Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

ΕΝΟΡΙΑ




ΕΝΟΡΙΑ
 
Πρωτοπρεσβ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Ομοτίμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
 
    Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά την συνεδρία της την 5ην Φεβρουαρίου 2009, έλαβε την απόφαση, το εισαγωγικό σημείωμα των «Διπτύχων της Εκκλησίας της Ελλάδος του σωτηρίου έτους 2010 να αφιερωθή» εις την Ενορία, «επί τη συμπληρώσει εκατόν (100) ετών από της ψηφίσεως του πρώτου Νόμου περί Ενοριών». Ανέθεσε δε την σύνταξή του εις τον υπογραφόμενον, ο οποίος πλήρης υιικής ευγνωμοσύνης απεδέχθη την προσγενομένην εις αυτόν τιμήν, ανταποκρινόμενος, το κατά δύναμη, στην σεπτή εντολή της εν Ελλάδι Εκκλησίας.
  • 1. Ουσία και γένεσις της Ενορίας.
    Ο όρος ενορία, παραγόμενος εκ του επιθέτου ενόριος, σημαίνει ιστορικά τον εντός ορίων χώρο, μία καθωρισμένη περιοχή η τοπική περιφέρεια (territorium)1. Σήμερα ως ενορία χαρακτηρίζεται κυρίως η εκκλησιαστική περιφέρεια ενός ναού (ενοριακού), από τον οποίο αντλεί και αυτή το όνομά της, όπως και το σύνολο των ορθοδόξων πιστών, που κατοικούν στην ίδια περιφέρεια και συνέρχονται δια τις εκκλησιαστικές συνάξεις. Ο σημερινός τύπος των Ενοριών είναι πολύ νεώτερος και διαμορφώθηκε μεταξύ ιε΄ και ιζ΄ αιώνος.
    Στην εκκλησιαστική πραγματικότητα η βασική μονάδα οργανώσεως, ο πυρήνας της ποιμαντικής και διοικητικής δομής της Εκκλησίας, ως «σώματος Χριστού» και εν Χριστώ κοινωνίας, είναι η Ενορία. Ως ευχαριστιακή σύναξις των πιστών εμφανίζεται η Ενορία, σε άμεση αναφορά και συνάρτηση με την Επισκοπή, εις την οποία οργανικά ανήκει, ως «η καθολική εκκλησία» στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Ο πιστός ζη το μυστήριον της Εκκλησίας στην ζωή και πράξη της Ενορίας του, μέσα στην οποία, αγωνιζόμενος και αγιαζόμενος, ενώνεται με τον Χριστόν, τον Κύριον της Εκκλησίας, και τους εν Χριστώ αδελφούς του, πραγματοποιώντας συνεχώς την εν Χριστώ ύπαρξη και εκκλησιαστικότητά του. Ο λόγος, συνεπώς, δια την ενορία και την ζωή της είναι κατ' ουσίαν λόγος δια την ίδια την Εκκλησία και την παρουσία της εις τον κόσμον.
    Οι αρχές της Ενορίας2 «εμφανίζονται λίαν σκοτειναί»3. Αρχικά η ενορία ταυτιζόταν οριακά με την επισκοπή, την κυρίως εν τόπω Εκκλησία. Ο επίσκοπος, ήδη από τον α΄ αιώνα, ήταν η ορατή κεφαλή του σώματος της τοπικής εκκλησίας, «στην οποία βιώνεται η πληρότητα του μυστηρίου της Εκκλησίας ως του ιστορικού σώματος του Χριστού»4. Κατά μίαν εκτίμηση οι πρώτες ενδείξεις δια την εμφάνιση της ενορίας τοποθετούνται εις τα μέσα του γ΄ αιώνος5. Άλλοι όμως την ανάγουν εις τα μέσα του β΄αιώνος, «με την γένεση του θεσμού των χωρεπισκόπων η επισκόπων των αγρών («χώραι»)6. Γεγονός, πάντως, είναι ότι η εμφάνιση της ενορίας υπήρξε αποτέλεσμα πρακτικών αναγκών, όπως η ραγδαία αύξηση του αριθμού των χριστιανών της τοπικής εκκλησίας. Έτσι προέκυψαν οι «πρεσβυτεροκεντρικές ευχαριστιακές συνάξεις»7 στα όρια της επισκοπής. Με τον λεγόμενον «επιμερισμόν του συνθρόνου» διασπάται η αρχικά «ενιαία επισκοποκεντρική Ευχαρτιστία», εις πολλάς πρεσβυτεροκεντρικάς τοιαύτας»8, γεγονός που δεν αλλοίωσε όμως «την σχέση επισκόπου και τοπικής εκκλησίας»9. Η υπό τον πρεσβύτερο, συνεπώς, ενορία δεν αποτελούσε «αυτοτελή ευχαριστιακήν κοινότητα, αλλ' απλή «προέκτασιν της επισκοποκεντρικής ευχαριστίας»10. Η συνείδηση αυτή έμεινε στην Ορθοδοξία διαχρονικά αμετάτρεπτη και ισχύει και σήμερα σ' όλη την έκτασή της. Η παρουσία του επισκόπου στην ευχαριστιακή σύναξη της ενορίας πραγματώνεται και δηλώνεται με την μνημόνευση του ονόματός του και κυρίως με το αντιμήνσιον (ειλητόν) στην Αγία Τράπεζα, που φέρει την υπογραφή του11. Μολονότι το ερώτημα για την σχέση της δικαιοδοσίας του Πρεσβυτέρου προς εκείνην του Επισκόπου, «αποτελεί εν εκ των θεμελιωδεστέρων προβλημάτων, εις το οποίον η απάντησις δεν έχει πλήρως δοθή εισέτι» από την Ορθόδοξη Θεολογία12, ήδη από τον β΄ αιώνα είναι γνωστή η θέση των πρεσβυτέρων στην ζωή της τοπικής εκκλησίας και η σχέση τους με τον επίσκοπο ως ορατής κεφαλής της13.
    Οι περί ενορίας αποστολικές και πατερικές αυτές καταβολές επέζησαν παρ' όλες τις μετεξελίξεις και στην μακρά πορεία της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης (Ρωμανίας). Αναγεννητικές προσπάθειες, όπως του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου (+μετά το 1035), επαναπροσανατόλιζαν χριστοκεντρικά την πορεία της, προβάλλοντας τον επίσκοπο (και πρεσβύτερο) ησυχαστή («πνευματικόν», Α΄ Κορ. 2,5) στην ζωή της τοπικής Εκκλησίας και θέτοντας την αγιοπνευματική ζωή και εμπειρία, ως πορεία θεώσεως, στο επίκεντρο της στοχοθεσίας της ενοριακής ποιμαντικής πράξεως.
 
 2. Η Ενορία στην ιστορία του Γένους
    Η σημασία της ενορίας δια την ζωή των πιστών και η συμβολή της στην ιστορική συνέχεια, συνοχή και ενότητα της τοπικής εκκλησίας φαίνεται κυρίως εις την μακρόσυρτη και ποικιλώνυμη δουλεία του Γένους. Σύνολη η ζωή του δούλου Γένους και το ορθόδοξο ήθος ως καθολική στάση ζωής διεσώθη στα όρια της ενοριακής δραστηριότητος, και μάλιστα όχι μόνον πνευματικά (λατρεία), αλλά και κοινωνικά, στο ευρύτερο πλαίσιο της Εθναρχούσης Εκκλησίας. Ακόμη και αυτός ο «πολιτικός» βίος, συστατικό αστασίαστο και αναπόσπαστο της ιστορικής ταυτότητος του Γένους, διεσώθη στην ζωή της τοπικής κοινότητος, που ταυτιζόταν οριακά με την ενορία.
    Στην δουλεία η ενορία περιέκλειε σύνολη την ζωή της Κοινότητος. Και οι επαγγελματικές συσσωματώσεις, («συντεχνίες», εσνάφια, ρουφέτια, συντροφίες, κομπανίες κ.α.) με τους Αγίους-προστάτες τους, τον Ναό είχαν ως αφετηρία και κέντρο της δραστηριότητός τους. Οι εκπρόσωποί τους μετείχαν στην διοίκηση των ενοριών και την διαχείριση των ναών (επίτροποι λ.χ.) και στο φιλανθρωπικό έργο. Στην ενορία εορταζόταν η μνήμη του προστάτου Αγίου των συντεχνιών και ετελούντο τα μυστήρια, οι πανηγύρεις και τα μνημόσυνα. Η ενορία διακρατούσε την πνευματική ζωή, κατεύθυνε τον πνευματικό αγώνα, οδηγούσε στην μετάνοια και την συναδέλφωση, ιδιαίτερα την Μεγάλη Τεσσαρακοστή (κατανυκτικός εσπερινός της Κυριακής της Τυροφάγου) και το Πάσχα, με την αλληλοσυγχώρηση. Όλα τα κοινωνικά γεγονότα είχαν ως κέντρο και αφετηρία την Θεία Ευχαριστία και τον Ναό. Δραστηριότητες της αγροτικής ζωής (σπορά, όργωμα, θερισμός, συγκομιδή των καρπών) και κοινωνικά φαινόμενα, όπως η «ξέλαση» (συμπαράσταση στις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες εκείνων που ήσαν εμπερίστατοι), η παιδεία, με δάσκαλο, κατά κανόνα, τον Παπά-εφημέριο, η ατομικά γεγονότα, που γίνονται και κοινωνικά (γέννηση, βάπτιση, γάμος, κηδεία), μαζί με τις άλλες λαοσυνάξεις (εμποροπανηγύρεις, πανηγύρεις στην μνήμη των Αγί­ων και μάλιστα του τοπικού Προστάτου-Αγίου) διακρατούσαν την ενότητα της τοπικής κοινότητος. Και στο κέντρο όλων αυτών των γεγονότων ο Εφημέριος-Παπάς, ως πνευματικός πατέρας, φίλος, αδελφός, σύμβουλος, συμπαραστάτης. Ο Κληρικός-εφημέριος που παρά την έλλειψη συχνά υψηλοτέρας σχολικής παιδείας, ήταν κατά κανόνα φορέας του πατερικού πνεύματος και των ησυχαστικών πρακτικών (ευχή, νηστεία, αγρυπνία, θυσιαστική προσφορά στο ποίμνιο-τα πνευματικά του τέκνα) και πρωτοστατούσε σε θέματα φιλανθρωπίας και παντοειδούς αγάπης14. Είναι δε γεγονός, ότι ουδέποτε υπήρξε χάσμα και αποστασιοποίηση μεταξύ του ταπεινού «Παπά» και του Λαού15, όπως στην δυτική φεουδαρχία. Ο ελληνορθόδοξος εφημέριος σήκωνε και αυτός τον σταυρό της δουλείας, συμμετέχοντας στα παθήματα του ποιμνίου του.
    Βέβαια, αυτά ως προς την ενορία ίσχυαν στις οθωμανοκρατούμενες περιοχές. Στον χώρο της ενετοκρατίας-λατινοκρατίας (ως λ.χ. στα Επτάνησα) «το ισχύον ενοριακό σύστημα ... δεν κάλυπτε το σύνολον του πληθυσμού16. Παράλληλα με την ενορία λειτουργούσε συνήθως και η «αδελφότητα», χωρίς τα δύο αυτά μεγέθη να ταυτίζονται17. Στις περιοχές όμως, που βρίσκονταν στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας, διεξαγόμενο υπό την άμεση μέριμνα της Εθναρχίας, διατηρούσε, κατά κανόνα, ομοιομορφία, διαρθρωμένο σε μητροπόλεις και επισκοπές, με μικρότερη μονάδα διαποιμάνσεως και διοικήσεως την Ενορία18, η οποία δεν ήταν μόνον αγροτική, αλλά και αστική. Στα αστικά σύνολα, αν ήταν εκτεταμένα, ήτο δυνατόν να υπάρχουν περισσότεροι του ενός εφημέριοι. Στην ύπαιθρο όμως συνήθως ολόκληρο το χωριό είχε ένα μόνο ναό, αποτελώντας και μία ενορία, με τον κληρικό-εφημέριό της. Σ' αυτήν την περίπτωση ίσχυε στην πράξη ο λόγος του Ιησού Χριστού «γινώσκω τα εμά και γινώσκομαι υπό των εμών» (Ιω. 10,14). Την ευρύτερη λειτουργικότητα του ναού κατά τις δυσχείμερες αυτές εποχές, μαρτυρεί το και σήμερα συχνά σωζόμενο υπόστεγο με τα πέτρινα έδρανα στο προαύλιό του, η και στον νάρθηκα, όπου οι χωρικοί συνέρχονταν δια να «βουλευθούν» δια τα τοπικά ζητήματα και να λάβουν τις αναγκαίες αποφάσεις19. Ο ναός καθίστατο, έτσι, στην πράξη το κέντρο της όλης ζωής, συνεχίζοντας και εκπληρώνοντας την αποστολική (πρβλ. Πράξ. 2,42 ε. ΄4,32 ε.) και πατερική αποστολή του χώρου της συνάξεως.
    Μέσα από την διαμόρφωση του εθνικού βίου στην διάρκεια της δουλείας προέκυψε κατά τους τελευταίους αιώνες της και η σήμερα σωζόμενη εικόνα της ενορίας ως αυτοδιοικουμένης μονάδος υπό τον εφημέριο και τους επιτρόπους, υπό την πνευματική και ποιμαντικο-διοικητική εποπτεία του Επισκόπου-Μητροπολίτου. Η λατρεία, αλλά και η κοινωνική μέριμνα και προσφορά ήταν η κύρια φροντίδα της ενορίας, όταν μάλιστα το κήρυγμα ήταν σπανιότερο. Η λατρεία, η μόνη λαοσύναξη που δεν διεκόπη ποτέ, ήταν ο αποφασιστικός παράγων που συγκρατούσε το ποίμνιο στην ορθόδοξη πίστη, διαφοροποιώντας το, και μέσω της ελληνικής γλώσσης, από τα δύο κατέναντι, το οθωμανικό και το λατινικό (φραγκικό), και συντηρώντας το ελληνορθόδοξο φρόνημα, με την συνεχή υπόμνηση της ιστορίας μας.
    Όχι σπάνια ο κλήρος ανελάμβανε και την υπεράσπιση του λαού ενώπιον των οθωμανικών αρχών20. Η εθνική προσφορά όμως του κλήρου κορυφωνόταν στην σχολική φροντίδα, με βάση τα λειτουργικά βιβλία (Οκτώηχος, Ψαλτήριον κ.λπ.) και, συνεπώς την διάσωση και της γλώσσης, στο λεγόμενο «κρυφό σχολειό», που υπήρξε ιστορική πραγματικότητα, με την ανάδειξη του νάρθηκα η του μοναστικού κελλιού σε αίθουσα διδασκαλίας, στο φως του λυχναριού και της κανδήλας, ως ανεπίσημη, και όχι πάντα εύκολη, μέριμνα του κλήρου για την παιδεία του ποιμνίου21.
    Μόνιμο δομικό πρότυπο, πνευματικά και κοινωνικά, αλλά και κολυμβήθρα καθολικής αναβαπτίσεως και αναγεννήσεως δια την ενορία ήταν τα μοναστήρια της περιοχής. Όπως σημειώνει ο καλός γνώστης της «βυζαντινής» και «μεταβυζαντινής» ιστορίας του Γένους μας αείμνηστος Στήβεν Ράνσιμαν: «Το θρησκευτικό επίπεδο μιας περιοχής εξαρτιόταν κυρίως από τα μοναστήρια της, τα οποία παρείχαν τους πνευματικούς συμβούλους και εξομολόγους, από τους οποίους κρεμόταν ο λαός της υπαίθρου και οι ιερείς μαζί του»22.
    Η πολεμική, όχι τόσο των Οθωμανών, αλλά και των Δυτικών, εναντίον των Μοναστηρίων και του Ανατολικού Μοναχισμού ήταν στην ουσία πολεμική κατά των προπυργίων της πατερικής παραδόσεως και του πολιτισμού της Ρωμηοσύνης23. Δεδομένου δε ότι οι Μονές διασώζουν την δομή της Εκκλησίας και τα συστατικά του βίου της, ως ήδη ετονίσθη από τον ιερό Χρυσόστομο24, η χαλάρωση της σχέσεως των «κοσμικών» ενοριών με τα παραδοσιακά μοναστήρια τον ιθ΄ αι. και η εισαγωγή στα αστικά κέντρα ενός «κοσμικού μοναχισμού» δυτικού τύπου, ως και η ανάπτυξη ενός κοινωνικού ακτιβισμού κατά τα δυτικά πρότυπα, συνέβαλε εις την προώθηση του σχεδίου των ευρωπαϊστών μας δια την δημιουργία μιας «Νεοελληνικής Εκκλησίας»25 ερήμην του παραδοσιακού μοναχισμού και των πνευματικών προϋποθέσεών του.
 
3. Νομική θωράκιση της Ενορίας στην Ελλαδική Επικράτεια.
    Μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους (1830) η τυπική οργάνωση της Ενορίας απασχόλησε επανειλημμένως την Πολιτεία. Το 1833 λ.χ. επί βασιλέως Όθωνος, η ευθύνη των Ενοριών ανετέθη εις τους Δήμους, εξακολούθησαν δε να ισχύουν προγενέστερες διατάξεις. Σημαντικός όμως υπήρξε ο Νόμος 3596/1910 «περί ενοριακών ναών και της περιουσίας αυτών»26. Ο Νόμος αυτός εκάλυψε υπαρκτά κενά και εθεράπευσε τραυματικές καταστάσεις, ήταν δε έργο του πολιτικού και θεολόγου Αθανασίου Ευταξίου27. Σημαντική ήταν η δια πρώτη φορά απόδοση κανονικών δικαιωμάτων εις τους λαϊκούς δια την εκλογήν των πρεσβυτέρων-εφημερίων και η αναφορά στα προσόντα και την μισθοδοσίαν τους από το ταμείο των ναών. Περαιτέρω, μολονότι ο Νόμος «έθετε καθόλου τας βάσεις οριστικής τακτοποιήσεως του εφημεριακού ζητήματος»28, «δεν εγένετο όμως η πρέπουσα εκ μέρους της Εκκλησίας εφαρμογή»29. Επεξεργασία του νόμου αυτού έγινε το 1923 (συμμετοχή του καθηγ. Αμίλκα Αλιβιζάτου)30, ακολούθησαν δε μεταγενέστερες τροποποιήσεις με βασική εκείνη του Α.Ν. 2200 της 1.2.1940 «Περί ιερών ναών και εφημερίων»31.
    Το ενδιαφέρον της Ιεραρχίας δια τα πράγματα των Ενοριών και βελτίωση της καταστάσεως του ιερού εφημεριακού κλήρου δεν έλειψε ποτέ32. Σημαντική τομή πραγματοποιεί ο και σήμερον ισχύων Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας (Ν. 590/1977)33, στα άρθρα 36.1-38.2 «Περί της ενοριακής οργανώσεως». Η ενορία «μετά του ενοριακού ναού» είναι «βασική μονάς οργανώσεως του εκκλησιαστικού βίου» και «νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου, ΝΠΔΔ» (36/1). Περαιτέρω ορίζονται τα περί εφημερίων και της μισθοδοσίας τους (άρθρα 37-38)34. Το 1979 όμως εξεδόθη ο Κανονισμός υπ' αριθμ. 8 , που διέπει έκτοτε το ενοριακό καθεστώς της Εκκλησίας της Ελλάδος με τον τίτλο: «Περί ιερών Ναών και Ενοριών (άρθρα 1-20) και την ακόλουθη σπονδύλωση: άρ. 1-2: Ναοί, άρ. 3-6: Ενορίαι, άρ. 7-12: Περί εκκλησιαστικών Συμβουλίων, άρ. 13: Ιδιόκτητοι και προσκυνηματικοί ιεροί Ναοί, άρ. 14: Ιεροί Ναοί Κοιμητηρίων, άρ.15: Περί ανεγέρσεως Ναών και εκτελέσεως εκκλησιαστικών έργων, άρ.16: Περί εκμισθώσεων και εκποιήσεων, άρ. 17: Περί ερανικών επιτροπών και άρ. 18-20: Ειδικαί και ακροτελεύτιοι Διατάξεις35.
 
4. Η Ενορία σήμερα: Δεδομένα και προοπτικές
    Ο λόγος για την Ενορία σήμερα36 και η μέριμνα για την πορεία της κρίνεται αναγκαιότατη, εφόσον η ακμή η η παρακμή ( κατ' άνθρωπον) της Εκκλησίας συνδέεται άμεσα με την κατάσταση της Ενορίας, στα πρόσωπα και την δράση της. Ζωντανή Ενορία σημαίνει ζωντανό εκκλησιαστικό οργανισμό και ανάλογη παρουσία του εκκλησιαστικού σώματος στην συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα. Η δόμηση της ζωής της ενορίας σήμερα δεν μπορεί να διαφοροποιείται, κατά την ουσία της, από ό,τι εθεμελιώθη υπό των Αγίων Αποστόλων και συνεχίσθηκε στην πορεία των αιώνων από τους Αγίους Πατέρες μας, τους μόνους αυθεντικούς εκφραστές της Ορθοδοξίας εις όλους τους αιώνες. Οι Άγιοί μας είναι τα αμετακίνητα πρότυπα της εν Χριστώ ζωής ως «ολοτελούς» (Α΄ Θεσσ. 5,23) «αποτάξεως» του «εν τω πονηρώ κειμένου κόσμου» (Α΄ Ίω. 5,19), δηλαδή της αμαρτίας του και «συντάξεως» με τον Χριστόν, σύμφωνα με τον γνωστότατο λειτουργικό λόγο: «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Αυτό σημαίνει «παράθεσιν» όλου του βίου, πνευματικού και σωματικού, εις την χάριν του Θεού. Η Ενορία-Εκκλησία δεν τεμαχίζει τον άνθρωπο και γι' αυτό η διακονική προσφορά της στον άνθρωπο και την κοινωνία είναι πνευματική, αλλά και σωματική-υλική, ως αναφορά στις δύο όψεις της ίδιας πραγματικότητος. Με αυτήν την προϋπόθεση διαμορφώνεται και αναπτύσσεται και το φιλανθρωπικό έργο της Ενορίας.
    Η διαμόρφωση της ενοριακής-εκκλησιαστικής ζωής ήδη κατά την αποστολική εποχή έλαβε τον χαρακτήρα μιας πλήρους Θεοκρατίας, ως Χριστοκρατίας, με την ανάθεση δηλαδή όλου του βίου στον Χριστόν, τον Θεόν, Σωτήρα και μόνον Κύριον και Δεσπότην της Εκκλησίας. Στον Χριστόν τον εκκλησιαστήν μας, που συνάγει και «εκκλησιάζει» τους πιστούς σ' Αυτόν, στο Πανάγιο Σώμά Του, αναφέρεται και προσφέρεται αδιαλείπτως η όλη ύπαρξή τους, δια να ενώνονται μαζί Του στην Θεία Ευχαριστία, και να αγιάζονται, συναγιάζοντας και την κοινωνία τους.
    Την Χριστοκεντρική αυτή πραγματικότητα της εκκλησιαστικής κοινωνίας εικονίζει και εκφράζει, αλλά και συνεχώς πραγματώνει, μια πράξη λειτουργική, που λαμβάνει χώρα στο τέλος της Θείας Λειτουργίας. Πρόκειται για την συστολή των Τιμίων Δώρων στο Άγιο Ποτήριο μετά την μετάληψη. Μέσα στο Άγιο Ποτήριο, το «ατομικό σώμα» του Χριστού γίνεται τώρα ένα με το «κοινωνικό»Του σώμα. Η εν Χριστώ κοινωνία των πιστών είναι ήδη όλη συναγμένη μέσα στο Άγιο Ποτήριο. Όχι μόνο μια κατακόρυφη κοινωνία κάθε πιστού (ατομικά) με τον Θεό εν Χριστώ, αλλά και η οριζόντια εν Χριστώ ένωση όλων των μελών του σώματος μεταξύ τους. Η Εκκλησία-Χριστός, κεφαλή και σώμα, γίνεται έτσι, ορατή πραγματικότητα. Έτσι κατανοείται ο ορισμός του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού για την Εκκλησία: «Εικών ... εστι του Θεού ... η αγία Εκκλησία, ως την αυτήν τω Θεώ περί τους πιστούς ενεργούσα ένωσιν»37.
    Ο λόγος όμως περί θεοκρατίας στην ενοριακή ζωή κατ' ουδένα τρόπο σημαίνει κληρικοκρατία και φεουδαρχική ανθρωποκρατία, αλλά άναγνώριση και υπαρκτική διακήρυξη, ότι «Εις άγιος, Εις Κύριος, Ιησούς Χριστός» στην ζωή της Ενορίας-Εκκλησίας. Κληρικοί και Λαϊκοί συναντώμεθα στο ένα σώμα, ως κυβερνώσα και κυβερνωμένη τάξη, αλλά όχι κατά τα κοσμικά πρότυπα. Και οι Λαϊκοί έχουν την θεόσδοτη δυνατότητα να αναπτύξουν τα χαρίσματά τους στην διακονία του όλου σώματος. Άλλωστε το «κυβερνάν» και «κυβερνάσθαι» στην Εκκλησία δεν είναι δικαίωμα, αλλά κυρίως καθήκον38. Στην εκκλησιαστική-ενοριακή ζωή δεν υπάρχουν αξιώματα και εξουσίες, με την κοσμική έννοια του όρου, αλλά λειτουργήματα και διακονίες. Κάθε διακονία απορρέει από τον Χριστόν και είναι διακονία του σώματός Του, με πρώτον διάκονον Αυτόν τον Ίδιον39. Έτσι και στην Θεία Λειτουργία δεν υπάρχουν «τελούντες» και παθητικά «παρακολουθούντες», αλλά «συνεπιτελούντες», αφού η Λειτουργία είναι «λείτου έργον», του Λαού, όλου δηλαδή του σώματος. Πόσον μάλιστα, που ο λειτουργός, λόγω της ειδικής ιερωσύνης του «την εαυτού δανείζει γλώ­τταν και την εαυτού παρέχει χείρα», κατά τον ιερόν Χρυσόστομον40, δια να τελέσει όμως τα πάντα ο «αοράτως συν ημίν ων» Ιησούς Χριστός. Εξ άλλου, κατά τον ίδιο Πατέρα, «πρόβατα και ποιμένες» «προς την ανθρωπίνην εισίν διαίρεσιν΄ προς δε τον Χριστόν πά­ντες πρόβατα. Και γαρ οι ποιμαίνοντες και οι ποιμαινόμενοι υφ' ενός, του άνω Ποιμένος, ποιμαίνονται»41.
    Ο εφημέριος στην Ενορία ενεργεί σε κάθε περίπτωση ως Πνευματικός Πατέρας και «θεραπευτής» των ψυχών των πνευματικών του τέκνων, με στόχο την κάθαρση της καρδίας, τον αγιοπνευματικό φωτισμό της και την θέωση. Πορεία θεώσεως είναι στην ουσία της η ζωή της Ενορίας, τελικά, με την ένταξη, όπως ελέχθη, συνόλου της ζωής στον εκκλησιαστικό, δηλαδή τον εν Χριστώ τρόπον υπάρξεως. Η αντιμετώπιση των συγχρόνων προβλημάτων της ενοριακής ζωής συνδέεται άμεσα με την αναβίωση της εσχατολογικής και θεολογικής μας συνειδήσεως δια την αναζήτηση των ριζών των προβλημάτων και την επανεκτίμηση και επανερμηνεία τους, προς αναζήτηση και των ορθών, στο πνεύμα δηλ. της πατερικής μας παραδόσεως, λύσεων. Προέχει όμως η εκ νέου ανακάλυψη της Ενορίας ως τόπου φανερώσεως του μυστηρίου της Εκκλησίας και της δυνατότητος βιώσεώς του. Πρακτικά και νομικά μέτρα βοηθούν ως ένα σημείο, όταν όμως δεν αναιρούν το εκκλησιολογικό, λειτουργικό και εσχατολογικό περιεχόμενό της, μεταβάλλοντάς την σε ένα κοσμικό η νομικό θεσμό, αναιρετικό της αληθινής ταυτότητός της. Συχνά «οι Ενορίες μας είναι απλώς επιβεβαίωση του απρόσωπου η αντιπροσωπικού χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής στις σύγχρονες κοινωνίες» († π. Μ. Καρδαμάκης). Ο εφημέριος καλείται να ξαναγίνει, όπου δεν είναι, πνευματικός πατέρας, ανταποκρινόμενος στις ουσιαστικές ανάγκες των πνευματικών του τέκνων, με την εν Χριστώ και Αγίω Πνεύματι ιεράρχησή τους.
    Το δράμα πολλών Ενοριών σήμερα, ιδιαίτερα στον χώρο της διασποράς, είναι η μεταβολή τους από «εν Χριστώ σύναξιν» σε «κοινωνική, «εθνική», «πολιτιστική» η οποιαδήποτε άλλη. Ο σκοπός όμως που καλείται να πραγματώσει με την ύπαρξη και λειτουργία της η Ενορία, δεν μπορεί να κλείνεται στα στεγανά οποιωνδήποτε ενδοκοσμικών συμβατικοτήτων. Αρχίζει μεν την διακονία της προς τον κόσμο και τις ανάγκες του, αλλά δεν χάνει ποτέ την προοπτική της αιωνιότητος. Αυτό εξασφαλίζεται με το να μένει και σήμερα η Ενορία «εργαστήριον αγιότητος», όπως ήθελε την Εκκλησία ο ιερός Χρυσόστομος. Ότι δε αυτός είναι ο σκοπός της εν τόπω Εκκλησίας, φαίνεται από τα λειτουργικά μας βιβλία και το περιεχόμενό τους, που είναι κοινό σε κάθε τοπική φανέρωση της Εκκλησίας.
    Η επίγνωση του λόγου υπάρξεως της Ενορίας θα οδηγήσει στην επανεύρεση του εαυτού της. Ο Ναός, τότε, δεν θα είναι τόπος περιπτωσιακής συναντήσεως, αλλά το κέντρο της ζωής των πιστών. Δεν θα είναι απλά χώρος «τελετών», αλλά θα λειτουργεί, όπως το «καθολικόν» στο μοναστήρι. Σ' αυτό η λειτουργία του Ναού (πνευματικότητα) συνεχίζεται στην λειτουργία της κοινής τραπέζης και τα διακονήματα (αδελφικότητα) και του κελλιού (προσωπικός αγώνας). Το ίδιο και στην Ενορία: η λειτουργία του ναού επεκτείνεται στις οικίες των ενοριτών, που γίνονται «κατ' οίκον» εκκλησίες. Με την πρόοδο της πνευματικότητος είναι δυνατόν αυτό αρχικά σε μια μερίδα του ποιμνίου, υπάρχουν δε δείγματα που ενισχύουν την αναστάσιμη ελπίδα.
    Ένα αποφασιστικό βήμα θα ήταν η εξεύρεση λύσεως δια τον απεγκλωβισμό του Κλήρου από την υπαλληλοποίηση, η αρχικά τουλάχιστον τον περιορισμό της. Διότι μόνο τότε η ιερωσύνη θα επανεύρει τον χαρισματικό-πνευματικό της χαρακτήρα και η Ενορία θα ξαναποκτήσει τον προς τα μέσα και προς τα έξω δυναμισμό της.
    Είναι, εξ άλλου, ανάγκη να υπερβαθούν πραγματικά εμπόδια στην ανάπτυξη του ενοριακού έργου, όπως λ.χ. συμβαίνει με τις «ενορίες μαμούθ» των αστικών κέντρων42 . Ο στόχος οφείλει να είναι το πως ο ναός θα γίνει το απόλυτο κέντρο ζωής της Ενορίας. Όλα τα άλλα «κέντρα», που παράγουν οι εκσυγχρονιστικές τάσεις, έχουν δευτερεύουσα σημασία. Το κύριο μέλημα οφείλει να είναι πως η λειτουργική σύναξη και ευχαριστιακή κοινωνία θα ξαναγίνει ο σκοπός της υπάρξεως της Ενορίας. «Η Λειτουργία είναι η ζωή της Εκκλησίας, η εμπειρία της, το μυστήριό της, η ελπίδα της, η στιγμή της αλήθειάς της και μόνο μέσα στην Λειτουργία της Εκκλησίας κατανοείται η θέση της σ' αυτόν τον κόσμο και η σχέση της με αυτόν τον κόσμο και η ύπαρξή της «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας» ( π. Αλ. Σμέμαν).
 
 
Σημειώσεις:
1. Προδρόμου Ι. Ακανθοπούλου, Η ιστορία των Ενοριών του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά την Τουρκοκρατία, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 2.
2. Πρώτη ιστορική αναφορά με την σημερινή έννοια σε επιστολή του αγίου Γρηγορίου Νύσσης (δ΄ αι.) προς Φλαβιανόν: «Και τινος μηνύσαντος κατά την ορεινήν αυτού ενορίαν διάγειν...» (PG 46,1001 Α). Με την έννοια μικρής περιοχής, όπου κατοικούσαν Χριστιανοί, απαντά και στον άγιο Επιφάνιο Σαλαμίνος Κύπρου: «... ος κατώκει εν τη της Ελευθερουπόλεως Ιερουσαλήμ ενορία, επέκεινα της Χεβρών...» (PG 41, 677C).
3. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου (Δ. Ζηζιούλα), Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, Εν Αθήναις 19902, σ.151.
4. Βλασίου Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, Αθήναι 1992, σ. 185.
5. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου, Η ενότης ..., όπ.π., σ.175.
6. Βλασίου Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, όπ.π., σ.189.
7. Στο ίδιο, σ.189. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου, όπ. π., σ.187.
8. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου, όπ.π., σ.187, 151.
9. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ.187.
10. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου, όπ. π., σ.179.
11. Στο ίδιο, σ. 183 ε.
12. Στο ίδιο, σ. 157 (και σημ. 32)
13. Στο ίδιο, σ.169 ε.ε.
14. Βλ. εκτενή ανάλυση στις ειδικές μελέτες των Προδρόμου Ι. Ακανθοπούλου, όπ. π., και Ιωάννου Ε. Αναστασίου, Αι Ενορίαι της Ελληνικής Εκκλησίας κατά την διάρκειαν του ΙΗ΄ αιώνος, Επιστ. Επετ. Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Θεσσαλονίκης, τ. 29, σ.9-20. Πρβλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Τουρκοκρατία. Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Αθήνα 2005, σ. 105 ε.ε. (=η ζωή στην Εκκλησία).
15. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Τουρκοκρατία, όπ.π., σ.106
16. Σπ. Χρ. Καρύδη, Ορθόδοξες Αδελφότητες και συναδελφικοί Ναοί στην Κέρκυρα (15ος-19ος αι.), ΑΘήνα 2004, σ. 671.
17. Στο ίδιο, σ. 675.
18. Ιωάννου Αναστασίου, Αι Ενορίαι..., όπ.π., σ.10.
19. Στο ίδιο, σ. 19.
20. Στο ίδιο, σ. 19 ε.
21. Βλ. Κρυφό Σχολειό, μύθος η πραγματικότητα; Έρευνα του περιοδ. ΑΡΔΗΝ (τεύχ. 64, Απρ.-Μάϊος 2007, σ. 25 ε.ε.(με βιβλιογραφία)
22. Στήβεν Ράνσιμαν, Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία ( μετάφραση Κ. Παπαρρόδου), Αθήνα 1979, σ. 662.
23. Βλ. π. Γ.Δ.Μεταλληνού, Η προσφορά του Μοναχισμού στο Έθνος, στον τόμο του Ιδίου, Συναντήσεις..., Αθήνα 2005, σ. 11-26.
24. «Ούτως οι εν τοις μοναστηρίοις ζώσι νυν, ώσπερ ποτέ οι πιστοί». Ομιλία στις Πράξεις ΙΑ΄, 3 (PG 60,98).
25. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων και η διένεξη περί «Νεοελληνικής Εκκλησίας», στο: Στα μονοπάτια της Ρωμηοσύνης..., Αθήνα 2008, σ. 245-266.
26. Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου, Οι Ιεροί Κανόνες και οι Εκκλησιαστικοί Νόμοι, Εν Αθήναις 1949, σ. 641 ε.ε.
27. (1849-1931) Τα βιογραφικά του βλ. στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό (της Εκδοτικής Αθηνών), τ. 3 (1990) σ. 392. Προηγήθηκε (1909) ο περί γενικού εκκλησιαστικού ταμείου νόμος (ΓΥΙΔ΄), δια του οποίου «επεδιώκετο η οικονομική περισυλλογή και χειραφέτησις της Εκκλησίας, ώστε να καταστή αύτη ικανή να λύση το ζήτημα του εφημεριακού κλήρου», Γερασίμου Ι. Κονιδάρη, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, τ. Β΄, Εν Αθήναις 19702, σ. 265.
28. Γερασίμου Ι. Κονιδάρη, στο ίδιο, σ. 265.
29. Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου, ΟΙ ιεροί Κανόνες ..., όπ. π., σ. 642.
30. Το «σπουδαίο» Ν.Δ. 17/12/1923. Στο ίδιο. Πρβλ. Γ.Ι. Κονιδάρη, όπ. π., σ. 271.
31. Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου, ΟΙ Ιεροί Κανόνες..., όπ. π., σ. 643 ε.ε.
32. Χαρακτηριστικοί είναι εν προκειμένω μία σπουδαία συζήτηση στην Ιερά Σύνοδο δια τον εφημεριακό κλήρο στις 10.11.1958, με κύριον εισηγητή τον μακαριστό Μητροπολίτη Κίτρους κυρόν Βαρνάβαν (Βλ. Θεοκλήτου Στράγκα, τ. Ε΄, Αθήναι 1974, σ. 3018 ε.ε. εδώ: 3074-3088), που οπωσδήποτε προετοίμασε τις περαιτέρω εξελίξεις.
33. Ν. 590/1977 (ΦΕΚ 146 Α΄/31.5.77).
34. Βλ. Μητροπολίτου Κίτρους Βαρνάβα Δ. Τζωρτζάτου, Οι βασικοί θεσμοί Διοικήσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος. Μετά ιστορικής ανασκοπήσεως, Εν Αθήναις 1977, σ. 84-86.
35. Βλ. Βλασίου Ι. Φειδά, Ιεροί Κανόνες και Καταστατική Νομοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1997, σ. 583-605.
36. Χρήσιμο είναι το συλλογικό έργο Ενορία. Προς μία νέα ανακάλυψή της, εκδ. «Ακρίτας», Αθήνα χ.χρ.
37. PG 91,668 B.
38. Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου, Το Κανονικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήναι 1941, σ. 10.
39. Πρβλ. Ματθ. 20,18 Μάρκ. 10,45.
40. PG 62,204.
41. PG 52, 784. Βλ. εκτενώς στο: Ιωάννου Ν. Καρμίρη, Η θέσις και η διακονία των Λαϊκών εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Εν Αθήναις 1976 και Του Ιδίου, Δογματικής Τμήμα Ε΄, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Αθήναι 1973, σ. 430-518, όπου και περαιτέρω βιβλιογραφία.
42. Βλ. Ευθυμίου Στύλιου (τιτουλάριου Μητροπολίτου Αχελώου), Το σύγχρονον αστικόν περιβάλλον ως ποιμαντικόν πρόβλημα, Αθήναι 1980.
 
 
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» 
ΑΡ. ΦΥΛ. 1817-1820 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου