Ο ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΣΙΟΣ
(Ὁ θαυματουργὸς ἱεράρχης τῆς Σεβαστείας)
Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικὸς
. Μέσα στὴν μακρόχρονη πορεία
τῆς ἐνδόξου ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῆς ἁγιοτόκου καὶ μαρτυρικῆς Μικρᾶς
Ἀσίας ἔλαμψαν ἀπὸ τοὺς πρώτους κιόλας χριστιανικοὺς αἰῶνες φωταυγεῖς
ἀστέρες, ποὺ ἀγωνίστηκαν καὶ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
καὶ κοσμοῦν τὸ πνευματικὸ στερέωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀνάμεσα
στὶς ἀγωνιστικὲς μορφὲς τῆς εὐλογημένης καὶ μαρτυρικῆς μικρασιατικῆς
γῆς, ποὺ ἔλαβαν τὸν ἀμάραντο φωτοστέφανο τοῦ μαρτυρίου ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν
ἀγωνοθέτη Κύριο, εἶναι καὶ ὁ τιμώμενος στὶς 11 Φεβρουαρίου Ἅγιος ἔνδοξος
ἱερομάρτυς Βλάσιος Ἀρχιεπίσκοπος Σεβαστείας ὁ θαυματουργός.
. Ὁ λαοφιλὴς σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση θαυματουργὸς ἱεράρχης τῆς
Σεβαστείας γεννήθηκε καὶ ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου μ.Χ. αἰώνα στὴν
περιοχὴ τοῦ Πόντου τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κατὰ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ
αὐτοκράτορος Λικινίου (308 – 323μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Βλάσιος εἶχε σπουδάσει
τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, τὴν ὁποία προσέφερε στοὺς ἀσθενεῖς ἀφιλοκερδῶς,
διαθέτοντας πνεῦμα φιλανθρωπίας, σύνεσης καὶ ταπείνωσης. Οἱ ἰατρικές του
γνώσεις τὸν βοήθησαν μάλιστα στὸ νὰ ἐνισχύσει τὴν πίστη καὶ τὴν
εὐσέβειά του, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν μελέτη τοῦ ἀνθρώπινου σώματος κατανόησε τὴν
σοφία καὶ τὴν μεγαλωσύνη τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα μὲ τὴν ἄσκηση τοῦ ἰατρικοῦ
ἐπαγγέλματος μελετοῦσε μὲ ζῆλο τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καὶ τὰ ψυχωφελῆ
συγγράμματα τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων καὶ τῶν Χριστιανῶν Ἀπολογητῶν,
γεγονὸς ποὺ τὸν ἀνέδειξε σὲ πύρινο διδάσκαλο τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
. Ὁ ἔνθεος αὐτὸς ζῆλος καὶ ἡ βαθειὰ θεοσέβειά του σὲ συνδυασμὸ
μὲ τὸν ἀνεπίληπτο βίο του καὶ τὴν πραότητα τοῦ χαρακτήρα τοῦ συντέλεσε
στὸ νὰ ἐκλεγεῖ ἐπίσκοπός της πόλεως Σεβάστειας τῆς Καππαδοκίας τῆς
Μικρᾶς Ἀσίας ὕστερα μάλιστα καὶ ἀπὸ τὴν ἐπίμονη ἀπαίτηση τοῦ λαοῦ τῆς
περιοχῆς. Ὁ χαρισματικὸς αὐτὸς ἱεράρχης ἀνέπτυξε μία πλούσια πνευματικὴ
δράση στὴν ἐπισκοπή του, ἀλλὰ φοβούμενος τὴν ἀσέβεια καὶ τὴν παρανομία
τῶν ἀρχόντων τῆς ἐποχῆς του καὶ ἐπιζητώντας περισσότερη ἡσυχία καὶ
ἄσκηση, κατέφυγε στὸ Ἄργαιον Ὄρος καὶ ἐγκαταστάθηκε μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο.
Στὸν χῶρο αὐτὸν προσευχόταν ἀδιάλειπτα στὸν Πανοικτίρμονα Θεὸ καὶ
ἔφτασε σὲ τέτοιο ὕψος ἁγιότητος καὶ ἀρετῆς, ὥστε πλῆθος κόσμου τὸν
ἐπισκεπτόταν καὶ ζητοῦσε τὴν εὐλογία του. Ἀκόμη καὶ τὰ ἄγρια ζῶα τῆς
περιοχῆς προσέρχονταν κοντὰ στὸν ἅγιο καὶ δὲν ἀποχωροῦσαν, ἂν δὲν τὰ
εὐλογοῦσε.
. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὁ σκληρόκαρδος εἰδωλολάτρης ἡγεμόνας Ἀγρικόλας
ἔδωσε διαταγὴ στοὺς κυνηγοὺς νὰ κυνηγήσουν σαρκοφάγα ζῶα, γιὰ νὰ
χρησιμοποιηθοῦν γιὰ θηριομαχίες καὶ γιὰ τὴν καταβρόχθιση τῶν χριστιανῶν.
Ὅταν ἔφτασαν στὸ Ἄργαιον Ὅρος καὶ πέρασαν ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ ὁποῖο
εἶχε ἐγκατασταθεῖ ὁ ἅγιος, ἔκπληκτοι ἀντίκρισαν πλήθη ἀγρίων ζώων νὰ
εἶναι συγκεντρωμένα καὶ νὰ λαμβάνουν τὶς εὐλογίες τοῦ ταπεινοῦ ἐπισκόπου
της Σεβάστειας, ὁ ὁποῖος προσευχόταν στὸν Θεό. Βλέποντας οἱ κυνηγοὶ τὸ
παράδοξο αὐτὸ θέαμα, ἐπέστρεψαν στὴν πόλη καὶ ἐνημέρωσαν τὸν ἡγεμόνα γιὰ
ὅσα εἶδαν καὶ ἔζησαν. Τότε ἐκεῖνος ἔδωσε τὴν διαταγὴ νὰ συλληφθοῦν
ἀμέσως ὅσοι χριστιανοὶ βρίσκονταν ἐκεῖ. Ὅταν ἔφτασαν οἱ ἀπεσταλμένοι
στρατιῶτες στὸ σπήλαιο, βρῆκαν τὸν ἅγιο νὰ προσεύχεται καὶ τὸν διέταξαν
νὰ τοὺς ἀκολουθήσει. Τότε ὁ ἅγιος μὲ καρτερία, θάρρος καὶ χαρὰ τοὺς
ἀκολούθησε, λέγοντάς τους ὅτι ὁ Θεὸς ἐμφανίστηκε σ’ αὐτὸν τρεῖς φορὲς
μέσα στὴ νύχτα καὶ τοῦ παρήγγειλε, ὅτι πρέπει νὰ θυσιαστεῖ γι’ Αὐτόν.
Καθὼς οἱ στρατιῶτες καὶ ὁ ἅγιος κατευθύνονταν ἀπὸ τὸ Ἄργαιον Ὄρος πρὸς
τὴν Σεβάστεια, πολλοὶ εἰδωλολάτρες ἀσπάσθηκαν τὴν χριστιανικὴ πίστη
βλέποντας τὴν πραότητα τοῦ ἁγίου καὶ ἀκούγοντας τὸ φλογερὸ κήρυγμά του,
ἐνῶ πολλοὶ ἀσθενεῖς θεραπεύτηκαν χάρη στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή του.
Ἐντύπωση προκαλοῦσε ὄχι μόνο ἡ ἴαση τῶν ἀσθενῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἡ
θεραπεία ἀσθενειῶν σὲ ἥμερα καὶ ἄγρια ζῶα. Μεταξὺ τῶν ἀναρίθμητων
θαυμάτων, ποὺ τέλεσε ὁ Ἅγιος Βλάσιος μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἡ
διάσωση ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ, τὸ ὁποῖο εἶχε μείνει ἄφωνο καὶ κινδύνευε νὰ
πεθάνει ἀπὸ ἀσφυξία ἀπὸ ἕνα ψαροκόκαλο, τὸ ὁποῖο εἶχε καρφωθεῖ στὸ
λαιμό του. Τότε ὁ ἅγιος θέτοντας τὸ χέρι του στὸ λαιμὸ τοῦ παιδιοῦ καὶ
ἀφοῦ προσευχήθηκε ὁλόθερμα στὸν Θεό, θεράπευσε τὸ παιδί. Παράλληλα εὐχήθηκε, ὅτι ὅποιος ἄνθρωπος ἢ ζῶο ἀντιμετωπίσει στὸ μέλλον παρόμοιο πρόβλημα καὶ μνημονεύει τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου, ὁ Θεὸς νὰ τὸν θεραπεύει ἀμέσως πρὸς δόξα τοῦ ὀνόματός Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Βλάσιος καθιερώθηκε στὴ συνείδηση ὅλων τῶν χριστιανῶν ὡς ὁ ἰατρὸς καὶ θεραπευτὴς τῶν νοσημάτων τοῦ λαιμοῦ καὶ τοῦ λάρυγγα. Ἀξιοσημείωτο
ἦταν καὶ τὸ θαυματουργικὸ γεγονὸς τῆς διάσωσης ἑνὸς χοίρου, τὸν ὁποῖο
εἶχε ἁρπάξει ἕνας λύκος ἀπὸ μία φτωχὴ γυναίκα καὶ ἀποτελοῦσε τὴν
μοναδικὴ περιουσία της. Χάρη στὴν προσευχητικὴ δύναμη τοῦ ἁγίου ὁ λύκος
ἔχασε τὴν ἀγριότητά του καὶ ἐπέστρεψε σῶο καὶ ἀβλαβῆ τὸν χοῖρο στὴ
γυναίκα.
. Φτάνοντας ὁ ἅγιος στὴν Σεβάστεια δόθηκε ἡ ἐντολὴ νὰ
φυλακιστεῖ. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὁδηγήθηκε ἐνώπιόν του ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος
τὸν ὑποδέχθηκε μὲ ὡραίους λόγους, προσπαθώντας νὰ τὸν πείσει νὰ θυσιάσει
στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Ὁ ἅγιος ὅμως ἀποκάλεσε μὲ παρρησία τοὺς
ψεύτικους θεοὺς δαίμονες καὶ δήλωσε ὅτι ὅσοι τοὺς λατρεύουν θὰ
παραδοθοῦν στὸ αἰώνιο πῦρ τῆς Κολάσεως. Τότε ὁ ἡγεμόνας ἐξαγριώθηκε καὶ
διέταξε νὰ χτυπήσουν ἀνελέητα τὸν ἅγιο μὲ χονδρὰ σιδερένια ραβδιὰ καὶ νὰ
τὸν κλείσουν ἐν συνεχείᾳ στὴν φυλακή. Ἐκεῖνος ὅμως ἔμεινε σταθερὸς καὶ
ἀκλόνητος στὴν πίστη του στὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό.
. Τὸν βασανισμὸ καὶ τὴν φυλάκιση τοῦ ἁγίου πληροφορήθηκε ἡ φτωχὴ
γυναίκα, τῆς ὁποίας τὸν χοῖρο διέσωσε ὁ ἅγιος. Ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς
αὐτὸν ἔσφαξε τὸν χοῖρο καὶ ἀφοῦ ἔψησε τὸ κεφάλι καὶ τὰ πόδια, πῆγε στὴν
φυλακὴ μαζὶ μὲ φροῦτα καὶ ἄλλα φαγώσιμα καὶ ἀνάβοντας κεριά, παρακάλεσε
τὸν ἅγιο νὰ φάει ἀπὸ τὰ προσφερόμενα πρὸς αὐτὸν ἀγαθά. Τότε ὁ ἅγιος
εὐχαρίστησε τὴν γυναίκα καὶ ἀφοῦ ἔφαγε, τῆς ἔδωσε τὴν εὐλογία του
λέγοντας ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ γιορτάζει τὴν μνήμη του καὶ νὰ ἔχει
πάντοτε στὸ σπίτι της ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ
ὅποιος ἄλλος θελήσει νὰ τὴν μιμηθεῖ.
. Ὁ ἡγεμόνας Ἀγρικόλας πρόσταξε καὶ πάλι νὰ φέρουν ἐνώπιόν του
τὸν ἅγιο καὶ τὸν κάλεσε καὶ πάλι νὰ θυσιάσει στοὺς ψεύτικους θεούς.
Ἐκεῖνος ὅμως ἔμεινε καὶ πάλι σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος καὶ δήλωσε ὅτι θεοί,
οἱ ὁποῖοι δὲν δημιούργησαν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, πρέπει νὰ
ἐξαφανιστοῦν. Τότε δόθηκε ἡ διαταγὴ νὰ κρεμάσουν τὸν ἅγιο σὲ ἕνα ξύλο
καὶ νὰ ξεσκίσουν τὰ πλευρά του μὲ σιδερένια νύχια. Ὅμως ὁ ἔνδοξος
ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ εἶπε στὸν σκληρόκαρδο ἡγεμόνα ὅτι οὔτε ὁ θάνατος
οὔτε τὰ βασανιστήρια τὸν φοβίζουν καὶ μποροῦν νὰ κάμψουν τὴν πίστη του,
ἀφοῦ προσβλέπει στὴν αἰωνιότητα καὶ τὰ ἐπουράνια ἀγαθά. Στὴ συνέχεια
δόθηκε ἡ ἐντολὴ νὰ ξεκρεμάσουν τὸν ἅγιο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴ φυλακή.
. Καθὼς ὁδηγοῦσαν τὸν ταπεινὸ καὶ πράο ἐπίσκοπο τῆς Σεβάστειας
στὴν φυλακή, ἑπτὰ ἐνάρετες καὶ εὐσεβεῖς γυναῖκες ἀκολουθοῦσαν τὴν
μαρτυρικὴ αὐτὴ πορεία καὶ ἄλειφαν τὰ σώματά τους ἀπὸ τὸ τίμιο αἷμα, ποὺ
ἔσταζε ἀπὸ τὸ πληγωμένο σῶμα τοῦ ἁγίου. Βλέποντας οἱ δήμιοι τὸ γεγονὸς
αὐτό, συνέλαβαν τὶς γυναῖκες καὶ τὶς ὁδήγησαν στὸν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος τὶς
κάλεσε νὰ θυσιάσουν στὰ ψεύτικα εἴδωλα, γιατί διαφορετικὰ θὰ
θανατωθοῦν. Τότε οἱ ἑπτὰ γυναῖκες κάλεσαν τὸν ἡγεμόνα νὰ πᾶνε στὴ λίμνη
τῆς Σεβάστειας καὶ ἀφοῦ πλύνουν τὰ πρόσωπά τους, νὰ προσφέρουν θυσία
στοὺς θεούς. Ὁ ἡγεμόνας χάρηκε πολὺ καὶ τότε οἱ γυναῖκες πῆραν τοὺς
θεοὺς καὶ τοὺς ἔριξαν μέσα στὴ λίμνη λέγοντας ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀμοιβή
τους, γιατί πολλοὶ ἄνθρωποι χάθηκαν ἐξ αἰτίας τῆς εἰδωλολατρίας.
Βλέποντας ὁ ἡγεμόνας τὴν ἀσέβεια καὶ τὴν προσβολὴ κατὰ τῶν θεῶν,
ἐξοργίστηκε τόσο πολύ, ὥστε διέταξε νὰ ἀνάψουν ἕνα μεγάλο καμίνι
λιώνοντας μέσα σ’ αὐτὸ μολύβι καὶ νὰ φέρουν σιδερένια χτένια καὶ νὰ
πυρακτώσουν ἑπτὰ χάλκινα σουβλιά. Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἡγεμόνας κάλεσε τὶς
γυναῖκες νὰ ἐπιλέξουν ἢ τὴν θυσία στοὺς θεοὺς καὶ νὰ φορέσουν λαμπρὰ
φορέματα ἢ νὰ βασανιστοῦν μέσα στὸ πυρακτωμένο καμίνι. Τότε μία ἀπὸ τὶς
γυναῖκες ἅρπαξε ἕνα φόρεμα καὶ τὸ ἔριξε μέσα στὸ καμίνι, ἐνῶ τὰ δύο
μικρά της παιδιὰ εἶπαν στὴ μητέρα τους νὰ μὴν τὰ ἀφήσει νὰ χαθοῦν μέσα
στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν πλάνη, ἀλλὰ νὰ τὰ χορτάσει μὲ τὰ ἀγαθὰ τῆς
Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ὅπως τὰ χόρτασε μὲ τὸ μητρικό της γάλα. Κατόπιν ὁ
ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κρεμάσουν τὶς ἑπτὰ γυναῖκες καὶ νὰ ξεσκίσουν
τὶς σάρκες τους μὲ τὰ σιδερένια χτένια. Ὅμως κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ
φρικτοῦ μαρτυρίου οἱ στρατιῶτες ἔζησαν ἕνα καταπληκτικὸ θαῦμα: ἀπὸ τὶς
σάρκες τῶν γυναικῶν ἔρεε γάλα ἀντὶ γιὰ αἷμα καὶ οἱ σάρκες ἦταν ὁλόλευκες
ὅπως τὸ χιόνι, ἀφοῦ Ἄγγελοι Κυρίου κατέβηκαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ
θεράπευσαν τὶς πληγές, λέγοντας στὶς γυναῖκες νὰ μὴν φοβοῦνται καὶ νὰ
συνεχίσουν τὸν ἀγώνα τοὺς μέχρι τέλους, γιατί ἔτσι μόνο θὰ ἀπολαύσουν
τὴν αἰώνια ζωή. Τότε ὁ ἐξαγριωμένος ἡγεμόνας διέταξε νὰ τὶς ρίξουν μέσα
στὸ πυρακτωμένο καμίνι. Μόλις ὅμως τὶς ἔριξαν μέσα, ἡ φωτιὰ ἔσβησε καὶ
βγῆκαν ἀπὸ μέσα σῶες καὶ ἀβλαβεῖς. Βλέποντας ὁ Ἀγρικόλας τὰ παράδοξα
αὐτὰ γεγονότα, κάλεσε καὶ πάλι τὶς ἑπτὰ γυναῖκες νὰ θυσιάσουν στοὺς
θεοὺς καὶ νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς μαγεῖες, ποὺ χρησιμοποιοῦν. Τότε ἐκεῖνες
ἀπάντησαν ὅτι δὲν πρόκειται νὰ προδώσουν τὴν πίστη τους στὸν Ἰησοῦ
Χριστὸ καὶ νὰ προσκυνήσουν τὰ ψεύτικα εἴδωλα. Ἡ ἐπίμονη αὐτὴ στάση τοὺς
ἐξόργισε τόσο πολὺ τὸν Ἀγρικόλα, ὥστε ἀποφάσισε τὴν δι᾽ ἀποκεφαλισμοῦ
θανατικὴ καταδίκη τῶν γυναικῶν. Ἀμέσως μετὰ οἱ γυναῖκες προσευχήθηκαν
καὶ παρακάλεσαν τὸν Κύριο νὰ τὶς συναριθμήσει μαζὶ μὲ τὴν πρωτομάρτυρα
τοῦ Χριστοῦ Ἁγία Θέκλα δεχόμενος τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου Βλασίου, ὁ
ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ πνευματικὸς καθοδηγητὴς στὴν ἄθλησή τους καὶ στὴν
ἀπόλαυση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Κατόπιν τὰ δύο παιδιὰ πλησίασαν τὴν
μητέρα τους καὶ τῆς ζήτησαν νὰ παρακαλέσει τὸν Ἅγιο Βλάσιο νὰ τὰ ἔχει
ὑπὸ τὴν προστασία καὶ καθοδήγησή του.
. Μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸ τῶν ἑπτὰ
γυναικῶν πρόσταξε τοὺς στρατιῶτες νὰ τοῦ φέρουν ἀπὸ τὴν φυλακὴ τὸν Ἅγιο
Βλάσιο ζητώντας του καὶ πάλι νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς. Τότε ὁ γενναῖος
ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ ἀπάντησε μὲ θάρρος ὅτι κανένας ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει
γνωρίσει τὸν ἀληθινὸ Θεό, δὲν προσκυνᾶ νεκρὰ εἴδωλα. Κατόπιν ὁ ἡγεμόνας
τὸν ρώτησε ὅτι ἂν τὸν ρίξει μέσα στὴ λίμνη, θὰ μπορέσει ὁ Θεός, τὸν
ὁποῖο λατρεύει, νὰ τὸν σώσει. Καὶ ὁ ἅγιος τὸν παρότρυνε νὰ τὸ πράξει.
Τότε οἱ στρατιῶτες ἔριξαν τὸν ἅγιο στὴ λίμνη καὶ ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔκανε τὸ
σημεῖο τοῦ σταυροῦ, στάθηκε στὸ μέσο αὐτῆς σῶος καὶ ἀβλαβής. Στὴ
συνέχεια ὁ ἅγιος κάλεσε τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ πράξουν τὸ ἴδιο, γιὰ νὰ
ἀποδείξουν τὴν δύναμη τῶν θεῶν τους. Τότε ἑξήντα ὀχτὼ ἄνδρες πήδησαν
μέσα στὴ λίμνη, ἀλλὰ ὅλοι καταποντίστηκαν στὸ βυθό της καὶ πνίγηκαν. Τὴν
στιγμὴ ἐκείνη Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στὸν ἔνδοξο ἱερομάρτυρα τοῦ
Χριστοῦ καὶ τὸν κάλεσε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν λίμνη καὶ νὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ
τὸν αἰώνιο στέφανο τῆς δόξης καὶ τῆς ἁγιότητος. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ
προκάλεσε τὸν θαυμασμὸ ὅλων, ἀφοῦ ἔβλεπαν τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου νὰ λάμπει
σὰν τὸ φῶς. Βλέποντας ὁ ἡγεμόνας τὴν ἀκλόνητη πίστη τοῦ γενναίου ἀθλητῆ
τοῦ Χριστοῦ, ἀποφάσισε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει διὰ ξίφους μαζὶ μὲ τὰ δύο
παιδιά. Ἀφοῦ ὁ Ἅγιος Βλάσιος προσευχήθηκε ζητώντας ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ
βοηθήσει στὸ μέλλον ὅποιον καταφεύγει σ’ Αὐτὸν ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα
τοῦ ἁγίου σὲ περίπτωση ἀσθένειας, θλίψης, κινδύνου ἢ ἀνάγκης, κατέβηκε
ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὁ Χριστὸς σὰν νεφέλη καὶ εἶπε στὸν ἅγιο ὅτι θὰ ἐκπληρώσει
ὅλα τὰ αἰτήματά του καὶ θὰ χαρίσει σὲ ὅλους ἐκείνους, ποὺ θὰ τιμοῦν τὴν
μνήμη του, ὄχι μόνο τὰ ἐπίγεια, ἀλλὰ καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθά. Ἀμέσως μετὰ ὁ
δήμιος ὁδήγησε τὸν ἅγιο καὶ τὰ δύο παιδιὰ στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου καὶ
τοὺς ἀποκεφάλισε πάνω σὲ μία πέτρα μέσα ἀπὸ τὸ τεῖχος τῆς Σεβάστειας. Τὸ
ἔνδοξο μαρτύριο τοῦ ἁγίου καὶ τῶν δύο παιδιῶν ἔλαβε χώρα τὸ ἔτος
316μ.Χ.
. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ λαοφιλὴς σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση Ἅγιος
Βλάσιος ἔλαβε τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου, γιὰ νὰ τιμᾶται καὶ νὰ
γεραίρεται ἐσαεὶ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὶς 11 Φεβρουαρίου [καὶ ἀπὸ
τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία στὶς 3 Φεβρουαρίου]. Ἡ ἀγάπη τῶν χριστιανῶν πρὸς τὸν
θαυματουργὸ ἱεράρχη τῆς Σεβάστειας ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα
θαύματα, τὰ ὁποῖα ἔχει ἐπιτελέσει καὶ ἐξακολουθεῖ καὶ μέχρι σήμερα νὰ
ἐπιτελεῖ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτοὺς ποὺ τιμοῦν τὴ μνήμη του καὶ
ἐπικαλοῦνται μὲ εὐλάβεια τὸ ὄνομά του πρὸς δόξα τοῦ παναγίου ὀνόματος
τοῦ Χριστοῦ μας, τοῦ «θαυμαστοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ» .
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Συμεὼν
τοῦ Μεταφραστοῦ, Ἄθλησις τοῦ Ἁγίου καὶ ἐνδόξου ἱερομάρτυρος Βλασίου
ἐπισκόπου γενομένου Σεβαστείας, J. – P. Migne, Patrologia Graeca, Τόμος
116, 817 – 830.
+ + + + + +
+ + + + +
+ + + +
+ + +
+ +
+
Ὁ ἅγιος Βλάσιος ὁ ἐν Σκλαβαίνοις καί οἱ σύν αὐτῷ πέντε Ὁσιομάρτυρες.
Νέο βιβλίο μέ τούς ἁγίους τοῦ τόπου μας, μέ τίτλο:
Ὁ ἅγιος Βλάσιος ὁ ἐν Σκλαβαίνοις καί
οἱ σύν αὐτῷ πέντε Ὁσιομάρτυρες.
(Ἀπό τόν Πρόλογο)
Εὐλογίας Προοίμιον Σεβασμιωτάτου
Μητροπολίτου Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κ.κ. Κοσμᾶ
Ἡ Ἱερά Μητρόπολίς μας εὐεργετήθηκε κατ’ ἐξοχήν ἀπό τόν Τριαδικό Θεό μας. Σ’ αὐτούς τούς εὐλογημένους τόπους πού ζοῦμε, πού ἀναπνέουμε, πού ἀγωνιζόμαμαστε χάριτι Θεοῦ νά κατορθώσουμε τήν προσωπικήν μας ψυχικήν καλλιέργειαν καί τόν ἁγιασμόν μας, Ἔζησαν ἅγιοι πρόγονοί μας μέ πίστη καθαρή καί ζέουσα, μέ συνέπεια καί ὑπακοή στήν εὐαγγελική φωνή τοῦ Χριστοῦ μας, μέ ἀγάπη θερμουργό στόν νυμφίο Χριστό, μέ ὁμολογία ἀταλάντευτη μέχρι σημείου νά χύσουν τό ἁγνό αἷμα τους διά τοῦ μαρτυρίου, γιά νά μή προδώσουν τόν Κύριο καί Θεό μας.
Ἀνάμεσα στούς πολλούς ἁγίους μας συγκαταλέγονται ὁ Ἅγιος Βλάσιος ὁ ἱερομάρτυρας ὁ Ἀκαρνάν καί οἱ πέντε (5) συνασκηταί καί συμμάρτυρές του, οἱ ὁποῖοι ἀσκήθηκαν καί μαρτύρησαν στό χωριό Σκλάβαινα τῆς ἐπαρχίας Βονίτσης Αἰτωλοακαρνανίας, περιοχή πού ἀνήκει στήν Ἱερά Μητρόπολί μας.
Καύχημα καί μεγάλη εὐλογία γιά ὅλους τούς Αἰτωλακαρνᾶνες, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς εἶναι ὁ Ἅγιος Βλάσιος ὁ Ἀκαρνάν καί οἱ πέντε συμμάρτυρες Του. Πρόσφατα ἀποκαλύφθησαν μέ θαυμαστά σημεῖα καί μᾶς ἔφεραν μεγάλη χαρά καί πνευματική ὠφέλεια.
Στήν ἀποστάτιδα ἐποχή μας ὁ οὐράνιος πατέρας μας μᾶς ἀποκαλύπτει ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν στούς ἐσχάτους καιρούς καί μέ τή ζωντανή πίστι τους, τήν εἰλικρινῆ τους ἀγάπη στό Χριστό μας, τήν ὁμολογία τους, τό μαρτύριόν τους, μᾶς ἀφυπνίζουν, μᾶς ἐλέγχουν, μᾶς στηρίζουν, μᾶς διδάσκουν, μᾶς παρακινοῦν νά συνέλθουμε ἀπό τήν ραθυμία, τήν ἀμέλεια, τήν πνευματική ἀδιαφορία καί νά ἀναλάβουμε μετά ἀπό συνειδητή καθαρή μετάνοια, γνήσιο πνευματικό ἀγώνα μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας, γιά νά μή χάσουμε τήν αἰώνια πατρίδα.
Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Βλάσιος καί οἱ συμμάρτυρές του, γίνονται χειραγωγοί μας καί ἡ μελέτη τοῦ βίου τους, τῆς ἀσκήσεώς τους, τοῦ μαρτυρίου τους, θά ὠφελήση ὅλους μας πνευματικά.
Γιά αὐτό συγχαίρουμε καί εὐχαριστοῦμε τόν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Νεκτάριο π’’ Ν. Πέττα δρ Φιλοσοφίας, γιά τό θαυμάσιο βιβλίο του, τό ὁποῖο μᾶς ἐξιστορεῖ, μᾶς παρουσιάζει, μᾶς γνωρίζει τή ζωή, τό μαρτύριο καί τήν ἀποκάλυψι τῶν ἕξι (6) ἱερομαρτύρων τῶν Σκλαβαίνων Βονίτσης.
Ὁ π. Νεκτάριος, φιλάγιος καί ζηλωτής κληρικός, προσφέρει ἕνα ἀκόμη
ὡραιότατο, ἐπιμελημένο βιβλίο μέ ἠλεγμένες καί βεβαιωμένες πληροφορίες,
γιά νά γνωρίσουμε καλύτερα τούς ἁγίους μας, ἀλλά μᾶς χαρίζει καί
ἀσματική ἀκολουθία τῶν ἁγίων, τήν ὁποία συνέθεσε ἡ ὁσιολογιωτάτη
καθηγουμένη Ἰσιδώρα μοναχή, τῆς Ι. Μ. Κυπαριωτίσσης – Ἁγίου Ἰεροθέου
Μεγάρων, τήν ὁποία ἐπίσης συγχαίρουμε καί εὐχαριστοῦμε.
Παρακαλῶ τόν Κύριο διά πρεσβειῶν τῶν ἐν Σκλαβαίνοις ἁγίων μας νά
χαρίζῃ στόν π. Νεκτάριο ὑγεία, φωτισμό, ἁγιασμένη ζωή καί προσφορά, ὥστε
νά δοξάζῃ τόν Κύριο, νά τιμᾷ τούς ἁγίους καί νά ὠφελῆ πολλές ψυχές
γράφοντας πολλά καί καλά πνευματικά βιβλία.
Τέλος ἐπισυνάπτεται ἕνα σύντομο βιογραφικό τῆς ἄγνωστης Γεροντίσσης
Κωνσταντίας τῆς Ἀράπισσας, ἡ ὁποία ὑπῆρξε μία μεγάλη θεράπαινα τοῦ
Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου καί ἁγίασε τό μοναχικό της τριβώνιο μέσα ἀπό τήν
εὐλογημένη ἄσκησή της, καταστᾶσα οὐρανοπολίτης.
Ὁ Κύριος νά εὐλογήση τήν ἐργασία αὐτή τοῦ π. Νεκταρίου καί νά ὠφελήσῃ πολλούς χριστιανούς ἀδελφούς.
Μετά πατρικῶν εὐχῶν
† Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ
ΚΟΣΜΑΣ
Τίτλος: Ὁ ἅγιος Βλάσιος ὁ ἐν Σκλαβαίνοις καί οἱ σύν αὐτῷ πέντε Ὁσιομάρτυρες
Συγγραφέας:Ἀρχιμανδρίτης Νεκτάριος Ν. Πέττας, δρος Φ.
Ἐκδόσεις: Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος» 2011
ISBN: 978-960-93-3540-9,Σελίδες: 104, Σχήμα: 17x24,
Παρατηρήσεις
ποῦ θά τό βρείτε: στόν Ἰ. Ναό Ἁγ. Παρασκευής Παλαίρου, καί στά
Βιβλιοπωλεῖα ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ, Χαβρίου 3 καί Κολοκοτρώνη (πίσω ἀπό
τήν Παλαιά Βουλή), 105 62 Ἀθῆναι, τηλ. καί τηλεομοιότυπο: 210.322.4819,
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, Γερανίου 20 (κοντά Σοφοκλέους καί Γερανίου), 105 52 Ἀθῆναι,
τηλ. 210.52.43.275.
ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ
ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ
ΒΛΑΣΙΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑΣ
ΓΕΡΑΣΙΜΟΝ ΤΟΝ ΕΝ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ
καί
ΜΑΚΑΡΙΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
τούς τιμωμένους εἰς Τρίκαλα Κορινθίας
Ποίημα Ἀντωνίου Μάρκου (2011)
Κέντρον Ἁγιολογικῶν Μελετῶν «Ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής»
Ὁ
παρών Παρακλητικός Κανών πρός τούς Ἁγίους ΒΛΑΣΙΟ Ἐπίσκοπο Σεβαστείας (+
316, 11η Φεβρουαρίου), ΓΕΡΑΣΙΜΟ τῆς Κεφαλληνίας (+ 1579, 16η Αὐγούστου
καί 20η Οκτωβρίου) καί ΜΑΚΑΡΙΟ Ἀρχιεπίσκοπο Κορίνθου (+ 1805, 17η
Ἀπριλίου), τούς τιμωμένους στά Τρίκαλα Κορινθίας, «ἐποιήθη εἰς μνήμην»
τοῦ μακαριστοῦ πατρός μου Ἰωάννου Εὐαγγέλου Μάρκου (Κάτω Τρίκαλα 1936 –
Μάνδρα Ἀττικῆς 2010), τόν Αὔγουστο τοῦ 2011, στά Τρίκαλα
Κορινθίας.
Τά
Τρίκαλα εἶναι ὁ μεγαλύτερος οἰκισμός τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς τοῦ Ὄρους
Ζήρεια (ἀρχ. Κυλλήνη, ὑψόμ. 2.376 μ.). Κατά τήν Τουρκοκρατία ἦταν τό
διοικητικό καί οἰκονομικό κέντρο τῆς περιοχῆς, λόγῳ τῆς ἐγκαταστάσεως
ἐκεῖ τῆς Βυζαντινῆς ἀρχοντικῆς οἰκογενείας τῶν Νοταραίων. Εἶναι κτισμένα
σέ τρεῖς συνοικίες καί σέ ὑψόμετρο ἀπό 900 – 1.100 μ. Τά τελευταῖα
χρόνια ἀποτελοῦν ἐκλεκτό χειμερινό (καί ὄχι μόνο) ὀρεινό προορισμό καί
διαθέτουν ἀξιόλογη τουριστική ὑποδομή.
Στά
Κάτω Τρίκαλα ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ὁ Ναός τοῦ ἁγ. Δημητρίου, ὁ ὁποῖος
κτίστηκε ἀπό τούς Νοταραίους τό 1697 καί διασώζει τοιχογραφίες τοῦ 18ου
αἰ. Στά Μεσαῖα Τρίκαλα ὑπάρχει ἡ Μονή τῆς Κοιμ. Θεοτόκου, τήν ὁποία
ἵδρυσε περί τό 1700 ὁ Μητροπ. Κορίνθου Γρηγόριος Γ’ Νοταρᾶς. Στά Ἄνω
Τρίκαλα, τέλος, ὑπάρχει τό Ἀρχοντικό τῶν Νοταραίων (δυστυχῶς ὄχι
ἀναστηλωμένο), ὁ Ναός τοῦ ἁγ. Νικολάου (ὁ ὁποῖος ἀνακαινίστηκε ἀπό τούς
Νοταραίους τό 1805) καί ὁ νέος Προσκυνηματικός Ναός τοῦ ἁγ. Γερασίμου.
Πάνω ἀπό τά Ἄνω Τρίκαλα βρίσκεται ἐπίσης καί ἡ ἱστορική μεταβυζαντινή
Μονή τοῦ ἁγ. Βλασίου (γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος στή συνέχεια).
Ἀπό
τήν οἰκογένεια τῶν Νοταραίων προῆλθαν ὀνομαστοί Προεστοί τῆς
Τουρκοκρατίας, λόγιοι Κληρικοί καί Ἀρχιερεῖς, οἱ Ἅγιοι Γεράσιμος
Κεφαλληνίας καί Μακάριος Κορίνθου (γιά τούς ὁποίους γίνεται ἀναφορά στή
συνέχεια), καθώς καί οἱ Πατριάρχες Ἱεροσολύμων Δοσίθεος καί Χρύσανθος.
Ὁ Δοσίθεος Β’ Νοταρᾶς
εἶναι μία τῶν μεγαλυτέρων προσωπικοτήτων τοῦ Μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Λόγιος Ἱεράρχης, διακρίθηκε κυρίως γιά τούς ἀγώνες του κατά τῶν Παπικῶν
καί ὑπέρ τῆς ἑλληνικότητος τῶν Ἱερῶν Προσκυνημάτων τῶν Ἱεροσολύμων, ἔργο
τό ὁποῖο συνέχισε ὁ ἀνηψιός καί διάδοχός του Χρύσανθος Νοταρᾶς, ἐπίσης λόγιος, μέ διακεκριμένες σπουδές σέ Πανεπιστήμια τῆς Εὐρώπης.
Ὁ ἅγ. Βλάσιος (+ 316) καί ἡ Μονή του στά Τρίκαλα.
Ὁ ἅγ. Βλάσιος ἦταν Ποντιακῆς καταγωγῆς καί ἔζησε στά χρόνια τοῦ Αὐτοκράτορος Λικινίου (308 – 323 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος σκοῦσε «ἀναργύρως»
τό ἰατρικό ἐπάγγελμα. Μάλιστα, ὄχι μόνο προσέφερε δωρεάν στούς ἀσθενεῖς
τήν ἰατρική του βοήθεια, ἀλλά κάλυπτε καί τά ἔξοδα τῆς νοσηλείας τους! Ἡ
φιλανθρωπική του αὐτή διάθεση πήγαζε ἀπό τήν πίστη του στόν Ἕνα Θεό καί
ἀπό τίς γνώσεις του πάνω στήν Ἁγία Γραφή. Ἔτσι ἡ τοπική Ἐκκλησία τῆς
Σεβαστείας τόν ἐνέταξε στίς τάξεις τοῦ Κλήρου Της καί στή συνέχεια τόν
ἐξέλεξε Ἐπίσκοπό Της.
Ἀγωνιζόμενος
ὁ Ἅγιος γιά τήν σωτηρία τοῦ ποιμνίου του, δέν σταμάτησε νά ἀγωνίζεται
καί γιά τήν δική του ἐν Χριστῶ τελείωση. Γι’ αὐτό προτίμησε νά
ἐγκατασταθεῖ σέ ἐρημικό σπήλαιο, ὅπου νηστεύων, ἀγρυπνών καί
προσευχόμενος, ἀναδείχθηκε θαυματουργός καί δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μάλιστα τόσο πολύ προόδευσε στήν ἀρετή, ὥστε κοντά του ἡμέρευαν τά ἄγρια
ζῶα!
Γιά
τήν Χριστιανική του πίστη καί τήν δραστηριότητά του, ὁ Ἅγιος συνελήφθη
ἀπό τόν Ἔπαρχο Ἀγρικόλαο καί ὑποβλήθηκε σέ φρικτά βασανιστήρια: Ὑπέστη
ξυλοδαρμό, τόν κρέμασαν στό τιμωριτικό ξύλο (ὅπου τοῦ ξέσχισαν τά
πλευρά) καί τόν ἔριξαν στήν παρακείμενη λίμνη (ἐκεῖ πού μαρτύρησαν οἱ
Ἅγιοι 40 Μάρτυρες), ὅμως ὁ Ἅγιος διασώθηκε θαυματουργικά μέ τήν δύναμη
τοῦ Χριστοῦ καί ἔτσι ἀποκεφαλίστηκε καί ἔλαβε τόν μαρτυρικό στέφανο.
Μαζί του ἀποκεφαλίστηκαν 9 γυναῖκες (εἶχαν συληφθεῖ διότι τόν
ἀκολουθοῦσαν στό δρόμο τοῦ μαρτυρίου του καί ἄλειφαν μέ τό αἷμα του τά
σώματά τους!) καί 2 παιδιά.
Ὁ ἅγ. Βλάσιος θεραπεύει κυρίως παθήσεις τοῦ λαιμοῦ καί τοῦ λάρυγγος («λαιμόν Βλάσιος ἐκκοπείς διά ξίφους, ἀλγοῦσι λαιμοῖς ρευμάτων εἴτγει βλάβας»). Στήν ΚΠολη ἡ πρός τιμήν του Σύναξη τελοῦνταν σέ Μαρτύριο, πού ἦταν κοντά στό Μαρτύριο τοῦ ἁγ. Ἀποστόλου Φιλίππου.
Στά
Τρίκαλα ἡ μνήμη του συνδέεται μέ τήν εὕρεση τῆς θαυματουργοῦ Εἰκόνος
του, περί τό 1300 – 1400, σέ σπήλαιο πού βρίσκεται 500 μ. ἀπό τό
σημερινό μοναστήρι, σέ πελώριο καί ἀπότομο βράχο καί σέ ὑψόμετρο 1.400
μ. στήν πλαγιά τῆς Φλαμπουρίτσας (τοῦ Ὄρους Ζήρεια). Σχετικά μέ τήν
ἵδρυση καί τήν πρώϊμη ἱστορία τῆς Μονῆς, δέν ὑπάρχουν γραπτά μνημεῖα, ἡ
προφορική παράδοσις ὅμως διασώζει τά ὀνόματα τῶν Μοναχῶν Παντελεήμονος
καί Δανιήλ, ὡς ἱδρυτῶν τοῦ πρώτου ναΐσκου.
Ἡ
εὑρεθεῖσα εἰκόνα τοῦ ἁγ. Βλασίου εἶναι διαστάσεων 30 Χ 25 ἑκ. καί φέρει
ἀργυρή ἐπένδυσι, ἡ ὁποία ἔγινε μέ δαπάνη τῆς οἰκογενείας Χ. Ἰ. Παπαλέκα
τό 1829. (Ἡ εἰκόνα αὐτή, λόγῳ τῆς μεγάλης ἱστορικῆς καί κειμηλιακῆς της
ἀξίας, ἐκτίθεται σέ προσκύνηση μόνο κατά τήν ἑορτή τοῦ Ἁγίου καί ἐπίσης
κατά τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ). Μία δεύτερη θαυματουργή
εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, διαστάσεων 100 Χ 60 ἑκ., ἀντίγραφο τῆς προηγουμένης,
τοῦ 19ου αἰ., μέ ἀργυρή ἐπένδυσι πού ἔγινε τό 1920, «δαπάναις Παναγιώτου καί Μαρίας Β. Νικολοπούλου»,
βρίσκεται σέ θρόνο μέσα στό ναό. Μεταξύ τῶν ἀφιερωμάτων πού κοσμοῦν
αὐτή τήν εἰκόνα, εἶναι καί ἕνα ἐγκόλπιο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί
Ἀντιβασιλέως Δαμασκηνοῦ Παπανδρέου, τοῦ ἀπό Μητροπ. Κορινθίας.
Τόν
17ο αἰ. στή θέση τοῦ ἀρχικοῦ ναΐσκου ἱδρύθηκε ὁ σημερινός ναός τῆς
Μονῆς. Πρόκειται γιά μονοθάλαμο καί χαμηλό ναό, μικρῆς ἀρχιτεκτονικῆς
ἀξίας, ὁ ὁποῖος ὅμως φέρει ἐξαιρετικῆς τέχνης μεταβυζαντινό ξυλόγλυπτο
τέμπλο καί εἰκόνες Κρητικῆς Σχολῆς. Καί τά δύο προέρχονται ἀπό τό
ἐργαστήριο τοῦ Σκορδίλη (Αἴγιο, 1620 – 1680). Σάν δωρητής μνημονεύεται
κάποιος Γρηγόριος (ἐνδεχομένως ὁ ἔπειτα Μητροπ. Κορίνθου Γρηγόριος Γ’
Νοταρᾶς).
Κάποια
ἱστορική στιγμή (πιθανῶς μετά τήν ἐγκατάσταση τῶν Νοταραίων στά
Τρίκαλα), ἀποθησαυρίστηκαν στή Μονή ἡ Κάρα καί πολλά τῶν Λειψάνων τοῦ
Ἁγίου. Ὅμως ἡ ἀντιπαράθεση τῶν Νοταραίων μέ τήν Μονή (ἡ ὁποία εἶχε ἤδη
γίνει Σταυροπηγιακή, ὅπως ἀποδεικνύει Σιγγίλιο τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμία
Γ’, τοῦ 1716), ὁδήγησε στήν κλοπή τῶν Λειψάνων καί στήν πώλησή τους στό
Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων! Ἀπό τά Λείψανα αὐτά ἐπέστρεψε στή Μονή ἕνα
δάκτυλο καί μέρος τῆς ἐπιγονατίδος, ὁ Τρικαλίτης Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Χρύσανθος Νοταρᾶς (1707 – 1735). (Γιά τήν ἱστορία ἀναφέρουμε, ὅτι ἡ Κάρα
τοῦ Ἁγίου σημερα βρίσκεται στή Μονή Κωνσταμονίτου καί ἡ δεξιά του στή
Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, χωρίς νά διευκρινίζεται πῶς βρέθηκαν ἐκεῖ.
Ἀποτμήματα τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου βρίσκονται ἐπίσης στή Μονή ἁγ.
Θεοδοσίου Ἄργους, στόν ὁμώνυμο Μητροπολιτικό Ναό Ἀχαρνῶν Ἀττικῆς καί στό
Ἱερό Παρεκκλήσιο ὁσ. Ξένης τῆς διά Χριστόν Σαλῆς Μάνδρας Ἀττικῆς. Ἀκόμη
στή Γερμανία, στό ὁμώνυμο Ρωμαιοκαθολικό Ἀββαεῖο τοῦ «Μαύρου Δάσους»
Βαυαρίας, βρίσκεται μεγάλο μέρος τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου. Τά Λείψανα
αὐτά πιθανῶς κλάπηκαν ἀπό τούς Σταυροφόρους τό 1204, κατά τήν πρώτη
Ἅλωση τῆς ΚΠόλεως).
Ἡ
Μονή στήν ἀκμή της εἶχε 70 μοναχούς καί σημαντική κτηματική περιουσία
(ἡ Παναγία ἡ Καθολική Κάτω Τρικάλων καί ἡ Παναγία ἡ Κορφιώτισσα
Καμαρίου, ἦταν μετόχια της). Ἔτσι μπόρεσε νά ἀσκήσει φιλανθρωπικό καί
ἐκπαιδευτικό (κρυφό σχολειό) στά δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, παρά
τήν ἐχθρική στάση τῶν Νοταραίων, οἱ ὁποῖοι κατά τήν περίοδο τῆς
βασιλείας τοῦ Ὄθωνα, πέτυχαν τήν διάλυσή της καί τήν οἰκειοποίηση τῆς
περιουσίας της, ἐπί Ἀνδρέου Νοταρᾶ. Ἔκτοτε ἡ Μονή παρήκμασε καί τό 1928 ὁ
τελευταῖος μοναχός της Δομέτιος Κασόρης τήν μετέτρεψε σέ γυναικεία, μέ
τήν ἐγκατάσταση τῆς ἀνηψίας του Θέκλας Σταυροπούλου, ἡ ὁποία εἶναι ἡ
πρώτη Ἡγουμένη τῆς νέας περιόδου ζωῆς τῆς Μονῆς. Τήν Γερόντισσα Θέκλα
διαδέχθηκε ἡ Γερόντισσα Βλασία Μάρκου (τῆς οἰκογενείας τοῦ γράφοντος), ἡ
ὁποία ἡγουμένευσε μέχρι τόν θάνατό της, στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ’80.
Τό 1986 ἐγκαταστάσθηκε στή Μονή νέα ἀδελφότητα, ὑπό τήν Καθηγουμένη
Γερόντισσα Εὐφροσύνη. Ἡ νέα ἀδελφότητα ἔκανε σημαντικές κτηριακές
ἐπεμβάσεις (ἀνέγερση δύο Παρεκκλησίων, νέας πτέρυγας κελλίων, τράπεζας
γιά τούς προσκυνητές, μνημειακῆς εἰσόδου, τοῦ μετοχίου τοῦ ἁγ.
Δημητρίου, κ.λ.π.) καί συνεχίζει τήν πορεία τῆς ἱστορικῆς Μονῆς στόν 21ο
αἰ.
Ἡ
παρουσία τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου ἔχει συντελέσει στή διάδοση τῆς μνήμης καί
τοῦ ὀνόματός του στήν εὑρύτερη περιοχή, τῆς ὁποίας πολλοί κάτοικοι
φέρουν τό ὄνομά του, ὁ δέ ἐπιβλητικός Μητροπολιτικός Ναός τοῦ
Ξυλοκάστρου (πού κτίσθηκε πάνω σέ παλαιότερο ναΐσκο πού εἶχαν κτίσει οἱ
Νοταραῖοι), τιμᾶται ἐπίσης στή μνήμη του.
Ὁ ἅγ. Γεράσιμος τῆς Κεφαλληνίας (+ 1579).
Ἕνας
τῶν ἀδιαφθόρων Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μεγάλη μοναστική μορφή
τοῦ 16ου αἰ. Ὁ ἅγ. Γεράσιμος ὁ Νοταρᾶς, γεννήθηκε στά Τρίκαλα τό 1509
καί ἔτυχε ἱκανῆς παιδείας. Φύσει φιλομόναχος καί φιλέρημος, μετά ἀπό μία
μεγάλη προσκυνηματική περιοδεία στή Ζάκυνθο, τήν λοιπή Ἑλλάδα καί τήν
ΚΠολη, μόνασε στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ἔλαβε τό Ἀγγελικό Σχῆμα. Μία δεύτερη
μεγάλη προσκυνηματική περιοδεία τόν ἔφερε στούς Ἁγίους Τόπους, ὅπου
δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Γερμανό Β'. Ὑπηρέτησε
σάν ἐφημέριος τοῦ Παναγίου Τάφου 12 χρόνια καί μιμούμενος τόν Κύριο
νήστευσε 40 ἡμέρες στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη! Ἀφοῦ προσκύνησε στό Ὄρος Σινᾶ
καί στά Πατριαρχεία Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας, ἐπέστρεψε μέσῳ Κρήτης
στή Ζάκυνθο καί ἔζησε ἐκεῖ ἀσκητικά 5 χρόνια. Τελικά ἐγκαταστάθηκε στήν
Κεφαλονιά, ὅπου ἵδρυσε τήν Μονή τῶν Ὁμαλῶν.
Ὑπῆρξε
μεγάλος ἀσκητής (γιά διάστημα 30 ἐτῶν δέν γεύθηκε ψωμί)! Ἔλαβε ἀπό τόν
Θεό τό χάρισμα κατά τῶν δαιμόνων καί τῆς θεραπείας τῶν "ὀχλουμένων ὑπό πνευμάτων ἀκαθάρτων" καί ἀναδείχθηκε θαυματουργός.
Κοιμήθηκε
εἰρηνικά τήν 15η Αὐγούστου 1579. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο
τό 1581 καί σήμερα φυλάσσεται στή Μονή του, σέ ἀργυρή λάρνακα. Ἡ
ἁγιότητά του διακηρύχθηκε τό 1622 ἀπό τόν Ἔξαρχο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου
Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Γαβριήλ. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 16η Αὐγούστου
(μετετέθη λόγῳ τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου) καί ἡ Ἀνακομιδή
τοῦ Λειψάνου του τήν 20η Ὀκτωβρίου.
Στά
Ἄνω Τρίκαλα ἔχει ἀνεγερθεῖ πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Γερασίμου μεγάλος
Προσκυνηματικός Ναός, κοντά στό Ἀρχοντικό τῶν Νοταραίων. Στό Ναό αὐτό
φυλάσσεται ἀπότμημα τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου, τό ὁποῖο προσφέρθηκε
ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Κεφαλληνίας στήν Ἱερά Μητρόπολη Κορίνθου, ἐπί
ἀρχιερατείας τῶν Μητροπολιτῶν Προκοπίου καί Παντελεήμονος ἀντιστοίχως.
Πρός
τιμήν τοῦ ἁγ. Γερασίμου κτίσθηκε ἀπό τούς Νοταραίους μία μονόκλιτη,
ξυλόστεγη Βασιλική, στό Ξυλόκαστρο, στήν ἔξοδο πρός Τρίκαλα. Ὁ Ναός
αὐτός ἀνακαινίστηκε τό 1954 καί εἶναι διακοσμημένος μέ ψηφιδωτά,
παλαιοχριστιανικό μαρμάρινο τέμπλο τοῦ Μ. Νουκάκη καί εἰκόνες τοῦ Φ.
Κόντογλου.
Ὁ ἅγ. Μακάριος Νοταρᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου (+ 1805)
Ὁ
Γεννάρχης τῆς Φιλοκαλικῆς Ἀναγεννήσεως στήν Ἑλλάδα, τίς Παραδουνάβιες
Ἡγεμονίες καί τήν Ρωσία. Ὁ Μιχαήλ Νοταρᾶς γεννήθηκε στά Τρίκαλα τό 1731
καί μαθήτευσε κοντά στόν Κεφαλλήνιο Διδάσκαλο Εὐστάθιο, ὡς
προστατευόμενος τοῦ Μητροπ. Κορίνθου Παρθενίου Μετά ἀπό μία ἀποτυχημένη
προσπάθεια νά μονάσει στή Μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, διαδέχθηκε τόν
δάσκαλό του στή Σχολή τῆς Κορίνθου, ὅπου δίδαξε γιά ἕξη χρόνια. Τό 1764
διαδέχθηκε τόν Μητροπ. Παρθένιο στόν Ἀποστολικό Θρόνο τῆς Κορίνθου,
ἐκλεγείς ἀπό τήν τάξη τῶν λαϊκῶν, σέ ἡλικία 34 ἐτῶν, μέ τό ὄνομα
Μακάριος.
Ὁ ἅγ. Μακάριος ὡς Ἐπίσκοπος, ὅπως σημειώνει ὁ βιογράφος του ἅγ. Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, «εἴτε
ἐξ ἀμελείας, εἴτε ἐξ ἀπαιδευσίας, εἴτε καὶ διά τά δύο τῶν προκατόχων
του ποιμένων, ἐξηχρειωμένην ηὗρε τὴν Ἐκκλησίαν ὅλην, τουτέστι τὴν
ἐπαρχίαν, καὶ γεμάτη ἀπὸ ἀταξίαν καὶ παρανομίας. Διό καί σπουδήν μεγάλην
καί ἐπιμέλειαν ἔβαλε… νά τήν ἀνακαινίσῃ καί εἰς τὸ κρεῖττον νά τήν
ἀναμορφώσῃ».
Ἐπιδόθηκε
ἔτσι ὁ Ἅγιος σέ ἕνα σημαντικό γιά τήν ἐποχή του ποιμαντικό καί
διδακτικό ἔργο, τό ὁποῖο ὅμως διακόπηκε ἀπό τά λεγόμενα Ὀρλωφικά (1770),
ὁπότε ὁ Ἅγιος ἀποφεύγοντας τήν ὀργή καί τήν ἐκδίκηση τῶν Τούρκων καί
τῶν Ἀλβανῶν, διέφυγε μέ τήν οἰκογένειά του στή Βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο.
Ἡ
κίνηση αὐτή τοῦ Ἁγίου εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά χάσει τόν Θρόνο του, διότι
ὁ Πατριάρχης Θεοδόσιος Β’ (1769 – 1773), διατάχθηκε ἀπό τήν Τουρκική
Κυβέρνηση νά προχωρήσει στήν πλήρωση τῶν κενῶν Ἐπισκοπικῶν ἑδρῶν τῆς
ἐπαναστατημένης Πελοποννήσου. (Μητροπολίτης τότε Κορίνθου χειροτονήθηκε
τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1771 ὁ Γαβριήλ, μέχρι τότε Πρωτοσύγκελος τῆς Μητροπόλεως
Νικαίας). Τότε ζητήθηκε ἀπό τόν ἅγ. Μακάριο ἡ παραίτησή του ἀπό τήν
Ἐπισκοπή του. Στήν ἀπαντητική ἐπιστολή του μέ ἡμερομηνία 6 Μαΐου 1771, ὁ
Ἅγιος μέ πολύ σεβασμὸ δηλώνει, ὅτι ἀδυνατεῖ νά ὑποβάλει τήν παραίτηση
πού τοῦ ζητήθηκε, διότι τόν ἐμποδίζουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, ἀφοῦ κατ’
αὐτούς θά «συναποβάλῃ» καί τήν Ἀρχιερωσύνη. Ἀναφερόμενος καί σέ
ἄλλα συναφή ζητήματα, στό τέλος ζητᾶ ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία νά τοῦ
παράσχει τήν συγγνώμη Της.
Μετά
τήν ὁριστική ἀπώλεια τῆς ἕδρας του, διανοίγεται γιά τόν πάνσεπτο
Ἱεράρχη ἕνα εὐρύτερο στάδιο Χριστιανικῆς προσφορᾶς. Ὡς φλογερός
Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου, δέν περιορίζει πλέον τήν δράση του μέσα στά ὅρια
μιᾶς ἐπαρχίας, ἀλλά ἐπεκτείνει τήν θεάρεστη ποιμαντική του δραστηριότητα
σέ εὐρύτερους ὁρίζοντες. Ἀπό τήν Ζάκυνθο ἀρχικά μετέβη στά Ὁμαλά τῆς
Κεφαλληνίας, γιά νά προσκυνήσει τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ συγγενοῦς του
ἁγ. Γερασίμου. Στή συνέχεια ἔζησε ἀσκητικά στή Ζάκυνθο (γιά τρία
χρόνια), στήν Ὕδρα (στήν ἐρημητική Μονή τῆς Παναγίας, ὅπου συναντήθηκε
καί συνδέθηκε πνευματικά μέ τόν ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί τόν ἅγ.
Ἀθανάσιο τόν Πάριο, τόν ὁποῖο καί χειροτόνησε Ἱερέα) καί στήν Χίο. Τό
1777 ὁ θεῖος Μακάριος ἔφθασε στὸ Ἅγιο Ὄρος καί ἐγκαταστάθηκε στὸ Κελλί
τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου, τοῦ συμπατριώτου του Γέροντος Δαβίδ.
Ἐκεῖνο
τόν καιρό ἡ Ἀθωνική Πολιτεία σπαρασσόταν ἀπό ἔριδες καί διαμάχες
σχετικά μέ τήν ἡμέρα τελέσεως τῶν μνημοσύνων. Ἄλλοι ἀπό τούς Πατέρες,
ἀκολουθώντας τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὑποστήριζαν ὅτι δέν ἐπιτρέπεται
ἡ τέλεση Μνημοσύνων κατά τήν Κυριακή, ἐνῶ ἄλλοι δέχονταν τό ἀντίθετο.
Ἐξ αὐτῆς ὅμως τῆς διαφωνίας αὐτῆς, προέκυψαν σφοδρές ἔριδες καί
ἀντιθέσεις, οἱ ὁποῖες ἐπεκτάθηκαν καί σέ ἄλλα θέματα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπρόκειτο γιά τό πνευματικό Κίνημα τῶν Κολλυβάδων (ὅπως χλευαστικά
ὀνομάστηκαν ἀπό τούς ἀντιπάλους τους, οἱ πιστοί στήν ἐκκλησιαστική
παράδοση Πατέρες).
Τό
Κίνημα τῶν Κολλυβάδων - στό ὁποῖο ὁ ἅγ. Μακάριος ἀναμίχθηκε ἐνεργά καί
τοῦ ὁποίου ἀναδείχθηκε ἡγετική φυσιογνωμία (μαζί μέ τόν ἅγ. Νικόδημο τόν
Ἁγιορείτη καί τόν ἅγ. Ἀθανάσιο τόν Πάριο) - ἐνσάρκωνε τήν ἀνάγκη
ἐπιστροφῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς στήν Πατερική Παράδοση. Γιά τόν λόγο
αὐτό τόσο ὁ ἅγ. Μακάριος, ὅσο καί οἱ λοιποί Κολλυβάδες Πατέρες, ἔστρεψαν
τό ἐνδιαφέρον τους σέ δύο βασικούς τομεῖς: Στή μελέτη τῶν Πατερικῶν
ἔργων καί τήν συχνή Θεία Κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἔτσι γεννήθηκε
ἡ Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν (τῆς ὁποίας ἡ Σλαβωνική μετάφραση ἀπό
τόν ἅγ. Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ, ἔφερε τήν λεγόμενη Φιλοκαλική Ἀναγέννηση
στή Ρωσία καί τίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες) καί ἡ πρακτική τῆς συνεχούς
(«οὐχί ἀπροϋποθέτου») Θείας Κοινωνίας (ὁ Ἅγιος μεταλάμβανε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, «πρῶτον ἡμέραν παρ’ ἡμέραν, ὕστερον πρός τό τέλος καθ’ ἑκάστην»).
Λόγῳ
τῶν ταραχῶν καὶ τῶν ἐκτροπῶν ποὺ σημειώθηκαν στό Ἅγιο Ὄρος, φοβούμενος ὁ
Ἅγιος γιά τήν ἴδια του τήν ζωή, ἐπέστρεψε στή Χίο καί μετά ἀπό σύντομη
ἐκεῖ παραμονή, ἀναχώρησε γιά τήν Πάτμο, ὅπου ἵδρυσε τό Κάθισμα τῶν Ἁγίων
Πάντων. Μετά τήν διανομή τῆς πατρικῆς του περιουσίας, ὁ εὐκλεής
Ἱεράρχης ἐπανῆλθε στή Χίο καὶ ἀπό ἐκεῖ μετέβη στή Σμύρνη, γιά νά
συναντήσει τόν Ἰ. Μαυροκορδάτο. Ἀπό τήν Σμύρνη ὁ ἁγιώτατος Πατὴρ
ἐπέστρεψε στή Χίο τό 1793 καί ἐγκαταστάθηκε στό ἐρημητήριο τῶν ἁγ.
Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, στίς βορειοδυτικές παρυφές τοῦ Βροντάδου.
Ἔμεινε ἐκεῖ ἀγωνιζόμενος μέχρι τήν κοίμησή του, τό 1905.
Ἡ
ἀνακομιδή τῶν τιμίων Λειψάνων του ἔγινε τό 1808. Σήμερα τό μεγαλύτερο
μέρος τους φυλάσσεται στή Νέα Μονή Χίου καί ἀποτμήματά τους στίς Ἱερές
Μονές Παναγίας Κορφιωτίσσης Καμαρίου καί ἁγ. Βλασίου Τρικάλων Κορινθίας.
Ὁ Ἱερεύς ἄρχεται τῆς Παρακλήσεως μέ τήν δοξολογικήν ἐκφώνησιν:
Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν, πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ὁ χορός: Ἀμήν.
Ἤ μή ὑπάρχοντος Ἱερέως, ἡμεῖς τό:
Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς, Ἀμήν.
Ψαλμός ρμβ’ (142).
Κύριε
εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τήν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ
Σου, εἰσάκουσον μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου καί μή εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά
τοῦ δούλου Σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν Σου, πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τήν ζωήν μου. Ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς, ὡς νεκρούς αἰῶνος καί ἠκηδιάσεν ἐπ’ ἐμέ τό πνεῦμα μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν Σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρός Σέ τάς χείρας μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός Σοι. Ταχύ εἰσακουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμα μου. Μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν Σου ἀπ’ ἐμοῦ καί ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστόν ποίησόν μου τό πρωΐ τό ἔλεός Σου, ὅτι ἐπί Σοί ἤλπισα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν ἐν ἧ πορεύσομαι, ὅτι πρός Σέ ἦρα τήν ψυχήν μου. Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρός Σέ κατέφυγον, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά Σου, ὅτι Σύ εἶ ὁ Θεός μου. Τό Πνεῦμα Σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου, Κύριε, ζήσεις με. Ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου καί ἐν τῷ ἐλέει Σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου. Καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλος Σου εἰμί.
Καί εὐθύς ψάλλεται τετράκις ἐξ’ ὑπαμοιβῆς, μετά τῶν οἰκείων στίχων:
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. α’. Ἐξολολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ καί ἐπικαλεῖσθε τό ὄνομα τό Ἅγιον Αὐτοῦ.
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν…
Στίχ. β’. Πάντα τά ἔθνη ἐκύκλωσάν με καί τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν…
Στίχ. γ’. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὕτη καί ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν…
Εἶτα τά παρόντα Τροπάρια.
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ. Ταῖς
τῶν Πατέρων ἱκεσίαις, Οἰκτῆρμον, Ἱερομάρτυρος Βλασίου Ἱεράρχου,
Γερασίμου Ὁσίου τε καί Μακαρίου ὁμοῦ· πέμψον τά ἐλέη Σου ἐπί λαόν
ἀσεβοῦντα καί παραπικραίνοντα, Σέ τόν τῶν ὅλων Δεσπότην· αὐτούς
προσάγωμεν γάρ ὡς πρεσβευτάς, ὡς κεκτημένους τήν χάριν Σου, Κύριε.
Δόξα. Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τούς
ἐν Τρικάλοις Πατέρας καί Ἁγίους τιμήσωμεν, ὁμοῦ τῷ Γερασίμῳ Ἱερομάρτυρα
Βλάσιον, σύν θείῳ Μακαρίῳ Νοταρᾶ· αὐτοί γάρ τῆς Τριάδος ἐρασταί,
ἀναδειχθέντες ἀγῶσι πνευματικοῖς, ἀξίως ἐκομίσαντο τά βραβεῖα. Δόξα,
οὗν, ἐκβοήσωμεν αὐτοῖς, δόξα τῷ ἀναδείξαντι, δόξα τῷ ἐν Ἁγίοις θαυμαστῷ,
Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν.
Καί νῦν. Ἀπολυτίκιον Παναγίας Κορυφιωτίσσης. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῇ
Θεοτόκῳ ὡς μητρί ἐκβοῶμεν, οἱ τυραννούμενοι ἐχθροῦ δυναστείᾳ, τῇ θεϊκῇ
Σου σκέπασον ἀγάπῃ ἡμᾶς· σπεῦσον, Κόρη, ῥύσασθαι τῶν τοῦ Βελίαρ παγίδων
καί τῆς καταθλίψεως καί τῆς δαιμόνων μανίας· Σοῦ γάρ ὑπάρχει ἡ Εἰκών τῆς
Κορυφῆς, ἡμῶν προστάτις, σκέπη τε καί ἀντίληψις.
Ψαλμός ν’ (50).
Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτηρμῶν Σου, ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου. Ἐπί πλεῖον πλῦνόν με ἀπό τῆς ἀνομίας μου καί ἀπό τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διά παντός. Σοί μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα· ὅπως ἄν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις Σου καί νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί Σε. Ἰδοῦ γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοῦ γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τά ἄδηλα καί τά κρύφια τῆς σοφίας Σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς μέ ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τό πρόσωπόν Σου ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μή ἀπορρίψῃς με ἀπό τοῦ προσώπου Σου καί τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον μή ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου καί πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς Σου καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσιν. Ῥῦσαι με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσα μου τήν δικαιοσύνην Σου. Κύριε, τά χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν Σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσίᾳ τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ Σου τήν Σιών καί οἰκοδομηθήτω τά τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφοράν καί ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπί τό θυσιαστήριόν Σου μόσχους.
Εἶτα
ψάλλομεν ἐξ ὑπαμοιβῆς, πραείᾳ τῇ φωνῇ καί ἐν εὐλαβείᾳ, τόν παρόντα
Κανόνα, οὗ ἡ ἀκροστιχίς, «ΤΡΙΑΔΑ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΡΙΚΑΛΩΝ ΥΜΝΩ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ».
Ὠδή α’. Ἦχος πλ. δ’. Ὁ Εἱρμός. Ὑγράν διοδεύσας.
Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, πρεσβεύσατε ὑπέρ ἡμῶν.
Τριάδα
Πατέρων ἐπιφανῶν, ὑμνήσωμεν πάντες, αὐτοῖς προσπίπτοντες οἱ πιστοί·
αἰτούμενοι θείας βοηθείας παρά Κυρίου, αὐτῶν ταῖς δεήσεσι.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Βλάσιε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Ῥῶσιν
καί ὑγείαν δίδου ἡμῖν, ὦ Βλάσιε μάκαρ, Ὀρθοδόξων ὁ βοηθός, τῇ γάρ ἐν
Τρικάλοις Μονῇ Σου, πάντες προσφεύγωμεν ἐν περιστάσεσι.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Γεράσιμε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Ἴασιν
δώρησαι τῶν ψυχῶν, ἅμα καί σωμάτων, ὁ τῶν Τρικάλων γόνος λαμπρός καί
Κεφαλληνίας ὁ προστάτης καί τῶν δαιμόνων διῶκτης Γεράσιμε.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
Ἄνασσα,
Κόρη, τῶν οὐρανῶν, πρεσβείαις Πατέρων εὐσπλάχνως πρόσβλεψον ἐφ’ ἡμᾶς,
τούς κατακλυσμῶ τῆς ἁμαρτίας, παρασυρθέντας εἰς βάθη κολάσεως.
Ὠδή γ’. Ὁ Εἱρμός. Οὐρανίας ἀψίδος.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Μακάριε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Δυνάμει
Πνεύματος, Πάτερ, οὐρανοφάντωρ Μακάριε, λόγοις Σοῖς ἡμᾶς καταρδεύεις,
ὅθεν στερέωσον, ἐν τῇ ἀγάπῇ Χριστοῦ, ὑπέρ ἡμῶν τοῦ παθόντος καί τῶν
Μυστηρίων Του ἀξίους ποίησον.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Βλάσιε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Αὐγαῖς
θείου ἐλέους καθικετεύομεν, Βλάσιε, πᾶσι αὐγασθῆναι τοῖς πόθῳ πρός Σέ
προσφεύγουσι· τῇ ἐν Τρικάλοις Μονῇ καί τῇ σεπτῇ Σου Εἰκόνι, τοῦ λαβεῖν
τήν ἴασιν ταῖς Σαῖς δεήσεσι.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Γεράσιμε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Πάτερ
θείε τοῖς πόθῳ ὑπό τήν σκέπην Σου σπεύδοντας καί γονυκλινῶς αἰτουμένοις
τήν Σήν ἀντίληψιν, μή ἐπιλάθου, φωστήρ Κεφαλληνίας, Σῶν τέκνων καί τῶν
ὁμοχώρων Σου, κλεινέ Γεράσιμε.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
Ἀνυμνοῦμεν,
Παρθένε, τά Σά θαυμάσια ψάλλοντες, χαῖρε τῶν παρθένων ἡ δόξα, ἡμῶν τό
στήριγμα. Τῇ ἱκεσίᾳ, Σεμνῇ, τῶν ἐν Τρικάλοις Πατέρων, πάντας
περιφρούρησον, ὦ Κορυφιώτισσα.
Διάσωσον ταῖς τῶν Πατέρων πρεσβείαις Παντελεήμων, ὅτι πάντες κατόπιν Σοῦ αὐτοῖς καταφεύγομεν, ὡς ἔχοντας τήν πρός Σέ παρρησίαν.
Ἐπίβλεψον ἐπικαμπτόμενος Θεοτόκου καί τῶν Πατέρων ταῖς λιταῖς Οἰκτῆρμον, ἐφ’ ἡμᾶς τούς ἀσθενεῖς καί λύτρωσαι τόν λαόν Σου.
Ὁ Ἱερεύς τήν κάτωθι δέησιν, ἡμῶν ψαλλόντων τό Κύριε ἐλέησον δωδεκάκις:
Ἐλέησον ἡμᾶς, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου, δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καί ἐλέησον.
Ἔτι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος) καί πάσης τῆς ἐν Χριστῶ ἡμῶν ἀδελφότητος.
Ἔτι
δεόμεθα, ὑπέρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης, ὑγείας, σωτηρίας, ἐπισκέψεως,
συγχωρήσεως καί ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, πάντων τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων
Χριστιανῶν.
Ἔτι δεόμεθα καί ὑπέρ τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ… (καί μνημονεύονται τά ὀνόματα τῶν ὑπέρ ὧν ἡ Ἱερά Παράκλησις τελεῖται).
Ὅτι
ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ
Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας
τῶν αἰώνων.
Ὁ χορός. Ἀμήν.
Κάθισμα. Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Πατέρων
τῇ πρεσβείᾳ νῦν προσπίπτωμεν, οἱ ἐν πόνοις ψυχῆς καί θλίψεσι ὑπάρχοντες
καί δι’ αὐτῶν αἰτούμεθα τό τοῦ Κυρίου ἄμετρον ἔλεος καί τήν ταχεῖαν
Τούτου συνδρομήν καί τήν βεβαίαν Αὐτοῦ ἀντίληψιν.
Ὠδή δ’. Ὁ Εἱρμός. Εἰσακήκοα Κύριε.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Μακάριε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Τόν τῆς Χίου προστάτην καί Τρικάλων γόνον τόν ἐνδοξώτατον, ἀνυμνήσωμεν θεόφρονες, τόν οὐρανοβάμονα Μακάριον.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Βλάσιε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Εὐλογοῦμεν Κυρίου σεπτόν θεράποντα Βλάσιον, τῇ Εἰκόνι του προσπίπτοντες τῇ θαυματουργῷ κατασπαζόμενοι.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Γεράσιμε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Ῥῦσαι πάντας τούς πόθῳ πρός Σέ προσφεύγοντας Ὅσιε, τῇ δυνάμει τῇ τοῦ Πνεύματος, τῶν ἐνεργειῶν τῶν τοῦ ἀλάστορος.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
Ὦ Πανύμνυτε Μῆτερ, τῇ Σῇ προνοίᾳ προσπίπτομεν, τήν βεβαίαν Σου αἰτούμενοι καί ἀναγκαῖαν πᾶσιν ὑποστήριξιν.
Ὠδή ε’. Ὁ Εἱρμός. Φώτισον ἡμᾶς.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Μακάριε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Νεῦσον πρός ἡμᾶς τοῖς προσπίπτουσι Σή χάριτι καί ἐπόμβρησον ἡμῖν τόν ἱλασμόν, τοῖς ἱκέταις Σου, Μακάριε θεόληπτε.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Βλάσιε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Τεῖχος νοερόν ταῖς εὐχαῖς Σου ἡμῖν ὕψωσον, τοῦ Βελίαρ καταργῶν τάς προσβολάς, ὡς τοῦ Κυρίου ἀρχιθύτης, Πάτερ Βλάσιε.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Γεράσιμε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Ῥῦσαι πειρασμῶν καί κινδύνων ταῖς πρεσβείαις Σου, τούς προστρέχοντας Σῇ σκέπῃ καί ναῷ, ἐν ὅ ἄφθορον τό σκῆνος Σου, Γεράσιμε.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
Ἰάτρευσον ἡμῶν καί ἐπούλωσον τά τραύματα, ἐπικαμπτόμενη Πατέρων ταῖς λιταῖς, τῷ Υἱῷ Σου δέ μεσίτευσον, Πανύμνητε.
Ὠδή στ’. Ὁ Εἱρμός. Τήν δέησιν.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Μακάριε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Κορίνθου
μέν ἀνεδείχθης ἀρχιθύτης τε καί ποιμήν τῶν λογικῶν προβάτων καί
Κολλυβάδων ἡγέτης καί Χίου θεῖος προστάτης, ἡμῶν δέ τό καύχημα· διό Σύ,
Πάτερ ἀγαθέ, τά νῦν προσπίπτομεν, θεῖε Μακάριε.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Βλάσιε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Ἀπέλασον
ἀφ’ ἡμῶν πᾶσαν λῦμιν, Βλάσιε σεπτέ Ἱεράρχα, ὡς εἰληφός πλουσίαν τήν
χάριν, τοῦ θεραπεύειν τά πάθη καί τραύματα καί τάς ὀδύνας τῆς σαρκός καί
τῆς ψυχῆς τήν σκοτόμαιναν, Ἔνδοξε.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Γεράσιμε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Λῦσον
πειρασμῶν τόν κλοιόν, Πάτερ Γεράσιμε, Σαῖς ἐμπύροις πρός Θεόν ἱκεσίαις,
τῆς ἀφθαρσίας γάρ ἐκομίσω τήν χάριν καί δωρεάν τήν τοῦ Πνεύματος, Ὅσιε·
διό ὡς προστάτης ἀληθῶς τῆς Ἑπτανήσου καί Τρίκκης τεμίμησαι.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
Ὠραῖος
ἧν ὁ καρπός τῆς γαστρός Σου, ὁ Πανοικτῆρμον Κύριος, Παρθένε· Αὐτόν
δυσώπησον δεόμεθα, Κόρη, τούς ἐλεῆσαι ἡμᾶς τούς προστρέχοντας, ὑπό τήν
σκέπην τήν σεπτήν, Σοῦ τῆς Μητρός Του, Μαρία Θεόνυμφε.
Διάσωσον ταῖς τῶν Πατέρων πρεσβείαις Παντελεήμων, ὅτι πάντες κατόπιν Σοῦ αὐτοῖς καταφεύγομεν, ὡς ἔχοντας τήν πρός Σέ παρρησίαν.
Ἐπίβλεψον ἐπικαμπτόμενος Θεοτόκου καί τῶν Πατέρων ταῖς λιταῖς Οἰκτῆρμον, ἐφ’ ἡμᾶς τούς ἀσθενεῖς καί λύτρωσαι τόν λαόν Σου.
Ὁ Ἱερεύς μνημονεύει ὡς δεδήλωται, ἡμῶν ψαλλόντων τό Κύριε ἐλέησον δωδεκάκις καί μετά τήν ἐκφώνησιν:
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Προστασία τῶν Χριστιανῶν.
Μεσιτείᾳ
τῆς Μητρός Σου, Πολυέλεε, ἱκεσίαις τε Πατέρων καί δεήσεσι, τῷ Σῷ λαῷ
ἐπίβλεψον καί σῶσον ἡμᾶς· ἡμάρτομέν Σοι, Ἀγαθέ, καί παροργίζομεν ἀεί,
τήν Σήν ἀγαθότητα· δέχου τήν μεσιτείαν τῆς ἀχράντου Μητρός Σου,
ἐπικαμπτόμενος, Σωτήρ, αὐτῶν ταῖς δεήσεσι.
Καί εὐθύς τό Προκείμενον.
Δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει καί ὡσεί κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνῳ πληθυνθήσεται.
Στίχος: Πεφυτευμένοι ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, ἐν αὐλαῖς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐξανθήσουσιν.
Δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει καί ὡσεί κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνῳ πληθυνθήσεται.
Ὁ Ἱερεύς: Καί ὑπέρ τοῦ καταξιωθῆναι ἡμᾶς τῆς ἀκροάσεως τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, Κύριον τόν Θεόν ἡμῶν ἱκετεύσωμεν.
Ὁ χορός: Κύριε ἐλέησον (γ’).
Ὁ Ἱερεύς: Σοφία. Ὀρθοί ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Εἰρήνη πᾶσι.
Ὁ χορός: Καί τῷ πνεύματί σου.
Ὁ Ἱερεύς: Ἐκ τοῦ κατά Ἰωάννην ἁγίου Εὐαγγελίου, τό ἀνάγνωσμα. Σοφία, πρόσχωμεν.
Ὁ χορός: Δόξα Σοι, Κύριε, δόξα Σοι.
Εἶπεν
ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς. Ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε
ἀλλήλους. Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμέ πρῶτον ὑμῶν
μεμίσηκεν. Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἄν τό ἴδιον ἐφίλει. Ὅτι δέ ἐκ
τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ’ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διά τοῦτο
μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος. Μνημονεύεται τοῦ λόγου, οὗ ἐγώ εἶπον ὑμῖν. Οὐκ ἔστι
δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ. Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν, καί ὑμᾶς διώξωσιν. Εἰ
τόν λόγον μου ἐτήρησαν, καί τόν ὑμέτερον τηρήσουσιν. Ἀλλά ταῦτα πάντα
ποιήσουσιν ὑμῖν διά τό ὄνομά μου, ὅτι οὐκ οἴδασι τόν πέμψαντά με. Εἰ μή
ἦλθον καί ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον. Νῦν δέ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι
περί τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν. Ὁ ἐμέ μισῶν καί τόν Πατέρα μου μισεῖ. Εἰ τά
ἔργα μή ἐποίησα αὐτοῖς, ἅ οὐδείς ἄλλος πεποίηκεν, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον.
Νῦν δέ καί ἑωράκασι καί μεμισήκασι καί ἐμέ καί τόν Πατέρα μου. Ἀλλ’ ἵνα
πληρωθῆ ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος ἐν τῷ νόμῳ αὐτῶν, ὅτι ἐμίσησάν με δωρεάν.
Ὅταν δέ ἔλθη ὁ Παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα
τῆς ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περί
ἐμοῦ. Καί ὑμεῖς δέ μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς μετ’ ἐμοῦ ἐστε. Ταῦτα
λελάληκα ὑμῖν, ἵνα μή σκανδαλισθῆτε. Ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς, ἀλλ’
ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς, δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ.
(ιε’ 17 – 27 καί ιστ’ 1 - 2).
Ὁ χορός: Δόξα Σοι, Κύριε, Δόξα Σοι.
Εἶτα ψάλλομεν. Ἦχος β’.
Δόξα.
Πατέρων ταῖς πρεσβείαις, λιταῖς τε, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Καί νῦν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Στίχ. Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με ὁ Θεός κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου.
Ἦχος πλ. β’. Ὅλην ἀποθέμενοι.
Δεῦτε
τούς Πατέρας νῦν, τούς ἐν Τρικάλοις, ἐν ὕμνοις καί ὡδαῖς τιμήσωμεν, οἱ
αὐτοῖς προσπίπτοντες μετά πίστεως· τῷ Θεῷ οὗτοι γάρ, ὑπέρ λαοῦ ἅπαντος,
μετά ζέσεως προσδέονται, ἐπικαλούμενοι ἐφ’ ἡμᾶς Κυρίου τό ἔλεος καί
Τούτου τήν σωτήριον ἐπί τοῖς δεομένοις βοήθειαν· χαίρετε βοῶντες, δοχεῖα
τοῦ Κυρίου ἐκλεκτά καί τῆς Αὐτοῦ παρατάξεως στρατιῶται τίμιοι.
Εὐθύς ἐκφωνεῖται ὑπό τοῦ Ἱερέως ἡ λιτανευτική ἱκεσία:
Σῶσον
ὁ Θεός τόν λαόν Σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν Σου. Ἐπίσκεψαι τόν
κόσμον Σου ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς, ὕψωσον κέρας Χριστιανῶν Ὀρθοδόξων
καί κατάπεμψον ἡμῖν τά ἐλέη Σου τά πλούσια.
Πρεσβείαις τῆς Παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας.
Δυνάμει τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ.
Προστασίαις τῶν Τιμίων, Ἐπουρανίων Δυνάμεων Ἀσωμάτων.
Ἱκεσίαις τοῦ Τιμίου, Ἐνδόξου Προφήτου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου.
Τῶν Ἁγίων Ἐνδόξων καί Πανευφήμων Ἀποστόλων.
Τῶν
ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἡμῶν, Μεγάλων Ἱεραρχῶν καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων:
Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόμου· Ἀθανασίου καί Κυρίλλου, Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, Πατριαρχῶν
Ἀλεξανδρείας· Νικολάου Ἐπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας καί Σπυρίδωνος
Ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος, τῶν Θαυ ματουργῶν.
Τῶν ἁγίων, ἐνδόξων καί καλλινίκων Μαρτύρων.
Τῶν
Ἁγίων ἐνδόξων Μεγαλομαρτύρων Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, Δημητρίου τοῦ
Μυροβλύτου, Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος καί Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου.
Τῶν ἁγίων Ἱερομαρτύρων Χαραλάμπους καί Ἐλευθερίου.
Τῶν Ὁσίων καί Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν.
Τῶν Ἁγίων Βλασίου Ἐπισκόπου Σεβαστείας, Γερασίμου τοῦ ἐν Κεφαλληνίᾳ καί Μακαρίου Ἀρχιεπισκόπου Κορίνθου.
(Τοῦ Ἁγίου τοῦ Ναοῦ, ἐφ’ ὅσον δέν ἐμνημονεύθη ἐν τοῖς ἄνω).
Τῶν Ἁγίων καί Δικαίων Θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης.
(Τῶν Ἁγίων τῆς ἡμέρας).
Καί Πάντων Σου τῶν Ἁγίων.
Ἱκετεύομέν Σε, Μόνε Πολυέλεε Κύριε, ἐπάκουσον ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν δεομένων Σου καί ἐλέησον ἡμᾶς.
Ὁ χορός: Κύριε ἐλέησον (12).
Καί ἐπισφραγίζει ὁ Ἱερεύς μετά τῆς δοξολογικῆς ἐκφωνήσεως:
Ἐλέει
καί οἰκτιρμοῖς καί φιλανθρωπίᾳ τοῦ Μονογενοῦς Σου Υἱοῦ, μεθ’ Οὗ
εὐλογητός εἶ, σύν τῷ Παναγίῳ καί Ἀγαθῷ καί Ζωοποιῷ Σου Πνεύματι, νῦν καί
ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ὁ χορός: Ἀμήν.
Καί ἀποπληροῦμεν τάς λοιπάς ὠδάς τοῦ Κανόνος:
Ὠδή ζ’. Ὁ Εἱρμός. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Μακάριε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Νέον
ἐν Ἱεράρχαις, Πατέρα Κολλυβάδων καί τῶν ἐν Χίῳ μιδάδων τόν πρύτανην,
Μακάριον τιμῶμεν, εὐλογοῦντες δέ ψάλλομεν· ὁ Μακαρίου καί ἡμῶν Θεός
εὐλογητός εἶ.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Βλάσιε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Ὑμνοῦμεν
Σεβαστείας τόν θεῖον ἀρχιθύτην καί τῶν Τρικάλων τά νῦν, τόν ἄμισθον
προστάτην, προχέοντα τοῖς πᾶσι ἰάματα τοῖς ψάλλουσι· ὁ τοῦ Βλασίου καί
ἡμῶν Θεός εὐλογητός εἶ.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Γεράσιμε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Μνήμην
τοῦ Γερασίμου, τοῦ Νοταράδων γόνου καί Ἐκκλησίας Πατρός, Ὀρθόδοξοι
τιμῶμεν, αὐτός γάρ ἰαμάτων, παρά Κυρίου τῆς χάριτος ἔτυχεν· ὁ Γερασίμου
καί ἡμῶν Θεός εὐλογητός εἶ.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
Ναός
Σου Θεοτόκε, καί ἡ ἐν Καμαρίῳ Κορυφιωτίσσης Μονή, ἄμισθον ἰατρεῖον
πέλει νοσημάτων, διό εὐγνωμόνως καί ψάλλομεν· ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν Θεός
εὐλογητός εἶ.
Ὠδή η’. Ὁ Εἱρμός. Τόν Βασιλέα τῶν οὐρανῶν.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Μακάριε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Ὡς Ἱεράρχην τῆς Ἐκκλησίας τιμῶμεν καί ὡς Πατέρα τῶν Κολλυβάδων προφρόνως καί ὡς Τρικάλων, Μακάριε, τόν προστάτην.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Βλάσιε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Ἄνοιξον, Πάτερ, τῆς εὐσπλαχνίας τήν πύλην τήν τοῦ Κυρίου, Βλάσιε ταῖς εὐχαῖς Σου, ἐπί τοῖς δούλοις Αὐτοῦ καί τοῖς ἱκέταις.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Γεράσιμε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Νικῆσαι ὅλως τάς προσβολάς τοῦ Βελίαρ, τύχοιμεν πάντες πρεσβείαις Γερασίμου, τοῦ ἐκ Τρικάλων Κορίνθου ὁρμηθέντος.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
Τιμᾶσθαι πρέπον Σόν τόκον Θεοτόκε, τόν ἀπαλλάξαντα ἀρᾶς τῶν Προπατόρων γένος ἀνθρώπων, Χριστόν τόν Ζωοδότην.
Ὠδή θ’. Ὁ Εἱρμός. Κυρίως Θεοτόκον.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Μακάριε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Ὡς μέγας Ἱεράρχης καί ἐν Ὁσίοις μέγας, παρ’ Ὀρθοδόξων τιμᾶσθω Μακάριος, ὁ Κολλυβάδων Πατήρ τε καί πρόμαχος.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Βλάσιε, πρέσβευε ὑπέρ ὑμῶν.
Νικῆσαι τοῦ Βελίαρ, πρεσβείαις Ἱεράρχου καί ἱκεσίαις Βλασίου ἐλπίζομεν, ὡς τοῦ Κυρίου θεράποντος γεγονότος.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Γεράσιμε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Ἰδεῖν τῆς Βασιλείας Κυρίου τῷ ἀπροσίτῳ, ζωοποιῷ τε φωτί νῦν αἰτούμεθα, ταῖς Γερασίμου ἐνθέρμοις δεήσεσι.
Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, πρεσβεύσατε ὑπέρ ἡμῶν.
Ὁρμήσατε, Πατέρες, ψυχάς ἡμῶν εἰς ὅρμον καί εἰς λιμένα ἀσφαλῆ καί σωτήριον, ταῖς Σαῖς πρεσβείαις πρός Κύριον, Ἅγιοι.
Θεοτοκίον. Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.
Σῶσον ἡμᾶς, Παρθένε, πρεσβείαις τῶν Πατέρων καί τόν Υἱόν Σου εὐσυμπάθητον ποίησον, Σοί μεσιτείᾳ πρός Κύριον τόν Μέγαν.
Καί εὐθύς, τοῦ Ἱερέως θυμιῶντος τό Ἱερόν Θυσιαστήριον καί τόν εὐσεβῆ λαόν, ψάλλονται τά παρόντα Μεγαλυνάρια:
Ἄξιον
ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν Σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί
παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί
ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν,
τήν ὄντως Θεοτόκον Σέ μεγαλύνομεν.
Χαῖροις
τῶν Πατέρων παρεμβολή, κώμης τῶν Τρικάλων ἡ προστάτης καί βοηθός,
Βλάσιε μάκαρ, σύν θείῳ Γερασίμῳ, ὁμοῦ τῷ Μακαρίῳ τῷ οὐρανόφρονι.
Βλάσιε
Πάτερ Θαυματουργέ, ἡμᾶς τούς προσιόντας τῇ Εἰκόνι Σου τῇ σεπτῇ, τῇ
ἀποκειμένῃ εἰς τήν ἐν Τρικάλοις Μονήν Σου τήν ἁγίαν, πάντας περίσωζε.
Γεράσιμον
τόν θεῖον πάντες πιστοί, τῆς Κεφαλληνίας τόν προστάτην καί ὁδηγόν, τόν
παρά Κυρίου κατά δαιμόνων χάριν, πλουσίαν εἰληφότα, νῦν εὐφημήσωμεν.
Μακάριον
Τρικάλων γόνον λαμπρόν, Χίου τόν προστάτην, Κολλυβάδων ὑφηγητήν,
Ἀχράντων Μυστηρίων τῆς Θείας Κοινωνίας, διδάσκαλον τόν μέγαν, νῦν
ἀνυμνήσωμεν.
Πατέρες
οὐρανόφρονες τήν ἡμῶν πτωχήν ἱκεσίαν προσδεχόμενοι, ἐφ’ ἡμᾶς πλουσίαν
ἐπομβρήσατε τήν χάριν τοῦ Παρακλήτου, ὡς δοχεῖα Αὐτοῦ ἔντιμα.
Κράζωμεν
εὐγνωμόνως χαῖρε Ἁγνῆ, ὅτι εὐαρεστῆσαι τῇ Εἰκόνι Σου τῇ σεπτῇ, τῇ
ἀποκειμένῃ Μονῇ Κορυφιωτίσσης, δοξάζοντες τήν θείαν οἰκονομίαν Σου.
Τό Μεγαλυνάριον τοῦ Ἁγίου τοῦ Ναοῦ ἤ τοῦ Ἁγίου τῆς ἡμέρας. Καί κλείομεν μετά τοῦ
Πᾶσαι
τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι
Πάντες μετά τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τό σωθῆναι ἡμᾶς.
Τό Τρισάγιον καί τά Τροπάρια ταῦτα.
Ἦχος πλ. β΄.
Ἐλέησον
ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, πάσης γάρ ἀπολογίας ἀποροῦντες, ταύτην Σοι
τήν ἱκεσίαν, ὡς Δεσπότῃ, οἱ ἁμαρτωλοί προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς.
Δόξα.
Κύριε
ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπί Σοί γάρ πεποίθαμεν. Μή ὀργισθῆς ἡμῖν σφόδρα, μηδέ
μνησθῆς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν. Ἀλλ’ ἐπίβλεψον καί νῦν ὡς εὔσπλαχνος καί
λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σύ γάρ εἶ Θεός ἡμῶν καί ἡμεῖς λαός
Σου, πάντες ἔργα χειρῶν Σου καί τό ὄνομά Σου ἐπικεκλήμεθα.
Καί νῦν.
Τῆς
εὐσπλαχνίας τήν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐλπίζοντες εἰς
Σέ μή ἀστοχήσομεν, ῥυσθείημεν διά Σοῦ τῶν περιστάσεων, Σύ γάρ ἡ σωτηρία
τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν.
Τό Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τούς
ἐν Τρικάλοις Πατέρας καί Ἁγίους τιμήσωμεν, ὁμοῦ τῷ Γερασίμῳ Ἱερομάρτυρα
Βλάσιον, σύν θείῳ Μακαρίῳ Νοταρᾷ· αὐτοί γάρ τῆς Τριάδος ἐρασταί,
ἀναδειχθέντες ἀγῶσι πνευματικοῖς, ἀξίως ἐκομίσαντο τά βραβεῖα· δόξα,
οὗν, ἐκβοήσωμεν αὐτοῖς, δόξα τῷ ἀναδείξαντι, δόξα τῷ ἐν Ἁγίοις θαυμαστῷ,
Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν.
Εἶτα
ὁ Ἱερεύς τήν Ἐκτενῆ Δέησιν, ἡμῶν ψαλλόντων τό λιτανευτικόν Κύριε
ἐλέησον, τρίς (3) μεθ’ ἑκάστην δέησιν, ἐξαιρέσει τῆς πέμπτης δεήσεως,
μεθ’ ἧν ψάλλεται τοῦτο τεσσαράκοντα (40).
Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου, δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καί ἐλέησον.
Ἔτι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος) καί πάσης τῆς ἐν Χριστῶ ἡμῶν ἀδελφότητος.
Ἔτι
δεόμεθα, ὑπέρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης, ὑγείας, σωτηρίας, ἐπισκέψεως,
συγχωρήσεως καί ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, πάντων τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων
Χριστιανῶν.
Ἔτι δεόμεθα καί ὑπέρ τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ… (καί μνημονεύονται τά ὀνόματα τῶν ὑπέρ ὧν ἡ Ἱερά Παράκλησις τελεῖται).
Ἔτι
δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ διαφυλαχθῆναι τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν (ἤ Μονήν) καί πόλιν
(ἤ νῆσον) ταύτην καί πᾶσαν πόλιν καί χώραν, ἀπό ὀργῆς, λοιμοῦ, λιμοῦ,
σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, ἐμφυλίου
πολέμου καί αἰφνιδίου θανάτου. Ὑπέρ τοῦ ἵλεων, εὐμενῆ καί εὐδιάλλακτον
γενέσθαι τόν Ἀγαθόν καί Φιλάνθρωπον Θεόν ἡμῶν, τοῦ ἀποστρέψαι καί
διασκεδάσαι πᾶσαν ὀργήν καί νόσον, τήν καθ’ ἡμῶν κινουμένην καί ῥύσασθαι
ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐπικειμένης δικαίας Αὐτοῦ ἀπειλῆς καί ἐλεῆσαι ἡμᾶς.
Ἔτι δεόμεθα, ὑπέρ τοῦ εἰσακοῦσαι Κύριον τόν Θεόν, φωνῆς τῆς δεήσεως ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καί ἐλεῆσαι ἡμᾶς.
Ἐπάκουσον
ἡμῶν, ὁ Σωτήρ ἡμῶν, ἡ ἐλπίς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς καί τῶν ἐν
θαλάσσῃ μακράν καί ἵλεως, ἵλεως γενοῦ ἡμῖν, Δέσποτα, ἐπί ταῖς ἁμαρτίαις
ἡμῶν καί ἐλέησον ἡμᾶς. Ἐλεήμων γάρ καί Φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις καί Σοί
τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν
καί ἀεί καί εἰς τούς ἀιῶνας τῶν αἰώνων.
Ὁ χορός: Ἀμήν.
Ὑπό
τοῦ Ἱερέως Ἀπόλυσις. Καί τῶν Χριστιανῶν ἀσπαζομένων τήν Εἰκόνα τῶν
Ἁγίων καί χριομένων δι’ ἁγίου ἐλαίου, ψάλλονται τά παρόντα Τροπάρια:
Ἦχος β’. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Δεῦτε
τήν τριάδα τήν σεπτήν, τῶν ἐν Τρικάλοις Πατέρων, πάντες τιμήσωμεν,
Βλάσιον τόν ἔνδοξον, σύν Μακαρίῳ ὁμοῦ Γερασίμῳ καί εἴπωμεν αὐτοῖς
μελωδοῦντες, χαίρετε τρισόλβιοι Τριάδος πρόμαχοι, Πατέρες, Ἐκκλησίας
φωστῆρες καί ἡμῶν προστάται ἐν ἀνάγκαις, πάντων τε Ὀρθοδόξων οἱ
ἀμύντορες.
Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς Σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπην Σου.
Ὁ Ἱερεύς:
Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς, Ἀμήν.