Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

ΠΕΡΙ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ



Χαραλάμπους Νεοφύτου

Πρεσβυτέρου




ΠΕΡΙ

ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ



«Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει καγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. 6. 56)





Περιεχόμενα

Γιά τόν ἀναγνώστη

συμ­με­το­χή τῶν χρι­στια­νῶν στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α τοῦ Σώ­μα­τος καί Αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου μέ ἀ­πα­σχο­λοῦ­σε, για­τί σαν ἐ­ξο­μο­λό­γος δέν εἴ­μουν ἰ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος μ’ αὐ­τά πού ὅ­λοι οἱ ἐ­ξο­μο­λό­γοι σή­με­ρα ἐ­φαρ­μό­ζουμε γιά τό Θέ­μα. Δέν εἶ­χα ὅ­μως καί κά­τι συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­πό τούς Πα­τέ­ρες, πα­ρά μό­νο τά γε­νι­κά πού κυ­κλο­φο­ροῦν με­τα­ξύ μας καί πού δέν εἶ­ναι ἀρ­κε­τά γιά νά το­πο­θε­τη­θεῖ κά­ποι­ος στά σί­γου­ρα,καί ὄ­χι μό­νο εἶ­ναι ἀ­νε­παρ­κεῖ,ἀλ­λά καί δί­νουν δι­α­φο­ρε­τι­κή κα­τεύ­θυν­ση.
 Ἔ­τσι ψά­χνον­τας καί με­λε­τών­τας τά πα­τε­ρι­κά κεί­με­να βρῆ­κα στόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τόν Χρυ­σό­στο­μο, καί στή συ­νέ­χεια σέ ἄλ­λα πα­τε­ρι­κά κεί­με­να, αὐ­τό πού ζη­τοῦ­σα καί με­τέ­φε­ρα ὅ­λα τά σχε­τι­κά στίς λί­γες σε­λί­δες πού ἀ­κο­λου­θοῦν.
Ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α λοι­πόν δέν εἶ­ναι τί­πο­τα ἄλ­λο πα­ρά μό­νο ἡ ἑ­τοι­μα­σί­α πνευ­μα­τι­κῆς Τρά­πε­ζας στήν ὁ­ποί­α θά πρέ­πει νά πα­ρα­κα­θί­σουν ὅ­σοι πα­ρί­σταν­ται γιά νά θρέ­ψουν καί νά ἀ­να­ζω­ο­γο­νή­σουν τῆς ἀ­δύ­να­τες καί πλη­γω­μέ­νες ψυ­χές τους, Ἡ Θεία Μετάληψη εἶναι τό φάρμακο πού θά θεραπεύσει τά τραύματα τῆς ψυχῆς γιά νά  μπορέσει ὀ χριστιανός νά βαδίσει τό δρόμο πού ὁδηγεῖ στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Μέ τή συμ­με­το­χή στή θεί­α κοι­νω­νί­α ὁ χρι­στια­νός ἑ­νώ­νε­ται μέ τόν Χρι­στό καί ἀ­φοῦ ὁ χρι­στια­νός ἑ­νω­θεῖ μέ τό Χρι­στό τό­τε φεύ­γει ἀ­πό αὐ­τόν ὁ πνευ­μα­τι­κός θά­να­τος. Δέ γίνεται λοιπόν νά παρακολουθείς τή Θεία Λειτουργία καί νά μή συμμετάσχεις στήν θεία Τράπεζα.
Μιά ἐ­ρώ­τη­ση ί­σως πού θά προ­βλη­θεῖ : Μά εἶ­ναι ἄ­ξιος ὁ πάν­τα ἁ­μαρ­τω­λός ἄν­θρω­πος νά κοι­νω­νᾶ σέ κά­θε Θεί­α Λει­τουρ­γί­α; Ἐ­δῶ ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι ἡ με­γά­λη σύγ­χι­ση. Δέν ἐμ­πο­δί­ζουν τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α ὅ­λα τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα, καί ἐ­δῶ εἶ­ναι ἡ εὐ­θύ­νη τοῦ ἐ­ξο­μο­λό­γου. Αὐ­τά ξε­κα­θα­ρί­ζον­ται στή συ­νέ­χεια μέ πολύ ἁπλές σκέψεις καί φράσεις γιά νά τά καταλάβουν ὅλοι.
Ἐλπἰζω τό κείμενο αὐτό νά διαφωτίσει τόσο τούς ἐξομολόγους ὄσο καί τούς χριστανούς, γιά νά μήν στεροῦνται ἄδικα τή μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἴματος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.

1.Ἡ μέριμνα τοῦ Κυρίου γιά τήν ἐκκλησία


Ὁ Πα­νά­γα­θος Θε­ός ὅ­ταν ἠ­θέ­λη­σε νά δη­μι­ουρ­γή­σει τόν ἄν­θρω­πο, με­ρί­μνη­σε καί δη­μι­ούρ­γη­σε ἕ­να πα­ρά­δει­σο ἂπό πρίν, γιά νά τοῦ κά­νει τή ζω­ή εὔ­κο­λη καί εὐ­χά­ρι­στη.Ἔ­τσι ὄ­ταν δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ὁ  Ἀ­δάμ καί ἡ Εὔ­α βρῆ­καν ὅ,τι χρει­ά­ζον­τα γιά νά εἶ­ναι ἡ ζω­ή τους χα­ρού­με­νη και εὐ­τυ­χι­σμέ­νη.
            Κα­τά τόν ἴ­δι­ο τρό­πο καί ὁ Σω­τῆ­ρας καί λυ­τρω­τής μας, Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὅ­ταν ἔ­πρε­πε νά  συ­κρο­τή­σει τήν ἐκ­κλη­σί­α, τό δι­κό του σῶ­μα, γι­ά τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­πα­θε, ἀ­πέ­θα­νε καί ἀ­να­στή­θη­κε, με­ρί­μνη­σε, αὐ­τό τό σῶ­μα, τήν  ἐκ­κλη­σί­α νά την ἐ­φο­δι­ά­σει μέ ὅ,τι πρᾶγ­μα θά χρει­α­ζό­ταν γι­ά νά ζή­σει καί νά ἐ­πι­βι­ώ­σει καί νά κα­τορ­θώ­σει τή σω­τη­ρί­α, τήν ὀ­λο­κλή­ρω­σή της.
2.Τά ἐφόδια τῆς ἐκκλησίας
Ποι­ά ἦ­ταν λοι­πόν, τά ἐ­φό­δι­α πού ἑ­τοί­μα­σε ἀ­πό πρίν, ὤ­στε ὄ­ταν θά συγ­κρο­τοῦ­σε τήν ἐκ­κλη­σί­α θά τήν κα­θά­ρι­ζε, θά τήν στή­ρι­ζε καί θά γι­νό­ταν ἱ­κα­νή νά φτά­σει στόν σκο­πό της; Τό κυ­ρι­ώ­τε­ρο ἐ­φό­δι­ο πού θά ἔ­τρε­φε καί θά στή­ρι­ζε καί θά κα­θά­ρι­ζε τήν ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τό σῶ­μα Του καί τό αἷ­μα Του. Πό­θεν φαί­νε­ται αὐ­τό; Τά πι­ό κά­τω μαρ­τυ­ροῦν τοῦ λό­γου τό ἀ­λη­θές.
Ὄ­ταν ἀ­κό­μα ζοῦ­σε ὁ Κύ­ριος ἔ­λε­γε: «Ἐ­γώ εἶ­μαι ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς.­..ἐ­άν κα­νείς φά­γη ἀ­π’ αὐ­τόν τόν ἄρ­τον, θά ζῆ αἰ­ω­νί­ως»( Ἰ­ω­άν. Στ΄ 48-51) Ὁ Ἴ­διος πά­λιν λέ­γει: «Ἀ­λη­θι­νά, ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­γω, ἐ­άν δέν φά­γε­τε τή σάρ­κα τοῦ  Υἱ­οῦ τοῦ ἀν­θρώ­που καί δέν πί­ε­τε τό αἷ­μα του, δέν θά ἔ­χε­τε ζω­ή μέ­σα σας» Ἀ­κό­μα αὐ­τός πού  με­τα­λαμ­βά­νει τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου, ἑ­νώ­νε­ται μα­ζί Του. «Ὁ τρώ­γων μου τήν σάρ­κα καί πί­νων μου τό αἷ­μα, ἐν ἐ­μοί μέ­νει κἀ­γώ ἐν αὐ­τῷ» (Ἰ­ω­άν. Στ΄ 54). Καί λί­γες μέ­ρες πρίν τή σταύ­ρω­σή Του,  πα­ρέ­δω­σε καί ἐ­θε­σμο­θέ­τη­σε τό αἰ­ώ­νιο Δεῖ­πνο, ἔ­δει­ξε τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ο θά γι­νό­ταν στό μέλ­λο τό θεῖ­ο Δεῖ­πνο γιά να τρέ­φον­ται οἱ πι­στοί.( Ματθ. κστ΄ 26-28)
Παραθέτουμε στή συνέχεια  αὐτούσια την προσπάθεια τοῦ Κυρίου νά πείσει τούς ἀκροατές Του νά τρώγουν τό Σῶμα καί νά πίνουν τό Αἷμα Του  γιά νά ζοῦνε αἰώνια.

«Εἶ­πον οὖν πρὸς αὐ­τόν· (οἱ Ἰουδαῖοι) Κύ­ρι­ε, πάν­το­τε δὸς ἡ­μῖν τὸν ἄρ­τον τοῦ­τον. »
35 εἶ­πε δὲ αὐ­τοῖς ὁ Ἰ­η­σοῦς· Ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς· ὁ ἐρ­χό­με­νος πρός με οὐ μὴ πει­νά­σῃ, καὶ ὁ πι­στε­ύ­ων εἰς ἐ­μὲ οὐ μὴ δι­ψή­σει πώ­πο­τε.
 41 Ἐ­γόγ­γυ­ζον οὖν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι πε­ρὶ αὐ­τοῦ ὅ­τι εἶ­πεν, ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ἄρ­τος ὁ κα­τα­βὰς ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ,
 48 ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς.
50 οὗ­τός ἐ­στιν ὁ ἄρ­τος ὁ ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κα­τα­βα­ί­νων, ἵ­να τις ἐξ αὐ­τοῦ φά­γῃ καὶ μὴ ἀ­πο­θά­νῃ.
 51 ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ἄρ­τος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κα­τα­βάς· ἐ­άν τις φά­γῃ ἐκ το­ύ­του τοῦ ἄρ­του, ζή­σε­ται εἰς τὸν αἰ­ῶ­να. καὶ ὁ ἄρ­τος δὲ ὃν ἐ­γὼ δώ­σω, ἡ σάρξ μού ἐ­στιν, ἣν ἐ­γὼ δώ­σω ὑ­πὲρ τῆς τοῦ κό­σμου ζω­ῆς.
52 Ἐ­μά­χον­το οὖν πρὸς ἀλ­λή­λους οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι λέ­γον­τες·   Πῶς δύ­να­ται οὗ­τος ἡ­μῖν δοῦ­ναι τὴν σάρ­κα φα­γεῖν; 53 εἶ­πεν οὖν αὐ­τοῖς ὁ Ἰ­η­σοῦς·
Ἀ­μὴν ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, ἐ­ὰν μὴ φά­γη­τε τὴν σάρ­κα τοῦ υἱ­οῦ τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ πί­η­τε αὐ­τοῦ τὸ αἷ­μα, οὐκ ἔ­χε­τε ζω­ὴν ἐν ἑ­αυ­τοῖς.
54 ὁ τρώ­γων μου τὴν σάρ­κα καὶ πί­νων μου τὸ αἷ­μα ἔ­χει ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον, καὶ ἐ­γὼ ἀ­να­στή­σω αὐ­τὸν ἐν τῇ ἐ­σχά­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ.
55 ἡ γὰρ σάρξ μου ἀ­λη­θῶς ἐ­στι βρῶ­σις, καὶ τὸ αἷ­μά μου ἀ­λη­θῶς ἐ­στι πό­σις.
56 ὁ τρώ­γων μου τὴν σάρ­κα καὶ πί­νων μου τὸ αἷ­μα ἐν ἐ­μοὶ μέ­νει, κἀ­γὼ ἐν αὐ­τῷ. 57 κα­θὼς ἀ­πέ­στει­λέ με ὁ ζῶν πα­τὴρ κἀ­γὼ ζῶ δι­ὰ τὸν πα­τέ­ρα, καὶ ὁ τρώ­γων με κἀ­κεῖ­νος ζή­σε­ται δι' ἐ­μέ.
58 οὗ­τός ἐ­στιν ὁ ἄρ­τος ὁ ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κα­τα­βάς, οὐ κα­θὼς ἔ­φα­γον οἱ πα­τέ­ρες ὑ­μῶν καὶ ἀ­πέ­θα­νον· ὁ τρώ­γων μου τοῦ­τον τὸν ἄρ­τον ζή­σε­ται εἰς τὸν αἰ­ῶ­να. (Ἰ­ω­άν. Στ΄κεφ.)
Ἀ­πό τά πι­ό πά­νω φαί­νε­ται κα­θα­ρά ὄ­τι η πρώ­τη μέ­ρι­μνα τοῦ χρι­στι­α­νοῦ πρέ­πει εἶ­ναι τό πῶς θά προ­ε­τοι­μά­ζε­ται καί νά  συμ­με­τέ­χει τα­κτι­κά στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη τοῦ  Σώ­μα­τος καί τοῦ Αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου.

   ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, γρά­φει στούς χρι­στια­νούς τῆς Κο­ρίν­θου ὅ­τι πα­ρέ­λα­βε τό μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας  Με­τα­λή­ψε­ως ἀ­πό τόν Κύ­ριο καί τό πα­ρέ­δω­κε σ’ αὐ­τούς, καί πρέ­πει νά συμ­με­τέ­χουν σω­στά, για­τί ἔ­τσι δι­α­κυ­ρήτ­τουν τό θά­να­το τοῦ Κυ­ρί­ου μέ­χρι πού θά ξα­να­έλ­θει στόν κό­σμο. (α΄Κο­ρινθ. Ι­α΄ 23-26)


Ἔτ­σι λοι­πόν ἀ­πό τήν ἀρ­χή τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῆς ἐκ­κλη­σί­ας, μα­ζεύ­ον­ταν οἱ χρι­στι­α­νοί, ἡ ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, κά­θε Κυ­ρι­α­κή σέ κά­ποι­ο μέ­ρος καί τε­λοῦ­σαν τή θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α καί με­τα­λάμ­βα­να τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ  Χρι­στοῦ,  σύμ­φω­να μέ τήν ἐν­το­λή Του, πού προ­α­να­φέ­ρα­με. Ἔτ­σι φαί­νε­ται ὅ­τι ὁ κυ­ρι­ώ­τε­ρος σκο­πός πού ἡ ἐκ­κλη­σί­α συ­νά­γε­ται μέ­σα στό να­ό εἶ­ναι ἡ τέ­λε­ση τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας καί ἡ με­τά­λη­ψη τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ ἀ­θα­να­σί­α καί ἡ θε­ο­ποί­η­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ πλη­ρο­φο­ρί­α τοῦ Ἰ­ου­στί­νου τοῦ φι­λο­σό­φου καί μάρ­τυ­ρος, στά μέ­σα τοῦ δεύ­τε­ρου αἰ­ώ­να, βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι ὅ­σοι μα­ζεύ­ον­ταν στή τέ­λε­ση τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας κοι­νω­νοῦ­σαν ὅ­λοι. Ἰ­δού τί γρά­φει στόν αὐ­το­κρά­το­ρα Ἀν­τω­νῖ­νο τόν εὐ­σε­βῆ(138-161 μΧ.­)· «­.­..προ­σφέ­ρε­ται ἄρ­τος καί οἶ­νος καί με­τά ὅ­λοι με­τα­λαμ­βά­νουν ἀ­πό τά κα­θη­γι­α­σθέν­τα καί εὐ­χα­ρι­στοῦν τό Θε­ό.» (1η Ἀ­πο­λο­γί­α).
Βλέ­που­με λοι­πόν ὅ­τι ὁ κύ­ριος σκο­πός τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας εἶ­ναι ἡ συμ­με­το­χή τοῦ κά­θε πι­στοῦ στήν Τρά­πε­ζα τοῦ Κυ­ρί­ου. Τά μνη­μό­συ­να καί τίς γι­ορ­τές τά εἰ­σά­γα­με ἀρ­γό­τε­ρα, γιά ὠ­φέ­λεια πά­λιν τῶν με­λῶν τῆς ἐκ­κλη­σί­ας, θρι­αμ­βεύ­ου­σας καί στρα­τευ­ο­μέ­νης.


Ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α λοι­πόν εἶ­ναι ἡ τρά­πε­ζα πού ἑ­τοι­μά­ζε­ται γι­ά νά θρέ­ψει τή  ψυ­χή μέ τρο­φή ἀ­θα­να­σί­ας καί αι­ώ­νι­ας ζω­ῆς. Γι­ά τοῦ­το καί ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας λέ­γει γι­ά τήν Θεί­α Κοι­νω­νί­α: «Ἀ­λη­θής πό­σις τό τί­μιον αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­λην ἐκ βά­θρων ἀ­πορ­ρι­ζοῦν τή φθο­ράν, καί ἀ­να­μο­χλεύ­ον τόν ἐν τῆ ἀν­θρω­πί­νη σάρ­κα κα­τοι­κή­σαν­τα θά­να­τον». (Βι­βλί­ο δ΄. 1.536) Με ἁ­πλᾶ λό­για, ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά σῶ­μα καί αἷ­μα Χρι­στοῦ, καί ὅ­ταν εἰ­σέλ­θει στόν ἄν­θρω­πο ξε­ρι­ζώ­νει ὁ­λο­τε­λῶς τήν φθο­ρά καί τό θά­να­το πού κα­τοι­κεῖ μέ­σα στόν σαρ­κι­κό ἄν­θρω­πο. Ἀ­να­και­νί­ζει τόν ἄν­θρω­πο ὅ­ταν ἀ­γω­νί­ζε­ται γι­ά γι­ά πε­τύ­χει τήν ἁ­γι­ό­τη­τα. 


Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως οἱ χρι­στια­νοί δέν ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται, δέν συμ­με­τέ­χουν στό με­γά­λο αὐ­τό Δεῖ­πνο τοῦ Κυ­ρί­ου,μερικοί ἀπό ἀμέλεια καί ἄλλοι ἀ­πό ἄ­γνοι­α, καί ζη­μι­ώ­νον­ται ἀ­φάν­τα­στα, ἐ­πι­κα­λού­με­νοι μι­ά ἐ­πι­ζή­μιον εὐ­λά­βει­α, κα­τά τό ἅ­γι­ο Κύ­ριλ­λο Α­λε­ξαν­δρεί­ας, τήν ὁ­ποί­αν χα­ρα­κτη­ρί­ζει «πα­γί­δα καί βρό­χον ἔρ­γον τοῦ πο­νη­ροῦ δι­α­βό­λου» Συ­νε­χί­ζον­τας λέ­γει: « Ναί μέν μπο­ρεῖ κά­ποι­ος νά πεῖ», «εἶ­ναι γραμ­μέ­νον· ὥ­στε ὅς ἄν έ­σθί­η τόν ἄρ­τον τοῦ­τον ἤ πί­νη τό πο­τή­ρι­ον τοῦ­το ἀ­να­ξί­ως, ἔ­νο­χος ἔ­σται τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου»(α΄Κορ.ι­α΄27). Ἐ­γώ λοι­πόν ἐ­ξέ­τα­σα καί βρῆ­κα τόν ἑ­αυ­τό μου ἀ­νά­ξι­ο, καί δέν κοι­νω­νῶ.» Σ’ αὐ­τόν πού λέ­γει αὐ­τά θά ἀ­κού­σει. «Πό­τε θά γί­νεις ἄ­ξιος, πό­τε θά στα­μα­τή­σεις νά γλυ­στρᾶς στήν ἁ­μαρ­τί­α; Πό­τε θά πα­ρα­στή­σεις τόν ἑ­αυ­τό σου  κα­θα­ρό ἐ­νώ­πιον τοῦ Χρι­στοῦ ὅ­ταν συ­νε­χῶς φο­βᾶ­σαι ὅ­τι θά πέ­σεις; Θά πρέ­πει νά γνω­ρί­ζεις ὅ­τι πο­τέ δέ θά στα­μα­τή­σεις νά γλυ­στρᾶς καί νά πέ­φτεις σέ κά­τι, ἑ­πο­μέ­νως δέν ἔ­χεις δί­και­ο.» Αὐ­τή λοι­πόν εἶ­ναι ἐ­πι­ζή­μιος εὐ­λά­βεια. Στή συ­νέ­χεια θά  δι­ευ­κρι­νη­σθεῖ ποι­ά θά πρέ­πει νά εἶ­ναι ἡ το­πο­θέ­τη­ση μας ἀ­πέ­ναν­τι στη Θεί­α Με­τά­λη­ψη


Ἐ­νῶ κλη­ρι­κοί και λα­ϊ­κοί θε­ο­λό­γοι, καί ἐ­ξο­μο­λό­γοι προ­τρέ­πουν κά­θε χρι­στια­νό νά ἐκ­κλη­σι­ά­ζε­ται τα­κτι­κά,  νά ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται καί νά κοι­νω­νᾶ, ἐ­λά­χι­στους χρι­στια­νούς βλέ­που­με νά προ­σέρ­χον­ται στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη, ἀλ­λά ὅ­λους τούς βλέ­που­με νά  πα­ρα­κο­λου­θοῦν τή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, πρᾶγ­μα πού κα­τά τόν  ἱ­ε­ρό Χρυ­σό­στο­μο εἶ­ναι ἄ­το­πο και ζη­μι­ο­γό­νο, ἐ­άν πα­ρα­κο­λου­θοῦν τή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί δέ συμ­με­τέ­χουν στήν Τρά­πε­ζα τοῦ Κυ­ρί­ου, χω­ρίς νά δι­α­φω­τί­ζει κα­νείς αὐ­τούς τούς  χρι­στια­νούς, ἀλ­λ’ οὔ­τε καί νά τούς κα­θο­δη­γή­σει πῶς πρέ­πει νά ἐ­νερ­γοῦν γιά νά εἶ­ναι σί­γου­ρα στό δρό­μο τῆς σω­τη­ρί­ας.
 Ἐ­πι­κρα­τεῖ μιά ἄ­γνοι­α καί ἀ­κα­τα­στα­σί­α με­τα­ξύ των χρι­στια­νῶν καί θά ἔ­πρε­πε ἡ δι­οι­κοῦ­σα ἐκ­κλη­σί­α νά ἐν­δι­α­φερ­θεῖ καί νά δι­α­φω­τί­σει τά μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Ἔ­χου­με λοι­πόν ἐ­νώ­πιόν μας μιά με­γά­λη ἄ­γνοι­α τῶν χρι­στια­νῶν ὡς πρός τό τί πραγ­μα­τι­κά εἶ­ναι ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α, ἀλ­λά, καί τό πῶς, πό­τε καί πό­σες φο­ρές θά πρέ­πει να  προ­σέρ­χον­ται στή Θεί­α με­τά­λη­ψη. Εἶ­ναι με­ρι­κοί πού  νο­μί­ζουν ὄ­τι τίς μέ­ρες τῆς Λαμ­πρῆς, τῶν Χρι­στου­γέν­νων ἤ τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων μπο­ροῦν ἐ­λεύ­θε­ρα καί χω­ρίς κα­λή προ­ε­τοι­μα­σί­α νά κοι­νω­νοῦν. Εἶ­ναι καί ἄλ­λοι πά­λιν πού ἐ­ξο­μο­λο­γοῦν­ται, ἀλ­λά τις με­γά­λες γι­ορ­τές μό­νο προ­σέρ­χον­ται στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη.  Καί οἱ μέν καί οἱ δέ χρει­ά­ζον­ται δι­α­φώ­τι­ση καί κα­ταρ­τι­σμό. Ἐ­πει­δή τό θέ­μα αὐ­τό εἶ­ναι τό με­γα­λύ­τε­ρο καί σπου­δαι­ό­τε­ρο στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή καί λα­τρευ­τι­κή μας ζω­ή, ἀ­πο­ρῶ καί δι­ε­ρω­τοῦ­μαι για­τί νά μήν  λαμ­βά­νε­ται σο­βα­ρά ὑ­πό­ψιν ἀ­πό τούς προ­ε­στῶ­τες τῆς ἐκ­κλη­σί­ας.


καί ἄλλοι Πατέρες τῆς ἐκκλησίας

Στή συ­νέ­χεια ἐ­πι­κα­λού­με­θα τόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νην τό Χρυ­σό­στο­μο γι­ά τό θέ­μα αὐ­τό:
Γι­ά τούς προ­σερ­χό­με­νους στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη με­ρι­κές φο­ρές τό χρό­νο, κα­τό­πιν ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως ἤ καί  ὅ­πως τύ­χει, ὁ ἅ­γιος Χρυ­σό­στο­μος λέ­γει: «Πολ­λούς βλέ­πω νά με­τα­λαμ­βά­νουν α­πό τό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ ἁ­πλῶς καί ὡς ἔ­τυ­χε, καί μᾶλ­λον ἀ­πό συ­νή­θειαν καί ὑ­πο­χρέ­ω­σιν, πα­ρά ἀ­πό στο­χα­σμόν καί γνῶ­σιν. Ὅ­ταν ἔλ­θῃ, λέ­γει, ὁ και­ρός τῆς ἁ­γί­ας τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, ἤ ἡ­μέ­ρα τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων, ὅ­πως κι  ἄν εἶ­ναι κα­νείς, με­τέ­χει τῶν μυ­στη­ρί­ων. Κι  ὅ­μως και­ρός γιά νά προ­σέλ­θης δέν εἶ­ναι τά Θε­ο­φά­νεια, οὔ­τε ἡ τεσ­σα­ρα­κο­στή, ἀλ­λ’ ἡ εἰ­λι­κρί­νεια καί ἡ κα­θα­ρό­της τῆς ψυ­χῆς. ὅ­ταν ἔ­χεις αὐ­τήν, πάν­το­τε νά προ­σέρ­χε­σαι, χω­ρίς αὐ­τήν πο­τέ. «Δι­ό­τι κά­θε φο­ράν πού τρώ­γε­τε τόν ἄρ­τον τοῦ­τον καί πί­νε­τε ἀ­πό τό πο­τή­ριο τοῦ­το, δι­α­κη­ρύσ­σε­τε τόν θά­να­τον τοῦ Κυ­ρί­ου ἕ­ως ὅ­του ἔλ­θει». Δη­λα­δή κά­μνε­τε ὑ­πό­μνη­σιν τῆς σω­τη­ρί­ας πού ἐ­δό­θη εἰς ἐ­σᾶς, τῆς ἰ­δι­κῆς μου εὐ­ερ­γε­σί­ας. Σκέ­ψου, ἐ­κεῖ­νοι οἱ ὁ­ποῖ­οι με­τεῖ­χον εἰς τήν θυ­σί­αν εἰς τήν πα­λαι­άν ἐκ­κλη­σί­αν, μέ πό­ση φει­δώ προ­σήρ­χον­το∙ τί δέ ἔ­κα­μνον; Τί πα­ρέ­λει­πον; Πάν­το­τε ἐ­κα­θα­ρί­ζον­το. Ἐ­νῶ ἐ­σύ προ­σερ­χό­με­νος εἰς θυ­σί­αν, τήν ὁ­ποί­αν καί οἱ ἄγ­γε­λοι φρίτ­τουν, θε­ω­ρεῖς ὄ­τι τό πρᾶγ­μα ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τάς χρο­νι­κάς πε­ρι­ό­δους;
Καί ὁ  Σέρ­βος ἐ­πί­σκο­πος Ἀ­θα­νά­σιος Γι­έβ­τιτς, γρά­φει: Γι’ αὐ­τούς πού πα­ρευ­ρί­σκον­ται στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί δέ με­τα­λαμ­βά­νουν. « Ἄς μή νο­μί­σου­με ὅ­τι ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α εἶ­ναι, ὅ­πως συ­νή­θως γί­νε­ται, κά­τι σάν ἅ­γιο καί ἱ­ε­ρό, πού παίρ­νου­με μέ­σα μας καί τό κά­νου­με ἰ­δι­ό­τη­τά μας· εἶ­ναι ἡ φα­νέ­ρω­σις τοῦ ὅ­λου μυ­στη­ρί­ου μέ τό Θε­ό, πού προ­ϋ­πο­θέ­τει καί ἐ­λευ­θε­ρί­α καί ἀ­γώ­να. Δη­λα­δή, δυ­να­μι­κή καί ζων­τα­νή στά­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­δῶ στή γῆ ὠς υἰ­οῦ τοῦ Θε­οῦ, ὡς ἀν­τα­ξί­ου τῆς ἰ­δι­αι­τέ­ρας κτί­σε­ώς του ἀ­πό τό Θε­ό κα­τ’­εἰ­κό­να Του.Ἔ­χει κλη­θεῖ ὁ ἄν­θρω­πος στό ἐ­σχα­το­λο­γι­κό πλή­ρω­μα τῆς ἑ­νώ­σε­ώς του μέ τό Θε­ό, ἑ­νώ­σε­ως ἐν κοι­νω­νί­α προ­σώ­πων καί  ὄ­χι μί­α ἀ­πρό­σω­πη μα­κα­ρι­ό­τη­τα.» «ΦΩΣ       Ι­ΛΑ­ΡΟΝ,.σελ. 39»


Πάλιν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος  λέ­γει∙ «Ὤ τί συ­νή­θεια, ὤ τί πρό­λη­ψις! Εἰς μά­την γί­νε­ται θυ­σί­α κα­θη­με­ρι­νῶς, εἰς μά­την πα­ρι­στά­με­θα εἰς τό θυ­σι­α­στή­ριον, δι­ό­τι κα­νείς δέν με­τέ­χει.»Καί συ­νε­χί­ζει ὁ ἅγιος πα­τέ­ρας:  «Λέ­γω αὐ­τά, ὄ­χι νά με­τέ­χε­τε ὄ­πως τύ­χη, ἀλ­λά διά νά προ­ε­τοι­μά­ζε­τε τούς ἑ­αυ­τούς σας, ὥ­στε νά γί­νε­σθε ἄ­ξιοι. Δέν εἶ­σαι ἄ­ξιος τῆς θυ­σί­ας, οὔ­τε τῆς με­τα­λή­ψε­ως; Λοι­πόν δέν εἶ­σαι ἄ­ξιος οὔ­τε εἰς τάς εὐ­χάς τῆς με­τα­λή­ψε­ως νά πα­ρί­στα­σαι. Ἀ­κοῦς τόν ἱ­ε­ρέ­α νά ἵ­στα­ται καί νά λέ­γει, ὅ­σοι εὐ­ρί­σκε­σθε εἰς με­τά­νοι­αν, προ­σευ­χη­θῆ­τε ὅ­λοι. Ὅ­σοι δέν με­τέ­χουν, (στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α) εὑ­ρί­σκον­ται εἰς με­τά­νοι­αν.Ἐ­άν ἀ­νή­κεις εἰς τούς με­τα­νο­οῦν­τας, δέν πρέ­πει νά με­τά­σχης στή θεί­α με­τά­λη­ψιν· δι­ό­τι ὄ­ποι­ος δέν με­τέ­χει, ἀ­νή­κει εἰς τούς με­τα­νο­οῦν­τας.Δια­τί, ἐ­νῶ λέ­γει νά ἀ­πέλ­θε­τε ὅ­σοι δέν ἠμ­πο­ρεῖ­τε νά προ­σφέ­ρε­τε δέ­η­σιν, σύ ἵ­στα­σαι μέ θρα­σύ­τη­τα; Δέν εἶ­σαι ὅ­μως ἀ­πό τούς με­τα­νο­ο­ῡν­τας, ἀλ­λά δύ­να­σαι νά με­τά­σχης, καί δέν φρον­τί­ζεις κα­θό­λου, θε­ω­ρεῖς τό πρᾶγ­μα ὡς ἀ­σή­μαν­το; Πρό­σε­χε σέ πα­ρα­κα­λῶ∙ ἑ­τοι­μά­ζε­ται τρά­πε­ζα βα­σι­λι­κή, ὑ­πη­ρε­τοῦν εἰς τήν τρά­πε­ζαν ἄγ­γε­λοι, πα­ρευ­ρί­σκε­ται αὐ­τός ὁ ἴ­διος ὁ βα­σι­λεύς, καί σύ ἵ­στα­σαι καί χα­σμου­ρι­έ­σαι.­.. ἔρ­χε­ται (ὁ Κύ­ριος) κά­θε φο­ρά διά νά ἴ­δη ὅ­σους με­τέ­χουν, συ­νο­μι­λεῖ μέ ὅ­λους∙ καί τώ­ρα εἰς τήν συ­νεί­δη­σιν θά εἴ­πη, φί­λοι, πῶς εὑ­ρέ­θη­τε ἐ­δῶ, ἀ­φοῦ δέν ἔ­χε­τε ἔν­δυ­μα γά­μου; Δέν εἶ­πε, δια­τί ἐ­κά­θη­σες εἰς τήν τρά­πε­ζαν; ἀλ­λά πρίν κα­θί­ση, λέ­γει εἰς αὐ­τόν ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­νά­ξιος καί νά εἰ­σέλ­θῃ ἀ­κό­μη. Δι­ό­τι δέν εἶ­πε, δια­τί ἐ­κά­θη­σες, ἀλ­λά, δια­τί εἰ­σῆλ­θες; (Δές τήν πα­ρα­βο­λή τῶν βα­σι­λικῶν γά­μων).(Ματθ. Κβ΄2-14)
            Στή συ­νέ­χεια ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος σέ ἐ­κεί­νους πού  πα­ρα­κο­λου­θοῦν τή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί δέν με­τα­λαμ­βά­νουν, λέ­γει: «Αὐ­τά καί τώ­ρα λέ­γει πρός ὅ­λους ἐ­μᾶς, οἰ ὁ­ποῖ­οι μέ ἀ­ναι­σχυν­τί­αν καί μέ θρά­σος ἱ­στά­με­θα ἐ­δῶ. Δι­ό­τι ὅ­ποι­ος δέν με­τέ­χει εἰς  τά μυ­στή­ρια, εἶ­ναι ἀ­ναί­σχυν­τος καί θρα­σύς ὅ­ταν ἵ­στα­ται εἰς τό να­όν. Διά τοῦ­το ἐκ­βάλ­λον­ται ἀ­πό τό να­όν ὅ­σοι εὑ­ρί­σκον­ται εἰς κα­τά­στα­σιν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τος.­.. Εἰ­πέ μου, ἐ­άν κά­ποι­ος προ­σκε­κλη­μέ­νος εἰ τήν τρά­πε­ζαν, ἀ­φοῦ νί­ψη τάς χεῖ­ρας καί κα­θί­σῃ καί ἑ­τοι­μα­σθῇ διά τό φα­γη­τό, ὕ­στε­ρον ὅ­μως δέν με­τέ­χει, δέν προ­σβάλ­λει ἐ­κεῖ­νον ὀ ὀ­ποῖ­ος τόν ἐ­κά­λε­σε; Δέν ἦ­το κα­λύ­τε­ρον αὐ­τός νά μή ἔλ­θῃ; Ἔ­τσι λοι­πόν καί σύ ἦλ­θες, ἔ­ψαλ­λες τόν  ὔ­μνο μα­ζί μέ ὅ­λους, ὡ­μο­λό­γη­σες ὅ­τι εἶ­σαι ἄ­ξιος κα­θ’­ ὅ­σον δέν ἔ­φυ­γες μα­ζί μέ τούς ἀ­να­ξί­ους∙ πῶς ἔ­μει­νες καί δέν με­τέ­χεις εἰς τήν τρά­πε­ζαν;­.­.­.»
            Συ­νε­χί­ζον­τας προ­τρέ­πει ὅ­σους δέν θά  με­τα­λά­βουν νά μήν μεί­νουν στήν τέ­λε­ση τοῦ μυ­στη­ρί­ου∙ «ὄ­ταν ὄ­μως πα­ρευ­ρί­σκε­σαι (στό να­ό) κα­τά τήν  ὥ­ρα τοῦ μυ­στη­ρί­ου, φύ­γε ἔ­ξω∙ δι­ό­τι δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται εἰς σέ νά πα­ρα­μέ­νης πε­ρισ­σό­τε­ρον ἀ­π’ ὅ­σον ἕ­νας κα­τη­χού­με­νος.»Συ­νε­χί­ζει μέ συμ­βου­λές καί προ­τρο­πές καί λέ­γει:­«­.­..Διά νά μήν κά­νω λοι­πόν με­γα­λυ­τέ­ραν τήν ἁ­μαρ­τί­αν σας, σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, ὄ­χι νά μήν ἔρ­χε­σθε, ἀλ­λά νά κα­τα­στή­σε­τε τούς ἑ­αυ­τούς σας ἀ­ξί­ους καί τῆς πα­ρου­σί­ας σας εἰς τό να­όν καί τῆς συμ­με­το­χῆς σας εἰς τήν θεί­α με­τά­λη­ψη». (Ἀ­πό τόν τρῖ­το λό­γο τοῦ Ι­ω­άν­νου του Χρυ­σο­στό­μου στήν προς Ἐ­φε­σί­ους ἐ­πι­στο­λήν)



Πιό εἶ­ναι λοι­πόν τό συμ­πέ­ρα­σμα τῶν ὅ­σων ἀ­να­φέ­ρει ὁ ἅ­γιός μας; Σί­γου­ρα τό συμ­πέ­ρα­σμα εἶ­ναι ὅ­τι δέν γί­νε­ται νά πα­ρα­κο­λου­θεῖ κά­ποι­ος τή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α χω­ρίς νά  εἶ­ναι ἄ­ξιος νά κοι­νω­νή­σει.­
Ἐ­δῶ ὄ­μως προ­κύ­πτει ἀ­μέ­σως τό ἐ­ρώ­τη­μα∙ Τί πρέ­πει νά γί­νει; Νά μήν ἐκ­κλη­σι­α­ζό­μα­στε ἀ­φοῦ δέ θά με­τα­λά­βου­με; Στό ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τό ἡ ἀ­πἀν­τη­ση εἶ­ναι: Νά φρον­τί­ζου­με νά  κα­θα­ρι­ζό­μα­στε καί νά ἐκ­κλη­σι­α­ζό­μα­στε καί νά με­τέ­χου­με τῆς τρά­πε­ζας τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­ξί­ως, ὅ­πως γι­νό­τα­νε στήν  ἀρ­χαί­α ἐκ­κλη­σί­α∙ ἄν θέ­λου­με νά εἴ­μα­στε ζων­τα­νά μέ­λη τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἀ­πό τήν πο­λύ­χρο­νη ἐ­ξο­μο­λο­γη­τι­κή πεῖ­ρα, δι­α­πί­στω­σα ὅ­τι ἡ κα­τά­στα­ση μπο­ρεῖ νά δι­ορ­θω­θεῖ ἄν  ὄ­λοι οἱ ἐ­ξο­μο­λό­γοι ἀ­να­λά­βουν μιά συ­νε­χεῖ προ­σπά­θεια νά δι­α­φω­τί­σουν τούς χρι­στια­νούς ποι­ά εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα πού ἐμ­πο­δί­ζουν τή θεί­α Με­τά­λη­ψη καί ποι­ά εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να πού δέν ἐμ­πο­δί­ζουν τή  θεί­α Με­τά­λη­ψη.
Ἁ­μαρ­τή­μα­τα θα­νά­σι­μα πού ἐμ­πο­δί­ζουν τήν θεί­α Με­τά­λη­ψη εἶ­ναι: Φι­λαυ­τί­α, ὑ­πε­ρη­φά­νει­α, φι­λαρ­γυ­ρί­α, πορ­νεί­α, φθό­νος, γα­στρι­μαρ­γί­α, θυ­μός, μνη­σι­κα­κί­α, ἀ­μέ­λεια, κλπ. Τά με­γά­λα αὐ­τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα οἱ  πε­ρισ­σό­τε­ροι χρι­στια­νοί τά ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­καν καί κα­θα­ρί­στη­καν καί δέν τά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νουν.
Μέ­νουν λοι­πόν τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα τῶν δι­α­προ­σω­πι­κῶν σχέ­σε­ων, τά ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι μέν ἁ­μαρ­τή­μα­τα, πλη­γές, ἀλ­λά δέν προ­κα­λοῦν θά­να­το ἐ­πει­δή εὔ­κο­λα θρα­πεύ­ον­ται μέ τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση. Εἶ­ναι οἱ ἀ­δυ­να­μί­ες τῆς τρε­πτῆς μας φύ­σε­ως, οἱ ὁ­ποῖ­ες δύ­σκο­λα ἀ­πο­φεύ­γον­ται καί αὐ­τό τό γνω­ρί­ζει ὀ Κύ­ριος. Ὅ­σο καί ἄν προ­σέ­ξου­με ἡ ἀ­δύ­να­μη καί τρε­πτή μας φύ­ση θά μᾶς πα­ρα­σύ­ρει καί κά­που θά γλυ­στρή­σου­με.
            Αὐ­τό τό ἐ­πι­ση­μαί­νει καί ἡ Γρα­φή∙ ὀ Ἰ­ώβ ἔ­λε­γε: «κα­νέ­νας (ἄν­θρω­πος) δέν εἶ­ναι κα­θα­ρός ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α» (Ἰ­ώβ 3.2). Ὁ σο­φός Σο­λο­μών: «Δέν ὑ­πάρ­χει ἄν­θρω­πος πού νά μήν ἁ­μαρ­τή­σει» (Γ΄ Βα­σιλ. 8.16) κλπ. 
Θά με­τα­φέ­ρω ἐ­δῶ ἕ­να κεί­με­νο, ἀ­πό τήν ἑρ­μη­νεί­α τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του, στήν πρώ­την ἐ­πι­στο­λή τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου, στό στί­χο 7, 8, τοῦ πρώ­του κε­φα­λαί­ου, γιά πε­ρισ­σό­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση.

Λέ­γει λοι­πόν ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος:«Ἄλ­λ' ἐ­δῶ ἤ­θε­λεν ἀ­πο­ρή­ση τί­νας. Πῶς ὁ  Εὐ­αγ­γε­λι­στής οὗ­τος '­Ἰ­ω­άν­νης λέ­γει ὅ­τι τούς πε­ρι­πα­τοῦν­τας ἐν τῷ φω­τί χρι­στια­νούς, τό αἷ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ κα­θα­ρί­ζει ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­αν; Ὁ γάρ ἐν τῷ φω­τί πε­ρι­πα­τῶν δέν ἁ­μαρ­τά­νει. '­Ἐ­άν γάρ ἁ­μαρ­τά­νη, δέν πε­ρι­πα­τεῖ πλέ­ον εἰς τό φῶς; ἀλ­λά εἰς τό σκό­τος, κα­θώς εἶ­πεν ἀ­νω­τέ­ρω. Ἡ λύ­σις τῆς ἀ­πο­ρί­ας εἶ­ναι, κα­τά τόν ἱ­ε­ρόν Μη­τρο­φά­νη, ὅ­τι εἶ­πε τοῦ­το ὁ θε­ο­λό­γος, ἀ­πο­βλέ­πον­τας εἰς τήν ἀ­σθέ­νειαν τῆς ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως καί γνώ­μης, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­αν ἤ­μεῖς νι­κώ­με­νοι, θέ­λον­τες καί μή θέ­λον­τες ἁ­μαρ­τά­νο­μεν. '­Ἐ­πει­δή μέ τό νά ἔ­χω­μεν τρε­πτήν φύ­σιν, ἀ­κο­λού­θως τή τρε­πτό­τη­τι ταύ­τη, με­τα­βαλ­λό­με­θα ἀ­πό τά κα­λά εἰς τά κα­κά, καν   ἀ­πό κα­κά πά­λιν ἐ­πι­στρέ­φω­μεν εἰς τά κα­λά. Δια­τί δέν εἰ­με­θα δυ­να­τοί νά μέ­νω­μέν πάν­το­τε εἰς τήν αὐ­τήν κα­τά­στα­σιν, ἀλ­λά, ἡ πρός ἄ­το­πον πρά­ξιν πί­πτο­μεν ἡ πρός ἀ­παί­σιον λό­γον. Εἰ δέ καί ἀ­πό τά δύ­ο ταῦ­τα φυ­λα­χθῶ­μεν, ὅ­μως ἀ­πό τάς προ­σβο­λᾶς καί συν­δυα­σμούς τῶν πο­νη­ρῶν καί αἰ­σχρῶν λο­γι­σμῶν, δέν ἠμ­πο­ροῦ­μεν τε­λεί­ως νά μεί­νω­μεν ἐ­λεύ­θε­ροι, Καί διά ταῦ­τα πάν­τα ἀ­να­μαρ­τη­σί­αν νά κα­τορ­θώ­σω­μεν εἰς τήν ζω­ήν μας δέν δυ­νά­με­θα, μέ τό νά πο­λε­μού­με­θα πάν­το­τε ἀ­πό τά πά­θη καί ἀ­πό τόν ἔ­χθρόν μας δι­ά­βο­λον. Καί ὁ­ποῖ­ος εἰ­πῆ πώς εἶ­ναι ἀ­να­μάρ­τη­τος, αὖ­τος ψεύ­δε­ται καί ἀ­πα­τᾶ τόν ἑ­αυ­τόν του, δια­τί ὁ τοι­οῦ­τος εἶ­ναι πι­α­σμέ­νος ἀ­πό τήν ὑ­πε­ρη­φά­νειαν καί μά­την καυ­χᾶ­ται με­γα­λορ­ρη­μο­νῶν, ἐ­πει­δή ὁ Κύ­ριος εἶ­πεν, ὅ­τι ὅ­ταν κά­μω­μεν ὄ­λας τάς ἔν­το­λας, νά λέ­γω­μεν ὅ­τι «δοῦ­λοι ἀ­χρεῖ­οι ἐ­σμέν ὅ­τι ὁ ὠ­φεί­λο­μεν ποι­ῆ­σαι πε­ποι­ή­κα­μεν» (Λούκ. 17,10).
"Ὀ­σω γάρ γί­νε­ταί τι­νας φω­τει­νό­τε­ρος μέ τά τοῦ φω­τός ἔρ­γα του, καί ὅ­σον πλη­σιά­ζει πρός τό ἀ­λη­θι­νόν καί πρῶ­τον φῶς τόν Θε­όν, τό­σον πε­ρισ­σό­τε­ρον αἰ­σθά­νε­ται καί γνω­ρί­ζει τάς ἁ­μαρ­τί­ας τοῦ τάς ὁ­ποί­ας δέν ἔ­βλε­πε πρό­τε­ρον.


Ἐ­πει­δή λοι­πόν κα­νέ­νας, ὅ­σον καί ἄν εἶ­ναι ἅ­γιος καί ὅ­σον καί ἄν πε­ρι­πα­τῆ εἰς τό φῶς τῶν ἐν­το­λῶν καί τῆς α­ρε­τῆς, δέν εἶ­ναι τρό­πος νά φυ­λα­χθῆ ἀ­να­μάρ­τη­τος ἐν τῆ πα­ρού­ση ζω­ῆ, ἀλ­λά πί­πτει εἰς κά­ποι­α τι­νά συγ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα κα­θ' ὁ ἄν­θρω­πος. Διά τοῦ­το λέ­γει ἐ­δῶ ὁ θε­ο­λό­γος, ὅ­τι τό αἷ­μα τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ ὁ­πού ἐ­χύ­θη διά τήν σω­τη­ρί­αν τῶν ἀν­θρώ­πων, αὐ­τό κα­θα­ρί­ζει ἡ­μᾶς ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­αν, ὅ­ταν καί ἡ­μεῖς ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ­μεν αὐ­τήν καί με­τα­νο­ή­σω­μεν. Ἀλ­λά καί ὅ­ταν με­τα­λαμ­βά­νω­μεν τό πα­νά­γιον αἷ­μα το Χρι­στοῦ με­τά φό­βου καί συν­τε­τριμ­μέ­νης καρ­δί­ας, πι­στεύ­ο­μεν ὅ­τι αὖ­τό μας γί­νε­ται εἰς ἄ­φε­σιν τῶν τοι­ού­των συγ­γνω­στῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των, ὁ­πού ἐ­πρά­ξα­μεν ἑ­κου­σί­ως ἡ ἀ­κου­σί­ως, ἐν γνώ­σει ἐν α­γνοί­α κα­τά τι­νά πε­ρί­στα­σιν καί ἀν­θρώ­πι­νην ἀ­σθέ­νειαν".
Ὑ­πάρ­χουν σί­γου­ρα καί ἁ­μαρ­τή­μα­τα πού δέν ἐμ­πο­δί­ζουν τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, εἶ­ναι τά λε­γό­με­να συ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα, τά­ποῖ­α εὔ­κο­λα ἀ­πα­λεί­φον­ται· αὐ­τό βε­βαι­ώ­νει καί Ἰ­ω­άν­νης στήν  ἐ­πι­στο­λή του.(Α΄. Ἰ­ω­άν. 4, 16) τά ὁ­ποῖ­α πε­ρι­γρά­φον­ται πιό κά­τω.
ἅ­γιος Ἀ­να­στά­σιος ὅ Ἀν­τι­ο­χεί­ας λέ­γει σχε­τι­κά: «εἴ­σι γάρ τι­νές δι­ά χρό­νου με­τα­λαμ­βά­νον­τες, ἔκ­δί­δου­σιν ἑ­αυ­τούς τή ἁ­μαρ­τί­α .­.. Ἄλ­λοι δέ πά­λιν συ­χνο­τέ­ρως με­τα­λαμ­βά­νον­τες, πα­ρα­φυ­λάτ­του­σιν ἑ­αυ­τούς πολ­λά­κις ἀ­πό πολ­λῶν κα­κῶν, φο­βού­με­νοι τό κρί­μα τῆς με­τα­λή­ψε­ως. Ο­κο­ϋν, ε μέν μι­κρά τι­νά καί ἀν­θρώ­πι­νά καί συγ­χώ­ρη­τα πταί­ο­μεν, οἶ­ον δι­ά γλώσ­σης, δί' ἄ­κο­ῆς δί' ὄ­φθαλ­μῶν κλε­πτό­με­νοι, κε­νο­δο­ξί­ας, λύ­πης, θυ­μο­ϋ,  ἤ τι­νός τῶν τοι­ού­των, κα­τα­μεμ­φό­με­νοι ἑ­αυ­τούς καί ἐ­ξο­μο­λο­γού­με­νοι τῷ Θε­ῶ, οὕ­τω τῶν ἁ­γί­ων μυ­στη­ρί­ων με­τέ­χο­μεν, πι­στεύ­ον­τες ὅ­τι εἰς κά­θαρ­σιν τῶν τοι­ού­των, ἤ με­τά­λη­ψις τῶν θεί­ων μυ­στη­ρί­ων γί­νε­ται». Δη­λα­δή, Δι­ό­τι εἶ­ναι με­ρι­κοί με­τά ἀ­πό πο­λύ και­ρό με­τα­λαμ­βά­νουν καί ἐκ­θέ­τουν τούς ἑ­αυ­τούς τους στήν ἁ­μαρ­τί­α.­.. Ἄλ­λοι πά­λιν με­τα­λαμ­βά­νουν συ­χνώ­τε­ρα καί σέ πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις σώ­ζουν τόν ἑ­αυ­τό τους ἀ­πό πολ­λά κα­κά ἐ­πει­δή με­τα­λαμ­βά­νουν φο­βοῦν­ται μήν  ἁ­μαρ­τή­σουν καί κα­τα­κρι­θοῦν. Λοι­πόν, ἄν σφάλ­λου­με γι­ά κά­ποι­α μι­κρά καί ἀν­θρώ­πι­να πού εὔ­κο­λα συγ­χω­ροῦν­ται, ὅ­πως μέ τή γλῶσ­σα, τήν ἀ­κο­ή, καί μέ τά μά­τι­α πού κλέ­πτουν καί μᾶς ὁ­δη­γοῦν στήν κε­νο­δο­ξί­α, τή λύ­πη,τό θυ­μό, ἤ καί κά­ποι­α ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τά ὅ­ταν αὐ­το­κα­τη­γο­ρού­με­θα καί ἐ­ξο­μο­λο­γού­μα­στε στό Θε­ό καί συμ­με­τέ­χου­με τῶν ἁ­γί­ων μυ­στη­ρί­ων ἐ­πει­δή πι­στεύ­ου­με στήν κά­θαρ­σιν ὅ­λων αὐ­τῶν πού γί­νε­ται ἡ με­τά­λη­ψη τῶν θεί­ων μυ­στη­ρί­ων.
Ἀρ­κε­τοί ἀ­πό τούς χρι­στι­α­νούς πού ἔρ­χον­ται στήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση γι­ά πολ­λά χρό­νι­α, λέ­νε∙ «δέν ἔ­χω κά­τι πού μέ  βα­ρύ­νει, ἔ­χω τά κα­θη­με­ρι­νά». Δη­λα­δή τίς κα­θη­με­ρι­νές σχέ­σεις μέ τήν οἰ­κο­γέ­νει­ά του καί μέ τίς σχέ­σεις του μέ τούς  συ­να­δέλ­φους του στήν ἐρ­γα­σί­α καί μέ τήν κοι­νω­νί­α γε­νι­κά. Ὅ­πως ἕ­νας λό­γος πα­ρα­πά­νω, ἕ­νας θυ­μός, ἕ­νας ἁ­μαρ­τω­λός λο­γι­σμός πού πέ­ρα­σε, μιά συ­ζή­τη­ση, ἤ ἕ­να κου­τσομ­πο­λιό τῆς ὥ­ρας. Δέν πρέ­πει νά ξε­χνοῦ­με ὄ­τι γνω­ρί­ζει ὀ Θε­ός τήν ἀ­δυ­να­μί­α μας καί τήν εὔ­κο­λη με­τα­βο­λή μας καί εὔ­κο­λα μᾶς κα­θα­ρί­ζει ὅ­ταν τά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­με αὐ­τά. Αὐ­τό βγαί­νει μέ­σα ἀ­πό ὅ­σα λέ­χθη­καν πιό πά­νω.
Θά ἐ­πι­κα­λε­σθῶ καί τό σο­φό Νι­κό­λα­ο Κα­βά­σι­λα, ὁ ὁ­ποῖ­ος στήν ἑρ­μη­νεί­α του στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, εἶ­ναι σὐμ­φω­νος μέ τά πιό πά­νω, ὅ­ταν γρά­φει: «­.­..δι­ό­τι τα ἄ­για δέν ἐ­πι­τρέ­πον­ται σέ ὅ­λους, ἀλ­λά μό­νον στούς ἁ­γί­ους. Ἁ­γί­ους δέ ἐ­δῶ ἐν­νο­εῖ ἐ­κεί­νους πού εἶ­ναι τέ­λει­οι στήν ἀ­ρε­τή, ἀλ­λά καί ἐ­κεί­νους πού βι­ά­ζον­ται νά φθά­σουν καί ἀ­γω­νί­ζον­ται, ἀλ­λά δέν ἔ­φθα­σαν ἀ­κό­μη. Δι­ό­τι καί αὐ­τοί πού ἀ­γω­νί­ζον­ται γιά τήν τε­λει­ό­τη­τα δέν ἐμ­πο­δί­ζον­ται νά με­τέ­χουν τῶν μυ­στη­ρί­ων καί νά ἁ­γι­ά­ζον­ται καί νά εἶ­ναι ἀ­π’ αὐ­τή τήν ἄ­πο­ψη ἅ­γιοι ὅ­πως καί ἡ ἐκ­κλη­σί­α λέ­γε­ται ἁ­γί­α» (Ἀ­φοῦ δέν ἀ­πε­κό­πη­σαν ἀ­πό τό σῶ­μα τῆς ἐκ­κλη­σί­ας μέ  θα­νά­σι­μο ἁ­μάρ­τη­μα. Τά μι­κρά καί μή προς θά­να­το ἁ­μαρ­τή­μα­τα δέν ἀ­πο­κό­πτουν τούς χρι­στια­νούς ἀ­πό τήν  ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λά μέ­νουν ἑ­νω­μέ­νοι μέ αὐ­τήν καί θε­ω­ροῦν­ται μι­κρο­τραυ­μα­τί­ες ἀ­γω­νι­ζό­με­νοι νά θε­ρα­πευ­θοῦν μέ τά  φάρ­μα­κα πού πα­ρέ­χει ἡ ἐκ­κλη­σί­α, διά τῶν μυ­στη­ρί­ων της.)
Αὐ­τό βε­βαι­ώ­νει ὁ Ν. Κα­βά­σι­λας, ἑρ­μη­νευ­τής τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας. Ἐ­ρω­τᾶ «Τί λοι­πόν; Κά­θε ἁ­μαρ­τί­α νε­κρώ­νει τόν ἄν­θρω­πο;» Ἀ­παν­τά:«Κα­θό­λου, ἀλ­λά μό­νον ἡ θα­νά­σι­μη ἁ­μαρ­τί­α. Γι’ αὐ­τό καί λέ­γε­ται πρός θά­να­το» (Α΄Ι­ω­άν. Ε΄ 16-17). Γι’ αὐ­τό οἱ βα­φτι­σμέ­νοι ἐ­άν δέν πέ­φτουν σέ θα­νά­σι­μα ἁ­μαρ­τή­μα­τα ὥ­στε νά τούς χω­ρί­σουν ἀ­πό τό Χρι­στό καί νά ἐ­πι­φέ­ρουν θά­να­το, δέν ὑ­πάρ­χει ἐμ­πό­διο γι’ αὐ­τούς νά κοι­νω­νοῦν καί νά με­τέ­χουν τοῦ ἁ­για­σμοῦ καί ἕ­νε­κα πα­ραγ­μα­τι­κό­τη­τος καί ἕ­νε­κα ὀ­νό­μα­τος, δι­ό­τι ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νά εἶ­ναι ζων­τα­νά μέ­λη ἑ­νω­μέ­να μέ τήν κε­φα­λή.(Ν.  Κα­βα­σι­λα, Ἑρ­μη­νεια της Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, Με­τά­φρα­ση Α.Γ. Γα­λί­τη. Ἔκ­δο­ση ορ­θό­δο­ξος Κυ­ψέ­λη.
Νο­μί­ζω ὅ­τι ἔ­χει ξε­κα­θα­ρί­σει τό θέ­μα καί φαί­νε­ται ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο λοι­πόν πού λεί­πει εἶ­ναι ἡ προ­σπά­θεια δι­α­φώ­τι­σης τῶν χρι­στια­νῶν γιά να βο­η­θη­θοῦν νά κα­τα­λά­βουν τήν πραγ­μα­τη­κό­τη­τα καί νά μήν ἔ­χουν ἀ­ό­ρι­στες ἐ­νο­χές καί νά στε­ροῦν­ται τοῦ ἄρ­του τῆς ζω­ῆς καί ὄ­χι μό­νο, ἀλ­λά καί νά ἁ­μαρ­τά­νουν κα­τά τόν ἱ­ε­ρό Χρυ­σό­στο­μο.


Θά πρέ­πει νά  δι­ευ­κρι­νή­σου­με ὅ­τι οἱ χρι­στι­α­νοί χω­ρί­ζον­ται σέ δύ­ο ὁ­μά­δες. Οἱ πρῶ­τοι εἶ­ναι οἱ βα­πτι­σμέ­νοι χρι­στι­α­νοί πού  ἀ­πο­μα­κρύν­θη­σαν ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σί­α καί πίν­νουν τήν ἁ­μαρ­τί­α σάν τό νε­ρό. Δι­α­πράτ­τουν θα­νά­σι­μα ἁ­μαρ­τή­μα­τα, καί κά­πο­τε μπο­ρεῖ νά τούς δεῖς καί στήν ἐκ­κλη­σί­α, Πα­ρ’ ὅ­λο τοῦ­το αὐ­τοί ἀ­πο­κό­πη­σαν ἀ­πό τό σῶ­μα τῆς ἐκ­κλη­σί­ας καί πορεύ­ον­ται κα­τά τίς δι­κές τους ἐ­πι­θυ­μί­ες.Γι­ἀ νά  ἐ­πα­να­συν­δε­θοῦν μέ τήν ἐκ­κλη­σί­α θά πρέ­πει νά ἀ­παρ­νη­θοῦν τόν ἁ­μαρ­τω­λό ἑ­αυ­τό τους καί μέ τή πραγ­μα­τι­κή με­τά­νοι­ά τους καί τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση νά ἐ­πα­νέλ­θουν στή κα­τά Χρι­στόν ζω­ή.
Οἱ δεύ­τε­ροι εἶ­ναι οἱ Χρι­στι­α­νοί πού μέ τήν με­τά­νοι­α καί ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή τους, ἀ­γω­νί­ζον­ται νά  ζή­σουν τήν κα­τά Θε­ό ζω­ή. Αὐ­τοί ὅ­μως δέν μπό­ρε­σαν ἀ­κό­μα νά κα­θα­ρι­σθοῦν τε­λεί­ως καί πέ­φτουν σέ μι­κρά ἁ­μαρ­τή­μα­τα, ἀ­γω­νί­ζον­ται ὅ­μως. Αὐ­τοί δέν ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λά εἶ­ναι μέ­λη τραυ­μα­τι­σμέ­να τῆς ἐκ­κλη­σί­ας καί δέν τούς ἐμ­πο­δί­ζουν αὐ­τά τά μι­κρά τραύ­μα­τα νά προ­σέρ­χον­ται στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α. Ἔρ­χον­ται γι­ά νά θε­ρα­πεύ­σουν τίς πλη­γές τους ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α. Τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ θά τούς θε­ρα­πεύ­σει τίς μι­κρο­πλη­γές πού  ἔ­χουν. Για­τί ποι­ός θά ση­κώ­σει τόν πε­σμέ­νον, ποι­ός θά θε­ρα­πεύ­σει τόν πλη­γω­μέ­νον, ποι­ός θά στη­ρί­ξει τόν ἀ­δύ­να­το; Πα­ρά μό­νον Αὐ­τός πού καί τή ζω­ή Του ἀ­κό­μα ἔ­δω­σε γι­ά τή σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου!
Ἄς ἀρ­χί­σει λοι­πόν μιά πραγ­μα­τι­κή καί συ­νε­χής προ­σπά­θεια ἀ­πό τούς ἐ­ξο­μο­λό­γους, νά δι­α­φω­τί­σουν πλή­ρως τούς χρι­στια­νούς, νά ὁ­δη­γη­θοῦν στή συ­χνή θεί­α Με­τά­λη­ψη. Για­τί ὅ­ταν κά­ποι­ος θά κοι­νω­νᾶ συ­χνά, θά προ­σέ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρο τή δι­α­γω­γή του καί σί­γου­ρα θά προ­ο­δεύ­ει πνευ­μα­τι­κά ἔ­στω κι’ ἄν κά­πο­τε πέ­φτει σέ κά­ποι­ο συ­γνω­στό ἁ­μάρ­τη­μα, τό αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου θά τόν κα­θα­ρί­ζει πάν­το­τε, ὅ­πως ση­μει­ώ­νει πιό πά­νω ὃ εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης καί ὁ Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της.
      Εἶ­μαι βέ­βαι­ος ὁ­τι τό θέ­μα τῆς  προ­ε­τοι­μα­σί­ας δέν εἶ­ναι τό­σο πο­λύ δύ­σκο­λο ό­σο τό πα­ρου­σι­ά­ζου­με∙ ἄν τό ἀ­πο­φα­σί­σει ὁ χρι­στια­νός, ὁ χρι­στια­νός πού ἀ­γα­πᾶ τόν Χρι­στό καί θέ­λει νά  εἰ­σέλ­θει στή βα­σι­λεί­α Του. Δύ­σκο­λο τό κά­νει τό δι­κό μας θέ­λη­μα καί οἱ μι­κρές μας ἀ­δυ­να­μί­ες πού τίς ἐκ­με­τα­λεύ­ε­ται ὁ σα­τα­νᾶς καί μᾶς πα­ρα­σύ­ρει στό θέ­λη­μά του. Ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­γα­πᾶ τό Θε­ό καί πο­θεῖ τόν Πα­ρά­δει­σο, ὑ­πο­τά­ξει τό θέ­λη­μά του στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, τό­τε γί­νον­ται εὔ­κο­λα τά πράγ­μα­τα ἐ­πει­δή βο­η­θᾶ καί ὁ Θε­ός. Ὁ χρι­στια­νός σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση πού νο­μί­ζει ὄ­τι θά ἁ­μαρ­τή­σει, ἄς θυ­μᾶ­ται ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­πεν ὀ Πάγ­καλ­λος Ἰ­ω­σήφ ὁ­ταν τόν προ­κα­λοῦ­σε ἡ ἁ­μαρ­τί­α: «Δέν πρό­κει­ται νά κά­νω τό πο­νη­ρό τοῦ­το πρᾶγ­μα ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου» Ἄς  συ­ναι­σθα­νό­μα­στε ὅ­τι βρι­κό­μα­στε πάν­το­τε κά­τω ἀ­πό τό ἄ­γρυ­πνο μά­τι τοῦ Κυ­ρί­ου, καί μέ τή βο­ή­θειά Του θά μπο­ροῦ­με σέ κά­θε Θεί­α Λει­τουρ­γί­α νά με­τα­λαμ­βά­νου­με ἀ­πό τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα Του.
Ὑ­πάρ­χουν βέ­βαι­α καί πολ­λοί χρι­στια­νοί πού ἐκ­κλη­σι­ά­ζον­ται καί  δέν ἐ­ξο­μο­λο­γοῦν­ται εἴ­τε τούς ἐμ­πο­δί­ζει ὀ ἐ­γω­ϊ­σμός τους καί ἡ ἄ­γνοι­ά τους ἀ­κό­μα, καί κοι­νω­νοῦν με­ρι­κές φο­ρές τίς με­γά­λες γι­ορ­τές καί τοῦ­το εἰ κα­τά­κρι­μά τους. Γι’ αὐ­τούς θά πρέ­πει νά ἀ­να­λη­φθεῖ με­γά­λη ἐκ­στρα­τεί­α συ­νε­χοῦς δι­α­φώ­τι­σης καί νά μήν πε­ρι­ο­ρι­ζό­μα­στε στίς συ­νή­θεις πα­ρο­τρύν­σεις πού  γί­νον­ται πρό­χει­ρα καί προ­σω­ρι­νά μέ μη­δα­μι­νά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Μό­νο μιά δυ­να­μι­κή ἐ­πέμ­βα­ση πά­νω σέ σω­στή καί ὠρ­γα­νω­μέ­νη βά­ση, μέ προ­φο­ρι­κό καί ἔν­τυ­πο λό­γο καί τήν ὁ­ποί­α θά συν­το­νί­ζει ἡ κά­θε Μη­τρό­πο­λη, στήν ὁ­ποί­α θά  στρα­τευ­θοῦν κλη­ρι­κοί καί λα­ϊ­κοί θε­ο­λό­γοι, μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ καί τήν ἀ­γά­πη πρός τόν ἄν­θρω­πο ἴ­σως θά φέ­ρει τά πο­θού­με­να ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα γιά νά βλέ­που­με τούς χρι­στια­νούς μας νά με­τέ­χουν στό σω­στι­κό Μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως.
Τε­λει­ώ­νον­τας θά ἐ­συμ­βού­λευ­α κά­θε χρι­στια­νό πού  πο­θεῖ τή σω­τη­ρί­α καί τήν ἀ­πό­λαυ­ση τῆς αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς νά  εἶ­ναι σ’ ἕ­να δια­ρκεῖ ἀ­γώ­να κα­ταρ­τι­σμοῦ καί ἐ­πα­γρύ­πνη­σης, ὅ­πως συ­νή­θως κά­νει καί γιά τή ζω­ή αὐ­τή τήν πρόσκαιρη· νά προ­φυ­λά­γε­ται ὅ­σο μπο­ρεῖ ἀ­πό τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας καί νά μήν ἀ­με­λεῖ νά  ε­ξο­μο­λο­γεῖ­ται ὅ­ταν ἡ συ­νή­δει­σή του  τόν κα­τα­κρί­νει, ἔ­στω καί κά­θε ἑ­βδο­μά­δα, νά κα­θα­ρί­ζε­ται καί νά κοι­νω­νᾶ, καί σί­γου­ρα, ἑ­βδο­μά­δα μέ ἑ­βδο­μά­δα τἀ ἁ­μαρ­τή­μα­τα θά λι­γο­στεύ­ουν καί θά προ­ο­δεύ­ει πνευ­μα­τι­κά μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Κυ­ρί­ου καί τήν κα­θο­δή­γη­ση τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ του.
 Σί­γου­ρα κα­νείς δέ θά ἀ­παλ­λα­γεῖ τε­λεί­ως ἀ­πό τίς μι­κρές πτώ­σεις για­τί ἡ τρε­πτή μας φύ­ση καί ἡ ἀ­δυ­να­μί­α μας κά­που θά μᾶς ρί­χνουν, ἀλ­λά ἐ­μεῖς θά συ­νε­χί­ζου­με τόν ἀ­γώ­να καί ὅ­ταν ἔλ­θει ἡ ὥ­ρα τῆς ἀ­να­χώ­ρι­σής μας, ὁ Θε­ός θά βρεῖ τήν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή νά μᾶς  πά­ρει κα­θα­ρι­σμέ­νους, Δέν πρέ­πει ὅ­μως νά ξε­χνοῦ­με ὅ­τι κά­θε ¨ε­νας πού πο­θεῖ νά ἀ­να­στη­θεῖ καί νά εἶ­ναι ὅ­μοι­ος τοῦ Κυ­ρί­ου, Πρέ­πει νά ἀ­γνί­ζει, νά κα­θα­ρί­ζει τόν ἑ­αυ­τό του ὅ­πως καί ὀ Κύ­ρι­ος εἶ­ναι ἀ­γνός καί κα­θα­ρός. (Ἰ­ω­άν­νου 3. 3)
Κά­θε τι­μή καί δό­ξα καί προ­σκύ­νι­ση ἁρ­μό­ζει στήν Πα­να­γί­α Τρι­α­δα, τόν Πα­τέ­ρα καί τόν Υἱ­ό καί τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα,  τόν Ἕ­να Θε­ό, ὅ­που μᾶς πα­ρέ­χει ὅ­σα χρει­ά­ζον­ται γι­ά νά ξα­να­ζή­σου­με τή ζω­ή τοῦ χα­μέ­νου Πα­ρα­δεί­σου. Ἀ­μήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου