του επιφανειακού, του εφήμερου, του σωματικού, του υλικού.
Η αποκλειστική στροφή των συγχρόνων ανθρώπων στην οριζόντια μόνο διάσταση είναι τελείως αντίθετη: προς τον άνθρωπο, ο όποιος, κατά τον ορισμό της θρησκειολογίας είναι: «Homo Religiosus» προς αυτή τη φ ύ σ η του, ή οποία κατά τον Τερτυλλιανό, δεν είναι απλώς θρησκευτική, αλλά και Χριστιανική: «Αnima naturaliter Christiana» αλλά και λαθεμένη και επικίνδυνη για το παρόν και το μέλλον των συγχρόνων ανθρώπων, κατά τη σαφή προειδοποίηση του Χρίστου (Ματθ. δ΄ 4): « Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».
Αυτή ακριβώς η κατάσταση δίνει μια νέα διάσταση στον ρόλο των συγχρόνων Ιερέων: ο Ιερεύς σήμερα καλείται να πείσει τους συγχρόνους ανθρώπους, για το λάθος της αποκλειστικής στροφής στον επίπεδο και επιφανειακό τρόπο ζωής, καθώς και για την αναγκαία αποκατάσταση της κάθετης σχέσης με τον Θεό.
Πρόκειται, επομένως, για ένα ρόλο πνευματικής αφύπνισης των συγχρόνων ανθρώπων. Οι Ιερείς των αρχαίων Ισραηλιτών εσάλπισαν και έπεσαν τα τείχη της Ιεριχώ (Ι. Ναυή στ' 13, 20). Οι σύγχρονοι Ιερείς του Υψίστου καλούνται να σαλπίσουν δυνατά τις σάλπιγγες του ιερατικού χαρίσματος, για να πέσουν τα τείχη, μέσα στα οποία η σύγχρονη ειδωλολατρία και απιστία έχουν εγκλωβίσει και αιχμαλωτίσει τους συγχρόνους ανθρώπους.
Εξάλλου, οι ιερατικές σάλπιγγες καλούνται να σημάνουν δυνατά, για να αφυπνισθούν οι συνειδήσεις των συγχρόνων ανθρώπων, οι όποιοι, έχουν περιπέσει σε βαρύ ύπνο και λήθαργο (Έφεσ. ε' 14. Ρωμ. ιγ΄ 11-13): «Έγειρε ο καθεύδων… ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι… η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν, αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσόμεθα τα όπλα του φωτός. Ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν, μη κώμαις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω».
Τον λαό μας από την αρχαιότητα, μας διέκρινε μια θρησκευτική ομοιογένεια. Στην προχριστιανική εποχή σε όλες τις ελληνικές πόλεις - κράτη, επικρατούσε μια θρησκεία, το Δωδεκάθεο. Η θρησκευτική αυτή ομοιογένεια εξασφάλιζε κοινωνική συνοχή στην πολιτεία και ειρήνη στους πολίτες. Δεν πρέπει δε να λησμονούμε, ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν δίστασαν να καταδικάσουν εις θάνατον τον «πάντων ανδρών σοφώτατον Σωκράτην», διότι, κατά το κατηγορητήριο: «ους η Πόλις νομίζει Θεούς ου νομίζει» και «καινά δαιμόνια εισβάλλει».
Επίσης, μέσα στα πλαίσια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κατά τη μακραίωνη οθωμανική δουλεία, κατά τους χρόνους της εθνικής εξεγέρσεως και την σύσταση του ελεύθερου νεοελληνικού Κράτους, ζήσαμε και εξακολουθούμε να ζούμε, ως χριστιανοί ορθόδοξοι. Έτσι, επικρατούσε μια θρησκευτική ομοιογένεια. Το χριστιανικό ποίμνιο, συναγμένο μέσα στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ήταν ενωμένο και αμέριμνο. Κανείς δεν επιβουλευόταν την ειρήνη και τη συνοχή του.
Στη σύγχρονη, όμως, εποχή, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, η θρησκευτική ομοιογένεια έχει αρχίσει να αλλοιώνεται. Η συνεχής εναλλαγή πληθυσμών, η εισπήδηση και ευρύτατη δράση εκατοντάδων αιρετικών ομάδων και θρησκευτικών παραφυάδων, η δια των ΜΜΕ διάδοση αντιχριστιανικών και αθεϊστικών ιδεών και τάσεων, προκαλούν ήδη μια θρησκευτική ανομοιογένεια, η οποία απειλεί να αλλοιώσει τον ενιαίο ορθόδοξο και χριστιανικό χαρακτήρα της θρησκευτικότητας του λαού μας.
Χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι ή τάση της περιθωριοποίησης της Χριστιανικής Εκκλησίας και, ιδιαίτερα, της Ορθοδοξίας.
Ο δυτικός πολιτισμός, βασισμένος στον αθεϊστικό ουμανισμό, υπερτονίζει τη σημασία του ανθρώπου, ως ατόμου. Στο σύγχρονο δυτικό τρόπο ζωής και σκέψης, ο άνθρωπος έχει αξία μόνο ως άτομο.
Ο άνθρωπος, όμως, ως άτομο είναι καταδικασμένος στη μοναξιά, την εκμετάλλευση και την καταδυνάστευση. Η μοναξιά, η εκμετάλλευση και η καταδυνάστευση των συγχρόνων ανθρώπων οφείλεται ακριβώς στην απογύμνωση του ανθρώπου από την προσωπική του διάσταση και τον εγκλεισμό του στα στενά και ασφυκτικά πλαίσια της ατομικής ύπαρξης. Εάν οι σύγχρονοι άνθρωποι καταβροχθίζουν ο ένας τον άλλον, είναι γιατί έμαθαν να ζουν και να υπάρχουν απλώς ως μικρά και αδύνατα ή μεγάλα και δυνατά άτομα. Γι' αυτό και το μεγαλύτερο και ισχυρότερο άτομο τρώει το μικρότερο και αδύνατο, σαν τα μη έλλογα ...ψάρια!
Η τάση αυτή, ως συνισταμένη λαθεμένων φιλοσοφικών και ιδεολογικών ρευμάτων της Δύσεως (ορθολογισμός, διαφωτισμός, πραγματισμός), αποτελεί μια ακόμη ουσιαστική διαφορά από την ορθόδοξη Ανατολή, πού εξακολουθεί να τονίζει την ουσιαστική σημασία του ανθρώπου, ως προσώπου. Ο άνθρωπος, στην καθ' ημάς Ανατολή, είναι δημιούργημα "κατ' εικόνα" του Θεού, ο Οποίος δεν είναι μόνος, ένα θεϊκό άτομο, αλλά μια θεϊκή φύση, πού διακρίνεται σε Τρία Πρόσωπα.
Εικόνα, λοιπόν, του Τριαδικού Θεού, ο άνθρωπος δεν είναι "μόνος", μια μοναχική, δηλαδή και ατομική ύπαρξη. Ο Δημιουργός, όταν έφτιαξε το πρώτο μοντέλο του ανθρώπου, τον αρχέγονο Αδάμ, ως μια ατομική ψυχοσωματική ύπαρξη, διαπίστωσε αμέσως την ατέλεια του και είπε (Γεν. β΄ 18): «Ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον».
Γι' αυτό και ο Δημιουργός Θεός βελτίωσε αμέσως την ανθρώπινη φύση, δίδοντας της προσωπική διάσταση, με τη διαμόρφωση του αρχέγονου ατομικού και μοναχικού ανθρώπου, σε διαπροσωπική ύπαρξη (Γεν. α΄ 27): «άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς».
Η ανθρώπινη φύση δημιουργήθηκε με την ετερότητα του προσώπου ή με την ιδιαιτερότητα των προσώπων, ώστε τα δύο ή περισσότερα ανθρώπινα πρόσωπα να μη μένουν κλειστά στο άτομο τους, αλλά να ανοίγονται προς τα άλλα πρόσωπα, να έλκονται από τα άλλα πρόσωπα και να ενώνονται και χαίρονται μαζί με τα άλλα πρόσωπα.
Οι ορθόδοξοι Ιερείς έχουν το προνόμιο όχι μόνο να βαπτίζουν τους ανθρώπους (Ματθ. κη΄ 19): «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», αλλά και να τους ονοματίζουν. Πριν από το Βάπτισμα, ο κάθε άνθρωπος είναι ένα άτομο του ανθρωπίνου είδους. Κατά το Βάπτισμα, ο άνθρωπος χρίεται με τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος και μεταβάλλεται σε πρόσωπο, παίρνοντας συγκεκριμένο προσωπικό όνομα. Μετά το Βάπτισμα, ο χριστιανός άνθρωπος δεν είναι πια ένα "μωρό", ένας μπέμπης ή μία μπέμπα, ένα αγόρι ή κορίτσι, αλλά ο Γεώργιος, ο Ιωάννης, η Ελένη, η Αθανασία, δηλαδή μοναδικές και ανεπανάληπτες προσωπικές υπάρξεις. Με τον τρόπον αυτό, οι ορθόδοξοι Ιερείς γίνονται όργανα της Τριαδικής Θεότητος για τη διάσωση και διατήρηση της προσωπικής αξίας και διάστασης της ανθρώπινης φύσης.
Ο ατομικός προσανατολισμός του Δυτικού τρόπου ζωής είχε σαν αποτέλεσμα και την απαξίωση της κοινοτικής διάστασης της ζωής των συγχρόνων ανθρώπων.
Ο κοινοτικός τρόπος ζωής στη Δύση έχει συρρικνωθεί μέχρις εξαλείψεως. Χωρίς προσωπική σχέση και κοινοτική ζωή, οι σύγχρονοι άνθρωποι ζουν ως μεμονωμένα άτομα, ως καταναλωτικές μονάδες. Η οικογένεια δεν λειτουργεί ως μικρή κοινότητα ζωής. Έκτος της εύκολης διάλυσης της, τα παιδιά, σε χώρες της δύσης, μετά τα δεκαεπτά τους χρόνια υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν την οικογενειακή εστία. Έτσι, οι νεαροί έφηβοι, αγόρια και κορίτσια, πέφτουν συχνά στα χέρια των εμπόρων ναρκωτικών και των διαφόρων προαγωγών. Στα περισσότερα διαμερίσματα των μεγάλων πόλεων κατοικούν μοναχικά άτομα.
Από το άλλο μέρος, ο περιορισμός της ανθρώπινης ύπαρξης στην ατομική της διάσταση εξυπηρετεί την κερδοσκοπική και καταναλωτική βιομηχανία της εποχής μας. Η βιομηχανική παραγωγή είναι "μαζική", παραγωγή δηλαδή "όμοιων" προϊόντων, πού προορίζονται για ομοιόμορφα άτομα του ανθρωπίνου είδους. Οι σύγχρονοι άνθρωποι τρέφονται με τα ίδια τρόφιμα και ντύνονται με τα ίδια ενδύματα, όπως, ακριβώς, και οι κατάδικοι των φυλακών πού τρώνε το ίδιο φαγητό και ντύνονται με τις ίδιες, ομοιόμορφες στολές των καταδίκων...
Μπροστά σ' αυτόν τον εξανδραποδισμό και την ισοπέδωση της ανθρώπινης ύπαρξης, οι ορθόδοξοι Ιερείς έχουν να αντιπροτείνουν τον κοινοτικό τρόπο της εκκλησιαστικής ζωής. Δεν πρέπει να λησμονούν, ότι το Ιερατικό χάρισμα είναι χάρισμα εκκλησιαστικό, δηλαδή κοινοτικό. Κανείς δεν γίνεται Ιερεύς για τον εαυτό του, για το άτομο του, αλλά για την εκκλησιαστική κοινότητα. Γι' αυτό όπου υπάρχει το χάρισμα της Ιεροσύνης, εκεί υπάρχει και εκκλησιαστική κοινότης. Χωρίς χειροτονημένο Ιερέα, κοινότητα δεν υπάρχει, διότι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος συνάγει τους ανθρώπους και τους ενώνει σε κοινωνία αγάπης (Εσπερινός Πεντηκοστής): «Πάντα χορηγεί το Πνεύμα το Άγιον... όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας».
Οι άνθρωποι, από τα πανάρχαια χρόνια, όπως μας είπε ο Πλούταρχος, αισθάνονταν την ανάγκη να επικοινωνήσουν με αυτόν πού θεωρούσαν ως Θεό. Η κάθετη σχέση με τον αόρατο , άγνωστο και κρυμμένο Θεό, ήταν η πρώτη φροντίδα των μεταπτωτικών ανθρώπων. Αυτό το στοιχείο χαρακτηρίζει όλες τις αρχαίες και σύγχρονες εξωχριστιανικές θρησκείες: η νοσταλγική, κάθετη κίνηση του ανθρώπου, από κάτω προς τα πάνω, από τη γη, στον ουρανό (Πραξ. ιζ΄ 27): «Ζητείν τον Κύριον, ει άρα γε ψηλαφήσειαν αυτόν και εύροιεν».
Η κάθετη διάσταση της θρησκευτικότητας είναι επίσης, υποχρεωτική και αναγκαστική, για τον μεταπτωτικό άνθρωπο. Διότι προκαλείται από την αντίληψη των πρωτογόνων πού ταύτιζαν τα φυσικά φαινόμενα, ιδίως τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, με τον Θεό και, ως εκ τούτου, νόμιζαν ότι ο Θεός είναι εχθρός και τιμωρός του ανθρώπου. Ο Όμηρος λ.χ. αποκαλεί τον επί κεφαλής του Δωδεκαθέου Δία: «Νεφεληγερέτην» (που συννεφιάζει τον ουρανό) και «Τερπικέραυνον» (και εξαπολύει κεραυνούς).
Η αποκάλυψη, όμως, του Χριστού, ότι ο Θεός είναι "φιλάνθρωπος Πατέρας" άλλαξε την αντίληψη των ανθρώπων για τη φύση του Θεού, αλλά και για τη φύση της θρησκευτικότητας: εφόσον, δηλαδή, ο Θεός είναι πατέρας όλων των ανθρώπων, άρα και όλοι οι άνθρωποι είναι αδελφοί μεταξύ τους. Η κάθετη, επομένως, διάσταση της θρησκευτικότητας, η σχέση με τον Θεό, πρέπει απαραίτητα να συνδυάζεται και με την οριζόντια διάσταση, την ειρηνική, δηλαδή και αγαπητική σχέση με τον συνάνθρωπο, τον "π λ η σ ί ο ν", τον Άλλο (Μάρκ. ιβ΄ 30-31): «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν…» αλλά και τον διαφορετικό, τον άγνωστο, τον άρρωστο, ακόμη και τον εχθρό (Ματθ. ε΄ 43-45): «Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου. Εγὼ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς. όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρανοίς, ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους».
Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν παύει να είναι κι αυτός "θρησκευτικό ον" (Homo Religiosus). Η θρησκευτικότητα του βασίζεται στην πρωτόγονη αντίληψη ότι ο Θεός είναι εχθρός και εκδικητής. Γι' αυτό, και μια προχριστιανική (ειδωλολατρική) θρησκευτικότητα τον "βολεύει", με την έννοια ότι "εξευμενίζει τον άγνωστο και τρομερό Θεό", κατά την λαϊκή ελληνική παροιμία, «Χέρι πού δεν μπορείς να δαγκώσεις, το φιλάς».
Ταυτόχρονα, όμως, ο σύγχρονος άνθρωπος είναι κλειστός, αδιάφορος και ασυγκίνητος για τον συνάνθρωπο του. Δεν πρέπει, δε, να λησμονούμε, ότι εν ονόματι κάποιου τέτοιου "Θεού", έγιναν οι μεγαλύτερες βιαιοπραγίες της ιστορίας.
Γι' αυτούς τους λόγους, ο σύγχρονος ορθόδοξος Ιερεύς καλείται να είναι ο εμπνευστής της χριστιανικής αγάπης, πού οδηγεί σε μια γνήσια σχέση και αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων. Ο περιορισμός της θρησκευτικότητας στην κάθετη μόνο διάσταση (θρησκεία) θα οξύνει τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις και δεν θα διευκολύνει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, όπως νομίζουν μερικοί αφελείς. Εάν η ανθρωπότητα εξαρτηθεί από τον περιορισμό της θρησκευτικότητος στην κάθετη μόνο διάσταση (θρησκεία), δεν θα επιβιώσει στο μέλλον. Η ανθρωπότητα θα επιβιώσει εάν εμπλουτισθεί με το ταυτόχρονα άνοιγμα στην οριζόντια διάσταση της χριστιανικής αγάπης και αλληλεγγύης.
Στην εποχή μας έχουν αυξηθεί τα θύματα της μοναξιάς. Η μοναξιά χαρακτηρίζει τόσο τους ανθρώπους του χωριού όσο και τους κατοίκους των πόλεων. Οι κάτοικοι των χωριών νιώθουν μοναξιά, διότι οι άνθρωποι έχουν φύγει για τα αστικά κέντρα. Και οι κάτοικοι των πόλεων νιώθουν μοναξιά, διότι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Τα αίτια διαφέρουν, το αποτέλεσμα όμως πού μετράει είναι το ίδιο.
Κοινωνικοί και οικονομικοί λόγοι, λοιπόν, αντί να ενώνουν τους συγχρόνους ανθρώπους μεταξύ τους, τους αποχωρίζουν, τους απομακρύνουν και τους αποξενώνουν. Αυτό, μάλιστα, πού παρατηρείται στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις είναι πολύ περίεργο: ενώ πολλοί άνθρωποι διαμένουν σε ένα ορισμένο τόπο, όπως λ.χ. σε μια πολυκατοικία, εν τούτοις οι άνθρωποι αυτοί παραμένουν ξένοι και άγνωστοι μεταξύ τους. Όσο πιο κοντά ζουν οι σύγχρονοι άνθρωποι, τόσο πιο μεγάλη μοναξιά νιώθουν. Μοναξιά μέσα στο πλήθος!
Γιατί άραγε ; Διότι, εκείνο πού ενώνει ουσιαστικά τους ανθρώπους, δεν είναι τόσο ο τόπος, αλλά η αγάπη του Θεού. Κι' αυτό φαίνεται πιο καθαρά στις περιπτώσεις ανθρώπων πού ενώ βρίσκονται μακριά, εν τούτοις νιώθουν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο.
Η μοναξιά των συγχρόνων ανθρώπων είναι ένα καυτό θέμα, το όποιο οι Ιερείς καλούμαστε να προσέξουμε ιδιαιτέρως. Καλούνται να συμμερίζονται τη μοναξιά των συγχρόνων ανθρώπων πού παραπονιούνται ότι (Ιωάν. ε΄ 7): «άνθρωπον ουκ έχω».
Οι περισσότεροι δεν ακούνε την κραυγή αυτή της μοναξιάς. Οι φωνές, οι θόρυβοι, τα δυνατά τραγούδια των κέντρων και των ραδιοφώνων σκεπάζουν και τις πιο ισχυρές κραυγές της μοναξιάς χιλιάδων ψυχών. Και κάτι, ακόμη πιο χειρότερο: Με τις εκκωφαντικές φωνές, πολλοί σύγχρονοι άνθρωποι προσπαθούν να καλύψουν το κενό της δικής τους, προσωπικής μοναξιάς.
Ιερείς του αιώνα της ηχορύπανσης ας σπάσουμε το φράγμα της μοναξιάς και της σιωπής των συγχρόνων ανθρώπων. Ας ακούσουμε τις κραυγές του κόσμου και ας μπούμε στον κόσμο της μοναξιάς τους, όπως ο αναστημένος Χριστός (Ιωάν. κ΄ 19): «των θυρών κεκλεισμένων όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι δια τον φόβον των Ιουδαίων, ήλθεν ο Ιησούς και έστη εις το μέσον και είπεν αυτοίς: "ε ι ρ ή ν η υ μ ί ν"!
Στη σύγχρονη κοινωνία εκτιμάται η δύναμη, η "καπατσοσύνη", το χρήμα. Στη σύγχρονη κοινωνία, πού είναι μια "λέσχη" (Club) των ισχυρών, η είσοδος είναι απαγορευμένη και ελεγχόμενη. Οι αδύνατοι, οι άσχετοι, οι μη υγιείς, οι άσχημοι όχι μόνο "μένουν απ' έξω", αλλά και εξωθούνται στο περιθώριο της ζωής, στη "γωνιά", όπως σπρώχνουμε τα σκουπίδια.
Τα φώτα της δημοσιότητας δείχνουν μόνο αυτούς. Τους ολίγους, τους επώνυμους. Είναι οι θεοί και θεενές, τα είδωλα της εποχής μας. Οι περισσότεροι μένουν αφανείς. Αποτελούν τη λεγομένη - πολύ συγκαταβατικά "μ ά ζ α" (για τα ζώα η αντίστοιχη : λέξη είναι "α γ έ λ η"), για την οποία μάλιστα έχουν δημιουργήσει τα "Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης". Όλοι αυτοί, λοιπόν, είναι οι ανώνυμοι, καταναλωτικές μονάδες, ανθρώπινα δείγματα "άνευ αξίας".
Οι περιθωριακοί, όμως, είναι κι' αυτοί άνθρωποι. Αυτό κανείς δεν το σκέπτεται. Κανείς δεν χάνει τον ύπνο του γι' αυτούς. Γι' αυτούς, το δημόσιο χρήμα είναι λίγο, ο "προϋπολογισμός" του Κράτους, δεν φθάνει. Γιατί, φυσικά, κανείς δεν επενδύει στη μάζα.
Αν όμως, η ποιότητα της ζωής υποβαθμίζεται στο Club των ισχυρών και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια εξευτελίζεται στους κύκλους των "διαπλεκομένων", η αρχοντιά και η ανθρωπιά σώζονται στα πρόσωπα των περιθωριοποιημένων.
Οι σύγχρονοι Ιερείς καλούμαστε να ενδιαφερθούμε για τους περιθωριοποιημένους αδελφούς μας. Τους άστεγους, τους μόνους, τους ηλικιωμένους, τους αναπήρους, τους πραγματικά φτωχούς, τα παιδιά και τις μοναχικές γυναίκες.
Ο Χριστός ήταν ο πρώτος πού σύχναζε στους τόπους των περιθωριακών, των πτωχών, των αρρώστων, στους δρόμους και στους φράχτες των αγρών. Άφησε εποχή ο Γάλλος Ιερεύς Αββά Ρier, που αφιέρωσε τη ζωή του στους περιθωριακούς, στα ράκη της κοινωνίας. Γι' αυτό και το κίνημα του ονομάσθηκε "Ρακοσυλλέκτες", αλλά και γιατί οι εθελοντές πού τον βοηθούσαν στο έργο αυτό, μάζευαν τα ράκη των πλουσίων, από την αξιοποίηση των οποίων συγκέντρωναν τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για το κίνημα αυτό της αγάπης.
Οι σύγχρονοι ορθόδοξοι Ιερείς, ιδίως των μεγάλων αστικών κέντρων, και δη ημών που υπηρετούμε στην αλλοδαπή, ξένοι μέσα στους ξένους, ακόμα και με το ίδιο το ποίμνιό μας κάποιες φορές, καλούμαστε να γίνουμε ρακοσυλλέκτες της αγάπης. Να ψάχνουμε τις σκοτεινές γειτονιές των αστικών συνοικιών και να αναζητούμε τους περιθωριακούς αδελφούς μας πού κρύβονται εκεί.
Οι προτεστάντες που ορισμένοι πολλές φορές κατηγορούμε ως κάτι το ξένο από εμάς εφαρμόζουν εδώ και χρόνια αυτή την τακτική. Την αποστολή αυτή την προδιέγραψε ο Θεός ήδη από την εποχή του προφήτη Ιεζεκιήλ (λδ΄15-20): «εγώ βοσκήσω τα πρόβατά μου και εγώ αναπαύσω αυτά, και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κυριος. τάδε λέγει Κυριος Κυριος το απολωλός ζητήσω και το πλανώμενον επιστρέψω και το συντετριμμένον καταδήσω και το εκλείπον ενισχύσω και το ισχυρόν φυλάξω και βοσκήσω αυτά μετά κρίματος. Ιδού εγώ διακρινώ αναμέσον προβάτου ισχυρού και αναμέσον προβάτου ασθενούς. και σώσω τα πρόβατά μου, και ου μη ώσιν έτι εις προνομήν».
Στη σύγχρονη κοινωνία, έχουν απολεσθεί τα πνευματικά ερείσματα και στηρίγματα. Η εκκοσμίκευση (με την αρνητική έννοια του όρου) και η απιστία (πρακτική αθεΐα) έχουν στερήσει το βασικό στήριγμα της ζωής και της ελπίδας των ανθρώπων, τον Θεό. Από το άλλο μέρος, έχουν πολλαπλασιασθεί οι αρνητικοί παράγοντες πού αντιμάχονται τα ερείσματα της καθημερινής ζωής των συγχρόνων ανθρώπων. Ή ανάπτυξη της επιστήμης και ή πρόοδος της τεχνολογία δίνουν την ψευδαίσθηση της προκοπής και της δημιουργίας. Χωρίς όμως το έρεισμα της πίστεως στον Δημιουργό του παντός, ο σύγχρονος επιστημονικός και τεχνολογικός πολιτισμός μοιάζει με γίγαντα πού στηρίζεται σε γυάλινα πόδια.
Έξαλλου, η αποδιοργάνωση του κοινωνικού ιστού, η πολιτική αναξιοπιστία και η ανασφάλεια κλονίζουν και τους πιο αισιόδοξους και, ιδιαίτερα, τους νέους στην ηλικία. Οι έφηβοι και οι νέοι συνήθως οραματίζονται να κάμουν κάτι μεγάλο στη ζωή τους. Να αλλάξουν τον κόσμο. Βλέπουν όμως τους ορίζοντες κλειστούς και νιώθουν τα φτερά τους να ψαλλιδίζονται από τη σκληρή πραγματικότητα.
Ο άνθρωπος, όμως, δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ελπίδα, χωρίς στηρίγματα στη ζωή και κυρίως χωρίς το στήριγμα της αναφοράς και της σχέσης του με τον Θεό. Όσοι δεν το αποδέχθηκαν αυτό και αφαίρεσαν τον Θεό από τη ζωή τους, μόνο ως άφρονες μπορούν να χαρακτηρισθούν, όπως τονίζει η Αγία Γραφή (Ψαλμ. 13,1): «Είπεν άφρων, ουκ έστι θεός».
Ο ρόλος των συγχρόνων Ιερέων στο θέμα αυτό είναι μοναδικός και ουσιαστικός : τον προσδιορίζει ο ίδιος ο Θεός. στην Π. Διαθήκη, λέγοντας προς τους Ιερείς του (Ήσ. Μ' 1-2): «Παρακαλείτε, παρακαλείτε τον λαόν μου, λέγει ο Θεός. Ιερείς λαλήσατε εις την καρδίαν Ιερουσαλήμ».
Τα ερείσματα πού λείπουν σήμερα από τους ανθρώπους είναι κυρίως πνευματικά. Το βασικό δε πνευματικό στήριγμα είναι ο ζωντανός, ο πάντοτε επίκαιρος και αιώνιος λόγος του Θεού. Την απουσία δε και έλλειψη του θείου λόγου η Αγία Γραφή την χαρακτηρίζει ως έλλειψη στηρίγματος, ως πνευματικό δηλαδή λιμό (Αμώς η΄ 11): «Ιδού έρχονται ημέραι λιμού επί την γην, λέγει Κύριος, ου λιμού άρτων ουδέ δίψης ύδατος, αλλά λιμού του ακούσαι λόγον Κυρίου».
Οι σύγχρονοι άνθρωποι, δεν έχουν ανάγκη τόσο από ψωμί, όσο από τον "ά ρ τ ο ν της ζωής", τον λόγο του Θεού. Η σύγχρονη κοινωνία της αφθονίας και της κατανάλωσης λιμοκτονεί "του ακούσαι λόγον Κυρίου" .
Το κήρυγμα, επομένως, του λόγου του Θεού, (η επόμενη εισήγησή μας) είναι σήμερα όσο ποτέ άλλοτε αναγκαίο, ακριβώς διότι οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουν άμεση ανάγκη στήριξης, σε μια εποχή πού στριφογυρίζει γύρω από το χάος του κενού και μηδενός.
Η απελπισία και η περιθωριοποίηση, η ανεργία εξωθούν τους νέους, τις ευαίσθητες αυτές υπάρξεις στην ουσιοεξάρτηση των ναρκωτικών. Τα ναρκωτικά είναι ένα φοβερό μέσο τεχνιτής (χημικής) υπερνίκησης των προβλημάτων και διαφυγής στον εξωπραγματικό κόσμο του φανταστικού και των παραισθήσεων. Είναι το εισιτήριο στο express του θανάτου.
Από το άλλο, όμως, μέρος, τα ναρκωτικά είναι η διαμαρτυρία των νέων για την αναλγησία, την αδικία και την υποκρισία του συγχρόνου κόσμου. Τα ναρκωτικά είναι ο τρόπος, με τον όποιο πολλοί νέοι καταδικάζουν και απορρίπτουν τον σύγχρονο κόσμο.
Πριν από τα ναρκωτικά, υπήρξε το κίνημα των "Χίππις". Τα πλουσιόπαιδα της Ευρώπης και της Αμερικής, εγκατέλειπαν τα πολυτελή σπίτια τους, τους αδιάφορους και υλόφρονες γονείς τους, έσχιζαν τα πανάκριβα ρούχα τους, άφηναν άπλυτα και αχτένιστα τα μαλλιά τους και άρχιζαν να τριγυρνούν στους δρόμους και να μένουν στα δάση, το ύπαιθρο ("παιδιά των λουλουδιών"), σε καλύβες και χαλασμένα λεωφορεία. Ήταν κι' αυτός ένας τρόπος διαμαρτυρίας των νέων για το σύγχρονο υλοκρατικό και υποκριτικό κόσμο μας.
Τι μπορούν να κάνουν οι ορθόδοξοι Ιερείς μπροστά στις σύγχρονες αυτές μάστιγες; Ό ,τι και στις περιόδους πολέμου. Μήπως οι Ιερείς μπορούν να σταματήσουν τους πολέμους; Ασφαλώς, όχι ! Μπορούν όμως να επιστρατευθούν και να τρέξουν στα μέτωπα των επιχειρήσεων. Όχι, βέβαια, για να πολεμήσουν τον εχθρό, αλλά για να συμπαρασταθούν στους μαχόμενους, να σαλπίζουν αγωνιστικές ιαχές, να ενισχύουν τους τραυματίες, να κοινωνούν τους βαριά πληγωμένους.
Τον πόλεμο των πάσης φύσεως ναρκωτικών δεν μπορούν να σταματήσουν οι Ιερείς. Μπορούν, όμως να συμπαρασταθούν στα θύματα του, σε άτομα και οικογένειες, σε κοινωνικούς φορείς πρόληψης και απεξάρτησης.
Σε καιρό πολέμου, η Εκκλησία προσεύχεται για τους μαχόμενους στρατιώτες. Μήπως το ίδιο δεν θα μπορούσε να κάνει τώρα πού έχει ξεσπάσει και μαίνεται ο πόλεμος των ναρκωτικών; Τα παιδιά μας είναι το μέλλον μας. Ας τα προστατεύουμε όπως τις κόρες των ματιών μας.
Εάν οι κρατικοί, κοινωνικοί και επιστημονικοί φορείς προσπαθούν να αντιμετωπίσουν αυτή τη μάστιγα, με τα υπάρχοντα ανθρώπινα μέσα, οι ορθόδοξοι Ιερείς καλούνται να χρησιμοποιήσουν τα ουράνια και θεία μέσα πού διαθέτουν. Διότι, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι και στο δύσκολο αυτό πρόβλημα ισχύει ο λόγος του Χριστού (Λουκ. ιη΄ 27): «τα αδύνατα παρ΄ ανθρώποις δυνατά έστι παρά τω Θεώ».
Στις παλαιότερες εποχές , η κλήση της Ιεροσύνης δεν είχε ίσως τόσες κοινωνικές προοπτικές όσες έχει σήμερα. Ο Ιερεύς της παραδοσιακής αγροτογεωργικής προαστικής κοινωνίας δεν είχε παρά περιορισμένες δυνατότητες κοινωνικής και ποιμαντικής δράσης.
Στη σύγχρονη, εκκοσμικευμένη κοινωνία, στη δύση που ζούμε, στο ποίμνιό μας που μεταναστεύει λόγω της κρίσης στη πατρίδα ο ρόλος του Ιερέα απόκτησε πολυσήμαντη διάσταση.
Πέραν του Ναού και έξω από το Ναό τον περιμένει ένας κόσμος αλλοτριωμένος, ένα πλήθος πού κάθεται (Ματθ. δ΄ 16): «Εν χώρα και σκιά θανάτου»,, εικόνες του Θεού "αμαυρωμένες", που χρειάζονται κάθαρση, "πρόβατα απολωλότα" πού κράζουν για ποιμένα, ψυχές πού διψούν ελευθερία , λύτρωση και σωτηρία.
Οι σύγχρονοι Ιερείς δεν μπορούν, ασφαλώς, να τα κάνουν όλα αυτά μαζί ούτε θα είχε κανείς την απαίτηση από τους Ιερείς να αντιμετωπίσουν επιτυχώς όλα τα προβλήματα αυτά μόνοι τους. Ο καθένας μας, όμως, μπορεί να ασχοληθεί με έ ν α από τα προβλήματα αυτά.
Αυτή την έννοια είχε και η απαρίθμηση όλων σχεδόν των συγχρόνων προβλημάτων, στην παρούσα ομιλία: Καλούμαστε να επιλέξουμε ένα συγκεκριμένο θέμα και να ασχοληθούμε με αυτό σοβαρά και σε β ά θ ο ς, σε ολόκληρη τη ζωή και την ιερατική μας σταδιοδρομία.
Η εξειδίκευση των κοινωνικών λειτουργιών και υπηρεσιών είναι το χαρακτηριστικό της αστικής εποχής μας. Γιατί να μη το επιχειρήσουμε;
Εάν δεν γίνεται σχεδόν τίποτε για τα μεγάλα αυτά κοινωνικά και ηθικά θέματα της εποχής μας είναι γιατί δεν υπάρχουν οι "μπροστάρηδες", αυτοί πού θα ανοίξουν το δρόμο, για να ακολουθήσουν οι άλλοι, οι πολλοί. Όταν υπάρξει ο πρώτος, ο ένας, τότε θα ακολουθήσουν και οι άλλοι, οι ενορίτες, οι εθελοντές, οι συνεργάτες μας, οι φίλοι, οι γνωστοί και οι άγνωστοι.
Ο ρόλος των ορθοδόξων Ιερέων στη σύγχρονη πραγματικότητα είναι ουσιαστικός, σημαντικός και αποφασιστικός.
Αν εκλείψουν οι ορθόδοξοι Ιερείς, από τη σύγχρονη κοινωνία, η ζωή θα χάσει την ιδιαιτερότητα της, την ομορφιά της, την αντοχή της στις έξωθεν καταλυτικές επιδράσεις και αλλοιώσεις.
Όσοι νέοι επιλέγουν την ιερατική κλήση και σταδιοδρομία, αυτό το δράμα καλούνται να υπηρετήσουν. Πρόκειται να συνεχίσουν μια σταδιοδρομία φορτωμένη με ιστορικό μεγαλείο και δόξα και να διαδραματίσουν ένα ρόλο με ουσιαστική και ζωτική σημασία για το παρόν και το μέλλον.
Ευλαβέστατοι πατέρες και αδελφοί,
Θα ήθελα αρχικά να ευχαριστήσω τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Σουηδίας και πάσης Σκανδιναβίας κ. Κλεόπα για την εμπιστοσύνη και την τιμή που δείχνει προς το πρόσωπό μου και την ανάθεση σήμερα αυτού του σημαντικού ζητήματος που καλούμαι μαζί σας να αναλύσω.
Ο ρόλος των Ιερέων, τόσο στην προχριστιανική ανθρωπότητα όσο και στη χριστιανική εποχή, μέχρι και σήμερα, είχε καθαρά τελετουργικό χαρακτήρα. Οι ιερείς τελούσαν τα της λατρείας. Υπηρετούσαν, δηλαδή, μια έμφυτη και κοινή σε όλους τους ανθρώπους μιας κοινωνικής ομάδος ή φυλής ή πόλεως ή έθνους ανάγκη για επικοινωνία με το θείο. Η λατρεία του Θεού και οι ιεροί τόποι Λατρείας του Θείου είναι φαινόμενα πού παρατηρούνται σε όλους τους λαούς και σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητος. Η μαρτυρία του Πλουτάρχου (Προς Κωλώταν 1125, κεφ. 31), για το θρησκευτικό φαινόμενο είναι σημαντική και πολύ αξιόλογη: «Εύροις δ΄ αν επιών πόλεις ατείχιστους, αγραμμάτους, αβασιλεύτους, αοίκους, νομίσματος μη δεομένας, απείρους θεάτρων και γυμνασίων, ανιέρου δε πόλεως και αθέου, μη χρωμένης ευχαίς μηδ΄ όρκοις μηδέ μαντείοις μηδέ θυσίαις επ΄ αγαθοίς μηδ' ανατροπής κακών ουδείς έστιν ούδ΄ έσται γεγονώς θεατής».
Στη σύγχρονη, όμως, εποχή, η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας σε συνδυασμό με την επικράτηση διαφόρων ιδεολογιών και κοινωνικοπολιτικών συστημάτων, είχε σαν αποτέλεσμα, στο Δυτικό τουλάχιστον κόσμο, να μειωθεί το ενδιαφέρον των συγχρόνων ανθρώπων, για την κάθετη (λατρευτική και τελετουργική) επικοινωνία και σχέση με το θείο σε αντίθεση με την αρχαιότατη εμπειρία των Ελλήνων σοφών διδασκάλων, ότι: «Επιστήμη χωριζομένη αρετής πανουργία και ου σοφία φαίνεται».
Τα ενδιαφέροντα των συγχρόνων ανθρώπων στράφηκαν στην οριζόντια, κυρίως, διάσταση: στην αναζήτηση και ικανοποίηση του επιφανειακού, του εφήμερου, του σωματικού, του υλικού.
Η αποκλειστική στροφή των συγχρόνων ανθρώπων στην οριζόντια μόνο διάσταση είναι τελείως αντίθετη: προς τον άνθρωπο, ο όποιος, κατά τον ορισμό της θρησκειολογίας είναι: «Homo Religiosus» προς αυτή τη φ ύ σ η του, ή οποία κατά τον Τερτυλλιανό, δεν είναι απλώς θρησκευτική, αλλά και Χριστιανική: «Αnima naturaliter Christiana» αλλά και λαθεμένη και επικίνδυνη για το παρόν και το μέλλον των συγχρόνων ανθρώπων, κατά τη σαφή προειδοποίηση του Χρίστου (Ματθ. δ΄ 4): « Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».
Αυτή ακριβώς η κατάσταση δίνει μια νέα διάσταση στον ρόλο των συγχρόνων Ιερέων: ο Ιερεύς σήμερα καλείται να πείσει τους συγχρόνους ανθρώπους, για το λάθος της αποκλειστικής στροφής στον επίπεδο και επιφανειακό τρόπο ζωής, καθώς και για την αναγκαία αποκατάσταση της κάθετης σχέσης με τον Θεό.
Πρόκειται, επομένως, για ένα ρόλο πνευματικής αφύπνισης των συγχρόνων ανθρώπων. Οι Ιερείς των αρχαίων Ισραηλιτών εσάλπισαν και έπεσαν τα τείχη της Ιεριχώ (Ι. Ναυή στ' 13, 20). Οι σύγχρονοι Ιερείς του Υψίστου καλούνται να σαλπίσουν δυνατά τις σάλπιγγες του ιερατικού χαρίσματος, για να πέσουν τα τείχη, μέσα στα οποία η σύγχρονη ειδωλολατρία και απιστία έχουν εγκλωβίσει και αιχμαλωτίσει τους συγχρόνους ανθρώπους.
Εξάλλου, οι ιερατικές σάλπιγγες καλούνται να σημάνουν δυνατά, για να αφυπνισθούν οι συνειδήσεις των συγχρόνων ανθρώπων, οι όποιοι, έχουν περιπέσει σε βαρύ ύπνο και λήθαργο (Έφεσ. ε' 14. Ρωμ. ιγ΄ 11-13): «Έγειρε ο καθεύδων… ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι… η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν, αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσόμεθα τα όπλα του φωτός. Ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν, μη κώμαις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω».
Τον λαό μας από την αρχαιότητα, μας διέκρινε μια θρησκευτική ομοιογένεια. Στην προχριστιανική εποχή σε όλες τις ελληνικές πόλεις - κράτη, επικρατούσε μια θρησκεία, το Δωδεκάθεο. Η θρησκευτική αυτή ομοιογένεια εξασφάλιζε κοινωνική συνοχή στην πολιτεία και ειρήνη στους πολίτες. Δεν πρέπει δε να λησμονούμε, ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν δίστασαν να καταδικάσουν εις θάνατον τον «πάντων ανδρών σοφώτατον Σωκράτην», διότι, κατά το κατηγορητήριο: «ους η Πόλις νομίζει Θεούς ου νομίζει» και «καινά δαιμόνια εισβάλλει».
Επίσης, μέσα στα πλαίσια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κατά τη μακραίωνη οθωμανική δουλεία, κατά τους χρόνους της εθνικής εξεγέρσεως και την σύσταση του ελεύθερου νεοελληνικού Κράτους, ζήσαμε και εξακολουθούμε να ζούμε, ως χριστιανοί ορθόδοξοι. Έτσι, επικρατούσε μια θρησκευτική ομοιογένεια. Το χριστιανικό ποίμνιο, συναγμένο μέσα στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ήταν ενωμένο και αμέριμνο. Κανείς δεν επιβουλευόταν την ειρήνη και τη συνοχή του.
Στη σύγχρονη, όμως, εποχή, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, η θρησκευτική ομοιογένεια έχει αρχίσει να αλλοιώνεται. Η συνεχής εναλλαγή πληθυσμών, η εισπήδηση και ευρύτατη δράση εκατοντάδων αιρετικών ομάδων και θρησκευτικών παραφυάδων, η δια των ΜΜΕ διάδοση αντιχριστιανικών και αθεϊστικών ιδεών και τάσεων, προκαλούν ήδη μια θρησκευτική ανομοιογένεια, η οποία απειλεί να αλλοιώσει τον ενιαίο ορθόδοξο και χριστιανικό χαρακτήρα της θρησκευτικότητας του λαού μας.
Χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι ή τάση της περιθωριοποίησης της Χριστιανικής Εκκλησίας και, ιδιαίτερα, της Ορθοδοξίας.
Ο δυτικός πολιτισμός, βασισμένος στον αθεϊστικό ουμανισμό, υπερτονίζει τη σημασία του ανθρώπου, ως ατόμου. Στο σύγχρονο δυτικό τρόπο ζωής και σκέψης, ο άνθρωπος έχει αξία μόνο ως άτομο.
Ο άνθρωπος, όμως, ως άτομο είναι καταδικασμένος στη μοναξιά, την εκμετάλλευση και την καταδυνάστευση. Η μοναξιά, η εκμετάλλευση και η καταδυνάστευση των συγχρόνων ανθρώπων οφείλεται ακριβώς στην απογύμνωση του ανθρώπου από την προσωπική του διάσταση και τον εγκλεισμό του στα στενά και ασφυκτικά πλαίσια της ατομικής ύπαρξης. Εάν οι σύγχρονοι άνθρωποι καταβροχθίζουν ο ένας τον άλλον, είναι γιατί έμαθαν να ζουν και να υπάρχουν απλώς ως μικρά και αδύνατα ή μεγάλα και δυνατά άτομα. Γι' αυτό και το μεγαλύτερο και ισχυρότερο άτομο τρώει το μικρότερο και αδύνατο, σαν τα μη έλλογα ...ψάρια!
Η τάση αυτή, ως συνισταμένη λαθεμένων φιλοσοφικών και ιδεολογικών ρευμάτων της Δύσεως (ορθολογισμός, διαφωτισμός, πραγματισμός), αποτελεί μια ακόμη ουσιαστική διαφορά από την ορθόδοξη Ανατολή, πού εξακολουθεί να τονίζει την ουσιαστική σημασία του ανθρώπου, ως προσώπου. Ο άνθρωπος, στην καθ' ημάς Ανατολή, είναι δημιούργημα "κατ' εικόνα" του Θεού, ο Οποίος δεν είναι μόνος, ένα θεϊκό άτομο, αλλά μια θεϊκή φύση, πού διακρίνεται σε Τρία Πρόσωπα.
Εικόνα, λοιπόν, του Τριαδικού Θεού, ο άνθρωπος δεν είναι "μόνος", μια μοναχική, δηλαδή και ατομική ύπαρξη. Ο Δημιουργός, όταν έφτιαξε το πρώτο μοντέλο του ανθρώπου, τον αρχέγονο Αδάμ, ως μια ατομική ψυχοσωματική ύπαρξη, διαπίστωσε αμέσως την ατέλεια του και είπε (Γεν. β΄ 18): «Ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον».
Γι' αυτό και ο Δημιουργός Θεός βελτίωσε αμέσως την ανθρώπινη φύση, δίδοντας της προσωπική διάσταση, με τη διαμόρφωση του αρχέγονου ατομικού και μοναχικού ανθρώπου, σε διαπροσωπική ύπαρξη (Γεν. α΄ 27): «άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς».
Η ανθρώπινη φύση δημιουργήθηκε με την ετερότητα του προσώπου ή με την ιδιαιτερότητα των προσώπων, ώστε τα δύο ή περισσότερα ανθρώπινα πρόσωπα να μη μένουν κλειστά στο άτομο τους, αλλά να ανοίγονται προς τα άλλα πρόσωπα, να έλκονται από τα άλλα πρόσωπα και να ενώνονται και χαίρονται μαζί με τα άλλα πρόσωπα.
Οι ορθόδοξοι Ιερείς έχουν το προνόμιο όχι μόνο να βαπτίζουν τους ανθρώπους (Ματθ. κη΄ 19): «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», αλλά και να τους ονοματίζουν. Πριν από το Βάπτισμα, ο κάθε άνθρωπος είναι ένα άτομο του ανθρωπίνου είδους. Κατά το Βάπτισμα, ο άνθρωπος χρίεται με τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος και μεταβάλλεται σε πρόσωπο, παίρνοντας συγκεκριμένο προσωπικό όνομα. Μετά το Βάπτισμα, ο χριστιανός άνθρωπος δεν είναι πια ένα "μωρό", ένας μπέμπης ή μία μπέμπα, ένα αγόρι ή κορίτσι, αλλά ο Γεώργιος, ο Ιωάννης, η Ελένη, η Αθανασία, δηλαδή μοναδικές και ανεπανάληπτες προσωπικές υπάρξεις. Με τον τρόπον αυτό, οι ορθόδοξοι Ιερείς γίνονται όργανα της Τριαδικής Θεότητος για τη διάσωση και διατήρηση της προσωπικής αξίας και διάστασης της ανθρώπινης φύσης.
Ο ατομικός προσανατολισμός του Δυτικού τρόπου ζωής είχε σαν αποτέλεσμα και την απαξίωση της κοινοτικής διάστασης της ζωής των συγχρόνων ανθρώπων.
Ο κοινοτικός τρόπος ζωής στη Δύση έχει συρρικνωθεί μέχρις εξαλείψεως. Χωρίς προσωπική σχέση και κοινοτική ζωή, οι σύγχρονοι άνθρωποι ζουν ως μεμονωμένα άτομα, ως καταναλωτικές μονάδες. Η οικογένεια δεν λειτουργεί ως μικρή κοινότητα ζωής. Έκτος της εύκολης διάλυσης της, τα παιδιά, σε χώρες της δύσης, μετά τα δεκαεπτά τους χρόνια υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν την οικογενειακή εστία. Έτσι, οι νεαροί έφηβοι, αγόρια και κορίτσια, πέφτουν συχνά στα χέρια των εμπόρων ναρκωτικών και των διαφόρων προαγωγών. Στα περισσότερα διαμερίσματα των μεγάλων πόλεων κατοικούν μοναχικά άτομα.
Από το άλλο μέρος, ο περιορισμός της ανθρώπινης ύπαρξης στην ατομική της διάσταση εξυπηρετεί την κερδοσκοπική και καταναλωτική βιομηχανία της εποχής μας. Η βιομηχανική παραγωγή είναι "μαζική", παραγωγή δηλαδή "όμοιων" προϊόντων, πού προορίζονται για ομοιόμορφα άτομα του ανθρωπίνου είδους. Οι σύγχρονοι άνθρωποι τρέφονται με τα ίδια τρόφιμα και ντύνονται με τα ίδια ενδύματα, όπως, ακριβώς, και οι κατάδικοι των φυλακών πού τρώνε το ίδιο φαγητό και ντύνονται με τις ίδιες, ομοιόμορφες στολές των καταδίκων...
Μπροστά σ' αυτόν τον εξανδραποδισμό και την ισοπέδωση της ανθρώπινης ύπαρξης, οι ορθόδοξοι Ιερείς έχουν να αντιπροτείνουν τον κοινοτικό τρόπο της εκκλησιαστικής ζωής. Δεν πρέπει να λησμονούν, ότι το Ιερατικό χάρισμα είναι χάρισμα εκκλησιαστικό, δηλαδή κοινοτικό. Κανείς δεν γίνεται Ιερεύς για τον εαυτό του, για το άτομο του, αλλά για την εκκλησιαστική κοινότητα. Γι' αυτό όπου υπάρχει το χάρισμα της Ιεροσύνης, εκεί υπάρχει και εκκλησιαστική κοινότης. Χωρίς χειροτονημένο Ιερέα, κοινότητα δεν υπάρχει, διότι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος συνάγει τους ανθρώπους και τους ενώνει σε κοινωνία αγάπης (Εσπερινός Πεντηκοστής): «Πάντα χορηγεί το Πνεύμα το Άγιον... όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας».
Οι άνθρωποι, από τα πανάρχαια χρόνια, όπως μας είπε ο Πλούταρχος, αισθάνονταν την ανάγκη να επικοινωνήσουν με αυτόν πού θεωρούσαν ως Θεό. Η κάθετη σχέση με τον αόρατο , άγνωστο και κρυμμένο Θεό, ήταν η πρώτη φροντίδα των μεταπτωτικών ανθρώπων. Αυτό το στοιχείο χαρακτηρίζει όλες τις αρχαίες και σύγχρονες εξωχριστιανικές θρησκείες: η νοσταλγική, κάθετη κίνηση του ανθρώπου, από κάτω προς τα πάνω, από τη γη, στον ουρανό (Πραξ. ιζ΄ 27): «Ζητείν τον Κύριον, ει άρα γε ψηλαφήσειαν αυτόν και εύροιεν».
Η κάθετη διάσταση της θρησκευτικότητας είναι επίσης, υποχρεωτική και αναγκαστική, για τον μεταπτωτικό άνθρωπο. Διότι προκαλείται από την αντίληψη των πρωτογόνων πού ταύτιζαν τα φυσικά φαινόμενα, ιδίως τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, με τον Θεό και, ως εκ τούτου, νόμιζαν ότι ο Θεός είναι εχθρός και τιμωρός του ανθρώπου. Ο Όμηρος λ.χ. αποκαλεί τον επί κεφαλής του Δωδεκαθέου Δία: «Νεφεληγερέτην» (που συννεφιάζει τον ουρανό) και «Τερπικέραυνον» (και εξαπολύει κεραυνούς).
Η αποκάλυψη, όμως, του Χριστού, ότι ο Θεός είναι "φιλάνθρωπος Πατέρας" άλλαξε την αντίληψη των ανθρώπων για τη φύση του Θεού, αλλά και για τη φύση της θρησκευτικότητας: εφόσον, δηλαδή, ο Θεός είναι πατέρας όλων των ανθρώπων, άρα και όλοι οι άνθρωποι είναι αδελφοί μεταξύ τους. Η κάθετη, επομένως, διάσταση της θρησκευτικότητας, η σχέση με τον Θεό, πρέπει απαραίτητα να συνδυάζεται και με την οριζόντια διάσταση, την ειρηνική, δηλαδή και αγαπητική σχέση με τον συνάνθρωπο, τον "π λ η σ ί ο ν", τον Άλλο (Μάρκ. ιβ΄ 30-31): «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν…» αλλά και τον διαφορετικό, τον άγνωστο, τον άρρωστο, ακόμη και τον εχθρό (Ματθ. ε΄ 43-45): «Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου. Εγὼ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς. όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρανοίς, ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους».
Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν παύει να είναι κι αυτός "θρησκευτικό ον" (Homo Religiosus). Η θρησκευτικότητα του βασίζεται στην πρωτόγονη αντίληψη ότι ο Θεός είναι εχθρός και εκδικητής. Γι' αυτό, και μια προχριστιανική (ειδωλολατρική) θρησκευτικότητα τον "βολεύει", με την έννοια ότι "εξευμενίζει τον άγνωστο και τρομερό Θεό", κατά την λαϊκή ελληνική παροιμία, «Χέρι πού δεν μπορείς να δαγκώσεις, το φιλάς».
Ταυτόχρονα, όμως, ο σύγχρονος άνθρωπος είναι κλειστός, αδιάφορος και ασυγκίνητος για τον συνάνθρωπο του. Δεν πρέπει, δε, να λησμονούμε, ότι εν ονόματι κάποιου τέτοιου "Θεού", έγιναν οι μεγαλύτερες βιαιοπραγίες της ιστορίας.
Γι' αυτούς τους λόγους, ο σύγχρονος ορθόδοξος Ιερεύς καλείται να είναι ο εμπνευστής της χριστιανικής αγάπης, πού οδηγεί σε μια γνήσια σχέση και αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων. Ο περιορισμός της θρησκευτικότητας στην κάθετη μόνο διάσταση (θρησκεία) θα οξύνει τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις και δεν θα διευκολύνει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, όπως νομίζουν μερικοί αφελείς. Εάν η ανθρωπότητα εξαρτηθεί από τον περιορισμό της θρησκευτικότητος στην κάθετη μόνο διάσταση (θρησκεία), δεν θα επιβιώσει στο μέλλον. Η ανθρωπότητα θα επιβιώσει εάν εμπλουτισθεί με το ταυτόχρονα άνοιγμα στην οριζόντια διάσταση της χριστιανικής αγάπης και αλληλεγγύης.
Στην εποχή μας έχουν αυξηθεί τα θύματα της μοναξιάς. Η μοναξιά χαρακτηρίζει τόσο τους ανθρώπους του χωριού όσο και τους κατοίκους των πόλεων. Οι κάτοικοι των χωριών νιώθουν μοναξιά, διότι οι άνθρωποι έχουν φύγει για τα αστικά κέντρα. Και οι κάτοικοι των πόλεων νιώθουν μοναξιά, διότι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Τα αίτια διαφέρουν, το αποτέλεσμα όμως πού μετράει είναι το ίδιο.
Κοινωνικοί και οικονομικοί λόγοι, λοιπόν, αντί να ενώνουν τους συγχρόνους ανθρώπους μεταξύ τους, τους αποχωρίζουν, τους απομακρύνουν και τους αποξενώνουν. Αυτό, μάλιστα, πού παρατηρείται στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις είναι πολύ περίεργο: ενώ πολλοί άνθρωποι διαμένουν σε ένα ορισμένο τόπο, όπως λ.χ. σε μια πολυκατοικία, εν τούτοις οι άνθρωποι αυτοί παραμένουν ξένοι και άγνωστοι μεταξύ τους. Όσο πιο κοντά ζουν οι σύγχρονοι άνθρωποι, τόσο πιο μεγάλη μοναξιά νιώθουν. Μοναξιά μέσα στο πλήθος!
Γιατί άραγε ; Διότι, εκείνο πού ενώνει ουσιαστικά τους ανθρώπους, δεν είναι τόσο ο τόπος, αλλά η αγάπη του Θεού. Κι' αυτό φαίνεται πιο καθαρά στις περιπτώσεις ανθρώπων πού ενώ βρίσκονται μακριά, εν τούτοις νιώθουν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο.
Η μοναξιά των συγχρόνων ανθρώπων είναι ένα καυτό θέμα, το όποιο οι Ιερείς καλούμαστε να προσέξουμε ιδιαιτέρως. Καλούνται να συμμερίζονται τη μοναξιά των συγχρόνων ανθρώπων πού παραπονιούνται ότι (Ιωάν. ε΄ 7): «άνθρωπον ουκ έχω».
Οι περισσότεροι δεν ακούνε την κραυγή αυτή της μοναξιάς. Οι φωνές, οι θόρυβοι, τα δυνατά τραγούδια των κέντρων και των ραδιοφώνων σκεπάζουν και τις πιο ισχυρές κραυγές της μοναξιάς χιλιάδων ψυχών. Και κάτι, ακόμη πιο χειρότερο: Με τις εκκωφαντικές φωνές, πολλοί σύγχρονοι άνθρωποι προσπαθούν να καλύψουν το κενό της δικής τους, προσωπικής μοναξιάς.
Ιερείς του αιώνα της ηχορύπανσης ας σπάσουμε το φράγμα της μοναξιάς και της σιωπής των συγχρόνων ανθρώπων. Ας ακούσουμε τις κραυγές του κόσμου και ας μπούμε στον κόσμο της μοναξιάς τους, όπως ο αναστημένος Χριστός (Ιωάν. κ΄ 19): «των θυρών κεκλεισμένων όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι δια τον φόβον των Ιουδαίων, ήλθεν ο Ιησούς και έστη εις το μέσον και είπεν αυτοίς: "ε ι ρ ή ν η υ μ ί ν"!
Στη σύγχρονη κοινωνία εκτιμάται η δύναμη, η "καπατσοσύνη", το χρήμα. Στη σύγχρονη κοινωνία, πού είναι μια "λέσχη" (Club) των ισχυρών, η είσοδος είναι απαγορευμένη και ελεγχόμενη. Οι αδύνατοι, οι άσχετοι, οι μη υγιείς, οι άσχημοι όχι μόνο "μένουν απ' έξω", αλλά και εξωθούνται στο περιθώριο της ζωής, στη "γωνιά", όπως σπρώχνουμε τα σκουπίδια.
Τα φώτα της δημοσιότητας δείχνουν μόνο αυτούς. Τους ολίγους, τους επώνυμους. Είναι οι θεοί και θεενές, τα είδωλα της εποχής μας. Οι περισσότεροι μένουν αφανείς. Αποτελούν τη λεγομένη - πολύ συγκαταβατικά "μ ά ζ α" (για τα ζώα η αντίστοιχη : λέξη είναι "α γ έ λ η"), για την οποία μάλιστα έχουν δημιουργήσει τα "Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης". Όλοι αυτοί, λοιπόν, είναι οι ανώνυμοι, καταναλωτικές μονάδες, ανθρώπινα δείγματα "άνευ αξίας".
Οι περιθωριακοί, όμως, είναι κι' αυτοί άνθρωποι. Αυτό κανείς δεν το σκέπτεται. Κανείς δεν χάνει τον ύπνο του γι' αυτούς. Γι' αυτούς, το δημόσιο χρήμα είναι λίγο, ο "προϋπολογισμός" του Κράτους, δεν φθάνει. Γιατί, φυσικά, κανείς δεν επενδύει στη μάζα.
Αν όμως, η ποιότητα της ζωής υποβαθμίζεται στο Club των ισχυρών και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια εξευτελίζεται στους κύκλους των "διαπλεκομένων", η αρχοντιά και η ανθρωπιά σώζονται στα πρόσωπα των περιθωριοποιημένων.
Οι σύγχρονοι Ιερείς καλούμαστε να ενδιαφερθούμε για τους περιθωριοποιημένους αδελφούς μας. Τους άστεγους, τους μόνους, τους ηλικιωμένους, τους αναπήρους, τους πραγματικά φτωχούς, τα παιδιά και τις μοναχικές γυναίκες.
Ο Χριστός ήταν ο πρώτος πού σύχναζε στους τόπους των περιθωριακών, των πτωχών, των αρρώστων, στους δρόμους και στους φράχτες των αγρών. Άφησε εποχή ο Γάλλος Ιερεύς Αββά Ρier, που αφιέρωσε τη ζωή του στους περιθωριακούς, στα ράκη της κοινωνίας. Γι' αυτό και το κίνημα του ονομάσθηκε "Ρακοσυλλέκτες", αλλά και γιατί οι εθελοντές πού τον βοηθούσαν στο έργο αυτό, μάζευαν τα ράκη των πλουσίων, από την αξιοποίηση των οποίων συγκέντρωναν τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για το κίνημα αυτό της αγάπης.
Οι σύγχρονοι ορθόδοξοι Ιερείς, ιδίως των μεγάλων αστικών κέντρων, και δη ημών που υπηρετούμε στην αλλοδαπή, ξένοι μέσα στους ξένους, ακόμα και με το ίδιο το ποίμνιό μας κάποιες φορές, καλούμαστε να γίνουμε ρακοσυλλέκτες της αγάπης. Να ψάχνουμε τις σκοτεινές γειτονιές των αστικών συνοικιών και να αναζητούμε τους περιθωριακούς αδελφούς μας πού κρύβονται εκεί.
Οι προτεστάντες που ορισμένοι πολλές φορές κατηγορούμε ως κάτι το ξένο από εμάς εφαρμόζουν εδώ και χρόνια αυτή την τακτική. Την αποστολή αυτή την προδιέγραψε ο Θεός ήδη από την εποχή του προφήτη Ιεζεκιήλ (λδ΄15-20): «εγώ βοσκήσω τα πρόβατά μου και εγώ αναπαύσω αυτά, και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κυριος. τάδε λέγει Κυριος Κυριος το απολωλός ζητήσω και το πλανώμενον επιστρέψω και το συντετριμμένον καταδήσω και το εκλείπον ενισχύσω και το ισχυρόν φυλάξω και βοσκήσω αυτά μετά κρίματος. Ιδού εγώ διακρινώ αναμέσον προβάτου ισχυρού και αναμέσον προβάτου ασθενούς. και σώσω τα πρόβατά μου, και ου μη ώσιν έτι εις προνομήν».
Στη σύγχρονη κοινωνία, έχουν απολεσθεί τα πνευματικά ερείσματα και στηρίγματα. Η εκκοσμίκευση (με την αρνητική έννοια του όρου) και η απιστία (πρακτική αθεΐα) έχουν στερήσει το βασικό στήριγμα της ζωής και της ελπίδας των ανθρώπων, τον Θεό. Από το άλλο μέρος, έχουν πολλαπλασιασθεί οι αρνητικοί παράγοντες πού αντιμάχονται τα ερείσματα της καθημερινής ζωής των συγχρόνων ανθρώπων. Ή ανάπτυξη της επιστήμης και ή πρόοδος της τεχνολογία δίνουν την ψευδαίσθηση της προκοπής και της δημιουργίας. Χωρίς όμως το έρεισμα της πίστεως στον Δημιουργό του παντός, ο σύγχρονος επιστημονικός και τεχνολογικός πολιτισμός μοιάζει με γίγαντα πού στηρίζεται σε γυάλινα πόδια.
Έξαλλου, η αποδιοργάνωση του κοινωνικού ιστού, η πολιτική αναξιοπιστία και η ανασφάλεια κλονίζουν και τους πιο αισιόδοξους και, ιδιαίτερα, τους νέους στην ηλικία. Οι έφηβοι και οι νέοι συνήθως οραματίζονται να κάμουν κάτι μεγάλο στη ζωή τους. Να αλλάξουν τον κόσμο. Βλέπουν όμως τους ορίζοντες κλειστούς και νιώθουν τα φτερά τους να ψαλλιδίζονται από τη σκληρή πραγματικότητα.
Ο άνθρωπος, όμως, δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ελπίδα, χωρίς στηρίγματα στη ζωή και κυρίως χωρίς το στήριγμα της αναφοράς και της σχέσης του με τον Θεό. Όσοι δεν το αποδέχθηκαν αυτό και αφαίρεσαν τον Θεό από τη ζωή τους, μόνο ως άφρονες μπορούν να χαρακτηρισθούν, όπως τονίζει η Αγία Γραφή (Ψαλμ. 13,1): «Είπεν άφρων, ουκ έστι θεός».
Ο ρόλος των συγχρόνων Ιερέων στο θέμα αυτό είναι μοναδικός και ουσιαστικός : τον προσδιορίζει ο ίδιος ο Θεός. στην Π. Διαθήκη, λέγοντας προς τους Ιερείς του (Ήσ. Μ' 1-2): «Παρακαλείτε, παρακαλείτε τον λαόν μου, λέγει ο Θεός. Ιερείς λαλήσατε εις την καρδίαν Ιερουσαλήμ».
Τα ερείσματα πού λείπουν σήμερα από τους ανθρώπους είναι κυρίως πνευματικά. Το βασικό δε πνευματικό στήριγμα είναι ο ζωντανός, ο πάντοτε επίκαιρος και αιώνιος λόγος του Θεού. Την απουσία δε και έλλειψη του θείου λόγου η Αγία Γραφή την χαρακτηρίζει ως έλλειψη στηρίγματος, ως πνευματικό δηλαδή λιμό (Αμώς η΄ 11): «Ιδού έρχονται ημέραι λιμού επί την γην, λέγει Κύριος, ου λιμού άρτων ουδέ δίψης ύδατος, αλλά λιμού του ακούσαι λόγον Κυρίου».
Οι σύγχρονοι άνθρωποι, δεν έχουν ανάγκη τόσο από ψωμί, όσο από τον "ά ρ τ ο ν της ζωής", τον λόγο του Θεού. Η σύγχρονη κοινωνία της αφθονίας και της κατανάλωσης λιμοκτονεί "του ακούσαι λόγον Κυρίου" .
Το κήρυγμα, επομένως, του λόγου του Θεού, (η επόμενη εισήγησή μας) είναι σήμερα όσο ποτέ άλλοτε αναγκαίο, ακριβώς διότι οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουν άμεση ανάγκη στήριξης, σε μια εποχή πού στριφογυρίζει γύρω από το χάος του κενού και μηδενός.
Η απελπισία και η περιθωριοποίηση, η ανεργία εξωθούν τους νέους, τις ευαίσθητες αυτές υπάρξεις στην ουσιοεξάρτηση των ναρκωτικών. Τα ναρκωτικά είναι ένα φοβερό μέσο τεχνιτής (χημικής) υπερνίκησης των προβλημάτων και διαφυγής στον εξωπραγματικό κόσμο του φανταστικού και των παραισθήσεων. Είναι το εισιτήριο στο express του θανάτου.
Από το άλλο, όμως, μέρος, τα ναρκωτικά είναι η διαμαρτυρία των νέων για την αναλγησία, την αδικία και την υποκρισία του συγχρόνου κόσμου. Τα ναρκωτικά είναι ο τρόπος, με τον όποιο πολλοί νέοι καταδικάζουν και απορρίπτουν τον σύγχρονο κόσμο.
Πριν από τα ναρκωτικά, υπήρξε το κίνημα των "Χίππις". Τα πλουσιόπαιδα της Ευρώπης και της Αμερικής, εγκατέλειπαν τα πολυτελή σπίτια τους, τους αδιάφορους και υλόφρονες γονείς τους, έσχιζαν τα πανάκριβα ρούχα τους, άφηναν άπλυτα και αχτένιστα τα μαλλιά τους και άρχιζαν να τριγυρνούν στους δρόμους και να μένουν στα δάση, το ύπαιθρο ("παιδιά των λουλουδιών"), σε καλύβες και χαλασμένα λεωφορεία. Ήταν κι' αυτός ένας τρόπος διαμαρτυρίας των νέων για το σύγχρονο υλοκρατικό και υποκριτικό κόσμο μας.
Τι μπορούν να κάνουν οι ορθόδοξοι Ιερείς μπροστά στις σύγχρονες αυτές μάστιγες; Ό ,τι και στις περιόδους πολέμου. Μήπως οι Ιερείς μπορούν να σταματήσουν τους πολέμους; Ασφαλώς, όχι ! Μπορούν όμως να επιστρατευθούν και να τρέξουν στα μέτωπα των επιχειρήσεων. Όχι, βέβαια, για να πολεμήσουν τον εχθρό, αλλά για να συμπαρασταθούν στους μαχόμενους, να σαλπίζουν αγωνιστικές ιαχές, να ενισχύουν τους τραυματίες, να κοινωνούν τους βαριά πληγωμένους.
Τον πόλεμο των πάσης φύσεως ναρκωτικών δεν μπορούν να σταματήσουν οι Ιερείς. Μπορούν, όμως να συμπαρασταθούν στα θύματα του, σε άτομα και οικογένειες, σε κοινωνικούς φορείς πρόληψης και απεξάρτησης.
Σε καιρό πολέμου, η Εκκλησία προσεύχεται για τους μαχόμενους στρατιώτες. Μήπως το ίδιο δεν θα μπορούσε να κάνει τώρα πού έχει ξεσπάσει και μαίνεται ο πόλεμος των ναρκωτικών; Τα παιδιά μας είναι το μέλλον μας. Ας τα προστατεύουμε όπως τις κόρες των ματιών μας.
Εάν οι κρατικοί, κοινωνικοί και επιστημονικοί φορείς προσπαθούν να αντιμετωπίσουν αυτή τη μάστιγα, με τα υπάρχοντα ανθρώπινα μέσα, οι ορθόδοξοι Ιερείς καλούνται να χρησιμοποιήσουν τα ουράνια και θεία μέσα πού διαθέτουν. Διότι, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι και στο δύσκολο αυτό πρόβλημα ισχύει ο λόγος του Χριστού (Λουκ. ιη΄ 27): «τα αδύνατα παρ΄ ανθρώποις δυνατά έστι παρά τω Θεώ».
Στις παλαιότερες εποχές , η κλήση της Ιεροσύνης δεν είχε ίσως τόσες κοινωνικές προοπτικές όσες έχει σήμερα. Ο Ιερεύς της παραδοσιακής αγροτογεωργικής προαστικής κοινωνίας δεν είχε παρά περιορισμένες δυνατότητες κοινωνικής και ποιμαντικής δράσης.
Στη σύγχρονη, εκκοσμικευμένη κοινωνία, στη δύση που ζούμε, στο ποίμνιό μας που μεταναστεύει λόγω της κρίσης στη πατρίδα ο ρόλος του Ιερέα απόκτησε πολυσήμαντη διάσταση.
Πέραν του Ναού και έξω από το Ναό τον περιμένει ένας κόσμος αλλοτριωμένος, ένα πλήθος πού κάθεται (Ματθ. δ΄ 16): «Εν χώρα και σκιά θανάτου»,, εικόνες του Θεού "αμαυρωμένες", που χρειάζονται κάθαρση, "πρόβατα απολωλότα" πού κράζουν για ποιμένα, ψυχές πού διψούν ελευθερία , λύτρωση και σωτηρία.
Οι σύγχρονοι Ιερείς δεν μπορούν, ασφαλώς, να τα κάνουν όλα αυτά μαζί ούτε θα είχε κανείς την απαίτηση από τους Ιερείς να αντιμετωπίσουν επιτυχώς όλα τα προβλήματα αυτά μόνοι τους. Ο καθένας μας, όμως, μπορεί να ασχοληθεί με έ ν α από τα προβλήματα αυτά.
Αυτή την έννοια είχε και η απαρίθμηση όλων σχεδόν των συγχρόνων προβλημάτων, στην παρούσα ομιλία: Καλούμαστε να επιλέξουμε ένα συγκεκριμένο θέμα και να ασχοληθούμε με αυτό σοβαρά και σε β ά θ ο ς, σε ολόκληρη τη ζωή και την ιερατική μας σταδιοδρομία.
Η εξειδίκευση των κοινωνικών λειτουργιών και υπηρεσιών είναι το χαρακτηριστικό της αστικής εποχής μας. Γιατί να μη το επιχειρήσουμε;
Εάν δεν γίνεται σχεδόν τίποτε για τα μεγάλα αυτά κοινωνικά και ηθικά θέματα της εποχής μας είναι γιατί δεν υπάρχουν οι "μπροστάρηδες", αυτοί πού θα ανοίξουν το δρόμο, για να ακολουθήσουν οι άλλοι, οι πολλοί. Όταν υπάρξει ο πρώτος, ο ένας, τότε θα ακολουθήσουν και οι άλλοι, οι ενορίτες, οι εθελοντές, οι συνεργάτες μας, οι φίλοι, οι γνωστοί και οι άγνωστοι.
Ο ρόλος των ορθοδόξων Ιερέων στη σύγχρονη πραγματικότητα είναι ουσιαστικός, σημαντικός και αποφασιστικός.
Αν εκλείψουν οι ορθόδοξοι Ιερείς, από τη σύγχρονη κοινωνία, η ζωή θα χάσει την ιδιαιτερότητα της, την ομορφιά της, την αντοχή της στις έξωθεν καταλυτικές επιδράσεις και αλλοιώσεις.
Όσοι νέοι επιλέγουν την ιερατική κλήση και σταδιοδρομία, αυτό το δράμα καλούνται να υπηρετήσουν. Πρόκειται να συνεχίσουν μια σταδιοδρομία φορτωμένη με ιστορικό μεγαλείο και δόξα και να διαδραματίσουν ένα ρόλο με ουσιαστική και ζωτική σημασία για το παρόν και το μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου