Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

ΤΑ 6 ΜΕΡΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ


ΤΑ 6 ΜΕΡΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΟΛΕΜΟΥΝ

 ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ


 Ἀπὸ ἄνω καὶ κάτω, ἀπὸ δεξιὰ καὶ ἀριστερά, καὶ ἀπὸ ἔμπροσθεν καὶ ὄπισθεν. Καὶ ἄνω μὲν εἶναι, οἱ ὑπὲρ τὴν δυναμή μας ὑπερβολὲς ὅπου κάνουμε εἰς τὴν ἀρετήν. Κάτω δέ, οἱ ἐκ τῆς ἀμελείας μας ἐλλείψεις, ὅπου παθαίνουμε εἰς αὐτὴν τὴν ἀρετήν. Καὶ δεξιὰ μέν, λέγεται ὅταν οἱ δαίμονες μὲ δεξιὰ αἰτίαν καὶ πρόφασιν τοῦ καλοῦ μας ρίπτουν εἰς τὸ κακόν. Ἀριστερὰ δέ, ὅταν ἀπὸ φανερᾶν αἰτίαν τοῦ κακοῦ μας κάνουν νὰ ἁμαρτάνουμε. Καὶ ἔμπροσθεν μέν, εἶναι ὅταν οἱ δαίμονές μας πολεμοῦν μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ ἐνθυμήσεις τῶν πραγμάτων ὅπου μέλλουν νὰ ἔλθουν. Ὄπισθεν δέ, ὅταν μας πολεμοῦν μὲ τᾶς ἐνθυμήσεις καὶ προλήψεις τῶν περασμένων πραγμάτων. [Αόρατος Πόλεμος Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου σελ.135]

Κάθε πόλεμος τῶν δαιμόνων ἐναντίον μας ὀφείλεται γενικῶς σὲ 3 αἰτίες : Ἤ στὴν ἀμέλεια, ἢ στὴν ὑπερηφάνεια ἢ στὸν φθόνο τῶν δαιμόνων. Ἀπὸ αὐτὲς τὶς τρεῖς αἰτίες μόνο ἡ τρίτη εἶναι μακαρία ! [Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος – Κλίμαξ σελ. 282]

Τὰ συμβαίνοντα εἰς ἠμᾶς λυπηρά, πρὸς παίδευσίν μας συμβαίνουν,

α) ἢ πρὸς παρελθόντων ἁμαρτημάτων ἀναίρεσιν,

β) ἢ πρὸς ἐνεστώσης ἀμέλειας διόρθωσιν, γ) ἢ πρὸς μελλόντων ἁμαρτημάτων ἀνακοπήν. [Άγιος Μάξιμος – Ευεργετινός Γ τομ. σελ. 418]

 Διὰ 5 αἰτίες λέγουν παραχωρεῖ ὁ Θεὸς νὰ πολεμούμεθα ἀπὸ τοὺς δαίμονες.

1η αἰτία λέγουν ὅτι εἶναι νὰ διακρίνουμε τὴν ἀρετὴν ἀπὸ τὴν κακίαν πολεμοῦντες καὶ ἀντιπολεμούμενοι.

2η αἰτία διὰ νὰ ἀποκτήσωμεν μὲ κόπο τὴν ἀρετήν, ὥστε νὰ ἔχουμε αὐτὴν βεβαίαν καὶ σταθεράν.

3η αἰτία διὰ νὰ μὴν ὑψηλοφρονήσωμεν, ὅταν θὰ προκόπτωμεν εἰς τὴν ἀρετήν, ἀλλὰ νὰ μάθωμεν νὰ εἴμεθᾳ ταπεινοί.

4η αἰτία διὰ νὰ μισήσωμεν ὁλοκληρωτικὰ τὴν κακίαν, ἀφοῦ τὴν δοκιμάσωμεν.

5η αἰτία διὰ νὰ μὴν λησμονήσωμεν τὴν ἀδυναμίαν μας, οὔτε τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ πού μας βοήθησεν διὰ νὰ φθάσωμεν στὴν ἀπάθεια. [Άγιος Μάξιμος – Ευεργετινός Α τομ. σελ. 426]


ΤΑ 5 ΚΑΛΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ

[Εξομολογητάριον Αγ.Νικοδήμου σελ. 212-214]


1ον Καθὼς τὰ δένδρα, ὅπου μεταφυτεύονται συνεχῶς, δὲν μποροῦν νὰ πιάσουν ρίζες βαθιὰ εἰς τὴν γῆν, ἔτσι καὶ τὶς κακὲς συνήθειες καὶ ἕξεις τῆς ἁμαρτίας δὲν τὶς ἀφήνει ἡ συχνὴ ἐξομολόγηση νὰ πιάσουν ρίζες βαθιὲς εἰς τὴν καρδιὰ τοῦ συνεχῶς ἐξομολογούμενου· ἢ μᾶλλον εἰπείν, καθὼς ἕνα παλαιὸ καὶ μεγάλο δένδρο δὲ μπορεῖ νὰ κοπεῖ μὲ μίαν βαρεματιὰ· ἔτσι καὶ μία παλαιὰ κακὴ συνήθεια, ἢ ἕξις τῆς ἁμαρτίας, ἕνας μόνο πόνος τῆς καρδίας, καὶ αὐτὸς ἴσως ἀτελής, ὅπου ἔδειξε ὁ μετανοῶν στὴν ἐξομολόγηση, δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἐκριζώσει, καὶ νὰ τὴν ἐξαλείψει τελείως.

2ον Ὅποιος συνεχῶς ἐξομολογῆται, ἔχει μεγάλη εὐκολία εἰς τὸ νὰ ἐξετάζει μὲ ἀκρίβεια τὴν συνείδησή του, καὶ νὰ εὑρίσκει τὸν ἀριθμὸ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ· ἐπειδὴ μὲ τὸ νὰ ξελαφρώνεται συνεχῶς ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του μὲ τὴν συχνὴ ἐξομολόγηση, μένουν πάντα αὐτὲς λιγότερες. Διὰ τοῦτο καὶ εὐκολότερα δύναται αὐτὸς νὰ τὶς εὑρίσκει, καὶ νὰ τὶς θυμᾶται. Ὁ δὲ μὴ συνεχῶς ἐξομολογούμενος, διὰ τὸ πολὺ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν, ὅπου συμμαζεύεται εἰς αὐτόν, οὔτε μὲ ἀκρίβεια δύναται νὰ τὰς εὕρει, οὔτε νὰ τὰς ἐνθυμηθεῖ, ἀλλὰ ἀλησμονεῖ πολλὲς φορὲς πολλὲς καὶ βαριὲς ἁμαρτίες του, οἱ ὁποῖες μὲ τὸ νὰ μένουν ἀνεξομολόγητες, ἀκολούθως μένουν καὶ ἀσυγχώρητες. Ὅθεν ὁ διάβολος ἔχει νὰ τοῦ τὶς ἐνθυμίσει τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, καὶ τόσο θέλει νὰ τὸν στεναχωρήσει, ὅπου νὰ χύσει διὰ αὐτᾶς ἕνα θανατηφόρον ἱδρῶτα, καὶ νὰ κλαύσει ὁ ταλαίπωρος, ἀλλὰ χωρὶς καμία διαφορά, διατὶ τότε πλέον δὲν δύναται νὰ τὶς ἐξομολογηθεῖ.

3ον Ὅποιος ἐξομολογῆται συνεχῶς ἂν καὶ θανάσιμον ἁμαρτίαν πράξει ποτέ, εὐθὺς ὅμως ὅπου ἐξομολογηθεῖ, ἐμβαίνει εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅσα καλὰ ἔργα κάνει, τοῦ γίνονται πλέον ἄξια ζωῆς αἰωνίου. Ἐκεῖνος ὅπου δὲν ἐξομολογῆται συνεχῶς ἂν πράξει καὶ αὐτὸς τὴν αὐτὴ θανάσιμον ἁμαρτίαν, καὶ δὲν τρέξει παρευθὺς νὰ τὴν ἐξομολογηθεῖ, ἐν ὄσῳ καιρῶ εἶναι ἀνεξομολόγητος, ὄχι μόνο στερεῖται τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅσα καλὰ ἔργα κάνει, νηστεῖες, ἀγρυπνίες, γονυκλισίες κι ἄλλα τέτοια, δὲν τοῦ γίνονται ἄξια μισθοῦ καὶ ζωῆς αἰωνίου, διατὶ εἶναι στερημένα ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ θεμέλιον ὅλων τῶν πρὸς σωτηρίαν ἔργων.

4ον Ἐκεῖνος ὅπου συνεχῶς ἐξομολογεῖται, εἶναι πλέον βέβαιος νὰ τὸν εὕρει ὁ θάνατος εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ οὕτω νὰ σωθεῖ. Καὶ ὁ διάβολος ὅπου εἶναι πάντοτε συνηθισμένος νὰ πηγαίνει εἰς τοὺς θανάτους, ὄχι μόνο τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἁγίων, νὰ δεῖ ἂν εὕρει τίποτε, θὰ ὑπάγει καὶ σὲ αὐτόν, ἀλλὰ δὲν θέλει εὕρει τίποτε, διατὶ αὐτὸς ἐπρόλαβε, καὶ ἔχει καθαρούς τους λογαριασμούς του καὶ ἐξισωμένα τὰ καταστιχὰ τοῦ διὰ τῆς συχνῆς ἐξομολογήσεως. Ὁ δὲ μὴ συνεχῶς ἐξομολογούμενος εἶναι πιθανώτατον, ὅτι θέλει ἀποθάνει ἀνεξομολόγητος καὶ οὕτω νὰ ἀπολεσθεῖ αἰωνίως, μὲ τὸ νὰ μεταπίπτει εὐκόλως εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ νὰ μὴ ἐξομολογῆται καὶ μὲ τὸ νὰ εἶναι ὁ θάνατος ἄδηλος.

 5ον δὲ καὶ τελευταῖον καλὸν ποὺ προξενεῖ ἡ συνεχὴς ἐξομολόγηση, εἶναι τὸ νὰ ἐμποδίζει καὶ νὰ χαλινώνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν· διατὶ ὁ συνεχῶς ἐξομολογούμενος, ὅταν ἐνθυμιθεῖ, πὼς μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ἔχει νὰ ἐξομολογηθεῖ, ἂν ἔχει καὶ γνώμη νὰ ἁμαρτήσει, ἐμποδίζεται, συλλογιζόμενος τὴν ἐντροπὴν ὅπου ἔχει νὰ λάβει, ὅταν τὴν ἐξομολογηθεῖ καὶ τὸν ἐλεγμὸν ὅπου μέλει νὰ ἀκούσει ἀπὸ τὸν Πνευματικόν.


ΟΙ 3 ΖΗΜΙΕΣ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΒΑΛΟΥΝ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ

[Πνευματικά Γυμνάσματα Αγίου Νικοδήμου σελ. 357-360]


 Ἡ 1η ζημία ὅπου προξενοῦν εἰς τὸν ἑαυτὸν τοὺς ἐκεῖνοι ὅπου ἁμαρτάνοῦν μὲ ἐλπίδα μετανοίας, εἶναι ἡ ποσότης καὶ τὸ πολὺ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν ὅπου κάνουν. Διότι αὐτοὶ ἔχοντες εὔκολον τὸ νὰ ἐξομολογηθοῦν τὶς ἁμαρτίες τους μὲ κάποιαν ὀλίγην κατάνυξιν, καὶ νομίζοντες πὼς εἰς τοῦτο στέκει ὅλη τους ἡ μετάνοια, διὰ τὴν εὐκολίαν αὐτὴν καὶ τὴν ψεύτικην ἐλπίδα, πίπτουν ἔπειτα οἱ ταλαίπωροι εἰς τὰ πάθη, καὶ ἀφοῦ πέσουν μίαν φορᾶν, ἀφήνουν πλέον τὸ χαλινάρι τοῦ λογικοῦ καὶ τῆς προσοχῆς καὶ τρέχουν σὰν ἄλογα ζῷα εἰς τὴν στράταν τῆς ἀπωλείας. Ὅθεν ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ ἀπαριθμήσει τὰ πεσίματα ὅπου κάνουν; Ὅσες φορὲς εὕρουν τρόπον καὶ τόπον ἁρμόδιον, εὐθὺς πίπτουν εἰς τὴν ἁμα-ρτίαν· ὅσες φορὲς θελήσει ἡ κακὴ τῶν ὄρεξις, εὐθὺς πίπτουν· ὅσες φορὲς τοὺς ἔλθη ὁ κακὸς λογικός, εὐθὺς πίπτουν καὶ εἰς τὸ ἔργον· χάριν ὅμως περιεργείας, ἂς κάνουμεν ἕναν καθαρὸν λογαριασμόν, διὰ νὰ ἰδοῦμεν πόσον εἶναι αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν ὅπου κάνουν. Πολλοὶ ἀπὸ τούτους τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅπου ἔχουν διὰ εὔκολην τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν τους μὲ τὴν ἐξομολόγησιν, εἰς κάθε ἡμέραν μίαν μὲ τὴν ἄλλην ἠμποροῦν νὰ πράξουν δέκα ἁμαρτίες, τόσον μὲ τὰ πονηρὰ ἔργα τους, ὅσον καὶ μὲ τὶς κακές τους ἐπιθυμίες, καὶ μὲ τὶς ἀφύλακτες συνομιλίες τους, καὶ μὲ τὶς ἀπρεπεῖς ἡδονές τους· ἐξαιρέτως δὲ μάλιστα μὲ τὰ σκάνδαλα ὅπου δίδουν εἰς τους ἄλλους καὶ θανατώνουν τὰς ψυχᾶς τῶν. Ὅθεν κατὰ τὸ μέτρον αὐτό, ὁ λογαριασμὸς τῶν ἁμαρτιῶν τοὺς εἰς ἕνα μήνα θέλει φθάσει εἰς τριακόσιας ἁμαρτίας· καὶ ἀκολούθως εἰς ἕναν χρόνον θέλουν κάμνει περισσότερον ἀπὸ τρεῖς χιλιάδας ἁμαρτίας· ὥστε ὅπου κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς τιούτους, εἰς ἕναν χρόνον θέλει χτυπήσει περισσότερον ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες φορὲς τὶς πόρτες τοῦ ᾅδου. Τώρα τί δύσκολον εἶναι νὰ πιστεύσωμεν, ὅτι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ θὰ ἀνοίξει μία φορᾶν εἰς ἕναν τοιοῦτον ἁμαρτωλὸν τᾶς πόρτας τοῦ ᾅδου καὶ νὰ τὸν ἀφήσει νὰ πέσει μέσα εἰς ἐκείνην τὴν ἄβυσσον;

 Ἡ 2η ζημία ὅπου προξενοῦν εἰς τὸν ἑαυτὸν τοὺς ἐκεῖνοι ὅπου ἁμαρτάνουν μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐξομολογήσεως καὶ μετανοίας, εἶναι ἡ ποιότης καὶ ἡ ὑπερβολὴ τῶν ἁμαρτιῶν ὅπου κάνουν, διότι αὐτοὶ μὲ τὸν ψεύτικον λογαριασμὸν ὅπου κάνουν, λέγοντες «θὰ ἐξομολογηθῶ» μὲ τοῦτο λέγω ἁμαρτάνουν χωρὶς κανέναν φόβον καὶ συστολὴν· βυθίζονται εἰς τὰ βάθη καὶ εἰς τὴν πλέον ἀκαθαρτοτέραν λάσπην τῆς ἁμαρτίας. Πράτουν ἀδιάντροπα ἐκεῖνα τὰ κακὰ ὅπου δὲν τὰ κάνουν οὔτε οἱ ἴδιοι οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἄπιστοι, καὶ κυλιόνται μέσα εἰς τὸν βόρβορον ἐκεῖνον καὶ εἰς τὰς ἀκαθαρσίας, εἰς τὰς ὁποίας δὲν κυλιόνται οὐδὲ αὐτὰ τὰ ἄλογα ζῷα. Ἀλλὰ τί τοὺς κάμνει καὶ ὁ Θεός; Δὲν λησμονεῖ τὴν πονηρὶα τοὺς αὐτήν, ἀλλὰ ὅταν ἔλθει ὁ καιρὸς τὴν παιδεύει, καθὼς τὸ λέγει μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτη Ὠσηὲ «μνησθήσεται τῶν ἀδικιῶν αὐτῶν καὶ ἐκδικήσει τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν» (Ωσηέ 9,9).

  3η ζημία ὅπου προξενοῦν εἰς τὸν ἑαυτόν τους, οἱ μὲ ἐλπίδα μετανοίας ἁμαρτάνοντες, εἶναι ἐν γνώσῃ καταφρόνησις ὅπου αὐτοὶ κάνουν εἰς τὴν σωτηρίαν τους καὶ εἰς ὄλας τᾶς ἐντολᾶς τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν ἁμαρτίαν· διότι κατὰ τὸν Σολομώντα «ὅταν ἔλθει ἀσεβὴς εἰς βάθος κακῶν καταφρονεῖ» Παροιμ. (18,3). Αὐτοὶ ὅταν φθάσουν εἰς τὰ ἔσχατά της πονηρῖας πωρώνεται νοῦς τους, σκληρύνεται καρδία τους, καὶ δὲν μετροῦν πλέον τὴν ἁμαρτίαν γιὰ τίποτε. Κάποιοι δὲ ἀπὸ αὐτοὺς πηγαίνουν ἀκόμη παρεμπρός, καὶ ὄχι μόνο κατάφρονουν ἀλλὰ καὶ ἀρέσκονται εἰς τὰ σφάλματά τους καὶ εὐφραίνονται εἰς αὐτά, καὶ καύχωνται σὰν σὲ μεγάλα τους κατορθώματα, ὡς λέγει Σολομῶν «, οἱ εὐφραινόμενοι ἐπὶ κακοίς, καὶ χαίροντες ἐπὶ διαστροφὴ κακή» (Παροιμ. 2,14) καὶ Ἠσαΐας «τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν ὡς Σοδόμων ἀνήγγειλαν, καὶ ἐνεφάνισαν» (Ησ. 3,9).

Καὶ αὐτοὶ ὅπου πρότερον ἔλεγον ἂς ἁμαρτήσω καὶ ἐλπίζω ὅτι θέλω ἐξομολογηθῶ καὶ μετανοήσω· καταντοῦν εἰς ἕναν βαθμόν, ὅπου ἀφοῦ φτάσουν εἰς τὸ βάθος τῶν κακῶν, δὲν θέλουν πλέον οὔτε νὰ ἐξομολογηθοῦν, οὔτε νὰ μετανοήσουν· καὶ οἱ τοιοῦτοι Χριστιανοὶ ὅπου φθάσουν εἰς τὰ ἔσχατά της πονηρῖας, ἂν τύχει καμμίαν φορᾶν καὶ θελήσουν, δὲν ἠμποροῦν διότι συνήθεια τῆς ἁμαρτίας ἔγινεν ἕξις, καὶ ἕξις ἔγινεν ὡσὰν φύσις, καὶ ἐσκλήρυνεν ὡσὰν πέτραν τὴν καρδιά τους, καὶ τὴν ἔκανεν ἀναίσθητον καὶ ἀνεπίδεκτον μετανοίας καὶ διορθώσεως· καὶ οὕτως ἀποθαίνουν οἱ ἄθλιοι, ἀδιόρθωτοι καὶ ἀμετανόητοι. Καὶ εἶναι θαῦμα μεγάλον πὼς κρατούν καὶ τὴν πίστιν τους, καὶ δὲν τὴν ἀρνοῦνται· μολονότι καὶ μερικοὶ ἐξ αὐτῶν ἀφήνουν ἀπὸ τὰς χεῖρας των φεῦ ! καὶ αὐτὴν τὴν ὁλοϋστερινὴν ἄγκυραν τῆς πίστεως· διότι βίος πονηρὸς γεννᾷ καὶ δόγματα πονηρὰ ὡς λέγει Θεῖος Χρυσόστομος.

Βλέπεις ἀδελφέ, πόσας ζημίας καὶ ποταπὴν ἀπώλειαν προξενοῦν εἰς τὸν ἑαυτὸν τους ἐκεῖνοι οἱ ἄθλιοι ἁμαρτωλοὶ ὅπου ἁμαρτάνουν μὲ τὴν ψεύτικην ἐλπίδα, πὼς ἔχουν νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν; Διὰ τοῦτο σοφώτατα εἶπεν Ἄγ. Ἰσαάκ, ὅτι, ὅποιος μὲ ἐλπίδα μετανοίας πίπτει εἰς δεύτερα ἁμαρτήματα, αὐτὸς πονηρὶαν μεταχειρίζεται μὲ τὸν Θεόν, καὶ ἀνελπίστως θέλει ἀποθάνει, χωρὶς νὰ ἀξιωθεῖ μετανοίας καθὼς ἤλπιζεν.


ΤΑ 7 ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΕΡΓΑ

ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ


            1ον εἶναι τὸ νὰ δίνουμε στὸν πεινασμένο νὰ φάει, καθὼς Χριστὸς εἶπε «ἐπείνασα γάρ, κι ἐδώκατε μοὶ φαγεῖν» δήλ. σὲ πτωχοὺς καὶ ἀδύνατους ὅπου δὲν μποροῦν μὲ τὸν δικό τους κόπο νὰ τραφοῦν· καὶ τοῦτο πρέπει νὰ δίδεται ἀπὸ τὰ καλὰ ἐκεῖνα ὅπου θὰ ἀποκτήσει κάποιος μὲ τὴν τιμή του καὶ μὲ τὸν ἴδιον καὶ δίκαιον τοῦ κόπον, κατὰ τὴν Γραφὴν τὴν λέγουσα «τίμα τὸν Κύριον ἀπὸ σῶν δικαίων πόνων, καὶ ἀπάρχου αὐτῶ ἀπὸ σῶν καρπῶν δικαιοσύνης» (Πάρ-3,9). Καὶ δὲν πρέπει νὰ δίδεται ἐλεημοσύνη μόνον εἰς ἐκείνους τοὺς πτωχούς, ὅπου συνεχῶς παρακαλούσιν εἰς τὸ δημόσιον, εἰς ἐκεῖνους ὅπου κείτουνται εἰς τὰ ξενοδοχεῖα, μὰ ἀκόμη καὶ εἰς ἐκείνους ὅπου διὰ ἐντροπήν τους δὲν μποροῦν νὰ ζητήσουν ἐλεημοσύνη.

2ον εἶναι τὸ νὰ ποτίσουμε τὸν διψασμένο, δηλ. ἐκεῖνον ὅπου διὰ τὴν πενίαν καὶ τὴν ἀσθενειάν του δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει νὰ σβύσει τὴν δίψα του· εἰς τὸν ὁποῖον λόγον περισφαλίζεται κάθε εἶδος ποτοῦ, εἰς καιρὸν δίψης, τὴν ὁποίαν ἂν θαραπεύσει κανεὶς μὲ ἕνα ποτήριον ψυχροῦ ὕδατος εἰς ἕνα διψώντα, θὰ ἀποκτήσει τὴν μακαριότητα κατὰ τὰ λόγια του Σωτῆρος ἠμῶν, ὅπου λέγει εἰς τὴν Γραφὴν «ὃς γὰρ ἂν ποτίση ὑμᾶς ποτήριον ὕδατος ἐν τῷ ὀνόματί μου, ὅτι Χριστοῦ ἐστε, ἀμὴν λέγω ὑμίν, οὐ μὴ ἀπολέση τὸν μισθὸν αὐτοῦ».

3ον εἶναι τὸ νὰ ἐνεδύσουμε τὸν γυμνὸν· τὸν μακαρισμὸν ἀποκτοῦν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι φιλανθρω-πευσάμενοι εἰς τὸν πλησίον τους, βοή-θούσι τῆς χρείας του, ἐνδύοντες τὴν γυμνοτητά του· εἰς τοῦτο Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ ἀνταποδώσει τὴν πληρωμὴν ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως λέγων «δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἠτοιμασμένην ὑμὶν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου». Εἰς τοῦτο περικλείονται ὄχι μόνον ἐκεῖνοι, ὅπου εἶναι ὅλοι γυμνοί, μὰ καὶ ἐκεῖνοι ὅπου καὶ ἂν ἔχουν ροῦχον δὲν τοὺς φθάνει νὰ διώξουν τὴν ψύχραν, καὶ ἀλλιῶς βασανίζονται, καὶ μετὰ βίας σωτηρεύονται ἀπὸ τὸ λείψιμον τῶν ρούχων· διατὶ ὁμοίως καὶ εἰς τοὺς τοιούτους πρέπει νὰ δείχνει ἐλεήμων ἄνθρωπος κάποιον ἔργον φιλανθρωπίας, δίδωντάς τους τίποτες ὠφέλιμον πρὸς τὸ νὰ ἀντιπαλαίουσιν εἰς τὰς ψύχρας τοῦ καιροῦ.

4ον εἶναι νὰ πηγαίνουμε νὰ ἐπισκεπτώμαστε τὸν φυλακισμένον· τοῦτο τὸ ἔργον δὲν χρωστεῖ νὰ ἐρευνᾷ τὴν ἀφορμήν, διὰ τὴν ὁποίαν φυλακίσθηκε κάποιος, τὸ πρόσωπο τὸ φυλακισμένο· διατὶ ὅτι λογὴς πρόσωπον καὶ ἂν εἶναι, καὶ διὰ ὅποιαν ἄσχημην κακουργίαν νὰ εὑρίσκεται εἰς τὰ δεσμά, διὰ τὸν Χριστὸν τὸν Κύριον ἠμῶν εἴμαστε χρεωφειλέται νὰ πηγαίνουμε, νὰ τὸν ἐπισκεπτώμεθα καὶ νὰ τὸν παρηγοροῦμεν.

5ον εἶναι νὰ ἐπισκεπτώμαστε τοὺς ἀρρώστους· νὰ τοὺς παρηγορούμε διὰ στόματος συμπονώντας τὴν θλῖψιν τους ἀπὸ καρδίας· ἐπίσης νὰ νουθετοῦμε τὸν ἄρρωστο νὰ ὑποφέρει μὲ ὑπομονετικὴν καρδίαν αὐτὴν τοῦ τὴν θλῖψιν καὶ νὰ μὴ σηκώνει μὲ λύπην τῆς καρδίας τοῦ ταύτην τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴν γογγύζει, μάλιστα, μὲ γλῶσσαν καὶ καρδίαν νὰ εὐλογεῖ τὸν Θεόν, ὅπου δείχνει εἰς ἐκεῖνον τούτην τὴν θέλησίν του, καὶ νὰ ἀποθέτει τὴν ἐλπίδα τοῦ βεβαίαν εἰς τὴν φιλανθρωπίαν του, πὼς θὰ τὸν ἰατρεύσει. Καὶ τόυτον πρέπει νὰ παρακινήσει νὰ ἐξομολογηθεῖ μὲ συντριβὴ καὶ κατάνυξιν τῆς καρδίας του, διὰ τὰ ἁμαρτήματα ὅπου ἔκαμεν ὡς ἄνθρωπος, καὶ νὰ μεταλάβει τὰ ἄχραντα Μυστήρια, νὰ κάνει εὐχέλαιον κατὰ τὴν συνήθειαν τῆς Ἐκκλησίας· διατὶ τὰ μυστήρια αὐτὰ δὲν ὀφελοῦν μόνον εἰς τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἀλλὰ καὶ τοῦ σωμάτων· καὶ τέλος πάντων νὰ κάνει προσευχὲς συνεχεῖς εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ τὸν συστήσει καὶ εἰς τὰς δημοσίας δεήσεις ὅλης της Ἐκκλησίας.

6ον εἶναι νὰ δεχόμαστε εἰς τὴν οἰκία μας τὸν ξένον, καὶ ἐκείνους μάλιστα τοὺς ξένους πρέπει νὰ συνάγουμε εἰς τὴν οἰκίαν μας, οἱ ὁποῖοι ὑπάγοντες εἰς ἁγίους τόπους, νὰ προσκυνήσουσι κατὰ τὸ ταξιμό τους, καταλύουσι, δήλ. κονεύουσι εἰς τᾶς πόλεις. Τέτοιοι εἶναι ὅλοι οἱ προσκυνητάδες, καὶ οἱ πτωχοὶ εἰς τὴν χρείαν τῶν ὁποίων πρέπει νὰ βοηθᾷ, ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ κληρονομήσει τὴν τοιαύτην μακαριότητα, κατὰ τὴν δύναμιν ὅπου ἔχει καὶ πλέον ξέχωρα πρέπει νὰ περνοῦνται μέσα εἰς τὴν οἰκίαν, ὅσοι κείτουνται ἄρρωστοι εἰς τὰ παζάρια καὶ εἰς τους δρόμους ζητιάνοι.

7ον εἶναι νὰ θάπτουμε τοὺς νεκροὺς τοῦτο τὸ ἔργον πρέπει νὰ τὸ κάνει καθένας μὲ προθυμίαν· μάλιστα εἰς ἐκείνους ὅπου ἀναπαύθησαν εἰς ἔσχατην πενίαν, φέρωντας εἰς αὐτοὺς τὰ πρὸς ταφὴν ἐπιτήδεια, κατὰ τὸ ἔθος τῶν χριστιανὸν καθὼς ἔκανε Τωβίας (Τωβ. β’). [Βλέπε περισσότερα εἰς τὴν Ὀρθόδοξο Ὁμολογία σελ.136-141]

ΤΑ 7 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΕΡΓΑ

ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ

[Βλέπε περισσότερα στην Ορθόδοξο Ομολογία σελ. 141-145]


            1ον εἶναι νὰ παρακινήσουμε τὸν ἁμαρτωλὸν νὰ λείψει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, καὶ νὰ τὸν μεταφέρουμε εἰς μίαν ζωὴν καλύτερη, καθὼς ἡ Γραφὴ μαρτυρᾷ «Ἀδελφοί, ἐὰν τὶς ἐν ὑμῖν πλανηθῆ ἀπὸ τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπιστρέψη τὶς αὐτόν, γινωσκέτω, ὅτι ὁ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλὸν ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ, σώσει ψυχὴν ἐκ θανάτου, καὶ καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν» (Ἰάκωβ 5,19). Τοῦτον τὸ ἔργον τῆς φιλανθρωπίας εἶναι τὸ πρώτον καὶ ἐξαίρετον, ὅπου παρακινὰ τὸν ὀρθόδοξον εἰς νὰ εὐσπλᾳγχνισθῆ τὸν πλησίον του· διατὶ δὲν περιέχει εἰς αὐτὸ ἀγαθὰ πρόσκαιρα ἀλλὰ αἰώνια· μὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ προσέχει ὅταν κάνει αὐτὸ τὸ ἔργον νὰ μὴν τύχει καὶ φέρει τὸν ἁμαρτωλὸν διὰ καμμίαν τοῦ ἀπροσεξίαν εἰς ἀπόγνωσιν ἢ εἰς πολὺ θάρρος τῆς τοῦ Θεοῦ εὐσπλαχνίας· διατὶ μὲ τὰ δύο ταῦτα, πλειότερα θὰ βλάψει τὸν ἁμαρτωλόν, παρὰ θὰ τὸν ὠφελήσει· πρέπει λοιπὸν νὰ κρατεῖ τὸ μέσον μὲ φρόνησιν.

2ον εἶναι νὰ διδάσκουμε τὸν ἀμαθῆ καὶ ἄγνωστον· καὶ αὐτὸ τὸ ἔργο τὸ κάνει ἄξια ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ διδάξει τὸν ἄγνωστον, πὼς πρέπει νὰ πιστεύει εἰς ἕναν Θεὸν τρισυπόστατον, ὑποθέτωντας νὰ εἶναι τοῦτος ἐπιτήδειος πρὸς διδασκαλίαν· ἀλλιῶς νὰ βρίσκει ἄλλον σοφώτερόν του καὶ ἐμπειρότερον, διὰ νὰ μὴν τύχει καὶ συμβεῖ τό, «τυφλὸν ὁ τυφλὸς ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Μὰτθ 15,14). Ἐπίσης πρέπει νὰ διδάσκει τὸν ἀνήξευρον πὼς νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεόν, καὶ μὲ ποίαν μέθοδον τῆς προσευχῆς νὰ κάνει πρὸς τὸν Θεὸν τὰς δεήσεις του· ἔτι δὲ καὶ τοῦ Θεοῦ τὰ προστάγματα νὰ τοῦ μάθει, μὲ τρόπο ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ τὰ φυλάτει εὔκολα.

3ον εἶναι νὰ συμβουλεύσει κάποιος ὀρθῶς, ἐκεῖνον ποὺ χρειάζεται συμβουλὴν, τοῦτο τὸ ἔργον γίνεται ὁπόταν κάποιος ἐπιστρέφει τοὺς ἀνθρώπους ὅπου εἶναι κακοῦ βίου, εἰς καλύτερον λογαριασμὸν τῆς ζωῆς, μὲ εὐσεβεῖς καὶ χριστιανικὲς νουθεσίες καὶ μὲ λαλὲς συμβουλές. Ἀκόμη ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται εἰς καμμίαν θλῖψιν καὶ στενοχωρίαν, ὅπου νὰ μὴν ἠξέρουν νὰ βροῦν τρόπο νὰ βοηθηθοῦν, τότε πρέπει νὰ προσφέρεται εἰς αὐτοὺς τοῦτο τὸ φάρμακο τῆς συμβουλῆς μετὰ χαρᾶς διὰ νὰ λυτρώνουν τὴν ζωὴν ἢ τὴν τιμή τους. Εἷς τοῦτο ἀκόμη περισφαλίζεται τό, νὰ δίδει λόγον κάποιος εἰς τὸν πλησίον τοῦ διὰ κανένα κίνδυνον, ὅπου στέκεται ἀπάνω τοῦ ἢ τῆς ζωῆς ἢ τῆς τιμῆς του, καὶ δὲν τὸ ξέρει μὰ μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε ἀνάμεσα εἰς αὐτὰ τὰ πρόσωπα νὰ μὴν γεννηθοῦν ἔχθραις, καὶ κίνδυνοι χειρότεροι.

 4ον εἶναι νὰ παρακαλεῖ κάποιος τὸν Θεὸν διὰ τὸν πλησίον του· τοῦτο τὸ ἔργον τῆς φιλανθρωπίας ἐπίκειται πρώτον εἰς τους πνευματικοὺς καὶ πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, ἔπειτα καὶ εἰς τοὺς κοσμικούς.

5ον εἶναι νὰ παρηγορεῖ κάποιος τὸν λυπημένον· τοῦτο τὸ ἔργον τῆς ἐλεημοσύνης διὰ τοῦτο γίνεται, διὰ νὰ μὴν κάνουμεν κανένα νὰ βαρεθεῖ καὶ νὰ πειραχθεῖ εἰς ἠμᾶς, μήτε νὰ τοῦ δώσουμε ἀφορμὴν νὰ λυπηθεῖ, κατὰ τὸν Ἀπόστολον ὅπου λέγει «εἰ δυνατὸν τὸ ἐξ ἠμῶν, μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες· μὴ ἑαυτοὺς ἐκδικοῦντες ἀγαπητοί· ἀλλὰ δότε τόπον τὴ ὀργή· γέγραπται γάρ, ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος» Ρωμ-12,18. Καὶ τοῦτο πρέπει νὰ λέγεται, ὁπόταν κάποιος εἶναι βαρυνόμενος ἀπὸ μεγάλα ἁμαρτήματα, ἢ πολὺ ἄρρωστος ἢ ἀπὸ θλῖψιν καὶ συμφορὰν μεγάλιν πιέζεται· τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους χρωστοῦμεν νὰ παρηγοροῦμεν.

6ον εἶναι νὰ ὑποφέρουμε τὶς ὕβρεις μὲ ὑπομονήν. Τοῦτο τὸ ἔργον τῆς ἐλεημοσύνης γίνεται, ὅταν μέλλωμεν νὰ πάθωμεν τίποτε διὰ τὸν Χριστόν, τότε χρεωστοῦμεν νὰ τὸ κάνουμεν μὲ ὑπομονὴν χαίροντες· ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μεγαλυτέρας ὕβρεις ἔπαθε δι’ ἠμᾶς, κατὰ τὰ εἰρημένα «ὅτι Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ἠμῶν, ἠμὶν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσεται τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α Πετρ-4,21). Ἔπειτα δὲν πρέπει νὰ ἐπιθυμοῦμεν κακὰ εἰς ἐκείνους ὅπου μας ἐπηρεάζουν καὶ τυρανοῦν, μήτε νὰ ἀνταποδίδωμεν κακὸν ἀντὶ κακοῦ κατὰ τὸ Ἀπόστολον λέγοντα «Μηδενὶ κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδίδοντες». Μάλιστα ὁπόταν πάσχωμεν τί ἀδίκως, πρέπει νὰ εὐλογοῦμεν τὸν Θεὸν καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦμε διὰ τὴν συγχώρηση τῶν ἐχθρῶν μας.

7ον εἶναι νὰ συγχωροῦμεν τὰ σφάλματα, ὅπου σφάλουσιν εἰς ἠμᾶς οἱ ἄλλοι· τοῦτο τὸ ἔργον τῆς ἐλεημοσύνης τότε τὸ ἀπολαμβάνομεν, ὁπόταν ἀφήνομεν τῶν ἐχθρῶν μας τᾶς ἀδικίας ὅπου κάνουν, ὅτι λογῆς καὶ ἂν εἶναι· μάλιστα καὶ μὲ τὴν εἰρημένην προσευχήν, καὶ τὴν συγχώρησιν τοῦ βλάψαντός μας. Καὶ αὐτὴ ἡ ἄφεσις πρέπει νὰ γίνεται ὄχι μόνον καθ’ ἡμέραν μίαν φορᾶν, ἀλλὰ καθ’ ἡμέραν ἐβδομηκοντάκις ἑπτὰ· καθὼς ὁ Σωτὴρ ἠμῶν ἐδίδαξε τὸν Πέτρον ἐρωτήσαντα, εἰπων «οὐ λέγω σοὶ ἕως ἑπτάκις, ἀλλ’ ἕως ἐβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ-12,22).


ΤΑ 7 ΜΥΣΤΗΡΙΑ

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

[Άπαντα Αγίου Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης σελίδες 68-69.]


 1ον Τὸ Ἅγιον Βάπτισμα. Τὸ βάπτισμα μᾶς γεννᾷ ἐκ δευτέρου μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδὴ ἀπωλέσαμεν τὴν πρώτη μας ἀπαθῆ γέννησιν καὶ ἡ σύλληψίς μας ἔγεινεν ἐν ἀνομίας καὶ ἐγέννησεν ἕκαστον ἐξ ἠμῶν ἡ μήτηρ του ἐν ἁμαρτίας, καθὼς ψάλλει ὁ Δαβίδ.

2ον Τὸ Ἅγιον Χρῖσμα. Τὸ χρῖσμα βάλλει εἰς ἠμᾶς τὴν πρώτη σφραγῖδα, καὶ τὴν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλάσιν μας, τὰ ὁποία διὰ παρακοὴν τὰ ἀπολέσαμεν· πρὸς τούτοις δὲ καὶ τὴν χάριν, τὴν ὁποίαν μὲ τὸ θεῖον φύσημα εἰς τὴν ψυχήν μας τότε ἐλάβαμε διὰ τοῦτο καὶ τὴν δύναμιν ἔχει τοῦ Πνεύματος καὶ τὴν εὐωδίαν τοῦ πλουτεῖ.

3ον Ἡ Ἁγία Κοινωνία. Ἡ Ἁγία Κοινωνία μᾶς ἑνώνει μὲ αὐτὸν τὸν ἴδιον Δεσπότην μας Χριστόν, καὶ μεταλαμβάνομεν τὴν σάρκα καὶ τὸ αἷμα του, καὶ ἐπειδὴ διὰ φαγητὸν ἀπεθάναμεν καὶ ἀπεμακρύνθημεν ἀπὸ τὸν παράδεισον καὶ ἀπὸ τὸν Θεόν, διὰ μέσου τῆς Ἁγίας Κοινωνίας ἀπόλαμβανομεν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, καὶ ἀπορρίπτοντες τὴν φθοράν, ἐνούμεθα μὲ τὸν ἀθάνατον ὅστις ἔγεινε θνητὸς εἰς τὴν σάρκαν διὰ τὴν σωτηρία μας.

4ον Ἡ Ἱερωσύνη, ἢ Χειροτονία Ἱερέων. Ἡ χειροτονία μᾶς δίδει τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν δύναμιν τοῦ δημιουργοῦ καὶ πλάστου μας· καὶ ἐπειδὴ κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν ἔγινε χωρὶς αὐτόν, οὕτω καὶ αὐτὸς ἦλθε διὰ νὰ μᾶς φέρει εἰς τὸ καλὸν εἶναι μας· τὴν δυναμὶν τοῦ αὐτὴν ἀναδεχόμενος ἀπὸ ἠμᾶς, μᾶς τὴν ἔδωκε διὰ μέσου τῆς Ἱερωσύνης του, καὶ διὰ μέσου αὐτῆς ἐνεργοῦνται εἰς ἠμᾶς ὄλαι αἰ ἱεροπραξίαι καὶ τὰ μυστήρια, καὶ κανένα ἅγιον δὲν γίνεται χωρὶς ἱερέα. Προσέτι δὲ καὶ ἐπειδὴ ἐξ ἀρχῆς ἄρχοντας καὶ ἐξουσιαστᾶς τῶν φενομένων μας κατέστησε, πάλιν καὶ ἐπὶ τοῦ παρόντος καλλίτερόν μας ἀποκαθιστᾷ ἄρχοντας μὲ τὸ μέσον τῆς Ἱεροσύνης. Διὰ τοῦτο ὁ Δαβὶδ λέγει «καταστήσεις αὐτοὺς ἄρχοντας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν». Διότι τοῦ οὐρανοῦ τὰ κλειδιὰ εἰς ἠμᾶς (τοὺς Ἱερεῖς) τὰ παρέδωκε.

5ον Ὁ Γάμος. Ὁ γάμος δέ, εἶναι ἕνα συγκαταβατικὸν χάρισμα τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν τεκνοποιΐαν, ἐν ὄσῳ τοῦτο τὸ πᾶν ἵσταται μὲ τὴν φθοράν, ὡσὰν ὅσα ὁ Θεὸς δὲν ἤθελε νὰ ἔχωμεν ἠμεῖς μέσα εἰς τὸν ἑαυτόν μας τὴν βδελυρὰν τῶν ἀλόγων ζῴων σύστασιν τὴν γενομένην ἀπὸ ρεύσεως· ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ ἠμεῖς θεληματικῶς τὸν ψυχικὸν ἀπεθάνομεν θάνατον, ἄφηκε τὴν διαδοχὴν τοῦ γένους νὰ ἐνεργῇ, καθὼς καὶ εἰς τὰ ἄλογα ζῷα, διὰ νὰ γνωρίσωμεν εἰς τί κατεστάθημεν, καὶ τοῦτο ἕως οὗ νὰ ἀναστήσει καὶ νὰ κάνει ἀθάνατον τὴν φύση ὁ ἄφθαρτος, ὅστις δι’ ἠμᾶς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, ὅθεν καὶ εὐλογεῖ τὸν γάμον αὐτὸς διὰ νὰ μὴν εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τῆς ζωῆς μας χωρὶς εὐλογία.

6ον Ἡ Ἐξομολόγηση καὶ Μετάνοια. Ἡ μετάνοια, τὸ ἀπὸ τὴν πτῶσιν τῆς ἁμαρτίας μας ἀνασήκωμα ἠμῶν πάλιν ἐνεργεῖ, καὶ ἐπειδὴ μετὰ τὸ βάπτισμα δὲν εἶναι ἄλλη ἀνάκλησις, μήτε κατὰ χάριν καὶ δωρεάν, μήτε χωρὶς ἀγῶνας καὶ πόνους, παρὰ μόνο διὰ μέσου ἐπιστροφῆς καὶ δακρύων, καὶ διὰ μέσου ἐξομολογήσεως τῶν ἁμαρτημάτων, καὶ ἀποχῆς τῶν κακῶν, διὰ τοῦτο καὶ μᾶς ἐδόθη αὐτὸ τὸ χάρισμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἐμβαίνει καὶ τὸ σχῆμα τῶν μοναχῶν, ἐπειδὴ εἶναι τῆς μετανοίας ἐνέχυρον.

7ον Τὸ Ἅγιον Ἔλαιον. Τὸ Ἅγιον Ἔλαιόν μας παραδόθη ὡς μία ἅγια ἱερουργία καὶ τύπος τῆς θείας εὐσπλαγχνίας, τὸ ὁποῖον δίδεται εἰς τοὺς μετανοοῦντας διὰ λύτρωσιν καὶ ἁγιασμὸν τῶν· ὅθεν καὶ ἁμαρτήματα λύει, καὶ ἀσθενείας θεραπεύει, καὶ ἁγιάζει πληρέστατα. Ὅλα δὲ αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Θεὸς ἠμῶν, καὶ οἱ Ἅγιοι αὐτοῦ μαθηταὶ μὲ τὴν δύναμιν αὐτοῦ μας τὰ παρέδωκαν. Δι’ ὅτι καθὼς ἠμεῖς ἤμεθα διπλοί, ἀπὸ ψυχὴν καὶ σῶμα συντεθειμένοι, διπλὰ καὶ αὐτά μας τὰ ἔδωκεν, ὅτι διπλοὺς ἀληθινὰ καὶ αὐτὸς δι’ ἠμᾶς ἔγινε, Θεὸς ὧν ἀληθινός, καὶ ἄνθρωπος ἀληθῶς χρηματίσας, ὥστε μὲ τὴν χάριν μὲν τοῦ πνεύματος νοητῶς νὰ ἁγιάζει τᾶς ψυχᾶς μας, μὲ τὰ αἰσθητὰ δὲ ὕδατα καὶ Ἔλαιον καὶ Ἄρτον καὶ Ποτήριον, καὶ τὰ ἐπίλοιπα, ὅσα ὑπὸ τοῦ Πνεύματος ἁγιάζονται, νὰ καθαγιάζει καὶ τὰ σώματά μας, καὶ νὰ δίδει σωστὴν κατὰ πάντα τὴν σωτηρίαν.


ΟΙ 7 ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΝΥΚΤΙΟΥ

[Άπαντα Αγ.Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης σελ. 243-244]


1) Μεσονυκτικόν,

2) Ὅρθρος μετὰ τῆς 1ης ώρας,

3) 3η ὤρα,

4) 6η ὤρα,

5) 9η ὤρα,

6) Ἑσπερινός,

7) Ἀπόδειπνον.


Τὸ Μεσονυκικόν, διὰ τὸ ἄγρυπνον τῶν ἀγγέλων καὶ τὴν ἀσίγητον αἴνεσιν καὶ διὰ τὸ ἠσύχιον καὶ εἰρηνικόν του νοὸς περὶ τὴν θείαν δοξολογίαν καὶ ἀνάστασιν· «ὀψὲ γὰρ Σαββάτων ἐξηγέρθη ὁ Κύριος». Ἔτι δὲ καὶ διὰ τὴν δευτέραν αὐτοῦ παρουσίαν, τὴν ὁποίαν ὅλοι οἱ πιστοὶ προσμένομεν καὶ κατὰ τὴν ὁποίαν θέλει μας ἐξυπνήσει ὡς ἀπὸ τοῦ ὕπνου τοῦ θανάτου. Αὐτὸς δὲ ὁ νυμφίος τῶν ψυχῶν θέλει ἔλθει, ὡς εἶπεν, ἐν τῷ μέσω τῆς νυκτός, καὶ πρέπει νὰ ἤμεθᾳ ἠμεῖς ἐγρήγοροι καὶ ἔξυπνοι.

Τὸν Ὄρθρον, διότι ἔρχεται ἡ ἡμέρα, καὶ εἰς εὐχαριστίαν τοῦ Θεοῦ, ὅστις παρήγαγε τὸ φῶς, ἔλυσε τὸ σκότος τῆς πλάνης καὶ μᾶς προξένησε τὸ φῶς τῆς εὐσεβείας· διὰ τοῦτο καὶ ἡ δοξολογία τῆς πρώτης ὥρας ἑνώνεται μὲ τὸν Ὄρθον ἐπειδὴ εἶναι καὶ αὐτὴ ἀπαρχὴ τῆς ἡμέρας καὶ προσφέρεται μὲ τὸν Ὄρθον εἰς τὸν Θεὸν ὡς δῶρον καὶ θυσία αἰνέσεως, καὶ ἐπειδὴ ἐφωτίσθησαν μὲ τὸ φῶς τῆς εὐσεβίας ὅλα τὰ κτίσματα, δι’ αὐτὸ προσκαλοῦμεν καὶ αὐτὰ τὰ κτίσματα μὲ τοὺς ἀγγέλους εἰς αἶνον τοῦ Θεοῦ.

Τὴν Τρίτην ὥραν, ὑμνοῦμεν εἰς τιμὴν τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ διότι παρῆλθε τὸ τέταρτον μέρος τῆς ἡμέρας τούτου τοῦ ἐκ τεσσάρων στοιχείων κόσμου καὶ διότι κατ’ αὐτὴν τὴ ὥραν ἔγινε ἡ ἀπόφασις κατὰ τοῦ Σωτῆρος. Καὶ διότι κατὰ τὴν τρίτην ὥραν κατῆλθεν εἰς τοὺς Ἀποστόλους τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἐν ὢ οἱ τῆς οἰκουμένης πιστοὶ ἐφωτίσθημεν.

Τὴν ἕκτην ὥραν, ὁμοίως ὑμνωδοῦμεν τὴν δόξαν τῆς Ἁγίας Τριάδος· διότι παρήγαγε τὸ πᾶν καὶ διότι παρῆλθε καὶ ἄλλο τέταρτόν της ἡμέρας τοῦ τετραμεροῦς κόσμου εἰς αὐτὸ τὸ διάστημα τῶν τριῶν ὡρῶν καὶ εἶναι τὸ μεσαίτατον αὐτῆς τῆς ἡμέρας ἐκβαλομένης κατὰ τὴν ἰσημερίαν, καὶ καθότι συνέβη εἰς αὐτὴν τὴν ὥραν ἡ Σταύρωσις τοῦ Κυρίου καὶ τὸ σκότος ἐπὶ τὴν γῆν, ἐπειδὴ ὁ Σωτὴρ ἠμῶν ἔπασχε κατὰ τὴν σάρκα.

Τὴν Ἐννάτην ὥραν, καθότι ἔρχεται πρὸς τὸ τέλος ἡ ἡμέρα καὶ διὰ τὴν Ἁγίαν Τριάδα, καθότι τρισσῶς τὰ ἐννέα τὴν κηρύτουσι καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν ὥραν παρέδωκεν ὁ Σωτὴρ τὴν θείαν τοῦ ψυχὴν εἰς τὸν Πατέρα καὶ ἔγινε τελεία ὑπὲρ ἠμῶν ἡ θυσία καὶ προσηνέχθη δι’ ὅλους ψυχὴ τὲ καὶ σώματι εἰς τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα, ὄτε καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν καὶ τὰ μνημεῖα ἠνεώχθησαν εἰς προοίμιον τῆς κοινῆς ἀναστάσεως καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθησαν, διότι ὁ θάνατος μὲ τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου ἐνεκρώθη καὶ οἱ ἐν ᾅδῃ ἐλευθερώθησαν, ἐπειδὴ προσηνέχθη ἡ ἁγία αὐτοῦ ψυχὴ εἰς τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα καὶ ἐδόθη ἡ σὰρξ ἑκουσίως εἰς θυσίαν διὰ τοῦ Σταυροῦ, ἐλευθερώθησαν οἱ ψυχαὶ ἠμῶν ἀπὸ τῶν χειρῶν τοῦ διαβόλου καὶ τὰ σώματα ἠμῶν μὲ τὴν ἀναστασὶν τοῦ ἔγιναν ἀθάνατα. Εὐχαριστοῦμεν λοιπὸν τῷ ἀποθανόντι δι’ ἠμᾶς σαρκί, ὅστις διὰ τῆς ἁγίας αὐτοῦ ψυχῆς προσήνεγκε τὰς ψυχὰς ἠμῶν εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Πατρὸς καὶ μὲ τὸν θάνατόν του μᾶς ἀνέζησεν.

 Ὁ Ἑσπερινὸς ὕμνος, δηλοὶ ὅτι δοξολογοῦμεν τὸν Κτίστην ἠμῶν, διότι ἐφθάσαμεν εἰς τὴν ἑσπέραν, ἠγοῦν εἰς τὸ τέλος τῆς ἡμέρας καὶ ἀφιερώσαμεν τὸ περισσότερον μέρος αὐτῆς εἰς τὸν Θεὸν· τῷ εὐχαριστοῦμεν δι’ αὐτὰ καὶ διὰ τὴν ζωὴν ἠμῶν καὶ τροφήν, διὰ τᾶς ἐννοίας, διὰ τοὺς λόγους καὶ διὰ τᾶς πράξειςι παρακαλοῦμεν δὲ νὰ διαπεράσωμεν καὶ τὴν νύκτα εἰρηνικήν, ἀναμάρτητον καὶ ἀσκανδάλιστον, καὶ αὐτὴ ὡς προοίμιον τοῦ τέλους τῆς ζωῆς ἠμῶν εἶναι, διότι ὁ θάνατος καθὼς ἡ νῦξ ἔρχεται.

Τὸ Ἀπόδειπνον, εὐχαριστία εἶναι πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τῆς νυκτὸς τὴν ἀνάπαυσιν ἀπὸ τοὺς κόπους καὶ διὰ τὴν ἐνθύμησιν τοῦ θανάτου καὶ εἶναι ὡς μία ἀπαρχὴ τῆς νυκτὸς· καὶ αὐτὴ ἡ νῦξ εἶναι δῶρον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ κτισμάτων τοῦ δι’ ἠμᾶς καὶ τὴν ἐπίλοιπον κτίσιν. Εἶναι τὸ ἀπόδειπνον μία δέησις διὰ νὰ πέρασωμεν αὐτὴν τὴν νύκτα χωρὶς πειρασμῶν ἀπὸ μέρους τῶν ἐπηρεαστικῶν φθονερῶν, σκοτεινῶν καὶ ζοφοδεστάτων δαιμόνων, ἀπὸ τῶν ὁποίων εἴθε ὁ Χριστὸς νὰ μᾶς λυτρώσει διὰ παντός!




ΟΙ 7 ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΠΑΝΩ ΕΙΣ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟΝ.

[Πνευματικά Γυμνάσματα Αγ.Νικοδήμου σελ. 265-268] - [Συναξαριστῆς Τριωδίου σελ. 602]


 Ὁ 1ος λόγος ὅπου εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸν σταυρὸν ἦταν τὸ «Πάτερ ἅφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιούσι…», μὲ τὸν ὁποῖον λόγον ὑπερβολὴν ἀγάπης καὶ ἀνεξικακίας ὁ Κύριος δείχνωντας, δὲν κάνει νὰ σχισθεῖ ἡ γῆ καὶ νὰ καταπιεῖ τοὺς σταυρωτᾶς του, ἀλλὰ μάλιστα παρακαλεῖ τὸν πατέρα του νὰ συγχωρήσει τὸ σφάλμα τους. Καὶ βέβαια αὐτὸ θὰ συγχωρούταν ἂν αὐτοὶ δὲν ἔμεναν εἰς τὴν ἀπιστίαν, ἀλλὰ πίστευαν καὶ μετανοοῦσαν. Ἀπὸ τὸν λόγον τοῦτον ἔμαθε ὁ Στέφανος νὰ εἰπῇ διὰ τοὺς λιθοβολιστᾶς του, «Κύριε μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι ὡς μιμηταὶ Χριστοῦ ἀπὸ τοῦτον τὸν λόγον ἔμαθον νὰ συγχωροῦν τοὺς ἐχθρούς τους.

 Ὁ 2ος λόγος ἦταν αὐτὸς πρὸς τὸν εὐγνώμονα λῃστή. «Ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔση ἓν τῷ παραδείσῳ» μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος κάνει κληρονόμον τοῦ παραδείσου τὸν φονέαν καὶ κλέπτην! Πόσοι καὶ πόσες φορὲς λέγουν τὸν λόγον ὅπου εἶπε ὁ λῄστης πρὸς τὸν Χριστὸν «Μνήσθητί μου Κύριε ὅταν ἔλθης ἐν τὴ βασιλεία σου», ἀλλὰ δὲν ἀξιῶνονται νὰ ἀκούσουν καὶ τὸν λόγο τοῦτον ὅπου εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν λῃστήν, διότι δὲν τὸν λέγουν μὲ τὴν αὐτὴν διάθεσην καὶ μὲ τὴν αὐτὴν καρδίαν τοῦ λῃστοῦ καὶ διότι αὐτοὶ μὲν λέγουν, ἀφ’ πιστεύουν πὼς εἶναι Θεὸς ὁ Χριστός, ὁ δὲ λῃστὴς χωρὶς νὰ πιστεύσει πὼς εἶναι Θεὸς ὁ Χριστὸς καὶ χωρὶς νὰ δεῖ θαύματα, ἐξεφώνησε τοιοῦτον λόγον πρὸς ἕνα συγκατάδικόν του καὶ πρὸς ἕνα ἐσταυρωμένον, ἔσωθεν ἐμπνευσθεῖς ὑπὸ τῆς χάριτος, κατὰ τὸν Ἅγιον Λέοντα, διὰ τὴν καλὴν γνώμην καὶ αὐτομεμψίαν ὅπου ἔδειξε λέγοντας «καὶ ἠμεῖς μὲν δικαίως ἄξια γὰρ ὢν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε».

 Ὁ 3ος λόγος ἦταν ἐκεῖνος ὅπου εἶπε ὁ Κύριος πρὸς τὴν ἁγιωτάτην μητέραν του καὶ τὸν ἀγαπημένον τοῦ μαθητὴν Ἰωάννην, οἱ ὁποῖοι ἐπαρέστεκαν εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ «Γύναι, ἰδοὺ ὁ υἱός σου· εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου», μὲ τὸν ὁποῖον τοῦτον λόγον φρόντισε διὰ μόνην τὴν μητέραν καὶ μὲ ὄλον ὅπου ἐπαρέστεκαν ἐκεῖ καὶ ἄλλες γυναῖκες παραδίδωντας τὴν παρθένον εἰς τὸν παρθένον, τὴν ἀγάπη-μένην εἰς τὸν ἀγαπημένον, καὶ τὴν καθαρὰν εἰς τὸν καθαρὸν μαθητὴν διὰ νὰ τὴν προστατεύει καὶ διδάσκει καὶ ἠμᾶς νὰ φροντίζωμεν διὰ τοὺς γονεῖς μας μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς, ὅταν αὐτοὶ δὲν μᾶς ἐμποδίζουν στὴ θεοσέβεια καὶ ἀρετήν.

Ὁ 4ος λόγος εἶναι τὸ «Θεέ μου Θεέ μου ἶνα τί μὲ ἐγκατέλιπες;» τὸν ὁποῖον τοῦτον λόγον ὁ θεολόγος Γρηγόριος λέγει ὅτι τὸν εἶπε ὁ Κύριος τυπώνωντας εἰς τοῦ λόγου του τὸ ἰδικόν μας καὶ ἀναδεχόμενος εἰς τὸ ἰδικὸν τοῦ πρόσωπον τὴν ἐγκατάλειψιν τοῦ Θεοῦ ὅπου ἔπαθεν ἡ δική μας ἀνθρώπινη φύσις, καθὼς ἀνεδέχθη καὶ τὴν ἀφροσύνην καὶ τᾶς πλημμελείας τὰς ἰδικᾶς μας ὅπου περιέχει ὁ εἰς τὸν Χριστὸν ἀναφερόμενος 21ος ψαλμός.

Ὁ 5ος λόγος ὅπου εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸν σταυρὸν ἦταν τὸ «διψῶ». Οἱ αἰτίες δὲ διὰ τὶς ὁποῖες εἶπε τοῦτον τὸν λόγον ἦταν τρεῖς, σωματική, ψυχικὴ καὶ ἀλληγορική.Ἡ σωματικὴ αἰτία ἦταν διότι μὲ τὸ νὰ ἔχυσε ὁ Κύριος εἰς τὸν κῆπον τόσους αἱματωμένους ἱδρῶτας καὶ τόσα αἵματα εἰς τὴν φρικτὴν μαστίγωσιν καὶ σταύρωσίν του καὶ μὲ τὸ νὰ ἔλαβε τόσους κόπους καὶ πάθη, ἔμεινε τὸ πανάγιον σῶμα τοῦ χωρὶς τὴν φυσική του ὑγρότητα καὶ φυσικῶς ἐβασάνιζε τὸν Κύριον μὲ μίαν φλογερὰν δίψα. Ἡ ψυχικὴ αἰτία ἦταν διότι μὲ τὴν ψυχή του καὶ τὴν ἐπιθυμία ὁ Κύριος ἐδίψα καὶ ἐπεθύμει νὰ πάθει διὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀλληγορικὴ αἰτία τῆς δίψης τοῦ Κυρίου ἦταν ὡς λέγει ὁ Ἱεροσολύμων Κύριλλος, ὅτι κανένα πρᾶγμα τοῦ κόσμου τούτου δὲν μπορεῖ νὰ χορτάσει τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἡ μὲν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου τελειώνει, ἡ δὲ δίψα καὶ ἐπιθυμία του δὲν τελειώνει.

Ὁ 6ος λόγος ὅπου εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸν σταυρὸν ἦταν τὸ «τετέλεσται», μὲ τοῦτον τὸν λόγον ἔδειξε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐτελειώθησαν ὅλες οἱ προφητεῖες ὅπου εἶπον περὶ αὐτοῦ οἱ Προφῆται, ὅτι ἐτελειώθει τὸ ἔργον καὶ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός, διὰ τὸν ὁποῖον ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον, ὅτι ἐτελειώθησαν οἱ δυνάμεις τοῦ σωματός του καὶ περισσότερον νὰ βαστάσει δὲν ἠμπορεῖ. Καὶ ἁπλῶς ἔδειξε μὲ τὸν λόγον τοῦτον ὁ Κύριος ὅτι ἐτελειώθει ὅλη ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία του καὶ κανένα πρᾶγμα δὲν λείπει.

Ὁ 7ος λόγος ὅπου εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸν σταυρὸν ἦταν «Πάτερ εἰς χεῖρας σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου». Διὰ νὰ δείξει, ὅτι μετ’ ἐξουσίας ἀφήνει τὴν ψυχήν, ἐπειδὴ πρὸ τοῦ Σταυροῦ εἶπεν πρὸς τοὺς Ἰουδαίους «Ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχή μου, ἵνα πάλι λάβω αὐτήν».Ἔκλινε δὲ τὴν κεφαλὴ καὶ μετὰ παρέδωκε τὸ πνεῦμα διὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν ἀποθνῄσκει χωρὶς τὴν θελησὶν τοῦ ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ὅπου πρῶτον ἀποθνῄσκουν καὶ μετὰ κλίνουσιν τὴν κεφαλήν, ὁ δὲ Χριστὸς ἐπειδὴ ἐθελουσίως ἀπέθνῃσκε πρώτον ἔκκλινε τὴν κεφαλὴν καὶ μετὰ παρέδωκεν τὸ πνεῦμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου