Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

Αγίου Γρηγορίου Παλαμά: 

Ὁμιλία εἰς τὴν Θείαν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ



Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας προεῖπε γιά τό εὐαγγέλιο ὅτι «λόγο συντετμημένο θά δώσει ὁ Κύριος ἐπί τῆς γῆς» (Ἡσ. 10, 25). Συντετμημένος λόγος εἶναι ἐκεῖνος, πού μέσα σέ λίγες λέξεις περικλείει πλούσιο νόημα. Ἄς ἐπανεξετάσουμε λοιπόν σήμερα ὅσα ἔχουμε ἐκθέσει κι ἄς προσθέσουμε ὅσα ὑπολείπονται, γιά νά ἐμφορηθοῦμε ἀκόμη περισσότερο ἀπό τά ἐναποκείμενα ἄφθαρτα νοήματα καί ὁλόκληροι νά καταληφθοῦμε ἀπό τά θεῖα.
«Τόν καιρό ἐκεῖνο παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη καί τούς ἀνεβάζει σέ ὄρος ὑψηλό κατ᾽ ἰδίαν. Ἐκεῖ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καί ἔλαμψε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος» (Ματθ. 17, 1). Ἰδού τώρα εἶναι καιρός εὐπρόσδεκτος, σήμερα ἡμέρα σωτηρίας, ἀδελφοί, ἡμέρα θεία, νέα καί ἀΐδιος, πού δέν μετρεῖται μέ διαστήματα, δέν αὐξομειώνεται, δέν διακόπτεται ἀπό νύκτα. Διότι εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος δέν ὑφίσταται ἀλλοίωση ἤ σκιά ἕνεκα μετατροπῆς» (Ἰακ. 1, 7). Αὐτός, ἀφ᾽ ὅτου φιλανθρώπως ἔλαμψε σέ μᾶς μέ εὐδοκία τοῦ Πατρός καί συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μᾶς ἐξήγαγε ἀπό τό σκοτάδι στό θαυμαστό του φῶς, συνεχίζει γιά πάντα νά λάμπει πάνω ἀπό τά κεφάλια μας ὡς ἄδυτος ἥλιος.

Ἐπειδή, λοιπόν, εἶναι δικαιοσύνης καί ἀλήθειας ἥλιος, δέν ἀνέχεται νά φέγγει καί νά γνωρίζεται ἀπό αὐτούς πού μετέρχονται τό ψεῦδος ἤ ὑψώνουν τήν ἀδικία μέ λόγια ἤ τήν ἐπιδεικνύουν μέ ἔργα. Ἀλλά ἐμφανίζεται καί γίνεται πιστευτός ἀπό τούς ἐργάτες τῆς δικαιοσύνης καί τούς ἐραστές τῆς ἀλήθειας καί αὐτούς εὐφραίνει μέ τίς λάμψεις Του. Αὐτό εἶναι πού λέει ἡ Γραφή «Φῶς ἀνέτειλε γιά τόν δίκαιο καί ἡ σύζυγός του εὐφροσύνη» (Ψαλμ. 96, 12). Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμωδός προφήτης ἄδει πρός τόν Θεό: «Τό Θαβώρ καί ὁ Ἑρμών θά ἀγαλλιάσουν στό ὄνομά σου» (Ψαλμ. 88, 12), προαναγγέλλοντας τήν εὐφροσύνη πού προκλήθηκε ἀργότερα στό ὄρος ἀπό τήν ἔλλαμψη ἐκείνη σ᾽ αὐτούς πού τήν εἶδαν.

Ὁ δέ Ἡσαΐας λέει: «λύσε κάθε δεσμό ἀδικίας, διάλυσε τούς κόμπους βιαίων συνθηκῶν, κάθε ἄδικη συμφωνία ἀναίρεσε» (Ἠσ. 58, 6). Καί κατόπιν: «Τότε θά ξεχυθεῖ σάν τήν αὐγή τό φῶς σου καί τά ἰάματά σου γρήγορα θά ἀνατείλουν, θά πορεύεται ἐνώπιόν σου ἡ δικαιοσύνη σου καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ θά σέ προστατεύει» (Ἠσ. 58, 8). Καί πάλι, «ἐάν ἀφαιρέσεις ἀπό σένα δεσμό καί χειρονομία καταδικαστική καί κακολογία, καί δώσεις στόν πεινασμένο ἄρτο μέ τήν ψυχή σου καί χορτάσεις ψυχή ταπεινωμένη, τότε θά ἀνατείλει μέσα ἀπό τό σκοτάδι τό φῶς σου καί τό σκοτάδι σου θά γίνει σάν μεσημέρι» (Ἠσ. 58, 9). Πράγματι, τούς καθιστᾶ κι αὐτούς ἄλλους ἥλιους, πάνω στούς ὁποίους ὁ ἥλιος αὐτός θά λάμψει ἀπλέτως· «διότι θά λάμψουν καί οἱ δίκαιοι ὅπως ὁ ἥλιος στήν βασιλεία τοῦ Πατρός τους» (Ματθ. 13, 43).

Ἄς ἀποβάλλουμε λοιπόν, ἀδελφοί, τά ἔργα τοῦ σκότους, κι ἄς ἐργαζόμαστε τά ἔργα τοῦ φωτός, ὥστε ὄχι μόνο νά βαδίσουμε εὐσχημόνως σάν σέ τέτοια ἡμέρα, ἀλλά καί ἡμέρας υἱοί νά γίνουμε. Καί ἄς ἀνεβοῦμε στό ὄρος, ὅπου ὁ Χριστός ἔλαμψε, γιά νά δοῦμε τί συνέβη ἐκεῖ. Ἤ μᾶλλον, ἐάν εἴμαστε ὅπως πρέπει καί ἔχουμε γίνει ἄξιοι τέτοιας ἡμέρας, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ θά μᾶς ἀνεβάσει στόν κατάλληλο καιρό. Τώρα ὅμως, παρακαλῶ, ἐντείνετε καί ἀνυψῶστε τούς ὀφθαλμούς τῆς διάνοιας πρός τό φῶς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἕως ὅτου μεταμορφωθεῖτε μέ τήν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ σας καί ἔτσι ἀποκτώντας τήν θεία αἴγλη ἀπό ψηλά, νά γίνετε σύμμορφοι μέ τό ὁμοίωμα τῆς δόξας τοῦ Κυρίου (Φιλ. 3, 21), τοῦ ὁποίου τό πρόσωπο ἐπάνω στό ὄρος ἔλαμψε σήμερα σάν τόν ἥλιο.

Τί σημαίνει «σάν τόν ἥλιο;» Κάποτε τό ἡλιακό φῶς δέν ὑπῆρχε σάν σέ σκεῦος στόν δίσκο τοῦτο. Τό μέν φῶς εἶναι πρωτογεννημένο, τόν δέ δίσκο τήν τετάρτη ἡμέρα δημιούργησε ὁ Κτίστης τῶν πάντων, ἀνάβοντας σ᾽ αὐτόν τό φῶς καί κάμνοντάς τον ἄστρο πού φέρνει τήν ἡμέρα καί συγχρόνως φαίνεται τήν ἡμέρα. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί τό φῶς τῆς θεότητας κάποτε δέν βρισκόταν σάν σέ σκεῦος στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο μέν εἶναι πρίν ἀπό κάθε ἀρχή καί δίχως ἀρχή. Τοῦτο δέ τό πρόσλημμα, τό ὁποῖο ἔλαβε ἀπό μᾶς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, δημιουργήθηκε γιά χάρη μας στούς ὕστερους χρόνους, λαμβάνοντας ἐντός του τό πλήρωμα τῆς θεότητας. Ἔτσι ἐμφανίσθηκε φωστήρας θεοποιός καί συνάμα θεοφεγγής. Ἔτσι ἔλαμψε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά ὅπως τό φῶς. Ὁ δέ Μᾶρκος λέει «στιλπνά καί λευκά πολύ σάν χιόνι, τέτοια πού δέν μπορεῖ νά λευκάνει γναφέας ἐπί τῆς γῆς» (Μαρκ. 9, 3).

Λαμπρύνθηκε, λοιπόν, μέ τό ἴδιο φῶς καί τό προσκυνητό ἐκεῖνο σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τά ἱμάτια, ἀλλ᾽ ὄχι ἐξίσου. Διότι τό μέν πρόσωπό Του σάν τόν ἥλιο ἔλαμψε, τά δέ ἱμάτια, ἐφόσον ἄγγιζαν τό σῶμα Του, ἔγιναν φωτεινά. Καί ἔδειξε μέ αὐτό ποιές εἶναι οἱ στολές τῆς δόξας, πού θά ἐνδυθοῦν κατά τόν μέλλοντα αἰῶνα ὅσοι πλησίασαν τόν Θεό, καί ποιά εἶναι τά ἐνδύματα τῆς ἀναμαρτησίας, τά ὁποῖα ὅταν ἀπέβαλε ὁ Ἀδάμ λόγῳ τῆς παραβάσεως, φαινόταν γυμνός καί αἰσθανόταν ντροπή. Ὁ μέν θεῖος Λουκᾶς λέει: «Ἔγινε ἡ μορφή Του διαφορετική καί ἡ ἐνδυμασία Του λευκή καί ἀπαστράπτουσα», βλέποντας ὅτι ὅλα τά ἐκεῖ τελούμενα δέν ἔχουν κάτι ἀντίστοιχο νά συγκριθοῦν. Ὁ δέ Μᾶρκος εἰκονίζει μέν τά ἱμάτια, λέγοντας ὅμως ὅτι εἶναι στιλπνά καί λευκά σάν χιόνι ἔδειξε καί αὐτός ὅτι οἱ εἰκόνες καί τά παραδείγματα ὑστεροῦν ἔναντι τῆς θέας τῶν ἱματίων ἐκείνων. Διότι τό χιόνι εἶναι μέν λευκό, ἀλλ᾽ ὄχι στιλπνό. Ἔχει πάντα ἀνώμαλη ἐπιφάνεια, ἐφόσον ὅλο ἀποτελεῖται ἀπό μικρές φυσαλίδες λόγῳ τῆς μίξεως τοῦ ἐνυπάρχοντος σ᾽ αὐτό ἀέρα. Ὅταν δηλαδή τό σύννεφο δέν ἔχει ἀκόμη συσταθεῖ τελείως καί δέν μπορεῖ νά ἀποβάλει τόν ἐνυπάρχοντα ἀέρα, πήζει ἀπό τήν σφοδρότητα τοῦ ψύχους καί ἔτσι κατέρχεται γεμᾶτο ἀέρα, λευκό καί ἀνώμαλο, ὅπως περίπου ὁ ἀφρός.

Ἐπειδή, λοιπόν, δέν ἀρκοῦσε τό λευκό τοῦ χιονιοῦ, γιά νά παραστήσει τήν τερπνότητα τῆς θέας ἐκείνης, συμπεριλήφθηκε καί τό στιλπνό, δείχνοντας καί μ᾽ αὐτά ὁ εὐαγγελιστής τήν ὑπερφυῆ φύση τοῦ φωτός ἐκείνου, μέ τό ὁποῖο τά ἱμάτια ἐκεῖνα ἔγιναν στιλπνά καί λευκά. Πράγματι, δέν εἶναι ἰδιότητα τοῦ φωτός νά καθιστᾶ λευκά καί στιλπνά αὐτά πού φωτίζει, ἀλλά νά δείχνει τό χρῶμα τους. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνο, καθώς φαίνεται, τά ἀποκάλυψε ἤ μᾶλλον τά ἀλλοίωσε, πρᾶγμα πού δέν συνιστᾶ ἰδιότητα αἰσθητοῦ φωτός. Τό δέ ἀκόμη παραδοξότερο, ὅτι καί ὅταν τά ἀλλοίωσε, τά διατήρησε πάλι ἀναλλοίωτα, ὅπως φάνηκε λίγο ἀργότερα. Πῶς νά τά ἐνεργεῖ αὐτά φῶς γνώριμο σέ μᾶς; Γι᾽ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής θέλοντας νά δείξει ὑπερφυῆ ὄχι μόνο τήν ὑπεροχική λαμπρότητα καί ὀμορφιά τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί τήν ὡραιότητα τῶν ἐνδυμάτων, παραμέρισε μέ τρόπο τήν φυσική ὡραιότητα συνάπτοντας τήν στιλπνότητα μέ τό λευκό τοῦ χιονιοῦ. Ἐπειδή ὅμως καί ἡ τέχνη μαζί μέ τήν φύση ἐπινοεῖ τό ὡραῖο, θέτοντας ἐκείνη τήν ὀμορφιά πάνω ἀπό τεχνητούς ὡραϊσμούς, ἀναφέρει: «τέτοια, πού δέν μπορεῖ νά λευκάνει γναφέας ἐπάνω στήν γῆ».

Ἀλλ᾽ ὅμως ὁ προαιώνιος Λόγος, πού σαρκώθηκε γιά μᾶς, ἡ ἐνυπόστατη σοφία τοῦ Πατρός, φέρει ὁπωσδήποτε μέσα Του καί τόν λόγο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος· τοῦ ὁποίου τό γράμμα εἶναι σάν ἐνδυμασία· λευκό καί σαφές, συνάμα δέ στιλπνό καί λαμπρό καί σάν μαργαριτάρι, μᾶλλον δέ θεοπρεπές καί ἔνθεο γι᾽ αὐτούς πού βλέπουν πνευματικά τά τοῦ Πνεύματος καί ἑρμηνεύουν θεοπρεπῶς τίς λέξεις τῶν κειμένων καί δείχνουν ὅτι τά λόγια τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος εἶναι τέτοια, πού γναφέας ἐπάνω στήν γῆ, δηλαδή σοφός τοῦ κόσμου τούτου, δέν μπορεῖ νά διασαφήσει. Καί τί λέω νά διασαφήσει; Δέν μπορεῖ νά τά κατανοήσει, οὔτε ὅταν τά ἑξηγεῖ ἄλλος. Διότι, καθώς λέει ὁ ἀπόστολος, «ψυχικός ἄνθρωπος δέν δέχεται τά τοῦ Πνεύματος, οὔτε μπορεῖ νά τά γνωρίσει» (Α´ Κορ. 2, 14). Γι᾽ αὐτό καί ἐσφαλμένως θεωρεῖ αἰσθητές τίς ἀσύλληπτες καί θεῖες καί πνευματικές ἐλλάμψεις, «ἐρευνώντας πράγματα πού δέν εἶδε, μάταια ὑπερυφανευόμενος μέ τόν ὑποδουλωμένο στήν ἁμαρτία νοῦ του» (Κολ. 2, 18).

Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος, πού ὁ νοῦς του φωτίσθηκε ἀπό τήν θεσπέσια ἐκείνη θέα καί ἀνυψώθηκε πρός θεῖο ἔρωτα καί πόθο μεγαλύτερο, μή θέλοντας πλέον νά ἀποχωρισθεῖ τό φῶς ἐκεῖνο, «καλό εἶναι νά εἴμαστε ἐδῶ», ἔλεγε στόν Κύριο, «ἄν θέλεις, ἄς κατασκευάσουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές, μία γιά σένα, μία γιά τόν Μωϋσῆ καί μία γιά τόν Ἠλία», μή γνωρίζοντας τί λέει. Διότι, βέβαια, δέν εἶχε φθάσει ὁ καιρός τῆς ἀποκαταστάσεως. Ὅταν ἔλθει ὁ καιρός, δέν θά χρειασθοῦμε σκηνές χειροποίητες. Πέρα ἀπό αὐτό, δέν ἔπρεπε νά ἐξισώνει τόν Δεσπότη μέ τούς δούλους μέ τήν ὁμοιότητα τῶν σκηνῶν. Ὁ μέν Χριστός ὡς Υἱός γνήσιος στούς κόλπους τοῦ Πατρός βρίσκεται, οἱ δέ προφῆτες ὡς υἱοί γνήσιοι τοῦ Ἀβραάμ στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ ὅπως πρέπει θά κατοικήσουν. Καθώς λοιπόν ὁ Πέτρος στήν ἄγνοιά του ἔλεγε αὐτά, «ἰδού, νεφέλη φωτεινή τούς ἐπισκίασε», διακόπτοντας τούς λόγους τοῦ Πέτρου καί δείχνοντας ποιά εἶναι ἡ σκηνή πού ἁρμόζει στόν Χριστό. Τί ἦταν ὅμως αὐτή ἡ νεφέλη καί πῶς, ἐνῶ ἦταν φωτεινή, τούς ἐπισκίασε; Μήπως εἶναι αὐτή τό ἀπρόσιτο φῶς, στό ὁποῖο ὁ Θεός κατοικεῖ, τό φῶς πού ἐνδύεται σάν ἱμάτιο; Διότι λέει: «αὐτός πού καθιστᾶ τά σύννεφα ἄμαξά Του» (103, 4) καί «ἔθεσε τό σκότος περικάλυμμά Του σάν κυκλική σκηνή» (Ψαλμ. 17, 13), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος λέει: «εἶναι ὁ μόνος πού ἔχει ἀθανασία καί κατοικεῖ σέ φῶς ἀπρόσιτο» (Α´ Τιμ. 6, 16). Ὥστε τό ἴδιο εἶναι ἐδῶ καί φῶς καί σκότος, πού ἐπισκιάζει ἀπό ἀσύγκριτη λαμπρότητα.

Ἀλλά καί αὐτό, πού λίγο πρίν εἶδαν τά μάτια τῶν ἀποστόλων, χαρακτηρίζεται ὡς ἀπρόσιτο ἀπό τούς ἱερούς θεολόγους. «Σήμερα εἶναι φωτός ἀπροσίτου ἄβυσσος. Σήμερα φωτίζει τούς ἀποστόλους ἀπεριόριστη ἔκχυση θείας αἴγλης στό Θαβώρ». Καί ὁ μέγας Διονύσιος ἀποκαλώντας γνόφο τό ἀπρόσιτο φῶς, ὅπου λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεός λέει ὅτι «σ᾽ αὐτόν τόν γνόφο εἰσέρχεται ὅποιος ἀξιώνεται νά γνωρίσει καί νά δεῖ τόν Θεό». Ἑπομένως τό ἴδιο φῶς ἦταν αὐτό πού πρωτύτερα ἔβλεπαν νά λάμπει ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου οἱ ἀπόστολοι καί ἡ φωτεινή νεφέλη πού κατόπιν ἐπισκίασε. Ἀλλά στήν ἀρχή ἐπειδή ἔλαμπε μετριότερα, ἐπέτρεπε τήν ὅραση. Ὅταν ὅμως διαχύθηκε μέ πολύ μεγαλύτερη ἔνταση, ἦταν γι᾽ αὐτούς ἀόρατο λόγῳ τῆς ἀσύγκριτης λαμπρότητας. Καί ἔτσι ἐπισκίασε τήν πηγή τοῦ θείου καί ἀεννάου φωτός, τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης Χριστό. Ἄλλωστε, καί στόν αἰσθητό ἥλιο τό ἴδιο φῶς καί τήν ὅραση παρέχει μέσω τῆς ἀκτίνας καί ἀφαιρεῖ πάλι τήν ὅραση, ὅταν κατάματα τόν κοιτάξει κανείς, διότι ἡ λαμπρότητά του εἶναι ὑπεράνω τῆς δυνατότητας τῶν ὀφθαλμῶν μας.

Ἀλλ᾽ ὁ μέν αἰσθητός ἥλιος φαίνεται ὅπως εἶναι ἐκ φύσεως καί ὄχι ὅπως θέλει, οὔτε μόνο σέ ὅποιους θέλει. Ὁ δέ ἥλιος τῆς ἀλήθειας καί τῆς δικαιοσύνης Χριστός, ἔχοντας ὄχι μόνο φύση καί φυσική λαμπρότητα καί δόξα, ἀλλά καί θέληση ἀνάλογη, φωτίζει προνοητικῶς καί σωτήρια μόνο ὅσους θέλει καί ὅσο θέλει. Ἔτσι θέλησε καί φάνηκε σάν ἥλιος ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων καί μάλιστα ὄχι ἀπό μεγάλη ἀπόσταση. Ἔπειτα ἔλαμψε πιό ἔντονα κατά τήν θέλησή Του καί ἀπό τήν ἀσύγκριτη φωτεινότητα ἔγινε ἀόρατος στά μάτια τῶν ἀποστόλων, σάν νά εἰσῆλθε σέ φωτεινή νεφέλη. Ἀλλά καί φωνή ἀκούσθηκε ἀπό τήν νεφέλη: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐδόκησα, Αὐτόν νά ἀκοῦτε». Ὅταν ὁ Κύριος βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη, ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί καί ἡ ἴδια ἀκούσθηκε φωνή ἀπό τήν δόξα ἐκείνη ἀσφαλῶς, τήν ὁποία δόξα καί ὁ Στέφανος ἀργότερα ἐνατένισε, ὅταν ἄνοιξαν γι᾽ αὐτόν οἱ οὐρανοί καί καταλήφθηκε ἀπό τόν Πνεῦμα τό Ἅγιο. Τώρα ἀκούσθηκε ἀπό τήν νεφέλη, πού ἐπισκίασε τόν Ἰησοῦ. Ἑπομένως εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ὑπερουράνια δόξα τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπόν εἶναι αἰσθητό φῶς τό ὑπερουράνιο;

Δίδαξε δέ ἡ ἀπό τήν νεφέλη φωνή τοῦ Πατρός, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τά πρό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτήρα μας Ἰησου Χριστοῦ, οἱ νομοθεσίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦταν ἀτελῆ καί δέν ἔγιναν οὔτε τελέσθηκαν σύμφωνα μέ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά παραχωρήθηκαν γιά τήν μέλλουσα αὐτή τοῦ Κυρίου παρουσία καί ἐπιφάνεια. Αὐτός λοιπόν εἶναι ἐκεῖνος, στόν ὁποῖο εὐδοκεῖ καί ἀναπαύεται καί εὐαρεστεῖται τέλεια ὁ Πατήρ, ὅπως σέ Υἱό ἀγαπητό. Γι᾽ αὐτό καί παραγγέλλει Αὐτόν νά ἀκοῦμε καί σ᾽ Αὐτόν νά πειθαρχοῦμε. Καί ὅταν λέει «εἰσέλθετε ἀπό τήν στενή πύλη, διότι εἶναι πλατειά καί ἄνετη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια, ἐνῶ στενή καί δύσβατη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν ζωή», Αὐτόν νά ἀκοῦτε. Κι ὅταν λέει πῶς τό φῶς αὐτό εἶναι βασιλεία τοῦ Θεοῦ, Αὐτόν νά ἀκοῦτε, σ᾽ Αὐτόν νά πιστεύετε καί τέτοιου φωτός νά καθιστᾶτε ἀξίους τούς ἑαυτούς σας.

Ὅταν λοιπόν φάνηκε ἡ φωτεινή νεφέλη καί ἤχησε ἀπό τήν νεφέλη ἡ πατρική φωνή, ἔπεσαν, λέει, μέ τό πρόσωπο στήν γῆ οἱ μαθητές· ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς φωνῆς, ἀφοῦ καί ἄλλοτε πολλές φορές ἀκούσθηκε, ὄχι μόνο στόν Ἰορδάνη ἀλλά καί στά Ἱεροσόλυμα ὅταν πλησίαζε τό σωτήριο πάθος. Πράγματι, ὅταν ὁ Κύριος εἶπε «Πάτερ, δόξασε τό ὄνομά Σου» ἦλθε φωνή ἀπό τόν οὐρανό: «Τό ὄνομά μου τό δόξασα καί πάλι θά τό δοξάσω» (Ἰω. 12, 28), καί ὅλος μέν ὁ ὄχλος ἄκουσε, ἀλλά κανείς ἀπό αὐτούς δέν ἔπεσε. Ἐδῶ ὅμως ὄχι μόνο φωνή, ἀλλά καί φῶς ἀπεριόριστο συνάμα φάνηκε. Εὐλόγως, λοιπόν, κατάλαβαν οἱ θεοφόροι Πατέρες ὅτι γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ἔπεσαν πρηνεῖς οἱ μαθητές, ὄχι γιά τήν φωνή, ἀλλά γιά τό παράξενο καί ὑπερφυές φῶς. Διότι καί πρίν φθάσει ἡ φωνή ἦσαν φοβισμένοι, ὅπως λέει ὁ Μᾶρκος, σαφῶς ἀπό τήν θεοφάνεια ἐκείνη.

Ὅμως, ὅταν μέ ὅλα αὐτά ἀποδεικνύεται ὅτι τό φῶς ἐκεῖνο εἶναι θεῖο καί ὑπερφυές καί ἄκτιστο, τί παθαίνουν πάλι αὐτοί πού ἐπιδίδονται μέ ὑπερβολικό ζῆλο στήν θύραθεν καί σαρκική παιδεία καί δέν μποροῦν νά γνωρίσουν τά τοῦ Πνεύματος; Κατρακυλοῦν σέ ἄλλο γκρεμό. Δέν τό ὀνομάζουν θεία δόξα, οὔτε βασιλεία Θεοῦ, οὔτε κάλλος, οὔτε χάρη, οὔτε λαμπρότητα, ὅπως ἀπό τόν Θεό καί τούς θεολόγους διδαχθήκαμε, ἀλλά ἰσχυρίζονται ὅτι τοῦτο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο προηγουμένως ἔλεγαν ὅτι εἶναι αἰσθητό καί κτιστό. Ὁ δέ Κύριος στά εὐαγγέλια λέει πώς τούτη ἡ δόξα δέν εἶναι κοινή μόνο σ᾽ Αὐτόν καί τόν Πατέρα, ἀλλά καί στούς ἁγίους ἀγγέλους, καθώς γράφει ὁ θεῖος Λουκᾶς: «ὅποιος ντραπεῖ νά ὁμολογήσει ἐμένα καί τήν διδασκαλία μου στήν γενεά αὐτή, θά ντραπεῖ καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου γι αὐτόν, ὅταν ἔλθει μέσα στήν δόξα Του καί τήν δόξα τοῦ Πατρός καί τῶν ἁγίων ἀγγέλων» (Λουκ. 9, 26). Αὐτοί λοιπόν πού ἰσχυρίζονται πώς ἡ δόξα αὐτή εἶναι οὐσία, θά δεχθοῦν ὅτι αὐτή εἶναι κοινή οὐσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀγγέλων, πρᾶγμα πού ἀποτελεῖ ἐσχάτη ἀσέβεια.

Μάλιστα, ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι, ἀλλά καί οἱ ἅγιοι μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μετέχουν σ᾽ αὐτή τήν δόξα καί βασιλεία. Ἀλλ᾽ ὁ μέν Πατήρ καί ὁ Υἱός μαζί μέ τό θεῖο Πνεῦμα ἔχουν φυσική τούτη τήν δόξα καί βασιλεία, οἱ δέ ἅγιοι ἄγγελοι καί ἄνθρωποι τήν ἀποκτοῦν κατά χάρη, δεχόμενοι ἀπό ἐκεῖ τήν ἔλλαμψη. Ἄλλωστε καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, πού ἐμφανίσθηκαν μαζί Του σ᾽ αὐτή τήν δόξα, αὐτό ἀκριβῶς μᾶς παρέστησαν. Ὁ δέ Μωϋσῆς φάνηκε κοινωνός τῆς θεϊκῆς δόξας ὄχι μόνο τώρα ἐπάνω στό Θαβώρ, ἀλλά καί τότε πού τό πρόσωπό του δοξάσθηκε τόσο, ὥστε νά μή μποροῦν οἱ Ἰσμαηλῖτες νά τό ἀντικρύσουν. Τοῦτο δηλώνει καί αὐτός πού λέει ὅτι ὁ Μωϋσῆς δέχθηκε στό θνητό πρόσωπό του τήν ἀθάνατη δόξα τοῦ Πατρός. Καθώς καί ἐκεῖνος πού, ὅταν ὁ Εὐνόμιος χαρακτήριζε ἀμετάδοτη πρός τόν Υἱό τήν δόξα τοῦ Παντοκράτορα, τόν ἀντέκρουσε λέγοντας ὅτι, δέν θά ἀνεχόμουν τέτοιο λόγο, ἀκόμη κι ἄν ἀναφερόταν στόν Μωϋσῆ.

Κοινή, λοιπόν, καί μία εἶναι ἡ δόξα καί ἡ βασιλεία καί ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων Του. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμωδός προφήτης ψάλλει: «ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ μας θά εἶναι ἐπάνω μας» (Ψαλμ. 89, 19). Ἀλλά κανείς μέχρι τώρα δέν τόλμησε νά πεῖ ὅτι εἶναι μία καί κοινή ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων. Καί βέβαια κοινή φάνηκε τελευταῖα ἐπάνω στό ὄρος ἡ θεία λαμπρότητα τῆς θεότητας τοῦ Λόγου καί τῆς ἀνθρώπινης σάρκας. Ὅτι εἶναι ὅμως κοινή ἡ οὐσία τῆς θεότητας καί τῆς σάρκας, θά τό ἔλεγαν ὁ Εὐτυχής καί ὁ Διόσκορος καί ὄχι αὐτοί πού θέλουν νά εἶναι εὐσεβεῖς. Καί τήν μέν δόξα αὐτή καί λαμπρότητα, ὅπως καί τώρα τήν εἶδαν οἱ συνοδοιπόροι τοῦ Ἰησοῦ, ὅλοι θά τήν ἀντικρύσουν, ὅταν ὁ Κύριος φανεῖ νά λάμπει ἀπό ἀνατολή ἕως δύση. Κανείς ὅμως δέν στάθηκε στήν ὑπόσταση καί οὐσία τοῦ Θεοῦ καί εἶδε ἤ περιέγραψε τήν θεία φύση. Καί τό μέν θεῖο τοῦτο φῶς δίδεται μέ μέτρο καί ἐπιδέχεται τό μᾶλλον καί ἦττον μεριζόμενο δίχως νά διαιρεῖται, κατά τήν ἀξία αὐτῶν πού τό δέχονται. Ἡ ἀπόδειξη εἶναι κοντά. Τό μέν πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμψε πιό πολύ ἀπ᾽ τόν ἥλιο, τά δέ ἱμάτια ἔγιναν λαμπρά καί λευκά σάν χιόνι. Καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας στήν ἴδια θεάθηκαν δόξα, ἀλλά κανείς τους δέν ἄστραψε τότε σάν ἥλιος. Καί οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές μέρος τοῦ φωτός ἐκείνου εἶδαν, μέρος δέν μπόρεσαν νά ἀτενίσουν.

Ἔτσι λοιπόν μετρεῖται καί μερίζεται, δίχως νά διαιρεῖται, τό φῶς ἐκεῖνο καί ἐπιδέχεται αὐξομείωση. Καί ἕνα μέρος αὐτοῦ γνωρίζεται τώρα ἕνα μέρος ἀργότερα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ θεῖος Παῦλος λέει: «τώρα κατά μέρος γνωρίζουμε καί κατά μέρος προφητεύουμε» (Α´ Κορ. 13, 9). Ὅμως τελείως ἀμέριστη καί ἀκατάληπτη εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί καμμιά οὐσία δέν ἐπιδέχεται αὐξομειώσεις. Κατά τά ἄλλα, εἶναι γνώρισμα τῶν καταραμένων Μεσσαλιανῶν τό νά νομίζουν ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁρατή στούς κατ᾽ αὐτούς ἀξίους. Ἐμεῖς ὅμως ἀνατρέποντας καί τούς παλαιούς καί τούς σύγχρονους κακοδόξους καί πιστεύοντας, καθώς διδαχθήκαμε, ὅτι οἱ ἅγιοι βλέπουν καί κοινωνοῦν ὄχι τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά βασιλεία καί δόξα καί λαμπρότητα καί φῶς ἀπόρρητο καί θεία χάρη, ἄς ὁδεύσουμε πρός τήν λάμψη τοῦ φωτός τῆς χάριτος, γιά νά γνωρίσουμε καί νά θεωρήσουμε τρίφωτη Θεότητα, πού ἀκτινοβολεῖ ἑνιαία ἀπόρρητη αἴγλη ἀπό μία τρισυπόστατη φύση. Καί τά μάτια τοῦ νοῦ ἄς ἀνυψώσουμε πρός τόν Λόγο, πού εἶναι τώρα μέ τό σῶμα Του ἐγκατεστημένος πάνω ἀπό τίς οὐράνιες ἁψῖδες. Αὐτός, θεοπρεπῶς καθήμενος στά δεξιά τῆς μεγαλωσύνης, σάν ἀπό μακρυνό τόπο μᾶς στέλνει αὐτό τό μήνυμα: «ὅποιος θέλει νά παραστεῖ σ᾽ αὐτή τήν δόξα, ἄς μιμεῖται κατά τό δυνατόν καί ἄς πορεύεται τήν ὁδό καί τήν πολιτεία, τήν ὁποία ὑπέδειξα μέ τόν ἐπίγειο βίο μου».

Ἄς παρατηροῦμε, λοιπόν, μέ τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς τό μέγα τοῦτο θέαμα, τήν φύση μας νά ζεῖ αἰωνίως μέ τό ἄϋλο πῦρ τῆς θεότητος. Καί ἀφοῦ ἀποβάλουμε τούς δερμάτινους χιτῶνες, τούς ὁποίους φορέσαμε ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως, τά γεώδη καί σαρκικά φρονήματα, ἄς σταθοῦμε σέ γῆ ἁγία, ἀναδεικνύοντας ὁ καθένας τήν δική του γῆ ἁγία διά τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἀνατάσεως πρός τό Θεό, ὥστε νά ἔχουμε παρρησία, ὅταν ἔρχεται ὁ Θεός μέσα σέ φῶς, καί προστρέχοντας νά φωτισθοῦμε καί φωτιζόμενοι νά ζήσουμε αἰωνίως μαζί Του πρός δόξα τῆς τρισήλιας καί μοναρχικωτάτης λαμπρότητας, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Anthony Bloom: Τελικά θέλουμε κάτι από τον Χριστό ή θέλουμε τον ίδιο τον Χριστό;


Anthony Bloom: Τελικά θέλουμε κάτι από τον Χριστό ή θέλουμε τον ίδιο τον Χριστό;

Ο Θεός είναι διατεθειμένος να μείνη τελείως έξω από την ζωήμας, είναι έτοιμος να το σηκώση αυτό σαν ένα σταυρό, αλλά δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να γίνη απλώς ένα μέρος της ζωής μας.
Έτσι όταν σκεπτόμαστε την απουσία του Θεού, δεν αξίζει να ερωτήσουμε τον εαυτό μας: ποιος φταίει γι’ αυτό;

Πάντοτε αποδίδουμε την ενοχή στον Θεό, πάντοτε κατηγορούμε Εκείνον, είτε κατ’ ευθείαν, είτε μπροστά στους ανθρώπους, ότι είναι απών, ότι ποτέ δεν είναι παρών όταν Τον χρειαζόμαστε, ποτέ δεν ανταποκρίνεται οσάκις καταφεύγουμε σ’ Αυτόν. 
Είναι στιγμές που είμαστε περισσότερο «ευσεβείς» και λέμε ευλαβικά: «ο Θεός δοκιμάζει την υπομονή μου, την πίστη μου, την ταπείνωσί μου». Βρίσκομε ένα σωρό τρόπους για να μεταβάλουμε την εναντίον μας κρίσι του Θεού σε έπαινό μας. Είμαστε τόσο υπομονετικοί ώστε μπορούμε να υποφέρουμε ακόμα και τον Θεό!
Όταν πάμε να προσευχηθούμε όλες τις φορές θέλουμε ΚΑΤΙ από Εκείνον και καθόλου ΕΚΕΙΝΟΝ. Μπορεί αυτό να λεχθεί σχέση; Συμπεριφερόμαστε με τον τρόπο αυτόν στους φίλους μας; Αποβλέπουμε κυρίως σ’ αυτό που η φιλία μπορεί να μας δώση ή αγαπάμε τον φίλο; Συμβαίνει το ίδιο στις σχέσεις μας με τον Θεό;
Ας σκεφθούμε τις προσευχές μας, τις δικές σας και τις δικές μου. Σκεφθήτε την θέρμη, το βάθος και την έντασι που έχει η προσευχή σας, όταν αφορά κάποιον που αγαπάτε, ή κάτι που έχει σημασία για την ζωή σας. Τότε η καρδιά σας είναι ανοιχτή, όλος ο εσωτερικός σας εαυτός είναι προσηλωμένος στην προσευχή. Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο Θεός έχει κάποια σημασία για σας; ΌΧΙ, καθόλου! Απλώς σημαίνει ότι το θέμα της προσευχής σας  απασχολεί.
Όταν κάνετε την γεμάτη πάθος, βαθειά και έντονη προσευχή, την σχετική με το αγαπώμενο πρόσωπο, ή την κατάστασι που σας στεναχωρεί και μετά στραφήτε στο επόμενο αίτημα, που δεν σας απασχολεί και πολύ και ξαφνικά παγώση η διάθεσί σας, τι άλλξε; «Ψυχράθηκε» μήπως ο Θεός; Ή έχει «απομακρυνθεί»; Όχι ασφαλώς. Αυτό σημαίνει ότι όλη η έξαρσι, όλη η έντασι της προσευχής σας δεν γεννήθηκε από την παρουσία του Θεού, ούτε από την προς Αυτόν πίστι σας, την σφοδρή γι’ Αυτόν αγάπη, από την αίσθησι της παρουσίας Του. Αλλά γεννήθηκε, μόνο και μόνο, από την ανησυχία σας για κείνο το πρόσωπο ή για κείνη την υπόθεσι, και όχι για τον Θεό.
Γιατί λοιπόν μας εκπλήττει το γεγονός ότι αυτή η απουσία του Θεού μας πλήττει; Εμείς είμαστε εκείνοι που απουσιάζουμε, εμείς γινόμαστε ψυχροί, αφού δεν μας ενδιαφέρει πλέον ο Θεός. Γιατί; Διότι ο Θεός δεν έχει τόσο σημασία για εμάς.
Υπάρχουν επίσης και άλλες περιπτώσεις που ο Θεός είναι «απών». Εφόσον εμείς είμαστε πραγματικοί, δηλαδή είμαστε, αληθινά, ο εαυτός μας, ο Θεός μπορεί να είναι παρών και να κάνη κάτι για εμάς. Αλλά από την στιγμή που προσπαθούμε να γίνουμε ότι στην ουσία δεν είμαστε, τότε δεν μένει τίποτε να πούμε ή να έχουμε. Γινόμαστε μία φανταστική προσωπικότης, μία ανειλικρινής παρουσία, και την παρουσία αυτήν δεν μπορεί να την πλησιάσει ο Θεός.
Για να μπορέσουμε ναν προσευχηθούμε πρέπει να ζήσουμε στην κατάστασι η οποία καθορίζεται σαν Βασιλεία του Θεού. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι Αυτός είναι ο Θεός, ο Βασιλεύς, οφείλουμε να παραδοθούμε σ’ Αυτόν. Τουλάχιστον πρέπει ναν ενδιαφερόμαστε για το θέλημά Του, ακόμη και αν δεν είμαστε ικανοί να το εκπληρώσουμε. Αλλά αν δεν είμαστε ικανοί γι’ αυτό, αν φερόμαστε στον Θεό όπως ο πλούσιος νεανίας που δεν μπορούσε να ακολουθήση τον Χριστό γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος, τότε πώς θα Τον συναντήσουμε;
Πολύ συχνά, ότι θα θέλαμε να είχαμε αποκτήσει δια της προσευχής, δια της βαθείας σχέσεως με τον Θεό, την οποίαν τόσο επιθυμούμε, είναι απλώς μια επιθυμία ευτυχίας και τίποτα παραπάνω. Δεν είμαστε προετοιμασμένοι να πουλήσουμε όλα όσα έχουμε για ναν αγοράσουμε τον πολύτιμο μαργαρίτη. Έτσι πως είναι δυνατόν να κερδίσουμε αυτόν τον πολύτιμο μαργαρίτη; Είναι Αυτός η προσδοκία μας;
Τελικά θέλουμε κάτι από τον Χριστό ή θέλουμε τον ίδιο τον Χριστό;
από το βιβλίο: "Μάθε να προσεύχεσαι"
εκδ. "Η ΕΛΑΦΟΣ" 

Νικήτας Στηθάτος: Β΄ Εκατοντάδα φυσικών κεφαλαίων περί καθάρσεως του νου


Νικήτας Στηθάτος: 

Β΄ Εκατοντάδα φυσικών κεφαλαίων περί καθάρσεως του νου




1. Αρχή της αγάπης του Θεού είναι η καταφρόνηση των βλεπομένων και των ανθρωπίνων πραγμάτων. Μεσότητα, η κάθαρση της καρδιάς και του νου, από την οποία ανοίγουν νοερά τα μάτια του νου και αποκτούμε επίγνωση της βασιλείας των ουρανών που είναι κρυμμένη μέσα μας. Και τέλος της, ο ακράτητος έρωτας των υπερφυσικών δωρεών του Θεού και η φυσική επιθυμία της ενώσεως με το Θεό και της αιώνιας αναπαύσεως σ' Αυτόν.

2. Όπου υπάρχει ο έρωτας του Θεού και η εργασία των νοητών πραγμάτων και η μέθεξη του απροσίτου φωτός, εκεί υπάρχει και η ειρήνη των δυνάμεων της ψυχής και η κάθαρση του νου και η ενοίκηση της Αγίας Τριάδος. Γιατί ο Κύριος είπε: «Όποιος με αγαπά, θα τηρήσει το λόγο μου, και ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει, και θα έρθομε σ' αυτόν και θα κατοικήσομε μαζί του» .


3. Τρεις καταστάσεις του βίου υπάρχουν: η σαρκική, η ψυχική και η πνευματική. Η κάθε μία απ' αυτές έχει αντίστοιχη διάθεση ζωής που διαφέρει από την άλλη.

4. Η σαρκική κατάσταση του βίου, καταγίνεται ολωσδιόλου στις ηδονές και απολαύσεις της ζωής αυτής, και δεν έχει κανένα κοινό με την ψυχική ή την πνευματική κατάσταση, ούτε και θέλει να αποκτήσει. Η ψυχική είναι στο μεταίχμιο κακίας και αρετής, και αποβλέπει μόνο στην φροντίδα και ευρωστία του σώματος, και στον έπαινο των ανθρώπων. Αποφεύγει εξίσου και τους κόπους της αρετής και τις πράξεις της σάρκας, και δεν κλίνει ούτε στην αρετή ούτε στην κακία λόγω της αντιθέσεώς τους. Στην μεν αρετή γιατί είναι σκληρή και κοπιαστική, στην δε κακία, για να μη χάσει τους επαίνους των ανθρώπων. Η πνευματική όμως κατάσταση του βίου, ούτε θέλει να έχει, ούτε καταγίνεται με αυτά τα δύο κακά, αλλά είναι τελείως ελεύθερη και από τη μία και από την άλλη κατάσταση, και με τα ασημένια φτερά της αγάπης και της απάθειας πετά πάνω και από τις δύο- και δεν πράττει δηλαδή κάτι το απαγορευμένο, και αποφεύγει την αργία των καλών.

5. Εκείνοι που ζουν σαρκικά και κυριαρχούνται από το φρόνημα της σάρκας και είναι ολότελα σάρκες, δεν μπορούν να αρέσουν στο Θεό. Είναι σκοτεινοί στα φρονήματα και τελείως αμέτοχοι των ακτίνων του θείου φωτός, γιατί καλύπτονται από τα νέφη των παθών, που σαν ψηλά τείχη εμποδίζουν τις ακτίνες του Πνεύματος, κι έτσι μένουν αφώτιστοι. Επειδή είναι ανάπηρες οι αισθήσεις των ψυχών τους, δεν μπορούν να ανυψωθούν προς τα νοητά κάλλη του Θεού και να δουν το φως της όντως αληθινής ζωής και να υψωθούν πάνω από την ταπεινότητα των ορατών. Αλλά σαν να έγιναν κατά κάποιο τρόπο κτήνη, διατηρώντας μόνο την αίσθηση του κόσμου, δεσμεύουν το αξίωμα του λογικού στα αισθητά και ανθρώπινα πράγματα. Και αφιερώνουν όλες τις δυνάμεις τους για τα ορατά και μάχονται γι' αυτά μεταξύ τους, ώστε κάποτε δίνουν γι' αυτά και τη ζωή τους· είναι προσηλωμένοι στα χρήματα, στη δόξα και στις ηδονές της σάρκας, και όταν δεν τα πετυχαίνουν, το θεωρούν μεγάλη ζημία. Προς αυτούς απευθύνεται εύλογα εκείνος ο προφητικός λόγος εκ μέρους του Θεού: «Δε θα μείνει το πνεύμα μου στους ανθρώπους τούτους, γιατί αυτοί είναι σάρκες».

6. Εκείνοι που ζουν ψυχικά, και γι' αυτό ονομάζονται ψυχικοί, είναι μισοανόητοι και σαν να έχουν παράλυτα μέλη. Δεν προθυμοποιούνται ποτέ να κοπιάσουν για χάρη της αρετής και της εντολής του Θεού, και αποφεύγουν τις αξιοκατάκριτες πράξεις για να έχουν τιμή από τους ανθρώπους. Υποδουλωμένοι στη φιλαυτία, η οποία τρέφει όλα τα πάθη, δεν παραλείπουν καμιά φροντίδα για την υγεία και απόλαυση της σάρκας. Αποφεύγουν κάθε θλίψη και κόπο και κακοπάθεια για χάρη της αρετής, και περιποιούνται πέρα απ' ό,τι πρέπει το πολέμιο σώμα. Ζώντας με αυτόν τον τρόπο, ο νους τους γίνεται ολωσδιόλου γη, καθώς παχύνεται από τα πάθη, και δεν μπορούν να δεχτούν τα νοητά και θεία πράγματα, με τα οποία η ψυχή αρπάζεται από την ύλη και περιφέρεται στους νοητούς ουρανούς. Αυτό το παθαίνουν γιατί κατέχονται ακόμη από το υλιστικό πνεύμα, καθώς αγαπούν τη ζωή τους και προκρίνουν να κάνουν τα θελήματά τους. Επειδή λοιπόν είναι άδειοι από Άγιο Πνεύμα, είναι αμέτοχοι και των χαρισμάτων Του. Γι' αυτο ούτε είναι δυνατό να δει κανείς σ' αυτούς θεϊκό καρπό, δηλαδή αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον, ή χαρά στις θλίψεις και στη φτώχεια, ή ειρήνη ψυχής, ή βαθιά πίστη, ή περιεκτική εγκράτεια, μα ούτε και κατάνυξη ή δάκρυα, ή ταπείνωση και συμπάθεια. Όλα σ' αυτούς είναι γεμάτα έπαρση και υπερηφάνεια. Γι' αυτό και δεν μπορούν από μόνοι τους να εμβαθύνουν στα βάθη του Πνεύματος. Γιατί δεν έχουν κανένα φως μέσα τους που να φωτίζει το νου τους να καταλαβαίνει τις Γραφές, αλλά και ούτε ανέχονται να τα ακούνε από άλλους. Δικαιολογημένα λοιπόν γι' αυτούς ο Απόστολος αποφάνθηκε: «Άνθρωπος ψυχικός δε δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού, αφού γι' αυτόν είναι μωρία· και δεν ξέρει ότι ο Νόμος είναι πνευματικός και επομένως κατανοείται μόνο με τη βοήθεια του Πνεύματος».

7. Εκείνοι που ζουν εναρμονισμένοι με το Πνεύμα και έχοντας αναλάβει αποκλειστικά την πνευματική ζωή, είναι ευάρεστοι στο Θεό, αφιερωμένοι σ' Αυτόν σαν ναζιραίοι. Γιατί πάντοτε με τους κόπους τους καθαρίζουν τις ψυχές τους και τηρούν τις εντολές του Κυρίου και χύνουν το αίμα τους για την αγάπη Του. Καθαρίζουν τη σάρκα με νηστείες και αγρυπνίες. Λεπτύνουν με δάκρυα την παχύτητα της καρδίας. Νεκρώνουν τα μέλη τους με κακοπάθειες. Με προσευχή και μελέτη γεμίζουν από φως το νου τους και τον κάνουν λαμπρό. Με την απάρνηση των θελημάτων τους, αποδεσμεύουν τις ψυχές τους από τις εμπαθείς κλίσεις του σώματος και ενώνονται ολόκληροι με μόνο το Πνεύμα. Γι' αυτό και εύλογα, όχι μόνον αναγνωρίζονται ως πνευματικοί, αλλά και από όλους έτσι ονομάζονται. Αυτοί, φτάνοντας σε απάθεια και αγάπη, παίρνουν φτερά για τη θεωρία της κτίσεως, και από εκεί δέχονται τη γνώση των όντων με σοφία, η οποία είναι κρυμμένη στο Θεό και δίνεται μόνο σ' εκείνους που ανέβηκαν πάνω από την ταπεινότητα του σώματος. Αφού λοιπόν ξεπεράσουν την αίσθηση του κόσμου και φτάσουν με φωτισμένη διάνοια στα υπέρ την αίσθηση, αποκτούν δύναμη λόγου και απευθύνουν στην εκκλησία του Θεού και στο πολύ πλήθος των πιστών λόγους αγαθούς από καθαρή καρδιά. Και γίνονται στους ανθρώπους αλάτι και φως, όπως λέει και ο Κύριος σ' αυτούς: «Εσείς είστε το φως του κόσμου και το αλάτι της γης».

8. Εκείνο που λέει ο θείος λόγος «Απαλλαγήτε από τους περισπασμούς και μάθετε ότι εγώ είμαι ο Θεός», το γνωρίζουν και στην πράξη όσοι θέλουν. Είναι συμφέρον λοιπόν σ' εκείνον που μια για πάντα απαρνήθηκε την πολυτάραχη και φοβερή ματαιότητα του βίου, να στρέφεται στον εαυτό του με μεγάλη προσοχή και εσωτερική ησυχία και να ζητά να γνωρίσει καλά το Θεό μέσα του, αφού η βασιλεία του Θεού είναι μέσα μας. Όταν κανείς κάνει έτσι, μόλις και με πάροδο πολλών ετών θα μπορέσει να εξαλείψει από την ψυχή του τα σημάδια της κακίας και, αφού επανεύρει το αρχικό κάλλος, να το παρουσιάσει καθαρό στο Θεό που του το έδωσε.

9. Επειδή το δηλητήριο της αμαρτίας που έχει συσσωρευθεί μέσα μας είναι πολύ, έχει ανάγκη λοιπόν και από πολλή καθαρτική φωτιά της μετάνοιας με δάκρυα και θεληματικούς κόπους της ασκήσεως. Γιατί καθαριζόμαστε από τους μολυσμούς της αμαρτίας ή με θεληματικούς κόπους, ή με αθέλητες οδύνες που επιτρέπει ο Θεός. Αν προηγούνται τα θεληματικά, δεν μας έρχονται τα αθέλητα. Όταν όμως τα θεληματικά δεν καθαρίζουν το εσωτερικό του ποτηριού και του πιάτου, τότε έρχονται οι οδύνες σφοδρότερες και συντελούν στην αποκατάστασή μας στο αρχικό κάλλος, γιατί έτσι τα οικονόμησε ο Τεχνίτης.

10. Περιπαίζουν την ευσέβεια και περιπαίζονται από τα πράγματα, εκείνοι που δεν απαρνήθηκαν τον κόσμο με ορθό λόγο, ούτε θέλησαν από την αρχή να πάρουν δάσκαλο και οδηγό, αλλά ακολούθησαν τη δική τους σύνεση και έκαναν στον εαυτό τους τον έμπειρο.

11. Ούτε τις αιτίες και τη θεραπεία των σωματικών ασθενειών μπορεί κανείς να γνωρίζει ακριβώς, χωρίς μεγάλη ιατρική πείρα, ούτε των ψυχικών παθών χωρίς μεγάλη άσκηση γύρω απ' αυτά. Όπως δηλαδή νομίζεται επισφαλής και σε ελάχιστους ευδιάκριτη η διάγνωση των σωματικών ασθενειών, με την οποία καταγίνεται η ιατρική επιστήμη, έτσι πιο επισφαλής και πολύ περισσότερο από εκείνη, είναι η διάγνωση των ψυχικών. Γιατί όσο ανώτερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο μεγαλύτερα και πιο δυσνόητα είναι τα πάθη της από τα πάθη του σώματος, που φαίνονται αισθητώς σε όλους.

12. Οι τέσσερις γενικές και αρχηγικές αρετές υπάρχουν εκ φύσεως από τη δημιουργία μέσα στον άνθρωπο, από τις οποίες, σαν από τέσσερις πηγές, οι ποταμοί όλων των άλλων αρετών γεμίζουν νερά και ποτίζουν την πόλη του Θεού, η οποία είναι η καρδιά που καθαρίζεται και παρηγορείται με τα δάκρυα. Όποιος φύλαξε αυτές τις αρετές ακλόνητες από τα πνεύματα της πονηρίας, ή όταν κατέπεσαν τις ξανασήκωσε με πολλούς κόπους της μετάνοιας, αυτός έκτισε για τον εαυτό του οίκημα βασιλικό και παλάτι, μέσα στο οποίο έρχεται να μείνει ο Βασιλιάς του σύμπαντος, μοιράζοντας άφθονα τις μεγάλες Του δωρεές σ' εκείνους που έτσι ετοίμασαν τον εαυτό τους.

13. Σύντομος ο βίος, απέραντοι οι μέλλοντες αιώνες, και λίγο το διάστημα της παρούσας ζωής. Ο άνθρωπος, το μεγάλο και μικρό αυτό ζώο, που του δόθηκε το σύντομο αυτό διάστημα, είναι αδύνατος. Ο καιρός λοιπόν είναι σύντομος, ο άνθρωπος αδύνατος, και το βραβείο που δίνεται ως μισθός αγώνων, είναι μεγάλο, έχει πάρα πολλούς πειρασμούς και κινδυνεύει μέσα σε μια βραχύτατη ζωή.

14. Δεν θέλει ο Θεός, η εργασία των αγωνιστών να είναι αδοκίμαστη, αλλά πολύ δοκιμασμένη. Γι' αυτό λοιπόν αφήνει τη φωτιά των πειρασμών και παίρνει για λίγο τη χάρη Του, που τους στέλνει από ψηλά, και επιτρέπει η γαλήνη των λογισμών να ταραχθεί προσωρινά από τα πνεύματα της πονηρίας, για να δει την κλίση της ψυχής σε ποιον χαρίζεται περισσότερο, στον Ποιητή και Ευεργέτη της, ή στην αίσθηση του κόσμου και στην απάτη της ηδονής. Και έτσι, ή διπλασιάζει τη χάρη Του σ' εκείνους που προοδεύουν στην αγάπη Του, ή τους μαστιγώνει με τους πειρασμούς και τις θλίψεις, όταν στρέφονται στα υλικά πράγματα, έως ότου μισήσουν την άστατη περιφορά των ορατών και ξεπλύνουν με δάκρυα την πικρία των ηδονών που προέρχονται από αυτά.

15. Όταν διαταραχθεί η ειρήνη των λογισμών από τα πνεύματα της πονηρίας, αμέσως και τα πυρωμένα βέλη της επιθυμίας εκτοξεύονται συνεχώς από τους κυνηγούς και φιλόσαρκους δαίμονες εναντίον του νου που τρέχει γρήγορα προς τα ύψη. Ο νους λοιπόν, αφού εμποδιστεί από την προς τα άνω κίνηση, εμπλέκεται σε απρεπείς και ανάμικτες κινήσεις. Και έτσι αρχίζει η σάρκα να επαναστατεί κατά του πνεύματος, τραβώντας προς τα κάτω το νου με γαργαλισμούς και πυρώσεις, με την επιθυμία να τον καταχώσει μέσα στο βόθρο της ηδονής. Και αν ο Κύριος Σαβαώθ δε λιγόστευε τον αριθμό των ημερών εκείνων και δεν έδινε δύναμη υπομονής στους δούλους Του, δε θα σωζόταν κανείς.

16. Ο πολύπειρος και πολυμέθοδος δαίμονας της πορνείας, σε άλλους γίνεται πτώση και λάκκος βορβόρου, σε άλλους δίκαιο μαστίγιο και ραβδί, σε άλλους πειρασμός και δοκιμασία της ψυχής. Από αυτά, το πρώτο παρατηρείται στους αρχαρίους που σέρνουν το ζυγό της ασκήσεως με ατονία και αμέλεια· το άλλο, σ' εκείνους που βρίσκονται στο μέσο της αρετής και προχωρούν με κάποια βραδύτητα· το τρίτο, σ' εκείνους που ήδη άπλωσαν τα φτερά του νου στη θεωρία και έφτασαν καλώς στην τελειότερη απάθεια. Ο καθένας δηλαδή προς το συμφέρον οικονομείται από το Θεό.

17. Πτώση και λάκκος βορβόρου γίνεται ο δαίμονας της πορνείας, σ' εκείνους οι όποιοι περνούν τον μοναχικό βίο με κάθε αδιαφορία. Αυτών τα μέλη τα καίει με τη φλόγα της επιθυμίας και τους υποδεικνύει μεθόδους να κάνουν το θέλημα της σάρκας και χωρίς επαφή με άλλο σώμα, για τις οποίες είναι αισχρό και να μιλάει και να τις σκέφτεται κανείς. Αυτοί, όπως λέει ο Απόστολος, μολύνουν τη σάρκα τους και τρώνε τους καρπούς της αλμυρής ηδονής και το πρόσωπό τους γίνεται κατασκότεινο και χάνουν δικαίως τα ανώτερα και θεϊκά. Θεραπεία γι' αυτούς, αν θέλουν, θα είναι η θερμή μετάνοια και η κατάνυξη των δακρύων που προέρχεται απ' αυτήν, η οποία και την αποφυγή του κακού προξενεί και την ψυχή καθαρίζει από τους μολυσμούς και την κάνει κληρονόμο του ελέους του Θεού. Αυτήν υπαινίσσεται και ο σοφός Σολομών λέγοντας: «Η θεραπεία καταπαύει μεγάλες αμαρτίες».

18. Μαστίγιο και ραβδί γίνεται δίκαια τούτο το πνεύμα σ' εκείνους που προοδεύουν και τελειοποιούνται στην πρώτη απάθεια διά μέσου της πρακτικής φιλοσοφίας και προχωρούν προς τα τελειότερα. Γιατί όταν χαλαρώσουν την ένταση της ασκήσεως από ραθυμία και κλίνουν λίγο στη θεώρηση του κόσμου χωρίς προφύλαξη και επιθυμήσουν τα ανθρώπινα πράγματα, τότε αφήνεται εναντίον τους αυτός ο δαίμονας να τους μαστιγώσει, και αρχίζει να χτυπά αυτόν που λογίζεται έτσι, με λογισμούς σαρκικής επιθυμίας. Τούτο γίνεται από άκρα αγαθότητα του Θεού· καθώς δηλαδή δε θα μπορούν να το υποφέρουν, να γυρίσουν πίσω γρήγορα στο φρούριο της εντατικής εργασίας και προσοχής, και να καταπιαστούν με μεγαλύτερη προθυμία και με κοπιαστικότερη εργασία με τα έργα που τους σώζουν. Γιατί ο Θεός, όντας φιλάγαθος, δε θέλει την ψυχή που έφτασε σ' αυτό το σημείο, να επιστρέψει διόλου στην αίσθηση του κόσμου, αλλά να βαδίζει εμπρός πάντοτε και να επιχειρεί με μεγάλη προθυμία τα τελειότερα έργα, για να μην πλησιάσει στο κατοικητήριό της μαστίγιο κακίας.

19. Πειρασμός και αγκάθι και δοκιμασία, κατ' οικονομίαν Θεού, γίνεται αυτό το πνεύμα σε όσους από την πρώτη απάθεια προχώρησαν στη δεύτερη· ώστε, όταν πειράζονται, να θυμούνται τη φυσική τους αδυναμία και να μην υπερηφανεύονται, όπως λέει ο Απόστολος, για το μεγαλείο των αποκαλύψεων που δέχονται κατά τη θεωρία. Αλλά βλέποντας το νόμο της αμαρτίας να αντιστρατεύεται στο νόμο της συνειδήσεώς τους, να αποτινάξουν και την ψιλή μνήμη της αμαρτίας, από φόβο μη δοκιμάσουν τη μόλυνση που γεννιέται από αυτή τη μνήμη και μην κατεβάσουν τα μάτια του νου τους από το ύψος της θεωρίας.

20. Οι μόνοι που μπόρεσαν να διατηρήσουν ανενόχλητο το νου τους ακόμη και από την ψιλή μνήμη της αμαρτίας, είναι εκείνοι που αξιώθηκαν με τη χάρη του Πνεύματος να λάβουν από τον ουρανό τη ζωοποιό νέκρωση του Κυρίου στα μέλη και στα νοήματά τους. Και περιφέρουν τη σάρκα νεκρή για την αμαρτία, ενώ το πνεύμα τους απέκτησε πλούσια τη ζωή που δίνει ο Ιησούς Χριστός για την επιτέλεση της δικαιοσύνης. Σ' όσους δόθηκε νους Χριστού, με λόγο σοφίας, σ' αυτούς ακολούθησε και η ανενόχλητη ζωοποιός νέκρωση μαζί με γνώση Θεού.

21. Στις ψυχές που προχωρούν στην κάθαρση, συνήθως επιτίθενται το πνεύμα του θυμού και το πνεύμα της επιθυμίας, για να ρίξουν τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος από τους οποίους είναι κατάφορτες. Ο λόγος είναι ότι η χαρά της ελευθερίας φέρνει κάποια διάχυση σ' αυτές τις ψυχές, ενώ η σοφία του Θεού που τα πάντα οικονομεί προς το συμφέρον, θέλει να ελκύει πάντοτε το νου προς τον εαυτό της και οι ψυχές να μένουν ακλόνητες στην ταπεινοφροσύνη, για να μην υπερηφανευτούν απέναντι των άλλων ή, από την πολλή ελευθερία και τον πλούτο των θείων χαρισμάτων, νομίσουν ότι με τη δική τους δύναμη και σύνεση απέκτησαν το μεγάλο αυτό παλάτι της ειρήνης. Γι' αυτό επιτρέπει στα πονηρά αυτά πνεύματα να εφορμούν εναντίον των ψυχών, ενώ συγχρόνως υποχωρεί η ειρήνη τους, ώστε από το φόβο της πτώσεως να στέκονται αμετακίνητες στη μακάρια ταπείνωση, και μαθαίνοντας ότι είναι δεμένες με σάρκα και αίμα, να επιζητούν αυτό το οικείο στη φύση τους φρούριο, μέσα στο οποίο μπορούν να φυλαχθούν αβλαβείς με τη δύναμη του Πνεύματος.

22. Ο Θεός επιτρέπει να μας έρχονται πειρασμοί ανάλογα με την αρρώστια των παθών και τη σήψη της αμαρτίας που είναι μέσα μας, και μας ετοιμάζει το πικρό φάρμακο των κριμάτων Του είτε δριμύτερο, είτε ηπιότερο. Αν η ύλη της αμαρτίας μέσα μας αντιμετωπίζεται και θεραπεύεται εύκολα, αποτελείται δηλαδή από λογισμούς φιληδονίας και φιλοζωίας, τότε το ποτήρι των πειρασμών μας δίνεται ανακατεμένο με συμπάθεια από τον Γιατρό των ψυχών μας, γιατί σφάλλομε σε ανθρώπινα νοήματα και επηρεαζόμαστε ακόμη από τα ανθρώπινα. Αν όμως η ύλη αυτή είναι δυσκολοθεράπευτη και έχει προχωρήσει σε βάθος και προξενεί σήψη θανάσιμη, καθώς αποτελείται από λογισμούς αλαζονείας και άκρας υπερηφάνειας, τότε το ποτήρι των πειρασμών μας δίνεται χωρίς αραίωση, με θυμό δριμύτατο, ώστε, μέσα στη φωτιά των αλλεπαλλήλων πειρασμών, να λιώσει και να υποχωρήσει η νόσος με την ταπείνωση και έτσι να φύγει από τις ψυχές μας. Και αφού ξεπλύνομε με δάκρυα τους αλμυρούς λογισμούς, να παρουσιαστούμε καθαροί μέσα στο φως της ταπεινώσεως στον Γιατρό των ψυχών μας.

23. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ξεφύγουν οι αγωνιζόμενοι τους αλλεπάλληλους πειρασμούς, εκτός αν εννοήσουν βαθιά την αδυναμία τους και νομίσουν αληθινά ότι δεν έχουν καμιά αρετή, και ότι είναι ανάξιοι για οποιαδήποτε παρηγοριά ή τιμή ή ανάπαυση. Γιατί σκοπός του Θεού, του Γιατρού των ψυχών μας, είναι να είμαστε πάντοτε ταπεινοί και κατηφείς, ξένοι προς κάθε άνθρωπο και μιμητές των παθημάτων Του. Καθώς ο Ίδιος ήταν πράος και ταπεινός στην καρδιά, θέλει κι εμάς να τρέχομε το δρόμο των εντολών Του με πραότητα και ταπείνωση καρδιάς.

24. Η ταπείνωση δεν κατορθώνεται από το πολύ σκύψιμο του αυχένα ή από τα άπλυτα μαλλιά, ή από το ατημέλητο και τραχύ και ρυπαρό ένδυμα, από τα οποία οι περισσότεροι εξαρτούν το παν της αρετής, αλλά από συντετριμμένη καρδιά και πνεύμα ταπεινώσεως σύμφωνα με τα λόγια του Δαβίδ: «Ο Θεός δε θα απορρίψει όποιον έχει πνεύμα συντετριμμένο και καρδιά συντετριμμένη και ταπεινωμένη».

25. Άλλο είναι η ταπεινολογία, άλλο η ταπείνωση και άλλο η ταπεινοφροσύνη. Η ταπεινολογία και η ταπείνωση κατορθώνονται από τους αγωνιζόμενους με κάθε κακοπάθεια και με τους εξωτερικούς κόπους της αρετής, καθώς αυτοί ασχολούνται μόνο με τη σωματική εργασία και γύμναση. Γι' αυτό, επειδή δε βρίσκεται η ψυχή πάντοτε σε καλή κατάσταση, αν τύχει πειρασμός, ταράζεται. Η ταπεινοφροσύνη όμως είναι κάτι το θείο και ουράνιο και γεννιέται μόνο σ' εκείνους που ξεπέρασαν το μέσο της αρετής με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή σ' εκείνους οι οποίοι βάδισαν πρωτύτερα με κάθε ταπείνωση το σκληρότατο δρόμο της αρετής.

26. Η ταπεινοφροσύνη, όταν εισχωρήσει στα βάθη της ψυχής και πέσει πάνω της σαν βαριά πέτρα, τη συνθλίβει και τη συμπιέζει τόσο πολύ, ώστε να εξαντληθεί όλη η ισχύς της με την ακράτητη ροή των δακρύων, και να καθαρθεί ο νους από κάθε κηλίδα λογισμών και να έρθει, όμοια με τον Ησαΐα, σε οπτασία Θεού και να πει, καθώς θα βρίσκεται υπό το κράτος της θείας ενέργειας: «Αλοίμονό μου, έχω παραλύσει· γιατί ενώ είμαι άνθρωπος και εχω ακάθαρτα χείλη, και ενώ κατοικώ ανάμεσα σε λαό που εχει ακάθαρτα χείλη, είδα με τα μάτια μου τον Βασιλέα, τον Κύριο Σαβαώθ».

27. Όταν βαθιά μέσα σου αποκτήσεις την ταπεινολογία, τότε θ' απομακρυνθεί από σένα η τάση για μεγάλα λόγια. Όταν ριζώσει η ταπείνωση στο βάθος της καρδιάς σου, τότε θ' αποδιωχθεί από σένα τόσο η επιφανειακή, όσο και η βαθύτερη ταπεινολογία. Όταν τέλος λάβεις από το Θεό τον πλούτο της ταπεινοφροσύνης, τότε και αυτή η εξωτερική ταπείνωση και η ταπεινολογία της γλώσσας θα καταργηθούν τελείως από σένα, σύμφωνα με τον Παύλο που λέει: «Όταν έρθει το τέλειο, τότε το επιμέρους θα καταργηθεί».

28. Όσο απέχει η ανατολή από τη δύση, τόσο απέχει η αληθινή ταπεινολογία από την αληθινή ταπείνωση. Όσο ανώτερος είναι ο ουρανός από τη γη και η ψυχή από το σώμα, τόσο η ταπεινοφροσύνη, που παρέχεται στους τελείους από το Άγιο Πνεύμα, είναι τελειότερη και ανώτερη από την αληθινή ταπείνωση.

29. Ούτε εκείνον που μιλάει ταπεινά, με σχήμα και εμφάνιση ταπεινώσεως, να νομίσεις εύκολα ότι είναι ταπεινός στην καρδιά, ούτε εκείνον που μιλά με λόγια υψηλά και μεγάλα να νομίσεις ότι είναι γεμάτος από αλαζονεία και υπερηφάνεια, χωρίς να τους δοκιμάσεις. Και θα τους καταλάβεις από τους καρπούς τους.

30. Ο καρπός του Αγίου Πνεύματος είναι αγάπη, χαρά, ειρήνη, αγαθοσύνη, μακροθυμία, χρηστότητα, πίστη, πραότητα, εγκράτεια. Ο καρπός του πονηρού πνεύματος είναι μίσος, κοσμική αθυμία, ακαταστασία της ψυχής, ταραχή της καρδίας, πονηρία, περιέργεια, αδιαφορία, οργή, απιστία, φθόνος, πολυφαγία, μέθη, κακολογία, κατάκριση, επιθυμία των οφθαλμών, υπερηφάνεια και αλαζονεία της ψυχής. Απ' αυτούς τους καρπούς θα αναγνωρίσεις το δένδρο. Και έτσι θα αναγνωρίζεις τι πνεύμα έχει καθένας που σε πλησιάζει. Ακόμα, έχεις και πιο έκδηλα τα σημάδια τους από τα λόγια του Κυρίου: «Ο αγαθός άνθρωπος βγάζει από το αγαθό απόθεμα της καρδιάς του τα αγαθά, ενώ ο κακός άνθρωπος βγάζει από το κακό απόθεμα της καρδιάς του τα κακά». Γιατί κατά το δένδρο είναι και ο καρπός.

31. Σ' εκείνους λοιπόν που υπάρχουν και φαίνονται τα σημάδια του Αγίου Πνεύματος, σ' αυτούς κατοικεί ο Θεός, κι από αυτούς αναβρύζει η καθαρή πηγή του λόγου με σοφία και γνώση, είτε ταπεινολογούν, είτε λένε μεγάλα λόγια. Σ' εκείνους που δεν φαίνονται οι καρποί και τα χαρίσματα του Πνεύματος, αλλά τα σημάδια του πονηρού πνεύματος, σ' αυτούς υπάρχει σκοτάδι άγνοιας του Θεού, πλήθος παθών και κατοίκηση πονηρών πνευμάτων, είτε ταπεινά μιλούν και φορούν, είτε λένε μεγάλα λόγια και έχουν στολή επίσημη και εξωτερική μεγαλοπρέπεια.

32. Η αλήθεια δεν έχει διακριτικό γνώρισμα στα πρόσωπα ή στα σχήματα ή στα λόγια, ούτε σ' αυτά αναπαύεται ο Θεός, αλλά σε καρδιές συντετριμμένες και σε πνεύματα με ταπείνωση και σε ψυχές φωτισμένες από τη γνώση του Θεού. Συμβαίνει να βλέπομε κανένα να χαμηλώνει εξωτερικά την ομιλία του και να χρησιμοποιεί προς όλους λέξεις ταπεινές, κυνηγώντας έτσι τον έπαινο των ανθρώπων, εσωτερικά όμως να είναι γεμάτος υπερηφάνεια, δολιότητα, φθόνο και μνησικακία προς τον πλησίον. Και συμβαίνει άλλοτε να βλέπομε κάποιον να μάχεται για τη δικαιοσύνη με μεγάλα και σοφά λόγια εξωτερικά και ν' αγωνίζεται κατά του ψεύδους και της παραβάσεως των θείων νόμων, να αποβλέπει δηλαδή μόνο στην αλήθεια, και εσωτερικά να είναι γεμάτος από μετριοφροσύνη, ταπείνωση και αγάπη προς τον πλησίον· κάποτε μάλιστα και να καυχιέται στο όνομα του Κυρίου, όπως έκανε και ο Παύλος λέγοντας: «Θα καυχηθώ για τις ασθένειές μου».

33. Ο Θεός δεν παρατηρεί την επιφάνεια εκείνων που λέμε και κάνομε, αλλά τις διαθέσεις των ψυχών και το σκοπό για τον οποίο κάνομε κάτι απ' όσα φαίνονται ή λέμε κάτι απ' όσα νοούνται. Όπως ακριβώς και όσοι υπερτερούν κατά τη σύνεση από τους λοιπούς, προσέχουν περισσότερο τα κίνητρα των λόγων και τα αποτελέσματα των έργων, και βγάζουν συμπεράσματα χωρίς να σφάλλουν. Ο άνθρωπος βλέπει το πρόσωπο, ο Θεός βλέπει την καρδιά .

34. Ο Θεός έκρινε ότι δεν έπρεπε από γενιά σε γενιά να μην παρουσιάζει, μέσω του Πνεύματος, κάποιους προφήτες και φίλους Του για να καταρτίζουν την Εκκλησία Του. Αν δηλαδή ο αρχαίος δράκοντας δε σταμάτησε να ξερνά το δηλητήριο της αμαρτίας στ' αυτιά των ανθρώπων, με το οποίο προκαλείται η απώλεια της ψυχής, πως Εκείνος που μόνος Του έπλασε τις καρδιές των ανθρώπων, δε θα σηκώσει τον άπορο που κάθεται στο χώμα της ταπεινώσεως και το φτωχό που βρίσκεται στην κοπριά των παθών, και δε θα του δώσει το ξίφος του Πνεύματος, το οποίο είναι ο λόγος του Θεού, στέλνοντάς τον να βοηθήσει την κληρονομιά Του; Εύλογα λοιπόν εκείνοι που απαρνούνται τους εαυτούς των, αρχίζουν από την ταπείνωση και τρέχουν ψηλά στο ύψος της γνώσεως. Και δίνεται σ' αυτούς από ψηλά λόγος σοφίας με δύναμη Θεού, για να φέρουν το χαρμόσυνο άγγελμα της σωτηρίας στην Εκκλησία Του.

35. Γνώρισε τον εαυτό σου. Αυτό είναι η όντως αληθινή ταπείνωση, που διδάσκει την ταπεινοφροσύνη και συντρίβει την καρδιά. Και να εργάζεσαι γι' αυτό το πράγμα και να το φυλάγεις. Αν όμως δε γνώρισες ακόμη τον εαυτό σου, τότε ούτε τι είναι ταπείνωση γνωρίζεις, ούτε άρχισες την αληθινή πνευματική εργασία και φύλαξη. Γιατί το να γνωρίσεις καλά τον εαυτό σου είναι ο σκοπός της εργασίας των αρετών.

36. Εκείνος που από την καθαρότητά του έφτασε στη γνώση των όντων, αυτός γνώρισε τον εαυτό του σύμφωνα με το ρητό «γνώθι σαυτόν». Εκείνος όμως που δεν έφτασε ακόμη στη γνώση των λόγων της κτίσεως και των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων, γνώρισε βέβαια τα γύρω απ' αυτόν και τα εξω απ' αυτόν, δε γνώρισε όμως διόλου τον εαυτό του.

37. Άλλο είμαι εγώ και άλλο τα σχετιζόμενα μ' εμένα· άλλο επίσης είναι τα σχετιζόμενα μ' εμένα, κι άλλο τα γύρω από μένα· κι από αυτά, άλλο είναι τα εξω από μένα. Εγώ είμαι εικόνα του Θεού, που φαίνεται σε ψυχή νοερή και αθάνατη και λογική, επειδή έχω το νου πατέρα του λόγου, αδιαίρετο από την ψυχή και ομοούσιο μ' αυτήν. Τα σχετιζόμενα μ' εμένα είναι οι έμφυτες ιδιότητες του ανθρώπου να βασιλεύει και να άρχει στην κτίση, να είναι λογικός και αυτεξούσιος. Τα γύρω από μένα είναι όσα μπορώ να διαλέξω με την προαίρεση μου: το να είμαι γεωργός, ή έμπορος, ή άνθρωπος των γραμμάτων, ή φιλόσοφος. τα έξω από μένα είναι όσα αναφέρονται στις κοινωνικές τιμές και στην κατά κόσμον ευγένεια, όπως είναι ο πλούτος, η δόξα, η τιμή, η ευημερία, τα μεγάλα αξιώματα, ή αντιθέτως η φτώχεια, η αδοξία, η ατιμία, η δυστυχία.

38. Εκείνος που γνώρισε τον εαυτό του, τερμάτισε όλα τα κατά Θεόν έργα του και μπήκε στον άγιο τόπο του Θεού, δηλαδή στη νοερή εργασία του Πνεύματος και στο θεϊκό λιμάνι της απάθειας και της ταπεινώσεως. Εκείνος όμως που δεν έφτασε να γνωρίσει τον εαυτό του δια μέσου της ταπεινοφροσύνης και της γνώσεως, βαδίζει ακόμη στη ζωή του με μόχθο και ιδρώτα. Αυτό υπαινίσσεται ο Δαβίδ όταν λέει: «Αυτόν τον κόπο αντιμετωπίζω ώστε να μπω στον άγιο τόπο του Θεού».

39. Όταν γνωρίσει κανείς καλά τον εαυτό του —και γι' αυτό απαιτείται μεγάλη εξωτερική προσοχή και αποχή από τα κοσμικά πράγματα και εξέταση της συνειδήσεως—, τότε ξαφνικά έρχεται υπέρλογα στην ψυχή και κάποια θεία ταπείνωση. Αυτή προξενεί συντριβή στην καρδιά και δάκρυα θερμής κατανύξεως, ώστε να νομίζει εκείνος που κατέχεται από αυτήν ότι είναι χώμα και στάχτη, σκουλήκι κι όχι άνθρωπος, κι ακόμη ότι δεν είναι άξιος ούτε γι' αυτή την κτηνώδη ζωή. Και τούτο λόγω της υπερβολικής δωρεάς του Θεού, στην οποία εκείνος που αξιώθηκε να πολυκαιρίσει, γεμίζει από άλλη ανέκφραστη μέθη, την κατάνυξη, και κατεβαίνει στο βυθό της ταπεινοφροσύνης. Και βγαίνοντας έξω από τον εαυτό του δε λογαριάζει τίποτε από τα εξωτερικά, φαγητά, ποτά και σκεπάσματα του σώματος, εκτός από τα απαραίτητα, γιατί δέχθηκε την καλή αλλοίωση από το δεξί χέρι του Υψίστου.

40. Μεταξύ των αρετών μεγαλύτερη είναι η ταπείνωση. Αυτή, σε όποιους φυτευτεί μέσα τους με την ειλικρινή μετάνοια, παίρνοντας συνοδοιπόρους την προσευχή και την εγκράτεια, τους ελευθερώνει αμέσως από τη δουλεία των παθών, χορηγεί ειρήνη στις ψυχικές τους δυνάμεις και καθαρίζει την καρδιά με τα δάκρυα, γεμίζοντάς την γαλήνη με την επιφοίτηση του Πνεύματος. Αφού λοιπόν αυτοί διαμορφωθούν έτσι, ισχυροποιείται μέσα τους από αυτό ο λόγος της γνώσεως του Θεού και φτάνουν στη θεωρία των μυστηρίων της βασιλείας των ουρανών και των ίδιων των λόγων της δημιουργίας. Και όσο εμβαθύνουν στα βάθη του Πνεύματος, τόσο περισσότερο βυθίζονται στο βυθό της ταπεινοφροσύνης. Απ' αυτό αυξάνεται σ' αυτούς η επίγνωση των μέτρων τους, γνωρίζουν την αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως και πολλαπλασιάζεται η αγάπη στο Θεό και τους πλησίον, ώστε να θεωρούν ότι αντλούν αγιασμό και μόνον από τον χαιρετισμό και τον πλησιασμό εκείνων που συναναστρέφονται.

41. Τίποτε άλλο δε φτερώνει τόσο την ψυχή στον έρωτα του Θεού και στην αγάπη των ανθρώπων, όσο η ταπεινοφροσύνη, η κατάνυξη και η καθαρή προσευχή. Η πρώτη συντρίβει το πνεύμα, κάνει ν' αναβλύσουν πηγές δακρύων και διδάσκει τον άνθρωπο να γνωρίζει τα μέτρα του, φέρνοντας μπροστά του την ανθρώπινη μικρότητα. Η δεύτερη καθαρίζει το νου από την ύλη, φωτίζει τα μάτια της καρδιάς και κάνει την ψυχή ολόλαμπρη. Η τρίτη ενώνει ολόκληρο τον άνθρωπο με το Θεό, τον κάνει συνόμιλο με τους Αγγέλους, του δίνει να γευθεί τη γλυκύτητα των αιωνίων αγαθών του Θεού, του χορηγεί θησαυρούς μεγάλων μυστηρίων και, πυρπολώντας τον με την αγάπη, τον πείθει να θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των αγαπητών του, επειδή ξεπέρασε τα όρια της ταπεινότητας του σώματος.

42. Φύλαγε καλά την καλή παρακαταθήκη της πλουτοποιού ταπεινώσεως, μέσα στην οποία έχουν κατατεθεί οι απόκρυφοι θησαυροί της αγάπης και φυλάγονται τα μαργαριτάρια της κατανύξεως. Εκεί και ο Βασιλεύς Χριστός ο Θεός αναπαύεται σαν σε χρυσοκόλλητο θρόνο, μοιράζει τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος στους μαθητές της ταπεινώσεως, και τους χαρίζει τα μεγάλα αξιώματά Του. Δηλαδή τον λόγο της γνώσεώς Του, την απόρρητη σοφία Του, τη διόραση των θείων πραγμάτων, την προόραση των ανθρωπίνων πραγμάτων, τη ζωοποιό νέκρωση, δια μέσου της απάθειας, και την ένωση μαζί Του, για να συμβασιλεύουν με Αυτόν στη βασιλεία του Θεού και Πατέρα, όπως ο Ίδιος παρακάλεσε τον Πατέρα Του για μας, λέγοντας: «Πατέρα, θέλω αυτοί που μου έδωσες, να είναι όπου είμαι κι εγώ».

43. Όταν, ενώ κανείς κοπιάζει πρακτικά στην εργασία των εντολών, βρεθεί ξαφνικά σε μια ανεκλάλητη και ανέκφραστη χαρά, ώστε να υποστεί μια παράδοξη και υπέρλογη αλλοίωση, έτσι που να αποβάλει το βάρος του σώματος και να λησμονήσει φαγητό, ύπνο και τις άλλες ανάγκες της φύσεως, ας γνωρίζει ότι αυτή είναι επίσκεψη του Θεού σ' αυτόν, η οποία προξενεί στους αγωνιζόμενους τη ζωοποιό νέκρωση και χαρίζει σ' αυτούς από εδώ ήδη την κατάσταση των Ασωμάτων. Αυτής της μακάριας ζωής, πρόξενος είναι η ταπείνωση· τροφός και μητέρα, η αγία κατάνυξη· φίλη και αδελφή, η θεωρία του θείου φωτός· θρόνος, η απάθεια· και τέλος, η Αγία Τριάδα, ο Θεός.

44. Εκείνος που κατέκτησε, σαν κάποια ακρόπολη, αυτή την κατάσταση, δεν μπορεί να κρατιέται κάτω από τα δεσμά της αισθήσεως των ορατών. Δεν βλέπει τίποτε πλέον από τα τερπνά του βίου, δε διακρίνει τον ανόσιο από τον όσιο. Αλλά όπως ο Θεός βρέχει και ανατέλλει τον ήλιο για δικαίους και αδίκους, πονηρούς και αγαθούς, όμοια και αυτός ανατέλλει και απλώνει προς όλους τις ακτίνες της αγάπης και δε νιώθει στενοχώρια μέσα του εγκυμονώντας την αγάπη προς όλους· μόνο στενοχωριέται και θλίβεται που δεν ευεργετεί όσο θέλει. Από αυτόν, σαν από την Εδέμ, πηγάζει κάποια άλλη πηγή, η πηγή της κατανύξεως, που διαιρείται σε τέσσερις διακλαδώσεις —στην ταπεινοφροσύνη, στην αγνότητα, στην απάθεια και στην υψηλή απερίσπαστη προσευχή— και ποτίζει το πρόσωπο όλης της νοητής κτίσεως του Θεού.

45. Εκείνοι που δε γεύτηκαν τη γλυκύτητα των δακρύων της κατανύξεως και δε γνωρίζουν ποια είναι η χάρη και η ενέργειά της, νομίζουν ότι αυτά δε διαφέρουν διόλου από τα δάκρυα που χύνονται για τους νεκρούς, και πλάθουν για τον εαυτό τους διάφορες δικαιολογίες αβάσιμες και συλλογισμούς αμηχανίας. Αυτά όμως τα δάκρυα είναι για μας φυσικά· και όταν η υπεροψία του νου κλίνει στην ταπείνωση και η ψυχή κλείσει τα μάτια της στην απάτη των ορατών πραγμάτων και τα ανοίξει προς μόνη τη θεωρία του άυλου και πρώτου Φωτός, αφού αποτινάξει όλη την αίσθηση του κόσμου και δεχθεί την ουράνια παρηγοριά του Πνεύματος, παρευθύς τα δάκρυα τρέχουν σαν νερά από πηγή και καταγλυκαίνουν τα αισθητήρια της ψυχής και γεμίζουν το νου από κάθε χαρά και θεϊκό φως. Κι ακόμη, συντρίβουν την καρδιά και κάνουν το νου ταπεινόφρονα κατά τη θεωρία των θείων. Αυτά είναι αδύνατο να συμβούν σ' εκείνους που θρηνούν και κλαίνε για άλλους λόγους.

46. Αδύνατο με άλλον τρόπο να ανοίξει η πηγή των δακρύων, χωρίς βαθύτατη ταπεινοφροσύνη. Ούτε πάλι μπορεί να είναι κανείς ταπεινόφρων χωρίς την κατάνυξη που έρχεται από την επίσκεψη του Πνεύματος. Γιατί την κατάνυξη γεννά η ταπεινοφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη η κατάνυξη μέσω του Αγίου Πνεύματος. Η μία δηλαδή δένεται με την άλλη σαν αλυσίδα και αποτελούν μία χάρη, διατηρώντας αδιάσπαστο τον σύνδεσμο του Πνεύματος.

47. Το φως που το Άγιο Πνεύμα παρέχει στην ψυχή, συνήθως χάνεται εξαιτίας ραθυμίας, αμέλειας και αδιαφορίας στα λόγια και στα φαγητά. Γιατί η αδιαφορία στα φαγητά, η τρυφηλή δίαιτα, η ακράτεια της γλώσσας και η αφυλαξία των ματιών, διώχνουν το φως του Αγίου Πνεύματος και μας κάνουν σκοτεινούς. Και όταν γεμίσομε σκοτάδι, τότε όλα τα θηρία του αγρού της καρδίας μας και τα λιονταρόπουλα, οι λογισμοί δηλαδή των παθών, τριγυρίζουν μέσα σ' αυτή, ουρλιάζοντας και ζητώντας να τραφούν με εμπάθεια και να αρπάξουν το θησαυρό που έχει βάλει μέσα μας το Πνεύμα. Αλλά η όντως αγαπητή εγκράτεια και η αγγελοποιός προσευχή, όχι μόνο δεν επιτρέπουν να περάσει τίποτε τέτοιο κοντά στην ψυχή, αλλά και το φως του Πνεύματος το διατηρούν άσβηστο στο νου και κάνουν την καρδιά ήρεμη· ακόμη, πηγάζουν αγνή τη θεία κατάνυξη, πλατύνουν την ψυχή στην αγάπη του Θεού και την ενώνουν ολόκληρη, μέσω της ευφροσύνης και της παρθενίας, με το Χριστό.

48. Τίποτε άλλο δεν είναι τόσο συγγενές με το λογικό, όσο η αγνότητα και η σωφροσύνη της ψυχής. Αυτών μητέρα είναι η περιεκτική και αγαπητή εγκράτεια. Πατέρας της εγκράτειας είναι ο φόβος. Ο φόβος, όταν μεταβληθεί σε πόθο και ενωθεί με την επιθυμία των θείων πραγμάτων, κάνει την ψυχή άφοβη και γεμάτη από την αγάπη του Θεού και μητέρα του θείου λόγου.

49. Ο φόβος, όταν ενωθεί με την ψυχή, την κάνει να εγκυμονεί με τη μετάνοια το λόγο της Κρίσεως, οπότε την περικυκλώνουν αμέσως οι ωδίνες των κολάσεων του άδη και την κατατυραννούν στεναγμοί και πόνοι και σφίξιμο της καρδίας, καθώς συλλογίζεται τη μέλλουσα ανταπόδοση των κακών πράξεων. Κατόπιν, αφού με πολλά δάκρυα και πόνους αναπτύξει μέσα στην κοιλία της διάνοιάς της το πνεύμα σωτήριας που συνέλαβε, το γέννα στη γη της καρδίας της. Και, ελευθερωμένη από τις ωδίνες του άδη και απαλλαγμένη από τους στεναγμούς της κρίσεως, την κυριεύει πόθος και χαρά των μελλόντων αγαθών και την προϋπαντά η αγαπητή αγνεία μαζί με τη σωφροσύνη, που με τον θείο έρωτα την ενώνει με το Θεό. Όταν ενωθεί η ψυχή με το Θεό, αισθάνεται μια ανέκφραστη ηδονή, ώστε ν' αφήνει να ρέουν με ηδονή και γλυκύτητα τα δάκρυα της κατανύξεως, να αποξενώνεται από την παγκόσμια αίσθηση, να τρέχει σαν εκστατική πίσω από τον Νυμφίο και να φωνάζει με φωνές αλάλητες: «Θα τρέξω πίσω σου ακολουθώντας την ευωδία των μύρων σου. Πες μου εσύ, που σ' αγάπησα μ' όλη τη διάθεσή μου, πού βόσκεις τα πρόβατα σου; Πού τα αναπαύεις; Σε μεσημέρι καθαρής θεωρίας; Πες μου, μήπως βρεθώ κι εγώ στο ποίμνιο των δικαίων. Εσύ παρέχεις ελλάμψεις μυστηρίων μεγάλων.». Αυτήν, αφού ο Νυμφίος την οδηγήσει στο θάλαμο των κρυπτών μυστηρίων Του, την κάνει άξια να θεωρεί με σοφία τους λόγους της κτίσεως.

50. Μην πεις με το νου σου, «είναι αδύνατο πλέον να ξαναποκτήσω την αγνότητα της παρθενίας, αφού έπεσα με ποικίλους τρόπους στη φθορά και στη μανία του σώματος». Γιατί όπου καταβληθούν κόποι μετάνοιας, με κακοπάθεια και θέρμη ψυχής, και τρέξουν ποταμοί δακρύων από κατάνυξη, όλα τα οχυρά της αμαρτίας πέφτουν, σβήνει κάθε πυρκαγιά των παθών, τελείται η ουράνια αναγέννηση με την επέλευση του Παρακλήτου και γίνεται πάλι η ψυχή παλάτι αγνείας και παρθενίας. Και αφού κατεβεί στην ψυχή ο υπέρ τη φύση Θεός, με φως και ανέκφραστη χαρά, κάθεται στο νου της σαν σε ψηλό και ένδοξο θρόνο και δίνει ειρήνη στις δυνάμεις της με τα έξης λόγια: «Ειρήνη σε σας από τα πάθη που σας πολεμούν. Σας δίνω την ειρήνη μου, ώστε να ενεργείτε κατά φύση. Σας αφήνω την ειρήνη μου ώστε να τελειωθείτε στην υπέρ φύση κατάσταση». Θεραπεύοντας λοιπόν ο Θεός, με την τριπλή αυτή ειρηνική δωρεά, τα τρία μέρη της ψυχής και ανυψώνοντάς την στην τριαδική τελειότητα και ενώνοντάς την με τον εαυτό Του, την αποκαθιστά ολόκληρη πλέον παρθένο, όμορφη και ωραία, αναχωνεύοντάς την με την ευωδία των μύρων της αγνείας, και της λέει: «Σήκω, όμορφη περιστέρα μου, έλα κοντά μου με την πρακτική φιλοσοφία· γιατί ιδού, ο χειμώνας των παθών πέρασε, η βροχή των φιλήδονων λογισμών έφυγε και χάθηκε, φάνηκαν τα άνθη των αρετών, με την ευωδία των θείων νοημάτων, πάνω στη γη της καρδιάς σου. Σήκω, έλα κοντά μου με τη γνώση της φυσικής θεωρίας. Και πάλι, έλα εσύ περιστέρα μου, μόνη σου, τυλιγμένη στο γνόφο της μυστικής θεολογίας και στη στερεή σαν βράχο πίστη σε Μένα, το Θεό.».

51. Θεωρώ μακάριο για την καλή αλλοίωση και ανάβασή του εκείνον που με την πρακτική φιλοσοφία υπερπήδησε το τείχος της εμπαθέστατης έξεως, και από εκεί, με τα φτερά της απάθειας, τα επαργυρωμένα με τη γνώση, υψώθηκε στο νοητό αέρα της θεωρίας των όντων και, στη συνέχεια, εισέδυσε στο γνόφο της θεολογίας, όπου τερμάτισε όλα αυτά τα έργα του και αναπαύθηκε μέσα στο Θεό που είναι η μακάρια ζωή. Γιατί έτσι έγινε πλέον επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος και δόξασε το Θεό με το βίο του, γι' αυτό ο Θεός θα τον δοξάσει.

52. Όσοι αγαπούν το νόμο του Θεού, έχουν πολλή ειρήνη και δεν υπάρχει γι αυτούς αιτία σκανδαλισμού . Γιατί στο Θεό αρέσουν όχι όσα αρέσουν στους ανθρώπους, αλλά όσα φαίνονται ίσως όχι καλά, είναι όμως κατά τη φύση τους πολύ καλά για όποιον γνωρίζει τους λόγους των όντων και των δημιουργημάτων.

53. Το άριστο είναι να πεθάνει κανείς για τον κόσμο και να ζήσει για το Χριστό. Γιατί, διαφορετικά, δεν μπορεί να αναγεννηθεί, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου· κι αν κανείς δεν αναγεννηθεί, ούτε στη βασιλεία του Θεού μπορεί να μπει. Αυτή η γέννηση γίνεται με την υποταγή σε πνευματικούς πατέρες. Γιατί αν δε δεχθούμε πρωτύτερα μέσα μας το σπόρο του λόγου με τη διδασκαλία των πατέρων και δεν υιοθετηθούμε δια μέσου αυτών από το Θεό, δεν μπορούμε να αναγεννηθούμε. Έτσι και οι δώδεκα Απόστολοι από έναν γεννήθηκαν, το Χριστό, και οι εβδομήντα Απόστολοι από τους δώδεκα, και υιοθετήθηκαν από το Θεό και Πατέρα, όπως είπε ο Κύριος: «Εσείς είστε υιοί του επουράνιου Πατέρα μου». Γι' αυτό και σ' εμάς ο Παύλος λέει: «Κι αν έχετε αμέτρητους παιδαγωγούς στην κατά Χριστόν ζωή, δεν έχετε όμως και πολλούς πατέρες. Εγώ σας γέννησα, γίνετε μιμητές μου.»

54. Το να μην υποταχθεί κανείς σε πνευματικό πατέρα κατά μίμηση του Χριστού που υποτάχθηκε μέχρι σταυρικού θανάτου στον Πατέρα Του, σημαίνει και ότι δε θα αναγεννηθεί. Εκείνος τώρα που δεν έγινε αγαπητός υιός αγαθού πατέρα, και έτσι δεν αναγεννήθηκε από το Λόγο και το Πνεύμα, πώς θα γίνει ο ίδιος αγαθός πατέρας αγαθών υιών και πώς θα γεννήσει αγαθά πνευματικά τέκνα, όμοια στην αγαθότητα με τον πατέρα τους; Διαφορετικά, κατά το δένδρο θα είναι οπωσδήποτε και ο καρπός του.

55. Κακό πράγμα είναι η απιστία, το κάκιστο γέννημα της πονηρής φιλαργυρίας και του φθόνου. Αν λοιπόν αυτή είναι κακό, πόσο μάλλον η μητέρα της; Αφού αυτή κάνει την αγάπη του χρυσού προτιμότερη στους ανθρώπους από την αγάπη του Χριστού και τον Δημιουργό του χρυσού τον βάζει παρακάτω από αυτόν και πείθει να λατρεύουν αυτόν παρά το Θεό, εκείνοι που προσφέρουν λατρεία στην κτίση και όχι στον Κτίστη και στη θέση της αλήθειας του Θεού βάζουν το ψέμμα'. Αν λοιπόν η νόσος της φιλαργυρίας είναι τέτοιο κακό, ώστε να ονομαστεί δεύτερη ειδωλολατρία, άρα δεν ξεπερνά κάθε βαθμό κακίας η ψυχή που πάσχει θεληματικά από αυτήν;

56. Αν θέλεις να είσαι φίλος του Χριστού, πρέπει να μισήσεις το χρυσό και την αχόρταγη αγάπη του, γιατί στρέφει τη διάνοια στον εαυτό της και την απομακρύνει από τη γλυκύτατη αγάπη του Ιησού, η οποία δεν φανερώνεται με λόγια, αλλά με την εργασία των εντολών Του. Αν όμως επιθυμείς, αλοίμονο, τον χρυσό, θα τον κερδίσεις προσωρινά κρύβοντάς τον στη γη, αφού θεωρείς κέρδος και όχι πολύ μεγάλη ζημία την αγάπη του, προτιμώντας την από το Χριστό, αλλά, να ξέρεις, θα ζημιωθείς το Χριστό και κοντά στην απώλεια αυτή θα χάσεις και το Θεό, που είναι το κεφάλαιό σου και που χωρίς Αυτόν δεν υπάρχει ζωή σωτηρίας για τους ανθρώπους.

57. Αν αγαπάς το χρυσό, δεν αγαπάς το Χριστό. Αν λοιπόν δεν αγαπάς το Χριστό αλλά αγαπάς το χρυσό, παρατήρησε με ποιόν σε κάνει όμοιο αυτός ο τύραννος· με τον Ιούδα, τον μαθητή τον άπιστο, τον φίλο που αποδείχθηκε επίβουλος και φέρθηκε με πολλή κακία στον κοινό Κύριο και ξέπεσε άθλια από την πίστη και την αγάπη Εκείνου και ρίχθηκε στο βυθό της απελπισίας. Αυτού το παράδειγμα φοβούμενος και συ, άκουσέ με και απόφευγε το χρυσό και την αγάπη του, για να μπορέσεις να κερδίσεις το Χριστό, αγαπώντας τον εαυτό σου. Αν όχι, πάντως ξέρεις τον τόπο όπου κατέληξε ο Ιούδας.

58. Χωρίς να κληθείς από το Θεό, μην επιδιώξεις ποτέ να καταλάβεις εκκλησιαστικό αξίωμα με χρήματα, ή με βοήθεια ανθρώπων, ή με δική σου απαίτηση, και αν ακόμη βλέπεις τον εαυτό σου ικανό να ωφελήσει ψυχές. Γιατί υπάρχουν τρία ενδεχόμενα, και θα σου συμβεί ένα από αυτά. Ή θα έρθει επάνω σου αγανάκτηση και οργή Θεού με ποικίλους πειρασμούς και συμφορές και θα σε πολεμήσουν όχι μόνον όλοι οι άνθρωποι, αλλά και όλη η κτίση σχεδόν, και θα γεμίσει στεναγμούς η ζωή σου. Ή θα υπερισχύσουν οι αντίπαλοί σου και θα καθαιρεθείς με μεγάλη ντροπή από τη θέση σου· ή θα πεθάνεις πρόωρα και θα χωριστείς από αυτή τη ζωή.

59. Δεν είναι δυνατό να καταφρονήσει κανείς τη δόξα ή την ατιμία και να ανυψωθεί πάνω από την ηδονή και την οδύνη, αν δεν αξιωθεί να βλέπει τα τέλη των πραγμάτων. Γιατί όταν δει τα τέλη κάθε δόξας και ηδονής, κάθε τρυφής και πλούτου και καλοπέρασης, ότι καταλήγουν στο μηδέν, καθώς ο θάνατος τα διαδέχεται και τα καταστρέφει, τότε αφού διαπιστώσει αναμφισβήτητη ματαιότητα στα ανθρώπινα πράγματα, στρέφει τις αισθήσεις του προς τα τέλη των θείων πραγμάτων. Και πιάνεται από εκείνα που υπάρχουν και που ποτέ δεν μπορούν να φθαρούν· και καθώς αυτά επιζητεί, ξεπερνά την οδύνη και την ηδονή. Ξεπερνά την οδύνη, γιατί κατανίκησε τη φιληδονία, τη φιλοδοξία και τη φιλοχρηματία της ψυχής· και ξεπερνά την ηδονή, γιατί αποτίναξε την αίσθηση του κόσμου. Γι' αυτό είτε δέχεται τιμές, είτε ατιμίες, μένει ο ίδιος· είτε βρίσκεται σε οδύνη σωματική, είτε σε άνεση, ευχαριστεί σε όλα το Θεό, και δε στρέφει στα χαμηλά το λογισμό του.

60. Είναι δυνατόν, ο αγωνιστής να συμπεραίνει και από τα όνειρα για τις κινήσεις και τις διαθέσεις της ψυχής και να φροντίζει για την κατάστασή του. Γιατί σύμφωνες με τη διάθεση και τις φροντίδες του εσωτερικού ανθρώπου είναι και οι κινήσεις του σώματος και οι φαντασίες του νου. Αν λοιπόν κανείς έχει ψυχή φιλόυλη και φιλήδονη, φαντάζεται απόκτηση πραγμάτων και αφθονία χρημάτων, μορφές γυναικών και εμπαθείς μίξεις, από τις οποίες του μένει ο βρωμερός χιτώνας και ο μολυσμός της σάρκας. Αν έχει ψυχή πλεονεκτική και φιλάργυρη, βλέπει τα πάντα σαν χρυσό και ότι τον μαζεύει και τον πολλαπλασιάζει με τους τόκους και τον αποθηκεύει σε θησαυροφυλάκια και έτσι καταδικάζεται ως άσπλαχνος. Αν έχει ψυχή θυμώδη και φθονερή, καταδιώκεται στα όνειρα από θηρία και φαρμακερά ερπετά και βασανίζεται από φόβους και δειλία. Αν η ψυχή του είναι φουσκωμένη από κενοδοξία, φαντάζεται επευφημίες και προϋπαντήσεις λαού, και θρόνους άρχοντα και ηγεμόνα, και για εκείνα που δεν έχει αποκτήσει, έχει τη διάθεση, ακόμη και ξυπνητός, σαν να υπάρχουν ή σαν να πρόκειται να υπάρξουν σύντομα. Αν έχει ψυχή υπερήφανη και γεμάτη αλαζονεία, βλέπει τον εαυτό του να κάθεται σε λαμπρότατα οχήματα, και καμιά φορά ότι έχει φτερά και πετά στον αέρα και ότι όλοι τρέμουν το μεγαλείο της εξουσίας του. Το ίδιο και ο φιλόθεος άνθρωπος, που έχει ζήλο στην εργασία της αρετής και είναι δίκαιος στους αγώνες της ευσέβειας και έχει ψυχή καθαρή από την επίδραση της ύλης, βλέπει στον ύπνο του εκβάσεις μελλόντων πραγμάτων και αποκαλύψεις φρικτών θεαμάτων. Και όταν ξυπνά, πάντοτε βρίσκει τον εαυτό του να προσεύχεται με κατάνυξη και ειρηνική κατάσταση της ψυχής και του σώματος, ώστε στο πρόσωπο να έχει τα δάκρυα, και στα χείλη τη συνομιλία με το Θεό.

61. Από όσα βλέπομε στον ύπνο μας, άλλα είναι όνειρα, άλλα οράσεις και άλλα αποκαλύψεις. Τα όνειρα είναι όσα δεν μένουν στη φαντασία του νου αμετάβλητα, αλλά εμφανίζονται συγκεχυμένα και αλλεπάλληλα και συνεχώς μεταβαλλόμενα από το ένα στο άλλο. Απ' αυτά καμιά ωφέλεια δεν παίρνει όποιος τα φαντάζεται, και μετά το ξύπνημα χάνεται και η ίδια η φαντασία, την οποία οι αγωνιστές πρέπει να την καταφρονούν. Οι οράσεις είναι όσες είναι αμετάβλητες και δε μετασχηματίζονται από το ένα στο άλλο, αλλά μένουν τυπωμένες στο νου πολλά χρόνια και αξέχαστες. Επίσης όσες δείχνουν έκβαση μελλόντων πραγμάτων και προξενούν ωφέλεια ψυχής από κατάνυξη και φοβερά θεάματα, και κάνουν εκείνον που τις βλέπει σκεφτικό και έντρομο από την αναλλοίωτη φρικτή θεωρία όσων βλέπει. Γι' αυτό οι αγωνιστές πρέπει να υπολογίζουν τις οπτασίες πολύ. Oι αποκαλύψεις είναι οι θεωρίες της καθαρότατης και φωτισμένης ψυχής που γίνονται έξω από κάθε αίσθηση και που περιέχουν δύναμη κάποιων παραδόξων και θείων πραγμάτων και νοημάτων, μυσταγωγία των κρυμμένων μυστηρίων του Θεού, εκβάσεις πολύ σπουδαίων υποθέσεών μας και την κοινή μεταβολή των κοσμικών και ανθρωπίνων πραγμάτων.

62. Από τα παραπάνω, τα όνειρα προσιδιάζουν στους υλικούς και φιλόσαρκους ανθρώπους που έχουν την κοιλιά για Θεό(Φιλιπ. 3, 19) και που διακρίνονται για την ακολασία του χορτασμού και για το σκοτάδι του νου τους, λόγω βίου αμελούς και παραδομένου στα πάθη, και τους οποίους εμπαίζουν οι δαίμονες προκαλώντας τους στον ύπνο φαντασίες. Οι οράσεις είναι των αγωνιστών που καθαιρούν τα αισθητήρια της ψυχής τους, και με το περιεχόμενο των οράσεων βοηθούνται πολύ να κατανοούν τα θεία και να προοδεύουν στην αρετή. Οι αποκαλύψεις είναι των τελείων, οι οποίοι δέχονται την ενέργεια του θείου Πνεύματος και είναι ενωμένοι με το Θεό με την ψυχή τους που θεολογεί.

63. Δεν είναι αληθινά όλα όσα φαίνονται στον ύπνο, ούτε εντυπώνονται στο νου όλων, αλλά μόνο εκείνων που ο νους τους έχει καθαρθεί και έχουν οξυμένα τα αισθητήρια της ψυχής και ανέβηκαν στη φυσική θεωρία, και δεν έχουν καμία φροντίδα για πράγματα του βίου, ούτε καμία μέριμνα για την παρούσα ζωή. Αυτών οι μακρές ασιτίες κατέληξαν στην περιεκτική εγκράτεια και οι κατά Θεόν ιδρώτες και κόποι τους έφεραν στον άγιο τόπο του Θεού(Ψαλμ. 72, 17), δηλαδή στη γνώση των όντων, μαζί με την ανώτερη σοφία. Ο βίος τους είναι αγγελικός και η ζωή τους είναι πια κρυμμένη στο Θεό(Κολ. 3, 3) και η προκοπή τους από την ιερή ησυχία τούς έχει ανεβάσει σε θέση προφητών της εκκλησίας του Θεού. Γι' αυτούς μίλησε ο Θεός και στο Μωυσή: «Αν παρουσιαστεί ανάμεσά σας προφήτης, θα του φανερωθώ στον ύπνο και θα του μιλήσω σε όραμα»(αΕ. 12, 6), και στον Ιωήλ: «Και έπειτα από αυτά, θα συμβεί να χαρίσω πλουσιοπάροχα το Πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο. Έτσι, οι γιοί σας και οι θυγατέρες σας θα προφητέψουν και οι γέροντές σας θα δουν θεϊκά όνειρα και οι νέοι σας θα δουν οράσεις.»(Ιωήλ 3, 1).

64. Ησυχία είναι κατάσταση του νου απαλλαγμένη από κάθε ενόχληση, γαλήνη της ελευθερωμένης και γεμάτης αγαλλίαση ψυχής, ατάραχη και ακλόνητη στήριξη της καρδιάς στο Θεό, θεωρία φωτός, γνώση μυστηρίων Θεού, λόγος σοφίας που προέρχεται από καθαρή διάνοια, άβυσσος θεϊκών νοημάτων, αρπαγή του νου στο Θεό, κοινωνία με το Θεό, ακοίμητα μάτια, προσευχή νοερή, άκοπη ανάπαυση μέσα σε μεγάλους κόπους. Και τέλος ένωση και συνάφεια με το Θεό.

65. Έως ότου η ψυχή στασιάζει κατά του εαυτού της και κινούνται άτακτα οι δυνάμεις της και δεν έγινε ακόμη δεκτική των θεϊκών ακτίνων, ούτε αξιώθηκε να ελευθερωθεί από τη δουλεία του σαρκικού φρονήματος, ούτε απόλαυσε την ειρήνη, με τη λήξη πιά του πολέμου των αχαλίνωτων παθών, έχει ανάγκη από μεγάλη σιωπή του στόματος, ώστε να λέει και αυτή μαζί με τον Δαβίδ: «Εγώ, σαν να ήμουν κουφός δεν άκουγα, και σαν άλαλος δεν άνοιγα το στόμα»(Ψαλμ. 37, 14). Ακόμη, πρέπει η ψυχή πάντοτε να είναι σκυθρωπή και να βαδίζει σοβαρή το δρόμο των εντολών του Χριστού, καθώς στενοχωρείται από το διάβολο και περιμένει την επιφοίτηση του Παρακλήτου. Και ο Παράκλητος, καθώς αυτή έρχεται σε κατάνυξη και πλένεται με τα δάκρυα, της παρέχει την πραγματική ελευθερία.

66. Όταν εκείνος που εργάζεται στην ησυχία το μέλι των αρετών, ξεπεράσει την ταπεινότητα της σάρκας με ασκητικούς αγώνες και οι δυνάμεις της ψυχής του έρθουν στην κατά φύση κατάσταση με την ταπεινοφροσύνη και ο ίδιος δεχθεί τις ακτίνες του Πνεύματος με τον καθαρισμό της καρδιάς του από τα δάκρυα και ντυθεί την αφθαρσία της ζωοποιού νεκρώσεως του Χριστού(Β΄ Κορ. 4, 10) και, καθώς κάθεται στο υπερώο της ησυχίας, δεχθεί σαν πύρινη γλώσσα τον Παράκλητο(Πράξ. 2, 3), τότε οφείλει και αυτός να διηγείται με παρρησία τα μεγαλεία του Θεού και σε πολυπληθή σύναξη να ευαγγελίζεται τη δικαιοσύνη Του(Ψαλμ. 39, 10). και τούτο, γιατί δέχθηκε μέσα στα βάθη της ψυχής του το νόμο(Ψαλμ. 39, 9) του Πνεύματος, και για να μη ριχθεί στο σκότος το εξώτερο όπως ο πονηρός εκείνος δούλος που έκρυψε το τάλαντο(Ματθ. 25, 30). Παρόμοια και ο Δαβίδ, αφού με τη μετάνοια ξέπλυνε την αμαρτία του και ξαναπήρε το προφητικό χάρισμα, μη μπορώντας να κρύψει την ευεργεσία, έλεγε στο Θεό: «Ιδού, Κύριε, δε θα εμποδίσω τα χείλη μου, Εσυ το γνωρίζεις. Δεν έκρυψα τη δικαιοσύνη Σου μέσα στην καρδιά μου, διαλάλησα την αλήθεια Σου και τη σωτηρία που παρέχεις. δεν απέκρυψα το έλεός Σου και την αλήθεια Σου από πολυπληθή σύναξη»(Ψαλμ. 39, 10-11).

67. Ο νους που καθαρίστηκε από κάθε λάσπη, γίνεται για την ψυχή ουρανός γεμάτος από τα αστέρια των λαμπρών και πάμφωτων νοημάτων, έχοντας μέσα του τον Ήλιο της δικαιοσύνης να λάμπει και να στέλνει στον κόσμο τις λαμπρές ακτίνες της θεολογίας. Το λογικό αυτού του νου, αφού καθαρθεί στην άβυσσο της σοφίας, του φέρνει από εκεί απλές και αμιγείς τις όψεις των πραγμάτων και σαφείς τις αποκαλύψεις των κρυπτών, για να γνωρίσει ποιο είναι το βάθος και το ύψος και το πλάτος της γνώσεως του Θεού(Εφ. 3, 18). Ο νους τότε, αφού τις εγκολπωθεί ως ταιριαστές με τη φύση του, εξηγεί με το λόγο τα βάθη του Πνεύματος σε όλους όσοι έχουν πνεύμα Θεού μέσα τους και ξεσκεπάζει τις πανουργίες των δαιμόνων και διηγείται τα μυστήρια της Βασιλείας των Ουρανών.

68. Τις σωματικές ορέξεις και τα σκιρτήματα της σάρκας τα σταματούν η εγκράτεια, η νηστεία και οι πνευματικοί αγώνες. Τις φλεγμονές της ψυχής τις δροσίζει η ανάγνωση των θείων Γραφών και τα πρηξίματα της καρδιάς τα κατευνάζει η αέναη προσευχή. Σαν λάδι όλα αυτά τα μαλακώνει η κατάνυξη.

69. Κανένα άλλο, όσο η καθαρή και άυλη προσευχή, δεν κάνει τον άνθρωπο αχώριστο σύντροφο του Θεού και δεν τον ενώνει με τον Λόγο, όταν προσεύχεται απερίσπαστα με την χάρη του Πνεύματος, όταν μάλιστα και η ψυχή του καθαίρεται με τα δάκρυα και καταγλυκαίνεται από τη γλυκύτητα της κατανύξεως και καταφωτίζεται από το φως του Πνεύματος.

70. Στις προσευχές και στις ψαλμωδίες, άριστη είναι και η ποσότητα, όταν προηγείται καρτερία και προσοχή. Αλλά εκείνο που ζωογονεί την ψυχή και που προξενεί τον καρπό είναι η ποιότητα. Η ψαλμωδία και η προσευχή έχει ποιότητα όταν, μαζί με το πνεύμα προσεύχεται κανείς και με το νου(Α΄ Κορ. 14, 15). Προσεύχεται δε κανείς με το νου όταν, ενώ προσεύχεται και ψάλλει, προσέχει στο νόημα που περιέχεται στα λόγια της θείας Γραφής και από τις θεοπρεπείς έννοιες που βρίσκει εκεί, παίρνει στην καρδιά του αφορμές αναβάσεων σε θεία νοήματα. Από αυτά αρπάζεται νοερά η ψυχή σε χώρο φωτός, φωτίζεται πλούσια, καθαρίζεται περισσότερο και ανυψώνεται ολόκληρη προς τους ουρανούς, όπου παρατηρεί τα κάλλη των αγαθών που έχουν ετοιμαστεί για τους Αγίους. Και καθώς φλογίζεται από την επιθυμία τους, εξάγει αμέσως τον καρπό της προσευχής από τα μάτια, πηγάζει δηλαδή το νάμα των δακρύων με τη φωτοποιό ενέργεια του Πνεύματος. Και είναι η γεύση των δακρύων τόσο γλυκιά, ώστε εκείνος που την γεύθηκε να ξεχνά κάποτε και τη σωματική του τροφή. Αυτός λοιπόν είναι ο καρπός της προσευχής που δημιουργείται από την ποιότητα της ψαλμωδίας στις ψυχές των προσευχομένων.

71. Όπου παρατηρείται ο καρπός του Πνεύματος, εκεί υπάρχει και η ποιότητα της προσευχής. Και όπου υπάρχει η ποιότητα, εκεί είναι άριστη και η ποσότητα της ψαλμωδίας. Όπου όμως δε φαίνεται καρπός, εκεί και η ποιότητα δεν έχει ικμάδα. Και αν η ποιότητα είναι χωρίς ικμάδα, τότε είναι περιττή και η ποσότητα, η οποία μπορεί να προξενεί γύμναση του σώματος, αλλά οπωσδήποτε για τους πολλούς είναι χωρίς κέρδος.

72. Να παρατηρείς τη δολιότητα των δαιμόνων, όταν προσεύχεσαι ή ψάλλεις ψαλμούς στον Κύριο. Οι δαίμονες δηλαδή, ή μας εξαπατούν κλέβοντας κρυφά την αίσθηση της ψυχής και μας βάζουν να λέμε άλλα αντ' άλλων, μεταβάλλοντας τους στίχους των ψαλμών σε βλασφημίες, ώστε να βγαίνουν από το στόμα μας λόγια που δεν επιτρέπονται. Ή, αφού αρχίσομε τους ψαλμούς, πηγαίνουν το λόγο μας στο τέλος, και εκείνα που είναι αναμεταξύ τα διασκορπίζουν από το νου. Ή μας στριφογυρίζουν σε ένα στίχο, χωρίς να επιτρέπουν, με τη λήθη που προκαλούν, να θυμηθούμε τη συνέχεια. Ή ενώ είμαστε στη μέση ενός ψαλμού, ξαφνικά σβήνουν από το νου κάθε μνήμη των προηγουμένων στίχων, ώστε ούτε να θυμόμαστε καν τι λέγαμε, ούτε να μπορούμε να τα βρούμε και να τα επαναλάβομε. Αυτά τα κάνουν για να μας προκαλέσουν αμέλεια και ακηδία και να εξουδετερώσουν τους καρπούς της προσευχής, βάζοντας στο νου μας ότι πέρασε η ώρα. Αλλά εσύ ν' αντισταθείς δυναμικά και να εξακολουθήσεις τον ψαλμό με βραδύτερο ρυθμό, για να καρπωθείς από τους στίχους με τη θεωρία την ωφέλεια της προσευχής και να δεχθείς πλούσιο το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, ο οποίος έρχεται στις ψυχές των προσευχομένων.

73. Όταν εκεί που ψάλλεις, εμβαθύνοντας στα όσα λες, σου συμβεί κάτι τέτοιο, μη μικροψυχήσεις και πέσεις στην ακηδία. Ούτε να σκεφτείς το πέρασμα της ώρας και να προτιμήσεις την ανάπαυση του σώματος από την ψυχική ωφέλεια, αλλά όπου νιώσεις το νου σου να αιχμαλωτίζεται από τα νοήματα, εκεί στάσου. Αν αυτό συμβεί στο τέλος του ψαλμού, εσύ ξαναγύρισε με προθυμία στην αρχή. Και αφού ξαναρχίσεις, συνέχισε πάλι τον ψαλμό, με τον ίδιο τρόπο, και αν ακόμη σε βρει πολλές φορές την ίδια ώρα η αιχμαλωσία. Αν κάνεις έτσι, τότε οι δαίμονες, μην αντέχοντας την υπομονή και την καρτερία σου και την ένταση της προθυμίας σου, θα καταντροπιαστούν και θα φύγουν από σένα.

74. Πρέπει να γνωρίζεις ότι αέναη προσευχή είναι σίγουρα εκείνη που δεν σταματά από την ψυχή όλη την ημέρα και όλη τη νύχτα, και η οποία δε γίνεται αντιληπτή από τους άλλους με την έκταση των χεριών ή με τη στάση του σώματος ή με τον ήχο της γλώσσας, αλλά την καταλαβαίνουν όσοι γνωρίζουν, από τη νοερή μελέτη της εργασίας του νου και της μνήμης του Θεού με επίμονη κατάνυξη.

75. Μπορεί κανείς να προσηλώνεται συνεχώς στην προσευχή, όταν έχει συναγμένους τους λογισμούς του γύρω στον ηγεμονικό νου να σκάβουν με μεγάλη ειρήνη και ευλάβεια τα βάθη του Θεού και να ζητούν από εκεί να γευθούν το γλυκύτατο νάμα της θεωρίας. Αν όμως δεν υπάρχει τέτοια ειρήνη, αυτό είναι αδύνατο. Αν συμβεί σε κάποιον, οι ψυχικές του δυνάμεις να έχουν μεταξύ τους ειρήνη μέσω της γνώσεως, αυτός κατόρθωσε και την αδιάλειπτη προσευχή.

76. Αν ψάλλεις στο Θεό, και έρθει αδελφός στη θύρα του κελιού σου και χτυπήσει, μην προτιμήσεις το έργο της προσευχής από το έργο της αγάπης και παραβλέψεις τον αδελφό σου. Κάτι τέτοιο δεν είναι αρεστό στο Θεό, ο Οποίος προτιμά το έλεος της αγάπης από τη θυσία της προσευχής(Ωσηέ 6, 6). Αλλά άφησε το δώρο της προσευχής και συνομίλησε με αγάπη με τον αδελφό σου και εξυπηρέτησέ τον. Και τότε ξαναγύρισε και πρόσφερε το δώρο σου(Ματθ. 5, 24) στον Πατέρα των πνευμάτων με δάκρυα και συντετριμμένη καρδιά. Έτσι θα εγκατασταθεί μέσα σου το ευθές Πνεύμα(Ψαλμ. 50, 12).

77. Το μυστήριο της προσευχής δεν τελείται σε ορισμένο καιρό και τόπο. Αν περιορίζεις την προσευχή σε ώρες και καιρούς και τόπους, άρα ο υπόλοιπος χρόνος δαπανάται σε έργα ματαιότητας. Γιατί η τελειότητα της προσευχής είναι η αεικινησία του νου γύρω από το Θεό. Έργο της, να στρέφεται η ψυχή γύρω από τα θεία πράγματα. Και τέλος της, να προσκολληθεί στο Θεό η διάνοια και να γίνει μαζί Του ένα πνεύμα(Α΄ Κορ. 6, 17), σύμφωνα με το λόγο και τον όρο που θέτει ο Απόστολος.

78. Και αν ακόμη νεκρώθηκαν τα μέλη της σάρκας σου και το πνεύμα ζωογόνησε την ψυχή σου και αξιώθηκες να λάβεις υπερφυσικά χαρίσματα από το Θεό, εσύ όμως μη χαλαρώσεις το λογιστικό της ψυχής σου. Συνήθιζέ το να στρέφεται πάντοτε γύρω από τη μνήμη των παλιών αμαρτιών σου και των τιμωριών του άδη και βλέπε νοερά τον εαυτό σου σαν κατάδικο. Στρέφοντας λοιπόν σ' αυτά το νου σου θα διατηρήσεις το πνεύμα σου συντετριμμένο και θα έχεις την πηγή της κατανύξεως να αναβλύζει τον ποταμό της θείας χάρης· ακόμη, ο Θεός θα έχει πάνω σου το βλέμμα Του και θα σου δίνει το πνεύμα για να στηριχθεί η καρδιά σου.

79. Η μετρημένη νηστεία, όταν πάρει συνοδοιπόρους την αγρυπνία μαζί με τη μελέτη και την προσευχή, κάνει γρήγορα αυτόν που την εξασκεί να φτάσει στα όρια της απάθειας, όταν και η ψυχή του από την υπερβολική ταπείνωση ποτίζεται με τα δάκρυα και φλέγεται από την αγάπη του Θεού. Κι αφού φτάσει στην απάθεια, τον οδηγεί στην ειρήνη του πνεύματος, η οποία ξεπερνά κάθε νου(Φιλιπ. 4, 7) ελεύθερο, και μέσω της αγάπης τον ενώνει με το Θεό.

80. Ένας βασιλιάς δε χαίρεται τόσο να κομπάζει για τη δόξα και τη βασιλεία του και να καμαρώνει για τη δύναμή του, όσο ένας μοναχός για την απάθεια της ψυχής του και τα δάκρυα της κατανύξεως. Γιατί η υπερηφάνεια του βασιλιά μαραίνεται μαζί με τη βασιλεία, ενώ η μακάρια απάθεια συνοδεύει τον μοναχό, γεμάτο ευφροσύνη, στην αιώνια ζωή, και μένει σ' αυτόν στους απέραντους αιώνες. Ο μοναχός αυτός, κατά την παρούσα ζωή, κυλάει ανάμεσα στους ανθρώπους σαν τροχός: αγγίζει δηλαδή ελάχιστα τη γη και τα επίγεια για τις ανάγκες της φύσεώς του, ενώ όλος αιωρείται κινούμενος προς το νοητό αέρα· ακόμη, ανακυκλώνεται μέσα του η αρχή προς το τέλος και τα είδη των χαρισμάτων είναι χαραγμένα πάνω στο στεφάνι του τροχού, που είναι η ταπείνωση. Γι' αυτόν, τραπέζι πλούσιο είναι η θεωρία των όντων· ποτό του, το οινοδοχείο της σοφίας(Παροιμ. 9, 2)· ανάπαυσή του, ο Θεός.

81. Εκείνος που έδωσε θεληματικά τον εαυτό του στους κόπους των αρετών και βαδίζει με θέρμη το δρόμο της ασκήσεως, αξιώνεται να λάβει μεγάλες δωρεές από το Θεό. Προχωρώντας προς το μέσο της τελειότητας, έρχεται σε θεϊκές αποκαλύψεις και οπτασίες και γίνεται όλος τόσο φωτοειδής και σοφός, όσο επιτείνεται ο κάματος των αγώνων του. Όσο πάλι ανεβαίνει προς το ύψος της θεωρίας, τόσο σηκώνει εναντίον του πιο πολύ το φθόνο των ολεθρίων δαιμόνων γιατί αυτοί δεν υποφέρουν να βλέπουν άνθρωπο να μεταβάλλεται σε αγγελική φύση, γι' αυτό και ακονίζουν στα κρυφά εναντίον του το οξύ βέλος της οιήσεως. Αν λοιπόν καταλάβει την πανουργία και καταφύγει στο οχυρό της ταπεινώσεως, κατηγορώντας τον εαυτό του, ξεφεύγει τον όλεθρο της υπερηφάνειας και εισάγεται στα λιμάνια της σωτηρίας. Διαφορετικά, εγκαταλείπεται από το Θεό και παραδίνεται σε πνεύματα που τον ζητούν για να παιδευθεί ακούσια, αφού δεν προτίμησε τη θεληματική παίδευση. Αυτά τα πνεύματα είναι φιλήδονα και φιλόσαρκα, πονηρά και θυμώδη, και τον ταπεινώνουν με τις σφοδρές επιθέσεις τους, ώσπου να εννοήσει την αδυναμία του· και αφού θρηνήσει και απαλλαγεί από την παίδευση, θα λέει όπως ο Δαβίδ: «Μου έκανε πολύ καλό που με ταπείνωσες, για να μάθω το θέλημά Σου»(Ψαλμ. 118, 71).

82. Ο Θεός δε θέλει να παραμένομε δειλοί πάντοτε μπροστά στα πάθη, και όταν αυτά μας καταδιώκουν να γινόμαστε σαν τους λαγούς, προσφεύγοντας σ' Αυτόν μόνο σαν πέτρα της καταφυγής μας(Ψαλμ. 103, 18), γιατί τότε δε θα έλεγε: «Εγώ είπα, είστε θεοί και όλοι σας υιοί του Υψίστου»(Ψαλμ. 81, 6). Αλλά μας θέλει και σαν ελάφια να τρέχομε στα ψηλά όρη των εντολών Του και να διψούμε πολύ έντονα τα ζωοποιά νάματα του Πνεύματος. Και καθώς τα ελάφια έχουν την ιδιότητα να τρώνε τα φίδια και με την θερμότητα από το πολύ τρέξιμο να μεταβάλλουν παραδόξως το δηλητήριο των φιδιών σε μόσχο —όπως λένε— χωρίς διόλου να βλάπτονται απ' αυτό, έτσι κι εμείς όταν δεχόμαστε οποιοδήποτε εμπαθή λογισμό στην κοιλιά της διάνοιάς μας, με το φλογερό τρέξιμο στο δρόμο των εντολών του Θεού και με τη δύναμη του Πνεύματος να τον μεταβάλλομε —αφού τον αιχμαλωτίσομε— σε ευωδιαστή και σωτήρια πράξη της αρετής, για να φαινόμαστε κι εμείς ότι με την πράξη αιχμαλωτίζομε κάθε νόημα στην υπακοή του Χριστού(Β΄ Κορ. 10, 5). Γιατί ο άνω κόσμος χρειάζεται να γεμίσει όχι με χωματένιους και ατελείς ανθρώπους, αλλά με πνευματικούς και τέλειους που έφτασαν στην πλήρη ωριμότητα, της οποίας μέτρο είναι ο Χριστός(Εφ. 4, 13).

83. Εκείνος που γυρίζει γύρω από τα ίδια και δεν θέλει να κινηθεί παραπέρα, μοιάζει με μουλάρι που γυρίζει συνεχώς γύρω από το μαγγάνι. Εκείνος δηλαδή που πολεμά συνεχώς με τη σάρκα και ασχολείται μόνο με την άσκηση του σώματος με κάθε κακοπάθεια, δεν κατάλαβε ότι ζημιώνεται υπερβολικά, επειδή δεν πέτυχε το σκοπό του θείου θελήματος. Γιατί, κατά τον Παύλο, η γύμναση του σώματος για λίγο μονάχα ωφελεί(Α΄ Τιμ. 4, 8), μέχρις ότου δηλαδή καταποθεί το χοϊκό φρόνημα της σάρκας από τα κύματα της μετάνοιας και επέλθει στο σώμα η ζωοποιός νέκρωση από το πνεύμα και βασιλέψει ο νόμος του Πνεύματος πάνω στη θνητή σάρκα μας. Ενώ η ευσέβεια της ψυχής η οποία θεωρείται, διά μέσου της γνώσεως των όντων και των αθανάτων φυτών, δηλαδή των θείων εννοιών, σαν ξύλο της ζωής(Γεν. 2, 9) στη νοερή εργασία του νου, είναι παντού και σε όλα ωφέλιμη, γιατί προξενεί καθαρότητα της καρδίας και παρέχει ειρήνη στις δυνάμεις της ψυχής, φωτισμό του νου, αγνότητα σώματος, σωφροσύνη, γενική εγκράτεια, ταπεινοφροσύνη, κατάνυξη, αγάπη, αγιασμό, ουράνια γνώση, σοφία λόγου και θεωρία Θεού. Εκείνος λοιπόν που από την πολλή γύμναση ανέβηκε σ' αυτή την τελειότητα της ευσέβειας, αφού διαπέρασε την ερυθρά θάλασσα των παθών, αυτός μπήκε στη γη της επαγγελίας, από όπου ρέει το γάλα και το μέλι(Εξ. 3, 8) της γνώσεως του Θεού, η ανεξάντλητη απόλαυση των Αγίων.

84. Εκείνος που δεν έχει την προαίρεση να υψωθεί από τα επιμέρους και λίγο ωφέλιμα στα καθολικά επωφελή, αυτός τρώει ακόμη το πιτυρένιο ψωμί με τον ιδρώτα του προσώπου του, σύμφωνα με την παλαιά απόφαση του Θεού(Γεν. 3, 19). Γι' αυτό και είναι ανόρεχτη η ψυχή του για το νοητό μάννα και το μέλι, το οποίο ανάβρυσε για χάρη του Ισραηλιτικού λαού από το βράχο που σκίστηκε(Δευτ. 32, 13· Ψαλμ. 80, 17). Εκείνος όμως που άκουσε την προτροπή «Σηκωθείτε, ας φύγομε από εδώ»(Ιω. 14, 31), και από αυτή τη φωνή του Διδασκάλου σηκώθηκε από την κοπιαστική εργασία, έπαψε να τρώει τον άρτο της οδύνης, αποτίναξε το ζυγό της αισθήσεως κι υστέρα ήπιε από το οινοδοχείο της σοφίας του Θεού, αυτός γνώρισε ότι ο Κύριος είναι χρηστός(Ψαλμ. 33, 9). Γιατί αφού εκπλήρωσε το νόμο των εντολών με τη διακονία του λόγου, ανέβηκε στο υπερώο και περιμένει την επιφοίτηση του Παρακλήτου(Πράξ. 1, 13).

85. Σύμφωνα με τις τάξεις και τους βαθμούς της πνευματικής ζωής, πρέπει χωρίς άλλο να προχωρούμε μπροστά και με ζήλο να ανεβαίνομε στα ανώτερα, σαν να είμαστε αεικίνητοι γύρω από το Θεό και μη γνωρίζοντας ποτέ στάση του καλού. Επομένως, από την πρακτική άσκηση πρέπει να προχωρούμε στη φυσική θεωρία της κτίσεως, και απ' αυτή να ανεβαίνομε στη μυστική θεολογία του λόγου και σ' αυτήν ν' αναπαυόμαστε απ' όλα τα έργα της σωματικής ασκήσεως, καθώς θα έχομε ξεπεράσει την ταπεινότητα του σώματος και θα έχομε λάβει την ευδιάκριτη γνώση της αληθινής διακρίσεως. Αν όμως δε λάβαμε ακόμη τη γνώση αυτής της διακρίσεως, ούτε και μάθαμε να προχωρούμε έτσι μπροστά και να αγωνιζόμαστε για το τελειότερο, τότε είμαστε χειρότεροι και από τους κοσμικούς, οι οποίοι δε γνωρίζουν όριο βελτιώσεως της κοινωνικής τους θέσεως, ούτε στάση της αναβάσεως, μέχρις ότου ανεβούν στο ανώτερο από τα αξιώματα και σταματήσουν την επιθυμία γι' αυτό με το να το φτάσουν.

86. Η ψυχή η οποία καθαίρεται με δύναμη και με θέρμη με τους κόπους της ασκήσεως, φωτίζεται από το θεϊκό φως και αρχίζει σιγά-σιγά να βλέπει φυσικά το κάλλος που της δόθηκε εξαρχής από το Θεό και να επεκτείνεται στην αγάπη του Ποιητή της. Όσο λάμπουν εντονότερα σ' αυτή, λόγω της καθάρσεώς της, οι ακτίνες του Ηλίου της δικαιοσύνης και όσο το φυσικό της κάλλος αποκαλύπτεται σ' αυτήν και της γίνεται γνωστό, τόσο και αυτή πληθαίνει τους κόπους της ασκήσεως ώστε να καθαρθεί περισσότερο· έτσι ώστε να μάθει καθαρά τη δόξα της δωρεάς που αξιώθηκε και να ξαναλάβει την παλιά ευγένεια και να παρουσιάσει τη θεία εικόνα καθαρή και χωρίς πρόσμιξη της ύλης στον Πλάστη. Και δεν υποχωρεί διόλου από την αύξηση των κόπων, μέχρις ότου καθαρίσει τον εαυτό της από κάθε ακαθαρσία και μολυσμό και τον κάνει άξιο της θεωρίας και οικειότητας του Θεού.

87. Εκείνος που ακόμη καλύπτεται από την καταχνιά του γήινου φρονήματος, φωνάζει στο Θεό: «Ξεσκέπασε τα μάτια μου για να δω τα θαυμάσια του νόμου Σου»(Ψαλμ. 118, 18). Γιατί η άγνοια του χοϊκού νου, επειδή είναι καταχνιά και βαθύ σκοτάδι, σκεπάζει τα μάτια της ψυχής και την κάνει σκοτεινή και ζοφώδη στο να εννοεί τα θεία και τα ανθρώπινα, έτσι που να μην μπορεί να ατενίζει στις λάμψεις του θείου φωτός ή να απολαμβάνει τα αγαθά εκείνα τα οποία μάτια δεν τα είδαν και αυτιά δεν τ' άκουσαν και άνθρωπος δεν τα διανοήθηκε(Α΄ Κορ. 2, 9). Αυτά όμως, όταν ξεσκεπαστούν τα μάτια της με τη μετάνοια, η ψυχή τα βλέπει καθαρά, τ' ακούει με γνώση και τα νοεί με σύνεση. Και δεν είναι τούτο μόνο· αλλά και γεννά στην καρδιά της υψηλά νοήματα περί αυτών. Έχοντας λοιπόν γευθεί τη γλυκύτητά τους, αποκτά σαφή γνώση· και με λόγο σοφίας Θεού διηγείται σε όλους τα θαυμάσια αγαθά του Θεού, τα οποία ετοίμασε ο Θεός για όσους Τον αγαπούν(Α΄ Κορ. 2, 90, και παρακινεί όλους να γίνουν μέτοχοί τους με πολλούς αγώνες και δάκρυα.

88. Επτά είναι τα χαρίσματα του Πνεύματος, και αρχίζοντας ο θείος λόγος βάζει επικεφαλής τη σοφία και κατεβαίνει τέλος στο θείο φόβο. Λέει δηλαδή: «πνεύμα σοφίας, πνεύμα συνέσεως, πνεύμα βουλής, πνεύμα ισχύος, πνεύμα γνώσεως, πνεύμα ευσέβειας, πνεύμα φόβου Θεού»(Ησ. 11, 2-3). Εμείς όμως πρέπει να αρχίζομε από τον καθαρτικό φόβο, δηλαδή το φόβο των κολάσεων, ώστε αφού κάνομε πρώτα ορθά μ' αυτόν την αποχή από το κακό και προκαθαρθούμε με τη μετάνοια από τα στίγματα της αμαρτίας, να φτάσομε σε τούτο τον αγνό φόβο του πνεύματος, προχωρώντας σταδιακά και καταπαύοντας σ' αυτόν κάθε εργασία της αρετής.

89. Εκείνος που άρχισε από το φόβο της κρίσεως και προοδεύει σε καθαρότητα της καρδιάς με τα δάκρυα της μετάνοιας, πρώτα γεμίζει από σοφία, αφου η αρχή της σοφίας είναι ο φόβος, κατά τη Γραφή(Παροιμ. 1, 7). Κατόπιν γεμίζει από σύνεση, και στη συνέχεια από βουλή, με την οποία επιδίδεται στη σκέψη όσων τον ωφελούν. Αφού προκόψει σ' αυτό με την εργασία των εντολών, ανεβαίνει στη γνώση των όντων και λαμβάνει ακριβέστατη πληροφόρηση για τα θεία και τ' ανθρώπινα πράγματα. Έχοντας γίνει απ' αυτό ολόκληρος κατοικητήριο της ευσέβειας, ανεβαίνει στην ακρόπολη της αγάπης και φτάνει στην τελειότητα. Αμέσως τότε τον κυριεύει ο αγνός φόβος του πνεύματος για να φυλάει το θησαυρό της βασιλείας των ουρανών που έχει αποτεθεί μέσα του. Ο φόβος αυτός που είναι πολύ σωτήριος, εκείνον που ανυψώθηκε στον περίβλεπτο τόπο της αγάπης, τον γεμίζει τρόμο και αγωνία· γιατί φοβάται μην ξεπέσει απ' αυτό το ύψος της αγάπης του Θεού και ριχτεί πάλι στο φρικτό φόβο της κολάσεως.

90. Διαφορετικά γίνεται η ανάγνωση των Γραφών από τους αρχαρίους στο βίο της ευσέβειας, διαφορετικά από εκείνους που πρόκοψαν και έφτασαν στο μέσο και διαφορετικά από εκείνους που πλησιάζουν προς την τελειότητα. Στους πρώτους γίνεται άρτος απ' το τραπέζι του Θεού που στηρίζει τις καρδιές τους(Ψαλμ. 103, 15) και τους δυναμώνει στην πάλη με τα πνεύματα που ενεργούν τα πάθη και τους αναδεικνύει ανδρείους μαχητές κατά των δαιμόνων, ώστε να λένε: «Ετοίμασες μπροστά μου τραπέζι, απέναντι σ' αυτούς που με θλίβουν»(Ψαλμ. 22, 5). Στους δεύτερους, γίνεται κρασί από θεϊκό ποτήρι που ευφραίνει τις καρδιές τους και τους φέρνει σε έκσταση με τη δύναμη των εννοιών και ανυψώνει το νου τους από το γράμμα του νόμου που οδηγεί στο θάνατο(Β΄ Κορ. 3, 6), μεταφέροντάς τον στα βάθη του Πνεύματος για να τα ερευνήσει και κάνοντάς τον ικανό να γεννά και να εφευρίσκει θεία νοήματα, ώστε και αυτοί να λένε πολύ ταιριαστά: «Και το ποτήρι Σου με μεθά σαν το δυνατότερο κρασί»(Ψαλμ. 22, 5). Στους τελευταίους, γίνεται λάδι θεϊκού πνεύματος, που αλείφει την ψυχή τους και την καταπραΰνει και την ταπεινώνει με την υπερβολή των θείων ελλάμψεων και την ανυψώνει ολόκληρη πάνω από την ταπεινότητα του σώματος, ώστε και αυτή να αναφωνεί με καύχηση: «Άλειψες με λάδι το κεφάλι μου»(Ψαλμ. 22, 5), και: «Το έλεός Σου θα με καταδιώκει όλες τις ημέρες της ζωής μου»(Ψαλμ. 22, 6).

91. Έως ότου με τους ασκητικούς αγώνες, με τον ιδρώτα του προσώπου μας, κατευθυνόμαστε φιλόπονα προς το Θεό τιθασσεύοντας τα πάθη της σάρκας, ο Κύριος τρώει μαζί μας, στο τραπέζι των χαρισμάτων Του, τον επιούσιο άρτο που παρασκευάζεται με την καλλιέργεια των αρετών και στηρίζει τις καρδιές των ανθρώπων(Ψαλμ. 103, 15). Όταν με την απάθεια αγιαστεί το όνομά Του(Ματθ. 6, 9) από μας, και βασιλέψει Αυτός σε όλες τις δυνάμεις της ψυχής μας, αφού υποτάξει και ειρηνέψει τα χωρισμένα, εννοώ το κατώτερο σώμα στον ανώτερο λογισμό, και γίνει το θέλημά Του σε μας όπως γίνεται στον ουρανό(Ματθ. 6, 10), τότε ο Κύριος πίνει μαζί μας στη βασιλεία Του(Μαρκ. 14, 25), που γίνεται μέσα μας, καινούργιο υπέρλογο ποτό της σοφίας του λόγου, το οποίο αναμιγνύεται με κατάνυξη και γνώση μεγάλων μυστηρίων. Όταν τέλος γίνομε μέτοχοι του Πνεύματος του Αγίου και υποστούμε την καλή αλλοίωση με την ανακαίνιση του νου μας(Ρωμ. 12, 20, τότε ο Κύριος, όντας Θεός, θα είναι μαζί με μας ως θεούς, αθανατίζοντας και το σώμα μας.

92. Όταν το ασυγκράτητο νερό των εμπαθών λογισμών του νου συγκρατηθεί με την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος και η αλμυρή άβυσσος των απρεπών εννοιών και ενθυμήσεων χαλινωθεί με την εγκράτεια και τη μελέτη του θανάτου, τότε φυσά το θείο πνεύμα της μετάνοιας και κατεβαίνουν τα νερά της κατανύξεως, με τα οποία ο Θεός και Δεσπότης, αφού τα βάλει στο νιπτήρα της μετάνοιας, πλένει τα νοητά πόδια μας και τα κάνει άξια να πατούν την αυλή της βασιλείας Του.

93. Ο Λόγος του Θεού έγινε σάρκα(Ιω. 1, 14), και αφού ενώθηκε υποστατικά με την ανθρώπινη φύση μας και έγινε τέλειος άνθρωπος —χωρίς αμαρτία—, ως τέλειος Θεός την ξανάπλασε και τη θέωσε. Όντας Λόγος του πρώτου νου και Θεού, ενώθηκε με το λογιστικό μέρος της και του έδωσε φτερά για να φρονεί τα θεία και να λογίζεται τα υψηλά. Αλλά επίσης, επειδή είναι και φωτιά, με την ουσιώδη και θεϊκή φωτιά χαλύβδωσε και όξυνε το θυμικό της μέρος εναντίον των αντιπάλων παθών και δαιμόνων. Ακόμη, επειδή είναι έφεση και η κατάληξη της επιθυμίας κάθε λογικής φύσεως, πλάτυνε το επιθυμητικό μέρος της ανθρώπινης φύσεως για να επιθυμεί τα αγαθά εκείνα της αιώνιας ζωής με εσωτερική και μόνιμη αγάπη. Και έτσι αφού ανακαίνισε στον εαυτό Του ολόκληρο τον άνθρωπο, από παλιό τον έκανε νέο, ώστε να μην υπάρχει κανένας λόγος κατηγορίας εναντίον του Δημιουργού Λόγου στην ανάπλαση του ανθρώπου.

94. Αφού ο Λόγος ιερούργησε στον εαυτό Του την ανάπλαση της φύσεώς μας, θυσίασε για χάρη μας ο Ίδιος τον εαυτό Του με σταυρικό θάνατο, και δίνει πάντοτε το άχραντο σώμα Του να θυσιάζεται και μας το παραθέτει καθημερινά ως ψυχοτρόφο συμπόσιο, με σκοπό, τρώγοντας τούτο και πίνοντας το τίμιο αίμα Του, με τη μέθεξη να γινόμαστε —με αίσθηση ψυχής— καλύτεροι απ' ό,τι ήμασταν, καθώς θα ενωνόμαστε με αυτά και θα μεταβαλλόμαστε από το χειρότερο στο καλύτερο και θα ενοποιούμαστε με το διττό Λόγο διττά, με το σώμα δηλαδή και με τη λογική ψυχή, αφού Αυτός είναι Θεός σωματωμένος και ομοούσιος με μας κατά τη σάρκα. Ώστε να μην ανήκομε πλέον στον εαυτό μας, αλλά σ' Εκείνον που μας ενοποίησε με τον εαυτό Του μέσω της αθάνατης τράπεζας και μας έκανε να είμαστε θέσει, εκείνο που Αυτός είναι φύσει.

95. Αν λοιπόν δοκιμασμένοι στους κόπους των αρετών και προκαθαρμένοι με τα δάκρυα, πλησιάζομε και τρώμε από αυτόν τον άρτο και πίνομε από αυτό το ποτήριο, τότε ο διττός Λόγος με τις δύο φυσικές Του δυνάμεις —του Θεού και του ανθρώπου— αναμιγνύεται με πραότητα μαζί μας και μας μεταποιεί ολόκληρους σύμφωνα με τον εαυτό Του, ως σαρκωμένος και ομοούσιος με μας κατά την ανθρώπινη φύση, και μας θεοποιεί ολόκληρους με το λόγο της γνώσεως και μας κάνει οικείους Του καθώς είμαστε σύμμορφοι μ' Αυτόν και αδελφοί Του, ως Θεός και ομοούσιος με τον Πατέρα. Αν όμως προσερχόμαστε κυλισμένοι στα πάθη και σπιλωμένοι από την ακαθαρσία της αμαρτίας, τότε πλησιάζοντάς μας με το φυσικό Του πυρ, το οποίο αφανίζει την κακία, μας πυρπολεί και μας κατακαίει ολόκληρους και μας συντομεύει τη ζωή, όχι γιατί το θέλει η αγαθότητά Του, αλλά γιατί αναγκάζεται από την καταφρονητική αναισθησία μας.

96. Σε όλους όσους αρχίζουν να βαδίζουν το δρόμο των εντολών του Χριστού με την πρακτική φιλοσοφία, ο Κύριος πλησιάζει αοράτως, επειδή έχουν ακόμη ατελές το φρόνημα και διστακτική την ψυχή για την αρετή, και συμπορεύεται μ' αυτούς. Εύλογα λοιπόν τα μάτια της ψυχής τους εμποδίζονται(Λουκ. 24, 15-16) προσωρινά, για να μη γνωρίσουν την προκοπή που έχουν καθώς ο Κύριος συμπορεύεται μ' αυτούς και συνεργεί για ν' απαλλαγούν από τα πάθη και τους βοηθεί να κατορθώσουν κάθε αρετή. Όταν όμως προοδεύουν στους αγώνες της ευσέβειας και πλησιάζουν προς την απάθεια μέσω της ταπεινώσεως, δε θέλει ο Λόγος να σταματήσουν ως αυτό το σημείο κουρασμένοι από τους κόπους των αρετών θέλει να προχωρήσουν ακόμη και να ανυψωθούν στη θεωρία. Γι' αυτό αφού τους θρέψει αρκετό καιρό με άφθονο τον άρτο των δακρύων(Ψαλμ. 79, 6), τους ευλογεί με το φως της κατανύξεως, και ανοίγει το νου τους να εννοούν το βάθος των θείων Γραφών(Λουκ. 24, 45), και από αυτό να βλέπουν καθαρά τις φύσεις και τους λόγους των όντων. Αμέσως τότε κρύβει τον εαυτό Του από αυτούς, για να σηκωθούν και να αναζητήσουν με περισσότερο ζήλο να μάθουν, ποιά είναι η γνώση των όντων και ποιά η ανύψωση που αυτή προξενεί. Και αφού την αναζητήσουν με ζήλο, ανεβαίνουν στην υψηλότερη διακονία του λόγου και κηρύττουν σε όλους την ανάσταση του Λόγου που γνωρίζουν από την πράξη και από τη θεωρία.

97. Εύλογα ο Λόγος επιπλήττει την αργοπορία εκείνων που χρονίζουν στους κόπους της πρακτικής ασκήσεως και δε θέλουν από εκεί να μετακινηθούν και να ανεβούν στην ανώτερη βαθμίδα της θεωρίας, και τους λέει: «Ω ανόητοι, που η καρδιά σας αργεί να πιστέψει(Λουκ. 24, 25) στο λόγο της φυσικής θεωρίας, ο οποίος έχει τη δύναμη να αποκαλύψει τα βάθη του Πνεύματος σ' εκείνους που βαδίζουν κατά τις υποδείξεις του Πνεύματος». Το να μη θέλει κανείς, από τους αγώνες των αρχαρίων να προχωρήσει στους τελειότερους αγώνες, και από το γράμμα της θείας Γραφής να προχωρεί στο νου και στη διάνοια του λόγου, αυτό δείχνει ψυχή ράθυμη και άγευστη από την πνευματική ωφέλεια, ψυχή που υπονομεύει την προκοπή της. Στην ψυχή αυτή, επειδή κρατά σβησμένη τη λαμπάδα της, δε θα λεχθεί μόνο: «Πήγαινε να αγοράσεις λάδι από εκείνους που το πουλούν», αλλά και: «Πήγαινε, δε σε ξέρω απο που είσαι»(Ματθ. 25, 9 και 12), αφού της κλειστεί και η είσοδος του νυμφώνα.

98. Όταν ο Λόγος του Θεού έρθει στην πεσμένη ψυχή, όπως στην πόλη Βηθανία(Ιω. 11, 17-18), για να αναστήσει τον πεθαμένο της νου και θαμμένο κάτω από τη φθορά των παθών, τότε η φρόνηση και η δικαιοσύνη, βυθισμένες στη λύπη για τη νέκρωση του νου, καθώς θρηνούν, Τον προϋπαντούν και του λένε: «Αν ήσουν εδώ και σε κρατούσαμε κοντά μας, δε θα πέθαινε ο αδελφός μας νους από την αμαρτία»(Ιω. 11, 32). Τότε η δικαιοσύνη σπεύδει με μεγάλη φροντίδα και εργασία των αρετών να θρέψει τον Λόγο και φιλοτιμείται να του παραθέσει πλούσιο τραπέζι με ποικίλα είδη της κακοπάθειάς της. Η φρόνηση όμως κρίνει καλύτερο, αψηφώντας όλες τις άλλες φροντίδες και την επίπονη κακοπάθεια, να παρακαθίσει στη νοερή εργασία και στις νοερές κινήσεις του Λόγου και στην ακρόαση των νοημάτων της θεωρίας Του. Γι' αυτό και την πρώτη που αγωνίζεται καλά να Τον θρέψει με φιλοτιμία στο τραπέζι της πολυποίκιλης πρακτικής αρετής, την αποδέχεται ο Λόγος· τη μαλώνει όμως που φροντίζει για πολλά είδη κακοπάθειας και απασχολείται συνεχώς με κάτι που είναι λίγο ωφέλιμο. Γιατί ένα είναι το ζητούμενο που χρειάζεται για την περιποίηση του Λόγου, να υποτάξει κανείς το κατώτερο (το σώμα) στον καλύτερο λογισμό και να μεταβάλει το χοϊκό φρόνημα της ψυχής σε πνευματικό, με τους ιδρώτες της αρετής. Τη δεύτερη τώρα, την επαινεί και την παίρνει με το μέρος Του, γιατί διάλεξε την αγαθή μερίδα(Λουκ. 10, 41-42) της γνώσεως του Πνεύματος, με την οποία πετά πάνω από τα ανθρώπινα πράγματα, προχωρεί στα ιερά βάθη του Θεού, εμπορεύεται καλά το πολύτιμο μαργαριτάρι(Ματθ. 13, 46) του Λόγου, βλέπει με θαυμασμό τους απόκρυφους θησαυρούς του Πνεύματος και δέχεται την ανέκφραστη χαρά, η οποία δεν θα αφαιρεθεί από αυτήν.

99. Ο νους ο οποίος νεκρώθηκε από τα πάθη και αναστήθηκε με την παρουσία του Λόγου του Θεού, αφού αποτίναξε την πέτρα της πωρώσεως, ελευθερώνεται από τα δεσμά της αμαρτίας και των φθοροποιών λογισμών από τους υπηρέτες του Λόγου, το φόβο δηλαδή της κολάσεως και τους κόπους της αρετής. Και αφού απολαύσει το φως της μέλλουσας ζωής, αφήνεται ελεύθερος στην απάθεια. Από εκεί, αφού καθίσει στο θρόνο των αισθήσεων και ιερουργήσει με καθαρότητα το μυστήριο της θεωρίας των όντων, συγκατοικεί με το Λόγο. Και αφού αναχωρήσει μαζί Του από τη γη στους ουρανούς, συμβασιλεύει με το Χριστό στη βασιλεία του Θεού και Πατέρα, έχοντας καταπαύσει σ' Αυτόν όλες τις επιθυμίες του.

100. Σε κάθε αγωνιστή, ο οποίος αθλεί σύμφωνα με τους κανόνες(Β΄ Τιμ. 2, 5) και προχωρεί προς το μέσο και φτάνει στην ωριμότητα και τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός(Εφ. 4, 13) , η αποκατάσταση στη μέλλουσα ζωή μετα την απόθεση του σώματος γίνεται γνωστή και φανερή με πληροφορία και ενέργεια του Πνεύματος. Η χαρά είναι αιώνια μέσα σε αιώνιο φως, η μακαριότητα δηλαδή της ουράνιας κατοικίας. Και χαρά δίχως τέλος αγκαλιάζει τις καρδιές εκείνων που αγωνίζονται εδώ σύμφωνα με τους κανόνες, και τους γλυκοφιλεί η ευφροσύνη του Αγίου Πνεύματος, η οποία κατά το λόγο του Κυρίου δε θα αφαιρεθεί από αυτούς(Ιω. 16, 22). Άρα λοιπόν εκείνος που αξιώθηκε απ' εδώ να τον επισκεφθεί ο Παράκλητος και ν' απολαύσει τους καρπούς Του με την καλλιέργεια των αρετών και να πλουτίσει με τα θεία Του χαρίσματα, είναι γεμάτος από χαρά και κάθε αγάπη, αφού κάθε φόβος δραπέτευσε από αυτόν έτσι ελευθερώνεται με χαρά από τα δεσμά του σώματος και αναχωρεί γεμάτος χαρά από τα ορατά, από την αίσθηση των οποίων είχε ελευθερωθεί στη ζωή του. Και αναπαύεται πιά σε ανεκλάλητη χαρά φωτός, εκεί όπου όσοι κατοικούν έχουν διαρκή ευφροσύνη(Ψαλμ. 86, 7), αν και το σώμα πολλές φορές υποφέρει κατά τη λύση του δεσμού και το χωρισμό της ενώσεώς του από την ψυχή, σαν τις δύστοκες γυναίκες.

--------------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, δ΄τόμος, σελ. 80-109).