Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

πόσο συχνά κοινωνοῦμε;





Χαραλάμπους Νεοφύτου
Πρεσβυτέρου




ΠΕΡΙ
ΘΕΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
πόσο συχνά κοινωνοῦμε;

Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα
καί πίνων μου τό αἷμα
 ἐν ἐμοί μένει καγώ ἐν αὐτῷ»
(Ἰωάν. 6. 56)


                  Περιεχόμενα
Μέρος Α΄
                              Μέρος   Β΄.41
9. Τά θανάσιμα ἁμαρτήματα......................56






Μέρος Α΄
Τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας

1.Γιά τόν ἀναγνώστη

Ἀ­γα­πη­τέ ἀ­να­γνώ­στη.
Τό κεί­με­νο πού κρα­τᾶς στά χέ­ρια σου δέν εἶ­ναι ­μιά φι­λο­λο­γι­κή πραγ­μα­τεί­α, εἶ­ναι ἕ­να λα­ϊ­κό ἀ­νά­γνω­σμα καί προ­ο­ρί­ζε­ται γιά τούς ἁ­πλο­ϊ­κούς καί πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νους ἀ­δελ­φούς μας, πού δέν μπο­ροῦν νά δι­α­βά­σουν ψη­λοῦ ἐ­πι­πέ­δου κεί­με­να.Γιά τό λό­γο αὐ­τό δέ θά χρη­σι­μο­ποι­ή­σω πα­ρα­πομ­πές οὔ­τε ὑ­πο­ση­μει­ώ­σεις για­τί δέν χρει­ά­ζον­ται. Εἶ­ναι ἁ­πλή ἡ γλῶσ­σα, ἀλ­λά ὑ­ψη­λά τά νο­ή­μα­τα. Γρά­φουμε τό κεί­με­νο αὐ­τό μέ τήν ἐλ­πί­δα νά βο­η­θή­σουμε στήν κα­τα­νό­η­ση καί συμ­με­το­χή τῶν χρι­στια­νῶν στά «Θεί­α Μυ­στή­ρια», στό Μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας.
Γιά νά βο­η­θή­σουμε στή  δι­όρ­θω­ση καί πρό­ο­δο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς, προ­σθέ­σαμε καί  ἕ­να ἔ­λεγ­χο πού πρέ­πει νά κά­νει ὁ χρι­στια­νός, μέ βά­ση τίς «δέ­κα ἐν­το­λές», γιά νά βλέ­πει πού ὑ­στε­ρεῖ καί νά δι­ορ­θώ­νει τό βί­ο του.
συμ­με­το­χή τῶν χρι­στια­νῶν στή Θεία Λει­τουρ­γί­α καί στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α τοῦ Σώ­μα­τος καί Αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου συ­νε­χί­ζε­ται ἀ­πό αὐ­τῶν τῶν ἀ­πο­στο­λι­κῶν χρό­νων, σάν ἕ­να ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νο χρι­στι­α­νι­κό κα­θῆ­κο, για­τί ἀ­φ’ ἐ­νός εἶ­ναι ρη­τή ἐν­το­λή τοῦ Κυ­ρί­ου:«τοῦ­το ποι­εῖ­τε εἰς τήν ἐ­μήν ἀ­νά­μνη­σιν» καί ἀφ’ ἑ­τέ­ρου κοι­νω­νών­τας δί­νου­με τρο­φή και ζω­ή καί κα­θα­ρι­σμό στήν ψυ­χή μας ἀ­πό τίς ἁ­μαρ­τί­ες.«T­ο αἶ­μα τοῦ  Κυ­ρί­ου κα­θα­ρι­εῖ ἡ­μᾶς ἀ­πό πά­σης ἁ­μαρ­τί­ας» λέ­γει ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης.
Ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α εἶ­ναι γιά τούς ὀρ­θό­δο­ξους χρι­στια­νούς ­μιά σο­βα­ρή πρά­ξη καἰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται με πο­λύ σε­βα­σμό, ἀλ­λά καί φό­βο, ἕ­να φό­βο ὅ­που τούς κά­νει νά ἀ­πο­φεύ­γουν νά κοι­νω­νοῦν τα­κτι­κά. Αὐ­τό βέ­βαι­α ὀ­φεί­λε­ται στήν ἄ­γνοι­α τῶν πραγ­μά­των, στήν ἔλ­λει­ψη δι­α­φώ­τι­σης μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά δι­α­στρε­βλώ­νε­ται ἡ πραγ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια καί ὁ σκο­πός τῆς Θεί­ας Με­τά­λη­ψης.Ἀ­φή­νε­ται, καί δέν ξέ­ρω για­τί, νά κυ­κλο­φο­ροῦν λαν­θα­σμέ­νες πα­ρα­δό­σεις καί συ­νή­θει­ες πού δέν ἔ­χουν σχέ­ση μέ τό σκο­πό τοῦ Μυ­στη­ρί­ου .
Δι­α­πι­στώ­νε­ται δυ­στυ­χῶς ὅ­τι ἡ  ἄ­γνοι­α φτά­νει καί μέ­χρι με­ρι­κούς ἀ­πό τούς  Πνευ­μα­τι­κούς καί Ἐ­ξο­μο­λό­γους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, πού  δέ λαμβάνουν ὑπ’ὄψιν ἤ δέν  γνω­ρί­ζουν ἀ­κρι­βῶς ποι­ά ἀ­πό τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα ἀ­πο­κό­πτουν τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α καί ποι­ά ὄ­χι καί ἀ­φή­νουν τούς χρι­στια­νούς νά ἔ­χουν ἀ­ό­ρι­στες ἐ­νο­χές πολ­λές φο­ρές.
Στίς σε­λί­δες πού ἀ­κο­λου­θοῦν θά φρον­τί­σου­με νά πα­ρα­θέ­σου­με κεί­με­να τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καί τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πού δι­α­φω­τί­ζουν καί κα­ταρ­τί­ζουν τόν χρι­στια­νό πά­νω στό θέ­μα τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας
Ἔ­τσι λοι­πόν προ­τρέ­που­με κά­θε ἐν­δι­α­φε­ρό­με­νο νά δι­α­βά­σει μέ προ­σο­χή αὐ­τά, πού  μέ πολ­λήν προ­σπά­θεια βρή­κα­με καί με­τα­φέ­ρου­με ἐ­δῶ γιά δι­α­φώ­τι­ση τῶν ἀ­να­γνω­στῶν τοῦ φυλ­λα­δί­ου αὐ­τοῦ, μέ τήν εὐ­χή καί τήν ἐλ­πί­δα ὄ­τι θά γί­νει γνω­στή ἡ ἀ­λή­θεια γιά τό θέ­μα μας καί νά προ­ε­τοι­μά­ζον­ται σω­στά καί νά κοι­νω­νοῦν συ­χνά οἱ χρι­στια­νοί, γιά νά μέ­νουν πάν­το­τε ἑ­νω­μέ­νοι μέ τό  Σω­τή­ρα καί Λυ­τρω­τή τῶν ψυ­χῶν μας, για­τί χω­ρίς Χρι­στό δέν ὑ­πάρ­χει σω­τη­ρί­α.
2. Η θεία Λειτουργία
Ἐ­πει­δή τό Μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται καί ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται μέ­σα στήν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με γιά λί­γο στό θέ­μα αὐ­τό.
Ἐ­δῶ βέ­βαι­α δέ θά ἀ­σχο­λη­θού­με σέ πλά­τος γιά τό θέ­μα Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ἀλ­λά θά πού­με ἐ­λά­χι­στα πού θά βο­η­θή­σουν στό θέ­μα μας πού εἶ­ναι ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α.)
Ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α εἶ­ναι «Τό ἔρ­γο τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ» δη­λα­δή ἡ λα­τρεί­α τοῦ ἀν­θρώ­που πρός τό Θε­ό. Εἶ­ναι ἕ­να ἔρ­γο, μιά πρά­ξη ὅ­που οἱ ἁ­μαρ­τω­λοί ὀρ­θό­δο­ξοι χρι­στια­νοί συ­νε­χί­ζο­υμε τή θυ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου, πού ἔ­γι­νε μιά φο­ρά στό λό­φο τοῦ Γολ­γο­θᾶ, πρός τόν Πα­τέ­ρα Θε­ό, γιά τήν λύ­τρω­ση, τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ κό­σμου ἀ­πό τήν δου­λεί­α τοῦ Δι­α­βό­λου.
Ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α ἔ­χει σάν κέν­τρο καί πυ­ρῆ­να τή Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α. Μέ­σα στή  Θεί­α Λει­τουρ­γί­α γί­νον­ται ὅ­λες οἱ ἀ­ναγ­καῖ­ες λει­τουρ­γι­κές πρά­ξεις καί Μυ­στή­ρια, βά­πτι­σμα. Χρῖ­σμα, γά­μος, Ἱ­ε­ρω­σύ­νη κ.λ.π.Ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α εἶ­ναι ἀ­χώ­ρι­στη ἀ­πό τή Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α. Ἐκ­κλη­σί­α, Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α ἀλ­λη­λο­πε­ρι­χω­ροῦν­ται καί δέν χω­ρί­ζον­ται, για­τί εἶ­ναι ἡ φα­νέ­ρω­ση τῆς ὁ­λο­κλή­ρω­σης τοῦ νέ­ου αἰ­ῶ­να τῆς  βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.
Μέ­σα στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται τό Δεῖ­πνο τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Στό Δεῖ­πνο αὐ­τό ὁ ί­διος ὁ Χρι­στός προ­σφέ­ρε­ται καί προ­σφέ­ρει καί δι­α­δί­δει τό σῶ­μα Του τρο­φή στούς πι­στούς, γιά νά τρα­φοῦν πνευ­μα­τι­κά καί νά ζή­σουν καί νά γί­νουν θε­οί κα­τά χά­ρη, ἀ­φοῦ θά ἑ­νω­θοῦν μέ τόν κα­τά φύ­ση Θε­όν.
  Σέρ­βος ἐ­πί­σκο­πος Ἀ­θα­νά­σιος Γι­έβ­τιτς, γρά­φει. «Ἄς μή νο­μί­σου­με ὅ­τι ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α εἶ­ναι, ὅ­πως συ­νή­θως γί­νε­ται, κά­τι σάν ἅ­γιο καί ἱ­ε­ρό, πού παίρ­νου­με μέ­σα μας καί τό κά­νου­με ἰ­δι­ό­τη­τά μας· εἶ­ναι ἡ φα­νέ­ρω­σις τοῦ ὅ­λου μυ­στη­ρί­ου μέ τό Θε­ό, πού προ­ϋ­πο­θέ­τει καί ἐ­λευ­θε­ρί­α καί ἀ­γώ­να. Δη­λα­δή, δυ­να­μι­κή καί ζων­τα­νή στά­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­δῶ στή γῆ ὠς υἰ­οῦ τοῦ Θε­οῦ, ὡς ἀν­τα­ξί­ου τῆς ἰ­δι­αι­τέ­ρας κτί­σε­ώς του ἀ­πό τό Θε­ό κα­τ’­εἰ­κό­να Του.Ἔ­χει κλη­θεῖ ὁ ἄν­θρω­πος στό ἐ­σχα­το­λο­γι­κό πλή­ρω­μα τῆς ἑ­νώ­σε­ώς του μέ τό Θε­ό, ἑ­νώ­σε­ως ἐν κοι­νω­νί­α προ­σώ­πων καί  ὄ­χι μί­α ἀ­πρό­σω­πη μα­κα­ρι­ό­τη­τα».«ΦΩΣ Ι­ΛΑ­ΡΟΝ,.σελ. 39»
Ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α λοι­πόν δέν εἶ­ναι τί­πο­τα ἄλ­λο πα­ρά μό­νο ἡ ἑ­τοι­μα­σί­α τῆς πνευ­μα­τι­κῆς Τρά­πε­ζας στήν ὁ­ποί­α θά πρέ­πει νά πα­ρα­κα­θί­σουν τά μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γιά νά θρέ­ψουν καί νά ἀ­να­ζω­ο­γο­νή­σουν τῆς ἀ­δύ­να­τες καί πλη­γω­μέ­νες ψυ­χές τους πού ἡ ἁ­μαρ­τί­α κα­θη­με­ρι­νά πλη­γώ­νει.
Ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α εἶ­ναι τό ἔρ­γο τῆς λα­τρεί­ας μας πρός τό Θε­ό μας καί ὁ πυ­ρή­νας τοῦ ἔρ­γου αὐ­τοῦ εἶ­ναι η Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α, τό Μυ­στή­ριο τῶν Μυ­στη­ρί­ων. Σ’ αὐ­τό τό Μυ­στή­ριο θά πρέ­πει νά συμ­με­τέ­χουν «πάν­τες» ὅ­σοι πα­ρευ­ρί­σκον­ται καί πα­ρα­κο­λου­θοῦν σύμ­φω­να μέ  τήν άρ­χαί­α πρα­κτι­κή καί μαρ­τυ­ρί­ες ἀ­ξι­ο­πί­στων συγ­γρα­φέ­ων. Ἔ­τσι ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α γί­νε­ται γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α, τά μέ­λη τῆς ὁ­ποί­ας ἀ­πο­λαμ­βά­νουν τῶν τό­σων με­γά­λων δω­ρε­ῶν τοῦ Κυ­ρί­ου.

3. Τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας
Ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α ἤ Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α, εἶ­ναι Μυ­στή­ριο ὡς πρός τή φύ­ση της. Εἶ­ναι ἡ με­τα­βο­λή τῶν προ­σφε­ρο­μέ­νων δώ­ρων μας, τοῦ  ἄρ­του καί τοῦ οἴ­νου, σέ πραγ­μα­τι­κό ζων­τα­νό σῶ­μα καί αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.Ἐ­πει­δή ὁ ἄν­θρω­πος δέν μπο­ρεῖ νά ἀν­τι­λη­φθεῖ αὐ­τή τήν με­τα­βο­λή, λέ­με ὅ­τι εἶ­ναι Μυ­στή­ριο.
 Ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α δέν εἶ­ναι ἁ­πλᾶ ἕ­να Μυ­στη­ριο ἀ­πό τά ἑ­πτά, ἀλ­λά εἶ­ναι τό κα­τ’ ἐ­ξο­χή Μυ­στή­ριο, τό Μυ­στή­ριο τῶν Μυ­στη­ρί­ων. Σέ πα­τε­ρι­κά κεί­με­να ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ πλη­θυν­τι­κόν ἀ­ριθ­μό, «τά Μυ­στή­ρια».  Εῖ­ναι τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ σαρ­κω­θέν­τος Θε­οῦ Λό­γου, πού ἀ­παλ­λά­σει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τή φθο­ρά καί τόν θά­να­το καί τόν ἀ­νε­βά­ζει πά­νω καί ἀ­πό τούς Ἀγ­γέ­λους ἀ­κό­μα.
Ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α εἶ­ναι τό φάρ­μα­κο πού θά θε­ρα­πεύ­σει τά τραύ­μα­τα τῆς ψυ­χῆς καί θά δώ­σει κου­ρά­γιο στόν ἄν­θρω­πο, γιά νά  μπο­ρέ­σει νά βα­δί­σει τό δρό­μο πού ὁ­δη­γεῖ στή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ.Εἶ­ναι τό φάρ­μα­κο πού  κά­νει ἀ­θά­να­τη τή ψυ­χή κά­θε χρι­στια­νοῦ, πού κοι­νω­νᾶ ἄ­ξια.
Ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α εἶ­ναι ὁ ἄρ­τος πού ἀ­να­ζω­ο­γο­νεῖ τήν ψυ­χή καί τό σῶ­μα.Για­τί στήν μέν ψυ­χή με­τα­δί­δει αὐ­τόν τό  Χρι­στό καί κά­νει τή ψυχή μέ­το­χη τῆς θυ­σί­ας Του καί τῶν ἀ­γα­θῶν πού πη­γά­ζουν ἀ­πό τή θυσία Του. Στό δέ σῶ­μα χα­ρί­ζει ἁ­για­σμό, τό κα­θα­γιά­ζει γιά νά εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λο ὄρ­γα­νο τῆς ψυ­χῆς.
 Ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος λέ­γει: «Εἰ­ρή­νης ἐ­στί μυ­στή­ριον τοῦ­το καί τό κε­φά­λαι­ον τῶν ἀ­γα­θῶν». Καί«Ὅ­ταν δέν συμ­με­τέ­χου­με στό μυ­στή­ριο αὐ­τό νά ἔ­χου­με πολ­λή θλί­ψη και πό­θο καί κα­ϋ­μό». «Για­τί μέ­νο­μεν ἀ­μέ­το­χοι καί ἄ­γευ­στοι τοῦ ἁ­για­σμοῦ καί τῆς αἰ­ώ­νιας ζω­ῆς.»
 Ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας λέ­γει: «Ὅ­ταν αὐ­τῆς ἀ­πο­γευ­ό­με­θα (τῆς θείας Κοινωνίας), τό­τε τήν ζω­ήν ἔ­χο­μεν ἐν ἐ­αυ­τοῖς συ­νε­νού­με­νοι καί ἡ­μεῖς αὐ­τῆ» Δη­λα­δή ὅ­ταν με­τα­λαμ­βά­νου­με, ἔ­χο­με μέ­σα μας τή ζω­ή, ἐ­πει­δή ἑ­νω­νό­μα­στε μέ τή ζω­ή .
 Ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α, ἐ­πει­δή εἶ­ναι αὐ­τός ὁ σαρ­κω­θείς Θε­ός Λό­γος, ἔ­χει τή δύ­να­μη νά με­τα­βά­λει τούς θνη­τούς σέ ἀ­θά­να­τους καί νά  χα­ρί­σει ζω­ήν αἰ­ώ­νια σ’ ὅ­σους συμ­με­τέ­χουν σ’ αὐ­τή. Ἡ  Θεί­α Κοι­νω­νί­α ἤ Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α εἶ­ναι ἡ συγ­κε­φα­λαί­ω­ση ὅ­λης τῆς θεί­ας οἰ­κο­νο­μί­ας. Καί συ­νε­χί­ζει ὁ ἴ­διος ἅ­γιος Πα­τέ­ρας : «Ἀ­λη­θής πό­σις τό τί­μιον αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­λην ἐκ βά­θρων ἀ­πορ­ρι­ζοῦν τή φθο­ράν, καί ἀ­να­μο­χλεύ­ον τόν ἐν τῆ ἀν­θρω­πί­νη σάρ­κα κα­τοι­κή­σαν­τα θά­να­τον». Με ἁ­πλᾶ λό­για, ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά σῶ­μα καί αἷ­μα Χρι­στοῦ, καί ὅ­ταν εἰ­σέλ­θει στόν ἄν­θρω­πο ξε­ρι­ζώ­νει ὁ­λο­τε­λῶς τήν φθο­ρά καί τό θά­να­το πού κα­τοι­κεῖ μέ­σα στόν σαρ­κι­κό ἄν­θρω­πο. Ἀ­να­και­νί­ζει τόν ἄν­θρω­πο ὅ­ταν ἀ­γω­νί­ζε­ται γι­ά νά πε­τύ­χει τήν ἁ­γι­ό­τη­τα. Διά τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας ἑ­νώ­νον­ται τά μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ τήν κε­φα­λή, τόν Θε­άν­θρω­πο Ἰ­η­σοῦ, καί με­τα­ξύ τους, καί ἔ­τσι ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.


Ἡ σύ­στα­ση τοῦ τοῦ ζω­ο­ποι­οῦ τού­του μυ­στη­ρί­ου τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας ἔ­γι­νε ἀ­πό αὐ­τόν τόν Κύ­ριο. Ἱ­δρυ­τής τοῦ μυ­στη­ρί­ου αὐ­τοῦ ὁ Θε­άν­θρω­πος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὁ σαρ­κω­θείς Θε­ός Λό­γος.
Οἱ τρεῖς εὐ­αγ­γε­λι­στές, Ματ­θαῖ­ος, Μᾶρ­κος καί Λου­κᾶς, δι­έ­σω­σαν καί μᾶς πα­ρέ­δω­σαν τόν τρό­πον καί τά λό­για τῆς συ­στά­σε­ως τοῦ Μυ­στη­ρί­ου, λέ­γον­τας καί οἱ τρεῖς τά ἴ­δια πε­ρί­που λό­για.Ὁ Ματ­θαῖ­ος γρά­φει:«Ἐ­σθι­όν­των δέ αὐ­τῶν λα­βών ὁ Ἰ­η­σοῦς τόν ἄρ­τον καί εὐ­χα­ρι­στή­σας ἔ­κλα­σε καί ἐ­δί­δου τοῖς μα­θη­ταῖς καί εἶ­πε⁺Λά­βε­τε φά­γε­τε⁺ τοῦ­το ἐ­στι τό σῶ­μα μου. Καί λα­βών τό πο­τή­ριον καί εὐ­χα­ρι­στή­σας ἔ­δω­κεν αὐ­τοῖς λέ­γων˚ Πί­ε­τε ἐξ αὐ­τοῦ πάν­τες⁺ τοῦ­το γάρ ἐ­στι τό αἷ­μα μου τό τῆς και­νῆς δι­α­θή­κης τό πε­ρί πολ­λῶν ἐκ­χυ­νό­με­νον εἰς ἄ­φε­σιν ἀ­μαρ­τι­ῶν.»
 (Με­τά­φρα­ση) Ἐ­νῶ δέ ἔ­τρω­γαν,ὁ Ἰ­η­σοῦς πῆ­ρε τόν ἄρ­το, καί ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε εὐ­χα­ρι­στή­ρια προ­σευ­χή, τόν ἔ­κο­ψε καί τόν μοί­ρα­σε στούς μα­θη­τάς καί εἶ­πε⁺ «λά­βε­τε φά­γε­τε⁺ αὐ­τό εἶ­ναι τό σῶ­μα μου». Ὕ­στε­ρα πῆ­ρε τό πο­τή­ριο,καί ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε εὐ­χα­ρι­στή­ρια προ­σευ­χή, τό ἔ­δω­σε σ’ αὐ­τούς λέ­γον­τας:«Πί­ε­τε ἀ­π’ αὐ­τό ὅ­λοι, δι­ό­τι αὐ­τό εἶ­ναι τό αἷ­μα μου,πού ἐ­πι­κυ­ρώ­νει τή νέ­α δι­α­θή­κη, πού χύ­νε­ται γιά πολ­λούς, γιά νά συγ­χω­ρε­θούν οἱ ἁ­μαρ­τί­ες τους.­.» Ματθ.26. 26-28. Μαρκ.14. 22-24. Λουκ.22. 19-20) Ὁ Λου­κᾶς μᾶς ἀ­να­φέ­ρει καί τήν ἐν­το­λή τοῦ Κυ­ρί­ου γιά συ­νέ­χι­ση τοῦ γε­γο­νό­τος ὡς ἑ­ξῆς: «τοῦ­το ποι­εῖ­τε εἰς τήν ἐ­μήν ἀ­νά­μνη­σιν».Ὁ δέ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος πρό­σθε­σε καί τά ἑ­ξῆς:«Ὅ­σες φο­ρές τρώ­γε­τε αὐ­τόν τόν ἄρ­το, καί πί­νε­τε αὐ­τό τό πο­τή­ριο, δι­α­κη­ρύτ­τε­τε τόν θά­να­το τοῦ Κυ­ρί­ου, μέ­χρι νά ἔλ­θει.»  Γι’ αὐ­τό καί ἡ  Ἐκ­κλη­σί­α μας συ­νε­χί­ζει πι­στά τήν τέ­λε­ση τοῦ μυ­στη­ρί­ου χω­ρίς κα­μιά και­νο­το­μί­α, σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τούς Πα­πι­κούς πού  ἄλ­λα­ξαν τά πάν­τα.
Σχο­λι­ά­ζον­τας ὁ Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, τήν πρό­τα­ση⁺ «Λα­βών τό πο­τή­ριον καί εὐ­χα­ρι­στή­σας» γρά­φει:«Αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι σέ σχῆ­μα προ­σευ­χῆς κά­νει δι­ά­λο­γο μέ τό Θε­ό Πα­τέ­ρα κά­νον­τας καί Αὐ­τόν συμ­μέ­το­χον καί κοι­νω­νόν τῆς ζω­ο­ποι­οῦ εὐ­λο­γί­ας πού μᾶς δό­θη­κε, ἀλ­λά ἔ­τσι ἔ­δω­κε καί σέ μᾶς τύ­πον ὥ­στε πρῶ­τον νά εὐ­χα­ρι­στοῦ­μεν καί με­τά νά προ­χω­ροῦ­μεν στήν τέ­λε­ση τοῦ Μυ­στη­ρί­ου. Γι’ αὐ­τό καί ἐ­μεῖς σύμ­φω­να μέ τά ὅ­σα ἔ­κα­νε ὁ Κύ­ριος, θέ­του­μεν ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ τά δῶ­ρα μας καί δε­ό­με­θα γιά ἀρ­κε­τή ὥ­ρα νά με­τα­βλη­θοῦν σέ πνευ­μα­τι­κή εὐ­λο­γί­α ὥ­στε ὅ­ταν με­τα­λά­βου­με ἀ­πό αὐ­τά νά ἁ­γι­α­σθοῦ­με πνευ­μα­τι­κά καί σω­μα­τι­κά.»
Ἐ­πί­σης ὁ ἴ­διος, κά­νει μιά εὔ­στο­χη σκέ­ψη, στό ὑ­πό­μνη­μά του, στό κα­τά Ματ­θαῖ­ον Εὐ­αγ­γέ­λιο, καί ἀ­παν­τᾶ στό για­τί ὁ Κύ­ριος ἵ­δρυ­σε αὐ­τό τό Μυ­στή­ριο,γρά­φει:«ἐ­πει­δή ἔ­μελ­λεν ὁ Χρι­στός με­τά τήν ἀ­νά­στα­σή Του νά ἀ­να­λη­φθεῖ σω­μα­τι­κά πρός τόν Πα­τέ­ρα, γιά τοῦ­το μᾶς  ἄ­φη­σε τό σῶ­μα Του καί τό αἶ­μα Του, γιά νά κα­τοι­κεῖ (διά τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας) μέ­σα μας, τό σῶ­μα Του καί τό αἶ­μα Του, για νά μᾶς κά­νει ἁ­γί­ους καί ἀ­θα­νά­τους. Χω­ρίς τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ,πού εἶ­ναι ἡ ζω­ή, ἀ­δύ­να­τον νά σω­θεῖ ὁ ἄν­θρω­πος καί νά ἀ­παλ­λα­γεῖ ἀ­πό τό θά­να­το καί τήν ἁ­μαρ­τί­α.» Μέ τό μυ­στή­ριο αὐ­τό ἤ­ταν ἕ­νας τρό­πος νά τόν ἔ­χουν καί νά τόν αἰ­σθά­νον­ται ἀ­νά­με­σά τους οἱ μα­θη­τές καί ὅ­σοι θά τό ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν με­τά καί νά βο­η­θοῦν­ται στόν ἀ­γώ­να τους τόν πνευ­μα­τι­κό. Ἄλ­λω­στε ἔ­τσι ἐκ­πλη­ρω­νό­ταν καί  ἡ ὐ­πό­σχε­ση πρός τούς  πι­στούς του⁺ «Θά εἶ­μαι μα­ζί σας ἐν ὅ­σω ζεῖ­τε στόν κό­σμο αὐ­τό», καί σω­μα­τι­κά.
Ἐ­πει­δή τό M­υ­στή­ριο αὐ­τό εἶ­ναι τό κέν­τρο τῆς κα­τά Χρι­στό ζω­ῆς καί εἶ­ναι ἀ­ναγ­και­ό­τα­το στή ζω­ή τῶν  ὀρ­θο­δό­ξων χρι­στια­νῶν θά ποῦ­με λί­γα γιά τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τά του στή συ­νέ­χεια

5. Η ἀναγκαιότητα τοῦ Μυστηρίου

Ἡ ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα καί σπου­δαι­ό­τη­τα τῆς σύ­στα­σης αὐ­τοῦ τοῦ μυ­στη­ρί­ου φαί­νε­ται μέ­σα ἀ­πό τήν  με­γά­λη ἀ­γά­πη τοῦ Κυ­ρί­ου πρός τούς μα­θη­τές του καί πρός τούς  μέλ­λον­τας νά πι­στεύ­σουν σ’ Αὐ­τόν. Θυ­μό­μα­στε στήν προ­σευ­χή Του πρός τόν Πα­τέ­ρα μέ πό­ση ζέ­ση πα­ρα­κα­λοῦ­σε νά  φυ­λά­ξει καί νά δι­α­τη­ρή­σει ἑ­νω­μέ­νους τούς μα­θη­τές καί ὅ­σους θά πί­στευ­αν σ’ Αὐ­τόν.
«Μό­νο μέ τήν με­τά­λη­ψη τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, κα­τορ­θώ­νε­ται ἡ ἕ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τό Θε­ό καί ἀ­να­πλάσ­σε­ται ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πού ἐ­ξέ­πε­σεν.­»(Κύ­ριλ.Α­λε­ξαν­δρεί­ας)
Πο­λύ πρίν ἀ­πό τήν ἵ­δρυ­ση τοῦ μυ­στη­ρί­ου ὁ Κύ­ριος μί­λη­σε γιά τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς συμ­με­το­χῆς τῶν  χρι­στια­νῶν στήν με­τά­λη­ψη τοῦ σώ­μα­τος καί αἵ­μα­τος Του, διά τοῦ μυ­στη­ρί­ου, καί κα­τά­βα­λε πολ­λήν προ­σπά­θεια γιά νά ἀν­τι­λη­φθοῦν οἱ ἀ­κρο­α­τές του τήν ἀ­νάγ­κη καί τήν ὠ­φέ­λεια πού θά  ἔ­χουν στή συμ­με­το­χή τοῦ μυ­στη­ρί­ου. Αὐ­τό φαί­νε­ται μέ­σα ἀ­πό τά λό­για του τά ὀ­ποῖ­α θά πα­ρου­σι­ά­σο­υμε αὐ­τού­σια καί χω­ρίς σχό­λια στή συ­νέ­χεια.
«Εἶ­πον οὖν πρὸς αὐ­τόν· (οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι) Κύ­ρι­ε, πάν­το­τε δὸς ἡ­μῖν τὸν ἄρ­τον τοῦ­τον.»
35. εἶ­πε δὲ αὐ­τοῖς ὁ Ἰ­η­σοῦς· Ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς· ὁ ἐρ­χό­με­νος πρός με οὐ μὴ πει­νά­σῃ, καὶ ὁ πι­στε­ύ­ων εἰς ἐ­μὲ οὐ μὴ δι­ψή­σει πώ­πο­τε.
 41. Ἐ­γόγ­γυ­ζον οὖν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι πε­ρὶ αὐ­τοῦ ὅ­τι εἶ­πεν, ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ἄρ­τος ὁ κα­τα­βὰς ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ,
 48. ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς.
50. οὗ­τός ἐ­στιν ὁ ἄρ­τος ὁ ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κα­τα­βα­ί­νων, ἵ­να τις ἐξ αὐ­τοῦ φά­γῃ καὶ μὴ ἀ­πο­θά­νῃ.
 51. ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ἄρ­τος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κα­τα­βάς· ἐ­άν τις φά­γῃ ἐκ το­ύ­του τοῦ ἄρ­του, ζή­σε­ται εἰς τὸν αἰ­ῶ­να. καὶ ὁ ἄρ­τος δὲ ὃν ἐ­γὼ δώ­σω, ἡ σάρξ μού ἐ­στιν, ἣν ἐ­γὼ δώ­σω ὑ­πὲρ τῆς τοῦ κό­σμου ζω­ῆς.
52. Ἐ­μά­χον­το οὖν πρὸς ἀλ­λή­λους οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι λέ­γον­τες· Πῶς δύ­να­ται οὗ­τος ἡ­μῖν δοῦ­ναι τὴν σάρ­κα φα­γεῖν;
 53. εἶ­πεν οὖν αὐ­τοῖς ὁ Ἰ­η­σοῦς· Ἀ­μὴν ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, ἐ­ὰν μὴ φά­γη­τε τὴν σάρ­κα τοῦ υἱ­οῦ τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ πί­η­τε αὐ­τοῦ τὸ αἷ­μα, οὐκ ἔ­χε­τε ζω­ὴν ἐν ἑ­αυ­τοῖς.
54. ὁ τρώ­γων μου τὴν σάρ­κα καὶ πί­νων μου τὸ αἷ­μα ἔ­χει ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον, καὶ ἐ­γὼ ἀ­να­στή­σω αὐ­τὸν ἐν τῇ ἐ­σχά­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ.
55. ἡ γὰρ σάρξ μου ἀ­λη­θῶς ἐ­στι βρῶ­σις, καὶ τὸ αἷ­μά μου ἀ­λη­θῶς ἐ­στι πό­σις.
56 ὁ τρώ­γων μου τὴν σάρ­κα καὶ πί­νων μου τὸ αἷ­μα ἐν ἐ­μοὶ μέ­νει, κἀ­γὼ ἐν αὐ­τῷ. 57. κα­θὼς ἀ­πέ­στει­λέ με ὁ ζῶν πα­τὴρ κἀ­γὼ ζῶ δι­ὰ τὸν πα­τέ­ρα, καὶ ὁ τρώ­γων με κἀ­κεῖ­νος ζή­σε­ται δι' ἐ­μέ.
58. οὗ­τός ἐ­στιν ὁ ἄρ­τος ὁ ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κα­τα­βάς, οὐ κα­θὼς ἔ­φα­γον οἱ πα­τέ­ρες ὑ­μῶν καὶ ἀ­πέ­θα­νον· ὁ τρώ­γων μου τοῦ­τον τὸν ἄρ­τον ζή­σε­ται εἰς τὸν αἰ­ῶ­να. (Ἰ­ω­άν. στ΄κεφ.)
Αὑ­τό πού  διαβάζουμε ἐ­δῶ  εἶ­ναι μιά προ­σπά­θεια γιά νά προ­ε­τοι­μά­σει τούς πι­στούς  νά συμ­με­τέ­χουν στό Μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας σάν ἀνακαία πράξη.
 Εἶναι ἀναγκαία ἡ Θεία Κοινωνία γιά νά βοηθᾶ καί νά ἐνισχύει τόν χριστιανό  στόν ἀ­γώ­να πού κά­νει γιά νά ἀ­παλ­λα­γεῖ ἀ­πό τίς ἀ­δυ­να­μί­ες καί τά σφάλ­μα­τά του καί  καί νά παίρνει δύναμη γιά τόν ἀγώνα τῆς ζωῆς.
 ὁ ἱ­ε­ρός Κα­βά­σι­λας ἐ­πι­ση­μαί­νει:«Ἀρ­κε­τός γιά ὅ­λα αὐ­τά θά εἶ­ναι ὁ ἄρ­τος πού στη­ρί­ζει ἀ­λη­θι­νά τήν καρ­δί­αν τοῦ ἀν­θρώ­που, θά πα­ρά­σχει προ­θυ­μί­α γιά τήν προ­σπά­θεια τοῦ ἀν­θρώ­που νά ἀ­φαι­ρέ­σει ἀ­πό τήν ψυ­χήν τήν περ­ττήν ρα­θυ­μί­α⁺ ὁ ἄρ­τος πού ἦλ­θε ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό, με­τα­φέ­ρον­τάς μας τή ζω­ή, αὐ­τός πού πρέ­πει νά τρώ­γο­υμε καί νά ἀ­να­ζη­τοῦ­με μέ κά­θε τρό­πο, ὥ­στε κά­νον­τας τό δεῖ­πνο αὐ­τό συ­νε­χές ἔρ­γο, νά φυ­λατ­τώ­μα­στε ἀ­πό τήν πεῖ­να (τήν πνευματική) .
Μέ τή συμ­με­το­χή στή θεί­α Κοι­νω­νί­α ὁ χρι­στια­νός ἑ­νώ­νε­ται μέ τόν Χρι­στό καί ἀ­φοῦ ὁ χρι­στια­νός ἑ­νω­θεῖ μέ τό Χρι­στό τό­τε φεύ­γει ἀ­πό αὐ­τόν ὁ πνευ­μα­τι­κός θά­να­τος καί ἔρ­χε­ται ἡ ἀ­θα­να­σί­α.
Ἡ ἀρ­χαί­α Ἐκκλησία γνω­ρί­ζον­τας τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς Θεί­ας κοι­νω­νί­ας ἀ­πό πο­λύ ἐ­νω­ρίς ἐ­φάρ­μο­ζε αὐ­τό καί  πε­ρι­φρού­ρι­σε τή τα­κτι­κή θεί­α με­τά­λη­ψη καί μέ Κα­νό­νες ἀ­κό­μα. Γιά πα­ρά­δειγ­μα ὁ θ΄. Ἀ­πο­στο­λι­κός Κα­νό­νας λέ­γει:«Πάν­τας τούς εἰ­σι­όν­τας πι­στούς, καί τῶν γρα­φῶν ἀ­κού­ον­τας μή πα­ρα­μέ­νο­τες δε τῆ προ­σευ­χῆ καί τῆ ἁ­γί­α με­τα­λή­ψει, ὡς ἀ­τα­ξί­αν ἐμ­ποι­οῦν­τας τῆ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­φο­ρί­ζε­σθαι χρή.» Δη­λα­δή ὅ­σοι πι­στοί μπαί­νουν στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­κρο­ά­ζον­ται τά ἀ­να­γνώ­σμα­τα τῶν Γρα­φῶν καί δέν  συμ­με­τέ­χουν στήν προ­σευ­χή καί στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, πρέ­πει νά  ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας για­τί δη­μι­ουρ­γοῦν ἀ­τα­ξί­α.
Εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο νά με­τα­λαμ­βά­νου­με συ­χνά τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου, για­τί ἔ­τσι γε­μί­ζει ἡ ψυ­χή μας Χρι­στό καί δέν βρί­σκει τό­πο νά μπεῖ ὀ Δι­ά­βο­λος.«Δι­ό­τι αὐ­τό τό αἷ­μα το­πο­θε­τεῖ θύ­ρες στίς αἰ­σθή­σεις μας καί δέν ἀ­φή­νει νά πε­ρά­σει τί­πο­τε ἀ­πό ἐ­κεῖ­να πού μπο­ροῦν νά δι­α­φθεί­ρουν, μάλ­λον δέ ἀ­σφα­λί­ζον­τας τίς θύ­ρες ἀ­πο­θεῖ τόν  κα­τα­στρο­φέ­α καί κα­θι­στά να­ό Θε­οῦ τήν καρ­διά».(Ν. Καβάσιλας)
 Καί ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος λέ­ει πώς:« ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α γιά νά ἀ­πο­λαύ­σει κά­ποι­ος τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Αὐ­τός πού ἀ­να­γεν­νή­θη­κε μέ τό Βά­πτι­σμα εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το νά τρέ­φε­ται μέ τή θεί­α Κοι­νω­νί­α τῶν ἁ­γί­ων ἁ­γί­ων Μυ­στη­ρί­ων.Ὅ­λοι οἱ ὀρ­θό­δο­ξοι ἔ­χου­με τήν ἀ­νάγ­κη νά λαμ­βά­νο­υμε τήν τρο­φή τῆς αἰ­ώ­νιας ζω­ῆς πού μᾶς πα­ρέ­δω­σε ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ τοῦ ζῶν­τος.» Ἀ­πάν­τών­τας ὁ ἴ­διος σέ μιά γυ­ναί­κα πού τόν ρώ­τη­σε, πόσο συχνά θά κοινωνᾶ,τῆς ἔ­γρα­ψε τά ἑ­ξῆς: «Εἶ­ναι κα­λό καί ὠ­φέ­λι­μο νά κοι­νω­νεῖ κά­ποι­ος κά­θε μέ­ρα καί νά με­τα­λαμ­βά­νει τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ἒ­πει­δή ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος λέ­ει ὅ­ποι­ος τρώ­γει τή σάρ­κα μου καί πί­νει τό αἷ­μα μου, ἔ­χει ζω­ήν αἰ­ώ­νια.» Ποι­ός ἀμ­φι­βάλ­λει ὅ­τι τό νά με­τα­λαμ­βά­νει κά­ποι­ος συ­νε­χῶς τή ζω­ή δέν εἶ­ναι τί­πο­τε ἅλ­λο ἀ­π’ τό νά ζεῖ ποι­κι­λο­τρό­πως, δη­λα­δή νά ζεῖ  μέ  ὅ­λες του τίς ψυ­χι­κές καί σω­μα­τι­κές δυ­νά­μεις καί αἰ­σθή­σεις;»
Δυ­στυ­χῶς πα­ρ’ ὅ­λη τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας,  εἴ­μα­στε μάρ­τυ­ρες μιᾶς  με­γά­λης ἀ­δι­α­φο­ρί­ας πού νο­μί­ζο­μεν ὅ­τι προ­έρ­χε­ται ἀ­πό ἄ­γνοι­α, ἀλ­λά καί  ἀ­πό ἀ­νε­παρ­κή κα­τάρ­τι­ση καί­ δι­α­φώ­τι­ση τῶν χρι­στα­νῶν ἀ­πό τούς ἐ­ξο­μο­λό­γους.
Αὐ­τό συ­νέ­βαι­νε πάν­το­τε καί φαί­νε­ται ἀ­πό αὐ­τά πού ἀ­κο­λου­θοῦν.

6.«Ἡ ἐπιζήμια εὐλάβεια, ἔργο τοῦ  πονηροῦ»
Ὁ τί­τλος αὐ­τός εἶ­ναι ἕ­νας ὅ­ρος πού ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας χρη­ση­μο­ποίη­σε γιά τούς χρι­στια­νούς ἐ­κεί­νους πού πρό­βαλ­λαν καί προ­βάλ­λουν καί ἀ­κού­ου­μεν καί σή­με­ρα συ­χνά πυ­κνά νά  προ­βάλ­λε­ται αὐ­τή ἡ δι­και­ο­λο­γί­α⁺ «Εἶ­μαι ἁ­μαρ­τω­λός, καί ἀ­νά­ξιος πῶς νά κοι­νω­νή­σω;»  Καί μέ τήν  πρό­φα­ση αὐ­τή στε­ροῦν­ται τῆς ζω­ῆς καί δέν συμ­με­τέ­χουν στό με­γά­λο αὐ­τό Δεῖ­πνο τοῦ Κυ­ρί­ου, πού κα­τά τόν θεῖ­ο Χρυ­σό­στο­μο⁺ «Μέ­νουν ἄ­γευ­στοι καί παν­τε­λῶς ἀ­μέ­το­χοι τοῦ ἁ­για­σμοῦ καί τῆς μα­κα­ρι­ό­τη­τος».
 Με­ρι­κοί ἀ­πό ἀ­μέ­λεια καί ἄλ­λοι ἀ­πό ἄ­γνοι­α, ζη­μι­ώ­νον­ται ἀ­φάν­τα­στα, ἐ­πι­κα­λού­με­νοι μι­ά «ἐ­πι­ζή­μιον εὐ­λά­βεια», τήν ὁ­ποί­αν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὁ ἅ­γιος, «πα­γί­δα καί βρό­χον ἔρ­γον τοῦ πο­νη­ροῦ δι­α­βό­λου».
Στά ὑ­πο­μνή­μα­τά του, ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, στό κα­τά Ματ­θαῖ­ον καί Ἰ­ω­άν­νην εὐ­αγ­γέ­λια,  ἀ­να­φέ­ρε­ται στό θέ­μα μέ τά ἑ­ξῆς:« Ναί μέν μπο­ρεῖ κά­ποι­ος νά πεῖ», «εἶ­ναι γραμ­μέ­νον· ὥ­στε ὅς ἄν έ­σθί­η τόν ἄρ­τον τοῦ­τον ἤ πί­νη τό πο­τή­ριον τοῦ­το ἀ­να­ξί­ως, ἔ­νο­χος ἔ­σται τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου»(Α΄ Κορ.ι­α΄27), «Ἐ­γώ λοι­πόν ἐ­ξέ­τα­σα καί βρῆ­κα τόν ἑ­αυ­τό μου ἀ­νά­ξιο, καί δέν κοι­νω­νῶ». Σ’ αὐ­τόν πού λέ­γει αὐ­τά θά ἀ­κού­σει. «Πό­τε θά γί­νεις ἄ­ξιος, πό­τε θά στα­μα­τή­σεις νά γλυ­στρᾶς στήν ἁ­μαρ­τί­α; Πό­τε θά πα­ρα­στή­σεις τόν ἑ­αυ­τό σου  κα­θα­ρό ἐ­νώ­πιον τοῦ Χρι­στοῦ ὅ­ταν συ­νε­χῶς φο­βᾶ­σαι ὅ­τι θά πέ­σεις; Θά πρέ­πει νά γνω­ρί­ζεις ὅ­τι πο­τέ δέ θά στα­μα­τή­σεις νά γλυ­στρᾶς καί νά πέ­φτεις σέ κά­τι, ἑ­πο­μέ­νως δέν ἔ­χεις δί­και­ο.»Συ­νε­χί­ζον­τας στό ἴ­διο θέ­μα ὡς ἑ­ξῆς:  «Δέ θά μπο­ροῦ­σε κά­ποι­ος νά ἔ­χει τε­λεί­ως κα­θα­ρήν τήν ψυ­χήν του ἔ­στω κι’ ἄν εἶ­ναι ἀ­πό τούς πιό προ­σε­κτι­κούς καί ἐρ­γα­τι­κούς στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, ἀ­φοῦ εἶ­ναι γραμ­μέ­νο:«Ποι­ός μπο­ρεῖ νά καυ­χη­θεῖ ὅ­τι ἔ­χει ἁ­γνήν τήν ψυ­χή του; ὅ­ταν αὐ­τός πού  φταί­ει καί στό πιό μι­κρό εἶ­ναι ἔ­νο­χος καί πα­ρα­βά­της ὅ­λων»; Κα­νέ­νας λοι­πόν δέ μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­φύ­γει τήν ἁ­μαρ­τί­α ὅ­σο προ­σε­κτι­κός καί ἄ­γρυ­πνος ἄν εἶ­ναι, για­τί ὑ­πάρ­χει καί  ἡ κα­τά νοῦν ἁ­μαρ­τί­α, καί ποι­ός μπο­ρεῖ εὔ­κο­λα νά τήν ἀ­πο­φύ­γει; Ἡ ἀ­να­μαρ­τη­σί­α μό­νο στό Θε­ό ἀ­νή­κει. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ φύ­ση μας, καί ἄν θέ­λα­με μό­νοι μας νά σω­θοῦ­με δέ θά μπο­ροῦ­σα­με, ἄν δέν μᾶς ἔ­σω­ζε ἡ ἀ­γά­πη καί εὐ­σπλα­χνί­α τοῦ Κυ­ρί­ου.
Καί ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος στήν ὁ­μι­λί­α του «στά Σε­ρα­φείμ» ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στούς  ἀ­κρο­α­τές του λέ­γει:«Γνω­ρί­ζω ὅ­τι ὅ­λοι μας βρι­σκό­μα­στε κά­τω ἀ­πό ἐ­πι­τί­μια, ( γιά τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας) καί κα­νέ­νας δέν μπο­ρεῖ νά καυ­χη­θεῖ ὅ­τι ἔ­χει ἀ­γνήν ψυ­χή, ἀλ­λά αὐ­τό δέν εἶ­ναι τό τρο­με­ρό, ὅ­τι δέν ἔ­χο­μεν κα­θα­ρή ψυ­χή⁺  Τό τρο­με­ρό εἶ­ναι ὅ­τι ἐ­νῶ γνω­ρί­ζο­μεν ὅ­τι δέν ἔ­χο­μεν κα­θα­ρή ψυ­χή, δέν πη­γαί­νο­μεν σ’ Ἐ­κεῖ­νον πού δύ­να­ται νά  κα­θα­ρί­σει τήν ψυ­χή μας.»
Ὁ δέ Νι­κό­λα­ος Κα­βά­σι­λας συ­στή­νει:
«Δέν πρέ­πει νά ἀ­πέ­χου­μεν ἀ­πό τήν τρά­πε­ζα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­σο χρει­ά­ζε­ται μέ τή δι­και­ο­λο­γί­α ὅ­τι δέν εἴ­μα­στε κα­θό­λου προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι γιά τά μυ­στή­ρια, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά κα­θι­στοῦ­με τήν ψυ­χή ἀ­σθε­νέ­στε­ρη καί χει­ρό­τε­ρη ἀ­πό κά­θε πλευ­ρά.­.. Καί νά μήν ἀ­πο­φεύ­γουν τό θε­ρα­πευ­τή προ­φα­ζι­ζό­με­νοι τήν ἀ­σθέ­νεια, γιά τήν ὁ­ποί­α ἔ­πρε­πε νά τόν ἀ­να­ζη­τοῦν»
Νο­μί­ζω ὅ­τι χρει­ά­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρη δι­ευ­κρί­νι­ση γιά νά  ἀν­τι­λη­φθοῦν οἱ χρι­στια­νοί ὅ­τι ὅ­σο καί νά προ­σπα­θή­σουν μό­νοι τους δέ θά κα­τα­φέ­ρουν νά ἀ­παλ­λα­χθοῦν ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α, για­τί κα­νέ­νας γεν­νη­μέ­νος ἀ­πό γυ­ναί­κα δέν μπό­ρε­σε μό­νος του νά γί­νει ἀ­να­μάρ­τη­τος. Ἄν  μπο­ροῦ­σε νά ἐ­λευ­θρω­θεῖ μό­νος του ­ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α, δέ θά ἐρ­χό­ταν καί νά σαρ­κω­θεῖ ὁ Θε­ός γιά νά τόν κα­θα­ρί­σει.
Θά με­τα­φέ­ρω ἐ­δῶ ἕ­να κεί­με­νο, ἀ­πό τήν ἑρ­μη­νεί­α τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του, στήν πρώ­την ἐ­πι­στο­λή τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου, στό στί­χο 7 ὡς 8, τοῦ πρώ­του κε­φα­λαί­ου, γιά πε­ρισ­σό­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση. Για­τί πρέ­πει νά μά­θει ὁ  χρι­στια­νός ὅ­τι ἄν δέν  προ­σέλ­θει στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη δέ μπο­ρεῖ νά κα­θα­ρι­σθεῖ ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α.
Λέ­γει λοι­πόν ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος: «Ἀλ­λ' ἐ­δῶ ἤ­θε­λεν ἀ­πο­ρή­ση τι­νάς. Πῶς ὁ  Εὐ­αγ­γε­λι­στής οὗ­τος '­Ἰ­ω­άν­νης λέ­γει ὅ­τι τούς πε­ρι­πα­τοῦν­τας ἐν τῷ φω­τί χρι­στια­νούς, τό αἷ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ κα­θα­ρί­ζει ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­αν;
Ὁ γάρ ἐν τῷ φω­τί πε­ρι­πα­τῶν δέν ἁ­μαρ­τά­νει.'­Ἐ­άν γάρ ἁ­μαρ­τά­νη, δέν πε­ρι­πα­τεῖ πλέ­ον εἰς τό φῶς; ἀλ­λά εἰς τό σκό­τος, κα­θώς εἶ­πεν ἀ­νω­τέ­ρω. (δη­μι­ουρ­γῆ­ται ἐ­δῶ μιά  ἀ­πο­ρί­α⁺ ὅ­ταν λέ­γει ὅ­τι τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ κα­θα­ρί­ζει αὐ­τούς πού περ­πα­τοῦν μέ­σα στό φῶς, ἀλ­λά αὐ­τοί πού περ­πα­τοῦν μέ­σα στο φῶς δέν ἀ­μαρ­τά­νουν. Για­τί τό εἶ­πεν αὐ­τό ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής;) Ἡ λύ­σις τῆς ἀ­πο­ρί­ας εἶ­ναι, κα­τά τόν ἱ­ε­ρόν Μη­τρο­φά­νη, ὅ­τι εἶ­πε τοῦ­το ὁ θε­ο­λό­γος, ἀ­πο­βλέ­πον­τας εἰς τήν ἀ­σθέ­νειαν τῆς ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως καί γνώ­μης, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­αν ἡ­μεῖς νι­κώ­με­νοι, θέ­λον­τες καί μή θέ­λον­τες ἁ­μαρ­τά­νο­μεν. '­Ἐ­πει­δή μέ τό νά ἔ­χω­μεν τρε­πτήν φύ­σιν, ἀ­κο­λού­θως τῆ τρε­πτό­τη­τι ταύ­τη, με­τα­βαλ­λό­με­θα ἀ­πό τά κα­λά εἰς τά κα­κά, κάν   ἀ­πό κα­κά πά­λιν ἐ­πι­στρέ­φω­μεν εἰς τά κα­λά. Δια­τί δέν εἰ­με­θα δυ­να­τοί νά μέ­νω­μέν πάν­το­τε εἰς τήν αὐ­τήν κα­τά­στα­σιν, ἀλ­λά, ἡ πρός ἄ­το­πον πρά­ξιν πί­πτο­μεν ἡ πρός ἀ­παί­σιον λό­γον. Εἰ δέ καί ἀ­πό τά δύ­ο ταῦ­τα φυ­λα­χθῶ­μεν, ὅ­μως ἀ­πό τάς προ­σβο­λᾶς καί συν­δυα­σμούς τῶν πο­νη­ρῶν καί αἰ­σχρῶν λο­γι­σμῶν, δέν ἠμ­πο­ροῦ­μεν τε­λεί­ως νά μεί­νω­μεν ἐ­λεύ­θε­ροι, Καί διά ταῦ­τα πάν­τα ἀ­να­μαρ­τη­σί­αν νά κα­τορ­θώ­σω­μεν εἰς τήν ζω­ήν μας δέν δυ­νά­με­θα, μέ τό νά πο­λε­μού­με­θα πάν­το­τε ἀ­πό τά πά­θη καί ἀ­πό τόν ἐ­χθρόν μας δι­ά­βο­λον. Καί ὁ­ποῖ­ος εἰ­πῆ πώς εἶ­ναι ἀ­να­μάρ­τη­τος, αὐτός ψεύ­δε­ται καί ἀ­πα­τᾶ τόν ἑ­αυ­τόν του, δια­τί ὁ τοι­οῦ­τος εἶ­ναι πι­α­σμέ­νος ἀ­πό τήν ὑ­πε­ρη­φά­νειαν καί μά­την καυ­χᾶ­ται με­γα­λορ­ρη­μο­νῶν, ἐ­πει­δή ὁ Κύ­ριος εἶ­πεν, ὅ­τι ὅ­ταν κά­μω­μεν ὅλας τάς ἐν­το­λάς, νά λέ­γω­μεν ὅ­τι «δοῦ­λοι ἀ­χρεῖ­οι ἐ­σμέν ὅ­τι ὅ ὠ­φεί­λο­μεν ποι­ῆ­σαι πε­ποι­ή­κα­μεν» (Λούκ. 17,10).
"Ὀ­σω γάρ γί­νε­ταί τι­νας φω­τει­νό­τε­ρος μέ τά τοῦ φω­τός ἔρ­γα του, καί ὅ­σον πλη­σιά­ζει πρός τό ἀ­λη­θι­νόν καί πρῶ­τον φῶς τόν Θε­όν, τό­σον πε­ρισ­σό­τε­ρον αἰ­σθά­νε­ται καί γνω­ρί­ζει τάς ἁ­μαρ­τί­ας του τάς ὁ­ποί­ας δέν ἔ­βλε­πε πρό­τε­ρον.
Ἐ­πει­δή λοι­πόν κα­νέ­νας, ὅ­σον καί ἄν εἶ­ναι ἅ­γιος καί ὅ­σον καί ἄν πε­ρι­πα­τῆ εἰς τό φῶς τῶν ἐν­το­λῶν καί τῆς α­ρε­τῆς, δέν εἶ­ναι τρό­πος νά φυ­λα­χθῆ ἀ­να­μάρ­τη­τος ἐν τῆ πα­ρού­ση ζω­ῆ, ἀλ­λά πί­πτει εἰς κά­ποι­α τι­νά συγ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα κα­θ' ὁ ἄν­θρω­πος. Διά τοῦ­το λέ­γει ἐ­δῶ ὁ θε­ο­λό­γος, ὅ­τι τό αἷ­μα τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ ὁ­πού ἐ­χύ­θη διά τήν σω­τη­ρί­αν τῶν ἀν­θρώ­πων, αὐ­τό κα­θα­ρί­ζει ἡ­μᾶς ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­αν, ὅ­ταν καί ἡ­μεῖς ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ­μεν αὐ­τήν καί με­τα­νο­ή­σω­μεν. Ἀλ­λά καί ὅ­ταν με­τα­λαμ­βά­νω­μεν τό πα­νά­γιον αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ με­τά φό­βου καί συν­τε­τριμ­μέ­νης καρ­δί­ας, πι­στεύ­ο­μεν ὅ­τι αὐ­τό μας γί­νε­ται εἰς ἄ­φε­σιν τῶν τοι­ού­των συγ­γνω­στῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των, ὁ­πού ἐ­πρά­ξα­μεν ἑ­κου­σί­ως ἤ ἀ­κου­σί­ως, ἐν γνώ­σει ἤ ἐν α­γνοί­α κα­τά τι­νά πε­ρί­στα­σιν καί ἀν­θρώ­πι­νην ἀ­σθέ­νειαν".
Δέν εἶ­ναι ὅ­λα τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα θα­νά­σι­μα.Ὑ­πάρ­χουν ἁ­μαρ­τή­μα­τα πού δέν μᾶς χω­ρί­ζουν ἀ­πό τόν Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἁ­μαρ­τή­μα­τα ὅ­μως τά ὁ­ποῖ­α μᾶς ἀ­κο­λου­θοῦν κα­τά πό­δας. Αὐ­τά τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα πού δέν ἐμ­πο­δί­ζουν ἀ­πό τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, εἶ­ναι τά λε­γό­με­να συ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α εὔ­κο­λα ἀ­πα­λεί­φον­ται· αὐ­τό βε­βαι­ώ­νει καί ὀ Ἰ­ω­άν­νης στήν  ἐ­πι­στο­λή του.(Α΄. Ἰ­ω­άν. 4, 16)     
 Ὁ ἅ­γιος Ἀ­να­στά­σιος Ἀν­τι­ο­χεί­ας λέ­γει: «Οὐ­κο­ϋν, εἰ μέν μι­κρά τι­νά καί ἀν­θρώ­πι­να καί συγ­χώ­ρη­τα πταί­ο­μεν, οἶ­ον δι­ά γλώσ­σης, δι' ἀ­κο­ῆς δι' ὀ­φθαλ­μῶν κλε­πτό­με­νοι, κε­νο­δο­ξί­ας, λύ­πης, θυ­μο­ῦ,  ἤ τι­νός τῶν τοι­ού­των, κα­τα­μεμ­φό­με­νοι ἑ­αυ­τούς καί ἐ­ξο­μο­λο­γού­με­νοι τῷ Θε­ῶ, οὕ­τω τῶν ἁ­γί­ων μυ­στη­ρί­ων με­τέ­χο­μεν, πι­στεύ­ον­τες ὅ­τι εἰς κά­θαρ­σιν τῶν τοι­ού­των, ἡ με­τά­λη­ψις τῶν θεί­ων μυ­στη­ρί­ων γί­νε­ται».
Λοι­πόν, ἄν σφάλ­λου­με γι­ά κά­ποι­α μι­κρά καί ἀν­θρώ­πι­να πού εὔ­κο­λα συγ­χω­ροῦν­ται, ὅ­πως μέ τή γλῶσ­σα, τήν ἀ­κο­ή, καί μέ τά μά­τια πού κλέ­πτουν καί μᾶς ὁ­δη­γοῦν στήν κε­νο­δο­ξί­α, τή λύ­πη,τό θυ­μό, ἤ καί κά­ποι­α ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τά, ὅ­ταν αὐ­το­κα­τη­γο­ρού­με­θα καί ἐ­ξο­μο­λο­γού­μα­στε στό Θε­ό καί συμ­με­τέ­χου­με τῶν ἁ­γί­ων μυ­στη­ρί­ων πι­στεύ­ου­με στήν κά­θαρ­σιν ὅ­λων αὐ­τῶν μέ τή  με­τά­λη­ψη τῶν θεί­ων μυ­στη­ρί­ων.
 Καί ὁ σο­φός Νι­κό­λα­ος Κα­βά­σι­λας, ὁ ἑρ­μη­νευ­τής τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, σχο­λι­ά­ζον­τας τήν ἐκ­φώ­νη­ση τοῦ λει­τουρ­γοῦ ἱ­ε­ρέ­α,«Τά ἅ­για τοῖς ἁ­γί­οις», γρά­φει: «­.­..Σάν νά λέ­γει, (ὁ ἱ­ε­ρέ­ας) ἰ­δού ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς πού βλέ­πε­τε. Λοι­πόν τρέ­ξα­τε νά με­τα­λά­βε­τε, ἀλ­λά ὄ­χι ὅ­λοι, μό­νον ὅ­σοι εἶ­ναι ἅ­γιοι. Δι­ό­τι τά ἅ­για στέλ­λον­ται μό­νο στούς ἁ­γί­ους. Ἁ­γί­ους δε, λέ­γει ἐ­δῶ τούς τε­λεί­ους στήν ἀ­ρε­τή,  ἀλ­λά καί ἐ­κεί­νους πού βι­ά­ζον­ται νά φθά­σουν καί δέν ἔ­φθα­σαν ἀ­κό­μη. Δι­ό­τι καί αὐ­τοί πού ἀ­γω­νί­ζον­ται γιά τήν τε­λει­ό­τη­τα δέν ἐμ­πο­δί­ζον­ται νά με­τέ­χουν τῶν μυ­στη­ρί­ων καί ἁ­γι­ά­ζον­ται καί εἶ­ναι ἀ­π’ αὐ­τή τήν ἄ­πο­ψη ἅ­γιοι ὅ­πως καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α λέ­γε­ται ἁ­γί­α» Ὁ ἴ­διος πά­λιν ἐ­ρω­τᾶ:«Τί λοι­πόν; Κά­θε ἁ­μαρ­τί­α νε­κρώ­νει τόν ἄν­θρω­πο; Καί ἀ­παν­τᾶ «Κα­θό­λου, ἀλ­λά μό­νον ἡ θα­νά­σι­μη ἁ­μαρ­τί­α, (χω­ρί­ζει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α), γι’ αὐ­τό καί λέ­γε­ται πρός θά­να­το.»
«Γι’ αὐ­τό καί οἰ βα­πτι­σμέ­νοι, ἐ­άν δέν ἔ­χουν πέ­σει σέ θα­νά­σι­μη ἁ­μαρ­τί­α, ὥ­στε νά χω­ρι­σθοῦν ἀ­πό τόν Χρι­στό καί νά ὑ­πο­στοῦν θά­να­το, δέν ἐμ­πο­δί­ζον­ται νά κοι­νω­νοῦν τά ἄ­χραν­τα μυ­στή­ρια καί νά με­τέ­χουν τοῦ ἁ­για­σμοῦ μέ τήν πρά­ξη καί τά λό­για σάν ζων­τα­νά ἀ­κό­μη μέ­λη καί ἑ­νω­μέ­να μέ τήν κε­φα­λή.»
 Ἐ­κεῖ­νο πού  χω­ρί­ζει τόν χρι­στια­νό ἀ­πό τόν Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι οἱ ἁ­μαρ­τί­ες, ὅ­πως λέ­γει ὁ προ­φή­της Ἠ­σα­ΐ­ας. Ὁ μο­να­δι­κός καί συ­νε­χής ἁ­γώ­νας κά­θε ἀν­θρώ­που πού πο­θεῖ τήν ἕ­νω­σή του μέ τόν Χρι­στό, εἶ­ναι κα­τά τῆς ἁ­μαρ­τί­ας.
Μέ ὅ­λα αὐ­τά πού γρά­φτη­καν έ­δῶ, μπο­ροῦ­με νά  ποῦ­με ὅ­τι⁺
α) Δέν ὑ­πάρ­χει ἄν­θρω­πος στόν κό­σμο αὐ­τό,  πού μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­φύ­γει τε­λεί­ως τήν ἁ­μαρ­τί­α, για­τί δέν ἔ­χει φύ­ση στα­θε­ρή, ἀλ­λά με­τα­βαλ­λό­με­νη καί σέ κά­ποι­α στιγ­μή ὅ­σο προ­σε­κτι­κός κι’ ἄν εἶ­ναι κά­που θά πέ­σει.
β)Δέν χω­ρί­ζουν τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τό Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­λα τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα πα­ρά μό­νον τά Θα­νά­σι­μα
γ)Ἄν δέν  κοι­νω­νή­σει ὁ χρι­στια­νός τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου δέν μπο­ρεῖ νά ζεῖ  πνευ­μα­τι­κά, για­τί στε­ρεῖ­ται τῆς ζω­ῆς.
δ) Θά πρέ­πει νά ἀ­φή­σου­με κα­τά μέ­ρος τήν πρό­φα­ση «εἶ­μαι ἁ­μαρ­τω­λός», ἀλ­λά κά­θε φο­ρά πού ἁ­μαρ­τά­νου­με νά τρέ­χου­με στόν  ἐ­ξο­μο­λο­γη­τή­ρι νά κα­θα­ρι­ζό­μα­στε καί  νά  συμ­με­τέ­χου­μεν συ­χνά στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, για­τί «τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ θά μᾶς κα­θα­ρί­ζει ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­α».
Ὅ­ταν ὅ­μως ἀ­πό ἄ­γνοι­α ἤ ἀ­μέ­λεια, προ­φα­σι­ζό­μα­στε ὅ­τι εἴ­μα­στε ἁ­μαρ­τω­λοί καί ἀ­πο­φεύ­γου­μεν τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, τό­τε ἀ­πο­μα­κρύ­νου­μεν τόν ἑ­αυ­τό μας ἀ­πό τήν  αἰ­ώ­νια ζω­ή καί στε­ρού­μα­στε τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­να­γέν­νη­σης.
Ὁ Κύ­ριος σί­γου­ρα βλέ­πει τίς πιό πά­νω ἀ­δυ­να­μί­ες μας καί  μᾶς  συγ­χω­ρεῖ. Χρει­ά­ζε­ται ὅ­μως καί ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο νά  τίς ἀ­να­γνώ­ρι­ζει καί νά προ­σπα­θεῖ ὅ­σο μπο­ρεῖ νά τίς πε­ρι­ο­ρί­ζει μέ ἕ­να συ­νε­χή ἀ­γώ­να ἐ­ναν­τί­ον ὅ­λων τῶν ἀ­δυ­να­μι­ῶν του καί νά  φρον­τί­ζει νά ζεῖ πάν­το­τε βί­ον κα­θα­ρό καί ἀ­κα­τη­γό­ρη­το συ­νο­δευ­ό­με­νον μέ ἔρ­γα ἀ­γά­πης καί δι­και­ο­σύ­νης.



7.Τι ἔκαναν οἱ πρῶτοι χριστιανοί

Ἀ­πό τήν ἀρ­χή τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, οἱ χρι­στια­νοί μα­ζεύ­ον­ταν κά­θε Κυ­ρια­κή σέ κά­ποι­ο μέ­ρος καί τε­λοῦ­σαν τή θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α καί με­τα­λάμ­βα­να τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ  Χρι­στοῦ,  ὅ­πως ὁ Ἴ­διος ἤ­θε­λε καί δι­έ­τα­ξε.
Σύμ­φω­να μέ  τίς  μαρ­τυ­ρί­ες τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης και τῆς ἱ­ε­ρᾶς Πα­ρά­δο­σης, ἡ ἀρ­χαί­α Ἐκ­κλη­σί­α στίς συ­νά­ξεις τῶν πι­στῶν της εἶ­χε σάν κεν­τρι­κό ση­μεῖ­ο τήν τέ­λε­ση τοῦ Μυ­στη­ρί­ου. Προ­ε­στός τῶν πρώ­των συ­νά­ξε­ων ἦ­ταν ἕ­νας Ἀ­πο­στο­λος, εἰς τό­πον Χρι­στοῦ. Ἀρ­γό­τε­ρα οἱ Ἀ­πό­στο­λοι χει­ρο­τό­νη­σαν ἐ­πι­σκό­πους καί ἱ­ε­ρεῖς. Ὅ­που ὑ­πῆρ­χεν ἐ­πί­σκο­πος προ­ΐ­στα­το αὐ­τός⁺ ἄν δέν ὑ­πῆρ­χε, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας.
Στίς Ἀ­πο­στο­λι­κές Δι­α­τα­γές, ἕ­να ἀρ­χαῖ­ο κεί­με­νο δι­α­βά­ζου­με: «Καί ὁ μέν Ἐ­πί­σκο­πος νά δί­δει τήν προ­σφο­ρά λέ­γον­τας Σῶ­μα Χρι­στοῦ ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νος πού τήν δέ­χε­ται νά λέ­ει: Ἀ­μήν. Ὁ δι­ά­κο­νος πά­λιν κρα­τεῖ τό πο­τή­ριο καί δί­νον­τας νά λέ­ει: Αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, πο­τή­ριο ζω­ῆς. Καί ἐ­κεῖ­νος πού πί­νει νά λέ­ει:Ἀ­μήν. Νά λέ­γε­ται ἐ­πί­σης ὁ 33 ψαλ­μός ὅ­ταν με­τα­λαμ­βά­νουν ὅ­λοι οἱ ὑ­πό­λοι­ποι. Καί ὅ­ταν με­τα­λά­βουν ὅ­λοι καί ὅ­λες, οἱ Δι­ά­κο­νοι ἀ­φοῦ πά­ρουν ὅ,­τι πε­ρί­σευ­σαν, νά τά με­τα­φέ­ρουν στά πα­στο­φό­ρια. Καί ὅ­ταν παύ­σει ὁ ψάλ­της νά λέ­ει,ἀ­φοῦ με­τα­λά­βα­με τό πο­λύ­τι­μο σῶ­μα καί αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ἄς εὐ­χα­ρι­στή­σου­μεν αὐ­τόν πού μᾶς ἀ­ξί­ω­σε νά με­τα­λά­βου­με τά ἅ­για μυ­στή­ριά του καί ἄς πα­ρα­κα­λέ­σου­με νά μήν ἀ­πο­βοῦν σέ κα­τα­δί­κη μας, ἀλ­λά πρός σω­τη­ρί­α μας, πρός ὠ­φέ­λεια τῆς ψυ­χῆς καί τοῦ σώ­μα­τος, πρός δι­α­τή­ρη­ση τῆς πί­στε­ως πρός ἄ­φε­ση ἁ­μαρ­τι­ῶν, πρός ζω­ήν τοῦ μέλ­λον­τος αἰ­ῶ­νος.»
 Ἔ­τσι φαί­νε­ται ὅ­τι ὁ κυ­ρι­ώ­τε­ρος σκο­πός πού ἡ Ἐκ­κλη­σί­α συ­νά­γε­ται μέ­σα στό να­ό εἶ­ναι ἡ τέ­λε­ση τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας μέ κεν­τρι­κό ση­μεῖ­ο τή Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α γιά νά συμ­με­τέ­χουν οἱ πι­στοί, νά ἑ­νω­θοῦν μέ τόν Κύ­ριο καί νά γί­νουν χρι­στο­φό­ροι καί θε­ο­φό­ροι. Ἡ πλη­ρο­φο­ρί­α τοῦ Ἰ­ου­στί­νου τοῦ φι­λο­σό­φου καί μάρ­τυ­ρος, στά μέ­σα τοῦ δεύ­τε­ρου αἰ­ώ­να, βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι ὅ­σοι μα­ζεύ­ον­ταν στή τέ­λε­ση τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας κοι­νω­νοῦ­σαν ὅ­λοι. Ἰ­δού τί γρά­φει στόν αὐ­το­κρά­το­ρα Ἀν­τω­νῖ­νο τόν Εὐ­σε­βῆ (138-161 μΧ.­)· «­.­..προ­σφέ­ρε­ται ἄρ­τος καί οἶ­νος καί με­τά ὅ­λοι με­τα­λαμ­βά­νουν ἀ­πό τά κα­θη­γι­α­σθέν­τα καί εὐ­χα­ρι­στοῦν τό Θε­ό.» (1η Ἀ­πο­λο­γί­α).
Ἐ­πα­να­λαμ­βά­νο­υμεν ὅ­τι ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α γί­νε­ται γιά τήν Ἐκ­κλη­σία καί ὅ­τι ὁ κύ­ριος σκο­πός τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας εἶ­ναι ἡ συμ­με­το­χή τοῦ κά­θε πι­στοῦ στήν Τρά­πε­ζα τοῦ Κυ­ρί­ου.  Καί εἶ­ναι ἐ­πι­βαλ­λό­με­νη ἡ με­τά­λη­ψη τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου.
Καί τό­τε ὅ­πως καί σή­με­ρα συ­νέ­βαι­ναν πολ­λά ἄ­το­πα, πα­ρ’ ὄ­λο πού εἶ­χαν ἕ­να Χρυ­σό­στο­μο πού κα­θη­με­ρι­νά τούς κα­τη­χοῦ­σε, τούς συμ­βού­λευ­ε καί πολ­λές φο­ρές τούς ἐ­πι­τι­μοῦ­σε ἀλλά δέν ἔ­λει­παν καί τά λυ­πη­ρά.
Σέ μιά ὁ­μι­λί­α του φαί­νε­ται ἡ ἀ­πα­γο­ή­τευ­σή του,  για­τί πολ­λοί δέν  συμ­με­τέ­χαν στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α. Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά πα­ρου­σι­ά­σου­με τά κεί­με­να αὐ­τά για­τί ἐν­δι­α­φέ­ρουν πο­λύ καί τήν δι­κή μας γε­νιά.
Γι’ αὐ­τούς πού πα­ρα­κο­λου­θοῦν τή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί δέν κοι­νω­νοῦσαν, ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος  ἔλεγε: «Ὤ τί συ­νή­θεια, ὤ τί πρό­λη­ψις! Εἰς μά­την γί­νε­ται θυ­σί­α κα­θη­με­ρι­νῶς, εἰς μά­την πα­ρι­στά­με­θα εἰς τό θυ­σι­α­στή­ριον, δι­ό­τι κα­νείς δέν με­τέ­χει.»Καί συ­νε­χί­ζει ὁ ἅ­γιος πα­τέ­ρας:  «Λέ­γω αὐ­τά, ὄ­χι νά με­τέ­χε­τε ὄ­πως τύ­χη, ἀλ­λά διά νά προ­ε­τοι­μά­ζε­τε τούς ἑ­αυ­τούς σας, ὥ­στε νά γί­νε­σθε ἄ­ξιοι. Δέν εἶ­σαι ἄ­ξιος τῆς θυ­σί­ας, οὔ­τε τῆς με­τα­λή­ψε­ως; Λοι­πόν δέν εἶ­σαι ἄ­ξιος οὔ­τε εἰς τάς εὐ­χάς τῆς με­τα­λή­ψε­ως νά πα­ρί­στα­σαι. Ἀ­κοῦς τόν ἱ­ε­ρέ­α νά ἵ­στα­ται καί νά λέ­γει, ὅ­σοι εὑ­ρί­σκε­σθε εἰς με­τά­νοι­αν, προ­σευ­χη­θῆ­τε ὅ­λοι. Ὅ­σοι δέν με­τέ­χουν, (στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α) εὑ­ρί­σκον­ται εἰς με­τά­νοι­αν.(ὅ­πως τό­τε οἱ Κα­τη­χού­με­νοι, καί ὅ­σοι βρί­σκον­ταν σέ  ἐ­πι­τί­μια.)Ἐ­άν ἀ­νή­κεις εἰς τούς με­τα­νο­οῦν­τας, δέν πρέ­πει νά με­τά­σχης στή θεί­α Με­τά­λη­ψιν· δι­ό­τι ὅ­ποι­ος δέν με­τέ­χει, ἀ­νή­κει εἰς τούς με­τα­νο­οῦν­τας. Δια­τί, ἐ­νῶ λέ­γει νά ἀ­πέλ­θε­τε ὅ­σοι δέν ἠμ­πο­ρεῖ­τε νά προ­σφέ­ρε­τε δέ­η­σιν, σύ ἵ­στα­σαι μέ θρα­σύ­τη­τα; Δέν εἶ­σαι ὅ­μως ἀ­πό τούς με­τα­νο­ο­ῡν­τας, ἀλ­λά δύ­να­σαι νά με­τά­σχης, καί δέν φρον­τί­ζεις κα­θό­λου, θε­ω­ρεῖς τό πρᾶγ­μα ὡς ἀ­σή­μαν­το; Πρό­σε­χε σέ πα­ρα­κα­λῶ∙ ἑ­τοι­μά­ζε­ται τρά­πε­ζα βα­σι­λι­κή, ὑ­πη­ρε­τοῦν εἰς τήν τρά­πε­ζαν ἄγ­γε­λοι, πα­ρευ­ρί­σκε­ται αὐ­τός ὁ ἴ­διος ὁ βα­σι­λεύς, καί σύ ἵ­στα­σαι καί χα­σμου­ρι­έ­σαι.­.. ἔρ­χε­ται (ὁ Κύ­ριος) κά­θε φο­ρά διά νά ἴ­δη ὅ­σους με­τέ­χουν, συ­νο­μι­λεῖ μέ ὅ­λους∙ καί τώ­ρα εἰς τήν συ­νεί­δη­σιν θά εἴ­πη, φί­λοι, πῶς εὑ­ρέ­θη­τε ἐ­δῶ, ἀ­φοῦ δέν ἔ­χε­τε ἔν­δυ­μα γά­μου; Δέν εἶ­πε, δια­τί ἐ­κά­θη­σες εἰς τήν τρά­πε­ζαν; ἀλ­λά πρίν κα­θί­ση, λέ­γει εἰς αὐ­τόν ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­νά­ξιος καί νά εἰ­σέλ­θῃ ἀ­κό­μη. Δι­ό­τι δέν εἶ­πε, δια­τί ἐ­κά­θη­σες, ἀλ­λά, δια­τί εἰ­σῆλ­θες; (Δές τήν πα­ρα­βο­λή τῶν βα­σι­λι­κῶν γά­μων. Ματθ. Κβ΄2-14) Αὐ­τά καί τώ­ρα λέ­γει πρός ὅ­λους ἐ­μᾶς, οἱ ὁ­ποῖ­οι μέ ἀ­ναι­σχυν­τί­αν καί μέ θρά­σος ἱ­στά­με­θα ἐ­δῶ. Δι­ό­τι ὅ­ποι­ος δέν με­τέ­χει εἰς  τά μυ­στή­ρια, εἶ­ναι ἀ­ναί­σχυν­τος καί θρα­σύς ὅ­ταν ἵ­στα­ται εἰς τό  να­όν. Διά τοῦ­το ἐκ­βάλ­λον­ται ἀ­πό τό να­όν ὅ­σοι εὑ­ρί­σκον­ται εἰς κα­τά­στα­σιν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τος.­. (οἱ k­α­τη­χού­με­νοι)  Εἰ­πέ μου, ἐ­άν κά­ποι­ος προ­σκε­κλη­μέ­νος εἰ τήν τρά­πε­ζαν, ἀ­φοῦ νί­ψη τάς χεῖ­ρας καί κα­θί­σῃ καί ἑ­τοι­μα­σθῇ διά τό φα­γη­τό, ὕ­στε­ρον ὅ­μως δέν με­τέ­χει, δέν προ­σβάλ­λει ἐ­κεῖ­νον ὀ ὀ­ποῖ­ος τόν ἐ­κά­λε­σε; Δέν ἦ­το κα­λύ­τε­ρον αὐ­τός νά μή ἔλ­θῃ; Ἔ­τσι λοι­πόν καί σύ ἦλ­θες, ἔ­ψαλ­λες τόν  ὔ­μνο μα­ζί μέ ὅ­λους, ὡ­μο­λό­γη­σες ὅ­τι εἶ­σαι ἄ­ξιος κα­θ’ ὅ­σον δέν ἔ­φυ­γες μα­ζί μέ τούς ἀ­να­ξί­ους∙ πῶς ἔ­μει­νες καί δέν με­τέ­χεις εἰς τήν τρά­πε­ζαν;­.­.­.»           
Συ­νε­χί­ζον­τας προ­τρέ­πει ὅ­σους δέν θά  με­τα­λά­βουν νά μήν μεί­νουν στήν τέ­λε­ση τοῦ μυ­στη­ρί­ου∙ «ὅ­ταν ὅ­μως πα­ρευ­ρί­σκε­σαι (στό να­ό) κα­τά τήν  ὥ­ρα τοῦ μυ­στη­ρί­ου, φύ­γε ἔ­ξω∙ δι­ό­τι δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται εἰς σέ νά πα­ρα­μέ­νης πε­ρισ­σό­τε­ρον ἀ­π’ ὅ­σον ἕ­νας κα­τη­χού­με­νος.»Συ­νε­χί­ζει μέ συμ­βου­λές καί προ­τρο­πές καί λέ­γει:­«­.­..Διά νά μήν κά­νω λοι­πόν με­γα­λυ­τέ­ραν τήν ἁ­μαρ­τί­αν σας, σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, ὄ­χι νά μήν ἔρ­χε­σθε, ἀλ­λά νά κα­τα­στή­σε­τε τούς ἑ­αυ­τούς σας ἀ­ξί­ους καί τῆς πα­ρου­σί­ας σας εἰς τό να­όν καί τῆς συμ­με­το­χῆς σας εἰς τήν θεί­α με­τά­λη­ψιν»­. (Πα­τε­ρι­καί Ἐκ­δό­σεις «Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, Τό­μος 20, σελ. 485 και ἑ­ξῆς)


8.Τί γίνεται σήμερα.
Σή­με­ρα φαί­νε­ται ὅ­τι ὑ­πάρ­χει μιά ἀ­πα­ρά­δε­κτη ἐ­κτρο­πή ἀ­πό τή σω­στή πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, για­τί ἀ­γνο­ή­σα­με τή γνή­σια δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων μας καί  αὐ­τό δέν εἶ­ναι τοῦ και­ροῦ μας μό­νο, ἀλ­λά ἄρ­χι­σε ἀ­πό πο­λύ πα­λιά καί τό  κα­κό γιά μᾶς εἶ­ναι ὅ­τι δέν ἐν­δι­α­φέρ­θη­καν οἱ τα­γοί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νά ἐ­πα­να­φέ­ρουν τά πράγ­μα­τα στό σω­στό δρό­μο, καί δυ­στυ­χῶς συ­νε­χί­ζε­ται τό κα­κό, ἔ­στω καί ἄν βλέ­πουν τή ζη­μιά πού γί­νε­ται στά πρό­βα­τα τοῦ Χρι­στοῦ.
Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι χρι­στια­νοί ἀ­γνο­οῦν τό σκο­πό τοῦ ἐκ­κλη­σια­σμοῦ, ἀ­γνο­οῦν ὅ­σα πρέ­πει νά ξέ­ρουν γύ­ρω ἀ­πό τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, καί τό χει­ρό­τε­ρο εἶ­ναι ἀ­νερ­μά­τι­στοι ὡς πρός τό σκο­πό καί τόν προ­ο­ρι­σμό τους⁺  ἀ­γνο­οῦν τήν ἀ­ξί­α τους καί πολ­λά ἄλ­λα πού  θά συμ­βά­λουν νά ἀ­πο­λαύ­σουν τή χα­ρά τοῦ πα­ρα­δεί­σου. Αὐ­τά δι­α­κρί­νον­ται πο­λύ εὔ­κο­λα ὅ­ταν πα­ρα­κο­λου­θή­σει κά­ποι­ος τή ζω­ή τῶν ση­με­ρι­νῶν χρι­στια­νῶν, τό­σο στήν κα­θη­με­ρι­νή τους ζω­ή ὅ­σο καί στή λα­τρεί­α ἀ­κό­μα. Μέ­σα σ’ αὐ­τή τήν πολ­λα­πλή ἄ­γνοι­α χά­νε­ται ἡ σω­στή γνώ­ση καί πρά­ξη. Αὐ­τή ἡ κα­τά­στα­ση δέν πά­ει ἄλ­λο χά­νον­ται ψυ­χές καί ἀλ­λοί­μο­νο ἄν μεί­νει ἔ­τσι.
Βέ­βαι­α δέ μπο­ροῦ­με ἐ­μεῖς νά κά­νου­με καί πολ­λά πράγ­μα­τα ἄν δέν  ἐν­δι­α­φερ­θοῦν αὐ­τοί πού δι­οι­κοῦν τήν Ἐκ­κλη­-  σί­α.
Ἐ­μεῖς μέ τό πα­ρόν κεί­με­νο προ­σπα­θοῦ­με νά πεί­σου­με γιά τήν ὠ­φέ­λεια τῆς συ­χνῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας, για­τί χω­ρίς αὐ­τή δέ μπο­ροῦ­με νά ζή­σου­με κα­θα­ρή πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, ἐ­πει­δή σάν ἄν­θρω­ποι μέ σάρ­κα εἴ­μα­στε ἀ­δύ­να­τοι.
Προ­σπα­θοῦ­με νά δι­α­φω­τί­σου­με τούς  χρι­στια­νούς μας με­τα­φέ­ρον­τας ἐ­δῶ τά λό­για καί τίς συμ­βου­λές τῶν πα­τέ­ρων μας  σέ ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­πό­δο­ση, καί με­ρι­κές λέ­ξεις ἀ­κό­μα προ­σπα­θοῦ­με νά τίς κά­νου­με πιό προ­σι­τές στόν ἀ­να­γνώ­στη, τόν ἁ­πλό χρι­στια­νό, για­τί αὐ­τοί εἶ­ναι οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι πι­στοί μας.
Ἀρ­κε­τές πα­τε­ρι­κές μαρ­τυ­ρί­ες πα­ρου­σι­ά­ζου­με πιό πάνω σχε­τι­κά μέ τό θέ­μα μας. Αὐ­τό πού  ἀ­πο­μέ­νει εἶ­ναι νά  ποῦ­με ποι­ές ἁ­μαρ­τί­ες ἐμ­πο­δί­ζουν τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α.  Ἔ­χου­με ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ἐμ­πο­δί­ζουν τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α οἱ πρός θά­να­τον ἁ­μαρ­τί­ες, ὅ­πως αὐ­τές πού πα­ρου­σι­ά­ζου­με στό ἑπόμενο κεφάλαιο.

9. Τά θανάσιμα ἁμαρτήματα

φι­λαυ­τί­α, ἡ ὑ­περ­βο­λι­κή ἀ­γά­πη τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας,πού πα­ρά­γει τόν ἐ­γω­κεν­τρι­σμό
ὑ­πε­ρη­φά­νεια, ἡ ἑ­ω­σφο­ρι­κή κα­τά­ρα πού με­τά­βα­λε τόν ἄγ­γε­λο σέ σα­τα­νά.
Ἡ φι­λαρ­γυ­ρί­α, πού ἔ­κα­νε τόν Ἰ­ού­δα προ­δό­τη τοῦ Κυ­ρί­ου.
Ἡ πορ­νεί­α, πού με­τα­τρέ­πει τόν ἄν­θρω­πο χει­ρό­τε­ρο καί ἀ­πό τά ζῶ­α.
Ὁ φθό­νος, πού ὁ­δή­γη­σε τούς  Γρα­μα­τεῖς καί  Φα­ρισ­σαί­ους νά φο­νεύ­σουν τόν Λυ­τρω­τή τοῦ  κό­σμου
Ἡ γα­στρι­μαρ­γί­α, πού κά­νει τόν ἄν­θρω­πο ὑ­λό­φρο­να.
Ἡ μνη­σι­κα­κί­α, ὁ μνη­σί­κα­κος εἶ­ναι καί Δι­ά­βο­λος.
Ἡ ἀ­μέ­λεια, πού ἐμ­πο­δί­ζει τήν πρό­ο­δο τοῦ ἀν­θρώ­που στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή. Κά­νει τόν ἄν­θρω­πο νά μοιά­ζει σάν σπί­τι χω­ρίς πόρ­τες καί πα­ρά­θυ­ρα.
Αὐ­τές εἶ­ναι οἱ θα­νά­σι­μες ἁ­μαρ­τί­ες, οἱ  με­γά­λες πλη­γές πού πο­λύ εὔ­κο­λα ὁ­δη­γοῦν τόν ἄν­θρω­πο στό   θά­να­το καί πού χω­ρί­ζουν τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τό Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση ἀ­πό τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α.
Αὐ­τές οἱ ἁ­μαρ­τί­ες εἶ­ναι με­γά­λες μη­τέ­ρες πού γεν­νοῦν κι’ ἄλ­λα παι­διά, ἄλ­λες ἁ­μαρ­τί­ες πού μοιά­ζουν μέ τίς μη­τέ­ρες τους.  Αὐ­τές δι­α­στρέ­φουν τά ἀ­ναγ­καῖ­α πράγ­μα­τα. πού χρει­ά­ζε­ται νά ζή­σει ὁ ἄν­θρω­πος, σέ  κα­τα­στρο­φι­κά πά­θη, ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α δύ­σκο­λα ἀ­παλ­λάσ­σε­ται ὁ ἄν­θρω­πος.
Κά­θε χρι­στια­νός λοι­πόν,  πού θά προ­σέλ­θει νά κοι­νω­νή­σει, ἄν  εἶ­ναι ἔ­νο­χος σέ κά­ποι­α ἁ­μαρ­τί­α ἀ­πό αὐ­τές,  θά πρέ­πει νά μήν κοι­νω­νή­σει, ἀλ­λά νά τρέ­ξει στόν  ἐ­ξο­μο­λό­γο του καί νά πρά­ξει σύμ­φω­να μέ τίς ὁ­δη­γί­ες του. Για­τί ἄν κοι­νω­νή­σει κά­ποι­ος ἔ­νο­χος σέ θα­νά­σι­μο ἁ­μάρ­τη­μα θά ζη­μι­ω­θεῖ ἀ­φάν­τα­στα ὅ­πως γρά­φει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στούς χρι­στια­νούς τῆς Κο­ρίν­θου⁺ (Α΄.Κορ. κεφ.11)  «Ὅ­ποι­ος τρώ­γει αὐ­τό τόν ἄρ­το ἤ πί­νει τό πο­τή­ριο τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­να­ξί­ως, θά εἶ­ναι ἔ­νο­χος γιά ἀ­σέ­βεια πρός τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Γι’ αὐ­τό ἄς ἐ­ξε­τά­ζει ὁ ἄν­θρω­πος τόν ἑ­αυ­τό του, καί ἔ­τσι ἄς τρώ­γει ἀ­πό τόν ἄρ­το καί ἄς πί­νει ἀ­πό τό πο­τή­ριο.Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νος πού τρώ­γει καί πί­νει ἀ­να­ξί­ως, τρώ­γει καί πί­νει κα­τα­δί­κη γιά τόν ἑ­αυ­τό του, ἐ­πει­δή δέν τι­μᾶ τό σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Γι’ αὐ­τό με­τα­ξύ σας πολ­λοί εἶ­ναι ἀ­σθε­νεῖς καί ἄρ­ρω­στοι, καί ἀρ­κε­τοί ἔ­χουν πε­θά­νει
Βέ­βαι­α τό τε­λευ­ταῖ­ο δέ μπο­ροῦ­με νά τό γε­νι­κεύ­σου­με, σί­γου­ρα ὅ­μως συμ­βαί­νει αὐ­τό, καί ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος λέ­γει σχε­τι­κά. «Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­σθέ­νει­ες ἔ­χουν αἰ­τί­α τά ψυ­χι­κά ἁ­μαρ­τή­μα­τα» Ἔ­τσι λοι­πόν καί  ἀ­πό αὐ­τούς πού κοι­νω­νοῦν ἀ­νά­ξια ἀρ­ρω­στοῦν καί πε­θαί­νουν, για­τί δέν προ­σέρ­χον­ται μέ  προ­σο­χή καί σε­βα­σμό, για­τί δέν ἐ­ξε­τά­ζουν καί δέν ἐν­νο­οῦν ὅσο πρέ­πει τό μέ­γε­θος καί τόν ὄγ­κο τῶν δώ­ρων πού  με­τα­λαμ­βά­νουν, τό σῶ­μα καί τό αἶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἕ­τσι ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α γί­νε­ται γι’ αὐτούς αἰ­τί­α με­γά­λης κο­λά­σε­ως. Γι’ αὐ­τό οἱ Πα­τέ­ρες μᾶς συμ­βου­λεύ­ουν: «Νά προ­σερ­χό­μα­στε στούς ἱ­ε­ρεῖς γιά τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση τῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των καί με­τά νά πί­νω­μεν ἀ­πό τά κα­θάρ­σια αἵ­μα­τα.­...».
Ἄν ὑ­πάρ­χουν με­τα­ξύ μας χρι­στια­νοί πού κοι­νω­νοῦν μέ τέ­τοι­α ἁ­μαρ­τή­μα­τα θά πρέ­πει ὅ­σο μπο­ροῦν σύν­το­μα νά τα­κτο­ποι­ή­σουν τόν ἑ­αυ­τό τους μέ τήν με­τά­νοι­α-ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση πρίν εἶ­ναι ἀρ­γά.
*­*­*­*­*­*­*­*­**
Ὅ­μως «οὐ­δείς ἀ­να­μάρ­τη­τος» καί ὅ­πως δι­α­πι­στώ­νει καί ὁ ἁ­γιος Νι­κό­λα­ος Κα­βά­σι­λας: «Ἔ­στω καί νά λά­βο­μεν πο­λυ­ά­ριθ­μα προ­φυ­λα­κτι­κά μέ­τρα εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νά μήν πέ­σο­με σέ πολ­λά καί δι­ά­φο­ρα πα­ρα­πτώ­μα­τα κα­τά τήν ἡ­μέ­ραν, για­τί ἤ κά­ποι­ο λό­γο ἀ­νάρ­μο­στο θά ποῦ­με, ἤ συ­ζή­τη­ση ἀ­νω­φε­λή θά κά­νο­με,ἤ ἄ­πρε­πες σκέ­ψεις θά δι­α­νο­η­θοῦ­με,ἤ τά μά­τια μας δέ θά τά συγ­κρα­τή­σο­με ἤ ἄ­σκο­πα καί ἀ­νώ­φε­λα θά πε­ρά­σω­μεν τό χρό­νο μας καί δέ θά κά­νο­με τό κα­θῆ­κον μας». Κα­τα­νο­οῦ­με λοι­πόν ὅ­τι κα­νέ­νας πού ἔ­ζη­σε ἤ ζεῖ στόν κό­σμο αὐ­τό δέν εἶ­ναι κα­θα­ρός ἀ­πό τίς ἁ­μαρ­τί­ες, τίς ὁ­ποῖ­ες ὀ­νο­μά­ζει «πα­ρα­πτώ­μα­τα» σφάλ­μα­τα, Ὅ­λα αὐ­τά τά ἔ­χου­με δι­ευ­κρι­νή­σει πιό πάνω καί εἴ­δα­με ὅ­τι αὐ­τά δέν ἐμ­πο­δί­ζουν τόν ἀ­γω­νι­ζό­με­νο χρι­στια­νό ἀ­πό τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, ἀλ­λά ἐ­πι­βάλ­λε­ται νά προ­σερ­χό­μα­στε ὅ­σο συ­χνά γί­νε­ται πάν­το­τε με­τα­νο­η­μέ­νοι καί ἐ­ξο­μο­λο­γη­μέ­νοι.
Ὁ Ἀ­να­στά­σιος Ἀν­τι­ο­χεί­ας λέ­γει: «Ὅ­σοι, «συ­χνο­τέ­ρως με­τα­λαμ­βά­νον­τες, πα­ρα­φυ­λάτ­του­σιν ἑ­αυ­τούς πολ­λά­κις ἀ­πό πολ­λῶν κα­κῶν, φο­βού­με­νοι τό κρί­μα τῆς με­τα­λή­ψε­ως.»
Πρέ­πει νά γνω­ρί­ζουν οἱ χρι­στια­νοί μας, ὅ­τι αὐ­τοί πού δέν μπό­ρε­σαν ἀ­κό­μα νά κα­θα­ρι­σθοῦν τε­λεί­ως καί πέ­φτουν σέ μι­κρά ἁ­μαρ­τή­μα­τα, κι’ ὅ­μως ἀ­γω­νί­ζον­ται αὐ­τοί δέν ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λά εἶ­ναι μέ­λη τραυ­μα­τι­σμέ­να τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί δέν τούς ἐμ­πο­δί­ζουν αὐ­τά τά μι­κρά τραύ­μα­τα νά προ­σέρ­χον­ται στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α.  Ἔρ­χον­ται γι­ά νά θε­ρα­πεύ­σουν τίς πλη­γές τους ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α. Τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ θά τούς θε­ρα­πεύ­σει τίς μι­κρο­πλη­γές πού  ἔ­χουν. Για­τί «ποι­ός θά ση­κώ­σει τόν πε­σμέ­νον, ποι­ός θά θε­ρα­πεύ­σει τόν πλη­γω­μέ­νον, ποι­ός θά στη­ρί­ξει τόν ἀ­δύ­να­το; Πα­ρά μό­νον Αὐ­τός πού καί τή ζω­ή Του ἀ­κό­μα ἔ­δω­σε γι­ά τή σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου; »
Αὐ­τά τά πα­ρα­πτώ­μα­τά μας τά εἶ­χε προ­βλέ­ψει ὁ Κύ­ριος καί  γι’ αὐ­τό ἵ­δρυ­σε και τό θε­ρα­πευ­τή­ριο, τό ἐ­ξο­μο­λο­γη­τή­ριο στήν Ἐκ­κλη­σί­α γιά νά κα­θα­ρί­ζον­ται τά μέ­λη της ἀ­πό τή λέ­ρα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας.
Ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος το­νί­ζει ὅ­τι δέν φτά­νει μό­νο νά εἶ­σαι χω­ρίς ἁ­μαρ­τί­α γιά νά προ­σέλ­θεις στή θεί­α Κοι­νω­νί­α, ἀλ­λά καί νά ἔ­χεις βί­ο καί ζω­ή ἀ­κα­τη­γό­ρη­τη. Λέ­γει σέ μιά ὁ­μι­λί­α του: «Τί λοι­πόν; Ποι­ούς θά ἀ­πο­δε­χθοῦ­με; Αὐ­τούς πού με­τα­λα­βαί­νουν μιά φο­ρά; Αὐ­τούς πού πολ­λές; Αὐ­τούς πού λί­γες; Οὔ­τε αὐ­τούς πού με­τα­λα­βαί­νουν μιά φο­ρά, οὔ­τε αὐ­τούς πού πολ­λές, οὔ­τε αὐ­τούς πού λί­γες, ἀλ­λά ἐ­κεί­νους πού με­τα­λα­βαί­νουν μέ κα­θα­ρή συ­νεί­δη­ση, μέ κα­θα­ρή καρ­διά καί βί­ο ἀ­νε­πί­λη­πτο. Ὅ­σοι εἶ­ναι τέ­τοι­οι ἄς πλη­σιά­ζουν πάν­το­τε».




Ὅ­ταν γί­νει λό­γος σέ χρι­στια­νούς γιά  τήν ἀ­νάγ­κη τῆς συ­χνῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας, ἀ­μέ­σως θά ἀ­κού­σεις, εἶ­ναι εὔ­κο­λο σή­με­ρα μέ τή προ­κλη­τι­κή ζω­ή πού ζοῦ­με νά κοι­νω­νεῖ συ­χνά ὁ χρι­στια­νός; Ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι, ναί μπο­ρεῖ ὅ­ταν τό θέ­λει. Ἡ δι­σχι­λι­ε­τής ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τό ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει. Για­τί ὁ Χρι­στός πού εἶ­ναι μα­ζί μας εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρος καί δυ­να­τό­τε­ρος ἀ­πό τό δι­ά­βο­λο πού  προ­σπα­θεῖ νά ὑ­πο­τά­ξει τόν κό­σμο. Ἀρ­κεῖ νά τό θε­λή­σει ὀ χρι­στια­νός.
 Ἄν πραγ­μα­τι­κά ὁ ἄν­θρω­πος ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ποι­ός εἶ­ναι, πό­θεν ἔρ­χε­ται καί πού πη­γαί­νει, τό­τε κα­τα­λα­βαί­νει ὅ­τι ἔ­χει ἕ­να τε­λι­κό σκο­πό καί ὁ σκο­πός αὐ­τός εἶ­ναι ἡ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, ὁ χα­μέ­νος πα­ρά­δει­σος, ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ή. Ἄν πραγ­μα­τι­κά εἶ­ναι ἐ­ρα­στής αὐ­τῆς τῆς χα­ρού­με­νης καί ἀ­τέ­λει­ω­της ζω­ῆς, τό­τε ὅ­λες οἱ ἐ­νέρ­γει­ές του, οἱ πρά­ξεις καί οἱ συμ­πε­ρι­φο­ρές του, θά  κι­νοῦν­ται μέ­σα στά πλαί­σια αὐ­τοῦ τοῦ σκο­ποῦ καί θά προ­σέ­χει καί τή συμ­πε­ρι­φο­ρά του, τά λό­για του, τά ἔρ­γα του καί τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες του.
 Ἐξ ἄλ­λου ὁ Κύ­ριος μας  δέ μας ὑ­πο­σχέ­θη­κε τόν πα­ρά­δει­σο ἐ­δῶ στή γῆ αὐ­τή, ἀλ­λά στήν ἄλ­λη ζω­ή, στή νέ­α γῆ τοῦ πα­ρα­δεί­σου.  Δέν μᾶς ὑ­πο­σχέ­θη­κε στόν κό­σμο αὐ­τό εὐ­τυ­χί­α, ἀλ­λά μᾶς ὐ­πο­σχέ­θη­κε θλί­ψεις καί δο­κι­μα­σί­ες τίς ὁ­ποῖ­ες θά μᾶς προ­κα­λεῖ ὁ ἐ­χθρός μας ὀ δι­ά­βο­λος. Μᾶς προ­τρέ­πε ­ἀ­κό­μα ὅ­τι πρέ­πει νά ἔ­χου­με θάρ­ρος καί θά νι­κή­σο­υμε ὅ­πως νί­κη­σε καί αὐ­τός.  Ἑ­πο­μέ­νως ἔ­χου­με δι­α­λέ­ξει ἕ­να δρό­μο στε­νό καί μιά πύ­λη στε­νή καί πρέ­πει νά προ­σέ­ξου­με νά μήν  φορ­τω­νό­μα­στε πολ­λά για­τί δέ θά μᾶς χω­ρέ­σει νά πε­ρά­σου­με ἡ στε­νή πύ­λη καί θά μεί­νου­με ἐ­κτός πα­ρα­δεί­σου.
 Γιά νά ἀ­πο­φύ­γου­με τήν ἁ­μαρ­τί­α, θά πρέ­πει πάν­το­τε νά ἐ­πι­δι­ώ­κου­με τήν συμ­με­τρί­α  γιά νά δι­α­τη­ρή­σου­με καί σῶ­μα καί ψυ­χή σέ ἀ­σφά­λεια καί ἀ­παλ­λα­γή ἀ­πό τά κα­κά. Πρέ­πει νά ἀ­πο­φεύ­γου­με τήν πολ­λή κα­λο­πέ­ρα­ση καί τή φι­λη­δο­νί­α, για­τί δέ γνω­ρί­ζουμε πό­σα κα­κά δη­μι­ουρ­γεῖ. Ἀλλά καί  τά ἄ­τα­κτα λό­για, τήν ἀ­νό­η­τη φλυ­α­ρί­α κλπ.
Ἡ ζω­ή καί ἡ γέν­νη­σή μας εἶ­ναι δι­πλή, πνευ­μα­τι­κή καί σαρ­κι­κή, καί τό μέν πνεῦ­μα πο­λε­μᾶ τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες τοῦ σώ­μα­τος, τό δέ σῶ­μα πα­ρα­τάσ­σε­ται ἐ­ναν­τί­ον τοῦ πνεύ­μα­τος καί εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νά συμ­φω­νή­σουν καί νά συ­νερ­γα­σθοῦν τά ἐ­νάν­τια πράγ­μα­τα. Εἶ­ναι ὀ­λο­φά­νε­ρο ὅ­τι μιά ἀ­πό τίς δυ­ό ἐ­πι­θυ­μί­ες θά ἐ­πι­κρα­τή­σει στούς λο­γι­σμούς διά τῆς μνή­μης. Γι’ αὐ­τό ἐ­μεῖς πρέ­πει νά  προ­σπα­θή­σου­με νά ἐ­πι­κρα­τή­σει τό πνεῦ­μα πά­νω στό σῶ­μα. Γιά νά γί­νει αὐ­τό, χρει­ά­ζε­ται προ­σπά­θεια καί ἀ­γώ­νας. Ἐ­κεῖ­νο πού μᾶς προ­ε­τοι­μά­ζει ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κά γιά  τόν ἀ­γώ­να, σ’ ὅ­λες τίς πε­ρι­πτώ­σεις, εἶ­ναι ὁ πό­θος γι’ αὐ­τά πού ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε⁺ αὐ­τός κα­θι­στᾶ τούς κό­πους γλυ­κούς, ἀ­κό­μα κι’ ὅ­ταν εἶ­ναι ὀ­δυ­νη­ροί.  Ἀ­κό­μα νά ἀ­φι­ε­ρώ­νο­υμε ὄ­λους τούς λο­γι­σμούς μας στό Χρι­στό καί σέ ὅ­σα ἐ­κα­με ἀ­πό φι­λαν­θρω­πί­α σέ μᾶς καί τό­τε θά ἔ­χου­με ἐ­νώ­πιόν μας αὐ­τή τή ζω­ή πού θέ­λου­με καί θά νοι­ώ­θου­με εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι. Ὅ­λοι ἔ­χου­με χρέ­ος νά ἐ­φαρ­μό­ζου­με τίς ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ καί νά προ­σαρ­μό­ζου­με τό βί­ο μας σύμ­φω­να μέ τήν ἀ­ρέ­σκειά του, καί νά ἀ­πο­μα­κρύ­νου­με τά μά­τια μας ἀ­πό τά μά­ται­α πράγ­μα­τα τοῦ κό­σμου τού­του.
Κα­λό καί ὠ­φέ­λι­μο καί βο­η­θη­τι­κό θά ἦ­ταν ἄν κά­θε ἀ­γω­νι­ζό­με­νος χρι­στια­νός ἔ­κα­νε τα­κτι­κά ἔ­λεγ­χο τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του μέ βά­ση τίς δέ­κα ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως τίς πε­ρι­γρά­φου­με στή συ­νέ­χεια.

11.Γιά νά ἐλέγχεις τόν ἑαυτό σου μέ βάση τίς  10 Ἐντολές

  Ἐν­το­λή πρώ­τη:
 Ἐ­γώ εἰ­μι Κύ­ριος ὁ Θε­ός σου, οὐκ ἔ­σον­ται σοι  θε­οὶ ἕ­τε­ροι πλὴν ἐ­μοῦ.
Δη­λα­δή ἐ­γώ ὁ Κύ­ριος εἶ­μαι ὁ Θε­ός σου καί  δέν θά ἔ­χεις ἄλ­λο Θε­ό ἐ­κτός ἀ­πό ἐ­μέ­να.
Σέ ἐ­ρω­τῶ λοι­πόν χρι­στια­νέ μου:
Μή­πως δέν πι­στεύ­εις ἀ­πό­λυ­τα ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ὁ Θε­ός ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι Δη­μι­ουρ­γὀς ὅ­λης τῆς κτί­σε­ως, καί σύμ­φω­να μέ τήν ὀρ­θό­δο­ξη μας δι­δα­σκα­λί­α εἶ­ναι Τρι­α­δι­κός, Πα­τέ­ρας, Υἱ­ός καί Ἅ­γιον Πνεῦ­μα;
Μή­πως ἀμ­φι­βάλ­λεις γιά τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ Θε­οῦ καί ὁ­λι­γο­πι­στεῖς;
Πη­γαί­νεις σέ συγ­κεν­τρώ­σεις Πνευ­μα­τι­στι­κές ἤ καί σέ μά­γους, γιά νά μά­θεις τό μέλ­λον;
Ἔ­χεις πι­στέ­ψει σέ κα­μιά αἵ­ρε­ση:
Ἀ­γα­πᾶς τόν ἑ­αυ­τό σου ἤ πρό­σω­πα τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τός σου σέ βαθ­μό πού νά  βά­ζεις σέ δεύ­τε­ρη μοῖ­ρα τή ἀ­γά­πη καί λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ;
Μή­πως δί­νεις πε­ρισ­σό­τε­ρη ση­μα­σί­α σέ ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά ἤ στίς δου­λι­ές σου καί ἐγ­κλω­βί­ζε­σαι σ’ αὐ­τά καί πα­ρα­με­λεῖς τά κα­θή­κον­τα σου πρός τό Θε­ό:
Ἀρ­νε­ῑ­σαι μή­πως καί δέν πι­στεύ­εις στή θεί­α Πρό­νοι­α;
Πα­ρα­δέ­χε­σαι τήν τύ­χη καί βα­σί­ζε­σαι σέ ἀν­θρώ­πους:
Πι­στεύ­εις στούς ἀ­στρο­λό­γους καί  στά ζώ­δια;
Ἄν  οἱ ἀ­παν­τή­σεις σου στίς ἐ­ρω­τή­σεις αὐ­τές εἶ­ναι ΝΑΙ, τό­τε εἶ­σαι ἔ­νο­χος καί πρέ­πει γρή­γο­ρα νά δι­ορ­θω­θεῖς, για­τί κιν­δυ­νεύ­εις νά χά­σεις τόν Πα­ρά­δει­σο.
Ἐν­το­λή δεύ­τε­ρη:
 Οὐ ποι­ή­σεις σε­αυ­τῷ εἴ­δω­λον, οὐ­δέ παν­τός ὁ­μοί­ω­μα, ὅ­σα ἐν τῷ οὐ­ρα­νῷ ἄ­νω καί ὅ­σα ἐν τῇ γῇ κά­τω καί ὅ­σα ἐν τοῖς ὕ­δα­σιν ὑ­πο­κά­τω τῆς γῆς.
Δέ θά κα­τα­σκευά­σεις γιά χά­ρη σου εἴ­δω­λο μέ μορ­φή ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἀν­τι­κει­μέ­νου, πού βρί­σκε­ται στούς οὐ­ρα­νούς ἐ­πά­νω ἤ στή γῆ κά­τω ἤ στά ὕ­δα­τα κά­τω ἀ­πό τή γῆ.
Θά πρέ­πει νά  ξε­κα­θα­ρί­σου­με τί εἶ­ναι τό εἴ­δω­λο, για­τί δυ­στυ­χῶς δέν τό  ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται οἱ  αἱ­ρε­τι­κοί καί μᾶς κα­τη­γο­ροῦν γιά τή προ­σκύ­νη­ση τῶν εἰ­κό­νων. Εἴ­δω­λο λοι­πόν εἶ­ναι τό ἀν­τι­κεί­με­νο ἐ­κεῖ­νο πού ἐ­νῶ εἶ­ναι κτί­σμα, ὑ­λι­κό καί ἐ­φή­με­ρο, τοῦ προ­σφέ­ρουν τι­μή καί λα­τρεί­α πού μό­νο στόν  Θε­ό ἀ­νή­κει, ὅ­πως οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες πού λα­τρεύ­ουν δι­ά­φο­ρα ἀ­γάλ­μα­τα σάν θε­ούς ἀ­νύ­παρ­κτους. Οἱ­ μορ­φές τῶν εἰ­κό­νων εἶ­ναι ἱ­στο­ρι­κά καί πραγ­μα­τι­κά πρό­σω­πα, καί τούς προ­σφέ­ρου­με τι­μη­τι­κή προ­σκύ­νη­ση καί ὄ­χι λα­τρεί­α, πού ἀ­νή­κει μό­νο στό Θε­ό.
Δυ­στυ­χῶς εἴ­δω­λα ὑ­πάρ­χουν πολ­λά σή­με­ρα στή κοι­νω­νί­α μας, ὅ­πως τό χρῆ­μα καί ἄλ­λα ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά.Τό νά εἶ­να κά­ποι­ος φυ­λάρ­γυ­ρος ση­μαί­νει ὅ­τι εἶ­ναι αἰχ­μά­λω­τος τοῦ χρή­μα­τος καί ὅ­λα τά ἐν­δι­α­φέ­ρον­τά του τεί­νουν στό μά­ζε­μα πλού­του. Ἀ­δι­α­φο­ρεῖ καί γιά τό Θε­ό καί γιά τούς ἀν­θρώ­πους καί μπο­ρεῖ ἀ­κό­μα νά  ἀ­δι­κή­σει καί νά σκο­τώ­σει γιά τό εἴ­δω­λό του, τό χρῆ­μα. Αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι ἔ­χει ἄλ­λο θε­ό, τό εἴ­δω­λο τοῦ χρή­μα­τος. Αὐ­τό εἶ­ναι εἰ­δω­λο­λα­τρεί­α.
Τό νά εἶ­ναι κοι­λι­ό­δου­λος κά­ποι­ος καί ἡ ἔ­γνοι­α του νά εἶ­ναι πό­τε θά κά­τσει στό φα­γη­τό, καί στή δι­α­σκέ­δα­ση, τί ἄλ­λο εἶ­ναι πα­ρά εἰ­δω­λο­λα­τρεί­α;
Τό νά εἶ­ναι κά­ποι­ος φι­λή­δο­νος εἴ­τε στό πο­τό εἴ­τε στίς γυ­ναί­κες καί νά ἀ­πο­ρο­φᾶ­ται ἀ­πό αὐ­τές τίς σκέ­ψεις, ἔ­κα­νε σάν  θε­ο­εί­δω­λο τίς ἀ­δυ­να­μί­ες του καί τί­πο­τα ἄλ­λο.
Ὑ­πάρ­χουν πολ­λά ψευ­το­εί­δω­λα στή ζω­ή μας πού ἀ­πό ἄ­γνοι­α ἤ ἀ­φέ­λεια ἀ­πο­σποῦν τό ἐν­δι­α­φέ­ρο τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τό Θε­ό καί τό ἐγ­κλω­βί­ζουν στήν ὕ­λη.
Εἶ­ναι ἄλ­λοι πού  ἀ­πό τή φι­λαυ­τί­α τους κά­νουν τό σῶ­μα τους κέν­τρο τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τός τους (πε­ρισ­σό­τε­ρον οἱ γυ­ναί­κες) καί ἀ­δι­α­φο­ροῦν γιά τή λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ.
Ἄλ­λοι ἀ­γα­ποῦν τό παι­δί τους πά­νω ἀ­πό τό Θε­ό. Δέν δέ­χον­ται οὔ­τε νά θυ­μώ­σεις τοῦ παι­διοῦ τους γιά τίς ἀ­τα­ξί­ες του, ἐ­νῶ δέ­χον­ται καί γε­λοῦν ἀ­κό­μα ὅ­ταν ὑ­βρί­ζε­ται ὁ Θε­ός. Αὐ­τή δέν εἶ­ναι μορ­φή εἰ­δω­λο­λα­τρεί­ας;
Αὐ­τά τά ψευ­το­εί­δω­λα ἀ­πορ­ρο­φοῦν τό ἐν­δι­α­φέ­ρον τοῦ  ση­με­ρι­νοῦ ἀν­θρώ­που μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ὁ ἄν­θρω­πος νά πα­ρα­με­λεῖ καί νά  ἀ­φή­νει ἀ­κό­μα τή τι­μή καί τήν ἀ­γά­πη προς τό Πλά­στη καί Θε­ό του.
Ἑ­ρεύ­νη­σε λοι­πόν ἀ­δελ­φέ μου τόν ἑ­αυ­τό σου καί ἄν δι­α­πι­στώ­σεις ὅ­τι πα­ρα­σύ­ρε­σαι ἀ­πό τίς πιό πά­νω εἰ­δω­λοα­δυ­να­μί­ες, δι­όρ­θω­σε τή ζω­ή σου καί νά μά­θεις νά ἀ­πο­δί­δεις τό σε­βα­σμό καί τή λα­τρεί­α σου στόν  ἀ­λη­θι­νό Θε­ό, γιά νά ἔ­χεις καί τή­ν ἀ­γά­πη καί φρον­τί­δα Του.
Ἐν­το­λή Τρί­τη:
 Οὐ λή­ψει τό ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου τοῦ Θε­οῦ σου ἐ­πί μα­ταί­ῳ.
Μήν ἐ­πι­κα­λεῖ­σαι τό ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ σου μέ τό τι­πο­τα
 Μέ τήν ἐν­το­λή αὐ­τή ὁ Θε­ός ἀ­πα­γο­ρεύ­ει στούς ἀν­θρώ­πους νά ἀ­να­φέ­ρουν τό ὄ­νο­μά Του μέ τό τί­πο­τα.
Εἶ­ναι κά­ποι­οι πού ἐ­πά­νω στήν κου­βέν­τα τους μέ τό πα­ρα­μι­κρό λέ­νε«μά τό Θε­ό».
Εἶ­ναι ἄλ­λοι πού  συ­νη­θί­ζουν χω­ρίς σο­βα­ρό λό­γο νά ὁρ­κί­ζον­ται.
Εἶ­ναι ἄλ­λοι πού βρί­ζουν ἀ­κό­μα τό Θε­ό, τό Χρι­στό, τή Πα­να­γί­α κλπ.
Εἶ­ναι ἄλ­λοι πού γιά  νά πεί­σουν τόν πε­λά­τη τους ὁρ­κί­ζον­ται στό Θε­ό, γιά νά προ­σκο­μί­σουν κέρ­δος. Αὐ­τό γί­νε­ται στούς πω­λη­τές ἐμ­πο­ρευ­μά­των, αὐ­το­κι­νή­των κλπ.
Ἀ­κό­μα καί στά ἀ­στεί­α με­ρι­κοί ἀ­να­φέ­ρουν «ἐ­πί μα­ταί­ῳ» τό ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ.
 Ἐ­ξέ­τα­σε τόν ἑ­αυ­τό σου καί ἄν εἶ­σαι ἔ­νο­χος στίς ἁ­μαρ­τί­ες αὐ­τές φρόν­τι­σε νά δι­ορ­θω­θεῖς μέ τή με­τά­νοι­α καί ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή σου.
Ἐν­το­λή Τε­τάρ­τη:
Ἕξ ἡ­μέ­ρας ἔρ­γα καί ποι­ή­σεις πάν­τα τά ἔρ­γα σου. Τῇ δέ ἡμέρα τῆ ἑ­βδό­μῃ σάβ­βα­τα Κυ­ρί­ῳ τῷ Θε­ῷ σου.
Ἔ­ξη μέ­ρες νά ἐρ­γά­ζε­σαι καί νά ἐ­κτε­λέ­ῖς κά­θε ἐρ­γα­σί­α σου. Τήν ἑ­βδό­μην ἡ­μέ­ραν νά τήν ἀ­φι­ε­ρώ­νεις στόν Κύ­ριο καί νά μήν ἐ­κτε­λεῖς κα­μιά ἐρ­γα­σί­α.
Ἡ ἐν­το­λή αὐ­τή ἔ­χει δύ­ο σκο­πούς:α) Νά στα­μα­τή­σει ὁ ἄν­θρω­πος τήν ἐρ­γα­σί­α του, γιά νά ξε­κου­ρα­σθεῖ, αὐ­τός καί τά ζῶ­α του καί οἱ ὑ­πη­ρέ­τες του.β) νά ἁ­γιά­σει τήν ἡ­μέ­ρα αὐ­τή (τήν Κυ­ρια­κή) μέ τήν προ­σέ­λευ­σή του στό Να­ό, νά ἐκ­κλη­σια­σθεῖ δη­λα­δή.
Κα­τά τήν ἡ­μέ­ρα αὐ­τή, τήν Κυ­ρια­κή ὁ χρι­στια­νός, σύμ­φω­να μέ αὐ­τή τήν ἐν­το­λή τοῦ Κυ­ρί­ου θά πρέ­πει νά ἀ­φή­σει τήν ἐρ­γα­σί­α του, νά προ­σέλ­θει στό να­ό νά ἑ­νω­θεῖ μέ τούς ἄλ­λους χρι­στια­νούς νά ἀ­πο­τε­λέ­σουν τό Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ καί νά ἑ­νω­θοῦν με­τα­ξύ τους διά τῆς προ­σευ­χῆς καί τῆς με­τα­λή­ψε­ως τοῦ Σώ­μα­τος καί τοῦ Αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου.
Στή Τε­τάρ­τη αὐ­τή ἐν­το­λή φαί­νε­ται κα­θα­ρά ἡ  ἐν­το­λή τοῦ ἐκ­κλη­σια­σμοῦ καί ἡ με­λέ­τη καί ἡ πνευ­μα­τι­κή πε­ρι­συλ­λο­γή τῶν χρι­στια­νῶν. Δέν  ἐ­πι­τρέ­πεται ἀ­κό­μα τήν ἡ­μέ­ρα αὐ­τή νά τήν  σπα­τα­λοῦ­με σέ θε­ά­μα­τα καί ἄλ­λα ἀ­νώ­φε­λα πράγ­μα­τα ἀλ­λά στή με­λέ­τη τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ καί στή πνευ­μα­τι­κή κα­τάρ­τι­ση μας.
Ὅ­σοι τήν Κυ­ρια­κή ἡ­μέ­ρα προ­τι­μοῦν τήν ἐρ­γα­σί­α καί ἀ­πο­φεύ­γουν τόν ἐκ­κλη­σια­σμό πα­ρα­βαί­νουν ἐν­το­λή Θε­οῦ καί ἡ πα­ρά­βα­ση εἶ­ναι πε­ρι­φρό­νη­ση τοῦ  Κυ­ρί­ου καί εἶ­ναι με­γά­λη ἁ­μαρ­τί­α.
Ὅ­σοι δέν ἐκ­κλη­σι­ά­ζον­ται καί δέν τι­μοῦν τή ἡ­μέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀλ­λά τρέ­χουν στίς δου­λει­ές του, στά κυ­νή­για καί τίς ἐκ­δρο­μές γιά νά ἱ­κα­νο­ποι­ή­σουν τίς δι­κές τους ἐ­πι­θυ­μί­ες, σί­γου­ρα δέν εἶ­ναι ἀ­γα­πη­τοί στό Θε­ό.
Ἔ­τσι λοι­πόν ἀ­γα­πη­τέ ἀ­να­γνώ­στη ἄν  δέν ἐκ­κλη­σι­ά­ζε­σαι τα­κτι­κά τίς Κυ­ρια­κές, εἶ­σαι ἔ­νο­χος καί πρέ­πει νά δι­ορ­θώ­σεις τή ζω­ή σου. Νά δι­ορ­θώ­σεις σή­με­ρα πού ζεῖς, για­τί αὔ­ριο ἴ­σως νά μή ζεῖς καί τό­τε τί κερ­δί­ζεις; Κερ­δί­ζεις σί­γου­ρα χω­ρι­σμό ἀ­πό τούς δι­καί­ους καί  πη­γαί­νεις ἐ­κεῖ πού δέν θέ­λης νά πᾶς.

Ἐν­το­λή Πέμ­πτη:
Τί­μα τόν πα­τέ­ρα σου καί τήν μη­τέ­ρα σου, ἵ­να εὖ σοι γέ­νη­ται καί ἵ­να μα­κρο­χρό­νιος γέ­νῃ ἐ­πί τῆς γῆς.
Ἡ τι­μή στούς γο­νεῖς ἔ­χει ἀ­γα­θά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα, τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ καί τή μα­κρο­ζω­ΐ­α πά­νω στή γῆ.
Ὁ πα­τέ­ρας καί ἡ μη­τέ­ρα σου εἶ­ναι τά ὄρ­γα­να τοῦ Θε­οῦ, πού σέ ἔ­φε­ραν στό κό­σμο, καί πό­νε­σαν καί κου­ρά­στη­καν γιά νά σέ με­γα­λώ­σουν καί νά σέ πα­ρα­δώ­σουν στή κοι­νω­νί­α ὁ­λό­κλη­ρο ἄν­θρω­πο. Δέν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­νας ἄλ­λος στόν κό­σμο, πού  θά νοια­στεῖ γιά σέ­να καί θά πο­νέ­σει στίς δύ­σκο­λες σου ὥ­ρες ἐ­κτός αὐ­τῶν. Ἔ­χεις ὑ­πο­χρέ­ω­ση ὅ­πως ἐ­κεῖ­νοι σέ φρόν­τι­σαν καί ἐ­σύ νά  ἀν­τα­πο­δώ­σεις τή φρον­τί­δα τή στιγ­μή πού θά τή χρεια­στοῦν. Ὅ­πως ἐ­κεῖ­νοι σέ ἀ­γά­πη­σαν νά τούς ἀ­γα­πᾶς. Αὐ­τό θέ­λει ὁ Θε­ός νά κά­νεις γιά νά σέ εὐ­λο­γή­σει καί νά ζή­σεις πολ­λά χρό­νια στή γῆ.
Ἒ­πει­δή δέν εἶ­ναι λί­γοι σή­με­ρα ἐ­κεῖ­νοι πού ἀ­φή­νουν τούς γο­νεῖς τους χω­ρίς φρον­τί­δα καί ἀ­γά­πη, για­τί ἔ­χουν ἄλ­λες ἀ­σχο­λί­ες, καί ἄλ­λοι ἐ­πει­δή πῆ­ρε ὁ ἄλ­λος ἀ­δελ­φός κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο στή μοι­ρα­σιά τῆς πε­ρι­ου­σί­ας, ἐγ­κα­τα­λεί­πουν ἤ καί μι­σοῦν ἀ­κό­μα τούς γο­νεῖς τους.
Αὐ­τοί σί­γου­ρα ἁ­μαρ­τά­νουν ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ καί θά τι­μω­ρη­θοῦν.
Ἄν ά­νή­κεις καί σύ ἀ­να­γνώ­στη μου στήν κα­τη­γο­ρί­α αὐ­τή, φρόν­τι­σε νά  δι­ορ­θώ­σεις, για­τί σί­γου­ρα θά πά­θεις τά ἴ­δια ἀ­πό τά παι­διά σου. Θά πλη­ρω­θεῖς μέ τό ἴ­διο νό­μι­σμα πού πλή­ρω­σες τούς γο­νεῖς σου.
Πνευ­μα­τι­κή γο­νεῖς σου εἶ­ναι καί αὐ­τοί πού σέ ἀ­να­δέ­χτη­καν ἀ­πό τή κο­λυμ­βή­θρα καί σέ ἔ­κα­ναν χρι­στια­νό. Ὅ­λους αὐ­τούς ἔ­χεις ὑ­πο­χρέ­ω­ση νά τούς τι­μᾶς καί νά τούς ἀ­γα­πᾶς. Μό­νο ἔ­τσι θά  εἶ­σαι τη­ρη­τής τῆς πέμ­πτης ἐν­το­λῆς καί θά ἔ­χεις τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ.Συμ­μορ­φώ­σου λοι­πόν μέ τό θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου γιά νά μήν συγ­κα­τα­λε­χθεῖς μέ τούς πα­ρα­βά­τες τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ καί νά χά­σεις τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή.
Ἐ­κτός ὅ­μως τῶν φυ­σι­κῶν γο­νέ­ων, ὑ­πάρ­χουν καί οἱ πνευ­μα­τι­κοί γο­νεῖς. Αὐ­τοί πού σοῦ με­τά­δω­σαν τό λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τοί πού σέ κα­θο­δη­γοῦν στό δρό­μο τοῦ Κυ­ρί­ου, ἤ καί δέ­χον­ται τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή σου καί φρον­τί­ζουν γιά τή σω­τη­ρί­α σου.
Ἐν­το­λή Ἕ­κτη: 
Οὐ μοι­χεύ­σεις.
Μοι­χεί­α καί πορ­νεί­α ἔ­χουν τά ἴ­δια ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Τό σῶ­μα τοῦ χρι­στια­νοῦ εἶ­ναι να­ός τοῦ  Θε­οῦ καί τά μέ­λη του εἶ­ναι μέ­λη Χρι­στοῦ. Πορ­νεύ­ον­τας ἤ μοι­χεύ­ον­τας ὁ χρι­στια­νός κά­νει τά μέ­λη τοῦ Χρι­στοῦ μέ­λη πόρ­νης, κα­τά τόν ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο,  ἀ­τι­μά­ζει καί πε­ρι­φρο­νεῖ τό Χρι­στό, ἀλ­λά καί ἀ­πο­κό­πτε­ται ἀ­πό τό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ ὡς μο­λυ­σμέ­νο καί σα­πι­μέ­νο σῶ­μα.
Ἄν ἔ­χεις γυ­ναί­κα καί  πῆ­γες μέ ἄλ­λη, πε­ρι­φρό­νη­σες τό Θε­ό, ἀ­τί­μα­σες τή γυ­ναί­κα σου, μό­λυ­νες τό σῶ­μα σου, ἄ­φη­σες τό Θε­ό καί  ἀ­κο­λού­θη­σες τό Δι­ά­βο­λο, ἔ­γι­νες ὑ­πο­ψή­φιο μέ­λος τῆς κό­λα­σης, ἔ­χα­σες τή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἄν δέν με­τα­με­λη­θεῖς καί τρέ­ξεις στήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση κα­τα­δί­κα­σες τόν ἑ­αυ­τό σου γιά πάν­τα στό σκο­τά­δι τῆς κο­λά­σε­ως.
Ἄν εἶ­σαι ἐ­λεύ­θε­ρος καί πόρ­νευ­σες, ἰ­σχύ­ουν αὐ­τά πού  εἴ­πα­με γιά τό μοι­χό. Βλέ­πεις ὅ­τι δέν ἐ­γρα­τεύ­ε­σαι, νά παν­τρευ­τεῖς, γιά νά ἔ­χεις τή γυ­ναί­κα σου καί νά σβή­νεις τή πύ­ρω­ση τοῦ σώ­μα­τός σου. Ἄ­κου­σε καί τόν ἀ­πό­στο­λο πού λέ­γει:«Γιά τίς πορ­νεῖ­ες σας, ἄς ἔ­χει ὁ κα­θέ­νας τή γυ­ναί­κα του» «Πόρ­νοι καί μοι­χοί βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρο-νομήσουσιν»
Ἄν  ἔ­πρα­ξες τό ἁ­μαρ­τη­μα αὐ­τό, φρόν­τι­σε μέ τή με­τά­νοι­α καί ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή σου νά τό κα­θα­ρί­σεις, γιά νά δεῖς πρό­σω­πο Θε­οῦ.

Ἐν­το­λή Ἑ­βδό­μη: 
 Οὐ κλέ­ψεις.
Ἡ κλο­πή εἶ­ναι ἁ­μαρ­τί­α. Γιά νά κλέ­ψει κά­ποι­ος προ­ϋ­πάρ­χουν στήν ψυ­χή του καί ἄλ­λες ἁ­μαρ­τί­ες. Γιά νά κλε­ψει τό συ­νάν­θρω­πό του, ὁ κλέ­φτης,  δέν ἔ­χει ἀ­γά­πη, μι­σεῖ, πε­ρι­φρο­νεῖ, ἔ­χει κα­κί­α, φυ­λαρ­γυ­ρί­α κλπ. Γι­’­αὐ­τό τολ­μᾶ νά κλέ­ψει τή πε­ρι­ου­σί­α τοῦ ἄλ­λου ἀν­θρώ­που καί νά τόν ἀ­δι­κή­σει. Κλο­πές γί­νον­ται τή νύ­χτα στό σκο­τά­δι, ἄλ­λά γί­νον­ται καί κλο­πές στό φῶς τῆς ἡ­μέ­ρας. Ὅ­πως τό ἐλ­λει­πές ζύ­γι­σμα ἤ μέ­τρη­μα ἐμ­πο­ρευ­μά­των. Ἤ ἀ­κό­μα νά ξε­γε­λά­σει τόν ἄλ­λο καί νά τοῦ δώ­σει κα­κῆς ποι­ό­τη­τας ἐμ­πό­ρευ­μα μέ τά ψέ­μα­τα πού θά τοῦ ἀ­ρα­διά­σει.
Ἄν εἶ­σαι ἐμ­πο­ρευ­ό­με­νος νά λές τήν ἀ­λή­θεια τό­σο ὡς πρός τή ποι­ό­τη­τα ὅ­σο καί πρός τή πο­σό­τη­τα. Τά μέ­τρα σου καί οἰ ζυ­γα­ρι­ές σου νά εἶ­ναι σω­στές δι­α­φο­ρε­τι­κά εἶ­σαι κλέ­φτης καί θά σέ τι­μω­ρή­σει ὁ δι­και­ος κρι­τής τήν ἡ­μέ­ρα τῆς με­γά­λης δί­κης.
Ἄν  ἔ­κλε­ψες νά ἐ­πι­στρέ­ψεις τά κλο­ποι­μαῖ­α νά ἀ­πο­κα­τα­στή­σεις τόν ἑ­αυ­τό σου μέ τήν  ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή σου, καί σί­γου­ρα ὁ Κύ­ριος θά σέ δεῖ μέ με­γά­λη συμ­πά­θεια καί θά σέ σώ­σει.
Ἐν­το­λή Ὀ­γδό­η:
Οὐ φο­νεύ­σεις.
Νά μή φο­νεύ­σεις, για­τί δέν ἔ­δω­σες ἐ­σύ τή ζω­ή καί ἑ­πο­μέ­νως δέ ἔ­χεις κα­νέ­να δι­καί­ω­μα νά  ἀ­φαι­ρέ­σεις τή ζω­ή ἄλ­λου ἀν­θρώ­που. Θά πρέ­πει νά  εἶ­σαι πο­λύ προ­σε­κτι­κός, νά μή θυ­μώ­νεις, γιά νά μή  βρε­θεῖς στή θέ­ση νά γί­νεις φο­νιάς.
Ὁ φο­νιάς ἀ­φαι­ρεῖ τό δι­καί­ω­μα τοῦ Θε­οῦ, για­τί μό­νο Αὐ­τός ἔ­χει τό δι­καί­ω­μα νά κρί­νει ἤ νά ἀ­φαι­ρεῖ ζω­ές, ἐ­πει­δή αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Κύ­ριος τῆς ζω­ῆς καί τοῦ θα­νά­του. Ὁ φο­νιάς γί­νε­ται ὄρ­γα­νο τοῦ δι­α­βό­λου καί χά­νει τήν υἱ­ο­θε­σί­α τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι δέ ἀ­κό­μα καί  αὐ­τός ἄ­ξιος θα­νά­του καί αὐ­τό θά­ λά­βει σάν ἀ­μοι­βή τε­λι­κά ἄν­ δέν με­τα­νο­ή­σει.
Στή κα­τη­γο­ρί­α τῶν φο­νιάδων συγ­κα­τα­λέ­γον­ται καί οἱ γυ­ναί­κες πού κά­νουν ἐ­κτρώ­σεις καί σκο­τώ­νουν τά σπλά­χνα τους, οἱ για­τροί πού  ἐ­νερ­γοῦν τήν ἔ­κτρω­ση καί αὐ­τοί ἀ­κό­μα πού συμ­βού­λε­ψαν τή γυ­ναί­κα νά  κά­νει τήν ἔ­κτρω­ση
Ἐ­κτός τῆς ἀ­φαί­ρε­σης ζω­ῆς πού εἶναι φυσικός φόνος, ἔχουμε καί τόν ἠθικό φόνο.Τέτοιος εἶναι ὅ­ταν συ­κο­φαν­τή­σεις κά­ποι­ο, τόν ἐ­ξευ­τε­λί­σεις καί  κα­τα­στρέ­ψεις τήν κοι­νω­νι­κή του ὑ­πό­στα­ση. Εἶ­ναι ἀκόμα ἠθικός φόνος καί εἶ­σαι ἔ­νο­χος, ὅ­ταν κα­κο­λο­γή­σεις καί ἐμ­πο­δί­σεις καί μα­ται­ώ­σεις τήν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση κά­ποι­ας νέ­ας κο­πέ­λας.
Ἐ­κτός αὐ­τῶν εἶ­ναι καί ὁ πνευ­μα­τι­κός θά­να­τος. Ὅ­ταν μέ τή ζω­ή σου καί τό πα­ρά­δειγ­μά σου γί­νεις αἰ­τί­α νά  χά­σει κά­ποι­ος τή πί­στη του καί νά ἀ­κο­λου­θή­σει τήν αἵ­ρε­ση ἤ ὅ­ταν πα­ρα­σύ­ρεις κά­ποι­ο ἄν­θρω­πο στήν ἁ­μαρ­τί­α, τόν φο­νεύ­εις πνευ­μα­τι­κά καί εἶ­ναι χει­ρό­τε­ρος ὁ πνευ­μα­τι­κός φό­νος, για­τί σκο­τώ­νει σῶ­μα καί ψυ­χή.
Ἓ­ρεύ­νη­σε λοι­πόν τόν ἑ­αυ­τό σου καί δι­όρ­θω­σε τή ζω­ή σου ὅ­πως θέ­λει ὁ Κύ­ριος
Ἐν­το­λή Ἐ­ννά­τη:
 Οὐ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις κα­τά τοῦ πλη­σί­ον σου μαρ­τυ­ρί­α ψευ­δῆ.
 Ἄν κλή­θη­κες σέ δί­κη καί μαρ­τύ­ρη­σες ψέ­μα­τα καί κα­τα­δι­κά­στη­κε ὁ ἀ­θῶ­ος εἶ­σαι ἔ­νο­χος πα­ρα­βά­σε­ως, ὅ­πως ἐ­πί­σης ἄν συ­κο­φάν­τη­σες κά­ποι­ο γιά νά τόν ἐκ­δι­κη­θεῖς. Μέ τά ψέ­μα­τά σου  χω­ρί­ζε­σαι ἀ­πό τό Θε­ό. Ἀ­κο­λου­θεῖς τό πα­τέ­ρα τοῦ ψεύ­δους, τόν πρῶ­το ψεύ­τη, τό δι­ά­βο­λο πού εἶ­πε ψέ­μα­τα στούς πρω­το­πλά­στους καί τούς χώ­ρι­σε ἀ­πό τόν Κύ­ριο.Νά  ἀ­πο­φεύ­γεις τό ψέ­μα, γιά να μήν χω­ρι­στεῖς ἀ­πό τό Θε­ό. Ἐ­ξέ­τα­σε λοι­πόν τή συ­μπε­ρι­φο­ρά σου μέ βά­ση τήν ἐν­το­λή αὐ­τή καί δι­όρ­θω­σε τόν ἑ­αυ­τό σου.
Ἐν­το­λή Δε­κά­τη:
Οὐκ ἐ­πι­θυ­μή­σεις πάν­τα ὅ­σα τῷ πλη­σί­ον σου ἐ­στι.
Ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α γεν­νᾶ­ται ἀ­πό τά δι­ά­φο­ρα πά­θη πού ἀ­φή­νει ὀ ἄν­θρω­πος νά τόν κυ­ρι­εύ­σουν.Ἀ­πό τήν πλε­ο­νε­ξί­α, τή φι­λη­δο­νί­α, τή φυ­λαρ­γυ­ρί­α κλπ. Ἂ­πό τήν ἐ­πι­θυ­μί­α γί­νε­ται ἡ πρά­ξη, καί ἀ­πό τήν τε­λεί­ω­ση τῆς πρά­ξε­ως ἔρ­χε­ται ἡ ἁ­μαρ­τί­α. Γιά τοῦ­το καί ὁ Θε­ός δι­α­τάσ­σει:  Νά μήν ἐ­πι­θυ­μή­σεις τή γυ­ναί­κα τοῦ πλη­σί­ον σου, τήν οἰ­κί­α, τόν ἀ­γρό, τά παι­διά του, τά βό­δια του, ἤ ὅ,τι ἄλ­λο ἔ­χει στή κα­το­χή του. Καί στήν Και­νή Δι­α­θή­κη ὁ Κύριος δι­ευ­κρι­νί­ζει ὅ­τι ὁ­ποι­ος βλέ­πει γυ­ναί­κα καί τήν ἐ­πι­θυ­μεῖ, αὐ­τός δι­έ­πρα­ξε στή καρ­διά του τή μοι­χεί­α, τήν ἁ­μαρ­τί­α. Ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α ὁ­δη­γεῖ πάν­το­τε στήν ἁ­μαρ­τί­α. Γι’ αὐ­τό πρέ­πει νά φυ­λά­γε­σαι νά μήν ἐ­πι­θυ­μεῖς, ἀλ­λά νά ἀρ­κεῖ­σαι μ’ αὐ­τά πού  ἔ­χεις.
Ἄν  νο­μί­ζεις ὅ­τι βα­ρύ­νε­σαι μέ κά­ποι­α ἁ­μαρ­τω­λή ἐ­πι­θυ­μί­α, μήν ἀ­με­λή­σεις νά τήν κα­θα­ρί­σεις, γιά νά μήν τή βρεῖς ἐ­νώ­πιόν σου τήν ἡ­μέ­ρα τῆς κρί­σε­ως.
Μέ βά­ση λοι­πόν ὅ­σα ἔ­χου­με πεῖ ἀ­νά­κρι­νε, ἐ­ξέ­τα­ζε τόν ἑ­αυ­τό σου κα­νό­νι­ζε τή συμ­πε­ρι­φο­ρά σου γιά νά ἐ­λευ­θε­ρω­θεῖς ἀ­πό τή πα­ρά­βα­ση καί τήν ἐ­νο­χή καί κα­τά τή Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου νά βρε­θεῖς μέ τό χο­ρό τῶν δι­καί­ων. Προ­χώ­ρα ἔ­τσι ἐ­πικα­λού­με­νος καί τή βο­ή­θεια τοῦ Κυ­ρί­ου καί σί­γου­ρα θά βρεῖς τή χα­ρά τῆς δι­καί­ω­σης καί σω­τη­ρί­ας .
Γιά νά ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ αὐ­τή ἡ κα­τά Χρι­στόν ζω­ή, θά πρέ­πει ὄ­πωσ­δή­πο­τε νά ἀρ­χί­σει ἀ­πό τή ζω­ή αὐ­τή ἡ προ­σπά­θεια καί νά συ­νε­χί­σει καί νά φτά­σει στήν κά­θαρ­ση τῆς ψυ­χῆς ἀ­πό τά κα­κά καί αὐ­τό εἶ­ναι στό χέ­ρι τοῦ ἀν­θρώ­που. Για­τί ὁ μελ­λον­τι­κός βί­ος αὐ­τῶν πού θά πα­ρα­λά­βει χω­ρίς νά ἔ­χουν τίς δυ­νά­μεις πού χρει­ά­ζον­ται γι’ αὐ­τόν, δέν πρό­κει­ται νά τούς βο­η­θή­σει κα­θό­λου γιά τήν κα­λο­πέ­ρα­σή τους ἐ­κεῖ. Αὐ­τοί θά κα­τοι­κή­σουν στόν ἀ­θά­να­το ἐ­κεῖ­νο τό­πο σάν νε­κροί καί ἄ­θλιοι. Γιά πα­ρά­δειγ­μα μπο­ρεῖ νά  σκορ­πί­ζε­ται παν­τοῦ πλού­σια εὐ­ω­δί­α, ἀλ­λά ὅ­ταν δέν ἔ­χεις ὄ­σφρη­ση δέ μπο­ρεῖς νά τήν  ἀ­πο­λαύ­σεις.
Κά­θε χρι­στια­νός πού  πο­θεῖ τή σω­τη­ρί­α του καί τήν ἀ­πό­λαυ­ση τῆς αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς πρέ­πει νά  εἶ­ναι σ’ ἕ­να δια­ρκή ἀ­γώ­να κα­ταρ­τι­σμοῦ καί ἐ­πα­γρύ­πνη­σης, ὅ­πως συ­νή­θως κά­νει καί γιά τή ζω­ή αὐ­τή τήν πρό­σκαι­ρη. Νά προ­φυ­λά­γε­ται ὅ­σο μπο­ρεῖ ἀ­πό τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας καί νά μήν ἀ­με­λεῖ νά  ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται ὅ­ταν ἡ συ­νή­δει­σή του  τόν κα­τα­κρί­νει, ἔ­στω καί κά­θε ἑ­βδο­μά­δα, νά κα­θα­ρί­ζε­ται καί νά κοι­νω­νᾶ, καί σί­γου­ρα, ἑ­βδο­μά­δα μέ ἑ­βδο­μά­δα τἀ ἁ­μαρ­τή­μα­τα θά λι­γο­στεύ­ουν καί θά προ­ο­δεύ­ει πνευ­μα­τι­κά μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Κυ­ρί­ου καί τήν κα­θο­δή­γη­ση τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ του.
Ὁ χρι­στια­νός σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση πού νο­μί­ζει ὅ­τι θά ἁ­μαρ­τή­σει, ἄς θυ­μᾶ­ται ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­πεν ὀ Πάγ­καλ­λος Ἰ­ω­σήφ ὁ­ταν τόν προ­κα­λοῦ­σε ἡ ἁ­μαρ­τί­α: «Δέν πρό­κει­ται νά κά­νω τό πο­νη­ρό τοῦ­το πρᾶγ­μα ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου» Ἄς  συ­ναι­σθα­νό­μα­στε ὅ­τι βρι­κό­μα­στε πάν­το­τε κά­τω ἀ­πό τό ἄ­γρυ­πνο μά­τι τοῦ Κυ­ρί­ου, καί μέ τή βο­ή­θειά Του θά μπο­ροῦ­με νά ἀποφεύγουμε τίς κακοτοπιές τῆς ἁμαρτίας.
 Σί­γου­ρα κα­νείς δέ θά ἀ­παλ­λα­γεῖ τε­λεί­ως ἀ­πό τίς μι­κρές πτώ­σεις, για­τί ἡ τρε­πτή μας φύ­ση καί ἡ ἀ­δυ­να­μί­α μας κά­που θά μᾶς ρί­χνουν, ἀλ­λά ἐ­μεῖς θά συ­νε­χί­ζου­με τόν ἀ­γώ­να καί με­τά τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή μας νά προ­σερ­χό­μα­στε στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, γιά νά λαμ­βά­νο­με δύ­να­μη καί βο­ή­θεια καί ὅ­ταν ἔλ­θει ἡ ὥ­ρα τῆς ἀ­να­χώ­ρι­σής μας, ὁ Θε­ός θά βρεῖ τήν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή νά μᾶς  πά­ρει κα­θα­ρι­σμέ­νους, Δέν πρέ­πει ὅ­μως νά ξε­χνοῦ­με ὅ­τι κά­θε ἕ­νας πού πο­θεῖ νά ἀ­να­στη­θεῖ καί νά εἶ­ναι ὅ­μοι­ος τοῦ Κυ­ρί­ου, πρέ­πει νά ἀ­γνί­ζει, νά κα­θα­ρί­ζει τόν ἑ­αυ­τό του ὅ­πως καί ὀ Κύ­ριος εἶ­ναι ἀ­γνός καί κα­θα­ρός. (Ἰ­ω­άν­νου 3. 3). Σί­γου­ρα χρει­ά­ζε­ται κα­θα­ρό­τη­τα ψυ­χῆς καί σώ­μα­τος καί συμ­φι­λώ­ση μέ  τυ­χών ἐ­χθρούς μας.
Μό­νον ὅ­σοι ἀ­γω­νί­ζον­ται καί ζοῦν χρι­στι­α­νι­κή ζω­ή δι­και­οῦν­ται νά συμ­με­τέ­χουν στή θεί­α Κοι­νω­νί­α.


12.Χρειάζεται πάντοτε προετοιμασία
Ἄν εἶ­σαι ἐ­ρα­στής, ἄν ἐ­πι­θυ­μεῖς πο­λύ τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή, ἄν ἐ­πι­θυ­μεῖς νά ἔ­χεις μέ­σα σου  Αὐ­τόν πού δί­νει ἀ­θα­να­σί­α στόν ἄν­θρω­πο, θά πρέ­πει νά ζεῖς σύμ­φω­να μέ τίς ἐν­το­λές Του καί νά ἔ­χεις ἕ­να συ­νε­χή ἀ­γώ­να ἐ­ναν­τί­ον τῆς ἁ­μαρ­τί­ας.Νά μήν  κυ­ρι­εύ­ε­σαι πο­τέ ἀ­πό τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά. Καί οὕ­τε νά χά­νεις τόν χρό­νο σου σέ θε­ά­μα­τα ἤ καί σέ ἀ­νώ­φε­λα πράγ­μα­τα, ἀλ­λά νά τόν χρη­σι­μο­ποι­εῖς γιά ἐρ­γα­σί­α πνευ­μα­τι­κή καί πρός ὤ­φε­λος αἰ­ώ­νιον τῆς ψυ­χῆς σου.Νά προ­σέ­χεις πε­ρισ­σό­τε­ρο τά αἰ­ώ­νια καί λι­γό­τε­ρο τά πρό­σκαι­ρα καί ἐ­φή­με­ρα.
Πρέ­πει νά ἔ­χου­με τήν  ἴ­δια γνώ­μη μέ Ἐ­κεῖ­νον πού κοι­νω­νοῦ­με τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα Του, καί νά μήν εἴ­μα­στε ἀ­πό τή μιά ἑ­νω­μέ­νοι διά τῆς θεί­ας Κοι­νω­νί­ας, καί ἀ­πό τήν ἄλ­λην δι­η­ρε­μέ­νοι μέ τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας.Ἕ­να χρέ­ος ἔ­χο­μεν ὅ­λοι νά ἐ­φαρ­μό­ζου­με τίς ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ καί νά προ­σαρ­μό­ζου­με τό βί­ο μας σύμ­φω­να μέ τήν ἀ­ρέ­σκειά Του.
Ἐ­κεῖ­νο πού μᾶς προ­ε­τοι­μά­ζει ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κά γιά τούς  πνευ­μα­τι­κούς μας ἀ­γῶ­νες σ’ ὅ­λες τίς πε­ρι­πτώ­σεις, εἶ­ναι ὁ πό­θος γι’ αὐ­τά πού ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε.
 Ἐ­πί­σης θά πρέ­πει νά συμ­βου­λεύ­ε­σαι πάν­το­τε τή  συ­νεί­δη­σή σου καί ὅ­ταν σέ κα­τη­γο­ρεῖ νά τρέ­χεις νά τήν κα­θα­ρί­ζεις μέ την ε­ξο­μο­λό­γη­σή σου. Για­τί λέ­γει ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης «ὅ­ταν σέ κα­τη­γο­ρεῖ ἡ συ­νεί­δη­σή σου δέν ἔ­χεις παρρησία στό Θε­ό.»
Θά θέ­λεις σί­γου­ρα νά μά­θεις πε­ρισ­σό­τε­ρα γιά τό θέ­μα τῆς προ­ε­τοι­μα­σί­ας τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας.
 Ἄν με­λε­τᾶς τό  λό­γο τοῦ Θε­οῦ θά μά­θεις τί θέ­λει ἀ­πό σέ­να γιά νά τοῦ εἶ­σαι ἀ­ρε­στός. Με­ρι­κά ὅ­μως ἀ­πό αὐ­τά θά σοῦ εἰ­πῶ κι’ ε­γώ γιά νά σέ βο­η­θή­σω.
1. Χρει­ά­ζε­ται πρῶ­τα μιά αὐ­το­γνω­σί­α καί εἶ­μαι βέ­βαι­ος ὅ­τι θά ἀν­τι­λη­φθεῖς τήν κα­τά­στα­ση πού βρί­σκε­σαι, για­τί ἡ συ­νεί­δη­σή σου θά σέ πλη­ρο­φο­ρή­σει.Χρει­ά­ζε­ται αὐ­το­έ­λεγ­χος καί αὐ­το­κα­τη­γο­ρί­α. Αὐ­τός πού κα­τη­γο­ρεῖ τόν ἑ­αυ­τό του ὠ­φε­λεῖ­ται δι­πλά. Καί τά ἁ­μαρ­τή­μα­τά του γνω­ρί­ζει, ἀλ­λά καί στό μέλ­λον γί­νε­ται πιό ἀ­πρό­θυ­μος νά ἁμα­ρτή­σει.
2, Νά πι­στέ­ψεις ἐκ βά­θους ψυ­χῆς ὅ­τι ὁ Θε­άν­θρω­πος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός εἶ­ναι ὁ Σω­τή­ρας καί Λυ­τρω­τής τοῦ κό­σμου καί τῆς δι­κῆς σου ψυ­χῆς.Καί ὅ­τι μιά μέ­ρα ἀρ­γά ἤ γρή­γο­ρα θά ἔλ­θει πά­λιν σάν Βα­σι­λιάς καί φο­βε­ρός Κρι­τής γιά νά πλη­ρώ­σει τον κά­θε ἄν­θρω­πο ἀ­νά­λο­γα μέ τήν ἐρ­γα­σί­α του καί τή συμ­πε­ρι­φο­ρά του στόν κό­σμο αὐ­τό.
3. Νά πο­θή­σει ἡ ψυ­χή σου τόν πλά­στη της καί τήν αἰ­ώ­νια βα­σι­λεί­α πού ἐ­τοί­μα­σε γιά σέ­να.Γιά νά ἐ­νι­σχύ­σεις αὐ­τό τόν πό­θο καί νά τόν θερ­μά­νεις θά σέ συμ­βού­λευ­α νά  δι­α­βά­ζεις τό βί­ο καί τήν πο­λι­τεί­α τῶν ἁ­γί­ων μας καί νά τούς μι­μεῖ­σαι, για­τί ὁ βί­ος τους εἶ­ναι ἡ ζω­ή τοῦ Χρι­στοῦ πού πα­ρα­τεί­νε­ται στούς αἰ­ῶ­νες.
4. Νά εἶ­σαι βέ­βαι­ος καί πάν­το­τε νά τό θυ­μᾶ­σαι ὅ­τι εἶ­σαι ξέ­νος καί πα­ρε­πί­δη­μος στή γῆ αὐ­τή καί τί­πο­τα δέν εἶ­ναι δι­κό σου.
5. Ἐ­κεῖ­νο πού ἐ­σύ μι­σεῖς μήν τό κά­νεις σέ ἄλ­λους. Καί ὅ­σα θέ­λεις νά  κά­νουν οἱ ἄλ­λοι γιά σέ­να, αὐ­τά νά κά­νεις καί ἐ­σύ στούς ἄλ­λους συ­ναν­θρώ­πους σου, ὅ­πως εἶ­πε καί ὁ Κύ­ριος στό Εὐ­αγ­γέ­λιο.
6. Νά βλέ­πεις τόν κά­θε ἄν­θρω­πο σάν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ καί ἀ­δελ­φό σου, καί νά ἐκ­δη­λώ­νεις τήν ἀ­γά­πη καί τή συμ­πά­θειά σου μέ ἔρ­γα στό συ­νάν­θρω­πό σου.
7. Νά εἶ­σαι βέ­βαι­ος ὅ­τι τά ἀ­γα­θά τοῦ κό­σμου τού­του ὄ­σο με­γά­λα και θαυ­μα­στά κι’ ἄν εἶ­ναι ἔ­χουν ἡ­με­ρο­μη­νί­α λή­ξε­ως. Δέν εἶ­ναι δι­κά σου, ἀλ­λά δῶ­ρο τῆς Θεί­ας Πρό­νοι­ας καί μᾶς τά πα­ρέ­χει γιά τή σύν­το­μη δι­α­βί­ω­σή μας  στόν κό­σμο αὐ­τό. Ἑ­πο­μέ­νως δέ θά πρέ­πει νά μᾶς ἀ­πορ­ρο­φοῦν νά μᾶς ἐγ­κλω­βί­ζουν καί νά μᾶς ἀ­πο­μα­κρύ­νουν ἀ­πό τήν προ­σπά­θεια τῆς σω­τη­ρί­ας μας. Εἶ­ναι γιά τοῦ­το πού ὁ Δαυ­ΐδ γρά­φει στούς ψαλ­μούς «πλοῦ­τος ἐ­άν ρέ­ει μή προ­στί­θε­σθε καρ­δί­αν» δη­λα­δή καί νά τρέ­χει ὁ πλοῦ­τος σάν τό πο­τά­μι μήν τοῦ δώ­σει τήν  καρ­διά σου, νά μήν σέ κυ­ρι­εύ­σει.
8. Βέ­βαι­α ὅ­ταν πά­ρεις τήν ἀ­πό­φα­ση νά ἐ­φαρ­μό­σεις τά πιό πά­νω νά εἶ­σαι βέ­βαι­ος ὅ­τι θά δε­χθεῖς καί θά δέ­χε­σαι κα­θη­με­ρι­νά με­γά­λους πει­ρα­σμούς καί προ­κλή­σεις,εὐ­χά­ρι­στες καί πα­ρα­πλα­νη­τι­κές ὑ­πο­σχέ­σεις ἀ­πό τό δι­ά­βο­λο. Θά σοῦ ὑ­πο­βάλ­λει λο­γι­σμούς γιά νά σέ πα­ρα­σύ­ρει, ἐ­σύ ὅ­μως μήν τό πι­στεὐ­εις για­τί εἶ­ναι πλά­νος καί συ­κο­φάν­της. Κά­θε σου σκέ­ψη καί κά­θε λο­γι­σμό νά τό περ­νᾶς ἀ­πό τό φίλ­τρο τοῦ θεί­ου θε­λή­μα­τος. Για νά πά­ρεις ἐ­νί­σχυ­ση καί πα­ρη­γο­ρί­α καί φω­τι­σμό, νά μά­θεις νά βά­ζεις κά­τω τά γό­να­τα καί νά ἀ­πευ­θύ­νε­σαι στόν Πλά­στη μας  μέ τήν προ­σευ­χή σου καί θά λαμ­βά­νεις ἐ­νί­σχυ­ση και προ­στα­σί­α.
9. Ὁ Κύ­ριος μᾶς προ­τρέ­πει νά μεί­νου­με κον­τά Του καί θα εἶ­ναι κι’ Αὐ­τός κον­τά μας. Καί αὐ­τό θά τό κα­τα­φέ­ρεις, ἐ­άν ἔ­χεις τόν λό­γο Του σάν λυ­χνά­ρι στά πό­δια σου καί σάν φῶς στό δρό­μο σου, ὅ­πως τόν εἶ­χε ὁ Δαυ¾δ καί τό­σοι ἄλ­λοι πού εὐ­α­ρέ­στη­σαν στον Κύ­ριο.
10. Νά θυ­μᾶ­σαι ὁ­τι ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ λέ­γει: «Οἱ μα­κρύ­νον­τες ἑ­αυ­τούς ἀ­πό σοῦ ἀ­πο­λοῦν­ται» Δη­λα­δή Θε­έ μου, αὐ­τοί πού  φεύ­γουν μα­κριά σου χά­νον­ται.
11.Πρέ­πει νά ἔ­χεις τα­κτι­κό ἐ­ξο­μο­λό­γο πού θά σέ δι­δά­σκει καί θά σέ κα­θο­δη­γεῖ στό θέ­μα αὐ­τό τῆς προ­ε­τοι­μα­σί­ας. Ἄ­κου­σε λοι­πόν: Ὅ­ταν θά πά­εις νά κοι­νω­νή­σεις,πρέ­πει νά  εἶ­σαι ἐ­ξο­μο­λο­γη­μέ­νος καί νά ἔ­χεις ἐγ­κρά­τεια καί προ­σευ­χή. Τό Σάβ­βα­το τό με­ση­μέ­ρι θά πά­ρεις λα­δε­ρό φα­γη­τό. Τό βρά­δυ ἐ­λα­φρό δεῖ­πνο χωρίς λάδι, καί πρίν πά­εις γιά ὔ­πνο θά δι­α­βά­σεις τό Μι­κρό Ἀ­πό­δει­πνο. Με­τά τή δο­ξο­λο­γί­α θά δι­α­βά­σεις τήν Ἀ­κο­λου­θί­α τῆς Θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως, και θά τε­λει­ώ­σεις τό Ἀ­πό­δει­πνο. Δέν θά βγεῖς  σέ κα­μιά ἔ­ξο­δο, ἀλ­λά νά κοι­μη­θεῖς νω­ρίς γιά νά ξυ­πνή­σεις τό πρω¾ κε­φά­τος νά  πά­εις στήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Ἰ­δι­αί­τε­ρη νη­στεί­α δέν ὑ­πάρ­χει πρίν τή θεί­α Κοι­νω­νί­α. Πρέ­πει ὅ­μως νά ἐ­φαρ­μό­ζει ὁ χρι­στια­νός τίς νη­στεῖ­ες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Τε­τάρ­της καί Πα­ρα­σκευ­ῆς, ὅ­ταν μπο­ρεῖ. Καί ὅ­ταν πρό­κει­ται νά κοι­νω­νή­σει νά κά­νει του­λά­χι­στο καί δυ­ό τρε­ῑς μέ­ρες νη­στεί­α.
Τά ἀ­δρό­γυ­να πρέ­πει νά εἶ­ναι κα­θα­ρά τρεῖς μέ­ρες πρίν τή θεί­α Κοι­νω­νί­α, ἀλ­λά καί με­τά τή θεί­α Κοι­νω­νί­α νά  προ­σπα­θοῦν νά κά­νουν κά­ποι­α ἐγ­κρά­τεια, για­τί ἐ­πι­βάλ­λε­ται κά­τι τέ­τοι­ο.
12. Στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, τή στιγ­μή πού ὁ Λει­τουρ­γός ἐκ­φω­νεῖ τό: «Πρό­σχω­μεν, τά Ἅ­για τοῖς ἁ­γί­οις»,  θά δι­α­βά­σεις τίς εὐ­χές τῆς Θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως «Πί­στεύ­ω Κύ­ρι­ε, καί ὀ­μο­λο­γῶ.­.­.» μέ­χρι πού  θά κλη­θεῖς «Με­τά φό­βου Θε­οῦ.­.» νά πά­εις νά κοι­νω­νή­σεις.
13.Στό Μυ­στή­ριο πρέ­πει νά πη­γαί­νεις ντυ­μέ­νος κα­τάλ­λη­λα. Αὐ­τό θά πρέ­πει νά τό προ­σέ­ξουν ἰ­δι­αί­τε­ρα οἱ γυ­ναῖ­κες, νά ντύ­νον­ται μέ γυ­ναι­κεί­α στο­λή, χω­ρίς βα­ψί­μα­τα, καί μέ κάλ­λυ­μα στήν κε­φα­λή,για­τί ἔ­τσι φα­νε­ρώ­νουν τήν ὑ­πο­τα­γή τους στόν Κύ­ριο, ἀλ­λά καί ν­τρο­πή γιά τούς ἀγ­γέ­λους.Οἱ χρι­στια­νοί πρέ­πει να πη­γαί­νουν στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α μέ τήν  ἀ­πό­λυ­τη πί­στη ὅ­τι κοι­νω­νοῦν τό Σῶ­μα ἐ­κεῖ­νο τοῦ Λυ­τρω­τή μας, πού ἐ­πα­θε γιά νά σώ­σει τόν κό­σμο. Χω­ρίς αὐ­τή τή  ζων­τα­νή καί βέ­βαι­η πί­στι δέν ὠ­φε­λεῖ­ται κα­νέ­νας.
14. Εἶ­σαι ἤ­δη κον­τά στό ἅ­γιο Πο­τή­ριο, βά­λε τόν σταυ­ρό σου, πά­ρε τό μά­κτρο (τό μαν­τή­λι) βά­λε­το κά­τω ἀ­πό τό μά­γου­λό σου. Ὅ­ταν με­τα­λά­βεις σκού­πι­σε τά χεί­λη σου μέ τό μά­κτρο, καί δῶ­σε το στόν ἑ­πό­με­νο. Πή­γαι­νε στή θέ­ση σου καί  ἄν μπο­ρέ­σεις δι­ά­βα­σε τή θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α, ἤ θά τήν δι­α­βά­σεις στό σπί­τι σου, δέ θά ἀ­με­λή­σεις για­τί ση­μαί­νει ἀ­γνω­μο­σύ­νη, ἀ­χα­ρι­στί­α.
Τώ­ρα ἑ­νώ­θη­κες μέ τόν Κύ­ριο καί μέ τούς  ἄλ­λους πού κοι­νώ­νη­σαν. Ἀ­πο­τε­λεῖς γνή­σιο καί­ ζων­τα­νό μέ­λος τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἔ­γι­νες χρι­στο­φό­ρος καί θε­ο­φό­ρος.
 Χρι­στια­νέ, θά πρέ­πει νά γνω­ρί­ζεις ὅ­τι με­τά τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α νά εἶ­σαι προ­σε­κτι­κός νά μήν πλη­γω­θεῖς καί τρέ­ξει αἶ­μα, Ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α δέ πη­γαί­νει στο στο­μά­χι καί στόν ἀ­φε­δρώ­να, ἀλ­λά κα­τευ­θεῖ­αν στό αἷ­μα καί ζω­ο­γο­νεῖ τήν ψυ­χή. καί εὐ­ερ­γε­τεῖ ὅ­λον τόν ἄν­θρω­πο.
M­ε­τά τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α θά πρέ­πει νά εἶ­σαι ἐγ­κρα­τής καί προ­σε­κτι­κός νά μή βε­βη­λώ­σεις τόν ἁ­για­σμό σου μέ κα­μιά ἁ­μαρ­τί­α. Γιά νά δι­α­φυ­λά­ξεις τόν ἑ­αυ­τό σου καί νά εἰ­σέλ­θεις στή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ.  Χρει­ά­ζε­ται προ­σο­χή κό­πος καί ἀ­γώ­νας συ­νε­χής, αὐ­τό μήν τό ξε­χνᾶς. Ὁ Χρι­στός ὑ­πο­σχέ­θη­κε σταυ­ρό καί ὄ­χι κα­λο­πέ­ρα­ση στούς ὁ­πα­δούς Του. Να τό θυ­μᾶ­σαι αὐ­τό γιά νά μήν  ὑ­πο­χω­ρεῖς στά ἐμ­πό­δια πού  βάλ­λει ὁ ἐ­χθρός.
Νά μή φο­βᾶ­σαι κα­θό­λου, ἀλ­λά νά σκέ­φτε­σαι ὅ­τι εἶ­ναι μα­ζί σου ὁ Κύ­ριος  ἕ­τοι­μος σέ κά­θε στιγ­μή νά σέ στη­ρί­ξει. Κι’ ἀ­κό­μα ἄν πέ­σεις σέ ἀ­κού­σια ἀ­μαρ­τή­μα­τα μή τρο­μά­ξεις, ἀλ­λά νά τρέ­χεις στήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α. Αὐ­τό πρέ­πει νά εἶ­ναι συ­νε­χές, για­τί δέ θά πά­ψεις νά  ἁ­μαρ­τά­νεις, ἔ­στω καί σέ κά­τι μι­κρό ἐν ὅ­σω εἶ­ναι τά μά­τια σου ἀ­νοι­χτά. Ἑ­σύ θά ἀ­γω­νί­ζε­σαι, θά πέ­φτεις καί θά ση­κώ­νε­σαι συ­νε­χῶς καί ὁ Κύ­ριος σί­γου­ρα θά ἐ­λε­ή­σει ὅ­σους ἀ­γω­νί­ζον­ται. Θά δι­α­λέ­ξει τήν ὥ­ρα πού θά εἶ­σαι κα­θα­ρός καί θά σέ πά­ρει κον­τά Του νά σοῦ γλυ­κά­νει τίς δύ­σκο­λες στιγ­μές πού πέ­ρα­σες ἀ­γω­νι­ζό­με­νος
Θέ­λω νά σέ προ­ει­δο­ποι­ή­σω,ἐ­πα­να­λαμ­βά­νον­τας, γιά πά­γί­δα πού ὁ ἐ­χθρός μᾶς βά­ζει καί πρέ­πει νά τήν γνω­ρί­ζεις.  Εἶ­ναι πολ­λοί ἐ­κεῖ­νοι πού ἀ­πο­φεύ­γουν τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α μέ τήν  πρό­φα­ση «Μα εἶ­μαι ἁ­μαρ­τω­λός καί ἀ­νά­ξιος, πῶς θά κοι­νω­νή­σω;» Αὐ­τό εἶ­ναι τοῦ πο­νη­ροῦ ἀ­δελ­φέ μου. Σί­γου­ρα εἶ­σαι ἁ­μαρ­τω­λός. Ἀλ­λά ὁ Χρι­στός ἦλ­θε γιά τούς ἁ­μαρ­τω­λούς. Κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος δέ θά ἀ­παλ­λα­χθεῖ ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α ἐν ὅ­σο εἶ­ναι τά μά­τια του ἀ­νοι­χτά. Θά ἔ­χου­με ἔ­στω καί μι­κρά πε­σί­μα­τα στή ζω­ή μας, θά ἔ­χου­με καί πλη­γές για­τί ἔ­χου­με πό­λε­μο συ­νε­χή. Καί αὐ­τοί οἰ ἅ­γιοί μας ἀ­κό­μα δέν ἦ­ταν τε­λεί­ως ἀ­πα­λλαγ­μέ­νοι για­τί ἦσαν ἄν­θρω­ποι. Δέν γί­νε­ται νά πο­λε­μᾶς σ’ ό­λη σου τή ζω­ή καί νά μήν δέ­χε­σαι τραύ­μα­τα ἔ­στω καί μι­κρά.
 Ὁ Κύ­ριος μᾶς ἔ­στη­σε Θε­ρα­πευ­τή­ριο καί ὅ­ταν πλη­γω­θοῦ­με νά τρέ­χου­με γιά θε­ρα­πεί­α. Ἡ τα­κτι­κή με­τά­νοι­α καί ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί ἡ συ­χνή Θεί­α Κοι­νω­νί­α θε­ρα­πεύ­ουν τίς πλη­γές καί ἀ­ξι­ώ­νουν τόν ἄ­θρω­πο νά γευ­θεῖ τήν ά­γά­πη τοῦ Θε­οῦ.  Προ­σπά­θεια καί θάρ­ρος καί πί­στη στόν ἀ­γώ­να χρει­ά­ζε­ται καί ὁ Κύ­ριος θά τά εὐ­λο­γή­σει καί θά σέ ἀ­μεί­ψει στή βα­σι­λεί­α Του
Στή ζω­ή αὐ­τή πρέ­πει νά ἔχουμε συ­νε­χῶς στήν σκέ­ψη μας, τήν προ­ε­τοι­μα­σία καί τήν προ­σέ­λευ­ση μας στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α. Τά ἄλ­λα θά τά ἔ­χου­με σέ δεύ­τε­ρη μοί­ρα. Θά κά­νου­με βέ­βαι­α κά­ποι­α προ­σπά­θεια καί γι’  αὐ­τά χω­ρίς ἆγ­χος καί ἀ­γω­νί­α. Θά προ­σπα­θοῦ­με ὅ­σο χρει­ά­ζε­ται νά ἔ­χου­με τά ἀ­ναγ­καῖ­α στά ὁ­ποῖ­α καί ὁ Κύ­ριος θά εἶ­ναι βο­η­θός καί θά πα­ρέ­χει αὐ­τά πού θα χρεια­σθοῦν. Γι’ αὐ­τό νἆ­σαι βέ­βαι­ος.






13.Αντί ἐπιλόγου


 Ἀ­γα­πη­τέ ἀ­να­γνώ­στη
Ἄν θέ­λεις νά ὀ­νο­μά­ζε­σαι καί νά εἶ­σαι πραγ­μα­τι­κός Χρι­στια­νός καί ἄ­ξιος νά φέ­ρεις τό ὄ­νο­μα αὐ­τό, ἀ­πό­βα­λε σάν ἄλ­λο ἔν­δυ­μα τά δι­ά­φο­ρα κα­κά πά­θη ἤ συ­νή­θει­ες πού  ἔ­χεις ἀ­κό­μα, Ἐ­λευ­θε­ρώ­σου ἀ­πό ἐ­κεῖ­να τά ὑ­λι­κά πράγ­μα­τα πού σέ κρα­τοῦν δέ­σμιο, καί προ­σάρ­μο­σε τή ζω­ή σου μέ τό θέ­λη­μα τοῦ Πλά­στη σου καί νά εἶ­σαι βέ­βαι­ος ὄ­τι θά βγεῖς κερ­δι­σμέ­νος.
Εἶ­ναι με­γά­λο τό ἀ­ξί­ω­μά σου ἄν­θρω­πε καί ξε­περ­νᾶ κά­θε ποι­κι­λί­α τῆς κτί­σε­ως. Πρό­σε­ξε πό­σο πλα­τύς καί λαμ­πε­ρός εἶ­ναι ὁ οὐ­ρα­νός καί δέν εὐ­α­ρε­στή­θη­κε ὁ Κύ­ριος νά ἀ­να­παυ­θεῖ καί πα­ρα­βλέ­πει τά πάν­τα καί ἀ­να­παύ­ε­ται μό­νο σέ καρ­διά ἀν­θρώ­που μέ ἀ­γα­θούς λο­γι­σμούς. Μό­νο ἐ­σύ δι­α­λέ­χθη­κες νά γί­νεις να­ός τῆς θε­ό­τη­τος γιά νά κα­τα­σκη­νώ­σει ὁ Θε­ός, δι­ό­τι λέ­γει «Σέ ποι­όν θά προ­τι­μή­σω πα­ρά μό­νο τόν πρᾶ­ο καί ἤ­συ­χο ἄν­θρω­πο πού τρέ­μει τούς λό­γους μου». Ἐ­σύ εἶ­σαι κτῆ­μα Θε­οῦ, ἐ­σύ εἶ­σαι κλη­ρο­νο­μιά τοῦ βα­σι­λιά. Μήν τόν κα­τα­φρο­νή­σεις ὠ ἄν­θρω­πε, ἀλ­λά ἄρ­χι­σε τόν ἀ­γώ­να καί ἀ­γω­νί­ζου γιά νά πά­ρεις τό στε­φά­νι τῆς νί­κης καί νά ἀ­να­παυ­θεῖς στή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, στόν ὁ­ποῖ­ο πρέ­πει ὅ­λη ἡ δό­ξα  ἡ τι­μή και προ­σκύ­νη­ση στόν αἰ­ῶ­να τον ἅ­παν­τα. Ἀ­μήν.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου