Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

ΟΙ 7 ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ


ΟΙ 7 ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
[Φιλοκαλία Αγ.Πέτρου Δαμασκηνού τόμος 17 σελ. 49-53]
Πρώτη εἶναι ἡ ἡσυχία, δηλαδὴ ἡ ἀπερίσπαστη ζωή, ποὺ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ κάθε βιοτικὴ μέριμνα, γιὰ νὰ μπορέσει κανεὶς μὲ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν προσκόληση στὰ βιοτικὰ νὰ ἀποφύγει τὸ θόρυβο καὶ τὸν διάβολο, ποὺ σὰν λιοντάρι ὠρίεται καὶ τριγυρίζει γιὰ νὰ βρεῖ κάποιον νὰ τὸν καταπιεῖ μὲ τὶς συναναστροφὲς καὶ τὶς μέριμνες τοῦ βίου, καὶ γιὰ νὰ ἔχει μία μέριμνα, πὼς νὰ ἀρέσει στὸν Θεὸν καὶ νὰ προετοιμάσει τὴν ψυχή του νὰ εἶναι ἀκατάκριτη τὴν ὥρα τοῦ θανάτου καὶ νὰ μάθει μὲ προσοχὴ τὰ τεχνάσματα τῶν δαιμόνων καὶ τὰ δικά του σφάλματα, ποὺ εἶναι πρισσότερα ἀπὸ τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης.
 Δεύτερη εἶναι ἡ μετρημένη νηστεία, δηλαδὴ τὸ νὰ τρώει κανεὶς μία φορᾷ κάθε μέρα καὶ νὰ μὴν χορταίνει· νὰ τρώει ἕνα εἶδος ἀπὸ τὶς εὐτελεῖς τροφὲς ποὺ βρίσκονται χωρὶς ἰδιαίτερη προσπάθεια, ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ δὲν ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή, ἂν βέβαια δὲν ὑπάρχει κάτι ἄλλο, γιὰ νὰ νικήσει τὴ γαστριμαργία, τὴ λαιμαργία καὶ τὴν ἐπιθυμία καὶ νὰ ζεῖ χωρὶς βιοτικὲς μέριμνες· συγχρόνως γιὰ νὰ μὴν ἀπέχει ἐντελῶς ἀπὸ κάποιο εἶδος ἀπορρίπτοντας κακῶς ὅσα ἔγιναν ἀπὸ τὸν Θεὸν καλὰ λίαν, οὔτε νὰ τὰ καταπίνει ὅλα μαζὶ μὲ ἀκράτεια καὶ φιληδονία, ἀλλά, τρώγοντας κάθε εἶδος, νὰ τὰ χρησιμοποιεῖ ὅλα γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ἀπέχει ἀπὸ κανένα ἐπειδὴ τὸ θεωρεῖ κακό, ὅπως κάνουν οἱ καταραμένοι αἱρετικοί. Τὸ κρασὶ νὰ χρησιμοποιεῖται τὸν κατάλληλο καιρό. Γιατί στὰ γερατειά, στὴν ἀσθένεια καὶ στὸ ψῦχος εἶναι πολὺ χρήσιμο, ἀλλὰ καὶ τότε νὰ εἶναι λιγοστὸ· στὴ νεότητα ὅμως καὶ στὴ ζέστη καὶ στὴν ὑγεία τὸ νερὸ εἶναι καλύτερο, ἀλλὰ καὶ αὐτό, ὅσο εἶναι δυνατό, νὰ εἶναι λίγο, γιατί ἡ δίψα εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς σωματικὲς πράξεις.
Τρίτη εἶναι ἡ μετρημένη ἀγρυπνία, δηλαδὴ νὰ ἔχει κανεὶς τὴν μισὴ νύχτα γιὰ ὕπνο καὶ τὴν ἄλλη μισῇ γιὰ ψαλμῳδία καὶ πρόσευχή, γιὰ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα, ὥστε μὲ τὴν μετρημένη νηστεία καὶ ἀγρυπνία τὸ σῶμα νὰ γίνει ὑπάκουο στὴν ψυχή, ὑγιὲς καὶ ἕτοιμο γιὰ κάθε ἔργο ἀγαθό, ἐνῷ ἡ ψυχὴ νὰ λάβει ἀνδρεία καὶ φώτιση γιὰ νὰ βλέπει καὶ νὰ κάνει αὐτὰ ποὺ πρέπει.
Τέταρτη εἶναι ἡ ψαλμῳδία, δηλαδὴ ἡ σωματικὴ προσευχὴ μὲ ψαλμοὺς καὶ γονυκλισίες, γιὰ νὰ καταπονηθεῖ τὸ σῶμα καὶ νὰ ταπεινωθεῖ ἡ ψυχὴ καὶ νὰ φύγουν οἱ ἐχθροί μας δαίμονες, καὶ νὰ ἔρθουν οἱ σύμμαχοι ἄγγελοι, καὶ νὰ γνωρίσει καλὰ κανεὶς ἀπὸ ποὺ παίρνει βοήθεια, μήπως ἀγνοώντας ἐπαρθεῖ, νομίζοντας ὅτι εἶναι δικά του τὰ ἔργα, καὶ ἐγκαταλειφθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸν γιὰ νὰ γνωρίσει τὴν ἀσθένειά του.
 Πέμπτη εἶναι ἡ πνευματικὴ προσευχή, ποὺ γίνεται μὲ τὸν νοῦ καὶ εἶναι μακριὰ ἀπὸ κάθε ἔννοια. Στὴν προσευχὴ αὐτὴ ὁ νοῦς, σταματώντας στὰ λόγια καὶ προσπίπτοντας στὸν Θεὸν μὲ ἀνέκφραστη συντριβή, ζητεῖ μόνο νὰ γίνει τὸ θεῖο θέλημα, σὲ ὅλα τὰ ἔργα καὶ τὰ νοήματά του, χωρὶς νὰ δέχεται καθόλου λογισμὸ ἢ σχῆμα ἢ χρῶμα ἢ φῶς ἢ πῦρ ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸν βλέπει ὁ Θεὸς καὶ μὲ αὐτὸν μόνο συνομιλεῖ, γίνεται ἄμορφος καὶ ἀσχημάτιστος. Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ καθαρὴ προσευχὴ ποὺ ταιριάζει σὲ αὐτὸν ποὺ ἀκόμη εἶναι πρακτικός, ἐνῷ στὸν θεωρητικὸ ταιριάζουν ἄλλα πράγματα μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτά.
Ἕκτη εἶναι ἡ ἀνάγνωση καὶ τῶν λόγων καὶ τῷ βίων τῶν Πατέρων, χωρὶς νὰ ἀκούει καθόλου γιὰ δόγματα ξένα ἢ κάποιων ἄλλων καὶ μάλιστα τῶν αἱρετικῶν, γιὰ νὰ μάθει ἀπὸ τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ ἀπὸ τὴν διάκριση τῶν Πατέρων, πὼς νὰ νικήσει τὰ πάθη καὶ νὰ ἀποκτήσει τὶς ἀρετές. Καὶ γιὰ νὰ γεμίσει ὁ νοῦς του ἀπὸ λόγια του Ἀγ.Πνεύματος καὶ νὰ ξεχάσει τὰ προηγούμενα ἀπρεπῆ λόγια καὶ νοήματα, τὰ ὁποῖα ἄκουσε ὅταν ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ κελί του, καὶ γιὰ νὰ σκέπτεται ἀπὸ τὴν συχνὴ διδασκαλία τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀνάγνωσης καλὲς ἔννοιες.
Ἕβδομη εἶναι ἡ ἐρώτηση στοὺς ἔμπειρους γιὰ κάθε λόγο καὶ ἔργο, ὥστε νὰ μὴν φθάνει, ἀπὸ ἀπειρία ἢ αὐταρέσκεια ἄλλα ἀντὶ ἄλλων νοῶν καὶ ποιῶν, νὰ πλανᾶται πολλὲς φορὲς καὶ νὰ πέφτει σὲ οἴησιν, νομίζοντας ὅτι ξέρει κάτι σωστά, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα δὲν τὸ ξέρει ἀκόμη σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο. (Α΄ Κορ. 8,2).
ΟΙ 7 ΗΛΙΚΙΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
[Φιλοκαλία Αγίου Αναστασίου Σιναϊτου τόμος 13β σελ. 83-85]
            1) Ἡ πρώτη ἡλικία ἡ βρεφική, γιὰ νὰ φωτιστεῖς ἀμέσως μὲ τὸ βάπτισμα, γιατί τὸ φῶς ἔγινε τὴν πρώτη ἡμέρα.
2) Ἡ δεύτερη ἡλικία, ἡ παιδική, γιὰ νὰ στερεωθεῖς στὰ οὐράνια λόγια, γιατί τὸ στερέωμα ἔγινε τὴν δεύτερη ἡμέρα.
3) Ἡ τρίτη ἡλικία ἡ ἐφηβική, γιὰ νὰ ξηραίνεις μὲ τὴν ἁγνότητα τὴν ὑγρασία τῶν παθῶν, γιατί τὴν τρίτη ἡμέρα ὁ Θεὸς χώρισε τὴν ξηρὰν ἀπὸ τὴν θάλασσαν.
4) Ἡ τέταρτη ἡλικία, ἡ νεανική, γιὰ νὰ φορεῖς σὰν ἄστρα τὶς τέσσερις ἀρετές, καὶ νὰ φέγγεις στὸν κόσμο σὰν φωστῆρας.
5) Ἡ πέμπτη ἡλικία τοῦ μεσήλικα, γιὰ νὰ χαλιναγωγεῖς τὰ πέντε ζῷα τῶν αἰσθήσεών σου, γιὰ νὰ μὴν πηδήσουν στὴν ἁμαρτία, γιατί τὰ ζῷα ἔγιναν τὴν πέμπτη ἡμέρα.
6) Ἡ ἕκτη ἡλικία, τοῦ πρεσβύτου, γιὰ νὰ ἀσφαλίζεις, ὡς ἄνθρωπος, τὴν ἀρχική σου κίνηση μὲ τὸν λόγο, καὶ νὰ διαπλάθεις τὸν πηλὸ τοῦ σώματος καὶ νὰ τὸν ρυθμίζεις μὲ τὶς ἀρετές, γιατί ὁ ἄνθρωπος ἔγινε τὴν ἕκτη ἡμέρα.
 7) Ἡ ἕβδομη ἡλικία ἡ γεροντικὴ ἀσπρόμαλλη διαγωγή, ἀνάπαύοντας σὲ μὲ τὴν εὐσέβεια στὴ γῆ, τότε ποὺ σὰν ἀσπροντυμένο στάχυ καὶ ὥριμο σιτάρι θὰ πᾷς στὸν τάφο, ἀποθηκευόμενος γιὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο καὶ ἀναπαυόμενος. Γιατί ὁ Κύριος τὴν 7η ἡμέρα σταμάτησε τὰ εὐαγγελικά του ἔργα στὸν τάφο.
ΟΙ 3 ΤΡΟΠΟΙ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ
[Φιλοκαλία Αββά Δωρόθεου τομ. 12 σελ. 435-449]
 Κάθε ἁμαρτία γίνεται ἢ ἀπὸ φιληδονία ἢ ἀπὸ φιλαργυρία ἢ ἀπὸ φιλοδοξία. Ὁμοίως καὶ τὸ ψεῦδος ἀπὸ αὐτὰ τὰ τρία πάθη γίνεται· ψεύδεται κανεὶς ἢ γιὰ νὰ μὴν κατηγορηθεῖ καὶ ταπεινωθεῖ ἢ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει ἐπιθυμία, ἢ γιὰ νὰ κερδίσει ἀγαθά. Ὑπάρχουν δὲ τρεῖς τρόποι ψεύδους· εἶναι ὁ ψευδόμενος κατὰ διάνοιαν, ὁ ψευδόμενος ἐν λόγῳ καὶ ὁ ψευδόμενος μὲ τὸν βίον του.
 Ὁ ψευδόμενος κατὰ διάνοιαν εἶναι ἐκεῖνος ὅπου δέχεται ὑπόνοιες. Ἐὰν αὐτὸς δεῖ κάποιον νὰ ὁμιλεῖ μὲ τὸν ἀδελφόν του, ὑποπτεύται καὶ λέγει ὅτι γιὰ μένα μιλοῦν. Κι ἂν διακόψουν τὴν ὁμιλία, πάλι ὑποπτεύεται ὅτι γι’αὐτὸν διέκοψαν. Ἐὰν πεῖ κανεὶς λόγο, ὑποπτεύεται ὅτι τὸν εἶπε γιὰ νὰ τὸν θλίψει, καὶ γενικῶς σὲ κάθε πρᾶγμα, ὑποπτεύεται ἔτσι τὸν πλησίον λέγοντας, «γιὰ μένα τὸ ἔκανε τοῦτο, γιὰ μένα τὸ εἶπε τοῦτο, γιὰ αὐτὸν τὸν σκοπὸν τὸ ἔκανε τοῦτο».
Αὐτὸς εἶναι ὁ ψευδόμενος κατὰ διάνοια. Διότι δὲν λέγει τίποτε ἀληθινό, ἀλλὰ ὅλα ἀπὸ ὑποψία. Ἀπὸ αὐτὸ λοιπὸν προέρχονται οἱ περιέργιες, οἱ καταλαλιές, τὸ κρυφάκουσμα, τὸ μάχεσθαι, ἡ κατάκρισις. Ὁ ψευδόμενος ἐν λόγῳ εἶναι αὐτὸς ποὺ ὑποθετικά, βαριέται νὰ σηκωθεῖ στὴν ἀγρυπνία καὶ δὲν λέγει, συγχωρεσὲ μέ, ποὺ βαρέθηκα νὰ σηκωθῶ, ἀλλὰ λέγει, εἶχα πυρετό, εἶχα σκοτοδίνη, δὲν μπόρεσα νὰ σηκωθῶ, εἶχα ἀτονία, καὶ λέγει δέκα λόγους ψευδεῖς, γιὰ νὰ μὴν βάλει μία μετάνοια καὶ ταπεινωθεῖ. Ἐὰν δέ, τὸν κατηγορήσει κανεὶς γιὰ κάτι, ἐπιμένει νὰ ἀλλάξει καὶ νὰ τρόποποιεί τοὺς λόγους του, γιὰ νὰ μὴν βαστάξει τὴν κατηγορίαν.
 Ὁμοίως ἐὰν συμβεῖ νὰ ἔχει κάποια δυσαρέσκεια μὲ τὸν ἀδελφό, δὲν παύει νὰ δικαιολογήται καὶ νὰ λέγει, «ἀλλὰ ἐσὺ εἶπες, ἀλλὰ ἐσὺ ἔκανες, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν εἶπα, ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶπε», ἀλλὰ τοῦτο, ἀλλὰ ἐκεῖνο, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴν ταπεινωθεῖ. Ὁ ψευδόμενος μὲ τὸν βίον του εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐνῷ εἶναι ἄσωτος, προσποιεῖται ἐγκράτεια, ἢ ἐνῷ εἶναι πλεονέκτης ὁμιλεῖ περὶ ἐλεημοσύνης καὶ ἐπαινεῖ τὴν συμπάθεια, ἢ ἐνῷ εἶναι ὑπερήφανος θαυμάζει τὴν ταπεινοφροσύνη. Καὶ δὲν τὴν θαυμάζει διότι θέλει νὰ ἐπαινέσει τὴν ἀρετή. Διότι ἂν εἶχε αὐτὸν τὸν σκοπό, πρῶτα θὰ ὁμολογοῦσε τὴν ἀδυναμία τοῦ λέγοντας «ἀλλοίμονο σὲ μένα τὸν ἄθλιο, ποὺ εἶμαι ἄδειος ἀπὸ κάθε ἀγαθό».
Καὶ μετὰ τὴν ὁμολογία τῆς ἀδυναμίας τοῦ τότε θὰ μποροῦσε νὰ θαυμάσει καὶ νὰ ἐπαινέσει τὴν ἀρετή. Ἀλλὰ δὲν ἐγκωμιάζει τὴν ἀρετὴ οὔτε μὲ σκοπὸ νὰ μὴ σκανδαλίσει κανένα· διότι καὶ τότε ὀφείλει νὰ σκεφθεῖ, «ναὶ ἐγὼ εἶμαι ἄθλιος καὶ ἐμπαθής, γιατί νὰ σκανδαλίσω καὶ ἄλλον; γιατί νὰ βλάψω καὶ ἄλλη ψυχὴ καὶ νὰ ἐπιβάλω στὸν ἑαυτό μου κι ἄλλο βάρος;».
Τότε θὰ μποροῦσε, ἂν καὶ καθ’ εὐατὸν ἁμαρτωλός, τουλάχιστον νὰ ἐγγίσει τὸ ἀγαθό.
Διότι εἶναι γνώρισμα ταπεινώσεως τὸ νὰ ταλανίζει τὸν ἑαυτό του καὶ συμπαθείας τὸ νὰ λυπῆται τὸν πλησίον. Ἀλλ’ αὐτὸς ὁ ψεύστης δὲν θαυμάζει τὴν ἀρετὴ κατὰ κάποιον ἀπὸ τοὺς τρόπους ποὺ ἀναφέρθηκαν, ἀλλὰ προβάλει τὸ ὄνομα τῆς ἀρετῆς ἢ γιὰ νὰ παρουσιάσει καὶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἐνάρετο ὁμιλώντας γι’αὐτήν, ἢ γιὰ νὰ σκεπάσει τὴν δική του ντροπή, ἢ πολλὲς φορὲς γιὰ νὰ βλάψει καὶ νὰ δελεάσει κάποιον.
ΟΙ 3 ΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ.
(Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν σελ. 331)
 Τρεῖς εἶναι αἱ τάξεις καὶ καταστάσεις τῶν Χριστιανῶν, κατὰ τὸν μέγαν Βασίλειον· ἄλλοι μὲν εἶναι ὡς δοῦλοι, ὅσοι ἀπὸ τὸν φόβον τῆς κολάσεως δὲν κάμνουσι τὸ κακόν· ἄλλοι δὲ εἶναι ὡς μισθωτοί, ὅσοι διὰ τὸν μισθὸν καὶ τὴν ἀπόλαυσιν τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐργάζωνται τὸ καλὸν καὶ ἄλλοι εἶναι ὡς υἱοί, ὅσοι διὰ τὸ καλὸν αὐτὸ καὶ διὰ μόνην τὴν ἀγάπην τοῦ αὐθέντου τῶν χαίροντες κάμνουσι τὸ ἀγαθόν.
Τώρα ἡμεῖς βλέπομεν, ὅτι καὶ οἱ τρεῖς καταστάσεις αὐτὲς χρεωστοῦσι νὰ φυλάττουν ὅλας τοῦ Κυρίου τὰς προσταγάς· διότι ἄν εἶναι τινὰς Χριστιανὸς εἰς τὴν τάξιν τῶν δούλων, καὶ φοβεῖται νὰ μὴ παιδευθῇ καὶ κολασθῇ, ἀναγκάζεται διὰ νὰ φυλάττῃ ὅλας τὰς προσταγὰς τοῦ αὐθέντου του, καὶ νὰ μὴν ἀμελήσῃ οὐδὲ τὴν παραμικράν του ἐντολήν, ἄν θέλῃ διὰ νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὴν κόλασιν. Ἄν εἶναι τινὰς εἰς τὴν τάξιν τῶν μισθίων, καὶ αὐτὸς παρομοίως χρεωστεῖ νὰ φυλάξῃ ὅλα ὅσα τὸν προστάζῃ ἐκεῖνος ὅπου τὸν ἐμίσθωσεν εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ, διότι ἄν δὲν τὰ φυλάξῃ δὲν ἠμπορεῖ νὰ λάβῃ τὸν μισθόν του ὁλόκληρον. Ἄν εἶναι τινὰς εἰς τὴν τάξιν τῶν υἱῶν, ἔχει χρέος νὰ φαίνηται ὑπήκοος καὶ εὐάρεστος εἰς τὸν Πατέρα του κατὰ πάντα καὶ νὰ μὴ τὸν λυπῇ οὐδὲ εἰς τὸ παραμικρότατον.
«Οὐ τοίνυν ἐστὶ τῶν φοβουμένων τὸ παριέναι τι τῶν ἐντεταλμένων, ἤ ἀμελῶς ποιεῖν· ἀλλ’ οὐδὲ ὁ μισθωτὸς παραβῆναί τι τῶν διατεταγμένων αἱρήσεται· πῶς γὰρ κομίσεται τὸν μισθὸν τῆς ἐργασίας τοῦ ἀμπελῶνος, μὴ πάντα πληρώσας τὰ συμπεφωνημένα;.. τὶς δὲ υἱὸς σκοπὸν ἔχων τὴν τοῦ Πατρὸς εὐαρέστησιν, ἐπὶ τοῖς μείζοσιν αὐτὸν εὐφραίνων, τῶν μικροτάτων ἕνεκεν λυπεῖν αἱρήσεται;» (Προοίμ. τῶν κατὰ πλάτος ὅρων).
ΟΙ 3 ΤΑΞΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ
[Πνευματικά Γυμνάσματα Αγ.Νικοδήμου σελ. 209]
 Ἡ 1η τάξις εἶναι ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων ὅπου τὸν ἀκολουθοῦν μὲ τὸν λογισμὸν μόνον, οἱ ὁποῖοι στεκόμενοι ἀπὸ μακρὰν θαυμάζουσι μὲ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ τοῦ πολέμου, ἀλλὰ δὲν κάνουν ποτὲ ἀπόφασιν νὰ πιάσουν τὰ ἅρματα διὰ νὰ πολεμήσουν καὶ αὐτοὶ καὶ νὰ νικήσουν. Δηλαδὴ δὲν θέλουν νὰ μεταχειριστοῦν τὰ μέσα ἐκείναι καὶ ὄργανα ὅπου εἶναι ἀναγκαῖα, διὰ νὰ μιμηθοῦν τὰ παραδείγματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθὼς αὐτὸς ζητεῖ, νικώμενοι ἀπὸ τὴν ἀργίαν.
 Ἡ 2η τάξις εἶναι ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων ὅπου πιάνουν μὲν τὰ ἅρματα καὶ βγαίνουν εἰς τὸν κάμπον, ἀλλὰ θέλουν νὰ πολεμοῦν καθὼς τοὺς ἀρέσει, μεταχειριζόμενοι ἐκεῖνα τὰ μέσα καὶ ὄργανα ὅπου εἶναι κατὰ τὸ θελημά τους καὶ ὄχι ἐκεῖνα ὅπου εἶναι κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θέλοντες νὰ πηγαίνουν ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν Κύριον, καὶ ὄχι νὰ τὸν ἀκολουθοῦν, δήλ. θέλουν νὰ πολεμοῦν τὰ πάθη τους καὶ τὸν διάβολον ἀλλὰ μὲ ἀναπαυτικὴν ζωὴν καὶ μὲ ἰδιορρυθμίαν καὶ ὑπερηφάνειαν.
 Ἠ 3η τάξις εἶναι ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶναι βεβαιωμένοι, ὅτι ὄλον τὸ καλόν της ψυχῆς τους καὶ ὅλη ἡ δόξα ὅπου μποροῦν νὰ δώσουν εἰς τὸν Θεόν, στέκεται εἰς τὸ νὰ μιμοῦνται τὰ παραδείγματα τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀφιερώνονται εἰς αὐτόν, διὰ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ ἐκεῖνος καθὼς θέλει· μὲ ὅλον τοῦτο πάλιν οἱ εὐλογημένοι δὲν κινοῦνται ἀφ’ ἑαυτοῦ τῶν εἰς τὸν πόλεμον, ἀλλὰ μὲ συμβουλὴν πνευματικῶν πατέρων μεταχειρίζονται τὰ μέσα, καὶ μὲ τελείαν ἐκκοπὴν τοῦ θεληματὸς τῶν. Ὅθεν εἶναι ἑτοιμασμένοι διπλῶς διὰ νὰ ἀκολουθοῦν τὸν Κύριον εἰς τὸν πόλεμον κατὰ τῶν ἐχθρῶν καὶ νὰ τὸν ἀκολουθοῦν διὰ μέσῳ ἐκείνης τῆς στράτας ὅπου ὁ Κύριος θέλει νὰ τὸν ἀκολουθοῦν.
 Ἡ 1η τάξις εἶναι ψυχρὰ καὶ ἀργῇ.
 Ἡ 2η τάξις εἶναι χλιαρὰ καὶ ὀκνηρή.
 Ἡ 3η τάξις εἶναι θερμὴ καὶ ἐπιμελής.
ΟΙ 8 ΤΑΞΕΙΣ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
[Αγ.Συμεών του Νέου Θεολόγου τά ευρισκόμενα σελ. 91]
 Ἀπολωλότες, αἰχμάλωτοι, πεπλανημένοι, κατεραγμένοι, καταπίπτοντες, στήκοντες, περιπατοῦντες καὶ τέλειοι.
 Οἱ ἀπολωλότες, δηλ. οἱ χαμένοι χρειάζονται προσευχὴ γιὰ νὰ τοὺς ζητήσει, καὶ νὰ τοὺς εὕρει ὁ Θεὸς ὁ πανταχοῦ παρών, εἰς τὸν ὁποῖον εἶναι φανερὰ καὶ ὁ ᾅδης καὶ ἡ ἀπώλεια.
 Οἱ αἰχμάλωτοι, δηλ. οἱ σκλαβωμένοι, γιὰ νὰ τοὺς ἐλευθερώσει μὲ τὴν θείαν τοῦ δύναμη, ὅπου κρατεῖ καὶ κυριεύει τὰ πάντα· διότι ὁ σκλαβωμένος δὲν δύναται νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ λόγου του.
Οἱ πεπλανημένοι, γιὰ νὰ τοὺς φωτίσει ἡ θεία χάρις καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἀληθείας.
Οἱ κατεραγμένοι, δηλ. οἱ συντετριμμένοι γιὰ νὰ τοὺς ἰατρεύσει, καὶ νὰ τοὺς σηκώσει ὁ Κύριος.
 Ὅτι κανένας συντετριμμένος δὲν δύναται νὰ ἰατρευθεῖ καὶ νὰ σηκωθεῖ, μὲ τὴν δική του δύναμη.
Οἱ καταπίπτοντες, δηλ. ἐκεῖνοι ποὺ πίπτουν εἰς ἁμαρτίας, γιὰ νὰ τοὺς δυναμώσει ἡ μεγαλοδύναμος δεξιὰ τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ νὰ μὴ πίπτουν.
Οἱ στήκοντες, δηλ. ἐκεῖνοι ὅπου ἔπαψαν τὰς ἁμαρτίας, γιὰ νὰ στερεωθοῦν ἀπὸ τὴν θείαν χάριν νὰ μὴν κρεμνίζονται πλέον.
 Οἱ περιπατοῦντες, δηλ. ἐκεῖνοι ὅπου ἀγωνίζονται εἰς τὴν ἀρετήν, γιὰ νὰ περιπατοῦν χωρὶς νὰ σκοντάπτουν καὶ νὰ βγάζει Ἄγγελος Κυρίου τὶς πέτρες καὶ τὰ ἐμπόδια ἀπὸ τὴν μακρινὴ καὶ στενὴ στράτα τῶν ἀρετῶν, γιὰ νὰ μὴ ταλαιπωροῦνται περισσότερο ἀπὸ τὴν δύναμή τους.
 Οἱ τέλειοι, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύωνται καὶ νομίζουν πὼς εἶναι καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ νὰ λυποῦνται πὼς εἶναι κάτωτεροι ἀπὸ τοὺς ἐναρετωτέρους τους, καὶ νὰ μαθαίνουν πόσο τοὺς λείπει ἀκόμη ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀληθινὸ ὕψος, ὅπου εἶναι ὑψηλότερο ἀπὸ ὅλα.
ΤΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΟΥΣ
ΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΝ ΠΙΣΤΕΩΣ
[Αγίου Νεκταρίου Γνώθι σ’αυτόν σελ. 24-25]
            1ον Ἡ ἀληθὴς πίστις πληροφορεῖ μυστικῶς τὸν πιστεύοντα περὶ τοῦ θείου χαρακτήρος τῆς ἐαυτοῦ πίστεως.
2ον Κατευθύνει τὰ διαβήματα αὐτοῦ ἐν τῇ ὁδὸ τῆς ἀληθείας μυστικῶς ποδηγετούσα αὐτὸν καὶ διδάσκουσα αὐτὸν ποιεῖν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον.
3ον Ἅγει εἰς τὴν μακαριότητα καὶ διδάσκει, ὅτι ἔν τῇ ἀγάπη τὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν πρὸς τὸν πλησίον εὔρηται τὸ πλήρωμα τοῦ ἐπιποθουμένου ἀγαθοῦ.
 4ον Πληρεῖ τὸν πιστὸν ἐλπίδος αϊδίου, ἀμειώτου, καθαρᾶς παντὸς πάθους, ἐχοῦσης ἐν ἐαυτῆ τὸ πλήρωμα τῆς εὐδαιμονίας.
5ον Πληρεῖ τὴν καρδίαν τοῦ πιστοῦ ἀγάπης θερμῆς, ἀγάπης ἀφάτου, ἀνεκφράστου, μυστικῆς, ἀπείρου, ἀγνὴς, ἀγίας, ἐκχεομένης καὶ κατακλυζούσης τὰ πάντα καὶ κατακυριευούσης ἐν αὐτή.
6ον Πληρεῖ τὴν καρδίαν τοῦ πιστοῦ τῶν καρπῶν τοῦ Ἁγ.Πνεύματος· ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ μακρόθυμία, ἡ χρηστότης, ἡ ἀγαθοσύνη, ἐβραβεύσαν αὐτὴ ὑπὸ τοῦ ἀγιάσαντος αὐτὴν Ἁγ. Πνεύματος.
7ον Δίδωσι τά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Το Πνεύμα το Ἅγιον ἐπιφοιτήσαν ἐφώτισε τὸν νοὺν τοῦ πιστοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτῶ τὴν σοφίαν, τὴν σύνεσιν, τὴν βουλήν, τὴν γνώσιν, τὴν ἀλήθειαν καὶ τὸν ἀγνὸ φόβο τοῦ Θεοῦ.
8ον Ἁναπλάτει τὸν ὑπὸ τῆς ἀμαρτίας διαφθαρέντα ἄνθρωπον καὶ ἐπανάγει εἰς τὸ ἀρχαίον κάλλος.
 9ον Ἁγιάζει αὐτὸν καὶ μύρον εὐωδίας ἐπιχέει ἐπ’ αὐτὸν καὶ ἀνάγει εἰς τελειότητα.
10ον Διανοίγει τοὺς ὁφθαλμοὺς τῆς διανοίας του ὁρὰν τὰ ἀθέατα, καὶ ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια.
11ον Χορηγεῖ σθένος ἡθικόν, χαρίζεται τὴν ἡθικὴν ἀνδρείαν τοῦ μὴ πτοείσθαι ἐκ τῶν δεινῶν τοῦ βίου καὶ δαψιλεύει τὴν ἰσχύν, τὸ θάρρος, τὴν καρτερίαν, τὴν μεγαλοφροσύνην, τὴν μεγαλοψυχίαν, τὴν ἐλεημοσύνην καὶ ὅλην τὴν πληθὺν τῶν χριστιανικὼν ἀρετῶν.
12ον Δίδωσι τὴν σωφροσύνην, τὴν ἀγνείαν, τὴν ἀκεραιότητα καὶ τὸ κάλλος τῆς παρθενίας.
13ον Ἁναβιβάζει τὸν πιστὸν ὑπεράνω τῶν νόμων τῆς φύσεως καὶ δίδει δύναμιν νὰ νικὰ φύσεως τάξιν.
14ον Ἡ ἀληθῆς εἰς Χριστὸν πίστις καθιστὰ τὸν πιστὸν εἰκόνα Θεοῦ καὶ ἐξομοιεῖ πρὸς αὐτὸν.
ΟΙ 11 ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΜΙΜΟΥ
ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΟΥ ΓΑΜΟΥ
[Χρηστοήθεια των Χριστιανών σελ. 45-46]
1ον Νὰ μὴν ἔχει τὸ ἀνδρόγυνο καμμιᾶς λογῆς συγγένειαν, εἴτε σαρκικήν, εἴτε διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, τὴν ὁποίαν ἐμποδίζουν οἱ νόμοι τῆς Ἐκκλησίας.
2ον Νὰ θελήσουν καὶ νὰ συμφωνήσουν εἰς τὸν γάμον οἱ γονεῖς ἐκείνων ὅπου μέλλουν νὰ ὑπανδρευθοῦν· διότι οἱ χωρὶς τὸ θέλημα τῶν γονέων γινόμενοι γάμοι, ὡς πορνείαι εἶναι κατὰ τὸν 38ο κανόνα τοῦ Μέγ.Βασιλείου καὶ εἰς 3 χρόνους κανονίζονται ἀφοῦ οἱ γονεῖς διαλαγοῦν.
3ον Νὰ συμφωνήσουν ὁ ἀνὴρ καὶ ἡ γυνὴ εἰς τὸν γάμον καὶ νὰ θέλει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
4ον Νὰ γίνει ἀρραβὼν καὶ μνηστεία μὲ ἱερολογία καὶ μὲ τὸ συνηθισμένον φίλημα ὅπου δίδουσι πρὸς ἀλλήλους οἱ ἀρραβονιζόμενοι. Τὸ δὲ νὰ γίνονται ἀρραβῶνες μόνο μὲ λόγια καὶ μὲ δῶρα, αὐτοὶ ἀρραβῶνες καὶ μνηστεῖες, οὔτε εἶναι οὔτε ὀνομάζονται. Σημείωσαι ὅμως ὅτι καὶ χωρὶς ἀρραβῶνα γίνεται γάμος, κατὰ τὴν Συνοδικὴν διάγνωσιν τοῦ Πατριάρχου Νικολάου.
5ον Νὰ φυλάττουν παρθενίαν οἱ ἀρραβωνιασμένοι χωρὶς νὰ φθείρουν τὰς ἀρραβωνιαστικὰς των πρὸ τοῦ γάμου· διότι ὡς πόρνοι κανονίζονται καὶ ἐπιτιμῶνται ἀπὸ τὸν 26ον κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου· ἤτοι ἑπτὰ χρόνους νὰ μὴν μεταλάβουν.
6ον Νὰ ἐξομολογηθοῦν εἰς τὸν Πνευματικὸν ὅταν ἔλθει ὁ καιρὸς νὰ στεφανωθοῦν, καὶ νὰ ἑτοιμασθοῦν μὲ κάποιαν προετοιμασίαν νηστείας καὶ προσευχῆς, διὰ νὰ μεταλάβουν.
 7ον Ὅταν ἔχουν νὰ στεφανωθοῦν, πρέπει πρώτον ὁ ἱερεὺς ποὺ θὰ τοὺς στεφανώσει νὰ παίρνει καιρὸν διὰ νὰ λειτουργήσει καὶ ἀφοῦ κάμει τὴν ἱερὰν προσκομιδὴν εἰς τὴν ἁγίαν Πρόθεσιν, νὰ εὐγαίνει ἔξω τοῦ βήματος, οὕτω καθὼς εἶναι φορεμένος, μὲ ὅλην τὴν ἱερατικὴν στολὴν καὶ φέρνοντας τὸ ἀνδρόγυνον ἐν τῷ μέσω τοῦ Ναοῦ, ἐκεῖ νὰ τοὺς στεφανώνει κατὰ τὴν διάταξιν τοῦ Εὐχολογῖου· πλὴν νὰ μὴν γεμίζει ποτήριον μὲ κρασὶ καὶ ψωμὶ κοινὸν καὶ τοὺς δίδει καὶ πίνουν, καθὼς εἶναι γεγραμμένον εἰς τὸ Εὐχολόγιον· διότι αὐτὸ εἶναι συνήθεια νεοτερική, τὴν ὁποίαν μερικοὶ ἀμαθεῖς καὶ ἀνόητοι ἐπρόσθεσαν εἰς τὸ Εὐχολόγιον ἀντὶ τῆς θείας μεταλήψεως, ὅπου πρέπει νὰ λαμβάνουν οἱ νεόνυμφοι, ὅταν δὲν ἔχουν κανένα ἐμπόδιον κανονικόν.
8ον Ἀφοῦ δὲ στεφανώσει τὸ ἀνδρόγυνον ὁ ἱερεύς, διορίζει αὐτοὺς νὰ στέκωνται εἰς ἕνα μέρος τῆς Ἐκκλησίας μαζὶ καὶ οἱ δυὸ καὶ ἔπειτα ἐμβαίνωντας εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα, ἀρχίζει τὴν θεία λειτουργία.
9ον Ὅταν δὲ εὔγει ὁ ἱερεὺς καὶ ἐκφωνήσει τὸ μετὰ φόβου Θεοῦ πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε, τότε ἔρχεται καὶ τὸ ἀνδρόγυνον καὶ μεταλαμβάνουν καὶ οἱ δὺο.
10ον Μετὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν ὑπάγει τὸ ἀνδρόγυνον εἰς τὸν οἶκον τους, συνοδευόμενον ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ κληρικοὺς καὶ τοὺς καλεσμένους λαϊκοὺς καὶ οὕτω κάθονται εἰς τὴν τράπεζαν καὶ τρώγουν καὶ πίνουν καὶ εὐθυμοῦν καὶ χαίρουν μὲ σεμνότητα καὶ εὐταξίαν, εἰς δόξαν Θεοῦ.
11ον Πρέπει νὰ φυλάττωνται οἱ νεόνυμφοι νὰ μὴν κοιμηθοῦν μαζὶ ἐκείνην τὴν ἑσπέραν, διότι ἐκοινώνησαν τὰ θεία μυστήρια· ἀλλὰ τὴν ἐρχομένην ἄλλην ἑσπέραν. Αὐτὴ εἶναι ἡ τάξις ἀδελφοί, ὅπου διορίζουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ γίνεται εἰς τοὺς γάμους τῶν Χριστιανῶν, τὴν ὁποίαν ἀλλοίμονον! ἀλλοίμονον! ὤ! καὶ πῶς νὰ τὸ εἰπῶ χωρὶς δάκρυα; παραβαίνουν καὶ δὲν τὴν φυλάττουν τὴν σήμερον οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς διὰ τοῦτο καὶ δὲν βλέπουν προκοπήν, οὔτε σωματικήν, οὔτε πολλῶ μᾶλλον ψυχικὴν· οὔτε αὐτοί, οὔτε τὰ τέκνα τους.
ΤΑ 3 ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Θησαυρὸς Δαμασκηνοῦ σελ. 81-82
Τρία μέρη εἶναι τῆς ψυχῆς, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μέρη ὀνομάζεται ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τριμερής· εἶναι δὲ τὸ λογικόν, τὸ θυμικόν, καὶ τὸ ἐπιθυμητικόν. Αὐτὰ τὰ τρία δὲν εἶναι ἄνθρωπος, ὅπου νὰ μὴν τὰ ἔχῃ, ὅτι εἶναι φυσικὰ καὶ ἐνδιάθετα τῆς ψυχῆς τοῦ καθ’ ἑνὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἀπ’ αὐτὰ χωρίζει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ ἄλλα ζῶα· ἀπὸ τὸ θυμητικόν, καὶ ἐπιθυμητικόν, χωρίζει ἀπὸ τὰ ἄψυχα· ἀπὸ δὲ τὸ λογικόν, χωρίζει ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα· καὶ λογικὸν μὲν εἶναι, ὅτι ὁ καθεὶς ἄνθρωπος ἀνάγκη εἶναι νὰ ἔχῃ καὶ λόγον.
Ὁ λόγος δὲ εἶναι διπλοῦς· λέγεται λόγος προφορικός, λέγεται καὶ λόγος ἐνδιάθετος· προφορικὸς μὲν εἶναι αὐτὸς ὅπου συντυχαίνομεν, καὶ ἀκούει ἕνας τοῦ ἄλλου τοὺς λόγους καὶ τὰ νοήμα-τα· ἐνδιάθετος δὲ εἶναι αὐτός, ὅπου συλλογίζεται ὁ ἄνθρωπος μέσα εἰς τὸν νοῦν του, καὶ ἄλλος δὲν δύνεται νὰ καταλάβῃ, μηδὲ νὰ ἀκούσῃ· αὐτός, ὅπου συντυχαίνει καὶ ὅταν κοιμώμεσθεν· αὐτὸς ὁ λόγος ὁ ἐνδιάθετος εἶναι τιμιώτερος ἀπὸ τὸν προφορικὸν ὡς λέγουσιν οἱ φιλόσοφοι τῶν Ἐλλήνων· ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸ ὁμολογοῦσι· διότι λέγουσιν ἔτζι μὲ συλλογισμόν. Ὁ ἐνδιάθετος λόγος εἶναι χρησιμώτερος ἀπὸ τὸν προφο-ρικὸν· ἤγουν περισσότερον ἐνεργεῖ ὁ ἐνδιάθετος λόγος, παρὰ τὸν προφορικὸν· ὅτι μερικαῖς φοραῖς μὲ τὸ στόμα δὲν συντυχαίνομεν, ἀμὴ μέσα μας ὁμιλοῦμεν, καὶ εἶναι ὁ ἐνδιάθετος λόγος δυνατώτερος καὶ πολυχρονιώτερος ἀπὸ τὸν προφορικόν· πᾶν δὲ πολυ-χρονιώτερον εἶναι καὶ τιμιώτερον· ὥστε ὁ ἐνδιάθετος λόγος εἶναι τιμιώτερος ἀπὸ τὸν προφορικόν· καὶ μάθετὲ το μὲ παράδειγμα εὔκολον. Εἶναι δύο σανίδια, καὶ τὸ ἕνα εἶναι σαπημένον καὶ ὁλιγοβάστακτον, τὸ ἄλλο εἶναι γερὸν καὶ πολυβάστακτον· ποῖον σὲ φαίνεται τιμιώτερον; τιμιώτερον φαίνεται νὰ εἶναι τὸ πολυβάστακτον.
 Ἔτζι εἶναι καὶ οἱ δύο λόγοι τοῦ ἀνθρώπου· τὸν μὲν προφορικὸν λόγον πολλαῖς φοραῖς τὸν χάνει ὁ ἄνθρω-πος, καὶ γίνεται βωβός· τὸν δὲ ἐνδιάθετον δὲν εἶναι δυνατόν νὰ τὸν χάσῃ ὁ ἄνθρωπος ἕως οὖ ζῇ· καὶ ἐπειδὴ τιμιώτερος εἶναι ὁ ἐνδιάθετος, διὰ τοῦτο εἶναι καὶ τιμιώτερος ἀπὸ τὸν προφορικόν· ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἐνδιάθετον λόγον λέγεται ὁ ἄνθρωπος λογικός, καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν προφορικόν· ὅτι, ἂν ἐλέγετο ἀπὸ τὸν προφορικόν, δὲν ἤθελαν λέγεσθαι λογικοί ὅσοι ἄνθρωποι εἶναι βωβοί, ἀλλὰ μηδὲ ἄνθρωποι ἤθελαν εἶναι ὅτι τὸν ἄνθρωπον αὐτὸ τὸ λογικὸν τὸν χωρίζει ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα, καθὼς προεῖπα. Ἐμάθετε ποῖον εἶναι τὸ λογικόν. Θυμικόν δὲ ὀνομάζεται, ὅτι ἀνάγκη εἶναι πᾶς ἄνθρωπος νὰ ἔχῃ καὶ θυμόν· τὶ δὲ εἶναι ὁ θυμός; ἄκουσον τῶν Φιλοσόφων, ὅπου λέγουσι· Θυμὸς ἐστὶ ζέσις τοῦ περικαρδίου αἵμα-τος, δι’ ὄρεξιν ἀντιλυπήσεως· ἤγουν, ὀλόγυρα εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αἶμα συμμαζωμένον, καὶ ὅταν σκανδαλίσῃ τίποτε τὸν ἄνθρωπον, τὸ αἶμα ἐκεῖνο τῆς καρδίας ἀνάφτει, καὶ βράζει, καὶ ἀνακατώνει τὸν ἄνθρωπον, νὰ ἀντιλυπήσῃ ἐκεῖνον ὅπου τὸν ἐλύπησεν.
Ἔχει δὲ ὁ ἄνθρωπος τὸν θυμόν, διὰ νὰ θυμώνεται κατὰ τοῦ ὅφεως, δηλονότι τοῦ διαβόλου, ὡς τὸ ὁρίζει καὶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, εἰς αὐτὸν νὰ εὐγάλωμεν τὸν θυμόν μας, αὐτὸν νὰ ὐβρίζωμεν, αὐτὸν νὰ κάμνωμεν κακόν· ὅτι αὐτὸς μας ἔκαμε παροίκοους, αὐτὸς μᾶς εὔγαλεν ἀπὸ τὸν Παράδεισον, αὐτὸς μᾶς κατήντησεν εἰς ἐτούτην τὴν γῆν τὴν κατηραμένην. Διὰ αὐτὸν γοῦν ἔχει ὁ ἄνθρωπος τὸν θυμόν, ὄχι διὰ τὸν ἄνθρωπον, ὅπου εἶναι πλάσμα Θεοῦ, καὶ ὄχι διὰ τὸν Χριστιανόν, ὅπου ἔχει μίαν πίστιν μὲ αὐτόν· ὄχι νὰ ὀργίζεται τινὰ χωρὶς ἀφορμήν, ἢ καὶ μὲ ἀφορμήν. Λοιπόν ἠκούσατε καὶ τὸν θυμὸν τις εἶναι, καὶ πόθεν γίνεται; Ἐπιθυμία δὲ εἶναι, ὅτι ἀνάγκη καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐπιθυμῇ τίποτες, ἢ καλόν, ἢ κακόν, ἢ ὁρατόν, ἢ ἀόρατον, ἢ ἐπίγειον, ἢ οὐράνιον· διὰ τούτο λέγουσι καὶ οἱ Φιλόσοφοι, ὅτι ἐπιθυμία ἐστὶν ὄρεξις τινὸς πράγματος· ἔχει δὲ τὴν ἐπιθυμίαν ὁ ἄνθρωπος ἐκ Θεοῦ, ὄχι νὰ ἐπιθυμῇ κάλλος μάταιον καὶ φθαρτόν, ἢ τὰ γήϊνα ταύτα καὶ πρόσκαιρα, ἀλλὰ νὰ ἐπιθυμῇ τὰ αἰώνια παντοτινά; τὸ κάλλος τοῦ Θεοῦ, τὴν λαμπρότητα τοῦ προσώπου του, τὴν δόξαν τὴν μέλλουσαν, τὴν οὐράνιον τιμήν, τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, καὶ ὅσα εἶναι θεϊκά πράγματα.
ΟΙ 3 ΦΥΣΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ *
Λέγονται φυσικές, διότι μὲ αὐτὰς γεννᾶται καὶ τρέφεται καὶ αὐξάνει ὁ ἄνθρωπος.
 1η εἶναι ἡ γεννητικὴ δύναμις, ἤτοι ὅπου γεννᾶται πᾶς ἄνθρωπος καὶ χωρὶς νὰ ἦτο γίνεται καὶ ὑπάρχει.
 2η εἶναι ἡ θρεπτικὴ δύναμις, ἤτοι ὅπου τρέφεται ὁ ἄνθρωπος.
3η εἶναι ἡ αὐξητικὴ δύναμις, δηλαδὴ ὅπου αὐξάνει ὁ ἄνθρωπος καὶ ἔχει τὸ φυσικὸν νὰ ἀνατρέφεται ἀπὸ λίγο εἰς πολὺ καὶ ἀπὸ μικρὸς νὰ γίνεται μέγας.
 * Αὐτὰς τὰς δυνάμεις τὰς ἔχουν καὶ τὰ ἄλογα ζῷα καὶ τὰ φυτά, διότι καὶ αὐτὰ γίνονται καὶ τρέφονται καὶ αὐξάνονται.
ΟΙ 4 ΖΩΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ *
[Θησαυρός Δαμασκηνού σελ. 32] - [Συναξαριστής Δεκεμβρίου σελ. 648-649]
 Λέγονται ζωτικές, διότι μὲ αὐτᾶς ζεῖ καὶ ἀναζωούται ὁ ἄνθρωπος.
1η εἶναι ἡ βούλησις. Βούλησις δὲ εἶναι ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὅλως διόλου βούλεται καὶ θέλει τὸ καλόν.
2η εἶναι ἡ προαίρεσις, ὅταν διαλέγει τὸ καλὸν ἀπὸ τὸ κακόν, ἢ τὸ κακὸν ἀπὸ τὸ καλόν. Διὰ τὸν Χριστὸν λέγομεν ὅτι μόνον βούλησιν εἶχε· διότι δὲν ἤθελε ἐκεῖνος ποτὲ τὸ κακὸν ἀλλὰ πάντοτε τὸ καλὸν ἐζήτει καὶ ἠγάπα.
3η εἶναι ὁ θυμός, ἤτοι καθὼς ὁρίζει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, νὰ θυμώνουμε κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ ἐναντίον αὐτοῦ νὰ ἔχομεν τὸν θυμό μας, ἐκεῖνον νὰ ὑβρίζομεν, ἐκείνου νὰ κάνουμε κακὸν διότι αὐτός μας κατήντησεν εἰς ταύτην τὴν κατηραμένην γῆν δι’ ἐκεῖνον μᾶς ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὸν θυμόν· ὄχι διὰ τὸν ἄνθρωπο ὅστις εἶναι πλάσμα Θεοῦ· ὄχι διὰ τὸν Χριστιανόν, ὁ ὁποῖος ἔχει μίαν πίστιν μὲ ἠμᾶς, ὄχι νὰ ὀργιζόμεθᾳ κατὰ τίνος χωρὶς ἀφορμὴ ἢ ἔστω καὶ μὲ ἀφορμὴ· δι’ αὐτό μας ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὸν θυμόν.
4η εἶναι ἡ ἐπιθυμία· ἤτοι νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸ καλόν, νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν πρώτη μας πατρίδα, ἤτοι τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
ΟΙ 5 ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ *
Θησαυρός Δαμασκηνού σελ. 32-33 - Συναξαριστής Δεκεμβρίου σελ. 649-650
            Λέγονται γνωστικαὶ διότι μὲ αὐτὰς γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τὸ κάθε τί.
1η ἡ αἴσθησις,
2η ἡ φαντασία,
3η ἡ δόξα,
4η ἡ διάνοια,
5η ὁ νοῦς.
1) Αἴσθησις εἶναι τὰ ἑξῆς : ὅρασις, ὄσφρησις, ἀκοή, γεῦσις καὶ ἁφή. Καὶ ὅρασις εἶναι ἡ ἱκανότης νὰ βλέπει ὁ ἄνθρωπος τὸ κάθε τί καὶ νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεται· ἀκοὴ εἶναι, ὅταν καὶ χωρὶς νὰ δεῖ κάτι, ἀλλὰ τὸ ἀκούει ἀπὸ ἄλλου ἀνθρώπου λόγον ἢ ἀπὸ φωνὴ ἐκείνου τοῦ πράγματος παρευθὺς γνωρίζει τί εἶναι· ὄσφρησις εἶναι, ὅταν ὀσφραίνεται ὁ ἄνθρωπος καὶ καταλαβαίνει τί εἶναι ἐκεῖνο, ἢ δυσῶδες, ἢ εὐῶδες· γεῦσις εἶναι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος βλέπει μὲν κάτι τί εἶναι, ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνει, ἐὰν εἶναι πικρὸν ἢ γλυκύ, εἰμὴ μόνον ὅταν τὸ γευθεῖ μὲ τὸ στόμα· ἁφὴ εἶναι ὅταν πιάνεις κάτι, καὶ καταλαβαίνεις ἐὰν εἶναι ὑγρόν, ἢ ξηρόν, ψυχρὸν ἢ ζεστόν, βαρὺ ἢ ἐλαφρόν, σκληρὸν ἢ μαλακὸν κ.τ.λ.
2) Φαντασία εἶναι, ἐκείνη διὰ τῆς ὁποίας ὅτι καὶ ἂν δεῖ ὁ ἄνθρωπος, μετὰ μίαν ἢ δυὸ ἢ περισσότερες ἡμέρες τὸ ἐνθυμεῖται καὶ τὸ φαντάζεται· αὐτὴ ἡ φαντασία ἐνεργεῖ καὶ εἰς τὰ ὄνειρα τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν λόγον αὐτοῦ τὸν ἐνδιάθετον, διότι ὁ ἄνθρωπος δυὸ λόγους ἔχει, ἕνα τὸν προφορικόν, αὐτὸν δηλαδὴ διὰ τοῦ ὁποίου ὁμιλοῦμε, καὶ ἀκούει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον· καὶ δεύτερον τὸν ἐνδιάθετον, καὶ εἶναι ἐκεῖνος μὲ τὸν ὁποῖον μόνος του ὁ ἄνθρωπος καταλαβαίνει ὅτι καὶ ἂν λέγει· μὲ αὐτὸν τὸν λόγον καὶ τὴν φαντασίαν βλέπει καὶ ὁμιλεῖ εἰς τὸν ὕπνο του ὅτι καὶ ἂν δεῖ.
3) Ἡ δόξα εἶναι διπλή, ἢ μὲ ἀπόδοσιν ἢ χωρὶς ἀπόδοσιν· ἤτοι ἄκουσε κάποιος ὅτι ἔγινε ἔκλειψις τοῦ ἡλίου, ὅμως δὲν γνωρίζει ἀπὸ τί ἔγινεν ἡ ἔκλειψις τότε αὐτὸ λέγεται ἄλογος δόξα, ἤτοι χωρὶς λόγου ἀπόδοσιν· μὲ ἀπόδοσιν δὲ εἶναι ἡ δόξα, ὅταν γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος διατὶ ἔγινεν ἔκλειψις τοῦ ἡλίου, ὅτι δηλαδὴ ἡ σελήνη διῆλθεν ὑποκάτω τοῦ ἡλίου καὶ ἀπέκρυψεν τὴν λάμψιν τοῦ διὰ τοῦτο γίνεται αὐτὴ ἡ ἔκλειψις· αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα.
4) Διάνοια εἶναι, ὅταν ἐπὶ παραδείγματι ἀκούων κάποιος ὅτι ἕνας βασιλεὺς δυνατὸς μὲ πολὺ στράτευμα ἐνικήθει ἀπὸ ἄλλον βασιλέα ὀλιγιδύναμον, καὶ ἵσταται καὶ συλλογίζεται, ἐὰν ἐτοῦτο εἶναι ἀληθὲς ἢ ψευδὲς· αὐτὴ ἡ συλλογὴ ὀνομάζεται διάνοια.
 5) Πάντα ὅσα κάνουν οἱ ἕνδεκα αὐτὲς δυνάμεις, ὅλα διὰ τῆς προσταγῆς του νόος τὰ κάνουν καὶ εἶναι ὁ νοῦς ὡς βασιλεὺς ἐπάνω εἰς αὐτάς. Αὐτὸς ὁ νοῦς εἶναι ἡ δωδέκατη δύναμη τῆς ψυχῆς. Μόνο ὅμως εἰς τὰ φανερὰ καὶ ὁμολογούμενα πράγματα, τὰ ὁποῖα περιέπεσαν εἰς τὴν ἀντίληψίν του διὰ τῶν αἰσθήσεων εἰς αὐτὰ περιπατεῖ ὁ νοῦς, ἤτοι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός, ὅτι ὁ ἥλιος λάμπει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι θνητὸς καὶ τὰ τοιαῦτα.
ΤΑ 3 ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΙΚΩΝ ΗΔΟΝΩΝ
 1ον Ἡδονὲς φυσικὲς καὶ συγχρόνως ἀπαραίτητες, ἄνευ τῶν ὁποίων εἶναι ἀδύνατον νὰ ζεῖ κανείς, ὅπως εἶναι οἱ τροφὲς ποῦ ἀναπληρώνουν τὶς ἀνάγκες καὶ τὰ ἀπαραίτητα ἐνδύματα.
2ον Ἡδονὲς φυσικὲς ὄχι ὅμως καὶ ἀπαραίτητες, ὅπως εἶναι οἱ φυσικὲς καὶ νόμιμες σαρκικὲς ἐπαφὲς ποὺ συντελοῦν στὴν διατήρησιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι καὶ ἀπαραίτητες διότι εἶναι δυνατὸν νὰ ζεῖ κανεὶς καὶ παρθενικὸν βίον μακριὰ ἀπὸ αὐτές.
3ον Ἡδονὲς ποὺ δὲν εἶναι οὔτε φυσικὲς οὔτε ἀπαραίτητες, ὅπως ἡ μέθη, ἡ ἀκολασία καὶ ὁ χορτασμὸς ποὺ ξεπερνᾷ τὴν φυσικὴν ἀνάγκη. Διότι οὔτε εἰς τὴν διατήρησιν τῆς ζωῆς μας συντελοῦν, οὔτε εἰς τὴν συνέχιση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἀντιθέτως προξενοῦν καὶ βλάβη.
ΤΑ 4 ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ
Ἡ κατάθλιψις, ὅπου εἶναι ἡ λύπη πού μας ἀφαιρεῖ τὴν φωνήν.
Ἡ στενοχωρία, ὅπου εἶναι ἡ λύπη ποὺ βαραίνει τὴν ψυχήν.
Ἡ συμπάθεια, ὅπου εἶναι ἡ λύπη διὰ τὴν ξένη δυστυχίαν.
Ὁ φθόνος, ὅπου εἶναι λύπη διὰ τὴν ξένη εὐτυχίαν.
ΤΑ 6 ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ
Ὁ δισταγμός, ὅπου εἶναι ὁ φόβος ὅπου ἔχουμεν διὰ κάτι ποὺ πρόκειται νὰ κάνουμε.
Ἡ ἐντροπή, ὅπου εἶναι ὁ φόβος εἰς τὴν περίπτωσιν ὅπου ἀναμένουμεν κάποια κατηγορίαν.
 Ἡ αἰσχύνη, ὅπου εἶναι ὁ φόβος διὰ κάποιον κακὸν ὅπου ἔχουμε πράξει.
Ἡ κατάπληξις, ὅπου εἶναι ὁ φόβος ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ μεγάλη φανταστικὴ ἐντύπωση.
Ἡ ἔκπληξις, ὅπου εἶναι ὁ φόβος ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ ἀσυνήθιστη φανταστικὴ ἐντύπωση.
Ἡ ἀγωνία, ὅπου εἶναι ὁ φόβος πτώσεως ἢ ἀποτυχίας φοβόμαστε δήλ. μήπως ἀποτύχουμε.
ΤΑ 3 ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΘΥΜΟΥ
 Ἡ ὀργὴ ποὺ λέγεται χολὴ & χόλος.
 Διότι ὁ θυμός, ποὺ ἔχει ἀρχὴ καὶ κίνησιν ὀνομάζεται ὀργὴ καὶ χολὴ & χόλος.
 Ἡ μῆνις ὅπου εἶναι ἡ χολὴ ποὺ ἐξακουλουθεῖ νὰ μένει, δηλαδὴ ἡ μνησικακία.
Ὁ κότος ὅπου ὀνομάζεται ἡ ὀργὴ ποὺ παραφυλάτει τὴν εὐκαιρίαν πρὸς ἐκδίκησιν.
ΟΙ 5 ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ
            1η αἴσθηση εἶναι ἡ ὅραση. Αἰσθητήρια ὄργανα εἶναι τὰ νεῦρα ποῦ ἀρχίζουν ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλο καὶ οἱ ὀφθαλμοί.
2η αἴσθηση εἶναι ἡ ἀκοή. Αἰσθητήρια ὄργανα εἶναι τὰ μαλακὰ νεῦρα τοῦ ἐγκεφάλου & ἡ κατασκευὴ τῶν αὐτιῶν.
3η αἴσθηση εἶναι ἡ ὄσφρηση. Ὅπου παράγεται μέσῳ τῶν ρωθώνων ποὺ στέλνουν ἀναπνοὲς στὸν ἐγκέφαλον.
4η αἴσθηση εἶναι ἡ γεύση. Ἀσθητήρια ὄργανα εἶναι ἡ γλῶσσα καὶ ἡ ὑπερῴα ὅπου τὴν λέγουν καὶ οὐρανίσκον.
5η αἴσθηση εἶναι ἡ ἁφή. Ὅπου παράγεται ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλο μὲ τὴν διακλάδωση τῶν νεύρων σὲ ὅλο τὸ σῶμα.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΝ ΚΑΙ Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ
[Ακριβής έκδοσις της Ορθοδόξου πίστεως Αγ.Ιωάννου Δαμασκηνού σελ. 223-233]
Τὸ φανταστικὸν εἶναι ἱκανότης τῆς ἀλόγου ψυχῇς, ποὺ ἐνεργεῖ μὲ τὴν βοήθεια τῶν αἰσθητηρίων.
Τὸ φανταστὸν δὲ καὶ αἰσθητὸν εἶναι αὐτὸ ὅπου ὑποπίπτει εἰς τὴν φαντασίαν καὶ τὴν αἴσθησιν.
Ἡ φαντασία εἶναι ἰσχυρὸν αἴσθημα τῆς ἀλόγου ψυχῇς, ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ κάτι φανταστόν.
Τὸ φάντασμα δὲ εἶναι ἰσχυρὸν αἴσθημα εἰς τὸν χῶρον τοῦ ἀλόγου τῆς ψυχῆς, κενὸν περιεχομένου ποὺ δὲν προκαλεῖται ἀπὸ κάτι φανταστόν. Ὄργανον δὲ τοῦ φανταστικοῦ εἶναι ἡ ἐμπρόσθεια κοιλότης τοῦ ἐγκεφάλου.
ΤΟ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΟΝ Εἰς τὸ διανοητικὸν ἀνήκουν οἱ κρίσεις καὶ οἱ συγκαταθέσεις καὶ οἱ ἐπιθυμίες ποὺ ὁδηγοῦν εἰς τὴν πρᾶξιν, καὶ οἱ αἰτίες καὶ οἱ ἀποφυγὲς τῆς πράξεως· ἰδιετέρως μάλιστα ἀνήκουν εἰς αὐτὸ ἡ νόησις τῶν νοητῶν καὶ οἱ ἀρετὲς καὶ οἱ ἐπιστῆμες καὶ οἱ θεωρίες τῶν τεχνῶν καὶ τὸ βουλευτικὸν καὶ τὸ προαιρετικόν.
ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΕΥΤΙΚΟΝ Τὸ μνημονευτικὸν εἶναι ἡ αἰτία καὶ τὸ ταμεῖον τῆς μνήμης καὶ τῆς ἀναμνήσεως· ἡ μνήμη δηλαδὴ εἶναι φαντασία ποὺ ἔχει μείνει ἐντός μας ἀπὸ κάποια αἴσθησιν ἢ νόησιν, ἡ ὁποία ἐμφανίζεται ἐνεργητικῶς, ἢ εἶναι διατήρησις τῆς αἰσθήσεως καὶ τῆς νοήσεως. Ὅταν ἡ ψυχὴ διατηρεῖ τὶς μορφὲς ποὺ ἐφαντάσθει καὶ ἐνόησε λέγεται ὅτι ἐνθυμεῖται. Ὄργανον τοῦ μνημονευτικοῦ εἶναι ἡ ὀπίσθια κοιλότης τοῦ ἐγκεφάλου.
ΤΑ 5 ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑΣ
[Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία σελ. 72-74]


Α) Ὁ καιρός,
Β) Ἡ ποσότης,
Γ) Ἡ ποιότης,
Δ) Ὁ τρόπος,




Ε) Ἡ φροντίς.



Πρώτον μᾶς πειράζει καὶ παρακινὰ νὰ προλάβουμεν τὸν καιρὸν χωρὶς ἀνάγκην, ἢ χρείαν τινά· δήλ. νὰ φάγωμεν προτήτερα ἀπὸ τὴν πρέπουσαν ὤραν. Κράτησον οὒν τῆς γαστρός, ἐὰν θέλῃς νὰ εἶσαι ἄνθρωπος, καὶ φυλάγου ἐπιμελῶς, νὰ μὴν νικηθῆς εἰς τὸ ἀ’ εἶδος τῆς γαστριμαργίας, δήλ. νὰ μὴ προλάβης τὴν διατεταγμένην ὤραν, οὔτε νὰ τρώγῃς πάρεξ δυὸ φορὲς τὴν ἡμέραν, γεῦμα καὶ δεῖπνον, ὅταν δηλονότι εἶναι ἡμέραις ἀπολυταὶς (ἀμὴ τᾶς Τεσσαρακοστᾶς, τᾶς Τετράδας, καὶ Παρασκευᾶς, καὶ παραμονᾶς τῶν Ἑορτῶν, μίαν φορᾶν μόνον) καὶ ἔξω ἀπὸ τᾶς δυὸ φορᾷς μὴν τολμήσεις νὰ φάγης.

Τὸ δεύτερον εἶναι ἡ ποσότης, δήλ. νὰ φάγης περισσότερον ἀπὸ τὴν χρείαν τῆς φύσεως, ἀπὸ τὸ ὁποῖον κάνει χρεία νὰ φυλάγεσαι περισσότερον ἀπὸ τὰ ἄλλα, ὅτι τοῦτο εἶναι πολλὰ ἐπικίνδυνον ἡ γὰρ πλησμονὴ τοῦ οἴνου καὶ τῶν βρωμάτων σκοτίζει τὸ λογικόν, καὶ βγαίνεις ἀπὸ τᾶς φρένας σου. Ἔχεις καρδίαν πασίχαρον, τραγουδᾷς, χαίρεσαι, σκιρτᾷς, καὶ ἀγάλλεσαι, καὶ μὲ ρυπαροὺς πορνικοὺς διαλογισμοὺς μολύνεσαι, τὰ ὁποία δὲν κάνεις ὅταν ἔχεις μόνον τὸ ἀρκετόν σου φαγομένον. Πρόσεχε λοιπὸν ἀπὸ ταῦτα, μὴ βαρυνθεῖ ἡ καρδία σου ἐν κρεπάλῃ καὶ μέθη, διὰ νὰ δυνηθεῖς νὰ φύγεις ἀπὸ τὴν μέλλουσαν ὀργὴν καὶ ζημίαν, ὅπου γεννᾶται ἀπὸ τοῦτο τὸ πάθος.

 Τὸ τρίτον εἶναι ἡ ποιότης, δήλ. νὰ ξετρέχεις ὀρεκτικὰ καὶ εὔμορφα βρώματα, ἀπὸ τὸ ὁποῖον φυλάγου περισσότερον, καὶ τρῶγε τοιαῦτα φαγιὰ ὅπου νὰ μὴν εἶναι ἡδονικά, οὔτε νὰ δίδουσι τῆς σαρκός σου πολλὴν σπατάλην, εἰμὴ μόνον νὰ σὲ διαφυλλάτουν εἰς τὴν ζωὴν· καὶ ἄν σου φαίνονται ἄνοστα, νὰ σοῦ ἑρμηνεύσω μίαν ἀρτισίαν γλυκυτάτην καὶ πολλὰ νόστιμον, νὰ τρώγῃς μόνον ἄρτον ξηρὸν μετ’ αὐτῆς καὶ νὰ σοῦ φαίνεται ζάχαρη· δήλ. ἅφες νὰ περάσει ἡ θ’ ὥρα τῆς ἡμέρας, νὰ πεινάσεις καλὰ καλά, καὶ τότε τρῶγε, νὰ δεῖς γλυκύτητα ὅπου ἔχει τὸ φαγητόν, ἐὰν ἦτον τὸ ἀνοστότερον. Καὶ θύμου τὴν πολλὴν ἐγκράτειαν τῶν ὁσίων Πατέρων, ὅπου ἔτρωγαν μόνον ἄρτον ξηρὸν μετὰ ὕδατος, καὶ μαγείρεμα ποτὲ τοὺς δὲν ἐδοκίμαζον.

Τὸ τέταρτον εἶναι ὁ τρόπος, ὅταν ἐσθίης μὲ πολλὴν ἐπιθυμίαν ἁρπακτικά, καὶ κυττάζεις μὲ προσοχὴν τὰ βρώματα, καὶ βιάζεσαι νὰ τρώγεις ὀγλίγωρα. Καὶ τοῦτο εἶναι μία ἀταξία χοιρώδης, καὶ πρᾶξις τῶν κτηνῶν, καὶ ὄχι ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ φυλάγεσαι, καὶ νὰ ἔχεις τὸν νοῦν σου εἰς τὴν ἀνάγνωσιν. Εἰ δὲ καὶ δὲν γίνεται ἀνάγνωσις νὰ ὑψώνῃς τὸν λογισμόν σου πρὸς τὸν Θεὸν μελετῶν αὐτοῦ τὸ σωτήριον πάθος, καὶ προσευχόμενος νοερῶς, διὰ νὰ τρέφεται καὶ ἡ ψυχὴ σὺν τῷ σώματι καὶ νὰ μὴν εἶσαι ὅλος δοσμένος εἰς τὰ ψυχοβλαβὴ τὲ καὶ γήϊνα.

Τὸ πέμπτον εἶναι ἡ περισσὰ φροντὶς καὶ περισπασμός, νὰ ξετρέχης μὲ τόσην μέριμναν εὔμορφα καὶ διάφορα βρώματα· τὸ ὁποῖον ἐὰν δὲν μισήσεις ὡς ψυχοβλαβές, θέλεις εἶσαι ὅμοιος ἐκείνων ὅπου ἔχουσι κατὰ τὸν Παῦλον, Θεὸν τὴν κοιλίαν τους, τῆς ὁποίας δουλεύουν μὲ τοιαύτην σπουδήν, καὶ ἐπιμέλειαν τόσην, ὅσην ἔπρεπε νὰ ἔχουν εἰς τὴν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ δούλευσιν.




ΟΙ 5 ΒΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ

[Αμαρτωλών Σωτηρία σελ. 39-44]


1ος βαθμὸς εἶναι, ὅταν ἔχεις μερικὰ ἀγαθά, καὶ δὲν ἀναγνωρίζεις ὅτι εἶναι ἐκ Θεοῦ, ἀλλὰ θαρρεῖς ὅτι τὰ ἔχεις ἀφ’ ἑαυτοῦ σου.

2ος βαθμὸς εἶναι, ὅταν γνωρίζεις πὼς ἔχεις μερικὰ ἀγαθὰ ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀλλὰ ὄχι ὡς χαρισμένα, ἀλλὰ διατί σου πρέπουν καὶ εἶσαι ἄξιος νὰ τὰ ἔχεις.

3ος βαθμὸς εἶναι, ὅταν θαρρεῖς πὼς ἔχεις κάποια ἀγαθά, ὅπου δὲν τὰ ἔχεις.

4ος βαθμὸς εἶναι, ὅταν καταφρονεῖς τοὺς ἄλλους καὶ ἐπιθυμεῖς νὰ σὲ τιμοῦν ὡς ἀξιότερον ἀπὸ ἐκείνους.

5ος βαθμὸς εἶναι, ὅταν καταφρονεῖς τοὺς ἱεροὺς νόμους, καὶ δὲν ὑποτάσσεσαι εἰς αὐτούς, καθὼς οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐνομοθέτησαν, ὅπως εἰς τὴν νηστείαν καὶ εἰς πᾶσαν Ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν.


* Γνώριζε ὅτι μερικὰ ἀγαθὰ λέγονται πνευματικά, δήλ. ἡ χάρις, ἡ προφητεία, τὸ ποιεὶν σημεῖα, καὶ ἕτερα ὅμοια. Ἄλλα εἶναι τῆς φύσεως, ὅπως ἡ γνῶσις, ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ δύναμις. Ἄλλα τῆς τύχης (αὐτὰ ποὺ θὰ χαρίσει ὁ Θεὸς σὲ ὅποιον θέλει, καθὼς θέλει καὶ ὅσον θέλει) δήλ. πλοῦτος, τιμὲς καὶ ἄλλα τέτοια. ΟΙ ΚΛΑΔΟΙ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΥΓΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ 12 Περιέργεια, Ἀλαζονεία, Κενοδοξία, Καύχησις, Ἰδιορρυθμία, Αὐθάδεια, Ἀπόνοια, Πρόφασις, Προσποιούμενη Ἐξομολόγησις, Ἀποστασία ἢ παράβασις Ἐλευθερίας ἄδεια, καὶ τὸ ὕστερον ἡ τῆς ἁμαρτίας συνήθεια, ἤτις περιέχει μίαν τινὰ καταφρόνησιν τῶν Ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.

* Αὐτὰ τὰ 12 ἐγκλήματα αὐξάνουσι πολλὰ τὴν μητέρα τους, καὶ ἐὰν ποθεῖς νὰ λυτρωθεῖς ἀπὸ ταύτην, φεῦγε καὶ μίσα ὅμοιες πράξεις.

* Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ρίζα καὶ πηγὴ πάσης ἁμαρτίας.

* Τὸ κυριώτερόν της εἶναι νὰ καταφρονεῖ τὴν ὑπακοήν.

* Ὁ πρῶτος ποὺ ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὁ ὕστερος νὰ ἐπιστρέψει εἶναι ὁ ὑπερήφανος.

* Ἡ ὑπερηφάνεια ἔκανε τοὺς Ἀγγέλους δαίμονες, καὶ ἡ ταπείνωση κάνει Θεὸν τὸν ἄνθρωπον.

* Οἱ ὑπερήφανοι εὑρίσκονται εἰς φόβους, καὶ κινδύνους πολλούς, εἰς φιλονικείας καὶ μάχας, διατὶ συνερίζονται μὲ τοὺς ὁμοίους αὐτῶν καὶ συζηλώνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.

* Ὁ ὑπερήφανος περνιέται γιὰ μεγάλος καὶ ἂν δὲν τὸν τιμήσουν ταράσσεται καὶ θλίβεται ἔσωθεν.

* Οἱ ὑπερήφανοι οὐ μόνο παρὰ Θεοῦ ἐχθρεύονται, ἀλλὰ καὶ στὴ ζωὴν αὐτὴν τοὺς μισοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ὅτι ἄλλον δὲν συγχένονται τόσον, ὅσον τὸν ὑπερήφανον, ὁ ὁποῖος μὴ ἔχων ἐδῶ φίλους καρδιακούς, ἔχει θλίψεις πολλᾶς εἰς τὰς ἐργασίας.


Η ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ

ΚΑΙ ΟΙ ΘΥΓΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ

[Αμαρτωλών Σωτηρία σελ. 45-47]


Κενοδοξία εἶναι μία ἄτακτος ὄρεξις, νὰ ἐπιδείχνῃς, καὶ νὰ φανερώνεις τὴν ἀξία σου καὶ εὐγένιαν, ἢ κάποια ἀγαθοεργίαν, διὰ νὰ λάβεις ἔπαινον, ἢ τιμή, ἢ φήμη, ἢ δόξα, ἢ εὐλάβεια. Ἔπαινος εἶναι νὰ ἐγκωμιάζεις κάποιον μὲ ἀγαθὰ λόγια, διὰ τὴν ἀρετήν του.

Τιμὴ εἶναι νὰ τὸν προσέχεις καὶ νὰ τὸν εὐλαβεῖσαι εἰς σημεῖον τῆς αὐτοῦ ἐκλεκτότητος.

Φήμη εἶναι μία φανέρωσις καὶ μαρτυρία τοῦ λαοῦ σὲ κάποιο ἔργο τιμημένο.

Δόξα εἶναι μία καθαρὰ ἐπίγνωσις τῆς ἀξιότητος τῶν ἄλλων, ἑνωμένη μὲ ἔπαινον.

Εὐλάβεια εἶναι μία πρᾶξις μὲ τὴν ὁποίαν τιμᾷς πρεπόντως τοῦ πλησίον τὴν ἀγαθότητα.

ΟΙ ΘΥΓΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ ΕΙΝΑΙ 7


 α) Ἡ καύχησις, ὅταν ὑψώνεις τοῦ λόγου σου μὲ λόγια περισσότερον, ἀπὸ ὅσον εἶναι εἰς τὴν εὐγένειαν, ἢ εἰς τὴν γνῶσιν, ἢ πλοῦτον κ.ἅ.

β) Ἡ εὕρεσις καινῶν πραγμάτων, ὡσὰν νὰ εἴπωμεν, νὰ εὕρης νέαν μέθοδον νὰ κάνεις φαγητά, φορέματα καὶ ἕτερα καὶ νὰ κάνεις τοὺς ἄλλους νὰ σὲ θαυμάζουσιν.

γ) Ἡ ὑποκρισία, ὅταν ὑποκρίνεσαι καὶ προσποιεῖσαι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἐναρετότερος, τὸ ὁποῖον ἂν κάνεις διὰ νουθεσία ἄλλων ἁμαρτάνεις.

δ) Ἡ δυσπείθεια, δηλ. τὸ πεῖσμα.

ε) Ἡ ἀσυμφωνία.

στ) Ἡ φιλονικεία.

 ζ) Ἡ παρακοή.

Αὐτὰ τὰ ἑπτὰ εἶναι ἁμαρτήματα ἄπρεπα, ἀμὴ ὄχι θανάσιμα· ἔξω νὰ τὸ κάνει κάποιος διὰ καταφρόνησιν τοῦ Θείου νόμου, ἢ πολὺ σκάνδαλον τοῦ πλησίον. Κάνε αὐτὰ τὰ 3 μὲ ὅσην ἔχεις δύναμιν διὰ νὰ φύγεις παντελῶς τὴν κενοδοξία.

Α) Ἔχε κρυφὲς τὶς ἀγαθοεργίες καὶ ἀρετές σου, νὰ μὴν τὶς γνωρίσει κανείς.

Β) Ὅταν σὲ ἐπαινοῦν οἱ ἄνθρωποι, συλλογίσου τὶς ἁμαρτίες σου καὶ ἔχε πόνον καὶ λύπην καρδίας εἰς τὸν ἔπαινον ὅπου σου δίδουσι διὰ τὴν ὀλίγην ἀρετὴν ὅπου βλέπουσι ἀλλὰ τὶς ἁμαρτίες σου δὲν ἠξεύρουν.

Γ) Πρόσφερε καὶ δίδε τῷ εὐεργέτῃ Θεῶ κάθε σου ἔπαινον ὅτι αὐτὸς εἶναι αἰτία παντὸς ἀγαθοῦ, καὶ αὐτῶ πρέπει πάσα δόξα καὶ εὐχαριστία διότι ὅσον καλὸν καὶ ἂν ἔπραξες δὲν πρέπει νὰ καυχηθεῖς οὔτε νὰ κενοδοξήσης, ὅτι ἄνευ τῆς θείας βοηθείας καὶ χάριτος, τίποτα δὲν κατώρθωνες ἀπὸ λόγου σου. Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσει οἶκον τῶν ἀρετῶν μάτην κοπιῶμεν.


ΤΑ 5 ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ

[Αγ.Συμεών του Νέου Θεολόγου τα ευρισκόμενα σελ. 150-151]


            1ον εἶναι, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι κανένα ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα, ὅσα βλέπονται ἢ λέγονται, ἢ νοοῦνται.

2ον εἶναι, ὅτι κάθε πρᾶγμα ὅπου βλέπεται, ἢ λέγεται, ἢ νοεῖται, ἔγινεν ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ πρὸ τοῦ νὰ γένη δὲν ἦτον.

3ον εἶναι, ὅτι ὁ Θεὸς ἔκαμεν ὅλα τὰ πάντα, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι, ὄχι διατὶ ἐχρειάζετο κανένα ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ διὰ μόνην τὴν ἀγαθότητά του, διὰ νὰ ἀπολαμβάνουν αὐτὰ μάλιστα τὴν δόξαν του, καὶ τὴν δυναμίν του, καὶ νὰ διαμένουν πάντοτε μὲ αὐτόν.

4ον εἶναι, ὅτι εἶναι φυσικὰ ἀγαθός, καὶ θέλει κάθε ἀγαθόν, καὶ καλόν, καὶ μισεῖ κάθε πονηρὶαν καὶ κακίαν.

5ον εἶναι, ὅτι κάθε πολιτεία, καὶ ζωὴ ἐνάρετος, καὶ θεοπρεπὴς κα-τορθώνεται μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι κατὰ ἄλλον τρόπον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου