Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Δύσκολοι οι καιροί που ζούμε.




«Χαίρε το Φως αρρήτως γεννήσασα, 
χαίρε το πώς μηδένα διδάξασα»

 πρωτοπρεσβύτερος Θεμιστοκλής Μουρτζανός



 Παραπονιόμαστε συχνά ότι η ζωή μας είναι βυθισμένη στο σκοτάδι. Της απελπισίας για τα προβλήματα μας τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, τα οποία μάλιστα αυξάνουν αντί να ελαττώνονται, παρότι παλεύουμε και καταβάλλουμε υψηλό τίμημα. 

Της μη εκπλήρωσης των επιθυμιών μας, ιδίως αναφορικά με τις ανθρώπινες σχέσεις. Της μη επίτευξης στόχων και ονείρων.

Κάποτε σε ένα σκοτάδι πνευματικό, το οποίο έχει να κάνει και με την απουσία ποιότητας στη ζωή μας. Το σκοτάδι συνεπάγεται μοναξιά. Και η μοναξιά είναι σήμα κατατεθέν στη ζωή και την εποχή μας. Άνθρωποι που οι συγκυρίες της ζωής, ο χαρακτήρας τους, αλλά και η αδιαφορία των άλλων τους έχουν καταδικάσει να αισθάνονται και κάποτε να είναι πραγματικά μόνοι.



  Στον κόσμο αυτό η Εκκλησία μας αντιπαραβάλλει την Υπεραγία Θεοτόκο. «Χαίρε το Φως αρρήτως γεννήσασα, χαίρε το πώς μηδένα διδάξασα», μας ζητά στους Χαιρετισμούς να αναφωνήσουμε κι εμείς.

 Μας λέει ότι το Φως που διαλύει το σκοτάδι χρειάζεται να γεννηθεί και την ίδια στιγμή να έχουμε εκείνη την γλυκιά ταπείνωση να μη θέλουμε να διδάξουμε κανέναν για την εμπειρία του Φωτός, αλλά να αφήνουμε το ίδιο το Φως να μιλήσει στις ψυχές και στις ζωές των Άλλων. 

 Το Φως είναι ο Χριστός. Φωτίζει, θερμαίνει, αγιάζει τους πάντας, ανάλογα με την προαίρεσή τους. Μπορεί και να καίει όσους δεν Τον θέλουν. Πάντως δεν περνά απαρατήρητος. Ο Χριστός είναι Φως, άκτιστο και ουράνιο. Την ίδιο στιγμή η παρουσία του Φωτός γεμίζει ελπίδα όσους θέλουν να μη μείνουν στο όποιο σκοτάδι. Γιατί το Φως διαλύει την μοναξιά. Δίνει ελπίδα και χαρά. Η κοινωνία μαζί Του, ακόμη κι αν τα μέτρα μας είναι ασήμαντα, σπιθαμιαία, ανανεώνει. Δίνει μία αλλιώτικη προοπτική στην πορεία της ζωής μας. Ό,τι μπαίνει στην προοπτική του Φωτός, έστω και κατ’ ολίγον, φωτίζεται. 

 Ο άνθρωπος που πιστεύει και ζει τον Χριστό δεν απελπίζεται και δε νικιέται από την απελπισία, δεν απολυτοποιεί τα όνειρα και τις επιθυμίες του. Έχει ήδη ποιότητα στη ζωή του, διότι ο Χριστός μεταμορφώνει τα πάντα εντός της. Κάνει να βλέπουμε τη σχετικότητα εκείνων που νομίζουμε αδιανόητο να μην τα έχουμε. Κάνει να χαιρόμαστε με τα λίγα, τα οποία γίνονται τα πάντα. Μας κάνει να δοξάζουμε τον Θεό ακόμη και για κείνον τον έναν που μας νοιάζεται στη ζωή. Γιατί το Φως μας κάνει να ανοιγόμαστε. Να πραγματοποιούμε εξόδους από τον χαρακτήρα, τον εγωκεντρισμό, την απαίτηση. Να πλησιάζουμε πριν μας πλησιάσουν.

 Το Φως όμως γεννιέται. Όπως η Υπεραγία Θεοτόκος το προσέλαβε στην μήτρα της, αρρήτως, με τρόπο που δεν μπορεί να λεχτεί, αλλά ούτε και να προσεγγιστεί από τη λογική μας, όντας η Κεχαριτωμένη, όντας έτοιμη να το δεχτεί, έχοντας καλλιεργήσει την ξεχασμένη για τον κόσμο και τη ζωή κατάσταση της αρετής, όχι ως ηθικής συνήθειας, αλλά ως εμπιστοσύνης στο θέλημα του Θεού και ως προτεραιότητάς Του στη ζωή μας, με ταυτόχρονη αποβολή κάθε πειρασμού κακίας, ταύτισης δηλαδή του είναι μας με συμπεριφορές και βεβαιότητες ότι όλα μας ανήκουν και ότι όλα μπορούμε να τα δοκιμάσουμε, βάζοντας το «εγώ» μας πιο πάνω από την αγάπη του Θεού, τη γνώση μας πιο πάνω από τη Θεογνωσία, έτσι κι εμείς μπορούμε να γεννήσουμε το Φως.



 Διαλέγοντας τον αγώνα της αρετής. Της ταπείνωσης. Της γνώσης του θεϊκού θελήματος. Της απόφασης να το αναζητούμε πάσας τας ημέρας της ζωής μας. Ακόμη κι αν ο κόσμος ζει στο σκοτάδι, δεσμώτης της πνευματικής άγνοιας και της τύφλωσης από το ίδιον θέλημα. Με ευθύνη, αποφασιστικότητα και άνοιγμα στον ουρανό και την αγάπη. Το αφήνουμε να γεννηθεί μέσα μας όταν κοινωνούμε στην εκκλησιαστική ζωή. Όταν συγχωρούμε. Όταν μοιραζόμαστε το λίγο ή το πολύ. Κι Εκείνο είναι έτοιμο να διαλύσει το σκοτάδι. Γιατί ο Θεός προσφέρεται στον άνθρωπο, αλλά και ο άνθρωπος πρέπει να είναι δεκτικός στην προσφορά.

 Η δεικτικότητα συνδέεται με την ταπείνωση. Άλλη μία ξεχασμένη λέξη στους καιρούς μας. «Όλα εξηγούνται, όλα συζητούνται, κανένας μας δεν φταίει», λέει ένα σύγχρονο τραγούδι. Έτσι αυτό που μας καίει είναι η αυτοδικαίωσή μας.  Αφού έχουμε λύσεις για τα πάντα και μόνοι μας, αφού γνωρίζουμε πώς οι άλλοι θα είναι αυτό που θέλουμε, ό,τι απομένει είναι να πείσουμε, να επιβάλλουμε, να αποδείξουμε δια της δικής μας διδαχής και να απαιτήσουμε οι προτάσεις και οι λύσεις μας να γίνουν πράξη. Όμως όλα είναι θέμα χαρακτήρα. Ο αταπείνωτος θα συγκρουσθεί, θα νικηθεί από την ματαίωση των βεβαιοτήτων του, θα απογοητευθεί και θα κάνει στόχο ζωής του να είναι αυτός που το θέλημά του θα περάσει. Ένας κόσμος στον οποίο άνθρωποι και λαοί συγκρούονται για να δείξουν ότι γνωρίζουν. Ότι μόνο αυτοί μπορούν να διδάξουν.


 «Τι τάχα να ‘χει μείνει, ακόμα να μας καίει;». Για να το βρούμε, χρειάζεται πραότητα και ταπείνωση στην καρδιά. Και η ταπείνωση διδάσκει, διότι στην ταπεινή καρδιά κατοικεί το Φως. Και ο φωτεινός άνθρωπος δε χρειάζεται να βγάζει λόγους. Δε χρειάζεται να διδάσκει, να απαιτεί, να δώσει λύσεις. Βοηθά με αυτό που είναι. Χωρίς θόρυβο. Η Παναγία άλλαξε τον κόσμο και την ιστορία του. Ο ταπεινός άνθρωπος εν τω Φωτί μπορεί να αλλάξει τον δικό του κόσμο, τον έσω άνθρωπο και στη συνέχεια κι άλλους κοντά του. Αρκεί να τον καίει, να νοιάζεται να είναι Φωτεινός. Όχι από επίδειξη και ματαιότητα. Αλλά από πίστη.


 Δύσκολοι οι καιροί που ζούμε. Από τον Θεό ζητούμε έτοιμες, μαγικές λύσεις. Από τους ανθρώπους να είναι όπως τους θέλουμε. Από τον εαυτό μας να είναι ευτυχισμένος μέσα από τις επιθυμίες του, που ταυτίζονται τις περισσότερες φορές με τα πρότυπα του κόσμου, εν γνώσει και εν αγνοία. 



 Η Εκκλησία, δια της Υπεραγίας Θεοτόκου, μας καλεί να αφήσουμε το Φως που είναι ο Χριστός να γεννηθεί στις καρδιές μας. Με αρετή και ειδικότερα ταπείνωση να διδαχθούμε, να νικήσουμε το σκοτάδι, να αλλάξουμε, για να αλλάξουν και όλοι όσοι κοντά μας θα βρούνε αντίστοιχα νόημα. Η προσευχή, η άσκηση, πρωτίστως η αγάπη είναι ο τρόπος. Κάθε στιγμή. Νους και καρδιά που παλεύουν να βρούνε την ωριμότητα να αφεθούν στο Φως και όχι να Το εξουσιάσουν. Ας είναι η Χάρη της ο οδηγός.




Η ιστορία της Αγίας Ζώνης


Η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου, διαιρεμένη σήμερα σε τρία τεμάχια, είναι το μοναδικό λείψανο ή κειμήλιο που σώζεται από την επίγεια ζωή της και φυλάσσεται στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου.
Σύμφωνα με την παράδοση, η Ζώνη φτιάχτηκε από τρίχες καμήλας από την ίδια την Θεοτόκο, και μετά την Κοίμησή της, κατά την Μετάστασή της στους ουρανούς, την παρέδωσε στον απόστολο Θωμά.
«Προς δόξαν ακήρατον ανερχομένη Αγνή, χειρί σου δεδώρησαι τω αποστόλω Θωμά, την πάνσεπτον Ζώνην σου», ψάλλει η Εκκλησία στο απολυτίκιο της εορτής της καταθέσεως της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου.
Την Τιμία Ζώνη ανέλαβαν να διαφυλάξουν δύο πτωχές ευσεβείς γυναίκες στα Ιεροσόλυμα. Η Παναγία, λίγο πριν την Κοίμησή της, είχε δώσει εντολή στον Ευαγγελιστή Ιωάννη να μοιράσει σε αυτές και τις δύο εσθήτες της.
Το έργο της διαφύλαξης από γενιά σε γενιά συνέχισε μία ευλαβής παρθένος καταγομένη από την οικογένεια αυτή.
Στα χρόνια του αυτοκράτορα Αρκαδίου, υιού του Μ. Θεοδοσίου, έγινε η μεταφορά της Τιμίας Ζώνης στην ένδοξη πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη.
Την κατέθεσε σε μία υπέροχη λειψανοθήκη, την οποίαν ονόμασε «αγίαν σορόν». Η κατάθεση έγινε στις 31 Αυγούστου.
Το ιερό λείψανο θα προστάτευε την πρωτεύουσα του κράτους και τους κατοίκους από κάθε εχθρική επίθεση, από κάθε δυστυχία και δαιμονική επιβουλή.
Μετά από λίγα χρόνια η κόρη του Αρκαδίου, η αυτοκράτειρα Πουλχερία, ανήγειρε το λαμπρό ναό των Χαλκοπρατείων και κατέθεσε εκεί την Τιμία Ζώνη.
Η ίδια η αυτοκράτειρα τη διακόσμησε με χρυσή κλωστή, έτσι όπως φαίνεται μέχρι σήμερα στην Ιερά Μεγίστη Μονή του Βατοπαιδίου.
Τον επόμενο αιώνα, άγνωστο πότε και με ποιόν τρόπο, μεταφέρθηκε η Τιμία Ζώνη στην Ζήλα της Καππαδοκίας, νότια της Αμασείας.
Στην Κωνσταντινούπολη μεταφέρθηκε ξανά στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Α΄ (527-565), κτίτορα της Αγίας Σοφίας.
Ο διάδοχός του Ιουστίνος Β΄ και η σύζυγός του Σοφία ανακαίνισαν τον ναό των Χαλκοπρατείων και ανήγειραν παρεκκλήσιο της Αγίας Σορού. Πάνω στην Αγία Τράπεζα φυλασσόταν η Τιμία Ζώνη.
Πλήθος θαυμάτων επιτέλεσε η Τιμία Ζώνη της Παναγίας στην Κωνσταντινούπολη. Θεράπευσε τη Ζωή Ζαούτζη, σύζυγο του αυτοκράτορα Λέοντα Ϛ΄ του Σοφού (886-912), που βασανιζόταν από κάποιο ακάθαρτο πνεύμα.
Όταν ο πατριάρχης ακούμπησε πάνω της την Αγία Ζώνη, αμέσως λυτρώθηκε από το μαρτύριό της.
Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός Α΄ (715-730) αναφέρει με λυρισμό ότι η Τιμία Ζώνη διατηρεί αιώνια την θεία ευωδία των θεραπειών που επιτελεί, ευφραίνοντας όσους την πλησιάζουν με πίστη και ευλάβεια· και ο Ιωσήφ ο υμνογράφος (περίπου 816-866) εξυμνεί το άγιο λείψανο, γιατί αυτό με την Χάρη της Παναγίας, καθαγιάζει τους πιστούς που προσέρχονται ευλαβικά για να το προσκυνήσουν, τους ανυψώνει από τη φθορά και τους απαλλάσσει από ασθένειες και θλίψεις.
Γύρω στο 1150 η Τιμία Ζώνη βρισκόταν στο Μεγάλο Παλάτι της Κωνσταντινουπόλεως, στο ναό του Αγίου Μιχαήλ. Μάλλον είχε τεμαχιστεί και τεμάχια είχαν μεταφερθεί στους ναούς.
Τον 12ο αιώνα, και συγκεκριμένα στα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180), καθιερώθηκε επίσημα η εορτή της Αγίας Ζώνης την 31η Αυγούστου, ενώ παλαιότερα εορταζόταν μαζί με την εορτή της Εσθήτος της Θεοτόκου, την 2α Ιουλίου.
Μετά την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους της Δ΄ σταυροφορίας, το 1204, κάποια τεμάχια αρπάχτηκαν από τα στίφη των βαρβάρων και μεταφέρθηκαν στη Δύση. Ευτυχώς δεν χάθηκαν όλα.
Είναι σίγουρο ότι ένα μέρος της Τιμίας Ζώνης παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη και μετά την ανακατάληψή της το 1261 από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο φυλάσσονταν στο ναό των Βλαχερνών.
Η μαρτυρία ανώνυμου Ρώσου προσκυνητή στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ 1424-1453 είναι και η τελευταία σχετικά με την ύπαρξη της Αγίας Ζώνης στην Βασιλεύουσα.
Είναι άγνωστο, τί απέγινε στη συνέχεια μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453. Το μεγαλύτερο τμήμα της Τιμίας Ζώνης που σώζεται σήμερα φυλάσσεται στη Μονή μας. Το τεμάχιο αυτό έφτασε στη Μονή με περιπετειώδη τρόπο.
Ο Μ. Κωνσταντίνος είχε κατασκευάσει ένα σταυρό που τον έπαιρνε μαζί του στις εκστρατείες για να προστατεύει τον ίδιο και το στράτευμά του.
Στη μέση ο σταυρός είχε τεμάχιο Τιμίου Ξύλου· υπήρχαν επίσης θήκες, όπου είχαν τοποθετηθεί και άγια λείψανα των πιο σημαντικών μαρτύρων και ένα τεμάχιο της Τιμίας Ζώνης.
Το σταυρό αυτό έπαιρναν στις εκστρατείες τους όλοι οι αυτοκράτορες. Σε μία εκστρατεία κατά των Βουλγάρων νικήθηκε από τον ηγεμόνα Ασάν ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος (1185-1195).
Ένας ιερέας έριξε στο ποτάμι το βασιλικό σταυρό, για να μή βεβηλωθεί από τους εχθρούς. Εκείνοι όμως τον βρήκαν και τον παρέδωσαν στον Τσάρο των Βουλγάρων Ασάν.
Οι Βούλγαροι δεν είχαν καλές σχέσεις με τους Σέρβους. Αυτές επιδεινώνονταν συνεχώς. Γύρω στα 1330, σε μία μάχη κατανικήθηκε ο βουλγαρικός στρατός από τον ηγεμόνα των Σέρβων μεγαλομάρτυρα Λάζαρο (†1389).
Ο βασιλικός σταυρός πέρασε στα χέρια των Σέρβων. Μετά από σαράντα χρόνια ο Λάζαρος δώρισε στη Μονή Βατοπαιδίου το βασιλικό σταυρό του Μ. Κωνσταντίνου μαζί με το τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου, το τεμάχιο της Τιμίας Ζώνης και τα άλλα άγια λείψανα.
Πίσω από τον Τίμιο Σταυρό βρίσκεται γραμμένο στην σερβική γλώσσα το εξής: «Λάζαρος, εν Χριστώ τω Θεώ Κνέζης της Σερβίας και Βασιλεύς Γραικίας, ανατίθημι το κραταιόν όπλον συν τη αχράντω Ζώνη της Πανάγνου μου, τη Μονή Βατοπαιδίου της Βασιλείας μου». Από τότε φυλάσσεται στο ιερό βήμα του καθολικού, δηλαδή του κεντρικού ναού της Μονής.
Πρέπει να αναφέρουμε και μία άλλη παράδοση που διασώζεται στη Μονή μας. Σύμφωνα με αυτήν η Τιμία Ζώνη αφιερώθηκε από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ϛ΄ Καντακουζηνό (1341-1354), ο οποίος στη συνέχεια παραιτήθηκε από το αυτοκρατορικό αξίωμα, έγινε μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ και μόνασε στη Μονή Βατοπαιδίου.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι αδελφοί της Μονής πραγματοποιούσαν περιοδείες λιτανεύοντας την Αγία Ζώνη στην Κρήτη, Μακεδονία, Θράκη, Κωνσταντινούπολη και Μικρά Ασία προς αγιασμό και στήριξη του υπόδουλου ελληνισμού και απαλλαγή από κάθε λοιμική ασθένεια.

Απόστολος Ιωάννης: Ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού

ioannis theologos




Γράφει ο Λάμπρος Κ. Σκόντζος
Καθηγητής - Θεολόγος

Ο απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης ανήκει στα ιερά εκείνα πρόσωπα που αποτελούσαν το στενό κύκλο των μαθητών του Κυρίου. Μάλιστα αναφέρεται ως «ο μαθητής ον ηγάπα ο Ιησούς» (Ιωάν.13,23).
Ήταν γιος του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης (Ματθ.4,21. Μαρκ.15,40) και αδελφός του αποστόλου Ιακώβου.
Η μητέρα τους ήταν πιθανότατα συγγενής, ίσως εξαδέλφη της Θεοτόκου, που σημαίνει ότι οι δυο αδελφοί απόστολοι ήταν κατά σάρκα εξαδέλφια του Κυρίου και σ’ αυτό ίσως έγκειται η οικειότητά τους με Αυτόν, ιδιαίτερα του Ιωάννη.
Ο Ιωάννης, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο, ζούσαν με την οικογένειά τους στην Γαλιλαία και διατηρούσαν επικερδή και εύρωστη αλιευτική επιχείρηση, έχοντας δικό τους πλοίο και εργάτες (Μαρκ.1,20).
Φαίνεται πως οι οικογένεια τους ήταν εύπορη. Αυτό συμπεραίνεται από το γεγονός ότι η Σαλώμη, η μητέρα τους, ήταν μια από τις μαθήτριες του Κυρίου, η οποία τον υπηρετούσε από των υπαρχόντων της (Λουκ.8,3. Μαρκ.15,40).
Η αγορά επίσης των πανάκριβων αρωμάτων για να αλείψουν το νεκρό σώμα του Χριστού μαρτυρεί αυτόν τον ισχυρισμό (Μαρκ.16,1).
Ότι επίσης ο Ιωάννης έλαβε την μητέρα του Ιησού υπό την δική του φροντίδα είναι ένδειξη οικονομικής ανέσεως της οικογένειάς του.
Φαίνεται επίσης πως η οικογένεια του Ιωάννη είχε και κοινωνική καταξίωση, διότι ήταν γνωστός στον πανίσχυρο και απλησίαστο αρχιερέα Καϊάφα και έτσι δυνήθηκε να εισέλθει στο συνέδριο, που δίκαζε τον Ιησού μαζί με τον Πέτρο (Ιωάν.18,15).
Ο Ιωάννης από μικρός υπήρξε πιστός μαθητής του Ιωάννου του Βαπτιστού.
Με μεγάλη προσοχή άκουε από τον μεγάλο ερημίτη και προφήτη τις περί του Μεσσία προαγγελίες του.
Επιθυμούσε με λαχτάρα να έρθει στις μέρες του και να τον γνωρίσει.
Κάποια μέρα ο Βαπτιστής, έχοντας μαζί του τους δυο μαθητές του, Ιωάννη και Ανδρέα, είδε τον Ιησού να βαδίζει κοντά.
Τότε μαρτύρησε γι’ Αυτόν λέγοντας: «ίδε ο Αμνός του Θεού» (Ιωάν.1,37). Αμέσως οι δυο μαθητές ακολούθησαν τον Ιησού και τον ρώτησαν που μένει.
Αυτός τους είπε: «έρχεσθε και ίδετε» (Ιωάν.1,40). Αυτοί είδαν που μένει και έμειναν μαζί Του όλη την ημέρα.
Ο Ιωάννης συγκινήθηκε αφάνταστα από αυτή τη συνάντηση γι’ αυτό πήρε τη μεγάλη απόφαση, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο. Άφησαν την αλιευτική επιχείρηση και ακολούθησαν τον Κύριο (Μαρκ.1,20).
Ο Ιωάννης ανήκε, όπως προαναφέραμε, στον στενό κύκλο των τριών μαθητών του Κυρίου. Συμπεραίνεται ότι ήταν ο μικρότερος στην ηλικία μαθητής του, σχεδόν έφηβος.
Ο υπέροχος χαρακτήρας του, η υπακοή του, η πίστη και η αφοσίωσή του στον Κύριο, είχαν ως συνέπεια να είναι λίαν αγαπητός από τον Ιησού και τους άλλους αποστόλους.
Εξ’ αιτίας του σπάνιου αυθορμητισμού του επονομάστηκε από τον Κύριο Βοαναργές (= υιός βροντής), όπως και ο αδελφός του Ιάκωβος.
Κάποια ημέρα όταν διέρχονταν κάποια κώμη της Σαμάρειας και οι κάτοικοι δεν τους δέχτηκαν, ζήτησε από τον Κύριο να πέσει φωτιά από τον ουρανό και να τους αφανίσει.
Φυσικά ο Χριστός τους απάντησε πως: «Ουκ οίδατε ποίου πνεύματος εστέ υμείς΄ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε ψυχάς ανθρώπων απολέσαι, αλλά σώσαι» (Λουκ.9,54).
Ως στενός μαθητής του Χριστού ευτύχησε να δει το θαύμα της Μεταμορφώσεως του Κυρίου (Ματθ.17,1.Μάρκ.9,2), την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου (Μαρκ.5,35.Λουκ.8,51) και να βιώσει την αγωνία του Διδασκάλου Του στον κήπο της Γεθσημανή (Ματθ.26,37.Μαρκ.14,33).
Μαζί με τον Πέτρο στάλθηκε να ετοιμάσει τον Πασχάλιο Δείπνο (Λουκ.22,8). Κατά την ώρα του Δείπνου έπεσε στο στήθος του Κυρίου, παρακαλώντας Του να τους αποκαλύψει ποιος είναι ο υποψήφιος προδότης μαθητής (Ιωάν.13,25).
Βρήκε το θάρρος και παρέστη στη δίκη του Ιησού (Ιωάν.18,16) και παραστάθηκε περίλυπος κάτω από το σταυρό στον φρικτό Γολγοθά.
Ευτύχησε επίσης να γίνει ο προστάτης της Θεομήτορος κατά παράκληση του Εσταυρωμένου Διδασκάλου Του (Ιωάν.19,26).
Αξιώθηκε να είναι ο πρώτος μαθητής που είδε το κενό μνημείο (Ιωάν.20,2-4).
Το άτοπο της αιτήσεως πρωτοκαθεδρίας στην εγκόσμιο βασιλεία του Χριστού, όπως εσφαλμένα την φανταζόταν, προκάλεσε την αγανάκτηση των άλλων μαθητών, όμως όπως φαίνεται αμέσως συνετίσθηκε (Μάρκ.10,35).
Μετά την Πεντηκοστή έμεινε κατ’ αρχήν στην Ιερουσαλήμ ως σημαίνον στέλεχος της Εκκλησίας (Γαλ.2,9).
Μαζί με τον Πέτρο ποιούσαν, δια του Κυρίου εξαίσια θαύματα (Πράξ.3,7). Στάθηκαν με παρρησία απέναντι στους αρχιερείς και ομολόγησαν τον Χριστό (Πράξ.4,13-22). Απεστάλη μαζί με τον Πέτρο στην Σαμάρεια να κηρύξουν το λόγο του Θεού (Πράξ.8,14).
Αργότερα μετέβη στην Μ. Ασία, όπου κήρυξε το ευαγγέλιο και έγινε επίσκοπος της Εφέσου.
Το 95 μ. Χ. κατά τον άγριο και σκληρό διωγμό του ρωμαίου αυτοκράτορα Δομετιανού, εξορίσθηκε στην Πάτμο, όπου έγραψε το βιβλίο της Αποκαλύψεως.
Πέθανε σε βαθύτατο γήρας περί το 100 μ. Χ. στην Έφεσο. Κατά την παράδοση, όταν πραγματοποιήθηκε ανακομιδή δεν βρέθηκε το σεπτό του λείψανο.
Η Εκκλησία μας διδάσκει την πίστη ότι μετέστη ενσώματος στον ουρανό από τον Κύριο. Η μνήμη του εορτάζεται στις 26 Σεπτεμβρίου.
Ο Ιωάννης έγραψε το ομώνυμο Ευαγγέλιο, τρεις Καθολικές Επιστολές και την Αποκάλυψη, τα οποία είναι ενταγμένα στην Καινή Διαθήκη.
Θεωρείται ο ευαγγελιστής του Θεού Λόγου, δηλαδή του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, ο οποίος «σάρξ εγένετο» (Ιωάν.1,14), προκειμένου να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος από τη δουλεία της αμαρτίας, τη φθορά και το θάνατο και γι’ αυτό η Εκκλησία μας τον προσονόμασε Θεολόγο.
Στα ιερά συγγράμματά του είναι έκδηλη η προτροπή του για αγάπη στους ανθρώπους, όπως τη δίδαξε ο Χριστός, γι’ αυτό και αποκαλείται ο ευαγγελιστής της αγάπης.
Τέλος ο Ιωάννης θεωρείται και προφήτης, διότι στο θαυμαστό βιβλίο του, την Αποκάλυψη, προλέγει την ολοκληρωτική συντριβή της δύναμης και της εξουσίας του διαβόλου και τον τελικό θρίαμβο του Χριστού και των πιστών Του.