Κυριακή 29 Μαΐου 2016

ΖΩΝΤΑΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ

ΖΩΝΤΑΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ




Σ᾿ ἐκείνους πού ἔχουν διαβάσει τό βιβλίο “Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ”, εἶναι πολύ γνώριμη ἡ ἔκφραση· “Προσευχή τοῦ ᾿Ιησοῦ”. Τό βιβλίο αὐτό ἀναφέρεται σέ μιά σύντομη προσευχή, πού ἀποτελεῖται ἀπό αὐτές τίς λέξεις· “Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησέ μέ τόν ἁμαρτωλό”. Αὐτές οἱ λέξεις ἐπαναλαμβάνονται συνεχῶς.
Οἱ “περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ”, εἶναι ἡ ἱστορία ἑνός ἀνθρώπου, πού ἤθελε νά μάθει νά προσεύχεται ἀδιάλειπτα (Α” Θεσ. 5, 17). ῾Ο ἄνθρωπος, τού ὁποίου ἡ ἐμπειρία ἐξιστορεῖται, ἦταν προσκυνητής. Γι᾿ αὐτό πάρα πολλά ἀπό τά ψυχολογικά χαρακτηριστικά του καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἔμαθε καί ἐφάρμοσε τήν προσευχή, ἐξαρτήθηκαν ἀπό τό γεγονός ὅτι αὐτός ἔζησε “κατά ἰδιάζοντα” τρόπο. Αὐτό κάνει τό βιβλίο νά μήν εἶναι τόσο ἐφαρμόσιμο ἀπ᾿ τόν καθένα, ὅσο θά μποροῦσε νά ἦταν ἐξαιτίας τοῦ περιεχομένου του. Παρόλα αὐτά εἶναι ἡ καλύτερη εἰσαγωγή, πού θά μποροῦσε νά γραφτεῖ γι᾿ αὐτή τήν προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους θησαυρούς τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας.
῾Η προσευχή εἶναι βαθιά ριζωμένη στό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου καί δέν εἶναι χωρίς νόημα τό ὅτι οἱ μεγάλοι δάσκαλοι τῆς ᾿Ορθοδοξίας πάντοτε ἐπέμειναν στό γεγονός ὅτι ἡ “Προσευχή τοῦ ᾿Ιησοῦ” συνοψίζει ὁλόκληρο τό Εὐαγγέλιο. Νά γιατί μόνο ἕνας πού ἡ ζωή του ἔχει καλά ριζώσει πάνω στήν Καινή Διαθήκη, πού εἶναι δηλαδή ζωντανό μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νά χρησιμοποιεῖ μέ ὅλο της τό νόημα τήν προσευχή τοῦ ᾿Ιησοῦ.

Καί ὄχι μόνο ἡ διδασκαλία, ἀλλά ὁλόκληρη ἡ θεανδρική πραγματικότητα πού ἀποκαλύπτεται στήν Καινή Διαθήκη, βρίσκεται μέσα στό ῎Ονομα, στό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῎Αν πάρουμε τό πρῶτο μισό μέρος τῆς προσευχῆς, θά δοῦμε ὅτι ἐκφράζει τήν πίστη μας στόν Κύριο· “Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ”. Στή μέση αὐτῆς τῆς εὐχῆς βρίσκουμε τό ὄνομα τοῦ ᾿Ιησοῦ. Εἶναι τό ὄνομα πού μπροστά του “θά λυγίσει κάθε γόνατο” (᾿Ησ. 45, 23) καί ὅταν τό προφέρουμε ἐπιβεβαιώνουμε τό ἱστορικό γεγονός τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. ᾿Επιβεβαιώνουμε ὅτι ὁ Θεός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ “συναΐδιος” μέ τόν Πατέρα, ἔγινε ἄνθρωπος. Καί ὁλόκληρο αὐτό τό πλήρωμα τῆς θεότητας κατοικεῖ ἀνάμεσά μας σωματικά στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ (Κολ. 2, 9).
Γιά νά δοῦμε στό Ναζωραῖο, στόν προφήτη τοῦ ᾿Ισραήλ, τό Σαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ, τό Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος, πρέπει νά ὁδηγηθοῦμε ἀπό τό ῞Αγιον Πνεῦμα. Γιατί τό ῞Αγιον Πνεῦμα εἶναι ᾿Εκεῖνο πού μᾶς ἀποκαλύπτει τόν Χριστό καί ὡς Θεό καί ὡς ῎Ανθρωπο. Τόν ἀποκαλοῦμε “Χριστό” καί ἔτσι ἐπιβεβαιώνουμε ὅτι σ᾿ Αὐτόν ἐκπληρώθηκαν οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. ῾Η ἐπιβεβαίωση ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ Χριστός σημαίνει πώς ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι καί δική μας ἱστορία. Σημαίνει ὅτι τή δεχόμαστε σάν τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Τόν ἀποκαλοῦμε “Υἱό τοῦ Θεοῦ”, γιατί γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἀναμενόμενος ἀπό τούς ᾿Εβραίους Μεσσίας, ὁ ἄνθρωπος πού ὁ Βαρτίμαιος τόν προσφώνησε “Υἱό τοῦ Δαβίδ”, εἶναι ὁ σαρκωμένος Υἱός τοῦ Θεοῦ. Αὐτές οἱ λέξεις τῆς προσευχῆς συνοψίζουν ὅλα ὅσα γνωρίζουμε, ὅλα ὅσα πιστεύουμε γιά τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, ἀπό τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη καί ἀπό τήν μακροχρόνια πείρα τῆς ᾿Εκκλησίας. Μ᾿ αὐτές τίς λέξεις κάνουμε πλήρη καί ὁλοκληρωμένη ὁμολογία πίστεως.
᾿Αλλά δέν φτάνει μόνο νά κάνουμε αὐτή τήν ὁμολογία πίστεως. Δέν εἶναι ἀρκετό τό νά πιστεύουμε. Καί τά δαιμόνια πιστεύουν καί φρίττουν (᾿Ιάκ. 2, 19). Δέν φτάνει ἡ πίστη γιά νά σωθοῦμε. Πρέπει συγχρόνως νά μᾶς ὁδηγήσει καί στήν σωστή σχέση μέ τό Θεό. Καί ἔτσι ἔχοντας πλέον ὁμολογήσει στήν πληρότητα της, ξεκάθαρα καί μέ σαφήνεια, τήν πίστη μας στό Πρόσωπο τοῦ Κυρίου, στήν ἱστορικότητα καί στή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἐρχόμαστε ἐνώπιόν Του πρόσωπο μέ πρόσωπο, μέ τή σωστή πνευματική στάση, λέγοντας τό· “᾿Ελέησέ μέ τό ἁμαρτωλό”.
῾Η λέξη “”ελέησον” εἶναι σέ χρήση σέ ὅλες τίς χριστιανικές ἐκκλησίες. Στήν ᾿Ορθόδοξη λατρεία εἶναι ἡ άπόκριση τοῦ λαοῦ σ᾿ ὅλες τίς αἰτήσεις πού ἐκφωνοῦνται ἀπό τόν ἱερέα. ῎Εχει τήν ἴδια ρίζα πού ἔχει ἡ λέξη “ἔλαιον”, ἡ ὁποία μᾶς θυμίζει τήν ἐλιά καί τό λάδι. ῎Αν ἀναζητήσουμε αὐτή τή βασική ἰδέα σέ χωρία τόσο τῆς Παλαιᾶς ὅσο καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, θά τήν βροῦμε νά ἀναφέρεται σέ ποικιλία παραβολῶν καί γεγονότων, τά ὁποῖα μᾶς βοηθᾶνε νά ὁλοκληρώσουμε τήν ἔννοια τῆς λέξεως. Στή Γένεση βρίσκουμε τήν εἰκόνα τῆς ἐλιᾶς. Μετά τόν κατακλυσμό ὁ Νῶε ἔστειλε διάφορα πουλιά, τό ἕνα μετά τό ἄλλο, γιά νά ἐξακριβώσει ἄν ὑπῆρχε ἤ ὄχι, ἔστω καί λίγη στεγνή γῆ. ῞Ενα ἀπό αὐτά τά πουλιά, ἕνα περιστέρι – καί ἔχει σημασία τό ὅτι εἶναι περιστέρι – ἔφερε πίσω στό Νῶε ἕνα μικρό κλαδί ἐλιᾶς. Αὐτό τό κλαδί μετέφερε στό Νῶε, καί σ᾿ ὅλους ὅσους βρίσκοταν στήν Κιβωτό, τήν εἴδηση ὅτι ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἔπαψε καί ὅτι ὁ Θεός πρόσφερε στόν ἄνθρωπο μιά νέα εὐκαιρία. ῞Ολοι ἐκεῖνοι πού βρίσκονταν στήν Κιβωτό, θά μποροῦσαν νά ἐγκατασταθοῦν πάλι σέ στέρεο ἔδαφος, ν᾿ ἀγωνιστοῦν νά ζήσουν καί ἴσως ποτέ πιά, ἄν καί οἱ ἴδιοι τό ἤθελαν, νά μήν δοκίμαζαν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ.
Στήν Καινή Διαθήκη, στήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη, βλέπουμε τό λάδι τῆς ἐλιᾶς νά μαλακώνει καί νά θεραπεύει τίς πληγές. Κατά τήν τελετή τοῦ χρίσματος τῶν βασιλέων καί τῶν ἱερέων στήν Παλαιά Διαθήκη, ἔχυναν λάδι ἐλιᾶς πάνω στό κεφάλη ἐκείνου πού χριόταν. Αὐτό ἦταν μιά ἀπεικόνηση καί ἕνα σύμβολο τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κατέβαινε καί τούς περιέλουζε, δίνοτάς νέα δύναμη (Ψαλμ. 133, 2), γιά νά ἐκπληρώσουν κατά τήν ἀποστολή τους ὅ,τι ξεπερνοῦσε τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις. ῾Ο Βασιλιάς στέκεται στό κατώφλι μεταξύ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί τοῦ θελήματος τῶν ἀνθρώπων. Καί καλεῖται νά ὁδηγήσει τό λαό Του στήν ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἱερέας στέκεται ἐπίσης σ᾿ αὐτό τό κατώφλι, γιά νά κηρύξει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἀκόμα γιά νά κάνει κάτι περισσότερο· Νά ἐνεργήσει “ἐξ ὀνόματος” τοῦ Θεοῦ, νά κάνει γνωστές τίς ἐντολές του καί νά θέσει σέ ἐφαρμογή τίς ἀποφάσεις Του.
Τό λάδι μιλάει πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα, γιά τό τέλος τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν εἰρήνη πού προσφέρει ὁ Θεός στό λαό πού ἔχει ἁμαρτήσει ἐνώπιόν Του. Τό λάδι μιλάει ἀκόμα γιά τό Θεό, ὁ ῾Οποῖος μᾶς θεραπεύει, ὥστε νά γίνουμε ἱκανοί νά ζήσουμε καί νά ἐκπληρώσουμε τό σκοπό τῆς ὑπάρξεώς μας. ᾿Επειδή ἀκριβῶς ὁ Θεός γνωρίζει ὅτι δέν εἴμαστε ἀπό μόνοι μας ἱκανοί νά ζήσουμε, οὔτε σύμφωνα μέ τό θέλημα Του, οὔτε σύμφωνα μέ τούς νόμους τῆς φύσεώς μας, χύνει πάνω μας ἄφθονη τή χάρη Του. Μᾶς χαρίζει τή δύναμή Του, γιά νά κατορθώσουμε νά κάνουμε ὅ,τι δέν θά ἦταν δυνατόν νά τό καταφέρουμε μέ τίς δικές μας δυνάμεις.
Στά Σλαβονικά οἱ λέξεις Μἂ῝῏ὖὦ καί Ρ῏ἣἂ῝῟ὗ ἔχουν τήν ἴδια ρίζα μέ τίς λέξεις πού ἐκφράζουν στοργή καί τρυφερότητα. ῞Οταν λοιπόν λέμε “ἐλέησον”, δέν ζητᾶμε μόνο ἀπό τό Θεό νά ἀποστρέψει ἀπό μᾶς τήν ὀργή Του, ἀλλά τοῦ ζητᾶμε νά μᾶς χαρίσει τήν ἀγάπη Του.
῎Αν γυρίσουμε πάλι στίς λέξεις τῆς προσευχῆς τοῦ ᾿Ιησοῦ “Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησέ με τόν ἁμαρτωλό”, θά δοῦμε ὁτι οἱ πρῶτες ἐκφράζουν μέ ἀκρίβεια καί πληρότητα τήν πίστη στό Χριστό, ὅπως τήν διδάσκουν τά Εὐαγγέλια καί ἀκόμα τήν ἱστορίκη ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Τό τέλος δέ τῆς προσευχῆς ἐκφράζει τήν πλούσια καί πολύπλευρη σχέση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μέ τά δημιουργήματά Του.
῾Η “Προσευχή τοῦ ᾿Ιησοῦ” εἶναι γνωστή σέ πάρα πολλούς ᾿Ορθοδόξους χριστιανούς εἴτε σάν κανόνας προσευχῆς, εἴτε ἀκόμα σάν τρόπος λατρευτικῆς ἀφοσίωσης, σάν σύντομος καί περιεκτικός τύπος πού μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ παντοῦ καί πάντοτε.
Πολλοί συγγραφεῖς ἔχουν καταπιαστεῖ μέ τίς φυσικές πλευρές τῆς προσευχῆς. Δηλαδή τήν ἄσκηση κατά τήν ἀναπνοή, τήν προσοχή στούς κτύπους τῆς καρδιᾶς καί μερικά ἄλλα δευτερεύοντα στοιχεῖα.
῾Η φιλοκαλία εἶναι γεμάτη ἀπό λεπτομερεῖς ὁδηγίες γιά τήν προσευχή τῆς καρδιᾶς. Οἱ Πατέρες τόσο τῆς πρῶτης ὅσο καί τῆς σύγχρονης ᾿Εκκλησίας ἔχουν ἀσχοληθεῖ μέ τό θέμα, καταλήγοντας πάντοτε στό ἴδιο συμπέρασμα· Ποτέ νά μήν ἐπιχειροῦμε σωματικές ἀσκήσεις, χωρίς νά ἔχουμε στενή παρακολούθηση ἀπό ἕνα πνευματικό πατέρα.
᾿Εκεῖνο πού εἶναι δοσμένο ἀπό τό Θεό γιά κοινή χρήση εἶναι ἡ προσευχή, ἡ ἐπανάληψη τῶν λέξεων, χωρίς καμιά σωματική προσπάθεια – οὔτε κάν τήν κίνηση τῆς γλώσσας – ἡ ὁποία ὅταν λειτουργεῖται συστηματικά, μεταμορφώνει τόν “ἔσω ἄνθρωπο”. Περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη, ἡ “Προσευχή τοῦ ᾿Ιησοῦ”, ἔχει σκοπό νά μᾶς φέρει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, χωρίς ἄλλο λογισμό, παρά μονάχα τή συναίσθηση τοῦ θαύματος, ὅτι δηλαδή βρισκόμαστε μαζί μέ τό Θεό. Γιατί ὅταν προσευχόμαστε μέ τήν “εὐχή τοῦ ᾿Ιησοῦ” δέν ὑπάρχει τίποτα καί κανείς ἄλλος, παρά μονάχα ἐμεῖς κι ὁ Θεός.
῾Η χρήση τῆς “Προσεχῆς τοῦ ᾿Ιησοῦ” εἶναι διπλή. ᾿Αρχικά εἶναι μιά ἐκφραση λατρείας, ὅπως ἄλλωστε καί κάθε ἄλλη προσευχή. ῎Επειτα, στή ζωή τῆς ἀσκήσεως, λειτουργεῖ σάν ἐστία, ἡ ὁποία κρατάει τήν προσοχή μας στραμμένη διαρκῶς στήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι, παρά τήν μονότονη ἐπανάληψή της, πολύ κατανυκτική, φιλική, πάντοτε πρόχειρη καί πολύ προσωπική. Τόσο στή χάρα ὅσο καί στή λύπη, ὅταν ταυτιστεῖ μαζί μας, γίνεται τόνωση τῆς ψυχῆς καί ἀνταπόκριση σέ κάθε θεϊκό κάλεσμα. Γιά ὅλα δέ τά πιθανά ἀποτελέσματα, πού ἡ προσευχή τοῦ ᾿Ιησοῦ μπορεῖ νά ἔχει σέ μᾶς, εἶναι σκόπιμο νά θυμόμαστε τά λόγια τοῦ ῾Αγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου· “Μήν ἀνησυχεῖς γιά τό τί θά ἐπακολουθήσει. Θά τό γευτεῖς, ὅταν θά ᾿ ρθει” (παρμένο ἀπό τό βιβλίο Guide of Pastoral Psychology No 95 σελ. 91).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου