Το δίλημμα
Ἡ Ἑλένη ζοῦσε στό Καρπενήσι καί εἶχε παντρευτεῖ ἕναν πολύ σκληρό ἄνδρα ὁ ὁποῖος τήν χτυποῦσε γιά τό παραμικρό, ὅπως χτυποῦν τά παιδιά τήν μπάλα στό γήπεδο.
Τά βάσανα τῆς ζωῆς τήν ἔκαναν νά ὑπηρετεῖ στή Μονή τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας κάθε Δεκαπενταύγουστο.
Διηγεῖτο ἡ ἴδια: Μία περίοδο δούλευα παραδουλεύτρα σέ ἕνα γιατρό, πού ἦταν καλοπληρωτής ἀλλά καί πολύ σκληρός σάν τόν ἄνδρα μου.
Μία μέρα πῆρα τόν κάδο τῶν σκουπιδιῶν γιά νά πάω νά τά πετάξω καί ξαφνικά ἄκουσα ἕνα κλαυθμύρισμα. Φθάνοντας στό σκουπιδότοπο ἄνοιξα τό καπάκι καί βλέπω ἕνα μωρό μέσα στά αἵματα.
«Παναγιά μου τί νά κάνω; Νά γυρίσω στό γιατρό δέ γίνεται, γιατί αὐτός τό πέταξε, ὅμως ἄν τό πάρω στό σπίτι ὁ ἄντρας μου θά μέ σφάξει σάν λαμπριάτικο ἀρνί».
Τό πῆρα, τό φίλησα σκουπίζοντας τά αἵματα καί τό ἕσφιξα στήν ἀγκαλιά μου γιατί, ἦταν ὁ χειμώνας πολύ παγερός.
Ὅταν ἔφθασα στό σπίτι δέν ἦταν κανείς. Εἶπα μέσα μου: «Ὁ Θεός εἶναι μαζί μου» καί ἀφοῦ τό ἔπλυνα τό τύλιξα σέ μία παλιά μου πουκαμίσα καί τό σταύρωσα προσευχόμενη: «Παναγία μου Προυσιώτισσα, χαρίτωσέ το νά μήν κλάψει».
Καί τό θαῦμα ἔγινε. Τό μωρό γιά δύο χρόνια δέν ἔκλαψε! Τό τάιζα κρυφά καί τό κοίμιζα κάτω ἀπό τό κρεβάτι μας. Ὅταν ἐρχόταν ὁ ἄνδρας μου ἡ καρδιά μου χτυποῦσε δυνατά.
Πέρασε ὁ καιρός καί τό παιδί ἄρχισε νά μπουσουλᾶ. Ὁπότε ἕνα μεσημέρι ἐκεῖ πού τρώγαμε ξετρύπωσε τό μωρό καί ἦρθε κάτω ἀπό τό τραπέζι. Μόλις τό εἶδε ὁ ἄνδρας μου τά μάτια τοῦ γυάλισαν σάν τοῦ λιονταριοῦ.
Τί εἶναι αὐτό; μοῦ λέει.
Τότε ἔκαμα τόν σταυρό μου καί τοῦ εἶπα τό μυστικό. Συγκινήθηκε καί τό δέχθηκε σάν νά ἦταν δικό του. Τό παιδί αὐτό τώρα ἔχει παντρευτεῖ καί ἐργάζεται στό Καρπενήσι. Ἀπό τό παιδί αὐτό ἔχω ἕνα ποτήρι νερό, ἐνῶ ἀπό τά δικά μου τίποτα.
Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου,
ἡγουμένου Ἱ.Μ. Δοχειαρίου,
«Μορφές πού γνώρισα νά ἀσκοῦνται στό σκάμμα τῆς Ἐκκλησίας»