Κυριακή 29 Μαΐου 2016

«Ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος, ἔργα ἀσκητικά»

Ἐξήγηση μερικῶν ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ πού βρίσκονται μέσα σέ τροπάρια πού ψάλλονται τό Ἅγιο Πάσχα

 


ΙΣΤ΄ Διδασκαλία

166.—. Μέ πολλή εὐχαρίστηση θά σᾶς μιλοῦσα λίγο γιά τό νόημα τῶν ψαλμῶν πού ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία, γιά νά μήν σᾶς ἀπορροφᾶ ἡ μελωδία, ἀλλά νά συμμετέχει ἀνάλογα καί ὁ νοῦς μας στή δύναμη καί τό βάθος τῶν λόγων. Τί λοιπόν ψάλαμε τώρα μόλις;
Εἶναι ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως˙
Ἄς προσφέρουμε σάν δῶρο τούς ἴδιους τούς ἑαυτούς μας.
Ἐπειδή στήν παλιά ἐποχή οἱ Ἰσραηλίτες στίς γιορτές, δηλαδή στά θρησκευτικά πανηγύρια, προσέφεραν, σύμφωνα μέ τό νόμο, διάφορα δῶρα στόν Κύριο, ὅπως «θυσίες», «ὁλοκαυτώματα», «ἀπαρχές» καί ἄλλα παρόμοια, συμβουλεύει καί ἐμᾶς ὁ ἅγιος Γρηγόριος νά γιορτάσουμε γιά τόν Κύριο ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι καί μᾶς προτρέπει λέγοντας.
Εἶναι ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως1α.
Ἀντί τῆς ἁγίας ἡμέρας πού γιόρταζαν οἱ Ἰσραηλίτες, ἔχουμε τώρα ἡμέρα θεϊκοῦ πανηγυριοῦ, τήν ἡμέρα τοῦ χριστιανικοῦ Πάσχα. Τί εἶναι ὅμως τό Πάσχα τοῦ Χριστοῦ; Οἱ Ἰσραηλίτες γιόρταζαν τό «Φασέχ» ὅταν ἔφυγαν ἀπό τή γῆ τῆς Αἰγύπτου. Τό Πάσχα ὅμως πού μᾶς προτρέπει τώρα ὁ Ἅγιος νά πανηγυρίσουμε, τό γιορτάζει ἡ ψυχή, πού βγαίνει ἀπό τή νοητή Αἴγυπτο, δηλαδή ἀπό τήν ἁμαρτία. Γιατί, ὅταν διαβαίνει ἡ ψυχή ἀπό τήν ἁμαρτία στήν ἀρετή, τότε γιορτάζει τό «Φασέχ» τοῦ Κυρίου, ὅπως εἶπε καί ὁ Εὐάγριος: «Τό Πάσχα τοῦ Κυρίου εἶναι διάβαση, δηλαδή πέρασμα ἀπό τό χῶρο τῆς κακίας στόν χῶρο τῆς ἀρετῆς».
167.—. Σήμερα λοιπόν εἶναι Πάσχα τοῦ Κυρίου, ἡμέρα λαμπρῆς γιορτῆς, ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, πού πέθανε καί ἀναστήθηκε καί κάρφωσε στό σταυρό γιά χάρη μας τήν ἁμαρτία. Ἄς προσφέρουμε λοιπόν καί έμεῖς στόν Κύριο δῶρα, θυσίες καί ὁλοκαυτώματα, ὄχι βέβαια ἀλόγων ζώων, πού δέν τά θέλει ὁ Χριστός. Γιατί «θυσία καί προσφορά ἀλόγων ζώων δέν θέλησε καί ὁλοκαυτώματα μοσχαριῶν καί προβάτων δέν σοῦ εἶναι εὐάρεστα» (Ἑβρ. 10, 5-6: Ψαλμ. 39, 7). Καί ὁ Ἡσαΐας λέει: «Τί νά τίς κάνω τίς πολλές θυσίες σας; λέει ὁ Κύριος κ.τ.λ.» (Ἡσ. 1, 11). Ἀλλ’ ἐπειδή ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ θυσιάστηκε γιά μᾶς -ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, «γιατί τό δικό μας Πάσχα εἶναι ὁ Χριστός πού θυσιάστηκε γιά μᾶς» (Α΄ Κορ. 5, 7)– γιά ν’ ἀπαλλάξει τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία καί «ἔγινε κατάρα γιά μᾶς» -ὅπως λέει ἡ Ἁγ. Γραφή «καταραμένος εἶναι ὅποιος κρεμιέται στό ξύλο», γιά νά μᾶς ἐξαγοράσει ἀπό τήν κατάρα τοῦ νόμου (Γαλ. 3, 13) καί «γιά ν’ ἀποκτήσουμε τήν υἱοθεσία» (Γαλ. 4, 5)- ὀφείλουμε καί ἐμεῖς νά τοῦ προσφέρουμε σάν δῶρο κάτι ἀπό ἐκεῖνα πού τοῦ εἶναι εὐάρεστα. Ποιό λοιπόν δῶρο καί ποια θυσία ὀφείλουμε νά προσφέρουμε στόν Χριστό τήν Ἀναστάσιμη αὐτή ἡμέρα, γιά νά εὐαρεστηθεῖ, ἀφοῦ δέν θέλει θυσίες ἀλόγων ζώων; Πάλι ὁ ἅγιος Γρηγόριος μᾶς τό διδάσκει. Γιατί ἀφοῦ εἶπε:
Ἀναστάσεως ἡμέρα
πρόσθεσε:
Ἄς προσφέρουμε δῶρα τούς ἑαυτούς μας
ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος: «Προσφέρετε σάν δῶρο στόν Θεό τά σώματά σας, θυσία ζωντανή, ἅγια, εὐάρεστη στόν Θεό, τή λογική λατρεία σας» (Ρωμ. 12, 1).
168.—. Πῶς ὅμως ὀφείλουμε νά προσφέρουμε στόν Θεό τά σώματά μας θυσία ζωντανή καί ἅγια; Μέ τό νά μήν κάνουμε τά θελήματα πού μᾶς ὑπαγορεύει ἡ σάρκα μας καί ὁ λογισμός μας, ἀλλά ζώντας πνευματικά καί μή ἐκπληρώνοντας κανένα σαρκικό μας θέλημα (Ἐφεσ. 2, 3). Γιατί αὐτό ἀκριβῶς σημαίνει τό νά νεκρώσουμε τά μέλη τοῦ σώματος ποῦ μᾶς σπρώχνουν σέ γήινες ἐπιθυμίες (Κολ. 3, 5). Αὐτό θεωρεῖται ζωντανή θυσία, ἅγια καί εὐάρεστη στόν Θεό. Γιατί ὅμως ὀνομάζεται ζωντανή θυσία; Ἐπειδή τό ἄλογο ζῶο πού ὁδηγεῖται γιά θυσία, τήν ἴδια στιγμή πού θυσιάζεται, πεθαίνει. Οἱ ἅγιοι ὅμως πού προσφέρουν τούς ἑαυτούς τους στόν Θεό, θυσιάζονται καθημερινά, ἐνῶ ταυτόχρονα παραμένουν στή ζωή, ὅπως λέει ὁ Δαυΐδ: «Γιά χάρη Σου θανατωνόμαστε ὅλη τήν ἡμέρα, θεωρηθήκαμε σάν πρόβατα πού προορίζονται γιά σφαγή» (Ψαλμ. 43, 22). Αὐτό σημαίνει ἐκεῖνο πού λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος:
Ἄς προσφέρουμε τούς ἑαυτούς μας,
Δηλαδή, ἄς θυσιάσουμε τούς ἑαυτούς μας, ἄς τούς θανατώνουμε ὅλη τήν ἡμέρα, ὅπως ὅλοι οἱ ἅγιοι, γιά τόν Χριστό καί Θεό μας, γι’ αὐτόν πού πέθανε γιά χάρη μας. Πῶς ὅμως οἱ Ἅγιοι θανάτωσαν τούς ἑαυτούς τους; Ἔπαυσαν νά ἀγαποῦν τόν κόσμο καί τά ἐγκόσμια, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης στίς Καθολικές ἐπιστολές (Α΄ Ἰωάν. 2, 15) «ἀρνήθηκαν ἐντελῶς τή σαρκική ἐπιθυμία, τήν ἐπιθυμία τῶν ματιῶν καί τήν ὑπερηφάνεια τῆς κοσμικῆς ζωῆς, δηλαδή τή φιληδονία, τή φιλαργυρία, τήν κενοδοξία, σήκωσαν τό σταυρό τους, ἀκολούθησαν τόν Χριστό» (Ματθ. 16, 24) καί «σταύρωσαν ὄχι μόνο τούς ἑαυτούς τους γιά τόν κόσμο, ἀλλά καί ὅ,τι κοσμικό εἶχαν μέσα τους» (Γαλ. 6, 14). Γι’ αὐτό λέει κι ὁ Ἀπόστολος: «Αὐτοί πού ἀνήκουν στόν Ἰησοῦ Χριστό σταύρωσαν τή σάρκα μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες» (Γαλ. 5, 24). Νά λοιπόν, ἔτσι θανάτωσαν τούς ἑαυτούς τους οἱ Ἅγιοι.
169.—. Πῶς ὅμως πρόσφεραν τούς ἑαυτούς τους; Ζώντας, ὄχι σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες τους, ἀλλά σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ὑποτάσσοντας καί ἐγκαταλείποντας τά θελήματά τους γιά χάρη τῆς ἐντολῆς καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον, ὅπως εἶπε καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: «Νά, ἐμεῖς τ’ ἀφήσαμε ὅλα καί Σέ ἀκολουθήσαμε» (Ματθ. 19, 27). Τί ἄφησε; Μήπως εἶχε χρήματα ἤ κτήματα ἤ χρυσάφι ἤ ἀσήμι; Μόνο τό δίχτυ εἶχε καί αὐτό παλιό, ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος2. Ἄφησε ὅμως, ὅπως εἶπε, ὅλα τά θελήματἀ του3, ὅλη τήν «προσπάθεια» αὐτοῦ τοῦ κόσμου —και, ὅπως φαίνεται, καί ἄν ἀκόμη εἶχε χρήματα ἤ περιουσία καί ἐκεῖνα θά τά περιφρονοῦσε— καί ἀφοῦ σήκωσε τό σταυρό, ἀκολούθησε τόν Χριστό, σύμφωνα μ’ αὐτό πού λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Δέν ζῶ πιά ἐγώ, ἀλλά μέσα μου ζεῖ ὁ Χριστός (Γαλ. 2, 20). Νά, ἔτσι πρόσφεραν γιά δῶρα τούς ἑαυτούς τους οἱ Ἅγιοι. Ἀφοῦ νεκρώθηκαν, ὅπως εἴπαμε, ἀπό κάθε «προσπάθεια» καί κάθε προσωπικό θέλημα, ἔζησαν δοσμένοι μόνο στόν Χριστό καί στίς ἐντολές Του.
170.—. Ἔτσι λοιπόν καί ἐμεῖς «ἄς προσφέρουμε τούς ἑαυτούς μας»,
ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Γιατί ἐμᾶς ἐννοεῖ ὅταν λέει:
«τό πιό πολύτιμο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ».
Ἀληθινά, τό πολυτιμότερο, ἀπ’ ὅλα τά ὁρατά κτίσματα, εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Γιατί ἐκεῖνα μέν τά δημιούργησε ὁ Θεός μόνο μέ τό λόγο Του λέγοντας: «Νά γίνει αὐτό» καί ἔγινε. Καί πάλι: «Νά φυτρώσει στή γῆ αὐτό» καί φύτρωσε ἤ «νά βγάλουν τά νερά τῆς θάλασσας ψάρια» καί ἔβγαλαν» (Γεν. 1, 3, 11, 20) καί ὅλα τ’ ἄλλα. Τόν ἄνθρωπο ὅμως τόν ἔπλασε μέ τά ἴδια Του τά χέρια4 καί τόν καταστόλισε. Καί ὅλα τά κτίσματα τά δημιούργησε μέ τό σκοπό νά ὑπηρετοῦν καί ν’ ἀναπαύουν τόν ἄνθρωπο. Τόν ἄνθρωπο ὅμως τόν ὅρισε βασιλιά ὅλων αὐτῶν τῶν δημιουργημάτων καί τόν ἔπλασε γιά ν’ ἀπολαμβάνει τήν τρυφή τοῦ παραδείσου. Καί τό πιό ἀξιοθαύμαστο εἶναι ὅτι, ὅταν αὐτός ξέπεσε ἀπό τή θέση του, ἀπό δικό του λάθος, πάλι τόν ἀποκατέστησε στήν πρώτη του κατάσταση, μέ τό Αἷμα του Υἱοῦ Του τοῦ Μονογενοῦς, ὥστε νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος τό πολυτιμότερο ἀπ’ ὅλα τά ὁρατά δημιουργήματα. Καί ὄχι μόνο τό πολυτιμότερο, ἀλλά καί τό τιμιότερο καί τό πιό οἰκεῖο.
Γιατί εἶπε: «Ἄς δημιουργήσουμε τόν ἄνθρωπο, ‘κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν’» (Γεν. 1, 26). Καί ἀκόμα ἡ Ἁγ. Γραφή συμπληρώνει: «Δημιούργησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, ‘κατ’ εἰκόνα’ Θεοῦ τόν δημιούργησε, καί φύσηξε πάνω στό πρόσωπό του πνοή ζωῆς» (Γεν. 2, 7). Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, ὅταν σαρκώθηκε, πῆρε ἀνθρώπινη μορφή, σάρκα ἀνθρώπου καί ψυχή ἀνθρώπου5. Καί μέ λίγα λόγια, ἔγινε σ’ ὅλα ἄνθρωπος, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία, φέρνοντας μ’ αὐτόν τόν τρόπο κοντά Του τόν ἄνθρωπο, κάνοντάς τον, ὅπως θά λέγαμε, δικό Του. Γι’ αὐτό λοιπόν πολύ καλά καί ταιριαστά εἶπε ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Τό πιό πολύτιμο καί τό πιό οἰκεῖο δημιούργημα γιά τόν Θεό εἶναι ὁ ἄνθρωπος».
171.—. Μετά πιό καθαρά προσθέτει: Ἄς ἀποκαταστήσουμε τήν εἰκόνα πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός στήν ἀρχική της κατάσταση.
Πῶς ὅμως θα γίνει αὐτό; Μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό κάθε σωματικό καί πνευματικό μολυσμό» (Β΄ Κορ. 7, 1). Ἄς ξανακάνουμε καθαρή τήν εἰκόνα μας, ὅπως τήν παραλάβαμε. Ἄς τήν ἁπαλλάξουμε ἀπό τή βρωμιά τῆς ἁμαρτίας, γιά νά φανεῖ μέ τίς ἀρετές ἡ ὀμορφιά της. Γι’ αὐτή τήν ὀμορφιά προσευχόταν καί ὁ Δαυΐδ λέγοντας: «Κύριε, Σύ θέλησες καί ἔδωσες τόση δύναμη σέ κάθε ἀγαθό καί ὡραῖο πού ἔχω μέσα μου» (Ψαλμ. 29, 8). Ἄς καθαρίσουμε λοιπόν τό «κατ’ εἰκόνα» μας. Γιατί ὁ Θεός, τό θέλει ἀπό μᾶς ὅπως ἀκριβῶς μᾶς τό ἔδωσε, χωρίς κηλίδες ἤ ρυτίδες, ἤ κάτι παρόμοιο.
Ἄς ἀποκαταστήσουμε στό ἀρχαῖο κάλλος του τό «κατ’ εἰκόνα»
Ἄς συνειδητοποιήσουμε τή μεγάλη ἀξία πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός.
Ἄς μάθουμε πόσα μεγάλα ἀγαθά μᾶς δωρήθηκαν. Ἄς μάθουμε «κατ’ εἰκόνα» τίνος πλαστήκαμε. Ἄς μήν παραγνωρίσουμε τά μεγάλα δῶρα πού μᾶς δωρήθηκαν ἀπ’ Αὐτόν, ὄχι γιά τήν ἀξία μας, ἀλλά μόνο καί μόνο ἀπό τήν ἀγαθότητά Του. Ἄς μάθουμε ὅτι δημιουργηθήκαμε «κατ’ εἰκόνα» τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἔπλασε.
Ἄς τιμήσουμε τό Ἀρχέτυπο. Ἄς μήν προσβάλλουμε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τήν ὁποία πλαστήκαμε. Ποιός ἀπό ἐκείνους, πού θέλουν νά ζωγραφίσουν τήν εἰκόνα τοῦ βασιλιᾶ, τολμάει νά χρησιμοποιήσει φθηνό καί ἄχρηστο χρῶμα καί νά προσβάλει τό βασιλιά μέ κίνδυνο νά τιμωρηθεῖ; Ἀντίθετα, χρησιμοποιεῖ ὅλα τά πολύτιμα καί λαμπρά χρώματα, πού εἶναι ἀντάξια τῆς εἰκόνας τοῦ βασιλιά6. Πολλές φορές μάλιστα τοποθετεῖ στήν εἰκόνα τῶν βασιλιάδων φύλλα χρυσοῦ καί φροντίζει ν’ ἀπεικονίζει, ὅσο εἶναι δυνατόν, ὅλα τά ἐνδύματα τοῦ βασιλιᾶ, ὥστε νά περιέχει ἡ εἰκόνα ὅλα τά βασιλικά χαρακτηριστικά καί ὅποιος τή βλέπει νά νομίζει ὅτι βλέπει τόν ἴδιο τό βασιλιά, τό ἴδιο τό Ἀρχέτυπο. Καί τότε ἡ εἰκόνα εἶναι πολύ ὄμορφη καί λαμπρή. Καί ἐμεῖς λοιπόν ἄς μήν ἀτιμάσουμε τό Ἀρχέτυπό μας. Δημιουργηθήκαμε «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ, ἄς φτιάξουμε τήν εἰκόνα μας καθαρή καί ἔντιμη, ἀντάξια τοῦ Ἀρχέτυπου. Γιατί, ἄν, τιμωρεῖται ἐκεῖνος πού πρόσβαλε τήν εἰκόνα τοῦ βασιλιᾶ πού εἶναι καί αὐτός ἄνθρωπος τί πρέπει νά πάθουμε ἐμεῖς πού καταφρονοῦμε τη θεία εἰκόνα πού βρίσκεται μέσα μας, ὅπως εἶπε ὁ Ἅγιος «δέν ξαναδίνουμε στήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού ἔχουμε μέσα μας ὁλόκληρη τήν ἀρχική της δόξα; Ἄς τιμήσουμε λοιπόν τό Ἀρχέτυπο»7;


172.—. Ἄς μάθουμε τοῦ μυστηρίου τή δύναμη
Καί γιά χάρη τίνος πέθανε ὁ Χριστός.
Ἡ δύναμη τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτή: Ἐπειδή ἀφανίσαμε μέσα μας μέ τήν ἁμαρτία τό «κατ’ εἰκόνα» καί γι’ αὐτό νεκρωθήκαμε, ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος, «μέ τά παραπτώματα καί τίς ἁμαρτίες» (Ἐφες. 2, 1), γι’ αὐτό καί ὁ Θεός –πού μᾶς ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα» Του- ἐπειδή σπλαγχνίστηκε τό πλάσμα καί τήν ἴδια τήν «εἰκόνα» Του, ἔγινε γιά μᾶς ἄνθρωπος, καί καταδέχθηκε νά ὑποστεῖ τό θάνατο γιά χάρη ὅλων τῶν ἀνθρώπων, γιά νά ἐπαναφέρει ἐμᾶς, τούς νεκρωμένους, στή ζωή, ἀπό τήν ὁποία ξεπέσαμε μέ τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς. Ἔτσι, ἀφοῦ ἀνέβηκε καί σταύρωσε πάνω στόν ἅγιο σταυρό Του τήν ἁμαρτία, πού ἐξαιτίας της βγήκαμε ἀπό τόν Παράδεισο, «αἰχμαλώτησε τήν αἰχμαλωσία μας» (Ψαλμ. 67, 19: Ἐφες. 4, 8).
Τί σημαίνει ὅμως αὐτό; Σημαίνει ὅτι ἀπό τότε πού ὁ Ἀδάμ παρέβηκε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, μᾶς αἰχμαλώτισε ὁ ἐχθρός καί μᾶς εἶχε ὑπόδουλους. Ὅταν λοιπόν οἱ ψυχές χωρίζονται ἀπό τά σώματα τῶν ἀνθρώπων πήγαιναν στόν Ἄδη, ἐπειδή ἦταν κλεισμένος ὁ Παράδεισος. Ὅταν ὅμως ὁ Χριστός ἀνέβηκε στό ὕψος τοῦ ἁγίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ, μᾶς λύτρωσε μέ τό ἴδιο Του τό Αἷμα, ἀπό τή σκλαβιά πού μᾶς εἶχε δεμένους ὁ ἐχθρός μας, ὁ διάβολος, ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως τῆς έντολῆς. Δηλαδή μᾶς ἄρπαξε πάλι ἀπό τά χέρια τοῦ ἐχθροῦ καί, κατά κάποιο τρόπο μᾶς πῆρε ἀπό τήν πρώτη σκλαβιά στή δική Του δουλεία, ἀφοῦ νίκησε καί κατατρόπωσε τόν διάβολο, πού μᾶς εἶχε πρίν σκλαβώσει. Γι’ αὐτό λέγεται «αἰχμαλώτισε αἰχμαλωσία». Αὐτή εἶναι ἡ δύναμη τοῦ μυστηρίου. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός πέθανε γιά χάρη μας, γιά νά ξαναφέρει στή ζωή ἐμᾶς, πού εἴχαμε ἀπονεκρωθεῖ, ὅπως εἶπε ὁ Ἅγιος8. Λυτρωθήκαμε λοιπόν ἀπό τόν Ἄδη μέ τή φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ καί τώρα εἶναι στό χέρι μας νά γυρίσουμε στόν Παράδεισο. Γιατί δέν μᾶς τυραννάει πιά, οὔτε μᾶς ἔχει δούλους ὅπως πρῶτα ὁ ἐχθρός.
173.—. Μόνο ἄς φροντίσουμε, ἀδελφοί μου, καί ἄς φυλάξουμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό τήν ἔμπρακτη ἁμαρτία. Γιατί, ὅπως πολλές φορές σᾶς εἶπα, κάθε ἁμαρτία, πού γίνεται ἔμπρακτα, μᾶς ξανακάνει ὑπόδουλους στόν ἐχθρό, ἐπειδή μέ τή θέλησή μας παραδίνουμε καί ὑποδουλώνουμε τούς ἑαυτούς μας. Γιατί δέν εἶναι, ἀλήθεια, ντροπή καί μεγάλη ταλαιπωρία, ἀφοῦ ὁ Χριστός μᾶς λύτρωσε ἀπό τόν Ἄδη μέ τό πανάγιο Αἷμα Του καί ἀφοῦ τ’ ἀκοῦμε ὅλα αὐτά, νά ξαναγυρίσουμε καί νά ρίξουμε πάλι τούς ἑαυτούς μας στόν Ἄδη; Ἄραγε, δέν εἴμαστε τότε ἄξιοι γιά πιό χειρότερη καί ἐλεεινότερη κόλαση; Ὁ φιλάνθρωπος Θεός ἄς μᾶς ἐλεήσει καί ἄς μᾶς δώσει πνευματική ἀγρύπνια, γιά νά ἔρθουμε σέ συναίσθηση, νά βοηθήσουμε τούς ἑαυτούς μας καί νά βροῦμε λίγο ἔλεος τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου