Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ ΤΟΥ ΚΑΥΚΑΣΟΥ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ & ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ



Ο ΑΓΙΟΣ
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ ΤΟΥ ΚΑΥΚΑΣΟΥ
Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ & ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

Βίος τοῦ Στάρετς Θεοδοσίου
῾Ιεροσολυμίτου, Θαυματουργοῦ τοῦ Καυκάσου
(3 Μαΐου 1841 - 26 ᾿Ιουλίου/8Αὐγούστου 1948)
Παιδικά Χρόνια
῾Ο ῾Ιερομόναχος Θεοδόσιος, κατά κόσμο Θεόδωρος Θεοδώροβιτς Κάσσιν, γεννήθηκε στίς 3 Μαΐου τοῦ 1841 σ’ ἕνα χωριό τοῦ νομοῦ Πέρμ (Οὐράλια), ἀπό μιά φτωχή καί πολύτεκνη οἰκογένεια γεωργῶν.
Οἱ γονεῖς του, Θεόδωρος καί Αἰκατερίνη, ἦταν ἄνθρωποι πολύ εὐσεβεῖς καί μ’ αὐτό τόν τρόπο μεγάλωσαν καί τά παιδιά τους. ῞Οταν γεννήθηκε ὁ Θεόδωρος, ἡ μάνα του εἶπε· «Αὐτός ὁ νέος θά γίνει μέγας ῾Ιερέας, γιατί στό κεφάλι του ὑπάρχει ξεχωριστό σχῆμα φτιαγμένο γιά καλυμαύχι». Τά λόγια της αὐτά φάνηκαν προφητικά γιατί ὅλη του ἡ ζωή ἦταν μιά πορεία πρός τό Θεό. Διαφορετικός ἀπ’ ὅλα τά παιδιά τῆς ἡλικίας του, ἔδειξε πώς ἡ ψυχή του ἦταν γεμάτη ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τά λόγια του ἦταν μιά διαρκής προσευχή. Κοντά στό σπίτι του ὑπῆρχε κάποιο δάσος, ὅπου πήγαινε κάθε μέρα ὁ μικρός Θεόδωρος γιά νά προσευχηθεῖ. ᾿Εκεῖ βρῆκε μιά μεγάλη πέτρα πάνω στήν ὁποία ἀνέβαινε καί προσευχόταν γιά ὧρες. Μιά φορά κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἄκουσε κάποια φωνή πού τοῦ ἔλεγε πώς τό ὄνομα τῆς πέτρας ἦταν «παραδεισένια». ᾿Από τότε τήν ἔλεγε καί ὁ Θεόδωρος «παραδεισένια» ἤ «πέτρα τοῦ Παραδείσου».
1ο σημάδι τοῦ Θεοῦ
Κάποια φορά πού ὅλη ἡ οἰκογένεια βρισκόταν γύρω ἀπό τό τραπέζι καί προσευχόταν γιά νά γευματίσει, εἶδαν ἀπό τό εἰκονοστάσι νά ἔρχεται ἕνα περιστέρι καί νά κάθεται στόν ὦμο τοῦ Θεόδωρου. ᾿Εκεῖνος τό χάϊδεψε μέ ἀγάπη, ἐνῶ οἱ γονεῖς του τοῦ ἔλεγαν νά μήν τό πειράζει. ῞Υστερα ἀπό λίγο ἔφυγε καί πάλι, ὅπως ἦρθε, ἀπό τό μέρος τοῦ εἰκονοστασίου.
῾Η πορεία του στό ῞Αγιο ῎Ορος
Τόν Θεόδωρο, ἄν καί παιδάκι, ὅλοι τόν φώναζαν «παππούλη» καί ἡ προφητεία τῆς μάνας γινόταν συνεχῶς πιό ὁρατή· ὅτι δηλαδή θά γίνει μέγας ῾Ιερέας.
Σέ πολύ μικρή ἡλικία πέρασε ἀπό ἕνα κοντινό ποταμό τοῦ χωριοῦ του καί εἶδε στίς ὄχθες του ἕνα μικρό πλοιάριο γεμάτο ἀπό κόσμο. Μπῆκε κι ἐκεῖνος μέσα ὅσο πιό ἀθόρυβα μποροῦσε καί χωρίς νά τόν ἀντιληφθεῖ κανένας, πῆγε καί κρύφτηκε σέ μιά γωνιά τοῦ πλοίου. ῞Υστερα ὅμως ἀπό δύο ἡμέρες τόν ἀνεκάλυψαν καί ξαφνιασμένοι ἄρχισαν νά τόν ρωτοῦν ποιός ἦταν καί ποῦ πήγαινε. Δήλωσε μέ θάρρος πώς ἦταν ὀρφανός κι’ ὅτι ἤθελε νά πάει στό ῞Αγιο ῎Ορος. Μιά ὁμάδα προσκυνητῶν πού πήγαινε στό ῞Αγιο ῎Ορος μέ πολλή χαρά τόν πῆρε μαζί τους. ῎Ετσι ἔφτασε ὁ μικρός Θεόδωρος στόν προορισμό του.
῾Η ζωή του στό ῞Αγιο ῎Ορος
῞Οταν ἔφτασε στό ῞Αγιο ῎Ορος πῆγε σ’ ἕνα κοινόβιο, στήν «Κατάθεση τῆς Ζώνης τῆς Θεοτόκου»* καί παρακάλεσε νά τόν ἀφήσουν νά δεῖ τόν ῾Ηγούμενο. ᾿Αφοῦ τοῦ τό ἐπέτρεψαν, εἶδε τόν ῾Ηγούμενο, ἔπεσε στά γόνατα του καί τοῦ ζήτησε παρακλητικά, νά τόν πάρει στό κοινόβιο. «Θά προσεύχομαι συνεχῶς, τοῦ εἶπε, καί θά κάνω ὅ,τι θέλετε».
᾿Απόρησε ὁ ῾Ηγούμενος μέ τόν τρόπο πού ὁ μικρός ἀπαντοῦσε καί ἐνδιαφέρθηκε νά μάθει τίνος ἦταν τό παιδί. ῞Οταν ἔμαθε πώς ἦταν ὀρφανός, κατάλαβε πώς ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τόν ὁδήγησε ἐκεῖ καί τόν πῆρε ἀμέσως στό κοινόβιο. ᾿Εκεῖ μεγάλωσε ὁ Θεόδωρος, ἔμαθε γράμματα καί προώδευσε πολύ στήν πνευματική ἄσκηση.
῾Ο ῾Ηγούμενος βλέποντας τήν πρόοδο καί τήν προσπάθειά του, τόν πῆρε κοντά του, τοῦ ἔδωσε δικό του κελί καί τόν ἔκανε ὑποτακτικό του.
῾Ο πειρασμός ἀρχίζει τόν πόλεμο στό Θεόδωρο
Οἱ ἀρετές τοῦ Θεόδωρου ἦταν πολλές καί ὁ πονηρός δέν τό ἄντεχε αὐτό. Προσπάθησε λοιπόν μέ πολλούς τρόπους νά ταλαιπωρήσει τόν ἐνάρετο μοναχό.
῎Εβαλε στίς ψυχές τῶν ἀδελφῶν του τό φθόνο καί τή ζήλεια καί συνεχῶς αὐτοί τόν ταλαιπωροῦσαν ἄλλοτε μέ προσβολές, ἄλλοτε μέ βρισιές, συχνά καί μέ ξυλοδαρμούς, μέ σκοπό νά τόν ἐξοντώσουν.
Παρ’ ὅλα αὐτά ὁ Θεόδωρος ἔστεκε δυνατός, ὑπέφερε ὑπομονετικά τίς διάφορες δοκιμασίες καί προσευχόταν στό Θεό νά συγχωρήσει τούς διῶκτές του καί νά τόν βοηθήσει, ὥστε νά μή μάθει ὁ ῾Ηγούμενος τήν ταλαιπωρία του καί θελήσει νά τόν προστατεύσει. Δέν ἤθελε νά χάσει τήν ἀμοιβή πού χαρίζει ὁ Θεός στούς ὑπομένοντας.
1ο θαῦμα τοῦ Θεόδωρου
Στά 14 του χρόνια ὁ Θεόδωρος ἔκανε τό πρῶτο του θαῦμα.
῞Ενας Ρῶσος εὐγενής καί ἀξιωματοῦχος, ἐπισκέφτηκε τό ῞Αγιο ῎Ορος μέ τή δαιμονισμένη γυναίκα του. Τήν εἶχε στό πλοῖο, ἐπειδή δέν ἐπιτρεπόταν οἱ γυναῖκες νά πατήσουν σ’ αὐτό. Εἶχε δεῖ ὅμως ὄνειρο πώς κάποιος νεαρός μοναχός πού βρισκόταν στό ῞Αγιο ῎Ορος θά μποροῦσε νά τή θεραπεύσει. Γι’ αὐτό ἀποφάσισε νά κάνει αὐτό τό ταξίδι. ῞Οταν συνάντησε τόν ῾Ηγούμενο, τοῦ ἐξήγησε τό ὄνειρο καί τό λόγο πού ζητοῦσε τή βοήθειά του. ῾Ο ῾Ηγούμενος πῆγε ἀμέσως μαζί μέ ὅλους τούς μοναχούς στό πλοῖο.
῾Η ἄρρωστη γυναίκα, ὅταν τούς εἶδε, κατάλαβε ὅτι κανένας ἀπ’ αὐτούς δέν ἦταν ὁ νέος πού εἶχε δεῖ στόν ὕπνο της. Τούς εἶπε πώς αὐτόν πού εἶδε στό ὄνειρό της ἦταν πολύ νέος. Αὐτοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους καί κατάλαβαν πώς μιλοῦσε γιά τόν ἀσήμαντο γι’ αὐτούς Θεόδωρο. Τότε ὁ ῾Ηγούμενος ἔστειλε νά τόν φωνάξουν νά ἔλθει κι’ αὐτός στό καράβι. ῞Οταν σέ λίγο πλησίασε στό καράβι, τό δαιμόνιο μέ φωνή βοδιοῦ φώναζε κι ἔλεγε· «Αὐτός θά μέ διώξει, αὐτός θά μέ διώξει». ῞Ολοι παρακολουθοῦσαν τό περιστατικό ἔκπληκτοι καί ἀποροῦσαν πῶς ξεχώριζε τόσο ὁ Θεόδωρος. ῾Ο ῾Ηγούμενος ρώτησε τό Θεόδωρο· «Γιά πές μου, παιδί μου, σέ ποιόν προσεύχεσαι κι’ ἔχει ἡ προσευχή σου τόση δύναμη;» Κι’ αὐτός τοῦ ἀπάντησε· «Στή χρυσή Παναγιά». Τότε ὁ ῾Ηγούμενος τοῦ ζήτησε νά φέρει ἁγιασμό ἀπό τήν εἰκόνα πού προσευχόταν. ῾Ο Θεόδωρος ὅμως τοῦ ζήτησε πρῶτα νά τοῦ δώσει τρεῖς ἡμέρες περιθώριο γιά νηστεία καί προσευχή καί μετά νά φέρει τό ἁγίασμα.
῞Οταν πέρασαν οἱ τρεῖς ἡμέρες, πῆρε ὁ Θεόδωρος τόν ἁγιασμό ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν (μία ἀπό τίς εἰκόνες πού τιμῶνται στή Ρωσία) καί τόν ἔδωσε στόν ῾Ηγούμενο γιά νά τόν πάει στήν ἄρρωστη γυναίκα. Αὐτή βλέποντας τόν ῾Ηγούμενο νά πλησιάζει, ἄρχισε νά φωνάζει· «Ποῦ μέ διώχνεις; Ποῦ μέ διώχνεις;»
῾Ο ῾Ηγούμενος τήν πλησίασε, τή ράντισε καί τῆς ἔδωσε νά πιεῖ αὐτό τό ἁγίασμα. Καί ὦ τοῦ θαύματος! ῾Η γυναίκα ἔγινε καλά. ῾Ο ἀξιωματοῦχος εὐχαριστημένος ἀπό τό θαῦμα θέλησε νά προσφέρει πολλά χρήματα στόν Θεόδωρο. ᾿Εκεῖνος ὅμως ἀρνήθηκε νά τά πάρει καί τοῦ εἶπε ὅτι ἄν ἤθελε μποροῦσε νά τά δώσει στόν ῾Ηγούμενο γιά τίς ἀνάγκες τοῦ κοινοβίου. Μέ ταπείνωση τοῦ ἐξιστόρησε ὅτι, «ἦταν ἁμαρτωλός καί ἀνάξιος καί δέν ἔκανε τίποτα. Αὐτός πού ἔκανε τό θαῦμα εἶναι ὁ Μεγάλος ᾿Ιατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, ὁ Θεός, χάριν τῆς Παναγίας. Αὐτούς λοιπόν πρέπει νά εὐχαριστήσετε». Αὐτό ἦταν τό πρῶτο θαῦμα τοῦ Θεόδωρου. ῞Ενα χρόνο μετά ὁ ἀξιωματοῦχος ἐπισκέφτηκε τό μοναστήρι, φέρνοντας πολλά δῶρα ἀπό εὐγνωμοσύνη γιά τή θεραπεία τῆς γυναίκας του.
Νέες δοκιμασίες τοῦ Θεόδωρου.
Θαῦμα τοῦ ᾿Αρχάγγελου.
Μετά τό θαῦμα, πολλά δεινά ἄρχισαν γιά τό Θεόδωρο. ῾Ο πειρασμός εἰσχώρησε στό νοῦ καί στή ψυχή τῶν μοναχῶν καί αὐτοί γεμάτοι μίσος προσπάθησαν νά ἐξοντώσουν τό Θεόδωρο. ῞Οταν ὁ ῾Ηγούμενος τόν ἔστειλε μέ ἄλλους δύο μοναχούς νά πᾶνε σέ κάποια πόλη γιά νά μαζέψουν χρήματα γιά τή Μονή, ἐκεῖνοι βρῆκαν τήν εὐκαιρία νά βάλουν σέ ἐφαρμογή τό σχέδιό τους καί νά ἐξοντώσουν τόν ἐνάρετο Θεόδωρο, ὥστε νά μήν ξαναγυρίσει στό ῞Αγιο ῎Ορος. ῎Ανοιξαν ἀπότομα τήν καταπακτή ἑνός ὑπόνομου καί βίαια τόν ἔσπρωξαν μέσα, σίγουροι πώς ἔτσι θά τελειώσει ἡ ζωή του. ῾Ο Θεόδωρος ὅμως βρῆκε τή δύναμη μέ τήν προσευχή καί παρακάλεσε τόν ᾿Αρχιστράτηγο Μιχαήλ νά τόν βοηθήσει καί νά τόν σώσει. Καί ὦ τοῦ θαύματος! παρουσιάστηκε ὁ ᾿Αρχιστράτηγος, τόν σήκωσε πάνω ἀπό τά βρωμόνερα καί τόν ἐλευθέρωσε. Τοῦ ἔδωσε ἐπιπλέον ἕναν πάπυρο μέ προσευχή καί τοῦ εἶπε νά τή διαβάζει συνεχῶς γιά νἄναι πάντα καλά καί νά ξέρει τί νά πεῖ στόν ῾Ηγούμενο, ὅταν τόν ρωτήσει τί ἔγινε μέ τούς ἄλλους ἀδελφούς.
῾Ο Θεόδωρος εὐχαρίστησε τόν ᾿Αρχιστράτηγο καί ἔφυγε, γιά νά γυρίσει στήν πόλη καί νά συνεχίσει νά μαζεύει χρήματα γιά τό μοναστήρι.
᾿Εν τῷ μεταξύ οἱ ἄλλοι δύο μοναχοί εἶχαν ἐπιστρέψει στό μοναστήρι. Στήν ἐρώτηση τοῦ ῾Ηγούμενου, ποῦ εἶναι ὁ Θεόδωρος, τοῦ εἶπαν ὅτι ἀρρώστησε καί ἔμεινε στήν πόλη. ῾Ο ῾Ηγούμενος ἀνησύχησε γιά τό Θεόδωρο καί ἐπέπληξε τούς μοναχούς πού τόν ἄφησαν ἄρρωστο καί ἔφυγαν. Σέ λίγες ἡμέρες ἐπέστρεψε ὁ Θεόδωρος στό Μοναστήρι καί ἔφερε τρεῖς φορές περισσότερα χρήματα ἀπ’ ὅσα ἔφεραν οἱ ἄλλοι δύο μοναχοί καί γυρίζοντας πρός τόν ῾Ηγούμενο τοῦ εἶπε· «Πατέρα, συγχώρησέ με, ἄργησα νά ἐπιστρέψω γιατί ἀρρώστησα».
Δέν εἶπε τήν ἀλήθεια, ἀλλά τό ψέμα αὐτό ἦταν σωτήριο, ὅπως ἀκριβῶς τοῦ εἶχε πεῖ καί ὁ ᾿Αρχιστράτηγος, πού τόν βοήθησε νά σωθεῖ. Δηλαδή τόν φώτισε νά πεῖ ὅ,τι εἶχαν πεῖ καί οἱ ἄλλοι δύο μοναχοί, γιά νά μή μάθει ὁ ῾Ηγούμενος τί ἔγινε.
᾿Επιστροφή στό σπίτι
῾Ο Θεόδωρος ἀπό δόκιμος ἔπρεπε νά γίνει ρασοφόρος. ῏Ηρθε πλέον ἡ στιγμή πού ὁ Θεός φώτισε τόν ῾Ηγούμενο νά μάθει ὅτι ὁ Θεόδωρος δέν ἦταν ὀρφανός, ἀλλά ζοῦσαν οἱ γονεῖς του καί τόν ἔστειλε νά πάει νά τούς βρεῖ καί νά πάρει τήν εὐχή τους.
῾Ο Θεόδωρος γύρισε στούς γονεῖς του. ῎Εφθασε στό χωριό του, πῆγε στό σπίτι του, χτύπησε τήν πόρτα καί ζήτησε ἀπό τή γυναίκα πού τοῦ ἄνοιξε, νά τόν φιλοξενήσει. ῾Η γυναίκα αὐτή ἦταν ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία ὅμως δέν τόν ἀναγνώρισε. Μέ χαρά τόν φιλοξένησε, ἀλλά τή δουλειά της μέ τή ρόκα δέν τή σταμάτησε. ῾Ο Θεόδωρος ἄρχισε νά τή ρωτάει γιά νά μάθει πῶς ζοῦν, μέ τί ἀσχολοῦνται καί ποιός εἶναι ζωντανός ἤ ποιός πέθανε. ῾Η μητέρα του τοῦ ἀπάντησε σέ ὅλα, ἀλλά ὅταν ἔφτασε στό σημεῖο τοῦ χαμοῦ τοῦ μικροῦ της Θεόδωρου μέσα στό δάσος, λύγισε καί ξέσπασε σέ δάκρυα.
῾Ο Θεόδωρος τή ρώτησε· «Μήπως αὐτό τό παιδί εἶχε κάποιο σημάδι, ἀπό τό ὁποῖο θά μποροῦσε κάποιος νά τό ἀναγνωρίσει;» ᾿Εκείνη ἀμέσως τοῦ ἀπάντησε· «Ναί, τό παιδί μου εἶχε ἕνα σημάδι, μιά μεγάλη ἐλιά πίσω ἀπό τό δεξί του αὐτί». Τότε ὁ Θεόδωρος σήκωσε τά μαλλιά του καί τό ἔδειξε. ῾Η γυναίκα βλέποντας τήν ἐλιά καί κοιτάζοντάς τον καλά στό πρόσωπο ἀναγνώρισε πώς αὐτός ἦταν ὁ ἀγαπημένος της γιός, ὁ Θεόδωρος. Μέ συγκίνηση καί χαρά τόν ἀγκάλιασε καί τόν φίλησε. ῾Ο Θεόδωρος ἔμεινε γιά λίγο στό σπίτι, κοντά στούς γονεῖς του. ῎Επρεπε ὅμως νά ἐπιστρέψει στό ῞Αγιο ῎Ορος. Πῆρε τήν εὐχή τῶν γονιῶν του καί τήν εὐλογία ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν πού τοῦ ἔδωσαν καί ἐπέστρεψε στό κοινόβιό του γεμάτος χαρά.
Χειροτονία τοῦ Θεόδωρου στά 18 του χρόνια τό 1859
῾Ο ῾Ηγούμενος μετά τήν ἐπιστροφή του, πίστεψε ὅτι ἦταν ἕτοιμος γιά χειροτονία. ῾Ο ἴδιος ἐτέλεσε τό μυστήριο καί ἔδωσε στό Θεόδωρο, τό νέο κατά Θεό ὄνομά του, πού ἦταν Θεοδόσιος.
Τό ἔργο τοῦ Θεοδοσίου σέ διάφορες ἀποστολές του.
῞Υστερα ἀπό τή χειροτονία του, ἄγνωστο σέ πόσο διάστημα ἀκριβῶς, ἔστειλαν τόν μοναχό Θεοδόσιο ἀπό τό κοινόβιο τῆς Τιμίας ζώνης τῆς Παναγίας τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, στό ὁμώνυμο κοινόβιο (Ρώσικο) στήν Κων/λη. Σ’ αὐτό ἔμεινε πέντε χρόνια, ἐξυπηρετῶντας συνεχῶς τούς Ρώσους προσκυνητές, ἀνάλογα μέ τήν ἀνάγκη τοῦ καθενός. Μετά τό τέλος αὐτῆς τῆς ἀποστολῆς ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τόν ἔστειλε στή «γῆ τῆς ἐπαγγελίας», ὅπως λέγονταν τά ῾Ιεροσόλυμα. ῾Η παράδοση λέει ὅτι ἔμεινε ἐκεῖ πενήντα χρόνια. Προσευχόταν κοντά στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ. ῾Η θέλησή του νά ἀποκτήσει γνώσεις, γιά νά βοηθάει τούς πάντες, ἦταν μεγάλη. Γι’ αὐτό, ὅπως λέγεται, μιλοῦσε 14 γλῶσσες μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. ῎Εγινε προσκυνητής σέ ὅλα τά ἱερά προσκυνήματα. Δηλαδή περπάτησε ὅπου εἶχε περπατήσει ὁ Σωτήρας Χριστός. ῾Η προσφορά του ἦταν τόσο μεγάλη πού ὁ λαός τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα «παππούλης ὁ ῾Ιεροσολυμίτης» ἤ Στάρετς Θεοδόσιος ὁ ῾Ιεροσολυμίτης. ᾿Απ’ τήν ἀποστολή του στά ῾Ιεροσόλυμα μᾶς διαφεύγουν πολλά γεγονότα, γιατί δέν ὑπάρχουν ντοκουμέντα.
Τατιανή ἡ ὑποτακτική
Κάποια φορά ἀνάμεσα στούς πολλούς, τόν ἐπισκέφθηκε καί μιά μητέρα μέ τήν 14χρονη κόρη της, γιά νά τόν γνωρίσουν καί νά πάρουν τήν εὐλογία του. ῾Η μικρή ὅμως τόσο πολύ ἐπηρεάστηκε, πού ἀποφάσισε νά γίνει μοναχή, νά μείνει στά ῾Ιεροσόλυμα ἤ ὅπου ἀλλοῦ βρισκόταν ὁ Στάρετς καί νά τόν βοηθάει ὅσο θά ζοῦσε. Τό ὄνομά της ἦταν Τατιανή.
᾿Αποστολή στό ῞Αγιο ῎Ορος
Στό τέλος τοῦ 19ου αἰώνα, τό 1879, ὁ μοναχός Θεοδόσιος ξαναγύρισε στό ῞Αγιο ῎Ορος, ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου πρωτοξεκίνησε τήν πορεία του πρός τό Θεό. Στό κοινόβιο τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Παναγίας ἦταν ῾Ηγούμενος ὁ ᾿Ιωαννίκιος, τοῦ ὁποίου πνευματικό παιδί ὑπῆρξε καί ὁ Θεοδόσιος. ῾Ο ᾿Ιωαννίκιος ἦταν ἐκεῖ 45 ὁλόκληρα χρόνια. Μέ τήν εὐχή τοῦ ῾Ηγούμενου χειροτονήθηκε ὁ μοναχός Θεοδόσιος ῾Ιερέας στίς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 1897. ῾Υπάρχουν καί τά στοιχεῖα πού ἀποδεικνύουν τή χειροτονία του.
Παρέμεινε ὁ ῾Ιερομόναχος Θεοδόσιος ὡς ὑποτακτικός τοῦ ᾿Ιωαννίκιου μέχρι τό θάνατό του τό 1901. Μετά τό θάνατό του καί σύμφωνα μέ τήν ῾Αγιορείτικη παράδοση ὁ ῾Ιερομόναχος Θεοδόσιος τόν διαδέχθηκε ὡς ῾Ηγούμενος τοῦ κοινοβίου. ᾿Επειδή ὅμως οἱ πολλές εὐθύνες τόν ἀποσποῦσαν ἀπό τό καθαρά πνευματικό του ἔργο, ὕστερα ἀπό λίγο καιρό ἐπέστρεψε στά ῾Ιεροσόλυμα, ὅπου ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχός.
Λέγεται πώς ἐκεῖ τόν ἐπισκέφθηκε κάποιος Ρῶσος ἀξιωματοῦχος καί συνταξιοῦχος καί τόν παρότρυνε νά γυρίσει στή Ρωσία, ἐπειδή ἐκεῖ τόν εἶχαν μεγαλύτερη ἀνάγκη. ῾Ο Θεοδόσιος συνδύασε αὐτό τό κάλεσμα μέ τήν ἐντολή πού εἶχε πάρει καί ὁ ἴδιος ἀπό τήν Παναγία, νά γυρίσει πίσω στή Ρωσία, στό χωριό Πλατνιρόφκα. Αὐτό βέβαια δέν τό ὁμολόγησε ποτέ ὁ ῾Ιερομ. Θεοδόσιος, ἀλλά ὕστερα ἀπό λίγο καιρό τό διέδωσε κάποιο πνευματικό παιδί του, ἡ ᾿Αντωνία, μέ δική της πρωτοβουλία.
῾Ο ῾Ιερομ. Θεοδόσιος πῆρε ἀπό τά ῾Ιεροσόλυμα κάποια ἀντικείμενα μεγάλης πνευματικῆς ἀξίας, γιά νά τά μεταφέρει στή Ρωσία. Οἱ δαίμονες μέ πολλούς τρόπους προσπάθησαν νά τόν ἐμποδίσουν νά τά πάρει μαζί του. ᾿Αλλά μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ δέν κατάφεραν νά τό πετύχουν. Τόν ῾Ιερομ. Θεοδόσιο ἀκολούθησε στή Ρωσία καί ἡ μοναχή Τατιανή.
᾿Επιστροφή στή Ρωσία
Κατ’ ἀρχάς ὁ ῾Ιερομ. Θεοδόσιος ἐπέστρεψε στή Ρωσία, στήν πόλη Πλατνιρόφκα, ὅπου ἔμεινε ἕνα ὁλόκληρο χρόνο. ῾Η φήμη τῆς ἐπιστροφῆς του ἁπλώθηκε γρήγορα καί πολύς κόσμος τόν ἐπισκεπτόταν γιά εὐλογία καί πνευματική του στήριξη.
῾Ο ῾Ιερομ. Θεοδόσιος μέ τήν ἴδια πάντοτε καλοπροαίρετη διάθεση προσέγγιζε τούς ἀνθρώπους πού τόν ἐπισκέπτονταν. Μαρτυρίες ἀναφέρουν ὅτι τόν ἐπισκέπτονταν 500 ἄτομα καθημερινά. ῾Ο λαός αὐτός τόν ἀναγνώρισε ὡς ὑπηρέτη τοῦ Θεοῦ καί προστάτη τῶν ἀδυνάτων καί ἀναξιοπαθούντων. ῾Ο ῾Ιερομ. Θεοδόσιος μέ τό προφητικό του χάρισμα -πού ποτέ δέν ὁμολογοῦσε ὡς δικό του, ἀλλά τό ἀπέδιδε πάντοτε στό Θεό-, γνώριζε τά παραπτώματα τοῦ καθενός, γι’ αὐτό καί τούς ἐπιτιμοῦσε γιά νά διορθωθοῦν. Μέ αὐτό τό χάρισμα κατάφερε νά θεραπεύσει τίς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος πολλῶν ἀνθρώπων. Μέχρι τό θάνατό του ἀκολούθησε αὐτή τήν ὠφέλιμη τακτική καί κατάφερε νά ὁδηγήσει πολλούς στό δρόμο τῆς σωτηρίας.
Σημάδι Θεοῦ γιά τό ποῦ νά χτιστεῖ ὁ ναός
Μέσα σέ κάποιο μικρό ρῆγμα, κατ’ οἰκονομία Θεοῦ, φάνηκε τό σημάδι γιά τό ποῦ ἔπρεπε νά χτιστεῖ μιά ἐκκλησία. ῾Υπῆρχε μέσα σ’ αὐτό μιά πέτρα πάνω στήν ὁποία ἦταν γονατιστός ὁ ῾Ιερομ. Θεοδόσιος ἑπτά ἡμερόνυχτα καί προσευχόταν. ᾿Εκεῖ παρουσιάστηκε ἡ Παναγία καί τοῦ ὑπέδειξε τόν τόπο πού θά χτιστεῖ ἡ ἐκκλησία καί ὁ χῶρος στόν ὁποῖο θά ἑτοιμάζονται τά πρόσφορα. Ποιό ἦταν τό σημάδι; Πάνω στήν πέτρα φύτρωσε καί ἄνθισε θαυματουργικῶς ἕνα λουλούδι.
Κατ’ ἀρχάς ὁ ῾Ιερομ. Θεοδόσιος μέ τή βοήθεια κατοίκων ἀπό τά κοντινά χωριά ἔφτιαξε μιά μικρή ἐκκλησία καί ἕνα μικρό χῶρο γιά τά πρόσφορα. ᾿Επιπλέον ἔφτιαξαν καί πολλά πρόχειρα κελιά ἀπό βέργες καί ἄχυρο. Αὐτά ὅμως διατηρήθηκαν γιά μικρό διάστημα, ἀφοῦ σέ λίγο ὅλα καταστράφηκαν ἀπό τίς ἄγριες συνθῆκες πού ἐπικρατοῦσαν. Σ’ αὐτά τά κτίσματα ἀρχικά ἔμειναν ὁ ῾Ιερομ. Θεοδόσιος καί οἱ δύο μοναχές, ὡς βοηθοί καί πνευματικά παιδιά του.
Σ’ αὐτόν τόν ξερό τόπο, μέ προσευχή τοῦ Θεοδόσιου, ἀνέβλυσε θεραπευτικό νερό καί ὁ κόσμος μέ περισσότερη πίστη ἐρχόταν ἐκεῖ γιά νά λυτρωθεῖ ἀπ’ ὅ,τι τόν ταλαιπωροῦσε. ῞Ολοι ὅμως πίστευαν πώς τό «ζῶν ὕδωρ» ἦταν ὁ ῾Ιερομ. Θεοδόσιος, πού μέ τό λόγο του ξεκούραζε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων.
Γεγονότα πού πρέπει νά προσέξουμε
᾿Ανάμεσα σέ πολλούς πού ἤθελαν νά ἐπισκεφθοῦν τόν ῾Ιεροσολυμίτη ἦταν καί τρία μικρά κορίτσια. ῾Η ῎Αννα (11 χρόνων), ἡ Λιούμπα (᾿Αγάπη, 12 χρόνων) καί ἡ ῎Αννα (10 χρόνων).
Εἶχαν μάθει κι’ αὐτές ἀπό τίς γιαγιάδες τους γιά τήν προφητική ἱκανότητα τοῦ Γέροντα, ὅτι δηλαδή γνώριζε τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων καί ζήτησαν νά τίς πάρουν μαζί τους, ὅταν θά πήγαιναν νά τόν ἐπισκεφθοῦν. ᾿Εκεῖνες ὅμως δέν τίς πῆραν, βρίσκοντας δικαιολογία ὅτι ἦταν πολύ μακριά. ῞Οταν οἱ γιαγιάδες συνάντησαν τόν Γέροντα Θεοδόσιο καί τίς ρώτησε, ποῦ εἶναι οἱ μικρές πού ἤθελαν τόσο νά τόν ἐπισκεφθοῦν, ἐκεῖνες κατάλαβαν ὅτι γνώριζε τά πάντα μέ τήν προφητική του ἱκανότητα καί τοῦ ζήτησαν συγνώμη. ῾Ο γέροντας Θεοδόσιος τούς ἔδωσε νά πᾶνε στίς μικρές τά ἑξῆς·
Τρία κομμάτια πρόσφορο, τρία κομμάτια ζάχαρη, τρία ἁλμυρά μανιτάρια καί τρία μικρά ἀγγουράκια. «Θά τούς τά δώσετε νά τά φᾶνε, ὅπου κι’ ἄν βρίσκονται». Αὐτός ὅμως ἤξερε ποῦ βρίσκονταν. Οἱ γιαγιάδες φτάνοντας στό χωριό τους, τίς βρῆκαν στό προαύλιο τῆς ἐκκλησίας, τούς δώσανε τά κεράσματα τοῦ γέροντα Θεοδοσίου καί τά ἔφαγαν. ᾿Αμέσως ἔνιωσαν νά πλημμυρίζουν ἀπό χαρά καί ἡ λαχτάρα τους νά τόν συναντήσουν στό ἡσυχαστήριό του ἔγινε μεγαλύτερη.
Οἱ γιαγιάδες πῆραν ὕστερα ἀπ’ ὅλα αὐτά τήν ἀπόφαση νά πᾶνε μέ τά παιδιά νά ἐπισκεφθοῦν τόν γέροντα Θεοδόσιο. ῞Οταν ἔφτασαν μίλησε πρῶτα στίς γιαγιάδες καί μετά πῆρε τά κοριτσάκια ξεχωριστά καί τούς εἶπε· «Πόσο θἄθελα ἔτσι ὅπως εἶστε νά σᾶς ἔστελνα κατ’ εὐθείαν στό Θεό».
῎Εμειναν γιά λίγο καιρό μέ τίς γιαγιάδες τους στό ἡσυχαστήριο παρόλο πού ἡ ἐπιθυμία τους ἦταν νά μείνουν μόνιμα ἐκεῖ.
῞Οταν γύρισαν στά σπίτια τους, ἄρχισαν νά σκέπτονται μέ ποιό τρόπο θά ἔφευγαν, ἀφοῦ οἱ γονεῖς τους θά τίς ἐμπόδιζαν νά γυρίσουν κοντά στόν «παππούλη τόν ῾Ιεροσολυμίτη». Γι’ αὐτό τά σχεδίασαν ὅλα μυστικά. Τό τελευταῖο βράδυ ζήτησαν συγνώμη ἀπό τούς γονεῖς τους καί παρακάλεσαν τό φύλακα ῎Αγγελό τους νά τίς βοηθήσει. ῞Οταν ὅλοι κοιμήθηκαν σηκώθηκαν κι’ ἔφυγαν.
῾Ο ἐρχομός τῶν παιδιῶν στό μοναστήρι καί ἡ ἱστορία τους
Τό μοναστήρι ἦταν πολύ μακριά κι’ ὁ φόβος πού φώλιαζε μέσ’ τίς καρδοῦλες τους ἦταν πολύ μεγάλος. Περπατοῦσαν μέσα στή νύχτα καί ἀγωνιοῦσαν γιά τό τί θά μποροῦσε νά συμβεῖ. ᾿Από ἐπίθεση σκύλων, μέχρι κάθε μορφῆς ἀπρόοπτο. Πιάστηκαν ὅμως χέρι-χέρι γιά νά παίρνει δύναμη ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη. Μέ συνεχή προσευχή ζητοῦσαν ἀπό τόν ῎Αγγελό τους νά τίς βοηθήσει νά φθάσουν σῶες στόν προορισμό τους. Ξημερώματα ἔφθασαν κοντά στή μονή καί ὁ ῾Ιερομόναχος Θεοδόσιος εἶχε βγεῖ στό δρόμο μέ τό σταυρό στό χέρι γιά νά τίς προϋπαντήσει...
Τό πρωΐ οἱ γονεῖς τους, ξύπνησαν καί τίς ἀναζήτησαν. ῞Οταν δέν τίς βρῆκαν, γεμάτοι ἀπό ἀγωνία βγῆκαν στούς δρόμους, συνεχίζοντας τό ψάξιμο. Ρωτοῦσαν ὅποιον ἔβλεπαν. ᾿Απ’ τούς ἀνθρώπους φύλαξης τῆς περιοχῆς περίμεναν κάτι νά μάθουν. Κανένας ὅμως δέν τίς εἶχε δεῖ πουθενά. ῞Οταν τό ἔμαθαν οἱ γιαγιάδες σκέφθηκαν, ὅτι μόνο ὁ γέροντας Θεοδόσιος θά μποροῦσε νά βοηθήσει τίς μητέρες τους. ᾿Εκεῖνες τότε ξεκίνησαν γιά νά φθάσουν τό γρηγορότερο στό ἡσυχαστήριο.
῞Οταν ἔφθασαν, ζήτησαν ἀπό τό γέροντα Θεοδόσιο νά τούς πεῖ ποῦ μποροῦσαν νά βροῦν τά παιδιά τους. ῾Ο ῾Ιερομόναχος Θεοδόσιος τούς εἶπε· «Τά παιδιά εἶναι ἐδῶ, τά ἔφερε ὁ Θεός, ἀλλά ἡ γνώμη μου εἶναι νά τά ἀφήσετε στό μοναστήρι πρός σωτηρία τῆς ψυχῆς τους». Δέν τίς ἐμπόδισε ὅμως νά κάνουν αὐτό πού ἤθελαν.
῾Η 12χρονη ῎Αννα
῞Οταν μετά ἀπό λίγο καιρό ἔφυγε ἀπό τό μοναστήρι καί ἔφτασε στό σπίτι της μέ τή μητέρα της, βρῆκαν τόν πατέρα της ἄρρωστο. Συζήτησαν ὅμως ὅλοι μαζί τό συμβάν καί οἱ γονεῖς θυμήθηκαν τό τάμα, πού εἶχαν κάνει πρός τό Θεό, νά τοῦ τήν ἀφιερώσουν ὅταν γεννηθεῖ, ἀφοῦ πρίν ἀπό τήν ῎Αννα ὅλα τά παιδιά τους πέθαιναν. ᾿Αποφάσισαν λοιπόν, ἔστω καί καθυστερημένα, νά ἐκπληρώσουν τό τάμα τους καί νά ἐπιτρέψουν στήν ῎Αννα νά ἐπιστρέψει στή μονή, ἀφοῦ κι’ αὐτή τό ἤθελε πάρα πολύ.
῾Η 20χρονη ῎Αννα
῞Υστερα ἀπό λίγο καιρό, μετανοημένη ἡ μητέρα της ἦρθε νά τήν πάρει ἀπό τό μοναστήρι. Πρίν φύγουν ὅμως ὁ γέροντας Θεοδόσιος τούς ἔδωσε ἕνα αὐγό ἀπό τήν κλῶσα καί τούς εἶπε· «Πάρε τόν Πέτρο, αὐτός θά λαλήσει, ὅπως ἔγινε μέ τόν ᾿Απόστολο Πέτρο, ὅταν ἀρνήθηκε τόν Χριστό». ῞Οταν ἔφτασαν στό σπίτι καί κάποια στιγμή τό αὐγό ἔγινε κλωσόπουλο, ἄρχισαν νά φαίνονται τά σημάδια τῆς δοκιμασίας τους.
Τό κλωσόπουλο ἦταν πετεινάρι καί τό ὀνόμασαν Πέτρο. Μεγαλώνοντας τό πετεινάρι ἔγινε ἄγριος πετεινός καί ἀναγκάστηκαν νά τόν σφάξουν. ῞Οταν ἡ ῎Αννα μεγάλωσε καί παντρεύτηκε, ὁ ἄντρας της ἦταν μέθυσος, βίαιος καί τόν ἔλεγαν Πέτρο. ῎Εζησε κοντά του βασανιστικά καί γλίτωσε ἀπ’ αὐτόν μόνο, ὅταν τόν πῆραν στόν πόλεμο κι’ ἐκεῖ σκοτώθηκε! ᾿Αλλά ἡ ταλαιπωρία της ὅσο ζοῦσε ἦταν μεγάλη, μέ τά δυό ἀνάπηρα παιδιά της.
῾Η 12χρονη Λιούμπα (᾿Αγάπη)
῎Αν καί οἱ γονεῖς της ἦταν εὐγενεῖς καί πλούσιοι καί εἶχε τά πάντα, δέν τήν πίεσαν νά κάνει κάτι ἀντίθετο ἀπό τή θέλησή της κι’ ἔτσι ἔμεινε στό ἡσυχαστήριο. ῏Ηταν ἡ πιό κερδισμένη πρός δόξα Θεοῦ καί λύτρωση τῆς ψυχῆς της. ᾿Επειδή ἤξερε γράμματα, δίδασκε τά παιδιά τοῦ κοντινοῦ χωριοῦ, ἀλλά καί ἄλλα παιδιά, πού πήγαιναν νά μείνουν ἐκεῖ γιά κάποιο καιρό.
Διηγήματα πού ἀξίζει νά γνωρίζουμε.
῾Η φτωχή μητέρα μέ τήν κόρη της
Μέσ’ τούς πολλούς ἐπισκέπτες πού πῆγαν νά συναντήσουν τόν Στάρετς, ἦταν καί μιά φτωχή μητέρα μέ τήν κόρη της. ῞Οταν ὁ γέροντας Θεοδόσιος εἶδε τή μικρή, ζήτησε ἀπό τή μητέρα της νά τήν ἀφήσει στή μονή, γιά νά γίνει νύμφη τοῦ Χριστοῦ. ῾Η μητέρα ὅμως τοῦ ἀρνήθηκε, γιατί ἡ κόρη της ἦταν ὁ μοναδικός βοηθός της καί πρόσεχε τά ἄλλα παιδιά της, ὅταν αὐτή πήγαινε γιά δουλειές.
Τότε ὁ Στάρετς τῆς ἔδωσε ἕνα καλαμπόκι καί τῆς εἶπε νά τό βάλει στά εἰκονίσματα καί ποτέ στό ἑξῆς ἡ οἰκογένεια δέν θά πεινοῦσε. ῎Ετσι ἡ μητέρα ἄφησε τό κοριτσάκι της στό ἐρημητήριο τοῦ γέροντα Θεοδόσιου καί ὅταν ἔφτασε στό σπίτι, ἔκανε ὅ,τι ἀκριβῶς τῆς εἶπε ὁ γέροντας Θεοδόσιος μέ τό καλαμπόκι. Κάποια μέρα ἕνας πλούσιος γαιοκτήμονας πῆγε στό σπίτι της καί τῆς ζήτησε νά πάει γιά δουλειά. ᾿Εκείνη ὅμως ἀρνήθηκε καί τοῦ ἐξήγησε ὅτι δέν εἶχε κάποιον γιά νά προσέχει τά παιδιά της. Αὐτός ὅμως συμφώνησε νά πάρει καί τά παιδιά μαζί της. ῎Ετσι βρέθηκε ὁ τρόπος νά ζήσει ἡ οἰκογένειά της ἄνετα καί νἄχει καί πολύ καλή πληρωμή. Σ’ ὅλη της τή ζωή δέν ἀντιμετώπισε καμιά ἀνάγκη. ῾Η κόρη της σέ λίγο καιρό ἀρρώστησε καί πέθανε, ἀλλά εἶχε προλάβει νά πάρει τό σχῆμα τῆς μοναχῆς καί νά φύγει ἀπό αὐτή τή ζωή ὡς νύμφη Χριστοῦ.
Διήγημα ᾿Ανυσίας
Μαζί μέ τίς φίλες της ἡ ᾿Ανυσία ἐπισκέφθηκε τό ἐρημητήριο τοῦ ῾Ιεροσολυμίτη, γιά νά τόν δεῖ καί νά πάρει τήν εὐλογία του. ῞Οταν, ὅμως, ἦρθε ἡ ὥρα μετά τή συνάντησή τους νά φύγουν, ἔδωσε ὁ Στάρετς στήν ᾿Ανυσία τρεῖς τσάντες ραμμένες ἀπό ὕφασμα καί τῆς εἶπε πώς αὐτές θά γεμίσουν ἀπό τά δάκρυά της.
῾Η ᾿Ανυσία ἀπόρησε, γιατί ποτέ δέν εἶχε κλάψει, παρά τά ὅσα εἶχε περάσει μέ τόν κακό ἄντρα της. Μετά τό θάνατο τοῦ ἄνδρα της, ζοῦσε μέ τούς δύο γιούς της καί τά ἐννέα ἐγγόνια της καί χαιρόταν μόνο πού ἦταν ὅλοι μαζί καί τήν ἀγαποῦσαν. ῞Υστερα ὅμως ἀπό καιρό ἔζησε μιά μεγάλη δοκιμασία. ῎Εχασε ὅλη τήν οἰκογένειά της ἀπό ἐπιδημία καί γέμισε μέ δάκρυα πολύ περισσότερες ἀπό τίς τρεῖς τσάντες πού τίς εἶχε δώσει ὁ γέροντας Θεοδόσιος. ᾿Αργότερα, πού ἐπισκέφτηκε τόν γέροντα Θεοδόσιο, γονατιστή καί κλαίγοντας ἀσταμάτητα ζητοῦσε νά μάθει, πῶς γνώριζε γιά τήν δυστυχία πού θά ζοῦσε. Κι’ ὁ γέροντας Θεοδόσιος ἀπάντησε· «῾Ο Θεός φανέρωσε». ῏Ηταν μιά ἀλληγορική φράση πού ἔλεγε, γιά νά μή φανερώσει τό προφητικό του χάρισμα.
Διήγημα τῆς Βάσιας, γυναίκας τοῦ Φρουράρχου τοῦ Ροστώφ
῾Η Βάσια, γυναίκα τοῦ Φρουράρχου τοῦ Ροστώφ ἀπό περιέργεια καί μόνον, ὅταν ἔμαθε γιά τόν ῾Ιεροσολυμίτη, πῆγε μαζί μέ ἄλλες κι’ αὐτή νά τόν γνωρίσει. Δέν πίστευε ὅμως καί ἔλεγε στούς συνταξιδιῶτες της· «῎Αν ὁ παπᾶς εἶναι τόσο καλός, ὅσο λέτε, πρέπει νά κάνει κάποιο θαῦμα, γιά νά πιστέψω κι’ ἐγώ στό Θεό». ῾Η Βάσια ξεχώριζε ἀπ’ ὅλες τίς ἄλλες γυναῖκες ἀπό τά ροῦχα καί τά στολίδια πού φοροῦσε. Αὐτό ὅμως δέν ἐμπόδισε τό γέροντα Θεοδόσιο, ἀφοῦ τούς εὐλόγησε καί τούς πρόσφερε φαγητό, νά τούς στείλει ὅλους καί τή Βάσια μαζί, στό δάσος γιά νά κόψουν ξύλα.
῾Η Βάσια ἔμεινε κοντά του, γιά νά τόν βοηθήσει νά κόψει τά ξύλα μέ τό τσεκούρι. ᾿Απρόσεκτη ὅμως, ἡ Βάσια ἔβαλε τό χέρι της κοντά στό τσεκούρι καί ὁ Θεοδόσιος ἔκοψε ἕνα δάχτυλο ἀπό τό δεξί της χέρι. ῾Ο Στάρετς πῆρε τό δάχτυλο ἀπό κάτω καί λέει· «Δέν εἶναι θαῦμα αὐτό τό δάχτυλό σου;» Τό τύλιξε μέσα σέ φύλλα καί τὄβαλε στήν τσέπη του.
῾Η Βάσια κοκάλωσε ἀπό τό φόβο της καί δέν μποροῦσε νά πεῖ λέξη. Μέ ἀγωνία κοιτοῦσε τό αἷμα πού ἔτρεχε ἀπό τό χέρι της. ῾Ο Στάρετς ἀμέσως τῆς πῆρε τό χέρι καί ἄρχισε νά προσεύχεται καί νά ζητᾶ ἀπ’ τόν Θεό Πατέρα νά τή θεραπεύσει. Μετά ἔκοψε χορταράκια, ἔβγαλε ἀπ’ τήν τσέπη του τό δάχτυλο, τό ἔβαλε στό χέρι, τό τύλιξε μ’ αὐτά καί μέ φυτίλι ἀπό τή λαμπάδα πού ἔφερε ἡ ὑποτακτική του τό ἔδεσε μ’ ἕνα πανί. ῾Η Βάσια κοιτοῦσε ἀπορημένη καί σκεπτόταν πώς ὅλα αὐτά τά βρώμικα ὑλικά (χόρτα, φυτίλι, πανί) ἐπάνω στό δάχτυλο της μποροῦσαν νά τό μολύνουν καί νά τῆς κόψουν ὅλο τό χέρι.
῾Η Βάσια περίμενε ὅτι ὕστερα ἀπ’ ὅλα αὐτά θά τήν ἔστελνε ὁ Θεοδόσιος νά ξεκουραστεῖ. ᾿Εκεῖνος ὅμως μόνο τήν εὐλόγησε καί τήν ἔστειλε νά πάρει ἕνα φτυάρι καί νά πᾶνε στό χωράφι γιά δουλειά. Τήν ἑπόμενη μέρα μετά τή Λειτουργία κι’ ἐνῶ ὅλοι εἶχαν βγεῖ ἔξω ἀπό τό ναό φώναξε τή Βάσια, ξετύλιξε τό χέρι της καί τῆς εἶπε· «Κούνησε τό δάχτυλό σου». Αὐτή φοβόταν καί νά ἀναπνεύσει ἀκόμα μή τυχόν καί ξεκολλήσει. Αὐτό ὅμως ἦταν γερά στή θέση του σάν νά μήν εἶχε συμβεῖ τίποτα. Μόνο στό σημεῖο τῆς συγκόλλησης ὑπῆρχε ἕνα σημάδι σάν ἕνα ρόζ δαχτυλίδι. ῾Η Βάσια μπόρεσε νά κουνήσει τό δάχτυλό της ὅπως πρίν. Μ’ αὐτόν τόν τρόπον ὁ Θεός καί μέ ὑπηρέτη του τόν Θεοδόσιο, ἔφερε τή Βάσια κοντά του ὥστε νά πιστεύψει.
῞Υστερα ἀπό τρεῖς ἡμέρες ἡ Βάσια ἑτοιμαζόταν νά φύγει, ἀλλά προτοῦ γίνει αὐτό, ὁ γέροντας Θεοδόσιος τῆς ζήτησε νά ἀλλάξει αὐτά πού φοροῦσε καί νά ντυθεῖ μέ ἀλλοπρόσαλλα ροῦχα γιά νά μοιάζει σάν κλόουν. ῾Ο γέροντας Θεοδόσιος ἤξερε τό γιατί καί γι’ αὐτό τήν προέτρεπε· «Μέ αὐτά τά ροῦχα νά γυρίσεις καί μέ τόν τρόπο σου νά κάνεις καί τόν ἄντρα σου πιστό».
῞Οταν ἡ Βάσια γύρισε σπίτι καί τήν εἶδε ὁ ἄντρας της δέν τήν ἀναγνώρισε καί ζήτησε νά μάθει τί εἶχε συμβεῖ. ᾿Εκείνη ὅσον ἀφορᾶ τά ροῦχα πού φοροῦσε ἔδειχνε νά μήν τήν ἐνοχλοῦν καί τοῦ εἶπε πώς ἦταν μιά χαρά.
῾Ο ἄντρας της πίστεψε πώς ἡ Βάσια, ἡ γυναίκα του, εἶχε τρελαθεῖ καί κάλεσε τούς ψυχίατρους νά τήν ἐξετάσουν. Οἱ ἐξετάσεις ἔδειξαν πώς ἦταν ὑγιής καί ἑπομένως ἡ ἀλλοπρόσαλλη εἰκόνα της ὀφειλόταν στήν πίστη της πρός τόν Θεό. ῾Ο ἄντρας της ὅμως δέν ἄντεξε τέτοια ἀλλαγή καί ἄρχισε νά τήν προσβάλλει, νά τήν χτυπᾶ καί νά τῆς κάνει τή ζωή δύσκολη. Στό τέλος τήν ἐγκατέλειψε καί ἔφυγε μέ ἄλλη γυναίκα. Λίγο καιρό ἀφότου ἔφυγε, ἀρρώστησε ἀπό πνευμονία καί μπῆκε στό νοσοκομεῖο. ῾Η Βάσια τόν ἐπισκέφτηκε στό νοσοκομεῖο καί αὐτός τήν παρακάλεσε νά τόν πάρει πάλι πίσω στό σπίτι. Τόν δέχτηκε πάλι στό σπίτι, τόν ἐξυπηρετοῦσε μέ ἀγάπη καί πέθανε ὡς Χριστιανός, ἀφοῦ ἡ Βάσια τόν βοήθησε νά μετανοήσει καί νά πιστέψει. ῾Η Βάσια πού ἦταν ἔγκυος γέννησε ἕνα κοριτσάκι πού τό μεγάλωσε μέ φόβο Θεοῦ καί ἔγινε πολύ πιστό.
Διήγημα τῆς Βαρβάρας ἀπό τό Ροστώφ περί
τῶν δύο οὐράνιων ἐπισκεπτῶν
῾Η δούλη τοῦ Θεοῦ Βαρβάρα ἦρθε στό ἐρημητήριο ἀπό τό Ροστώφ καί ἔμεινε ἐκεῖ γιά ἀρκετό καιρό. Κατά τή διάρκεια τῆς διαμονῆς της στό ἐρημητήριο εἶδε δύο ξεχωριστούς ὁδοιπόρους νά φθάνουν ἐκεῖ καί νά φιλοξενοῦνται γιά τρεῖς ἡμέρες. ῾Ο γέροντας Θεοδόσιος ἔμεινε μαζί τους στό κελί του καί συνεχῶς μιλοῦσαν. ῾Η Βαρβάρα τούς παρακολουθοῦσε ἀπό μακριά, ἀλλά ἔνιωθε νά τούς ἀγαπᾶ. Κι’ ὅταν εἶδε ὅτι ὁ Στάρετς θά πήγαινε μαζί τους γιά νά τούς κατευοδώσει, ἡ Βαρβάρα ζήτησε ἄδεια νά πάει κι’ αὐτή. Πῆρε τήν εὐλογία καί ἀκολούθησε. Στό δρόμο ἡ Βαρβάρα ἔβγαλε ὅσα λεφτά εἶχε καί τά ἔδωσε στόν ἕναν ἀπό τούς δύο γιά νά βγάλουν εἰσιτήρια. Αὐτός τῆς ἀπάντησε· «᾿Εμεῖς ταξιδεύουμε χωρίς εἰσιτήρια». ῾Η Βαρβάρα ὅμως ἐπέμενε τόσο πολύ πού τελικά τά πῆρε. Μόλις ἔφθασαν στό σταθμό οἱ ἐπισκέπτες ἐξαφανίστηκαν. ῾Η Βαρβάρα κατάλαβε ὅτι δέν ἦταν ἁπλοί ὁδοιπόροι καί ρωτοῦσε πιεστικά τόν Στάρετς νά τῆς πεῖ ποιοί ἦταν. «Αὐτός πού τοῦ ἔδωσες τά λεφτά ἦταν ὁ Προφήτης ᾿Ηλίας καί ὁ ἄλλος ὁ ᾿Ιάκωβος ὁ ᾿Αδελφόθεος».῾Ο γέροντας Θεοδόσιος τῆς ζήτησε νά τό κρατήσει αὐτό μυστικό μέχρι τό θάνατό του. ῾Η Βαρβάρα τήρησε τήν ὑπόσχεσή της.
῾Η Παρουσία τῆς Παναγίας
῾Η Αἰκατερίνη ἀπό τό Ροστώφ ἦλθε στό ἐρημητήριο καί ἔμεινε γιά ἀρκετό καιρό. Μιά νύχτα πού ἐκτελοῦσε τήν ἀποστολή τοῦ φρουροῦ, σύμφωνα μέ τόν κανονισμό τῆς μονῆς κι’ ἐνῶ ὁ γέροντας Θεοδόσιος προσευχόταν πάνω στή πέτρα ὡς συνήθως, ξαφνικά εἶδε ὅτι ὅλος ὁ τόπος φωτίστηκε μέ ὑπερβολικό φῶς καί τά γύρω βουνά καί τά δάση πλημμύρισαν μέ τά χρώματα τῆς ἴριδος.
Στήν συνέχεια παρουσιάστηκε μιά ἀπείρου κάλλους γυναίκα πλαισιωμένη ἀπό ἀκτῖνες φωτός, πλησίασε τό γέροντα Θεοδόσιο, ἔμεινε γιά λίγο κοντά του καί  ἐξαφανίστηκε. Μετά σιγά σιγά ἔσβησαν ὅλα τά φῶτα καί μόνο ὅταν ὁ Στάρετς ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν πέτρα ἔγινε κι’ αὐτός πηγή φωτός. ῾Η Αἰκατερίνη, ξαφνιασμένη, τόλμησε νά τόν πλησιάσει καί νά τόν ρωτήσει ποιά ἦταν αὐτή ἡ θαυμάσια παρουσία.
  - «῾Υποσχέσου μου ὅτι δέ θά πεῖς σέ κανέναν τίποτα καί θά σοῦ πῶ». - «Σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι μόνο στήν κόρη μου θά τό πῶ». ῾Ο γέροντας Θεοδόσιος ὁμολόγησε ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἦταν αὐτή πού τούς ἐπισκέφτηκε.
῾Η παρουσία ᾿Ηλία καί ᾿Ενώχ
Μιά οἰκογένεια εἶχε διπλή ἀποστολή ἐκ Θεοῦ καί τήν ἔφερε εἰς πέρας. ῾Ο ἄντρας καί πατέρας μέ ἐντολή τῆς Παναγίας πῆγε σέ μοναστήρι καί ἔμεινε ὡς μοναχός. ῾Η γυναίκα καί μητέρα μέ τήν κόρη της ἔγιναν ταξιδιῶτες τοῦ Θεοῦ προσκυνητές ἀπό μοναστήρι σέ μοναστήρι. Τό ὄνομα τῆς μητέρας ἦταν Μαρία. ῞Υστερα ἀπό ὀχτώ χρόνια συνεχοῦς ὁδοιπορίας, ἔφθασαν καί στό ἐρημητήριο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου καί ἔμειναν ἐκεῖ. Μιά νύχτα πού ἡ μητέρα Μαρία εἶχε ὡς ἀποστολή τή φύλαξη τῆς μονῆς, εἶδε δυνατό φῶς πού τή θάμπωσε καί πίστεψε πώς ἦταν πυρκαγιά. ῞Ομως παρά τόν ἔλεγχο πού ἔκανε δέν βρῆκε νά καίγεται τίποτα. ῎Εφτασε μέχρι τήν πέτρα πού συνήθως προσευχόταν ὁ Στάρετς. Εἶδε δύο λαμπερούς ἄντρες πού μίλαγαν μαζί του. Αὐτή ξαφνιασμένη, ἔμεινε ἀκίνητη καί δέν κατάλαβε πόσο χρόνο ἔμεινε ἐκεῖ. ῞Οταν συνῆλθε, εἶχε ξημερώσει καί ὁ γέροντας Θεοδόσιος ἄρχιζε τή Λειτουργία.
Μετά τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, πλησίασε ἡ Μαρία καί ρώτησε τό γέροντα Θεοδόσιο·
- «Ποιοί ἦταν αὐτοί οἱ ὑπέρλαμπροι ἄντρες πού εἶδα τή νύχτα;» Στήν ἀρχή δέν ἤθελε νά τῆς πεῖ. ῞Ομως μέ τήν ἐπιμονή της κατάφερε νά μάθει ἀφοῦ τῆς ζήτησε αὐστηρά νά τοῦ ὑποσχεθεῖ ὅτι μέχρι τό θάνατό του δέ θά τό ἔλεγε σέ κανέναν. ᾿Αφοῦ τοῦ τό ὑποσχέθηκε ἡ Μαρία, τῆς φανέρωσε ὅτι αὐτοί ἦταν οἱ Προφῆτες ᾿Ηλίας καί ᾿Ενώχ. ῾Η Μαρία συνέχισε τήν ἀποστολή της κατά Θεό, ἐνῶ ἡ κόρη της ἀκολούθησε κοσμική ζωή. ῞Οταν πέθανε ὁ Στάρετς, ἐπισκέφτηκε τό μνῆμα του καί παρακάλεσε τίς ἄλλες μοναχές νά τή θάψουν κι’ αὐτήν κοντά του ὅταν πεθάνει. ῎Ετσι καί ἔγινε, παρ’ ὅλο πού ἡ κόρη της στά τελευταῖα της, ἐπειδή ἔμενε μαζί της, τῆς ἔκρυψε καί τά ροῦχα γιά νά μή φύγει. ῾Η Μαρία ὅμως πῆρε δανεικά ροῦχα, ἀπό τή γειτόνισσα. Πῆγε στό Μινβόντι, στό μνῆμα τοῦ γέροντα Θεοδόσιου. Σέ λίγες ἡμέρες πέθανε καί ἡ κόρη της. Τήν ἔθαψε κοντά στόν τάφο τοῦ γέροντα. Θεοδόσιου κι’ ἔτσι ἔγινε ἡ ἐπιθυμία της.
Πρόβλεψη μαρτυρικοῦ θανάτου μιᾶς 16χρονης
Πρίν τή γιορτή τῆς Μεταμορφώσεως, ὁ γέροντας Θεοδόσιος ἔστειλε τήν ὑποτακτική του ῎Αννα μέ ἄλλες μοναχές νά πᾶνε στήν πόλη καί νά προμηθευτοῦν τά ἀπαραίτητα γιά τό μοναστήρι καί τή γιορτή.
῞Οταν ἔφτασαν καί τελείωσαν τήν ἀγορά τῶν προμηθειῶν, εἶχε ἤδη βραδυάσει. Φιλοξενήθηκαν στό σπίτι ἑνός χωρικοῦ καί κοιμήθηκαν στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ του. ῾Η ῎Αννα ἔμαθε ἀπό τήν κόρη τοῦ χωρικοῦ, ὅτι ἡ ἐπιθυμία της ἦταν νά ἔρθει κι’ αὐτή μαζί τους στό ἐρημητήριο. ῾Η ῎Αννα ὅμως τῆς ἐξήγησε, ὅτι ἦταν πολύ μικρή καί ὁ Στάρετς δέ θά τήν δεχόταν, ἀφοῦ εἶχε ἀρνηθεῖ καί στήν ἀδελφή της πού ἦταν μεγαλύτερη (16 χρονῶν). Τῆς εἶπε ὅτι ὑπῆρχε κι’ ἄλλος τρόπος νά σώσει κάποιος τήν ψυχή του, ὅπως τό μαρτύριο, δηλαδή, αὐτός πού θά εἶχε μαρτυρικό θάνατο θά λογιζόταν ὡς Μάρτυρας τοῦ Θεοῦ.
Καθώς συζητοῦσαν οἱ κοπέλες εἶδαν ν’ ἀνοίγει ἡ ἐξώπορτα καί νά μπαίνει ὁ Στάρετς μέσα στό σπίτι. Μετά ἀπό λίγο ἀκούστηκαν μελωδικές ψαλμωδίες. Σηκώθηκαν κι’ αὐτές καί πῆγαν νά προσευχηθοῦν μαζί του. Χτύπησαν τήν πόρτα πού ἦταν κλειστή, τούς ἄνοιξε ὁ πατέρας τῆς μικρῆς καί τούς ρώτησε τί ἤθελαν. ᾿Απάντησαν· «᾿Επειδή ἦρθε ὁ Στάρετς νά κάνει Παράκληση, θέλουμε κι’ ἐμεῖς νά συμμετάσχουμε». ῾Ο πατέρας ἀπορημένος τούς εἶπε· «Δέν ἦρθε κανένας ἐδῶ, ὅλοι κοιμοῦνται». Τό ἄλλο πρωΐ ἡ ῎Αννα ἔφυγε καί πῆγε στό ἐρημητήριο. Μόλις ἔφθασε, περιέγραψε στό Στάρετς ὅσα συνέβησαν. ᾿Εκεῖνος, ὡς συνήθως, ἀπάντησε ἀλληγορικά ὅτι· «῾Ο θεῖος του, ἄν καί ἦταν τυφλός καί κουτσός, προλάβαινε νά πηγαίνει παντοῦ»!*
Μετά ἀπό λίγο καιρό ἡ 16χρονη πῆγε γιά προσκύνημα στό κοντινό μοναστήρι τοῦ χωριοῦ της, στό Τέμνιγε Μπούκι. ῎Ετυχε τότε νά εἰσβάλουν οἱ κομμουνιστές (ὡς κρατική ἐξουσία) στό μοναστήρι καί νά πιάσουν αἰχμαλώτους ὅλους τούς μοναχούς, τίς μοναχές καί τόν ῾Ιερέα. Μαζί μ’ αὐτούς ἔπιασαν καί τήν 16χρονη κοπελίτσα, πού δέν ἄντεξε ἀπό τά βασανιστήρια νά φτάσει ὡς τή φυλακή τῆς πόλης Νοβοροσίσκ καί στό δρόμο πέθανε.
῎Ετσι τελείωσε ἡ ζωή τῆς 16χρονης καί ἀνέβηκε στόν οὐρανό ὡς Μάρτυρας Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τήν προφητεία τοῦ Στάρετς Θεοδοσίου.
Προφητεία κατά τόν ἁγιασμό τῶν ὑδάτων
Κατά τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων τοῦ 1925 ὁ γέροντας Θεοδόσιος ἁγίασε τά ὕδατα. ῞Ολοι εἶδαν πολλά ψάρια νά συγκεντρώνονται γύρω ἀπό τό σημεῖο τοῦ ἁγιασμοῦ. ῾Ο Στάρετς, βλέποντάς τα, ἔκλαψε πικρά.
Προφήτεψε πώς ἄν καί ὑπῆρχαν πολλά ψάρια θά σκορπίζονταν κάποια στιγμή καί θά ἔμεναν μόνο τέσσερα. ῞Ολος ὁ κόσμος ἔκλαψε μαζί του. ῾Ο γέροντας Θεοδόσιος τούς εὐλόγησε μέ σταυρό φτιαγμένο ἀπό δρῦ, μέσα στόν ὁποῖο ὑπῆρχε καί Τίμιο Ξύλο. Αὐτός ὁ σταυρός σώζεται μέχρι σήμερα ἀπό τόν ῾Ιερέα Κ. σέ κατακόμβες τῆς Ρωσίας.
῾Η ἐλεημοσύνη συγχωρεῖ καί διαγράφει
μεγάλες ἁμαρτίες
Στό Ροστώφ ζοῦσε μιά χήρα γυναίκα ὀνόματι Βέρα, πού εἶχε μείνει ἔγκυος πρίν πεθάνει ὁ ἄντρας της. Οἱ συγγενεῖς της τήν πίεζαν νά ρίξει τό παιδί, ἀφοῦ κάποτε μποροῦσε νά ξαναπαντρευτεῖ.
῾Η χήρα γυναίκα τελικά τό ἔρριξε. Δούλευε ὡς πωλήτρια σέ κάποιο μαγαζί τῆς πόλης καί μποροῦσε μέ τήν κάρτα πού εἶχε, νά προμηθευτεῖ ὁρισμένα πράγματα ἀνάλογα μέ τό μερίδιό της καί νά τά στείλει στή μονή, ὅπως ἐπιθυμοῦσε. Μάζευε λίγο-λίγο τό ἀλεύρι καί γεμίζοντας ἕνα τσουβάλι, πού ὑπολογιζόταν θησαυρός λόγῳ τῆς φτώχειας πού ἐπικρατοῦσε, τό ἔστειλε μέ προσκυνητές στό ἐρημητήριο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου. ῞Οταν τό εἶδε ρώτησε τίνος ἦταν γιά νά προσευχηθεῖ ὑπέρ αὐτοῦ. Στήν ἀρχή δέν τοῦ εἶπαν, γιατί τούς εἶχε ἀπαγορεύσει ἡ Βέρα νά τό ποῦν λόγῳ ντροπῆς. ῾Ο γέροντας Θεοδόσιος ὅμως ἐπέμεινε· «῎Αν δέ μοῦ πεῖτε τό ὄνομα, νά τό πάρετε πίσω». ῞Ολοι τότε φώναξαν πῶς ἦταν ἀπό τή Βέρα.
Τήν ἴδια νύχτα ἡ Βέρα εἶδε στόν ὕπνο της ἕναν ἐφιάλτη. ῞Οτι δηλαδή στό βάθος μιᾶς χαράδρας ὑπῆρχαν πολλά μωρά γεμάτα αἵματα. ῞Ενας δαίμονας κρατοῦσε ἕνα χαρτί πού ἔγραφε καί τή δική της ἁμαρτία. Εἶδε ὅμως καί τό γέροντα Θεοδόσιο νά πλησιάζει, νά τοῦ ἁρπάζει τό χαρτί καί νά βγάζει ἕνα μωρό ἀπό τή χαράδρα καί ἄκουσε πού τῆς ἔλεγε· «Βέρα, τό γιό σου τόν ἔσωσε τό ἀλεύρι σου (δηλ. ἡ ἐλεημοσύνη)».
῾Η Βέρα ὕστερα ἀπ’ αὐτό τό ὄνειρο πῆγε στόν Στάρετς καί τοῦ ζήτησε νά τήν συγχωρέσει. ᾿Από τότε μετανόησε καί ἔζησε χριστιανικά.
᾿Αργότερα γνώρισε ἕναν καλό ἄνθρωπο, τό Μιχαήλ, μέ μεγάλη κρατική θέση πού τῆς ἔκανε πρόταση γάμου. ῾Η Βέρα τοῦ εἶπε· «῎Αν ὁ Στάρετς μᾶς δώσει τήν εὐχή του, θά συμφωνήσω». Πῆγαν μαζί στό γέροντα Θεοδόσιο κι’ ἀφοῦ τόν εἶδε, τόν ἐνέκρινε, τούς εὐλόγησε καί τοῦ εἶπε· «Νά γίνεις καλός σύζυγος καί πιστός Χριστιανός. ῾Απλῶς ν’ ἀφήσεις τήν κρατική σου θέση καί νά γίνεις ἕνας ἁπλός ὁδηγός τρένου».
Κάποια στιγμή τούς πάντρεψε κι’ ἔκαναν μιά καλή χριστιανική οἰκογένεια. Κανένας ὅμως ἀπό τούς γνωστούς δέν μποροῦσε νά καταλάβει γιατί ἤθελε νά ἐγκαταλείψει τήν κρατική δουλειά του.
῞Ενα περιστατικό πού συνέβη ἀργότερα ταλαιπώρησε πολύ τόν Μιχαήλ. ᾿Ενῶ εἶχε γίνει πολύ καλός ὁδηγός κι’ ὅλοι τόν ἀγαποῦσαν, μιά μέρα θέλησε νά ἐπισκεφτεῖ κάποιον φίλο του καί κατέβηκε ἀπό τό τρένο, πρίν φθάσει ὅμως στό σταθμό ἔβαλε στή θέση του τό συνοδηγό του. Αὐτός δυστυχῶς ἀπό κάποιο λάθος, λίγο πρίν φτάσει στό τέρμα συγκρούστηκε μέ βουλευτικό βαγόνι. Αὐτό θεωρήθηκε πολύ σοβαρό γιά τόν Μιχαήλ καί μποροῦσε νά εἶχε ὡς ποινή μέχρι καί θάνατο.
῾Ο Μιχαήλ στενοχωρημένος καί φοβισμένος, ἤθελε νά κρυφτεῖ γιά νά ἀποφύγει τή σύλληψη. ῾Ο γέροντας Θεοδόσιος ὅμως τοῦ εἶπε νά μήν τό κάνει αὐτό, γιατί ἡ τιμωρία του δέ θά ἦταν μεγάλη. ῾Ο Μιχαήλ δέν κατάλαβε γιατί τοῦ τἄλεγε αὐτά. ᾿Επειδή ὅμως τόν πίστεψε, ὑπάκουσε. Στή συνέχεια ἡ δίκη του ἔγινε στό Εἰδικό Δικαστήριο, ὅπου πολύς κόσμος πού εἶχε μαζευτεῖ τόν ὑποστήριζε φωνάζοντας· «ἀθῶος, ἀθῶος, ἀφῆστέ τον ἐλεύθερο». ῎Ετσι καί ἔγινε. ῾Η ἀπόφαση ἦταν μιά συμβολική τιμωρία περιορισμοῦ γιά ἕνα χρόνο καί ἀφέθηκε ἀμέσως ἐλεύθερος. ῾Ο κόσμος τόν σήκωσε στά χέρια καί τόν ἔβγαλε ἀπό τήν αἴθουσα. ῞Οταν γύρισε σπίτι, βρῆκε ἕνα γράμμα ἀπό τό γέροντα Θεοδόσιο, πού τοῦ ἔγραφε· «῾Ο ἴδιος ὁ Θεός ἦταν ὁ δικηγόρος σου στό δικαστήριο». Αὐτό τό γράμμα τό φύλαξε γιά ὅλη του τή ζωή, πιστεύοντας πώς ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς τοῦ γέροντα Θεοδοσίου ἔφερε τό καλό ἀποτέλεσμα.
Δοκιμασίες τοῦ γέροντα Θεοδοσίου καί
μυστηριώδης ἐπάνοδος
Τό Μάρτιο τοῦ 1927, δύο ἑβδομάδες πρίν τό Πάσχα ὁ Στάρετς διέταξε τίς μοναχές του νά ἀρχίσουν τίς προετοιμασίες τῆς γιορτῆς καί τό βάψιμο τῶν αὐγῶν. Αὐτές ἀπόρησαν πῶς καί ζήτησε τόσο νωρίς νά τά κάνουν αὐτά. Τή Μ. Παρασκευή ὁ Στάρετς ζήτησε νά τοῦ φέρουν, ὅτι εἶχαν ἑτοιμάσει γιά νά τά εὐλογήσει. Οἱ μοναχές ἀπόρησαν ξανά γι’ αὐτήν τή ἐντολή. ῾Ο γέροντας Θεοδόσιος ὅμως τούς ἐξήγησε· «Τό Πάσχα δέ θά βρίσκομαι μαζί σας. ᾿Εσεῖς νά πᾶτε στό Μινβόντι».
Μόλις τελείωσε τή φράση του, μπῆκαν τρεῖς στρατιωτικοί στή μονή καί τοῦ ζήτησαν νά μαζέψει τά πράγματά του καί νά τούς ἀκολουθήσει. ῾Ο γέροντας Θεοδόσιος, μόλις τούς εἶδε, τούς εἶπε· «σᾶς περίμενα». Πρίν ὅμως τούς ἀκολουθήσει, διέταξε μία μοναχή νά τοῦ φέρει μιά λεκάνη μέ ζεστό νερό, γιά νά τούς πλύνει τά πόδια. Τό περίεργο ἦταν ὅτι οἱ στρατιωτικοί δέν ἀντέδρασαν. Δέχτηκαν καί νά φιλοξενηθοῦν.
῾Ο γέροντας Θεοδόσιος, πρίν φύγει, τούς εὐλόγησε ὅλους καί τούς εἶπε νά μήν κλαῖνε. Τούς θύμισε πώς καί ὁ Χριστός μας τέτοιες ἡμέρες ὑπέφερε. «Μόνο νά προσεύχεσθε» κατέληξε. Μετά τόν πῆραν καί τόν πῆγαν στή φυλακή στό Νοβοροσίσκ, ὅπου ἔμεινε γιά ἕνα χρόνο, ἕως τόν ᾿Ιανουάριο τοῦ 1929. Μετά τόν ἔστειλαν σέ μία φυλακή τῆς Βόρειας Ρωσίας στό Σολόβκι,* ὅπου ἐκεῖ κρατοῦνταν κι’ ἄλλοι ἱερωμένοι. Στό ἐρημητήριο εἶχαν μείνει τέσσερις, ὅπως εἶχε προφητεύσει κατά τή γιορτή τῶν Θεοφανείων. Αὐτές ἦταν· 1) ἡ Ταβιθά (Τατιανή), μοναχή 2) ἡ Ναταλία, μοναχή 3) ἡ Λιούμπα καί 4) ἡ ῎Αννα, οἱ ὑποτακτικές.
Μετά ἀπό λίγο ἡ Λιούμπα πῆγε κοντά στόν Στάρετς, στήν ἐξορία γιά νά τόν φροντίζει. Οἱ ἄλλες τρεῖς κατ’ ἐντολή τοῦ Στάρετς, ἀφοῦ πῆραν ὅλα τά ἱερά ἀντικείμενα πού εἶχε φέρει ἀπό τά ῾Ιεροσόλυμα, πῆγαν στό Μινβόντι. ᾿Αγόρασαν ἕνα μικρό σπίτι καί ἔμειναν ἐκεῖ περιμένοντας νά ἐλευθερωθεῖ. Φυλακίσθηκε γιά ἑπτά χρόνια ἀλλά ἀπελευθερώθηκε τό 1932. ῏Ηρθε στό Μινβόντι καί σήκωσε τό σταυρό τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ.* ῏Ηταν ντυμένος στά κόκκινα μέ πλουμιστά πουκάμισα καί ἔπαιζε συνεχῶς μέ τά παιδιά, πού τόν φώναζαν «παπποῦ Κουζούκα».
῞Ολα τά παιδιά τόν ἀγαποῦσαν κι’ ἐκεῖνος συνεχῶς τά κερνοῦσε καραμέλες. Τόν θεωροῦσαν ὅμως τρελό. Δέν τά φώναζε ποτέ μέ τό πραγματικό τους ὄνομα. ῎Αλλα τά φώναζε μέ τό ὄνομα «Κοσμᾶς» κι’ ἄλλα μέ τό ὄνομα «Κοσμάκης».
Στή πορεία φάνηκε πώς αὐτούς, τούς ὁποίους φώναζε μέ τό ὄνομα «Κοσμᾶς» ἔγιναν καλοί ἄνθρωποι ἐν ἀντιθέσει μέ τούς ἄλλους.
Οἱ ὑποτακτικές μοναχές
῾Η ῎Αννα καί ἡ Λιούμπα ἔπιασαν δουλειά. ῾Η Ταβιθά ὅμως καί ἡ Ναταλία ἦταν πολύ ἄρρωστες. ῞Ολες ζοῦσαν κοντά, προσεύχονταν μαζί καί κρυφά ἀπ’ ὅλους. ῞Ολα τά πνευματικά παιδιά τοῦ γέροντα Θεοδοσίου ἀπό ἄλλες πόλεις ἔρχονταν νά τόν ἐπισκεφτοῦν κρυφά. Γιά τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς ἦταν ὁ «παπποῦς Κουζούκας».
῾Η παρέμβαση τοῦ γέροντα Θεοδοσίου πού σώζει
μιά κοπέλα ἀπό τήν ἁμαρτία
Στήν ἴδια γειτονιά τοῦ «παπποῦ Κουζούκα» ζοῦσε μιά γυναίκα, ἡ ὁποία ἐκεῖνο τόν καιρό εἶχε ἀποφυλακισθεῖ. Πῆρε ἀπ’ τό ὀρφανοτροφεῖο τήν κόρη της κι’ ἐπειδή δέν εἶχαν πόρους γιά νά ζήσουν, σκεφτόταν νά τήν στείλει στήν περιοχή πού ἔμεναν στρατιωτικοί καί νά κάνει τήν πόρνη.
῏Ηταν βράδυ, ὅταν εἶδε νά περνᾶ ἔξω ἀπό τό σπίτι ὁ γέροντας Θεοδόσιος, πού τόν ἔλεγαν τρελό καί νά πετάει μέσα στήν αὐλή της σακοῦλες. ῞Οταν τίς ἄνοιξε, εἶδε πολλά χαρτονομίσματα μεγάλης ἀξίας. Τρελός εἶναι σκέφτηκε κι’ ὅ,τι θέλει κάνει. ῎Ισως μπέρδεψε τό σπίτι κι’ ἀπό λάθος πέταξε τά χρήματα στήν αὐλή μας. ᾿Επειδή ὅμως εἶχε ἀκόμα συνείδηση, τό πρωΐ πῆρε τά χρήματα καί τοῦ τά πῆγε. «Παπποῦ, κατά λάθος ἔριξες στή δική μου αὐλή αὐτά τά χρήματα, πάρτα πίσω» τοῦ εἶπε. ᾿Εκεῖνος τῆς ἀπάντησε· «῞Οταν ὁ διάβολος βάζει στό μυαλό κάποιου κακές σκέψεις, ὁ Θεός στέλνει τό «θεῖο» μου, νά τόν ἐμποδίσει γιά νά μή χάσει τήν ψυχή του».
῾Η γυναίκα ἀπόρησε ἀπό τά λόγια του καί τοῦ εἶπε·
- «᾿Εσᾶς εἶδα, παπποῦ, κι’ ὄχι τό θεῖο σας.»
- «Πάρε τά λεφτά, ὁ Θεός σοῦ τά ἔστειλε, γιά νά μήν πέσει ἡ κόρη σου στήν ἁμαρτία.»
Τότε κατάλαβε, ὅτι εἶχε διαβάσει τή σκέψη της καί γονατιστή ἔκλαψε πικρά. Εὐχαρίστησε τό Θεό καί τόν Γέροντα καί μέ τήν εὐλογία του γύρισε στό σπίτι της. ᾿Από ἐκείνη τή στιγμή καί γιά ὅλη τους τή ζωή ἔζησε μαζί μέ τήν κόρη της μέ εὐσέβεια. ῞Ολους ὅμως τούς ἀπασχολοῦσε ἡ σκέψη, ἀπό ποῦ ὁ φτωχός παππούλης, πού πολλές φορές δέν εἶχε οὔτε ψωμί νά φάει, βρῆκε τόσα λεφτά καί δέν κράτησε γιά τόν ἑαυτό του οὔτε ἕνα μικρό νόμισμα.
Μικρές ἱστορίες μέ μεγάλο νόημα.
᾿Αποτροπή ἀπό μιά αὐτοκτονία
῾Ο Γέροντας κάποια νύχτα ξύπνησε μέ ἀγωνία καί ζήτησε ἀπό τή Λιούμπα νά σηκωθεῖ γρήγορα καί νά ἑτοιμαστεῖ γιά νά πᾶνε στήν ἀποθήκη μέ τά κάρβουνα. ῾Η Λιούμπα καθυστέρησε λίγο κι’ ἐκεῖνος τήν προέτρεψε νά κάνει πιό γρήγορα γιά νά προλάβουνε.
῞Υστερα ἀπό λίγο ἔφτασαν στήν ἀποθήκη καί μπροστά στήν πόρτα εἶδαν ἕνα νεαρό ἄντρα. ῾Ο Γέροντας τόν πλησίασε καί τοῦ εἶπε· «Τί θέλεις νά κάνεις; Δέ σκέφτεσαι ὅτι θά πάρει τήν ψυχή σου ὁ διάβολος; Δέ σκέπτεσαι τή γυναίκα σου καί τά δυό σου παιδιά;» ῾Η Λιούμπα κοιτάζοντας προσεκτικά εἶδε τό σκοινί μέ τή θηλιά πού εἶχε ἕτοιμο πάνω στήν πόρτα. Φάνηκε ὅμως ὅτι τά λόγια τοῦ γέροντα Θεοδοσίου τήν τελευταία στιγμή εἶχαν τή δύναμη νά τόν ἀποτρέψουν ἀπό τήν αὐτοκτονία.
Τό ἄσπρο σεντόνι
Στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ κάποιας ἄλλης γειτόνισσας ὁ Γέροντας πέταξε ἕνα ἄσπρο σεντόνι. «Τρελός εἶναι», σκέφτηκε ἡ γειτόνισσα καί δέν ἔδωσε σημασία.
Δυστυχῶς ὅμως τό πρωΐ ἔφεραν τό γιό της νεκρό ἀπό ἐργατικό ἀτύχημα.
῾Η σύλληψις
Μιά μέρα στό σπίτι μιᾶς ἄλλης γειτόνισσας  μπῆκε ὁ Γέροντας καί ἄρχισε νά τό σκουπίζει παντοῦ. ῾Η γειτόνισσα μετά ἀπ’ αὐτό πῆγε στήν ὑποτακτική του καί τῆς ζήτησε νά τόν προσέχει, γιατί ἦταν τρελός. Τήν ἄλλη μέρα ὅμως τό αὐτοκίνητο τῆς ἀστυνομίας τούς μάζεψε ὅλους ἀπό τή γειτονιά καί τούς ἔστειλε στήν ἐξορία. Αὐτή ἦταν ἡ ἑρμηνεία τοῦ σκουπίσματος.
῾Ετοιμοθάνατη πού θεραπεύθηκε
ἀπό τό «ζῶν ὕδωρ»
Κάποια μέρα ἐπισκέφτηκαν τό Στάρετς μιά ὁμάδα γυναικῶν πού τόν εἶχαν γνωρίσει πρίν τήν ἐξορία. Μία ὅμως γυναίκα ἔλειπε, γιατί ἦταν πολύ ἄρρωστη καί δέν μποροῦσε νά τίς ἀκολουθήσει.
Τίς παρακάλεσε ὅμως νά ζητήσουν ἀπό τό Στάρετς νά προσευχηθεῖ γι’ αὐτήν. ῞Οταν ὁ Στάρετς τίς εἶδε, δέν τίς ἄφησε οὔτε νά ξεκουραστοῦν. Καί τίς διέταξε νά φέρουν γρήγορα τή Βέρα μέ τό τρένο, γιατί ἀλλιῶς θά πέθαινε καί θά ἄφηνε ὀρφανά τά τέσσερα παιδιά της.
Αὐτές ἀντέδρασαν φοβούμενες πώς δέ θ’ ἀντέξει καί θά πεθάνει στό δρόμο.
῾Ο Στάρετς ἐπέμενε· «Κάνετε αὐτό πού σᾶς λέω καί δέ θά πεθάνει». Πῆγαν λοιπόν καί ἔφεραν τή Βέρα. ῾Ο Στάρετς ἔκανε ἀμέσως Παράκληση καί μετά τῆς ἔδωσε νά πιεῖ ἁγιασμό. Κάποια στιγμή ἡ Βέρα δέν μποροῦσε νά πιεῖ ἄλλο. ῾Ο Στάρετς ὅμως τήν παρότρυνε νά συνεχίσει, ὅσο κι’ ἄν τῆς ἦταν δύσκολο. «Αὐτό πού πίνεις, τῆς εἶπε, εἶναι ζωοποιό ὕδωρ καί κάθε τι ἀκάθαρτο θά τό βγάλει ἀπό μέσα σου». Τῆς ἔδωσε καί ἕνα κουβά, ὅπου ἔβγαλε σέ λίγο ἀπό μέσα της πολλή βρωμιά σάν κατράμι.
᾿Από ἐκείνη τή στιγμή καί σέ τρεῖς ἡμέρες ἔνιωσε ἀπόλυτα ὑγιής καί ἐπέστρεψε χαρούμενη στό σπίτι της.
᾿Από τό ὄνειρο στό θαῦμα
᾿Από τό Μπακοῦ ἦρθε μιά προσκυνήτρια τοῦ γ. Θεοδοσίου καί πῆγε στό μαγαζί γιά ψώνια. ᾿Εκεῖ μέσα  ἄκουσε νά συζητοῦν δύο γυναῖκες. ῾Η μία νέα, μέ πατερίτσες, διηγόταν στήν ἄλλη ἕνα ὄνειρο πού εἶδε. ῞Ενα γέροντα μέ λευκό πουκάμισο, πού τήν κάλεσε νά πάει στό Μινβόδι ἄν ἤθελε νά θεραπευτεῖ. Τί νά σήμαινε ἄραγε αὐτό; ῾Η γυναίκα πού μπῆκε γιά ψώνια κατάλαβε γιά ποιόν μιλοῦσε καί τή ρώτησε· «῎Αν τόν ξαναδεῖς, μπορεῖς νά τόν ἀναγνωρίσεις;» «Βέβαια ἀφοῦ τόν ἔχω συνεχῶς μπροστά στά μάτια μου».
Τότε τήν κάλεσε νά πᾶνε μαζί στό Μινβόντι καί νά τόν βροῦν. Μόλις ἔφτασαν, μπῆκαν στήν αὐλή του καί ὅταν τόν εἶδε κατάλαβε ὅτι αὐτός ἦταν πού εἶχε δεῖ στό ὄνειρό της. Αὐτός τίς περίμενε κρατώντας τό Σταυρό μέ τό Τίμιο Ξύλο. Μόλις τήν εὐλόγησε, ἄφησε τίς πατερίτσες, σταμάτησε ὁ πόνος καί ἔνιωσε τελείως καλά. Γύρισε στό σπίτι χαρούμενη. ᾿Επειδή ὅμως ἦταν δημοσιογράφος, ἤθελε προφανῶς κάποιο ντοκουμέντο ἀπό τό θεραπευτή της. Πῆρε λοιπόν τή φωτογραφική μηχανή της καί ἐπέστρεψε στό Μινβόντι γιά νἄχει μιά φωτογραφία του. Μόλις ἔφθασε καί τόν εἶδε νά καθαρίζει καλαμπόκι, τόν φωτογράφισε ἔστω καί μέ τό πλουμιστό πουκάμισο. ῾Η φωτογραφία ὑπάρχει μέχρι σήμερα καί τό πουκάμισο φυλάσσεται ἀπό ἕναν ῾Ιερέα στίς κατακόμβες τῆς Ρωσίας καί θεωρεῖται ὡς προσκύνημα.
Πρόβλεψη πολέμου
῞Εναν χρόνο πρίν ξεσπάσει ὁ Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος, ὁ γέροντας Θεοδόσιος τό εἶχε προβλέψει καί τό εἶχε ἐμπιστευτεῖ στήν ᾿Αλεξάνδρα, πνευματικό του παιδί, πού εἶχε ἔρθει νά τόν ἐπισκεφτεῖ. «Θά γίνει φοβερός πόλεμος, τῆς εἶπε, καί θά σκοτωθοῦν πολλοί, ἀφοῦ ξέχασαν τό Θεό. ῾Ο ἄνεμος τοῦ πολέμου θά τούς σκορπίσει σάν στάχτη. ῞Ομως αὐτοί πού θά ζητήσουν τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θά τήν ἔχουν καί θά σωθοῦν». ῾Η ᾿Αλεξάνδρα τόν ρώτησε ἄν αὐτή θά σκοτωθεῖ. «῾Ο Θεοδόσιος εἶπε πώς ἐσύ θά ζήσεις καί θά ξανάρθεις».
Μακάβριο σημάδι
Σέ μία γυναίκα προσκυνήτρια ἀπό τό Νοβοροσίσκ, ὁ γέροντας Θεοδόσιος λίγο πρίν ξεσπάσει ὁ πόλεμος, ἔδωσε σέ σακοῦλες διαβασμένο χῶμα καί τῆς εἶπε νά τό σκορπίσει παντοῦ στήν πόλη. Τῆς ἐξήγησε πώς θἄρθει καιρός πού οἱ σκοτωμένοι θά μένουν ἄθαφτοι καί ἀδιάβαστοι. ᾿Εν καιρῷ αὐτό ἀποδείχτηκε. Στό πολιορκημένο ἀπό Γερμανούς Νοβοροσίσκ, οἱ ἀπώλειες κατά τή διάρκεια τοῦ πολέμου ἦταν μεγάλες καί ἡ μακάβρια πρόβλεψη πού εἶχε κάνει ἦταν πιά πραγματικότητα.
῎Αλλο σημάδι
Μιά μέρα ἦρθε ὁ γέροντας Θεοδόσιος μέ μία μοναχή στό ἄλσος καί ἄρχισε νά ξεριζώνει ὅλα τά μικρά δεντράκια. ῾Η μοναχή ἀπορημένη τόν ρώτησε· «Γέροντα, δέν εἶναι κρίμα νά κόψετε αὐτά τά δενδρύλλια;»
Τῆς ἀπάντησε· «Σέ λίγο ὁ Θεός θά κόψει ἀπό τή ρίζα τά νέα καί γερά, ἀλλά ἄπιστα». Σέ δυό μῆνες ξέσπασε ὁ πόλεμος.
᾿Αρχίζει ὁ πόλεμος (σωτηρία παιδιῶν)
῞Οταν οἱ Γερμανοί ἔφτασαν πολύ κοντά στό Μινβόντι, οἱ βομβαρδισμοί εἶχαν ἀρχίσει στό σιδηροδρομικό σταθμό πού ὡς κομβικό σημεῖο ἔπρεπε νά καταστραφεῖ καί νά σταματήσει ἡ συγκοινωνία. Κοντά στό σιδηροδρομικό σταθμό ὑπῆρχε κι’ ἕνας παιδικός σταθμός.
Μιά μέρα τόν ἐπισκέφτηκε ὁ Γέροντας· κάλεσε κοντά του τά παιδιά μέ χαριτωμένο τρόπο καί σάν παιχνίδι τούς εἶπε νά τρέξουν μαζί του. Αὐτά ἄρχισαν νά τρέχουν ἀπό πίσω του. Πίσω ἀπό τά παιδιά ἔτρεχαν καί οἱ δάσκαλοι. Μόλις ἀπομακρύνθηκαν, βομβαρδίστηκε ὁ παιδικός σταθμός, ἀνατινάχτηκε καί καταστράφηκε τελείως. Γι’ ἄλλη μιά φορά ἡ παρέμβαση τοῦ γέροντα Θεοδόσιου ἀπέβη σωτήρια.
Προστασία νοσοκομείου
Κοντά στό σιδηροδρομικό σταθμό ἦταν καί ἕνα νοσοκομεῖο. ᾿Απέναντι ἀπ’ αὐτό ὑπῆρχαν τρία βαγόνια γεμάτα ἀπό βλήματα, ὀβίδες καί σφαῖρες. ῞Ενας ἐργάτης τοῦ σταθμοῦ εἶδε τόν Γέροντα νά τρέχει. Στό ἕνα χέρι κρατοῦσε τό σταυρό καί μέ τό ἄλλο προσπαθοῦσε νά σπρώξει τά βαγόνια. ῾Ο ἐργάτης ἀπόρησε πῶς ἕνας παπποῦς μπόρεσε νά κουνήσει τρία βαγόνια μέ τόσο βάρος.
Κι’ ὅμως τά κούνησε καί δέν πίστευε στά μάτια του ὅταν εἶδε τά βαγόνια νά τροχιοδρομοῦν πάνω στίς ράγες. Μόλις ἀπομακρύνθηκαν, βομβαρδίστηκε ἐκεῖνο τό σημεῖο τοῦ σταθμοῦ καί ἡ ζημιά πού ἔγινε ἦταν μικρή.
Μπορεῖτε νά φανταστεῖτε τί θά γινόταν στό νοσοκομεῖο, ἄν τά βαγόνια μέ τά ἐκρηκτικά βομβαρδίζονταν ἐκεῖ;
῾Η σωτηρία μιᾶς ὁλόκληρης οἰκογένειας
Σέ μιά πενταμελή οἰκογένεια ἐργαζόταν μόνο μιά γυναίκα, ἡ ῞Ελενα. ῾Η ῞Ελενα συντηροῦσε τήν ἄρρωστη ἀδελφή της, τή μητέρα της καί τούς δύο γιούς της. ῾Ο ἄντρας της ἦταν στόν πόλεμο. Αὐτά πού ὡς μερίδιο μποροῦσε νά προμηθευτεῖ μέ τήν κάρτα της, δέν τούς ἔφταναν γιά νά συντηρηθοῦν σωστά. Μιά φορά πού πῆγε ὁ γιός της νά προμηθευτεῖ τό μερίδιό τους, ἔχασε τήν κάρτα πού ἴσχυε γιά ὅλο τό μήνα. ῾Η ῞Ελενα στή σκέψη ὅτι ὅλοι θά πέθαναν ἀπό τήν πείνα, παραλογίσθηκε γιατί δέν ἤξερε τί νά κάνει. ῾Ο διάβολος βρῆκε τήν εὐκαιρία καί τῆς ὑπέδειξε τή «λύση». ῾Ο εὔκολος τρόπος ἦταν νά πεθάνει ὅλη ἡ οἰκογένεια, εὔκολα καί γρήγορα πίνοντας δηλητήριο.
῞Οταν ὅλοι ἀποκοιμήθηκαν, ἡ ῞Ελενα ἑτοίμασε τό δηλητήριο καί περίμενε νά τό δώσει σέ ὅποιον ξυπνοῦσε καί στό τέλος νά τό πιεῖ κι’ ἡ ἴδια. ῾Η ῞Ελενα οὔτε φοβόταν οὔτε λυπόταν κανέναν, ἁπλῶς ἦταν ἐκνευρισμένη πού ἀργοῦσαν νά ξυπνήσουν. Τά μεσάνυχτα κάποιος χτύπησε τό παράθυρό της. ῾Η ῞Ελενα βγῆκε ἔξω καί εἶδε ἕναν παπποῦ μέ λευκό πουκάμισο πού τῆς εἶπε· «Πάρε αὐτό τό κομμάτι ψωμί καί ἀπό τρεῖς καραμέλες καί νά δώσεις στό κάθε μέλος τῆς οἰκογένειάς σου στό ὄνομα τῆς ῾Αγίας Τριάδος καί ἀπ’ τό σπίτι σου δέ θά λείψει ποτέ τό ψωμί».
῞Οταν ἡ ῞Ελενα μπῆκε στό σπίτι κοίταξε τό ψωμί καί μέτρησε τίς καραμέλες πού ἦταν ἀκριβῶς ἀπό τρεῖς γιά τόν καθένα. Πρῶτος ξύπνησε ὁ μεγαλύτερος γιός της καί τοῦ ἔδωσε τίς τρεῖς καραμέλες. Τοῦ ἐξήγησε ὅτι αὐτός πού τίς ἔφερε ἦταν ἕνας παπποῦς. «Τόν γνωρίζω τόν παπποῦ Κουζούκα πού μοιράζει συνεχῶς καραμέλες».
«Μᾶς εἶχε πεῖ, μητέρα, ὁ παπποῦς Κουζούκας νά μᾶς βάλεις σταυρό στό λαιμό καί ὁ μπαμπάς μας θά γυρίσει ἀπό τόν πόλεμο ζωντανός». ῎Ετσι τό διαβολικό σχέδιο τῆς ῞Ελενας δέν πραγματοποιήθηκε. Τό πρωΐ πού πῆγε στό νοσοκομεῖο ἐξιστόρησε τό περιστατικό πού ἔζησε καί ρώτησε ἄν κάποιος γνώριζε τόν παπποῦ Κουζούκα. ῾Η ῎Αννα, ἡ ὑποτακτική τοῦ γέροντα Θεοδοσίου, πού ἐργαζόταν ὡς ἀποκλειστική στό ἴδιο νοσοκομεῖο, τῆς εἶπε ὅτι τόν ἤξερε πολύ καλά καί ὅτι ἦταν καί γείτονες. ῾Η ῞Ελενα παρακάλεσε τήν ῎Αννα νά πᾶνε νά τόν συναντήσουν. «Νά τόν ρωτήσω πρῶτα, τῆς εἶπε ἡ ῎Αννα, καί μετά θά σοῦ ἀπαντήσω».
῎Ετσι καί ἔγινε. ῾Ο Στάρετς δέχθηκε νά τόν ἐπισκεφθεῖ καί ἡ ῎Αννα τήν ἔφερε κοντά του. ῞Οταν ὁ Στάρετς εἶδε τήν ῞Ελενα, τῆς εἶπε· «Πῶς σκέφθηκες νά θανατώσεις τέσσερις ἀνθρώπους; Αὐτοί θά πήγαιναν στόν παράδεισο. ῾Η δική σου ὅμως ψυχή ποῦ θά πήγαινε; Στή συνέχεια τῆς ζωῆς σου μόνο νά προσεύχεσαι καί ποτέ στό ἑξῆς δέν θά λείψουν τά ἀγαθά ἀπό τό σπίτι σου, ἀλλά θά περισσεύουν καί θά βοηθᾶς καί ἄλλους».
«Παππούλη, τόση φτώχεια ὑπάρχει παντοῦ κι’ ἐγώ θἄχω καί περίσσευμα; Ποῦ θά τό βρῶ;» ρώτησε ἀπορημένη ἡ ῞Ελενα. «῾Ο Θεός ὅλα τά μπορεῖ καί ἀπ’ ὅλα ἔχει».
᾿Επειδή οἱ Γερμανοί βομβάρδιζαν συνεχῶς τίς σιδηροδρομικές γραμμές πού ἦταν κοντά στό νοσοκομεῖο, ὁ κόσμος φοβόταν καί δέν ἐρχόταν. ῎Αρχισαν τότε οἱ ἀσθενεῖς νά καλοῦν τήν ῞Ελενα στά χωριά καί τά σπίτια τους γιά νά τούς βοηθήσει καί τήν πλήρωναν μέ προϊόντα. ῎Ετσι συντηροῦσε τήν οἰκογένειά της καί ἔφταναν νά βοηθάει καί ἄλλους πού πεινοῦσαν. Σέ λίγο τελείωσε ὁ πόλεμος καί γύρισε καί ὁ ἄντρας της. ῾Η ῞Ελενα δόξασε τό Θεό καί τό γέροντα Θεοδόσιο γιά ὅλα.
῾Η σωτηρία τῆς ἄπιστης ᾿Αλεξάνδρας
῾Η ᾿Αλεξάνδρα, μιά κοπέλα ὄχι καί τόσο πιστή, ἤξερε καλά τή γερμανική γλώσσα καί ἀπό ζήλεια ὁρισμένοι τή συκοφάντησαν ὅτι ἦταν συνεργάτης τῶν Γερμανῶν.
Αὐτό ἦταν ἡ αἰτία πού τήν φυλάκισαν καί ἔμεινε φυλακισμένη γιά ἑπτά μῆνες. ῾Η μητέρα της ᾿Αντωνία, πού ἤξερε τό γέροντα Θεοδόσιο, πῆγε τόν βρῆκε καί τόν παρακάλεσε νά προσευχηθεῖ γιά τήν κόρη της. Στή φυλακή ἡ ᾿Αλεξάνδρα γνώρισε μιά μοναχή πού τήν ἔμαθε νά λέει ἁπλές προσευχές τῆς Παναγίας, ὅπως τό «Θεοτόκε Παρθένε» καί ἄλλες. ῞Ενα βράδυ πού ὅλοι κοιμόνταν ἡ ᾿Αλεξάνδρα μαζί μέ τή μοναχή διάβαζαν προσευχές. Ξαφνικά ἄνοιξε ἡ πόρτα καί μπῆκαν μέσα ἡ Παναγία κι’ ὁ γέροντας Θεοδόσιος πλαισιωμένοι ἀπό τόσο φῶς πού θαμπώθηκαν.
Τίς εὐλόγησαν καί ὁ γγέροντας Θεοδόσιος τῆς εἶπε· «Αὔριο θά πᾶς στό σπίτι σου». Μετά ἀπ’ αὐτό ἐξαφανίστηκαν χωρίς ἡ ᾿Αλεξάνδρα νά μπορέσει νά πεῖ λέξη. ῞Οταν τά συζήτησε μέ τή μοναχή ἀπόρησε πού ἐκείνη δέν εἶχε δεῖ τίποτα. Τήν ἄλλη μέρα πράγματι ἀποφυλακίστηκε πρός δόξα τῆς Παναγίας μας καί τοῦ γέροντα Θεοδοσίου.
Μιά οἰκογένεια αἱρετικῶν πού ἔγιναν ᾿Ορθόδοξοι
῾Η ᾿Αντωνία, πνευματικό παιδί τοῦ γέροντα Θεοδοσίου ἀπό τό Νοβοροσίσκ, γνώρισε μιά οἰκογένεια αἱρετικῶν πού προσπάθησαν νά τήν κάνουν νά ἀλλαξοπιστήσει. ῾Η ᾿Αντωνία ὅμως ἀγωνίστηκε νά τούς πείσει ὅτι ἡ πίστη τους δέν ἦταν ἡ σωστή καί πώς ἡ ᾿Ορθόδοξη πίστη εἶναι ἡ ἀληθινή. ῾Η διαφωνία, ὅμως μεταξύ τους συνεχιζόταν γιά ἀρκετό καιρό, μέχρι πού δέχθηκαν τήν πρόσκληση τῆς ᾿Αντωνίας νά γνωρίσουν τόν Στάρετς στό Μινβόντι, ὁ ὁποῖος θά τούς ἔλεγε ποιά εἶναι ἡ γνήσια πίστη.
Πῆγαν λοιπόν ὅλοι μαζί στό ἐρημητήριο τοῦ Στάρετς. ῾Ο γέροντας Θεοδόσιος τούς συνάντησε μέ τό σταυρό στό χέρι. Εὐλόγησε μόνο τήν ᾿Αντωνία καί τῆς ἔδωσε νά ἀσπαστεῖ τό σταυρό κι’ αὐτό γιατί εἶχε προβλέψει πώς οἱ αἱρετικοί θά ἀρνιόνταν νά τόν ἀσπαστοῦν. Στή συνέχεια ὁ γέροντας Θεοδόσιος ἀπευθύνθηκε πρός τόν ἄντρα τῆς οἰκογένειας καί τόν ρώτησε· «Γνωρίζεις τό Θεό;» «Βέβαια», τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος. «Μάθε ὅμως, τοῦ εἶπε συνεχίζοντας, πώς ἀφοῦ δέν πιστεύεις στό σταυρό, πρόσωπο Θεοῦ δέν πρόκειται νά δεῖς ποτέ. ᾿Εσένα, τοῦ εἶπε, σέ μεγάλωσε πατέρας καί μητέρα, τό δικό σου ὅμως παιδί τό παράτησες». Τότε ὁ ἄντρας κατάλαβε πώς ὁ γέροντας Θεοδόσιος δέν ἦταν ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος, ἀλλά εἶχε προφητικό χάρισμα, ἀφοῦ γνώριζε ὅ,τι δέν ἤξερε κανένας ἄλλος ἐκτός ἀπό τόν ἴδιο. ῾Ο ἄντρας αὐτός, ὅταν ἦταν στρατιώτης, εἶχε γνωρίσει μιά κοπέλα κι’ εἶχε ἀποκτήσει μαζί της ἕνα παιδί. ῞Οταν ὅμως τελείωσε ἡ θητεία του, ἔφυγε κρυφά χωρίς ν’ ἀφήσει κάποιο στοιχεῖο γιά νά μπορεῖ ἡ γυναίκα του νά τόν βρεῖ. Στή συνέχεια νυμφεύθηκε ἄλλη γυναίκα καί τό μυστικό του δέν τό ἔμαθε κανένας.
῾Ο ἄντρας γονάτισε μπροστά στό γέροντας Θεοδόσιο καί μετανιωμένος γι’ αὐτό πού εἶχε κάνει, τόν παρακάλεσε νά προσευχηθεῖ γιά τήν ψυχή του καί νά τόν καθοδηγήσει στή σωστή πίστη. ῎Ετσι κι’ ἔγινε. ῾Ο γέροντας Θεοδόσιος τόν δίδαξε γιά τρεῖς ἡμέρες. Τοῦ ἔμαθε νά πιστεύει στό Χριστό καί στό σταυρό σωστά. ῾Η διδασκαλία αὐτή φώλιασε στήν ψυχή του καί ἔζησε μέ εὐσέβεια ὁλόκληρη τή ζωή του μαζί μέ τήν οἰκογένειά του.
῾Η οἰκογένεια τοῦ ᾿Ιβάν καί τῆς Ναταλίας
Εἶχαν ἕνα γιό, τόν ᾿Ανδρέα, καί ἔμεναν στό Τζουγκμά, μιά παραθαλάσσια πόλη τῆς Μαύρης θάλασσας. ῾Ο ᾿Ιβάν ἀπό πολύ μικρός ἔμεινε ὀρφανός, ἀφοῦ τούς γονεῖς του τούς σκότωσαν οἱ κομμουνιστές κι’ αὐτός μεγάλωσε σέ ὀρφανοτροφεῖο. Δέν ἤξερε τίποτα περί πίστεως μέχρι πού ἦρθε ἡ ὥρα νά ἀναζητήσει ἡ ψυχή του τό Θεό. Γι’ αὐτό τό λόγο παρακολουθοῦσε συγκεντρώσεις, διοργανωμένες ἀπό Προτεστάντες πού γίνονταν σ’ ἕνα γειτονικό σπίτι, προσπαθώντας ν’ ἀκούσει καί νά μάθει κάτι γιά τό Θεό. Οἱ Προτεστάντες ἐπέμεναν ὁ ᾿Ιβάν νά ξαναβαπτιστεῖ. ῾Ο πεθερός ὅμως τοῦ ᾿Ιβάν τόν ἀπέτρεψε ἀπό τό νά τό κάνει καί τόν προέτρεψε νά ψάξει νά βρεῖ τούς σωστούς ᾿Ορθοδόξους. Σ’ αὐτό τό διάστημα γνώρισαν τήν ᾿Αντωνία ἀπό τό Νοβοροσίσκ καί τῆς ἐξέφρασαν τίς ἀπορίες τους. Τότε αὐτή τούς εἶπε πώς γνωρίζει τό διορατικό Στάρετς κι’ ἄν ἤθελαν νά τόν γνωρίσουν θά τούς ἔλυνε ὅλες τίς ἀπορίες. ῾Ο πεθερός του, ὅταν τό ἄκουσε, τούς ἔδωσε τήν εὐχή του καί τούς εἶπε· «῎Αν εἶναι πράγματι ᾿Ορθόδοξος ῾Ιερέας, νά σᾶς κάνει καί τό θρησκευτικό γάμο».
Σ’ ὅλο τό δρόμο πρός τό Μινβόντι οὔτε ἤπιαν οὔτε ἔφαγαν τίποτα. ῞Οταν ἔφτασαν ἦταν παραμονή Χριστουγέννων τοῦ 1947 καί ὁ Στάρετς τούς ρώτησε· -«Γιά τό Θεό ἤρθατε, παιδάκια μου;»- «Ναί, παππούλη», τοῦ εἶπαν. «Χρειάζεται νά πλησιάσετε τό Θεό, ὑπάρχει ἀκόμη καιρός».
῾Ο γέροντας Θεοδόσιος πῆρε μιά πετσέτα (᾿Αδάμ τήν ὀνόμαζε) ἀπό τήν κρεμάστρα, κεντημένη μέ σταυρουδάκια, τή φόρεσε σάν πετραχήλι καί τούς εἶπε· «῏Ηρθε καιρός νά βγάλουμε τόν ᾿Αδάμ ἀπό μέσα μας». Μετά ἔφερε ἕνα πιατάκι μέ ρύζι, πῆρε μιά κουταλιά καί τήν ἔδωσε στή Ναταλία. Αὐτή φοβόταν μήν πέσει κάτι ἀπ’ αὐτά πού τῆς πρόσφεραν τά ἅγια χέρια τοῦ γ. Θεοδοσίου καί ἀργοῦσε νά τά πάρει. Σάν νά διάβασε τή σκέψη της, τῆς εἶπε· «῞Ο,τι δίνει ὁ Θεός, νά τό παίρνεις χωρίς φόβο». Σκέπασε τό κεφάλι της μέ τό πετραχήλι καί εἶπε μέ ἔμφαση· «῾Η εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἀπό σήμερα, πάντα νά εἶναι μαζί σου». ῾Η Ναταλία μέχρι σήμερα θυμᾶται μέ δέος αὐτό τό περιστατικό καί ἕνα ἄλλο ἐπίσης. Εἶδε τό γέροντα Θεοδόσιο νά γίνεται σάν γίγαντας καί ἡ μικρή στέγη τοῦ σπιτιοῦ του νά σηκώνεται ὡς τόν οὐρανό καί ἡ φωνή του νά γίνεται βροντερή. ῾Ο ᾿Ιβάν ἔνιωσε πολύ χαρούμενος ὅταν βγῆκαν ἀπό τήν καλύβα τοῦ Στάρετς. ῎Ηθελε ν’ ἀγκαλιάσει ὅλο τόν κόσμο μέχρι καί τό τελευταῖο χορταράκι. Τέτοια ἀπερίγραπτη χαρά ἔνιωθαν ὅλοι ὅσοι συναντοῦσαν τόν Στάρετς! ῾Η ψυχή τοῦ ᾿Ιβάν γέμισε ἀπό ἀγάπη γιά τό Θεό καί ἤθελε νά τή μεταδώσει. Τό ἄλλο πρωΐ ξαναῆρθαν καί ὁ ᾿Ιβάν ἤθελε νά μάθει γιά τό σταυρό, ἀφοῦ οἱ αἱρετικοί τοῦ εἶπαν ὅτι, ὅποιος ἔχει σταυρό, κάνει μεγάλη ἁμαρτία. Μόλις τούς εἶδε ὁ γέροντας Θεοδόσιος τούς εἶπε· «῾Ο Χριστός μας ἦταν σταυρωμένος σέ Τίμιο Σταυρό» καί συνέχισε τή διδασκαλία γύρω ἀπό τό Σταυρό. ᾿Εκείνη τήν ἐποχή κανείς δέν τολμοῦσε νά κάνει τό σταυρό του μπροστά σέ ἄλλους, χωρίς τό φόβο νά τόν φυλακίσουν. Χρειαζόταν πολύ θάρρος γιά νά τό τολμήσει κάποιος. Νουθετοῦσε τά πνευματικά του παιδιά ὅτι πάντα ἔπρεπε νά φοροῦν σταυρό καί νά κάνουν σωστά τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. ᾿Επιπλέον τούς ἐξήγησε πώς ἡ σφραγίδα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος πού λαμβάνουμε κατά τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος μένει ἀδιάφθορη μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία. Καί τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ εἶναι σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ γιά τούς πιστούς καί τούς ἐλευθερώνει ἀπό τά δεσμά τῆς κόλασης, ἐν ἀντιθέσει μέ τή σφραγίδα τοῦ ἀντιχρίστου πού μᾶς ρίχνει στήν κόλαση. Τούς ἐξήγησε ἐπίσης τί σημαίνει κάθε σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
῾Η ὑποτακτική Λιουντμίλα μετά τή διδασκαλία εἶπε στόν Στάρετς ὅτι αὐτοί, (᾿Ιβάν καί Ναταλία) δέν εἶχαν κάνει θρησκευτικό γάμο. ῾Ο Στάρετς τούς εὐλόγησε καί ἀντί γιά στέφανα ἔπλεξε λουλούδια καί τούς στεφάνωσε. ῎Ετσι ἔγινε κι’ ὁ θρησκευτικός γάμος. «Θάχετε μεγάλη τύχη, τούς εἶπε κάποια μοναχή, ἀφοῦ πολύ λίγους ἔχει στεφανώσει». Τήν τρίτη ἡμέρα τούς εὐλόγησε ξανά καί τούς εἶπε νά προσκυνήσουν ἕνα λευκό τραπεζομάντηλο πού ὑπῆρχε σέ ἕνα μικρό τραπέζι. ῾Ο Στάρετς τούς εἶπε· «῾Ο Θεός θἆναι μάρτυρας, ὅταν σήμερα ὁ ῎Αγγελός του φέρει τρόφιμα ἐδῶ».
῾Η Ναταλία, ὅταν ἀσπάστηκε τό τραπεζομάντηλο, κατάλαβε πώς ἕνα μικρό ψίχουλο κόλλησε στό πάνω χεῖλος της. ῾Η Ναταλία θυμόταν αὐτό πού τῆς εἶχε πεῖ ὁ γέροντας Θεοδόσιος· «῞Οτιδήποτε δίνει ὁ Θεός νά τό παίρνεις». Γι’ αὐτό ἔγλυψε μέ τή γλώσσα της τό ψίχουλο. ῎Ενιωσε τό στόμα της νά γεμίζει ἀπό κάποια θρεπτική τροφή μέ ἀπερίγραπτη γλύκα, νἆναι τόσο γεμάτο πού νά μήν μπορεῖ οὔτε νά καταπιεῖ οὔτε νά μιλήσει. Αὐτό διήρκεσε μερικά δευτερόλεπτα, ἀλλά ἡ γεύση αὐτή ἔμεινε ἀναλλοίωτη. Θυμήθηκε αὐτό πού τῆς εἶχαν διηγηθεῖ πρίν πολλά χρόνια γιά τό «μάννα ἐξ οὐρανοῦ». ῾Η πνευματική τους μητέρα ᾿Αντωνία, θυμήθηκε κι’ αὐτή κάποιο παρόμοιο περιστατικό, πού εἶχε συμβεῖ μέ τήν κόρη της. Τούς εἶχε δώσει ἕνα πιατάκι μέ ρύζι καί τούς εἶχε πεῖ νά φᾶνε καί νά χορτάσουν. Σκέπτονταν ὅμως· πῶς νά χορτάσει κάποιος μέ μιά κουταλιά ρύζι; ῾Η ᾿Αντωνία τό ἄφησε νά τό φάει ἡ κόρη της. ῾Ο Στάρετς ὅμως διέταξε νά φᾶνε καί οἱ δύο καί νά χορτάσουν. ῏Ηταν θαῦμα πού φάγανε τελικά καί χορτάσανε καί τό ρύζι δέν εἶχε τελειώσει. ῞Οταν ὁ Στάρετς εἶδε ὅτι χορτάσανε, τούς εἶπε· «Τώρα τελειώσατε» καί τό ρύζι τελείωσε μέ μιά κουταλιά.
Τήν τελευταία ἡμέρα
῞Οταν ἡ οἰκογένεια τοῦ ᾿Ιβάν ἦταν ἕτοιμη νά φύγει, περίμενε τόν Στάρετς νά βγεῖ στήν αὐλή γιά νά τόν χαιρετήσει. ῞Οταν βγῆκε ἡ Ναταλία ζήτησε νά τούς δώσει τήν εὐχή του. Τήν εὐλογία του ἡ Ναταλία θά τή θυμᾶται σέ ὅλη της τή ζωή. ῾Ο Στάρετς οὔτε κἄν πλησίασε, οὔτε κἄν ἀκούμπησε τή Ναταλία. Αὐτή ὅμως εἶχε τήν αἴσθηση ὅτι ἄνοιξε τήν ψυχή της καί σάν βιβλίο διάβασε ὅλα αὐτά πού ἦταν γραμμένα μέσα σ’ αὐτήν. Τέτοια δύναμη εἶχε ἡ εὐλογία τοῦ ῾Ιεροσολυμίτη!
Πρίν φύγουν, ὁ Στάρετς τούς ρώτησε·
- «Εἴσαστε ἀπ’ αὐτήν τήν πόλη;»
- «῎Οχι», ἀπάντησαν.
- «Μένετε στό ἴδιο σπίτι μέ τήν ᾿Αντωνία;»
- «῎Οχι», ἀπάντησαν.
- «Σᾶς λέω, λοιπόν, ὅτι σ’ αὐτήν τήν πόλη θά μείνετε, στό ἴδιο σπίτι μέ τήν ᾿Αντωνία καί αὐτή θά εἶναι ἡ μητέρα σας».
- «῎Οχι, πάλι ἀπάντησαν. ῾Η ᾿Αντωνία εἶναι ἁπλῶς μιά γνωστή μας».
- «῎Οχι, ἀνταπαντᾶ ὁ γέροντας Θεοδόσιος, θά εἶναι ἡ μητέρα σας».
῾Η ἑρμηνεία πού ἔδωσε μιά γερόντισσα στά λόγια τοῦ γ. Θεοδοσίου ἦταν ὅτι «ὅλα αὐτά θά γίνουν ὅπως σᾶς τά εἶπε. ῾Η ᾿Αντωνία θά εἶναι σάν μητέρα σας, ἀφοῦ μέ τή βοήθειά της βρήκατε τή σωστή πίστη». «Θά τή σέβομαι σάν μητέρα μου, εἶπε ὁ ᾿Ιβάν, ἀλλά γιά νἄρθω νά μείνω σ’ αὐτήν τήν πόλη ἀποκλείεται». ῾Η γερόντισσα τοῦ ἐξήγησε πώς δέν ἔπρεπε νά δείχνει ἀποστροφή γιά τό Μινβόντι. Σ’ αὐτήν τήν πόλη καί κατ’ ἐντολή τῆς Παναγίας ἦρθε ὁ Στάρετς, ὕστερα ἀπό 50 χρόνια πού ὑπηρετοῦσε στά ῾Ιεροσόλυμα κοντά στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ, φέρνοντας μαζί του καί  ἱερά ἀντικείμενα πού ἦταν μεγάλης πνευματικῆς ἀξίας. ῾Η πόλη αὐτή ἦταν ἡ Νέα ῾Ιερουσαλήμ.
῞Υστερα ἀπό λίγα χρόνια ἡ ζωή στό Τζούγκπα ἄρχισε νά δυσκολεύει. Τότε ἡ οἰκογένεια τοῦ ᾿Ιβάν, ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ καί ἦρθε στό Μινβόντι, ὅπου ἀγόρασε ἕνα σπίτι καί πῆρε μαζί της τήν ᾿Αντωνία μέ τήν κόρη της πού ἦταν ἄστεγες. ῎Εζησαν ὅλοι μέ ἀγάπη σάν μιά οἰκογένεια καί εἶχαν τήν ᾿Αντωνία σάν μητέρα. ῎Ετσι πραγματοποιήθηκε καί αὐτή ἡ προφητεία.
῾Ο γέροντας Θεοδόσιος συνεχῶς τούς ἔγραφε γράμματα καί τούς ἀποκαλοῦσε ὡς ἐξῆς· «᾿Αγαπητά μου παιδιά, ᾿Ιβάν, Ναταλία, ᾿Ανδρέα εἶναι ὅλα ἐντάξει;» ῎Αν κάτι εἶχε συμβεῖ, τό ὄνομα τοῦ ἐνόχου γραφόταν τελευταῖο στή σειρά, καί μ’ αὐτόν τόν τρόπο τόν προκαλοῦσε νά διορθωθεῖ.
῾Ο ᾿Ιβάν ὕστερα ἀπό καιρό ζήτησε ἀπό τό γέροντα Θεοδόσιο νά χειροτονήσει μοναχούς ὅλη τήν οἰκογένειά του, ὅπως εἶχε κάνει καί μέ ἄλλες οἰκογένειες.
῾Ο Στάρετς ὅμως τοῦ εἶπε, πώς δέν ἔχει ἔρθει ἀκόμα ὁ καιρός. ῎Ηξερε τί ἤθελε ὁ καθένας ἀπό τήν οἰκογένεια. ῾Ο Στάρετς μετά ἀπό λίγο καιρό πέθανε καί ὅλα τά πνευματικά του παιδιά ἔνιωσαν ὀρφανά μέχρι πού βρῆκαν τόν καινούργιο πνευματικό τους, τόν ῾Ομολογητή ᾿Αντώνιο (Τσέρνωφ), μέ τό μοναχικό ὄνομα ᾿Επιφάνιος.*
῾Ο ᾿Ιβάν (᾿Ιωάννης) καί ἡ Ναταλία ἔζησαν μέχρι τά βαθειά γεράματα. ῾Ο ᾿Ιωάννης πέθανε τό 1992 καί ἦταν καθ’ ὅλα ἕτοιμος, ἀφοῦ εἶχε ἀντέξει τούς πειρασμούς καί εἶχε δυναμωθεῖ πολύ πνευματικά.
῾Η Ναταλία ζεῖ μέχρι σήμερα μέ τό γιό της καί εἶναι μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Κατακομβῶν τῆς Ρωσίας.
῾Ιστορία τῆς ᾿Αντωνίας
῾Η ᾿Αντωνία ἦταν ὡς γνωστό πνευματικό παιδί τοῦ Στάρετς καί συχνά τόν ἐπισκεπτόταν μέχρι τόν πόλεμο. Μιά φορά πού ἤθελε νά πάει στό γέροντα Θεοδόσιο καί δέν εἶχε λεφτά γιά εἰσιτήρια, πῆγε στό σταθμό καί ἐκεῖ καθόταν ἐπί τρεῖς ἡμέρες μήπως καί βρισκόταν κάποιος τρόπος γιά νά φύγει. Λίγο πρίν ἀπελπιστεῖ, προσευχήθηκε στό γέροντα Θεοδόσιο νά τή βοηθήσει. Ξαφνικά εἶδε μπροστά της ἕνα νέο πού τῆς πρόσφερε τά εἰσιτήριά του, ἀφοῦ ἐκεῖνος δέ θά ταξίδευε. ῾Η ᾿Αντωνία ἔψαξε νά βρεῖ καί νά τοῦ δώσει ἔστω κάποια χρήματα, ἀλλά σηκώνοντας τά μάτια της, διαπίστωσε πώς ὁ νέος δέν ἦταν πιά ἐκεῖ, παρά μόνο τά εἰσιτήρια. ῞Οταν ἔφτασε ὁ γέροντας Θεοδόσιος, τῆς εἶπε χαμογελώντας· «Μέ θαῦμα ἦρθες, ᾿Αντωνία. ῎Ακουσα πού μέ φώναζε τό παιδάκι μου, γιά νά βοηθήσω, γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἔστειλε τόν ῎Αγγελό του καί σέ βοήθησε».
῾Η ᾿Αντωνία ὅταν γνώρισε τό Στάρετς ἦταν 24 χρονῶν. ῏Ηταν παντρεμένη μέ πολιτικό γάμο καί εἶχε μικρή τήν κόρη της. Τόν ἄντρα της τόν φυλάκισαν κι’ αὐτή εἶχε μετανιώσει πού δέν εἶχε κάνει θρησκευτικό γάμο. ῾Ο γέροντας Θεοδόσιος ἀπό τή βαθειά της μεταμέλεια τήν ἀναγνώρισε ὡς πνευματικό του παιδί καί τή ρώτησε πότε θἄθελε νά ἀντιμετωπίσει τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς, στά νιάτα της ἤ στά γεράματά της; ῾Η ᾿Αντωνία προτίμησε τό πρῶτο, δηλαδή στά νιάτα της. ᾿Αφοῦ εἶχε μετανιώσει καί ἀφοῦ τήν κοινώνησε ὁ γέροντας Θεοδόσιος τῆς εἶπε· «᾿Από σήμερα εἶσαι σάν μωρό χωρίς ἁμαρτίες. ῞Οταν ὅμως πᾶς στήν κοσμική σου ζωή καί πέσεις ἐξαἰτίας τῆς ἁμαρτίας, μήν ἀπελπιστεῖς. Μπορεῖς νά σηκωθεῖς ζητώντας τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ μέ τό «Κύριε ἐλέησον» κι’ ᾿Εκεῖνος σίγουρα θά σέ ἐλεήσει».
- «Μπορεῖ νά ζήσει κάποιος χωρίς νά ἁμαρτήσει;» ρώτησε ἡ ᾿Αντωνία.
- «᾿Εξαρτᾶται ἀπό τίς ἁμαρτίες, ἀπάντησε ὁ Στάρετς, γιατί ὑπάρχουν διάφορες. Οἱ μικρές καί συγνωστές, ὅπως τό νά πικράνεις ἤ νά κρίνεις κάποιον. Τό βράδυ κάνοντας 12 μετάνοιες καί διαβάζοντας τό Πάτερ ἡμῶν, τό Πιστεύω καί τό Θεοτόκε Παρθένε συγχωροῦνται. ῾Υπάρχουν ὅμως καί οἱ βαριές ἁμαρτίες, οἱ θανάσιμες, ὅπως ὁ φόνος, ἡ κλοπή, ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία καί ἄλλες. Γι’ αὐτές πρέπει νά πᾶς στόν ῾Ιερέα νά ἐξομολογηθεῖς, νά προσευχηθεῖς καί μέ μεγάλη προσπάθεια νά μπορέσεις νά ἀπαλλαγεῖς». «Ποιά θά εἶναι ἡ δική μου ἁμαρτία;» τόν ρώτησε ἡ ᾿Αντωνία. «῾Η ἀκολασία», τῆς ἀπάντησε ὁ γέροντας Θεοδόσιος.
῾Η ᾿Αντωνία θύμωσε πολύ καί τοῦ εἶπε· «Ποτέ δέν ἤμουν τέτοια κι’ οὔτε πρόκειται νά γίνω». ᾿Αντί νά γονατίσει καί νά παρακαλέσει γιά βοήθεια, ἔχοντας ἐμπιστοσύνη κακῶς μόνο στόν ἑαυτό της, τό ἀπέκλεισε.
Στήν πορεία τῆς ζωῆς της ἔπεσε σ’ αὐτό τό ἁμάρτημα, ἀφοῦ δέν εἶχε ἄντρα. ῾Ο γέροντας Θεοδόσιος πρίν συμβεῖ αὐτό, τήν ἀποκαλοῦσε «χρυσό μου παιδάκι». Μετά τήν ἁμαρτία της, τῆς ἔστειλε ἕνα γράμμα πού ἔγραφε· «᾿Ανόητη! μήπως ξέρεις ποιά εἶναι αὐτή»; ῾Η ᾿Αντωνία κατάλαβε ὅτι ὁ γ. Θεοδόσιος ἤξερε τί εἶχε κάνει καί μέ συντετριμμένη καρδιά τοῦ ἀπάντησε·
«Μόνο δυστυχίες εἶχα. Μέ ἀπέλυσαν ἀπ’ τή δουλειά μου, καταστράφηκε τό σπίτι μου ἀπό βομβαρδισμούς καί ἀπό θαῦμα εἶμαι ζωντανή». «Αὐτά δέν εἶναι ἀκόμα δυστυχία, δυστυχία εἶναι μόνο ἡ φωτιά τῆς κολάσεως», τῆς ἀπάντησε.
Τότε κατάλαβε ὅτι ἦρθε ὁ καιρός νά μετανοήσει. ῾Η ᾿Αντωνία δέν τόλμησε νά τόν ἐπισκεφθεῖ κατά τή διάρκεια τοῦ πολέμου καί μόνο ὅταν τελείωσε, πῆγε νά τόν συναντήσει στό ἐρημητήριο. ῞Ολα ἦταν ἴδια, μόνο αὐτή ἔνιωθε διαφορετική ἀπ’ ὅ,τι ἦταν πέντε χρόνια πρίν πού εἶχε πάει ἐκεῖ γιά τελευταία φορά.
῾Η ᾿Αντωνία ἔπεσε στά πόδια του καί μέ δάκρυα ἐξομολογήθηκε τίς ἁμαρτίες της.
«Σέ συγχωρῶ καί νἆσαι συγχωρεμένη» τῆς εἶπε. Βγῆκε ἀνακουφισμένη ἀπό τήν ἐξομολόγηση, ἀλλά συλλογιόταν ἄν ὁ Θεός τή συγχώρησε. Αὐτή τή σκέψη της τήν ἐμπιστεύτηκε σέ μιά γνωστή της· «Δέ νομίζω ὁ Στάρετς νά μοῦ εἶπε τήν ἀλήθεια, ἁπλῶς γιά νά μέ παρηγορήσει μοῦ εἶπε ὅτι ὁ Θεός μέ συγχώρησε». Τήν ἄλλη μέρα πού τόν ξαναεπισκέφθηκε, ὁ Στάρετς ἔδειχνε νά τήν ἀποφεύγει. «Πῶς σέ λένε;» τή ρώτησε. «Εἶμαι ἡ ᾿Αντωνία, δέν μέ ἀναγνωρίζεις;» «Δέ σέ ξέρω καί δέν καταλαβαίνω τί μοῦ λές, ἀφοῦ δέν πιστεύεις ὅτι ὁ Θεός σέ συγχώρησε. ῎Ασε λοιπόν, νά γίνει ὅπως λές, ὅτι δηλαδή δέν σέ συγχώρησε». Μόλις τῆς εἶπε αὐτά, ἀπομακρύνθηκε.
Αὐτή ἔμεινε κοκαλωμένη ἀπό τή στεναχώρια σάν νά τήν ἐγκατέλειψε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. ῞Ολη νύχτα ἔκλαιγε καί φώναζε. «Θεέ μου, συγχώρησέ με. Γιατί ἄν ἐσύ μέ συγχωρήσεις, τό ἴδιο θά κάνει κι’ ὁ γέροντας Θεοδόσιος πού δέν τόν εἶχα πιστέψει ὅταν μοῦ τό εἶχε πρωτοπεῖ». Τῆς φαινόταν ὅτι μίλαγε πραγματικά μέ τόν ἴδιο τό Θεό. ῞Οταν ξαναπῆγε στό γέροντα Θεοδόσιο ἦταν χαμογελαστή. «Πῆρες τό μάθημά σου, τῆς εἶπε. ῎Αφησε λοιπόν τίς ἁμαρτίες σου καί μέ τήν εὐλογία μου νά μετακομίσεις κοντά μου». ῾Η ᾿Αντωνία τόν ρώτησε· «Μήπως νά πηγαίνω νά ἐκκλησιάζομαι στήν πόλη μου, τώρα πού ἄνοιξε ἐκεῖ ἐκκλησία;» «῎Οχι, δέν σοῦ δίνω εὐλογία, νἄρχεσαι ἐδῶ». Προφανῶς ἐννοοῦσε ὅτι ἡ Κρατική ᾿Εκκλησία βρίσκεται σέ ἀποστασία.*
῾Η ᾿Αντωνία τελικά μετακόμισε κοντά του στό Μινβόντι. ῾Η Παρασκευή, μητέρα τῆς ᾿Αντωνίας, κάποια φορά ἐπισκέφθηκε τό γέροντα Θεοδόσιο καί αὐτός προβλέποντας τό θάνατό της, τῆς εἶπε· «῾Υπάρχουν διάφοροι θάνατοι. ῎Αλλοι καίγονται στή φωτιά, ἄλλοι πνίγονται στά νερά καί ἄλλους ξεσκίζουν τά θηρία. Κάνε κάθε μέρα 300 μετάνοιες καί ὁ ἐλεήμονας Θεός μπορεῖ νά σοῦ δώσει ἄλλο θάνατο».
῞Οταν ἡ Παρασκευή τελείωσε τόν κανόνα της, ὁ γέροντα Θεοδόσιος τήν κάλεσε νά τόν ἐπισκεφθεῖ καί νά τῆς δώσει καινούργιο ὄνομα. Αὐτό σήμαινε ἀλλιώτικη ζωή καί διαφορετικό θάνατο. ῾Η μάνα ὅμως τῆς ᾿Αντωνίας δέν πῆγε. Καθυστέρησε ἀναβάλλοντας γιά αὔριο.
Τότε, ἦταν τό 1947, ὁ καιρός τῆς μεγάλης πείνας καί δυστυχίας, καί μαζί μέ ἄλλες γυναῖκες πῆγαν στό δάσος γιά νά μαζέψουν κάστανα. ᾿Εκεῖ κρύωσε καί ἀρρώστησε. Οἱ ἄλλες γυναῖκες ἀνέβηκαν στό βουνό καί ἄφησαν τήν Παρασκευή μόνη, ἀφοῦ δέν μποροῦσε νά τίς ἀκολουθήσει. Στό γυρισμό δέν τήν βρῆκαν οὔτε κἄν ἔψαξαν, ἀφοῦ δέν ἤθελαν νά καθυστερήσουν.
Σέ λίγες ἡμέρες ἄγνωστοι τήν βρῆκαν νεκρή στό δάσος. Αὐτό σήμαινε ὅτι ἐπειδή δέν ἔκανε ὑπακοή, ὁ θάνατός της δέν ἦταν διαφορετικός. ῾Η ᾿Αντωνία διέσωσε πολλές ἀναμνήσεις ὡς μαρτυρίες γιά τό γέροντα Θεοδόσιο, ἀφοῦ ἔζησε μέχρι τό 1996.
Μαρτυρία νέας
Μιά πολύ νεαρή γειτόνισσα τοῦ Στάρετς ἀρρώστησε βαριά. Τότε φώναξε τό γέροντα Θεοδόσιο νά τή δεῖ. Μόλις τήν εἶδε τῆς εἶπε· «Τώρα εἶναι ἡ κατάλληλη ὥρα γιά νά πεθάνεις». ᾿Εκείνη ἀντέδρασε κλαίγοντας καί λέγοντας· «Θέλω νά ζήσω, δέ θέλω νά πεθάνω, εἶμαι τόσο νέα ἀκόμη». Γιά πολλή ὥρα προσπαθοῦσε νά τήν πείσει, ἀλλά αὐτή δέν συμφώνησε.
Τήν εὐλόγησε λοιπόν καί θεραπεύτηκε. ῾Η ζωή της ὅμως κύλησε μέσα σέ πολλές δυσκολίες. Χάθηκαν ὅλοι οἱ συγγενεῖς της καί ἔζησε μόνη καί φτωχή.
῎Οσες φορές περνοῦσε ὁ γέροντας Θεοδόσιος ἀπό τό σπίτι της κι’ ἔβλεπε πῶς ζοῦσε, μονολογοῦσε κι’ ἔλεγε· «῎Ηθελες νά ζήσεις; Ζῆσε τώρα».
Μαρτυρία τοῦ Νικολάου
῾Ο Νικόλαος γνώριζε τό γέροντα Θεοδόσιο καί ἦταν πνευματικό του παιδί. Αὐτόν ὅπως καί πολλούς ἄλλους Χριστιανούς τόν φυλάκισαν καί γιά πολλά χρόνια βασανίστηκε πολύ. Κάποτε ἀπό τή μεγάλη ταλαιπωρία, κουράστηκε κι’ ἔψαχνε νά βρεῖ τρόπο γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό μαρτύριο τῆς φυλακῆς. Βρῆκε λοιπόν μέ διαβολική παρέμβαση ὡς «λύση» τήν αὐτοκτονία. Κάποια μέρα πηγαίνοντας κάπου φρουρούμενος, πίστεψε πώς ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμή νά δραπετεύσει, γιά νά ἀναγκάσει τούς φρουρούς νά τόν πυροβολήσουν. Γυρίζοντας ὅμως πίσω του, εἶδε τό γέροντα Θεοδόσιο νά περπατᾶ κοντά του καί χαμογελαστός νά τοῦ λέει· «Κάνε ὑπομονή».
῎Ετσι ἐγκατέλειψε τή σκέψη γιά αὐτοκτονία. ῾Ο διάβολος ὅμως δέν τόν ἄφησε ἥσυχο καί τοῦ ἔβαλε ἄλλη σκέψη γιά νά τόν κολάσει. Δηλαδή νά κάνει τόν προφήτη καί νά προβλέπει τό θάνατο τῶν συγκρατουμένων του. ῾Ο Νικόλαος ἔγινε νευρικός, ἔμενε ἄϋπνος καί εἶχε τήν αἴσθηση ὅτι στό κεφάλι του φύτρωσαν κέρατα καί τήν ψυχή του τήν πίεζε μεγάλο βάρος. Δέν ἄντεξε καί φώναξε· «Στάρετς, βοήθησέ με». ᾿Αμέσως παρουσιάστηκε ὁ γέροντας Θεοδόσιος καί μέ δύο ἁπλές κινήσεις τοῦ χεριοῦ του ξερίζωσε τά κέρατα καί ἀπό τότε σταμάτησε τίς προφητεῖες τοῦ πειρασμοῦ.
Λίγο διάστημα ἀργότερα ἀποφυλακίστηκε καί πρόλαβε νά δεῖ καί τόν Στάρετς.
Συνταγματάρχης καί μοναχός
῾Ο γέροντα Θεοδόσιος ἔκανε μυστικά πολλές χειροτονίες μοναχῶν, τῶν ὁποίων ἡ ἐξωτερική ἐμφάνιση παρέμενε ἡ ἴδια. ῾Η πιό ξεχωριστή ἀπ’ ὅλες τίς χειροτονίες ἦταν τοῦ Γρηγορίου Γοντσαρένκο.
᾿Ανάλογα παραδείγματα ἔχει πολλά ἡ ᾿Εκκλησιαστική ῾Ιστορία, ὅπου καταγράφονται Βασιλεῖς, εὐγενεῖς, στρατιωτικοί καί ἄλλοι, πού ἄφησαν δόξα, πλοῦτο καί μεγαλεῖα, γιά νά γίνουν ἁπλοί δοῦλοι τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Αὐτά τά στοιχεῖα γιά τή χειροτονία τοῦ Γρηγορίου, τά ἔδωσε ἡ γυναίκα του πού ζεῖ ἀκόμα, ὡς πραγματικές μαρτυρίες γιά αὐτούς πού ἐνδιαφέρονται νά μάθουν.
Κατά τή διάρκεια τοῦ πολέμου ὁ Γρηγόριος ἦταν συνταγματάρχης. Σέ στρατιωτική ὑπηρεσία δούλευε καί ἡ γυναίκα του. ῞Οταν τελείωσε ὁ πόλεμος, τούς ἔστειλαν στό στρατιωτικό νοσοκομεῖο στή Γεωργία, γιά θεραπευτική στήριξη τοῦ Γρηγορίου ἀπό τίς κακουχίες τοῦ πολέμου. ᾿Εκεῖ συνάντησαν πολλές ἐκκλησίες πού λειτουργοῦσαν, ἐν ἀντιθέσει μέ αὐτές τῆς Ρωσίας πού ἦταν ὅλες κατεστραμμένες.
῾Η γυναίκα του τότε ἀπό περιέργεια πῆγε στήν ἐκκλησία. ᾿Εκείνη τή στιγμή γινόταν ἕνας γάμος. ῎Αρεσε τόσο πολύ στή γυναίκα ἡ εἰκόνα πού εἶδε, καί στεναχωρήθηκε γιατί αὐτή δέν εἶχε κάνει θρησκευτικό γάμο, διότι ἀπαγορευόταν λόγῳ τῆς ὑψηλῆς κρατικῆς θέσης τοῦ συζύγου της.
᾿Επηρεασμένη ὅπως ἦταν ἡ γυναίκα ἔνιωσε ἄμεσα τήν ἀνάγκη νά ἐνστερνισθεῖ τήν ἐκκλησιαστική ζωή. ῎Αρχισε λοιπόν νά πηγαίνει τακτικά σ’ αὐτήν τήν ἐκκλησία. ᾿Εκεῖ ἦταν ἕνας ὀρφανός Σαλός, πού λεγόταν Μιχαήλ. Μιά φορά τῆς εἶπε· «῎Ελα νά σέ πάω στή μανούλα μου». ῾Η γυναίκα ἤξερε ὅτι ὡς μανούλα του ἐννοοῦσε τήν προορατική Γερόντισσα Εὐγενία, πού ζοῦσε μέσα σ’ ἕνα λαγούμι. ῞Οταν πῆγαν κάποτε νά τήν δοῦν, ἔβγαλε μιά εἰκόνα τῆς Παναγίας, κάθησε μπροστά της καί ἄρχισε νά προφητεύει.
«῾Ο δρόμος σου, τῆς εἶπε, ὁδηγεῖ στό Β. Καύκασο, ὅπου ἐκεῖ σέ περιμένει ἕνας πολύ πλούσιος γαμπρός, πού ἐνῶ τόν ἀκολουθοῦν πολλές νύφες, ἐσένα θά ἀγαπήσει περισσότερο». Τότε ἄρχισε νά σκέπτεται ὅτι ἴσως χωρίσει μέ τόν ἄντρα της καί βρεῖ ἄλλον.
῾Η γυναίκα γυρίζοντας στό στρατιωτικό νοσοκομεῖο βρῆκε τόν ἄντρα της καί τοῦ εἶπε· «᾿Εφ’ ὅσον δέν ἔχουμε κάνει θρησκευτικό γάμο, ἀποφάσισα μέχρι νά γίνει νά ζοῦμε σάν ἀδέλφια». ῾Ο συνταγματάρχης πού ἦταν ἄνθρωπος μέ σπάνια ψυχή τό δέχθηκε λέγοντάς της· «῞Οπως θέλεις».
Στή συνέχεια ἡ γυναίκα διηγεῖται· «῞Οταν φύγαμε ἀπό τό στρατιωτικό νοσοκομεῖο, μᾶς ἔστειλαν στή Σταυρούπολη. Φθάνοντας ἐκεῖ, πήγαμε στόν στρατιωτικό διοικητή τῆς περιοχῆς γιά νά μᾶς πεῖ ποῦ νά πᾶμε. Μᾶς διέταξε λοιπόν νά πᾶμε ὅπου θέλουμε καί νά βροῦμε κενή θέση σέ κάποια ἀπό τίς πόλεις τοῦ νομοῦ. Πήραμε τό παιδί μας, μερικά πράγματα μπήκαμε στό αὐτοκίνητό μας καί ξεκινήσαμε.
Κατά τή διαδρομή χάλασε τό αὐτοκίνητο. Εἶχε ἀρχίσει νά βραδιάζει ἐνῶ βρεθήκαμε μπροστά σέ τρεῖς ἄγνωστους δρόμους καί δέν ξέραμε τί νά κάνουμε. Προσευχόμασταν λοιπόν, γιά νά μᾶς βοηθήσει ὁ Θεός νά φτάσουμε ἐκεῖ πού ἔπρεπε. Ξαφνικά σταμάτησε δίπλα μας ἕνα φορτηγό πού πήγαινε στό Μινβόντι. Μᾶς πῆρε μαζί του καί φτάσαμε ἐκεῖ πού ἦταν σίγουρα τό πεπρωμένο μας». Σ’ αὐτή τήν πόλη ἡ θέση τοῦ στρατιωτικοῦ διοικητή ἦταν κενή. Τήν κατέλαβε ὁ Γρηγόριος καί ἔγινε ὁ στρατιωτικός διοικητής στό Μινβόντι.
῾Η γυναίκα τοῦ Γρηγορίου ἀναζητοῦσε τήν εὐκαιρία νά κάνει τό γάμο. Κανένας ὅμως ῾Ιερέας δέν τολμοῦσε νά κάνει θρησκευτικό γάμο στόν ὑψηλοθεσίτη κρατικό λειτουργό. ῾Η γυναίκα ὅμως δέν σταμάτησε νά ψάχνει. ῾Υστερα ἀπό μεγάλη προσπάθεια πληροφορήθηκε, γιά κάποιον κρυφό ῾Ιερέα πού λειτουργοῦσε μυστικά καί πού οἱ γείτονές του τόν γνώριζαν μόνον ὡς παπποῦ, τόν Στάρετς Θεοδόσιο. Τῆς εἶπαν ποῦ καί πῶς νά πάει νά τόν βρεῖ, χωρίς νά ρωτήσει κάποιον ἄλλον. ῞Οταν ἔφτασε στό σπίτι τοῦ Στάρετς, γύριζε γύρω γύρω χωρίς νά ξέρει ποιόν νά ρωτήσει.
Ξαφνικά βγῆκε ἡ Ναταλία, (μοναχή Σεραφειμία) καί ρώτησε τή γυναίκα ποιόν ἔψαχνε. «Δέν ξέρω πῶς νά ρωτήσω», τῆς ἀπάντησε. Αὐτή κατάλαβε καί ἔβαλε τή γυναίκα μέσα στό σπίτι. ῎Ετσι μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ βρῆκε τόν ῾Ιεροσολυμίτη. ῞Οταν μπῆκε στό δωμάτιο, ὁ Γέροντας κάθησε στό κρεβάτι. ᾿Αμέσως τόν ἀναγνώρισε ἐνθυμούμενη τά ὄνειρα πού ἔβλεπε νέα, δηλαδή πού ἔμπαινε σέ κελιά στολισμένα μέ βάγια, μέ προσκυνητάρι καί ἐκεῖ κοντά ἔβλεπε ἕναν παππούλη ντυμένο στά ἄσπρα. ῾Η γυναίκα κατάλαβε ὅτι αὐτός ἦταν ὁ «γαμπρός» πού τῆς εἶχαν πεῖ. «Κάθησε κοντά μου», τῆς εἶπε·
«Ντρέπομαι. Πῶς μπορῶ νά πλησιάσω τήν ἁγιότητά σου;» ῾Ο Στάρετς ἔβαλε στό λαιμό του τήν πετσέτα πού λεγόταν ᾿Αδάμ καί ξεκίνησε τήν ἐξομολόγηση ἀπό τήν ἀρχή τῆς ζωῆς της. Πιό σωστά ὁ ἴδιος ἔλεγε τίς ἁμαρτίες της καί κείνη ἀποροῦσε πῶς καί ἤξερε τά πάντα. ᾿Επίσης τῆς εἶπε τήν ἑπομένη φορά νά φέρει καί τήν κόρη της Ζωή γιά νά τήν βαπτίσει. ᾿Από τότε καί κάθε Κυριακή πήγαιναν στήν μυστική ἐκκλησία τοῦ Στάρετς γιά ἐξομολόγηση καί Θεία Κοινωνία. Τό πῶς λειτουργοῦσε δέν τό εἶδε ποτέ, ἀφοῦ αὐτό γινόταν μυστικά τή νύχτα.
῾Η γυναίκα ἔνιωθε νά λάμπει ἀπό χαρά ἐνῶ ἔκλαιγε γιά τίς ἁμαρτίες της. Συζητοῦσε μέ τόν ἄντρα της γιά τόν μυστηριώδη Στάρετς καί αὐτός ἄρχισε νά λαχταρᾶ νά γνωρίσει τό συντομώτερο αὐτόν τόν Γνήσιο Χριστιανό. ῎Ηθελε ἁπλῶς καί παρακαλοῦσε ὅταν γίνει αὐτή ἡ συνάντηση, νά μήν εἶναι κανένας ἐκεῖ καί τόν δεῖ. ῞Οταν πῆγαν νά τόν συναντήσουν, ἡ νύχτα εἶχε σκεπάσει τά πάντα. ῾Η αὐλόπορτα ἦταν ἀνοιχτή. Τό σπίτι ἦταν προετοιμασμένο γιά καλεσμένους, ἀλλά κανείς δέ φαινόταν πουθενά, ὅπως ἀκριβῶς τό ἐπιθυμοῦσε ὁ συνταγματάρχης. Κάποια στιγμή μπῆκε ὁ Στάρετς, κοίταξε τούς νυχτερινούς ἐπισκέπτες καί χαμογελαστός τούς εἶπε· «Καλός ὁ Γρηγόριος». Πρῶτα τούς τακτοποίησε πνευματικά καί μετά τούς χειροτόνησε μοναχούς. ῾Ο συνταγματάρχης Γρηγόριος ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Μιχαήλ καί ἡ σύζυγος καί ἡ κόρη του πῆραν κι’ αὐτές καινούργιο ὄνομα. ῞Οταν τό ὄνομα πού ἔδινε ὁ Στάρετς κατά τήν χειροτονία ἄρχιζε μέ τό ἀρχικό γράμμα τοῦ κοσμικοῦ ὀνόματος, ἡ ζωή δέν θ’ ἄλλαζε πολύ, ἔλεγε, ἐν ἀντιθέσει μέ τήν περίπτωση πού ἄλλαζε τό πρῶτο γράμμα. ῞Οταν ὁ Στάρετς ἔδωσε στό Γρηγόριο τό ὄνομα Μιχαήλ, τόν παρέδωσε γιά προστασία στόν ᾿Αρχιστράτηγο Μιχαήλ, πού τόν εἶχε γλιτώσει ἀπό ἄδικο θάνατο στά νιάτα του.
῾Η οἰκογένεια, ἐπειδή δέν εἶχε σπίτι γιά νά κάνει τή μοναχική ζωή της, ἀποφάσισε νά φτιάξει δύο κελιά πού θά τούς προφύλασαν ἀπό ἐπικίνδυνα ξένα μάτια. ῾Ο Μιχαήλ πῆρε γιά μαστόρους Γερμανούς αἰχμαλώτους, οἱ ὁποῖοι δέχτηκαν μέ εὐχαρίστηση.  ῾Η γυναίκα ἐπειδή ἤξερε ὅτι ἦταν πεινασμένοι, τούς περιποιόταν μέ πολλά καί ὡραῖα φαγητά. Τούς ἔπαιρναν δῆθεν γιά δουλειά καί τήν Κυριακή. ῎Οχι ὅμως γιά νά παραβοῦν τόν θρησκευτικό κανονισμό τῆς ἀργίας, ἀλλά γιά ξεκούραση καί ὡραῖο γεῦμα. Πολλοί ἔβλεπαν τούς Γερμανούς ὡς ἐχθρούς καί ἤθελαν νά τούς ἐξοντώσουν. ῾Ο Μιχαήλ ὅμως, διαφορετικός ἀπό τούς ἄλλους, μέ τή γλυκειά χριστιανική συμπεριφορά του καί μέ τήν ἀγάπη πού εἰσέπραττε ἀπ’ αὐτούς, ἄρχισε νά γίνεται στόχος καί τοῦ ἐγίνοντο πολλές παρατηρήσεις. Οἱ Γερμανοί ὅταν τελείωσαν τό μικρό σπίτι μέ τά δύο κελιά καί μετακόμισαν τά λίγα πράγματα, γελοῦσαν πώς καί ὁ στρατιωτικός ἡγέτης τῆς περιοχῆς ἔχει ἕνα τόσο μικρό καί φτωχό σπίτι. Σ’ αὐτό τό σπίτι ἔκανε ἁγιασμό ὁ Στάρετς καί μέχρι τά τελευταῖα χρόνια ζοῦσε σ’ αὐτό ἡ σύζυγος τοῦ Μιχαήλ. Τό ζευγάρι ζοῦσε εὐτυχισμένα καί πνευματικά. ῞Ομως ἡ μυστική μοναχική ζωή ἄρχισε νά ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τίς κοινωνικές ὑποχρεώσεις. ῾Ο ἀρχικά καλός χαρακτήρας τοῦ Μιχαήλ ἔγινε πιό γλυκός καί πράος καί μ’ αὐτό διαφωνοῦσαν οἱ συνάδελφοί του.
῾Η σύζυγός του πήγαινε συχνά στό γ. Θεοδόσιο κλαίγοντας καί τόν ρωτοῦσε πῶς θά μποροῦσε ὁ ἄντρας της νά σώσει τήν ψυχή του μ’ αὐτή τή δουλειά πού ἔκανε. «Μήν κλαῖς, μάνα, (μέ ἀγάπη, ὡς συνήθως, τῆς ἔλεγε) κάθε ψυχή ἔχει τό δικό της ῎Αγγελο προστάτη». ῾Ο ᾿Αρχάγγελος Μιχαήλ γρήγορα ἑτοίμασε γιά τό μοναχό Μιχαήλ τοῦ μαρτυρίου του τό στέφανο. Μιά μέρα πού γύριζε στό Μινβόντι ἀπό ἄλλη πόλη, ἕνα φοβερό τροχαῖο ἔβαλε τέλος στή ζωή του. Τό πένθος τῆς γυναίκας του ἦταν πολύ μεγάλο. ῾Ο Στάρετς Θεοδόσιος τήν ἔπιασε ἀπ’ τούς ὤμους, τήν ταρακούνησε καί τῆς εἶπε· «῏Ηταν θέλημα Θεοῦ, θέλημα Θεοῦ». ῞Οταν ἔφτασαν στόν τόπο τοῦ δυστυχήματος δέν βρῆκαν τίποτα ἀπό τό σῶμα του, ἡ ψυχή του ὅμως ὡς πουλί εἶχε πετάξει κοντά στό Θεό. Μέ στρατιωτικές τιμές ἔγινε ἡ κηδεία τοῦ Συνταγματάρχη Γρηγορίου, κάτι ὅμως πού δέν τό ἤθελε ἡ σύζυγός του μοναχή. Τό φέρετρο ἔμεινε κλειστό, ἀφοῦ δέν εἶχε μείνει τίποτα γιά νά βάλουν μέσα.
῾Ο Στάρετς ἔκανε τήν ἐξόδιο τελετή τοῦ μοναχοῦ Μιχαήλ στό σπίτι του, γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του.
῾Ο Θεός τόν πῆρε κοντά του, γλιτώνοντάς τον ἀπό τήν ταλαιπωρία τῶν νέων σκληρῶν μέτρων καταπίεσης πού ἔρχονταν γιά τούς στρατιωτικούς. Τόν φύλαξε ὁ ᾿Αρχάγγελος ἀπό τόν κίνδυνο τοῦ πνευματικοῦ του θανάτου.
῾Ο Θεός πῆρε τό μοναχό Μιχαήλ λίγο καιρό μετά τή χειροτονία του, πανέτοιμο γιά τήν κατάκτηση τῆς αἰωνιότητας. ῾Η σύζυγός του παρέμεινε πάντα πιστή στόν Στάρετς καί ἔγινε πνευματικό του παιδί.
Λίγο πρίν τόν θάνατο τοῦ Στάρετς
Μιά μέρα πού ἡ ᾿Αντωνία ἐπισκέφθηκε τό γέροντα Θεοδόσιο τῆς εἶπε·
«Παρακαλῶ τό Θεό, νά μέ πάρει κοντά Του. Πόσο ἀκόμα θά ζῶ; ῾Ο Θεός ὅμως μοῦ εἶπε ὅτι θά ζήσω λίγο ἀκόμα, ἀφοῦ ἔχω πολλά παιδιά πού ἀγαπῶ καί μ’ ἔχουν ἀνάγκη. Θά μ᾿ ἀφήσει λοιπόν λίγο καιρό ἀκόμα». Στή συνέχεια, ὅποιος τόν ἐπισκεπτόταν, ἔλεγε· «Πῶς μέ προλάβατε ζωντανό;» Μετά ἀπό λίγο ἀρρώστησε καί ἔμεινε γιά μερικές ἡμέρες στό κρεβάτι, ὅπως εἶχε προβλέψει. Τρεῖς μέρες πρίν τό τέλος του εἶχε πεῖ ὅτι θά σβήσει τό φῶς. Πολλοί τό ἐξήγησαν ὅτι θἄρθει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου, ἀλλά ὁ γέροντας Θεοδόσιος ἐννοοῦσε τό θάνατό του. Πέντε ἡμερόνυχτα οἱ ὑποτακτικές του δέν τόν ἄφησαν καθόλου μόνο του.
Δέν ἤθελαν νά κοιμηθοῦν κι’ οὔτε αἰσθάνονταν κόπωση. ῞Υστερα ἀπ’ τά πέντε ἡμερόνυχτα ὁ γέροντας Θεοδόσιος ἔστειλε τή Μαρία νά πάει νά ξεκουραστεῖ. «Πήγαινε, τῆς εἶπε, κι’ ἄν κάποιος σέ πειράζει, νἄρχεσαι σέ μένα, ὅπου κι’ ἄν εἶμαι, νά σέ βοηθάω. Νά προσεύχεσαι ἀδιαλείπτως λέγοντας τό «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί νά κάνεις σωστά τό σταυρό σου». ᾿Επιπλέον ὑπῆρξε κι’ ἕνα λογοπαίγνιο μεταξύ τους γιά τήν ἡλικία τοῦ Στάρετς. «Πόσο χρονῶν μέ κάνεις;» τή ρωτοῦσε κι’ ἐκείνη συνέχεια τοῦ ἀπαντοῦσε πώς δέν ξέρει, παρά μόνο ὁ Θεός γνωρίζει. ῾Ο Στάρετς συνεχῶς ἀνταπαντοῦσε κι’ ἔλεγε· «Μάρτυράς μου ὁ Θεός, σοῦ λέω τήν ἀλήθεια» κι’ ἄς ἦταν διαφορετικά τά χρόνια κάθε φορά πού ἤθελε νά πεῖ πόσο ἦταν. Τήν πρώτη φορά εἶπε 1000 χρονῶν, τή δεύτερη 600 χρονῶν, τήν τρίτη 400 χρονῶν καί κανένας μέχρι σήμερα δέν μπόρεσε νά ἑρμηνεύσει τί ἤθελε νά πεῖ.*
Συνεχίζοντας τῆς εἶπε· «῎Ημουν νεκρός, ἀλλά ζήτησα ἀπό τό Θεό λίγο χρόνο ἀκόμα γιά νά εὐλογήσω τά πνευματικά μου παιδιά καί ὁ Θεός μοῦ τόν ἔδωσε». ῾Η Μαρία σκέφθηκε πώς θά ζοῦσε τουλάχιστον τρία χρόνια ἀκόμα. ῾Ο Θεοδόσιος διαβάζοντας τή σκέψη της εἶπε· «῎Οχι, τόσα πολλά». Τότε τόν ρώτησε· «Σέ ποιόν θά μᾶς ἀφήσεις;» καί τῆς εἶπε· «῎Αγγελοι τοῦ Θεοῦ θά σᾶς προστατεύουν».
Τήν 6η ἡμέρα ὁ Θεοδόσιος σηκώθηκε ἀπ’ τό κρεβάτι, βγῆκε στό δρόμο, μάζεψε τά παιδιά κι’ ἄρχισε νά τρέχει μαζί τους, ὅπως συνήθιζε νά κάνει, γιατί πάντα τά ἀγαποῦσε. ῞Οσοι τόν ἔβλεπαν ἀποροῦσαν κι’ ἔλεγαν· «Πῶς ἐνῶ ἦταν τόσο ἄρρωστος, σηκώθηκε καί ἄρχισε νά τρέχει;» Τήν 7η ἡμέρα ξάπλωσε καί δέν ξανασηκώθηκε. Τούς μάζεψε ὅλους γύρω του καί τούς εὐλόγησε. Μόνο ὅταν ἦρθε ἡ Λουντμίλα ἔστρεψε τό κεφάλι του ἀλλοῦ, (γιατί εἶχε προβλέψει πώς θά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν ᾿Ορθοδοξία), ἀλλά μέ τό χέρι του τήν εὐλόγησε. ῞Οταν αὐτή ἔφυγε, ὁ Στάρετς εἶπε λυπημένος· «῎Εφτιαξα τό σπίτι μου μέ τόσο κόπο γιά νά διαλυθεῖ τόσο γρήγορα» (᾿Εννοοῦσε ὅτι στή γνήσια πίστη θά μείνουν λίγοι, ἀφοῦ οἱ πολλοί θά πλανηθοῦν). ῞Οπως κι’ ἔγινε.
῞Οταν βάρυνε, ὅλες οἱ ὑποτακτικές του συζητοῦσαν  μεταξύ τους κι’ ἔλεγαν· «Ποιός θά τόν κηδέψει, ὅταν πεθάνει;» ᾿Αφοῦ ἤξεραν ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος ᾿Ορθόδοξος ῾Ιερέας. Δίσταζαν ὅμως νά τόν ρωτήσουν.
᾿Αποφάσισαν νά στείλουν τή Μαρία νά τόν ρωτήσει. ᾿Εκείνη δυσκολευόταν νά τοῦ πεῖ τί ἤθελε, παρά μόνον τόν κοιτοῦσε. ῾Ο γέροντας Θεοδόσιος κατάλαβε τή σκέψη της καί τῆς εἶπε· «῾Ο Θεός θά τό φροντίσει καί θά στείλει τόν κατάλληλο ἄνθρωπο». Τούς εὐλόγησε ξανά ὅλους, ἐκτός ἀπό τήν Πελαγία πού ἦταν ἔξω. ῞Οταν ὅμως ἄνοιξε ἡ πόρτα γιά νά μπεῖ μέσα δέν μπόρεσε νά κάνει οὔτε βῆμα. Αὐτή κατάχλωμη παρέμεινε ἀκίνητη. Τότε ἡ Λιούμπα τήν ἔσπρωξε μέ τό ζόρι καί αὐτή γονάτισε μπροστά του κλαίγοντας. ῾Ο γέροντας Θεοδόσιος ἄνοιξε τά μάτια του, τήν εὐλόγησε καί παρέδωσε τό πνεῦμα του στά χέρια τοῦ Θεοῦ στίς 8 Αὐγούστου (26 ᾿Ιουλίου μέ τό νέο ἑορτολόγιο) τοῦ ἔτους 1948.
῾Η Λιούμπα λίγο ἀργότερα, δικαιολόγησε τό λόγο πού ἄργησε νά πάει κοντά στό Στάρετς. «Εἶδα τόν Σωτῆρα Χριστό νά στέκεται πάνω ἀπό τό κρεβάτι του καί νά κρατάει τήν ψυχή του. Αὐτό τό ὄραμα μέ καθήλωσε».
᾿Αμέσως ἀκούστηκαν χαρμόσυνοι ἦχοι καμπάνας προερχόμενοι ἀπό τό εἰκονοστάσι.
῾Η κηδεία τοῦ Στάρετς
῾Η μαρτυρία μιᾶς γειτόνισσας μᾶς φανερώνει πῶς ἐνήργησε ὁ Θεός γιά τήν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ Στάρετς. Εἶχε συναντήσει κάποιον ταξιδιώτη ξυπόλυτο, ἐξουθενωμένο μέ μαγκούρα καί σκουφάκι. ᾿Επειδή ἀγαποῦσε τούς ταξιδιῶτες, τόν κάλεσε στό σπίτι της νά τόν φιλοξενήσει. Μόλις πῆγαν στό σπίτι, ἦρθε καί ἄλλη γειτόνισσα καί τούς εἶπε· «῾Ο γέροντας Θεοδόσιος μόλις τελείωσε». ᾿Αμέσως σηκώθηκε ὁ ταξιδιώτης, ἔκανε τό σταυρό του καί εἶπε· «Πᾶμε γρήγορα». Μόλις μπῆκαν στό σπίτι τοῦ γέροντα Θεοδοσίου εἶπε· «Εὐλόγησον» καί ξεκίνησε τήν ᾿Ακολουθία πρός ἀπορία ὅλων, ἀφοῦ ἤξερε τά πάντα ἀπ’ ἔξω. ῎Εψελνε πολλές ὧρες. ῞Οταν τελείωσε τό τελετουργικό, εἶπε στό μακαριστό γέροντα Θεοδόσιο· «῞Οπως ὁ Σωτήρας πῆγε νά προετοιμάσει θέσεις γιά τούς μαθητές του, ἔτσι κι’ ἐσύ νά ἑτοιμάσεις θέσεις γιά τά παιδιά σου, πού μπορεῖ τώρα νά εἶναι λίγα, ἀλλά μετά θά γίνουν πολλά».
῞Οταν ὅλα τελείωσαν τούς εἶπε· «Τώρα πρέπει νά πάω στό Γεώργκιεφσκ, γιατί μέ περιμένουν».
῾Η ᾿Ιουλιανή, ἡ γυναίκα πού τόν ἔφερε, πῆγε μαζί του νά τόν κατευοδώσει. ῞Οταν ἔφτασαν στό σταθμό, πῆγε νά τοῦ πάρει εἰσιτήρια. ᾿Επιστρέφοντας δέν τόν βρῆκε στό κιόσκι πού τόν εἶχε ἀφήσει. Ρώτησε τότε κάποια πωλήτρια κοντινοῦ περιπτέρου· «Μήπως εἴδατε ποῦ πῆγε ὁ παπποῦς, πού ἦταν μαζί μου πρίν λίγο»; «Δέν εἶδα κανένα, μόνη σας ἤσασταν» ἀπάντησε αὐτή. Καί ἄλλοι ἄνθρωποι ἀπό τό σταθμό πού τούς ρώτησε τῆς εἶπαν τό ἴδιο· «Μόνη σου ἦρθες καί παραμιλοῦσες». ᾿Αφοῦ δέν τόν βρῆκε, ἐπέστρεψε στό σπίτι της.
Πρίν τό σκήνωμα τοῦ Θεοδόσιου ὁδηγηθεῖ στό νεκροταφεῖο, τά πνευματικά του παιδιά ζήτησαν ἕνα φωτογράφο γιά νά ἔχουν τήν τελευταία του φωτογραφία. ῾Ο φωτογράφος ἦρθε, ἀλλά δυσκολεύτηκε στήν ἀρχή, ἀφοῦ ἔντονο φῶς ἔβγαινε ἀπό τό φέρετρό του καί τόν θάμπωνε. «Ποιός εἶναι αὐτός -ρώτησε- μέ τό τόσο ἐκτυφλωτικό φῶς γύρω του;» «῾Ο ῾Ιερέας, ὁ ῾Ιεροσολυμίτης», τοῦ ἀπάντησαν. «Θά ἦταν σπουδαῖος, γιατί κάτι παρόμοιο δέν ἔχω ξαναδεῖ».
᾿Απ’ αὐτούς πού θά τόν συνόδευαν στό νεκροταφεῖο οἱ περισσότερες ἦταν γυναῖκες, καί ἐπειδή τό νεκροταφεῖο ἦταν μακριά, τίς ἀπασχολοῦσε πῶς θά τά κατάφερναν νά τόν μεταφέρουν ὡς ἐκεῖ.
Μόλις βγῆκαν ὅμως ἀπό τό προάστιό τους, εἶδαν νά τούς πλησιάζουν τέσσερα ὄμορφα παλικάρια, μέ μακριά καστανά μαλλιά, ὄμορφα ντυμένοι μέ λευκά ὑποκάμισα, μαῦρα παντελόνια καί μποτάκια. ῾Η ἐνδυματολογική παρουσία τους βρισκόταν σέ μεγάλη ἀντίθεση μέ τούς δύσκολους καιρούς τῆς φτώχειας καί τῆς δυστυχίας πού ζοῦσαν ἄλλοι ἄνθρωποι.
῞Οσοι γυρνοῦσαν ἀπό τίς δουλειές τους καί ἔβλεπαν τήν πομπή, ἀποροῦσαν γιά τό φῶς πού ἔβλεπαν νά βγαίνει ἀπό τό φέρετρο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου.
Τά τέσσερα παλικάρια σήκωσαν τό φέρετρο καί τό ἔφεραν ὡς τό νεκροταφεῖο. Οἱ ἴδιοι τό ἔβαλαν μέσα στόν τάφο καί τό σκέπασαν μέ χῶμα. ῞Οταν τελείωσε ἡ ταφή, γύρισαν ὅλοι μαζί στό σπίτι γιά τό συγχώριο. ῎Ηθελαν νά πάρουν μαζί τους καί τά τέσσερα παλικάρια πού τούς βοήθησαν. ῞Ομως δέν βρέθηκαν ἀνάμεσά τους καί τό πότε ἐξαφανίσθηκαν κανένας δέν τό κατάλαβε. ῞Οταν ἔφυγαν ὅλοι ἀπό τό νεκροταφεῖο, ἔμεινε ἐκεῖ μόνο ὁ Νικόλαος, τό πνευματικό του παιδί.
῾Ο Νικόλαος ξαφνικά εἶδε φῶς νά βγαίνει ἀπό τόν τάφο καί δέν μπόρεσε νά κρατηθεῖ ὄρθιος. Τυφλώθηκε ἀπό τή λάμψη του, ἔπεσε πάνω στό σιδερένιο σταυρό καί τραυματίστηκε στό πρόσωπο. ῞Οταν συνῆλθε, ὅλα γύρω του ἦταν ἤρεμα ὅπως πρίν. Τέσσερις ἡμέρες μετά τήν κηδεία του, μιά γειτόνισσα τοῦ γέροντα Θεοδοσίου μή Χριστιανή, εἶδε ὅτι στήν αὐλή του καθόταν ὁ γέροντας Θεοδόσιος μαζί μέ ἕναν ἄλλον ᾿Ιερέα.
Τήν κοίταξε καί τήν κάλεσε νά τόν πλησιάσει γιά νά τήν εὐλογήσει. Μετά ἔδειξε τόν ἄλλο ῾Ιερέα καί τῆς εἶπε· «Αὐτός εἶναι ὁ ἀδελφός μου, ὁ Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ». Τό πρωΐ ἡ γυναίκα πῆγε στίς ὑποτακτικές καί ρώτησε· «Ποιός ἦταν ὁ παπποῦς σας; Τόν εἶδα στόν ὕπνο μου μέ τόν ἄλλον ἀδελφό του πού λεγόταν Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ». Τῆς ἐξήγησαν ὅπως μπόρεσαν. Σέ λίγο καιρό κάποια ἄλλη γειτόνισσα ἑτοίμαζε γιά τήν ἑπομένη τό πλύσιμο τῶν ρούχων. Τήν ἴδια νύχτα ἦρθε στόν ὕπνο της ὁ γέροντας Θεοδόσιος καί τῆς ἀπαγόρευσε νά πλύνει αὔριο γιατί γιόρταζε ὁ ἀδελφός του. ῞Οταν τό πρωΐ πῆγε στίς ὑποτακτικές του, ἔμαθε πώς ἐκείνη ἡ ἡμέρα ἦταν ἡ γιορτή τοῦ Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ.
Μαρτυρία Τατιανῆς
῞Οσο ζοῦσε ἀκόμη ὁ γέροντας Θεοδόσιος, οἱ φίλες τῆς Τατιανῆς τήν κάλεσαν νά πάει μαζί τους γιά νά τόν γνωρίσει καί νά τήν καθοδηγήσει. ῾Η Τατιανή εἰρωνικά τούς εἶπε· «῎Ε, σιγά, τί θά πεῖ ἀσκητής; ῞Ολοι οἱ παπάδες τό ἴδιο εἶναι» καί δέν πῆγε.
῞Υστερα ὅμως ἀπό χρόνια καί μετά τό θάνατό του, εἶδε ἕνα ὄνειρο πού τή συγκλόνισε. Εἶδε στόν ὕπνο της τό γέροντα Θεοδόσιο μέ τήν ῎Αννα νά τήν ρωτᾶ ἄν  ἦταν αὐτή πού εἶχε πεῖ πώς ὅλοι οἱ παπάδες εἶναι τό ἴδιο. ῞Οταν ἡ ῎Αννα τοῦ ἀπάντησε «ναί», γύρισε καί τῆς εἶπε· «Τατιανή, μετάνιωσε, μετάνιωσε».
῾Η Τατιανή τό πρωΐ πού ξύπνησε, θυμήθηκε τά λόγια του καί πῆγε ἀμέσως στόν τάφο τοῦ γ. Θεοδοσίου γιά νά ζητήσει συγχώρηση, μαζί μέ δύο φίλες της, τήν ῎Αννα καί τή Μαρία. ῞Οταν πλησίαζαν στόν τάφο, ἄκουσαν ψαλμωδίες σάν νά γινόταν λειτουργία. ῞Οταν ὅμως ἔφτασαν στόν τάφο, βρῆκαν μόνο μία γυναίκα στό διπλανό τάφο, πού ἦταν τοῦ συζύγου της.
῞Οταν τή ρώτησαν, τούς εἶπε ὅτι κανένας δέν ἦταν ἐκεῖ καί πώς ἐκείνη δέν εἶχε ἀκούσει τίποτα. Τούς περιέγραψε ὅμως ἕνα παράξενο ὄνειρο πού εἶχε δεῖ τήν προηγούμενη νύχτα καί τήν ἔκανε νἄρθει ἐκείνη τή μέρα στόν τάφο τοῦ συζύγου της. Εἶδε πώς ἐνῶ ἐρχόταν στόν τάφο τοῦ ἄντρα της, ὑπῆρχαν πολλοί ῾Ιερεῖς ἀσπροντυμένοι στόν τάφο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου καί γύρω ἀπ’ αὐτούς πολύς κόσμος, λαϊκοί καί μοναχοί καί ἀνάμεσά τους καί ὁ σύζυγός της καί νά γίνεται Λειτουργία. «Κάθε μέρα ἔχουμε Λειτουργία», μοῦ εἶπε ὁ ἄντρας μου. Συζητώντας, καθάριζαν τόν τάφο ἀπό τό χιόνι. Σέ λίγο ἦρθαν ἄλλες τρεῖς γυναῖκες καί μετά ἄλλες τρεῖς, ἡ ᾿Αγάθη, ἡ Θεοδοσία καί ἡ ᾿Αντωνία. Γονάτισαν ὅλες καί ἄρχισαν νά διαβάζουν τόν ᾿Ακάθιστο ῞Υμνο πρός τιμήν τῆς Παναγίας. Τά πόδια τῆς Τατιανῆς πάγωσαν, ἀλλά κινήθηκε ἐλαφρῶς γιά νά κάνει θέση στούς καινούργιους, πού νόμιζε πώς ἔρχονταν χωρίς ὅμως νά γυρίσει τό κεφάλι της νά δεῖ τί γινόταν ἀκριβῶς. Τήν ψαλμωδία πού εἶχαν ἀρχίσει οἱ πρῶτες γυναῖκες τήν συμπλήρωναν καινούργιες καί καινούργιες φωνές. ῞Οταν ἔφτασαν στό 13ο κοντάκιο οἱ ψαλμωδίες ἔγιναν πολύ μελωδικές. ῞Ολες τότε γύρισαν πίσω τό κεφάλι τους γιά νά δοῦν ποιός ἔψελνε τόσο ὡραῖα. Δέν εἶδαν ὅμως κανέναν. Τότε ἡ Τατιανή κατάλαβε τό λάθος πού εἶχε κάνει καί βεβαιώθηκε, μ’ αὐτά πού εἶδε καί ἔζησε, ὅτι δέν εἶναι ὅλοι οἱ παπάδες τό ἴδιο καί πώς ὁ γέροντας Θεοδόσιος ἦταν ξεχωριστός.
Μαρτυρία τῆς ᾿Αντωνίας
῾Η ᾿Αντωνία, γνώριμη κι’ αὐτή τοῦ Θεοδοσίου, δέν μποροῦσε νά καταλάβει τί πήγαιναν νά κάνουν στόν τάφο τοῦ Στάρετς, ἀφοῦ τώρα ἦταν πιά νεκρός. Μιά φορά ὅμως ἀποφάσισε νά πάει καί αὐτή  μέ τίς ἄλλες γυναῖκες στόν τάφο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου. ῞Οταν πλησίασαν, ἡ ᾿Αντωνία, σταμάτησε ἀπότομα, χλώμιασε καί ἄρχισε νά κλαίει. Οἱ φίλες της δέν κατάλαβαν τί εἶχε συμβεῖ καί τήν ρώτησαν.
᾿Εκείνη τούς ἐξήγησε ὅτι εἶδε τό γέροντα Θεοδόσιο νά βγαίνει ἀπό τόν τάφο, γιά νά τήν προϋπαντήσει μέ τό σταυρό στό χέρι, καί ὅλες νά τίς εὐλογεῖ. Τότε αὐτή κατάλαβε πώς ὁ γέροντα Θεοδόσιος δέν εἶναι ἕνας ἁπλός νεκρός, ἀλλά ἕνας ῞Οσιος κατά Θεόν.
Μαρτυρία ἐργατῶν
Κάποιο Ψυχοσάββατο ἦρθαν οἱ γυναῖκες στόν τάφο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου γιά νά κάνουν αὐτά πού ἔπρεπε ὑπέρ ἀναπαύσεως. ῏Ηρθε καί κάποιος ἐργάτης ἑνός τρακτέρ πού δούλευε τήν περασμένη νύχτα σέ κάποιο κοντινό χωράφι κι ὅταν πέρασε ἔξω ἀπό τό νεκροταφεῖο, τό τρακτέρ σταμάτησε.
Κοιτώντας νά δεῖ τί συμβαίνει, εἶδε φῶς νά βγαίνει μέσα ἀπό τό νεκροταφεῖο. Σκέφτηκε πώς ἴσως οἱ συνάδελφοί του, πού κι’ αὐτοί δούλευαν, θά πῆγαν νά ξεκουραστοῦν καί ἄναψαν φωτιά. «Πῆγα λοιπόν κι’ ἐγώ νά τούς βρῶ. ῞Οταν ὅμως πλησίασα, εἶδα σ’ αὐτόν τόν τάφο, μιά μεγάλη λαμπάδα ἀναμμένη μέ δυνατή φλόγα, πού οὔτε κἄν τήν κουνοῦσε ὁ δυνατός ἄνεμος, πού φυσοῦσε.
Φώναξα τούς συναδέλφους μου χωρίς ὅμως νά πάρω ἀπάντηση. Τρομαγμένος ἔτρεξα νά φύγω γιά νά φτάσω στό χωριό μου. Λίγο πρίν φτάσω, σταμάτησα λίγο νά ξεκουραστῶ καί κοιτώντας πρός τά πίσω εἶδα τό φῶς ἀπό τή φλόγα νά παραμένει ἄσβεστο.
Τό πρωΐ πού ἦρθα γιά νά πάρω τό τρακτέρ, περίμενα νά ἔλθουν καί οἱ ἄλλοι συνάδελφοι μου, πού δούλευαν κι’ αὐτοί τήν περασμένη νύχτα μαζί μου κοντά στό νεκροταφεῖο, γιά νά τούς πῶ τί εἶδα. ᾿Αφοῦ μέ ἄκουσαν, μοῦ ἐξιστόρησαν κι’ αὐτοί τό δικό τους περιστατικό πού ἦταν παρόμοιο μέ τό δικό μου. Εἶδαν στήλη φωτός νά βγαίνει ἀπ’ τόν ἴδιο τόν τάφο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου καί πολλές ἀναμμένες λαμπάδες γύρω ἀπ’ αὐτήν. ῞Οταν ὅμως πλησίαζαν, ὅλα ἐξαφανίζονταν. Πραγματικά μεγαλεῖα αὐτά πού συμβαίνουν».
Θεραπεία τῆς Θεοδοσίας
῾Η δούλη τοῦ Θεοῦ Θεοδοσία, ζοῦσε στό Πιάτιγκορσκ, κοντά στό Μινβόντι. Κάποια μέρα χτύπησε τό  πόδι της ἀπό ἀτύχημα καί ὑπέφερε γιά πολύ καιρό. ᾿Αναγκάστηκε νά πηγαίνει στούς γιατρούς κι’ ἀφοῦ τήν ἐξέτασαν, διαπίστωσαν συσσωρευμένο ὑγρό στό τραῦμα. ᾿Αμέσως καθάρισαν τήν πληγή, ἀλλά σέ λίγο ξαναμάζεψε. Τότε διέγνωσαν πώς εἶχε ἀρχίσει ἡ μόλυνση καί πώς ἔπρεπε νά τήν ἀκρωτηριάσουν γιά νά μήν πεθάνει ἀπό τήν σηψαιμία. ῾Η Θεοδοσία ἄρχισε νά κλαίει στή σκέψη πώς θά ἔμενε ἀνάπηρη.
Φεύγοντας ἀπό τούς γιατρούς, πῆγε σέ μιά φίλη της, πού ἔμενε στό Μινβόντι. Στό δρόμο συνάντησε προσκυνήτριες πού πήγαιναν στόν τάφο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου. Κάλεσαν καί τή Θεοδοσία νά πάει μαζί τους κι’ ἐκείνη μαζί μέ τή φίλη της τίς ἀκολούθησαν. ῞Οταν πῆγαν στόν τάφο, ἄρχισαν νά κάνουν τά πρέποντα. Τόν καθάρισαν ἀπό τό χιόνι, ἔβαλαν ψωμί καί νερό πάνω στόν τάφο, ἄναψαν λαμπάδες καί ἄρχισαν νά διαβάζουν τόν ᾿Ακάθιστο ῞Υμνο μέ δάκρυα.
῾Η Θεοδοσία, δακρυσμένη κι’ αὐτή ζητοῦσε βοήθεια ἀπό τό γέροντα Θεοδόσιο. Μετά πῆρε ψωμί καί νερό ἀπό τόν τάφο καί γύρισε στό σπίτι τῆς φίλης της ᾿Αναστασίας. ῾Ο ἄντρας τῆς ᾿Αναστασίας θυμωμένος, τούς εἶπε· «᾿Αντί νά βρίσκεστε στό νοσοκομεῖο, ἐπειδή ἡ κατάσταση τῆς Θεοδοσίας εἶναι τόσο σοβαρή καί ἐπικίνδυνη, γυρίζετε στά νεκροταφεῖα;»
῾Η Θεοδοσία ὅμως τοῦ εἶπε πώς ὅλες τίς ἐλπίδες της γιά θεραπεία τίς ἔχει ἀφήσει στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί στή βοήθεια τοῦ γέροντα Θεοδοσίου. ῎Εβρεξε λοιπόν ἕνα πανί μέ νερό πού ἔφερε ἀπό τόν τάφο τοῦ Θεοδοσίου, τύλιξε τό πόδι της καί ξάπλωσε. ᾿Αμέσως κοιμήθηκε, κάτι πού δέν κατάφερνε μετά τό ἀτύχημά της, ἐξαιτίας τῶν δυνατῶν πόνων πού εἶχε.
Τό πρωΐ ὅταν ξύπνησε καί ξετύλιξε τό πόδι της, εἶδε πώς ἦταν ξεπρησμένο, χωρίς κοκκινίλες, τελείως καθαρό καί χωρίς πόνους. Τό εἶπε στήν ᾿Αναστασία καί στό σύζυγό της καί ὅλοι μαζί δόξαζαν τό Θεό καί τό γέροντα Θεοδόσιο. ῞Οταν ἔγινε αὐτό ἦταν Χριστούγεννα.
Τήν ἑπόμενη μέρα πῆρε ἡ Θεοδοσία τό παραπεμπτικό γιά χειρουργεῖο καί πῆγε στό νοσοκομεῖο. ῞Οταν ἔφθασε μέσα στό γραφεῖο τῶν ἰατρῶν ἦταν ἐκεῖ δυό γιατροί.
῾Ο ἕνας ἦταν ἔμπειρος καί ὁ ἄλλος ἀσκούμενος. ῾Ο ἔμπειρος ἰατρός, ὅταν πῆρε τό παραπεμπτικό καί τό διάβασε, ἄρχισε νά φωνάζει στή Θεοδοσία. «Μέ τέτοια διάγνωση καί καθυστέρησες δύο ἡμέρες γιά νἄρθεις; Τώρα θά κοπεῖ τό πόδι σου ἀπό τή ρίζα».
Τήν πλησίασε κι’ ἄρχισε νά τήν ἐξετάζει. Ξαφνιασμένος διαπίστωσε ὅτι τό πόδι της ἦταν ὑγιές, ἐν ἀντιθέσει μέ τό παραπεμπτικό πού ἔγραφε γιά σηψαιμία. Δέν κατάλαβε τί εἶχε συμβεῖ. ῾Η Θεοδοσία τούς ἐξήγησε πώς τήν γιάτρεψαν οἱ κομπρέσες πού ἔκανε μέ τόν ἁγιασμό ἀπό τόν τάφο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου. ῾Ο ἀσκούμενος γιατρός ἄρχισε νά γελάει. «Χωριάτισσα εἶναι, παραμύθια λέει».
῞Ομως ὁ ἔμπειρος γιατρός τόν κοίταξε αὐστηρά καί τοῦ εἶπε· «Εἶσαι ἀνώριμος ἀκόμα γιά νά καταλάβεις ὅτι ἡ πίστη της τήν ἔσωσε». ῾Η Θεοδοσία ζεῖ μέχρι σήμερα καί φυλάει τό παραπεμπτικό ὡς ντοκουμέντο μεγάλης ἀξίας πρός δόξα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ γέροντα Θεοδοσίου γιά τήν θεραπεία τῆς δούλης του.
Θεραπεία τῆς Ραΐσας καί τοῦ ἄντρα της
Τό ζευγάρι αὐτό ζοῦσε μέ τό γιό τους στό χωριό Κριμσκάγια. ῾Η γυναίκα δούλευε ὡς ἐργάτρια καί ὁ ἄντρας της ὡς ὁδηγός. Κάποια φορά πού ὁ πατέρας εἶχε πάρει τό παιδί του στή δουλειά, θάφτηκε τό παιδί ἀπό ἀτύχημα κάτω ἀπό ὄγκο χωμάτων σέ χωματουργικές ἐργασίες καί ὅταν τό βρῆκαν ἦταν νεκρό.
῾Ο πόνος τους ἦταν τόσο μεγάλος, πού σέ λίγο χρόνο ἀρρώστησε ἡ μητέρα του, Ραΐσα. ῾Η διάγνωση τῶν γιατρῶν ἦταν μιά κύστη πού συνεχῶς μεγάλωνε καί ἐσπευσμένα τήν ἔστειλαν στό χειρουργεῖο γιά νά προλάβουν τήν ἄσχημη ἐξέλιξη. ῾Η Ραΐσα ὅμως, ἐπειδή φοβόταν τό χειρουργεῖο, καθυστεροῦσε νά πάρει τή σωστή ἀπόφαση.
Μιά νύχτα εἶδε στόν ὕπνο της ἕνα ὄνειρο. ῞Εναν παπποῦ πού φοροῦσε ἄσπρο πουκάμισο καί γκρί κάλτσες. Αὐτή σκέφτηκε· «Τί παράξενος παπποῦς». ῾Ο «παπποῦς» τήν κοίταξε καί τῆς ἀπάντησε ὡς ἑξῆς· «᾿Εσύ εἶσαι ἄρρωστη καί πρέπει νά ἐγχειριστεῖς, γι’ αὐτό εἶσαι τόσο στεναχωρημένη. ῞Ομως πρέπει νἄρθεις στό Μινβόντι, στόν τάφο μου, γιά νά πάρεις ἀπό ἐκεῖ χῶμα καί νερό πού θά τά εὐλογήσω καί κάθε μέρα θά τρῶς ἕνα κουταλάκι χῶμα, θά πίνεις νερό καί θά θεραπευτεῖς». ῾Η Ραΐσα τόν ρώτησε· «Παπποῦ, ποῦ θά σέ βρῶ;» «᾿Εκεῖ μένουν δικοί μας». Αὐτή ξαναρώτησε, ἀλλά πῆρε τήν ἴδια ἀπάντηση. Ξύπνησε ἀμέσως καί προσπάθησε νά ἐξηγήσει τό ὄνειρο πού εἶδε. «Κανένα δέν ἔχω στό Μινβόντι καί ποτέ δέν ἔχω πάει ἐκεῖ. ῞Οσο γιά τούς πολλούς, δέν ξέρω ποιός ἀπ’ αὐτούς θά μέ βοηθήσει».
Μιά μέρα πού πέρασε ἀπό τό σπίτι τῆς φίλης της ᾿Αλεξάνδρας, πού ἦταν ἀνιψιά μιᾶς ὑποτακτικῆς τοῦ γέροντα Θεοδοσίου καί τῆς εἶπε τό ὄνειρό της, αὐτή κατάλαβε ποιός ἦταν ὁ «παπποῦς».
Γιά νά σιγουρευτεῖ ὅμως τῆς ἔφερε καί τῆς ἔδειξε διάφορες εἰκόνες ῾Αγίων γιά νά τίς πεῖ ἄν ἦταν κάποιος ἀπ’ αὐτούς, αὐτός πού εἶδε στόν ὕπνο της. Αὐτή δέν ἀναγνώρισε τόν «παπποῦ» σέ καμιά ἀπό τίς εἰκόνες πού εἶδε.
Μετά ἡ ᾿Αλεξάνδρα ἔφερε καί τῆς ἔδειξε τό πορτραῖτο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου πού ἦταν ντυμένος μέ τά ἱερά ἄμφια. ῾Η Ραΐσα ἀφοῦ πρῶτα κοίταξε τό πορτραῖτο τῆς εἶπε· «Τό πρόσωπό του μοιάζει πολύ μ’ αὐτόν πού εἶδα στό ὄνειρό μου, ἀλλά ἐκεῖνος ἦταν ντυμένος κοσμικά μέ λευκό πουκάμισο». ῾Η ᾿Αλεξάνδρα τότε τῆς εἶπε, πώς σίγουρα ἦταν ὁ γέροντας Θεοδόσιος πού βοηθᾶ καί θεραπεύει ὅλους τούς ἀρρώστους. Τῆς ἐξιστόρησε πολλά ἀπό τά θαύματά του καί τήν παρότρυνε νά πάει στό Μινβόντι, ὅπου ἐκεῖ θά ἔβρισκε τίς θεῖες της, πού ἦταν ὑποτακτικές τοῦ γέροντα Θεοδοσίου καί πού μία ἐξ αὐτῶν ζοῦσε ἀκόμη ἐκεῖ στό σπίτι τοῦ γέροντα Θεοδοσίου γιά νά τήν καθοδηγήσει καί νά τήν ὁδηγήσει στόν τάφο του.
῾Η Ραΐσα ἀποφάσισε νά πάει. Στόν ἄντρα της εἶπε ὅτι θά ἐπισκεπτόταν ἕναν καλό γιατρό πού τῆς σύστησαν στό Μινβόντι. ῾Ο ἄντρας της δέν ἔφερε καμιά ἀντίρρηση καί ἡ Ραΐσα ξεκίνησε γιά τό Μινβόντι. ῞Οταν ἔφτασε στό Μινβόντι, συνάντησε τήν ῎Αννα, τήν ὑποτακτική του, ζήτησε νά δεῖ τή φωτογραφία τοῦ Στάρετς ντυμένου λαϊκά. ῾Η Ραΐσα ἀμέσως ἀναγνώρισε ὅτι αὐτός ἦταν πού εἶδε στό ὄνειρό της. ῞Υστερα ἀπό ἕνα τόσο μακρινό ταξίδι ἡ Ραΐσα περίμενε νά τῆς ἐπιτρέψουν νά ξεκουραστεῖ. ᾿Αντ’ αὐτοῦ ὅμως ἡ ῎Αννα ἔβγαλε ἀπό τό ντουλάπι καί τῆς ἔδωσε ἕνα ζευγάρι γκρί κάλτσες γιά νά μήν κρυώσει ἀπό τήν πρωϊνή ψύχρα καί ἀμέσως ξεκίνησαν γιά τόν τάφο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου. ῾Η Ραΐσα μέχρι ἐκείνη τή στιγμή δέν εἶχε δυνατή πίστη. Ζοῦσε μιά ζωή μέ κανονικούς ρυθμούς καί δέν πίστευε ὅτι γίνονται καί θαύματα.
᾿Απ’ τή στιγμή ὅμως πού πῆρε στά χέρια της τίς κάλτσες, κάτι σκίρτησε στήν ψυχή της καί ἡ ἐλπίδα πώς τελικά θά βοηθηθεῖ, φούντωσε. ῞Οταν ἔφτασαν στόν τάφο, ἡ Ραΐσα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς της παρακάλεσε τόν Στάρετς νά τή βοηθήσει. ᾿Ακούγοντας στή συνέχεια τόν ᾿Ακάθιστο ῞Υμνο ἔνιωσε πώς ἡ ψυχή της πλημμύρισε ἀπό πίστη.
῞Οταν τελείωσαν, πῆρε τό χῶμα καί τό νερό καί ὅταν γύρισε στό σπίτι της ἄρχισε νά κάνει ὅ,τι τήν εἶχε συμβουλεύσει στόν ὕπνο της ὁ γ. Θεοδόσιος. Σέ λίγες ἡμέρες αἰσθάνθηκε ξαλαφρωμένη, σύντομα ἡ κύστη ἐξαφανίστηκε καί ἔνιωσε τελείως ὑγιής. Μετά ἀπό λίγο καιρό συνάντησε τή γιατρό πού εἶχε διαγνώσει τήν ἀρρώστια της καί τήν εἶχε παραπέμψει γιά χειρουργεῖο. Τήν ρώτησε ἄν χειρουργήθηκε καί ἡ Ραΐσα ἀπάντησε· «Δέν μοῦ χρειάζεται χειρουργεῖο, γιατί ὁ Θεός μέ θεράπευσε». ῾Η γιατρός θύμωσε καί τῆς εἶπε· «Μή λές ἀνοησίες, νἄρθεις αὔριο νά σέ ἐξετάσω».
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα πού πῆγε, ἡ γιατρός ἐξετάζοντάς την, ἀπορημένη διαπίστωσε, ὅτι τίποτα ἀπό τήν παλιά της κύστη δέν ὑπῆρχε. Μέ ἐνδιαφέρον ζήτησε νά μάθει πῶς ἔγινε αὐτό.
Μετά τή θεραπεία της ἡ Ραΐσα συνέχισε τή ζωή της κανονικά. ᾿Αργότερα ἀρρώστησε καί ὁ ἄντρας της μέ σοβαρό πρόβλημα στό λαιμό. ῞Οσο περνοῦσε ὁ καιρός, ἀντί νά θεραπεύεται μέ τή φαρμακευτική ἀγωγή πού ἔπαιρνε, ἡ κατάστασή του χειροτέρευε.
῎Εφτασε σέ σημεῖο νά μήν μπορεῖ νά καταπιεῖ τό φαγητό του οὔτε σέ ὑγρή μορφή. Τή νύχτα δέν μποροῦσε νά κοιμηθεῖ, δυσκολευόταν ἀναπνευστικά καί τελικά διαπιστώθηκε πώς εἶχε κακοήθη ὄγκο στό λαιμό. Τότε ἡ Ραΐσα τόν προέτρεψε νά ἐπισκεφθεῖ τό δικό της γιατρό στό Μινβόντι, πού εἶχε δικό του τρόπο νά θεραπεύει, ὅπως ἔκανε καί σέ κείνη.
῾Ο Πέτρος, ὁ ἄντρας της, συμφώνησε νομίζοντας ὅτι τοῦ μιλοῦσε γιά κάποιον μεγάλο γιατρό. ῞Οταν ἦρθε στό Μινβόντι καί εἶδε τίς τρεῖς γερόντισσες, τή ρώτησε· «᾿Απ’ αὐτές τίς γιαγιάδες θά θεραπευθῶ;» «Τό ἀποτέλεσμα δέν τό εἶδες σέ μένα; τοῦ εἶπε ἡ Ραΐσα. ῎Ετσι κι’ ἐσύ θά γίνεις καλά».
Αὐτός ὁ ἄπιστος ἄνθρωπος πού μέχρι πρίν ἀπό λίγο δέ θά τολμοῦσε κανείς νά τοῦ μιλήσει γιά τήν πίστη, τώρα τουλάχιστον μποροῦσε καί ἄκουγε τήν ἱστορία τῆς θεραπείας τῆς γυναίκας του, Ραΐσας. Μετά ἀπ’ αὐτό συμφώνησε νά πάει κι’ αὐτός στόν τάφο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου. Τούς συνόδευσαν ἐκεῖ ἡ Νίνα καί ἡ Μαρία. Αὐτές ἄρχισαν νά διαβάζουν τόν ᾿Ακάθιστο ῞Υμνο, ἀλλά πρίν ξεκινήσουν, εἶπαν καί στόν Πέτρο νά πεῖ ὅποια προσευχή ἤξερε. «῎Αν ζητήσεις μέ πίστη τή βοήθειά του θά τή λάβεις». ῾Ο Πέτρος εἶπε μέ πίστη ὅ,τι ἤξερε.
῞Οταν τελείωσαν πῆραν χῶμα, νερό καί λάδι ἀπό τό καντήλι καί γύρισαν στό σπίτι τῆς ῎Αννας στό Μινβόντι. ῾Η ῎Αννα τοῦ ἄρχισε τήν «ἀγωγή». Τοῦ ἔδινε νά τρώει χῶμα, νά πίνει νερό καί νά ἀλείφει τό λαιμό του μέ λάδι. ῞Ολα τά ἔκανε γιατί ντρεπόταν νά ἀρνηθεῖ, ὄχι ὅμως ἐπειδή πίστευε πώς μποροῦσε νά θεραπευτεῖ. Συνέχιζε νά ταλαιπωρεῖται ἀπό δυσφορία τοῦ ἀναπνευστικοῦ πού δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά κοιμηθεῖ. ῞Ομως ἐκεῖνο τό βράδυ, μετά τή θρησκευτική φροντίδα κοιμήθηκε ὡς τό πρωΐ καί ὅταν ξύπνησε ἔνιωσε χαρούμενος καί ἡ ἐλπίδα φώλιασε στήν καρδιά του.
Τήν ἑπομένη ξαναπῆγε στόν τάφο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου μέ τή θέλησή του αὐτή τή φορά καί μέ θερμή πίστη. ῞Οταν γύριζε ἀπό τό νεκροταφεῖο εἶδε στό δρόμο μία καλύβα. ῾Ο Πέτρος ἦταν τόσο ξαλαφρωμένος πού εἶπε· «῎Ανετα ἔρχομαι νά ζήσω σ’ αὐτή τήν καλύβα πού τόσο ὄμορφα νιώθω νά ἀνασαίνω».
῞Οταν ὁ Πέτρος γύρισε στό χωριό του, συνέχισε τή γνωστή θεραπευτική ἀγωγή μέ χῶμα, νερό, λάδι καί κάθε μέρα ἔνιωθε καλύτερα μέχρι πού ἔνιωσε τελείως ἀπαλλαγμένος ἀπό τήν ἀρρώστια του. Μαζί μέ τή θεραπεία ἦλθε καί ἡ δυνατή πίστη, ἀφοῦ τό θαῦμα ἔγινε στόν ἴδιο. Πούλησαν τό σπίτι τους στό Κρίμσκα καί μετακόμισαν στό Μινβόντι. ᾿Εκεῖ βρῆκαν τή χαρά τῆς ζωῆς καί τή γαλήνη τῆς ψυχῆς.
Σωτηρία ἀπό πνιγμό τῆς Μαρίας
Μιά γυναίκα πού τήν ἔλεγαν Μαρία ζοῦσε μέ τά τρία παιδιά της καί τούς γέροντες γονεῖς της, ἀφοῦ ὁ ἄντρας της τήν εἶχε ἐγκαταλείψει. Μιά φορά πού ἔκανε μπάνιο στή λίμνη, ἄρχισε νά βουλιάζει καί τῆς ἦταν ἀδύνατο νά σωθεῖ ἀπό μόνη της. ῎Αρχισε νά φωνάζει ἀπεγνωσμένα καί νά ζητᾶ ἀπό τό Θεό βοήθεια. «Βοήθησέ με, Θεέ μου, ἔλεγε, νά μή μείνουν ὀρφανά τά τρία παιδιά μου».
Ξαφνικά εἶδε φῶς καί μέσα σ’ αὐτό τόν παπποῦ μέ τό λευκό πουκάμισο κι’ ἕναν νεαρό μ’ ἕνα κουτί στό χέρι. Τήν πλησίασε ὁ παπποῦς καί τῆς εἶπε· «Μαρία, ἤρθαμε νά σέ γλιτώσουμε ἀπό τόν πνιγμό, ἀφοῦ τά τρία παιδιά σου καί οἱ γέροντες γονεῖς σου μόνο ἐσένα ἔχουν γιά νά τούς προσέχεις».
Τή σήκωσαν στά χέρια πάνω ἀπ’ τό νερό καί τήν μετέφεραν στήν ἀκτή. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος κι’ ἄρχισαν νά τῆς κάνουν τεχνητή ἀναπνοή. ᾿Επειδή ὅμως εἶχε καταπιεῖ πολύ νερό, δέν ἀντιδροῦσε καθόλου καί παρέμενε λιπόθυμη. ῞Οταν συνῆλθε ὕστερα ἀπό ὥρα, τή ρώτησαν πῶς μπόρεσε καί βγῆκε, ἀφοῦ ἦταν λιπόθυμη. Αὐτή τούς ἐξήγησε ὅ,τι ἀκριβῶς θυμόταν. Οἱ πιστοί δέχονταν τά λόγια της, ἐνῶ οἱ ἄπιστοι τά κορόϊδευαν.
῾Η Μαρία εὐχαρίστησε θερμά τό Θεό γιά τή σωτηρία της καί ἄρχισε νά ψάχνει σέ εἰκόνες μήπως καί γνωρίσει αὐτούς πού εἶδε. Τόν νεαρό μέ τό κουτί στά χέρια τόν ἀναγνώρισε ἀμέσως. ῏Ηταν ὁ ἅγιος Παντελεήμων ὁ ᾿Ιαματικός. ῞Ομως τόν παπποῦ δέν μπόρεσε νά τόν ἐντοπίσει πουθενά.
Μιά μέρα ὕστερα ἀπό χρόνια μιλοῦσε ἡ Μαρία μέ τή Ραΐσα, πού τελευταία εἶχε μετακομίσει στό Μινβόντι καί τῆς διηγόταν τή σωτηρία της ἀπό τόν πνιγμό. Στή συνέχεια ἡ Ραΐσα ἐνθυμούμενη τή θεραπεία της, κατάλαβε ἀμέσως ποιός ἦταν ὁ «παπποῦς» πού εἶδε καί τήν ὁδήγησε στίς ὑποτακτικές τοῦ ἁγ. Θεοδοσίου γιά σιγουριά. ῞Οταν αὐτές τῆς ἔδειξαν τό πορτραῖτο μέ τόν παπποῦ, τόν ἀναγνώρισε ἀμέσως.
῎Ηξερε καλά πώς οἱ σωτῆρες της ἦταν οἱ ἅγιοι Παντελεήμων ὁ ᾿Ιαματικός καί ὁ Θεοδόσιος ὁ Θαυματουργός.
᾿Αφήγηση ἱστορίας μιᾶς οἰκογένειας ἀπό τήν
κόρη τους Σοφία
«Οἱ γονεῖς μου ἦταν ὁ Γεώργιος καί ἡ Μελανία. ῾Ο πατέρας μου ἦταν κατασκευαστής σιδηροδρομικῶν γραμμῶν στήν περιοχή τῆς Μαύρης Θάλασσας. Μόνιμη κατοικία δέν ὑπῆρχε γιατί συνεχῶς μετακομίζαμε ἀνάλογα μέ τή δουλειά ἀπό χωριό σέ χωριό.
Μιά φορά πού βρεθήκαμε σ’ ἕνα μικρό χωριό, εἶδα τούς κατοίκους νά ἀσχολοῦνται μέ τή μαγεία. ῾Ο πατέρας ἔδειξε ἐνδιαφέρον μήπως καί μ’ αὐτόν τόν τρόπο γινόταν πλούσιος. ᾿Από τή θεωρία ἔφτασε γρήγορα καί στήν πράξη. Μιά μέρα πού ἦρθε στό σπίτι ἡ μικρότερη ἀδελφή τῆς μητέρας μου, πού ζοῦσε παρθενική μοναχική ζωή, ὁ πατέρας τήν ἔβαλε πάνω στήν καρέκλα, τή σκέπασε μ’ ἕνα μαῦρο πανί κι’ ἔβαψε μαῦρο ἕνα νύχι της. Τῆς εἶπε νά τό κοιτάζει συνεχῶς κι’ αὐτός ἄρχισε νά λέει τίς μαγικές εὐχές του. ῾Η μητέρα μου ὅμως φοβήθηκε γιά τήν ἀδελφή της καί τῆς εἶπε νά λέει τό «Πάτερ ἡμῶν» ἐνῶ ἐκείνη πῆγε στό ἄλλο δωμάτιο καί γονατιστή ἔλεγε τό ἴδιο. ῾Ο Θεός δέν ἐπέτρεψε νά γίνει τό κακό.
Πρώτη ἀπ’ ὅλους ἡ ᾿Αννούλα εἶδε ἕνα καβαλάρη μέ λαμπερή πανοπλία πού κρατοῦσε στό χέρι του ἕνα κοντάρι μέ φῶς γύρω-γύρω, πού ὅσο πλησίαζε, οἱ ἄσχημοι δαίμονες σκορπίζονταν. Μετά ὅλοι εἶδαν τόν καβαλάρη στό δωμάτιο. ῾Ο πατέρας ἦταν χαρούμενος γιατί πίστεψε πώς ἦταν αὐτός πού ζητοῦσε νἄρθει. ῾Η μάνα ὅμως τοῦ φώναζε· «Αὐτός εἶναι ὁ ἅγιος Γεώργιος» κι’ αὐτός τῆς ἔλεγε· «Σώπα ἐσύ, αὐτή εἶναι ἄλλη δύναμη». Τότε ὁ καβαλάρης στάθηκε μπροστά τους καί εἶπε· «Εἶμαι ὁ νικητής Γεώργιος» καί ρώτησε τόν πατέρα μου· «Γιατί ἐσύ, Γεώργιε, καταστρέφεις τήν ψυχή σου; Κανείς δέ θά μποροῦσε νά σέ σώσει, ἄν ἡ μητέρα σου, ὅταν πνιγόταν, δέ σέ παρέδιδε στήν Παναγία γιά νά σέ προστατεύσει. ᾿Εγώ ἦρθα ἐδῶ μέ ἐντολή τῆς Παναγίας καί ἔτρεξα νά σέ σταματήσω ἀπό τήν ἐνασχόληση μὲ τή μαγεία».
῞Οταν ἔμαθε ὁ πατέρας ὅτι τόν μεγάλωσε ξένη γυναίκα ἔκλαψε πολύ. ῾Ο ῞Αγιος ὅμως τοῦ εἶπε νά μήν κλαίει γιατί τώρα πιά εἶναι μεγάλος. ῾Ως πρός τή μητέρα μου τῆς εἶπε· «᾿Εσύ Μελανία, ὅταν διαβάζεις τό «Πάτερ ἡμῶν» ἀφήνεις ἕνα γράμμα, κι’ ἐσύ Γεώργιε μιά λέξη καί δέν πρέπει αὐτήν τήν προσευχή νά μήν τήν ξέρετε καί νά μήν τή λέτε σωστά. ᾿Επειδή ἡ Μελανία καί ἡ ῎Αννα τή διάβασαν 300 φορές γι’ αὐτό μπόρεσα καί ἦρθα». Στή συνέχεια ὁ ῞Αγιος εἶπε στόν πατέρα μου· «Θυμᾶσαι Γεώργιε, μιά μέρα πού ἦρθες ἀπό τή δουλειά καί φώναζες στή Μελανία; ῎Εξω ἦταν δύο κάτοικοι πού σᾶς παρακολουθοῦσαν καί γελοῦσαν γιατί αὐτό πού εἶχαν κάνει εἶχε πιάσει. Μετά συνέχιζε ἡ φασαρία μέσα στήν οἰκογένεια. Πίσω ἀπό τό σκαλοπάτι εἶχαν βάλει ἕνα κουτί μέ μαγικά κι’ ἐσύ τό πέρασες, γι’ αὐτό καί ἦρθε αὐτή ἡ ταραχή. Σήκω λοιπόν τό πρωΐ, πάρ’ το καί χωρίς νά μιλήσεις σέ κανέναν πήγαινε καί πέταξέ το στό ποτάμι. ῎Ετσι σιωπηλός νά γυρίσεις πίσω».
῾Ο πατέρας ἔκανε ἔτσι ἀκριβῶς. Γιά τρία χρόνια συνεχῶς ὁ οὐράνιος προστάτης ἐρχόταν στούς γονεῖς μου, τούς δίδασκε καί τούς καθοδηγοῦσε. ῾Ο πατέρας παρακάλεσε τόν ῞Αγιο νά τοῦ δείξει τό μέρος πού θά εὕρισκε τό θησαυρό γιά νά γίνει πλούσιος καί νά κάνει θεάρεστα ἔργα (νοσοκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, γηροκομεῖα). ῾Ο ῞Αγιος ὅμως τοῦ εἶπε ὅτι τά πλούτη δέν εἶναι γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
Μετά ἀπ’ αὐτό ὁ ῞Αγιος δέν ἐρχόταν. ῞Οταν ἦρθε  μετά ἀπό καιρό εἶπε ὅτι ἦταν γιά τελευταία φορά. ῾Η μητέρα μου σκεπτόταν «θά λέω πολλές φορές τό Πάτερ ἡμῶν καί θἄρχεται». «῞Οσες φορές καί νά τό πεῖς, δέ θά μέ ξαναδεῖς», ἀπάντησε στούς λογισμούς της. «᾿Εγώ ἐρχόμουν ὄχι γιά τήν ἀξία σας, ἀλλά γιά νά προλάβω τήν καταστροφή τῶν ψυχῶν σας πού εἶχαν ἀφεθεῖ στήν προστασία τῆς Παναγίας. ᾿Εσύ Μελανία θά κάνεις ἑπτά παιδιά, θά λέγεσαι Μαρία καί σύντομα θά συναντήσεις τόν Θεοδόσιο τόν ῾Ιεροσολυμίτη καί θά τόν ἀκολουθήσεις. Μόνο τότε στήν οἰκογένειά σας θά μπεῖ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ». Μέ αὐτά τά λόγια ὁ ῞Αγιος ἐξαφανίστηκε γιά πάντα.
Μετά ἀπό λίγο καιρό γνωρίστηκαν μέ τόν ἅγ. Θεοδόσιο ὅπως τούς προεῖπε ὁ ἅγιος Γεώργιος. Τό 1925 ἡ οἰκογένεια μου μετακόμισε στό Νοβοροσίσκ. ῎Ημουν τότε ἕξι μηνῶν. ῎Ακουσαν γιά τόν ῾Ιεροσολυμίτη καί τό ἡσυχαστήριό του καί κατάλαβαν ὅτι αὐτός ἦταν πού τούς ἔστελνε ὁ ἅγιος Γεώργιος νά γνωρίσουν. Πῆγαν ἐκεῖ μέ τήν ἀδελφή μου τή Βέρα πού ἦταν δαιμονισμένη καί ὁ ἅγ. Θεοδόσιος τή θεράπευσε. Εἶπε ὅμως στήν μητέρα μου ποτέ νά μήν τῆς πάρει, ὅσο καί ἄν τό ἐπιθυμεῖ, ἄσπρο φόρεμα καί ἄσπρα παπούτσια. Εὐχαρίστησαν τό ἅγιο Θεοδόσιο καί γύρισαν στό σπίτι. ῾Η μητέρα μου ὅμως ἄφησε τή Βέρα μέ τή θεία μου καί ἦρθε γρήγορα νά μέ ταΐσει. ῾Η Βέρα χαρούμενη πού ἔγινε καλά πῆγε μέ τή θεία μου στά μαγαζιά καί τῆς πῆρε ἄσπρο φόρεμα καί ἄσπρα παπούτσια πού τῆς ἄρεσαν. ῎Ετσι ἔγινε πάλι ὅπως καί πρῶτα καί ἡ δοκιμασία συνεχίστηκε.
῾Ο Στάρετς εἶχε ἀλληλογραφία μέ τήν οἰκογένεια καί μαθαίνοντας τά συμβάντα τούς προσκάλεσε νά μετακομίσουν στό Μινβόντι. ῾Η μητέρα μου ὅμως δέν μποροῦσε νά τόν ὑπακούσει ἄμεσα, γιατί ἦταν ἄρρωστη καί ὑπέφερε ἀπό αἱμορραγίες. Μιά φορά πού τήν ἐπισκέφθηκε ὁ Στάρετς τῆς εἶπε· «Σήκω Μελανία καί περπάτα». ῾Η μητέρα μου ἀμέσως σηκώθηκε καί ἄρχισε νά ἀσχολεῖται.
῞Ολοι ὅσοι τήν ἔβλεπαν ἀποροῦσαν κι’ ἔλεγαν πῶς ἐνῶ  ἦταν τόσο ἄρρωστη μποροῦσε κι’ ἔκανε τόσα πολλά. Σιγά σιγά θεραπεύτηκε κι’ ἔγινε τελείως καλά. ῎Ημουν τότε πέντε χρονῶν καί θυμᾶμαι τό παράδοξο περιστατικό πού ἔζησα παρέα μέ τόν Στάρετς. ῎Ημουν στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ μου μέ τόν Στάρετς καί εἴδαμε νά διασχίζει τό φθινοπωρινό οὐρανό ἕνα σμῆνος ἀποδημητικά πουλιά. Αὐτός τά φώναξε νά κατέβουν, τούς ἔριξε σπόρους νά φᾶνε καί ἀφοῦ ξεκουραστοῦν νά πᾶνε στό καλό. Αὐτά ὑπάκουσαν κι’ ἔγινε ὅπως τούς εἶπε ὁ Στάρετς.
Τό 1936 ὁ πατέρας μου, Γεώργιος, ἔπαθε ἡλίαση καί χρειάστηκε ἄμεσα νά ἔρθει ἡ πρώτη βοήθεια. ῎Εφτασε συγχρόνως καί ὁ ἅγ. Θεοδόσιος καί μέ τό καντήλι στό χέρι ἔκανε τρεῖς περιφορές γύρω ἀπό τό ὑποτυπῶδες ἀσθενοφόρο καί σιγά-σιγά ἔψελνε «Αἰωνία ἡ μνήμη».
῾Ο ἀδελφός μου, Νικόλαος, πού τόν ἄκουσε, κατάλαβε ὅτι προέβλεψε τό θάνατό του καί τρόμαξε. Τόν πῆγαν στό νοσοκομεῖο. Τήν 3η ἡμέρα ἀπ’ τήν εἰσαγωγή του, ὁ ἅγιος Θεοδόσιος εἶπε στή μητέρα μου ὅτι ὁ ἄντρας της ἔπρεπε νά ἐξομολογηθεῖ γραπτῶς σέ ὅποια γλώσσα ἤθελε. ῾Ο πατέρας μου διάλεξε τήν ἑλληνική. ῞Οταν ὅμως ὁ ἅγιος Θεοδόσιος διάβασε τά γραφόμενά του, εἶπε στή μητέρα· «Πήγαινε γρήγορα καί πές του ὅτι ξέχασε νά γράψει κάτι πολύ σπουδαῖο». ῾Ο πατέρας μου προσπάθησε πολύ νά θυμηθεῖ καί ὅταν θυμήθηκε, τό συμπλήρωσε τρομαγμένος.
῾Ο ἅγ. Θεοδόσιος παραδέχθηκε αὐτή τήν φορά ὅτι ὅλα ἦταν γραμμένα καί τόν συγχώρησε. Τήν 4η ἡμέρα ὁ ἅγιος Θεοδόσιος φώναξε τήν μεγάλη ἀδελφή μου, τήν ᾿Αλεξάνδρα, καί τῆς ἔδωσε νά τοῦ πάει ἀντίδωρο καί ἁγιασμό. Αὐτή ἐπειδή εἶχε κάτι ἐπείγουσες δουλειές τόν παρακάλεσε νά τοῦ τά πάει ἀργότερα. ῾Ο Στάρετς ὅμως τή διέταξε γιά τό συντομότερο. ῾Η ᾿Αλεξάνδρα τόν ρώτησε πῶς νά τά δώσει κρυφά ἀπό τούς ἄλλους πού ἦταν μέσα στό δωμάτιο. ῾Ο ἅγιος Θεοδόσιος τῆς ἀπάντησε ὅτι ὁ Θεός θά σέ φωτίσει νά βρεῖς τόν τρόπο νά τό κάνεις. Μόλις ἡ ᾿Αλεξάνδρα μπῆκε στό δωμάτιο τοῦ νοσοκομείου οἱ ἄλλοι τέσσερις ἀσθενεῖς σηκώθηκαν καί βγῆκαν ἔξω. Αὐτή γρήγορα ἔδωσε τά ἱερά δῶρα στόν πατέρα μας. Μετά ἔφυγε, ἀλλά μόλις ἔφτασε στό σπίτι μας, τήν ἐνημέρωσαν ὅτι ὁ πατέρας μας κοιμήθηκε. ῾Ο ἅγιος Θεοδόσιος ἤξερε καί τήν ὥρα. Μετά τό θάνατό του, ἡ χήρα μητέρα μας, ἔλαβε τό μοναχικό σχῆμα καί τό ὄνομα Μαρία, γιά νά ἐκπληρωθεῖ μ’ αὐτόν τόν τρόπο ἡ προφητεία τοῦ ἁγίου Γεωργίου. ῞Υστερα ἀπό δέκα χρόνια, τό 1946 κοιμήθηκε καί ἡ μητέρα μας. Κάποτε ἀρρώστησα κι’ ὁ ἅγιος Θεοδόσιος εἶπε στήν ἀδελφή μου, ᾿Αλεξάνδρα ὅτι ἴσως πεθάνω. Σέ λίγες ὅμως ἡμέρες πού ξαναῆρθε γιά νά μέ δεῖ, εἶπε στήν ἀδελφή μου, ᾿Αλεξάνδρα ὅτι ἡ Σοφία δέ θά πεθάνει, ἀλλά θά ζήσει πολύ. ῎Εζησα καί θυμᾶμαι πολλά θαύματα πού δέν μποροῦν νά καταγραφοῦν ὅλα».
Θεραπεία ἀνδρός ἀπό ἔκζεμα
Κάποτε εἶχε ἔλθει ἕνας ἄντρας ἀπό τή Σιβηρία μέ σκοπό νά βρεῖ τόν τάφο τοῦ ῾Ιεροσολυμίτη. Κατέληξε στό ξενοδοχεῖο τῆς πόλης. Προσπαθοῦσε γιά καιρό ἀδίκως ὅμως, γιατί δέν μποροῦσε νά βρεῖ τόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου.
Κάποια μέρα συνάντησε τίς γυναῖκες πού γνώριζαν τόν ἅγιο Θεοδόσιο καί πού οἱ ἴδιες μέ προθυμία τόν ὁδήγησαν στόν τάφο του. ῾Ο ἄντρας τούς περιέγραψε τήν ταλαιπωρία του μέχρι νά τόν βρεῖ. Αὐτός ὑπέφερε χρόνια ἀπό δερματική νόσο τῶν ποδιῶν, ὅπου συνεχῶς ἔτρεχε πύον ἀπό τίς πληγές. Οἱ γιατροί δέν συμφωνοῦσαν ὡς πρός τή διάγνωση. ῎Αλλοι ἔλεγαν πώς ἦταν ἔκζεμα καί ἄλλοι πώς ἦταν λέπρα. Οὔτε καί ἡ φαρμακευτική ἀγωγή πού τοῦ ἔδιναν δέν τόν βοηθοῦσε. ῾Ο ἄντρας, ἐπειδή ὑπέφερε πολύ, ἄρχισε νά ζητᾶ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
῾Η ἀρχή γιά τήν ἀνακάλυψη μιᾶς ἄλλης θεραπείας προσφερομένης ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἄρχισε ἀπό τό προσκύνημα στόν γνωστό ὅσιο ᾿Ιώβ τῆς Ρωσίας. Τά λείψανά του βρίσκονταν στό μοναστήρι στό Πατσαέφ τῆς Οὐκρανίας. ᾿Εκεῖ συγκεντρώνονταν πολλοί προσκυνητές κι’ ἀνάμεσά τους ἦταν καί ὁ συγκεκριμένος ἄρρωστος ἄντρας ἀπό τή Σιβηρία.
Κάποια στιγμή πού ὅλοι περίμεναν τή σειρά τους, βγῆκε ἀπό τό κελί ἕνας ὑποτακτικός ἑνός γέροντος μοναχοῦ καί ρώτησε ἄν κάποιος ἦταν ἀπό τή Σιβηρία γιά νά περάσει. Τόν φώναξε καί μέ τό ὄνομά του. ῾Ο ἄντρας πέρασε καί πῆγε στό Γέροντα ὁ ὁποῖος ἄρχισε νά τόν ρωτᾶ γιά τή ζωή του καί τήν ἀρρώστια του.
Στή συνέχεια τοῦ εἶπε γιά ἕνα ὄνειρο πού εἶδε καί τόν ἀφορᾶ. «Εἶδα τήν Παναγία καί μοῦ εἶπε ὅτι θἄρθει ἕνας ἄρρωστος ἄντρας ἀπό τή Σιβηρία καί νά τόν στείλω στό Μινβόντι, στόν τάφο τοῦ ῾Ιεροσολυμίτη Θεοδοσίου. ῞Οταν φτάσει ἐκεῖ ν’ ἀνάψει τό καντήλι, νά προσευχηθεῖ καί μέ τό λάδι ν’ ἀλείψει τά πόδια του. ᾿Από πάνω νά ρίξει χῶμα ἀπό τόν τάφο, νά τά τυλίξει κι’ ἔτσι δεμένα νά τἄχει μέχρι νά φτάσει στό σπίτι του». ῾Ο ἄντρας ἀκούγοντας αὐτό τό μήνυμα τῆς Παναγίας πού τόν ἀφοροῦσε ἐξ’ ὁλοκλήρου, ἔνιωσε πιό δυνατός πνευματικά καί χωρίς καθυστέρηση ξεκίνησε γιά τό Μινβόντι. ῞Οταν ἔφτασε στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου ἔκανε μέ θρησκευτική εὐλάβεια ὅλα αὐτά ἀκριβῶς πού τοὖχε πεῖ ὁ μοναχός. Γιά πέντε ἡμέρες ἔκανε συνεχῶς αὐτό τό προσκύνημα καί ζητοῦσε ἐκ βάθους καρδίας τή βοήθεια τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου».
Στή συνέχεια πῆρε τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιά τή Σιβηρία. Τό ταξίδι ἦταν δύσκολο λόγῳ τῆς μεγάλης ἀπόστασης καί τῶν δεμένων ποδιῶν. ῞Οταν τελικά ἔφτασε στό σπίτι του, ξετύλιξε τά πόδια του καί ὤ τοῦ θαύματος, εἶδε τίς πληγές του νἄχουν στεγνώσει καί νέο ρόζ δέρμα σάν τοῦ μωροῦ νά τίς ἔχει σκεπάσει. Τοῦ φάνηκε παράξενο πώς δέν ὑπῆρχε οὔτε ἴχνος ἀπό τό πολύ χῶμα πού εἶχε βάλει. Θαυματουργική θεραπεία καθ’ ὅλα.
῞Ενα χρόνο μετά τήν ἴασή του, ἐπισκέφθηκε τόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου μαζί μέ τή γυναίκα του, τήν κόρη του καί τήν πεθερά του, πρῶτα γιά νά τόν εὐχαριστήσουν καί μετά γιά νά ζητήσουν καί πάλι βοήθεια.
῾Η πεθερά του γιά χρόνια ἐταλαιπωρεῖτο ἀπό μιά πάθηση τῶν ματιῶν καί κανένας γιατρός δέν μποροῦσε νά τή βοηθήσει γιά νά γιατρευτεῖ. Συναντήθηκαν στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου μέ τή Ραΐσα κι’ ἐκεῖ ὁ ἄντρας τῆς διηγήθηκε τήν ἱστορία τῆς θεραπείας του καί ὅλοι μαζί προσευχήθηκαν νά κάνει πάλι τό θαῦμα του ὁ ἅγιος Θεοδόσιος γιά τήν πεθερά του.
«῞Οταν τελειώσαμε, πήραμε λάδι ἀπό τό καντήλι καί ἀλείψαμε τά μάτια τῆς πεθερᾶς μου. Πάνω ἀπό τό λάδι βάλαμε καί χῶμα ἀπό τόν τάφο», διηγήθηκε.
῾Η κόρη τῆς οἰκογένειας πού ἦταν καί γιατρός, ἀνησύχησε μ’ αὐτά πού εἶδε νά κάνουν καί φώναξε·
— «Μπαμπά, θά προκαλέσετε μόλυνση στή γιαγιά μ’ αὐτά πού τῆς κάνετε».
— «Γιατί κόρη μου ἔχεις τόσο λίγη πίστη στήν ψυχή σου; Εἶδες πώς μ’ αὐτά τά εὐλογημένα ὑλικά θεραπεύτηκα κι’ ἐγώ. ῎Ισως μέ τό δεύτερο θαῦμα μέσα στήν οἰκογένειά μας γεμίσει ἡ ψυχή σου ἀπό πίστη πρός τό Θεό καί τόν ῞Οσιό Του Θεοδόσιο».
Μιά θαυματουργική χειρουργική ἐπέμβαση
Μιά γυναίκα ἀπό τό Μινβόντι πού τ’ ὄνομά της ἦταν Νίνα, ἀρρώστησε βαριά καί χρειάστηκε νά χειρουργηθεῖ ἄμεσα. ῾Ο φόβος εἶχε γεμίσει τήν καρδιά της ἀπό ἀγωνία καί τά μάτια της ἀπό δάκρυα. Περισσότερο ὅμως ἀπ’ ὅλα στεναχωριόταν πού θά ἄφηνε τήν ἄρρωστη καί γριά μητέρα της χωρίς προστασία. Παρακαλοῦσε συνεχῶς τό Θεό κλαίγοντας καί τοῦ ζητοῦσε νά μήν τήν ἐγκαταλείψει. Μιά μέρα πρίν εἰσαχθεῖ στό νοσοκομεῖο μέ θερμή προσευχή ζήτησε τή βοήθειά Του.
Ξαφνικά ἄκουσε νά ἔρχεται κάποιος ἀπό τό ἄλλο δωμάτιο. Αὐτή νόμισε ὅτι ξύπνησε ὁ ἄντρας της κι’ ἐρχόταν νά τή μαλώσει πού ἦταν ξύπνια καί κλαμμένη. ῞Ομως μπροστά της εἶδε ἕνα κοντό ἀδύνατο παπποῦ πού τῆς εἶπε· «῏Ηρθα νά σέ βοηθήσω, γιά νά μήν στεναχωριέσαι. Θά κάνω τώρα τήν ἐγχείρηση πού χρειάζεσαι, γιά νά μείνεις στό σπίτι σου καί νά προσέχεις τή μητέρα σου. Θά κάνω μιά μικρή ἐπέμβαση καί θά σοῦ βγάλω τόν πόνο».
῾Η Νίνα αἰσθάνθηκε πώς κάποιο αἰχμηρό ἐργαλεῖο τήν ἀκούμπησε καί τήν ἄνοιξε χωρίς πόνο. ῎Εβγαλε μέσ’ ἀπ’ τό συκώτι της ἕνα σακκούλι μέ ὑγρό. ῾Η Νίνα τότε σκέφτηκε· «Καλά μέ ἄνοιξες, τώρα πῶς θά μέ ράψεις»; ῾Ο «παπποῦς» ἀπάντησε στίς σκέψεις της. «Μήν ἀνησυχεῖς, ὁ Θεός θά βοηθήσει νά γίνει κι’ αὐτό». ῎Επιασε μέ τά δυό του χέρια καί ἔνωσε τίς ἄκρες τῆς τομῆς καί χαϊδεύοντας τό σημεῖο αὐτό ἔκλεισε τό τραῦμα καί τῆς εἶπε·
«Νά πᾶς στούς Κοβαλιόβι (πνευματικά του παιδιά) νά σοῦ δώσουν λάδι ἀπό τό καντήλι γιά νά πίνεις καί νά ἀλείφεσαι κι’ ἔτσι θά γίνεις τελείως καλά καί νά μήν ξεχάσεις ποτέ τό Θεό». ῾Η Νίνα πρόλαβε πρίν φύγει νά τόν ρωτήσει· «Παπποῦ, πῶς σέ λένε;» «῾Ιεροσολυμίτη, Μοναχό Θεοδόσιο» τῆς ἀπάντησε. Τόν παρακάλεσε νά μή φύγει ἀμέσως, ἀλλά νά κάτσει λίγο ἀκόμα κοντά της.
Τῆς ἀπάντησε ὅμως ὅτι ἔπρεπε νά φύγει ἀμέσως γιατί τόν περίμεναν πολλοί. ᾿Απ’ ὅλα ἔμεινε ἀπορημένη, ἀλλά πιό ἔντονα ἀπ’ τό ὅτι μιά θαυματουργική ἐπέμβαση τή γλίτωσε ἀπό τήν ἐγχείρηση καί τήν ἔκανε καλά.
Θεραπεία ἀπό ἐπιληψία
Μιά γιαγιά μέ τήν ἐγγονή της ἦρθε ἀπό τό Μπουντιονόφσκ, γιατί ἡ μικρή ὑπέφερε ἀπό ἐπιληψία καί στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου στήριζαν τίς ἐλπίδες τους γιά τή θεραπεία. ᾿Αφοῦ πῆγαν στόν τάφο, προσκύνησαν καί προσευχήθηκαν, πῆραν μαζί τους χῶμα, νερό καί λάδι καί ἔφυγαν. ῞Υστερα ἀπό χρόνια ἦλθε ἄλλη προσκυνήτρια πού τίς γνώριζε καί διέδωσε πῶς ἀπό τότε τό κορίτσι θεραπεύτηκε καί ἀπαλλάχτηκε τελείως ἀπό τήν ἀρρώστια καί σπουδάζει.
Θεραπεία παραμορφωμένου προσώπου
᾿Από τό Γιεσεντουκί ἦρθε ἕνας ἄντρας μέ τόσο παραμορφωμένο πρόσωπο, πού προκαλοῦσε φόβο καί πολλοί ἀπέφευγαν νά τόν κοιτάξουν. ῞Οταν ἔβηχε τά ἀγγεῖα τοῦ δέρματος ἔσπαγαν καί ἐκχυνόταν ρόζ ὑγρό.
Πῆγε κι’ αὐτός στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου γιά νά ζητήσει βοήθεια. ῞Ολοι ὅσοι ἦταν ἐκεῖ τόν λυπήθηκαν τόσο πολύ, πού κάθησαν νά προσευχηθοῦν μαζί του, γιά νά τόν βοηθήσει ὁ ῞Οσιος νά θεραπευτεῖ. Σέ μερικές ἑβδομάδες ἡ Μαρία καί ἡ ῎Αννα ξαναεῖδαν τόν ἄντρα στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου καί δέν τόν ἀναγνώρισαν. Τό πρόσωπό του εἶχε γίνει τελείως καλά κι’ ἡ θεραπεία ἦταν ὁρατή. Αὐτός τούς ἐξήγησε ὅτι μέχρι τότε κανένας δέν μπόρεσε νά τόν βοηθήσει, παρ’ ὅλο πού καί πολλά χρήματα ξόδεψε καί πολλούς γιατρούς ἐπισκέφθηκε. «Σέ κάποια ὅμως σειρά ἀναμονῆς γιατροῦ ἀπό τίς πολλές πού εἶχα βρεθεῖ, εἶπε, γνώρισα τίς γυναῖκες πού γνώριζαν τό ἅγιο Θεοδόσιο καί μέ συμβούλεψαν νά ἔλθω στό Μινβόντι, στόν τάφο του γιά νά θεραπευτῶ. ῎Ετσι ἦρθα ἐδῶ καί βρῆκα τή γιατρειά μου. Χίλιες δόξες στό Θεό καί στόν ῾Ιεροσολυμίτη».
Παρεμβάσεις τοῦ ἁγ. Θεοδοσίου
πρίν τό θάνατό του
῾Η Μαρία Καβαλιόβα (μοναχή Μαρίνα), πρίν κοιμηθεῖ τόν ᾿Ιανουάριο τοῦ 1983, ἠσχολεῖτο στό χωράφι ὅταν εἶδε τό ἅγιο Θεοδόσιο νά τήν πλησιάζει, νά τήν εὐλογεῖ καί νά τῆς λέει· «Διάβαζε τό Εὐαγγέλιο». Αὐτή τοῦ ἔβαλε μετάνοια, ἀλλά μόλις σηκώθηκε, αὐτός εἶχε ἐξαφανιστεῖ.
Τρεῖς ἡμέρες μετά ἡ μοναχή Μαρίνα, πνευματικό παιδί τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου, ἀρρώστησε καί μία ἡμέρα πρό τοῦ θανάτου της τόν ξαναεῖδε καί τῆς διάβαζε εὐχές τῆς ᾿Εξόδιου ᾿Ακολουθίας της.
Τόν ἴδιο χρόνο, τό Δεκέμβριο τοῦ 1983, σέ ἡλικία 87 χρονῶν, κοιμήθηκε ἡ ἀδελφή ῎Αννα Κοβαλιόβα (μοναχή ᾿Αγγελική), αὐτή πού ἀπό 10 χρονῶν κοριτσάκι εἶχε ἔρθει στό ἡσυχαστήριο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου. Στά τελευταῖα της εἶχε ἕνα πρόβλημα στά μάτια. Μιά μέρα ἄκουσε νά ἀνοίγει ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ της καί νά μπαίνει κάποιος μέσα.
῏Ηταν ὁ ἅγιος Θεοδόσιος πού εἶχε κοιμηθεῖ πρίν 35 χρόνια. ῾Η μοναχή τόν σταύρωσε γιά νά βεβαιωθεῖ ὅτι δέν ἦταν ὀπτασία πονηροῦ καί τότε ἐκεῖνος τῆς εἶπε· «Προετοιμάσου γιατί σέ τρεῖς ἡμέρες θά πᾶς στό Θεό. ᾿Επειδή ὅμως θυμᾶμαι πού μέ παρακαλοῦσες ἄν εἶναι δυνατόν νά μήν περάσεις τά τελώνια, σοῦ λέω πώς μερίμνησε ὁ Θεός νά σέ πάρει κοντά του μέ μαρτυρικό θάνατο».
Τρεῖς φορές ὁ ἅγιος. Θεοδόσιος γύρισε γύρω ἀπ’ αὐτήν μέ καντήλι στά χέρια καί διάβαζε ἐξόδιες εὐχές.
Τήν τρίτη ἡμέρα μετά ἀπ’ αὐτό τό συμβάν ἡ μοναχή βρῆκε τραγικό θάνατο ἀπό δυστύχημα μέ τρένο καθώς περνοῦσε ἀφηρημένα τίς ράγες καί δέν πρόσεξε. Κόπηκαν τό χέρι καί τό πόδι της καί ἐκτινάχθηκαν μακριά. Πρίν παραδώσει ὅμως τό πνεῦμα της πρόλαβε νά πεῖ· «Κύριε, συγχώρησέ με». ῾Η Δαρεία, ἡ μοναχή πού τήν ἀκολουθοῦσε, ἔνιωσε σάν κάποιο χέρι νά τήν σπρώχνει μακριά, γιά νά σωθεῖ καί θεώρησε τόν ἑαυτό της ἔνοχο γι’ αὐτό, πού αὐτή ἔμεινε ζωντανή καί ἡ πνευματική της ἀδελφή πέθανε. Τό μήνυμα ὅμως ἦταν πώς εἶναι θέλημα Θεοῦ ὅ,τι πρόκειται νά γίνει.
Προτροπή στό θρησκευτικό γάμο
Μιά φοιτήτρια, πού λεγόταν Ρίμα, σπούδαζε σέ πανεπιστήμιο ἄλλης πόλης ἀπ’ αὐτήν πού ἔμεναν οἱ γονεῖς της καί εἶχε συμφοιτητή της τόν Βλαδίμηρο, μέ τόν ὁποῖο ἐρωτεύτηκαν καί προχώρησαν σέ κοινή ζωή.
῎Εκαναν πολιτικό γάμο κρυφά ἀπό τούς γονεῖς της, οἱ ὁποῖοι ὡς θρησκευόμενοι δέν θά ἐπέτρεπαν νά γίνει αὐτός ὁ γάμος. Στή συνέχεια ἡ Ρίμα ἔμεινε ἔγκυος, ἀλλά φοβήθηκε νά τό ὁμολογήσει στούς γονεῖς της, ἐπειδή δέν ἤξεραν κἄν πώς ἦταν παντρεμένη.
Μιά μέρα ἡ Ρίμα εἶδε στ’ ὄνειρό της ὅτι μπῆκε σ’ ἕνα χῶρο ὅπου μπροστά στό προσκυνητάριο ἦταν γονατιστός ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ντυμένος μέ τά λευκά καί λαμπερός σάν τόν ἥλιο. ῾Η Ρίμα τόν σταύρωσε σκεπτόμενη πώς ἴσως ἦταν ὀπτασία τοῦ πονηροῦ. Προσευχήθηκε στό ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί ὁ Στάρετς τῆς ἀπάντησε «᾿Αμήν».
Μετά γύρισε πρός αὐτήν καί τῆς εἶπε· «῏Ηρθα νά σοῦ πῶ, Ρίμα, νά κάνεις θρησκευτικό γάμο καί νά γεννήσεις τό γιό σου Νικόλαο». Τῆς πρόσφερε ἕνα κομμάτι ἀντίδωρο καί τῆς ὑπενθύμισε ὅτι ἔπρεπε νά κάνει θρησκευτικό γάμο τό συντομότερο γιά νά μή θεωρηθεῖ πόρνη.
῾Η Ρίμα πῆρε τό ἀντίδωρο, τό ἔφαγε καί μ’ αὐτό ξύπνησε. ῞Ολα αὐτά πού εἶδε καί ἄκουσε, τά εἶπε στόν Βλαδίμηρο ὁ ὁποῖος συμφώνησε ἀμέσως νά κάνουν θρησκευτικό γάμο πρός χαρά τῶν γονέων τῆς Ρίμα. Παραμονή τοῦ ῾Αγ. Νικολάου γεννήθηκε ὁ γιός τους καί πῆρε τό ὄνομα Νικόλαος.
Μαρτυρία Εὐγενίου, μικροῦ μαθητή
«῾Η γιαγιά μου ἡ Μαρία ἦταν πολύ ἄρρωστη. ῾Η πλάτη της εἶχε καμπούρα γι’ αὐτό ἔσκυβε καί περπατοῦσε μόνο μέ μπαστούνι. Στό σπίτι μας διαβάζαμε βιβλία πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου. ῾Η γιαγιά μου μέ τό θεῖο μου Βλαδίμηρο ἀποφάσισαν νά πᾶνε στόν τάφο του καί νά ζητήσουν τή βοήθειά του. Μέ πῆραν καί μένα μαζί τους. Τόν δρόμο πρός τό νεκροταφεῖο δέν τόν γνωρίζαμε, ἀκολουθήσαμε ὅμως τούς ἄλλους. ᾿Από ἕνα σημεῖο τῆς διαδρομῆς καί πέρα δέν ξέραμε ποῦ νά πᾶμε. ᾿Εκείνη ἀκριβῶς τή στιγμή τοῦ ἀδιεξόδου μας, εἶδα μπροστά μου ἕνα γεροντάκι μέ μπαστούνι καί προσπάθησα νά τόν φθάσω γιά νά τόν ρωτήσω. ῾Η γιαγιά κι’ ὁ θεῖος μου μέ ἀκολουθοῦσαν. ῞Οσο ὅμως κι’ ἄν προσπάθησα νά τόν φθάσω δέν τό κατάφερα. ῎Εδειχνε ὅμως νά μᾶς ὁδηγεῖ, γιατί μόλις φθάσαμε στό νεκροταφεῖο ἐξαφανίστηκε.
Τήν δεύτερη φορά πού ξαναπήγαμε στόν τάφο, τό λεωφορεῖο μᾶς πῆγε πιό κοντά στό νεκροταφεῖο καί μετά πήραμε κι’ οἱ τρεῖς μας τό δρόμο πού ξέραμε πιά. Ξαφνικά εἶδα τόν ἴδιο παπποῦ, πού εἶχα ξαναδεῖ, νά μέ πλησιάζει καί νά μοῦ λέει· «Γειά σου Εὐγενία». ᾿Εγώ ξαφνιάστηκα πῶς καί ἤξερε τό ὄνομά μου παρόλο πού ἔμενα τόσο μακριά ἀπό δῶ. Κι’ ἐνῶ σκεφτόμουν αὐτά, ἡ γιαγιά κι’ ὁ θεῖος μου εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀρκετά κι’ ἔβλεπα μόνο τόν παπποῦ μέ τό λευκό του πουκάμισο, τά λευκά μαλλιά του καί τό μπαστουνάκι του. Τήν τρίτη φορά πού τόν συνάντησα εἴχαμε ξανάρθει μέ τό λεωφορεῖο καί στό δρόμο ἀκολουθοῦσα πιό πίσω τή γιαγιά καί τό θεῖο μου. ῾Ο ἴδιος παπποῦς ἦρθε πάλι κοντά μου, ὄχι ὅμως σάν ἁπλός παπποῦς ἀλλά ὡς ἕνας πανέμορφος ῾Ιερέας πού ἐξέπεμπε χαρά καί δύναμη καί πού δέν ἦταν εὔκολο νά τόν κοιτάξεις. Αὐτός ὁ μεγαλόπρεπος ῾Ιερέας ἅπλωσε τά χέρια του πού ἔμοιαζαν σάν κρυστάλλινα πρῶτα στούς ὤμους μου καί μετά στό κεφάλι μου κι’ ἐγώ σταύρωσα τά δικά μου γιά νά πάρω τήν εὐλογία του κάνοντας ὑπόκλιση σεβασμοῦ. ῾Η γιαγιά κι’ ὁ θεῖος μου εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ πάλι, ἐνῶ ἐγώ παρακολουθοῦσα μέ ἔκσταση τόν λαμπροφορεμένο ῾Ιερέα. ῞Οταν ὅμως σηκώθηκα ἀπό τή μετάνοια, ὁ ἅγιος Θεοδόσιος εἶχε ξεμακρύνει ἀπό κοντά μου καί εἶχε ἐξαφανιστεῖ πίσω ἀπό ἕνα δέντρο. Μετά ἀπ’ ἐκείνη τήν ἐπίσκεψη στόν τάφο του, ἡ γιαγιά μου ἄφησε τό μπαστούνι καί περπάτησε ἐλεύθερα πρός χαρά δική της πού θεραπεύτηκε καί δική μου πού ἀξιώθηκα νά δῶ τρεῖς φορές τόν Θαυματουργό Θεοδόσιο τόν ῾Ιεροσολυμίτη».
᾿Ανεξήγητα φαινόμενα πού ὁδηγοῦν στό Θεό
Τή νύχτα τῆς Πεντηκοστῆς ἦρθαν μερικές γυναῖκες νά διαβάσουν τόν κανόνα τῆς γιορτῆς στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου.
῞Οταν ξημέρωσε καί βγῆκε ὁ ἥλιος, σ’ αὐτό τό πλαίσιο τῆς λάμψης ἐμφανίστηκε ἡ μορφή τῆς Παναγίας. Συγχρόνως ἀπ’ τόν τάφο βγῆκε ἕνας φωτεινός στύλος πού παιχνίδιζε μέ τά χρώματα τοῦ ἥλιου καί γύρω ἀπ’ αὐτόν κι’ ἄλλοι πιό μικροί φωτεινοί στύλοι πού ἔκαναν τό νεκροταφεῖο νά λάμπει ἀπ’ τό φῶς τους. ῾Η διάρκεια αὐτῶν τῶν ὁράσεων ἦταν μεγάλη καί οἱ γυναῖκες πού εἶδαν ὅλα αὐτά, τά διέδωσαν καί σέ ἄλλους ὅταν γύρισαν στήν πόλη τους. Τήν ἄλλη μέρα πολύ περισσότεροι προσκυνητές ἦρθαν στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου. Τά ἴδια φαινόμενα εἶδαν κι αὐτοί μέ τήν ἀνατολή τοῦ ἥλιου.
Μιά ἄλλη μαρτυρία ἀπό κάποια κάτοικο ἀπ’ τό Μινβόντι πού πῆγε νά ἐπισκεφτεῖ τόν τάφο μαζί μέ τήν ἐγγονή της ἦταν ἡ ἑξῆς· Πρίν πλησιάσουν τόν τάφο εἶδαν πάνω ἀπ’ αὐτόν νά ὑψώνεται μιά ἐκκλησία, ὁ τροῦλος τῆς ὁποίας δέν ἔμοιαζε μ’ ἐκεῖνον τῆς Ρώσικης ἐκκλησίας. ῏Ηταν πιό πλαγιαστός. ῾Η γιαγιά τρόμαξε καί ρώτησε τήν ἐγγονή της ἄν ἔβλεπε κι’ αὐτή ὅ,τι κι’ ἐκείνη. ῾Η μικρή τῆς ἀπάντησε ὅτι εἶδε μιά ἐκκλησία, τῆς τήν περιέγραψε, τῆς εἶπε δηλαδή πόσους σταυρούς εἶχε καί συμφώνησαν κι’ οἱ δυό ὅτι τήν ἴδια ἐκκλησία ἔβλεπαν.
Σέ λίγο καιρό ἡ γιαγιά εἶδε σέ κάποιο ἄλμπουμ, ἐκκλησίες ἀπό τά ῾Ιεροσόλυμα βυζαντινῆς ἀρχιτεκτονικῆς πού ἔμοιαζαν μέ τήν ἐκκλησία πού εἶχε δεῖ.
Κι ὁ ἐγγονός τῆς μοναχῆς ᾿Αγγελικῆς, ῎Ολεγκ, πού εἶχε ζητήσει ἀπό τή μητέρα του Λαρίσα νά πᾶνε στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου, μαρτύρησε ἄν καί ἦταν μόλις τριῶν χρονῶν ὅτι, ὅταν πῆγαν, εἶδε κι’ αὐτός μιά μεγάλη ἐκκλησία καί τόν ἅγιο Θεοδόσιο πού φοροῦσε ὡραῖα χρυσά ἄμφια νά μπαίνει καί νά βγαίνει ἀπ’ αὐτήν.
Τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ τίς διηγήσεται;
Παραγγελίες τοῦ ἁγ. Θεοδοσίου πρός φιλοξενία τῶν προσκυνητῶν του
Τρεῖς γυναῖκες ἀπό τίς πολλές προσκυνήτριες πίστευαν πώς ὁ ἅγιος Θεοδόσιος θά μποροῦσε νά δώσει λύσεις σέ ὅλα τους τά προβλήματα. ῎Ετσι συχνά ἐπισκέπτονταν τόν τάφο του καί ζητοῦσαν ἀπό ἐκεῖ τή βοήθειά του. Μιά φορά πού ἦρθαν βράδυ καί εἶχε νυχτώσει γιά τά καλά κι’ ἐνῶ ἔψελναν τόν ᾿Ακάθιστο ῞Υμνο, εἶδαν τό ἀπέναντι χωράφι ἀπό τό νεκροταφεῖο νά τό διασχίζει μιά γιαγιά μέ γρηγοράδα καί νά κρατᾶ μιά κατσαρόλα ζεστό φαγητό στά χέρια της.
῾Η γιαγιά αὐτή, ὅταν ἔφτασε κοντά τους, τούς ἐξήγησε πώς μόλις κοιμήθηκε, εἶδε πώς πλησίασε τό κρεβάτι της ὁ ἅγιος Θεοδόσιος, τή σκούντησε γιά νά ξυπνήσει καί τῆς εἶπε νά σηκωθεῖ γρήγορα, νά ἑτοιμάσει φαγητό, νά πάρει τρία κουτάλια μαζί της καί νά τά πάει στόν τάφο του πού ἔχει ἐκεῖ καλεσμένους καί πολύ πεινασμένους. «῎Ετσι ἔκανα ὑπακοή στίς προσταγές του καί σήμερα, ἀλλά καί πολύ συχνά ὅταν μοῦ τό ζητᾶ, ἐπειδή μένω καί κοντά στό νεκροταφεῖο δέν μπορῶ νά ἀρνηθῶ στόν Θεοδόσιο τήν καλή φιλοξενία πού ἐπιθυμεῖ γιά τούς ἀγαπημένους του προσκυνητές».
῾Ο διώκτης τῶν δαιμόνων
῾Ο ἅγιος Θεοδόσιος ὅσο ζοῦσε, ἐκτός τῶν πολλῶν θαυματουργικῶν του παρεμβάσεων, εἶχε τή δύναμη νά διώχνει καί τά δαιμόνια.
῾Η μαρτυρία τῆς ῎Αννας (μοναχῆς ᾿Αγγελίνας) περιγράφει ἕνα περιστατικό σχετικό μέ τήν ἐκδίωξη τῶν δαιμόνων ὡς ἑξῆς· Μιά φορά εἶχαν φέρει στόν ἅγιο Θεοδόσιο μιά δαιμονισμένη γυναίκα καί τοῦ ζήτησαν μέ πόνο ψυχῆς νά τή λυπηθεῖ καί νά τήν ἐλευθερώσει. ῾Η γυναίκα ἦταν σέ κατάσταση ἀμόκ κι’ ὁ δαίμονας τήν ἔκανε νά σπαρταρᾶ καί δέν ἦταν δυνατόν οὔτε οἱ ἄντρες νά τήν κρατήσουν ὄρθια καί νά τήν ἠρεμήσουν. Οἱ συγγενεῖς της βλέποντας αὐτή τήν φρικτή εἰκόνα τοῦ δικοῦ τους προσώπου, ἔκλαιγαν γοερά.
῾Ο ἅγιος Θεοδόσιος ἀμέσως τούς πρόσταξε νά προσευχηθοῦν σιωπηλά μέ τό «Κύριε, ᾿Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» γιά νά ἀποκτήσουν ἀμυντική προστασία καί νά μήν ὑπάρχει φόβος. Στή συνέχεια πῆρε τό σταυρό στό χέρι, ἄναψε κερί κι’ ἔκανε τρεῖς περιφορές γύρω ἀπ’ τή δαιμονισμένη λέγοντας· «῾Ο ἴδιος ὁ Θεός σέ διατάζει νά ἐξέλθεις ἀπό τή Μαρία ἀμέσως». Μέ τήν τρίτη φορά ἡ γυναίκα ἔτρεμε σύγκορμη καί ἀπό τό στόμα της ἔβγαινε πολύς καπνός καί μετά ἔπεσε κάτω σάν νεκρή. Οἱ ἄνθρωποί της, τήν ἔφεραν στό σπίτι της καί τήν ἄφησαν νά κοιμηθεῖ γιά ἀρκετές ὧρες. ῞Οταν ξύπνησε δέν θυμόταν τίποτα ἀπ’ ὅσα εἶχαν συμβεῖ κι’ ἔνιωθε ὑγιής καί καλά σάν νά ἦταν πάντα ἔτσι. ῾Ο ἅγιος Θεοδόσιος τήν συμβούλευσε νά μήν χρησιμοποιήσει ποτέ κακό λόγο στό ἑξῆς καί ποτέ νά μήν βγεῖ ἀπό τό στόμα της κατάρα οὔτε καί γιά ζῶο, γιά νά μή τήν τιμωρήσει ὁ Θεός χειρότερα.
῾Η γυναίκα αὐτή μετά τήν θεραπεία της, ἐπισκεπτόταν πολύ συχνά τόν ἅγιος Θεοδόσιο γιά νά τόν εὐχαριστεῖ συνεχῶς γιά τό καλό πού τῆς ἔκανε.
῾Ο ἅγιος Θεοδόσιος καί μετά τό θάνατό του δέν ἔχασε τό χάρισμά του καί μέσα ἀπό τόν τάφο του ἐλευθέρωσε πολλούς ἀπό τά δαιμόνια μέ τή δύναμη πού εἶχε ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. ᾿Ακόμα καί ἐκείνους πού ἐν ἀγνοία τους ἦταν δέσμιοι τῶν δαιμόνων καί τό ἀνακάλυπταν φτάνοντας στόν τάφο του, τούς ἐλευθέρωνε ἀμέσως ἀπό τά δεσμά τους.
Θαύματα τῶν νεώτερων χρόνων
Στή Γκαλίνα Ντερουγκίνα ὕστερα ἀπό μιά βαριᾶς μορφῆς γρίπη ἔμειναν ὡς παρενέργειες ἕνα αἱμάτωμα στό δεξί χέρι, μείωση τῆς ὅρασης καί κώφωση. Οἱ γιατροί τήν ἐνημέρωσαν πώς θά ἔμενε ἔτσι γιά ὅλη της τή ζωή. Μ’ αὐτά τά προβλήματα ἔμεινε γιά 15 χρόνια. ῞Οταν ὅμως ἄρχισε νά πηγαίνει ὡς προσκυνήτρια στά λείψανα τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου κατάλαβε ὅτι ἄκουγε καλά κι’ ὅτι ἡ ὅρασή της δυνάμωνε καί μποροῦσε νά διαβάζει χωρίς γυαλιά. Ποτέ ἀπό τότε δέν σταμάτησε νά εὐχαριστεῖ τόν ἅγιο Θεοδόσιο καί νά δοξάζει τό Θεό.
῾Η Ναταλία Ρόντινα ἀπό τό Μινβόντι ἐταλαιπωρεῖτο γιά χρόνια ἀπό λίπωμα στό χέρι καί δέν ἦταν σίγουρο ὅτι μποροῦσε νά γιατρευτεῖ, ἀφοῦ οὔτε ὁ γιατρός της δέν μποροῦσε νά τῆς ἐγγυηθεῖ τίποτα. ῾Η ἐλπίδα της λοιπόν στράφηκε πρός τόν ἅγ. Θεοδόσιο καί ὡς προσκυνήτρια πήγαινε στά λείψανά του, παρακαλώντας γιά τή βοήθειά του.
Πῆρε ἀπό κεῖ λάδι καί ἄλειφε μ’ αὐτό τό χέρι της. Σέ μιά ἑβδομάδα θεραπεύτηκε. Μετά ἀπ’ αὐτό, τό 1994 ὁ γιός της ᾿Αλέξανδρος ἔπαθε τραυλισμό καί στεναχωριόταν πολύ. ῾Η πεθερά της πῆγε νά προσκυνήσει τά λείψανα τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου καί νά ζητήσει τό ἔλεός του. Δέν ἀρνήθηκε νά τό δώσει καί σέ λίγες ἡμέρες τό ἀγόρι γιατρεύτηκε.
῾Ο Βίκτωρ Κλεϊνώφ ὑπέφερε ἀπό δισκοπάθεια καί παρά τά πολλά φάρμακα πού ἔπαιρνε δέν ἔβλεπε θεραπεία.
Τό 1996 πῆγε ὡς προσκυνητής στά λείψανα τοῦ ἁγ. Θεοδοσίου καί μέ πίστη ζήτησε νά τόν θεραπεύσει. Πῆρε λάδι ἀπό τό καντήλι του καί μ’ αὐτό ἄλειφε τή μέση του. Σέ ἑπτά ἡμέρες ἐλευθερώθηκε τελείως ἀπό τήν ἀρρώστια του.
Καί γι’ αὐτόν θεραπευτής γιατρός ἦταν ὁ ἅγ. Θεοδόσιος.
῾Η ῎Εμα Ζιμλάκοβα ᾿Αρμαδίρ γιά χρόνια ὑπέφερε ἀπό κρεατάκια. Οἱ γιατροί τῆς εἶπαν πώς αὐτό δέν θεραπεύεται καί πώς κάθε χρόνο θά χρειαζόταν νά κάνει μιά χειρουργική ἐπέμβαση πού ἦταν πολύ ἐπώδυνη.
῞Υστερα ἀπό τόσες ἐπεμβάσεις ἡ μύτη της εἶχε γίνει μιά μεγάλη πληγή. Μή ξέροντας τί ἄλλο νά κάνει σκέφτηκε τόν ἅγιο Θεοδόσιο καί ὡς προσκυνήτρια πῆγε στόν τάφο του προσευχόμενη νά τήν λυπηθεῖ καί νά τήν θεραπεύσει. Πῆρε ἀπό κεῖ λάδι καί νερό καί χρησιμοποιώντας τα, τό λάδι γιά τά ρουθούνια καί τό νερό γιά τό πρόσωπο, ὅταν ἦρθε στό σπίτι θέλησε νά φτερνισθεῖ. Μέ τό φτέρνισμά της ὅλο τό ἄρρωστο μεῖγμα βγῆκε στό μαντῆλι. ῾Η ἴασή της ἀπό κείνη τή στιγμή ἦταν πλήρης.
῾Η Σικλάνα Θεοντόροβα τό 1993 ἦταν στό νοσοκομεῖο μέ κολικό τῶν νεφρῶν. ῾Η ἐπίσημη διάγνωση τῶν γιατρῶν ἦταν πέτρες στά νεφρά. ᾿Επειδή ὅμως μέσα στό νοσοκομεῖο ἔπαθε μιά λοίμωξη, γύρισε στό σπίτι γιά νά τήν ξεπεράσει καί μετά νά ἐπιστρέψει. Σέ ὅλο αὐτό τό διάστημα ἡ κόρη της διάβαζε τόν ᾿Ακάθιστο ῞Υμνο πρός τιμή τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου. ᾿Από τόν ἁγιασμό πού εἶχε πάρει ἀπό τό προσκύνημα ἔδινε στήν ἄρρωστη μητέρα της νά πιεῖ καί τῆς σταμάτησε τή φαρμακευτική ἀγωγή.
῞Οταν ἐπέστρεψε στό νοσοκομεῖο, οἱ νέες ἐξετάσεις ἔδειξαν ὅτι τά νεφρά της ἦταν ἐντελῶς καθαρά ἀπό πέτρες.
῾Ο Γενάδος Καρπόβιτς ἀπό τήν ῾Αγία Πετρούπολη ὑπέφερε ἀπό προστάτη. Δέν εἶχε αἰσιόδοξες προβλέψεις ἀπό τούς γιατρούς γιά τή συνέχεια. Τό προσκύνημα στά λείψανα τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου πίστεψε πώς θά ἦταν ἡ σωτηρία του. Δέν γελάστηκε οὔτε αὐτός. Τό ἁγίασμα ἦταν τό γιατρικό του κι’ ὄχι τά ἰαματικά λουτρά. Δύο μέρες ἀφότου γύρισε ἀπό τό προσκύνημα, πῆγε στό γιατρό νά τόν ξαναδεῖ.
Αὐτή τή φορά ἡ διάγνωση ἦταν πώς ἦταν ἀπόλυτα ὑγιής πρός ἔκπληξη τοῦ γιατροῦ καί εὐχαρίστηση τοῦ γιατρεμένου.
᾿Εκταφή καί μεταφορά τῶν λειψάνων τοῦ
῾Ιεροσολυμίτη

Οἱ μαρτυρίες τῶν Χριστιανῶν τῶν Κατακομβῶν πού θεωροῦνται καί ἔγκυρες, δηλώνουν ὅτι ἐπειδή τά τελευταῖα χρόνια τό προσκύνημα στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου εἶχε πάρει μεγάλες διαστάσεις καί ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ πρός τόν ῞Οσιο ἦταν ὑπέρμετρη, ἀποφάσισε τό ἀποστασιοποιημένο ἀπό τή γνήσια πίστη Πατριαρχεῖο Μόσχας νά σταματήσει τήν ἐλεύθερη καί ἀθρόα προσέλευση τῶν πιστῶν καί νά τήν θέσει ὑπό τόν ἔλεγχό του.
῾Ο ἅγιος Θεοδόσιος ὅσο ζοῦσε, ἐκτός ἀπό μία φορά πού πιέστηκε νά τό κάνει, δέν εἶχε ἐπισκεφθεῖ τό Σεργιανιστικό Πατριαρχεῖο, γιατί δέν τό ἀναγνώριζε ὡς γνήσιο ἐκπρόσωπο τῆς ᾿Ορθόδοξης Πίστης. Στίς 11 ᾿Απριλίου τοῦ 1995 ἔκαναν τήν παράνομη πράξη τῆς ἐκταφῆς καί μεταφορᾶς τῶν λειψάνων τοῦ ἁγ. Θεοδοσίου. Φοβούμενοι τήν ἀντίδραση τῶν πολλῶν πιστῶν πού εἶχαν συρρεύσει, πῆραν ἔκτακτα μέτρα μέ ἔνστολους φρουρούς πού περικύκλωσαν τό νεκροταφεῖο.
Κανένας ἀπό τούς εὑρισκόμενους ἐκεῖ πιστούς δέν προσφέρθηκε νά τούς βοηθήσει στό ἔργο τῆς ἐκταφῆς. Βρῆκαν ὅμως τή βοήθεια πού ἐχρειάζοντο ἀπό μεθυσμένους ἄντρες μέ ἐλαστική συνείδηση κι’ ἔτσι ἄρχισε τό ἀνίερο σχέδιό τους. ῾Ο κόσμος βλέποντάς τους, φώναζε θυμωμένος κι’ ἔκλαιγε γοερά.
῾Η μέρα πού ὅλα τοῦτα συνέβαιναν ἦταν ἀρχικά ἡλιόλουστη. Στή συνέχεια ὅμως καί μόλις ἄρχιζαν νά σκάβουν, ὁ καιρός ξαφνικά ἄλλαξε. Σηκώθηκε δυνατός ἀέρας, μαῦρα σύννεφα σκέπασαν τόν οὐρανό καί ξέσπασε καταιγίδα.
῾Η μικρή λακκούβα ποὖχαν προλάβει ν’ ἀνοίξουν, γέμισε νερό καί ἡ λάσπη πού δημιουργήθηκε δυσκόλευε πολύ τό ἔργο τους. ῾Η κακοκαιρία συνεχῶς ἐπιδεινωνόταν μέ βροντές καί ἀστραπές πού ἔσκιζαν τόν οὐρανό καί προκαλοῦσαν φόβο. ῎Εντονα σημεῖα  πώς ὁ ἅγιος Θεοδόσιος δέν ἤθελε τήν ἐκταφή του.
῞Υστερα ὅμως ἀπό ἀρκετές ὧρες μεγάλης καί ἐπίπονης προσπάθειας, ἔφθασαν σκάβοντας στά ῞Αγια Λείψανά του καί ὡς μεθυσμένοι καί ἀπρόσεκτοι ἔσπασαν τό κρανίο τοῦ ῾Οσίου. ῾Η βροχή ἔπεφτε ἀσταμάτητα. ῞Οταν πῆραν τά ἅγια ὀστᾶ του πρός μεταφορά, ἕνα κοριτσάκι πού τό ἔλεγαν Βικτωρία καί εἶχε ἔρθει γιά προσκύνημα μέ τή μητέρα της ἀπό τό Νιεβιννόμισκ φώναξε· «Μαμά, μαμά κοίτα, ὁ παππούλης ξαναξάπλωσε στόν τάφο του». Πέρασε πάλι τό μήνυμά του μέσα ἀπ’ τήν ἁγνή καρδιά καί τή ματιά ἑνός παιδιοῦ, ὅτι αὐτό δηλαδή πού τοῦ κάνουν δέν τό ἐγκρίνει καί ὁ χῶρος του εἶναι ὁ τάφος του.
Τελικά πῆραν τά λείψανά του καί τά μετέφεραν στήν ἐκκλησία τοῦ Κρασνιουζέλ. ῾Η βροχή ἐν τῷ μεταξύ εἶχε μετατραπεῖ σέ χαλάζι καί σ’ αὐτή τήν κοσμοχαλασιά ἄνοιξε ἡ στέγη τοῦ ναοῦ καί ὁ χῶρος πού θά τοποθετοῦσαν μέ ἀσφάλεια τά λείψανα του γέμισε μέ νερό. ῾Ο κόσμος ὅμως πού εἶχε συνηθίσει νά κάνει τό προσκύνημα στόν τάφο του, νά παίρνει ἀπό κεῖ τό θεραπευτικό χῶμα, νά βλέπει τά περισσότερα θαύματα νά γίνονται σ’ ἐκεῖνο τό χῶρο, νά ἐκδιώκονται τά δαιμόνια ἀπό κεῖ, συνέχιζε νά παραμένει προσκυνητής στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου. Δυστυχῶς ὅμως καί παρά τά μηνύματα πού ἔστελνε ὁ ῞Οσιος στούς ἐκλεκτούς του γιά νά ἐμποδίσουν νά ἀποκλειστεῖ ὁ τάφος του ἀπό τήν ἐλεύθερη πρόσβαση τῶν προσκυνητῶν του, τό Πατριαρχεῖο ἔκτισε Παρεκκλήσι γιά νά μπορεῖ νά ἀπαγορεύει τήν ἐλεύθερη εἴσοδο καί μέ συγκεκριμένο ὠράριο νά ἐπιτρέπεται τό προσκύνημα σήμερα. Κρίμα! ἡ δύναμη τῆς ἐξουσίας νά πολεμᾶ τά πιστεύω τῶν ἁγνῶν πιστῶν.
῾Ετεροχρονισμένη προσφορά γιά τήν
᾿Ορθόδοξη ῾Ελλάδα
Σέ μιά ἐπίσκεψη ἱεραποστολῆς στήν Ρωσία ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κήρυκος, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς Γνησίας ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδας τό 1996 στίς ἐνορίες τῶν Κατακομβῶν, ἔλαβε πολύτιμα δῶρα ἀπό τόν ῾Ιεροσολυμίτη ἅγιο Θεοδόσιο μέ τήν παρακάτω διαδικασία.
Σχεδόν ἐπί μισό αἰώνα, μιά γυναίκα μοναχή καί πνευματικό παιδί τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου, εἶχε φυλάξει κατ’ ἐντολήν του τό πετραχήλι πού φοροῦσε, ὅταν λειτουργοῦσε στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ στά ῾Ιεροσόλυμα καί τό ἅγιο ἀρτοφόριο του, πού κι’ αὐτό ἐκεῖ τό χρησιμοποιοῦσε. Τήν εἶχε δεσμεύσει, αὐτά τά μεγάλης ἀξίας κειμήλια, νά τά παραδώσει στόν ᾿Ορθόδοξο ῞Ελληνα Μητροπολίτη πού θά ἐρχόταν κάποια μέρα στό Μινβόντι καί θά τελοῦσε Τρισάγιο στόν τάφο του. Κανένας δέν γνώριζε πώς αὐτή ἡ μοναχή εἶχε φυλαγμένο τέτοιο θησαυρό γιά τόσα χρόνια, μέχρι τή στιγμή πού γιά ἄγνωστο λόγο τά παρέδωσε σέ ῾Ιερέα τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Κατακομβῶν, χρονικά λίγο πρίν τήν ἐπίσκεψη τοῦ Σεβασμιωτάτου Κηρύκου.
῾Ο Σεβασμιώτατος μαθαίνοντας γιά τόν ἄγνωστο σ’ αὐτόν ῾Ιερέα ῾Ομολογητή Θεοδόσιο, θέλησε νά κάνει Τρισάγιο στόν τάφο του. Κατά τήν ὥρα τῆς ἐπίσκεψής του ἐκεῖ, γυναῖκες πού ἦρθαν νωρίτερα στόν τάφο του, ἄκουσαν χαρμόσυνους ἤχους σάν ἀπό καμπάνες καὶ ρωτοῦσαν ἀπορημένες νά μάθουν ἄν ἦταν κάποια γιορτή αὐτή τήν ἡμέρα καί γι’ αὐτό χτυποῦσαν οἱ καμπάνες.
῾Ο ῾Ιερέας τῆς κοντινῆς ἐκκλησίας τούς ἀπάντησε· «Οὔτε γιορτή ἔχουμε, οὔτε καμπάνες χτυποῦν καί τό καμπαναριό εἶναι κλειστό». Σημάδι ἴσως πού ξαφνιάζει, γιατί τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ παραμένουν πολλές φορές ἀνεξήγητα. Τά δῶρα αὐτά πού παραδόθηκαν ὕστερα ἀπὸ μισό αἰώνα στόν ῞Ελληνα ᾿Ορθόδοξο Μητροπολίτη κρύβουν σίγουρα μυστηριώδη ἀξία καί μελλοντικά ἐλπίζουμε νά ἀποδειχθεῖ ὁ πραγματικός λόγος αὐτῆς τῆς μεγάλης προσφορᾶς.
῾Η ἐξήγηση πού δίνουν οἱ Κατακομβίτες Χριστιανοί εἶναι πώς ὁ ῾Ιεροσολυμίτης Θεοδόσιος τούς φανέρωσε ποιός θά εἶναι ὁ πνευματικός τους πού θά τούς τονώσει τήν πίστη καί θά τούς κρατήσει δυνατούς στίς δοκιμασίες πού ἐπιφυλάσσει ἡ σύγχρονη ἐποχή γιά τούς πιστούς.
῞Οσο γιά τούς ῞Ελληνες ᾿Ορθόδοξους Χριστιανούς ἡ ἐξήγησή τους εἶναι πώς ὁ ῞Οσιος θά πάρει ὑπό τήν προστασία του κι’ αὐτούς.
Τά ἱερά αὐτά κειμήλια φυλάσσονται στό ᾿Επισκοπικό Ναό τοῦ Μητροπ. Κηρύκου τῆς ῾Αγίας Αἰκατερίνης στό Κορωπί. ᾿Εκτίθενται γιά προσκύνημα μέχρι νά βροῦν τήν ἐπίσημη καί μόνιμη θέση τους μετά τήν ἀνέγερση τοῦ Ναοῦ τοῦ ῾Οσίου Θεοδοσίου τοῦ ῾Ιεροσολυμίτη πού ἔχει κάνει σκοπό τῆς ζωῆς του ὁ Σεβασμιώτατος Κήρυκος μέ τή βοήθεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ ἴδιου τοῦ ῾Οσίου καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ μας.
Λόγοι παρακαταθήκης τοῦ ῾Οσίου
πρός τούς πιστούς
῎Αν οἱ ἄνθρωποι γνώριζαν τί τούς περιμένει μετά θάνατον, νυχθημερόν θά προσηύχοντο. Δυστυχῶς οἱ πολλοί πιστεύουν πώς μέ τό θάνατο φθάνει καί τό τέλος.
 ῾Η ζωή ὅμως ἀρχίζει μετά τόν ἐπί γῆς θάνατο. Κι ὅσοι ὑποφέρουν μέ ὑπομονή τά ἐπί τῆς γῆς, ἐργάζονται γιά νά κατακτήσουν τήν αἰωνιότητα.
 Τά πάντα ὑπομένει ὅποιος πιστεύει στό Θεό.
 Μόνιμη σκέψη νά εἶναι ὁ θάνατος καί νά πιστεύετε πῶς ὅ,τι κι’ ἄν κάνετε ὁ Θεός εἶναι παρών.
 Μέ οὐράνιο πίστη ἀποποιούμεθα τά ἐγκόσμια.
 Οἱ Γνήσιοι ᾿Ορθόδοξοι δέν πρέπει νά φοβοῦνται τόν ἐπίγειον θάνατον, ἀλλά τόν αἰώνιον.
῎Αν φοβᾶσαι κάτι περισσότερο ἀπ’ τό Θεό, σίγουρα θά ἁμαρτήσεις.
 Μαρτυρία γιά τό Χριστό εἶναι ἡ ὁδός μας.
 ῾Ο Θεός ἄν μᾶς τιμωρήσει εἶναι πρός σωτηρία μας ἀπό τήν αἰώνια βάσανο.
 Νά δέχεσθε τά βάσανα τῆς ζωῆς μέ καρτερία.
῾Η σωτηρία προέρχεται ἀπό τήν ἀναγνώριση τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τήν μετάνοια τῆς ψυχῆς καί ἀπό τήν ὑπομονή σ’ ὅλα τά βάσανα τῆς ζωῆς.
῞Ο,τι κι’ ἄν συμβεῖ, δεχθεῖτέ το μέ ταπείνωση καί ἀγάπη.
 Φροντίστε γιά τή σωτηρία τῶν κοντινῶν σας ἀνθρώπων πού μποροῦν νά σᾶς ἀκούσουν. Μήν ἀποστρέφεστε κανέναν, οὔτε μικρό, οὔτε γέρο. Κάθε σταγόνα ἀπό ἅγιο λόγο πού χύνεται στήν ψυχή τοῦ κοντινοῦ σας ἀνθρώπου, θά βρεῖ ἀνταπόδοση ἀπό τό Θεό.
῞Οποιος δέν λέει περισσότερα ἀπό ἑπτά λόγια τήν ἡμέρα σώζεται. ῾Η σιωπή προφυλάσσει ἀπό πολλά δεινά.
῾Η προσευχή, «Κύριε, ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτωλό», περιέχει ὅλο τό Εὐαγγέλιο.
 ῞Οπου κι’ ἄν εἶσαι, στέκεσαι ἤ περπατᾶς ἤ ἐργάζεσαι, νά λές πάντα αὐτή τήν προσευχή πού κρατᾶ τό νοῦ καί τήν καρδιά στραμμένα πρός τό Θεό.
 ῾Ο Θεός μπορεῖ νά σέ ζητήσει ἀνά πᾶσα στιγμή.
 Λέγοντας τήν προσευχή, «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», νά χαίρεσαι πού ὁ Σωτήρας σου ἐπιτρέπει, ἄν καί ἀνάξιος καί ἁμαρτωλός, νά προφέρεις τό ὄνομά Του.
Αὐτή ἡ προσευχή καίει τούς δαίμονες, διώχνει τίς πονηρές σκέψεις, βάζει φόβο Θεοῦ στήν καρδιά καί καθαρίζει σῶμα καί ψυχή.
Αὐτή ἡ προσευχή ἑνώνει τούς ἀνθρώπους μέ τό Θεό καί φέρνει τή σωτηρία.
Αὐτή ἡ προσευχή εἶναι πιό δυνατή ἀπό πολλές ἄλλες μαζί. Νά τή λέτε πάντα κι’ ἄν εἶναι δυνατό χωρίς διακοπή.
 ῞Οταν κάνεις τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ἀφιέρωνε ὅλες σου τίς σκέψεις στό Θεό. ᾿Αγάπησέ Τον μέ ὅλη τήν καρδία σου καί ἀφιέρωσε ὅλα τά ἔργα σου πρός δόξαν Του.
Δίδασκε τούς ἀνθρώπους νά κάνουν σωστά τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ καί θά λάβεις τιμή οὐράνια.
῞Ο,τι ἀπό τόν κόσμο ὀνομάζεται καταστροφή, μετατρέπεται σέ οὐράνια σωτηρία.
῾Ο κόσμος (ὁ ἄπιστος κόσμος) θά καεῖ στό πῦρ τό ἐξώτερο χωρίς ἀμφιβολία, γι’ αὐτό στή σύντομη πορεία τῆς ζωῆς νά εἶστε ἕτοιμοι μέ ὑπομονή, ταπείνωση καί ἀγάπη.
῞Ο,τι κι’ ἄν συμβεῖ, ὅλα μέ θέλημα Θεοῦ, γίνονται, μέ ὑπομονή νά σώσετε τήν ψυχή σας καί μέσ’ τή ζωή πάντα νά προσεύχεσθε καί ὁ Θεός γιά ὅλα θά μεριμνήσει.
Νά θυμᾶστε ὅτι ἡ σωτηρία μονάχα στήν ᾿Ορθόδοξο Πίστη βρίσκεται.
῞Οποιος μέ προσκαλεῖ πάντα κοντά του θά βρίσκομαι.
Προσωπικά γνωρίσματα τοῦ ἁγ. Θεοδοσίου
Τό Εὐαγγέλιο τό γνώριζε ἀπ’ ἔξω. Χωρίς τή βοήθεια τοῦ βιβλίου ἀναγίγνωσκε ἐπί ὧρες χωρίς διακοπή. Τό καντήλι καί τό κερί ἦταν μονίμως ἀναμμένα στό δωμάτιό του. ῾Ο Στάρετς συμβούλευε νά διαβάζεται ἡ ᾿Αποκάλυψη τοῦ ᾿Ιωάννου, γιατί ἀπ’ αὐτή θά ἀποκτηθεῖ φόβος Θεοῦ.
Μιά ζωή περπατοῦσε ξυπόλητος, μέχρι τά τελευταῖα χρόνια πού γέρος καί ἄρρωστος φόρεσε μποτάκια μόνο γιά τό χειμώνα.
῎Αλλο φαγητό ἐκτός ἀπό ψωμί, λαχανικά, βραστές πατάτες καί δημητριακά δέν ἔφαγε ποτέ.
῾Ο ῾Ομολογητής τῆς Γνησίας ᾿Ορθοδοξίας
῾Ο ἅγιος Θεοδόσιος στά δύσκολα χρόνια τοῦ διωγμοῦ, λειτούργησε ὡς ῾Ομολογητής τῆς Πίστεως καί ὡς ἀκλόνητος στύλος τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Μετά τήν ἀποφυλάκισή του καί τόν γυρισμό του ἀπό τήν ἐξορία (1927-1932) τά λειτουργικά του καθήκοντα δέν τά ἔκανε φανερά ὅπως πρίν, παρά μόνο μυστικά ὡς ῾Ιερέας τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Κατακομβῶν. Τό Ρωσικό Πατριαρχεῖο τό θεωροῦσε ἀποστασιοποιημένο ἀπό τήν ᾿Ορθόδοξο Πίστη καί γι’ αὐτό ποτέ δέν τό ἀναγνώρισε ὡς Γνήσια ᾿Εκκλησία. Δηλαδή ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ποτέ δέν ἀναγνώρισε καί ποτέ δέν ἐπισκέφθηκε τήν Σοβιετική (Σεργιανιστική) ᾿Εκκλησία.
Κάποια φορά ἦρθαν στό σπίτι του ἐκπρόσωποι τοῦ Πατριαρχείου πού δέν τούς ἀναγνώριζε ὡς ῾Ιερεῖς καί τόν παρακάλεσαν ἔστω γιά μιά φορά νά ἐπισκεφθεῖ τούς ναούς τους, γιά νά δεῖ καί ὁ ἴδιος πώς ὅλα λειτουργοῦσαν ὅπως παλιά.
῾Ο Γέροντας Θεοδόσιος τούς ἀκολούθησε χρησιμοποιῶντας ἕλκηθρο, γιατί ἦταν χειμώνας.
Μετά ἀπό πολλές δυσκολίες ἔφθασαν μέχρι τήν ἐκκλησία. Λίγο πρίν μπεῖ στό ναό γλίστρησε, ἔπεσε καί χτύπησε πολύ. Ματωμένος ὅπως ἦταν τόν μετέφεραν στό σπίτι. Μ’ αὐτό τόν τρόπο ὁ Θεός φανέρωσε στό δίκαιο Γέροντα ὅτι ἀπαγορεύεται ἀκόμα καί ἡ εἴσοδος στό ναό αὐτῶν πού ἀναγνωρίζουν τήν Σοβιετική ἐξουσία ὡς ἐξουσία τοῦ Θεοῦ.
Τά πνευματικά παιδιά τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου ἔμειναν πιστά σ’ αὐτόν καί μετά τό θάνατό του. ᾿Εφήρμοζαν πιστά τίς ἐντολές του καί ἔκαναν προσευχή στό σπίτι τους ὅπως οἱ παλαιοί Κατακομβίτες. Στό τέλος τῆς πεντηκονταετίας γνώρισαν τόν ῾Ομολογητή Μοναχό ᾿Αντώνιο-᾿Επιφάνιο Τσερνώφ καί τόν δέχθηκαν ὡς καθοδηγητή τους. Οἱ μαρτυρίες σώζονται σέ γραπτά κείμενα τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Κατακομβῶν τῆς Ρωσικῆς γῆς.
᾿Από τήν ταπεινή δούλη σου,
δέξου τῆς καρδιᾶς της τό λόγο.
Παιδιόθεν τό Θεό πολύ ἀγάπησε
καί τό δρόμο Αὐτοῦ πιστά ἀκολούθησε.
Τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς μέ καρτερία ὑπέμενε
καί κάθε μορφῆς βεβήλωση πολεμοῦσε.
Τήν κλίμακα τῆς ῾Ιερωσύνης ἀξίως ἀνέβηκε
καί στήν ῾Ιερουσαλήμ τό σχῆμα ἐτίμησε,
χρόνους πολλούς ἐκεῖ ἔργο ἐποίησε
καί δικαίως ῾Ιεροσολυμίτης τιτλοῦται.
῾Ως Θεοδόσιος ὅμως Θαυματουργός καί Προφήτης
στό Μινβόντι ἀπ’ ὅλους μέ πίστη λατρεύεται
καί ἐπιπλέον ὡς διώκτης δαιμόνων
στό Μινβόντι καί πάλιν ἀπ’ ὅλους τιμᾶται.
Μ’ αὐτοῦ τίς ἱκεσίες, Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τούς ἁπανταχοῦ ᾿Ορθοδόξους σου, Κύριε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου