Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Φοβερή η κρίση του θανάτου - 72

 
Φοβερή η κρίση του θανάτου - 72
 
          Σε μια ξεροκαλύβα της Ιεράς Νέας Σκήτης του Αγίου Παύλου, πριν από πολλά χρόνια, ένας υποτακτικός, Μηνάς το όνομα του, αρρώστησε βαρειά για θάνατο.
Ξαφνικά εκεί που νόμιζαν οι πατέρες που τον φρόντιζαν πώς θα πεθάνει, βλέπουν και έκανε απότομες κινήσεις των χεριών και του κεφαλιού του.

Οι παρευρισκόμενοι εκεί παρακολουθούσαν με πολλή περιέργεια και ενδιαφέρον τις κινήσεις και σε ερώτησή τους, ο μελλοθάνατος, είπε: «Κριτήριο, αδελφοί μου, Κριτήριο, φοβερό Κριτήριο στο οποίο αντιδικούν οι Δαίμονες με τους Αγγέλους. Σας παρακαλώ αδελφοί μου κάνετε προσευχή για την ψυχή μου» και λέγοντας αυτά, μετά πολλών ωρών πάλη και αγωνία, παρέδωσε το πνεύμα.
Που όμως; κανείς δεν γνωρίζει, ποίοι άραγε να νίκησαν;

Φοβερή αδελφοί μου είναι η ώρα του θανάτου.
Φοβερό το Κριτήριο και η αντιδικία των Δαιμόνων και η απόφαση στα χέρια της θείας Δικαιοσύνης, αλλά ας παρακαλούμε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και να ζητήσωμεν απ' αυτόν, με εξομολόγηση και ταπεινή καρδιά, να νικήσει το Έλεός Του την Κρίσιν, επειδή η αγία Γραφή λέει: «Έλεος και κρίσιν άσομαί σοι Κύριε, ψάλω καί συνήσω εν οδώ άμώμω πότε ήξεις προς με; διεπορευόμην εν κακία καρδίας μου, εν μέσω του οίκου μου» (Ψαλμ. Ρ' 100).
Δηλαδή: Εγώ Κύριε θα ψάλλω το έλεος Σου με την κρίση μαζί, κι αυτά θα τα καταλάβω όταν θα βρίσκομαι στο δρόμο της αναμαρτησίας και παρακαλώ πότε θα έλθεις σπίτι μου; Όταν θα βρίσκομαι στο δρόμο της ακακίας και της καλοσύνης; Τότε σε παρακαλώ να έλθεις να παραλάβεις την ψυχή μου και να την κρίνεις με το άπειρο Σου έλεος και όχι με τη δικαία Σου κρίση! Αυτό θα πρέπει όλοι μέρα νύχτα να παρακαλούμε και να διορθώνουμε τα σφάλματα και αμαρτήματα μας, και κατά τη θεία Του εντολή θα πρέπει για να τύχουμε του θείου ελέους, να γινόμαστε έτοιμοι όπως το είπε ο ίδιος «Γίνεσθε έτοιμοι, διότι ο θάνατος ως κλέπτης έρχεται εν ώρα ή ου δοκήται» και επειδή ο θάνατος έρχεται σαν κλέφτης τότε που δεν τον περιμένουμε, θα πρέπει ανά πασά στιγμή να είμαστε έτοιμοι να τον υποδεχτούμε και να λέμε κι εμείς με τον Προφήτη Δαυίδ «Πότε ήξεις προς με»; δηλ. πότε, Κύρη, θάρθεις και σε μένα να με πάρεις;


 

 

Φοβερό κριτήριο την ώρα του Θανάτου - 74

 
Φοβερό κριτήριο την ώρα του Θανάτου - 74

Στην Σκήτη της «Αγίας Τριάδος» τα Καυσοκαλύβια, στην Καλύβα «Ζωοδόχος Πηγή» από το 1910 ασκητικά διαβίωνε ένας μεγάλος Καλλιτέχνης Ξυλόγλυπτης εκ Μυτιλήνης καταγόμενος Γερο -Αρσένιος με τους υποτακτικούς του, τον πνευματικό εξομολόγο Παπα - Νικόδημο και τον Μοναχό Γερμανό.


Ο Μοναχός Γερμανός παρέλαβε δυο από τα καλύτερα Ξυλόγλυπτα έργα του Γέροντα του, από τα οποία το μεν ένα παρίστανε την «Σταύρωση του Κυρίου» το δε άλλο την «Δευτέρα Παρουσία και την μέλλουσα Κρίση Αυτού».


Τα μεγάλης αξίας αυτά έργα ο Π. Γερμανός μετέφερε προς πώληση στην Αμερική, αλλά επειδή όπως μας πληροφόρησαν, ζητούσε μεγάλα χρηματικά ποσά και για τα δυο, δεν μπόρεσε να τα πουλήσει και τα είχε τοποθετήσει σε μια μεγάλη έκθεση, στην οποία, όσοι επιθυμούσαν να τα δουν, πλήρωναν ιδιαίτερο εισιτήριο.


Από τα ποσά που εισέπραττε, μέρος βαστούσε για την συντήρησή του και τα υπόλοιπα έστελνε στον Γέροντα του, διότι ήταν πολύ ευλαβής και θεοφοβούμενος υποκτακτικός.


Πέρασαν περισσότερα από σαράντα χρόνια από τότε πού έφυγε, και όταν γύρισε ο Π. Γερμανός στα Καυσοκαλύβια στην Μετάνοια του, ο Γέροντας του με τον πνευματικό Παπα - Νικόδημο είχαν απέλθει στας αιωνίους Μονάς, στην βασιλεία των ουρανών. Στη ζωή βρήκε μόνο τον νεώτερο από την Συνοδεία αυτή και ανεψιό του Παπα -Νικόδημου, Επιφάνειον Ιερομόναχον.


Ο Π. Επιφάνιος με χαρά άμετρη δέχθηκε τον εξ Αμερικής επιστρέψαντα Γέροντα Γερμανό, τον οποίον μετά προθυμίας εξυπηρέτησε μέχρι βαθέως γήρατος.


Ο Γέρο - Γερμανός, γεροντάκι πλέον, όταν πλησίασε ο καιρός της αναχωρήσεώς του από την ψεύτικη αυτή ζωή, είπε στον αδελφό Π. Επιφάνιο: «Αδελφέ νομίζω πώς ήλθε ο καιρός να φύγω για πάντα από την ζωή αυτή. Γι' αυτό αν θέλεις παρακάλεσε τους πατέρες της Σκήτης να κάνουν δέηση και θερμή προσευχή προς Κύριον για την ταλαίπωρη ψυχή μου και ο θεός να ελπίσει και σένα και όλους τους αδελφούς».


Λέγοντας αυτά τα λόγια στον Π. Επιφάνιο, παρουσία και άλλων Πατέρων της Σκήτης, άρχισε ένα φοβερό Κριτήριο, στο οποίο απαντούσε ο Πάτερ Γερμανός μονολεκτικά με ένα ναί ή ένα όχι. Πού και πού έλεγε «Όχι αυτό δεν το έκανα, ψέμματα λέτε. Για εκείνο έκανα αυτό το καλό, έκανα εκείνη τη μετάνοια» και πάλι έλεγε «Ναι το έκανα, αλλά έδωσα ελεημοσύνη», και άλλοτε έλεγε «Όχι αυτό δεν το έκανα».
Τούτο διήρκεσε αρκετή ώρα και σ' αυτή την κατάσταση παρέδωσε το πνεύμα του κατά το έτος 1955.

 

O μάγειρας είπε τον άλλο χρόνο δεν έρχομαι - 75

 
O μάγειρας είπε τον άλλο χρόνο δεν έρχομαι - 75

Στην ίδια ησυχαστική Καλύβα «Κοίμησις της Θεοτόκου» στα Κατουνάκια λίγα χρόνια πρίν να φύγουν απ' αυτήν, ο Παπα - Ιγνάτιος με την συνοδεία του, στην εορτή της Παναγίας που έκαναν πανηγυρική αγρυπνία, είχαν για μάγειρα τον Μοναχό Παΐσιο, στον οποίο παρέδωσαν τα ψάρια για να τα παρασκευάσει.

Τα ψάρια, τα οποία μετά βίας έφταναν να φάνε 25 - 30 άτομα, ήταν πολύ λίγα για να φανέ όλοι οι πατέρες που είχαν συντρέξει από ευλάβεια στην πανηγυρική εκείνη αγρυπνία, διότι πριν από 50 χρόνια, που έγινε το θαύμα αυτό, το Άγιον Όρος είχε πολλούς Μοναχούς και έτσι βρέθηκαν από 30, που υπολόγισαν οι πανηγυρίζοντες περισσότεροι από εκατό Μοναχοί.

Οι γέροντες της Καλύβης αυτής όταν είπαν στο μάγειρα Γερο -Παΐσιο ότι στο τραπέζι θα καθίσουν να φάνε περισσότεροι από εκατό μοναχοί, τότε ο μάγειρας είπε: «δεν μου λέτε γεροντάδες μου, πώς θα ταΐσω τόσον κόσμο; τι να τους δώσω να φάνε; Τα ψάρια, όπως ξέρετε, δεν φτάνουν πουθενά, τι άλλο φαγητό να τους κάνω να φάνε; Πάντως γεροντάδες μου σας δηλώνω επίσημα να το ξέρετε από τώρα και να κανονίσετε την πορεία σας, διότι, του χρόνου στην πανήγυρη σας δεν πρόκειται να έλθω, να είσθε γι' αυτό σίγουροι ότι δεν θα με έχετε άλλη φορά στην πανήγυρή σας».

Τούτο είπε προφητικά, ο μάγειρας Πάτερ Παΐσιος, διότι δεν πέρασαν ούτε 15 ήμερες από το πανηγύρι αυτό της Παναγίας, που έγινε με πολλή μεγαλοπρέπεια και τα ψάρια έφτασαν και περίσσευσαν και για την άλλη ήμερα, επειδή με την προσευχή των Πατέρων, τα ευλόγησε ο Θεός και έμειναν όλοι ευχαριστημένοι ,αλλά ο γερο - Παΐσιος, ο μάγειρας δεν ξαναπήγε στην επίγεια αυτή πανήγυρη, διότι τον πήρε η Κυρία Θεοτόκος από την ψεύτικη αυτή ζωή και αξίωσε αυτόν της αιωνίου μακαριότητας να χαίρεται με τους Αγγέλους και όλους τους Αγίους και να πανηγυρίζει αιώνια στην Βασιλεία των ουρανών.

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Акафист св. Апостолу и Евангелисту Иоанну Богослову



Кондак1
Избранный Господем от мрежей рыбарских на проповедь Евангелиа и от ловли рыб
на уловление человеков во свет истиннаго боговедения, великий апостоле, учениче,
друже и наперсниче Христов, моли единаго истиннаго Человеколюбца,
Егоже ты приискренне возлюбил еси, да помилует нас,
ищущих твоего к Нему предстательства и зовущих ти:
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Икос 1
Ангельских сил и всякия твари Творца, Владыку и Господа,
восприемшаго плоть нашу и явльшагося на земли спасения нашего ради,
узрев ходяща при мори Галилейстем и взывающа тя со братом твоим, Иоанне блаженне,
в звание апостольства, оставль мрежи рыбарския и отца твоего в корабли,
неуклонно оттоле последовал еси стопам Спасителевым.

Сего ради вопием ти сице:
Радуйся, любве ради ко Христу отца по плоти оставивый;
Радуйся, Христом Небеснаго Отца обретый.
Радуйся, мир и вся его прелести презревый;
Радуйся, небесная благая в воздаяние получивый.
Радуйся, плоть духу совершенно поработивый;
Радуйся, дух твой Сладчайшему твоему Учителю Иисусу покоривый.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 2
Видя Христос Господь непорочную чистоту твоего сердца, плотскими сластьми не омраченную,
суди тебе достойна быти зрения таинственных откровений, яко да, проницая во глубину богословия,
возможеши проповедати тое во услышание всего мира.
Сего ради “сын громов” от Господа наречен был еси и Тому возопил еси: Аллилуиа.

Икос 2
Разумом истиннаго богопознания озаряя твою душу, шествовал еси вослед Благаго Учителя твоего,
поучаяся из уст Его исходящей премудрости, и совершеннаго ради твоего незлобия
и девственнаго целомудрия был еси возлюблен Христом Господом твоим.
Услыши убо ны, воспевающия ти сице:
Радуйся, незлобия рачителю;
радуйся, девства и чистоты хранителю.
Радуйся, любве к Богу и ближним учителю, радуйся, добрых нравов наставниче.
Радуйся, смиренномудрия зерцало;
радуйся, Божественныя благодати светило.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.

Кондак 3
Силу Божества Христова, сокрытую под облаком немощнаго человеческаго естества познал еси явно,
егда Господь наш, воскрешая дщерь Иаирову и последи преображаяся на Фаворе,
сподоби тя со инема двема ученикома свидетеля быти таковых преславных чудес.
Увидев же, яко Христос есть Бог истинный, из глубины сердца твоего воззвал еси Ему: Аллилуиа.

Икос 3
Имея велие дерзновение к возлюбившему тя Христу Сыну Божию, возлегл еси на персех Его
при совершении Тайныя Вечери, и егда прорицаше Господь о предателе Своем,
тогда един ты дерзнул еси вопросите о имени его.

Сего ради вопием ти:
Радуйся, возлюбленный Христов учениче;
Радуйся, присный Его друже.
Радуйся, невозбранно на персех Господних возлежавый;
Радуйся, дерзновенно о имени предающаго вопросивый.
Радуйся, паче иных ко Христу ближайший;
Радуйся, словеса Господня, якоже сокровище многоценное, слагавый в сердце своем.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 4
Буря ярости и злобнаго неистовства жестокосердых и неблагодарных иудеев,
егда воста на Христа Сына Божия, тогда вси ученицы Его, страхом объяти бывше, бежаша;
но ты, любовь крепльшую к Нему имея, даже до Креста и смерти не отступил еси от Него,
на вся муки Христовы взирая и соболезнуя сердцем Деве Матери Божией, плачущей и рыдающей.
Удивляяся же крайнему милосердию и долготерпению Божию,
взывал еси к Пострадавшему за род человеческий: Аллилуиа.

Икос 4
Вися на Кресте пригвожденный за грехи наша Спас мира и видев тя и Матерь Свою предстоящия,
сына тя Преблагословенней Деве Богородице вдал есть, глаголя Ей:
“Жено, се сын Твой, — и тебе паки: — Се Мати твоя”.
Мы же, дивящеся любви Христове, на тебе явленней, воспеваем сице:
Радуйся, сын Божия Матере быти сподобивыйся;
Радуйся, того ради наипаче ко Христу, яко некиим духовным родством, присвоивыйся.
Радуйся, Матери Божией достойно послуживый;
Радуйся, Сию, якоже матерь свою, во всякой чести у себя имевый.
Радуйся, и во Успении честное и святое Ея тело ко гробу проводивый;
Радуйся, со блистающеюся райскою ветвию, Архангелом Гавриилом принесенною, одру Ея предшедый.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.

Кондак 5
Боготечная звезда явился еси во Асии, отшед в ню на проповедание слова Божия, якоже жребием указася тебе.
Но на пути твоем попусти Господь быти тебе ввержену в море:
благодать же Божия, всегда с тобою пребывающая, сохрани тя в водах морских жива,
и по четыредесятих днех повеле волне морстей, да воспенившися извержет тя на брег.
Егда же узре сия ученик твой Пpoхор, уже много плакавый о кончине твоей,
велиим гласом воззва чудодействующему Богу: Аллилуиа.

Икос 5
Видевше ефесстии жителие преславное чудо, тобою сотворенное, егда отрока Домна,
умерщвленнаго от беса, молитвою твоею воскресил еси, воспеша велегласно силу Бога,
тобою им проповеданнаго, и избавльшеся от гнуснаго идолослужения, взываху тебе сице:
Радуйся, истиннаго Бога служителю; радуйся, бесов прогонителю.
Радуйся, мертвецы силою Христовою оживляяй;
Радуйся, тою жизнь и здравие людем возвращаяй.
Радуйся, помраченныя умом к Свету Истины призываяй;
Радуйся, правыя веры просвещением к добродетели наставляяй.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 6
Проповедник богоносный слова Божия во Ефесе был еси,
и усердствуя о распространении благодати евангельския, утверждал еси твое учение
знаменьми великими и чудными, капище же Артемидино единою молитвою низпровергл еси,
да зряще сие, язычницы познают Единаго Бога, Емуже мы вопием: Аллилуиа.

Икос 6
Возсия во Ефесе, якоже солнце, свет веры Христовы, тобою проповеданныя,
егда злочестивый Дометиан воздвиже гонение на христианы;
тогда и тебе, яко усерднаго исповедника имене Христова, посла епарх в Рим связана,
идеже и претерпел еси страшная мучения. Тех ради благочестно возглашаем ти сицевая:
Радуйся, Христова ради исповедания биенный;
Радуйся, чашу смертоноснаго яда невредно испивый.
Радуйся, в котле елеа кипящаго не сваривыйся;
Радуйся, силою Христовою в лютых мучениих цел сохранивыйся.
Радуйся, твоим невреждением кесаря, мучащаго тя, устрашивый;
Радуйся, сим же народ о величествии Бога, от христиан почитаемаго, уверивый.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 7
Егда узре мучитель, яко и лютейшия муки, яже от него претерпел еси, не возмогоша умертвити тебе,
тогда, возмнев тя безсмертна быти, во остров Патмос на изгнание осуждает.
Ты же, повинуяся Промыслу Божию, тако благоволившему, благодарственно воспевал еси Богу,
вся во благое устрояющему: Аллилуиа.

Икос 7
Новая чудеса показал еси язычником, ища обратити их ко спасителъней вере Христове,
егда пловущу ти во изгнание твое, повелением твоим отрока утопшаго море на корабль жива изверже,
буря укротися, вода сланая в сладкую претворися, воин от чревнaго недуга исцелися,
и по пришествии твоем в Патмос, бес пытливый, будущая прорицавый, из одержимаго им изгнася.
Тогда вси зрящии таковая дивная знамения, тобою совершаемая,
прихождаху к познанию Триипостаснаго Бога и крещахуся.

Мы же тя ублажаем тако:
Радуйся, морю и бури повелеваяй;
Радуйся, сатанинския духи от человек изгоняяй.
Радуйся, болезни единым словом исцеляяй;
Радуйся, всем в нуждах помощь подаваяй.
Радуйся, чудесы твоими идолопоклонник удививый;
Радуйся, учением твоим неверныя во истинней вере утвердивый.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 8
Странно бе видети жрецем Аполлоновым, яко храм бога их и вся бывшия в нем идолы
ты единым словом на землю низпровергл еси.
Чудящеся убо о сем и ярящеся на таковое твое дерзновение, идоша к волхву некоему,
велию силу от сатаны в себе имевшему, просяще его, да отмстит безчестие бога их;
он же, слеп сый душею, не ведая силы, в тебе обитающия, покушашеся привидении различными
тебе устрашити и на тя народ подвигнути: обаче сам окаянный погрузися в море и тамо погибе,
безсильным бывшим бесом спасти его, ты бо воспретил еси им именем Иисуса Христа Сына Божия,
Егоже прослави народ, чудесе свидетель, воспев: Аллилуиа.

Икос 8
Весь исполнен быв любве Божественныя, явился еси вместилище даров Святаго Духа:
будущая прорицал еси, отстоящая, яко близ сущая, возвещал еси, недужныя исцелял еси,
жене игемона на острове Патмосе, в болезни рождения страждущей, едва на праг дому ея вступив,
облегчение даровал еси.

Приими убо от нас, грешных, похвалы сицевыя:
Радуйся, благодати Божия вместилище; радуйся, Духа Святаго обиталище.
Радуйся, реко, чудоточная цельбоносныя в болезнех силы;
Радуйся, источниче наставлений, приводящих к познанию правыя веры.
Радуйся, коварства лукаваго сатаны обличаяй; радуйся, верныя от козней его защищаяй.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 9
Всякое беззаконие истребляя ревностно от среды людей, к нимже послан был еси,
обличил еси прельщение идолопоклонников, иже почитаху беса,
во образе волка превелика людем являвшегося, и многия от них к вере Христове привел еси:
таже капище Вакхово молитвою твоею разрушил еси, и волхва Нукиана вкупе с домашними его
к покаянию чудесы твоими обратил еси.
Тии же, от греха ко спасению обратившеся, немолчно взываху Богу: Аллилуиа.

Икос 9
Ветийство мудрости человеческия не возможет изрещи, ниже ум плотскаго человека постигнута,
яже ты возвестил еси нам о безначальнем бытии Триипостаснаго Бога: подобно бо Моисею,
во громех и блистаниих на горе приял еси от Бога тайну богословия и возгласил еси миру,
яко в начале бе Слово, Отцу искони неразлучное и всему сущему виновное, имущее Свет Жизни,
егоже тьма не может объяти.

Озаряеми таковым облистанием света Божественныя Истины,
почитаем тя яко таинника Безначальныя Троицы и воспеваем тя яко Богослова совершеннейшаго:
Радуйся, орле, воспаривый до самаго огнеобразнаго Престола Божия;
Радуйся, трубо, возвестившая миру Предвечнаго и Безначальнаго Бога.
Радуйся, человечество и Божество Христово нам изьясняяй;
Радуйся, дивная словеса и наставления Господня во Евангелии твоем нам возвещаяй.
Радуйся, любви делом и истиною нас научаяй;
Радуйся, пребывающим в любви пребывание в них Бога обещаваяй.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 10
Спасти хотя души человеческия, всяко поучал еси люди веровати во Христа Сына Божия,
имети совесть незазорну и любити друг друга, да возмогут не токмо зде,
но и в селениих праведных воспети лепотно Всемогущему Богу: Аллилуиа.

Икос 10
Стены Горняго Иерусалима узрев во откровении, возвестил еси нам,
яже тамо видел еси и яже имут быти до скончания мира, сказуя нам сие иносказательными словесы,
яже может разумети токмо ум, имеяй мудрость.

Удивляющееся таковому дару пророчествия, тебе от Бога дарованному, воспеваем тя сице:
Радуйся, познанием Сущаго и Иже бе и Грядущаго превозшедый естество человеческое;
Радуйся, вместилище таинств, невместимых человеческим умом, бывый.
Радуйся, неизреченная Божия откровения узревый;
Радуйся, сия верным преподавый.
Радуйся, радости святых еще в жизни сей познавый;
Радуйся, оными ныне в преизбыточествии наслаждаяйся.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 11
Пение благодарственное принесе тебе, святый апостоле Иоанне, христианин,
иже в нищету пришед и не имый чим воздати своим заимодавцем,
во отчаяние впаде и искаше сам себе умертвити; ты же, проповедник любве ко ближним сый,
желая избавити того от временныя и вечныя смерти, крестным знамением
сено во злато претворил еси и сие тому вручил еси, да сим златом и долги отдаст заимодавцем,
и дом свой пропитает, Богу же, тобою его облагодетельствовавшему, да поет: Аллилуиа.

Икос 11
Светозарная душа твоя, достигши в меру возраста совершеннаго, познала есть приближение времене,
егда подобает тленному наследити обещанное нетление и смертному обещанное безсмертие.
Скончавая убо земное житие твое, повелел еси учеником твоим землею покрыти до верха тело твое;
слышавше же о сем, сущии во граде братия приидоша ко гробу твоему и, откопавше, ничтоже в нем обретоша.
Темже познавше, яко изменение твое сотворися не обычным человеческим смертным успением,
воспеша тебе тако:
Радуйся, орле, обновивый юность твою приближением к Солнцу Славы Божия;
Радуйся, таковым изменением превозшедый вся уставы естества человеческаго.
Радуйся, по обетованию Благаго Учителя твоего возседый на единем от дванадесяти престолов;
Радуйся, творяй на том суд и правду посреде людей Божиих Израиля.
Радуйся, наслаждаяйся лицезрением Сладчайшаго Иисуса, к Немуже на перси прежде Его страсти и Воскресения возлегл еси;
радуйся, от Его милосердия ходатайствуяй нам вся благая.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 12
Благодать дана бысть от Бога месту тому, идеже тело твое земли предано бяше,
да испускает в день погребения твоего тонкий прах на исцеление болящим, показуя сим чудом,
како прославляет Бог любящия Его, да вси, зряще сие,
непрестанно сердцем и усты во дни и в нощи вопием Ему: Аллилуиа.

Икос 12
Поюще труды твоя во апостольстве и чудеса и исцеления, яже источал еси,
и источаеши благодатию Духа Святаго, в тебе обитающаго, восхваляем Бога,
даровавшаго нам таковаго путеводителя, наставляющаго нас на путь спасения
и милосердующаго о немощех наших. 


Приими убо от нас, святый апостоле, похвалы сицевыя:
Радуйся, благовестниче веры Христовы усерднейший;
Радуйся, учителю Церкве Христовы изряднейший.
Радуйся, богословов начало и основание;
Радуйся, Божественных Тайн возвестителю.
Радуйся, девствующих образе и целомудрия правило;
Радуйся, всех верных, ко твоему заступлению прибегающих, скорый помощниче и покровителю.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 13
О преславный и всехвальный апостоле и евангелисте, наперсниче Христов возлюбленный Иоанне!
Твоим всесильным ходатайством ко Всеблагому твоему Учителю и нашему Владыце и Господу
испроси нам вся благая временная и вечная и христианскую кончину жития нашего,
да с тобою и со ангельскими лики в селении праведных воспоем Триипостасному Богу: Аллилуиа.
(Этот кондак читается трижды, затем икос 1 и кондак 1)

Κεφάλαια Περί Αγάπης

Κεφάλαια Περί Αγάπης



ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ

1. Ἡ ἀγάπη εἶναι μιά ἀγαθή διάθεση τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία τήν κάνει νά μήν προτιμᾶ κανένα ἀπό τά ὄντα περισσότερο ἀπό τή γνώση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὅμως ἀδύνατο νά φτάσει ν᾿ ἀποκτήσει σταθερά αὐτή τήν ἀγάπη ὅποιος ἔχει κάποια ἐμπαθῆ κλίση σέ κάτι ἀπό τά γήινα.
2. Τήν ἀγάπη τή γεννᾶ ἡ ἀπάθεια• τήν ἀπάθεια τή γεννᾶ ἡ ἐλπίδα στόν Θεό• τήν ἐλπίδα, ἡ ὑπομονή καί ἡ μακροθυμία. Αὐτές τίς γεννᾶ ἡ καθολική ἐγκράτεια• τήν ἐγκράτεια, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. τό φόβο τοῦ Θεοῦ τόν γεννᾶ ἡ πίστη.
3. Ἐκεῖνος πού πιστεύει στόν Κύριο, φοβᾶται τήν κόλαση. Κι ἐκεῖνος πού φοβᾶται τήν κόλαση, ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη. Ἐκεῖνος πού ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη, ὑπομένει ὅσα τόν θλίβουν.
Ἐκεῖνος πού ὑπομένει ὅσα τόν θλίβουν, θά ἀποκτήσει τήν ἐλπίδα στόν Θεό. Ἡ ἐλπίδα στόν Θεό ἀπομακρύνει τό νοῦ ἀπό κάθε ἐμπαθή κλίση πρός τά γήινα. Καί ὅταν χωριστεῖ ἀπό αὐτή ὁ νοῦς, θά ἀποκτήσει τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό.
4. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Θεό, πάνω ἀπό ὅλα τά κτίσματά Του προτιμᾶ τή γνώση Του κι ἀδιάλειπτα μέ πόθο τήν προσμένει.
5. Ἄν ὅλα τά ὄντα ἔγιναν ἀπό τόν Θεό καί γιά τόν Θεό, καί ὁ Θεός εἶναι καλύτερος ἀπό τά δημιουργήματά Του, ἐκεῖνος πού ἐγκαταλείπει τόν Θεό καί στρέφεται στά χειρότερα, φανερώνεται ὅτι προτιμᾶ περισσότερο τά δημιουργήματα ἀπό τόν Θεό.
6. Ἐκεῖνος πού ἔχει προσηλωμένο τό νοῦ του στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καταφρονεῖ ὅλα τά ὁρατά, καί τό σῶμα του ἀκόμη, σάν νά εἶναι ξένο.
7. Ἀφοῦ ἡ ψυχή εἶναι ἀνώτερη ἀπό τό σῶμα καί ἀσυγκρίτως ἀνώτερος ἀπό τόν κόσμο ὁ Δημιουργός Θεός, ἐκεῖνος πού προτιμᾶ τό σῶμα ἀπό τήν ψυχή καί τόν κόσμο ἀπό τόν Θεό πού τόν δημιούργησε, αὐτός δέν διαφέρει διόλου ἀπό αὐτούς πού λατρεύουν τά εἴδωλα.
8. Ἐκεῖνος πού χώρισε τό νοῦ του ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τή θεωρία, καί τόν ἔχει δεμένο σέ κάποιο ἀπό τά αἰσθητά, αὐτός εἶναι πού προτιμᾶ τό σῶμα ἀπό τήν ψυχή καί τά κτίσματα ἀπό τόν Θεό πού τά δημιούργησε.
9. Ἄν ἡ ζωή τοῦ νοῦ εἶναι ὁ φωτισμός πού δίνει ἡ πνευματική γνώση, κι αὐτόν τόν γεννᾶ ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό, ὀρθά ἔχει λεχθεῖ πώς δέν εἶναι τίποτε πιό μεγάλο ἀπό τή θεία ἀγάπη.
10. Ὅταν μέ τόν ἔρωτα τῆς ἀγάπης ὁ νοῦς μεταβαίνει πρός τόν Θεό, τότε δέν ἔχει διόλου αἴσθηση γιά κανένα ἀπό τά κτίσματα. Καθώς καταφωτίζεται ἀπό τό θεῖο καί ἄπειρο φῶς, γίνεται ἀναίσθητος γιά ὅλα τά κτίσματα, ὅπως τά μάτια δέν βλέπουν τά ἄστρα ὅταν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος.
11. Ὅλες οἱ ἀρετές βοηθοῦν τό νοῦ γιά νά ἀποκτήσει τόν θεῖο ἔρωτα, περισσότερο ὅμως ἀπό ὅλες ἡ καθαρή προσευχή. Γιατί μέ αὐτήν ὁ νοῦς παίρνει φτερά καί πετᾶ πρός τόν Θεό καί βγαίνει ἔξω ἀπό τά ὄντα.
12. Ὅταν ὁ νοῦς ἁρπαχθεῖ μέσω τῆς ἀγάπης ἀπό τή θεία γνώση, καί ἀφοῦ βρεθεῖ ἔξω ἀπό τά ὄντα, αἰσθάνεται τήν ἀπειρία τοῦ Θεοῦ• τότε, ὅπως συνέβη στόν Ἡσαΐα, ἀπό τήν ἔκπληξη ἔρχεται σέ συναίσθηση τῆς μηδαμινότητάς του καί λέει μέ κατάνυξη τά λόγια τοῦ προφήτη: «Ὤ ἐγώ, ὁ ἄθλιος, τί συντριβή νιώθω! Ἐγώ, ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχω χείλη ἀκάθαρτα, καί ἀνάμεσα σέ λαό πού ἔχει χείλη ἀκάθαρτα κατοικῶ, εἶδα μέ τά μάτια μου τόν Βασιλέα, τόν Κύριο Σαβαώθ».
13. Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό, δέν μπορεῖ νά μήν ἀγαπήσει καί κάθε ἄνθρωπο σάν τόν ἑαυτό του, ἄν καί τόν δυσαρεστοῦν τά πάθη ἐκείνων πού δέν ἔχουν ἀκόμη καθαριστεῖ. Γι᾿ αὐτό χαίρεται μέ ἀμέτρητη καί ἀνέκφραστη χαρά γιά τή διόρθωσή τους.
14. Ἀκάθαρτη εἶναι ἡ ψυχή πού εἶναι γεμάτη ἀπό κακούς λογισμούς, ἀπό ἐπιθυμία καί μίσος.
15. Ἐκεῖνος πού βλέπει καί ἴχνος μόνο μίσους μέσα στήν καρδιά του, πρός ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο γιά ὁποιοδήποτε φταίξιμό του, εἶναι ἐντελῶς ξένος ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Γιατί ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό δέν ἀνέχεται διόλου τό μίσος κατά τοῦ ἀνθρώπου.
16. «Ὅποιος μέ ἀγαπᾶ -λέει ὁ Κύριος- θά τηρήσει τίς ἐντολές μου. Καί ἡ δική μου ἐντολή εἶναι νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο». Ἄρα λοιπόν ἐκεῖνος πού δέν ἀγαπᾶ τόν πλησίον του, δέν τηρεῖ τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος πού δέν τηρεῖ τήν ἐντολή, οὔτε τόν Κύριο μπορεῖ νά ἀγαπήσει.
17. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού μπορεῖ νά ἀγαπήσει τόν κάθε ἄνθρωπο στόν ἴδιο βαθμό.
18. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού δέν προσηλώνεται σέ κανένα πράγμα φθαρτό ἤ πρόσκαιρο.
19. Μακάριος ὁ νοῦς πού προσπέρασε ὅλα τά ὄντα καί ἀπολαμβάνει συνεχῶς τή θεία ὡραιότητα.
20. Ἐκεῖνος πού φροντίζει τή σάρκα, πῶς νά ἱκανοποιεῖ τίς ἐπιθυμίες της, καί γιά πρόσκαιρα πράγματα ἔχει μνησικακία πρός τόν πλησίον του, αὐτός λατρεύει τήν κτίση ἀντί τοῦ Δημιουργοῦ.
21. Ἐκεῖνος πού διατηρεῖ τό σῶμα του γερό καί μακριά ἀπό ἡδονές, τό ἔχει σύνδουλό του γιά νά ὑπηρετεῖ τά πνευματικά.
22. Ὅποιος ἀποφεύγει ὅλες τίς κοσμικές ἐπιθυμίες, κάνει τόν ἑαυτό του ἀνώτερο ἀπό κάθε κοσμική ὑλικότητα.
23. Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἀγαπᾶ δίχως ἄλλο τόν πλησίον του. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά φυλάει χρήματα• τά διαχειρίζεται κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τά μοιράζει σ᾿ ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη.
24. Ὅποιος κάνει ἐλεημοσύνη μιμούμενος τόν Θεό, δέν κάνει διάκριση καλοῦ καί κακοῦ, δικαίου καί ἀδίκου στά ἀπαραίτητα τῆς ζωῆς, ἀλλά μοιράζει ἴδια σέ ὅλους κατά τίς ἀνάγκες τους, ἄν καί προτιμᾶ γιά τήν ἀγαθή του προαίρεση τόν ἐνάρετο ἀπό τόν κακό.
25. Ὁ Θεός, ἐκ φύσεως ἀγαθός καί ἀπαθής, ὅλους τούς ἀγαπᾶ ἐξίσου ὡς δημιουργήματά Του, ἀλλά τόν ἐνάρετο τόν δοξάζει ἐπειδή ἀποκτᾶ καί τή γνώση, ἐνῶ τόν κακό ἄνθρωπο, τόν ἐλεεῖ λόγω τῆς ἀγαθότητάς Του, καί παιδεύοντάς τον σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, τόν φέρνει σέ μετάνοια καί διόρθωση. Ἔτσι καί ὁ καλοπροαίρετος καί ἀπαθής ἄνθρωπος, ὅλους τούς ἀνθρώπους τούς ἀγαπᾶ ἐξίσου. Τόν ἐνάρετο καί γιά τήν ἀνθρώπινη φύση του, καί γιά τήν καλή του προαίρεση• τόν κακό τόν ἐλεεῖ καί σάν συνάνθρωπό του, καί ἀπό συμπάθεια, ἐπειδή ὡς ἀνόητος βαδίζει στό σκοτάδι.
26. Ἡ διάθεση τῆς ἀγάπης δέν διαπιστώνεται μόνο μέ τήν παροχή χρημάτων, ἀλλά πολύ περισσότερο μέ τή μετάδοση λόγου καί μέ τή σωματική διακονία.
27. Ἐκεῖνος πού ἀπαρνήθηκε εἰλικρινά τά κοσμικά καί ὑπηρετεῖ μέ ἀγάπη ἀπροσποίητη τόν πλησίον του, ἐλευθερώνεται γρήγορα ἀπό κάθε πάθος καί μετέχει στή θεία ἀγάπη καί γνώση.
28. Ἐκεῖνος πού ἔκανε κτῆμα του τή θεία ἀγάπη, δέν κουράζεται νά ἀκολουθεῖ συνέχεια τόν Κύριό του, ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἱερεμίας, ἀλλά ὑπομένει μέ γενναιότητα κάθε κόπο, κακολογία καί ὕβρη, χωρίς νά σκέφτεται τό κακό πού τοῦ ἔκανε ὁποιοσδήποτε.
29. Ὅταν σέ προσβάλει κανένας ἤ σέ ἐξευτελίσει σέ κάτι, τότε φυλάξου ἀπό τούς λογισμούς τῆς ὀργῆς, μήπως μέ τή λύπη σέ χωρίσουν ἀπό τήν ἀγάπη καί σέ μεταφέρουν στή χώρα τοῦ μίσους.
30. Ὅταν αἰσθανθεῖς πόνο ἐπειδή κάποιος σέ προσέβαλε ἤ σέ ντρόπιασε, νά ξέρεις ὅτι ὠφελήθηκες πολύ• μέ τό ντρόπιασμα βγῆκε ἀπό μέσα σου ἡ κενοδοξία.
31. Ὅπως ἡ μνήμη τῆς φωτιᾶς δέν ζεσταίνει τό σῶμα, ἔτσι πίστη χωρίς ἀγάπη δέν φέρνει στήν ψυχή τόν φωτισμό τῆς γνώσεως.
32. Ὅπως τό φῶς τοῦ ἥλιου ἑλκύει τό ὑγιές μάτι, ἔτσι καί ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ τραβᾶ φυσικῶς τόν καθαρό νοῦ στόν ἑαυτό της μέ τήν ἀγάπη.
33. Νοῦς καθαρός εἶναι ὁ νοῦς πού ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἄγνοια καί καταφωτίζεται ἀπό τό θεῖο φῶς.

Τὸ πρόσφορο

Τὸ πρόσφορο


Γιά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, εἶναι ἀπαραίτητο τὸ πρόσφορο. Ἀπὸ τὸ πρόσφορο ὁ ἱερεὺς θὰ βγάλει, κατά τήν Προσκομιδή, τὸ μέρος ἐκεῖνο πού θὰ γίνει τὸ Τίμιο Σῶμα τοῦ Κυρίου, τὸν «Ἀμνό», ἀλλὰ καὶ τὶς μερίδες τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων καὶ τῶν δικῶν μας ὀνομάτων (ζώντων καὶ κεκοιμημένων), πού θὰ μνημονευθοῦν.
Γιά νά γίνει ὅμως τὸ πρόσφορὸ μας εὐπρόσδεκτο καὶ ἀπὸ τὸν Κύριο, πρέπει νά ἔχουμε καθαρότητα ψυχῆς καὶ σώματος μὲ νηστεία, προσευχή καὶ ἐγκράτεια. Δέν μποροῦμε νά ζυμώνουμε πρόσφορα καί νά τά πηγαίνουμε νά λειτουργηθοῦν καί οἱ ἴδιοι νά μένουμε ἀμέτοχοι τοῦ Μυστηρίου, ἀνεξομολόγητοι καί ἀκοινώνητοι. Αὐτός πού ζυμώνει, ὀφείλει νά φροντίσει καὶ γιά τή δική του σωματικὴ καὶ ψυχικὴ προετοιμασία. Δηλαδὴ νά ἔχει χριστιανικό βίο.
Πρίν ἀρχίσει τό ζύμωμα νά προσεύχεται, ζητώντας ἀπό τόν Θεό νά εὐλογήσει τό ἔργο του (στό τέλος τοῦ κειμένου ἐπισυνάπτουμε ἕνα τύπο προσευχῆς γιά τόν ζυμωτή). Κατά τή διάρκεια ἐπίσης τοῦ ζυμώματος, ἀσκεῖ ἰδιαίτερα, τὴν προσευχή (λέγοντας τούς χαιρετισμοὺς στήν Παναγία ἢ παρακλήσεις, ἢ τὴν Εὐχὴ. Ὅλα αὐτὰ εἶναι πολὺ σημαντικὸ νά συνοδεύουν τὴν παρασκευὴ τοῦ προσφόρου, πού πρόκειται νά χρησιμοποιηθεῖ γιά τὸν πιὸ ἱερὸ σκοπό, νά γίνει Σῶμα Χριστοῦ.
Ἰδιαίτερα ἐπίσης, πρέπει νά προσέξουμε τήν προετοιμασία τοῦ χώρου, στόν ὁποῖο θὰ παρασκευάσουμε τὸ πρόσφορο. Φροντίζουμε, δηλαδή, νά εἶναι πάντα καθαρός καί τακτοποιημένος. Ἀνάβουμε καντήλι ἢ κερὶ καὶ θυμιατὸ. Ἐπίσης, τὰ σκεύη πού θὰ χρησιμοποιήσουμε γιά τὸ σκοπὸ αὐτό, νά εἶναι καθαρὰ καὶ νά ἐξυπηρετοῦν μόνο τήν παρασκευή τοῦ προσφόρου καὶ καμιὰ ἄλλη οἰκιακὴ ἀνάγκη. Τὸ ἀλεύρι νά εἶναι ἀρίστης ποιότητος, εἰδικὰ ξεχωρισμένο γιά τά πρόσφορα.

Ἡ διαδικασία παρασκευῆς τοῦ προσφόρου

Ἀποβραδὺς κοσκινίζουμε τὸ ἀλεύρι, πού θὰ εἶναι ἀνάλογο μὲ τὸ μέγεθος τοῦ προσφόρου μας. Καλὸ εἶναι τὸ σκληρὸ (κίτρινο), ἢ 1/4 ἄσπρο καὶ 3/4 κίτρινο. Γιά ἕνα πρόσφορο χρειάζεται 700 γραμ. ἀλεύρι•(ἄν εἶναι λίγο μεγαλύτερο τό πρόσφορό μας, ἀκόμα καλύτερα. Ὁ ἱερέας θά βγάλει περισσότερο Ἀντίδωρο). Κατόπιν, ἀναπιάνουμε τὸ προζύμι: Ἔχουμε κρατημένο ἀπὸ προηγούμενο ζύμωμα λίγο προζύμι, τὸ ὁποῖο διατηροῦμε σὲ μέρος δροσερὸ ἢ στό ψυγεῖο, ὅταν ὁ καιρὸς εἶναι ζεστός. Ζεσταίνουμε λίγο νερό, τόσο ὅσο χρειάζεται γιά νά γίνει χλιαρό. Τὸ δοκιμάζουμε καὶ μὲ τὸ χέρι μας. Δέν πρέπει νά εἶναι καφτό, γιατὶ θὰ καεῖ τὸ προζύμι καὶ δέν θὰ γίνει. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ χλιαρὸ νερὸ λιώνουμε τελείως τὸ προζύμι νά γίνη χυλός.
Τέλος, προσθέτουμε ἀλεύρι, ἀπ’ αὐτὸ πού ἔχουμε κοσκινίσει γιά τὸ ζύμωμα, ὥστε νά γίνει μία ζύμη πολὺ-πολὺ μαλακή. Σταυρώνουμε μὲ τὸ χέρι μας τὸ προζύμι, τὸ σκεπάζουμε μὲ καθαρή πετσέτα καὶ μὲ κουβέρτα γιά νά μὴν κρυώσει, καὶ τὸ ἀφήνουμε σὲ χῶρο ζεστό, γιά νά γίνει . Τὴν ἄλλη μέρα, πρὶν ζυμώσουμε, θά ἀνάψουμε κανδήλι ἤ κερί καί θὰ θυμιάσουμε τὸ χῶρο μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ προσοχή.
Ἐνῶ δὲ τὰ χέρια θὰ δουλεύουν, τὸ στόμα καὶ ὁ νοῦς θὰ προσεύχονται, κατά δύναμη. Κατόπιν, ῥίχνουμε μέσα σὲ λεκάνη τὸ ἀλεύρι, ἀφοῦ κρατήσουμε προηγουμένως λίγο, γιά τὴν περίπτωση πού θὰ μᾶς χρειασθεῖ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ζυμώματος. Στό κέντρο τοῦ ἀλευριοῦ κάνουμε μία μικρὴ γουβίτσα καὶ ῥίχνουμε μέσα τὸ προζύμι, τὸ ἀνάλογο ἁλάτι (ἕνα κουταλάκι τοῦ γλυκοῦ) καὶ λίγο νερὸ, μόλις χλιαρό.
Ἀρχίζουμε μετά νά ζυμώνουμε πρῶτα πολὺ καλὰ μὲ τὶς γροθιὲς μας, μὲ δύναμη καὶ γρήγορο ῥυθμὸ περίπου 20΄. Δοκιμάζουμε τή ζύμη μας κόβοντάς την μὲ ἕνα μαχαίρι. Ἂν ἔχει μέσα φουσκάλες, δηλ. ἀέρα, θεωρεῖται καλὰ ζυμωμένη. Οἱ φουσκάλες ὅμως αὐτὲς πρέπει νά φύγουν στή συνέχεια μὲ πολὺ καλὸ πλάσιμο, ἔτσι ὥστε, ὅταν κόψουμε, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο,μετὰ τὸ πλάσιμο, τή ζύμη νά μὴν ὑπάρχει μέσα της οὔτε ἡ παραμικρὴ φουσκάλα. Κι αὐτὸ γιατὶ, ἀργότερα, ὅταν τὸ πρόσφορο ζεσταθεῖ στό φοῦρνο, ὁ ἀέρας θὰ προσπαθήσει νά βγεῖ ἐπάνω καὶ θὰ χαλάσει τή σφραγίδα.
 Ἡ ζύμη πρέπει νά εἶναι σκληρή: νά μπαίνη μέσα τὸ δάχτυλο καὶ νά μὴν κολάει. Ἂν γίνει μαλακή, προσθέτουμε λίγο ἀλεύρι, ἀπὸ αὐτὸ πού κρατήσαμε. Ἂν γίνει ὑπερβολικὰ σκληρή, βρέχουμε τὰ χέρια μας σὲ χλιαρὸ νερὸ καὶ ξαναζυμώνουμε, ὥσπου νά πετύχουμε τὸ ποθούμενο ἀποτέλεσμα, δηλαδὴ, νά γίνει λεία σὰν μάρμαρο.

Τὸ πλάσιμο

Πλάθουμε τὴν ζύμη πολὺ καλὰ σὲ καθαρή καὶ λεία ἐπιφάνεια, καὶ μὲ δύναμη τὴν τρίβουμε, ὥστε νά πέσει καὶ νά μὴν μείνει μέσα της ἀέρας . Ἔτσι τὴν ἀναμοχλεύουμε διαρκῶς καὶ, κυλώντας την καὶ τρίβοντάς την, μέχρι νά γίνει λεία σὰν μάρμαρο. Ὅλα αὐτὰ πρέπει νά γίνουν σὲ 10΄. Ὅταν τελειώσει τὸ πλάσιμο, χαράζουμε τὸ ζυμάρι μὲ ἕνα μαχαίρι σταυροειδῶς. Ἀπὸ τὸ κέντρο τοῦ σταυροῦ πού σχηματίστηκε, κρατᾶμε ἕνα μικρὸ κομμάτι, πού θὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε ὡς προζύμι στό ἑπόμενο ζύμωμα.
Μετὰ ξαναδουλεύουμε τή ζύμη παρὰ πολὺ καλά, στρογγυλεύοντάς την σὰν μπάλα καὶ τὴν γυρίζουμε ἀπὸ τὴν ὄψη. Κατόπιν, παίρνουμε ἕνα ταψάκι διαμέτρου 18-20 ἑκ. τὸ ζεσταίνουμε καὶ τὸ ἀλείφουμε μὲ καθαρὸ κερὶ στόν πάτο καὶ στήν γύρω ὄρθια ἐπιφάνεια. Τὰ κάνουμε αὐτά, γιά νά μὴν κολάει μετὰ τὸ πρόσφορο. Τό κερί μπορεῖ νά παραμείνει καί γιά τό ἑπόμενο πρόσφορο (περίπου τρεῖς φορές μπορεῖ, ἄν τό ταψί εἶναι καλά κερωμένο καί δέν πλυθεῖ, νά δητηρήσει τήν ἀντικολλητική του δυνατότητα.
Δέν χρησιμοποιοῦμε ποτέ λάδι, βούτυρο κτλ. στή βάση τοῦ ταψιοῦ, γιατί αὐτό καίγεται καί μυρίζει τό πρόσφορο.

Τὸ σφράγισμα


Τοποθετοῦμε στό κέντρο τοῦ ταψιοῦ τὸ πρόσφορο, μὲ τὴ στιλπνὴ ἐπιφάνεια πρὸς τὰ πάνω. Παίρνουμε τή σφραγῖδα, σταυρώνουμε μὲ αὐτή τὸ πρόσφορο, καὶ μετὰ τήν πατᾶμε μὲ δύναμη, νά μπεῖ πολύ βαθιὰ μέσα στό ζυμάρι. Τήν τραβοῦμε πρὸς τὰ πάνω μὲ προσοχὴ καὶ ἂν τυχὸν μείνουν ζυμαράκια πάνω της, τὰ καθαρίζουμε μὲ ἐπιμέλεια. Γιατί ἄν αὐτά παραμείνουν θά ξεραθοῦν καί τὸ ἑπόμενο πρόσφορο πού θὰ ζυμωθεῖ μετά ἀπό μέρες, δέν θὰ σφραγισθεῖ καλά.
Σὲ περίπτωση πού ζυμωθοῦν δύο πρόσφορα, μέχρι νά πλάσουμε τὸ δεύτερο, ἐκεῖνο πού ἔχει πλασθεῖ πρῶτο πρέπει νά μείνει σκεπασμένο μὲ πετσέτα καὶ νάϋλον ἀπὸ πάνω, γιά νά μὴν πιάσει τὸ ζυμάρι κρούστα. Τὸ ἴδιο καὶ στό σφράγισμα, μέχρι νά σφραγισθεῖ καὶ τὸ δεύτερο πρόσφορο, τὸ πρῶτο πού ἔχει ἤδη σφραγισθεῖ μένει σκεπασμένο.

Τὸ φούσκωμα

Ἀφοῦ, λοιπόν, σφραγίσουμε τὸ πρόσφορο, σκεπάζουμε τὸ ταψάκι μὲ μία μεγαλύτερη καί βαθιά λεκάνη, καὶ ἀπὸ πάνω τοποθετοῦμε μία καθαρή πετσέτα καὶ μία ζεστή κουβέρτα. Τό ἀφήνουμε μετά νά γίνει 1 ½ ὥρα ἢ καὶ περισσότερο, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχή καὶ.τή θερμοκρασία πού ἔχει ὁ χῶρος. Καταλαβαίνουμε δέ, ὅτι ἔγινε, ἄν, πατώντας το μὲ τὸ δάχτυλο, σχηματίζεται στὸ ζυμάρι μία βούλα, καὶ ἀμέσως, σὰν ἐλαστικό, τὸ ζυμάρι ἐπανέρχεται στή θέση του ἢ μόλις τὸ πρόσφορο πάει νά σκάσει. Ἐπίσης θεωρεῖται γινομένο ὅταν ἔχει διπλασιασθεῖ περίπου ὁ ὄγκος του. (Χρειάζεται προσοχὴ γιά νά μὴν παραγίνη ἡ ζύμη καί ξυνίσει).
Τρυπᾶμε στή συνέχεια μετά τὸ πρόσφορο μὲ ἕνα μακρύ καί λεπτό ξυλάκι, φροντίζοντας αὐτό νά φθάσει βαθιὰ μέχρι τὸ ταψί, ὥστε νά μπορεῖ νά βγαίνει ὅλος ὁ ἀέρας. Προσοχὴ νά μὴν τρυπήσουμε κοντὰ στόν Ἀμνό, ἀλλὰ ἔξω, γύρω ἀπό τή σφραγίδα, στίς ἄκρες τοῦ σταυροῦ.

Τὸ ψήσιμο

Ἔχουμε νωρίτερα ἀνάψει τὸ φοῦρνο στούς 250° (ἀνάλογα, βέβαια, μὲ τὸν φοῦρνο), ὥστε νά εἶναι ἤδη καυτὸς στήν κανονικὴ του θερμοκρασία, καὶ βάζουμε μέσα τὸ πρόσφορο καὶ τὸ ἀφήνουμε σ’ αὐτὴ τή θερμοκρασία 15΄- 20΄ (μπορεῖ ἕως καὶ 35΄, θά τό παρακολουθοῦμε) νά ῥοδίσει πολὺ ἐλαφρά. Τὸ σκεπάζουμε μὲ χαρτοπετσέτα ἢ ἀλουμινόχαρτο, ἄν χρειασθεῖ, κατεβάζουμε τὸ φοῦρνο στούς 200° ἢ καὶ στοὺς 1800, γιά 40΄ ἢ καὶ 45΄ καὶ τὸ παρακολουθοῦμε.
 Ἀφοῦ περάσει περίπου 1 ½ ὥρα, ἀπὸ τή στιγμή πού βάλαμε τὸ πρόσφορο μέσα, κλείνουμε τὸ φοῦρνο καὶ βγάζουμε τὸ πρόσφορο, τὸ τοποθετοῦμε σὲ καθαρή πετσέτα καὶ τὸ σκεπάζουμε μὲ κουβέρτα, ἕως ὅτου κρυώσει καλὰ (χρειάζεται πολλὲς ὧρες γιά νά κρυώσει καλά). Γιά νά ψηθεῖ καλά τὸ πρόσφορο χρειάζεται συνολικά περίπου 1 ½ ὥρα. Εἴμαστε σίγουροι ὅτι τό πρόσφορό μας ἔχει ψηθεῖ καλά, ἄν δέν εἶναι βαρύ καί, ἄν κτυπώντας το ἀπό κάτω, ἀκούγεται σάν νά εἶναι μέσα κούφιο.
 Τό πρόσφορο πρέπει νά εἶναι ζυμωμένο τουλάχιστον 24 ὧρες πρίν ἀπό τήν Προσκομιδή, γιατί ἄν εἶναι πολύ μαλακό, ὁ ἱερεύς δυσκολεύεται κατά τή μνημόνευση νά βγάλει τίς μερίδες

Πῶς φτιάχνεται τὸ προζύμι

Συνήθως, ἀφοῦ ζυμώσουμε, κρατοῦμε προζύμι γιά τὴν ἑπομένη φορά. Μποροῦμε νά φτιάξουμε κι ἐμεῖς προζύμι γρήγορα καὶ εὔκολα. Σὲ χλιαρὸ νερὸ «ἴσα–ἴσα νά δέχεται τὸ χέρι» (περίπου 35ο) ῥίχνουμε «μιὰ χεριὰ» κοσκινισμένο ἀλεύρι. Τὸ ἀνακατεύουμε ἐλαφρά, ὥστε νά γίνει παχύρρευστη μᾶζα. Τὸ ἀφήνουμε ἕνα μερόνυχτο (σέ ζεστό μέρος καί καλά σκεπασμένο) γιά «νὰ γίνει», δηλαδὴ νά ἐνεργοποιηθοῦν οἱ μύκητες. Ὅταν τὸ προζύμι εἶναι ἕτοιμο, τὸ «ἀναπιάνουμε» γιά ζύμωμα.
Τὸ προζύμι συνήθως γίνεται μετά τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (14 Σεπτεμβρίου) ἤ μετά τήν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Κι αὐτό γιατί, μέ τό βασιλικό ἤ τά σταυρολούλουδα, σταυρώνουμε πρῶτο τό νερό (αὐτό πού θά δεχθεῖ τό ἀλεύρι γιά νά γίνει προζύμι), προσευχόμενοι καί ψάλλοντας τά τροπάρια τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Σέ ἄλλα μέρη, πάλι, συνηθίζεται νά εὐλογεῖται τό πρόπλασμα τοῦ προζυμιοῦ ( τό νερό καί τό ἀλεύρι) στόν Ἱερό Ναό, κατά τήν Ἀγρυπνία τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἤ μέ τήν εὐλογία τῶν Ἁγίων Λειψάνων.
 Αὐτό πού ἔχει σημασία δέν εἶναι ὁ χρόνος ἤ ὁ τόπος, ἀλλά ἡ εὐλογία τῶν ὑλικῶν. Καί γι’αὐτό ἐνδείκνυται νά ἐρωτᾶται πάντα γι’αὐτό ὁ Πνευματικός ἤ ὁ ἱερέας τῆς Ἐνορίας μας.

Πῶς γίνεται τὸ Ἀνάπιασμα

Βγάζουμε ἀπ’ τὸ ψυγεῖο τὸ προζύμι, τὸ ἀφήνουμε λίγη ὥρα νά ξεπαγώσει. Ἐτοιμάζουμε χλιαρὸ νερὸ «νὰ δέχεται τὸ χέρι» καὶ διαλύουμε τὸ προζύμι. Προσθέτουμε ἀλεύρι ἀνακατεύοντας μέχρι ἡ ζύμη νά γίνει πηκτὸς χυλός. Τὸ σκεπάζουμε μὲ καθαρή πετσέτα καὶ τὸ ἀφήνουμε περίπου 6 ὧρες «νὰ ἀναπαυτεῖ».

Τί χρειαζόμαστε γιά τὸ Πρόσφορο

1.-. Μία καλή ξυλογλύπτη σφραγίδα (ἄν ἡ σφραγίδα εἶναι καινούργια, μία ἑβδομάδα πρὶν τὸ ζύμωμα, ζεσταίνουμε σὲ μπρίκι ἐλαιόλαδο. Ἀλείφουμε τή σφραγίδα καὶ τὴν τυλίγουμε μὲ μία πετσέτα. Τὴν ἀφήνουμε μία ἑβδομάδα νά πιεῖ τὸ λάδι. Ἔτσι δέν ἔχει φόβο νά σκάσει τὸ ξύλο. Δέν τὴν πλένουμε ποτέ.
 2.-. Ἕνα. ταψάκι βαθὺ μὲ διάμετρο 18 ἢ 20 ἑκ.
3.-. Ἕνα κόσκινο γιά τὸ ἀλεύρι .
 4.-. Μία λεκάνη γιά τό ζύμωμα.
5.-. Μία λεκανίτσα γιά τό ἀνάπιασμα τοῦ προζυμιοῦ.
6.-. Μία καθαρή, εἰ δυνατόν ἀχρησιμοποίητη, μεγάλη λινή πετσέτα.
7.-. Μία καθαρή, εἰ δυνατόν ἀχρησιμοποίητη, κουβέρτα.
8.-. Ἕνα.πύλινο ἤ ἀνοξείδωτο μικρό δοχεῖο γιά νά φυλάξουμε τό προζύμι.
 9.-. Καθαρό κερί γιά τό ταψί. 
Στήν Ἁγία Προσκομιδή ὁ ἱερέας εὔχεται:


»Ὁ Θεός, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τὸν οὐράνιον ἄρτον, τὴν τροφὴν τοῦ παντὸς κόσμου, τὸν Κύριον ἡμῶν καὶ Θεὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ἐξαποστείλας σωτῆρα καὶ λυτρωτὴν καὶ εὐεργέτην, εὐλογοῦντα καὶ ἁγιάζοντα ἡμᾶς· αὐτὸς εὐλόγησον τὴν πρόθεσιν ταύτην καὶ πρόσδεξαι αὐτὴν εἰς τὸ ὑπερουράνιόν σου θυσιαστήριον· μνημόνευσον, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, τῶν προσενεγκόντων καὶ δι᾿ οὓς προσήγαγον καὶ ἡμᾶς ἀκατακρίτους διαφύλαξον ἐν τῇ ἱερουργίᾳ τῶν θείων σου μυστηρίων. Ὅτι ἡγίασται καὶ δεδόξασται τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομά σου, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»
Εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀποδοχή γιά τό μικρό αὐτό ἔργο μας. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα πλούσια καί δεδομένη σέ κάθε προσφορά μας.
Καλή Διακονία

ΕΥΧΗ λεγομένη μετά τήν ἀπόλυσιν τῆς ἀκολουθίας

ΕΥΧΗ

λεγομένη μετά τήν ἀπόλυσιν τῆς ἀκολουθίας 
διά τάς ἐν τῷ μεταξύ τῆς δοξολογίας
συμβαινούσας παρατροπάς τοῦ νοός.


Φιλάνθρωπε καί ἐλεῆμον Κύριε, ὁ ἀξιώσας με καί κατά τήν παροῦσαν ὥραν, στῆναι ἐνώπιόν σου εἰς προσευχήν καί δοξολογίαν τοῦ κράτους σου, συγχώρησόν μοι, ὅσα ἀπό παιδικῆς ἡλικίας ἐν πάσαις μου ταῖς αἰσθήσεσιν ἥμαρτόν σοι, πανοικτίρμον καί πολυεύσπλαγχνε ˙ συγχώρησόν δέ μοι καί τά ἀρτίως ἐπιγεγονότα μοι πταίσματα, ἐν τῷ τῆς προσευχῆς ταύτης καιρῷ διά μετεωρισμοῦ καί πλάνης καί ρεμβασμοῦ, διά λογισμῶν ὑψηλοφροσύνης καί κενοδοξίας, διά θυμοῦ, ὀργῆς καί μνησικακίας, διά τῆς ἀναιδοῦς καί μιαρᾶς βλασφημίας, δι᾿ ὀλιγωρίας καί ὄκνου καί ραθυμίας, δι᾿ αἰχμαλωσίας καί ἀπαγωγῆς τοῦ νοός καί τῆς διανοίας εἰς ἀτόπους καί πονηράς ἐπιθυμίας, ἵνα μή καυχήσηται σατάν ὁ ἐχθρός κατ᾿ ἐμοῦ, ὅτι οὐδ᾿ ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ τῆς ἐξομολογήσεως καί προσευχῆς μου ἀναμάρτητος διετηρήθην· δεῖξον οὖν, ὑπεράγαθε Κύριε, ὅτι σύ εἶ ὁ ἐξουσιάζων τοῦ σοῦ πλάσματος, καί σοῦ ἐστι τό κράτος καί ἡ βασιλεία εἰς τούς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.
Εὐχαί,
κατά το μέτρον τῶν εἰκοσιτεσσάρων ὡρῶν τοῦ νυχθημέρου,
 ἐπιγραφόμεναι Ἰωάννῃ τῷ Χρυσοστόμῳ.
Α΄. Κύριε, μή στερήσῃς με τῶν ἐπουρανίων σου καί αἰωνίων ἀγαθών.
Β΄. Κύριε, λύτρωσαί με τῶν αἰωνίων κολάσεων.
Γ΄. Κύριε, εἴτε λόγῳ εἴτε ἔργῳ εἴτε κατά νοῦν καί διάνοιαν ἥμαρτον, συγχώρησόν μοι.
Δ΄. Κύριε, λύτρωσαί με ἀπό πάσης ἀνάγκης καί ἀγνοίας καί λήθης καί ραθυμίας καί τῆς λιθώδους ἀναισθησίας.
Ε΄. Κύριε, λύτρωσαί με ἀπό παντός πειρασμοῦ καί ἐγκαταλείψεως.
Στ΄.Κύριε, φώτισον τήν καρδίαν μου, ἥν ἐσκότισεν ἡ πονηρά ἐπιθυμία.
Ζ΄. Κύριε, ἐγώ μέν ὡς ἄνθρωπος ἁμαρτάνω, σύ δέ ὡς Θεός ἐλέησόν με.
Η΄. Κύριε, ἴδε τήν ἀσθένειαν τῆς ψυχῆς μου, καί πέμψον τήν χάριν σου εἰς βοήθειάν μου, ἵνα ἐν ἐμοί δοξασθῇ τό ὄνομά σου τό ἅγιον.
Θ΄. Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἔγγραψον τό ὄνομα τοῦ δούλου σου ἐν βίβλῳ ζωῆς, χαριζόμενός μοι καί τέλος ἀγαθόν.
Ι΄. Κύριε ὁ Θεός μου, οὐκ ἐποίησα οὐδέν ἀγαθόν· ἀλλ᾿ ἀρξαίμην ποτέ τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σου.
ΙΑ΄. Κύριε, βρέξον εἰς τήν καρδίαν μου τήν δρόσον τῆς χάριτός σου.
ΙΒ΄. Κύριε, ὁ Θεός τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, μνήσθητί μου τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τοῦ αἰσχροῦ, τοῦ πονηροῦ καί βεβήλου κατά τό μέγα ἔλεός σου, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.
ΙΓ΄. Κύριε, ἐν μετανοίᾳ με παράλαβε καί μή ἐγκαταλίπῃς με.
ΙΔ΄. Κύριε, μή εἰσενέγκῃς με εἰς πειρασμόν.
ΙΕ΄.Κύριε, δός μοι ἔννοιαν ἀγαθήν.
ΙΣ΄ Κύριε, δός μοι δάκρυον καί μνήμην θανάτου καί κατάνυξιν.
ΙΖ΄. Κύριε, δός μοι τῶν λογισμῶν μου ἐξαγόρευσιν.
ΙΗ΄ Κύριε, δός μοι ταπείνωσιν, ἐκκοπήν θελήματος καί ὑπακοήν.
ΙΘ΄. Κύριε, δός μοι ὑπομονήν, μακροθυμίαν καί πραότητα.
Κ΄. Κύριε, ἐμφύτευσον ἐν ἐμοί τήν ρίζαν τῶν ἀγαθῶν, τόν φόβον σου.
ΚΑ΄. Κύριε, ἀξίωσόν με ἀγαπᾶν σε ἐξ᾿ ὅλης μου τῆς ψυχῆς, καί τῆς διανοίας, καί τῆς καρδίας, καί τηρεῖν ἐν πᾶσι τό θέλημά σου.
ΚΒ΄. Κύριε, σκέπασόν με ἀπό τε ἀνθρώπων πονηρῶν, καί δαιμόνων καί παθῶν, καί ἀπό παντός μή προσήκοντος πράγματος.
ΚΓ΄. Κύριε, ὡς κελεύεις, Κύριε, ὡς γινώσκεις. Κύριε, ὡς βούλει· γενηθήτω τό θέλημά σου ἐν ἐμοί. ΚΔ΄. Κύριε, τό σόν θέλημα γενέσθω καί μή τό ἐμόν.
Πρεσβείαις καί ἱκεσίαις τῆς Παναγίας Θεοτόκου καί πάντων τῶν ἁγίων σου·
ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.

Ὁ Ὕμνος τῶν Ἁγίων Τριῶν Παίδων

Ὁ Ὕμνος τῶν Ἁγίων Τριῶν Παίδων

 


«῎Ας εἶσαι δοξασμένος, ἀξιοΰμνητε, Κύριε καί Θεέ μας.
Θεέ τοῦ κόσμου καί τῶν προγόνων μας. ῎Ας εἶναι γιά πάντα δοξασμένο τό ὄνομά Σου.
᾿Εσύ, εἶσαι δίκαιος σέ ὅλα. ῞Ολες οἱ ἐνέργειες κι οἱ ἀποφάσεις Σου εἶναι βασισμένες ἄσειστα στήν ἀλήθεια.
῾Ο τρόπος πού ἐπεμβαίνεις στή ζωή μας, εἶναι γεμᾶτος καθαρότητα, εὐθύτητα κι ἀγάπη.
῞Ο,τι κι ἄν ἔχεις ἐπιτρέψει νά μᾶς συμβεῖ, ὅλα εἶναι ἀπόλυτα ἄδολα κι ἀληθινά.
᾿Ακόμα κι ὅσα ἐπέτρεψες νά ἐπιβληθοῦν σέ μᾶς ὡς τιμωρίες καί τήν ἅγια πόλη τῶν προγόνων μας, στήν ῾Ιερουσαλήμ, ἀκόμα κι αὐτά ὅλα, ἔγιναν ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας μας.
῾Αμαρτήσαμε Κύριε, ἀνομήσαμε, φύγαμε μακριά Σου. ῞Ολη ἡ ζωή μας εἶναι βουτηγμένη στήν ἁμαρτία. Παραβήκαμε τίς ἐντολές Σου, τίς βγάλαμε ἀπό τό νοῦ καί τήν καρδιά μας.
Δέν ἐφαρμόσαμε τίποτα ἀπό ὅσα μᾶς ἔχεις ὑποδείξει, ὥστε, ἀκολουθώντας τα, νά μπορέσουμε, νά ζήσουμε εἰρηνικά κι εὐτυχισμένα. Δίκαια λοιπόν εἶναι, ὅσα ἐπέτρεψες νά μᾶς συμβοῦν στό παρελθόν κι ὅσα μᾶς βρίσκουν τώρα.
Πολύ σωστή ἡ ἀπόφασή Σου, νά ἐπιτρέψεις νά πέσουμε σέ χέρια ἄνομων, ἐχθρῶν τῆς πίστης μας, στήν ἐξουσία τόσο ἄδικου καί αἱμοβόρου βασιλιά. Σέ αὐτόν πού ἀποδείχθηκε σκληρότερος ἀπό ὅλους, ὅσους μέχρι σήμερα ἔχουν βασιλέψει πάνω στή γῆ μας.
Πῶς νά τολμήσουμε νά ἀνοίξουμε τό στόμα μας ἐνώπιόν Σου; Ντροπιασθήκαμε καί καταεξευτελισθήκαμε οἱ ταπεινοί δοῦλοι Σου, ἐμεῖς πού, παρόλα ὅσα μᾶς ἔχουν βρεῖ, δέν παύουμε νά Σέ εὐλαβούμαστε καί νά Σέ ἀγαποῦμε.
Μήν μᾶς ἐγκαταλείψεις ὁλοκληρωτικά καί ἀτιμασθεῖ ἔτσι τό ἅγιο ῎Ονομά Σου. Μήν ἀκυρώσεις τώρα τήν παλιά Σου ὑπόσχεση, γιά πατρική μέριμνα καί ἀδιάκοπη προστασία τῶν παιδιῶν Σου. Τό ἔλεός Σου μήν πάρεις ἄσπλαχνα, μακριά ἀπό μᾶς τούς τόσο βασανισμένους καί φτωχούς. Ναί Κύριε! Εἰσάκουσέ μας, γιά χάρη τοῦ ᾿Αβραάμ, τοῦ ἀγαπημένου Σου, τοῦ ᾿Ισαάκ τοῦ δούλου Σου καί τοῦ ᾿Ισραήλ (᾿Ιακώβ) τοῦ ἐκλεκτοῦ παιδιοῦ Σου.
᾿Εσύ ὁ ῎Ιδιος, Κύριε ὑποσχέθηκες στούς προγόνους μας, νά πληθύνεις τούς ἀπογόνους τους πιότερο ἀπό τά ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ. Θά τούς ἅπλωνες, ἔχεις πεῖ, πιότερο ἀπό τήν ἀμμουδιά τῆς χιλιόκοκκης κι ἀπέραντης ἀκρογιαλιᾶς. Σήμερα ὅμως Κύριε, ταπεινωθήκαμε ὁλοκληρωτικά. Λιγόστεψε τό ἔθνος μας, ὅσο κανένα ἄλλο πάνω στή γῆ. Κι αἰτία γιά ὅλα αὐτά εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας.
Χαθήκαμε πιά. ῎Ελλειψε ἀπό τό ἔθνος μας ἄρχοντας καί προφήτης ἤ κάποιος πού νά εἶναι δάσκαλος, ὁδηγός καί προστάτης μας. Θυσίες δέν γίνονται πιά κι οὔτε ὁλοκαυτώματα προσφέρουμε. Θυμίαμα δέν καίει στούς βωμούς ριγμένο ἀπό χέρι εὐλαβικό.
Ναός καί ἱερό ἐδῶ δέν βρίσκονται, γιά νά προσφέρουμε θυσία καί νά δεχθοῦμε τό πλούσιο ἔλεός Σου.
Δέξου τώρα τήν προσευχή μας, ὅπως θά δεχόσουν τή θυσία τῶν ταύρων καί τῶν κριαριῶν ἤ χίλιων τόσων ἀρνιῶν καλοθρεμένων.
῎Ας λογιστεῖ ἀπό μᾶς τοῦτο πού μᾶς συμβαίνει, ὡς θυσία. Κι ἄς γίνει ἀφορμή νά βροῦμε ἔλεος, γιατί ποτέ δέν καταισχύνεται, ὅποιος σέ Σένα ἔχει στηρίξει τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα του.
῞Ο,τι κακό κι ἄν μᾶς συνέβηκε δέν μᾶς ἀλλάζει τή σχέση μας καί τήν ἀγάπη μας σ’ Ἐσένα. ᾿
Εμεῖς θά συνεχίζουμε νά Σέ λατρεύουμε καί νά Σέ ἐμπιστευόμαστε, μέ ὅλη τήν καρδιά μας. Τό μόνο, πού τώρα καί πάντα θά ἀποζητοῦμε, εἶναι νά ἀξιωθοῦμε νά ἀτενίσουμε τό ῞Αγιο Πρόσωπό Σου.
Σπλαχνίσου μας καί μήν προδώσεις τίς ἐλπίδες πού στηρίξαμε στήν πλούσια ἐπιείκειά Σου καί στό ἄπειρό Σου ἔλεος. ᾿Ελευθέρωσέ μας θαυματουργικά καί κάνε ἔτσι νά δοξασθεῖ τό ῎Ονομά Σου, Κύριε!
῎Ετσι, θά καταντροπιασθοῦν, ὅσοι κακομεταχειρίζονται τούς δούλους Σου κι ἄδοξα θά ξεπέσουν ἀπό τή δυναστεία τους, χάνοντας ὁλοκληρωτικά τή δύναμή τους. Τότε θά μάθουν ἐμπειρικά ὅσοι μᾶς πολεμοῦν, ὅτι ᾿Εσύ εἶσαι ὁ Μόνος ἔνδοξος Θεός καί Κύριος, σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη».
***
«Δοξασμένος εἶσαι Κύριε, Θεέ τῶν πατέρων μας!
᾿Εσένα μόνον, παντοτινά ἀξίζει νά ὑμνοῦν καί νά δοξολογοῦν.
Εὐλογημένο νά εἶναι τό πανάγιο καί πάντιμο ῎Ονομά Σου!
Αὐτό ἀξίζει νά ὑμνοῦν καί νά δοξολογοῦν παντοτινά! ᾿
Εσύ εἶσαι δοξασμένος στόν ἅγιο ναό, πού γιά τή δική Σου δοξολογία ἔχει ἀνυψωθεῖ!
Δοξασμένος εἶσαι ᾿Εσύ, πού βρίσκεσαι ἐπάνω καί ἐπιβλέπεις τίς ἀβύσσους, ᾿
Εσύ πού κάθεσαι σέ θρόνο χερουβικό!
Δοξασμένος εἶσαι πάνω στό θρόνο τῆς βασιλείας Σου!
Δοξασμένος εἶσαι στό στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ! ᾿
Αξιοΰμνητος καί χιλιοδοξασμένος νά εἶσαι παντοτινά.
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλα ἐσεῖς τά δικά Του δημιουργήματα!
῾Υμνεῖστε καί χιλιοδοξάστε Τον παντοτινά.
Δοξάστε τόν Κύριο οἱ οὐρανοί!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλοι ἐσεῖς οἱ ῎Αγγελοί Του!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλα τά νερά, πού εἴσαστε πάνω ἀπό τόν οὐρανό!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλες οἱ δυνάμεις!
Δοξάστε τόν Κύριο ἥλιε καί σύ φεγγάρι!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλα τά ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ!
Δοξᾶστε τόν Κύριο ἐσεῖς βροχή καί δροσιά!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλοι οἱ ἄνεμοι!
Δοξάστε τόν Κύριο, ἐσεῖς φωτιά καί λάβα!
Δοξάστε τόν Κύριο, ἐσεῖς τό κρῦο καί ὁ καύσωνας!
Δοξάστε τόν Κύριο ἐσεῖς ἡ πάχνη καί οἱ χιονονιφάδες!
Δοξάστε τόν Κύριο νύχτες καί ἡμέρες!
Δοξάστε τόν Κύριο ἐσεῖς τό φῶς καί τό σκοτάδι!
Δοξάστε τόν Κύριο ψύχος καί παγετῶνες!
Δοξάστε τόν Κύριο χιόνια καί ὁμίχλη!
Δοξάστε τόν Κύριο σύννεφα καί ἀστραπές!
Δόξασε γῆ τόν Κύριο!
Δοξάστε τόν Κύριο ὄρη καί βουνά!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλα ὅσα φυτρώνετε πάνω στή γῆ!
Δοξάστε τόν Κύριο ποτάμια καί θάλασσες!
Δοξάστε τόν Κύριο πηγές!
Δοξάστε τόν Κύριο κήτη καί ὅλα τά ψάρια πού κολυμπᾶτε στά νερά!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλα τά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλα τά θηρία καί τά κτήνη!
Δοξάστε τόν Κύριο ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι!
Δοξᾶστε τόν Κύριο ὁ λαός τοῦ ᾿Ισραήλ!
Δοξάστε τόν Κύριο ἐσεῖς οἱ ἱερεῖς Του!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλοι οἱ δοῦλοι Του!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλα ἐσεῖς, τά ἀφιωμένα καί πιστά παιδιά Του!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλοι ἐσεῖς οἱ εὐσεβεῖς καί ταπεινοί!
Δοξάστε τό Κύριο ἐσεῖς, ᾿Ανανία, ᾿Αζαρία καί Μισαήλ!
Γιατί Αὐτός μᾶς ἔβγαλε ἀπό τόν ῞Αδη.
Αὐτός μᾶς ἐσωσε ἀπό τό θάνατο μᾶς ἔσωσε.
Αὐτός μᾶς γλίτωσε μέσα ἀπό τοῦ καμινιοῦ τήν λάβα, μᾶς λύτρωσε ἀπό τή φωτιά.
Δοξάστε εὐχαριστώντας τόν Κύριο,
γιατί Αὐτός εἶναι ὁ Μόνος ἀγαθός καί αἰώνιο εἶναι τῆς ἀγάπης Του τό ἔλεος.
Δοξάστε τόν Κύριο, τόν Μόνο Ἀληθινό Θεό, ὅλοι ἐσεῖς οἱ εὐσεβεῖς!
Δοξάστε, ὑμνεῖστε καί εὐχαριστεῖστε Τον, γιατί τῆς ἀγάπης Του, εἶναι αἰώνιο τό ἔλεος».





 

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΒΒΑ ΔΟΣΙΘΕΟ

 

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΒΒΑ ΔΟΣΙΘΕΟ

Ἀββά Δωροθέου 

1.—.  Ὁ πραγματικά μακάριος ἀββάς Δωρόθεος, ἀφοῦ, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀσπάστηκε τόν μοναχικό βίο, ἀναχώρησε γιά τό κοινόβιο τοῦ ἀββᾶ Σερίδου. Ἐκεῖ βρῆκε πολλούς μεγάλους ἡσυχαστές καί ἀνάμεσά τους καί δυό μεγάλους Γέροντες, πού εἶχαν διαπρέψει στην ἀρετή, τόν ἁγιότατο Βαρσανούφιο καί τό μαθητή του καί συνασκητή του ἀββά Ἰωάννη, πού ὀνομάστηκε καί προφήτης, ἐπειδή εἶχε λάβει ἀπό τόν Θεό διορατικό χάρισμα. Παρέδωσε τότε τόν ἑαυτό του σ’ αὐτούς, μέ πολλή ἐμπιστοσύνη πού τοῦ ἐμπνεύστηκε τόσο ἀπό τόν Θεό, ὅσο καί ἀπό τούς ἴδιους, καί ἐπικοινωνοῦσε μέ τή μεσολάβηση τοῦ ἀββᾶ Σερίδου, μέ τόν μεγάλο Γέροντα Βαρσανούφιο καί ἀξιώθηκε νά ὑπηρετήσει καί τόν ἀββά Ἰωάννη. Αὐτοί λοιπόν οἱ Ἅγιοι ἀποφάσισαν ἀπό κοινοῦ νά κτίσει ὁ ἀββάς Δωρόθεος νοσοκομεῖο σ’ ἐκεῖνα τά μέρη καί νά τό φροντίζει ὁ ἴδιος, ἐπειδή πολύ ταλαιπωραοῦνταν οἱ ἀδελφοί ὅταν ἀρρώσταιναν, γιατί δέν εἶχαν ποιός νά τούς περιποιηθεῖ. Ἔκτισε λοιπόν, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τό νοσοκομεῖο, μέ τίς δαπάνες τοῦ κατά σάρκα ἀδελφοῦ του, πού ἦταν ἄνθρωπος πολύ φιλόχριστος καί φιλομόναχος. Καί ὁ ἴδιος ὁ ἀββάς Δωρόθεος, ὅπως προεῖπα, μαζί μέ μερικούς ἄλλους εὐλαβεῖς ἀδελφούς, περιποιόταν τούς ἀρρώστους, ἐνῶ συγχρόνως ὁ ἴδιος εἶχε καί τήν φροντίδα τῆς διοικήσεως.  
2.—. Μιά μέρα ὁ ἡγούμενος, ὁ ἀββάς Σέριδος, ἔστειλε καί προσκάλεσε τόν ἀββά Δωρόθεο ἀπό τό νοσοκομεῖο στό Μοναστήρι. Ὅταν ἔφθασε στή Μονή ὁ Ἀββάς, βρῆκε κοντά στόν Ἡγούμενο κάποιον νέο, πού φοροῦσε στρατιωτικά ροῦχα καί ἦταν πολύ λεπτεπίλεπτος καί ὄμορφος. Ὁ νέος αὐτός εἶχε ἔρθει τότε στό μοναστήρι μέ κάποιους ἀνθρώπους τοῦ Δούκα, ἀγαπητούς στόν ἀββά Σέριδο. Μόλις λοιπόν ἔφθασε ὁ ἀββάς Δωρόθεος, τόν πῆρε ἰδιαίτερα ὁ Ἡγούμενος καί τοῦ εἶπε: «Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔφεραν τοῦτο τόν νέο καί λένε ὅτι θέλει νά μείνει ἐδῶ, στό Μοναστήρι. Φοβοῦμαι ὅμως μήπως ἀνήκει σέ κανέναν ἀπ’ αὐτούς τούς μεγάλους καί ἤ ἔχει κλέψει τίποτα, ἤ ἔχει κάνει κάτι καί θέλει νά ξεφύγει καί βρεθοῦμε σέ πειρασμό. Γιατί οὔτε ἡ ἐμφάνισή του οὔτε ἡ ὄψη του δείχνουν ἄνθρωπο πού θέλει νά γίνει μοναχός.
    3.—. Ὁ νέος αὐτός ἀνῆκε στην ἀκολουθία κάποιου στρατηλάτη καί ζοῦσε μέ πολλή ἄνεση καί καλοπέραση ―πάντοτε βέβαια οἱ ἀκόλουθοι τέτοιων στρατηγῶν ζοῦν μέσα σέ ἀτμόσφαιρα τρυφηλῆς ἁμαρτωλότητας καί ματαιοδοξίας― καί οὐδέποτε εἶχε ἀκούσει λόγο Θεοῦ. Μερικοί ὅμως ἄνθρωποι τοῦ στρατηλάτη τοῦ διηγήθηκαν σχετικά μέ τήν Ἅγια Πόλη, τήν Ἱερουσαλήμ, καί τοῦ γεννήθηκε ἡ ἐπιθυμία νά πάει νά γνωρίσει τά μέρη ἐκεῖνα. Ζήτησε λοιπόν ἀπό τόν στρατηλάτη νά τόν στείλει νά ἐπισκεφθεῖ τούς Ἁγίου Τόπους. Ὁ στρατηλάτης, ἐπειδή δέν ἦθελε νά τόν λυπήσει, βρῆκε ἕναν ἔμπιστο καί καλό φίλο του, πού πήγαινε σ’ ἐκεῖνα τά μέρη, καί τοῦ εἶπε: «Κάνε μου τή χάρη καί πάρε αὐτό τόν νέο μαζί σου, γιατί θέλει νά γνωρίσει τούς Ἁγίους Τόπους». Ἐκεῖνος, ἐπειδή τόν ἀνέλαβε μέ τήν παράκληση τοῦ στρατηγοῦ, τόν περιέλαβε μέ κάθε εἴδους τιμή, τοῦ παρεῖχε κάθε εἴδους ἀνάπαυση καί τόν καλοῦσε νά τρώει στό οἰκογενειακό του τραπέζι.
    Ὅταν λοιπόν ἔφθασαν στήν Ἅγια Πόλη καί προσκύνησαν τούς Ἁγίους Τόπους, πῆγαν καί στή Γεσθημανή. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνας πίνακας πού παρουσίαζε τήν κόλαση. Καθώς στεκόταν ὁ νέος καί παρατηροῦσε τήν παράσταση γεμάτος ἔκπληξη, βλέπει μιά σεμνή γυναίκα μέ πορφυρένια ροῦχα νά στέκεται κοντά του καί νά τοῦ δείχνει χωριστά καθένα ἀπ’ ἐκείνους πού κολάζονταν καί τοῦ ἔλεγε καί μερικά σάν δικές της νουθεσίες. Ὁ νέος καθώς τήν ἄκουγε ἔμεινε ἄναυδος καί κατάπληκτος. Γιατί, ὅπως εἶπα, οὐδέποτε εἶχε ἀκούσει λόγο Θεοῦ, ἤ κάτι γιά τήν κρίση. Τῆς λέει λοιπόν: «Κυρία, τί πρέπει νά κάνει κανείς γιά ν’ ἀποφύγει αὐτές τίς τιμωρίες»; Καί Ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε καί τοῦ εἶπε: «Νά νηστεύεις, νά μήν τρῶς κρέας, νά προσεύχεσαι ἀδιάλειπτα καί θά γλυτώσεις ἀπ’ αὐτές τίς τιμωρίες». Ἀφοῦ δέ τοῦ ἔδωσε τίς τρεῖς αὐτές ἐντολές, δέν ξαναφάνηκε μπροστά του, ἀλλά ἔγινε ἄφαντη. Ἀπό τότε λοιπόν ὁ νέος ἦταν γεμάτος κανάνυξη καί τηροῦσε τίς τρεῖς ἐντολές πού τοῦ ἔδωσε Ἐκείνη ἡ γυναίκα. Ὁ φίλος ὅμως τοῦ στρατηλάτη, βλέποντάς τον νά νηστεύει καί νά μήν τρώει κρέας, στενοχωριόταν γιά τό πῶς θά τό δικαιολογήσει στόν στρατηλάτη, ἐπειδή ἤξερε ὅτι ὁ στρατηλάτης τόν ἀγαποῦσε καί τόν φρόντιζε πολύ. Οἱ δέ στρατιῶτες πού ἦταν μαζί του, ὅταν εἶδαν τήν συμπεριφορά του αὐτή, τοῦ εἶπαν: «Παιδί μου, αὐτά πού κάνεις δέν εἶναι καμώματα ἀνθρώπου πού θέλει νά ζεῖ στόν κόσμο. Ἄν θέλεις νά ζήσεις μ’ αὐτό τον τρόπο, πήγαινε σέ Μοναστήρι νά σώσεις καί τήν ψυχή σου». Ἀλλ’ ἐκεῖνος δέν ἤξερε τίποτα γιά τόν Θεό, οὔτε γιά τό τί εἶναι Μοναστήρι. Μόνο τηροῦσε ὅ,τι εἶχε ἀκούσει ἀπό Ἐκείνη τή γυναίκα. Τούς λέει λοιπόν: «Νά μέ ὁδηγήσετε ὅπου νομίζετε, γιατί ἐγώ δέν ξέρω ποῦ νά πάω». Καί, ὅπως εἶπα, μερικοί ἀπ’ αὐτούς ἦταν ἀγαπητοί στόν ἀββά Σέριδο καί ἦρθαν στό Μοναστήρι φέρνοντας μαζί τους καί τό παιδί.
    4.—.  Ὅταν λοιπόν ἔστειλε ὁ ἀββάς Σέριδος τόν μακάριο Δωρόθεο νά μιλήσει μαζί μέ τόν νέο καί νά τόν ψυχολογήσει, ὁ νέος δέν ἤξερε νά ἀπαντήσει τίποτε ἄλλο παρά μόνο ἔλεγε: «Θέλω νά σωθῶ». Ἐπέστρεψε τότε ὁ μακάριος Δωρόθεος καί εἶπε στόν Ἀββά: «Ἄν συμφωνεῖς, νά τόν δεχθεῖς στό Μοναστήρι, μή φοβηθεῖς καθόλου, γιατί δέν βλέπω νά ἔχει τίποτα κακό». Καί ὁ Ἀββάς τοῦ ἀπάντησε: «Ἔλα λοιπόν, κάνε ἀγάπη καί πάρε τον μαζί σου γιά νά σωθεῖ, γιατί δέν θέλω νά τόν κρατήσω ἀνάμεσα στούς ἀδελφούς».
    Ἐκεῖνος ὅμως ἀπό ταπεινοφροσύνη δέν ἤθελε νά τόν δεχθεῖ καί ἔλεγε μέ σεμνότητα: «Οἱ δυνάμεις μου δέν μοῦ ἐπιτρέπουν νά σηκώσω τό βάρος κάποιου ἄλλου, αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τά μέτρα μου». Τότε τοῦ εἶπε ὁ ἀββάς Σέριδος: « Ἐγώ θά σηκώσω καί τό δικό σου καί τό δικό του βάρος, ἐσύ γιατί στενοχωριέσαι»; Τότε ὁ ἀββάς Δωρόθεος τοῦ εἶπε: «Ἀφοῦ λοιπόν ἔτσι ἀποφάσισες, ἄν εὐλογεῖς, ἐνημέρωσε τόν Γέροντα Βαρσανούφιο». Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Νά εἶναι εὐλογημένο, θά τοῦ τό πῶ».
   Πηγαίνει λοιπόν ὁ ἀββάς Σέριδος καί τό λέει στόν Μεγάλο Γέροντα Βαρσανούφιο καί αὐτός ἔδωσε τήν ἑξῆς ἀπάντηση γιά τόν ἀββά Δωρόθεο: «Νά δεχθεῖς αὐτόν τόν νέο, γιατί ὁ Θεός θά τόν σώσει χρησιμοποιώντας ἐσένα». Τότε τόν δέχθηκε μέ χαρά καί τόν εἶχε μαζί του στό νοσοκομεῖο. Τόν νέο τόν ἔλεγαν Δοσίθεο.
    5.—. Ὅταν λοιπόν ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ τοῦ λέει ὁ ἀββάς Δωρόθεος: «Φάε, ὥσπου νά χορτάσεις, μόνο νά μοῦ πεῖς πόσο ἔφαγες». Κι ἐκεῖνος ἀφοῦ ἔφαγε ἦλθε καί τοῦ εἶπε: «Ἔφαγα ἐνάμισυ καρβέλι». Ζύγιζε δέ τό κάθε καρβέλι τέσσερις λίτρες.Τοῦ λέει λοιπόν: «Αἰσθάνεσαι καλά τώρα Δοσίθεε»; Τοῦ ἀπαντάει: «Ναί, αἰσθάνομαι καλά, Γέροντα». Τοῦ ξαναλέει: «Μήπως πεινᾶς»; Τοῦ ἀπαντάει: «Ὄχι, Γέροντα, δέν πεινάω». Τότε τοῦ λέει: «Ἔ, λοιπόν νά τρῶς τό ἕνα καρβέλι καί ἕνα τέταρτο ἀπό τό ἄλλο. Καί κόψε τό ὑπόλοιπο τέταρτο στά δύο, καί φάε τό μισό καί ἄφησε τό ἄλλο μισό». Ἔτσι καί ἔκανε. Τοῦ λέει ὁ Ἀββάς: «Πεινᾶς, Δοσίθεε»; Καί ἀπαντάει: «Ναί, Γέροντα, πεινάω λίγο».
   Μετά ἀπό λίγες μέρες πάλι τοῦ λέει ὁ ἀββάς Δωρόθεος: «Πῶς αἰσθάνεσαι, Δοσίθεε; Συνεχίζεις νά πεινᾶς»; Τοῦ ἀπαντάει: «Ὄχι, Γέροντα, μέ τήν εὐχή σου, εἶμαι καλά». Τοῦ λέει: «Ἔ, τότε ἄφησε καί τό ἄλλο μισό ἀπό τό τέταρτο τοῦ καρβελιοῦ». Ἔτσι καί ἔκανε.
   Πάλι μετά ἀπό λίγες μέρες τόν ξαναρωτάει: «Πῶς αἰσθάνεσαι τώρα, μήπως πεινᾶς»; ἀπαντάει: «Αἰσθάνομαι καλά, Γέροντα». Τοῦ λέει: «Κόψε τό ἄλλο τέταρτο στά δύο καί φάε τό μισό καί ἄφησε τό ἄλλο μισό». Καί ἔκανε κατά τόν ἴδιο τρόπο. Καί ἔτσι, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, λίγο-λίγο ἀπό ἕξι λίτρες κατέληξε νά τρώει ὀκτώ οὐγγιές, γιατί καί τό φαΐ εἶναι συνήθεια.
    6.—. Ἦταν δέ αὐτός ὁ νέος πολύ ἱκανός σέ καθετί πού ἔκανε. Ὑπηρετοῦσε τούς ἀρρώστους στό νοσοκομεῖο, ἔτσι ὥστε καθένας νά ἀναπαύεται μέ τόν τρόπο πού ἐκτελοῦσε τή διακονία του. Γιατί τά ἔκανε ὅλα τέλεια. Καί ἄν τύχαινε καμιά φορά νά παραμελήσει κανέναν ἀπό τούς ἀρρώστους ἤ νά μιλήσει μέ θυμό, τ’ ἄφηνε ὅλα καί πήγαινε στό κελλάρι καί καθόταν καί ἔκλαιγε. Ὅταν λοιπόν πήγαιναν οἱ ἄλλοι διακονητές τοῦ νοσοκομείου νά τόν παρηγορήσουν καί δέν παρηγοριόταν, πήγαιναν καί ἔλεγαν στόν ἀββά Δωρόθεο: «Κάνε ἀγάπη, Γέροντα, καί μάθε τί ἔχει αὐτός ὁ ἀδελφός, γιατί κλαίει καί δέν ξέρουμε τό λόγο». Καί πήγαινε ὁ ἀββάς Δωρόθεος καί τόν εὕρισκε νά κάθεται καταγῆς καί νά κλαίει, καί τοῦ ἔλεγε: «Τί συμβαίνει, Δοσίθεε; Τί ἔχεις; Γιατί κλαῖς»; Καί ἀπαντοῦσε: «Συγχώρεσέ με, Γέροντα, γιατί ὀργίστηκα καί μίλησα ἄσχημα στόν ἀδελφό μου». Καί ἐκεῖνος τοῦ ἔλεγε: «Ἀλήθεια, Δοσίθεε, δέν ντρέπεσαι πού ὀργίζεσαι καί μιλᾶς ἄσχημα στόν ἀδελφό σου; Δέν ξέρεις ὅτι στό πρόσωπό του εἶναι ὁ Χριστός καί θλίβεις τόν Χριστό»; Καί αὐτός ἔσκυβε κάτω κλαίγοντας χωρίς νά μιλάει. Ὅταν ὁ Ἀββάς ἔβλεπε ὅτι εἶχε κλάψει ἀρκετά, τοῦ ἔλεγε: «Ὁ Θεός νά σέ συγχωρέσει. Σήκω νά βάλουμε ἀπό τώρα ἀρχή. Ἄς ἀγωνισθοῦμε ἀπό τώρα καί μπρός, καί ὁ Θεός θά βοηθήσει». Ἀμέσως τότε, μόλις τ’ ἄκουγε αὐτά, σηκωνόταν καί ἔτρεχε μέ χαρά στή διακονία του, σάν νά ἔπαιρνε τή συγχώρεση, πραγματικά, ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό.
   Ὅταν πιά ἔμαθαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ νοσοκομείου τή συνήθειά του αὐτή, μόλις τόν ἔβλεπαν νά κλαίει, ἔλεγαν: «Τί τάχα ἔχει ὁ Δοσίθεος; Μήπως ἔκανε κανένα σφάλμα»; Καί ἔλεγαν στόν μακάριο Δωρόθεο: «Γέροντα, πήγαινε στό κελλάρι, ἔχεις δουλειά νά κάνεις». Ὅταν λοιπόν ἐρχόταν στό κελλάρι καί τόν εὔρισκε νά κάθεται καταγῆς και νά κλαίει, καταλάβαινε ὅτι θά εἶχε μιλήσει ἄσχημα σέ κάποιον καί τοῦ ἔλεγε: «Τί συμβαίνει, Δοσίθεε; Πάλι λύπησες τόν Χριστό; Πάλι ὀργίστηκες; Δέν ντρέπεσαι; Δέν διορθώνεσαι λοιπόν»; Καί αὐτός παρέμενε πολλή ὥρα κλαίγοντας. Ὅταν ἔβλεπε ὁ Ἀββάς ὅτι εἶχε κλάψει ἀρκετά, τοῦ ἔλεγε: «Σήκω, ὁ Θεός νά σέ συγχωρέσει. Βάλε πάλι ἀρχή. Ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς προσπάθησε νά διορθωθεῖς». Καί αὐτός ἀμέσως, μέ ἐμπιστοσύνη, ἔδιωχνε τή λύπη καί ἔφευγε γιά τό διακόνημά του.
    7.—.  Ἔστρωνε δέ τά κρεββάτια τῶν ἀρρώστων πολύ ὡραῖα. Καί εἶχε τόση ἄνεση στήν ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν, ὥστε πολλές φορές, καθώς περιποιόταν μέ ἐπιμέλεια ἕνα κρεββάτι, ἔβλεπε τόν μακάριοΔωρόθεο νά περνάει καί τοῦ ἔλεγε: «Γέροντα, Γέροντα, μοῦ λέει ὁ λογισμός: Στρώνεις ὡραῖα τό κρεββάτι». Καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντοῦσε: «Ἀλλοίμονο, ἀδελφέ μου. Νά πού εἶσαι καλός ὑπηρέτης καί ἔγινες καί καλός δουλευτής. Μήπως ὅμως ἔγινες καί καλός μοναχός»; Ἐπίσης ποτέ δέν τόν ἄφησε νά προσκολληθεῖ σέ κάποιο πράγμα ἤ σ’ ὁποιοδήποτε ὑλικό ἀντικείμενο. Γιατί τά δεχόταν ὅλα μέ χαρά καί ἐμπιστοσύνη καί ὑπάκουε πρόθυμα σέ ὅλα. Ὅταν δέ χρειαζόταν ἕνα ροῦχο, τοῦ ἔδινε τό ὕφασμα καί ἐκεῖνος πήγαινε καί τό ἔραβε μέ πολλή χάρη καί ἐπιμέλεια. Ὅταν τό τελείωνε τοῦ ἔλεγε: «Δοσίθεε, τό ἔραψες ἐκεῖνο τό ροῦχο»; Καί ἀπαντοῦσε: «Ναί, Γέροντα, καί τό ἔραψα μάλιστα μέ πολλή τέχνη». Τότε τοῦ ἔλεγε: Πήγαινε δῶσ’ το στόν τάδε ἀδελφό ἤ στόν τάδε ἄρρωστο». Καί πήγαινε καί τό ἔδινε μέ πολλή προθυμία. Πάλι τοῦ ἔδινε ἄλλο ὕφασμα καί ὅμοια, ὅταν τό ἔραβε μέ ἐπιμέλεια καί τό τελείωνε, τοῦ ἔλεγε: «Δῶσ’ το στόν τάδε ἀδελφό». Καί ἀμέσως τό ἔδινε. Καί οὐδέποτε πικράθηκε ἤ ἐγόγγυσε, ὥστε νά πεῖ: «Γιατί ἀφοῦ κάνω τόν κόπο καί τό ράβω καί τό περιποιοῦμαι τόσο, τό παίρνει ἀπό μένα καί τό δίνει σέ ἄλλον»; Ἀλλά καθετί καλό πού ἄκουγε τό ἔκανε μέ προθυμία.
    8.—. Μιά ἄλλη φορά ἔφερε κάποιος ἀπό τούς ἀποκρισάριους τῆς Μονῆς ἕνα μαχαίρι κοφτερό καί πολύ ὡραῖο. Κι ὁ Δοσίθεος τό πῆρε καί τό ἔφερε στόν ἀββά Δωρόθεο λέγοντας: « Ὁ τάδε ἀδελφός ἔφερε αὐτό τό μαχαίρι καί τό πῆρα νά τό ἔχουμε, ἄν τό εὐλογεῖς, στό νοσοκομεῖο, γιατί κόβει πολύ ὡραῖα τό ψωμί ―οὐδέποτε εἶχε ἀποκτήσει ὁ μακάριος ἐκεῖνος πράγμα καλύτερο ἀπό τό μέτριο— λέει λοιπόν στόν Δοσίθεο: «Φέρ’ το νά τό δῶ ἄν εἶναι καλό». Καί αὐτός τοῦ τό ἔδωσε λέγοντας: «Ναί, Γέροντα, εἶναι πολύ κοφτερό γιά τό ψωμί». Πραγματικά, τό ἔβλεπε καί ὁ ἴδιος ὅτι ἦταν χρήσιμο γιά τήν περίπτωση, ἀλλά ἐπειδή δέν ἤθελε νά ἔχει ὁ Δοσίθεος «προσπάθεια» σ’ ὁποιοδήποτε ὑλικό ἀντικείμενο, δέν θέλησε νά τό κρατήσει. Τόν ρωτάει λοιπόν: «Δοσίθεε, τόσο πολύ σοῦ ἀρέσει; Θέλεις νά εἶσαι δοῦλος αὐτοῦ τοῦ μαχαιριοῦ καί ὄχι τοῦ Θεοῦ; Πραγματικά, Δοσίθεε, σοῦ ἀρέσει τόσο, ὥστε νά προσκολληθεῖς σ’ αὐτό τό μαχαίρι; Δέν ντρέπεσαι πού θέλεις νά σέ ἐξουσιάσει αὐτό τό μαχαίρι καί ὄχι ὁ Θεός»; Αὐτός ἄκουγε χωρίς νά ἀπαντάει, μόνο ἔσκυψε τό κεφάλι σιωπηλά. Ὕστερα, ἀφοῦ τόν νουθέτησε ἀρκετά, τοῦ λέει: «Πήγαινε βάλ’ το στή θέση του καί οὔτε νά τ’ ἀγγίξεις». Καί τόσο πολύ τήρησε αὐτή τήν ἐντολή, ὥστε οὔτε γιά νά τό δώσει σέ κάποιον ἄλλον τό ἔπιανε, ἀλλά, ἐνῶ ὅλοι οἱ διακονητές τό χρησιμοποιοῦσαν, μονάχα αὐτός δέν τό ἄγγιζε. Καί ὅμως ποτέ δέν εἶπε: «Γιατί μόνο ἐγώ καί ὄχι οἱ ἄλλοι»; Ἀλλά ὅλα ὅσα ἄκουγε τά ἔκανε μέ χαρά.
    9.—.  Ἔτσι πολιτεύθηκε τό λίγο χρόνο πού ἔζησε στό Μοναστήρι. Γιατί ἔζησε μόνο περίπου πέντε χρόνια καί κοιμήθηκε μέσα στήν ὑπακοή, χωρίς νά κάνει οὔτε ἕνα θέλημά του σέ τίποτα, χωρίς νά κάνει τίποτε ἀπό «προσπάθεια». Ὅταν δέ ἀρρώστησε καί ἔκανε αἱμόπτυση —γιατί πέθανε ἀπό φυματίωση— ἄκουσε ἀπό κάποιον ὅτι τά μελάτα αὐγά ὠφελοῦν πολύ τούς φυματικούς. Τό ἤξερε, βέβαια, αὐτό καί ὁ μακάριος Δωρόθεος καί ἤθελε πολύ νά θεραπευθεῖ ὁ Δοσίθεος, ἀλλά ἀπό τίς πολλές ἔννοιες πού εἶχε δέν τοῦ ἦρθε στό νοῦ. Τοῦ λέει λοιπόν ὁ Δοσίθεος: «Γέροντα, θέλω νά σοῦ πῶ γιά κάτι πού ἄκουσα ὅτι θά μοῦ κάνει καλό, ἀλλά δέν θέλω νά μοῦ δώσεις ἀπ’ αὐτό, ἐπειδή μ’ ἐνοχλεῖ ὁ λογισμός μου». Καί ἐκεῖνος τοῦ λέει: «Πές μου τί εἶναι αὐτό, Δοσίθεε; Πές μου, ποιό εἶναι αὐτό τό πράγμα»; Καί τοῦ λέει: «Δῶσε μου τό λόγο σου ὅτι δέν θά μοῦ τό δώσεις, ἐπειδή, ὅπως σοῦ εἶπα, μ’ ἐνοχλεῖ γι’ αὐτό ὁ λογισμός μου». Τοῦ ἀπαντάει: «Καλά, θά κάνω ὅπως θέλεις». Τότε τοῦ λέει: «Ἄκουσα κάπου ὅτι τά μελάτα αὐγά κάνουν καλό στούς φυματικούς, ἀλλά γιά τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, ἄν εἶναι εὐλογημένο, μή μοῦ δώσεις νά φάω, ἐφόσον δέν τό σκέφθηκες μόνος σου, ἀλλά τό προκάλεσε ὁ λογισμός μου». Τοῦ ἀπαντάει: «Καλά, ἀφοῦ δέν θέλεις, δέν σοῦ δίνω, μή στενοχωριέσαι». Φρόντιζε ὅμως, ἀντί γι’ αὐγά, νά τοῦ δίνει ἄλλα φαγητά πού τόν ὠφελοῦσαν, ἐπειδή τοῦ εἶχε πεῖ: «Μ’ ἐνοχλεῖ ὁ λογισμός μου γιά τ’ αὐγά».
   Βλέπετε, ἄν καί εἶχε τέτοια ἀρρώστια, ἀγωνιζόταν ἐνάντια στό θέλημά του.
    10.—.  Διατηροῦσε δέ πάντα τή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ ἀββάς Δωρόθεος τόν εἶχε μάθει νά λέει πάντοτε: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με». Καί ἀνάμεσα σέ δυό τέτοιες εὐχές νά παρεμβάλει: «Υἱέ Θεοῦ, βοήθησέ με». Προσευχόταν λοιπόν διαρκῶς μ’ αὐτή τήν εὐχή. Ὅταν δέ ἀρρώστησε, τοῦ λέει ὁ ἀββάς Δωρόθεος: «Δοσίθεε, ἀγωνίσου γιά τήν εὐχή, πρόσεξε μήν τή χάσεις». Καί αὐτός ἀπαντάει: «Νά εἶναι εὐλογημένο, Γέροντα, νά εὔχεσαι γιά μένα». Πάλι, ὅταν βάρυνε λίγο, τοῦ λέει: «Τί κάνεις, Δοσίθεε, πῶς πάει ἡ εὐχή, τήν κρατᾶς ἀκόμα»; Καί ἀπαντάει: «Ναί, Γέροντα, μέ τίς εὐχές σου». Ὅταν ὅμως βάρυνε περισσότερο —γιατί ἔφθασε σέ τέτοια κατάσταση, ὥστε νά τόν σηκώνουν μέ τό σεντόνι— τοῦ λέει: Πῶς πάει ἡ εὐχή, Δοσίθεε»; Τότε τοῦ λέει: «Συγχώρεσέ με, Γέροντα, δέν μπορῶ πιά νά τήν κρατήσω». Τοῦ ἀπαντάει ὁ Ἀββάς: «Ἔ, ἄφησε τήν εὐχή. Μόνο κράτα στή μνήμη σου τόν Θεό καί διατήρησε ζωντανή τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας Του».
   Ἐπειδή ὅμως ὑπέφερε πολύ, παράγγειλε στόν μεγάλο Γέροντα: «Γέροντα, δέν ἀντέχω πιά, ἀπόλυσέ με». Τοῦ ἀπαντάει ὁ Γέροντας: «Κάνε ὑπομονή, παιδί μου, γιατί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πλησιάζει». Ὁ μακάριος Δωρόθεος ὅμως τόν ἔβλεπε νά ὑποφέρει πολύ καί τόν φρόντιζε ἔτσι ὥστε νά μή ζημιωθεῖ ἡ ψυχή του. Πάλι, μετά ἀπό λίγες μέρες, λέει στόν Γέροντα: «Δέσποτά μου, δέν ἀντέχω πιά». Τότε τοῦ λέει ὁ Γέροντας: «Εὔχομαι νά πορευθεῖς μέ εἰρήνη, νά ἀξιωθεῖς νά στέκεις μπροστά στό θρόνο τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί νά πρεσβεύεις καί γιά μᾶς».
    11.—. Ὅταν ἄκουσαν οἱ ἀδελφοί τήν ἀπόκριση τοῦ Γέροντα, ἄρχισαν ν’ ἀγανακτοῦν καί νά λένε: «Τί καλό ἔκανε, τέλος πάντων, ἤ ποιά ἦταν ἡ πνευματική του ἐργασία, ὥστε ν’ ἀκούσει τέτοια λόγια»; Γιατί, πραγματικά, δέν τόν ἔβλεπαν οὔτε νά νηστεύει «δύο-δύο» μέρες, ὅπως ἔκαναν μερικοί ἀπό τούς ἐκεῖ μοναχούς, οὔτε ν’ ἀγρυπνεῖ πρίν ἀπό τήν καθορισμένη ἀγρυπνία. Ἀλλά οὔτε καί στήν ἀγρυπνία πήγαινε ἀπό τήν ἀρχή, ἀλλά μετά τή δεύτερη κατά σειρά ἀκολουθία. Οὔτε τόν ἔβλεπαν νά κάνει καμιά ἄσκηση. Ἀντίθετα τόν ἔβλεπαν νά τρώει, ἄν τύχαινε, λίγο ἀπό τή σούπα τῶν ἀρρώστων καί, ἄν περίσσευε, κανένα κεφάλι ψάρι ἤ κάτι παρόμοιο. Καί, ὅπως εἶπα, ὑπῆρχαν ἐκεῖ μοναχοί, πού γιά πολύ καιρό νήστευαν «δύο-δύο» καί ἔκαναν πολλές ἀγρυπνίες καί ἀσκήσεις. Γι’ αὐτό ὅταν ἄκουσαν νά δίνει τέτοια ἀπόκριση ὁ Γέροντας σέ μοναχό νεώτερο, πού εἶχε μόνο πέντε χρόνια στό Μοναστήρι, ταράχθηκαν, γιατί δέν ἤξεραν τήν πνευματική ἐργασία του καί τήν τέλεια ὑπακοή του καί τό ὅτι ποτέ δέν ἔκανε, ἔστω καί ἕνα θέλημά του, καί τήν «ἀδιάκριτη» ὑπακοή του καί πώς ὅταν τύχαινε νά τοῦ πεῖ ὁ μακάριος Δωρόθεος, στ’ ἀστεῖα, νά κάνει κάτι, πήγαινε τρέχοντας καί τό ἔκανε, χωρίς νά σκεφθεῖ τίποτα. Σᾶς λέω ἕνα παράδειγμα: Παρά τούς κανονισμούς, ἀπό συνήθεια, μιλοῦσε δυνατά. Μιά μέρα λοιπόν ὁ μακάριος Δωρόθεος τοῦ λέει ἀστειευόμενος: «Σοῦ χρειάζεται ″βουκάκρατο, Δοσίθεε. Πήγαινε λοιπόν καί πάρε». Ἐκεῖνος, μόλις τ’ ἄκουσε, πῆγε καί ἔφερε μιά μπουκάλα κρασί καί ψωμί καί τοῦ τά ἔδινε νά τά εὐλογήσει. Ὁ δέ Ἀββάς, μή ἐννοώντας, τόν παρατηροῦσε παραξενεμένος καί τοῦ λέει: «Τί θέλεις»; Τοῦ ἀπαντάει: «Μέ πρόσταξες νά πάρω βουκάκρατο. Εὐλόγησέ το». Τότε τοῦ λέει: «Ἀνόητε, ἐγώ στό εἶπα ἐπειδή φωνάζεις σάν τούς Γότθους. Γιατί καί αὐτοί, ὅταν θυμώνουν, ἔτσι φωνάζουν. Γι’ αὐτό σοῦ εἶπα, πάρε βουκάκρατο, γιατί καί σύ σάν Γότθος φωνάζεις». Μόλις λοιπόν ἄκουσε αὐτά, ἔβαλε μετάνοια καί πῆγε πίσω.
    12.—. Μιά ἄλλη φορά ἔρχεται καί τόν ρωτάει γιά τό νόημα κάποιου χωρίου τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Γιατί εἶχε ἀρχίσει ἀπό τήν πολλή καθαρότητα νά κατανοεῖ μερικά νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ Ἀββάς ὅμως δέν ἤθελε ἀκόμα νά τόν ἀνεβάσει σ’ αὐτά τόσο νωρίς, ἀλλά μᾶλλον νά τόν προφυλάξει μέ τήν ταπείνωση. Ὅταν λοιπόν τόν ρώτησε, τοῦ ἀπάντησε: «Δέν ξέρω». Ἐκεῖνος πάλι, ἐπειδή δέν κατάλαβε τό πνεῦμα του, ἦρθε καί τόν ξαναρώτησε γιά ἄλλο κεφάλαιο. Τότε τοῦ εἶπε: «Δέν ξέρω». Πήγαινε καί ρώτησε τόν Ἡγούμενο». Καί αὐτός πῆγε χωρίς νά βάλει τίποτα στό νοῦ του. Ὁ ἀββάς Δωρόθεος ὅμως εἶχε πεῖ προηγουμένως στόν Ἡγούμενο κρυφά: «Ἄν ἔρθεις ὁ Δοσίθεος νά τοῦ ἐξηγήσεις κανένα γραφικό χωρίο, νά τόν ἀποπάρεις λίγο». Μόλις λοιπόν πῆγε καί τόν ρώτησε ἄρχισε νά τόν ἀποπαίρνει λέγοντάς του: «Δέν κάθεσαι στήν ἡσυχία σου, ἀφοῦ δέν ξέρεις τίποτα; Καί τολμᾶς ἐσύ νά ρωτᾶς γιά τέτοια θέματα καί δέν σκέπτεσαι τή βρωμιά σου»; Ἀφοῦ τοῦ εἶπε καί ἄλλα παρόμοια, τόν ἔδιωξε δίνοντάς του καί δυό μπάτσους. Ὁ Δοσίθεος γύρισε πίσω στόν ἀββά Δωρόθεο, δείχνοντάς του τά κόκκινα ἀπό τούς μπάτσους μάγουλά του, καί λέγοντας: «Τίς ἅρπαξα καί μάλιστα γερές». Καί δέν τοῦ εἶπε: «Γιατί δέν μέ διόρθωσες ἐσύ, ἀλλά μ’ ἔστειλες στόν Ἡγούμενο»; Δέν τοῦ εἶπε τίποτα τέτοιο, ἀλλά δεχόταν ὅσα τοῦ ἔκανε χωρίς νά σκεφθεῖ τίποτα. Καί ὅταν τόν προβλημάτιζε ὁ λογισμός του, μέ τόση σιγουριά δεχόταν ὅσα ἄκουγε καί ἔτσι τά τηροῦσε, ὥστε δέν χρειαζόταν ποτέ πιά νά ρωτήσει γιά τόν ἴδιο λογισμό.
    13.—. Ἐπειδή λοιπόν μερικοί Πατέρες δέν γνώριζαν τή θαυμαστή πνευματική ἐργασία του, γόγγυζαν γιά τήν ἀπόλυση πού τοῦ ἔκανε ὁ Γέροντας. Ὅταν ὅμως θέλησε ὁ Θεός νά φανερώσει τή δόξα πού ἑτοιμάστηκε γι’ αὐτόν στόν Οὐρανό, χάρη στήν ἅγια ἐκείνη ὑπακοή καί τό χάρισμα πού εἶχε ὁ μακάριος Δωρόθεος, ἄν καί μαθητής ἀκόμα, νά σώζει ψυχές, αὐτός πού ὁδήγησε τόν Δοσίθεο τόσο σωστά καί σύντομα στόν Θεό, τότε λίγο μετά τόν μακάριο θάνατό του, κάποιος ἀπό τούς ἁγίους, μεγάλος Γέροντας, περαστικός ἀπό ἐκεῖ, θέλησε νά δεῖ τούς Ἁγίους τοῦ Κοινοβίου πού εἶχαν κοιμηθεῖ καί παρακάλεσε τόν Θεό νά τούς ἀποκαλύψει σ’ αὐτόν. Καί τούς εἶδε σέ ὅραμα ὅλους μαζί νά στέκονται σάν σέ χορό καί ἀνάμεσά τους νά βρίσκεται καί κάποιος νεώτερος καί σκεφτόταν: Ἄραγε, ποιός νά εἶναι αὐτός ὁ νέος πού εἶδα νά βρίσκεται ἀνάμεσα στούς Πατέρες»; Καί ὅταν περιέγραψε τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, ὅλοι κατάλαβαν πώς ἦταν ὁ Δοσίθεος καί δόξασαν τόν Θεό, θαυμάζοντας πῶς κατόρθωσε, μέ τέτοια προϊστορία καί τέτοιο προηγούμενο τρόπο ζωῆς, νά ἀξιωθεῖ νά φθάσει σέ τέτοια μέτρα καί μάλιστα σέ τόσο λίγο χρόνο, μόνο μέ τό νά κρατήσει τήν ὑπακοή καί νά κόψει τό θέλημά του.