Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΕΝΟΣ ΠΡΩΗΝ ΑΘΕΟΥ

photo-63

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΕΝΟΣ ΠΡΩΗΝ ΑΘΕΟΥ




«Αποφάσεις ληφθείσαι χωρίς σκέψιν φέ­ρουν καταστροφήν χωρίς θεραπείαν»  (Μ. Βασίλειος)

             …Διάβαζα με απληστία των δικών μας και ξένων τα συγγράμματα, νέων και παλαιών, και ιδία των Γάλλων και των Γερμανών φιλοσόφων, Ρενάν, Στράους, Νίτσε, Σοπενχάουρ, Μάχ Νορτάου, Ρουσσώ, Σπινόζα, Σαίγκερ και άλλων ων ουκ έστι αριθμός. Θαμπωμένος αποκλει­στικά στον κύκλο της φιλολογικής μου μελέτης, άρχισα σιγά-σιγά να αδιαφορώ για κάθε ωφέλιμη πνευματική απαίτησι της δόλιας μου ψυχής. Η μονότονη και μονόπλευρη αυτή μόρφωσίς μου, μόρφωσις αποκλειστική, που περιορίζεται στα στενά όρια της επιστήμης, ήτο ο­λέθρια δια τας θρησκευτικάς μου πεποιθήσεις.
            Στον Χριστιανισμό άρχισα να τα βλέπω όλα στραβά κι’ ανάποδα. Όλοι όσοι ήταν φίλοι μου σε συζητήσεις που κάναμε συχνά σε σχετικά ζητήματα θα θυμούνται α­σφαλώς τις φασαρίες και τις λογομαχίες μεταξύ των ομηλίκων οι οποίοι είχαν και αυτοί κάποια έννοια με τα μεγάλα προβλήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα από την εμφάνισί της μέχρις στιγμής επί του πλανήτου μας. Οι νεώτερες κοινωνικές ιδέες έκαμαν πάταγο μεταξύ των φίλων μου. Επίσης η φιλοσοφία του Νίτσε, ο πιθηκάνθρωπος των Δαρβινιστών, η δύναμις και η ύλη του Μπύχνερ, όλ’ αυτά ήσαν καθημερινά θέματα συζητήσε­ως στο προαύλιο του Γυμνασίου. Ρεύματα σκεπτικισμού, υλισμού, απιστίας, αθεΐας, είχαν μεγάλη έκτασι στους ομηλίκους φίλους μου.
                 Εγώ που για πρώτη φορά άκουα να συζητούνται όλα αυτά τα ζητήματα με τόση προχειρότητα από τους φί­λους μου, τα θεμέλια του οικοδομήματος της πίστεώς μου της Χριστιανικής άρχισαν να σείονται συθέμελα ό­λο και περισσότερο δυνατά. Επεθύμησα να μελετήσω και μόνος μου. Διάβασα αρκετά βιβλία του Λέοντος Τολστόη, μερικά του Μαρξ, δύο – τρία του Έγκελς, και απειροπληθή των Γάλλων εγκυκλοπαιδιστών και των υλιστών των δύο περασμένων αιώνων. Και η εσωτερική καταστροφή τότε συμπληρώθηκε για καλά….
Δεν ήμουν ακόμη σε θέσι να εκτιμήσω και να κριτι­κάρω το ψέμα, την αντίφασι, την αντινομία, το σόφισμα, πούναι κοινά χαρακτηριστικά όλων αυτών των κατα­στρεπτικών βιβλίων. Αχ! πόσο μετάνοιωσα γι’ αυτή μου την πράξι! Ήθελα, βλέπεις να κριτικάρω τον Χριστιανι­σμό, και διάλεξα για μοναδικά εφόδια την ιδικήν μου δυσπιστία και προκατάληψι και τον αντιεπιστημονικό φανατισμό μερικών αδιαλλάκτων απίστων, γι’ αυτό και ναυάγησα.
Ω! πιστέψτε μου, όταν έχασα την αμώμητο Χριστια­νική μου πίστι, την αληθινή και Ορθόδοξο, ένοιωσα μέ­σα μου να συντρίβεται κάτι και πόνεσα φοβερά. Μα ή­μουνα τυφλωμένος από την μυωπυία της απιστίας και ρασιοναλισμού και θετικισμού και δεν μπόρεσα να κα­ταλάβω πώς είχε συντριβεί στα βάθη του υποστατικού μου είναι, το ιερώτερο παλλάδιο και κειμήλιο της δό­λιας μου ψυχής…
Χάνοντας την πίστι μου, αισθάνθηκα γυμνό τον εαυ­τό μου από κάθε χάρι και ευτυχία που είχα προηγουμέ­νως. Αλλ’ η πώρωσίς μου δεν με άφησε να προσέξω πε­ρισσότερο τα τοιαύτα ζωτικά ζητήματα. Συνήθησα στην γύμνια μου, και η πνευματική μου φτώχεια δεν ήτο αι­σθητή στα μάτια της ψυχής μου. Τα σκέπαζε ο διανοητι­κός πλούτος που απέκτησα κατά την διάρκειαν της φοιτήσεώς μου στο Γυμνάσιο και η ακατάσχετος φιλομά­θεια η οποία με οιστρηλάτει να ερευνήσω δια της μελέ­της των βιβλίων τα πάντα και τους πάντας.
Πόσες φορές τ’ αστραφτερά εξωτερικά επιχρίσματα κρύβουν από κάτω τους γύμνια, φτώχεια και αρρωστημέ­νη πνευματική απόγνωσι. Η κοσμοθεωρία την οποίαν είχα δημιουργήσει φυσικά έπρεπε να έχη και τους αν­θρώπους που είχαν κι’ αυτοί την ίδια μ’ εμέ. Τέτοιους βρίσκει κανείς πολλούς.
Παιδιά οικογενειών καλών, επαρχιώτες οι περισσό­τεροι, άμυαλα παιδιά, που τα είχε παρασύρει κι’ αυτά η ανόητη αντίληψι πώς για να φανούν τάχα ανώτερα πνεύ­ματα, θάπρεπε πρώτα – πρώτα να κλωτσήσουν κάθε κα­λή και σεμνή κληρονομιά που τους είχαν κληροδοτήσει οι καϋμένοι γονείς των.
Η περιφρονητική αυτή διάθεσις, καρπός μιας θλιβε­ρής επιπολαιότητος που μας έδερνε όλους τους φίλους μου, μεγάλωνε με τον καιρό και σώριαζε ολοένα μέσα μας συντρίμματα από το ποδοπάτημα κάθε αξίας. Συντρίμματα, που πάνωθέ τους έκρουζε βραχνά, ανατριχια­στικά το νεκροπούλι του σκεπτικισμού και της απιστίας, σ’ ένα σκοτάδι κλονισμένης ψυχής που πνιγόταν μέσα στην αμφιβολία και τη στέρησι της ζωντανής ελπίδας…
Αλήθεια!!! μακρυά από το φως του χριστιανισμού ό­λα τα πράγματα του φθαρτού τούτου κόσμου, χάνουν τον αληθινό χρωματισμό τους και τα προβλήματα τη λύσι τους. Κι’ όταν στερηθή κανείς το φως αυτό βλέπει πα­ντού εμπρός του σκοτάδι πυκνό. Κι’ αν ζητήση να βρη την αλήθεια μέσα στο σκοτάδι αυτό, δεν θα πετύχη τίποτ’ άλλο, παρά να γκρεμισθή ύστερ’ από πολλές ατελεσφόρητες απόπειρες σε καμμιάς ρεματιάς απόκρυμνης τα βάθη, με τσακισμένα τα φτερά και ματωμένο το κε­φάλι…
Μα εγώ δεν μπορούσα ποτέ να το νοιώσω αυτό και γι’ αυτό ήμουν ακόμη δυστυχισμένος και το σκοτάδι που με κύκλωνε ήτο ακόμη πιο πηχτό. Απελπισία μ’ έπιανε. Μουρχόταν να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο δυνα­τά και να το σπάσω. Μια σκέψι ξαφνική μ’ έπνιξε πάλι σαν βρόγχος στο λαιμό και κάποια στιγμή τα μάτια μου έπεσαν πάνω στο Γραφείο μου. Τολστόηδες, Νίτσε, Μπύχνερ, Δαρβίνοι, Μάρξ, Συρέ, Γκλξενάπ, Καΐριδες, Καζαντζάκιδες, Τανάγραι και άλλοι ων τα ονόματα δεν ενθυμούμαι, ήσαν όλοι αραδιασμένοι ‘κεί πάνω, ανίκα­νοι να με λυτρώσουν στη δύσκολη αυτή στιγμή που βρέθηκα, μου φάνηκε σαν σε έκστασι ενοραματική πως ζω­ντάνεψαν οι συγγραφείς των οι άθλιοι που τους περιμέ­νει η αιώνια κόλασις για να τιμωρηθούν δεόντως από την Θεία Δικαιοσύνη εις αιώνας αιώνων…
Αυτοί λέγω ζωντάνεψαν μπροστά μου και με κύτταζαν μέσα από τα μυωπυικά γυαλιά τους με μια περίεργη σατανική ειρωνεία για το κατάντημά μου. Μ’ έπιασαν τα νεύρα μου. Κι’ επάνω στη σαστιμάρα μου άρχισα να φω­νάζω. «εσείς με καταστρέψατε, εσείς…» Τ’ άρπαξα στην έξαψί μου και τα πετούσα σαν τρελλός δώθε ‘κείθε, σκί­ζοντάς τα με μανία και ποδοπατώντας τα μη φειδώμενος τα χρήματα που έδωσα για να αγοράσω τα ψέματά τους και τετραγωνικές βλακείες τους… η απελπισία με έσφιγ­γε όλο και πιο πολύ, μαύρες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου…
Θεέ μου, λυπήσουμε, φώναξα αναπηδώντας. λυπή­σου με, Θεέ μου… Καιρό είχε η σαρκίνη γλώσσα μου να προφέρη την λέξη Θεός ως προσευχή. Αμέσως το φίμωτρο που έσφιγγε το στόμα μου τόσο καιρό έσπασε. Στα τρεμάμενα πόδια μου έπεσαν οι βαρειές αλυσίδες της πνευματικής μου σκλαβιάς τόσου καιρού. Ένοιωσα πια τον εαυτό μου ελεύθερο, κάποια καμπάνα σήμανε για μέ­να την λύτρωση. Η μικρή προσευχούλα που επρόφεραν τα πρώην χείλη της αρνήσεως, επανέφερε πάλι την αρ­μονία στο είναι μου…
Κι’ άρχισα να θυμάμαι και να νοσταλγώ τα παληά. Γλυκές αναμνήσεις πήδησαν ολοπρόθυμα στην μνήμη μου, πόση δροσιά, πόση αθώα χαρά στα χρόνια εκείνα! πόσα χρυσορόδινα όνειρα έπλαθα για το μέλλον! Κι’ ύ­στερα; Άρχιζαν οι μαύρες σελίδες, ο κλονισμός και το ξερρίζωμα της αμωμήτου Ορθοδόξου Χριστιανικής Πί­στεως, καταραμένες οι στιγμές που κατά συγκυρίαν έ­μπλεξα με τις παληοπαρέες.
Ας είναι όμως, ο Χριστός, η Μοναδική Αγάπη που υπάρχει στο Σύμπαν, πάλι με αγάπησε και ντροπαλός εγώ τώρα πλέον για όσα έπραξα εις βάρος Του, δεν ημπο­ρώ να τον ατενίσω με θάρρος την γλυκειά Του μορφή, η οποία με θωπεία με αφήνει να εννοήσω μόνος μου το ολί­σθημα και να Τον παρακαλέσω «…Ήμαρτον εις τον Ου­ρανόν και ενώπιόν Σου…» Χριστέ μου συγχώραμε… Συγ­χώραμε… Ούτε καν θέλω να σκεφτώ που έφθασα… Μό­νον Εσύ γνωρίζεις τα μύχια και τα απόρρητα των ανθρω­πίνων καρδιών και διαλογισμών… Συγχώραμε και κατα­ξίωσέ με να διέλθω και τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής μου εν δάκρυσι και μετανοία και κάποτε, όταν με καλέσης, η ψυχή μου να πετάξη στην αιωνία Σου αγκάλη…
(Από το περιοδικόν ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ Ηλιουπόλεως Αθηνών, Οκτώβριος 1964, που εξέδιδε ο αείμνηστος Δημ. Παναγόπουλος).

* * *
              * Σαν αιτία των αμαρτιών μας να θεωρούμε μόνο τους εαυτούς μας και όχι τους άλλους, για να βρούμε στην εξομολόγηση μεγάλη ανακούφιση.
            Ανέκφραστη είναι η ευσπλαγχνία του Θεού προς τον αμαρτωλό άνθρωπο. Τον περιμένει να επιστρέψη κο­ντά Του με την καθαρή μετάνοια και εξομολόγηση για να τον λύτρωση από το βάρος της αμαρτίας, να τον χαρίση την ειρήνη και χαρά Του, να τον ελεήση και σώση. Η αγάπη του Χριστού τα πάντα συγχωρεί.
             * Μας συμφέρει να πιστεύουμε και να αγαπούμε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, ο οποίος μόνο από την πόρτα της μετανοίας μπαίνει στην ψυχή του αμαρτωλού ανθρώ­που, και η πόρτα αυτή για να ανοίξη, είναι στο χέρι μας

  Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (1884-1980) ΤΕΥΧΟΣ 8. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου