Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Δυσκολοερμήνευτοι Χριστουγεννιάτικοι ύμνοι

Ποιό εἶναι τό ἀληθινό μήνυμα

Ποιό εἶναι τό ἀληθινό μήνυμα 

τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων;

(Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου)

page0001


Βέβαια, ὁ Χριστός αὐτή τήν ἡμέρα  «ἔκανε τό μωρό». Καί δέν μιλοῦσε μιλιά, δέν εἶπε ἀπολύτως τίποτε. Λέμε ὅτι ἔκανε τό μωρό, γιατί ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, δέν ὑπῆρξε ποτέ «μωρό» δηλαδή ἀνόητο πλάσμα. ᾿Αλλά ἦταν καί τότε ὁ πάνσοφος καί παντοδύναμος Θεός, ὁ Κυβερνήτης ὅλου τοῦ κόσμου.
῞Ομως κατά τό ἀνθρώπινο ἤθελε νά εἶναι ἕνα μωρό παιδάκι στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας του. ῎Εδιδε τό παράδειγμα τῆς σιωπῆς, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ὑπομονῆς, τῆς ἀναμονῆς καί πολλῶν ἄλλων ἀρετῶν, ἀρκεῖ νά ἔχουμε νοῦ, διάθεση καί δύναμη νά φιλοσοφήσουμε στό γεγονός τῆς γεννήσεώς του μέσα στό σταῦλο καί νά καταλάβομε τό μεγάλο του μήνυμα.
Σήμερα, δέν θά ψάξομε γιά τό μυστικό νόημα τῆς σιωπῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά θά ἀναζητήσομε τό μήνυμα τῆς ἑορτῆς, στίς φωνές πού ἀκούστηκαν ἐκείνη τήν νύχτα.
Ὄχι στίς ἄγριες φωνές τοῦ Ἡρώδη, τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, ἀλλά στίς φωνές τῶν ἀγγέλων. Οἱ φωνές τῶν ἀγγέλων εἶναι καί πρέπει νά εἶναι γλυκιές.
᾿Εμεῖς τά Χριστούγεννα ἔχομε πάντοτε διάθεση νά ἀκούσομε γλυκιές εὐχές καί νά φᾶμε γλυκά. Εἶναι ὅμως προτιμότερο, νά ἀκούσομε τό γλυκό μήνυμα τῶν Χριστουγέννων, παρμένο ἀπό τά λόγια τῶν ἁγίων ἀγγέλων.
Μόλις ὁ Χριστός γεννιόταν, στήν ὕπαιθρο τῆς Βηθλεέμ ἦταν μερικοί τσοπάνηδες, οἱ ὁποῖοι «ἐφύλασσον φυλακάς τῆς νυκτός ἀγραυλοῦντες». Ζοῦσαν στό ὕπαιθρο δηλαδή καί ἐκ περιτροπῆς ἀγρυπνοῦσαν, γιά νά φυλᾶνε τά πρόβατά τους ἀπό τούς λύκους. Ὄχι μόνο ἀπό ἀγρίους λύκους, ἀλλά καί ἀπό τούς νοητούς λύκους. Δηλαδή τούς ληστές.
Ἦταν βαθειά νύκτα· παγωμένη. Μά ξαφνικά μέσα στή σιγαλιά ἔλλαμψε ὁ τόπος. Καί φάνησαν δίπλα τους ἄγγελοι. Τούς εἶπε ἕνας ἄγγελος: «ἰδού εὐαγγελίζομαι ἡμῖν χαράν μεγάλην ὅτι ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον Σωτήρ». Νά τό μεγάλο μήνυμα τῆς ἑορτῆς. ῎Αγγελος Κυρίου ἀπό τόν οὐρανό μιλάει ἐξ ὀνόματος τοῦ Πατέρα τοῦ ἐπουρανίου καί κατ᾿ ἐντολήν του, γιά νά περιγράψει τό ἔργο καί τήν ἀποστολή ἐκείνου πού ἦταν πραγματικό βρέφος καί νήπιο, μά ὄχι καί «μωρό».
«᾿Ιδού εὐαγγελίζομαι ἡμῖν χαράν μεγάλην, ὅτι ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον Σωτήρ». Μερικοί ἀκούγοντας τά λόγια αὐτά, βγάζουν τό συμπέρασμα, ὅτι τό μήνυμα τῆς ἑορτῆς εἶναι ὅτι ὁ Χριστός ἔφερε μεγάλη χαρά καί πρέπει ἀπό ἐδῶ καί πέρα νά ἔχομε γεμίσει ὅλοι μέ χαρά. Καί ἡ ζωή μας νά εἶναι ἕνας Εἰρηνικός ὠκεανός χαρᾶς. ᾿Αλλά ὁ ἄγγελος δέν εἶπε: «σᾶς φέρνω τό μήνυμα ὅτι ἀπ᾿ ἐδῶ καί πέρα θά κολυμπᾶτε στή χαρά». Εἶπε: «σᾶς φέρνω τό χαρμόσυνο μήνυμα ὅτι «ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον Σωτήρ»».
῾Η χαρά εἶναι ὅτι γεννήθηκε ὁ Σωτήρας. ῎Οχι ὅτι ἀπ᾿ ἐδῶ καί πέρα τελεία καί παύλα, ἔξω ἡ στενοχώρια, ἔξω οἱ πίκρες, ἔξω τά φαρμάκια καί… μόνο χαρά.
Νά τό προσέξωμε ἰδιαίτερα, γιατί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, μέ τό δίκιο μας, μέσα στίς πολλές πίκρες τῆς ζωῆς, πού εἶναι ὅπως λένε φιλόσοφοι, ψυχολόγοι καί κοινωνιολόγοι ἀπό τήν ἀρχαία ἐποχή μία κοιλάδα θλίψεων, λαχταρᾶμε τήν χαρά. Θέλομε νά γεμίσει ἡ ζωή μας χαρά, ὅπως ὅμως τήν καταλαβαίνομε. Γι᾿ αὐτό ξεχνᾶμε τί νόημα εἶχε τό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου «Εὐαγγελίζομαι ἡμῖν χαράν μεγάλην».
Καί λοιπόν, δώστου εὐχές. «Χαρούμενα Χριστούγεννα,  Χαρούμενα Χριστούγεννα».
Μά ἄν ὁ Χριστός γεννήθηκε γιά νά μᾶς σώσει, γιατί δέν εὐχόμαστε: «καλή ψυχή, καλό παράδεισο, καλή σωτηρία; Νά πραγματοποιηθεῖ καί γιά μᾶς τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐνανθρώπιση του»;
Ἄς μιλήσουμε λίγο γιά τήν χαρά ὅπως τήν βλέπομε ἐμεῖς. Ὄχι ὅπως μᾶς τήν εἶπε ὁ ἄγγελος. Γιά φαντασθῆτε νά τόν εἴχαμε σήμερα ἀπέναντί μας τόν ἄγγελο, πού εἶπε τό χαρμόσυνο μήνυμα στούς ποιμένες. Τί θά τοῦ λέγαμε;
-῎Ελα ἐδῶ ἄγγελέ μου. Ποῦ τήν εἶδες τήν χαρά. Ποιά χαρά μᾶς ἔφερες; ῾Η ζωή μας εἶναι γεμάτη δοκιμασίες καί θλίψεις.
Τί θά μᾶς ἔλεγε ὁ ἄγγελος;
-Ναί! Εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην. ῎Οχι ἁπλῶς κάποια χαρά… Διότι, «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ». ῾Η χαρά δέν θά προέλθει ἀπό ἄλλον. Θά ἔλθει ἀπό τόν Σωτήρα. Ἄν τοποθετηθῆτε σωστά ἀπέναντί του, οἱ θλίψεις καί οἱ δοκιμασίες θά μεταβληθοῦν σέ χαρά.
Γιατί;
Λέει ἡ Γραφή: «Κεκράξεται πρός με καί ἐπακούσομαι αὐτοῦ». «Μετ᾿ αὐτοῦ εἰμί ἐν θλίψει· ἐξελοῦμαι αὐτόν καί δοξάσω αὐτόν».
Ποιός εἶναι αὐτός πού γεννήθηκε; ῾Ο παντοκράτωρ καί παντοδύναμος Θεός. ῎Επαψε μήπως νά εἶναι παντοκράτωρ καί παντοδύναμος; Ὄχι.  Φώναξέ του λοιπόν καί θά σέ ἀκούσει.          Μᾶς εἶπε:
Ὅταν εἶσαι στενοχωρημένος, ἐγώ θά εἶμαι δίπλα σου.
Ἀλλά νά ρωτήσουμε:
-Ὅσο στενοχωρημέ¬νος καί ἄν εἶσαι, νομίζεις ὅτι ἔχεις τήν ἴδια τήν πίκρα, πού εἶχε ὁ Χριστός στή Γεθσημανῆ; Τότε πού ἔτρεχε ὁ ἱδρώτας του ὡς θρόμβοι αἵματος ἀπό τήν ἀγωνία;
  • Καί ἄν μέσα στήν πίκρα σου ἔβλεπες τόν Χριστό δίπλα σου, τί θά ἔλεγες;
  • Ἄν εἶχες τήν χαρά νά τόν αἰσθανθεῖς δίπλα σου, θά ἔμενε ἴχνος λύπης  στήν ψυχή σου;
Ποιός φταίει, ὅταν μερικές φορές πού εἴμαστε στενοχωρημένοι, κλειδώνουμε τό στόμα, βάζομε τό κεφάλι ἀνάμεσα στά γόνατα καί ξεχνᾶμε νά μιλήσουμε στό Θεό; Ποιός θά δεῖ τόν Χριστό καί δέν θά γεμίσει εἰρήνη, γαλήνη, χαρά; Ἅμα ἔρθει ὁ Χριστός κοντά μας, τί ἔχομε νά φοβηθοῦμε;
Τήν ἁγία Παρασκευή τήν ἔβαλαν σ’ ἕνα καζάνι πίσσα πού ἔβραζε. Καί μέ τό Χριστό κοντά της, ἡ πίσσα ἔγινε δροσερό νεράκι. Γιατί ὀλιγοπιστοῦμε; Μήπως ὁ Χριστός τότε ἦταν δυνατός, ἐνῶ σήμερα εἶναι ἀδύνατος;
«Ὁ Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας».
῎Αν λοιπόν ἔχεις πίκρες καί θλίψεις εἶναι φυσικώτατο.
Μπορεῖς νά ζεῖς στήν κοιλάδα τῶν θλίψεων καί νά μήν τίς δοκιμάσεις; Παρακάλεσε τόν Κύριο καί θά σοῦ δώσει τουλάχιστο τήν ἐσωτερική χαρά πού χρειάζεται, γιά νά ἔχεις εἰρήνη. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά χορέψεις. Εἶναι ἀρκετό νά φύγει ἡ θλίψη καί νά ἠρεμήσεις.
Χαρά μεγάλη μᾶς εὐαγγελίζεσαι ἅγιε ἄγγελε;
Μά ἐγώ θυμᾶμαι τίς ἁμαρτίες μου καί πονάω!
Βέβαια, τή σημερινή ἐποχή, λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού θυμοῦνται τίς ἁμαρτίες τους, ἀλλά τέλος πάντων…
Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι δέν σκεπτόμαστε τό βάρος τῆς ἁμαρτίας. Νά ἡ μεγάλη μας τραγωδία. Ἄν τίς σκεπτόμαστε θά ξέραμε ὅτι εἶναι «τεῖχος ἀντιδέρον μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί ἡμῶν». Τί σημαίνει «ἀντιδέρον»;
Ἀλλοῦ ὁ Θεός· ἀλλοῦ ἐμεῖς.
Τώρα δέν καταλαβαίνομε τί σημαίνει νά εἶσαι μακρυά ἀπό τόν Θεό. Γιά περίμενε λιγάκι νά κλείσει τό φύλλο τῆς ζωῆς, νά φύγεις ἀπό τήν περίοδο τῶν ἀγώνων καί νά πᾶς στήν περίοδο τῶν στεφάνων ἤ τῶν τιμωριῶν. Νά βρεθεῖς ἐκεῖ μόνος μέ τίς ἁμαρτίες σου.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ χειρότερη πίκρα καί θλίψη.
Ἄν τό συνειδητοποιούσαμε, θά θέ¬λαμε νά τίς πετάξομε ἀπό πάνω μας, γιά νά γλυκάνει ἡ ψυχή μας. ῾Η ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία τίς ἔβγαλε ἀπό πάνω της καί γέμισε χαρά. Καί τόσοι ἄλλοι ἄνθρωποι τίς ἔβγαλαν. Πῶς;
Μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ!
«᾿Ιδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ». ᾿Εκεῖνος πού θά σᾶς καθαρίσει ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας.
Σ’ αὐτή τή ζωή ἔχομε τήν δυνατότητα νά γίνομε ἄγγελοι ἤ νά ἀποκτηνωθοῦμε. Πολύ τολμηρή διάκριση. Μά δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐπιλογή.
Τήν χαρά πού ζητᾶς, τήν θέλεις γιά τό σῶμα;
Ψάχνεις γιά χάρα σωματική; Μέ τήν ἡδονή, τήν διασκέδαση, τήν καλοπέραση;
Ἤ ἐνδιαφέρεσαι νά ἀποκτήσεις τήν χαρά τῆς ψυχῆς;
Μέ τήν ἀγάπη, τήν καλωσύνη, τήν πνευματική προκοπή, τήν εὐαρέστηση τοῦ Θεοῦ;
Στήν πρώτη περίπτωση, τό καταλαβαίνεις πού φτάνεις.      Στή δεύτερη γίνεσαι ἄγγελος.
Τουλάχιστον, ἔστω καί ἄν δέν εἴμαστε ἄγγελοι νά ξέρομε ὅτι ἡ ἄλλη κατάσταση, εἶναι παρά φύσιν κατάσταση. Ἀπό τήν ὁποία πρέπει σιγά-σιγά νά ἐλευθερωθοῦμε γιά νά γίνομε μέ τήν χάρη τοῦ Χριστοῦ, μέ τό ἔλεός του, μέ τήν δύναμή του ἄγγελοι. Γι᾿ αὐτό λέμε στίς εὐχές: «συγγνώμην καί ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν πλημμελημάτων ἡμῶν, παρά τοῦ Κυρίου αἰτησώμεθα».
᾿Ερώτημα: Ἄν δέν γινόμαστε ἄγγελοι ἀλλά δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας ποιός φταίει; Μήπως ὁ Χριστός;
῎Ας συνεχίσομε. «Ἐξαίφνης σύν τῷ ἀγγέλῳ ἐγένετο πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου». Πρῶτα ἦταν ἕνας ἤ δύο ἄγγελοι, ἀλλά ξαφνικά «ἐγένετο σύν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου». Κατέβηκαν χιλιάδες ἄγγελοι  ἀπό τόν οὐρανό, ὁρατοί στούς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν ὅλοι μαζί, νά ψάλλουν τό «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
Τόν ὡραιότερο ὕμνο τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Δέν ὑπάρχει ἡμέρα πού νά μήν τόν ποῦμε στίς ἀκολουθίες τουλάχιστον δυό-τρεῖς φορές. Μά καί ὁ καθένας μας πρέπει νά τόν λέει πολύ περισσότερες.
«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ». Γιατί δοξάζομε τόν Θεό; ᾿Απάντηση: Διότι «οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλ’ αὐτός ὁ Κύριος ἔσωσεν ἡμᾶς». Δέν ἔστειλε τόν ὑπηρέτη του ὁ Θεός νά μᾶς σώσει. Ἦρθε αὐτός ὁ ἴδιος.
Γι᾿ αὐτό καί λέμε: «ὑμνοῦμέν σε, εὐλογοῦμέν σε, προσκυνοῦμέν σε, δοξολογοῦμέν σε, εὐχαριστοῦμέν σοι διά τήν μεγάλην σου δόξαν». Ποιά εἶναι ἡ μεγάλη δόξα τοῦ Θεοῦ;
Ὅτι «῞Οπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις». Ἡ ἁμαρτία μας ἦταν «μέ τό τσουβάλι», τεῖχος «ἀντιδέρον». Κανονικά, δέν ἔπρεπε μέ κανένα τρόπο νά βροῦμε ἐπαφή μέ τό Θεό. Μά ὁ Χριστός τό παραμέρισε ὁλόκληρο τό τσουβάλι, τό βουνό.
᾿Ωκεανός ἡ ἁμαρτία;
Πέντε ὠκεανοί ἡ χάρη καί ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Νά μήν ὑπάρξει περίπτωση, πού νά μήν μπορεῖ νά σωθεῖ ἄνθρωπος, ἔστω καί ἄν εἶναι ἁμαρτωλός σάν τόν Βεελζεβούλ.
Καί ὁ Βεελζεβούλ θά σωνόταν, ἀρκεῖ νά ἔλεγε: «ἐλέησέ με Θεέ μου, συγχώρησέ με, ἐπικαλοῦμαι τό ὄνομά σου τό ἅγιον Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, πού ἦρθες νά μᾶς σώσεις».
Ξέρετε τί φοβερό πρᾶγμα εἶναι, νά ἀρκεῖ νά ἐπικαλεστεῖς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί νά σωθεῖς; Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη δόξα τοῦ Κυρίου. ῾Η  ἀπέ¬ραντη φιλανθρωπία του.
Δηλαδή, γιά νά πᾶς στόν παράδεισο, ἀρκεῖ νά σταθεῖς πέντε λεπτά μπροστά στόν παπᾶ, νά πεῖς τίς ἁμαρτίες σου, νά ἁπλώσει τό πετραχηλάκι του καί νά σοῦ διαβάσει τρεῖς λεξοῦλες. Νά σοῦ κάνει στό κεφάλι ἕνα Σταυρό καί νά σοῦ πεῖ: «Ἄντε. Μήν τά ξαναθυμᾶσαι αὐτά πού μοῦ εἶπες. Συγχωρέθηκαν».
Καί μετά νά ἔχεις τό δικαίωμα, νά πᾶς νά φᾶς «τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Γιατί ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Θυμᾶστε τό τροπάριο πού λέμε τήν ἡμέρα τῆς ᾿Αναστάσεως; «Βασιλείας τε Χριστοῦ κοινωνήσωμεν». ῞Οποιος βάζει στό στόμα του τό τίμιο Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τήν Βασιλεία του τρώει.
᾿Αλλά ἐμεῖς εἴμαστε τόσο καθυστερημένοι, ἐξ ὑπαιτιότητός μας, ὥστε δέν ξέρομε τί θησαυρό ἔχομε στά χέρια μας.
Ἄς προχωρήσομε λίγο. «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη».
῎Εφερε ὁ Χριστός στή γῆ τήν εἰρήνη. Τί σημαίνει εἰρήνη;
Ἕνας ἀσκητής, λεγόταν ᾿Ιωάννης, ζοῦσε στήν ἔρημο.
Αὐτός ὁ ᾿Ιωάννης, ἀπόκτησε βαθειά εἰρήνη καί γαλήνη. Ἦταν γεμάτος χαρά. Ποιός δέν τήν θέ¬λει τήν εἰρήνη καί τή γαλήνη; Στενοχώριες δέν εἶχε.
᾿Αλλά μία μέρα τοῦ ἦρθε ὁ σωτήριος λογισμός:
«Μέχρι σήμερα, ἐμπιστεύομαι μόνο τόν ἑαυτό μου. Καί νομίζω ὅτι βαδίζω σωστά. Αὐτό δέν εἶναι καλό. Ἄς ρωτήσω τόν πνευματικό μου νά ἀξιολογήσει ἐκεῖνος τήν πορεία μου».
Πάει λοιπόν στόν πνευματικό του, καί τοῦ λέει:
-Χρόνια τώρα δέν ἔχω καμμία στενοχώρια, ἡ ζωή μου εἶναι γεμάτη εἰρήνη καί χαρά. Τί λές, καλά βαδίζω;
Τοῦ λέει ὁ πνευματικός:
-Δέν πᾶς καλά. Δέν εἶναι καλή κατάσταση αὐτή πού ἔχεις. Γύρισε στό κελλί σου καί παρακάλεσε τόν Θεό νά σοῦ στείλει πόλεμο, πειρασμούς, θλίψεις. Γιατί χωρίς πίκρες καί στενοχώριες ὁ ἄνθρωπος μπροστά δέν πάει. Οὔτε ἔρχεται ἡ ἀληθινή χαρά τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά του.
Ἐπιστρέφει ὁ ἀσκητής στό κελλί του, γονατίζει καί παρακαλεῖ τόν Θεό:
«Θεέ μου κάνε αὐτό πού εἶπε ὁ πνευματικός μου».
Καί νά, τοῦ ἔρχονται κάτι θλίψεις· κάτι στενοχώριες…
Τρέχει στόν πνευματικό:
-Πλάκωσαν περισσότερες θλίψεις ἀπ᾿ ὅσες φανταζόμουνα. Μήπως Γέροντα εἶναι περισσότερες ἀπ᾿ ὅσες ἤθελες νά μοῦ πεῖς; Τί κάνω τώρα;
Τοῦ λέει ὁ πνευματικός:
-Τώρα νά παρακαλεῖς τό Θεό, νά σοῦ δίνει ταπείνωση, ὑπομονή καί δύναμη. Καί θά δεῖς τήν μεγαλωσύνη τοῦ Κυρίου. Θά γεμίσει ἡ ζωή σου ἀπό κάθε καλό, ἀπό εὐλογία καί χάρη. Ἔτσι θά ἀποκτήσεις ἀληθινή εἰρήνη καί χαρά. Γιατί ἐκείνη πού εἶχες προηγουμένως, χωρίς νά περάσεις ἀπό θλίψεις καί δοκιμασίες, δέν ἦταν ὑγιής χριστιανική χαρά.
Πῶς θά ἀποκτήσωμε τήν τελεία εἰρήνη καί τήν τελεία χαρά;
  • «Διά τοῦ σταυροῦ». «᾿Ιδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
  • Καί διά τῆς ταπεινώσεως τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, πού ἐνῶ ἦταν ὁ ἄναρχος καί τέλειος Θεός, «δι᾿ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέ¬ραν σωτηρίαν», ὄχι γιά πράγματα ἀστεῖα, ἔγινε ἄνθρωπος καί ἐγεννήθη στό σπήλαιο.
Δέν πρέπει ποτέ νά ξεχνᾶμε, ὅτι «σπήλαιο» σημαίνει ἔσχατο ἐξευτελισμό, κοπριά, βρώμα, ταλαιπωρία, κρύο. Ὅλα τά κακά. ῞Οταν  θέ¬λουμε νά ἐξευτελίσουμε ἕναν τοῦ λέμε: «γεννήθηκες σέ σπίτι πού δέν εἶχε πόρτα»;
Τό σπήλαιο εἶναι χειρότερο ἀπό σπίτι πού δέν εἶχε πόρτα!
Τελειώνοντας ἄς θυμηθοῦμε τόν ὕμνο: «Χριστός γεννᾶται· δοξάσατε». Γιατί μᾶς ἔφερε ὅλα τά καλά.
«Χριστός ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε». Νά τρέξουμε στή ἐκκλησία νά τόν ἀπαντήσουμε. Νά τόν χαιρετήσουμε. Νά τόν προσκυνήσουμε, σάν νά εἴμαστε στό σπήλαιο.
Τί περισσότερο θέλομε νά δοῦμε;
Νά πᾶμε μήπως νά προσκυνήσουμε στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ;
Προσκυνοῦμε κάτι περισσότερο ὅταν μπαίνουμε στήν Ἐκκλησία καί γονατίζομε μπροστά στήν ῾Αγία Τράπεζα. Γιατί ἐκεῖ στέκει ὁ Χριστός. Μᾶς εὐλογεῖ καί μᾶς ἀκούει.
Νά παρακαλέσομε τόν Κύριο:
«῎Ανοιξε Χριστέ μου τήν διάνοιά μας, τά μάτια μας, νά σέ βλέπουμε καί νά σέ καταλαβαίνουμε. Βοήθησέ μας μέ τήν χάρη σου, νά καταλάβουμε τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεώς σου, τοῦ ἐλέους σου, τή μεγάλη σου δόξα, τή μεγάλη σου φιλανθρωπία γιά μᾶς».
Μέ τέτοια αἰσθήματα, νά γιορτάσουμε τά ῞Αγια Χριστούγεννα, τή μεγάλη γιορτή τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ.
Θά εὐχηθοῦμε βέβαια «χαρούμενα Χριστούγεννα»… Ἀλλά ὄχι «χαζοχαρούμενα». Ἄς φᾶμε καί κανένα γλυκό, ἄς ποῦμε καί γλυκά λόγια. Ἀλλά πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα νά φροντίσομε ἡ γλύκα τῆς πίστης καί τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, νά κυριαρχήσει στίς ψυχές μας.
Καί νά κάνουμε ὅτι μποροῦμε, γιά νά κυριαρχήσει καί σέ ἄλλες ψυχές.
Γιατί ὅπως οἱ ἄγγελοι μᾶς ἔφεραν τό οὐράνιο μήνυμα, ἔτσι καί ἐμεῖς ἔχομε ὑποχρέωση, νά μεταφέρουμε τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, σέ ἐκείνους πού τό ἔχουν ἀνάγκη.
Τά λόγια τῶν ἀγγέλων ἦταν ἁπλά. Ὄχι φιλοσοφίες.
Μποροῦμε νά ποῦμε λίγα ἁπλά λόγια. Μέ τά ἁπλά λόγια, καί ἡ δική μας ψυχή γεμίζει εἰρήνη καί χαρά, ἀλλά καί τῶν ἄλλων ἀνθρώπων οἱ ψυχές, πού εἶναι γύρω μας. Μόνο πού τά λόγια αὐτά πρέπει νά βγαίνουν ὄχι ἀπό χείλη, ἀλλά ἀπό τήν καρδιά.
Νά τά λέμε μέ ἀγάπη καί πόνο. Γιατί καί ὁ Χριστός ἀπό τήν πολλήν αὐτοῦ ἀγάπην «ἥν ἠγάπησεν ἡμᾶς», ἦλθε καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς.
῾Ο Θεός, νά δώσει νά περάσομε τίς ἅγιες ἑορτές μέ πνευματική ἀνάταση, εὐλογία, χάρη.
Καί νά μᾶς ἀξιώσει τῶν θείων δωρεῶν του. Ἀμήν.-

Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στό Πνευματικό Κέντρο Πρεβέζης στίς 20/12/1993

Ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος

Ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος




IMG_1550



Σε όλες τις εμφανίσεις του Θεού στην Π. Διαθήκη έχουμε την παρουσία του β΄ προσώπου της αγίας Τριάδας, του άσαρκου Λόγου, ο οποίος κατά τον Ιωάννη: «Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν. πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν» (1. 2-3). Δημιουργήθηκε εξ αρχής από τον Πατέρα και οτιδήποτε συνέβη, έγινε από αυτόν και χωρίς αυτόν δεν έχει συμβεί τίποτε από όσα συνέβησαν. Επομένως και όλες οι θεοφάνειες, που συνέβησαν στην Π.Δ. έγιναν από τον άσαρκο Λόγο.

Οπότε, οι Προφήτες στην Π.Δ. έβλεπαν το δεύτερο πρόσωπο της αγίας Τριάδας, που αποκαλείται ως, «ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος», δηλ. έβλεπαν τον άσαρκο Λόγο, αφού όλες οι θεοφάνειες του Θεού στην Π.Δ. ήταν αποκάλυψη του Λόγου ασάρκως.

Η αγία Γραφή στα χέρια ενός θεόπνευστου, ο οποίος έχει κατάσταση φωτισμού ή θεώσεως είναι θεόπνευστη, στα χέρια όμως ενός κομπογιαννίτη θεολόγου δεν είναι τίποτα. Κάθεται εκεί με την φαντασία του και προσπαθεί να φαντασθεί τι λέγει η αγία Γραφή. Διαβάζει, ότι ο Μωυσής είδε στην καιόμενη βάτο τον άγγελο, τον άγγελο του Κυρίου, που του είπε «εγώ ειμί ο ων», «εγώ ειμί ο Θεός Αβραάμ, ο Θεός Ισαάκ» κ.λπ. και λέει: Έ, αυτά είναι μυθιστορήματα, και το περνάει έτσι και δεν δίδει καμμία σημασία. Αν δούμε, όμως, στις εικόνες έχουμε «ο Ων», αυτό σημαίνει ότι είναι ο άσαρκος Λόγος εκείνος ο οποίος ενεφανίσθη στον Μωυσή και σε όλους τους Προφήτες της Π.Δ.
Αυτό που συμβαίνει στον κομπογιαννίτη θεολόγο, ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τους σπουδαγμένους δυτικούς θεολόγους, οι οποίοι είναι άμοιροι φωτισμού ή θεώσεως. Και αυτοί δεν παραδέχονται την παρουσία του Θεού Λόγου ασάρκως, αλλά θεωρούν ότι στις θεοφάνειες της Π.Δ. έχουμε την εμφάνιση του ίδιου του Θεού Πατέρα. Ακόμη και στη σκηνή της βάπτισης του Χριστού δεν μπορούν να κατανοήσουν, ότι η φωνή εξ Ουρανού, που λέγει: «ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» (Μτ. 3. 17) είναι του άσαρκου Λόγου. Ο Θεός Πατέρας, ούτε οράται, ούτε ακούγεται, ούτε μιλάει, ούτε εμφανίζεται. Είναι πάντοτε κρυμμένος. Όλα γίνονται στην Π.Δ. δια του άσαρκου Λόγου, του Θεού – Υιού.
———————————–


Ο άσαρκος Λόγος στην Παλαιά Διαθήκη αποκαλυπτόταν ως Μεγάλης Βουλής Άγγελος, ως Άγγελος της Δόξης. Συγχρόνως, στην Παλαιά Διαθήκη συναντάμε εμφανίσεις διαφόρων αγγέλων. Έτσι γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ Αγγέλου της δόξης, που είναι ο άκτιστος Λόγος, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, και των κτιστών αγγέλων, που είναι δημιουργήματα του Θεού. Αυτό είναι ευδιάκριτο κατά την εμπειρία της αποκαλύψεως. Ο Άγγελος της δόξης είναι ο Λόγος, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, που είναι εικών του Πατρός και έχει την ίδια δόξα, το ίδιο φως με τον Πατέρα και βέβαια και με το Άγιον Πνεύμα.
Βασικό κομβικό σημείο για την κατανόηση και ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης είναι το θέμα του Μεγάλης Βουλής Αγγέλου. Ποιος ήταν αυτός ο Άγγελος Κυρίου; Ήταν κτιστός ή άκτιστος; Συνδέεται αυτός ο Άγγελος Κυρίου με την Σοφία του Σολομώντος;
«Υπάρχουν δύο πράγματα: Πώς γράφηκε η Παλαιά Διαθήκη και πώς ερμηνεύεται. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Το πως γράφεται και πως ερμηνεύεται είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Η Παλαιά Διαθήκη ερμηνεύεται με βάση την Καινή Διαθήκη· έτσι ερμηνεύεται η Παλαιά Διαθήκη. Διότι ο Απόστολος Παύλος τι εννοεί «η δε (ακολουθούσα) πέτρα ην ο Χριστός;» (A’ Κορινθίους 10. 4) Ποιος ήταν αυτή η ακολουθούσα πέτρα δηλαδή; Ήταν ο Χριστός.

Επομένως, όταν ο Χριστός ο ίδιος εμφανίζεται από τον Ιωάννη και λέει: «περί εμού εκείνος (Μωυσής) έγραψεν» (Ιωάννης ε΄ 46) κλπ., υπό ποιαν μορφήν έγραψε; Έγραψε για ποιόν; Για τον Άγγελο του Κυρίου. Εκείνος ο Άγγελος που εμφανίζεται παντού στην Πεντάτευχο κατά την πατερική παράδοση, είναι ο Χριστός. Και για τον Απόστολο Παύλο, ο Χριστός δεν είναι; Ποιος είναι εκείνος που εμφανίζεται; Και το κλειδί πού είναι; Είναι η Σοφία Σολομώντος. Αν πάρεις την Σοφία Σολομώντος και πάρεις όλες τις περιπτώσεις που μιλάει για την Σοφία, θα δεις ποιος είναι η Σοφία. Είναι ο Άγγελος του Κυρίου, διότι περιγράφει όλο το έργο της Σοφίας και είναι παράλληλο με την Πεντάτευχο. Διάβασε τα δύο κείμενα παράλληλα και θα δεις, ότι η Σοφία Σολομώντος δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να περιγράφει, τι έκανε ο Χριστός στην Πεντάτευχο. Αυτό κάνει, δηλαδή. Είναι φανερό αυτό το πράγμα, ολοφάνερο.
Μετά, αν διαβάσεις τον Φίλωνα τον Ιουδαίο, ερμηνείες δικές του, δηλαδή, του Φίλωνα, βλέπεις ότι δεν είναι εφεύρεση πατερική αυτός ο τρόπος ερμηνείας της Παλαιάς Διαθήκης, αφού υπήρχε ολόκληρη παράδοση Εβραϊκή που ερμήνευε την Παλαιά Διαθήκη κατ’ αυτόν τον τρόπο. Και οι δικοί μας τους περνάνε για φιλοσόφους όλους αυτούς, και τον Φίλωνα και τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή. Ό,τι θέλεις λένε».

Αυτό φαίνεται έντονα στην υμνογραφία της Εκκλησίας και στην όλη παράδοσή της.
«Σε όλες τις θεοφάνειες είναι ο Χριστός που εμφανίζεται στους Προφήτες. Σε όλες τις θεοφάνειες. Ο Χριστός στην Παλαιά Διαθήκη είναι ο Άγγελος Κυρίου, ο Κύριος της δόξης, ο Γιαχβέ, Κύριος Σαβαώθ, ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος κ.ο.κ.

Αν θέλετε να δείτε την πατερική ερμηνεία περί αυτών των θεμάτων, θα πάρετε την υμνολογία της Εκκλησίας και θα δείτε, ότι είναι γεμάτη από την πατερική αντίληψη περί Χριστού στην Παλαιά Διαθήκη. Αυτό είναι το κλειδί της Παλαιάς Διαθήκης εξ επόψεως Ορθοδόξου θεολογίας. Και είναι μια ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης, που δεν λείπει από την Εβραϊκή παράδοση. Αρκεί να πάρουμε τον Φίλωνα τον Ιουδαίο. Ο Φίλων παραδέχεται ότι ο Θεός υπάρχει, η Σοφία του Θεού, που είναι ο Λόγος, οι ενέργειες του Θεού, που είναι άκτιστες και ότι στην καιομένη βάτο είναι η Σοφία του Θεού και όχι ο ίδιος ο Θεός ο οποίος εμφανίζεται.
Ένα κλειδί της Παλαιάς Διαθήκης είναι η Σοφία Σολομώντος. Αν πάρετε την ερμηνεία της Πεντατεύχου που γίνεται στην Σοφία Σολομώντος, θα δείτε εκεί όλη την πατερική ερμηνεία περί Παλαιάς Διαθήκης. Διότι, όπου στην Πεντάτευχο υπάρχει ο Κύριος της δόξης, ο Άγγελος Κυρίου, στην Σοφία Σολομώντος λέγεται Σοφία του Θεού. Είναι σαφές, δηλαδή, ποια είναι η Σοφία του Θεού. Είναι αυτός ο Λόγος του κατά Ιωάννην ευαγγελίου, ο Χριστός κ.ο.κ.
Ο Χριστός εμφανίζεται στους Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη και οι Προφήτες είδαν τον Χριστό, Άκτιστον στην Παλαιά Διαθήκη, όχι κτιστόν. Δεν υπάρχει κτιστός Χριστός στην Παλαιά Διαθήκη, ακόμη. Είναι άκτιστος ο Χριστός στην Παλαιά Διαθήκη. Είναι αυτός ο Άγγελος που εμφανίζεται στους Προφήτες».

Βέβαια, στην Παλαιά Διαθήκη οι Προφήτες έβλεπαν τον «Μεγάλης Βουλής Άγγελον», τον «Άγγελον της Δόξης», τον άσαρκο Λόγο, την Σοφία του Θεού, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, προ της ενσαρκώσεως. Αλλά δεν τον εικόνιζαν, διότι δεν υπάρχει ομοιότητα μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Ο εικονισμός του Χριστού γίνεται μετά την ενσάρκωση.
«Προ της ενσαρκώσεως, στην Παλαιά Διαθήκη ούτε ο Άγγελος εικονίζεται, διότι είναι άκτιστος. Και αφού δεν υπάρχει ομοιότητα μεταξύ άκτιστου και κτιστού, που είναι δόγμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της εβραϊκής παραδόσεως, το Άκτιστον δεν εικονίζεται. Αλλά αρχίζει να εικονίζεται πλέον ως άνθρωπος μόνο στην ενσάρκωση.
Στην Παλαιά Διαθήκη, αν και η εμπειρία της Θεώσεως υπερβαίνει όλα τα νοήματα και τα ρήματα, παρά ταύτα απαγορεύεται να εικονίζεται ο Θεός».
Ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος της Παλαιάς Διαθήκης είναι ο άσαρκος Λόγος, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος.
«Όταν διαβάσει κανείς την Παλαιά Διαθήκη και βλέπει εκεί την καιομένη βάτο, είναι ο Άγγελος του Κυρίου. Αυτός είναι ο Χριστός, αλλά δεν μπορεί να ταυτίσει τον Άγγελο στην καιομένη βάτο με την υπόσταση του Λόγου του Θεού. Διότι, βλέποντας ο Μωυσής και ακούοντας τον Άγγελο Κυρίου, ακούει τον Θεό τον ίδιο. Έχουμε και άλλες περιπτώσεις στην Παλαιά Διαθήκη που εμφανίζεται ο Χριστός.
Είναι σαφεστάτη η Παλαιά Διαθήκη για την διάκριση των Προσώπων του Πατρός και του Λόγου. Δεν μπορεί να ταυτισθεί ο Άγγελος Κυρίου με τον Θεό τον ίδιο. Γιατί Άγγελος σημαίνει απεσταλμένος. Και αυτός ο Άγγελος λέγεται Θεός. Είναι άκτιστος αυτός ο Άγγελος».
Στην διδασκαλία των Αγίων Πατέρων φαίνεται ότι γίνεται συνεχής λόγος για τον Άγγελο της δόξης, διότι δι’ Αυτού οι Προφήτες γνώρισαν την Αγία Τριάδα.
«Εκείνο που θέλω να τονίσω είναι ότι, όταν οι Πατέρες κάνουν ερμηνευτική της Παλαιάς Διαθήκης και μιλάνε για τον Άγγελο της δόξης, τον Άγγελο Κυρίου κλπ., γιατί μιλάνε; Για τους Πατέρες, αυτή είναι η διδασκαλία περί Αγίας Τριάδος στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή Διαθήκη. Μιλώντας για τον Άγγελο Κυρίου, για τις θεοφάνειες του Αγγέλου της δόξης, για την εμπειρία της Θεώσεως στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή Διαθήκη, γιατί μιλάνε; Μιλάνε για την Αγία Τριάδα.
Αυτή είναι η διδασκαλία περί της Αγίας Τριάδος. Δεν ήταν ανάγκη να μιλάνε για μία ουσία και τρεις υποστάσεις, ούτε για το ομοούσιο. Δεν τους απασχολούσαν αυτά τα θέματα. Εκείνο που τους απασχολούσε, είναι ότι εφ’ όσον ο Άγγελος αυτός είναι εικών του αοράτου Θεού, ο Θεός κτιστή εικόνα δεν μπορεί να έχει, γι’ αυτό και απαγορεύεται να ζωγραφίζεται ο Θεός. Δεν μπορεί να έχει ο άκτιστος Θεός εικόνα. Και αυτή είναι διδασκαλία και της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου. Γι’ αυτό δεν εικονογραφείται ο Πατέρας. Εικονίζουμε τον Χριστό που είναι εικών του Πατρός και σαρκώθηκε».



«Ο Άγγελος της δόξης, ο Κύριος της δόξης εμφανιζόμενος στον Ισραήλ διαμέσου των Προφητών, εν τη δόξη Αυτού, άκτιστος νεφέλη, πυρ, γνόφος, καπνός και αστραπή, που οδηγούσε τον λαό Του, κατέστρεφε τους εχθρούς του, κατοικούσε στην σκηνή και στον Ναό και έτσι, επικοινωνώντας άμεσα με μέσα της δικής Του φυσικής και άκτιστης δόξας, δεν είναι μόνο σύμβολα της μελλοντικής κοινωνίας μεταξύ Θεού και ανθρώπου μέσα στον Χριστό και την Εκκλησία, αλλά είναι ήδη μια αληθινή κοινωνία μεταξύ του άσαρκου Λόγου και του λαού Του, του Ισραήλ.
Ο Άγγελος ή Κύριος της δόξης του Ισραήλ είναι ακριβώς ο ίδιος ο Χριστός· και η παλαιοδιαθηκική δόξα Του, θρόνος της θεότητος, νεφέλη και γνόφος, Φως, με το οποίο περιβάλλεται και φαίνεται σ’ εκείνους μέσα σ’ αυτό το άκτιστο Άγιον των Αγίων, είναι η φυσική ενέργεια, με την οποίαν αποκαλύπτει τον Εαυτό Του, μέσα και διαμέσου της ανθρώπινης φύσης Του, την οποίαν πήρε από την Παρθένο Μαρία.

Πηγή: «π. Ι. Ρωμανίδη: Εμπειρική Δογματική» Τόμος Β΄. 

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Τι είναι Χριστιανική ζωή…




Τι είναι Χριστιανική ζωή…




           Χριστιανική ζωή είναι η νίκης της αρετής κατά της κακίας, του καλού κατά του κακού, της αγάπης κατά του εγώ και της αδιαφορίας, της πίστεως κατά της απιστίας, της ελπίδος κατά πάσης απογοητεύσεως και αποθαρρύνσεως.


        «Η κατά Χριστόν ζωή» παλεύει κατά των ιδιων παθών, ως των μεγίστων της εχθρών. Προσπαθεί να καταπνίξει τα άτακτα σκιρτήματα της σάρκας και αντιπαρέρχεται τις εξωφρενικές απαιτήσεις του κόσμου. Καταβάλλει τις άγριες εξεγέρσεις της εκδίκησης, την αντιπάθεια και το μίσος. Αποκρούει κάθε αμφιβολία στα της πίστεως και μέσα από την ελπίδα καταπολεμεί κάθε δισταγμό και κλονισμό, τον οποίο γεννά η επέλευση και επέλαση των ποικίλων βιοτικών αναγκών και συμφορών.


       Μόνο τότε δικαιούται ο χριστιανός να λάβει στα χέρια του τα σύμβολα της νίκης κατά του θανάτου της αμαρτίας και κατά των υλιστικών αποφάσεων. Να λάβει τα πνευματικά βάια των φοινίκων και να εξέλθει προς συνάντηση του γλυκυτάτου Νυμφίου της ψυχής μας, για να εισέλθει μετ’ Αυτού στον ουράνιο νυμφώνα και να συμψάλλει κατά την εσπέραν αυτή «ιδού ο Νυμφίος έρχεται, εξελθώμεν εις προυπαντησιν Αυτού» .


        Μέσα από την εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος ανυψώνεται σε υψηλότερες σφαίρες, ζει στον υπερκόσμιο εκείνο κόσμο, όπου το φως της ζωής « ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος… ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός»…


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: «ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΜΕΛΕΤΑΙ…» 
ΑΡΧ. ΓΕΡΒΑΣΙΟΥ ΧΑΡ.ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ

"Λυτρωτικά εφόδια για την σωστή αντιμετώπιση των θλίψεων"

Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου

 – Για τις αρρώστιες και συμφορές 

 

 Ο Μέγας Βασίλειος στο λόγο του, «ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός», μας λέγει: 

 

«…Κάθε κακό δεν είναι κακό. Κακά είναι οι αμαρτίες· κακά δεν είναι όσα μας προκαλούν οδύνη στο σώμα, όπως είναι οι αρρώστιες και τα τραύματα του σώματος, η φτώχεια, οι ταπεινώσεις, οικονομικές ζημιές, θάνατοι συγγενών , τα οποία ενεργεί ( κατά παραχώρηση ) προς το συμφέρον της ψυχής ο σοφός και αγαθός Κύριος. Ο Οποίος αφαιρεί τον πλούτο από αυτούς που τον μεταχειρίζονται αμαρτωλά, για να καταστρέψει έτσι το μέσο του κακού. Παραχωρεί αρρώστιες, σ΄αυτούς που συμφέρει να είναι το σώμα τους δεμένο με τις αρρώστιες, παρά να είναι ελεύθερο για ν’ αμαρτάνει. Παίρνει με θάνατο εκείνους, που τους συμφέρει ο θάνατος παρά η παράταση της ζωής. Επίσης, προκειμένου να σταματήσει ο Θεός τις εκτεταμένες αμαρτίες, φέρει πείνα , ξηρασίες, κατακλυσμιαίες βροχές , που αποτελούν μάστιγες κοινές πόλεων και ολοκλήρων εθνών…» 

 

Αλλού πάλιν ο Μέγας Βασίλειος μας λέγει τα εξής: «Οι αρρώστιες των πόλεων και των εθνών , οι ξηρασίες και οι αφορίες της γης, όπως και οι ατομικές θλίψεις ανακόπτουν την αύξηση των κακών. Αυτά τα είδη των μη πραγματικών κακών ενεργούνται από το Θεό, για ν’ αναιρέσουν την ενέργεια των αληθινών κακών, που είναι οι αμαρτίες. Επομένως ο Θεός αναιρεί το κακό (που είναι η αμαρτία) αλλά το (όντως) κακό δεν κατάγεται από το Θεό. Όπως ο γιατρός που δεν εισάγει την νόσο, αλλά αφαιρεί την νόσο από το σώμα. Οι αφανισμοί των πόλεων , οι σεισμοί και οι νεροποντές, οι καταστροφές στρατευμάτων και τα ναυάγια και όλες οι πολυάνθρωπες συμφορές, που ενεργούνται από τη γη, από τη θάλασσα, από τον αέρα, από τη φωτιά ή από οποιαδήποτε αιτία, γίνονται για τον σωφρονισμό των επιζώντων από το Θεό , που με εκτεταμένες μάστιγες ανακόπτει την πάνδημη αμαρτωλότητα…». 

 

Δεν είναι δυνατό να επιτύχουμε με άλλο τρόπο τα αγαθά που μας έχουν απαγγελθεί, και να αξιωθούμε την βασιλείας των ουρανών , παρά μόνον αν οδεύσουμε τον εδώ βίο μας με θλίψη. Εάν είμαστε ξύπνιοι , προσεκτικοί, οι θλίψεις μάς οικειώνουν πιο πολύ με τον Δεσπότη , και μαθητεύουμε να είμαστε επιεικείς. Ο Θεός δεν εμποδίζει τις θλίψεις να έλθουν , αλλά όταν έλθουν είναι παρών, εργαζόμενος να μας καταστήσει χρήσιμους και έμπειρους. 

 

Μην απελπίζεσαι, αλλά τότε, όταν έλθουν οι θλίψεις, περισσότερο να αφυπνιστείς, επειδή τότε οι προσευχές γίνονται πιο καθαρές. Η θλίψη εργάζεται ισχυρούς τους θλιβομένους , τους κάμνει κατανυκτικούς και ταπεινώνει την διάνοια. Είναι μεγάλο κατόρθωμα το να υπομένει κανείς την θλίψη με ευχαριστία. Οι θλίψεις είναι τα κατάλληλα φάρμακα στα δικά μας ψυχικά τραύματα. Ο Θεός επιτρέπει να γίνονται αυτά για την θεραπεία των ιδικών μας ψυχών. 

 

…Κανείς δεν επικοινωνεί με τον Χριστό τρυφώντας και κοιμώμενος, αλλά εκείνος που βρίσκεται σε θλίψη και πειρασμό , αυτός στέκεται κοντά σε Εκείνον. 

 
Από το βιβλιαράκι 
"Λυτρωτικά εφόδια για την σωστή αντιμετώπιση των θλίψεων"

Τα λίγα και απλά της προσευχής




Τα λίγα και απλά της προσευχής

 ~ Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου



        Αν η γλώσσα μας προφέρει προσευχητικά λόγια και η διάνοιά μας ονειροπολεί, τίποτα δεν έχουμε να ωφεληθούμε.


       Απεναντίας, θα κατακριθούμε, επειδή ακριβώς με μεγαλύτερη υπομονή και εντατικότερη προσοχή μιλάμε σε ανθρώπους παρά στον Κύριό μας. Στο κάτω-κάτω, κι αν ακόμα δεν πάρουμε τίποτε απ’ Αυτόν, το να βρισκόμαστε σε διαρκή επικοινωνία μαζί Του μικρό καλό είναι;


          Αν ωφελούμαστε πολύ, όταν συζητάμε μ’ έναν ενάρετο άνθρωπο, πόσο θα ωφεληθούμε, αλήθεια, συνομιλώντας με τον Πλάστη, τον Ευεργέτη, το Σωτήρα μας, έστω κι αν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε;

Γιατί, όμως, δεν μας δίνει; Θα το τονίσω γι’ άλλη μια φορά:
 
         Γιατί συνήθως Του ζητάμε πράγματα βλαβερά, νομίζοντας πως είναι καλά και ωφέλιμα.

Δεν γνωρίζεις, άνθρωπέ μου, το συμφέρον σου.

        Εκείνος, που το γνωρίζει, δεν εισακούει την παράκλησή σου, γιατί φροντίζει περισσότερο από σένα για την σωτηρία σου.

       Αν οι γονείς δεν δίνουν πάντα στα παιδιά τους ό,τι τους ζητούν, όχι βέβαια επειδή τα μισούν, μα επειδή, απεναντίας, υπερβολικά τα αγαπούν, πολύ περισσότερο θα κάνει το ίδιο ο Θεός, ο οποίος και περισσότερο από τους γονείς μας μας αγαπά και καλύτερα απ’ όλους γνωρίζει ποιο είναι το καλό μας.

         Όταν, λοιπόν, αποκάνεις ικετεύοντας τον Κύριο, κι Εκείνος δεν σου δίνει σημασία, μην παραπονιέσαι.

         Ξεχνάς, άλλωστε, πόσες φορές εσύ άκουσες κάποιον φτωχό να σε παρακαλάει και δεν του έδωσες σημασία;

          Και αυτό το έκανες από σκληρότητα, ενώ ο Θεός το κάνει από φιλανθρωπία. Ωστόσο, ενώ δεν δέχεσαι να κατηγορήσουν εσένα, που από σκληρότητα δεν άκουσες τον συνάνθρωπό σου, κατηγορείς το Θεό, που από φιλανθρωπία δεν σε ακούει.

        Είπα όμως προηγουμένως, ότι κι όταν ακόμα δεν σε ακούει, η ωφέλειά σου από την προσευχή είναι μεγάλη. Γιατί είναι αδύνατο ν’ αμαρτήσει ένας άνθρωπος που προσεύχεται πρόθυμα και αδιάλειπτα, ένας άνθρωπος που συντρίβει την καρδιά του, ανεβάζει το νου του στον ουρανό και ομολογεί ταπεινά στον Κύριο τα αμαρτήματά του.

        Γιατί, ύστερ’ από μία τέτοια προσευχή, πετάει μακριά κάθε φροντίδα για τα γήινα, αποκτάει φτερά, γίνεται ανώτερος από τ’ ανθρώπινα πάθη.

          Τα δροσερά νερά δεν δίνουν στα φυτά τόση θολερότητα, όση δίνουν τα δάκρυα στο δέντρο της προσευχής, κάνοντάς το ν’ ανεβαίνει ψηλά, ως το θρόνο του Θεού. Έτσι, μάλιστα, Εκείνος εισακούει την προσευχή μας.

         Και πώς να μην εισακούσει την προσευχή μιας ψυχής, που στέκεται μπροστά Του με αυτοσυγκέντρωση, με κατάνυξη, με ταπείνωση;

Μιας ψυχής που έχει μεταφερθεί νοερά από τη γη στον ουρανό;

         Μιας ψυχής που έχει διώξει κάθε ανθρώπινο λογισμό, κάθε βιοτική μέριμνα, κάθε εμπαθή προσκόλληση, κι έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην μυστική και πανευφρόσυνη κοινωνία με τον Κύριό της;

       Ναι, έτσι πρέπει να προσεύχεται ο χριστιανός.

      Αφού συγκεντρώσει και εντείνει όλη του την σκέψη, τότε να ικετεύει το Θεό έμπονα.

Δεν χρειάζεται να λέει ατέλειωτα λόγια, φτάνουν τα λίγα και απλά.

Το νόημα της Αγάπης (Anthony Bloom)



Το νόημα της Αγάπης (Anthony Bloom)


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος


Τὸ νόημα τῆς ἀγάπης εἶναι τὸ νόημα τῆς ζωῆς, ἐπειδὴ ἀγάπη, παρότι πολὺ συχνὰ πιστεύουμε ἤ φανταζόμαστε, δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ συναίσθημα.

              Ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὸν Θεὸ, καὶ λέμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, δὲν ἐννοοῦμε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἕνα συναίσθημα δίχως τέλος. Ἐννοοῦμε κάτι βαθύτερο ἀπ’ αὐτὸ: ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πλοῦτος ζωῆς και ὕπαρξης. Καὶ αὐτὸ βρίσκει ἐφαρμογὴ στὴν δική μας ἀνθρώπινη ἀγάπη.


               Κάποιος ποὺ κατέχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει μέσα του πλοῦτο ζωῆς, στὸν ὁποῖο ἡ αἴσθηση τῆς ζωῆς, ἡ δύναμη τῆς ζωῆς εἶναι τόσο πλήρης, τόσο σπουδαία, ὥστε αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι σίγουρη γιὰ τὸν ἑαυτό της. Καὶ αὐτὸ γεννάει χαρά, κουράγιο, ἐνθουσιασμό, καὶ πηγαίνει τόσο βαθιὰ ὥστε φτάνει πέρα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ θάνατο.


                Ἡ Ἁγία Γραφὴ λέει ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὸν θάνατο. Πράγματι εἶναι πιὸ δυνατὴ ἐπειδὴ ἔχει τοποθετήσει τὸν ἑαυτό της μέσα ἀπὸ τὴν πληρότητα της, τὴν δύναμή της, τὴν ἔνταση της στὸ βασίλειο τῆς ἀνάστασης, στὸ βασίλειο τῆς αἰώνιας ζωῆς. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ ἀγάπη εἶναι ἱκανὴ γιὰ μιὰ ἔσχατη θυσία, ὄχι μόνο ὅταν προσφέρουμε καὶ δεχόμαστε, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ θυσιάζει κάποιος τὴν ἴδια του τὴ ζωή, γιατὶ αὐτὴ ἡ ζωή, ἐὰν προσφέρεται, σημαίνει ὅτι τὴν κατέχει κάποιος στὴν πληρότητα της. Εἶναι πλοῦτος ζωῆς ποὺ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὴν ἔσχατη θυσία. Ἴσως νὰ θυμόσαστε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Κανεὶς δὲν μοῦ ἀφαιρεῖ τὴν ζωή, τὴν προσφέρω ὁ ἴδιος ἐλεύθερα». Ἡ ἀγάπη, ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς ποὺ αὐτὴ ἐκφράζει, εἶναι ἄτρωτη. Οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ μᾶς πάρουν τὴ ζωή, μποροῦν νὰ μᾶς ὑποβάλλουν σὲ ὁποιαδήποτε δοκιμασία, καὶ ὅμως ἕνας ἄνθρωπος παραμένει ἀλώβητος ἐπειδὴ κανένας στὴ πραγματικότητα δὲν τοῦ ἀφαιρεῑ τὴν ζωή· τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπάει προσφέρει.


             Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς δώσω ἕνα παράδειγμα. Στὴ διάρκεια τῆς Ρωσικῆς Ἐπανάστασης μία μητέρα μὲ δύο παιδιὰ κρυβόταν σὲ μιὰ μικρὴ πόλη. Ἕνα βράδυ ἦλθε μιὰ γυναίκα, τόσο νέα, στὰ εἴκοσι της χρόνια, καὶ τῆς εἶπε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ συλληφθεῖ τὴ νύχτα γιὰ νὰ ἐκτελεστεῖ. Ἡ μητέρα κοίταξε τὰ παιδιά, καὶ ἡ καινούργια της φίλη τῆς εἶπε, « Μὴν ἀνησυχεῖς, πήγαινε καὶ κρύψου.» Καὶ ἡ μητέρα εἶπε, « Πῶς θὰ μποροῦσα νὰ φύγω μὲ αὐτὰ τὰ παιδιά. Θὰ μὲ εὕρισκαν σὲ δυὸ ὧρες». «Ὄχι», εἶπε ἡ ἄγνωστη φίλη της, «Θὰ μείνω πίσω, θὰ δώσω τὸ δικό σου ὄνομα καὶ ἴσως νὰ ἐκτελεστῶ, ἀλλὰ ἐσὺ θὰ δραπετεύσεις.» Καὶ ἔτσι ἔκανε.

             Αὐτὴ ἦταν μιὰ πράξη ἀγάπης, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ μιὰ τέτοια πληρότητα ζωῆς, ἀπὸ μιὰ τέτοια βεβαιότητα ὅτι ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει, καὶ ὅτι μονάχα μὲ τὴν ὁλοκλήρωση ποὺ θὰ εὕρισκε στὸ θάνατο της θὰ μποροῦσε νὰ κάνει αὐτὴν τὴν πράξη.


               Κανένας δὲν ἔχει μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ θυσιάζει τὴν ζωὴ του γιὰ τοὺς φίλους του. Αὐτὸς ποὺ τὸ κάνει μόνος του ἐλεύθερα, προσεγγίζει τὴν ἐκπλήρωση τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς, ἐπειδὴ ἡ ζωὴ ἀξίζει μόνο γι’ αὐτὸ ποὺ κάποιος ζεῖ, καὶ ἡ ζωὴ φτάνει τούτη τὴν πληρότητα ὅταν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ μποροῦν ἀνθρώπινα νὰ γίνουν, γίνονται πέρα ἀπὸ τὸ φόβο, μὲ χαρά, μὲ βεβαιότητα.

             Αὐτὸ εἶναι γιὰ μένα τὸ νόημα τῆς ἀγάπης. Τέτοια πληρότητα ζωῆς, ποὺ θὰ μοῦ ἐπιτρέψει νὰ δεχτῶ νὰ γίνω ἀπόλυτα εὐάλωτος, ποτὲ νὰ μὴν κάνω πίσω, ποτὲ νὰ μὴν ἀντιστέκομαι, νὰ προσφέρω τὸν ἑαυτό μου μέχρι τὴν τελευταία στιγμή, δίχως διάκριση σὲ κανέναν μὲ μιὰ βεβαιότητα ὅτι ἡ ἀγάπη ποτὲ δὲν θὰ νικηθεῖ, ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὸν θάνατο· γιατὶ ἀγαπᾶμε σημαίνει ὅτι ἔχουμε ἤδη ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό μας καὶ γινόμαστε κοινωνία, αὐτὴ εἶναι ἡ κοινωνία ζωῆς μὲ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ἀγάπη. Ἀμήν.

Anthony Bloom
 (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)


ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ του μακαριστού Γέροντα Ευσεβίου Γιαννακάκη



ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
του μακαριστού Γέροντα Ευσεβίου Γιαννακάκη
Ο
 π. Ευσέβιος κατά κόσμον Αντώνιος Γιαννακάκης γεννήθηκε το 1910 στο Γεωργίτσι της Σπάρτης και ήταν το έκτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας του Ηλία και της Χριστούλας Γιαννακάκη. Άνθρωποι πιστοί και πολύ ευλαβείς ανέθρεψαν τα παιδιά τους εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.
Από μικρός ο Αντώνης ήταν παιδί υπάκουο, πονετικό, «χαριτωμένο». «Ψυχοπόνια μου» τον αποκαλούσε η μάννα του για την ευσπλαγχνική καρδιά του. Ήταν πολύ εγκρατής από μικρός, και άδολος. Ήταν παιδί καλοπροαίρετο. Δεν κούραζε κανέναν. Όταν όμως το απαιτούσε η περίσταση, γινόταν πολύ μαχητικός. Κάποτε πήγε με το θείο του στο βουνό να κόψουν ξύλα. Θα ήταν τότε δέκα ετών. Άκουσε κάποια στιγμή εκεί κοντά έναν άλλο ξυλοκόπο να βλασφημεί τα θεία. Τότε στην καρδιά του μικρού παιδιού φούντωσε η ιερή αγανάκτηση. «Ακούς εκεί, να βρίζει το Χριστό μας, την Παναγία μας!» Με έντονο και αυστηρό ύφος παρατήρησε τον μεγαλύτερό του. Εκείνος δεν μίλησε καθόλου, μάλλον ντράπηκε που τον παρατήρησε τόσο αυστηρά ένα μικρό παιδί. Μετά ο θείος του έλεγε και ξανάλεγε στον κυρ Ηλία: «Μωρέ, να δεις επίθεση ο Αντωνάκης!». Και καμάρωνε ο πατέρας για το θείο ζήλο που είχε στην καρδιά του ο μικρός του γιος.
Αγαπούσε πολύ την εκκλησία και τις ακολουθίες της. Μια Κυριακή που πήγαινε στην εκκλησία -θα ήταν τότε δέκα έως ένδεκα ετών- λίγο πιο πάνω από το σπίτι του, στο σταυροδρόμι συνάντησε έναν άγνωστο νέο, επιβλητικό και ασκητικό. Τον κοίταξε με σοβαρότητα και αγάπη και του είπε: «Πρόσεχε, Αντώνη, παιδί μου. Δυο δρόμοι υπάρχουν στη ζωή. Ο ένας με τους χορούς, τις διασκεδάσεις, την κοσμική ζωή, που οδηγεί στην απώλεια. Ο άλλος με τη σεμνή, την ηθική ζωή, που αρέσει στον Θεό». Ο Αντώνης γεμάτος από συγκίνηση αλλά και απορία, συνέχισε το δρόμο του προς την εκκλησία. Μπήκε και στάθηκε μπροστά, όπως συνήθιζε. Καθώς κοίταξε την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου στο τέμπλο, αναγνώρισε με έκπληξη και δέος τον νέο που είχε πριν από λίγο δει στο σταυροδρόμι. Η συνάντηση αυτή ήταν καθοριστική για την περαιτέρω πορεία της ζωής του. Από τότε η αγαθή ψυχή του αλλοιώθηκε ακόμη περισσότερο από τη θεία Χάρη, που τον επεσκίαζε.
Όταν τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο, ακούραστος εργαζόταν σκληρά στα χωράφια του πατέρα του και τα κατάφερνε πολύ καλά σε όλες τις γεωργικές εργασίες. Φόρτωνε το ζώο με τα προϊόντα τους και περπατούσε όλη τη νύχτα, για να φθάσει το πρωί στη Σπάρτη και να τα πουλήσει. «Ο αγωνιστής μου» συνήθιζε να λέει γι’ αυτόν η μητέρα του.
* * *
Δ
εκαεπτά ετών φεύγει από το χωριό με την ευχή των γονέων του, και έρχεται στην Αθήνα για να εργα­σθεί. Αρχικά εργάσθηκε στο εργοστάσιο ποτοποιίας του αδελφού της μητέρας του.
Εκεί κάποιος συνάδελφός του του μίλησε για τον π. Ιγνάτιο Κολιόπουλο1, άγιο Ιερομόναχο, τον οποίο ο Αντώνης είχε έκτοτε Πνευματικό του. Πήγαινε συχνά και τον έβρισκε. Τον ευλαβείτο πολύ και έκανε απόλυτη υπακοή στις συμβουλές του.
Ζούσε την πνευματική ζωή με πολλή φλόγα. Ήταν σεμνός, αυστηρός στον εαυτό του και προσεκτικός στη ζωή του.
Στην εργασία του ήταν υποδειγματικός. Πρόθυμος, εργατικός, ευγενικός, ακέραιος. Σέρβιρε τους πελάτες, αλλά εκείνος ούτε καν δοκίμαζε.
Ήταν πολύ φιλακόλουθος. Την Κυριακή το πρωί πριν ακόμη ξημερώσει, ξεκινούσε από το Κουκάκι που έμενε, και πήγαινε με τα πόδια στη Χρυσοσπηλιώτισσα, στην οδό Αιόλου, όπου λειτουργούσε και μιλούσε ο π. Ιγνάτιος. Ήθελε να προλάβει ν’ ακούσει τον Εξάψαλμο. Ρουφούσε κυριολεκτικά τα δυνατά και πρακτικά κηρύγματα του π. Ιγνατίου. Το απόγευμα έτρεχε στη Μητρόπολη να ακούσει το κήρυγμα του π. Σεραφείμ Παπακώστα....
Πέρα από την προσωπική πνευματική καλλιέργεια εις βάθος -με τον εκκλησιασμό, τη μυστηριακή ζωή, την ακρόαση κηρυγμάτων, τη μελέτη πνευματικών βιβλίων- οι νέοι εκείνοι εργάζονταν και ιεραποστολικά στα νοσοκομεία και στα κατηχητικά σχολεία....
Δεν είναι τυχαίο ότι από την παρέα εκείνη των εργαζομένων οι δεκατρείς από τους δεκαέξι έγιναν άξιοι κληρικοί - αρχιερείς, ηγούμενοι, ιερομόναχοι, έγγαμοι ιερείς.
«Κοσμοκαλόγερε»! Του φώναξε κάποιος περνώντας έξω από το μαγαζί ένα απόγευμα. Και κείνος όχι μόνο δεν πειράχτηκε, αλλά ένιωσε πολλή χαρά γι’ αυτό.
Ο Αντώνιος είχε επιλέξει τον εν Χριστώ άγαμο βίο. Δεν τολμούσε όμως ούτε να σκεφθεί την Ιερωσύνη. Πίστευε ότι δεν είναι άξιος γι’ αυτήν.
Μια μέρα τον κάλεσε ο π. Σεραφείμ Παπακώστας και του μίλησε για την Ιερωσύνη. Είχε ακούσει από τον π. Ιγνάτιο τα καλύτερα λόγια για τον Αντώνη.
* * *
Μ
εσολάβησε όμως ο πόλεμος του 1940. Επιστρατεύθηκε και ο Αντώνης. Έκανε θερμή προσευχή να τον τοποθετήσουν σε τομέα που δεν θα χρειαζόταν να πάρει όπλο, για να μπορέσει αργότερα να γίνει ιερεύς. Και ο Θεός τον άκουσε και τον διαφύλαξε. Ως λοχίας στους μεταγωγείς και αργότερα ως επιλοχίας της πυροβολαρχίας, πρόσφερε τον εαυτό του με υποδειγματική συνέπεια και αυταπάρνηση στο καθήκον του, με πνευματικότητα και καλωσύνη στους συστρατιώτες του.
Έξη μήνες στο μέτωπο. Προσεύχεται αδιάλειπτα και επιποθεί τη συμμετοχή στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Κάθε Κυριακή περπατούσε πολλά χιλιόμετρα πάνω στα Αλβανικά βουνά -αφού έπαιρνε πρώτα άδεια από το λοχαγό του- αναζητώντας στο πλησιέστερο χωριό Εκκλησία για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει.
Κάποια μέρα μέσα στη φωτιά του πολέμου κι ενώ γύρω του χάλαγε ο κόσμος από τους όλμους και τα μυδράλια, γονατιστός σε μια χαράδρα έκανε θερμή προσευχή. «Κύριε, αν θέλεις να εργασθώ στην Εκκλησία Σου, φύλαξέ με... Αν με σώσεις, δεν θα παραμείνω ως υπάλληλος... δεν θα σταθώ ούτε στιγμή. Θα εργα­σθώ με όλες μου τις δυνάμεις στο δικό Σου Αμπελώνα».
Ο Θεός τον αξίωσε να επιστρέψει και να ανακοινώσει στον Πνευματικό του π. Πολύκαρπο Ανδρώνη, διάδοχο του π. Ιγνατίου, τον πόθο του και την υπόσχεσή του για ολοκληρωτική αφιέρωση. Εκείνος του συνέστησε να πάει στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας, υποτακτικός στο Γέροντα Σεραφείμ Ρηγόπουλο, Προηγούμενο της Μονής. «Παιδί μου, μήπως θέλεις να πας πρώτα να δεις, να δοκιμάσεις αν σου αρέσει;» του είπε ο π. Πολύκαρπος. «Εφόσον μου το λέτε εσείς να πάω στην Αγία Λαύρα, εκεί θα πάω», απάντησε ο Αντώνης, χωρίς δισταγμό.
Ο Πνευματικός θαύμασε την ταπείνωση και την υπακοή του νέου, και τον ευλόγησε.
Δεν στάθηκε καθόλου στις δελεαστικές προτάσεις του προϊσταμένου του: «το μαγαζί δικό σου. Μη φύγεις». Ούτε στις ειρωνείες γνωστών και συγγενών: «πάει αυτός τρελλάθηκε! Ν’ αφήνει τέτοια καλή εργασία και να πηγαίνει στο Μοναστήρι».
Η αδελφή του του έραψε τα πρώτα μοναχικά ενδύματα, και ένα πρωινό του Αυγούστου το 1941 ξεκίνησε για το Μοναστήρι. Δεν πήγε ούτε στο χωριό ν’ αποχαιρετήσει τους γονείς του. Ως καλός γεωργός είχε ήδη βάλει το χέρι στο άροτρο και δεν κοίταζε πίσω.
* * *
Ο
Αντώνης αναζήτησε τον ιερομόναχο π. Σεραφείμ, ο οποίος ήταν ήδη ενημερωμένος και τον περίμενε. Ο Γέροντας Σεραφείμ ήταν οσιακή, σεβάσμια και πατερική μορφή. Ο Γέροντας Σεραφείμ εξαρχής όρισε τον Αντώνη διακονητή του. Έμενε στο ίδιο κελλί μαζί του. Με πολλή χαρά και προθυμία διακονούσε ο Αντώνης το Γέροντά του, γιατί γνώριζε ότι μέσω εκείνου υπηρετούσε το Θεό.
Πολλές οι δυσκολίες για το δόκιμο από την πρώτη στιγμή της μοναχικής του ζωής. Είχε πάει με χαρά στο Μοναστήρι, συνάντησε όμως κάποια πνευματική χαλάρωση, λόγω του μη κοινοβιακού μοναχικού συστήματος. Το Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας ήταν τότε ιδιόρρυθμο. «Βρήκα εξωτερικές δυσκολίες πολλές, πάρα πολλές, όμως στο ιδανικό μου δεν είχα δυσκολίες. Ως προς την κλήση μου ήμουν απέραντα ικανοποιημένος. Ήμουν εσωτερικά αναπαυμένος», έλεγε ο ίδιος αργότερα.
Είχε πάει έτοιμος στο Μοναστήρι, καλλιεργημένος και με επίγνωση. Ήταν τόση η επίδοσή του στους ασκητικούς μοναχικούς αγώνες, που πολύ σύντομα -μέσα σ’ ένα χρόνο- έγινε Μοναχός με το όνομα Ευσέβιος και μετά από μία εβδομάδα Ιεροδιάκονος.
Οι παλαιοί Πατέρες της Λαύρας μιλούν για την ευλάβεια, την ταπείνωση, την υπακοή, το άδολο, την αγαθότητα και την αγάπη του π. Ευσεβίου προς όλους. Ο συμμοναστής του αείμνηστος π. Άνθιμος Δημακόπουλος, μετέπειτα ηγούμενος της Μονής, αφηγείται:
«Τον πρώτο καιρό που ήρθε ο Αντώνης στη Λαύρα, ήταν "σημείον αντιλεγόμενον" μέσα στο Μονα­στήρι, γιατί είχε τις αυστηρές αρχές με τις οποίες ζούσε στην Αθήνα. Εμείς τον κοιτάζαμε αφ’ υψηλού. Είχε όμως υπομονή, και σε άλλαζε με τη στάση του....2.
» Διέφερε από όλους μας. Γνώριζε καλά γιατί ήρθε στο Μοναστήρι... Εκείνος ήταν καλλιεργημένος και δίδαξε κι εμάς με τη ζωή του... Είχε συμπάθειαν θεάρεστον και ευσπλαγχνίαν άδολον. Αν έβλεπε ότι κάποιος δυσκολευόταν να πάει για μια διακονία, τον συνέτρεχε. Ήταν αεικίνητος... έτρεχε παντού να βοηθήσει, χωρίς να εξετάζει αν μια εργασία ήταν δικό του διακόνημα ή κάποιου άλλου3. Εκδήλωνε την αγάπη του και με λόγια και με έργα....
» Για όλα τα θέματα της Μονής και για τους μοναχούς, όταν αρρώσταιναν, εκείνος έτρεχε. Δεν πήγαινε άλλος. Όταν είχαμε κάποιο δύσκολο θέμα στο Μοναστήρι, εκείνον στέλναμε να το διεκπεραιώσει. Λέγαμε: "ο π. Ευσέβιος θα τα καταφέρει". Δεν άναβε. Δεν μπορούσαμε εμείς να τον μιμηθούμε...»4.
Ο Γέροντάς του τον αγαπούσε πολύ για την τέλεια υπακοή και την προθυμία του. Ξεψύχησε με το όνομα του π. Ευσεβίου στα χείλη του. «Ευσέβιε, παιδάκι μου, Ευσέβιε, παιδάκι μου», έλεγε.
«Τα τρία χρόνια υποταγής μου στο Γέροντα Σεραφείμ ήταν τα καλύτερα της ζωής μου. Δεν έκανα τίποτα το δικό μου και είχα απέραντη χαρά» έλεγε ο ίδιος αργότερα, νουθετώντας τις Μοναχές του.
Τον Οκτώβριο του 1943 εκοιμήθη ο Γέροντάς του, και τον Δεκέμβριο ο π. Ευσέβιος έζησε το δράμα της εκτέλεσης των Πατέρων και της καταστροφής της Μονής από τους Γερμανούς.
Στις 13 Δεκεμβρίου έγινε η φρικτή εκτέλεση των 1300 Καλαβρυτινών και η πυρπόληση της πόλης από τους Γερμανούς. Η είδηση δεν έφθασε στην Αγία Λαύρα, διότι οι Γερμανοί είχαν κλείσει τις εξόδους και εισόδους. Όμως οι Μοναχοί από μέρες είχαν αρχίσει να κρύβουν τα πολύτιμα κειμήλια της Μονής. Στην προσπάθεια αυτή πρωτοστάτησε ο π. Ευσέβιος, ο οποίος ήταν τότε εκκλησιαστικός (νεωκόρος).
Το πρωί της 14ης Δεκεμβρίου, αν και έπρεπε να σημάνει το τάλαντο κανονικά στις 4.30, εκείνος σήμανε στις 3.15. «Είχα μέσα μου μια πολύ κακή προαίσθηση... μια τρομερή ανησυχία. Σαν να έβλεπα μπροστά μου τους Γερμανούς να δρουν. Σήμανα μια ώρα νωρίτερα, όμως ούτε ο Ηγούμενος ούτε κανείς άλλος δεν μου έκανε παρατήρηση». Εκ των υστέρων φάνηκε ότι αν εσήμαινε κανονικά, οι Γερμανοί θα τους έβρισκαν όλους μέσα στην Εκκλησία, και δεν θα γλύτωνε κανείς. Έτσι φώτισε ο Θεός τον π. Ευσέβιο, και χάρη σ’ εκείνον σώθηκαν οι περισσότεροι Πατέρες.
Στη θεία Λειτουργία εκείνο το πρωί κοινώνησαν όλοι. Είχε αρχίσει να ξημερώνει όταν βγήκαν από το Ναό. Συνάχτηκαν οι Πατέρες και συζητούσαν τι θα έπρεπε να κάνουν σε περίπτωση που θα έρχονταν οι Γερμανοί στο Μοναστήρι. Ξαφνικά κάποιος φώναξε: «οι Γερμανοί στα κυπαρίσσια»!
Οι περισσότεροι Πατέρες έτρεξαν και κρύφθηκαν στο δάσος. Ο π. Ευσέβιος με κάποιον άλλον υποτακτικό και κάποιον δόκιμο μόλις που πρόφθασαν να κρυφθούν κάτω από ένα μεγάλο πουρνάρι, πενήντα περίπου μέτρα πιο πέρα. Λίγο αν πήγαιναν προς τα κει οι Γερμανοί, θα τους έβρισκαν.
Εκεί, κάτω από το πουρνάρι, άκουγαν τις φωνές και τα γέλια των Γερμανών. Εντός ολίγου ολόκληρο το Μοναστήρι παραδόθηκε στις φλόγες. Ακούσθηκαν και πέντε μεμονωμένοι πυροβολισμοί. «Πολύ φοβούμαι για τους Πατέρες», ψιθύρισε ο π. Ευσέβιος στους άλλους δύο. Μετά από λίγο ακούσθηκαν οι Γερμανοί να φεύγουν χασκαρίζοντας.
Άφησαν να περάσει κάμποση ώρα. Βγήκαν από το πουρνάρι και προχώρησαν προς το Μοναστήρι που καιγόταν ακόμα. Ήταν οι πρώτοι επιζώντες που επέστρεφαν. Προπορευόταν ο π. Ευσέβιος. Εκεί κάτω από τον ιστορικό πλάτανο, τί να δει; Τέσσερις Πατέρες σκοτωμένοι, μαζί και ένας εργάτης της Μονής. Ποιος μπορεί να περιγράψει την οδύνη της ψυχής του; Χύνοντας άφθονα δάκρυα μετέφεραν οι τρεις τους με την κουβέρτα τους νεκρούς στο παρεκκλήσιο του κοιμητηρίου.
Την άλλη μέρα ήλθε ο Ηγούμενος και οι άλλοι Μοναχοί που είχαν κρυφθεί στο βουνό. Ενταφίασαν με βαθιά οδύνη τους εκτελεσθέντες Πατέρες.
Από το Δεκέμβριο έως τον Απρίλιο που έφυγαν οι Γερμανοί, ο π. Ευσέβιος και οι άλλοι Μοναχοί διανυκτέρευαν στο δάσος. Την ημέρα επισκεύαζαν όπως μπορούσαν τις χαμωκέλλες (κοτέτσια) του Μοναστηριού, για να κατοικήσουν.
Παράλληλα ο π. Ευσέβιος πρωτοστατεί στα έργα της αγάπης στην προσπάθεια να βοηθηθούν οι χήρες και τα ορφανά των Καλαβρύτων. Οι μοναχοί έβαζαν στην άκρη ένα μέρος από τα τρόφιμα που τους έδινε το Μοναστήρι, και ο π. Ευσέβιος τα συγκέντρωνε και τα πήγαινε στα Καλάβρυτα. Ο ίδιος έδινε όλο το μερίδιό του.
- Μην τα δίνεις όλα, του έλεγαν μερικοί. Αδυνάτισες πολύ, θα πεθάνεις.
- Εμείς οι μεγάλοι αντέχουμε. Τα παιδιά έχουν ανάγκη, απαντούσε.
Στηρίζει με την προσευχή του, το λόγο και την έμπρακτη αγάπη του μικρούς και μεγάλους. Ήταν ο παρήγορος άγγελος των ταλαιπωρημένων εκείνων υπάρξεων, που ο πόνος, η ορφάνια, η φτώχεια, η πείνα και το κρύο τους έσπρωχναν στην απόγνωση. Περισσότερο όμως συμπονεί τα παιδιά.
Με την ευλογία του Ηγουμένου ξεκινά ένα πλούσιο κατηχητικό έργο στην περιοχή. Πηγαινοέρχεται με τα πόδια από το Μοναστήρι στα Καλάβρυτα και στα γύρω χωριά και κάνει κατηχητικό στα παιδιά. Δεν ήταν όμως μόνο ο κατηχητής τους. Στο πρόσωπο του σεμνού ιερομονάχου τα απορφανισμένα εκείνα παιδιά βρήκαν τον πατέρα, τον αδελφό, το φίλο. Όλοι τους σήμερα με δάκρυα ευγνωμοσύνης μιλούν για τον π. Ευσέβιο, τον κατηχητή και προστάτη τους στα δύσκολα παιδικά τους χρόνια.
«Κατεβαίνει τακτικά στα Καλάβρυτα, μας παρηγορεί, σφογγίζει τα δάκρυα του πόνου μας με τα λόγια της αγάπης του, γράφει ο κ. Δ. Αγιαννιτόπουλος, δάσκαλος και κατηχητόπουλο τότε του π. Ευσεβίου. Μαζεύει ιδιαίτερα τα παιδιά, πότε ανάμεσα στα ερείπια της πυρπολημένης εκκλησίας μας, πότε σε κάποιο ερημοκκλήσι, και προσπαθεί με τα λόγια του Θεού να μας απαλύνει τον πόνο, να μας δώσει λίγη ελπίδα και χαρά...
» Ο ζήλος του να μας προσφέρει περισσότερα, να μας δώσει περισσότερη χαρά, να μεγαλώσει μέσα μας την πίστη, που είναι η "άγκυρα της ψυχής η ασφαλής και βεβαία" τον κάνει να πρωτοστατήσει το καλοκαίρι του 1946 να πάμε όλα τ’ αγόρια των Καλαβρύτων από 10 έως 16 περίπου ετών σε κατασκήνωση.
» Στην κατασκήνωση ήταν ο στοργικός πατέρας όλων μας... Για πολλούς από μας η κατασκήνωση εκείνη έβαλε τα θεμέλια και σφράγισε τη μετέπειτα ζωή μας».
Παράλληλα αυτά τα χρόνια φοιτούσε και στο Γυμνάσιο Καλαβρύτων. Λίγο αργότερα (από το 1948 έως το 1950) με τη δραστηριότητα και το ζήλο που τον διέκριναν, έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην ανοικοδόμηση της Μονής....
Το 1951, έρχεται στην Αθήνα να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή. Χάρη στο ταπεινό του ήθος κατόρθωσε να μη διαγραφεί από τη Μονή της μετανοίας του. Παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του Αγιολαυριώτης ιερομόναχος.
* * *
Τ
ο 1952 χειροτονείται Πρεσβύτερος στον ιερό ναό της Καπνικαρέας από τον Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κυρό Αγαθόνικο.
Τον επόμενο κιόλας μήνα διορίζεται ως εφημέριος στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών, όπου, όπως ο ίδιος πίστευε, θα εργαζόταν μέχρι το τέλος των σπουδών του. Όμως ο Θεός είχε άλλα σχέδια γι’ αυτόν. Τον προόριζε να γίνει παρηγορία και στηριγμός των πονεμένων ανθρώπων στην Αθήνα, επί τρεις και πλέον δεκαετίες. Το ίδιο έτος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κυρός Θεόκλητος, τον έκανε Πνευματικό, και του απένειμε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου. Έκτοτε ασκούσε το επίπονο έργο της πνευματικής πατρότητας μέχρι το τέλος της ζωής του.
«...Αυτή η τοποθέτησή του στο Ιπποκράτειο δίνει το στίγμα του Γέροντα: Να αποβεί στύλος και εδραίωμα, παρηγοριά και ενίσχυση των πονεμένων ανθρώπων...
» Το έργο του μακαριστού Γέροντα στο Ιπποκράτειο είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο. Τέτοια προσφορά στο θυσιαστήριο και στην εξομολόγηση δε συναντούμε εύκολα. Όσοι έτυχε να νοσηλευτούν στο Ιπποκράτειο σίγουρα θα ξεχάσουν κάποτε και τις νοσοκόμες που τους υπηρέτησαν και τους γιατρούς που τους θεράπευσαν. Τη γλυκειά μορφή του Γέροντα όμως κανένας ποτέ δε θα ξεχάσει. Αυτό το άκουσα από πολλούς...» γράφει ο π. Ευέλθων Οικονόμου στο άρθρο του «Αρχιμανδρίτης Ευσέβιος Γιαννακάκης».
Τριανταπέντε σχεδόν χρόνια έζησε μέσα στο νοσοκομείο ο π. Ευσέβιος σαν ασκητής. Ήταν ένα άνθος της ερήμου μέσα στον κόσμο. Για να βρίσκεται συνεχώς κοντά στους αρρώστους, προτίμησε να μένει μέσα στο νοσοκομείο, σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο που του παραχώρησαν στην ταράτσα του παλαιού κτιρίου. Ήταν φτωχό και απέριττο... ο εξοπλισμός του ένα σιδερένιο κρεββάτι, ένα κομοδίνο νοσοκομειακό κι ένα τραπεζάκι. Χωρίς καν βοηθητικό χώρο, χωρίς μόνωση, χωρίς θέρμανση.
Το φαγητό του όλα αυτά τα χρόνια ήταν νοσοκομειακό. Πολλές φορές έκλεινε η τραπεζαρία και έμενε νηστικός. Και όμως ποτέ δεν παραπονέθηκε. Τροφή για κείνον ήταν η ανακούφιση, η χαρά και η πνευματική ωφέλεια των ασθενών.
Με σπάνια συναίσθηση ευθύνης, με αυταπάρνηση και ένθεο ζήλο, δόθηκε στη διακονία των πονεμένων. Στόχος και διαρκής μέριμνά του ήταν η θεραπεία της ψυχής και του σώματος με τα σωστικά μέσα της θείας χάριτος: την προσευχή, το λόγο του Θεού, τις ευχές της Εκκλησίας, και κυρίως τη συμμετοχή στη λατρευτική και Μυστηριακή ζωή. Διακαής πόθος του ήταν να εξομολογούνται και να κοινωνούν οι άρρωστοι. Επάνω σ’ αυτό το χρέος θυσιαζόταν.
Την ανεκτίμητη προσφορά του στο νοσοκομείο εξαίρει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ.κ. Αμβρόσιος:
«Ο π. Ευσέβιος ηνάλωσε εαυτόν, εργαζόμενος ως Εφημέριος μεγάλου Νοσοκομείου επί 24ώρου βάσεως! Ίσως είναι η μοναδική περίπτωσις νοσοκομειακού ιερέως, ο οποίος έζησε όλα αυτά τα χρόνια της διακονίας του σ’ ένα πολύ μικρό δωμάτιο μέσα στο Νοσοκομείο, δίπλα στους θαλάμους των ασθενών, πολύ κοντά όχι μόνο στον άρρωστο, αλλά και στον ιατρό και στο νοσηλευτικό προσωπικό. Ημέρα και νύκτα τα βογγητά των πονεμένων ήσαν η μόνιμη συντροφιά του. Αλλά συγχρόνως και το διαρκές ερέθισμα για εκτενείς δεήσεις, για αδιάλειπτη προσευχή και για μια αδιάκοπη προσφορά υπηρεσιών... Ζυμώθηκε με τον πόνο! Και αγάπησε τον πονεμένο!»5.
Εφάρμοζε την προσωπική ποιμαντική επικοινωνία με τους ασθενείς. Περνούσε καθημερινά από όλους τους θαλάμους, πλησίαζε τον κάθε άρρωστο και προσπαθούσε να τον βοηθήσει πνευματικά.
Είχε το χάρισμα της παρακλήσεως των ψυχών, της αγάπης και της διακρίσεως. Ήταν ο χαρισματούχος Πνευματικός. Διέβλεπε τον πνευματικό κόσμο των ασθενών και πολλές φορές μ’ ένα του λόγο τους έφερνε σε μετάνοια. Οι άρρωστοι, ακόμη και οι πιο δύσκολοι, εξομολογούνταν -οι περισσότεροι για πρώτη φορά. Μόνο οι αιρετικοί δεν δέχονταν. Είναι χιλιάδες οι ψυχές που αναγεννήθηκαν κάτω από το πετραχήλι του Γέροντα όλα αυτά τα χρόνια. Και γύριζαν στα σπίτια τους νέοι άνθρωποι, ζώντας την εν Χριστώ ζωή, χάρη στην εργασία που έκανε ο π. Ευσέβιος στην ψυχή τους. Είτε έφυγαν έτοιμοι για τον Ουρανό.
Ζυμωμένος με τη θεία Λατρεία στο Μοναστήρι, φρόντισε να εισαγάγει τη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας στο νοσοκομείο, το οποίο δεν είχε αρχικά ναό.
Τελεί το μυστήριο του Αγίου Ευχελαίου κάθε Τετάρτη μέσα στους θαλάμους, την ακολουθία του Αγιασμού κάθε πρώτη του μηνός και την Παράκληση της Παναγίας κάθε Παρασκευή στους διαδρόμους των τμημάτων του νοσοκομείου. Ακούραστος σε προσφορά είχε καθιερώσει την περιφορά και λιτάνευση της εικόνος σε όλο το νοσοκομείο κατά τις μεγάλες εορτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα, του Αγίου Λουκά, του Επιταφίου την Μεγάλη Παρασκευή, του Σταυρού κατά την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Περνούσε από κάθε κλίνη. Τα Θεοφάνεια άγιαζε προσωπικά τον κάθε άρρωστο και όλο το νοσοκομείο, και την Μεγάλη Τετάρτη έχριε όλους τους ασθενείς με το Άγιο έλαιο. Και όλα αυτά, για να παρηγορούνται και να χαίρονται οι ασθενείς....
Την παραμονή κάθε θείας Λειτουργίας ο π. Ευσέβιος ετοίμαζε το ναό με τη βοήθεια ευλαβών αδελφών και διοικητικών υπαλλήλων του νοσοκομείου. Με περισσή επιμέλεια ευπρέπιζε το Ιερό. Ένα καινούργιο τραπέζι χρησίμευε ως Αγία Τράπεζα και ένα άλλο μικρότερο ως αγία Πρόθεση. Λειτουργούσε με Αντιμήνσιο.
Ο ταπεινός διάδρομος χάρη στην αγιωσύνη του Αγιολαυριώτη Ιερομονάχου μετατρεπόταν σε επίγειο ουρανό. Ασθενείς πολλοί κατέβαιναν εκεί να εκκλησιασθούν, ιατροί, νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό, εργαζόμενοι νέοι και φοιτητές που έψαλλαν.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ.κ. Αμβρόσιος γράφει σχετικά:
«Κατά την διάρκεια της φοιτητικής μου ζωής (1956-1960), ως φοιτητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, είχα την ευκαιρία να εκκλησιάζωμαι συχνά σ’ ένα ιδιότυπο Ναό. Στο υπόγειο του Ιπποκρατείου Νοσοκομείου, και ακόμη πιο συγκεκριμένα, στο διάδρομο του Ακτινολογικού τμήματος, ο πολυσέβαστος π. Ευσέβιος Γιαννακάκης, Εφημέριος του Νοσηλευτικού εκείνου Ιδρύματος, κάθε Κυριακή πρωί τελούσε την θεία Λειτουργία... Νεαρός φοιτητής έτρεχα εκεί, δια να εκκλησιασθώ. Δεν ήτο η λαμπρότης του Ναού το ερέθισμα. Κίνητρο και ερέθισμα ήσαν η ταπεινή ψυχή του λειτουργού ιερέως! Ο π. Ευσέβιος ήτο δι’ εμέ ένας πνευματικός μαγνήτης! Η αγία μορφή του και η εν γένει σεμνή λειτουργική του παράστασις απετέλουν δι’ εμέ ένα πρότυπο ζωής»6.
Χάρη στις προσευχές του και στις ακάματες προσπάθειές του, παρά τις αντιδράσεις, θεμελιώθηκε ο Ιερός Ναός του νοσοκομείου το Φεβρουάριο του 1958, σε καίρια γωνιακή θέση επί της Βασιλίσσης Σοφίας.... «Η μεγάλη χαρά για το ναό εξουδετέρωνε το κρύο», όπως έλεγε ο π. Ευσέβιος. Ο Ναός εγκαινιάσθηκε το 1965.
Αργότερα, ο ίδιος και με εισφορές πνευματικών του τέκνων φρόντισε να κοσμηθεί ο Ναός με ωραίο σκαλιστό μαρμάρινο τέμπλο και θαυμάσιες αγιογραφίες.
Λειτουργούσε τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα το πρωί 4.30-7.30 π.μ.., για να κοινωνήσουν εγκαίρως οι ασθενείς, και να προλάβει το προσωπικό του νοσοκομείου και άλλοι εργαζόμενοι και φοιτητές που σύχναζαν εκεί, να εκκλησιασθούν. Κατέβαινε από τις τέσσερις για την προσκομιδή. Μνημόνευε αμέτρητα ονόματα. Όταν τελείωνε η θεία Λειτουργία ανέβαινε με το Άγιο Ποτήριο στους θαλάμους να κοινωνήσει στην κλίνη τους όλους εκείνους που είχε εξομολογήσει και προετοιμάσει κατάλληλα.
Αδελφές του νοσοκομείου και ιατροί ομολογούν ότι πολλάκις συνέβη, όταν μετέβαινε ο π. Ευσέβιος να κοινωνήσει κάποιον άρρωστο, εκείνος να έχει πέσει σε κώμα. Τον βεβαίωναν ότι δεν έχει πλέον καμιά επικοινωνία. Ο π. Ευσέβιος αμίλητος πλησίαζε τον ασθενή, τον σταύρωνε με το Άγιο Ποτήριο, τον προσφωνούσε με το όνομά του και τον καλούσε να πάρει το Χριστό, «το Μεγάλο Γιατρό». Εκείνος άνοιγε τα μάτια του, προς έκπληξη των παρευρισκομένων, έκανε το σταυρό του και κοινωνούσε με πόθο τα Άχραντα Μυστήρια. Ανελάμβανε από την ασθένειά του παρ’ ελπίδα και μετά από λίγες μέρες αναχωρούσε για το σπίτι του. «Να, η δύναμις των Μυστηρίων, η δύναμις της Εκκλησίας μας», έλεγε χαρακτηριστικά ο π. Ευσέβιος δίνοντας δόξα στο Θεό....
Διακονούσε στο Μυστήριο της σωτηρίας των ανθρώπων με όλη του την ύπαρξη. Γι’ αυτό το σκοπό υποβαλλόταν σε κάθε θυσία. Κοιμόταν δύο, τρεις ή το πολύ τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Μερικές φορές και καθόλου. Συνέβη, επιστρέφοντας στις 3.30 μ. μεσον, από αγρυπνία που είχε τελέσει στο Μοναστήρι του στον Ωρωπό, να εξομολογήσει κάποιον άρρωστο, που μόλις τότε το είχε αποφασίσει, και που το πρωί θα έμπαινε στο χειρουργείο. Δύο ώρες κράτησε η Εξομολόγηση. Ήταν ήδη έξι το πρωί, όταν ο Γέροντας έμπαινε στο κελλί του. Σε λίγο θα άρχιζε μια καινούργια ημέρα με το δικό της φόρτο εργασίας. Εκείνος όμως δόξαζε το Θεό για τη μετάνοια και τη σωτηρία αυτής της ψυχής. Δεν υπολόγιζε τον κόπο. Άλλωστε, όπως συνήθιζε να λέει, «η κούρασις ξεκουράζει»!
Επί είκοσι περίπου χρόνια (1967-1986) εξομολογούσε τα κωφάλαλα παιδιά της Σχολής Κωφών και Βαρυκόων στους Αμπελοκήπους, και λειτουργούσε κατά διαστήματα στον Άγιο Λουκά, από το 1960 έως το 1986 για να κοινωνήσουν. Επί δώδεκα περίπου έτη εξομολογούσε τις σπουδάστριες στη Σχολή Επισκεπτριών Αδελφών στους Αμπελοκήπους και λειτουργούσε σε μια αίθουσα της Σχολής για να κοινωνήσουν. Την ίδια επίσης πνευματική διακονία έκανε και στη Σχολή Μαιών κοντά στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα.
Ακτήμων σε όλη του τη ζωή και αφιλοχρήματος ο π. Ευσέβιος ουδέποτε απέκτησε κάποιο περιουσιακό στοιχείο στο όνομά του και ούτε είχε ποτέ βιβλιάριο καταθέσεων σε επίγειες τράπεζες. Βοηθούσε οικονομικά τους άπορους ασθενείς. Συνήθιζε να τοποθετεί διακριτικά κάτω από το προσκέφαλό τους ένα φακελάκι με χρήματα.
Η μαρτυρία του κ. Μ. Καρβελά -προϊστάμενου τότε της οικονομικής υπηρεσίας του Ιπποκρατείου, και στη συνέχεια διευθυντού στα νοσοκομεία Συγγρού και Γενικό Κρατικό- είναι αποκαλυπτική:
«Μπορείτε να φαντασθείτε έναν π. Ευσέβιο εντελώς ανάργυρο; Μισθό δεν πήρε ποτέ από το ταμείο του νοσοκομείου, τουλάχιστον μέχρι το 1957 που ήμουν εγώ εκεί. Είχε συνεννοηθεί με τον ταμία, ο οποίος πλήρωνε στους έχοντας ανάγκη ασθενείς διάφορα ποσά από το μισθό του π. Ευσεβίου με σημειώματα του ιδίου. Έτσι, πολύ συχνά ο μισθός του είχε ήδη εξαντληθεί πριν από την ημέρα της πληρωμής. Η κοινωνική υπηρεσία του νοσοκομείου είχε το Γέροντα σαν σανίδα σωτηρίας για τα οικονομικά προβλήματα των ασθενών.
»Τα χρήματα που του έδιναν οι πιστοί για το έργο του δεν τα κρατούσε. Όριζε πρόσωπα, συνεργάτες, διαχειριστές. "Έτσι, μου έλεγε, αισθάνομαι ελεύθερος". Όταν είχε χρήματα ήταν σαν να τον ενοχλούσαν...»7.
* * *
Ε
πί τρεις και πλέον δεκαετίες το Ιπποκράτειο υπήρξε καταφύγιο ψυχών και πολυσύχναστη πνευματική κυψέλη, χάρις στην αγιωσύνη του Γέροντα. Σύχναζαν εκεί οι φιλακόλουθοι, οι φιλομόναχοι και πολλές χριστιανικές οικογένειες... νέοι δε πάρα πολλοί, εργαζόμενοι και φοιτητές.
Στο ναό του Αγίου Λουκά τελούνταν κανονικά όλες οι ιερές ακολουθίες, Θείες Λειτουργίες και συχνά αγρυπνίες. Το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο έγινε μια όαση πνευματική στην έρημο της Αθήνας, λιμάνι όχι μόνο για τους ασθενείς και τους οικείους τους, αλλά και για χιλιάδες ψυχές που έβρισκαν εκεί τον διακριτικό εξομολόγο, το χαρισματούχο Γέροντα, τον αφοσιωμένο Λειτουργό.
Εκτός από την Εξομολόγηση των ασθενών αφιέρωνε πολλές ώρες της ημέρας στην Εξομολόγηση των εξωτερικών που καθημερινά πλήθαιναν. Εξομολογούντο κοντά του άνθρωποι κάθε ηλικίας και τάξεως. Επιστήμονες και άνθρωποι ολιγογράμματοι, φοιτητές και φοιτήτριες, εργαζόμενοι νέοι, ηλικιωμένοι και παιδιά, όλοι αναπαύονταν κοντά του. Κληρικοί όλων των βαθμών και μοναχοί τον είχαν Πνευματικό τους.
Ο διακριτικός Γέροντας «έβλεπε» βαθειά στην ψυχή του εξομολογουμένου. Έκανε τη σωστή διάγνωση και εφάρμοζε την κατάλληλη θεραπεία. Ήταν επιεικής, αλλά και αυστηρός εκεί που έπρεπε.
Ο π. Ευσέβιος δεν ήταν απλώς ο εξομολόγος και πνευματικός οδηγός των πιστών που κατέφευγαν κοντά του. ήταν αληθινός Πατέρας. Η αγάπη του για τα πνευματικά του παιδιά ξεπερνούσε τα ανθρώπινα όρια. Όλοι τον εμπιστεύονταν και τον έκαναν κοινωνό των προβλημάτων τους.    Ο π. Ευσέβιος τα ένιωθε και τα ανελάμβανε σαν δικά του.
Μεγάλη ευλογία ερχόταν σε όλους με την προσευχή του. Προβλήματα δυσεπίλυτα, προσωπικά ή οικογενειακά, έπαιρναν καλή πορεία και τακτοποιούνταν. Η συμμετοχή του στα προβλήματα των πνευματικών του τέκνων δεν περιοριζόταν μόνο στην προσευχή. Συμπαραστεκόταν άμεσα και από κοντά.
Ως γνήσιος Πατέρας στήριζε όχι μόνο ηθικά αλλά και υλικά τους νέους που σπούδαζαν. Έδινε συχνά χρήματα σε φοιτητές, ανεξαρτήτως αν ήταν ή όχι πνευματικά του τέκνα. «Ευλογία, ευλογία, έλεγε, και μην το πεις σε κανέναν... Όταν έχεις ανάγκη παιδί μου, εδώ να έρχεσαι». Τους έδινε ακόμη και το φαγητό του. Είχε νοικιάσει μαζί με τον παλαιό συμμοναστή του αρχιμανδρίτη π. Ηλία Τσακογιάννη, μετέπειτα Μητροπολίτη Δημητριάδος, ένα σπίτι, κοντά στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο, για να στεγάζονται φοιτητές από την επαρχία.
Ο άγιος Γέροντας, ως πνευματικός Πατέρας, ήταν ανεξάντλητος στην προσφορά αγάπης προς τις οικογένειες. Δεν περιοριζόταν μόνο στην πνευματική καθοδήγηση, αλλά στήριζε και υλικά τις οικογένειες που είχαν ανάγκη. Επί χρόνια ολόκληρα πλήρωνε το ενοίκιο άπορων οικογενειών. Και με πολλή στοργή περιέβαλλε παιδιά ορφανά από πατέρα ή μητέρα. Φρόντιζε για όλες τις ανάγκες τους.
Σ’ όλη του τη ζωή τόνιζε την αναγκαιότητα του Μυστηρίου της Εξομολογήσεως. «Άριστο είναι να έχει όλη η οικογένεια ένα Πνευματικό πατέρα» έλεγε, που να γνωρίζει τα θέματά της και να προσεύχεται, και με την ευλογία του όλα τα μέλη να κοινωνούν συχνά των Αχράντων Μυστηρίων. Εκεί είναι η χαρά και η ειρήνη.
* * *
Ο π. Ευσέβιος είχε το χάρισμα της ιεραποστολής από το Θεό. Ο ζήλος για την οικοδομή και τη σωτηρία των συνανθρώπων του τον κατέτρωγε. Το να «ευαγγελίζεται» ήταν ανάγκη της ψυχής του. Γι’ αυτό και δεν άφησε κενό σε όλη του τη ζωή στο έργο της πνευματικής σποράς. Από το 1958 μέχρι το τέλος της διακονίας του στο νοσοκομείο, λειτουργούσαν Κατηχητικά Σχολεία (Κατώτερο, Μέσο και Ανώτερο) και κύκλοι νέων και νεανίδων στον Άγιο Λουκά.
Ο π. Ευσέβιος ήταν πολύ αυστηρός στην προσωπική του ζωή, ασκητικός και αθόρυβος. Εν τούτοις είλκυε κοντά του πλήθος νέων ανθρώπων, οι οποίοι τον αγαπούσαν και έτρεφαν προς το πρόσωπό του απέραντο σεβασμό και αφοσίωση. Ήταν ο φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα παιδαγωγός.
Ο Μητροπολίτης Ύδρας κυρός Ιερόθεος, ο ασκητικός εκείνος Ιεράρχης, έγραφε:
«Η πραεία μορφή του, η ταπεινή καρδία του, η πλήρης αγάπης προσωπικότης του, η κατανυκτική ατμόσφαιρα την οποία εδημιούργει περί το πρόσωπόν του, η χάρις των καθημερινών μυσταγωγιών είλκυον ως μαγνήτης πλήθος πιστών, νέων επί το πλείστον, και ο κύκλος των αφοσιωμένων εις αυτόν πνευματικών τέκνων διαρκώς διηυρύνετο... Ο π. Ευσέβιος είχεν επιτύχει, παρά το φιλέρημον και εσωστρεφές ήθος του, να διανοίξει -θαυμάσιον επίτευγμα- δρόμους και ορίζοντας φωτεινούς και θεαυγείς δια την νεότητα, η οποία τον ηκολούθει με απόλυτον εμπιστοσύνηv»8.
Οι κατά καιρούς διευθυντές της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής συνιστούσαν στους ιεροσπουδαστές να πηγαίνουν στον π. Ευσέβιο για Εξομολόγηση και πνευματική καθοδήγηση. Για χάρη τους ο Γέροντας έκανε σύναξη κάθε Πέμπτη απόγευμα, που είχαν έξοδο από τη σχολή τους. Είναι πάρα πολλοί οι ιερείς οι οποίοι κατά την περίοδο των σπουδών τους μαθήτευσαν «παρά τους πόδας»9 του π. Ευσεβίου, ο οποίος καλλιέργησε μέσα τους το γνήσιο Ορθόδοξο ήθος και εκκλησιαστικό φρόνημα.
Πολλοί νέοι, σήμερα Ιεράρχες της Εκκλησίας μας, ιερομόναχοι και πρεσβύτεροι, σύχναζαν ως φοιτητές στο Ιπποκράτειο. Ο π. Ευσέβιος ήταν το ιερό πρότυπό τους. Ο π. Ευσέβιος αξιώθηκε από το Θεό να προσφέρει στην Εκκλησία πολλά πνευματικά του τέκνα, στην ψυχή των οποίων είχε εργασθεί για την καλλιέργεια του ιερατικού ζήλου.
Με τη χάρη του Θεού το Ιπποκράτειο είχε γίνει επί τρεις δεκαετίες φυτώριο ιερατικών και μοναχικών κλίσεων.
* * *
«Ν
α μπορούμε ν’ αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες με δοξολογία εις τον Θεόν. Με το δόξα σοι ο Θεός.
Όλα βοηθάνε το Χριστιανό. Και οι αρρώστειες και οι πειρασμοί και οι δυσκολίες. Αρκεί να τα αντιμετωπίζει με πλήρη την πεποίθηση και την εμπιστοσύνη ότι όλα τα κατευθύνει η αγάπη του Θεού».
Από τις Διδαχές του Γέροντος Ευσεβίου

ΚΤΙΤΩΡ ΙΕΡΩΝ ΜΟΝΩΝ
Α
ληθινός Μοναχός ο ίδιος και πλήρης θείας Χάριτος αναδείχθηκε εμπνευστής Ιερατικών και Μοναχικών κλίσεων. Ασκητικός, ταπεινός, γλυκύς και πράος έγινε ο έμπειρος και απλανής Νυμφαγωγός πολλών ψυχών που ποθούσαν την αγγελική ζωή και πολιτεία.
Εραστής του Μονήρους κατά Θεόν βίου υπήρξε εμπνευσμένος διοργανωτής Κοινοβίων. Παράλληλα με την εξαντλητική εργασία και διακονία του στο Νοσοκομείο, ίδρυσε και εκ βάθρων ανήγειρε την Ιερά Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή Εισοδίων της Θεοτόκου στο Μαρκόπουλο Ωρωπού, όπου αναλώθηκε επί είκοσι έτη (1967-1987) ως Κτίτωρ και πνευματικός Πατέρας.
Παράλληλα με την εξαντλητική εργασία και διακονία του στο Νοσοκομείο, είχε την ευθύνη όχι μόνον της πνευματικής καθοδήγησης και προετοιμασίας των υποψηφίων Μοναζουσών, αλλά και των κτηριακών εργασιών της Μονής. Αφιέρωσε το Μοναστήρι στα Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποία υπερεπαρκείτο.
Έγραφε στις σημειώσεις του:
«Είναι εντελώς δικό Σου το έργο των Εισοδίων, Κύριε... Δικές μας είναι μόνον οι αδυναμίες και οι αμαρτίες. Και με την δική Σου μακροθυμία και την δική Σου αγάπη προσφέρουμε όσο μπορούμε τον εαυτόν μας»....
Η Ιερά Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου ήταν το δημιούργημα της καρδιάς του Γέροντα. Έργο ζωής, το οποίο πολύ αγάπησε...
* * *
Τ
ο 1987, που ο π. Ευσέβιος είχε πλέον συνταξιοδοτηθεί, η Πρόνοια του Θεού οδήγησε τα βήματά του στην Ιερά Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας με μια ομάδα ευλαβών νεανίδων, πνευματικών του τέκνων που επιθυμούσαν να μονάσουν.
Ο Σεβασμιώτατος Άγιος Καλαβρύτων θεώρησε ξεχωριστή ευλογία την άφιξη του π. Ευσεβίου στη Μητρόπολή του. Τον περιέβαλε με πηγαία υιική αγάπη και του έδειξε δυο Μοναστήρια της Επαρχίας του. Ο ιερός λόφος του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, με το υγιεινό κλίμα, το άριστο νερό των πηγών και το πανέμορφο φυσικό τοπίο με τον ανοικτό ορίζοντα, ενέπνευσε τον Γέροντα, ώστε να επιλέξει το ερειπωμένο Μετόχι της Ι. Μ. Ταξιαρχών, για να εγκατασταθεί εκεί η Αδελφότης.
Τον Νοέμβριο του 1987, το έως τότε Μετόχι μετατράπηκε με προεδρικό διάταγμα σε Ιερά Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Με την ουσιαστική ηθική και υλική βοήθεια του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ. Αμβροσίου, το παλαιό κτήριο ανακαινίσθηκε εκ βάθρων και οι πρώτες δεκατέσσερις Αδελφές εγκαταστάθηκαν στα τέσσερα κελλιά του, την περίοδο του Πάσχα του 1988.
Ο ερχομός του π. Ευσεβίου στη Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας θεωρήθηκε από την τοπική Εκκλησία και τους πιστούς ευλογία Θεού και δώρο του Ουρανού. Μέσα στα οκτώ χρόνια που έζησε εκεί -κατά κοινή ομολογία- αναμόρφωσε πνευματικά την Αιγιάλεια με τις κατανυκτικές θείες Λειτουργίες, τις Αγρυπνίες, την Εξομολόγηση, το εμπνευσμένο κήρυγμά του και τις κατ’ ιδίαν πατρικές νουθεσίες. Αγαπήθηκε πολύ από το λαό του Θεού, που στο πρόσωπο του αγιασμένου Γέροντα βρήκε τον πονετικό πατέρα ο οποίος συνέπασχε μαζί του.
Η ανεπάρκεια του χώρου για τις λειτουργικές ανάγκες της Αδελφότητος ανάγκασαν τον Γέροντα στα 77 του χρόνια να αποδυθεί σ’ ένα τιτάνιο αγώνα για την ανέγερση της νέας Μονής με μοναδικό εφόδιο την ακράδαντη πίστη του στο Θεό. Η ανέγερση της νέας Μονής ήταν ένα παρατεινόμενο θαύμα, αφού χρήματα δεν υπήρχαν, και η νεοσύστατη Μονή δεν είχε καμιά περιουσία.
Ο Γέροντας, έχοντας άνωθεν πληροφορία ενθάρρυνε τις Μοναχές: «Μην ανησυχείτε. Ο Άγιος Ιωάννης προπορεύεται. Εκείνος θα το κτίσει. Έχει ένα ιδιαίτερο ταμείο για μας και όταν χρειαζόμαστε μας δίνει...». Το κτήριο θεμελιώθηκε το 1991, και το 1995 που ο Γέροντας εκοιμήθη, είχε σχεδόν ολοκληρωθεί.
Είναι σημαντικό το ότι όλοι σχεδόν οι εργαζόμενοι στη Μονή (χτίστες, σιδεράδες, μαρμαράδες, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι), συγκινημένοι από την πατρική αγάπη και το άγιο παράδειγμά του εξομολογήθηκαν κοντά του, καθώς και οι οικογένειές τους.
Ο έμπειρος στη μοναχική ζωή και ηγιασμένος Γέροντας οργάνωσε το ιερό Κοινόβιο σύμφωνα με τις αρχές του γνήσιου Ορθόδοξου Μοναχισμού και τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Ο ίδιος με την οσία ζωή του ήταν κανών και τύπος αληθινού Μοναχού και με τις άγιες νουθεσίες του καλλιεργούσε και καθοδηγούσε ακάματα τις Μοναχές στην στενή τρίβο της Αγγελικής πολιτείας.
Χιλιάδες άνθρωποι ανέβαιναν έως εκεί για να ωφεληθούν από τον άγιο Γέροντα. Η γλυκιά και οσιακή μορφή του μετέδιδε Χάρη. Κοντά του οι ψυχές ειρήνευαν και γεύονταν αγιοπνευματική χαρά. Η φιλοξενία του αρχοντική, παροιμιώδης.
Οι πάντες ένιωθαν την ειλικρινή αγάπη του. Ο καθένας ένιωθε ότι ο Γέροντας τον αγαπούσε περισσότερο. Γιατί είχε μια ιδιαίτερη αγάπη για όλους. Είχε πολλή παρρησία στο Θεό. η προσευχή του έλυνε δυσεπίλυτα προβλήματα, θεράπευε ανίατες ασθένειες, φυγάδευε ακάθαρτα πνεύματα, έφερνε την ευλογία του Θεού στον κόσμο. Βαθιά ταπεινός, είχε τα χαρίσματα της διοράσεως και προοράσεως, όμως δεν έδινε σημασία σ’ αυτά. εκεί που εστίαζε την ποιμαντική του ήταν η μετάνοια, την οποία ο ίδιος βίωνε και γι’ αυτό την ενέπνεε.
* * *
Ο
 Γέροντας είχε όλες τις αρετές του Θεού. Η ψυχή του είχε αγγελική καθαρότητα. Άδολος, αθώος, απλός. Αποκορύφωμα όλων, όμως, η απέραντη αγάπη του και η βαθύτατη ταπείνωσή του. Σύγχρονος νηπτικός Πατέρας της Εκκλησίας μας ο Γέροντας, είχε το χάρισμα της αδιάλειπτης προσευχής.
Η ζωή του ήταν η θεία Λειτουργία, και η μνημόνευση ονομάτων στην αγία Προσκομιδή η προσφιλέστερη απασχόλησή του. Μνημόνευε αμέτρητα ονόματα, επί τέσσερις και πλέον ώρες. Στα 52 χρόνια Ιερωσύνης του ουδέποτε κάθισε στο Ιερό κατά τη διάρκεια του Όρθρου και της θείας Λειτουργίας. Από τις 4.30 έως τις δώδεκα, που έβγαινε από το Ιερό, ήταν όρθιος και δεν ένιωθε καθόλου κούραση. το Ιερό Βήμα για το Γέροντα ήταν ο πιο ευχάριστος χώρος επάνω στη γη.
Ο ίδιος ζούσε εν μετανοία και γι’ αυτό είχε το χάρισμα να οδηγεί τις ψυχές στη μετάνοια και τη Μυστηριακή ζωή. Ως Πνευματικός πατέρας ήταν Χριστοκεντρικός. Συνέδεε τα πνευματικά του τέκνα με το Χριστό και όχι με το πρόσωπό του. Γι’ αυτό και το πνευματικό του έργο συνεχίζεται και μετά την οσιακή κοίμησή του. Ήταν υπέρμαχος της συχνής -κατόπιν βέβαια της κατάλληλης προετοιμασίας- θείας Μεταλήψεως και καλλιεργούσε τα πνευματικά του τέκνα με αυτό το πνεύμα.
Επειδή είχε σπλάγχνα οικτιρμών και συμπονούσε πολύ τους αρρώστους και προσευχόταν γι’ αυτούς, έλαβε από το Θεό το χάρισμα των ιαμάτων. Η έμπονη προσευχή του άλλαζε τις βουλές του Θεού. Εκατοντάδες είναι τα περιστατικά θαυματουργικής θεραπείας ασθενών.
Ο Γέροντας έβλεπε εν Αγίω Πνεύματι τις ψυχές όπως πραγματικά ήταν, αλλά και πρόσωπα και πράγματα που βρίσκονταν πολύ μακριά. Γνώριζε τους κρυφούς διαλογισμούς των καρδιών και προγνώριζε γεγονότα πολλά χρόνια προτού συμβούν. Όμως από πολλή ταπείνωση απέκρυπτε επιμελώς τα χαρίσματα αυτά, τα οποία ουδόλως αξιολογούσε. «Το προορατικό και διορατικό χάρισμα δίνονται από το Θεό, αλλά δεν σώζουν τον άνθρωπο, η μετάνοια όμως σώζει, αυτή μας χρειάζεται», έλεγε.
Με τους ασκητικούς αγώνες και τη συνεχή Μυστηριακή ζωή είχε λάβει εξουσία κατά των δαιμόνων. Οι προσευχές του, κυρίως όμως η ταπεινοφροσύνη του, φυγάδευαν ακάθαρτα πνεύματα.
Η αρετή που κυρίως διέκρινε τον π. Ευσέβιο ήταν η βαθιά ταπείνωσή του. Ζούσε στην αφάνεια και εργαζόταν αθόρυβα για την δόξα του Θεού, τον Οποίο αγαπούσε εξ όλης ψυχής, διανοίας και ισχύος. Ο ίδιος επιμελώς απέκρυπτε τον εαυτό του για τον οποίο είχε πολύ ταπεινή ιδέα. Το ακόλουθο κείμενό του είναι δείγμα της βαθιάς του ταπεινώσεως.
«...Κύριε, Σ’ ευχαριστώ, Σ’ ευχαριστώ, Σ’ ευχαριστώ, γιατί με αξιώνεις, εμένα τον μικρόν και τον ουτι­δανόν και ελάχιστον και αμαρτωλόν να τελώ τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας. Μου κάνεις, Κύριε, την εξαιρετικήν τιμήν να διακονώ στο άγιόν Σου Θυσιαστήριον... Με αξιώνεις, εμένα τον ταπεινόν και άχρηστον, να τελώ το Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Όταν το σκέπτωμαι και το συλλογίζωμαι, Κύριε, τρέμω και δειλιώ. Όταν σκέπτωμαι ότι είμαι υπηρέτης δικός Σου και δίνω στους άλλους την Θεία Σου Χάρι, καθώς και το Σώμα Σου και το Αίμα Σου, χάνομαι και εξαφανίζομαι. Και όταν ακόμη σκέπτωμαι ότι αυτοί, στους οποίους δίδω Σώμα και Αίμα Χριστού, είναι ασυγκρίτως καλύτεροι από μένα, τί να σκεφθώ και τί να πω; Κύριε, ελέησέ με. Ελέησέ με και συγχώρησέ με»10.
Ανεξίκακος συγχωρούσε αμέσως όσους τον έβλαπταν και τους ευεργετούσε, τόσο, που η αγάπη του τους άλλαζε.
«Εμείς ανήκουμε σ’ Εκείνον, και αφού είναι αγαθός, θέλει και οι δικοί Του άνθρωποι να είναι αγαθοί. να κάνουν το καλό.
»Όσο άσχημα κι αν μας φέρονται οι άνθρωποι, όσο κι αν αδικούμαστε, όσο κι αν πνιγόμαστε, εμείς πρέπει να προσέξουμε την ψυχή μας. Καλύτερα σιωπή και προσευχή... Εμείς να στεκόμαστε παραπάνω. με καλωσύνη, με συμπάθεια, με πόνο...»11.
Η υπομονή του στις δυσκολίες, τις ασθένειες και τις θλίψεις ήταν απέραντη. Υποτασσόταν με ταπείνωση και ευγνωμοσύνη στο θέλημα του Θεού. ευχαριστούσε και δοξολογούσε το όνομά Του ακόμη και στις πιο οδυνηρές και δύσκολες ώρες της ζωής του. Το «δόξα Σοι ο Θεός» δεν έλειπε από τα χείλη του.


Το Οσιακό τέλος του

Π
αρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να λειτουργεί μέχρι το τέλος της ζωής του και να αυτοεξυπηρετείται μέχρι τέλους. Και ο Θεός του τα χάρισε και τα δύο. Η τελευταία Θεία Λειτουργία ήταν σαράντα ημέρες προ της οσιακής κοιμήσεώς του στις 8 Μαΐου, εορτή του προστάτου της Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.
Την αγία ζωή του σφράγισε το κατά πάντα οσιακό τέλος του το οποίο και προγνώρισε. Αντιμετώπισε την οδυνηρή νόσο του καρκίνου με θαυμαστή καρτερία και δοξολογία στο Θεό. Μέσα στους φρικτούς πόνους του ακατάπαυστα εδόξαζε τον Θεό: «Δόξα Σοι ο Θεός. Δόξα Σοι ο Θεός. Σ’ ευχαριστώ Κύριε! Ελέησέ με, Κύριε, και συγχώρησέ με! Δούλος δικός Σου είμαι...».
Καθημερινά κατέφθαναν από όλα τα μέρη της Ελλάδος και από το εξωτερικό τα πνευματικά του παιδιά να πάρουν την ευχή του για τελευταία φορά. Ήλθαν Αρχιερείς, ιερείς, μοναχοί και μοναχές. Παρά τους αφόρητους πόνους του όλους τους δεχόταν. Τακτοποίησε αθόρυβα όλα τα θέματα της Αδελφότητος. Άφησε και γραπτώς τις τελευταίες του υποθήκες προς τις Μοναχές.
Είχε πλήρη διαύγεια μέχρι τέλους. Ευλογούσε και συμβούλευε πατρικά, συγχωρούσε από την καρδιά του, ζητούσε πρώτος συγγνώμη και ευχαριστούσε όλους. «Όλους τους ευχαριστώ... θα προσεύχομαι για όλους όσους θα έρχονται στο Μοναστήρι...». Συμβούλευε τις Μοναχές για ενότητα και αγάπη. Προσευχόταν ακατάπαυστα.
Επί ένδεκα συνεχείς ημέρες ετελείτο Αγρυπνία στη Μονή και ο π. Ευσέβιος περίμενε με πολλή λαχτάρα κάθε φορά τη Θεία Κοινωνία.
Μιλούσε ανοικτά και χωρίς φόβο για το θάνατό του: «Το μοναδικό ταξίδι, το υπέροχο, το άφθαστο ταξίδι»!
Την περισσότερη ώρα έμενε σιωπηλός. Βυθισμένος στην προσευχή και στις ουράνιες θεωρίες, σήκωνε πού και πού το εξαντλημένο χέρι του και προσπαθούσε να κάνει το σταυρό του.
Ξημέρωνε η 19η Ιουνίου, ημέρα Δευτέρα. Η θεία Λειτουργία τελείωσε γύρω στις 2 το πρωί. Ο Γέροντας, αν και ήταν τόσο βαριά, κατέβασε τα πόδια του από την κλίνη και κοινώνησε καθιστός για τελευταία φορά. Από σεβασμό, ούτε μία φορά δεν κοινώνησε ξαπλωμένος.
Ήταν πανέτοιμος. Η ώρα που θα έφευγε πλησίαζε. Βαθιά σιγή επικρατούσε στο κελλί του.
Στις έξι το πρωί ο Γέροντας είπε με φωνή μισοσβησμένη:
«Φεύγω... Λειβάδια! Λειβάδια!».
Οι μοναχές πήραν την ευχή του για τελευταία φορά. Η ώρα ήταν 9 π. μ., όταν έφερε το βλέμμα του γύρω, τις κοίταξε, έπλεξε με κόπο τα δάκτυλα των χεριών του μεταξύ τους, για να δείξει την ενότητα, και τους είπε ψιθυριστά:
«ενωμένες, ενωμένες, ενωμένες και αγαπημένες. Πάντα μαζί, όλοι μαζί, εκεί στο θρόνο του Θεού μαζί».
Μετά από λίγο τον άκουσαν να λέει:
«Όλα λάμπουν, όλα λάμπουν, όλα λάμπουν».
Στις 10.15 π.μ., ο Γέροντας ανάσαινε με πολλή δυσκολία. Ξαφνικά, σήκωσε ζωηρά το κεφάλι του, κοίταξε ψηλά και δεξιά με μια έκφραση ευχαρίστου εκπλήξεως. Το πρόσωπό του έλαμψε.
«Χαίρω, χαίρω, χαίρω!» είπε, και η ψυχή του πέταξε στα ουράνια σκηνώματα.
Η κηδεία του ήταν μια αποκάλυψη. Ήταν η καλή έξωθεν μαρτυρία του λαού του Θεού για τον άγιο Γέροντα που αναλώθηκε στο βωμό της αγάπης. Χιλιάδες λαού, απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος πέρασαν από το απέριττο φέρετρό του αποδίδοντας τον ύστατο χαιρετισμό. Επτά Αρχιερείς, πολλοί ιερείς και διάκονοι κι ένα πλήθος μοναχών και μοναζουσών επικεφαλής του λαού κατευόδωσαν το Γέροντα στο ύστατο ταξίδι...
Πλάι στο ιερό του Καθολικού εναποτέθηκε το σεπτό σκήνωμά του, για ν’ αναπαυθεί από τους κόπους του.

Επικήδειος λόγος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. κ. Αμβροσίου:

«Σ
τη φοβερή δοκιμασία του σεισμού και της εξ αυτού καταστροφής, Σεβασμιώτατοι εν Χριστώ αδελφοί και Πατέρες, προστίθεται ήδη μια ακόμη δοκιμασία στη Μητρόπολή μας. Μια πνευματική δοκιμασία, που μας συγκλονίζει εσωτερικά.
»Ο σεισμός άφησε πίσω του νεκρούς, τραυματίες, χήρες, ορφανά και ερείπια. Αυτή την ώρα χρειάζονται οι άνθρωποι του Θεού, για να είναι παρηγοριά σ’ αυτούς που επλήγησαν από τη σφοδρά επίθεση του σεισμού.
»Αυτή την ώρα που χρειαζόμαστε τον π. Ευσέβιο, για να γαληνεύει την ψυχή μας, για να μας ενώνει με τον Θεόν, για να μας μεταφέρει την Χάριν Του μέσα από ένα αμόλυντο αγωγό, που ήταν ο ίδιος, αυτή την ώρα έχουμε την πρόσθετη δοκιμασία. Απορφανιζόμεθα. Στερούμεθα τον Γέροντα, τον Πατέρα, τον Πνευματικό. Τον στερείται η Μονή προεχόντως, η επαρχία μας, η Μητρόπολις, ο Επίσκοπος και όλοι εκείνοι οι οποίοι ήρχοντο εδώ, για να πάρουν συμβουλήν, άφεσιν και αγιασμόν εις την ψυχήν τους. Ορφανεύουμε σήμερα... Έτσι θέλησε ο Θεός... "Ως τω Κυρίω έδοξε, ούτω και εγένετο. Είη το Όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως του αιώνος".
»Σήμερα επισφραγίζεται -και ζητώ την επιείκειάν σας να αναφερθώ σε προσωπικά βιώματα- σήμερα επισφραγίζεται μία σχέσις προσφοράς και αντιδόσεως με τον σεβαστό πατέρα Ευσέβιο.
»Τον γνώρισα το έτος 1956, λήγοντος του '56, όταν ως πρωτοετής φοιτητής της Θεολογικής Σχολής έζησα εις την περιοχήν των Αμπελοκήπων σε εκκλησιαστικό χριστιανικό φοιτητικό οικοτροφείο, και εκεί κοντά ήταν το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο. Έζησα την εμπειρία του εκκλησιασμού στο υπόγειο του Νοσοκομείου, στη συμβολή δύο διαδρόμων, όπου επήγνυτο ένα πρόχειρο Θυσιαστήριο και όπου εκεί ο π. Ευσέβιος τελούσε την αναίμακτο Μυσταγωγία.
»Υπήρχαν πολλές εκκλησίες στην Αθήνα, με ωραίες χορωδίες, με άνεση, αν θέλετε με ωραίο κήρυγμα, αλλά πολύ συχνά, τις πιο πολλές φορές, τα βήματά μου ωδηγούντο στο Ιπποκράτειο, στο διάδρομο, στο υπόγειο του νοσοκομείου, έξω από το ακτινολογικό. Εκεί, που -ας κάνω μια εξομολόγηση- δεν με ευχαριστεί η ατμόσφαιρα, γιατί, όταν μπαίνω σ’ ένα νοσοκομείο, με πειράζει, με στενοχωρεί η οσμή του νοσοκομείου. Παρά ταύτα ο π. Ευσέβιος ήταν η οσμή της Χάριτος του Θεού. Και εκεί, στα βήματα εκείνα τα νεανικά, τα κρίσιμα, ο π. Ευσέβιος έμεινε στην καρδιά μου ένα ιερό σύμβολο, που με σαγήνευε και με ενέπνεε.
»Πέρασαν τα χρόνια. Και μετά από τριάντα περίπου χρόνια, ο π. Ευσέβιος ερχόταν σε μένα. Με την ευσπλαχνία του Θεού βρίσκομαι Επίσκοπος στον τόπο αυτό και εκείνος ζητούσε Μοναστήρι. Και είχα την ευκαιρία να έλθωμε από τη σχέση της πνευματικής προσφοράς, που εκείνος έκανε σ’ έμενα, στην αντίδοση. Του προσέφερα. Τί του προσέφερα όμως; Ένα κτίριο να κατοικήσει. μια Μονή να τη στολίσει. ένα τόπο να τον αγιάσει. Του προσέφερα, εδώ στη Μητρόπολη, ένα αχυρώνα, ένα στάβλο, ένα ερείπιο. Τούτο το Μοναστήρι ήταν ερείπιο. Το μόνο που είχε, ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, που σκεπάζει με τη Χάρη του τον τόπο αυτό, και ένας γέροντας μοναχός, ο π. Βενιαμίν, που έκαιγε ακατάπαυστα εδώ το καντήλι στον Άγιο.
»Και ήταν αχυρώνας το Μοναστήρι, ήταν ερείπιο. Όταν για πρώτη φορά λειτουργήσαμε εδώ, στις 8 Μαΐου του 1987, μετά την αναγγελία της εγκαταστάσεως μιας νέας Αδελφότητος μοναστικής, δεν υπήρχε κάθισμα να καθίσουμε, ποτήρι να πιούμε νερό, φλυτζάνι να πάρουμε ένα καφέ. Ήταν όλα τόσο ερειπωμένα. Αυτό ήταν που του προσφέραμε.
»Εν πάση περιπτώσει, η πνευματική σχέση που υπήρχε, συνεχίσθηκε. Και ήταν εκείνος που σκέπαζε όχι μόνο τον τόπο, αλλά και τη Μητρόπολη και τον Επίσκοπο. Σήμερα αυτή η σχέσις επισφραγίζεται, καθώς επιτελούμε αυτό το ύστατο χρέος. Και ολοκληρώνεται, γιατί εκείνος πορεύεται στον ουρανό. Δεν έχει ανάγκη από τίποτε ανθρώπινο, από καμιά προσφορά, καμιά παρηγοριά ανθρώπινη. Πορεύεται για να πάρει τον μισθό του καλού εργάτου. Θέλω από τη θέση αυτή να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου εκ μέρους όλων εκείνων που από το Αίγιο, από την περιοχή του και από μακρινές αποστάσεις, και από το εξωτερικό ήρχο­ντο εδώ, για να αγιασθούν κάτω από το δικό του πετραχήλι. Θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη της τοπικής Εκκλησίας, για όσα έδωσε ο ίδιος εδώ, σ’ αυτά τα λίγα χρόνια που έμεινε κοντά μας.
»Και τελειώνοντας θέλω να πω, ότι ο π. Ευσέβιος φεύγει, αλλά μας αφήνει ένα μήνυμα και ένα μάθημα, ένα σύμβολο. Πάντοτε τον είχα στην καρδιά μου ως το σύμβολο της ταπεινοφροσύνης. Ήταν ο ταπεινός άνθρωπος, που όταν τον έβλεπες, σε καθήλωνε. Ταπείνωνε τον εαυτόν του και τον εκατέβαζε πολύ χαμηλά. Και μέσα σ’ αυτή την κίνηση ήταν όλο το μεγαλείο της ψυχής του.
»Πάντοτε μιλούσε μέσα μου ως το σύμβολο το ζωντανό, το σύμβολο του ταπεινού κληρικού, του ταπεινού ανθρώπου, του ταπεινού εργάτου. και ύστερα του ακαταπόνητου. Πήγαινε στην Αθήνα να δεχθεί την εξομολόγηση των πνευματικών του τέκνων, και μετά από τον κόπον της ημέρας ταξίδευε, ήρχετο στο Μοναστήρι, για να κάνει την Αγρυπνία και να τραβήξει την ακολουθία μέχρι το πρωί. Πόσες φορές δεν τον παρακαλούσα να μην κάνει αυτές τις υπερβολές, αλλά δεν άκουγε, γιατί άκουγε τον επουράνιο Αρχιεπίσκοπο και Αρχιερέα των καρδιών μας.
»Ήταν το σύμβολο της ταπεινοφροσύνης, της αμόλυντης αγάπης και της εργατικότητος.
»Τί κρίμα που σε μια τέτοια ώρα, που τον έχουμε όλοι ανάγκη, ο Θεός τον παίρνει από κοντά μας! Αλλά εμείς εδώ έχομε μια παρηγορία. Κηδεύουμε έναν Άγιο. Και οι Άγιοι δεν εγκαταλείπουν ό,τι έφτιαξαν, ό,τι ηγάπησαν, ό,τι υπηρέτησαν. Με αυτή τη σκέψη γλυκαίνεται ο πόνος της ψυχής μας. Και δεν έχομε παρά να ευχηθούμε να είναι κοντά μας, ασπίδα και προστασία στη Μονή, στη Μητρόπολη, στα πνευματικά του παιδιά, στον τόπο μας ολόκληρο. Αμήν».
Ο τάφος του, σέμνωμα της Μονής, αποτελεί πηγή ευλογίας, παρακλήσεως και ιαμάτων τόσο για τα πνευματικά του τέκνα, όσο και για όλους εκείνους που προσέρχονται εκεί να ζητήσουν την μεσιτεία του.
Μετά την κοίμησή του αμέτρητα είναι τα σημεία που δείχνουν ότι ο όσιος Γέροντας βρήκε μεγάλη παρρησία ενώπιον του Κυρίου. Οι μοναχές αλλά και οι προσκυνητές ομολογούν ότι η ευλογία και η παρουσία του μακαριστού Γέροντα είναι έντονα αισθητές στη Μονή.

ΕΥΛΟΓΗΤΟΣ Ο ΘΕΟΣ

1.   Εφημέριος στον Ιερό Ναό της Χρυσοσπηλιώτισσας, και ιδρυτικό μέλος της αδελφότητας θεολόγων η «Ζωή».
2.   Απομαγνητοφωνημένη αφήγηση, 19 Ιανουαρίου 1996.
3.    Προφορική αφήγηση, Ιούνιος 1995.
4.    Προφορική μαρτυρία, 22 Ιουνίου 1995.
5.   Ευσεβίου Γιαννακάκη (αρχιμ.), «Κοντά στον πόνο και μαζί με τους πονεμένους», Πρόλογος, σ. 8.
6.   Ευσεβίου Γιαννακάκη (αρχιμ.), «Κοντά στον πόνο και μαζί με τους πονεμένους», Πρόλογος, σ. 7.
7.   Απομαγνητοφωνημένη αφήγηση, Ιούνιος 1996.
8.    Γραπτή μαρτυρία, Μάιος 2001.
9.    Πράξ. 22, 3.
10.  Ημερολογιακές σημειώσεις, 10 Ιανουαρίου 1988.
11.  Από τις μαγνητοφωνημένες νουθεσίες του Γέροντα.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΚΕΣ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ


του πολυχαρισματούχου Γέροντος
ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ
(1910-1995)”
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»