«Χαίρε το Φως αρρήτως
γεννήσασα,
χαίρε το πώς μηδένα διδάξασα»
πρωτοπρεσβύτερος
Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Παραπονιόμαστε συχνά
ότι η ζωή μας είναι βυθισμένη στο σκοτάδι. Της απελπισίας για τα προβλήματα μας
τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, τα οποία μάλιστα αυξάνουν αντί
να ελαττώνονται, παρότι παλεύουμε και καταβάλλουμε υψηλό τίμημα.
Της μη εκπλήρωσης των
επιθυμιών μας, ιδίως αναφορικά με τις ανθρώπινες σχέσεις. Της μη επίτευξης
στόχων και ονείρων.
Κάποτε σε ένα σκοτάδι
πνευματικό, το οποίο έχει να κάνει και με την απουσία ποιότητας στη ζωή μας. Το
σκοτάδι συνεπάγεται μοναξιά. Και η μοναξιά είναι σήμα κατατεθέν στη ζωή και την
εποχή μας. Άνθρωποι που οι συγκυρίες της ζωής, ο χαρακτήρας τους, αλλά και η
αδιαφορία των άλλων τους έχουν καταδικάσει να αισθάνονται και κάποτε να είναι
πραγματικά μόνοι.
Στον κόσμο αυτό η
Εκκλησία μας αντιπαραβάλλει την Υπεραγία Θεοτόκο. «Χαίρε το Φως αρρήτως
γεννήσασα, χαίρε το πώς μηδένα διδάξασα», μας ζητά στους Χαιρετισμούς να
αναφωνήσουμε κι εμείς.
Μας λέει ότι το Φως που
διαλύει το σκοτάδι χρειάζεται να γεννηθεί και την ίδια στιγμή να έχουμε εκείνη
την γλυκιά ταπείνωση να μη θέλουμε να διδάξουμε κανέναν για την εμπειρία του
Φωτός, αλλά να αφήνουμε το ίδιο το Φως να μιλήσει στις ψυχές και στις ζωές των
Άλλων.
Το Φως είναι ο Χριστός.
Φωτίζει, θερμαίνει, αγιάζει τους πάντας, ανάλογα με την προαίρεσή τους. Μπορεί
και να καίει όσους δεν Τον θέλουν. Πάντως δεν περνά απαρατήρητος. Ο Χριστός
είναι Φως, άκτιστο και ουράνιο. Την ίδιο στιγμή η παρουσία του Φωτός γεμίζει
ελπίδα όσους θέλουν να μη μείνουν στο όποιο σκοτάδι. Γιατί το Φως διαλύει την
μοναξιά. Δίνει ελπίδα και χαρά. Η κοινωνία μαζί Του, ακόμη κι αν τα μέτρα μας
είναι ασήμαντα, σπιθαμιαία, ανανεώνει. Δίνει μία αλλιώτικη προοπτική στην
πορεία της ζωής μας. Ό,τι μπαίνει στην προοπτική του Φωτός, έστω και κατ’
ολίγον, φωτίζεται.
Ο άνθρωπος που πιστεύει
και ζει τον Χριστό δεν απελπίζεται και δε νικιέται από την απελπισία, δεν
απολυτοποιεί τα όνειρα και τις επιθυμίες του. Έχει ήδη ποιότητα στη ζωή του,
διότι ο Χριστός μεταμορφώνει τα πάντα εντός της. Κάνει να βλέπουμε τη
σχετικότητα εκείνων που νομίζουμε αδιανόητο να μην τα έχουμε. Κάνει να
χαιρόμαστε με τα λίγα, τα οποία γίνονται τα πάντα. Μας κάνει να δοξάζουμε τον Θεό
ακόμη και για κείνον τον έναν που μας νοιάζεται στη ζωή. Γιατί το Φως μας κάνει
να ανοιγόμαστε. Να πραγματοποιούμε εξόδους από τον χαρακτήρα, τον εγωκεντρισμό,
την απαίτηση. Να πλησιάζουμε πριν μας πλησιάσουν.
Το Φως όμως γεννιέται.
Όπως η Υπεραγία Θεοτόκος το προσέλαβε στην μήτρα της, αρρήτως, με τρόπο που δεν
μπορεί να λεχτεί, αλλά ούτε και να προσεγγιστεί από τη λογική μας, όντας η
Κεχαριτωμένη, όντας έτοιμη να το δεχτεί, έχοντας καλλιεργήσει την ξεχασμένη για
τον κόσμο και τη ζωή κατάσταση της αρετής, όχι ως ηθικής συνήθειας, αλλά ως
εμπιστοσύνης στο θέλημα του Θεού και ως προτεραιότητάς Του στη ζωή μας, με
ταυτόχρονη αποβολή κάθε πειρασμού κακίας, ταύτισης δηλαδή του είναι μας με
συμπεριφορές και βεβαιότητες ότι όλα μας ανήκουν και ότι όλα μπορούμε να τα
δοκιμάσουμε, βάζοντας το «εγώ» μας πιο πάνω από την αγάπη του Θεού, τη γνώση
μας πιο πάνω από τη Θεογνωσία, έτσι κι εμείς μπορούμε να γεννήσουμε το Φως.
Διαλέγοντας τον αγώνα
της αρετής. Της ταπείνωσης. Της γνώσης του θεϊκού θελήματος. Της απόφασης να το
αναζητούμε πάσας τας ημέρας της ζωής μας. Ακόμη κι αν ο κόσμος ζει στο σκοτάδι,
δεσμώτης της πνευματικής άγνοιας και της τύφλωσης από το ίδιον θέλημα. Με
ευθύνη, αποφασιστικότητα και άνοιγμα στον ουρανό και την αγάπη. Το αφήνουμε να
γεννηθεί μέσα μας όταν κοινωνούμε στην εκκλησιαστική ζωή. Όταν συγχωρούμε. Όταν
μοιραζόμαστε το λίγο ή το πολύ. Κι Εκείνο είναι έτοιμο να διαλύσει το σκοτάδι.
Γιατί ο Θεός προσφέρεται στον άνθρωπο, αλλά και ο άνθρωπος πρέπει να είναι
δεκτικός στην προσφορά.
Η δεικτικότητα
συνδέεται με την ταπείνωση. Άλλη μία ξεχασμένη λέξη στους καιρούς μας. «Όλα
εξηγούνται, όλα συζητούνται, κανένας μας δεν φταίει», λέει ένα σύγχρονο
τραγούδι. Έτσι αυτό που μας καίει είναι η αυτοδικαίωσή μας. Αφού έχουμε
λύσεις για τα πάντα και μόνοι μας, αφού γνωρίζουμε πώς οι άλλοι θα είναι αυτό
που θέλουμε, ό,τι απομένει είναι να πείσουμε, να επιβάλλουμε, να αποδείξουμε
δια της δικής μας διδαχής και να απαιτήσουμε οι προτάσεις και οι λύσεις μας να
γίνουν πράξη. Όμως όλα είναι θέμα χαρακτήρα. Ο αταπείνωτος θα συγκρουσθεί, θα
νικηθεί από την ματαίωση των βεβαιοτήτων του, θα απογοητευθεί και θα κάνει
στόχο ζωής του να είναι αυτός που το θέλημά του θα περάσει. Ένας κόσμος στον
οποίο άνθρωποι και λαοί συγκρούονται για να δείξουν ότι γνωρίζουν. Ότι μόνο
αυτοί μπορούν να διδάξουν.
«Τι τάχα να ‘χει μείνει, ακόμα να μας καίει;». Για να το βρούμε, χρειάζεται πραότητα και ταπείνωση στην καρδιά. Και η ταπείνωση διδάσκει, διότι στην ταπεινή καρδιά κατοικεί το Φως. Και ο φωτεινός άνθρωπος δε χρειάζεται να βγάζει λόγους. Δε χρειάζεται να διδάσκει, να απαιτεί, να δώσει λύσεις. Βοηθά με αυτό που είναι. Χωρίς θόρυβο. Η Παναγία άλλαξε τον κόσμο και την ιστορία του. Ο ταπεινός άνθρωπος εν τω Φωτί μπορεί να αλλάξει τον δικό του κόσμο, τον έσω άνθρωπο και στη συνέχεια κι άλλους κοντά του. Αρκεί να τον καίει, να νοιάζεται να είναι Φωτεινός. Όχι από επίδειξη και ματαιότητα. Αλλά από πίστη.
Δύσκολοι οι καιροί που ζούμε. Από τον Θεό ζητούμε έτοιμες, μαγικές λύσεις. Από τους ανθρώπους να είναι όπως τους θέλουμε. Από τον εαυτό μας να είναι ευτυχισμένος μέσα από τις επιθυμίες του, που ταυτίζονται τις περισσότερες φορές με τα πρότυπα του κόσμου, εν γνώσει και εν αγνοία.
Η Εκκλησία, δια της
Υπεραγίας Θεοτόκου, μας καλεί να αφήσουμε το Φως που είναι ο Χριστός να
γεννηθεί στις καρδιές μας. Με αρετή και ειδικότερα ταπείνωση να διδαχθούμε, να
νικήσουμε το σκοτάδι, να αλλάξουμε, για να αλλάξουν και όλοι όσοι κοντά μας θα
βρούνε αντίστοιχα νόημα. Η προσευχή, η άσκηση, πρωτίστως η αγάπη είναι ο
τρόπος. Κάθε στιγμή. Νους και καρδιά που παλεύουν να βρούνε την ωριμότητα να
αφεθούν στο Φως και όχι να Το εξουσιάσουν. Ας είναι η Χάρη της ο οδηγός.