Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Στην Σκήτη της Αγιάννας, θαύμα της Θείας Πρόνοιας - 69

 
Στην Σκήτη της Αγιάννας, θαύμα της Θείας Πρόνοιας - 69

Από την Καλύβα «Κοίμησις της Θεοτόκου» στην Σκήτη της Αγιάννας, ο Πάτερ Θεόκτιστος Μοναχός είχε βαρειά άρρωστο τον Γέροντα του Μακάριο Μοναχό.

Ο Γέρο - Μακάριος κατάγονταν από την Θεσσαλονίκη και από την υπερβολική άσκηση έπαθε τρομερή εξάντληση καθότι δεν ήταν προικισμένος με φυσική αντοχή.

Ήταν ημέρα Κυριακή της Απόκρεω, κατά το σωτήριον έτος 1750 και ο Γερο - Μακάριος από την εξάντληση βρίσκονταν στα πρόθυρα του θανάτου, αλλά ήταν και Δίκαιος της Σκήτης.

Ο υποτακτικός του Θεόκτιστος Μοναχός, που ήταν και παραδικαίος και είχε και την φροντίδα του Κυριακού της Σκήτης, μετά από την θεία Λειτουργία, είχε μεγάλη στενοχώρια και αγωνία, τι φαγητό να δώσει στον Γέροντά του, για να μπορέσει κάπως να τονωθεί και να αναλάβει από την εξάντληση πού είχε.
Με τη σκέψη αυτή, κατέβηκε στην παραλία μήπως βρει κανένα ψάρι, αλλά η θάλασσα ήταν τόσο ταραγμένη και φουρτουνιασμένη και καμία ψαρόβαρκα δεν φαινόταν να ξεμυτίσει κατακεί, μα ούτε και στο πέλαγο δεν περνούσε καμία.
Τότε βαθιά συγκινημένος, με πίστη θερμή, γονάτισε και έκαμε προσευχή στο Θεό και παρακαλούσε και την Θεοπρομήτορα του Χριστού και μητέρα της Παναγίας μας Αγία Άννα.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την προσευχή του αυτή ο Πάτερ Θεόκτιστος και βλέπει πάνω στα αφρισμένα κύματα της θάλασσας να παιχνιδίζει ένα αρκετά μεγάλο ψάρι.
Αμέσως με Θεού φώτιση έκαμε το σημείο του Σταυρού προς την κατεύθυνση, που βρισκόταν το ψάρι και το κύμα, ω των θαυμάσιων σου Χριστέ Βασιλεύ! πέταξε έξω στην άμμο της παραλίας το ψάρι εκείνο.
Γεμάτος χαρά ο Πάτερ Θεόκτιστος, πήρε το ψάρι, το πήγε στο Κυριακό, που ήταν κατάκοιτος ο Γέροντας του, έφτιαξε φαγητό, από το οποίο έδωσε στον Γέροντά του, ο οποίος μια φορά έφαγε από το ψάρι εκείνο και πήρε τόση δύναμη που έγινε τελείως καλά και θεραπεύθηκε από την ασθένειά του.

Με το υπόλοιπο ψάρι, ο Πάτερ Θεόκτιστος, φιλοξένησε όσους βρέθηκαν στο Κυριακό την ημέρα εκείνη Μοναχοί και κοσμικοί και όλοι μαζί δόξασαν τον Πανάγαθο Κύριο και Θεόν «Τον θαυμαστόν εν τοις έργοις και τοις Αγίοις Αυτού».

 


 

Το Άγιον Όρος είναι κλήρος της Παναγίας - 70

 
Το Άγιον Όρος είναι κλήρος της Παναγίας - 70

Η Κυρία Θεοτόκος όταν φανερώθηκε στον πρώτο ερημίτη του Άθωνα, τον άγιο Πέτρο (655—681) και μετά από τέσσερις ως πέντε αιώνες στον ηγούμενο της Μεγίστης Λαύρας Νικόλαο και στον ένα και στον άλλο είπε: « Η κατοίκησή σας και η κατά Θεόν ανάπαυσή σας αλλού πουθενά δεν θα είναι παρά μόνο στο Όρος του Άθωνος, το οποίον έλαβα από τον Υιόν και Θεόν μου να είναι κλήρος δικός μου, στον οποίον εκείνοι που θέλουν να αναχωρήσουν από τις κοσμικές φροντίδες συγχύσεις, να έρχονται σ' αυτό και να δουλεύουν στο περιβόλι αυτό, να καλλιεργούν την αρετή, την καθαρότητα της καρδιάς και την αγνότητα της ψυχής τους και από τώρα και εμπρός θα λέγεται από όλους «Άγιον Όρος» «Αγιον Όρος τουτεΰθεν κεκλήσεται... καί περιβόλι δικό μου».

«Υπόσχομαι δε, πολύ να αγαπώ, να βοηθώ και να σκέπω εκείνους, που με άδολη καρδιά έρχονται να δουλέψουν ολόψυχα στο Θεό, να προσεύχονται αδιάκοπα για την ψυχή τους, να παρακαλούνε το Θεό για την Εκκλησία Του και όλο τον κόσμο να τον φωτίσει ο Θεός να γίνουν όλοι πρόβατα γνήσια και άδολα του Χρίστου και Θεού μας.»

«Με το έλεος και τη χάρη του Υιού και Θεού μου θα γεμίσει από την μια άκρη ως την άλλη το Όρος τούτο από Μοναχούς πλήθος πολύ ευσεβών και Ορθοδόξων. Για τούτο χαίρεται και αγάλλεται το πνεύμα μου, διότι όλοι αυτοί, θα υμνούν, θα ευλογούν και θα δοξάζουν το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομα της Παναγίας Τριάδος. Από αυτούς τους Μοναχούς, με τα σημεία και θαύματα που θα κάνουν, με την καθαρή και άγια ζωή τους, θα δοξάζεται και θα μεγαλύνεται, σε όλα τα πλάτη και τα μήκη, σε Ανατολή και Δύση, σε Βορρά και Νότο το όνομα του Θεού από όλον τον κόσμο.»

«Από την θλίψη, τη στενοχώρια, τους πειρασμούς, τα σκάνδαλα και τις στερήσεις που θα υπομένουν οι Μοναχοί αυτοί, θα μάθει ο κόσμος να κάνει υπομονή στις δύσκολες στιγμές της ζωής του.»

«Για όλα αυτά δε που θα υπομένουν αυτοί και δι' αυτών όλος ο κόσμος, θα παρακαλέσω τον Υιόν και Θεόν μου να συγχώρεση τις τυχόν ελλείψεις τους και να τους αξιώσει θείων και ουρανίων χαρισμάτων. Θα παρακαλέσω να τους χαρίσει ειλικρινή μετάνοια και φωτισμό για να κάνουν καλήν απολογία, κατά την ημέρα εκείνη την μεγάλη και επιφανή της Δευτέρας Παρουσίας και στη μέλλουσα δίκαια Κρίση να τύχουν του απείρου ελέους. Αλλά και στην παρούσα ζωή θα έχουν κι από μένα μεγάλη βοήθεια, διότι θα τους ελαφρύνω τους πόνους, τους κόπους, τις πίκρες και θα αποδιώχνω τους νοητούς και αισθητούς πειρασμούς, που θα τους γίνονται από τον εχθρό και επίβουλο Διάβολο και πολέμιο του ανθρωπίνου γένους».

Με τις υποσχέσεις και θείες υποθήκες αυτές της Παναγίας μας, το Άγιον Όρος, από τότε που κατοικήθηκε από Μοναχούς και μέχρι σήμερα, διαφυλάχθηκε και συνεχίζει την αγία ζωή και πνευματική δράση του, καίτοι οί κάτοικοι του Μοναχοί σκληρά κατά καιρούς δοκιμάστηκαν και μέχρι σήμερα δοκιμάζονται, από διαφόρους πειρασμούς ορατούς και αόρατους, με τη βοήθεια του Θεού και τη σκέπη της Θεοτόκου θα συνεχίσει τον Ιερόν αγώνα του, για να διαφυλάξει την Πίστη, τη γλώσσα και τις εθνικοθρησκευτικές Παραδόσεις του Χριστιανισμού αβλαβείς και αδιαλώβητες, όπως από την αρχή μας τις παρέδωσαν οι άγιοι Πατέρες των Επτά Αγίων Οικουμενικών Συνόδων της Αγίας Εκκλησίας μας.
 

Ή Παναγία σαν μάνα φροντίζει τους Μοναχούς 

Στο κοινόβιο Μοναστήρι του Αγίου Παύλου, πριν από 30 χρόνια ζούσε ένα πολύ απλό κι αγαθό Γεροντάκι, γνωστός με το όνομα Γερο - Θωμάς, πάντα πρόθυμος και ακάματος εργάτης της υπακοής. Σαν υπηρεσία του (διακόνημα) είχε να είναι βοηθός στον ζυμωτή και φούρναρη του Μοναστηριού.

Μια μέρα έτυχε ανάγκη να απουσιάσει για δυο ημέρες ο ζυμωτής και φούρναρης της Μονής Γερο - Γρηγόρης, ο οποίος από χρόνια είχε την υπηρεσία αυτή και γνώριζε πολύ καλά και εξυπηρετούσε τα διακονήματα αυτά, με πολύ προσήλωση και ευλάβεια.

Σαν αντικαταστάτη του στις υπηρεσίες αυτές, άφησε τον Γερο -Θωμά, ο οποίος επειδή δεν είχε ποτέ του ζυμώσει ξαφνιάστηκε και βρέθηκε σε μεγάλη απορία, διότι έπρεπε να ζυμώσει και να φουρνίσει τότε και να δώσει ψωμί για δυο ημέρες στους πατέρες του Κοινοβίου που τότε είχε περισσότερους από εξήντα Μοναχούς και σε δέκα ως είκοσι διερχόμενους κάθε ημέρα προσκυνητές.

Στη μεγάλη αυτή ανάγκη και απορία που βρέθηκε ο Γερο - Θωμάς, άρχισε να κάνει θερμή προσευχή και με δάκρυ να παρακαλεί την Παναγία Μητέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Κυρία Θεοτόκο και τον άγιο Παύλο, να τον φωτίσουν τι να κάνει; στην προκειμένη περίπτωση, γιατί τα είχε κυριολεκτικά χαμένα και δεν ήξερε πούθε να αρχίσει.

Ξαφνικά παίρνει την μαγιά του προζυμιού και εκεί που πήγε να βάλει νερό κι αλεύρι βλέπει δίπλα του μια μεγαλόπρεπη μαυροφορούσα γυναίκα, η οποία πήρε το προζύμι το ανακάτεψε, έβαλε το αλεύρι στην σκάφη και σε δυο ώρες έγινε το ζυμάρι, έπλασε τα ψωμιά τα φούρνισε και μέσα στις δυο αυτές ώρες ξεφούρνισε και έδωσε ο Γερο -Θωμάς ψωμί στους Μοναχούς, οι οποίοι ακόμη μέχρι σήμερα δεν μπορούν να ξεχάσουν την γλυκύτητα και νοστιμιά του ψωμιού αυτού.

Ο δε Γερο - Θωμάς σαν υπνωτισμένος δεν κατάλαβε τίποτε, πώς και με ποιό τρόπο γίνανε όλα αυτά! Το μόνο που κατάλαβε ήταν η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα, που δεν ήταν άλλη παρά η Κυρία Θεοτόκος.

Οι δε αδελφοί της Μονής αυτής του έλεγαν: Γερο- Θωμά, κάτι φάρμακο θα έβαλες μέσα στο ψωμί που είναι τόσο γλυκό και νόστιμο και έγινε τόσο γρήγορα και τόσο ωραίο.

Εδώ έδωκε την παρουσία της η Κυρία Θεοτόκος που σαν μάνα φροντίζει τα παιδιά της, τους Μοναχούς του Αγίου Όρους για να μη μείνουν νηστικοί από έλλειψη τροφίμων και άρτου, όπως. εμπράκτως το είδαμε όλοι κατά τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής 1940 -1944. 

Παρόμοιο θαύμα της Παναγίας στην Νέα Σκήτη

Για την ιδιαίτερη φροντίδα της Κυρίας και Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, οι Πατέρες της ιεράς Νέας Σκήτης, μου διηγήθηκαν το ακόλουθο γεγονός:
Το έτος 1942, που η Γερμανική κατοχή, είχε επιφέρει μεγάλη συμφορά στην Πατρίδα μας και η πείνα και στέρηση των υλικών αγαθών και ιδιαίτερα η έλλειψη τροφίμων θέριζε κυριολεκτικά τους αδελφούς μας Έλληνες, οι Μοναχοί του Αγίου Όρους, από την φροντίδα και μέριμνα της Παναγίας Μητέρας μας και μητέρας όλου του κόσμου δεν αισθάνθηκαν την έλλειψη των αγαθών, όπως οι άλλοι αδελφοί μας στον κόσμο βρισκόμενοι, που από την πείνα πέθαιναν κάθε μέρα και τους μάζευαν από τον δρόμο τα κάρα και ομαδικά τους ενταφίαζαν.

Έτσι λοιπόν δυο χρόνια υστέρα από τον Αλβανικό πόλεμο με τους Ιταλούς, που οι Γερμανοί κατέλαβαν την Πατρίδα μας και είχαμε γενικό αποκλεισμό από τρόφιμα, οι Πατέρες της Νέας Σκήτης μου είπαν, δεν είχαμε αλεύρι παρά μόνο για δυο ζύμες, το οποίο άμα θα τελείωνε, τι θα γινόμαστε τότε; Είχαμε στην συνοδεία μας εκτός από τον πατέρα Θεοφύλακτο και τον μακαρίτη τον Γερο - Γαλακτίωνα στο σπίτι μας, είπε ο Παπά Ιωακείμ ο Σπετσέρης. ότι στην συνοδεία μας είχαμε ακόμη ένα άτομο και φτάσαμε σε τρομερή απογοήτευση.

Αυτός ο μακαρίτης τώρα και τότε γέροντας μας Ιωακείμ, άνθρωπος του Θεού με πολλή μεγάλη πίστη στον Θεό και γενναία ψυχή, προικισμένος με πνεύμα υπομονής, Πίστεως και αγάπης προς όλον τον κόσμο, μας έδινε θάρρος και μας έλεγε: «Μη λυπήστε παιδιά μου, δεν θα μας αφήσει ο Θεός, εμείς έχουμε την Παναγία μητέρα του Θεού, βοηθό, η οποία, σύμφωνα με την υπόσχεσή της, θα φροντίσει για μας. Αλλά εάν παραχωρήσει ο Θεός να στερηθούμε τα υλικά αγαθά και να πεινάσουμε δεν θα πάθουμε τίποτε μεγάλο κακό, γιατί αν με υπομονή καί δίχως γογγυσμό υποφέρουμε ο,τι κακό θα μας βρει, τούτο θα είναι καλό και ωφέλιμο για την ψυχική μας σωτηρία. Εμείς σαν Μοναχοί, πρέπει να κάνουμε κουράγιο, να έχουμε την ελπίδα μας στο θεό και στην Κυρία Θεοτόκο και με το υπόδειγμά μας να δίνουμε θάρρος και στον άλλο κόσμο που υποφέρει πολύ περισσότερο από μας».

Από τις ζύμες το αλεύρι, με πολλή μεγάλη οικονομία καί μέτρο, περάσαμε από τον Απρίλη μέχρι τον Αύγουστο, οπόταν άρχισαν οι καθημερινές Παρακλήσεις της Παναγίας για το 15) Αύγουστο.

Ψωμί δεν είχαμε πλέον καθόλου, ο τότε γείτονας μας Πάτερ Αρσένιος Μαντζαρόλας, που τον είχε η Σκήτη μυλωνά, εκτός του ότι αυτός δεν είχε καθόλου ψωμί, αλλά είχε πάρει δανεικά και χρωστούσε στον έναν και στον άλλον, ολόκληρη φουρνιά 15—20 ψωμιά, χωρίς να μπορεί να τα επιστρέψει.

Στο δικό μας σπίτι αυτός, λέγει η Συνοδεία του πατρός Ιωακείμ Σπετσέρη, πολύ σπάνια ερχόταν, σχεδόν ποτέ, γιατί ο Γέροντας μου πάντα τον συμβούλευε και του έλεγε να σταματήσει τα ταξίδια που συχνά έκανε στον κόσμο, για το νεαρό της ηλικίας του και για τους κινδύνους που διατρέχει ο μοναχός στον κόσμο περιφερόμενος.

Η Παναγία έφερε σιτάρι

Ήτανε δώδεκα του μηνός Αυγούστου, η ώρα έξι (6) το μεσημέρι, ώρα Βυζαντινή (ή οποία κατά την δύση του ηλίου θα πρέπει πάντοτε σε όλες τίς εποχές του έτους να δείχνει ο ωροδείκτης 12), ακούμε να κτυπάει η πόρτα. Έτρεξε ο Πάτερ Ιάκωβος για να ανοίξει. Είδε τον Πατέρα Αρσένιο Μαντζαρόλα να κτυπάει, του άνοιξε και στην ερώτηση που του έκανε: «Πώς τέτοια ώρα πάτερ Αρσένιε, τι σου συμβαίνει; η οσιότητά σου δεν ερχότανε τον καλό καιρό και τώρα μεσημεριάτικα τι συμβαίνει;». Εκείνος σχεδόν κλαμένος του απάντησε: «Σώπα, π. Ιάκωβε, και έλα έξω στην απλωταριά — στην βεράντα— στον εξώστη, να δεις τα θαύματα της Κυρίας Θεοτόκου καί την φροντίδα που έχει για μας τους Μοναχούς της η Παναγία μας.

Πράγματι βγήκαμε και οι δυο στην απλωταριά και είδαμε τα κατάρτια ενός πλοίου. Ιδού μου λέγει, π. Ιάκωβε, η Παναγιά μας έφερε σιτάρι! Εγώ είπα: «Πώς το έμαθες αυτό Π. Αρσένιε; πήγες στην παραλία, κατέβηκες κάτω και το είδες;». Ο Αρσένιος τότε μου είπε: «Πάτερ μου εγώ δεν πήγα στην παραλία, αλλά επειδή, όπως γνωρίζεις, δεν έχω καθόλου ψωμί και χρωστάω τόσα στους Πατέρες και ντρέπομαι να τους δω, αποφάσισα αύριο τα ξημερώματα να φύγω και με τα πόδια σιγά σιγά από τη στεριά να φτάσω στην πατρίδα μου την Σπάρτη.

Έτσι, με τη σκέψη αυτή, ξάπλωσα στο ντιβάνι μου να ξεκουραστώ νηστικός και πολύ στενοχωρεμένος. Μόλις αποκοιμήθηκα ή μισο-ξύπνιος ήμουνα, βλέπω την μάνα μου, η οποία ήρθε και μου είπε, τι έχεις παιδί μου και είσαι έτσι λυπημένος; «Μάνα, της είπα, τι άλλο θέλεις να έχω, δεν έχω καθόλου ψωμί, μάνα πεινώ. Κι αυτή μου είπε πάλι: «Και γι' αυτό θέλεις να φύγεις από το Όρος; της είπα, ναι, γι' αυτό.

Και που λογαριάζεις να πας παιδί μου; δυστυχισμένο παιδί, δεν είμαι εγώ η Κυβερνήτης του Όρους;
Τόσους αιώνες το προστάτευα, το συντηρώ και το διαφυλάττω, το Όρος ολόκληρο και τους εν αυτώ υπομένοντας πατέρες, δεν τους έχω και τους φροντίζω σαν τέκνα μου αγαπητά; Και πώς είναι δυνατόν να αθετήσω την υπόσχεσίν μου αυτήν; Ιδού σας έφερα κάτω ένα Καΐκι με σιτάρι, σήκω κατέβα και πάρε».
Εγώ σε αυτά είπα: «Μητέρα μου, πώς θα πάρω το σιτάρι αφού δεν έχω χρήματα;

Κι αυτή μου είπε: «Το γνωρίζω κι αυτό παιδί μου, αλλά εδώ κάτω είναι ο Γέρο - Συμεών ο δούλος μου με την συνοδεία του, κι αυτός δεν έχει σιτάρι και στενοχωριέται, πλην όμως σε μένα έχουν την ελπίδα τους. Πήγαινε σ' αυτούς και θα σου δώσουν χρήματα και να τους πεις να κατέβουν κι αυτοί κι όλοι οι Πατέρες να πάρουν.

Αυτά μου είπε κι έφυγε Π. Ιάκωβε. Έλα λοιπόν κι εσύ πάμε μαζί κάτω να πάρουμε σιτάρι. Να το Καΐκι. Όπως βλέπεις δεν ήταν αυτή η μητέρα μου, αλλά ολοφάνερα ήταν η Παναγία η μεγάλη μας Μητέρα.

Ο Πατήρ Ιάκωβος έτρεξε στον Γέροντα μας και του είπε «δώσε Γέροντα στον Παντελεήμονα χρήματα και σακιά, κι εμείς με τον Π. Αρσένιο φεύγουμε για την παραλία να προλάβουμε να πάρουμε λίγο σιτάρι, μήπως μας φύγει το Καΐκι.

Όταν κατεβήκαμε στην θάλασσα, βρήκαμε τους Καπεταναίους στην Καλαμιά, εκεί που τώρα είναι ο αρσανά του Παπα - Βαρλαάμ. Οι ναυτικοί ήταν καθισμένοι και έλεγαν: «Πατέρες εμείς δεν έχουμε σιτάρι για πούλημα. Εμάς, από την Καβάλα μας αγγάρευαν οι Γερμανοί να πάμε είδη πολέμου στον Κολυνδρό και μας επέτρεψαν να πάρουμε σιτάρι 300 οκάδες για κάθε οικογένεια. Αυτό έχουμε, αλλά επειδή κι εσείς δεν έχετε καθόλου θα σας δώσουμε να πάρετε από 30 οκάδες κάθε άτομο, για οικονομηθήτε τώρα».

Ρώτησαν τον Π. Αρσένιο, πόσοι μοναχοί είστε εσείς; Ο Π. Αρσένιος είπε εγώ είμαι μόνος μου. Καλά είπαν θα πάρεις 30 οκάδες. Ο π. Αρσένιος είπε, σας ευχαριστώ.
Εσείς Π. Ιάκωβε πόσοι είστε;
Αυτός απάντησε, εμείς είμαστε πέντε (5) γιατί είχαμε και τον Γερο - Βαρθολομαίο.
Εσείς τότε θα πάρετε, είπαν οι Καπεταναίοι, εκατόν πενήντα (150) οκάδες. Και είπαμε δόξα να έχει ο Θεός, σας ευχαριστούμε.

Φύγανε τότε όλοι κι εγώ έμεινα εκεί. Οι άλλοι με την βάρκα πήγανε στο Καΐκι ζύγισαν το σιτάρι και το φέρανε έξω στην παραλία.

Οι Γερμανοί αξιωματικοί, δεν τους «είπαν τίποτε. Όταν ήρθαν έξω, τότε οι άνθρωποι που είχαν το Καΐκι είπαν: «Πατέρες, οι Γερμανοί φοβούνται και δεν θέλουνε να φύγουμε τώρα που είναι ακόμη ημέρα, αλλά θέλουν να φύγουμε τα μεσάνυχτα, γι' αυτό μήπως μπορούσαμε, με την ευκαιρία αυτή, εμείς να προσκυνήσουμε τα άγια Λείψανα που έχετε εδώ στην Σκήτη σας; Ο Π. Ιάκωβος τους είπε: «ευχαρίστως μπορείτε, βεβαίως, να έρθετε επάνω». Ο Δίκαιος μας, που τότε ήταν ο Γέρο - Ανατόλιος, ο οποίος έμενε στην Καλύβη του αγίου Σπυρίδωνος, είναι δικός μας και θα σας αφήσει να προσκυνήσετε, ελατέ πάμε. Τους πήρε κι ανεβήκαμε όλοι μαζί.

Όταν φτάσαμε στο προσκυνητάρι λέει ο Καπετάνιος:
«Πατέρες μήπως μπορούσατε να μας δώσετε λίγο καφέ, μια-δυο οκάδες και να σας δώσουμε σιτάρι; Εμείς τους είπαμε πολύ καλά να σας δώσουμε, για τόσο λίγο πράγμα δεν γίνεται λόγος. Ο Καπετάνιος τότε είπε, καλά, αλλά με τι τιμή θα μας τον δώσετε; Εμείς, τους είπαμε, τώρα τελευταία αδελφοί, τον καφέ τον αγοράσαμε προς 50 δραχμές την οκά και το σιτάρι έχει δέκα δραχμές, εσείς θα μας δώσετε πέντε οκάδες σιτάρι για κάθε οκά καφέ. Ο Καπετάνιος τότε είπε: «όχι Πατέρες αυτό δεν είναι δίκαιο, αλλά θα σας δώσουμε για κάθε οκά του καφέ είκοσι οκάδες σιτάρι, έτσι πάει, αυτή είναι ή τιμή του τώρα.

Ο Π. Ιάκωβος τους είπε, όχι αδελφοί, αυτό είναι αισχροκέρδεια και δεν το θέλει ο Δεσπότης Χριστός, δεν είναι σωστό πράγμα και εκείνοι είχανε τις αντιρρήσεις τους, για να μας δώσουν όσο αυτοί θα κρίνουν σωστό, αυτό και έγινε για να ικανοποιηθούν όλοι.
Τότε εγώ είπα, Πάτερ Ιάκωβε, τι καθόμαστε, πάμε σύντομα επάνω, γιατί αργήσαμε κι ο Γέροντας μας θα ανησυχεί και θα νομίζει πως πάθαμε τίποτε.

Ο ναύκληρος τότε είπε: «Έχετε κι άλλον Γέροντα; του είπαμε ναι, έχουμε και είναι άγιος άνθρωπος, τότε αυτός είπε: «Πατέρες όλο το σιτάρι που έχουμε στο Καΐκι μας θα μείνει εδώ για όλους τους αδελφούς σας».

Πήγαμε στο Κυριακό της Σκήτης, προσκύνησαν οι ναυτικοί τα άγια Λείψανα κι εμείς κάναμε θερμή δοξολογία και ευχαριστία με παράκληση και με ολονύχτια αγρύπνια, ευχαριστήσαμε την προστάτιδα του Αγίου Όρους, Κυρία και Δέσποινα Θεοτόκο και την παρακαλέσαμε με πίστη και θερμά δάκρυα να καταπαύσουν οι πόλεμοι και να ειρηνεύσει ο κόσμος και έτσι οί ναυτικοί με τους Γερμανούς έφυγαν κατασυγκινημένοι και πολύ ευχαριστημένοι, όπως μας βεβαίωσαν.
 

Κι άλλο φανερό θαύμα της Παναγίας
 
Όταν στις Καρυές που είναι η Πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, στις 3 Οκτωβρίου 1948 οι Κομμουνιστές αντάρτες οκτακόσιοι (800) περίπου επιτέθηκαν εναντίον της Χωροφυλακής και του πολιτικού Διοικητού του Αγίου Όρους κ. Παναγιωτάκου.

Την ημέρα εκείνη, που άρχισε η επίθεση των ανταρτών πολύ πρωί, στο Κελί — μικρό Μοναστηράκι — «ο Προφήτης Ηλίας» του οποίου ο Γέροντας Διάκο - Διονύσιος γιόρταζε την μνήμη του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, είχε θεία λειτουργία, για την ονομαστική γιορτή του και στη θ. λειτουργία αυτή ήταν συνηγμένοι περισσότεροι από πενήντα (50) Μοναχοί.
Οι θείες λειτουργίες στο άγιον Όρος αρχίζουν πολύ πρωί και τελειώνουν στις 8—9 πρωινή ώρα, πριν όμως να τελειώσει η θεία αυτή λειτουργία, οι αντάρτες άρχισαν την επίθεσή τους με διάφορα όπλα, πολυβόλα και βαρείς όλμους. Ένα από τα βλήματα του όλμου έπεσε επάνω στην σκεπή του Κελλιου αυτού, που όπως είπαμε ήταν μαζεμένοι οι Μοναχοί, οι οποίοι φοβήθηκαν γιατί δεν ήξεραν τι είχε συμβεί και κλείστηκαν όλοι μέσα στο Κελί αυτό.

Από επέμβαση καθαρά της θείας Πρόνοιας, με την πρεσβεία και προστασία της Κυρίας Θεοτόκου, όλως παραδόξως, δεν εξερράγη — δεν έσκασε — το βλήμα του όλμου και έτσι από τους Πατέρας δεν έπαθε κανείς τίποτε, διότι αν έσκαγε ο όλμος ασφαλώς δεν θα γλίτωνε κανείς από τους Μοναχούς.

Τέτοια θαύματα πάρα πολλά έκανε η Παναγία μας στο Περιβόλι της, κατά τα μαύρα εκείνα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής και του ανταρτοπόλεμου οπού ήταν φανερή η επέμβασή Της.
Δεν πρέπει να κρίνουμε από τα φαινόμενα.

Ο μακαρίτης πνευματικός μου από τη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων Παπα - Νικόδημος μου διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία παρμένη από Πατερικά αγιορείτικα χειρόγραφα:
«Ένας πιστός χριστιανός, επί δέκα πέντε χρόνια πήγαινε στον πνευματικό του και εξομολογούνταν τις ανθρώπινες αδυναμίες του. Μια μέρα όμως, όπως συνήθιζε, πήγε στον πνευματικό του να πορνεύεται με μια γυναίκα.
Αμέσως βγήκε έξω και φεύγοντας είπε στον εαυτό του: Αχ! τι έπαθα, αλίμονο σε μένα, έχω τόσα χρόνια που εξομολογούμαι σε αυτόν και τώρα τι θα κάνω; θα κολασθώ, γιατί όσα αμαρτήματα κι αν μου συγχώρεσε, έφ' όσον είναι αμαρτωλός άνθρωπος, είναι όλα ασυχώρετα. Έκλεγε και χτυπιόταν ο άνθρωπος για το κακό που τον βρήκε και δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει.
Στο δρόμο που έφευγε δίψασε, προχώρησε λίγο και μπροστά του βρέθηκε ένα μικρό ρεματάκι στο οποίο έτρεχε γάργαρο και πεντακάθαρο νερό. Έσκυψε και ήπιε. Ήπιε τόσο που χόρτασε και δεν του έκανε καρδιά να φύγει αλλά ήθελε να πιει κι άλλο από εκείνο το νεράκι.

Σε μια στιγμή σκέφτηκε με το λογισμό του και είπε: «Αν εδώ στο ρεματάκι το νερό αυτό είναι τόσο καθαρό και νόστιμο, φαντάσου πώς θα είναι στη πηγή. Με την σκέψη αυτή ξεκίνησε να βρει την πηγή του νερού.

Όταν έφτασε όμως εκεί τι να δει! Βλέπει το νερό να βγαίνει μέσα από ένα ψόφιο και βρώμικο κουφάρι σκύλου, μέσα από το στόμα του!! Τότε βαθιά αναστέναξε και είπε: αλίμονο σε μένα τον άθλιο, μαγαρίστηκα ο ταλαίπωρος που ήπια από το μολυσμένο αυτό νερό, φαίνεται είμαι πολύ αμαρτωλός και ακάθαρτος για να μου συμβαίνουν αυτά τα πράγματα.

Στη μεγάλη αυτή στενοχώρια που βρισκότανε, παρουσιάστηκε Άγγελος Κυρίου και του είπε: «Γιατί, άνθρωπε μου, στενοχωριέσαι και λυπάσαι για τα πράγματα που σου συμβαίνουν; ΙΙρώτα σαν ήπιες το νερό από το ρεματάκι δεν ευχαριστήθηκες που το βρήκες πολύ καθαρό και δεν το χόρταινες να πίνεις και τώρα που είδες πούθε βγαίνει λες ότι μαγαρίστηκες; Είδες ότι βγαίνει από το στόμα του σκύλου και λες ότι μολύνθηκες; Εάν, αγαπητέ μου, ο σκύλος είναι, ψόφιος και ακάθαρτος μη λυπάσαι γι' αυτό εσύ, διότι το νερό που ήπιες εσύ κι ο κόσμος όλος που πίνει, μπορεί να βγαίνει από το ακάθαρτο στόμα του σκύλου, αλλά το νερό που βγαίνει δεν είναι δικό του, δεν είναι του σκύλου, αλλά είναι δώρο του Θεού.

Έτσι κι ο πνευματικός που σε εξομολογούσε, η συγχώρεση που σου έδινε δεν ήταν δική του, αλλά η συγχώρεση είναι δωρεά του Θεού, Εκείνος τη δίνει, το Πανάγιο Πνεύμα την χορηγεί, σ' αυτόν που ειλικρινά και καθαρά εξομολογείται τις αμαρτίες και αδυναμίες του.

Με τη διαφορά ότι οι δωρεές και τα χαρίσματα του Θεού στους ανθρώπους δίδονται μέσω της ιεροσύνης, από τους κανονικά χειροτονημένους και έχοντας την άδεια της εξομολογήσεως και αφέσεως των αμαρτιών, όπως είπε ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός στους αγίους Αποστόλους και Μαθητές Του: «Λάβετε ΙΙνεύμα Άγιον, αν τίνων αφήτε τάς αμαρτίας αυτών άφίενται αυτοίς, αν τίνων κρατείτε κεκράτηνται» (Ίωάν. Κ. 22).

Έτσι οι άγιοι Απόστολοι έδωσαν την έξουσίαν αυτήν στους Επισκόπους και διαδόχους αυτών και εκείνοι στους κανονικά χειροτονηθέντες ιερείς και πνευματικούς. Εκ του λόγου τούτου και διότι τελούν τα άγια Μυστήρια του Θεού, οι ιερείς είναι ανώτεροι κατά το αξίωμα κι από αυτόν τον βασιλέα και ανώτατο άρχοντα του λαού, διότι κι αυτός οποιοσδήποτε και αν είναι στο κοσμικό του αξίωμα, από τον Ιερέα και πνευματικό θα λάβει την συγχώρεση των αμαρτιών του, διότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος, αυτή είναι η ιερά Παράδοση της αγίας Εκκλησίας μας.
Δεν πρέπει οι χριστιανοί να κρίνουν τους ιερωμένους

Και τώρα, λέγει ο Άγγελος, πήγαινε να βάλεις μετάνοια και να ζήτησης συγχώρεση από τον πνευματικό σου, που τον είδες να αμαρτάνει και παρακάλεσε τον να σε συγχωρέσει, για την κατάρτιση που σε βάρος του έκαμες. Όσο δε για την αμαρτία που εκείνος έκανε, ο θεός θα τον εξετάσει και Αυτός μόνον θα τον κρίνει, διότι εσύ είδες αυτόν να κάνει την αμαρτία, δεν μπορείς όμως να γνωρίζεις αν αυτός μετανόησε ή τον τρόπο της μετανοίας του. Έτσι εσύ μεν έχεις την αμαρτία της κατακρίσεως, εκείνος δε, αν μετανοήσει, θα τρυγήσει τους καρπούς της μετανοίας και διορθώσεώς του».

Όταν ο Άγγελος είπε αυτά στον πιστό εκείνο χριστιανό έγινε άφαντος. Ο δε χριστιανός, σύμφωνα με την εντολή του Αγγέλου, γύρισε πίσω, πήγε στον πνευματικό, στον οποίο διηγήθηκε όλα όσα είδε και άκουσε από τον Άγγελον Κυρίου, του έβαλε μετάνοια κι όταν είπε τα διατρέξαντα στον πνευματικό, όπως του τα είπε ο Άγγελος ο πνευματικός με δάκρυα στα μάτια μετανόησε, έκλαψε πικρά και ζήτησε συγχώρεση από τον πολυέλεο, πολυεύσπλαχνο και Πανάγαθο Θεό και διόρθωσε τα κακώς διαπραττόμενα, προς δόξαν Θεού και ψυχική σωτηρία αυτού.

Όταν μου διηγήθηκε αυτά ο πνευματικός μου Παπα - Νικόδημος, συνέχισε τον λόγο του και με αγάπη μου είπε: «Γι' αυτό, αδελφέ Χαράλαμπε, (αυτό έλαβε χώρα το 1934, που δεν ήμουν ακόμη Μοναχός και με έλεγε με το κατά κόσμον όνομά μου) δεν έχουμε δικαίωμα να εξετάζουμε την ζωή των άλλων ανθρώπων, όπως λέει και ο Απόστολος Παύλος: «Σύ τίς ει ό κρίνων άλλότριον οικέτην;....» (Ρωμ. ΙΔ' 4). Πολύ δε περισσότερο να κρίνουμε τους Κληρικούς, τους ιερωμένους, τους πνευματικούς και γενικά τους ρασοφόρους, τους οποίους σκληρότατα δοκιμάζει ο Θεός και με μεγάλη πονηρία και μαεστρία πολεμεί ο Διάβολος, όπως λέει ο ίδιος ο Θεός «Μη κρίνετε; ίνα μη κριθήτε καί εν ω κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καί εν ω μέτρω μετρείται μετρηθήσεται υμίν» (Ματθ. Ζ' 1 - 3).
Εμείς οφείλουμε να συγχωρούμε τα σφάλματα των άλλων και να μετανοούμε, να κρίνουμε και να τιμωρούμε τον εαυτό μας και μόνον. Αν θέλουμε να σωθούμε, να συγχωρούμε τους άλλους και να άναλι του ιερού Ευαγγελίου που λέει: «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα πάλι του ιερού Ευαγγελίου πού λέει: «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ό Θεός τα παραπτώματα υμών, κατά το έφετε καί αφεθήσεται υμίν» (Λουκ. ΚΓ' 34).
 
 

Ο Γερο - Μιχαήλος στα Καυσοκαλύβια -71

 
Ο Γερο - Μιχαήλος στα Καυσοκαλύβια -71

Πριν από δεκαέξι χρόνια (1965) ο Γερο - Μιχαήλος, Γέροντας της Καλύβης «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» είχε ανιστορήσει μια εικόνα του αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως (διότι ήταν καλός αγιογράφος), την οποία εικόνα είχε μεταφέρει ο ίδιος στην νήσο Ρόδο.

Ο Γερο - Μιχαήλος, επί είκοσι και πλέον χρόνια είχε πάθει έλκος του στομάχου και κατά καιρούς υπέφερε από φριχτούς πόνους.
Όταν γύρισε από την Ρόδο, που παρέδωσε την εικόνα του Αγίου Νεκταρίου, στο πλοίο τον έπιασαν πάλι ισχυροί πόνοι και κάθονταν σε μια γωνιά κουβαριασμένος.

Στο ίδιο πλοίο συνταξίδευε και ένας γιατρός παθολόγος Παπανικολάου το όνομα. Ο γιατρός ρώτησε τον Γερο - Μιχαήλ «γιατί κάθεσαι έτσι μαζεμένος Πάτερ;» Και αφού έμαθε την αιτία του είπε: «Μη στενοχωριέσαι Γέροντα, θα σου δώσω εγώ ένα φάρμακο και θα γίνεις περδίκι», όπως μου είπε ο ίδιος ο Π. Μιχαήλ, όταν του έδωσε το φάρμακο και το ήπιε αμέσως υπεχώρησαν οι πόνοι, ανακουφίστηκε αρκετά και έτσι μπόρεσε και συνέχισε το ταξίδι άνετα.
Όταν έφτασε στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, στο Άγιον Όρος, δεκαπέντε ήμερες πριν από την εορτή του Αγίου Νεκταρίου, ο Γέρο - Μιχαηλος, μετά το Απόδειπνον και την Ιδιαίτερη προσευχή (τον κανόνα του) έπεσε να αναπαυθεί. Δεν πέρασε δε ούτε μια ώρα και άκουσε την πόρτα του δωματίου του να ανοίγει.

Από τον θόρυβο ξύπνησε και βλέπει μπροστά του έναν ιεροπρεπή σεβάσμιο Γέροντα. Στήν αρχή φοβήθηκε κι όταν συνήλθε από το φόβο, κοίταξε καλύτερα και βλέπει ότι έφερε εγκόλπιο και σταυρό στο στήθος.

Τότε ξεθάρρεψε και με κάπως έντονη φωνή είπε: «Ο άγιος Νεκτάριος!» ο οποίος του είπε: «Ηρθα να σου πω ότι δεν σε θεράπευσε ο γιατρός Παπανικολάου με τα φάρμακα του στο πλοίο αλλά από την στιγμή που πήγες την εικόνα μου στην Ρόδο, θεραπεύτηκες. Να δοξάζεις το Θεό και να τιμάς την Παναγία».

Όταν είπε αυτά, ο άγιος Νεκτάριος, έγινε άχραντος. Ο υποτακτικός του Γέροντα Μιχαήλ, Μοναχός Γαβριήλ, ο οποίος κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο, από την συζήτηση και τις έντονες φωνές του Γέρο - Μιχαήλ, ξύπνησε και βρήκε τον Γέροντα του να ψαχνει για να βρει τον άγιο Νεκτάριο.

Τότε και οί δυο τους κοίταξαν όλες τις πόρτες του σπιτιού και διεπίστωσαν πως όλες ήταν ερμητικά κλεισμένες και από μέσα ασφαλισμένες όπως τις είχαν οι ίδιοι κλείσει αποβραδύς.
Ο Γέρο - Μιχαήλ, αφού διηγήθηκε τα διατρέξαντα στον υποτακτικό του Μοναχό Γαβριήλ, πήγαν και οι δυο στην εκκλησία της Καλύβης, έκαμαν θερμή προσευχή, δέηση και δοξολογία στο Θεό και ευχαρίστησαν την Παναγία Θεοτόκο και τον θεράποντα τους αγιον Νεκτάριο. 

Κι άλλο θαύμα του Αγίου Νεκταρίου
 
Σε συνέχεια καταχωρούμε εδώ επιστολή, του προ διετίας κοιμηθέντος τον αιώνιο ύπνο και απελθόντος στην αιώνια ζωή, μακαριστού Γέροντος Μιχαήλου Καυσοκαλυβίτου, με την οποία επιστολή αφηγείται ο ίδιος κι άλλο θαύμα του Αγίου Νεκταρίου, που έγινε στο Άγιον Όρος και το γράφει ο ίδιος στον ευσεβή και ευλαβέστατο χριστιανό και σε μας αγαπητόν εν Χριστώ αδελφόν κ. Θεόδωρον Πουλόπουλον — Λυκούργου 16 Αθήνας — Το καταχωρούμε εδώ ακριβώς όπως ο ίδιος το έγραψε και το έστειλε:
 

 «Προς τον ευσεβή χριστιανόν κ. Θεόδωρον Πουλόπουλον
— Λουκούργου 16 'Αθήνας —»

 
κ. Θεόδωρε χαίρε εν Κυρίω και υγίαινε εν πάση Αγαπητέ Θεόδωρε σου γράφω με τη βοήθεια του Κυρίου ήλθα καλά και με τη χάρη της Κυρίας Θεοτόκου είμαι καλά... Θα σου γράψω και ένα ωραίο που συνέβη όταν ήρθα: Των Ταξιαρχών κάναμε θεία Λειτουργία στο Καλύβι μας που έχουμε εκκλησία του «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου» και την επόμενη που είναι του αγίου Νεκταρίου είπαμε στον Ιερέα πάλι να κάνουμε θ. Λειτουργία, για τα πολλά θαύματα που κατά καιρούς μου είχε κάνει ο άγιος Νεκτάριος. Και εφόσον διαβάσαμε τον εσπερινό και ΤΟ απόδειπνο, κατόπιν εγώ δεν είχα ύπνο και πήγαινα στην εκκλησία μας την νύχτα. Εκεί έρχεται μια ουράνια εύωδία τόσο που γέμισε όλο το σπίτι. Εγώ άνοιξα το παράθυρο και την πόρτα της εκκλησίας αλλά η ευωδιά εκεί δεν έφευγε. Αφού σηκώθηκε ο πάτερ Γαβριήλ για τον Όρθρο μου λέγει, γέροντα ήλθε η χάρις της Παναγίας και των αγίων. Αφού τελειώσαμε ήλθε ο Ιερεύς ο Παπα - Αθανάσιος δια να λειτουργήσει και λέγει προς τον πάτερ -Γαβριήλ — τον υποτακτικό μου — αρώματα ερίξατε μέσα στην εκκλησία; κι εκείνος του λέγει όχι και εφόσον μπήκε μέσα στο Ιερό, τότε κατάλαβε ότι από την λειψανοθήκη — πού έχουμε στο Ιερό — έβγαινε η ευωδία εκείνη κι εμείς αλλοιωθήκαμε. Επί πέντε ημέρες κράτησε αυτή η ουράνια ευωδία. Ζωντανά πράγματα είναι η ορθόδοξος θρησκεία μας. Τι χαρά που είχαμε εκείνες τις μέρες δεν μπορώ να σου παραστήσω. Τους χαιρετισμούς σ' όλους τους αδελφούς...
Με την εν Χριστώ αδελφική αγάπη Μιχαήλ Μοναχός Ιερά Σκήτη Καυσοκαλύβια «Ευαγγελισμός» Άγιον Όρος τη 12η Δεκεμβρίου 1978».

Αυτά ας τα δούν οι πλανεμένοι χριστιανοί και Μοναχοί, που λένε πώς είναι ορθόδοξοι και με πολλή μανία και ασέβεια κακολογούν και δυσφημίζουν τον άγιο Νεκτάριο Κεφαλά και ας αναλογισθούν τα φριχτά επιτίμια και τις κατάρες που περιμένουν, τους ταλαίπωρους αυτούς ανθρώπους, οι οποίοι, ενώ είναι γεμάτοι αμαρτίες και παρανομίες, τολμούν να τα βάλουν και να καθυβρίζουν τους Αγίους που επίσημα η Εκκλησία μας Συνοδικώς έχει αναγνωρίσει, ανακηρύξει και κατατάξει στην χορεία των εορταζομένων Αγίων. Πολύ δε περισσότερο που ο Άγιος αυτός, από τούτη τη ζωή και μετά την κοίμησή του, αλλά και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να κάνει πολλά και μεγάλα θαύματα!
 



 

Φοβερή η κρίση του θανάτου - 72

 
Φοβερή η κρίση του θανάτου - 72
 
          Σε μια ξεροκαλύβα της Ιεράς Νέας Σκήτης του Αγίου Παύλου, πριν από πολλά χρόνια, ένας υποτακτικός, Μηνάς το όνομα του, αρρώστησε βαρειά για θάνατο.
Ξαφνικά εκεί που νόμιζαν οι πατέρες που τον φρόντιζαν πώς θα πεθάνει, βλέπουν και έκανε απότομες κινήσεις των χεριών και του κεφαλιού του.

Οι παρευρισκόμενοι εκεί παρακολουθούσαν με πολλή περιέργεια και ενδιαφέρον τις κινήσεις και σε ερώτησή τους, ο μελλοθάνατος, είπε: «Κριτήριο, αδελφοί μου, Κριτήριο, φοβερό Κριτήριο στο οποίο αντιδικούν οι Δαίμονες με τους Αγγέλους. Σας παρακαλώ αδελφοί μου κάνετε προσευχή για την ψυχή μου» και λέγοντας αυτά, μετά πολλών ωρών πάλη και αγωνία, παρέδωσε το πνεύμα.
Που όμως; κανείς δεν γνωρίζει, ποίοι άραγε να νίκησαν;

Φοβερή αδελφοί μου είναι η ώρα του θανάτου.
Φοβερό το Κριτήριο και η αντιδικία των Δαιμόνων και η απόφαση στα χέρια της θείας Δικαιοσύνης, αλλά ας παρακαλούμε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και να ζητήσωμεν απ' αυτόν, με εξομολόγηση και ταπεινή καρδιά, να νικήσει το Έλεός Του την Κρίσιν, επειδή η αγία Γραφή λέει: «Έλεος και κρίσιν άσομαί σοι Κύριε, ψάλω καί συνήσω εν οδώ άμώμω πότε ήξεις προς με; διεπορευόμην εν κακία καρδίας μου, εν μέσω του οίκου μου» (Ψαλμ. Ρ' 100).
Δηλαδή: Εγώ Κύριε θα ψάλλω το έλεος Σου με την κρίση μαζί, κι αυτά θα τα καταλάβω όταν θα βρίσκομαι στο δρόμο της αναμαρτησίας και παρακαλώ πότε θα έλθεις σπίτι μου; Όταν θα βρίσκομαι στο δρόμο της ακακίας και της καλοσύνης; Τότε σε παρακαλώ να έλθεις να παραλάβεις την ψυχή μου και να την κρίνεις με το άπειρο Σου έλεος και όχι με τη δικαία Σου κρίση! Αυτό θα πρέπει όλοι μέρα νύχτα να παρακαλούμε και να διορθώνουμε τα σφάλματα και αμαρτήματα μας, και κατά τη θεία Του εντολή θα πρέπει για να τύχουμε του θείου ελέους, να γινόμαστε έτοιμοι όπως το είπε ο ίδιος «Γίνεσθε έτοιμοι, διότι ο θάνατος ως κλέπτης έρχεται εν ώρα ή ου δοκήται» και επειδή ο θάνατος έρχεται σαν κλέφτης τότε που δεν τον περιμένουμε, θα πρέπει ανά πασά στιγμή να είμαστε έτοιμοι να τον υποδεχτούμε και να λέμε κι εμείς με τον Προφήτη Δαυίδ «Πότε ήξεις προς με»; δηλ. πότε, Κύρη, θάρθεις και σε μένα να με πάρεις;


 

 

Προφητεία του Γέρο - Χερουβείμ -73

 

Προφητεία του Γέρο - Χερουβείμ -73

Καθώς μας διηγήθηκε o ευλαβής ασκητής στην έρημο του Αγιο-βασίλη, σεβαστός και αγαπητός μου Γέρο - Δαμασκηνός, από την ησυχαστική Καλύβα «Εισόδια της Θεοτόκου», ότι το 1940 - 41 ο Γερο -Δαμασκηνός με τον υποτακτικό του Αυγουστίνο Μοναχό, ήθελε για πνευματική εργασία να πάει στη Βίγλα, που είναι η Ρουμανική Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, από τον επάνω δρόμο, ο οποίος από την Κερασιά πηγαίνει στα Κρύα Νερά, στον Βαθύλακκα, επάνω από τον Άγιο Πέτρο, κι απ' εκεί στου Κυρ Ησαΐου και κατεβαίνει στη Βίγλα. Ο δε άλλος δρόμος πηγαίνει από την Κερασιά δεξιά κατεβαίνει στα Καυσοκαλύβια, και απ' εκεί ανεβαίνει στον Άγιο Νείλο κλπ.
Ο πρώτος δρόμος λέγεται αποπάνω και ο άλλος λέγεται αποκάτω.

Ο Γερο - Χερουβείμ, όταν ο Γερο - Δαμασκηνός του είπε το σκοπό του ταξιδιού του είπε στον Γερο - Δαμασκηνό: «Πάτερ μου αν θέλεις να φτάσεις ασφαλώς με τη συνοδεία σου στο μέρος που θέλεις να πας, θα πρέπει να πάτε από τον κάτω δρόμο και όχι από τον επάνω».
Ο Γέρο - Δαμασκηνός δεν έδωσε πολύ σημασία στα λόγια αυτά του Γερο - Χερουβείμ κι αποφάσισε να πάει από τον αποπάνω δρόμο επειδή είναι συντομότερος και δεν έχει πολλές ανηφοροκατηφόρες, όπως έχει ο κάτω δρόμος, που πρέπει, όπως είπαμε, να κατέβει κανείς πρώτα στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων κι απ' εκεί να ανέβει επάνω κλπ. Αλλά δεν πρόλαβε με τον υποτακτικό του να φτάσει στα Κρύα νερά και ξαφνικά προβάλλουν μπροστά τους τρεις ένοπλοι άνδρες ληστές, οι οποίοι αφού τους έκαναν ερευνά και είδαν πως δεν είχαν τίποτε το σημαντικό μαζί τους, τους υποχρέωσαν να γυρίσουν πίσω, με κίνδυνο να τους σκοτώσουν αν δεν υπακούσουν στη διαταγή τους.

Η εκπλήρωση της προφητείας
 
Τότε αναγκαστικά ο Γερο - Δαμασκηνός με τον υποτακτικό του Μοναχό Αυγουστίνο, αφού δοκίμασαν μια μεγάλη λαχτάρα από τους ληστές, γύρισαν και πήγαν από τον κάτω δρόμο και έτσι εκπληρώθηκε η προφητεία του Γέροντος Χερουβείμ, ο οποίος είχε φτάσει, με την αδιάλειπτη προσευχή, την πίστη στο Θεό και την αυταπάρνηση, στην πραγματική αρετή της ταπεινώσεως και έφυγε από τον κόσμο τούτο, πλήρης ημερών και τον αξίωσε ο Πανάγαθος θεός στη χορεία των αγιορειτών Πατέρων.

 

 

Φοβερό κριτήριο την ώρα του Θανάτου - 74

 
Φοβερό κριτήριο την ώρα του Θανάτου - 74

Στην Σκήτη της «Αγίας Τριάδος» τα Καυσοκαλύβια, στην Καλύβα «Ζωοδόχος Πηγή» από το 1910 ασκητικά διαβίωνε ένας μεγάλος Καλλιτέχνης Ξυλόγλυπτης εκ Μυτιλήνης καταγόμενος Γερο -Αρσένιος με τους υποτακτικούς του, τον πνευματικό εξομολόγο Παπα - Νικόδημο και τον Μοναχό Γερμανό.


Ο Μοναχός Γερμανός παρέλαβε δυο από τα καλύτερα Ξυλόγλυπτα έργα του Γέροντα του, από τα οποία το μεν ένα παρίστανε την «Σταύρωση του Κυρίου» το δε άλλο την «Δευτέρα Παρουσία και την μέλλουσα Κρίση Αυτού».


Τα μεγάλης αξίας αυτά έργα ο Π. Γερμανός μετέφερε προς πώληση στην Αμερική, αλλά επειδή όπως μας πληροφόρησαν, ζητούσε μεγάλα χρηματικά ποσά και για τα δυο, δεν μπόρεσε να τα πουλήσει και τα είχε τοποθετήσει σε μια μεγάλη έκθεση, στην οποία, όσοι επιθυμούσαν να τα δουν, πλήρωναν ιδιαίτερο εισιτήριο.


Από τα ποσά που εισέπραττε, μέρος βαστούσε για την συντήρησή του και τα υπόλοιπα έστελνε στον Γέροντα του, διότι ήταν πολύ ευλαβής και θεοφοβούμενος υποκτακτικός.


Πέρασαν περισσότερα από σαράντα χρόνια από τότε πού έφυγε, και όταν γύρισε ο Π. Γερμανός στα Καυσοκαλύβια στην Μετάνοια του, ο Γέροντας του με τον πνευματικό Παπα - Νικόδημο είχαν απέλθει στας αιωνίους Μονάς, στην βασιλεία των ουρανών. Στη ζωή βρήκε μόνο τον νεώτερο από την Συνοδεία αυτή και ανεψιό του Παπα -Νικόδημου, Επιφάνειον Ιερομόναχον.


Ο Π. Επιφάνιος με χαρά άμετρη δέχθηκε τον εξ Αμερικής επιστρέψαντα Γέροντα Γερμανό, τον οποίον μετά προθυμίας εξυπηρέτησε μέχρι βαθέως γήρατος.


Ο Γέρο - Γερμανός, γεροντάκι πλέον, όταν πλησίασε ο καιρός της αναχωρήσεώς του από την ψεύτικη αυτή ζωή, είπε στον αδελφό Π. Επιφάνιο: «Αδελφέ νομίζω πώς ήλθε ο καιρός να φύγω για πάντα από την ζωή αυτή. Γι' αυτό αν θέλεις παρακάλεσε τους πατέρες της Σκήτης να κάνουν δέηση και θερμή προσευχή προς Κύριον για την ταλαίπωρη ψυχή μου και ο θεός να ελπίσει και σένα και όλους τους αδελφούς».


Λέγοντας αυτά τα λόγια στον Π. Επιφάνιο, παρουσία και άλλων Πατέρων της Σκήτης, άρχισε ένα φοβερό Κριτήριο, στο οποίο απαντούσε ο Πάτερ Γερμανός μονολεκτικά με ένα ναί ή ένα όχι. Πού και πού έλεγε «Όχι αυτό δεν το έκανα, ψέμματα λέτε. Για εκείνο έκανα αυτό το καλό, έκανα εκείνη τη μετάνοια» και πάλι έλεγε «Ναι το έκανα, αλλά έδωσα ελεημοσύνη», και άλλοτε έλεγε «Όχι αυτό δεν το έκανα».
Τούτο διήρκεσε αρκετή ώρα και σ' αυτή την κατάσταση παρέδωσε το πνεύμα του κατά το έτος 1955.

 

O μάγειρας είπε τον άλλο χρόνο δεν έρχομαι - 75

 
O μάγειρας είπε τον άλλο χρόνο δεν έρχομαι - 75

Στην ίδια ησυχαστική Καλύβα «Κοίμησις της Θεοτόκου» στα Κατουνάκια λίγα χρόνια πρίν να φύγουν απ' αυτήν, ο Παπα - Ιγνάτιος με την συνοδεία του, στην εορτή της Παναγίας που έκαναν πανηγυρική αγρυπνία, είχαν για μάγειρα τον Μοναχό Παΐσιο, στον οποίο παρέδωσαν τα ψάρια για να τα παρασκευάσει.

Τα ψάρια, τα οποία μετά βίας έφταναν να φάνε 25 - 30 άτομα, ήταν πολύ λίγα για να φανέ όλοι οι πατέρες που είχαν συντρέξει από ευλάβεια στην πανηγυρική εκείνη αγρυπνία, διότι πριν από 50 χρόνια, που έγινε το θαύμα αυτό, το Άγιον Όρος είχε πολλούς Μοναχούς και έτσι βρέθηκαν από 30, που υπολόγισαν οι πανηγυρίζοντες περισσότεροι από εκατό Μοναχοί.

Οι γέροντες της Καλύβης αυτής όταν είπαν στο μάγειρα Γερο -Παΐσιο ότι στο τραπέζι θα καθίσουν να φάνε περισσότεροι από εκατό μοναχοί, τότε ο μάγειρας είπε: «δεν μου λέτε γεροντάδες μου, πώς θα ταΐσω τόσον κόσμο; τι να τους δώσω να φάνε; Τα ψάρια, όπως ξέρετε, δεν φτάνουν πουθενά, τι άλλο φαγητό να τους κάνω να φάνε; Πάντως γεροντάδες μου σας δηλώνω επίσημα να το ξέρετε από τώρα και να κανονίσετε την πορεία σας, διότι, του χρόνου στην πανήγυρη σας δεν πρόκειται να έλθω, να είσθε γι' αυτό σίγουροι ότι δεν θα με έχετε άλλη φορά στην πανήγυρή σας».

Τούτο είπε προφητικά, ο μάγειρας Πάτερ Παΐσιος, διότι δεν πέρασαν ούτε 15 ήμερες από το πανηγύρι αυτό της Παναγίας, που έγινε με πολλή μεγαλοπρέπεια και τα ψάρια έφτασαν και περίσσευσαν και για την άλλη ήμερα, επειδή με την προσευχή των Πατέρων, τα ευλόγησε ο Θεός και έμειναν όλοι ευχαριστημένοι ,αλλά ο γερο - Παΐσιος, ο μάγειρας δεν ξαναπήγε στην επίγεια αυτή πανήγυρη, διότι τον πήρε η Κυρία Θεοτόκος από την ψεύτικη αυτή ζωή και αξίωσε αυτόν της αιωνίου μακαριότητας να χαίρεται με τους Αγγέλους και όλους τους Αγίους και να πανηγυρίζει αιώνια στην Βασιλεία των ουρανών.

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Акафист св. Апостолу и Евангелисту Иоанну Богослову



Кондак1
Избранный Господем от мрежей рыбарских на проповедь Евангелиа и от ловли рыб
на уловление человеков во свет истиннаго боговедения, великий апостоле, учениче,
друже и наперсниче Христов, моли единаго истиннаго Человеколюбца,
Егоже ты приискренне возлюбил еси, да помилует нас,
ищущих твоего к Нему предстательства и зовущих ти:
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Икос 1
Ангельских сил и всякия твари Творца, Владыку и Господа,
восприемшаго плоть нашу и явльшагося на земли спасения нашего ради,
узрев ходяща при мори Галилейстем и взывающа тя со братом твоим, Иоанне блаженне,
в звание апостольства, оставль мрежи рыбарския и отца твоего в корабли,
неуклонно оттоле последовал еси стопам Спасителевым.

Сего ради вопием ти сице:
Радуйся, любве ради ко Христу отца по плоти оставивый;
Радуйся, Христом Небеснаго Отца обретый.
Радуйся, мир и вся его прелести презревый;
Радуйся, небесная благая в воздаяние получивый.
Радуйся, плоть духу совершенно поработивый;
Радуйся, дух твой Сладчайшему твоему Учителю Иисусу покоривый.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 2
Видя Христос Господь непорочную чистоту твоего сердца, плотскими сластьми не омраченную,
суди тебе достойна быти зрения таинственных откровений, яко да, проницая во глубину богословия,
возможеши проповедати тое во услышание всего мира.
Сего ради “сын громов” от Господа наречен был еси и Тому возопил еси: Аллилуиа.

Икос 2
Разумом истиннаго богопознания озаряя твою душу, шествовал еси вослед Благаго Учителя твоего,
поучаяся из уст Его исходящей премудрости, и совершеннаго ради твоего незлобия
и девственнаго целомудрия был еси возлюблен Христом Господом твоим.
Услыши убо ны, воспевающия ти сице:
Радуйся, незлобия рачителю;
радуйся, девства и чистоты хранителю.
Радуйся, любве к Богу и ближним учителю, радуйся, добрых нравов наставниче.
Радуйся, смиренномудрия зерцало;
радуйся, Божественныя благодати светило.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.

Кондак 3
Силу Божества Христова, сокрытую под облаком немощнаго человеческаго естества познал еси явно,
егда Господь наш, воскрешая дщерь Иаирову и последи преображаяся на Фаворе,
сподоби тя со инема двема ученикома свидетеля быти таковых преславных чудес.
Увидев же, яко Христос есть Бог истинный, из глубины сердца твоего воззвал еси Ему: Аллилуиа.

Икос 3
Имея велие дерзновение к возлюбившему тя Христу Сыну Божию, возлегл еси на персех Его
при совершении Тайныя Вечери, и егда прорицаше Господь о предателе Своем,
тогда един ты дерзнул еси вопросите о имени его.

Сего ради вопием ти:
Радуйся, возлюбленный Христов учениче;
Радуйся, присный Его друже.
Радуйся, невозбранно на персех Господних возлежавый;
Радуйся, дерзновенно о имени предающаго вопросивый.
Радуйся, паче иных ко Христу ближайший;
Радуйся, словеса Господня, якоже сокровище многоценное, слагавый в сердце своем.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 4
Буря ярости и злобнаго неистовства жестокосердых и неблагодарных иудеев,
егда воста на Христа Сына Божия, тогда вси ученицы Его, страхом объяти бывше, бежаша;
но ты, любовь крепльшую к Нему имея, даже до Креста и смерти не отступил еси от Него,
на вся муки Христовы взирая и соболезнуя сердцем Деве Матери Божией, плачущей и рыдающей.
Удивляяся же крайнему милосердию и долготерпению Божию,
взывал еси к Пострадавшему за род человеческий: Аллилуиа.

Икос 4
Вися на Кресте пригвожденный за грехи наша Спас мира и видев тя и Матерь Свою предстоящия,
сына тя Преблагословенней Деве Богородице вдал есть, глаголя Ей:
“Жено, се сын Твой, — и тебе паки: — Се Мати твоя”.
Мы же, дивящеся любви Христове, на тебе явленней, воспеваем сице:
Радуйся, сын Божия Матере быти сподобивыйся;
Радуйся, того ради наипаче ко Христу, яко некиим духовным родством, присвоивыйся.
Радуйся, Матери Божией достойно послуживый;
Радуйся, Сию, якоже матерь свою, во всякой чести у себя имевый.
Радуйся, и во Успении честное и святое Ея тело ко гробу проводивый;
Радуйся, со блистающеюся райскою ветвию, Архангелом Гавриилом принесенною, одру Ея предшедый.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.

Кондак 5
Боготечная звезда явился еси во Асии, отшед в ню на проповедание слова Божия, якоже жребием указася тебе.
Но на пути твоем попусти Господь быти тебе ввержену в море:
благодать же Божия, всегда с тобою пребывающая, сохрани тя в водах морских жива,
и по четыредесятих днех повеле волне морстей, да воспенившися извержет тя на брег.
Егда же узре сия ученик твой Пpoхор, уже много плакавый о кончине твоей,
велиим гласом воззва чудодействующему Богу: Аллилуиа.

Икос 5
Видевше ефесстии жителие преславное чудо, тобою сотворенное, егда отрока Домна,
умерщвленнаго от беса, молитвою твоею воскресил еси, воспеша велегласно силу Бога,
тобою им проповеданнаго, и избавльшеся от гнуснаго идолослужения, взываху тебе сице:
Радуйся, истиннаго Бога служителю; радуйся, бесов прогонителю.
Радуйся, мертвецы силою Христовою оживляяй;
Радуйся, тою жизнь и здравие людем возвращаяй.
Радуйся, помраченныя умом к Свету Истины призываяй;
Радуйся, правыя веры просвещением к добродетели наставляяй.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 6
Проповедник богоносный слова Божия во Ефесе был еси,
и усердствуя о распространении благодати евангельския, утверждал еси твое учение
знаменьми великими и чудными, капище же Артемидино единою молитвою низпровергл еси,
да зряще сие, язычницы познают Единаго Бога, Емуже мы вопием: Аллилуиа.

Икос 6
Возсия во Ефесе, якоже солнце, свет веры Христовы, тобою проповеданныя,
егда злочестивый Дометиан воздвиже гонение на христианы;
тогда и тебе, яко усерднаго исповедника имене Христова, посла епарх в Рим связана,
идеже и претерпел еси страшная мучения. Тех ради благочестно возглашаем ти сицевая:
Радуйся, Христова ради исповедания биенный;
Радуйся, чашу смертоноснаго яда невредно испивый.
Радуйся, в котле елеа кипящаго не сваривыйся;
Радуйся, силою Христовою в лютых мучениих цел сохранивыйся.
Радуйся, твоим невреждением кесаря, мучащаго тя, устрашивый;
Радуйся, сим же народ о величествии Бога, от христиан почитаемаго, уверивый.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 7
Егда узре мучитель, яко и лютейшия муки, яже от него претерпел еси, не возмогоша умертвити тебе,
тогда, возмнев тя безсмертна быти, во остров Патмос на изгнание осуждает.
Ты же, повинуяся Промыслу Божию, тако благоволившему, благодарственно воспевал еси Богу,
вся во благое устрояющему: Аллилуиа.

Икос 7
Новая чудеса показал еси язычником, ища обратити их ко спасителъней вере Христове,
егда пловущу ти во изгнание твое, повелением твоим отрока утопшаго море на корабль жива изверже,
буря укротися, вода сланая в сладкую претворися, воин от чревнaго недуга исцелися,
и по пришествии твоем в Патмос, бес пытливый, будущая прорицавый, из одержимаго им изгнася.
Тогда вси зрящии таковая дивная знамения, тобою совершаемая,
прихождаху к познанию Триипостаснаго Бога и крещахуся.

Мы же тя ублажаем тако:
Радуйся, морю и бури повелеваяй;
Радуйся, сатанинския духи от человек изгоняяй.
Радуйся, болезни единым словом исцеляяй;
Радуйся, всем в нуждах помощь подаваяй.
Радуйся, чудесы твоими идолопоклонник удививый;
Радуйся, учением твоим неверныя во истинней вере утвердивый.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 8
Странно бе видети жрецем Аполлоновым, яко храм бога их и вся бывшия в нем идолы
ты единым словом на землю низпровергл еси.
Чудящеся убо о сем и ярящеся на таковое твое дерзновение, идоша к волхву некоему,
велию силу от сатаны в себе имевшему, просяще его, да отмстит безчестие бога их;
он же, слеп сый душею, не ведая силы, в тебе обитающия, покушашеся привидении различными
тебе устрашити и на тя народ подвигнути: обаче сам окаянный погрузися в море и тамо погибе,
безсильным бывшим бесом спасти его, ты бо воспретил еси им именем Иисуса Христа Сына Божия,
Егоже прослави народ, чудесе свидетель, воспев: Аллилуиа.

Икос 8
Весь исполнен быв любве Божественныя, явился еси вместилище даров Святаго Духа:
будущая прорицал еси, отстоящая, яко близ сущая, возвещал еси, недужныя исцелял еси,
жене игемона на острове Патмосе, в болезни рождения страждущей, едва на праг дому ея вступив,
облегчение даровал еси.

Приими убо от нас, грешных, похвалы сицевыя:
Радуйся, благодати Божия вместилище; радуйся, Духа Святаго обиталище.
Радуйся, реко, чудоточная цельбоносныя в болезнех силы;
Радуйся, источниче наставлений, приводящих к познанию правыя веры.
Радуйся, коварства лукаваго сатаны обличаяй; радуйся, верныя от козней его защищаяй.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 9
Всякое беззаконие истребляя ревностно от среды людей, к нимже послан был еси,
обличил еси прельщение идолопоклонников, иже почитаху беса,
во образе волка превелика людем являвшегося, и многия от них к вере Христове привел еси:
таже капище Вакхово молитвою твоею разрушил еси, и волхва Нукиана вкупе с домашними его
к покаянию чудесы твоими обратил еси.
Тии же, от греха ко спасению обратившеся, немолчно взываху Богу: Аллилуиа.

Икос 9
Ветийство мудрости человеческия не возможет изрещи, ниже ум плотскаго человека постигнута,
яже ты возвестил еси нам о безначальнем бытии Триипостаснаго Бога: подобно бо Моисею,
во громех и блистаниих на горе приял еси от Бога тайну богословия и возгласил еси миру,
яко в начале бе Слово, Отцу искони неразлучное и всему сущему виновное, имущее Свет Жизни,
егоже тьма не может объяти.

Озаряеми таковым облистанием света Божественныя Истины,
почитаем тя яко таинника Безначальныя Троицы и воспеваем тя яко Богослова совершеннейшаго:
Радуйся, орле, воспаривый до самаго огнеобразнаго Престола Божия;
Радуйся, трубо, возвестившая миру Предвечнаго и Безначальнаго Бога.
Радуйся, человечество и Божество Христово нам изьясняяй;
Радуйся, дивная словеса и наставления Господня во Евангелии твоем нам возвещаяй.
Радуйся, любви делом и истиною нас научаяй;
Радуйся, пребывающим в любви пребывание в них Бога обещаваяй.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 10
Спасти хотя души человеческия, всяко поучал еси люди веровати во Христа Сына Божия,
имети совесть незазорну и любити друг друга, да возмогут не токмо зде,
но и в селениих праведных воспети лепотно Всемогущему Богу: Аллилуиа.

Икос 10
Стены Горняго Иерусалима узрев во откровении, возвестил еси нам,
яже тамо видел еси и яже имут быти до скончания мира, сказуя нам сие иносказательными словесы,
яже может разумети токмо ум, имеяй мудрость.

Удивляющееся таковому дару пророчествия, тебе от Бога дарованному, воспеваем тя сице:
Радуйся, познанием Сущаго и Иже бе и Грядущаго превозшедый естество человеческое;
Радуйся, вместилище таинств, невместимых человеческим умом, бывый.
Радуйся, неизреченная Божия откровения узревый;
Радуйся, сия верным преподавый.
Радуйся, радости святых еще в жизни сей познавый;
Радуйся, оными ныне в преизбыточествии наслаждаяйся.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 11
Пение благодарственное принесе тебе, святый апостоле Иоанне, христианин,
иже в нищету пришед и не имый чим воздати своим заимодавцем,
во отчаяние впаде и искаше сам себе умертвити; ты же, проповедник любве ко ближним сый,
желая избавити того от временныя и вечныя смерти, крестным знамением
сено во злато претворил еси и сие тому вручил еси, да сим златом и долги отдаст заимодавцем,
и дом свой пропитает, Богу же, тобою его облагодетельствовавшему, да поет: Аллилуиа.

Икос 11
Светозарная душа твоя, достигши в меру возраста совершеннаго, познала есть приближение времене,
егда подобает тленному наследити обещанное нетление и смертному обещанное безсмертие.
Скончавая убо земное житие твое, повелел еси учеником твоим землею покрыти до верха тело твое;
слышавше же о сем, сущии во граде братия приидоша ко гробу твоему и, откопавше, ничтоже в нем обретоша.
Темже познавше, яко изменение твое сотворися не обычным человеческим смертным успением,
воспеша тебе тако:
Радуйся, орле, обновивый юность твою приближением к Солнцу Славы Божия;
Радуйся, таковым изменением превозшедый вся уставы естества человеческаго.
Радуйся, по обетованию Благаго Учителя твоего возседый на единем от дванадесяти престолов;
Радуйся, творяй на том суд и правду посреде людей Божиих Израиля.
Радуйся, наслаждаяйся лицезрением Сладчайшаго Иисуса, к Немуже на перси прежде Его страсти и Воскресения возлегл еси;
радуйся, от Его милосердия ходатайствуяй нам вся благая.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 12
Благодать дана бысть от Бога месту тому, идеже тело твое земли предано бяше,
да испускает в день погребения твоего тонкий прах на исцеление болящим, показуя сим чудом,
како прославляет Бог любящия Его, да вси, зряще сие,
непрестанно сердцем и усты во дни и в нощи вопием Ему: Аллилуиа.

Икос 12
Поюще труды твоя во апостольстве и чудеса и исцеления, яже источал еси,
и источаеши благодатию Духа Святаго, в тебе обитающаго, восхваляем Бога,
даровавшаго нам таковаго путеводителя, наставляющаго нас на путь спасения
и милосердующаго о немощех наших. 


Приими убо от нас, святый апостоле, похвалы сицевыя:
Радуйся, благовестниче веры Христовы усерднейший;
Радуйся, учителю Церкве Христовы изряднейший.
Радуйся, богословов начало и основание;
Радуйся, Божественных Тайн возвестителю.
Радуйся, девствующих образе и целомудрия правило;
Радуйся, всех верных, ко твоему заступлению прибегающих, скорый помощниче и покровителю.
Радуйся, Иоанне апостоле, наперсниче Христов и Богослове.
Кондак 13
О преславный и всехвальный апостоле и евангелисте, наперсниче Христов возлюбленный Иоанне!
Твоим всесильным ходатайством ко Всеблагому твоему Учителю и нашему Владыце и Господу
испроси нам вся благая временная и вечная и христианскую кончину жития нашего,
да с тобою и со ангельскими лики в селении праведных воспоем Триипостасному Богу: Аллилуиа.
(Этот кондак читается трижды, затем икос 1 и кондак 1)

ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΗΜΩΝ ΠΑΤΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΛΟΓΟΙ ΕΠΙΤΑΦΙΟΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ

ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΗΜΩΝ ΠΑΤΡΟΣ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ


Λ Ο Γ Ο Σ   Μ Γ ’
Λ Ο Γ Ο Ι    Ε Π Ι Τ Α Φ Ι Ο Ι
Ε Ι Σ   Τ Ο Ν   Μ Ε Γ Α Ν    Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο Ν
Ε Π Ι Σ Κ Ο Π Ο Ν   Κ Α Ι Σ Α Ρ Ε Ι Α Σ   Κ Α Π Π Α Δ Ο Κ Ι Α Σ




Ε Π Ι Τ Α Φ Ι Ο Σ
            1. Ήτο επόμενον. Μου επρότεινε πάντοτε πολλά θέματα ομιλιών ο μέγας Βασίλειος θεωρώντας ως δόξαν του τους λόγους μου, όπως δεν εθεωρούσεν έως τώρα κανείς τους ιδικούς του. Τώρα μου προτείνει τον ίδιον τον εαυτόν του, πελώριο θέμα και αγώνισμα δι΄όσους έχουν επιδοθή εις την ρητορικήν. Εάν κάποιος διαπιστώνοντας την δύναμίν του εις τους λόγους θελήση να την δοκιμάση έπειτα εις ένα υπόδειγμα παίρνοντας ένα οποιοδήποτε θέμα, όπως οι ζωγράφοι τοποθετούν εμπρός των τα πρότυπά των, νομίζω ότι τούτο το θέμα μόνον θα εξαιρέση, επειδή είναι ανώτερον  από διαπραγμάτευσιν και θα λάβη το πρώτον από όλα τα άλλα. Τόσην δυσκολίαν έχει ο έπαινος του ανδρός όχι δι΄ημάς μόνον που από παλαιά εξηντλήσαμεν κάθε φιλοδοξίαν αλλά και δι΄αυτούς που ζωή των εστάθη ο λόγος, και ενδιαφέρθησαν δια τούτο μόνον, πώς να διακριθούν δηλ. εις τον τομέα αυτόν. Αυτή είναι η αντίληψίς μου δια τα πράγματα αυτά και είναι ορθή, όπως με πείθει ο λογισμός μου. Πού αλλού όμως θα εχρησιμοποιούσα την ρητορικήν μου αν όχι τώρα; Ή ποίαν μεγαλυτέραν χάριν θα έκαμνα εις τον εαυτόν μου ή εις τους εγκωμιαστάς της αρετής ή και εις αυτούς τους ρητορικούς λόγους, από το να θαυμάσω τον άνδρα τούτον; δι΄εμένα τούτο θα ήτο υποχρέωσις αρκετά ιερή (και ο λόγος είναι χρέος μεγαλύτερον από κάθε άλλο προς τους αγαθούς εις όλα τα άλλα και μάλιστα εις τον λόγον). Δι΄εκείνους μακάρι να γίνη ο λόγος ταυτόχρονα ευχαρίστησις και προτροπή εις την αρετήν.
Ό,τι επαινείται τούτο γνωρίζω σαφώς ότι και δυναμώνει και εις καμμίαν απολύτως περίπτωσιν δεν συμβαίνει διαφορετικά1.  Ενώ οι ίδιοι οι λόγοι ημπορούν να κερδίσουν από δύο απόψεις˙  να δείξουν την δύναμίν των εάν προσεγγίσουν την αξίαν˙  εάν υπολειφθούν σημαντικά (που ανάγκη πάσα θα το πάθουν όσοι τον εγκωμιάζουν) θα φανερώσουν έμπρακτα την ανεπάρκειάν των και την ανωτερότητα του εγκωμιαζομένου από την δύναμιν του λόγου.
           2.  Αυτά λοιπόν είναι που επροκάλεσαν τον λόγον μου και που δι΄αυτά έβαλα εμπρός τον αγώνα αυτόν. Και εάν επαρουσιάσθην έπειτα από τόσον καιρόν και έπειτα από τόσους εγκωμιαστάς, που και εις ιδιωτικάς συναθροίσεις αλλά και δημοσία ετίμησαν τα έργα του, ας μη θαυμάζη κανένας. Οπωσδήποτε όταν ήτο μαζί μας διώρθωσε πολλά λάθη μου, σύμφωνα με την απαίτησιν της φιλίας και με ένα μέτρον ανώτερον (δεν εντρέπομαι να ειπώ, διότι δι’ όλους ήτο κανών αρετής). Έτσι και τώρα που έφθασεν επάνω από εμάς θα συγχωρήση τα λάθη μας. Ας φανούν συγχωρητικοί και οι θερμότεροι από εσάς επαινέται του ανδρός, εάν βέβαια υπάρχη κάποιος θερμότερος από τον άλλον και δεν είναι όλοι ίδιοι εις αυτό το σημείο μόνον, τον έπαινον του ανδρός. Δεν παρελείψαμεν το καθήκον μας από αδιαφορίαν˙ ας μη αμελήσωμεν ποτέ τόσον πολύ την αρετήν και το φιλικόν καθήκον μας ούτε επειδή νομίζομεν ότι το εγκώμιόν του ήτο μάλλον έργον που ήρμοζεν εις άλλους. Αλλά εις την αρχήν ησθανόμουν δισταγμόν δια τον λόγον αυτόν (θα ειπώ την αλήθειαν), όπως  όσοι πλησιάζουν εις τα ιερά πριν εξαγνισθούν και ως προς την φωνήν και ως προς την διάνοιαν3 .  Έπειτα δεν το αγνοείτε βέβαια˙θα σας υπενθυμίσω όμως τι εκάναμεν εν τω μεταξύ σχετικά με τον αληθή λόγον που εκινδύνευεν. Εξηναγκάσθημεν καλώς και ίσως με θέλημα Θεού εφύγαμεν μακριά από την πατρίδα μας και ούτε παρά την θέλησιν εκείνου του γενναίου αγωνιστού της αληθείας, που αναπνοή του υπήρξεν ο ευσεβής λόγος και σωστικός όλου του κόσμου. Δια το σώμα του ίσως ούτε να τολμήση δεν πρέπει να ομιλήση ένας άνδρας γενναίος που είναι επάνω από το σώμα πριν φύγη από εδώ και που δεν θεωρεί άξιον ο δεσμός με το σώμα4   να παραβλάψη τα αγαθά της ψυχής. Ας σταματήση έως εδώ η απολογία μου. Δεν θα χρειασθή, νομίζω, να γίνη μακροτέρα, αφού ομιλώ προς εκείνον και προς ανθρώπους που γνωρίζουν πέρα έως πέρα τα ιδικά μας. Ας περάσωμεν τώρα εις το εγκώμιον στήνοντες εμπρός εις τον λόγον μας τον ίδιον τον Θεόν εκείνου˙ ας μη υψώσωμεν υπερβολικά τον άνδρα ούτε να μείνωμεν πολύ πίσω από τους άλλους, ακόμη και εάν υπολειπώμεθα όλοι από εκείνον ίσα όπως από τον ουρανόν και τον ακτινοβόλον ήλιον, όσοι ατενίζουν προς αυτά.
             3. Αν τον έβλεπα να θεωρή τιμήν του το γένος του και τους συγγενείς του ή κάτι τι από τα εντελώς μικρά που θεωρούν τιμητικά όσοι βλέπουν προς την γην, θα εβλέπατε ένα νέον κατάλογον ηρώων. Πόσα θα είχαμεν να αναφέρωμεν μαζί με εκείνον δια τους προηγουμένους του κατά τον χρόνον. Και δεν θα αφήναμεν εις τας διηγήσεις να έχουν κάτι περισσότερον από τους λόγους μας. Και εν πάση περιπτώσει θα υπερείχαμεν από αυτάς κατά το ότι δεν καυχόμεθα δια πλαστά περιστατικά ή δια μύθους, αλλά δια πραγματικά γεγονότα, δια τα οποία οι μάρτυρες είναι πολλοί. Από την πλευράν του πατέρα ο Πόντος μας παρέχει πολλάς διηγήσεις που δεν είναι καθόλου κατώτεραι από τα παλαιά ποντιακά θαυμάσια, τα οποία γεμίζουν όλην την πεζογραφίαν και όλην την ποίησιν5 . Πολλά επίσης προσφέρει και η ιδική μου αυτή εδώ γη, η υπερήφανος Καππαδοκία, που δεν είναι καθόλου ολιγώτερον τροφός παλληκαριών ή εύιππος. Δια τούτο εις το πατρικόν γένος αντιπαρατάσσομεν το μητρικόν. Στρατηγίαι, πολιτικά αξιώματα, δύναμις εις τα βασιλικά ανάκτορα, ακόμη περιουσίαι, ύψη αξιωμάτων, δημόσιαι τιμαί, λόγοι γεμάτοι λάμψιν. Ποίοι άλλοι είχαν από αυτά περισσότερα ή πιο μεγαλοπρεπή. Εάν μας επετρέπετο να ομιλήσωμεν δι΄αυτά, όπως θέλομεν, θα εξηφανίζοντο οι Πελοπίδαι, οι Κεκροπίδαι κα οι Αλκμαίωνες, οι Αιακίδαι και οι Ηρακλείδαι6 και εκείνοι που δεν υπάρχει ανώτερός των. Αυτοί επειδή δεν έχουν να αναφέρουν τίποτε φανερά από τους ιδικούς των, καταφεύγουν εις τα αφανή αποδίδοντες την καταγωγήν των προγόνων των εις κάποιους δαίμονας και θεούς και παραμύθια. Εις αυτά είναι ενδεδειγμένον να απιστής, ενώ η πίστης εις αυτά καταντά ύβρις.
             4. Ο λόγος μας αναφέρεται εις άνδρα που έχει αξίωσιν να κρίνεται σχετικά με την ευγένειαν ως άνδρας και όχι ακόμη και τα ευγενέστερα βέβαια άλογα και τα κατωτέρας ράτσας να δοκιμάζωνται ως άλογα σχετικά με τας μορφάς και τα χρώματα, ενώ εμείς ζωγραφιζόμεθα με γνωρίσματα εξωτερικά. Δια τούτο, αφού αναφέρω ένα ή δύο γνωρίσματα που είχε από την αρχήν και ήσαν στοιχεία της ζωής του και που θα του προκαλέσουν εάν λεχθούν την πιο μεγάλην ευχαρίστησιν, θα στραφώ και εις αυτόν. Διάφορα είναι τα γνωρίσματα και τα ιστορικά των διαφόρων, οικογενειακά και ατομικά ή μικρά ή μεγαλύτερα, όπως πατρική κληρονομιά που ήρχισεν από μακρύτερα ή εγγύτερα και κατεβαίνει εις τους απογόνους. Και των δύο γενεών όμως τούτου έμβλημα ήτο η ευσέβεια και ο λόγος τώρα θα το φανερώση.

            5. Ήτο διωγμός και μάλιστα ο περισσότερον βαρύς και φρικτός. Εννοώ τον διωγμόν του Μαξιμίνουδι’ όσους γνωρίζουν, ο οποίος αφού εβλάστησεν επάνω εις πολλους άλλους που έγιναν τώρα τελευταία, τους έδειξεν όλους φιλανθρώπους, καθώς εξελίχθη με πολλήν θρασύτητα και διαφιλονεικούσε να περιβληθή την δύναμιν της ασεβείας. Τον διωγμόν τούτον πολλοί από τους ιδικούς μας αγωνιστάς των υπερενίκησαν με το να αγωνισθούν και μέχρι θανάτου ή σχεδόν μέχρι θανάτου. Τόσον μόνον έζησαν, όσον να επιβιώσουν μετά την νίκην και να μη φύγουν μαζί με τα αγωνίσματα, αλλά να παραμείνουν χάριν των άλλων παρακινηταί εις την αρετήν, ζωντανοί μάρτυρες, στήλαι έμπνοοι, κηρύγματα σιωπηλά. Είχε πολλούς προγόνους από τον πατέρα του μέσα εις πλήθος άλλων προγόνων. Εις τούτους που εβάδισαν όλον τον δρόμον της αρετής έφερεν ο καιρός εκείνος ωραίον επιστέγασμα. Αυτή ήτο η προπαρασκευή και η γνώμη των, να τα υποφέρουν με προθυμίαν όλα, δια τα οποία ο Χριστός στεφανώνει όλους αυτούς, που εμιμήθησαν την προς χάριν μας άθλησίν του.
             6. Ο αγών των έπρεπε να αποβή σύμφωνος με τους κανόνας (Και ο κανών του μαρτυρίου είναι να μη προχωρής εθελοντικά προς τον αγώνα από λύπην προς τους διώκτας και τους ασθενεστέρους, μήτε όμως να τον αποφεύγης όταν σου παρουσιασθή8   . Το πρώτον μαρτυρεί θρασύτητα, το δεύτερον ανανδρίαν. Και με τούτο ετιμούσαν εκείνοι τον νομοθέτην). Τι μηχανεύονται λοιπόν; Ή μάλλον που τους οδηγεί η πρόνοια που κατευθύνει όλας τας πράξεις των; Καταφεύγουν εις μίαν λόχμην των βουνών του Πόντου (υπάρχουν εκεί πολλαί και βαθείαι λόχμαι, που εκτείνονται εις μήκος). Είχαν ολίγους συνεργούς της φυγής των και βοηθούς εις την εξεύρεσιν της τροφής. Οι άλλοι ας θαυμάζουν λοιπόν το μήκος του χρόνου (παρετάθη η φυγή των εις πάρα πολύ διάστημα, επτά έτη και κάτι ακόμη) και την περιωρισμένην και άτακτον διατροφήν σωμάτων καλοθρεμμένων, όπως ήτο φυσικόν, καθώς και την ταλαιπωρίαν των εις τα ψυχή και τα καύματα και τας βροχάς της υπαίθρου. Αλλά και η αφιλόξενος ερημία και η έλλειψις συναναστροφής και επικοινωνίας, πόσον εσυντελούσαν εις την καταταλαιπώρησιν ανθρώπων που τους ετριγύριζαν άλλοτε και τους εξυπηρετούσαν πολλοί. Εγώ όμως θα εκθέσω αμέσως αυτό που είναι το πιο μεγάλο από αυτά και το πιο παράδοξον. Δεν θα απιστήση κανένας παρά μόνον όποιος δεν θεωρεί σπουδαίους τους διωγμούς και τους κινδύνους χάριν του Χριστού, γνώμη που είναι κακή και πολύ επικίνδυνη.
            7. Εποθούσαν και κάποιαν ευχαρίστησιν οι γενναίοι καθώς υπέφεραν από τον πολύν καιρόν και εστερούντο και τα απαραίτητα. Βεβαίως δεν είπαν τους λόγους των Ισραηλιτών. Δεν εγόγγυζαν όπως εκείνοι που εταλαιπωρούντο μέσα εις την έρημον μετά την φυγήν από την Αίγυπτον, ότι βέβαια η Αίγυπτος ήτο καλύτερα δι’ αυτούς από την έρημον παρέχοντας εις αυτούς αφθονίαν από κρέατα και τροφάς και πολλά άλλα όσα εγκατέλειψαν εκεί. Την πλινθοποιίαν και τον πηλόν καθόλου τότε δεν τον υπελόγιζαν από ανοησίαν. Είχαν άλλους λόγους που εξέφραζαν την ευσέβειαν και την πίστιν των . Διατί θα ήτο, έλεγαν, από τα απίστευτα, αν ο Θεός των θαυμάτων που έθρεψε πλουσιοπάροχα εις την έρημον ένα λαόν ξενιτευμένον και πρόσφυγα, ώστε και ψωμί να τους ρίψη ως βροχήν και πουλιά να τους στείλη διατρέφοντάς τους όχι με τα απαραίτητα μόνον, αλλά και με τα περιττά  ˙    αν αυτός που διεχώρισε την θάλασσαν και έκαμε τον ήλιον να σταματήση και ανέκοψε το ρεύμα του ποταμού (επρόσθεταν και όλα τα άλλα, όσα είχε κάμει, διότι συνηθίζει η ψυχή εις τας περιπτώσεις αυτάς να ενθυμήται παλαιά περιστατικά και με πολλά θαύματα να ανυμνή τον Θεόν), διατί θα ήτο από τα απίστευτα, συνεπέραιναν, εάν αυτός παραχωρούσε κάποιαν τρυφήν σήμερα και εις εμάς τους αγωνιστάς της ευσεβείας; Πολλά άγρια ζώα που εξέφυγαν από τα τραπέζια των πλουσίων, που κάποτε τα είχαμε και εμείς και τώρα εμφωλεύουν εις τα όρη αυτά και πολλά πουλιά από αυτά που τρώγονται πετούν επάνω από εμάς που τα ποθούμεν. Τι από αυτά δεν ημπορείς να κυνηγήσης αρκεί να θέλης μόνον; Αυτά έλεγαν και το κυνήγι ήτο πλούσιον, προσφάγι αυτόματον, πανδαισία ακοπίαστη, ελάφια που εφάνησαν αίφνης επάνω από τους λόφους. Πόσον ήσαν μεγάλα, πόσον ήσαν παχιά και πόσον έτοιμα δια την σφαγήν. Και τούτο ημπορούμεν σχεδόν να το εικάσωμεν˙ αγανακτούσαν διότι δεν είχαν καλέσει γρηγορώτερα. Αυτοί τα προσήλκυαν με τα νεύματά των και εκείνα ακολουθούσαν. Ποίος τα κατεδίωκεν ή τα έσπρωχνε όλα μαζί; Κανείς. Ποίοι ιππείς; Ποίοι σκλύλοι; Ποίο γαύγισμα ή ποία κραυγή ή ποίοι νέοι που είχαν προκαταλάβει τα περάσματα κατά τους νόμους του κυνηγιού; Ήσαν αιχμάλωτα της προσευχής και της δικαίας αιτήσεως. Ποίος από τους τωρινούς ή όσους έζησαν εις το παρελθόν γνωρίζει τέτοιου είδους κυνήγι;
             8. Ω θαύμα! Ήσαν αυτοί που διεχειρίζοντο το κυνήγι. Όσον από αυτό ήτο επιθυμητόν, το εκρατούσαν μόνον με το θέλημά των. Όσον ήτο περιττόν, το έδιωχναν εις τας λόχμας δι’ ένα δεύτερον γεύμα. Οι μάγειροι έτοιμοι, το δείπνον ευπρόσωπον, οι συνδαιτυμόνες ευχάριστοι, είχαν από τώρα ως προοίμιον όσων ήλπιζαν το παρόν θαύμα. Δια τούτο και εγίνοντο προθυμότεροι προς την άθλησιν χάριν της οποίας τους προσεφέροντο όλα αυτά. Αυταί είναι οι διηγήσεις μου. Συ τώρα ανάφερε τους Ελαφηβόλους  9    και τους Ωρίωνας και τους Ακταίωνας τους αθλίους κυνηγούς, εσύ ο ίδικός μου διώκτης, που θαυμάζεις τους μύθους και το ελάφι που εδόθη εις αντικατάστασιν της παρθένου10   εάν έχεις τόσον μεγάλην φιλοτιμίαν. Και εάν υποθέσωμεν ότι τα ιστορούμενα δεν είναι μύθος. Διότι η συνέχεια του λόγου είναι πολύ άσχημη. Ποία είναι δηλαδή η ωφέλεια από την αντικατάστασιν, εάν σώζη την κόρην δια να διδαχθή την ξενοκτονίαν μανθάνουσα την απανθρωπίαν ως αντάλλαγμα της φιλανθρωπίας; Τούτο λοιπόν είναι τόσον μέγα, ένα από τα πολλά και δείγμα δια τα πολλά, όπως θέλω να ειπώ. Τα εξιστόρησα αυτά όχι δια να προσθέσω κάτι εις την καλήν του φήμην. Ούτε η θάλασσα έχει ανάγκην από τους ποταμούς που εκβάλλουν εις αυτήν, ακόμη και εάν εκβάλλουν εις αυτήν πάρα πολλοί και πολύ μεγάλοι, ούτε ο επαινούμενος από εκείνους που εισφέρουν κάτι προς δόξαν του. Το έκαμα δια να δείξω πόσην δόξαν είχεν αυτός από την αρχήν και εις ποίο παράδειγμα ατενίζων εξεπέρασε τόσον πολύ κάθε μέτρον. Διότι εάν είναι σπουδαίον δια τους άλλους να λάβουν από τους προγόνους κάποιαν αφορμήν προς φιλοτιμίαν, είναι σπουδαιότερον δι΄εκείνον να προσθέση εις την αξίαν των προγόνων από τον εαυτόν του, όμοια με το ρεύμα αντίστροφον.
             9. Της συζυγίας των γονέων του, όχι ολιγώτερον κατά την ομοτιμίαν της αρετής από ότι κατά τα σώματα, υπήρχαν και πολλά άλλα γνωρίσματα˙ διατροφή πτωχών, υποδοχή ξένων, καθαρμός της ψυχής με την εγκράτειαν, μέρος περιουσίας που αφιερώθη εις τον Θεόν (τα πράγματα αυτά δεν τα επιδίωκαν τότε ακόμη πολλοί, όπως διεδόθη και εξετιμήθη τώρα έπειτα από τα πρώτα παραδείγματα). Ήταν και άλλα όσα τα εμοιράσθησαν ο Πόντος 11    και οι Καππαδόκαι και έφθασαν να γεμίσουν την ακοή πολλών. Το μεγαλύτερον όμως και λαμπρότερον δι΄εμένα υπήρξεν η καλλιτεκνία. Διότι τους πολυτέκνους και συνάμα καλλιτέκνους τους συναντώμεν εις τους μύθους. Αυτούς όμως μας τους παρέστησεν η πείρα με αυτό το πλεονέκτημα, ώστε και τέτοιων παιδιών χωρίς να είναι πατέρες, αυτό να επαρκή δια την καλήν των φήμην. Τώρα όμως που απεδείχθησαν πράγματι πατέρες τέτοιων παιδιών ακόμη και εάν οι ίδιοι δεν ήσαν τόσον προχωρημένοι εις την αρετήν, υπερβαίνουν τους πάντας με την καλλιτεκνίαν των  12  . Το να γίνουν ένα ή κα δύο παιδιά άξια επαίνου ημπορεί να το αποδώση κανείς και εις την φύσιν ˙ η τελειότης όμως που εξηπλώθη εις όλα είναι σαφές εγκώμιον εκείνων που την επραγματοποίησαν. Το δηλώνει ο μακαριστός αριθμός των ιερέων και των μοναχών, καθώς και των εγγάμων, που δεν υπεχρεώθησαν να υποστούν κάποιαν βλάβην από την συζυγίαν, ώστε να μη ευδοκιμήσουν εξ ίσου εις την αρετήν, αλλά που έκαμαν τα πράγματα αυτά περισσότερον προτιμήσεις διαφορετικών βίων παρά του τρόπου ζωής  13 .
             10. Ποίος δεν εγνώριζε τον πατέρα του Βασίλειον, όνομα μεγάλο εις όλους, που έτυχε της πατρικής ευχής περισσότερον από τον καθένα, εάν όχι μόνος από όλους. Τους νικά όλους εις την αρετήν και μόνον από το παιδί του εμποδίζεται να έχη το πρωτείον της αρετής. Ποίος αγνοεί την Εμμέλειαν που ωνομάσθη προκαταβολικά δι΄ότι έγινεν ή που έγινεν αυτό δια το οποίον είχεν ονομασθή. Αληθινά έφερε της Εμμελείας (δηλ. της κοσμιότητος) το όνομα, που ανεδείχθη μεταξύ των γυναικών, αν πρέπει να εκφρασθώ με συντομίαν, ότι εκείνος μεταξύ των ανδρών. Ώστε εάν έπρεπεν αυτός που επαινούμεν τώρα να δοθή  εις τους ανθρώπους δια να δουλεύση εις αυτούς, όπως κάποιος από τους παλαιούς που εδόθη από τον Θεόν δια το όφελος όλων, να μη ήρμοζε μήτε αυτός να γεννηθή από άλλους μάλλον παρά από αυτούς, μήτε εκείνοι να ονομασθούν κάποιου άλλου πατέρες μάλλον και όχι εκείνου. Ωραία έκαμε και συνέπεσε το πράγμα τούτο. Και αφού απεδώσαμεν την αρχήν του εγκωμίου εις αυτούς που ανεφέραμεν ακολουθούντες τους θείους νόμους, οι οποίοι επιτάσσουν να απονέμωμεν εις τους προγόνους κάθε τιμήν, ας έλθωμεν τώρα εις τον ίδιον λέγοντες τόσα όσα νομίζω ότι θα φανούν εις όσους τον γνωρίζουν ότι λέγονται αληθινά. Θα είχαμεν ανάγκην από την φωνήν εκείνου μόνον, όταν εγκωμιάζωμεν εκείνον.Διότι αυτός αποτελεί θέμα λαμπρόν δια τους εγκωμιαστάς και αυτός μόνος ήτο άξιος δια το θέμα αυτό εξ αιτίας της δυνάμεως του λόγου του. Ας αφήσωμεν την ομορφιάν, την δύναμιν και το μέγεθος εις όσους τα θέλουν – πολλοί χαίρονται από αυτά. Όχι διότι θα εφαίνετο και εις αυτά κατώτερος από κάποιους που ενδιαφέρονται δια τα μικρά και ασχολούνται με τα σωματικά, έως ότου ήτο νέος και δεν είχεν ακόμη υπερισχύσει η φιλοσοφία από την σάρκα. Θα επάθαινα όμως το ίδιον με τους πιο απείρους από τους αθλητάς, οι οποίοι ρίπτοντες την δύναμίν των εις τα τυχαία και δευτερεύοντα σημεία της πάλης αποδεικνύονται να υστερούν εις τα καίρια και εις εκείνα που εξασφαλίζουν την νίκην και την αναγόρευσιν του νικητού. Όσα δεν θα φανούν καθόλου ότι περιττολογώ εάν τα αναφέρω ούτε ότι οδηγώ τον λόγον μου έξω από το στόχον του, αυτά θα εγκωμιάσω.
             11. Νομίζω ότι όλοι οι φρόνιμοι έχουν ομολογήσει, ότι η μόρφωσις είναι το πρώτον αγαθόν που έχομεν. Όχι μόνον αυτή η ευγενεστέρα και ιδική μας που περιφρονούσα κάθε κομψότητα και κάθε φιλοφοξίαν των λόγων κρατά μόνον την σωτηρίαν και το κάλλος των νοητών, αλλά και η εξωτερική μόρφωσις14   την οποίαν πολλοί χριστιανοί από κακήν εκτίμησιν απορρίπτουν, διότι τάχα είναι ύπουλη και απατηλή και απομακρύνει από τον Θεόν. Το πράγμα έχει κάπως έτσι. Δεν πρέπει να περιφρονούμεν τον ουρανόν και την γην και τον αέρα και όσα ανήκουν εις αυτά, επειδή μερικοί δεν τα εκλαμβάνουν ορθά και σέβονται τα πλάσματα του Θεού και όχι τον Θεόν, αλλά να καρπούμεθα από αυτά ότι είναι χρήσιμον δια την ζωήν και την απόλαυσίν μας και να αποφεύγωμεν ότι είναι επικίνδυνον. Να μη ξεσηκώνωμεν την κτίσιν εναντίον του κτίστου, όπως οι ανόητοι, αλλά να συλλαμβάνωμεν την έννοιαν του Δημιουργού από τα δημιουργήματα και, όπως λέει ο Απόστολος, να αιχμαλωτίζωμεν κάθε νόημα εις το πρόσωπον του Χριστού. Και όπως η φωτιά και τα τρόφιμα και το σίδερον και από τα άλλα κανένα δεν γνωρίζομεν να είναι καθ΄εαυτό πάρα πολύ χρήσιμον ή βλαβερόν, αλλά τούτο εξαρτάται από την γνώμην όσων τα χρησιμοποιούν, τώρα δε και μερικά από τα ερπετά τα ανεμείξαμεν εις τα φάρμακα δια την θεραπείαν μας, έτσι και από αυτά εδέχθημεν ότι αφορά εις την έρευναν και την θεωρίαν. Απερρίψαμεν όμως ότι οδηγεί εις τους δαίμονας και την πλάνην και εις τον βυθόν της απωλείας. Διότι και από αυτά ελάβαμεν ωφέλειαν δια την θεοσέβειαν, αφού εδιδάχθημεν από το χειρότερον το καλύτερον και αφού μετεβάλαμεν την ασθένειαν εις δύναμιν του ιδικού μας λόγου. Δεν πρέπει λοιπόν να περιφρονήσωμεν την μόρφωσιν, επειδή μερικοί έχουν αυτήν την γνώμην. Αλλά να θεωρήσωμεν αγροίκους και ακαλλιεργήτους όσους ευρίσκονται εις αυτήν την κατάστασιν, και που θα ήθελαν να είναι όλοι όπως αυτοί, ώστε εις το κοινόν πάθος να κρύπτεται τι ιδικόν των και να διαφεύγουν τον έλεγχον της απαιδευσίας. Αφού λοιπόν εθέσαμεν τούτο ως βάσιν και το απεδέχθημεν, ας εξετάσωμεν ότι αφορά
αυτόν 15  .
             12. Κατά τα πρώτα έτη της ζωής του υπό την προστασίαν του μεγάλου πατρός του, που ο Πόντος τότε είχε προβάλει ως κοινόν διδάσκαλον, σπαργανώνεται και λαμβάνει αγωγήν που είναι η αρίστη και καθαρωτάτη και που ο Δαυΐδ την ονομάζει ημερινήν κατ΄αντίθεσιν προς την νυκτερινήν. Κάτω από αυτού την προστασίαν λοιπόν εκπαιδεύεται ο θαυμαστός και ως προς την ζωήν και ως προς τον λόγον που ηυξάνοντο και επροχωρούσαν μαζί. Δεν καυχάτο δια κάποιο ορεινόν θεσσαλικόν σπήλαιον16  και εργαστήριον αρετής˙ ούτε δια κάποιον Κένταυρον υπερήφανον διδάσκαλον των συγχρόνων του ηρώων, ούτε εδιδάσκετο από αυτόν να κτυπά λαγούς και να πιάνη με το τρέξιμο ζαρκάδια και να κυνηγά ελάφια ή να είναι εγκρατέστατος εις τα πολεμικά ή να είναι άριστος δαμαστής νέων αλόγων χρησιμοποιών τον ίδιον ως άλογο και διδάσκαλον ή να τρέφεται με μυαλά ελαφιών και λεόντων, όπως λέγουν οι μύθοι. Εδιδάσκετο την εγκύκλιον μόρφωσιν και εγυμνάζετο εις την θεοσέβειαν και με ένα λόγον ωδηγείτο από τα πρώτα μαθήματά του εις την μελλοντικήν τελειότητα. Διότι όσοι έχουν επιτύχει ή τον βίον μόνον ή τον λόγον και εις το ένα από τα δύο υστερούν, νομίζω δεν διαφέρουν καθόλου από μονοφθάλμους, οι οποίοι υφίστανται μεγάλην ζημίαν και είναι ακόμη μεγαλυτέρα εντροπή δι΄όσους βλέπουν και δι’ όσους βλέπονται. Όποιοι όμως προοδεύουν και εις τα δύο και είναι αμφιδέξιοι, αυτοί έχουν και την τελειότητα και ζωήν γεμάτην από την εκεί μακαριότητα. Η ευτυχία αυτή συνέβη εις εκείνον, που είχεν οικογενειακόν παράδειγμα αρετής, προς το οποίον ατενίζοντας ήτο άριστος ευθύς από την αρχήν. Όπως βλέπομεν τα πουλάρια και τα μοσχάρια, ευθύς μόλις γεννηθούν, να σκιρτούν δίπλα εις τας μητέρας των, έτσι και αυτός έτρεχεν από κοντά με τον πατέρα του και όπως πουλάρι χρεμετίζοντας, χωρίς να υστερή πολύ εις τα άκρα κινήματα της αρετής. Και εάν θέλετε, εις μίαν σκιαγραφίαν υπεδήλωνε την μελλοντικήν ωραιότητα της αρετής και πριν από τον καιρόν της ακριβούς εικόνος έκαμε την προδιαγραφήν της.
            13. Και όταν έγινεν εις ικανοποιητικόν βαθμόν κάτοχος της εδώ μορφώσεως και δεν έπρεπε κανένα καλό να του διαφύγη ούτε να υστερήση από την φιλόπονον μέλισσαν, που συλλέγει τα χρησιμώτατα από κάθε λουλούδι, σπεύδει εις την Καισάρειαν17 , δια να λάβη την παιδείαν της. Αναφέρομαι εις την εξακουστήν και ιδικήν μου Καισάρειαν (επειδή αυτή είναι και των ιδικών μου λόγων οδηγός και διδάσκαλος). Αυτή που δεν είναι ολιγώτερον από ότι είναι μητρόπολις των πόλεων, των οποίων είναι ανωτέρα και τας οποίας εξουσιάζει. Από αυτήν αν στερήση κανένας το κάλλος εις τους λόγους, θα της αφαιρέση το ωραιότατον και πλέον ιδικόν της γνώρισμα. Κάθε μία πόλις προβάλλει με διαφορετικόν στόλισμα παλαιότερον ή νεώτερον, όπως ακουμε να διηγούνται ή όπως βλέπομεν. Αυτή όμως έχει ως γνώρισμά της τους λόγους, όπως είναι τα εμβλήματα εις τα όπλα ή εις τα δράματα. Τα μετέπειτα ας τα εκθέσουν οι ίδιοι, που και τον άνδρα εμόρφωσαν κοντά τους και από την μόρφωσίν του επωφελήθησαν. Πόσον μέγας ήτο δια τους διδασκάλους και τους συνομηλίκους συμμαθητάς του˙τους πρώτους επροσπαθούσε να τους φθάση και τους άλλους τους ξεπερνούσεν εις κάθε είδος μορφώσεως. Πόσην δόξαν εκέρδισεν εκ μέρους όλων μέσα εις ολίγον χρόνον και από τον λαόν και από τους πρώτους της πόλεως. Επεδείκνυε μόρφωσιν ανωτέραν από την ηλικίαν του και από την μόρφωσιν μεγαλυτέραν την σταθερότητα του χαρακτήρος. Ρήτωρ μεταξύ  των ρητόρων και πριν από τας σχολάς των ρητοροδιδασκάλων˙ φιλόσοφος μεταξύ των φιλοσόφων και πριν από την φιλοσοφικήν διδασκαλίαν και το σπουδαιότερον, ιερεύς μεταξύ των χριστιανών πριν από την ιερωσύνην. Τόσον πολύ τον παρεδέχοντο όλοι εις όλα. Εκείνος όμως είχε τους λόγους ως πάρεργον και τόσον μόνον εκορυφολογούσεν από αυτούς όσον δια να έχη βοηθούς εις την χριστιανικήν ζωήν της ευσεβείας. Διότι βέβαια χρειάζεται και η δύναμις τούτων των λόγων δια την φανέρωσιν όσων νοούνται. Διότι το νόημα που μένει ανέκφραστον είναι κίνησις πνευμάτων που έχουν νεκρωθή. Ενώ φιλοσοφία είναι η σπουδή και η απόσπασις από τον κόσμον, η συνένωσις με τον Θεόν ανταλλάσουσα τα κάτω με τα άνω και κατακτώσα με τα άστατα και ρέοντα τα σταθερά και μόνιμα.
              14. Από εκεί έρχεται εις το Βυζάντιον, την πρωτοκάθεδραν πόλιν της Ανατολής (διότι εφημίζετο τότε δια τους εξαιρέτους σοφιστάς και φιλοσόφους, από τους οποίους εντός ολίγου χρόνου εξ αιτίας της ταχύτητος και της μεγαλωσύνης της φύσεώς του συνεκέντρωσε τα πιο βασικά δόγματα). Από εδώ εις την γην των λόγων τας Αθήνας κατευθύνεται από τον Θεόν και από την επαινετήν απληστίαν της μορφώσεως. Εις τας Αθήνας που εστάθησαν αληθινά χρυσαί δι΄εμένα και που μου επροξένησαν ότι καλόν, περισσότερον από κάθε άλλον. Αυταί έγιναν αιτία να γνωρίσω καλύτερα τον άνδρα, που και πρωτύτερα δεν μου ήτο άγνωστος. Λόγους επιζητούσα και επήρα ευδαιμονίαν. Με άλλον τρόπον έπαθα ότι και ο Σαούλ, ο οποίος αναζητών τους όνους του πατρός του ευρήκε την βασιλείαν, κερδίζων το πάρεργον μεγαλύτερον από το έργον. Μέχρις εδώ λοιπόν ο λόγος μου ήτο καλοτάξιδος, μας επήγαινεν από δρόμον ομαλόν, ευκολοβάδιστον και αληθινά βασιλικόν, τον δρόμον των εγκωμίων του Βασιλείου. Παρακάτω δεν γνωρίζω πώς να χρησιμοποιήσω τον λόγον και που να στραφώ, διότι ο λόγος έχει και κάποιαν δυσκολίαν. Εις το σημείον αυτό του λόγου και αρπάζων την ευκαιρίαν αυτήν επιθυμώ να προσθέσω εις όσα είπα και κάτι από όσα με αφορούν και να επιμείνω επ΄ολίγον ακόμη εις όσα λέγω, από πού εξεκίνησε και πως και από πού ήρχισεν η σύμπηξις της φιλίας μας, με άλλους λόγους η σύμπνοια και η συνένωσις (εάν πρέπει να χρησιμοποιήσω οικειοτέρας λέξεις). Διότι μήτε η όψις των τερπνών θεαμάτων συνηθίζει να περνά με ευκολίαν και αν προσπαθή να τα απομακρύνη κάποιος βιαίως, φέρεται πάλιν εις αυτά. Όμοια δεν περνά ούτε η αφήγησις των πλέον ευχαρίστων διηγημάτων. Φοβούμαι τον φόρτον που δημιουργεί το εγχείρημα, θα προσπαθήσω όμως να το κάμω όσον το δυνατόν περισσότερον σύμφωνα με το μέτρον. Εάν τώρα ο πόθος μου με εκβιάζη, ας συγχωρηθή το πάθος, διότι είναι το πλέον δίκαιον από όλα τα πάθη και που ζημία είναι να μη πάθη κανείς το πάθος τούτο.
             15. Μας εδέχθησαν αι Αθήναι, όπως ένα ποτάμι που κυλά διακλαδισμένον από την ιδίαν πηγήν της πατρίδος εις διαφορετικήν ξενιτιάν από έρωτα της παιδείας και που συνηντήθημεν πάλις εις το ίδιον σημείον, ωσάν από σύνθημα, όπως ο Θεός είχε ρυθμίσει την κίνησίν μας. Ολίγον πρωτύτερα είχαν δεχθή εμένα και εκείνον ευθύς έπειτα από εμένα τον εδέχθησαν με πολλήν και λαμπράν ελπίδα. Διότι πριν φθάση εκεί ευρίσκετο εις τα στόματα πολλών και εθεωρούσεν ο καθείς ότι θα ήτο επιτυχία εάν εμάντευε το αντικείμενον της σπουδής του. Εύκολον είναι να προσθέσω και μίαν μικράν αφήγησιν, στόλισμα του λόγου μου, υπενθύμισιν εις όσους γνωρίζουν. Έχουν την μανίαν της σοφιστικής εις τας Αθήνας οι περισσότεροι και οι πιο ανόητοι από τους νέους. Όχι μόνον από τους ταπεινής καταγωγής και ανωνύμους αλλά και οι ευγενείς και οι επιφανέστεροι, επειδή είναι ετερόκλητον πλήθος και επί πλέον είναι και νέοι και δυσκολοσυγκράτητοι εις τας ορμάς. Τι λοιπόν ημπορεί να ιδή κανείς να παθαίνουν οι φίλιπποι και φιλοθεάμονες εις τας αντιθέτους ιπποδρομίας; Πηδούν, κραυγάζουν, στέλλουν την σκόνην εις τον ουρανόν, ηνιοχούν καθισμένοι εις την θέσιν των. Κτυπούν τον αέρα, και τα άλογα με τα δάκτυλα, όπως με τα μαστίγια, σελλώνουν και ξεσελλώνουν τα άλογα, χωρίς να έχουν κανένα ιδικόν τους, ανταλλάσουν μεταξύ τους εύκολα ηνιόχους, άλογα, σταύλους, στρατηγούς. Και ποιοί τα κάνουν αυτά; Συχνά οι πτωχοί και στερούμενοι, που δεν έχουν απολαύσει τροφήν ούτε μίαν ημέραν. Το ίδιον ακριβώς παθαίνουν και αυτοί σχετικώς προς τους διδασκάλους των και τους σπουδαστάς των, δια να γίνουν περισσότεροι οι ίδιοι και φροντίζοντες να κάμουν πλουσιωτέρους με τα χρήματά των τους διδασκάλους των. Τα πράγμα γίνεται ανοησία και παραφροσύνη. Πιάνουν από πιο μπροστά πόλεις, δρόμους, λιμάνια, τα άκρα των βουνών, τα χωράφια, τα απόμακρα μέρη˙ δεν μένει μέρος της Αττικής και της λοιπής Ελλάδος, ακόμα και τους ιδίους τους κατοίκους, τους περισσοτέρους διότι και τούτους τους έχουν μοιράσει ανάλογα με τας σπουδάς των 18  .
             16. Όταν λοιπόν φθάση κάποιος νέος και πέση εις τα χέρια των κυνηγών του (και πέφτει είτε αφού εξαναγκασθή είτε θεληματικά) υπάρχει εις αυτούς ένας νόμος Αττικός και ένα παιγνίδι ανάμεικτον με σοβαρότητα. Κατά πρώτον φιλοξενείται από κάποιον από αυτούς που τον έχουν πρώτοι συλλάβει είτε είναι φίλοι είτε συγγενείς είτε συμπατριώται είτε σπουδαίοι εις τα σοφιστικά και πρόξενοι των κερδών, πράγμα δια το οποίον κερδίζουν την τιμήν εκείνων διότι δι΄αυτούς είναι και τούτο μισθός, να συγκαταλέγωνται μεταξύ των σπουδαστών. Έπειτα χλευάζεται από καθένα που επιθυμεί. Και επιθυμούν να καταστείλουν το φρόνημα των νεοερχομένων και να τους κάνουν από την αρχήν υποχειρίους των. Από άλλους χλευάζεται με περισσότερον θράσος από άλλους πιο μετρημένα κατά το μέτρον που είναι καθένας αγροίκος ή ευγενής. Το πράγμα τούτο δι΄όσους το αγνοούν είναι πολύ φοβερόν και άγριον, εις όσους όμως το γνωρίζουν είναι πολύ ευχάριστον και φιλοφρονητικόν.  Διότι είναι περισσότερον απειλή παρά εκτέλεσις των επαπειλουμένων. Έπειτα περνά με πομπήν από την αγοράν και οδηγείται εις το λουτρόν. Η πομπή σχηματίζεται έτσι, αφού ανά ζεύγη σχηματίσουν στίχους εκ διαστημάτων, όσοι τελούν την πομπήν του νέου, τον προπέμπουν εις το λουτρόν. Όταν πλησιάσουν με πολλάς κραυγάς και χοροπηδήματα σαν να έχουν καταληφθή από ενθουσιασμόν (και η κραυγή λέγει να μη προχωρούν αλλά να σταματήσουν, διότι το λουτρόν δεν τους δέχεται) και συνάμα βροντώντες τας θύρας φοβίζουν τον νέον με τον πάταγον και τότε του επιτρέπουν την είσοδον. Έτσι πλέον του αποδίδουν την ελευθερίαν του και τον δέχονται από το λουτρόν ως ίσον των και ως ένα από αυτούς. Και τούτο είναι το πιο ευχάριστον δι΄αυτούς σημείον της τελετής, η ταχυτάτη παύσις των δυσαρέστων και η απαλλαγή από αυτά. Τότε λοιπόν και εγώ τον ιδικόν μου και μέγαν Βασίλειον τον επήγαινα με σεβασμόν βλέπων την σταθερότητα του χαρακτήρος του, και την ουσιαστικότητα των λόγων του˙ όχι εγώ μόνον αλλά έπειθα και τους άλλους να συμπεριφέρωνται όμοια, όσοι έτυχε να μη τον γνωρίζουν. Διότι εις τους περισσοτέρους ευθύς ενέπνεεν σεβασμόν από ότι είχαν ακούσει δι΄αυτόν. Τι αποτέλεσμα είχεν αυτό; Σχεδόν μόνος από όσους ήλθαν διέφυγε τον κοινόν νόμον και έγινεν άξιος τιμής περισσοτέρας από όσην παρέχεται εις τους νεοελθόντας.
            17. Αυτό ήταν το προοίμιον της φιλίας μας, από εδώ ανεπήδησεν η σπίθα του δεσμού μας, έτσι επληγώθημεν ο ένας από τον άλλον. Έπειτα συνέπεσε και το εξής που δεν αξίζει να το παραλείψω. Δεν ευρίσκω ευθείς τους ανθρώπους της Αρμενίας, είναι μυστικοί και ύπουλοι. Τότε λοιπόν μερικοί από τους πολύ σχετικούς και φίλους του, από τον πατέρα του ακόμη και από παλαιάν φιλίαν (προήρχοντο από εκείνην ακριβώς την συναναστροφήν) τον επλησίασαν με πλαστήν φιλίαν, τους είχε φέρει κοντά του ο φθόνος, όχι η εύνοια, και τον ερωτούσαν με τρόπον εριστικόν περισσότερον παρά φιλοσοφικόν προσπαθούντες να τον υποδουλώσουν από την πρώτην αρχήν, επειδή και την προηγουμένην ευφυΐαν του Βασιλείου εγνώριζαν και την τότε τιμή δεν υπέφεραν. Διότι θα ήτο φοβερόν, να έχουν προαποκτήσει τους φιλοσοφικούς τρίβωνας και να έχουν προμελετήσει τους λαρυγγισμούς των, να μη πλεονεκτούν όμως εις τίποτε από τον ξένον και νεοελθόντα. Και εγώ ο φίλος των Αθηνών και ανόητος (δεν είχα αντιληφθή τον φθόνον και επίστευσα εις την υποκριτικήν συμπεριφορά των) ενώ ήδη εστρέφοντο και έδειχναν την πλάτην, εφθονούσαν βλέποντες να διαλύεται η δόξα που είχαν εις τας Αθήνας και να περιφρονούνται ταχύτατα, υπεστήριξα τους νέους αποκαθιστών τον λόγον και χαρίζων εις αυτούς το βάρος μου (εις τας περιπτώσεις αυτάς και μικρά προσθήκη επιτυγχάνει το παν) αποκατέστησα «ίσα εις την μάχην τα κεφάλια»19 , όπως λέγει η παροιμία. Όταν όμως αντελήφθην το μυστικόν της συνομιλίας που δεν το έκρυβαν πλέον αλλά ήτο τώρα σαφές και απροκάλυπτον, αλλάζω ξεφνικά στάσιν ανακρούων πρύμναν, προστίθεμαι με το μέρος του και κάμνω την νίκην να κλίνη προς το άλλο μέρος. Ευχαριστήθη με το γεγονός εκείνο (διότι ήτο έξυπνος περισσότερον από κάθε άλλον). Και αφού εκυριεύθη από προθυμίαν (δια να εφαρμόσω εις αυτόν τους λόγους του Ομήρου) κατεδίωκε κλονίζων με τον λόγον20 τους παλληκαράδες εκείνους και κτυπών αυτούς με τους συλλογισμούς δεν τους αφήκε, πριν τους τρέψη εις φυγήν και κερδίση καθαράν νίκην. Αυτή ήτο η δευτέρα της φιλίας μας όχι πλέον σπίθα αλλά τώρα άναψε η φλόγα ολόλαμπρη εις τον αιθέρα.
           18. Έφυγαν λοιπόν αυτοί έτσι άπρακτοι. Κατηγόρησαν τον εαυτόν τους και τα έβαλαν με εμένα, διότι τάχα τους υπενόμευσα, ώστε και την φανερήν των έχθρα εναντίον μου ωμολόγησαν και με κατηγορίαν δια προδοσίαν όχι μόνον εκείνων αλλά και αυτών των Αθηνών. Τούτο επειδή είχαν αποκαλυφθή με την πρώτην απόπειραν και εντροπιάσθησαν από ένα άνδρα και μάλιστα, ενώ δεν είχε τον καιρόν να ξεθαρρευθή αυτός (είναι ανθρώπινον πάθος, όταν ύστερα από μεγάλας ελπιδας επιτύχωμεν ξαφνικά όσα είχαμεν ελπίσει, να τα βλέπωμεν κατώτερα από την ελπίδα μας). Το ίδιο και αυτός πάσχων εγίνετο σκυθρωπός, εδυσφορούσε, δεν ημπορούσε να επαινέση τον εαυτόν του δια τον ερχομόν του εδώ. Εζητούσεν αυτά που είχεν ελπίσει, αποκαλούσε τας Αθήνας κούφια μακαριότητα. Έτσι εκείνος. Εγώ προσπαθούσα να του αφαιρέσω το μεγαλύτερον μέρος της λύπης, ομιλών εις αυτόν λογικά και καθησυχάζων την ταραχήν των λογισμών του, του έλεγα και κάτι τι που είναι αληθινόν, ότι δεν συλλαμβάνεται αμέσως ο χαρακτήρ ενός ανθρώπου παρά έπειτα από μακρόν χρόνον και προσεκτικήν συναναστροφήν, ούτε η παιδεία κάποιου γίνεται γνωστή εις όποιους το επιχειρούν από ολίγα μόνον δείγματα και εις ολίγον χρόνον. Ώστε του επανέφερα την ευθυμίαν του και καθώς τον εδοκίμαζα και με εδοκίμαζεν τον συνέδεσα με εμένα.
            19. Καθώς με το πέρασμα του καιρού ωμολογήσαμεν τον πόθον μας ο ένας εις τον άλλον και ότι αυτό που μας ενδιέφερε ήτο η φιλοσοφία21   , τότε πλέον εγίναμεν τα πάντα ο ένας δια τον άλλον, ομόστεγοι, ομοτράπεζοι, ένας οι δύο, αποβλέποντες εις το ίδιο και πάντοτε αυξάνοντες ο ένας τον πόθον του άλλου, ώστε να γίνη θερμότερος και μόνιμος. Οι σωματικοί έρωτες, καθώς αφορούν εις πράγματα που περνούν, περνούν και εκείνοι όπως τα εαρινά λουλούδια. Ούτε η φλόγα μένει, όταν τα ξύλα τελειώσουν, αλλά χάνεται μαζί με αυτά που την τρέφουν, ούτε ο πόθος υπάρχει, όταν το προσάναμμα σβήση. Οι θείοι όμως και φρόνιμοι έρωτες, επειδή αναφέρονται εις κάτι σταθερόν, δια τούτο ακριβώς είναι και μονιμώτεροι και όσον περισσότερον παρουσιάζεται το κάλλος των τόσον περισσότερον συνδέουν τους εραστάς με αυτό και μεταξύ των. Αυτός είναι ο λόγος του ιδικού μας έρωτος. Αισθάνομαι ότι βγαίνω έξω από τον καιρόν και το μέτρον, δεν γνωρίζω πως παρασύρομαι εις τους λόγους τούτους αλλά και να συγκρατήσω τον εαυτόν μου από όσα λέγω επίσης δεν ημπορώ˙πάντοτε μου φαίνεται απαραίτητον ότι παραμέρισα και καλύτερον από ότι επροτίμησα. Και εάν κάποιος με εξωθήση να προχωρήσω με την βίαν, θα πάθω ότι και τα οκταπόδια˙ όταν τα τραβούν από τα θαλάμια τους, κολλούν εις τας κοτύλας των οι πέτρες και δεν ξεκολλούν παρά αφού αποσπάσουν τα μεν από τας δε ένα μέρος δια της βίας. Εάν μου το παραχωρήση κάποιος, έχω ότι ζητώ˙ εάν όχι, το λαμβάνω από τον εαυτόν μου.
          20. Με τέτοιον δεσμόν μεταξύ μας και με τέτοιους χρυσούς στύλους αφού εστηρίξαμεν το καλοκτισμένον σπίτι της φιλίας μας  22  , όπως λέγει ο Πίνδαρος, επροχωρούσαμεν έτσι προς τα εμπρός έχοντες ως βοηθούς τον Θεόν και τον πόθον μας. Πώς να υποφέρω την ανάμνησιν όλων αυτών των πραγμάτων χωρίς δάκρυα; Μας εκινούσαν εξ ίσου οι ελπίδες δια την ρητορικήν, πράγμα που προκαλεί τον φθόνον˙ φθόνος όμως δεν υπήρχε μεταξύ μας, εμελετούσαμεν ο ένας τον ζήλον του άλλου. Αγωνιζόμεθα και οι δύο, όχι ποιος να έχη ο ίδιος το πρωτείον, αλλά πώς να το παραχωρήση εις τον άλλον˙ την ευδοκίμησιν ο ένας του άλλου την εθεωορούσαμεν ιδικήν μας. Εφαίνετο να έχωμεν οι δυο μας μίαν ψυχήν που εκατοικούσεν εις δύο σώματα. Και εάν δεν πρέπει να πιστεύωμεν όσους λέγουν ότι τα πάντα ευρίσκονται μέσα εις τα πάντα 23  , εις εμένα όμως πρέπει να πεισθήτε ότι εζούσαμεν ο ένας μέσα εις το είναι του άλλου και δίπλα εις τον άλλον. Κοινή επιδίωξις και των δύο η αρετή και η συμμόρφωσις της ζωής μας προς τας μελλοντικάς ελπίδας, αλλάζοντες την εδώ κατοικίαν μας προτού φύγωμεν από εδώ. Την επιδίωξιν αυτήν έχοντες εμπρός μας κατευθύναμεν την ζωήν μας ολόκληρον και κάθε ενέργειάν μας˙μας ωδηγούσεν η εντολή και ηκονίζαμεν ο ένας εις τον άλλον την αρετήν μας και είμεθα, εάν δεν είναι υπερβολικόν τούτο να το ειπώ, ο ένας δια τον άλλον κανών και μέτρον, με τα οποία διακρίνεται το ορθόν και μη ορθόν. Από τους σπουδαστάς μας συναναστρεφόμεθα όχι βέβαια τους πιο ανηθίκους αλλά τους πιο φρονίμους˙ ούτε τους πιο εριστικούς αλλά τους πιο ειρηνικούς και εκείνους που η συναναστροφή τους είναι ωφελιμωτέρα. Διότι εγνωρίζαμεν ότι είναι ευκολότερον να λάβης την κακίαν παρά να μεταδώσης την αρετήν, αφού εις μίαν ασθένειαν είναι ευκολώτερον να λάβης παρά να χαρίσης την υγείαν. Και εις τα μαθήματα εφθάσαμεν να χαιρώμεθα όχι με τα πιο ευχάριστα αλλά με τα πιο ωφέλιμα. Επειδή και από αυτά οι νέοι συμμορφώνονται προς την αρετήν ή την κακίαν.
            21. Δύο δρόμοι μας ήσαν γνωστοί˙ο ένας ήτο ο πρώτος και ο σημαντικώτερος˙ ο άλλος ο δεύτερος και εξ ίσου αξιόλογος. Ο πρώτος ωδηγούσεν εις τους ιερούς οίκους μας και τους εκεί διδασκάλους και ο άλλος εις τους εξωτερικούς καθηγητάς. Τους άλλους τους αφήσαμεν εις όσους ήθελαν τας εορτάς, τα θέατρα, τας πανηγύρεις, τα συμπόσια. Διότι τίποτε, νομίζω, δεν αξίζει, εάν δεν οδηγή εις την αρετήν και δεν κάμνει καλυτέρους όσους ασχολούνται με αυτό. Δια τους άλλους υπάρχουν διάφοραι άλλαι ονομασίαι ή από τον πατέρα ή από την οικογένειαν, από τας απασχολήσεις και τας πράξεις των. Εμείς όμως έχομεν το μέγα προσόν και όνομα να είμεθα και να λεγώμεθα χριστιανοί. Αυτό ήτο μεγαλυτέρα καύχησις δι΄ημάς από ότι η περιστροφή του δαχτυλιδιού δια τον Γύγην24 με την οποίαν (εάν αυτό δεν είναι μύθος) εκυβέρνησε τους Λυδούς, και από ότι ο χρυσός δια τον Μίδαν 25   εξ αιτίας του οποίου εχάθη, έπειτα από την επιτυχίαν της αιτήσεώς του και αφού όλα τα κινήματά του μετεβλήθησαν εις χρυσόν. Τούτο είναι άλλος φρυγικός μύθος. Και τι να αναφέρω το βέλος του υπερβορείου Αβάριδος 26   ή τον Αργείον Πήγασον27  ,  που δεν επήγαιναν δια μέσου του αέρος όσον υψωνόμεθα εμείς προς τον Θεόν με την βοήθειαν ο ένας του άλλου. Να ειπώ κάτι πιο σύντομον. Δια τους άλλους ήσαν βλαβεραί αι Αθήναι ως προς την ψυχήν – δεν είναι κακή αυτή η γνώμη των ευσεβών – διότι έχουν τον κακόν πλούτον, τα είδωλα, περισσότερον από την άλλην Ελλάδα και είναι δύσκολον να μη γίνης θύμα εκείνων που τα επαινούν και τα υπερασπίζουν. Εμείς όμως δεν έχομεν καμμίαν ζημίαν από αυτά διότι έχομεν την διάνοιαν στεγανήν και περιφραγμένην. Το αντίθετον μάλιστα, εάν χρειάζεται κάπως να παραδοξολογήσω, από εδώ απεκτήσαμεν την σταθερότητα της πίστεώς μας, αφού εγνωρίσαμεν κατά βάθος το σφαλερόν και το κίβδηλον των Αθηνών, εδώ κατεφρονήσαμεν τους δαίμονας, όπου οι δαίμονες θαυμάζονται. Και εάν υπάρχη κάποιος ποταμός 28 εις την πραγματικότητα ή εις την φαντασίαν μας που κυλά γλυκύς ανάμεσα από αλάτι ή κάποιο ζώον που σκιρτά επάνω εις την φωτιάν, η οποία τα πάντα υποτάσσει, τούτο ακριβώς ήμεθα εμείς ανάμεσα εις όλους τους συνομηλίκους μας.
             22. Το ωραιότερον είναι ότι εσχηματίσθη από εμάς μία αδελφότης που εκείνος διεμόρφωνε και κατηύθυνεν ως αρχηγός με κοινάς ικανοποιήσεις, μολονότι εγώ έτρεχα πεζός δίπλα εις άρμα Λυδικόν, όπου και όπως επήγαινεν εκείνος. Αυτά έκαμαν να γίνωμεν γνωστοί εις τους διδασκάλους και τους συναδέλφους μας, γνωστοί εις όλην την Ελλάδα, και μάλιστα εις τους πιο επιφανείς Έλληνας. Είχαμεν πλέον ξεπεράσει τα σύνορα της Ελλάδος, όπως έγινε σαφές από διηγήσεις πολλών. Ηκούοντο οι διδάσκαλοί μας εις όσους ηκούοντο αι Αθήναι, συνακουόμεθα και εμείς οι δύο και συναναφερόμεθα εις τόσους ανθρώπους, εις όσους και οι διδάσκαλοί μας και δεν ήμεθα ένα ζεύγος άσημον και κοντά και μακράν των διδασκάλων μας. Τίποτε δεν ήσαν δι΄αυτούς οι Ορέσται και οι Πυλάδαι, τίποτε οι Μολιονίδαι 29  , το θαυμάσιον ζεύγος της Ομηρικής ποιήσεως, που τους έκαμε γνωστούς κοινή μοίρα συμφορών και καλή ηνιόχησις του άρματος, όπου εμοιράζοντο ταυτοχρόνως ηνία και μαστίγιον. Εδιδάχθην όμως και έγινα ο ίδιος αντικείμενον των επαίνων μου, εγώ που ούτε από άλλον δεν εδέχθην να επαινούμαι. Και δεν είναι διόλου παράδοξον εάν και εδώ κοντά εις εκείνον απήλαυσα και εγώ κάτι από την φιλίαν εκείνου, που επέρασεν εις την δόξαν, όπως έζησεν εις την αρετήν. Αλλά ας μας ξαναφέρη ο λόγος εις την αφετηρίαν του.
            23. Ποίος είναι τόσον γέρων εις την σύνεσιν και προτού γηράση ακόμη; Διότι με την σύνεσιν ορίζει το γήρας και ο Σολομών. Ποίος είναι τόσον σεβάσμιος εις τους γεροντοτέρους είτε εις τους νέους, όχι από τους συγχρόνους μας μόνον αλλά και από τους προγενεστέρους; Ποίος είχεν ολιγωτέραν ανάγκην από λόγους δια να ρυθμίση την συμπεριφοράν του; Ποίος πάλιν ήκουσε περισσότερον λόγους παρ΄ όλην την ορθήν συμπεριφοράν του; Με ποίο είδος μορφώσεως δεν απησχολήθη; Ή μάλλον με ποίο δεν απησχολήθη με υπερβολήν σαν να υπήρχε μόνον αυτό και τόσον πολύ απησχολήθη με όλα όσον δεν απησχολήθη κανείς με ένα μόνον30 .  Η μελέτη εβοήθησε την ευφυΐαν του και από αυτά τα δύο αι επιστήμαι αντλούν την δύναμίν των . Πάρα πολύ ολίγην ανάγκην είχεν από ταχύτητα πνεύματος εξ αιτίας της δυνάμεως και πολύ ολίγην από δύναμιν πνεύματος εξ αιτίας της ταχύτητος. Έτσι είχε συνδυάσει και τα δύο και τα έφερεν εις ενότητα, ώστε ήτο αδύνατον να διακρίνης εις ποίο από τα δύο ήτο εκείνος πιο αξιοθαύμαστος. Ποίος ήτο τόσον ικανός εις την γραμματικήν ή εξελλήνιζε την γλώσσαν; Ποίος συνεκέντρωνε τόσας γνώσεις, ήτο κάτοχος της στιχουργικής και έθετε νόμους εις την ποίησιν; Ποίος ήτο τόσον ικανός εις την φιλοσοφίαν αυτήν, που είναι υψηλή πράγματι και τείνει εις τα άνω, είτε αναφέρεται εις πρακτικά και επιστημονικά θέματα είτε ασχολείται με λογικάς αποδείξεις και αντιθέσεις και αμφισβητήσεις και έχει ως γνωστόν το όνομα διαλεκτική; Έτσι είναι ευκολώτερον να περάσης μέσα από λαβυρίνθους παρά να διαφύγης, εάν εχρειάζετο, από τα δίκτυα των λόγων εκείνου. Από την αστρονομίαν, την γεωμετρίαν και τας σχέσεις της αριθμητικής επήρε τόσην μόρφωσιν, ώστε να μη κλονίζεται από τα παράδοξα των επιστημών αυτών. Επεριφρόνησε το περισσόν ως άχρηστον δι΄όσους επιδιώκουν την ευσέβειαν. Ώστε ημπορεί να θαυμάση κάποιος αυτό που επροτιμήθη περισσότερον από εκείνο που επεριφρονήθη και εκείνο που επεριφρονήθη περισσότερον από αυτό που επροτιμήθη. Την ιατρικήν που είναι καρπός της φιλοσοφίας και της φιλοπονίας του, την έκαμαν απαραίτητον και η ασθένεια του σώματός του και η περιποίησις των ασθενών. Από αυτά ήρχισε και επέτυχε την κατοχήν της τέχνης, κατοχήν που δεν περιορίζεται εις την επιφάνειαν και το χαμηλότερον επίπεδον αλλά υψώνεται εις τας αρχάς και εις την επιστήμην. Τι σημασία όμως έχουν όλ΄αυτά, και ας είναι τόσον αξιόλογα, δια την διάπλασιν του χαρακτήρος του; Είναι φλυαρία δι΄όσους έχουν πείραν του ανδρός, όσα λέγονται δια τον Μίνωα εκείνον τον Ραδάμανθον, τους οποίους οι Έλληνες τους έκριναν αξίους δια τους ασφοδελούς λειμώνας και τα Ηλύσια πεδία31. Είχαν συλλάβει, βλέπετε, με την φαντασίαν τον ιδικόν μας παράδεισον, παίρνοντας αφορμήν νομίζω από τα μωσαϊκά βιβλία και τα ιδικά μας, αν και διαφέρουν κάπως εις την ονομασίαν, καθώς δηλώνουν τον παράδεισον με άλλο όνομα.
           24. Αυτά συνέβαιναν με τον Βασίλειον, γεμάτον από μόρφωσιν το σκάφος, όσον ημπορεί να επιτύχη η ανθρωπίνη φύσις – πέρα από τα Γάδειρα32  δεν πηγαίνει κανείς- . Έπρεπε τέλος να επιστρέψωμεν εις την πατρίδα και να επιδοθούμεν εις τελειοτέραν ζωήν, πραγματοποιώντας όσα ηλπίζαμεν και είχαμεν συμφωνήσει. Έφθασεν η ημέρα της αναχωρήσεως με όλα τα σχετικά   ˙  λόγοι αποχαιρετισμού, κατευοδώματα, παρακλήσεις, θρήνοι, εναγκαλισμοί, κλάματα. Δια κανένα τίποτα δεν είναι λυπηρόν, όσον δι΄εκείνους που έζησαν εκεί μαζί το να χωρίζωνται από τας Αθήνας και ο ένας από τον άλλον. Συμβαίνει τότε ένα θέαμα θλιβερόν που αξίζει να το περιγράψω. Μας περιεκύκλωσε το πλήθος των συντρόφων και των συνηλίκων μας, καθώς και μερικοί από τους διδασκάλους μας και έλεγαν ότι δεν θα μας αφήσουν ότι και να γίνη. Και μας παρακαλούσαν και μας εξεβίαζαν και ήθελαν να μας πείσουν. Και τι δεν έλεγαν˙και τι δεν έκαναν από όσα κάνουν όσοι πονούν. Εδώ θα κατηγορήσω διά κάτι τον εαυτόν μου. Θα κατηγορήσω επίσης και εκείνην την θείαν και ασύλληπτον ψυχήν αν και είναι τολμηρόν. Εκείνος τους ανέφερε τους λόγους της επανόδου, δια την οποίαν εφιλονικούσαμεν και ενίκησεν εκείνους που τον εκρατούσαν. Εγώ όμως έμεινα πίσω εις τας Αθήνας. Αφ΄ενός μεν διότι έδειξα αδυναμίαν – πρέπει να λεχθή η αλήθεια - , αφ΄ετέρου διότι ωσάν να επροδόθην από εκείνον, που επείσθη να αφήση εμένα που δεν τον άφηνα και να με παραχωρήση εις εκείνους που με ετραβούσαν. Και έγινε τότε κάτι απίστευτον προτού συμβή. Γίνεται κάτι ανάλογον με τον χωρισμόν ενός σώματος εις δύο και νέκρωσις και των δύο τμημάτων, ή κάτι ανάλογον με τον χωρισμόν δύο μοσχαριών που εζούσαν εις το ίδιον παχνί και εις τον ίδιον ζυγόν και βγάζουν λυπητερά μουκανητά το ένα δια το άλλο και δεν υποφέρουν τον χωρισμόν των. Ωστόσο δεν εκράτησε δια πολύν χρόνον η τιμωρία μου. Δεν ημπορούσα να ανθέξω να με βλέπουν όλο και περισσότερον αξιολύπητον και να δίδω εις όλους λόγον δια τον χωρισμόν. Αφού έμεινα εις Αθήνας όχι πολύν καιρόν ακόμη με κάμνει ο πόθος μου κάτι σαν τον ομηρικόν ίππον33 ˙ αφού έσπασα τα σχοινιά εκείνων που με εκρατούσαν, καλπάζω εις την πεδιάδα, τρέχω προς τον σύντροφον της ζωής μου.
            25. Επεστρέψαμεν εις την πατρίδα μας και εκάμαμε μικράν υποχώρησιν εις το θέατρον του κόσμου, όσον δια να ικανοποιήσωμεν την επιθυμίαν των πολλών – προσωπικώς δεν είχαμεν καμμίαν διάθεσιν δια θεατρισμούς και επιδείξεις - . Αμέσως εγίναμεν κύριοι του εαυτού μας και ηλλάξαμεν από αγένεια παιδιά εις άνδρας, προχωρούντες ανδρικότερα εις την πνευματικήν ζωήν. Δεν ήμεθα πλέον ο ένας κοντά εις τον άλλον  - ο φθόνος μας το είχε αρνηθεί˙ο πόθος όμως μας εκρατούσε δίπλα – δίπλα. Τον Βασίλειον τον κρατά η Καισάρεια, ως κάποιον δεύτερον ιδρυτήν και πολιούχον της, εν συνεχεία τον απασχολούν μερικά ταξίδια κατ΄ανάγκην, επειδή εγώ δεν ήμουν κοντά του, όχι άσχετα προς την πνευματικήν ζωήν που ήτο ο σκοπός του. Εμένα με απεμάκρυνεν από αυτόν ο σεβασμός και η γηροκομία των γονέων μου και κάποια αναστάτωσις από συμφοράς που με κατέλαβαν. Πιθανώς δεν ήτο ούτε ορθόν ούτε δίκαιον, ωστόσο με απεμάκρυναν. Και σκέπτομαι μήπως από εδώ μου συνέβη κάθε ανωμαλία και δυσκολία της ζωής μου και η όχι ανεμπόδιστη πορεία προς την φιλοσοφίαν, η όχι ανταξία της επιθυμίας μου αλλά και του πράγματος αυτού. Την ιδικήν μου ζωήν ας την οδηγήση ο Θεός όπως θέλει˙ας την οδηγήση κάπου καλύτερα με τας πρεσβείας του Βασιλείου. Η πολύτροπος φιλανθρωπία του Θεού και η οικονομία του δια τον άνθρωπον, αφού τον έκαμεν εκείνον γνωστόν με πολλά περιστατικά που εμεσολάβησαν και τον ανέδειξαν όλο και λαμπρότερον, τον προβάλλει ως φάρον της εκκλησίας περίοπτον και περιλάλητον, αφού τον συγκατέλεξεν εις την ιεράν τάξιν των πρεσβυτέρων και από μίαν πόλιν, την Καισάρειαν, τον έκαμεν πυρσόν όλης της οικουμένης. Με ποίον τρόπον; Δεν έφτιασεν εκ του προχείρου το αξίωμα, ούτε την ιδίαν ώραν τον έλουσεν και τον έκαμεν σοφόν, όπως γίνεται σήμερα με τους πολλούς που επιθυμούν τας πρωτοστασίας˙  τον έκαμεν άξιον της τιμής με την τάξιν και τον νόμον της πνευματικής προόδου.
          26. Δεν επαινώ την αταξίαν και την ακοσμίαν μας, κάποτε και αυτών που προεδρεύουν εις την Εκκλησίαν. Δεν θα τολμήσω βέβαια να τους κατηγορήσω όλους. Εξ άλλου δεν είναι και δίκαιον. Επαινώ τον ναυτικόν νόμον που εις τον κυβερνήτην του πλοίου δίδει πρώτα το κουπί, από αυτό τον φέρει εις την πλώρην και του εμπιστεύεται την ανίχνευσιν της πορείας και τέλος τον καθίζει εις το τιμόνι, έπειτα από πολύ σχίσιμον των κυμάτων και πολλήν εξέτασιν των ανέμων. Το ίδιο γίνεται και εις τα στρατιωτικά. Στρατιώτης, ταξίαρχος, στρατηγός. Αυτή είναι η αρίστη σειρά και η ωφελιμωτάτη δια τους αρχομένους. Πολύ μεγάλην αξίαν θα είχεν, εάν επικρατούσε και εις ημάς παρομοία τάξις. Τώρα όμως κινδυνεύει η αγιωτάτη ανάμεσα εις όλας τάξις, να είναι η περισσότερον καταγέλαστος από όλας τας τάξεις μας. Διότι η πρωτοστασία δεν κερδίζεται περισσότερον από την αρετήν παρά από αθεμίτους ενεργείας. Και οι θρόνοι περιέρχονται όχι εις τους πιο αξίους αλλά εις όσους έχουν περισσοτέραν δύναμιν. Συγκαταλέγεται εις τους προφήτας ο Σαμουήλ, που βλέπει το μέλλον, αλλά και ο Σαούλ, ο αποδιοπομπαίος. Κατατάσεται εις τους Βασιλείς ο Ροβοάμ του Σολομώντος  _  αλλά και ο Ιεροβοάμ, ο δούλος και αποστάτης. Ιατρός δεν γίνεται κανείς ούτε ζωγράφος, που δεν εμελέτησε πρώτα την φύσιν κάθε ασθενείας ή δεν ανέμειξε πολλά χρώματα, και δεν εσχεδίασε μορφάς. Ο προκαθήμενος όμως ευρίσκεται εύκολα χωρίς να κοπιάση, αποκτά αμέσως αξίαν, σπείρεται και φυτρώνει, όπως εις τον μύθον γίνεται με τους γίγαντας. Πλαστουργούμεν αυθημερόν τους αγίους και ορίζομεν να γίνουν σοφοί αυτοί που δεν έχουν τίποτε διδαχθή, ούτε έχουν προσφέρει καμμίαν υπηρεσίαν πριν λάβουν τον βαθμόν εκτός από το ότι τον επιθυμούσαν. Και ο ένας υπομένει την χαμηλήν θέσιν και στέκεται με ταπεινοφροσύνην, ενώ είναι άξιος δια την υψηλήν, επειδή έχει μελετήσει πολύ τα θεία λόγια και έθεσε πολλούς νόμους δια την υποταγήν της σαρκός. Ενώ ο άλλος κάθεται εις την πρώτην θέσιν με σοβαροφάνειαν, σηκώνει το φρύδι κατά των καλυτέρων του και δεν αισθάνεται τρόμον δια τον θρόνον ούτε τον καταλαμβάνει φρίκη, βλέπων τον ικανόν χαμηλά. Αλλά λαμβάνων την δύναμιν νομίζει συνάμα σοφώτερον τον εαυτόν του. Πέφτει βέβαια έξω και η εξουσία του έχει αφαιρέσει την ικανότητα να σκέπτεται.
          27. Δεν ήτο έτσι ο πολύς και μέγας Βασίλειος. Όπως εις όλα τα άλλα έτσι και εις την ορθήν εκτίμησιν αυτών έγινε παράδειγμα δια τους πολλούς. Είχε το διακόνημα να διαβάζη τα ιερά βιβλία εις τον λαόν, αυτός που ήτο ο εξηγητής των, χωρίς να απαξιώση και αυτήν ακόμη την εκκλησιαστικήν τάξιν και όμοια εις των πρεσβυτέρων και εις των επισκόπων τους θρόνους δοξολογεί τον Θεόν. Δεν είχε κλέψει την εξουσίαν, ούτε την είχε αρπάσει, ούτε εκυνήγησε την τιμήν, αλλά εκυνηγήθη από την τιμήν, ούτε εδέχθη ανθρωπίνην χάριν αλλά την θείαν χάριν από τον Θεόν. Ας περιμένη ολίγον ο λόγος δια την πρωτοκαθεδρίαν. Ας επιμείνωμεν ακόμη δι΄ολίγον εις το διάστημα που ήτο υφιστάμενος. Πως θα μου διέφευγε παρ’ ολίγον και τούτο, ενώ ευρίσκεται ανάμεσα εις εκείνα που έχουν λεχθή.
            28. Εσημειώθη κάποια διαφορά του ανδρός με τον προηγούμενον προκαθήμενον της Εκκλησίας34 .  Το από πού και το πώς είναι καλύτερον να το αποσιωπήσωμεν, πάντως έχει σημειωθή. Ο άνδρας αυτός ήτο αξιόλογος και αξιοθαύμαστος εις την ευσέβειαν, όπως έδειξεν ο τότε διωγμός και η εναντίον του επίθεσις, εδοκίμασεν όμως κάποιο ανθρώπινον πάθος εναντίον του Βασιλείου. Δεν εγγίζει μόνον τους πολλούς ο φθόνος αλλά και τους αρίστους, δια να είναι ο Θεός μόνον εντελώς αλάθητος και ελεύθερος από πάθος. Στρέφεται λοιπόν εναντίον του το εκλεκτότερον και σοφώτερον τμήμα της Εκκλησίας, αν σοφώτεροι από τους πολλούς είναι όσοι εχώρισαν τον εαυτόν των από τον κόσμον και αφιέρωσαν τον βίον των εις τον Θεόν. Εννοώ τους Ναζιραίους35 τους ιδικούς μας, που έχουν μεγάλον ενδιαφέρον δι΄αυτά. Αυτοί εθεώρησαν φοβερόν να ιδούν το κραταίωμά των να περιϋβρίζεται και να απωθήται, ετόλμησαν κάτι πάρα πολύ επικίνδυνον. Βάζουν εις τον νουν των αποστασίαν και ρήξιν του μεγάλου και αστασιάστου σώματος της Εκκλησίας, αποσχίζοντες όχι μικρόν τμήμα και από τον λαόν, από τους απλούς ανθρώπους και από τους αξιωματούχους. Από τα τρία ισχυρότατα τούτο ήτο το πιο εύκολον. Διότι και σεβαστός ήτο ο άνθρωπος όσον δεν γνωρίζω εάν ήτο κανένας άλλος από τους ιδικούς μας φιλοσόφους και ικανός να δώση θάρρος εις την παράταξιν, εάν το ήθελεν. Αλλά και τον πρόξενον της λύπης τον υπωψιάζετο η πόλις, εξ αιτίας της ταραχής κατά την εγκατάστασίν του, ότι δεν ήτο νόμιμος και ότι είχε δεχθή την πρωτοκαθεδρίαν περισσότερον τυραννικά παρά κανονικά. Και ιδού μερικοί από τους δυτικούς αρχιερείς36 , που παρέσυραν προς το μέρος των το ορθόδοξον τμήμα της Εκκλησίας.
           24. Και πως εστάθη εκείνος ο γενναίος και μαθητής τους ειρηνικού; Διότι ούτε να αντιτείνη ημπορούσε προς τους υβριστάς ή τους σπουδαστάς, ούτε ήτο εις την φύσιν του να μάχεται ή να διασπά το σώμα της Εκκλησίας η οποία και εις άλλο είδος πολέμου ευρίσκετο και εις επικίνδυνον θέσιν, εξ αιτίας τότε της δυνάμεως των αιρετικών. Και αφού με εχρησιμοποίησεν ως σύμβουλον συνάμα εις τούτο και ως παρακινητήν, μεταβαίνει μαζί μου ως φυγάς εις τον Πόντον και γίνεται ο επιστάτης των εκεί σπουδαστηρίων. Θεσπίζει κάτι αξιομνημόνευτον, ασπάζεται την έρημον με τον Ηλίαν και τον Ιωάννην, τους μεγάλους πνευματικούς. Νομίζων ότι τούτο τον ωφελεί μάλλον παρά να στοχασθή κάτι ανάξιον της φιλοσοφίας του δια τα παρόντα και να καταστρέψη μέσα εις την ζάλην την γαληνιαίαν κυβέρνησιν των λογισμών. Και μολονότι ήτο τόσον πνευματική και θαυμαστή η αναχώρησις, θα εύρωμεν ανωτέραν και πολύ πιο θαυμασίαν την επιστροφήν. Έγινεν ως εξής    ˙ 
          30. Ήμεθα απησχολημένοι με αυτά και ξαφνικά μας σκεπάζει ένα σύννεφον βαρύ από χαλάζι, που εβροντούσεν απαίσια και που συνέτριψεν όλην την Εκκλησίαν κατά της οποίας εξέσπασε και την οποίαν κατεπλάκωσεν. Εννοώ τον βασιλέα37  τον μανιασμένον φίλον του χρυσού και εχθρόν του Χριστού, βαριά ασθενή από δύο νόσους, την απληστίαν και την βλασφημίαν. Αυτός που ήτο διώκτης μετά τον διώκτην, και έπειτα από τον αποστάτην, όχι αποστάτης, εις τίποτε όμως καλύτερος δια τους Χριστιανούς ή μάλλον δια το καλύτερον τμήμα των Χριστιανών και καθαρώτερον, που αναπέμπει προσκύνησιν εις την Τριάδα, πράγμα που εγώ αποκαλώ την μόνην ευσέβειαν και σωτήριον δόξαν. Δεν κλονίζομεν την θεότητα, ούτε την αλλοτριώνομεν από την μίαν και απρόσιτον φύσιν με αλλόκοτα αλλοτριώματα, ούτε θεραπεύομεν το κακόν με το κακόν, δεν διαλύομεν δηλαδή την άθεον συναίρεσιν του Σαβελλίου με την πιο ασεβή διαίρεσιν και το κατατεμάχισμα, με την ασθένειαν δηλαδή του Αρείου, που έχει το όνομα της μανίας και που εκλόνισε και ηλλοίωσε το μεγαλύτερον μέρος της Εκκλησίας. Και τον Πατέρα δεν ετίμησε και τον Υιόν και το Πνεύμα προσέβαλε με τους ανίσους βαθμούς της θεότητος. Ενώ γνωρίζομεν μόνον μίαν δόξαν του Πατρός, τον ομότιμον Υιόν του, και μόνον μίαν δόξαν του Υιού, το ομότιμον Πνεύμα. Όποιο από τα τρία θέσωμεν πιο κάτω, νομίζομεν ότι ανατρέπομεν το παν, διότι σεβόμεθα και αναγνωρίζομεν τρία κατά τας ιδιότητας, ένα όμως κατά την θεότητα. Τϊποτε από αυτά δεν εννοούσεν εκείνος, ούτε ημπορούσε να βλέπη προς τα άνω αλλά εταπεινώνετο από εκείνους που τον έσυραν˙ετόλμησε να συνταπεινώση μαζί με τον εαυτόν του και την φύσιν της θεότητος. Και γίνεται κτίσμα πονηρόν, καταβιβάζων το κυριαρχικόν του αξίωμα εις δουλείαν και θέτων εις την ιδίαν μοίραν με την κτίσιν την άκτιστον και υπέρχρονον φύσιν.
         31. Με τέτοιας αντιλήψεις και με τέτοιαν ασέβειαν εκστρατεύει εναντίον μας. Διότι δεν πρέπει να το θεωρήσωμεν τούτο τίποτε άλλο από βαρβαρικήν επιδρομήν, που κρημνίζει όχι τείχη και πόλεις και οικίας ούτε κάτι από αυτελή κατασκευάσματα των χεριών που ανεγείρονται πάλιν, αλλά που σύρει τας ψυχάς τας ιδίας εις το έδαφος. Τον ακολουθεί εις την εισβολήν του και ο στρατός αντάξιος, οι κακοί ηγέται των Εκκλησιών, οι σκληροί τετράρχαι της οικουμένης που εξουσιάζει. Αυτοί κατέχοντες ήδη μέρος από τας Εκκλησίας, άλλο πάλιν μέρος κτυπώντες και άλλο ελπίζοντες να λάβουν, από το βάρος του βασιλέως και το χέρι, που άλλους υπέτασσε και άλλους απειλούσεν, έφθασαν δια να υποτάξουν και την ιδικήν μας. Την τόλμην των εστήριξαν αποκλειστικώς εις την μικροψυχίαν αυτών που προανεφέραμεν και εις την απειρίαν του τότε προκαθημένου μας και εις τας ιδικάς μας αδυναμίας.  Ο αγών ήτο μέγας˙ η προθυμία των περισσοτέρων δεν ήτο ασήμαντος, αλλά η παράταξίς μας ήτο ασθενής, αφού έλειπεν ο πρόμαχος και ο αμάχητος τεχνίτης με δύναμιν λόγου και Πνεύματος. Και τι έπραξεν η γενναία και μεγαλόπνοος εκείνη ψυχή και αληθινά φιλόχριστος; Ούτε λόγος πολλούς δεν εχρειάσθη δια να δώση το «παρών» και να συμπολεμήση. Μόλις μας είδε να πηγαίνωμεν προς αυτόν ως πρεσβευταί  – κοινός ήτο ο αγών και δια τους δύο, διότι ήμεθα υπερασπισταί του λόγου – αμέσως υπεχώρησεν εις την πρεσβείαν μας. Και αφού με τους λογισμούς του Πνεύματος εξεχώρισεν άριστα και φιλοσοφικώτατα μέσα του ότι άλλος είναι ο καιρός της μικροψυχίας  –  εάν έπρεπε με μικροψυχίαν να ζήση τον καιρόν της ελευθερίας του – και άλλος ο καιρός της ανάγκης, ευθύς ξεσηκώνεται μαζί του από τον Πόντον και κυριεύεται από ζήλον δια την αλήθειαν που εκινδύνευε. Γίνεται εθελοντικά σύμμαχος και έρχεται και προσφέρει τον εαυτόν του εις την μητέρα Εκκλησίαν.
            32. Μήπως όμως έδειξε μεν τόσην προθυμίαν αλλά ηγωνίσθη ολιγώτερον σφοδρά από την προθυμίαν του; Ή μήπως ηγωνίσθη μεν ανδρικά, χωρίς όμως σύνεσιν; Και μήπως έδειξε μεν παιδείαν, απέφυγεν όμως να κινδυνεύση; Ή εις όλα αυτά εφάνη τέλειος και χωρίς ψεγάδι, έμενες όμως μέσα του κάποιο λείψανον μικροψυχίας; Καθόλου. Τα ρυθμίζει όλα, σκέπτεται, αντιπαρατάσσεται. Βγάζει από την μέσην τα εμπόδια και τα προσκόμματα και ότι είχε δώσει θάρρος εις αυτούς, δια να εκστρατεύσουν εναντίον μας. Δέχεται το ένα, το άλλο το κρατεί, το τρίτον το αποκρούει. Δια τούτους γίνεται τείχος, οχύρωμα και χαράκωμα. Δια τους άλλους γίνεται τσεκούρι που κόβει την πέτραν ή φωτιά μέσα εις τα αγκάθια, δια την οποίαν ομιλεί η θεία Γραφή, που εξαφανίζει εύκολα τα φρύγανα και όσους βλασφημούν την θεότητα. Εάν τώρα και ο Βαρνάβας38 που τα λέγει και τα γράφει αυτά, εβοήθησε κάτι εις τον αγώνα του Παύλου, η ευχαριστία ας δοθή εις τον Παύλον που τον επροτίμησε και τον έκαμε συναγωνιστήν του.
           33. Έφυγαν λοιπόν αυτοί έτσι άπρακτοι και κακήν κακώς τότε δια πρώτην φοράν εντροπιασμένοι  και ηττημένοι και αφού έμαθαν να μη περιφρονούν εύκολα τους Καππαδόκας, και ας περιφρονούν όλους τους άλλους. Τόσον ιδικόν των δεν έχουν άλλο γνώρισμα όσον την αρράγιστον και ορθήν και γνησίαν πίστιν προς την Τριάδα, από την οποίαν έχουν την ενότητα και την ισχύν των και αυτή είναι η βοήθεια που προσφέρουν ή μάλλον πολύ ανωτέρα και ισχυροτέρα. Και εκείνος αναλαμβάνει δεύτερον έργον και αγώνισμα, περιποιείται τον προκαθήμενον, διαλύει την υποψίαν, πείθει όλους τους ανθρώπους, ότι αι λύπαι που είχεν υποστή ήσαν ένας πειρασμός του πονηρού και ένας αγών, που φθονεί κάθε ομόνοιαν που αποβλέπει εις το καλόν. Ο ίδιος εγνώριζε τους νόμους της ευπειθείας και της πνευματικής τάξεως. Δια τούτο ήτω παρών, εδίδασκεν, υπήκουε, συνεβούλευεν˙ ήτο δι’ αυτόν τα πάντα, ο ειλικρινής σύμβουλος, ο επιδέξιος παραστάτης, ο εξηγητής των θείων, ο οδηγός δια όσα ήσαν να πραχθούν, των γηρατειών του η βακτηρία, το στήριγμα της πίστεως, ο πλέον έμπιστος μέσα και ο πλέον δραστήριος έξω. Με ένα λόγον, έγινε φίλος όσων προηγουμένως ενομίζετο εχθρός. Από τούτο περιήλθεν εις αυτόν και η εξουσία της Εκκλησίας, μολονότι ήτο δεύτερος εις το αξίωμα. Προσέφερεν αγάπην και ελάμβανεν ως αντάλλαγμα την εξουσίαν. Και ήτο θαυμαστή η ισορροπία των και η πλοκή της δυνάμεως˙ ο ένας ήτο οδηγός του λαού και ο άλλος ωδηγούσε τον οδηγόν. Και ήτο ωσάν κάποιος θηριοδαμαστής που εδάμαζε με την τέχνην του τον βασιλέα των λεόντων. Διότι είχεν ανάγκην, επειδή εγκατεστάθη πρόσφατα εις το αξίωμα και είχεν ακόμη μέσα του την πνοήν της κοσμικής ύλης και δεν ήτο ακόμη κατηρτισμένος εις τα πνευματικά, και γύρω έβραζε πλλή θαλασσοταραχή και ήσαν πλήθος οι εχθροί της Εκκλησίας που επετίθεντο, είχεν ανάγκην από κάποιον να τον χειραγωγή και να τον στηρίζη. Δια τούτο και αγαπούσε την συμμαχίαν και ενώ τον εκρατούσεν εκείνος, ενομιζεν ότι εκρατούσεν ο ίδιος.
          34. Η φροντίς και η διοίκησις τώρα της Εκκλησίας από αυτόν είχαν και πολλά άλλα γνωρίσματα˙ αυτά ήσαν παρρησά και προς τους άλλους άρχοντας και προς τους ισχυρούς της πόλεως, συμβιβασμοί που δεν διεφιλονεικούντο αλλά διεμορφώνοντο από την φωνήν του, χρησιμοποιών ως νόμον τον τρόπον του, προστασία εκείνων που είχαν ανάγκην, πνευματικήν περισσότερον αλλά και σωματικήν όχι ολιγωτέραν – διότι και τούτο οδηγεί εις την ψυχήν υποδουλώνων με την αγάπην, - διατροφή των πτωχών, φιλοξενία, φροντίδα των παρθένων, νομοθεσία δια μοναχούς, γραπτή και άγραφη, καθορισμός ευχών, σεμνή εμφάνισις από το βήμα και πολλά άλλα - , με τα οποία ο αληθινός άνθρωπος του Θεού, που είναι ταγμένος εις την παράταξιν του Θεού, ημπορεί να ωφελήση τον λαόν. Ένα όμως γνώρισμα ήτο το μεγαλύτερον και το πιο γνωστόν. Ήτο λιμός και μάλιστα ο βαρύτερος από όσους έως τότε μνημονεύονται. Υπέφερεν η πόλις και βοήθεια δεν υπήρχεν από πουθενά ούτε φάρμακον δια την ταλαιπωρίαν. Αι παράλιαι περιοχαί δεν σηκώνουν με δυσκολίαν τας ελλείψεις αυτάς, διότι προσφέρουν τα προϊόντα των και δέχονται από την θάλασσαν. Δι΄ημάς όμως που είμεθα μεσόγειοι και αυτό που περισσεύει δεν ωφελεί και αυτό που λείπει δεν ημπορούμεν να το πορισθούμε, αφού δεν γνωρίζομεν πώς να διαθέσωμεν κάτι από όσα έχομεν ή να εισαγάγωμεν κάτι από όσα λείπουν. Και υπήρχε και αυτό που είναι το βαρύτερον εις τας περιστάσεις αυτάς, η αναλγησία και η απληστία εκείνων οι οποίοι έχουν. Παρακολουθούν τους καιρούς και εμπορεύονται την έλλειψιν και καλλιεργούν τας συμφοράς. Δεν ακούουν ότι ο ελεών πτωχόν δανείζει εις τον Θεόν ούτε ότι όποιος κρύβει το σιτάρι να είναι καταραμένος από τον λαόν. Ούτε τίποτε άλλο ακούουν από όσας υποσχέσεις έχουν δεχθή οι φιλάνθρωποι και οι απάνθρωποι απειλάς. Είναι περισσότερον από όσον πρέπει άπληστοι και δεν σκέπτονται ορθά. Εις εκείνους κλείουν την ιδικήν των ευσπλαχνίαν και εις τον εαυτόν τους την ευσπλαχνίαν του Θεού, πράγμα που αγνοούν ότι αυτοί έχουν μεγαλυτέραν ανάγκην από ότι οι άλλοι έχουν ανάγκην από εκείνους. Αυτά οι έμποροι και οι προμηθευταί του σίτου, μήτε τους συγγενείς λυπούνται, μήτε εις τον Θεόν ευαρεστούν, από τον οποίον έχουν τα αγαθά των, ενώ οι άλλοι στενοχωρούνται.
            35. Ο Βασίλειος δεν ημπορούσε να βρέξη ψωμί από τον ουρανόν με την προσευχήν του και να θρέψη μέσα εις την έρημον τον φυγάδα λαόν. Ούτε ημπορούσε να βγάζη τροφήν που δεν δαπανάται από τον πυθμένα της υδρίας που εγέμιζεν αδειάζουσα, δια να τρέφη αυτήν που τον έτρεφε – πράγμα παράδοξον – ανταποδίδων την φιλοξενίαν. Ούτε ημπορούσε με πέντε άρτους να θρέψη χιλιάδας που τα απομεινάρια τους να επαρκέσουν δια πολλά άλλα τραπέζια. Αυτά ήσαν έργα του Μωυσέως και του Ηλίου και του Θεού μου, που δίδει εις αυτούς την δύναμιν δι΄αυτά. Ίσως είναι ακόμη και των καιρών εκείνων και της τότε καταστάσεως, επειδή τα σημεία δίδονται εις τους απίστους και όχι εις τους πιστούς. Και όσα είναι σύμφωνα με αυτά και οδηγούν εις το ίδιον σημείον, αυτά και τα εσκέφθη και με την ιδίαν πίστιν τα επραγματοποίησε. Με τον λόγον και τας προτροπάς του ήνοιξε τας αποθήκας των πλουσίων και πραγματοποιεί ότι λέγει η Γραφή˙ μοιράζει τροφήν εις όσους πεινούν, χορταίνει με ψωμί τους πτωχούς, τους διατρέφει εις περίοδον λιμού και γεμίζει με αγαθά ανθρώπους πεινασμένους39.  Με ποιόν τρόπον; δεν είναι ανάξιον να προστεθή και αυτό. Συναθροίζων τους κτυπημένους από τον λιμόν εις το ίδιον μέρος, ακόμη και αυτούς που μόλις ανέπνεαν, άνδρας, γυναίκας, νήπια, γέροντας, τας ηλικίας που είναι άξιοι συμπαθείας, ενεργών έρανον εις κάθε είδος τροφής, που ημπορεί να ανακουφίση την πείναν, παραθέτων χύτρας γεμάτας από χυλόν και από παστά ψάρια που παρασκευάζομεν εμείς και αποτελούν τροφήν των πτωχών. Έπειτα μιμείται την διακονίαν του Χριστού, ο οποίος ακόμη και το λέντιον ζωσμένος δεν έκρινεν ανάξιόν του να πλύνη τα πόδια των μαθητών του και με τα ιδικά του παιδιά δηλ. τους συνδούλους του, χρησιμοποιών αυτούς ως βοηθούς, εθεράπευε τα σώματα όσων είχαν ανάγκην, εθεράπευε και τας ψυχάς, συμπλέκων την τιμήν με την ανάγκην, ανακουφίζων αυτούς και από τα δύο μέρη.
            36. Αυτός ήτο δεύτερος σιτοδότης μας και δεύτερος Ιωσήφ. Έχομεν όμως να ειπούμεν και κάτι περισσότερον. Ο ένας εμπορεύεται τον λιμόν και εξαγοράζει την Αίγυπτον με την φιλανθρωπίαν διαθέτων την περίοδον της αφθονίας εις την περίοδον του λιμού και λαμβάνων προς τούτο διαταγήν από τα όνειρα τρίτων. Ενώ ο άλλος ήταν αφιλοκερδής εις την χρηστότητά του, χωρίς να εμπορεύεται βοηθός εις την έλλειψιν. Απέβλεπεν εις ένα, να αποκτήση την φιλανθρωπίαν με την φιλανθρωπίαν και να λάβη τα εκεί αγαθά με το εδώ μέτρημα του σιταριού. Αυτά μαζί με την τροφήν του λόγου και την τελειοτέραν ευεργεσίαν και διανομήν, που είναι αληθινά ουρανία και υψηλή. Εάν βέβαια  άρτος των αγγέλων είναι ο λόγος, με τον οποίον τρέφονται και ποτίζονται αι ψυχαί που πεινούν τον Θεόν και ζητούν τροφήν που δεν κυλά και δεν φεύγει αλλά παραμένει παντοτινά. Αυτής της τροφής σιτοδότης ήταν εκείνος, σιτοδότης πάμπλουτος αυτός ο πιο φτωχός και ο πιο άπορος από όσους γνωρίζομεν και δεν εθεράπευε την πείναν του ψωμιού και την δίψαν του νερού, αλλά τον πόθον του λόγου που αληθινά δίδει ζωήν και τρέφει και οδηγεί εις την αύξησιν της πνευματικής ηλικίας αυτόν που τρέφεται καλά.
          37. Τι χρειάζεται να τα λέγω όλα και να χρονοτριβώ; Αφού μέσα από αυτά και τα όμοιά τους αυτός που ήταν φερώνυμος της ευσεβείας είχε πρόσφατα αποθάνει, αφήνων ήσυχα την ψυχήν του μέσα εις τα χέρια εκείνου, οδηγείται εις τον υψηλόν θρόνον της επισκοπής. Τούτο δεν έγινε χωρίς κόπον και χωρίς φθόνον και πάλην των προκαθημένων της πατρίδος και των ισχυρών που είχαν μ΄εκείνους συνταχθή. Ήταν αναπόφευκτον όμως να νικήση το άγιον Πνεύμα. Νικά λοιπόν και μάλιστα συντριπτικά. Μετακινεί από μακρυνάς περιοχάς εκείνους οι οποίοι θα τον χρίσουν, άνδρας γνωστούς δια την ευσέβειαν και τον ζήλον των, μαζί με αυτούς και τον νέον Αβραάμ και ιδικόν μας πατριάρχην, εννοώ τον πατέρα μου, με τον οποίον γίνεται κάτι θαυμαστόν. Δεν είχεν αφανισθή μόνον από το πλήθος των ετών αλλά και η ασθένεια τον εταλαιπωρούσε και ευρίσκετο εις τας τελευταίας αναπνοάς του, αναλαμβάνει όμως με τόλμην το ταξίδι, δια να βοηθήση με την ψήφον του, παίρνων θάρρος από το Πνεύμα. Θα ειπώ δύο λόγια ακόμη˙ τον εβάλαμεν εις ένα φορείον, όπως μέσα εις ένα τάφον και επιστρέφει νέος, θαλερός, με το βλέμμα υψηλά, δυναμωμένος από την επίθεσιν των χειρών και την χρίσιν, και δεν θα είναι πολύ να προσθέσω και από την κεφαλήν του χρισθέντος. Ας προστεθή και τούτο εις τας παλαιάς διηγήσεις, ότι ο πόνος χαρίζει υγείαν, η προθυμία σηκώνει τους νεκρούς και σαν νέος πηδά ο γέρων που τον έχρισε το Πνεύμα.
            38. Αφού είχεν έτσι αξιωθή την πρωτοκαθεδρίαν, όπως είναι φυσικόν δι΄όσους έχουν τόσην αξίαν και έχουν δεχθή τόσην χάριν και έτσι θεωρούνται και από τους άλλους, δεν εντρόπιασε τίποτε από τα παρακάτω ούτε την ιδικήν του φιλοσοφίαν ούτε τας ελπίδας όσων του είχαν εμπιστοσύνην. Υπερέβαλλε πάντοτε τον εαυτόν του, όσον προηγουμένως υπερέβαλλε τους άλλους, έχων πάρα πολύ ωραία και φιλοσοφικήν αντίληψιν δι΄αυτά. Επίστευε δηλ. ότι είναι αρετή του ιδιώτου να μη είναι κακός ή να είναι ως ένα βαθμόν αγαθός. Δια τον άρχοντα όμως και τον προκαθήμενον αποτελεί κακίαν, και μάλιστα εις αυτό το αξίωμα, να μη ξεπερνά πολύ τους άλλους και να μη γίνεται καθημερινά ανώτερος, ούτε να έχη αξίαν και αρετήν σύμμετρον με τον θρόνον. Είναι δύσκολον ο άκρος να επιδιώκη το μέσον και με το πλεόνασμα της αρετής του να σύρη τους πολλούς εις το μέτριον. Ή μάλλον δια να ομιλήσω δι΄αυτά πιο πνευματικά, αυτό που βλέπω να γίνεται με τον Σωτήρα μας – όπως το βλέπει και καθένας από όσους γνωρίζουν – όταν ήταν ανάμεσά μας, να λάβη δηλ. την μορφήν την ιδικήν μας και εν τούτοις ανωτέραν μας, το ίδιον στοχάζομαι ότι έχει συμβή και εδώ. Εκείνος, λέγει, προέκοπτεν όπως εις την ηλικίαν έτσι και εις την σοφίαν και την χάριν. (Όχι ότι αυτά έπαιρναν αύξησιν, διότι εις τι θα ημπορούσε να γίνη τελειότερος αυτός που ήτο τέλειος από την αρχήν; εγίνοντο μόνον πιο καθαρά και πιο εμφανή). Έτσι και εδώ, η αρετή του ανδρός νομίζω ότι δεν έπαιρνε προσθήκην αλλά ευρυτέραν εφαρμογήν, επειδή είχεν εις την εξουσίαν του περισσότερον υλικόν.
             39. Πρώτα κάμνει φανερόν εις όλους ότι το αξίωμα δεν ήταν χάρισμα ανθρώπων αλλά το είχε λάβει ως δώρον από τον Θεόν. Απόδειξιν αποτελεί και ότι έγινε με εμέ. Πόσον εσυμμερίζετο την νοοτροπίαν μου της περιόδου εκείνης. Όλοι οι άλλοι ενόμιζαν ότι θα τρέξω κοντά του δια το γεγονός, ότι θα εγινόμουν περιχαρής  –  και ίσως κάποιος άλλος να εδοκίμαζε το συναίσθημα αυτό  –  και ότι θα εμοιραζώμεθα μάλλον την αρχήν μεταξύ μας και ότι δεν θα εβοηθούσα απλώς, πράγμα που συνεπέραιναν από την φιλίαν μας. Εγώ όμως αποφεύγων να γίνω φορτικός – το απέφευγα εις όλα τα περισσότερον από τον καθένα – καθώς και την τάξιν της εποχής δια φθόνον, αφού εξ άλλου και τα πράγματα γύρω του ήσαν εις εξέλιξιν και ταραχήν, έμεινα εις την πατρίδα χαλινώνων τον πόθον μου με την βίαν. Με μέμφεται αλλά με συγχωρεί. Έπειτα, όταν επήγα κοντά του χωρίς όμως να δεχθώ την τιμήν του θρόνου δια τον ίδιον ακριβώς λόγον ούτε το να προτιμηθώ από τους πρεσβυτέρους, όχι μόνον δεν με κατηγόρησε αλλά και με επήνεσε και καλά έκαμεν. Επροτίμησε να κατηγορηθή μάλλον δια υπερηφάνειαν από ολίγους, που δεν κατενόησαν την στάσιν αυτή παρά να πράξη κάτι αντίθετον εις τον λόγον και τας προθέσεις του. Και πως θα ημπορούσε να δείξη κάποιος καλύτερα ότι η ψυχή του είναι ανωτέρα από κολακείαν και φιλοφροσύνην και ότι αποβλέπει εις ένα μόνον, τον νόμον του καλού, εάν δεν εσκέπτετο έτσι δι΄εμέ που με θέτει μεταξύ των πρώτων από τους αγαπητούς και τους οικείους του;
             40. Έπειτα μαλακώνει αυτούς που εστασίαζαν εναντίον του και τους θεραπεύει με λόγους μιας μεγαλοψύχου ιατρικής. Δεν το κάνει τούτο κολακευτικά και ανελεύθερα, αλλά με πολλήν δύναμιν και ελευθεριότητα, όπως κάποιος που δεν αποβλέπει μόνον εις το παρόν αλλά οικονομεί και την μελλοντικήν υποταγήν. Βλέπων δηλαδή ότι η ηπιότης οδηγεί εις την χαλάρωσιν και την αδιαφορίαν, ενώ η αυστηρότης σκληρύνει τον άλλον και τον αποθρασύνει, βοηθεί το ένα με το άλλο. Ανέμειξε με επιείκειαν το πείσμα και την ηπιότητα με σταθερότητα. Έτσι δια την θεραπείαν ολίγον του εχρειάσθη ο λόγος και τα περισσότερα τα επέτυχε με τα έργα. Δεν υπεδούλωνε με τεχνάσματα αλλά έκανε τους άλλους ιδικούς του με την φιλίαν, δεν εχρησιμοποιούσε την δύναμιν της εξουσίας του, τους έφερε κοντά του όχι βέβαια με αδυναμίαν αλλά και με προσοχήν. Και το σπουδαιότερον, τους έφερε κοντά του επειδή τους ενικούσε με το πνεύμα του και ανεγνώριζαν ως απροσπέλαστον την αρετήν του και επειδή ενόμιζαν ότι μία μόνον σωτηρία υπάρχει δι΄αυτούς, να είναι φίλοι του και υποτακτικοί του˙και ένας κίνδυνος, να προσκρούσουν εις το θέλημά του και επειδή εθεωρούσαν αποξένωσιν από τον Θεόν την διάστασιν από εκείνον, έτσι θέλοντας υπεχώρησαν και ηττήθησαν και ελύγισαν όπως εις την βροντήν, προσπαθώντας να απολογηθούν ο ένας πριν από τον άλλον και μεταβάλλοντας τον βαθμόν της έχθρας των εις βαθμόν φιλίας και επιδόσεως εις την αρετήν, που την εύρισκαν ως την μόνην πανίσχυρον απολογίαν. Δεν υπεχώρει, παρά μόνον εάν κάποιος δια κακίαν αθεράπευτον παρεμελήθη και παρεμερίσθη, δια να συντριβή και να εξαφανισθή μέσα εις αυτήν, όπως συνδαπανάται ο σίδηρος μαζί με την σκουριάν του.
              41. Και αφού τα πράγματα της πατρίδος ετακτοποιήθησαν όπως ήθελε και όπως δεν θα εφαντάζετο κάποιος από όσους δεν τον επίστευαν και δεν τον εγνώριζαν, σκέπτεται κάτι ανώτερον και υψηλώτερον. Ενώ όλοι οι άλλοι έβλεπαν μόνον ότι ήτο εμπρός εις τα πόδια των και εσκέπτοντο πώς να εξασφαλίσουν ότι τους αφορούσεν, εάν βέβαια είναι αυτό ασφαλές, και δεν επροχωρούσαν παρά πέρα ούτε ημπορούσαν να αναλάβουν κάτι μεγάλον και τολμηρόν, εκείνος εις αυτά δεν τηρεί το μέτρον, που το ετηρούσεν εις όλα τα άλλα. Αφού εσήκωσεν υψηλά την κεφαλήν και αφού έστρεψε γύρω γύρω το βλέμμα της ψυχής, περικλείει μέσα εις αυτήν όλην την οικουμένην, όσην επεσκέφθη ο σωτήριος λόγος. Βλέπων ακόμη την μεγάλην κληρονομίαν του Θεού, που την είχε φροντίσει με τους ιδικούς του λόγους και νόμους και τα ιδικά του παθήματα, το έθνος το άγιον, το βασίλειον ιεράτευμα, να ευρίσκεται εις κακήν κατάστασιν και να έχη διασπασθή εις μυρίας δοξασίας και πλάνας˙βλέπων την άμπελον που είχε μεταφερθή και μεταφυτευθή από την Αίγυπτον, που από την άθεον και σκοτεινήν άγνοιαν έφθασεν εις άπειρον κάλλος και μέγεθος, ώστε να σκεπάση όλην την γην και να ξεπεράση τα βουνά και τα κέδρα, βλέπων αυτήν να καταστρέφεται από τον πονηρόν και κακόν αγριόχοιρον, τον διάβολον, δεν εθεώρησεν αρκετόν να θρηνή ήρεμα την συμφοράν και να υψώνη μόνον τα χέρια εις τον Θεόν και να ζητή από εκείνον την λύσιν των δεινών που τον ευρήκαν και ο ίδιος να κοιμάται˙ ενόμιζεν απεναντίας ότι και ο ίδιος έπρεπε να βοηθήση και να συνεισφέρη κάτι.
            42. Τι είναι πιο λυπηρόν από την συμφοράν αυτήν την στιγμήν που πρέπει αυτός που βλέπει άνω να ενδιαφέρεται περισσότερον δια το σύνολον; Εάν ευτυχή ή δυστυχή ένας, τούτο δεν έχει καμμίαν σημασίαν δια το σύνολον. Ενώ όταν το σύνολον ευρίσκεται εις αυτήν ή εκείνην την κατάστασιν, ανάγκη πάσα και ο καθένας χωριστά να ευρίσκεται εις την ιδίαν θέσιν. Αυτά είχεν εις τον νουν εκείνος και εξήταζεν, ο κηδεμών και προστάτης του συνόλου. Το σαράκι του ανθρώπου είναι η αισθαντική καρδία, όπως νομίζει ο Σολομών   40    και η αλήθεια. Και η αναλγησία φέρει ευθυμίαν ενώ η συμπόνοια λύπην και λειώσιμον της καρδίας, είναι ο έμμονος λογισμός. Δια τούτο εσφάδαζεν, εστενοχωρείτο, κατεργώγετο, έπασχεν ότι ο Ιωνάς41 και ο Δαυΐδ, έφθανεν εις απόγνωσιν, δεν έδιδεν ύπνον εις τα μάτια του και νυσταγμόν εις τα βλέφαρά του42  . Εδαπανούσεν ότι του είχε μείνει από σάρκα με τας φροντίδας έως ότου εύρη λύσιν εις το κακόν. Επιδιώκει την θείαν ή την ανθρωπίνην βοήθειαν, η οποία θα σταματήση την κοινήν φωτιάν και το σκοτομάνημα που μας εσκέπασε.
           43. Επινοεί εκείνο το μοναδικόν και εξαιρετικά σωτήριον. Αφού συνεκεντρώθη όσον ήτο δυνατόν και απεκλείσθη πνευματικά και αφού ανεκίνησε κάθε ανθρωπίνην σκέψιν και επεσκόπησεν όλον το βάθος των Γραφών, συγγράφει λόγους δια την ευσέβειαν και αντιπαλαίων και αντιμαχόμενους αποκρούει το μέγα θράσος των αιρετικών. Άλλους, με τους οποίους ήλθεν εις τα χέρια, τους υποτάσσει με τα αγχέμαχα όπλα των λόγων. Άλλους από μακρυά, κτυπών αυτούς με τα βέλη της μελάνης, που δεν είναι καθόλου κατωτέρα από τα χαράγματα εις την πλάκα. Και δεν ενομοθετούσε    43   δια το ένα έθνος της Ιουδαίας – που ήτο και μικρόν – δια φαγητά και ποτά και προσκαίρους θυσίας και καθαρμούς της σαρκός, αλλά δια κάθε ανθρώπινον γένος και κάθε περιοχήν του κόσμου περί του λόγου της αληθείας, από τον οποίον προέρχεται η σωτηρία. Και επειδή είναι εξ ίσου ατελείς η χωρίς λόγους πράξις και ο χωρίς πράξιν λόγος, προσθέτει δεύτερον, εις τον λόγον την βοήθειαν της πράξεως. Εις άλλους επήγαινεν ο ίδιος, εις άλλους έστελλεν, άλλους εκαλούσεν, ενουθετούσεν, ήλεγχεν, επιτιμούσεν, απειλούσε, εκατηγορούσε, επρομαχούσε δια έθνη, πόλεις, άτομα, επινοούσε κάθε είδος σωτηρίας, εθεράπευεν από κάθε άποψιν. Ήτο εκείνος ο Βεσελεήλ, ο αρχιτέκτων της θείας σκηνής, που μετεχειρίζετο δια το έργον του κάθε υλικόν και κάθε τέχνην και που συνεδύαζε τα πάντα εις μιας ομορφιάς υπερβολήν και αρμονίαν.
            44. Διατί πρέπει να αναφέρω τα άλλα; Μας ήλθεν όμως πάλιν ο χριστομάχος βασιλεύς και τύραννος της πίστεως, με περισσοτέραν ασέβειαν και πιο μανιώδη στρατόν, επειδή ο λόγος του θα απευθύνετο προς ανταγωνιστήν ισχυρότερον. Η επάνοδος αυτή ήτο παρομοία με το ακάθαρτον και πονηρόν εκείνο πνεύμα, που, αφού απεδεσμεύθη από τον άνθρωπον και περιεπλανήθη, επιστρέφει εις τον ίδιον, δια να κατοικήση μέσα του με περισσότερα πνεύματα, όπως έχομεν ακούσει εις τα Ευαγγέλια. Αυτό μιμείται εκείνος, και δια να προσθέση νέα παλαίσματα εις τα πρώτα. Διότι είναι φοβερόν και ανυπόφορον ενώ είναι άρχων πολλών εθνών και έχει αξιωθή πολλής δόξης και είχεν υποτάξει όλους τους γύρω με την δύναμιν της ασεβείας και είχε κάμει υποχείριον ότι είχεν ευρεθή εμπρός του, να παρουσιασθή ότι ενικήθη από ένα άνδρα και μίαν πόλιν και να γελοιοποιηθή όχι μόνον από αυτούς που τον ωδηγούσαν, αλλά, όπως ενόμιζε, και από όλους τους ανθρώπους.
          45. Λέγουν ότι, όταν κάποτε44 ο βασιλεύς της Περσίας εξεστράτευε κατά της Ελλάδος, οδηγών εναντίον της κάθε ανθρωπίνην φυλήν και βράζων εις την ψυχήν και το πνεύμα, δεν εστήριζεν εις αυτά μόνον την έπαρσίν του και τας υπερμέτρους απειλάς. Αλλά δια να τους καταπλήξη, παρουσίαζε φοβερόν τον εαυτόν του και με τας παραδοξότητάς του έναντι των στοιχείων. Εγίνετο λόγος δια μίαν παράδοξον γην και θάλασσαν του νέου δημιουργού και δια στρατόν που έπλεεν εις την ξηράν και επεζοπορούσεν εις το πέλαγος, δια νησιά που ηρπάζοντο και θάλασσαν που εμαστιγώνετο και δι΄όσα μαρτυρούν δια μιαν στρατιάν και στρατηγίαν ανόητα. Δια τους πιο δειλούς αυτά αποτελουσαν αφορμήν καταπλήξεως, δια τους πιο σταθερούς και γενναίους εις το φρόνημα αφορμήν δια γέλοιο. Αυτός όμως από τίποτε τέτοιο δεν είχε ανάγκην εκστρατεύων εναντίον μας, αλλά ότι ήτο χειρότερον από αυτά και πιο βλαβερόν, αυτό τον ηκούαμεν να λέγη και να πράττη. Έστρεψε το στόμα του προς τον ουρανόν και εξετόξευσε την βλασφημίαν του προς το ύψος, και η γλώσσα του διέσχισε την γην. Πριν από εμάς τους εστηλίτευσε μ΄επιτυχίαν ο θείος Δαυΐδ, αυτόν που έκλινε τον ουρανόν προς την γην και που ελογάριασε με την κτίσιν την φύσιν την υπερκόσμιον, που ούτε να την χωρέση η κτίσις δεν ημπορεί, ακόμη και εάν μας πλησιάση κάπως λόγω φιλανθρωπίας, δια να μας ελκύση προς τον εαυτόν του, εμάς που κοιτόμεθα χάμω.
            46. Λαμπραί ήσαν αι πρώται παλληκαριαί του και λαμπροτέρα τα τελευταία κατορθώματά45   του εναντίον μας. Ποία θεωρώ ως πρώτα; Εξορίαι, φυγαί, δημεύσεις, επιβουλαί φανεραί και αφανείς, η πειθώ, όπου ήταν ευκαιρία, ο εξαναγκασμός όπου η πειθώ ήταν αδύνατος. Άλλοι εξεδιώκοντο από τας Εκκλησίας όσοι ακολουθούσαν τον λόγον, τον ορθόν και τον ιδικόν μας. Άλλοι ωδηγούντο εις αυτάς, όσοι ακολουθούσαν την βασιλικήν τρέλλαν, όσοι απαιτούσαν τα έγγραφα της ασεβείας και που οι ίδιοι έγραφαν46  τα πολύ χειρότερα από αυτά. Εμπρησμοί πρεσβυτέρων μέσα εις την θάλασσαν, στρατηγοί ασεβείς, που δεν νικούν τους Πέρσας και δεν υποτάσσουν τους Σκύθας ούτε επανέφεραν εις υποταγήν κανένα άλλο βαρβαρικόν έθνος   ˙   εξεστράτευαν εναντίον Εκκλησιών, εχόρευαν επάνω εις τα θυσιαστήρια και εμόλυναν τας αναιμάκτους θυσίας με αίματα ανθρώπων και θυσιών και επρόσβαλλαν την τιμήν των παρθένων. Δια να γίνη τι; Να εκδιωχθή ο Ιακώβ47 ο πατριάρχης και να εισαχθή εις την θέσιν του ο Ησαύ, που έγινε μισητός προτού γεννηθή. Ιδού οι διηγήσεις δια τα πρώτα του ανδραγαθήματα, τα οποία και μέχρι σήμερον ακόμη προκαλούν τα δάκρυα των πολλών, όταν τα αναφέρη κάποιος ή τα διηγηθή.
            47. Αφού τα επέρασεν όλα πέρα πέρα, ώρμησε κατεπάνω εις την άσειστον και ανεπηρέαστον αυτήν μητέρα των Εκκλησιών, εις την μόνην που ακόμη απέμενε σπίθα της αληθείας δια να την υποτάξη. Τότε δια πρώτην φοράν αντελήφθη ότι έπεσεν έξω. Διότι όπως βέλος που χτυπά σε κάτι ισχυρότερον, απεκρούσθη, και αφού κατεκομματιάσθη, υπεχώρησε. Tέτοιον αφού ευρήκε τον προστάτην της Εκκλησίας και εις τόσον ισχυρόν βράχον αφού προσέκρουσε διελύθη. Τα άλλα ημπορείτε να τα ακουσετε από όσα λέγουν και διηγούνται εκείνοι που τα έζησαν˙και τα διηγείται ο καθένας. Αλλά τόσον πολλοί θαυμάζουν, όσοι γνωρίζουν τους τότε αγώνας, τας επιθέσεις, τας υποσχέσεις, τας απειλάς, τους απεσταλμένους από το δικαστικόν σώμα, που προσπαθούσαν να τον κάμψουν, τους στρατιωτικούς, τους από τον γυναικωνίτην, άνδρας μέσα εις τας γυναίκας και γυναίκας μέσα εις τους άνδρας, που μόνον ένα ανδρικόν έχουν, την ασέβειαν, και οι οποίοι, αφού δεν έχουν την φυσικήν ικανότητα να ασελγούν, πορνεύουν με εκείνο με το οποίον ημπορούν, με την γλώσσαν, τον αρχιμάγειρον Ναβουζαρδάν48 ˙, που εφοβέριζε με τα κουζινομάχαιρά του και τον έστελλαν οι φωτιές του μαγειρίου του. Και το πιο αξιοθαύμαστον δι΄εμέ από τα ιδικά του και που δεν είναι δυνατόν να το προσπεράσω ακόμη και να θέλω, αυτό θα ιστορήσω συντομεύοντά το όσον παίρνει.
          48. Ποίος δεν γνωρίζει τον τότε ύπαρχον49, που ήταν τόσον υπερβολική η μανία του εναντίον μας – επειδή και από εμάς είχε λάβει το τελειοποιητικόν βάπτισμα – και προσέφερεν εις τον κύριόν του περισσοτέρας από όσας έπρεπεν υπηρεσίας και με το να εκτελή όλα τα θελήματά του διετηρούσε και εξησφάλιζε πιο μακροχρόνια την εξουσίαν δια τον εαυτόν του; Εις αυτόν που εμούγκριζε κατά της Εκκλησίας, που ήτο όμοιος με λεοντάρι και εβρυχάτο όπως το λεοντάρι και ήτο απλησίαστος δια τους πολλούς, φέρουν εκείνον τον ατρόμητον ή μάλλον εισέρχεται ο ίδιος, σαν να καλήται εις εορτήν και όχι εις δίκην. Πως θα ημπορούσα να διηγηθώ επάξια από την μίαν την θρασύτητα του υπάρχου ή από την άλλην την συνετήν αντίστασιν του ανδρός προς αυτόν; Τι θέλεις εσύ – και είπε το όνομά του, διότι δεν τον εθεωρούσεν άξιον να τον καλή επίσκοπον – τι θέλεις με το θάρρος σου εμπρός εις τόσην δύναμιν και ανοηταίνεις μόνος από τους άλλους; Διατί ερωτάς, του λέγει ο γενναίος, ποία είναι η ανοησία; Δεν ημπορώ να αντιληφθώ. Δεν πιστεύεις ότι και ο βασιλεύς, ενώ όλοι οι άλλοι έσκυψαν και ενικήθησαν. Δεν είναι, του είπεν, αυτό το θέλημα του ιδικού μου βασιλείως. Ούτε ανέχομαι να προσκυνώ κάποιο κτίσμα, ενώ είμαι ο ίδιος κτίσμα με την εντολήν να γίνω θεός. Και εμείς τι σου φαινόμεθα, τον ερωτά, ή η διαταγή μας είναι μηδέν; Και να σου ειπώ, δεν είναι δια σε τίποτε να ταχθής με το μέρος μας και να μας έχης φίλους; Είσθε ύπαρχοι, απαντά, και σπουδαίοι, δεν το αρνούμαι, όχι όμως σπουδαιότεροι από τον Θεόν. Και το να σας έχωμεν φίλους είναι βέβαια σημαντικόν (πως όχι; είσθε και σεις του Θεού πλάσματα), είναι όμως το ίδιον σαν να έχωμεν κάποιους από τους υποτακτικούς σας. Διότι η χριστιανικότης δεν χαρακτηρίζεται από πρόσωπα, αλλά από την πίστιν.
            49. Τότε λοιπόν εταράχθη πλέον ο ύπαρχος και ήναψεν από τον θυμόν, επετάχθη από το κάθισμα και του απηύθυνε λόγια σκληρά. Άκου εδώ, του λέγει, δεν φοβάσαι την εξουσίαν; Μήπως γίνη και μήπως πάθω τι; Ένα από τα πολλά που είναι της εξουσίας μου. Ποία είναι αυτά; Πρέπει να τα μάθης. Δήμευσις, εξορία, βασανιστήρια, θάνατος. Να με φοβερίζης με ότι άλλο, του λέγει. Από αυτά δεν με εγγίζει τίποτε. Και εκείνος ηρώτησε   _   Πως και με ποίον τρόπον; Του είπε   _   Διότι βέβαια την δήμευσιν δεν την φοβείται αυτός που δεν έχει τίποτε, εκτός εάν έχης ανάγκην από αυτά τα σχισμένα κουρέλια μου και τα ολίγα βιβλία μου, που αποτελούν όλην την περιουσίαν μου. Την εξορίαν δεν την εννοώ, εγώ που δεν περιορίζομαι εις ένα τόπον, και δεν έχω ιδικόν μου ούτε το μέρος που τώρα κατοικώ, και κάθε μέρος είναι ιδικόν μου όπου και αν ευρεθώ ή μάλλον, κάθε μέρος είναι του Θεού, όπου εγώ είμαι ξένος και περαστικός. Τα βασανιστήρια; Τι θα μου πάρουν, αφού δεν υπάρχει σώμα, εκτός εάν εννοής το πρώτον κτύπημα. Αυτό μόνον είναι εις την εξουσίαν σου. Ο θάνατος είναι ευεργέτης, που θα με στείλη το γρηγορώτερον εις τον Θεόν, δια τον οποίον υπάρχω και ζω και κατά το πλείστον έχω αποθάνει και προς τον οποίον επείγομαι να φθάσω από μακρυά.
            50. Έμεινε κατάπληκτος από αυτά ο ύπαρχος και είπεν αναφέρων το όνομά του. Κανείς έως τώρα δεν ωμίλησεν εις εμένα (τον Μόδεστον) έτσι και με τόσον θάρρος. Ίσως επειδή δεν συνήντησες ακόμη επίσκοπον, του απεκρίθη, οπότε θα σου ωμιλούσε με αυτόν τον τρόπον, αφού θα ηγωνίζετο δια τέτοια πράγματα. Εις τα άλλα εμείς, ύπαρχε, είμεθα μετριοπαθείς και πιο ταπεινοί από τον καθένα, διότι έχομεν αυτήν την εντολήν. Όχι εις τόσον μεγάλην δύναμιν αλλά και εις ένα τυχαίον δεν δείχνομεν υπερηφάνειαν. Όπου είναι εμπρός μας ο Θεός δια να αγωνισθώμεν δι΄αυτόν, περιφρονούμεν τα άλλα και εις αυτόν μόνον ατενίζομεν. Η φωτιά, το ξίφος, τα θηρία, τα νύχια που ξεσχίζουν τας σάρκας, είναι δι΄ημάς ευχαρίστησις μάλλον, παρά φόβος. Δι΄αυτά ύβριζέ μας, φοβέριζε, κάμε ότι σου αρέσει, χαίρου την εξουσίαν σου. Ας τα ακούση αυτά κι ο βασιλεύς˙ εμάς δεν θα μας συλλάβης, ούτε θα μας πείσης να συνθηκολογήσωμεν με την ασέβειαν, ακόμη και να μας συλλάβης, ούτε θα μας πείσης να συνθηκολογήσωμεν με την ασέβειαν, ακόμη και με φοβερωτέρας απειλάς.
             51. Όταν τα είπε αυτά και τα ήκουσεν ο ύπαρχος και είδε την αντίστασιν του ανδρός, που ήτο τόσον ατρόμητος και ακαταμάχητος, με κάποιον σεβασμόν και υποχωρητικότητα και όχι πια με τον ίδιον απειλητικόν τόνον είπε να τον οδηγήσουν έξω. Ο ίδιος τρέχει, με όσην ταχύτητα διέθετεν, εις τον βασιλέα και του λέγει˙Ενικήθημεν, βασιλεύ, από τον προκαθήμενον της Εκκλησίας αυτής. Είναι ανώτερος από φοβέρας, σταθερώτερος από λόγους, πιο δυνατός από την πειθώ. Πρέπει να δοκιμάσωμεν με κάποιον κατώτερον. Εναντίον αυτού ή πρέπει να ασκήσωμεν βίαν χωρίς προσχήματα ή να μη περιμένωμεν ότι θα υποχωρήση εις τας απειλάς. Εν συνεχεία ο βασιλεύς εκατηγόρησε τον εαυτόν του και νικημένος από τα εγκώμια προς τον άνδρα – θαυμάζει την αρετήν και ο αντίπαλος – είπε να μη τον κακομεταχειρισθούν. Έπαθεν ότι και ο σίδηρος που μαλακώνει με την φωτιάν, μένει όμως σίδηρος. Και μολονότι η απειλη μετεβλήθη εις θαυμασμόν, δεν εδέχθη την κοινωνίαν της πίστεως από εντροπήν να αλλάξη ιδέας και αναζητούσεν ένα ευπρόσωπον τρόπον απολογίας. Θα το ειπή και τούτο ο λόγος.
           52. Αφού εισήλθεν εις την Εκκλησίαν με όλην την ακολουθίαν του (ήτο ημέρα των Θεοφανείων με κοσμοσυρροήν) και αφού έγινε και αυτός τμήμα του λαού, κατ΄αυτόν τον τρόπον τελεί επισήμως την ένωσιν. Αξίζει να μη παραλείψωμεν και τούτο. Όταν εισήλθε μέσα εις τον ναόν και εβρόντησεν η ακοή του από την ψαλμωδίαν που τον εκτύπησε και είδε και την θάλασσαν του λαού και όλην την ιεροπρέπειαν κοντά εις το βήμα και εκεί γύρω, αγγελικήν μάλλον παρά ανθρωπίνην˙και όταν είδεν εκείνον εμπρός από τον λαόν όρθιον, όπως ο λόγος περιγράφει τον Σαμουήλ, ακλινή και εις το σώμα και την ψυχήν και τον νουν, σαν να μη είχε μεσολαβήσει τίποτε νέον, αλλά στηλωμένον, δια να ειπώ έτσι, εις τον Θεόν και εις το Βήμα, και είδε και τους γύρω του να στέκωνται με κάποιον φόβον και σεβασμόν, όταν τα είδεν όλα αυτά και δεν ημπορούσε να συγκρίνη με κανένα άλλο παράδειγμα όσα έβλεπεν, έπαθεν ότι παθαίνουν οι άνθρωποι, εγέμισεν η όψις και η ψυχή του από το θάμβος με σκοτισμόν και ζάλην, πράγμα που δεν ένοιωσαν οι πολλοί. Όταν όμως έπρεπε να προσφέρη τα δώρα50   εις την θείαν τράπεζαν, που ο ίδιος τα είχεν κατασκευάσει, δεν τον εβοήθησε κανείς, όπως ήτο συνήθεια, επειδή ήτο άγνωστον εάν θα τα προσέφερε, τότε έγινε γνωστόν τι είχε πάθει. Κλονίζεται και εάν κάποιος από το Βήμα δεν εσταματουσε τον κλονισμόν του απλώνων το χέρι, θα εστρώνετο εις το έδαφος και θα ήτο άξιος δια κλάματα. Ας είναι.
           53. Τι είπεν αυτός εις τον βασιλέα και με πόσην φιλοσοφίαν (αφού συνεκκλησιάσθη μαζί μας, έλαβε θέσιν μέσα εις το παραπέτασμα και ειδε και ήκουσε με πόθον μεγάλον) τι χρειάζεται και να τα αναφέρω; Τι άλλο του είπε παρά λόγους του Θεού, που ήκουσαν οι γύρω από τον βασιλέα και εμείς, που είχαμε συνεισέλθει; Τούτο γίνεται απαρχή της φιλανθρωπίας του βασιλέως προς εμάς και η πρώτη ηρέμησις. Το επίτευγμα τούτο διέλυσε το μεγαλύτερον μέρος από το ρεύμα της επιδρομής που  τότε μας ενωχλούσεν.
           54. Και κάτι άλλο, όχι μικρότερον από όσα έχουν λεχθή. Ενικούσαν οι κακοι και καταδικάζεται ο Βασίλειος εις εξορίαν και τίποτε από τα σχετικά δεν έλειπεν˙ είχεν απλωθή η νύκτα, το αμάξι εκλονίζετο, όσοι τον εμισούσαν εθορυβούσαν, λυπημένος ο ευσεβής λαός, περιεστοιχίζαμεν εμείς τον πρόθυμον οδοιπόρον. Συμπληρωμένα όλα τα σχετικά με την λαμπράν ατιμίαν. Και έπειτα; Την σταματά ο Θεός. Αυτός που επάταξε τα πρωτότοκα της Αιγύπτου, όταν αυτή έδειξε σκληρότητα κατά του Ισραήλ, ο ίδιος συνετρίβει και τον υιόν του βασιλέως μας με το κτύπημα της νόσου. Και με πόσην ταχύτητα. Από εκεί η γραφή της εξορίας, από εδώ το μάθημα από την ασθένειαν. Συγκρατείται το χέρι του κακού γραμματέως, ο άγιος σώζεται και ιδού άνθρωπος ευλαβής δώρον του πυρετού, που σωφρονίζει τον βασιλέα. Τι πιο σύμφωνον με την δικαιοσύνην από αυτά και πιο γρήγορον; Τα πράγματα με την σειράν. Ήτο άρρωστος ο υιός του βασιλέως και υπέφερε σωματικά. Μαζί ήτο άρρωστος και ο πατέρας (τι να κάμη ο πατέρας;). Εζητούσεν από παντού βοήθειαν εις τον πόνον του, και τους αρίστους ιατρούς καλών και περισσότερον από άλλοτε καταφεύγων εις προσευχάς και σωριασμένος εις το έδαφος. Ο πόνος κάμνει ταπεινούς ακόμη και τους βασιλείς (δεν είναι καθόλου περίεργον, διότι και ο Δαυΐδ εγράφη ότι έπαθε παλαιότερα το ίδιον δια το παιδί του). Και αφού δεν εύρισκε πουθενά θεραπείαν του κακού, καταφεύγει εις την πίστιν του Βασιλείου. Δεν τον καλεί βέβαια ο ίδιος, επειδή εντρέπετο την πρόσφατον προσβολήν, αναθέτει όμως εις άλλους από τους οικειοτάτους και αγαπητούς του να μεσιτεύσουν. Πηγαίνει αυτός αμέσως, χωρίς αναβολήν και χωρίς δικαιολογίαν δια την ώραν, όπως θα έκαμνεν άλλος. Την ιδίαν ώραν που εισήλθεν η ασθένεια έγινεν ελαφροτέρα και ο πατέρας ελπίζει το καλύτερον. Και εάν δεν ανεμείγνυε την αρμύραν με το πόσιμον νερό, καλών τον Βασίλειον, αλλά πιστεύων και εις τους αλλοδόξους, θα ήτο δυνατόν να εύρη την υγείαν του το παιδί και να δοθή σώον εις τα χέρια του πατέρα. Τούτο το επίστευαν και όσοι ήσαν παρόντες τότε και μετείχαν εις τον πόνον.
            55. Λέγουν ότι το ίδιον ακριβώς συνέβη ολίγον αργότερα και εις το ύπαρχον. Κάποια ασθένεια που τον ευρήκε τον γονατίζει εμπρός εις τον άγιον. Και αληθινά το κτύπημα εις τους φρονίμους γίνεται παιδαγωγία και συχνά η κακοπάθεια είναι ωφελιμωτέρα από την ευτυχίαν. Υπέφερεν, έκλαιεν, εδυσφορούσεν, έστελλε συνεχώς, παρεκάλει. Έχεις την απολογίαν (προς τον Κύριον), εκραύγαζε, δώσε την σωτηρίαν. Και να, που την επιτυγχάνει, όπως ο ίδιος ωμολογούσε και έπειθε και τους άλλους που δεν το ήξευραν. Δεν έπαυε να εκφράζη τον θαυμασμόν του και να διηγήται όσα εκείνος έπραξε. Μήπως όμως προς αυτούς μόνον έκαμε παρομοίας πράξεις που είχαν αυτήν την κατάληξιν, και προς άλλους άλλας πράξεις, εντελώς ασημάντους ή συνήντησε μικράν αντίδρασιν ή έδειξε μετρίαν φιλοσοφίαν ή έπραξεν άξια σιωπής ή όχι αξιέπαινα; Όχι βέβαια. Αλλά αυτός που εκίνησε κάποτε τον αλιτήριον Άδερ κατά του Ισραήλ, αυτός κινεί εναντίον τούτου τον ύπαρχον της ποντιακής μοίρας. Η πρόφασις ήτο ότι τάχα αγανακτούσε δια κάποιον γύναιον, ενώ εις την πραγματικότητα εγίνετο υπέρμαχος της ασεβείας και πολέμιος της ευσεβείας. Αφήνω όλα τα άλλα, με όσα και με όποια εξύβρισε τον άνδρα και, δια να ειπώ το δίκαιον και τον ίδιον τον Θεόν, εναντίον του οποίου και δια τον οποίον γίνεται ο πόλεμος. Θα αναφερθώ τώρα εις αυτό που ενώ κατεντροόπιασε τον υβριστήν, ύψωσε τον αγωνιστήν, εάν είναι κάτι μέγα και υψηλόν η φιλοσοφία, όπου η υπεροχή του έναντι των πολλών.
           56. Κάποιαν γυναίκα, σύζυγον ενός επιφανούς που είχε προ ολίγου αποβιώσει, ο πάρεδρος του δικαστού την επίεζε να νυμφευθούν, ενώ εκείνη δεν ήθελε. Μη έχουσα πώς να αποφύγη την βίαν, κάνει μίαν σκέψιν που δεν ήτο πιο πολύ τολμηρά από ότι ήτο συνετή. Καταφεύγει εις την αγίαν τράπεζαν και κάμνει τον Θεόν προστάτην της κατά της προσβολής. Τι έπρεπε λοιπόν να κάμη, δια το όνομα της Τριάδος (ανάμεσα εις τα εγκώμια να ειπώ και κάτι δικανικόν), όχι μόνον ο μέγας Βασίλειος, ο νομοθέτης των πραγμάτων αυτών δι΄όλους, αλλά και κάποιος άλλος πολύ υποδεέστερός του, αλλ΄ωστόσον ιερεύς; Να μη διεκδικήση, να μη κρατήση, να μη ενδιαφερθή, να μη απλώση το χέρι του Θεού από φιλανθρωπίαν και κατά τον νόμον που τιμά τα θυσιαστήρια; Να μη προτιμήση να κάμη και να πάθη το παν, παρά να σκεφθή εναντίον της κάτι απάνθρωπον και να προσβάλη την αγίαν τράπεζαν και να προσβάλη και την πίστιν με την οποίαν ικέτευεν; Όχι, λέγει ο κούφιος δικαστής. Πρέπει να υποχωρήσουν όλοι εις την δύναμίν μου και να γίνουν οι χριστιανοί προδόται των νόμων τους. Αυτός λοιπόν εζητούσε την ικέτιδα και εκείνος την υπερήσπιζε με σθένος. Εφρένιαζεν εκείνος και τέλος στέλλει κάποιους ανθρώπους της εξουσίας να ερευνήσουν τον κοιτώνα του αγίου, όχι τόσον διότι έπρεπεν άλλά δια να τον ατιμάση. Τι μας λέγεις; Το σπίτι του ανθρώπου χωρίς πάθος, που προστατεύουν οι άγγελοι, όπου και το βλέμμα τους φοβούνται να ρίψουν οι γυναίκες; Δεν του κάνει μόνον αυτό αλλά διατάσσει να παρουσιασθή και να απολογηθή, αυτοπροσώπως και διατάσσει όχι με τρόπον ήπιον και συμπαθή αλλά τον βλέπει ως κατάδικον. Παρουσιάσθη ο Βασίλειος και εκείνος εκάθητο εις την θέσιν του, γεμάτος θυμόν και πάθος. Εστέκετο όπως ο Ιησούς μου και ο Πιλάτος έκρινεν. Οι κεραυνοί καθυστερούσαν, η μάχαιρα του Θεού ηκονίζετο ακόμη και ητοιμάζετο, το τόξον ετεντώνετο αλλά ακόμη εκρατείτο, αφήνων καιρόν δια μετάνοιαν. Και αυτός είναι ο νόμος του Θεού.
            57. Κοίταξε τώρα άλλην πάλην του αγωνιστού και του διώκτου. Διέταξε να του αποσπάσουν το περιαυχένιον. Να βγάλω, είπε, αν θέλης και το χιτώνιον. Απειλούσε ότι θα εκτυπούσεν αυτόν που δεν είχε σάρκα και εκείνος έλεγε ‘Θεραπεύεις το συκώτι’ με βασανίζει και βλέπεις ότι με θεραπεύεις με αυτά τα ξεσχίσματά σου. Αυτά εκείνοι. Και η πόλις μόλις αντελήφθη το κακόν και τον κοινόν κίνδυνον όλων (ιδικόν του κίνδυνον ενόμιζεν ο καθένας την προσβολήν αυτήν), κυριεύεται ολόκληρος από μανίαν και ανάβει. Και ωσάν ένα νέφος καπνού να τους ηρέθισε, ξεσηκώνονται ο ένας μετά τον άλλον, άνδρες και γυναίκες, μεγάλοι και μικροί και ιδίως οι βασιλικοί οπλοποιοί και υφαντουργοί, διότι είναι θερμότεροι εις τας περιστάσεις αυτάς και παίρνουν την τόλμην των από την ελευθερίαν. Το κάθε τι εγίνερο όπλον δια τον καθένα, το εργαλείον της τέχνης του είτε κάτι άλλο που αυτοσχεδιάσθη δια την περίστασιν. Εις τα χέρια οι δαυλοί, οι πέτρες που ερρίπτοντο, τα ευμεταχείριστα ρόπαλα, μία η κατεύθυνσις όλων, μία κραυγή, προθυμία κοινή. Ο θυμός ήταν ο φοβερός πολεμιστής ή ο δεινός στρατηγός. Μήτε αι γυναίκες δεν έμειναν άοπλες τότε, καθώς τας ηρέθιζεν η περίστασις. Αι σαΐται του αργαλειού ήσαν δι΄αυτάς κοντάρια και δεν παρέμειναν πλέον γυναίκες αλλά τας έδιδε δύναμιν ο ζήλος των και αποκτούσαν ανδρικόν θάρρος. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια˙ενόμιζαν ότι εμοιράζοντο την ευσέβειαν, εάν διαμελίσουν εκείνον. Και ευσεβέστερος δι΄αυτούς ήτο όποιος πρώτος έβαζε το χέρι του επάνω εις αυτόν που ετολμούσε τας πράξεις αυτάς. Και ο αγέρωχος και επηρμένος εκείνος δικαστής; Ικέτης ήτο ελεεινός και αξιολύπητος, πιο ταπεινός από τον καθένα. Έως ότου ενεφανίσθη αυτός που έγινε μάρτυς χωρίς να χύση το αίμα του και νικητής χωρίς να δεχθή κτυπήματα και αφού εσταμάτησεν αμέσως τον λαόν που συνεκρατήθη από εντροπήν, έσωσε τον ικέτην και υβριστήν του. Έτσι ηθέλησεν ο Θεός των αγίων, που τα πάντα ημπορεί να τα μεταβάλλη εις το καλύτερον, αυτός που αντιτίθεται εις τους υπερηφάνους και σκορπίζει την χάριν του εις τους ταπεινούς. Και τι δεν θα έπραττεν αυτός που εχώρισε την θάλασσαν και ανέκοψε την ροήν του ποταμού, που επέβαλε την εξουσίαν του εις τα στοιχεία και με το άπλωμα των χεριών του έστησε τρόπαια, δια να σώση τον κυνηγημένον λαόν του και να τον λυτρώση από τους κινδύνους;
           58. Εδώ ετελείωσεν ο πόλεμος του κόσμου εναντίον του και του έδωσε ο Θεός τέλος ευτυχές, αντάξιον της πίστεώς του. Από την στιγμήν αυτήν αρχίζει πλέον ο πόλεμος των επισκόπων και των συμμάχων των, ένας πόλεμος πολύ θλιβερός και πιο πολύ επιζήμιος δια τους αρχομένους. Ποίος θα ημπορούσε να πείση τους άλλους να κρατούν το μέτρον, όταν οι άρχοντες έχουν τέτοιας διαθέσεις; Δεν έτρεφαν προς αυτόν ούτε από πρωτύτερα συμπάθειαν και ήσαν οι λόγοι τρεις. Ούτε εις τον λόγον της πίστεως συμφωνούσαν, παρά μόνον αν υποχωρούσαν εις τους πολλούς από πολλήν ανάγκην. Ούτε είχαν εντελώς εγκαταλείψει την μικροψυχίαν δια την χειροτονίαν του. Το ότι τους υπερέβαλλεν εις την δόξαν ήτο το βαρύτατον δι΄αυτούς, μολονότι είναι αισχρότατον να το ομολογή κανείς. Εσημειώθη και μία άλλη διαφορά που τα ανανέωσεν όλα αυτά. Διηρέθη η πατρίς μας εις δύο διοικήσεις και μητροπόλεις και πολλά από την παλαιάν μετεφέρθησαν εις την νέαν, πράγμα που έφερε τον πόλεμον μεταξύ των. Εκείνος είχε την αξίωσιν μαζί με τα πολιτικά να διαιρεθούν και τα εκκλησιαστικά και δια τούτο διεκδικούσε εκείνους που του ήλθαν πρόσφατα, διότι τάχα είχαν χωρισθή από εκείνον και ήτο πλέον της ιδικής του φροντίδος. Ενώ ο Βασίλειος εκρατούσε την παλαιάν συνήθειαν και εδεχέτο την παλαιάν από την εποχήν των πατέρων μας διαίρεσιν. Από εδώ προήλθαν πολλά δεινά και εκοιλοπονούντο και άλλα. Υπέκλεπτε συνόδους ο νέος μητροπολίτης51 και διήρπαζεν εισοδήματα. Άλλους από τους ιερείς των διαφόρων εκκλησιών τους μετέπειθε και άλλους τους αντικαθιστούσε. Το αποτέλεσμα ήτο και αι εκκλησίαι να πηγαίνουν χειρότερα, καθώς εχωρίζοντο και εκομματιάζοντο. Δοκιμάζουν κάποιαν χαράν οι άνθρωποι με τας καινοτομίας και αρέσκονται οι ίδιοι εις παράνομα κέρδη. Εξ άλλου είναι ευκολώτερον να κρημνίσης κάτι που υπάρχει, παρά αφού κρημνισθή να το αποκαταστήσης. Αυτό που τον ετρέλλαινε περισσότερον ήσαν τα Ταυρικά έσοδα τα διερχόμενα, που εκείνος τα έβλεπε μόνον και επήγαιναν εις τον άλλον εθεωρούσε σπουδαίον να καρπούται τας προσόδους του αγίου Ορέστου. Έφθασε μάλιστα εις το σημείον να κρατήση κάποτε τους ημιόνους του ανδρός που εβάδιζε τον δρόμον του, εμποδίζων αυτόν με συντροφιάν ληστών να προχωρήση. Και τι ωραία που ήτο η δικαιολογία! Βεβαίως, τα πνευματικά τέκνα και αι ψυχαί και ο λόγος της πίστεως και όλα τα προσχήματα της απληστίας, που ευρίσκονται ευκολώτατα, και το ότι δεν πρέπει να δίδωμεν φόρους εις τους αιρετικούς. Ασφαλώς όποιος μας στενοχωρεί είναι αιρετικός.
            59. Αλλά ο άγιος του Θεού και αληθινά της άνω Ιερουσαλήμ μητροπολίτης ούτε επήρε τον δρόμον εκείνων που έσφαλλαν ούτε εδέχθη αυτά να τα παραβλέψη, ούτε ευρήκε μικράν λύσιν του κακού. Ας ιδούμεν πόσον μεγάλη ήτο και θαυμαστή και – διατί όχι; - ανταξία της ψυχής εκείνου. Εις ωφέλειαν της Εκκλησίας μεταβάλλει την διάστασιν και την συμφοράν την διευθετεί με τρόπον άριστον τοποθετών περισσοτέρους επισκόπους πυκνά πυκνά εις την πατρίδα. Τι προκύπτει από τούτο; Τρία ωραιότατα επιτεύγματα: περισσοτέρα επιμέλεια των ψυχών, κάθε πόλις να έχη την ιδικήν της αρχήν, να παύση με αυτόν τον τρόπον η διαμάχη. Της επινοήσεως αυτής φοβούμαι μήπως έγινα και εγώ ένα εξάρτημα. Αλλά δεν γνωρίζω τι άλλο κατάλληλον πρέπει να ισχυρισθώ. Εις όλα θαυμάζω τον άνδρα και δεν είναι δυνατόν να ειπώ πόσον, αλλά δεν ημπορώ να επαινέσω τούτο μόνον – θα ομολογήσω τι μου συμβαίνει – πράγμα που εξ άλλου δεν αγνοούν οι πολλοί˙ εννοώ την νεάν συμπεριφοράν και την απιστίαν52    εναντίον μου, που ο χρόνος δεν έχει σβήσει την λύπην της. Από αυτό προήλθεν όλη η ανωμαλία εις την ζωήν μου και η σύγχυσις, το να μη ασκήσω την φιλοσοφίαν και να μη λογαριασθώ ως ασκών την φιλοσοφίαν, εάν και το δεύτερον δεν έχει πολλήν σημασίαν. Εκτός μόνον εάν δεχθή κανείς τούτο, δια το οποίον εμείς συνηγορούμεν με το παραπάνω, ότι δηλαδή ξεπερνών τα ανθρώπινα διανοήματα και μεταναστεύων από τα εδώ προτού αποθάνη, εκτελούσεν ότι του έδειχνε το Πνεύμα. Και ενώ εγνώριζε να σέβεται την φιλίαν, εδώ μόνον δεν την ετιμούσεν, όπου έπρεπε να προηγηθή εις την τιμήν ο Θεός και να θεωρηθούν από αυτά που διαλύονται σπουδαιότερα όσα ελπίζομεν.
              60. Φοβούμαι λοιπόν μήπως, προσπαθών να αποφύγω κατηγορίαν οκνηρίας από όσους ζητούν με επιμονήν όλα τα σχετικά με αυτόν, περιπέσω εις κατηγορίαν δι΄απληστίαν από όσους επαινούν το μέτριον, που και εκείνος δεν περιεφρονούσεν, επαινών πάρα πολύ το «Παν μέτρον άριστον53  και φυλάσσων αυτό καθ΄όλην την ζωήν του. Περιφρονών όμως και τους δύο, και τους οπαδούς της μεγάλης συντομίας και όσους είναι άπληστοι ν΄ακούουν, κάπως έτσι θα συνεχίσω τον λόγον μου. Άλλοι επιτυγχάνουν τούτο και άλλοι εκείνο και άλλοι πάλι κάποια από τα είδη της αρετής που είναι πολλά. Όλα τα είδη της αρετής κανείς δεν τα επέτυχε πέρα ως πέρα, από όσους τουλάχιστον γνωρίζομεν εμείς τώρα. Και άριστος είναι κατά την γνώμην μας όποιος επιτύχη τα περισσότερα ή ένα εις τον μεγαλύτερον δυνατόν βαθμόν. Ο Βασίλειος όμως τα επραγματοποίησεν όλα εις τέτοιον βαθμόν ώστε να αποτελή κάποιαν υπερηφάνειαν της φύσεως. Ας το εξετάσωμεν έτσι. Ποίος επαινεί την ακτιμοσύνην και την απλήν και απέριττον ζωήν; Τι είχε λοιπόν εκείνος εκτός από το σώμα του και τα απαραίτητα της σάρκας καλύμματα; Πλούτος του ήταν το να μη έχη τίποτε και ο σταυρός, με τον οποίον μόνον είχε συνδέσει την ζωήν του και που τον εθεωρούσε πολυτιμότερον από πολλά χρήματα. Όλα, και αν ήθελε κανένας, δεν είναι δυνατόν να τα αποκτήση˙ ημπορεί όμως να τα περιφρονήση όλα και να γίνη νικητής όλων. Με τέτοιας σκέψεις και τέτοιαν διάθεσιν δεν εχρειάσθη βωμόν ούτε δόξαν ματαίαν ούτε το δημόσιον κήρυγμα «ο Κράτης τον Κράτητα τον Θηβαίον ελευθερώνει»53  . Εφρόντιζε δηλ. να είναι, όχι να φαίνεται άριστος. Ούτε εκατοικούσε εις πιθάρι εις το μέσον της αγοράς, ώστε να κάνη απόλαυσίν του την τρυφήν των άλλων, μεταβάλλων εις παράδοξον ευπορίαν την απορίαν. Ήτο πτωχός, αφιλόδοξος και ανεπιτήδευτος. Εδέχθη να τα χάση όλα όσα κάποτε είχε και επερνούσεν ανάλαφρος την θάλασσαν της ζωής.
              61. Αξιοθαύμαστον πράγμα είναι η εγκράτεια και η ολιγάρκεια και η ελευθερία από τας ηδονάς και το να μη διευθύνη η κοιλία, εξουσιάστρεια ανελεύθερη. Ποίος ήτο χωρίς τροφήν περισσότερον από αυτόν και, δεν είναι πολύ να το ειπή κανείς, χωρίς σάρκας; Την αφθονίαν και τους υπερχορτασμούς τους άφησε δια τους περισσότερον αλόγους και αυτούς που η ζωή των ήτο παρομοία με ζωήν ανδραπόδων και έβλεπε προς τα κάτω. Ο ίδιος δεν εθεωρούσε τίποτε μέγα από όσα είναι κάτω από τον λαιμόν, αλλά εζούσε με τα απαραίτητα μόνον όσον ήτο επιτρεπτόν και η μόνη τρυφή που εγνώριζεν ήτο να είναι φανερόν ότι δεν τρυφά και δια τούτο και δεν είχεν ανάγκην από περισσότερα. Έβλεπε τα κρίνα και τα πουλιά που είχαν φυσικήν ομορφιάν και πρόχειρον τροφήν, κατά την μεγάλην προτροπήν του Χριστού του ιδικού μου, που επτώχευσε προς χάριν μας κατά την σάρκα δια να πλουτήσωμεν εμείς κατά την θεότητα. Από εδώ προήρχετο ο ένας χιτών που εφορούσε και το ένα επανωφόρι, το πλάγιασμα χάμω και η αγρυπνία, η απλυσία, που αποτελούσαν τα καυχήματά του, το νοστιμώτατον δείπνον και προσφάγι, το ψωμί και τα παστά, τα νέα αυτά καρυκεύματα, και το ποτόν το άφθονον της φρονιμάδος, που το προσφέρουν αι πηγαί εις εκείνους που δεν κουράζονται να το αντλήσουν. Από αυτά προέρχονται ή αυτά παρακολουθούν αι νοσοκόμαι, αι ιατρείαι, το κοινόν αντικείμενον της πνευματικής ζωής μας. Έπρεπε να είχα ίσον μέρος εις τα ανιαρά, αφού εις τα άλλα ήμουν πολύ κατώτερός του.
            62. Μέγα πράγμα η παρθενία και η αγαμία, το να ταχθής με την παράταξιν των αγγέλων και την μοναχικήν ζωήν. Διστάζω να ειπώ να ταχθής με τον Χριστόν, που και όταν ηθέλησε να γεννηθή δι΄ημάς τους γεννητούς, γεννάται από την Παρθένον, κατοχυρώνων την παρθενίαν, διότι από εδώ μας μεταφέρει άλλού και συντομεύει την κοσμικήν ύπαρξίν μας ή μάλλον τον κόσμον αυτόν εις τον άλλον παραπέμπει, τον τωρινόν δηλ. εις τον μελλοντικόν. Ποίος λοιπόν περισσότερον από εκείνον ετίμησε την παρθενίαν ή περιώρισε με νόμους την σάρκα, όχι με το προσωπικόν του παράδειγμα μόνον, αλλά και με τα έργα της σπουδής και του ζήλου του; Τίνος  ήσαν οι παρθενώνες και αι γραπταί διατάξεις, με τα οποία εσωφρόνιζε κάθε αίσθησιν και ερρύθμιζε την λειτουργίαν κάθε μέλους και έπειθεν εις την αληθινήν παρθενίαν, στρέφων την ωραιότητα προς τα μέσα, από τα ορατά εις τα αόρατα; Που απεμάραινε τα εξωτερικά και αποσπούσε την ύλην από την φλόγα   ˙   παρουσίαζε τα κρυπτά εις τον Θεόν, που είναι ο μόνος νυμφίος των καθαρών ψυχών και που τας αγρύπνους ψυχάς τας συνεισάγει μαζί του, εάν τον συναντήσουν με αναμμένας τας λαμπάδας και με άφθονον το λάδι που τας τροφοδοτεί; Όμοια και με τον μοναχικόν και τον κοινωνικόν βίον˙ συχνά αλληλομαχούν και βρίσκονται εις διάστασιν και, όπως και να είναι, κανείς από τους δύο δεν έχει καθαρόν το καλόν ή το κακόν, αλλά ο ένας είναι βέβαια πολύ πιο ήσυχος και σταθερός και οδηγεί εις τον Θεόν, δεν του λείπει όμως η αλαζονεία, επειδή αποκτά την ασύγκριτον αρετήν χωρίς βάσανα, ενώ ο άλλος πάλιν είναι πιο πρακτικός και χρήσιμος χωρίς όμως να αποφεύγη τον θόρυβον και την ταραχήν. Εκείνος τους συνεφιλίωσεν άριστα μεταξύ τους και έκαμεν ένα συγκερασμόν αυτών. Έκτισε βέβαια ασκητήρια και μοναστήρια όχι όμως μακριά από μεικτάς κοινωνίας, ούτε τα περιέκλεισεν ούτε εχώρισεν αυτά από εκείνα με κάποιον ενδιάμεσον τοίχον, αλλά τα έβαλεν εις μίαν κοντινήν συνάφειαν και χωρισμόν. Είχε σκοπόν μήτε οι πνευματικοί να μένουν χωρίς επικοινωνίαν μήτε οι πρακτικοί χωρίς πνευματικήν τροφοδοσίαν, αλλά να αντιπροσφέρουν οι μεν εις τους δε καθένας το ιδικόν του, όπως η γη και η θάλασσα συντρέχουν εις την μίαν δόξαν του Θεού.
             63. Τι άλλο ακόμη; Ωραίον πράγμα η φιλανθρωπία και η διατροφή των πτωχών και η βοήθεια προς την ανθρωπίνην αδυναμίαν. Προχώρησε ολίγον από την πόλιν και εκοίταξε την νέαν πόλιν, το ταμείον της ευσεβείας, το κοινόν θησαύρισμα όσων ευπορούν, εις το οποίον  αποθέτουν τα περισσεύματα του πλούτου των, και τώρα ακόμη και τα απαραίτητα, με τας παραινέσεις του. Εκεί αυτά αποτινάσσουν τον σκώρον, και απογοητεύουν τους κλέπτας και διαφεύγουν την πάλην του φθόνου και του καιρού την φθοράν. Εκεί η ασθένεια αντιμετωπίζεται φιλοσοφικά, η συμφορά γίνεται αντικείμενον μακαρισμού και δοκιμάζεται η συμπάθεια προς τους άλλους. Τι αποτελούν δι΄εμένα εμπρός εις το έργον τούτο αι επτάπυλαι Θήβαι, και αι Θήβαι της Αιγύπτου, και τα τείχη της Βαβυλώνος, και ο Καρικός τάφος του Μαυσώλου, και αι Πυραμίδες, και ο χάλκινος όγκος του Κολοσσού, οι πελώριοι ναοί και τα κάλλη όσων ακόμη δεν υπάρχουν και όσα άλλα θαυμάζουν οι άνθρωποι και τα αποθανατίζουν εις τας διηγήσεις των; Αυτά εκτός από ολίγην δόξαν εις τι άλλο ωφέλησαν τους δημιουργούς των; Το πιο θαυμάσιον δι΄εμένα είναι η σύντομος οδός της σωτηρίας, η ευκολωτάτη ανάβασις εις τον ουρανόν. Δεν απλώνεται πλέον εμπρός εις τα μάτια μας θέαμα φοβερόν και θλιβερόν, άνθρωποι νεκροί πριν από τον θάνατον και αποθαμένοι εις τα περισσότερα μέλη του σώματος, που εκδιώκονται από τας πόλεις, τα σπίτια, τας αγοράς, τα πηγάδια, από αυτούς τους αγαπητούς των και που από ονόματα μάλλον παρά από τα σώματα αναγνωρίζονται. Ούτε στήνονται εις τας συναθροίσεις και τας συνάξεις δια να τραγουδούν ζεύγη ζεύγη, χωρίς ούτε να συμπονούνται πλέον από τους άλλους δια την νόσον των, αλλά και να μισούνται από πάνω, εφευρέται αυτοί θλιβερών τραγουδιών, εάν έχη απομείνει εις μερικούς και αυτή η φωνή.
           Αλλά προς τι να διεκτραγωδώ τα πάθη μας, αφού δεν είναι αρκετός ο λόγος μου δι΄αυτό; Εκείνος ωστόσον περισσότερον από κάθε άλλον μας έπεισεν επειδή ακριβώς είμεθα άνθρωποι να μη καταφρονούμεν τους ανθρώπους, ούτε να προσβάλλωμεν τον Χριστόν, την κοινήν κεφαλήν όλων, με την απανθρωπίαν μας προς εκείνους, αλλά εις τας συμφοράς των άλλων να βλέπωμεν τας ιδικάς μας και να δανείζωμεν εις τον Θεόν την ευσπλαχνίαν, την στιγμήν που έχομεν οι ίδιοι ανάγκην από ευσπλαχνίαν. Δια τούτο δεν απηξιούσε να τιμά και με τα χείλη ακόμη την νόσον αυτός ο ευγενής και από ευγενείς, που η δόξα του είναι υπέρλαμπρος˙ τους ησπάζετο ως αδελφούς του, όχι από κενοδοξίαν όπως θα υπέθετε κανείς (ποίος άλλος απείχεν από το πάθος αυτό τόσον πολύ;), αλλά δια να υποτυπώση με την φιλοσοφημένην χειρονομίαν του ότι πρέπει να πλησιάζωμεν το σώμα με σκοπόν την θεραπείαν του. Και ήτο μία παραίνεσις που ωμιλούσε χωρίς λόγους. Και δεν συνέβαινεν έτσι εις την πόλιν και εις την ύπαιθρον διαφορετικά˙ είχεν επιβάλει κοινόν αγώνα εις όλους, που ήσαν προστάμενοι του λαού, την φιλανθρωπίαν και την μεγαλοψυχίαν προς τους πάσχοντας. Οι μάγειροι και τα πλούσια τραπέζια ήσαν δι΄άλλους, οι σάλτσες και τα καρυκεύματα των μαγείρων, τα φίνα αμάξια και τα φορέματα τα απαλά και χυτά. Δια τον Βασίλειον ήσαν οι άρρωστοι, αι θεραπείαι των πληγών, η μίμησις του Χριστού˙  όχι με λόγους, αλλά με έργα εκαθάριζε την λέπραν.
            64. Τι έχουν να παρατηρήσουν εις αυτά όσοι τον κατηγορούν δια υπερηφάνειαν και υπεροψίαν, οι φαρμακεροί κριταί των πολύ μεγάλων που υποβάλλουν εις τον κανόνα αυτούς που είναι εξαίρεσις των κανόνων; Είναι δυνατόν να ασπάζεται τους λεπρούς, να ταπεινώνεσαι έως αυτό το σημείον, να μη καταδέχεσαι όμως τους υγιείς; Να λειώνης την σάρκα σου με την εγκράτειαν και να φουσκώνης την ψυχήν σου με κούφιαν λύσσαν; Να καταδικάζης τον Φαρισαίον και να διηγήσαι την ταπείνωσιν της αλαζονείας του, να γνωρίζης ότι ο Χριστός κατέβη ως την μορφήν του δούλου, ότι συνέτρωγε με τους τελώνας, έπλυνε τα πόδια των μαθητών του και ανάξιόν του δεν έκρινε τον σταυρόν, προκειμένου να σταυρώση την ιδικήν μου αμαρτίαν – και ας μη υπάρχη παραδοξότερον από αυτό, να βλέπης δηλαδή τον Θεόν να σταυρώνεται και μάλιστα μαζί με τους ληστάς και να γελάται από τους περαστικούς ο ασύλληπτος και ανώτερος από το πάθος - . Και έπειτα ο ίδιος να υψώνεσαι επάνω από τα σύννεφα, να μη αναγνωρίζης τίποτε ως ομότιμόν σου, πράγμα που κάνουν όσοι φθονούν εκείνον; Όχι, αλλά νομίζω έπαρσιν ωνόμασαν την σταθερότητα και ασφάλειαν και τελειότητα του χαρακτήρος του. Αυτοί όμως νομίζω και τον ανδρείον  θα τον καλέσουν θρασύν και τον περιεσκεμμένον δειλόν και τον φρόνιμον μισάνθρωπον και τον δίκαιον ακοινώνητον. Ασφαλώς δεν διετύπωσαν άστοχα μερικοί φιλοσοφούντες την γνώμην ότι στήνονται δίπλα εις τας αρετάς αι κακίαι και έχουν τας θύρας δίπλα δίπλα54  . Είναι εξ άλλου ευκολώτατον να νομισθή κάποιος διάφορος από ότι είναι από τους μη εξοικειωμένους με αυτά.
            Ποίος περισσότερον από εκείνον ετίμησε την αρετήν, ετιμώρησε την κακίαν, εφάνη καλός προς τους επιτυχόντας και βαρύς δια τους αμαρτάνοντας; Και το μειδίαμά του ήτο συχνά έπαινος και η σιωπή του επιτίμησις, που εβασάνιζε το κακόν με την ιδίαν του την συνείδησιν; Εάν δεν ήτο γλυκομίλητος ούτε αστείος ούτε κοινωνός ούτε αρεστός εις τους πολλούς, με το να γίνεται και να χαρίζη τα πάντα εις τους πάντας, ποίαν σημασίαν έχει τούτο; Δεν πρέπει να επαινεθή μάλλον παρά να κατηγορηθή κατά την κρίσιν εκείνων που έχουν νουν; Ώρα είναι να κατηγορούσε κανείς και το λεοντάρι επειδή δεν κοιτάζει σαν πίθηκος αλλά άγρια και βασιλικά, που και τα σκιρτήματά του είναι ανδρειωμένα και προκαλούν αγάπην γεμάτην θαυμασμόν˙ και να εθαύμαζε τους ανθρώπους της σκηνής που είναι γλυκείς και πονετικοί, επεισή κάνουν το χατήρι του κόσμου και προκαλούν το γέλιο με τα ραπίσματα εις το πρόσωπον και τους κρότους. Αλλά και τούτο εάν το εζητούσαμεν, ποίος ήτο τόσον γλυκύς εις τας συναναστροφάς του, όσο γνωρίζω πως ήτο εκείνος, εγώ που τόσον πολύ τον είχα ζήσει; Ποίος έδινε περισσοτέραν χάριν εις ότι διηγείτο; Ποίος ημπορούσε να πειράξει παιδαγωγικά; Ποίος να ειρωνευθή με λεπτότητα; Και ούτε να μεταβάλη την επιτίμησιν εις αγριότητα ούτε την επιείκειαν εις ατονίαν, αλλά ν΄αποφύγη την υπερβολήν και των δύο, χρησιμοποιών και τα δύο με λόγον και εις την ώραν τους, σύμφωνα με τον κανόνα του Σολομώντος, που ορίζει καιρόν δια κάθε πράγμα.
             65. Τι αποτελούν όμως όλα αυτά εμπρός εις την  ικανότητα του ανδρός εις τους λόγους και εμπρός εις την δύναμιν της διδασκαλίας του που εκατακτούσε τα πέρατα; Ακόμη στρεφόμεθα γύρω εις τους πρόποδας του όρους και είμεθα πολύ χαμηλότερα από την κορυφήν. Ακόμη περνούμεν τον πορθμόν και έχομεν αφήσει το απέραντον και βαθύ πέλαγος. Διότι νομίζω εάν εγίνετο ή εάν γίνη κάποια σάλπιγγα που δονεί έως πέρα τον αέρα του Θεού, φωνή που αγκαλιάζει την οικουμένην ή σεισμός της γης ολοκλήρου από μίαν θαυμαστήν νέαν εκδήλωσιν, αυτά ήσαν η φωνή και ο νους εκείνου που τόσον πολύ αφήνει οπίσω και βάζει κάτω όλους, όσον εμείς ξεπερνούμεν τα άλογα ζώα.
           Ποίος περισσότερον από αυτόν εκαθάρισε τον εαυτόν του με την δύναμιν του Πνεύματος και τον έκαμεν άξιον να διηγήται τα θεία; Ποίος περισσότερον εφωτίσθη με το φως της γνώσεως, έσκυψεν επάνω εις τα βάθη του Πνεύματος και μαζί με τον Θεόν εμελέτησε τα σχετικά με τον Θεόν; Ποίος διέθετε λόγον καλύτερον ερμηνευτήν των διανοημάτων του, ώστε εις κανένα από τα δύο να μη χωλαίνη, όπως συμβαίνει με τους πολλούς, ούτε εις νουν που δεν έχει λόγον ούτε εις λόγον που να μη στοιχή εις τον νουν; Ευδοκιμούσε και εις τα δύο και παρουσιάζετο ίσος με τον εαυτόν του και πραγματικά άρτιος. Και είναι βέβαιον ότι ερευνούσεν όλα τα βάθη του Θεού χάριν του Πνεύματος, όχι επειδή αυτό τα αγνοούσεν, αλλ ΄επειδή αυτό εντρυφά εις την θεωρίαν των. Διερεύνησεν όλα τα σχετικά με το Πνεύμα, με το οποίο διεπαιδαγώγησε το ήθος των ανθρώπων, εδίδαξε τον λόγον δια τα ουράνια και, αποσπών από τα παρόντα, ήλλαξε την πορείαν προς τα μελλοντικά.
             66. Εις την ποίησιν του Δαβίδ επαινείται του ηλίου η ομορφιά και το μέγεθος και η ταχύτητα του δρόμου και η δύναμις. Λάμπει όπως ο γαμβρός, είναι μεγάλος σαν γίγας, που ο πελώριος διασκελισμός του έχει τόσην δύναμιν, ώστε να φωτίζη από τα άκρα ισόνομα τα άλλα άκρα, χωρίς καθόλου να ελαττώνεται η θέρμη από τας αποστάσεις. Του Βασιλείου ομορφιά ήτο η αρετή, η θεολογία το μέγεθός του, τροχιά του η αεικινησία του που με τας αναβάσεις της οδηγεί έως τον Θεόν. Και δύναμίς του ήτο η σπορά του λόγου και η διάδοσις. Ώστε εγώ τουλάχιστον δεν θα διστάσω να ειπώ ακόμη και τούτο, ότι «Εις όλην την γην ηπλώθη η φωνή του και εις τα πέρατα της οικουμένης η δύναμις των λόγων του», που ο Παύλος είπε δια τους αποστόλους παίρνοντάς το από τον Δαυΐδ.
             Ποίαν άλλην χάριν έχει σήμερα η συγκέντρωσις; Ποίαν ευχαρίστησιν τα συμπόσια και αι συνάξεις και αι εκκλησίαι; Ποία η απόλαυσις των αρχόντων, ανωτέρων και κατωτέρων, των μοναχών ή των κοινωνικών; Ποία όσων ζουν αποτραβηγμένοι και όσων ζουν μέσα εις τον κόσμον; Και ποία όσων ασχολούνται με την εξωτερικήν φιλοσοφίαν και όσων με την ιδικήν μας; Μία μόνον, καθολική και μεγίστη, τα συγγράμματα εκείνου και τα πονήματα. Έπειτα από εκείνον δεν υπάρχει δια τους αντιγραφείς κανείς άλλος πλούτος παρά μόνον τα συγγράμματα εκείνου. Τα παλαιά αποσιωπώνται, όσα μερικοί εστήριξαν επάνω εις τα θεία λόγια, ακούονται τα νέα και άριστος εις τους λόγους είναι αυτός κατά την γνώμην μας που γνωρίζει πολύ καλά τα έργα του, τα αναφέρει αδιάκοπα και συνετίζει τας ακοάς˙ εστάθη αρκετός ένας δια τους εξαιρετικούς προς μόρφωσιν των αντικαθιστών όλους τους άλλους.
            67. Σχετικά με αυτόν εγώ θα εκθέσω τούτο μόνον. Όταν κρατώ εις τα χέρια μου την Εξαήμερόν του και ομιλώ δι΄αυτήν αδιάκοπα, ευρίσκομαι μαζί με τον κτίστην, κατανοώ τους λόγους της δημιουργίας και θαυμάζω τον κτίστην περισσότερον από ότι προηγουμένως, έχων ως διδάσκαλον την όψιν μόνον. Όταν ανοίξω τους Αντιρρητικούς λόγους βλέπω την φωτιάν των Σοδόμων που κάνει τέφρα τας κακάς γλώσσας ή τον πύργον της Βαβέλ που κακώς οικοδομείται και καλώς κατεδαφίζεται. Εις τους λόγους πάλιν περί Πνεύματος ευρίσκω εις αυτούς τον Θεόν μου και αποκτώ θάρρος δια να ομιλώ περί της αληθείας, στηριγμένος εις την θεολογίαν εκείνου και την διδαχήν. Όταν διαβάζω τας άλλας εξηγήσεις του, που αναπτύσσει δι΄όσους έχουν μικράν μόρφωσιν, τριπλοαποτυπώνων αυτάς επάνω εις τας στερεάς πλάκας της καρδίας των, πείθομαι να μη σταματώ εις το γράμμα μήτε να βλέπω μόνον τα άνω, αλλά να πηγαίνω πιο πέρα και να προχωρώ ολοένα από βάθος εις βάθος, προσκαλών την άβυσσον με την άβυσσον και ανακαλύπτων το φως με το φως, ώσπου να φθάσω εις το ακρότατον. Όταν ασχοληθώ με τα εγκώμια των αθλητών, περιφρονώ το σώμα, γίνομαι και εγώ ένας από τους επαινουμένους και είμαι έτοιμος να ριχθώ εις την άθλησιν. Με τους ηθικούς του πάλιν λόγους και τους πρακτικούς εξαγνίζομαι εις την ψυχήν και το σώμα, γίνομαι ναός που δέχεται τον Θεόν και όργανον που το κρούει το Πνεύμα και υμνολογεί την θείαν δόξαν και δύναμιν˙    ξανατονίζω και ξαναρυθμίζω εις αυτό την ύπαρξίν μου και γίνομαι διαφορετικός από  ότι είμαι, λαμβάνων την θείαν μεταβολήν.
            68. Και αφού εθυμήθηκα την θεολογίαν και την εξαιρετικήν θεολογικήν μεγαλοφωνίαν του, θα προσθέσω και τούτο εις όσα έχουν λεχθή. Θα είναι χρησιμώτατον εις τους πολλούς δια να μη βλάπτωνται ακόμη και την χειροτέραν ιδέαν εάν έχουν δι΄αυτόν. Ο λόγος αφορά εις τους κακούργους, που με τας κακίας των βοηθούν, ενώ άλλους τους βλάπτουν. Διότι εκείνος εξ αιτίας της συναφείας του με την αγίαν Τριάδα και με θεϊκήν ομοίωσίν του με αυτήν – δεν γνωρίζω πώς να εκφρασθώ κυριολεκτικώτερα και σαφέστερα - , όχι μόνον την έκπτωσιν από θρόνους, εις τους οποίους ούτε από την αρχήν δεν είχεν επιπηδήσει, αλλά θα εδέχετο πρόθυμα και την φυγήν και τον θάνατον και τα πριν από τον θάνατον βασανιστήρια ως κέρδος, όχι ως κίνδυνον. Το δηλώνει και με ότι έκαμε και με ότι έχει πάθει έως τώρα. Αυτός και όταν κατεδικάσθη εις εξορίαν προς χάριν της αληθείας, τόσον μόνον ενδιεφέρθη, όσον να ειπή εις ένα από τους ακολούθους του, να έρθη μαζί του αφού λάβη την πινακίδα.
            Ενόμιζεν από τα απαραίτητα να διευθετή τους λόγους με σύνεσιν, ακολουθών την σχετικήν συμβουλήν του Δαυΐδ και ότι η περίοδος του πολέμου ελάχιστα διέφερε από την βίαν των αιρέσεων, έως ότου φθάση ο καιρός της ελευθερίας και αιθρίας και δώση εις την γλώσσαν την παρρησίαν. Εκείνοι εζητούσαν ν΄ακούσουν γυμνήν την φωνήν του Πνεύματος, ότι είναι Θεός (πράγμα που ενώ είναι αληθινόν, εθεωρείτο από αυτούς και τον κακόν πρωτοστάτην της ασεβείας ως ασεβές). Ο σκοπός των ήτο εκείνον με την θεολογικήν γλώσσαν του να τον εξορίσουν από την πόλιν και αφού κάμουν οι ίδιοι κατοχήν εις την Εκκλησίαν και την μεταστρέψουν εις ορμητήριον της κακίας των, από εδώ ως από ακρόπολιν να κάμουν επιδρομήν εις ότι απομείνη. Εκείνος όμως με άλλους λόγους γραφικούς και αναντιρρήτους αποδείξεις με ίσην δύναμιν και με συλλογιστικά επιχειρήματα μετεχειρίζετο έτσι τους αντιλέγοντας, ώστε να μη ημπορούν να αντιταχθούν, αλλά να περιπλέκωνται από τας ιδικάς των λέξεις, πράγμα που μαρτυρεί μεγίστην δύναμιν λόγου και σύνεσιν.
            Απόδειξιν αποτελεί και ο λόγος, που έγραψε δι΄αυτό, κινών την γραφίδα του από το καλαμάρι του Πνεύματος. Την βασικήν τότε λέξιν την έθεσεν εις την κορυφήν ζητών από αυτό το Πνεύμα και από τους γνησίους υπερασπιστάς τούτου την χάριν να μη προβάλλουν δυσκολίας, μήτε υποστηρίζοντας μίαν λέξιν, να χάσουν το παν εξ αιτίας της απληστίας των, καθώς η περίστασις θα παρασύρη την ευσέβειαν. Δι΄ημάς δεν θα αποτελούσε καμμίαν ζημίαν ή μικρά αλληλοαντικατάστασις των λέξεων, εάν εδιδασκόμεθα το ίδιον με άλλας λέξεις˙ διότι η σωτηρία μας δεν είναι σωτηρία με λόγους, αλλά σωτηρία εις τα πράγματα˙ ούτε το ιουδαϊκόν έθνος θα είχεν κέρδος, εάν ζητώντας δι΄ολίγον ν΄αντικατασταθή με την λέξιν αλειμμένος ή λέξις Χριστός, είχαν την αξίωσιν να λάβουν μέρος εις την παράταξίν μας, ενώ εις το σύνολον θα προξενηθή μεγίστη ζημία, εάν κατασχεθή από αυτούς η Εκκλησία.
            69. Ότι περισσότερον από κάθε άλλον ανεγνώριζε το Πνεύμα ως Θεόν, είναι φανερόν από το ότι και δημοσία το εκήρυξε συχνά, εάν επαρουσιάζετο κάποτε ευκαιρία, και κατ΄ιδίαν το παρεδέχθη με προθυμίαν εις όσους τον ερωτούσαν. Ακόμη σαφέστερον το έκαμεν εις τους προς εμένα λόγους του και σχετικά με αυτά δεν είχε τίποτε προς εμένα απόρρητον που να μη το κοινολογήση. Και δεν το εκήρυξεν απλώς τούτο, αλλ΄έκαμεν αυτό που ποτέ έως τότε δεν είχε κάμει προηγουμένως, καταρώμενος τον εαυτόν του με την πιο φρικτήν κατάραν, να εκπέση από αυτό το Πνεύμα, εάν δεν επροσκυνούσε το Πνεύμα μαζί με τον Πατέρα και τον Υιόν ως ομοούσιον και ομότιμον. Εάν κάποιος με παρεδέχετο ως κοινωνόν εκείνουκαι εις τας περιπτώσεις αυτάς, θα αποκαλύψω και κάτι από όσα αγνοούν έως τώρα οι πολλοι. Διότι όταν μας επίεζεν η περίστασις, εις τον εαυτόν του ανέθεσε την οικονομίαν και εις ημάς την παρρησίαν, εμάς που κανείς δεν επρόκειτο να μας κρίνη ούτε να μας απομακρύνη από την πατρίδα, καθώς εδεχόμεθα την τιμήν της αφανείας μας, διότι και από τα δύο εφαίνετο ισχυρόν το έργον μας εις το Ευαγγέλιον.
            Σας τα είπα αυτά όχι δια να υπερασπισθώ την δόξαν του (επειδή είναι ανώτερος από τους κατηγόρους του, εάν υπάρχη κανείς), αλλά να μη έχουν ασθενεστέραν πίστιν παραδεχόμενοι ως όρον της ευσεβείας τον λόγον μόνον του ανδρός που έχει καταχωρισθή εις τα συγγράμματά του και ακόμη να μη έχουν απόδειξιν της κακουργίας των την θεολογία εκείνου, την οποίαν εδημιουργούσεν η περίστασις μαζί με το Πνεύμα. Δοκιμάζων το νόημα των γραπτών του και τον σκοπόν δια τον οποίον αυτά εγράφοντο να πλησιάζουν περισσότερον την αλήθειαν και να αποστομώνουν τους ασεβείς. Ας γίνη ιδική μου καθώς και κάθε φίλου μου η θεολογία εκείνου. Και έχω τόσην εμπιστοσύνην εις την καθαριότητα του ανδρός σχετικά με το σημείον τούτο, ώστε το κοινοποιώ ενώπιον όλων. Ας λογαριασθούν από τον Θεόν και τους φρονιμωτέρους των ανθρώπων τα ιδικά μου ιδικά του και τα ιδικά του ιδικά μου. Διότι ούτε δια τους ευαγγελιστάς δεν θα ισχυριζόμεθα ότι έπραττον αντίθετα μεταξύ των, επειδή οι μεν απησχολήθησαν με τον άνθρωπον Ιησούν και οι δε επλησίασαν τον Ιησούν Θεόν και άλλοι ήρχισαν από τα ιδικά μας και άλλοι από τα επάνω από ημάς. Έτσι είχαν διαιρέσει το κηρυγμά των ανάλογα προς την χρησιμότητά του, νομίζω, δι΄όσους το εδέχοντο και έτσι εσφραγίζοντο από το Πνεύμα που ήτο μέσα εις αυτά.
            70. Και εις το παρελθόν και τώρα έχουν αναδειχθή δια την ευσέβειάν των πολλοί άνδρες, νομοθέται, στρατηγοί, προφήται, διδάσκαλοι, ανδρείοι μέχρι θανάτου˙ εις την ζωήν εκείνων εάν θεωρήσωμεν τα ιδικά μας και από αυτά ας γνωρίσωμεν τον άνδρα. Ο Αδάμ ηξιώθη το χέρι του Θεού, την απόλαυσιν του παραδείσου, την πρώτην νομοθεσίαν˙ αλλά, εάν δεν λέγω κάτι τι βλάσφημον δια την τιμήν του προπάτορός μας, δεν εφύλαξε την εντολήν. Ο Βασίλειος όμως και την εδέχθη και την εφύλαξε και δεν έπαθε κανένα κακόν από το ξύλον της γνώσεως˙ διέφυγε, γνωρίζω καλά, την φλογίνην ρομφαίαν και επέτυχε τον παράδεισον. Είχε την ελπίδα ο Ενώς ότι πρώτος επεκαλέσθη τον Θεόν˙εκείνος όμως και τον είχεν επικαλεσθή και εις τους άλλους τον είχε κηρύξει, πράγμα πολυτιμότερον από την επίκλησιν. Ο Ενώχ μετετέθη από τα εδώ ευρίσκοντας την μετάθεσιν ως ένα μικρόν άθλον ευσεβείας – διότι η πίστις εκινείτο ακόμη μέσα εις την σκιάν - , και έτσι εξέφυγε της υπολοίπου ζωής τον κίνδυνον. Του Βασιλείου όλος ο βίος ήτο μία μετάθεσις, καθώς εδοκιμάσθη τέλεια μέσα εις μίαν τελείαν ζωήν. Ο Νώε εκρίθη άξιος δια την κιβωτόν και δια τα σπέρματα του δευτέρου κόσμου που είχαν αποτεθή μ΄εμπιστοσύνην εις ένα μικρόν ξύλον και είχαν σωθή εις τον αγώνα κατά των υδάτων. Ο Βασίλειος διέφυγε τον κατακλυσμόν της ασεβείας μεταβάλλων την πόλιν εις κιβωτόν σωτηρίας, που πλέει ελαφρά επάνω από τα κύματα των αιρετικών˙ από αυτό, όλον τον κόσμον τον επανέφερεν εις την πορείαν του.
            71. Μέγας ήτο ο Αβραάμ και πατριάρχης και θύτης καινής θυσίας που προσέφερε το δώρον της υποσχέσεως εις εκείνον που το είχε δώσει, σφάγιον πρόθυμον που εβιάζετο δια την θυσίαν. Αλλά και η προσφορά του Βασιλείου δεν ήτο μικρά˙ προσέφερε τον εαυτόν του εις τον Θεόν και δεν του εδόθη ως αντίδωρον τίποτε ισάξιον (μήπως υπήρχε και τίποτε;), ώστε να τελειωθή η θυσία. Δια τον Ισαάκ είχε δοθή επαγγελία και προτού γεννηθή˙ αυτός όμως ήτο αυτεπάγγελτος˙ και την Ρεβέκκαν, εννοώ την Εκκλησίαν, την έλαβεν ως σύζυγον από πλησίον και όχι από μακριά, και όχι με απεσταλμένους ικέτας αλλά την έδωσε και την ενεπιστεύθη εις τον ίδιον ο Θεός. Ούτε εχρησιμοποίησε πονηρίαν δια την αγάπην των παιδιών, αλλά απέδιδεν εις τον καθένα ότι του ήξιζε με καθαράν σκέψιν και με την διάκρισιν του Πνεύματος.
             Επαινώ την κλίμακα του Ιακώβ και την στήλην που ελείανε χάριν του Θεού και την πάλην που είχε μαζί του όποια και εάν ήτο. Και ήτο πάντως η αντιπαρέκτασις του ανθρωπίνου μέτρου προς το θείον ύψος από όπου και παίρνει τα σύμβολα της γενέσεως που νικάται. Επαινώ ακόμη και την αφθονίαν και την ευπορίαν του ανδρός εις τα ζωντανά, και τους δώδεκα πατριάρχας που προέρχονται από αυτόν, και την διανομήν των ευλογιών μαζί με τη εξαιρετικήν προφητείαν δια το μέλλον. Επαινώ όμως και του Βασιλείου την κλίμακα που όχι μόνον την είδεν αλλά και την ανέβη με τα ιδιαίτερα ανεβάσματά του εις την αρετήν˙ και την στήλην την οποίαν δεν ελείανεν αλλά την ύψωσεν εις τον Θεόν και στηλιτεύει την ασέβειαν˙και την πάλην που επάλαισεν όχι με τον Θεόν, αλλά δια λογαριασμόν του Θεού και που κατενίκησε τους αιρετικούς˙ ακόμη την ποιμαντικήν του ανδρός από την οποίαν επλούτησεν αποκτών περισσότερα επίσημα από ότι ασήμαντα πρόβατα, μαζί και την ωραίαν πολυτεκνίαν όσων εγέννησε δια τον Θεόν και την ευλογίαν του που εστήριξε πολλούς.
             72. Έγινε σιτοδότης ο Ιωσήφ αλλά της Αιγύπτου μόνον, και όχι πολλές φορές, και μόνον σωματικά˙ ενώ ο Βασίλειος όλων και πάντοτε και πνευματικά, πράγμα που δι΄εμέ είναι πολύ πιο υπολογίσιμον από την τροφοδοσίαν εκείνην. Παράλληλα με τον Ιώβ τον Αυσίτην και πειρασμούς υπέστη και ενίκησε και ανεκηρύχθη επισήμως μετά την εκτέλεσιν των άθλων, χωρίς να κατασεισθή από κανένα από όσους προσπαθούσαν να τον κλονίσουν, αλλ΄ενίκησε τον πειρασμόν του με πολλήν άνεσιν και απεστόμωσε την ανοησίαν των φίλων του, που αγνοούσαν το μυστήριον του παθήματος. Μωϋσής και Ααρών ανάμεσα εις τους ιερείς του. Και ανεδείχθη μέγας Μωϋσής που εβασάνισε την Αίγυπτον, έσωσε τον λαόν με τέρατα και σημεία, μπαίνοντας μέσα εις νεφέλην, νομοθετών τον δίδυμον νόμον, τον εξωτερικόν του γράμματος και τον εσωτερικόν του Πνεύματος. Ανεδείχθη δε Ααρών, του Μωϋσέως αδελφός, ο οποίος και κατά το σώμα και κατά το πνεύμα ήτο αυτός που εθυσίαζε και προσηύχετο δια τον λαόν, ο ιερεύς της ιεράς και μεγάλης σκηνής, που όχι άνθρωπος, αλλά ο Κύριος έχει στήσει.
            Και των δύο αυτών εκείνος υπήρξε ζηλωτής υποβάλων εις βάσανον όχι με υλικά, αλλά με πνευματικά και λογικά μαστίγια ένα ‘εθνος αιρετικόν και αιγυπτιακόν, ενώ ωδηγούσε λαόν περιούσιον, ζηλωτήν καλών έργων εις την γην της επαγγελίας και έγραφε νόμους εις πλάκας που δεν συντρίβονται αλλά διατηρούνται, όχι σκιάς νόμων, αλλά νόμους που ήσαν όλοι πνεύμα. Και εις τα Άγια των αγίων εισήρχετο όχι μίαν φοράν τον χρόνον αλλά συχνά και καθημερινά, να ειπούμεν, από όπου μας εφανέρωνε την αγίαν Τριάδα και εκάθαιρε τον λαόν όχι με πρόσκαιρα ραντίσματα αλλά με αιωνίους αγνισμούς. Τι ωραιότερον από τον Ιησούν; Η στρατηγία ίσως και η διανομή κλήρων και η κατοχή της αγίας γης. Και ο Βασίλειος δεν ήτο έξαρχος; Δεν ήτο στρατηγός όσων σώζονται με την πίσιν; Δεν ήτο στρατηγός όσων σώζονται με την πίστιν; Δεν ήτο διανομεύς κλήρων και διαμονών, που μοιράζει εις αυτούς που οδηγεί, ώστε ημπορεί να ειπή και την φράσιν εκείνην, ότι «η μερίς μου έπεσε εις το καλύτερον μέρος»˙ και, «οι κλήροι μου είναι εις τα χέρια σου», κλήροι πολύ πιο πολύτιμοι από εκείνους που μας έρχονται εδώ κάτω και μας αρπάζονται.
           73. Ας αφήσωμεν τους κριτάς ή τουλάχιστον τους επισημοτέρους από αυτούς. Και ο Σαμουήλ ήτο από εκείνους που επικαλούντο το όνομά του και προτού γεννηθή ήτο αφιερωμένος εις τον Θεόν και αμέσως μετά την γέννησίν του εθεωρείτο ιερός και έχριε βασιλείς και ιερείς από το ελαιοδοχείον του. Αλλά μήπως και ο Βασίλειος δεν ήτο αφιερωμένος από βρέφος και ακόμη από την μήτραν εις τον Θεόν και δεν είχε παραδοθή εις το βήμα μαζί με την ιερατικήν διπλοΐδα, έβλεπε προς τον ουρανόν, και χριστός ο ίδιος ήτο συνάμα αυτός που έχριε όσους ετελειοποιούντο πνευματικά; Ο Δαυΐδ ήτο ο θρυλικός μεταξύ των βασιλέων˙ διηγούνται πολλάς νίκας κατά των εχθρών του και τρόπαια, το επισημότατον όμως ήτο η πραότης του, δύναμις της κινύρας πριν από την βασιλείαν του, που αποκοιμίζει το πονηρόν πνεύμα. Ο Σολομών εζήτησε από τον Θεόν πλάτος καρδίας και το επέτυχε προχωρών εις αφθονίαν σοφίας και γνώσεων, ώστε να γίνη από όλους τους συγχρόνους του πιο εκτιμώμενος. Και ο Βασίλειος κατά την γνώμην μου καθόλου ή ελάχιστα μόνον υπολείπεται από τον πρώτον κατά την πραότητα, ώστε να καταμαλάσση και δαιμονισμένων βασιλιάδων την θρασύτητα. Και δεν ήλθε μόνον η βασίλισσα του νότου ή κάποιος άλλος άγνωστος να συναντήσουν την σοφίαν του από τα πέρατα της γης εξ αιτίας της φήμης του, αλλά και εις όλα τα πέρατα έγινε γνωστή η σοφία εκείνου. Την έπειτα από αυτά ζωήν του Σολομώντοα θα την αφήσω˙ είναι εις όλους γνωστή ακόμη και εάν ημείς σταθούμε φειδωλοί εις τας πληροφορίας μας.
            74. Επαινείς την παρρησίαν του Ηλία εμπρός εις τους τυράννους και την αρπαγήν του με το πύρινο άρμα; Και την ωραίαν κληρονομίαν του Ελισσαίου, εννοώ την αρνίσια προβειά, που του έφερε μαζί της και το πνεύμα του Ηλία; Να επαινής τότε και την πυρίνην ζωήν εκείνου, ως προς το πλήθος, θέλω να ειπώ, των πειρασμών, την σωτηρία δια μέσου της φωτιάς, που εφλόγιζεν, αλλά δεν έκαιε, το σχετικόν με την βάτον θαύμα και το ωραίον δέρμα από τον ουρανόν, την ασαρκίαν. Αφήνω τα άλλα, τους νέους που εδροσίζοντο μέσα εις την φωτιάν, τον φυγάδα προφήτην που επροσευχήθη εις την κοιλίαν του κήτους όπως από νυφικόν θάλαμον. Τον δίκαιον μέσα εις τον λάκκον, που εδέσμευσε το θράσος των λεόντων, ή ακόμη την άθλησιν των επτά Μακκαβαίων που μαζί με τον διδάσκαλον  και την μητέρα τους ετελειώθησαν με αίμα και πολλών ειδών βασανιστήρια. Εζήλεψεν εκείνος την υπομονήν τους και εκέρδισε και την δόξαν τους.
             75. Θα περάσω εις την Νέαν Διαθήκην και αφού παραλληλίσω εκείνον με τας διακεκριμένας μέσα εις αυτήν μορφάς θα τιμήσω τον μαθητήν από τους διδασκάλους. Ποίος είναι ο πρόοδρομος του Ιησου; Είναι ο Ιωάννης, ως φωνή του Λόγου, και ως λύχνος του φωτός    ˙    πριν από αυτό εσκίρτησε μέσα εις την κοιλίαν και εβάδισε πρωτύτερα εις τον Άδην, σταλμένος εκεί από την μανίαν του Ηρώδου, δια να κηρύξη και εκεί τον ερχόμενον. Και εάν εις κάποιον φαίνεται τολμηρός ο λόγος, ας λάβη υπ΄όψιν και εκείνο, ότι δεν κάμνω τον παραλληλισμόν αυτόν, επειδή επιθυμώ να θέσω τον άνδρα εμπρός ούτε εις ίσην μοίραν με τον ανώτερον από όλους όσους έχουν γεννήσει γυναίκες. Τον παρουσιάζω ως μιμητήν του και ότι έχει επάνω του κάτι από τον χαρακτήρα εκείνου.
            Δεν είναι ασήμαντον πράγμα ούτε φθάνει εις μικρόν βαθμόν η μίμησις των μεγάλων από τους μεγάλους. Δεν είναι αλήθεια ο Βασίλειος ολοφάνερη εικών της φιλοσοφίας εκείνου; Και ο Βασίλειος κατώκησεν εις την έρημον. Και αυτός είχε φόρεμα σκληρόν την νύκτα, που το έκρυβε και δεν το επεδείκνυε. Και αυτός ηγάπησε την λιτήν τροφήν, καθαίρων τον εαυτόν του χάριν του Θεού. Και αυτός ηξιώθη να γίνη του Χριστού κήρυξ αν και όχι και πρόδρομος. Και εξεκινούσε προς αυτόν όχι μόνον η γύρω περιοχή, αλλά και η πιο απομακρυσμένη. Και αυτός στέκεται μεταξύ των δύο Διαθηκών, την μιας δια να καταλύση το γράμμα, της άλλης δια να διακηρύξη το πνεύμα και να μεταβάλη εις ολοκλήρωσιν του νόμου που εκρύπτετο την κατάλυσιν του νόμου που ήτο φανερός.
            76. Εμιμήθη τον ζήλον του Πέτρου, το νεύρον του Παύλου, των ονομαστών δια την πίστιν και που ήλλαξαν όνομα δι΄αυτήν. Εμιμήθη των υιών του Ζεβεδαίου την μεγαλοφωνίαν. Όλων των μαθητών εμιμήθη την απλότητα και την λιτότητα. Δια τούτο και του εμπιστεύονται τα κλειδιά του ουρανού. Ο κύκλος δεν απλώνεται από την Ιερουσαλήμ μέχρι του Ιλλυρικού, περιλαμβάνει εις το ευαγγέλιόν του ευρύτερον κύκλον. Δεν ονομάζεται υιός της βροντής, όμως γίνεται. Και πίπτων εις το στήθος το Ιησού αντλεί από εκεί την δύναμιν του λόγου και το βάθος των νοημάτων. Ημποδίσθη βέβαια να γίνη Στέφανος, μολονότι ήτο πρόθυμος, συγκρατών από εντροπήν αυτούς που τον ελιθοβολούσαν. Ημπορώ να ομιλήσω με ακόμη ολιγώτερα λόγια, δια να μη μακρηγορώ δια το καθένα από αυτά. Εκείνος δηλαδή αυτήν την αρετήν την ανεκάλυψεν, εκείνην την εμιμήθη, την άλλην την υπερέβαλε. Και με το να περάση από όλα, εφάνη εις όλα νικητής. Εις όλα θα προσθέσω έναι και σύντομον.
            77. Τόσον μεγάλη υπήρξεν η αρετή του ανδρός και η πλησμονή της δόξης, ώστε πολλά, ακόμη και από τα ασήμαντα γνωρίσματά του και μάλιστα και από τα σωματικά ελαττώματα εκείνου τα εσκέφθησαν άλλοι δια να δοξασθούν. Εννοώ την ωχρότητα, την γενειάδα, τον τρόπον του βαδίσματος, την προσοχήν εις τον λόγον, την περίσκεψιν την τόσον συχνήν και την στροφήν προς τα μέσα, που επειδή οι πολλοί ούτε την εμιμήθησαν ούτε την αντελήφθησαν καλά, κατήντησε να γίνη σκυθρωπότης. Εμιμήθησαν ακόμη και το είδος του φορέματος, το σχήμα του σκαμνιού, τον τρόπον που έτρωγε, δια τα οποία αυτός δεν ενδιεφέρετο καθόλου αλλά τα εδέχετο απλά όπως ήσαν και όπως ήρχοντο. Και ημπορείς να ιδής πολλούς Βασιλείους μόλις που να τους αναγνωρίζης, ανδριάντας μέσα εις την σκιάν – διότι θα ήτο πολύ να ειπής ότι ομοιάζουν με τον αντίλαλον που δίδει η ηχώ. Η ηχώ δηλαδή αν και αποδίδει το τέλος των λέξεων αποκρίνεται πολύ πιο καθαρά˙ενώ αυτοί απέχουν περισσότερον από όσον επιθυμούν να τον πλησιάσουν. Και εκείνο δεν είναι μικρόν, αλλά πολύ μεγάλη φυσικά υπερηφάνεια, το ότι επέτυχαν να πλησιάσουν κάποτε εκείνον ή να τον υπηρετήσουν ή να πάρουν κάποιαν ανάμνησιν από κάτι που ελέχθη ή που επράχθη αστεία ή σοβαρά. Από κάτι τέτοια εκολακεύθην και εγώ και το γνωρίζω. Επειδή και τα πάρεργα του ανδρός είναι δια τους άλλους σημαντικώτερα και ενδοξότερα από τα κοπιαστικώτερα επιτεύγματά τους.
            78. Είχε τελειώσει τον δρόμον και είχε τηρήσει την πίστιν και ενώ εποθούσε τον θάνατον και ήτο παρούσα η ώρα των στεφάνων, χωρίς να ακούση εκείνο το «ανέβα εις το όρος και τελείωνε την ζωήν σου»60 , αλλά εκείνο το «τελείωνε την ζωήν σου και έλα εις ημάς» θαυματουργεί και εδώ κάτι όχι μικρότερον από τα προηγούμενα. Ενώ ήτο νεκρός πλέον και χωρίς πνοήν και είχε ολότελα εγκαταλείψει την ζωήν, γίνεται ξαφνικά πιο ευδιάθετος εις τους λόγους δια τον θάνατον, δια να φύγη συνοδευόμενος από λόγους ευσεβείας και με χειραψίας με τους πιο ειλικρινείς από τους θεραπευτάς του, τους δίδει την χείρα του και το Πνεύμα του, ώστε να μη στερηθή το βήμα εκείνους οι οποίοι ήσαν μαθηταί εκείνου και συμμέτοχοι της ιερωσύνης του. Τα υπόλοιπα διστάζει να τα πλησιάση ο λόγος, θα συνεχίση όμως, αν και ο λόγος μας αρμόζει περισσότερον εις διαφορετικά. Δεν ημπορώ να φιλοσοφώ εις την συμφοράν, μολονότι έχω σπουδάσει εξαιρετικά την φιλοσοφίαν˙ δεν βγαίνει από τον νουν μου η κοινή ζημία μας και το πένθος που κατέλαβε την οικουμένην.
            79. Εκοίτετο ο Βασίλειος και έπνεε τας τελευταίας του πνοάς˙τον αναζητούσεν η άνω χοροστασία, προς την οποίαν έστρεφε τα βλέμματά του από πολύν καιρόν. Είχε συγκεντρωθή γύρω του όλη η πόλις, επειδή δεν ημπορουσε να υποφέρη την απώλειαν, τα έβαζαν με την εκδημίαν του θεωρώντες την ως τυραννίαν, επροσπαθούσαν να κρατήσουν την ψυχήν σαν να ήτο δυνατόν να κρατηθή και να εξαναγκασθή με τα χέρια ή με τας παρακλήσεις. Η συμφορά τους έκαμε σαν παράφρονας και ήτο πρόθυμος καθένας να προσθέση μέρος της ζωής του εις εκείνον, αν ήτο δυνατόν. Όταν ενικήθησαν (έπρεπε να φανή ότι ήτο άνθρωπος), και αφού είπε τελευταία «Εις τα χέρια σου θα εναποθέσω την ψυχήν μου», άφησε την ψυχήν του με χαράν εις τα χέρια των αγγέλων που τον έπαιρναν˙αρκετά μυστήρια εξήγησεν εις τους παρόντας και με τας συμβουλάς του τους έκαμε καλυτέρους. Έγινε λοιπόν τότε κάποιο θαύμα το πιο φημισμένον από όσα είχαν γίνει έως τότε.
         80. Εγίνετο η εκφορά του αγίου, ενώ τον εκρατούσαν υψηλά οι άγιοι. Αγωνιζόταν καθένας, άλλος ν΄αγγίση το άκρον του φορέματός του, άλλος να σκιασθή από την σκιάν του, άλλος το κρεββάτι που έφερε το ιερόν σκήνωμα να το αγγίση και μόνον (τι υπήρχεν ιερώτερον και πιο καθαρόν από το σώμα εκείνο;), άλλος να σιμώση εκείνους που τον εσήκωναν, άλλους απλώς να κοιτάξη, σαν να ακτινοβολούσεν ωφέλειαν και το κοίταγμα. Γεμάται αι αγοραί, αι στοαί, αι διώροφοι και τριώροφοι, από αυτούς που τον προέπεμπαν, που προηγούντο, που ακολουθούσαν, που συνώδευαν, που επατούσαν ο ένας τον άλλον, μυριάδες από κάθε γένος, από κάθε ηλικίαν, ολότελα άγνωστοι προηγουμένως μεταξύ των. Ψαλωδίαι που εκαλύπτοντο από τους θρήνους, φιλοσοφία που την κατέλυεν η συμφορά. Συνηγωνίζοντο οι ιδικοί μας με τους έξω Έλληνας, Ιουδαίους, ξενοφέρτους και οι έξω με τους ιδικούς μας, ποίος με περισσότερα κλάματα θα κερδίση περισσοτέραν ωφέλειαν.
            Δια να τελειώνωμεν, το πένθος κατέληξε να γίνη επικίνδυνον˙ συναπήλθαν μαζί του όχι ολίγαι ψυχαί από τον συνωστισμόν και την βίαν και την ταραχήν   _   έγιναν μακάριαι, επειδή έγιναν συνταξιδεύτριαι μ΄εκείνον και θύματα επιτάφια, θα έλεγεν ίσως κάποιος από τους θερμοτέρους. Με δυσκολίαν το σώμα εξέφυγεν αυτούς που επροσπαθούσαν να το αρπάσουν και ενίκησεν αυτούς που το εξεπροβόδιζαν και εναποτίθεται εις τους τάφους των πατέρων και προστίθεται ο αρχιερεύς εις τους ιερείς, εις τους κήρυκας η φωνή η μεγάλη, που αντηχεί ακόμη εις τα αυτιά μου, και ο μάρτυς εις τους μάρτυρας.
           Και τώρα εκείνος είναι εις τον ουρανόν και εκεί προσφέρει τας θυσίας του δι΄ημάς, καθώς νομίζω, και προσεύχεται δια τον λαόν   ˙   εγκαταλείποντάς μας δεν μας έχει εγκαταλείψει ολότελα. Και ο Γρηγόριος μισοπεθαμένος και εις τα μισά κομμένος, απεσπασμένος από την μεγάλην συζυγίαν και σέρνων βίον πονεμένον και όχι καλοτάξιδον, αυτός είναι ο φυσικός δρόμος μακράν από εκείνον, δεν γνωρίζω που θα καταλήξω, έπειτα από την παιδαγωγίαν εκείνου. Και τώρα ακόμη με νουθετεί και με σωφρονίζει με εμφανίσεις του κατά την νύκτα, εάν κάποτε πέσω έξω από το πρέπον. Και δεν αναμιγνύω εγώ θρήνους και επαίνους, δεν περιγράφω με τον λόγον μου την πολιτείαν του ανδρός. Δεν προβάλλω εις τον χρόνον ένα κοινόν κατάλογον έργων αρετής και ένα πρόγραμμα σωτήριον δι΄όλας τας Εκκλησίας, όλας τας ψυχάς, προς τα οποία αποβλέποντας θα κατευθύνωμεν τον βίον μας ως έμψυχον εφαρμογήν του νόμου. Και εσάς δεν θα σας συνεβούλευα τώρα που επιτελέσατε ότι τον αφορά, κάτι άλλο από το να αποβλέπετε πάντοτε προς αυτόν και σαν να σας βλέπη και να τον βλέπετε να καταρτίζεσθε με την βοήθειαν του Πνεύματος.
            81. Ελάτε τώρα γύρω μου όλος ο χορός εκείνου, οι κληρικοί και οι λαϊκοί, όσοι είσθε από τους ιδικούς μας και όσοι από τους έξω. Συνεργασθήτε μαζί μου εις τον έπαινόν του διηγούμενος ο καθένας και κάποιαν άλλην από τας αρετάς του και αναζητώντας όσοι έχετε εξουσίαν τον νομοθέτην, όσοι είσθε από πολιτείας τον πολιστήν, οι προϊστάμενοι του δήμου την ευταξίαν, οι σχετικοί με τους λόγους τον διδάσκαλον, οι άγαμοι τον νυμφαγωγόν, αι έγγαμοι τον σύμβουλον, οι ερημικοί τον αναπτερωτήν, οι κοινωνικοί τον δικαστήν, οι αγράμματοι τον οδηγόν, οι θεωρητικοί τον θεολόγον, οι ευθυμούντες το χαλινάρι, όσοι πενθούν τον παρηγορητήν, οι γέροντες την βακτηρίαν, τον παιδαγωγόν η νεότης, η πενία τον προμηθευτήν, ο πλούτος τον οικονόμον. Καλόν είναι να επαινέσουν και αι χήραι τον προστάτην, οι ορφανοί τον πατέρα, οι πτωχοί τον φίλον τους, οι ξένοι τον φιλοξενητήν, τον αδελφόν των οι αδελφοί, οι άρρωστοι τον ιατρόν, όποια και να είναι νόσος και θεραπεία, οι υγιείς της υγείας τον φύλακα˙ να αναζητήσουν όλοι αυτόν που γίνεται όλα εις όλους, δια να τους κερδίση όλους ή τους περισσοτέρους.
           82. Αυτά έχεις από εμένα, Βασίλειε, την γλώσσαν την γλυκυτάτην κάποτε δια σε και ισότιμον και συνήλικον. Εάν επλησιάσαμεν την αξίαν σου, είναι τούτο ιδικόν σου χάρισμα. Εις εσένα έχων το θάρρος μου έστησα τον λόγον μου δια σε. Εάν όμως εστάθην πολύ πολύ μακρυά από ότι ήλπιζα, τι πρέπει να πάθω, βασανισμένος από τα γηρατειά, από την νόσον αλλά και από τον πόθον τον ιδικόν σου; Αλλά το κατά δύναμιν είναι αγαπητόν και εις τον Θεόν. Συ να μας παρακολουθής από ψηλά, θεϊκέ φίλε και σεβαστέ, και τον σκόλοπα της σαρκός που μας έδωσεν ο Θεός να μας παιδαγωγή, ή σταμάτησέ τον με τας πρεσβείας σου, ή κάνε μας να τον υπομένωμεν με δύναμιν. Όλη μας την ζωήν οδήγησέ την προς τον καλύτερον. Αυτός είναι ο λόγος ο ιδικός μας δια σένα. Εμάς όμως ποίος θα μας επαινέση όταν εγκαταλείψωμεν την ζωήν, έπειτα από εσένα; Αν βέβαια πραγματοποιήσωμεν κάτι τι άξιον επαίνου δια τον Ιησούν Χριστόν, τον Κύριόν μας, εις τον οποίον ανήκει η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.




Λ Ο Γ Ο Ι   Ε Π Ι Τ Α Φ Ι Ο Ι
ΛΟΓΟΣ   ΜΓ΄
Ε Ι Σ   Τ Ο Ν   Μ Ε Γ Α Ν   Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο Ν
Ε Π Ι Σ Κ Ο Π Ο Ν   Κ Α Ι Σ Α Ρ Ε Ι Α Σ  
 Κ Α Π Π Α Δ Ο Κ Ι Α Σ
Ε Π Ι Τ Α Φ Ι Ο Σ

Έμελλεν άρα, πολλάς ημίν υποθέσεις των λόγων αεί προτιθείς ο μέγας Βασίλειος (και γάρ εφιλοτιμείτο τοις εμοίς λόγοις, ως ούπω τοις εαυτού των πάντων ουδείς), εαυτόν νύν ημίν προθήσειν, υπόθεσιν αγώνων, μεγίστην τοις περί λόγους εσπουδακόσιν. Οίμαι γάρ, εί τις της εν λόγοις δυνάμεως πείραν ποιούμενος, έπειτα προς μέτρον κρίναι ταύτην θελήσετε, μίαν εκ πασών υπόθεσιν προστησάμενος, καθάπερ οι ζωγράφοι τους αρχετύπους πίνακας, ταύτην αν υφελών μόνην, ως λόγου κρείττονα, των άλλων ελέσθαι την πρώτην. Τοσούτον έργον η του ανδρός ευφημία, μη ότι γε ημίν τοις πάλαι παν το φιλότιμον καταλύσασιν˙ αλλά και οίς βίος εστίν ο λόγος, εν  τούτο εσπουδακόσι και μόνον, ταις τοιαύταις ενευδοκιμείν υποθέσεσιν. Έχω μέν ούτω περί τούτων, και ,ως εμαυτόν πείθω, λίαν οθρώς. Ούκ οίδα δε, είς ό τι αν άλλο χρησαίμην τοις λόγοις, μη νυν χρησάμενος ή  ό  τι  ποτ’ αν μάλλον εμαυτώ χαρισαίμην, ή τοις αρετής επαινέταις, ή τοις λόγοις αυτοίς, ή τον άνδρα τούτον θαυμάσας. Εμοί  τε γάρ έσται τούτο χρέος ικανώς αφωσιωμένον. Χρέος δε, είπερ άλλο τι, τοις αγαθοίς τα τε άλλα και περί τον λόγον, ο λόγος. Εκείνος θ’ άμα μέν ηδονή γένοιτο, και άμα παράκλησις εις αρετήν, ο λόγος. Ών γάρ τους επαίνους οίδα, τούτων σαφώς και τας επιδόσεις˙ επ’ ουδενός ούν των απάντων, ούκ έστιν εφ’ ότω, ουχί των απάντων.
Τοις τε λόγοις αυτοίς αμφοτέρωθεν αν έχοι το πράγμα καλώς. Εί μέν εγγύς έλθοιεν της αξίας, την εαυτών επιδεδειγμένοις δύναμιν˙ εί δε πλείστον απολειφθείεν (ο πάσα παθείν ανάγκη τοις  εκείνον εγκωμιάζουσιν ), έργω δεδηλωκόσι την ήτταν, και το κρείττον ή κατά λόγου δύναμιν είναι τον ευφημούμενον.
                   Ά μέν ούν πεποίηκέ μοι τον λόγον, και δι’ ά τον αγώνα τούτον ενεστησάμην, ταύτα εστίν. Εί δε τοσούτον απήντηκα του καιρού δεύτερος, και μετά τοσούτους επαινέτας, ιδία τε και δημοσία τα εκείνου σεμνήναντας, μηδείς θαυμαζέτω. Αλλλά συγγινωσκέτω μέν η θεία η ψυχή, και πάντ’ εμοί σεβασμία και νύν και πρότερον. Πάντως δε ως σύν ημίν ών, επηνώρθου πολλά των εμών, όρω τε φιλίας και ν΄΄ομω κρείττονι (ου γάρ αισχύνομαι τούτο λέγειν, ότι και πάσι νόμος ήν αρετής )˙ ούτω και υπέρ ημάς γενόμενος, συγγνώμων έσται τοις ημετέροις. Συγγινωσκέτωσαν δε και υμών όσοι θερμότεροι του ανδρός επαινέται˙ είπερ τις εστιν άλλου θερμότερος, αλλά μη τούτο μόνον πάντες ομότιμοι την του ανδρός ευφημίαν. Ού γάρ ολιγωρία το εικός ενελίπομεν˙ μη ποτε τοσούτον αμελήσαιμεν, ή αρετής, ή του φιλικού καθήκοντος˙ ουδέ τω νομίζειν άλλοις μάλλον ημών προσήκειν τον έπαινον. Αλλά πρώτον μεν ώκνουν τον λόγον (ειρήσεται γάρ ταληθές), ώσπερ οι τοις ιεροίς προσιόντες, πριν καθαρθήναι και φωνήν και διάνοιαν. Έπειτα, ούκ αγνοούντας μεν, υπομνήσω δ’ ούν όμως, ών μεταξύ περί τον αληθή λόγον ησχολήμεθα κινδυνεύοντα, καλώς βιασθέντες, και κατά Θεόν ίσως έκδημοι γεγονότες, και ούδ’ από γνώμης εκείνω τω γενναίω της αληθείας αγωνιστή, και μηδέν έτερον αναπνεύσαντι, ότι μη λόγον ευσεβή και κόσμου παντός σωτήριον. Τα γάρ του σώματος ίσως ουδέ θαρρήσαι χρή λέγειν ανδρί γενναίω και υπέρ το σώμα, πριν ενθένδε μεταναστή, και μηδέν αξιούντι των της ψυχής καλών υπό του δεσμού παραβλάπτεσθαι. Τα μέν δη της απολογίας ενταύθα κείσθω. Και γάρ ουδέ μικροτέρας οίμαι ταύτης δεήσειν ημίν, προς εκείνόν γε ποιουμένοις τον λόγον, και τους ειδότας σαφώς τα ημέτερα. Ήδη δε προς αυτήν ημίν ιτέον την ευφημίαν, αυτόν προστησαμένοις του λόγου τον εκείνου Θεόν˙  μη καθυβρίσαι τον άνδρα τοις εγκωμίοις, μηδέ πολύ δεύτερον των άλλων ελθείν κάν εκείνου πάντες ίσον απολειπώμεθα, καθάπερ ουρανού και ηλιακής ακτίνος, οι προς αυτά βλέποντες.
                 Ει μεν ούν εώρων αυτόν γένει και τοις εκ γένους φιλοτιμούμενον, ή τίνι των μικρών όλως, και οίς οι χαμαί βλέποντες, άλλος αν ηρώων ώφθη κατάλογος. Όσα των υπέρ εκείνον τοις χρόνοις εκείνω συνεισενεγκείν είχομεν!
Και ούδ’ αν ταις ιστορίαις παρήκαμεν έχειν τι πλέον ημών˙ εκείνό γε πλέον έχοντες πάντως, το μη πλάσμασι, μηδέ μύθοις, αυτοίς δε τοις πράγμασι καλλωπίζεσθαι, και ως πολλοί μάρτυρες. Πολλά μεν γάρ Πόντος ημίν εκ του πατρός προβάλλει τα διηγήματα, και ουδενός ελάττω των πάλαι περί αυτόν θαυμάτων, ών πλήρης πάσα συγγραφή τε και ποίησις˙ πολλά δε το εμόν έδαφος τούτο, οι σεμνοί Καππαδόκαι, το μηδέν ήττον κουροτρόφον, ή εύϊππον. Όθεν των πατρώω γένει το μητρώον ημείς αντανίσχομεν. Στρατηγίαι τε και δημαγωγίαι, και κράτος εν βασιλείοις αυλαίς˙ έτι δε, περιουσίαι, και θρόνων ύψη, και τιμαί δημόσιαι, και λόγων λαμπρότητες, τίνων, ή πλείους, ή μείζους; Ών ημίν ει βουλομένοις ειπείν εξήν, ουδέν αν ήσαν ημίν οι Πελοπίδαι, και Κεκροπίδαι, και οι Αλκμαίωνες, Αιακίδαι τε και Ηρακλείδαι, και ων ουδέν υψηλότερον˙ οίτινες εκ των οικείων φανερώς ειπείν ούκ έχοντες, επί το αφανές καταφεύγουσι, δαίμονας δη τινάς, και θεούς, και μύθους τοις προγόνοις επιφημίζοντες, ών το σεμνότατον απιστία, και ύβρις το πιστευόμενον.
                  Επειδή δε υπέρ ανδρός ημίν ο λόγος, κατ’ άνδρα κρίνεσθαι την ευγένειαν αξιούντος, και μη, τας μέν μορφάς, και τας χρόας εξ εαυτών δοκιμάζεσθαι, και των ίππων τους ευγενεστάτους ή ατιμοτάτους, ημάς δε ζωγραφείσθαι τοις έξωθεν, εν ή δύο των εξ αρχής υπαρχόντων αυτώ και ταύτα οικεία τω εκείνου βίω, και οις αν μάλιστα ησθείη λεγομένοις, ειπών, επ’ αυτόν και δη τρέψομαι. Άλλου μεν ούν άλλο τι γνώρισμα και διήγημα, και γένους, και του καθέκαστον, ή μικρόν ή μείζον, καθάπερ τις κλήρος πατρώος, ή πόρρωθεν, ή εγγύθεν ηργμένος, κάτεισιν εις τους ύστερον˙ τούτω δε γενοίν τοιν αμφοτέροιν το ευσεβές επίσημον, δηλώσει δε νύν ο λόγος.
                  Διωγμός ήν, και διωγμών ο φρικωδέστατος και βαρύτατος˙ ειδόσι λέγω τον Μαξιμίνου, ός πολλοίς τοις εγγύθεν γενομένοις επιφυείς, πάντας φιλανθρώπους απέδειξε, θράσει τε πολλώ ρέων, και φιλονεικών το της ασεβείας κράτος αναδήσασθαι. Τούτον πολλοί μεν υπερέσχον των ημετέρων αγωνιστών, και μέχρι θανάτου διηγωνισμένοι, και προ του θανάτου μικρόν˙ τοσούτον απολειφθέντες, όσον επιβιώναι τη νίκη, και μη συναπελθείν τοις παλαίσμασιν, αλλ’ υπολειφθήναι τοις άλλοις αλείτται της αρετής, ζώντες μάρτυρες, έμπνοοι στήλαι, σιγώντα κηρύγματα, σύν πολλοίς δε τοις αριθμουμένοις και οι προς πατρός τούτω πατέρες, οίς πάσαν ασκήσασιν ευσεβείας οδόν, καλήν επήνεγκεν ο καιρός εκείνος την κορωνίδα. Παρασκευής μεν γάρ ούτως είχον και γνώμης, ως πάντα ραδίως οίσοντες, εξ ών στεφανοί Χριστός τους την εκείνου μιμησαμένους υπέρ ημών άθλησιν.
                 Επεί δε νόμιμον αυτοίς έδει και τον αγώνα γενέσθαι ( νόμος δε μαρτυρίας, μήτε εθελοντάς προς τον αγώνα χωρείν, φειδοί των διωκόντων και των ασθενεστέρων, μήτε παρόντας αναδύεσθαι˙ το μεν γάρ θράσους, το δε ανανδρίας εστίν˙ και τούτω τιμώντες εκείνοι τον νομοθέτην), τι μηχανώνται; Μάλλον δε, προς τι φέρονται παρά της πάντα τα εκείνων αγούσης προνοίας; Επί τινα των Ποντικών ορών λόχμην (πολλαί δε αύται παρ’ αυτοίς εισι και βαθείαι, και επιπλείστον διήκουσαι) καταφεύγουσι, λίαν ολίγοις χρώμενοι, και της φυγής συνεργοίς, και της τροφής υπηρέταις.
Άλλοι μέν ούν θαυμαζέτωσαν το του χρόνου μήκος (και γάρ επί πλείστον αυτοίς, ως φασι, το της φυγής παρετάθη, έτος που έβδομον, και μικρόν τι προς), το τε της διαίτης σώμασιν εύ γεγόνασι στενόν τε και παρηλλαγμένον, ως το εικός˙ και το υπαιθρίοις κρυμοίς, και θάλπεσι, και όμβροις ταλαιπωρείν˙ ή τε άφιλος ερημία, και το ακοινώνητόν τε και άμικτον˙ όσον εις κακοπάθειαν τοις υπό πολλών δορυφορουμένοις και τιμωμένοις; Εγώ δε, ο τούτων μείζον εστι και παραδοξότερον, λέξων έρχομαι˙ απιστήσει δ’ ουδείς, ή όστις ουδέν μέγα οίεται τους υπέρ Χριστού διωγμούς και κινδύνους, κακώς γινώσκων και λίαν επικινδύνως.
                  Επόθουν τι και των προς ηδονήν οι γεννάδαι, τω χρόνω κάμνοντες, και των αναγκαίων όντες επικορείς˙ και τα μέν του Ισραήλ ούκ εφθέγξαντο (ου γάρ ήσαν γογγυσταί κατά τους εκείνους εν τη ερήμω ταλαιπωρούντας μετά την έξ Αιγύπτου φυγήν, ως άρα βελτίων Αίγυπτος αυτοίς είη της ερημίας, πολλήν των λεβήτων και των κρεών χορηγούσα την αφθονίαν, των τε άλλων, όσα εκείσε απέλιπον˙ η γάρ πλινθεία και ο πηλός ουδέν ήν αυτοίς τότε δια την άνοιαν), άλλα δε ως ευσεβέστερα, και πιστότερα. Τί γάρ έστιν, έλεγον, των απίστων, ει ο των θαυμασίων Θεός, ο θρέψας πλουσίως εν ερήμω ξένον λαόν, και φυγάδα, ώστε και άρτον ομβρήσαι, και βλύσαι όρνιθας, τρέφων ου τοις αναγκαίοις μόνον, αλλά και τοις περιττοίς˙ ει ο τεμών θάλασσαν, και στήσας  ήλιον, και ποταμόν ανακύψας, και τάλλα δη υπειπόντες, όσα πεποίηκε (φιλεί γαρ εν τοις τοιούτοις φιλιστορείν η ψυχή, και πολλοίς θαύμασιν ανυμνείν τον Θεόν)˙ ούτος, επήγον, και ημάς θρέψετε σήμερον τοις της τρυφής τους της ευσεβείας αγωνιστάς; Πολλοί μεν θήρες τας των πλουσίων διαφυγόντες τραπέζας, άπερ ήν ποτε και ημίν, τοις όρεσι τούτοις εμφωλεύουσι˙ πολλοί δε όρνιθες των εδωδίμων τους ποθούντας ημάς υπερίπτανται, ών τι μη θηράσιμόν σοι θελήσαντι μόνον; Ταύτ’ έλεγον, και η θήρα παρήν, όψον αυτόματον, απραγμάτευτος πανδαισία, έλαφοι των λόφων ποθέν υπερφανέντες αθρόως. Ως μεν ευμεγέθεις! Ως δε πίονες! Ως δε πρόθυμοι προς σφαγήν! Μονονουχί και τούτο εικάζειν ήν, ότι μη τάχιον εκλήθησαν, εδυσχέραινον. Οι μεν είλκον τοις νεύμασιν, οι δε ήγοντο. Τίνος διώκοντος ή συναναγκάζοντος; Ουδενός. Τίνων ιππέων; Ποίων κυνών; Τίνος υλακής ή κραυγής, ή νέων προκαταλαβόντων τας διεξόδους τοις θήρας νόμοις; Ευχής δέσμιοι και δικαίας αιτήσεως. Τις έγνω τοιούτον θήραμα των νύν, ή των πώποτε;
                  Ώ του θαύματος! Αυτού του θηράματος ήσαν ταμίαι.
Όσον φίλον, είχετο θελήμασι μόνον˙ όσον περιττόν, απεπέμφθη ταις λόχμαις εις δευτέραν τράπεζαν. Οι οψοποιοί σχέδιοι, το δείπνον ευπρεπές, οι δαιτύμονες ευχάριστοι, προοίμιον έχοντες ήδη των ελπιζομένων, το παρόν θαύμα. Εξ ού και προς την άθλησιν, υπέρ ής ταύτα ήν αυτοίς, εγίνοντο προθυμότεροι. Τοιαύτα τα εμά διηγήματα. Συ δε μοι λέγε τας Ελαφηβόλους σου, και τους Ωρίωνας, και τους Ακταίωνας, τους κακοδαίμονας θηρευτάς, ο εμός διώκτης, ο τους μύθους θαυμάζων, και την αντιδοθείσαν έλαφον της παρθένου, εί τι τοσούτον εις φιλοτιμίαν έστι σοι, κάν δώμεν μη μύθον είναι το ιστορούμενον. Ως τα γε εξής του λόγου, και λίαν αισχρά. Τι γαρ όφελος της αντιδόσεως, ει σώζει παρθένον, ίνα ξενοκτονείν διδαχθή, απανθρωπίαν μαθούσα φιλανθρωπίας αντίδοσιν; Τούτο μεν ούν τοσούτον εκ πολλών έν, και αντί πολλών, ως ο εμός λόγος. Και τούτο διήλθον, ούχ ίν’ εκείνω προσθώ τι της ευδοξίας (ούτε γάρ θάλασσα δείται των εισρεόντων εις αυτήν ποταμών, κάν εισρέωσιν ότι πλείστοι και μέγιστοι, ούτε των εισοισόντων τι προς ευφημίαν, ο νύν επαινούμενος)˙ αλλ’ ίν’ επιδείξαιμι, οίων αυτώ των εξαρχής υπαρχόντων, και προς ό παράδειγμα βλέπων, όσον υπερηκόντισεν. Ει γάρ μέγα τοις άλλοις το προσλαβείν τι παρά των άνωθεν είς φιλοτιμίαν, μείζον εκείνω το προσθείναι τοις άνω παρ’ εαυτού, καθάπερ ρεύματος ανατρέχοντος.
                   Της δε των πατέρων συζυγίας, ούχ ήττον κατά το της αρετής ομότιμον, ή και τα σώματα, πολλά μεν και άλλα γνωρίσματα, πτωχοτροφίαι, ξενοδοχίαι, ψυχής κάθαρσις έξ εγκρατείας, απόμοιρα κτήσεως Θεώ καθιερωθείσης (πράγμα ούπω τότε πολλοίς σπουδαζόμενον, ώσπερ νυν αυξηθέν τε και τιμηθέν εκ των πρώτων υποδειγμάτων) , τα τε άλλα, όσα Πόντω και Καππαδόκαις  μερισαμένοις ήρκεσε πολλών πληρούν ακοάς˙ εμοί δε μέγιστον δοκεί και περιφανέστατον ή ευτεκνία. Τους γαρ αυτούς πολύπαιδας και καλλίπαιδας, μύθοι μεν ίσως έχουσιν˙ ημίν δε τούτους η πείρα παρέστησε, τοιούτους μεν αυτούς γεγονότας, ώστε ει και μη τοιούτων ήσαν πατέρες, εαυτοίς εις ευδοξίαν αρκείν˙  τοιούτων δε πεφηνότες πατέρες, ώστε ει και μη αυτοί τοσούτον ήσαν εις αρετήν, πάντας υπεραίρειν τη ευτεκνία. Ένα μέν γαρ ή δύο γενέσθαι των επαινουμένων, καν τη φύσει δοίη τις˙ η δε δια πάντων ακρότης, σαφές των αγαγόντων εγκώμιον. Δηλοί δε ο μακαρισμός των ιερέων και των παρθένων αριθμός, και των εν γάμω, μηδέν τη συζυγία βλασθήναι βιασαμένων, προς την ίσην της αρετής ευδοκίμησιν, αλλά βίων αιρέσεις μάλλον, ή πολιτείας ταύτα ποιησαμένων.
                  Τις ούκ οίδε τον τούτου πατέρα, Βασίλειον, το μέγα παρά πάσιν όνομα, ός πατρικής ευχής έτυχεν, ίνα μη λέγω μόνος, είπερ τις ανθρώπων; Παντός γαρ κρατών αρετή, παρά του παιδός κωλύεται μόνου το πρωτείον έχειν. Τις Εμμελίαν, την όπερ εγένετο προσκληθείσαν, ή γενομένην ό παρεκλήθη˙ την της εμμελείας όντως φερώνυμον, ή τούτο εν γυναιξίν ώφθη, εί δει συντόμως ειπείν, όπερ εν ανδράσιν εκείνος. Ώστ’ είπερ έδει δουλεύσονται πάντως τη φύσει τον νύν ευφημούμενον ανθρώποις δοθήναι, ώσπερ τινά των πάλαι παρά Θεού δεδομένων εις κοινόν όφελος, μήτε έξ άλλων μάλλον αρμόζειν, ή εκείνων τούτον γενέσθαι, μήτε εκείνοις ετέρου μάλλον ή τούδε πατράσιν ονομασθήναι˙ όπερ ούν καλώς ποιούν και συνέδραμεν. Επεί δε τας απαρχάς των επαίνων νόμω θείω πειθόμενοι, ός πατράσι κελεύει πάσαν νέμειν τιμήν, τοις μνημονευθείσιν αποδεδώκαμεν, έπ’ αυτόν ίωμεν ήδη, τοσούτον ειπόντες, ό και πάσιν αν οίμαι δόξειεν αληθώς λέγεσθαι τοις εκείνον επισταμένοις, ότι μόνης ημίν έδει της εκείνου φωνής εκείνον εγκωμιάζουσιν. Ο γαρ αυτός υπόθεσίς τε λαμπρά τοις επαινούσι και μόνος τη του λόγου δυνάμει της υποθέσεως άξιος. Κάλλους μεν δή, και ρώμης, και μεγέθους, οις τους πολλούς ορώ χαίροντας, τοις βουλομένοις παραχωρήσομεν˙ ούχ ότι κάν τούτοις έλαττόν τινος ηνέγκατο των μικρολόγων, και περί το σώμα καλινδουμένων, έως ήν έτι νέος, και ούπω φιλοσοφία των σαρκών κατεκράτησεν˙ αλλ’ ίνα μη ταυτόν πάθω τοις απειροτέροις των αθλητών, οι την ισχύν εν τοις καιρίοις ευρίσκονται, και τοις έξ ών το νικάν υπάρχει, και στεφανίτας αναγορεύεσθαι. Ά δε ουδαμώς αν ειπών οίμαι περιττός δόξειν, ουδέ έξω του σκοπού βάλλειν τον λόγον, ταύτ’ επαινέσομαι.
                   Οίμαι δε πάσιν ανωμολογήσθαι τον νούν εχόντων, παίδευσιν των παρ’ ημίν αγαθών είναι το πρώτον˙ ου ταύτην μόνην την ευγενεστέραν, και ημετέραν, ή παν το εν λόγοις κομψόν και φιλότιμον ατιμάζουσα, μόνης έχεται της σωτηρίας, και του κάλλους των νοουμένων˙ αλλά και την έξωθεν, ήν οι πολλοί Χριστιανών διαπτύουσιν, ως επίβουλον και σφαλεράν, και Θεού πόρρω βάλλουσαν, κακώς ειδότες. Ώσπερ γαρ ουρανόν, και γην, και αέρα, και όσα τούτων, ούκ επειδή κακώς τινες εξειλήφασιν, αντί Θεού τα του Θεού σέβοντες, δια τούτο περιφρονητέον αλλ’ όσον χρήσιμον αυτών καρπούμενοι προς τε ζωήν και απόλαυσιν, όσον επικίνδυνον διαφεύγομεν ού τω Κτίστη την κτίσιν επανιστάντες κατά τους άφρονας, αλλ’ εκ των δημιουργημάτων τον Δημιουργόν καταλαμβάνοντες, και, ό φησιν ο θείος Απόστολος, αιχμαλωτίζοντες παν νόημα εις Χριστόν˙ ως δε και πυρός, και τροφής, και σιδήρου, και των άλλων, ουδέν καθ’ εαυτό χρησιμώτατον ίσμεν, ή βλαβερώτατον, άλλ’ όπως αν δοκή τοις χρωμένοις˙ ήδη δε και των ερπυστικών θηρίων έστιν, ά τοις προς σωτηρίαν φαρμάκοις συνεκεράσαμεν˙ ούτω και τούτων, το μεν εξεταστικόν τε και θεωρητικόν, εδεξάμεθα˙ όσον δε εις δαίμονας φέρει, και πλάνην, και απωλείας βυθόν, διεπτύσαμεν˙ ότι μη κάν τούτων προς θεοσέβειαν ωφελήμεθα, εκ του χείρονος το κρείττον καταμαθόντες, και την ασθένειαν εκείνων, ισχύν του καθ’ ημάς λόγου πεποιημένοι. Ούκουν ατιμαστέον την παίδευσιν, ότι τούτο δοκεί τισιν˙ αλλά σκαιούς και απαιδεύτους υποληπτέον τους ούτως έχοντας, οι βούλοιντ’ αν άπαντας είναι καθ’ εαυτούς, ίν’ εν τω κοινώ το κατ’ αυτούς κρύπτηται, και τους της απαιδευσίας ελέγχους διαδιδράσκωσιν. Επεί δε τούτο αποθέμεθα και ανωμολογησάμεθα, φέρε τα κατ’ αυτόν θεωρήσωμεν.
                 Τα μεν δη πρώτα της ηλικίας υπό τω μεγάλω πατρί, όν κοινόν παιδευτήν αρετής ο Πόντος τηνικαύτα προϋβάλλετο, σπαργανούται και διαπλάττεται πλάσιν την αρίστη τε και καθαρωτάτην, ήν ημερινήν ό θείος Δαβίδ καλώς ονομάζει, και της νυκτερινής αντίθετον. Υπό δη τούτω, και βίον και λόγον συναυξανομένους τε και συνανιόντας αλλήλοις, ο θαυμάσιος εκπαιδεύεται˙ ου Θετταλικόν τι και όρειον άντρον αυχών, ως αρετής εργαστήριον, ουδέ τινα Κένταυρον αλαζόνα των κατ’ αυτόν ηρώων διδάσκαλον, ουδέ πτώκας βάλλειν, ή κατατρέχειν νεβρών, ή θηρεύειν ελάφους, υπ’ αυτού διδασκόμενος, ή τα πολεμικά κράτιστος είναι, ή πωλοδαμνείν άριστα, τω αυτώ πόλω και διδασκάλω χρώμενος, ή μυελοίς ελάφων τε και λεόντων τοις μυθικοίς εκτρεφόμενος˙ αλλά την εγκύκλιον παίδευσιν παιδευόμενος, και θεοσέβειαν εξασκούμενος, και, συνελόντι φάναι, προς την μέλλουσαν τελειότητα δια των έξ αρχής μαθημάτων αγόμενος. Οι μεν γάρ, ή βίον μόνον, ή λόγον κατωρθωκότες, τω ετέρω δε λείποντες, ουδέν των ετεροφθάλμων εμοί δοκείν διαφέρουσιν, οις μεγάλη μεν η ζημία, μείζον δε το αίσχος ορώσι και ορωμένοις. Οις δε κατ’ αμφότερα ευδοκιμείν υπάρχει, και είναι περιδεξίοις, τούτοις και το είναι τελείοις, και βιοτεύειν μετά της εκείθεν μακαριότητος. Όπερ ούν εκείνω συμβέβηκεν εύ ποιούν οίκοθεν έχοντι της αρετής το παράδειγμα, προς ο βλέπων ευθύς άριστος ήν. Ώσπερ τους πώλους και τους μόσχους ορώμεν, ομού τη γενέσει ταις μητράσιν εαυτών παρασκαίροντας˙ ούτω και αυτός τω πατρί παραθέων εγγύθεν εν πωλικώ τω φρυάγματι, και των άκρων της αρετής κινημάτων, ού παραπολύ λειπόμενος˙ εί βούλει δε, κάν τη σκιαγραφία το μέλλον της αρετής κάλλος υποσημαίνων, και προ του καιρού της ακριβείας, τα της ακριβείας προχαραττόμενος.
                 Επεί δε ικανώς είχε της ενταύθα παιδεύσεως, έδει δ’ αυτόν μηδέν των καλών διαφυγείν, μηδέ τω φιλοπόνω της μελέσσης απολειφθήναι, συλλεγούσης εκ παντός άνθους τα χρησιμώτατα, επί την Καισαρέων πόλιν επείγεται, των τήδε μεθέξων παιδευτηρίων˙ ταύτην δε λέγω την περιφανή τε και ημετέραν (επεί και των εμών λόγων αύτη καθηγεμών και διδάσκαλος), την ούχ ήττον λόγων μητρόπολιν, ή των πόλεων ων υπέρκειται και καθ’ ών έχει την δυναστείαν˙ ήν εί τις του εν λόγοις κράτους αποστερήσετεν αφηρηκώς έσται αυτό το κάλλιστόν τε και ιδικώτατον. Άλλα μεν γάρ των πόλεων άλλοις αγάλλονται καλλωπίσμασιν, ή παλαιοίς ή νέοις, όπως αν οίμαι, των διηγημάτων έχωσιν, ή των ορωμένων˙ τη δε, λόγοι το γνώρισμα, ώσπερ εν τοις όπλοις ή τοις δράμασι τα επίσημα. Τα δε εξής αυτοί διηγείσθωσαν, οι και παιδεύσαντες τον άνδρα παρ’ εαυτοίς, και της παιδεύσεως απολαύσαντες˙ όσος μεν ήν διδασκάλοις, όσος δε ήλιξι, τοις μεν παρεκτεινόμενος, τους δε υπεραίρων κατά πάν είδος παιδεύσεως˙ όσον κλέος εντός ολίγου χρόνου παρά πάσιν ηνέγκατο, και τοις εκ του δήμου, και τοις πρώτοις της πόλεως˙ μεν της ηλικίας την παίδευσιν, μείζω δε της παιδεύσεως την του ήθους πήξιν επ δεικνύμενος˙ ρήτωρ εν ρήτορσι, και προ των σοφιστικών θρόνων˙ φιλόσοφος εν φιλοσόφοις, και προ των εν φιλοσοφία δογμάτων˙ το μέγιστον, ιερεύς Χριστιανοίς, και προ της ιεροσύνης˙ τοσούτον ήν αυτώ το παρά πάντων συγκεχωρηκός εν άπασιν. Τω δε λόγοι μεν το πάρεργον ήσαν, τοσούτον έξ αυτών δρεπομένω, όσοι εις την καθ’ ημάς φιλοσοφίαν συνεργούς έχειν˙ επειδή δει και της εν τούτοις δυνάμεως προς την των νοουμένων δήλωσιν˙ κίνημα γάρ ναρκώντων εστί, νούς ανεκλάλητος. Φιλοσοφία δε η σπουδή, και το ραγήναι κόσμου, και μετά Θεού γενέσθαι τοις κάτω τα άνω πραγματευόμενον, και τοις αστάτοις και ρέουσι τα εστώτα και μένοντα κατακτώμενον.
                 Εντεύθεν επί το Βυζάντιον, την προκαθεζομένην της Εώας πόλιν (και γαρ ηυδοκίμει σοφιστών τε και φιλοσόφων τοις τελεωτάτοις, ών εν βραχεί χρόνω τα κράτιστα συνελέξατο τάχε τε και μεγέθει φύσεως)˙ εντεύθεν, επί το των λόγων έδαφος τας Αθήνας υπό του Θεού πέμπτεται, και της καλής περί την παίδευσιν απληστίας˙ Αθήνας τας χρυσάς όντως εμοί, και των καλών προξένους, είπερ τινί. Εκείναι γάρ μοι τον άνδρα τούτον εγνώρισαν τελεώτερον, ουδέ πριν αγνοούμενον˙
και λόγοις επιζητών, ευδαιμονίαν εκομισάμην˙ και τρόπον έτερον ταυτό πέπονθα τω Σαούλ, ός τας όνους του πατρός επιζητών, βασιλείαν εύρατο, μείζον του έργου το πάρεργον εμπορευσάμενος. Το μεν δη μέχρι τούτων εύδρομος ημίν ο λόγος, και δια λείας της οδού φέρων, και άγαν ευπόρου, και βασιλικής όντως των του ανδρός εγκωμίων˙ το δ’ εντεύθεν, ούκ οίδ’ ό τι τω λόγω χρήσωμαι, και ποι τράπωμαι˙ έχει γάρ τε και πρόσαντες ημίν ο λόγος. Ποθώ μεν γάρ ενταύθα του λόγου γενόμενος, και του καιρού τούτου λαβόμενος, και των κατ’ εμαυτόν τι προσθείναι τοις ειρημένοις, και μικρόν τε προσδιατρίψαι τω διηγήματι, όθεν τε και όπως ημίν, κάκ τίνος της αρχής συνέστη το της φιλίας, είτουν συμπνοίας και συμφυΐας, εί χρη προσειπείν οικειότερον. Φιλεί γάρ ούτε όψις ραδίως αναχωρείν των τερπνών θεαμάτων, κάν αφέλκη τις βία, προς αυτά πάλιν φέρεσθαι˙ ούτε λόγος των ηδίστων διηγημάτων. Δέδοικα δε το φορτικόν της εγχειρήσεως. Πειράσομαι μεν ούν, ως οίον τε μετρίως, τούτο ποιείν. Αν δ’ άρα τι και βιαζώμεθα υπό του πόθου, συγγνώμη τω πάθει πάντων παθών όντι δικαιοτάτω, και ό μη παθείν η ζημία τοίς γε νούν έχουσι.
                  Είχον ημάς Αθήναι, καθάπερ τι ρεύμα ποτάμιον, από μιας σχισθέντας πηγής της πατρίδος, είς διάφορον υπερορίαν και έρωτα της παιδεύσεως, και πάλιν εις το αυτό συνελθόντας, ώσπερ από συνθήματος, ούτω Θεού κινήσαντος. Είχον δε μικρώ μεν εμέ πρότερον˙ τον δ’ ευθύς μετ’ εμέ, μετά πολλής προδεχθέντα και περιφανούς της ελπίδος. Και γαρ εν πολλών γλώσσαις έκειτο πριν επιστή˙ και μέγα εκάστοις ήν προκαταλαβείν το σπουδαζόμενον. Ουδέν δε οίον και ήδυσμά τι προσθείναι τω λόγω μικρόν αφήγημα, τοις μεν εισόσιν, υπόμνησιν, τοις δε αγνοούσι, διδασκαλίαν. Σοφιστομανούσιν Αθήνησι των νέων οι πλείστοι και αφρονέστεροι˙ ού των αγεννών μόνον και των ανωνύμων, άλλ’ ήδη και των εύ γεγονότων και περιφανεστέρων, άτε πλήθος σύμμικτον όντες, και νέοι, και δυσκάθεκτοι ταις ορμαίς. Όπερ ούν πάσχοντας έστιν ιδείν, περί τας αντιθέτους ιπποδρομίας, τους φιλίππους τε και φιλοθεάμονας˙ πηδώσι, βοώσιν, ουρανώ πέμπουσι κόνιν, ηνιοχούσι καθήμενοι, παίουσι τον αέρα, τους ίππους δη τοις δακτύλοις, ως μάστιξι, ζευγνύουσι, μεταζευγνύουσιν, ουδενός όντες κύριοι˙ αντιδιδόασιν αλλήλοις ραδίως ηνιόχους, ίππους, ιπποστασίας, στρατηγούς. Και ταύτα τίνες; Οι πένητες πολλάκις και άποροι, και μηδ’ αν εις μίαν ημέραν τροφής ευπορήσαντες˙ τούτο και αυτοί πάσχουσιν ατέχνως περί τους εαυτών διδασκάλους, και αντιτέχνους, όπως πλείους τε ώσιν αυτοί, κακείνους ευπορωτέρους ποιώσι δι’ εαυτών σπουδήν έχοντες˙ και το πράγμά εστιν επιεικώς άτοπον και δαιμόνιον. Προκαταλαμβάνονται πόλεις, οδοί, λιμένες, ορών και άκρα, πεδία, εσχατιαί, ουδέν ό τι μη της Αττικής μέρος, ή της λοιπής Ελλάδος, αυτών των οικητόρων οι πλείστοι˙ και γάρ τούτους μεμερισμένους ταις σπουδαίς έχουσιν.
                  Επεί δ’ αν ούν τις επιστή των νέων, και εν χερσί γένηται των ελόντων ( γίνεται δε, ή βιασθείς, ή εκών), νόμος αυτός εστιν αυτοίς Αττικός, και παιδιά σπουδή σύμμικτος˙ Πρώτον μεν ξεναγείται παρά τινι των προειληφότων, ή φίλων, ή συγγενών, ή των εκ της αυτής πατρίδος, ή των όσοι περιττοί τα σοφιστικά, και προσαγωγοί των λημμάτων, καντεύθεν μάλιστα δια τιμής εκείνοις˙ επεί και τούτο μισθός εστιν αυτοίς των σπουδαστών τυγχάνειν. Έπειτα ερεσχελείται παρά του βουλομένου παντός˙ βούλεται δε αυτοίς, οίμαι, τούτο των νεηλύδων συστέλλειν το φρόνημα, και υπό χείρα σοφών απ’ αρχής άγειν. Ερεσχελείται  δε, παρά μεν των, θρασύτερον˙ παρά δε των, λογικώτερον, όπως αν αγροικίας, ή αστειότητος έχη. Και το πράγμα, τοις μεν αγνοούσι λίαν φοβερόν και ανήμερον, τοις δε προειδόσι και μάλα ηδύ και φιλάνθρωπον. Πλείων γάρ εστιν η ένδειξις, ή το έργον των απειλουμένων. Έπειτα πομπεύει δια της αγοράς, επί το λουτρόν προαγόμενος. Η πομπή δε˙ Διατάξαντες εαυτούς στοιχηδόν κατά συζυγίαν εκ διαστήματος, οι τελούντες τω νέω την πρόοδον, επί το λουτρόν προπέμπουσιν. Επειδάν δε πλησιάσωσι, βοή τε πολλή και εξάλμασι χρώμενοι, καθάπερ ενθουσιώντες (κελεύει δε η βοή, μη προβαίνειν, άλλ’ ίστασθαι, ως του λουτρού σφας ού παραδεχομένου)˙ και άμα των θυρών αρασσομένων, πατάγω τον νέον φοβήσαντες, είτα την είσοδον συγχωρήσαντες, ούτως ήδη την ελευθερίαν διδόασιν, ομότιμον εκ του λουτρού, και ως αυτών ένα δεχόμενοι˙ και τούτο εστιν αυτοίς της τελετής το τερπνότατον, η ταχίστη των λυπούντων απαλλαγή και κατάλυσις. Τότε τοίνυν εγώ τον εμόν και μέγα Βασίλειον, ούκ αυτός δι’ αιδούς ήγον μόνον, το τε του ήθους στάσιμον καθορών, και το εν λόγοις καίριον, αλλά και τους άλλους έπειθον ομοίως έχειν, όσοι των νέων αγνοούντες τον άνδρα ετύγχανον. Τοις γαρ πολλοίς ευθύς αιδέσιμος ήν ακοή προκατειλημμένος. Έξ ού τι γίνεται; Μόνος σχεδόν των επιδημούντων, τον κοινόν διέφυγε νόμον, κρείττονος ή κατά νέηλυν αξιωθείς της τιμής.
                  Τούτο υμίν της φιλίας προοίμιον˙ εντεύθεν ο της συναφείας σπινθήρ˙ ούτως επ’ αλλήλοις ετρώθημεν. Έπειτα συνηνέχθη τι και τοιούτον˙ ουδέ γαρ τούτο παραλιπείν άξον˙ Ούχ απλούν γένος ευρίσκω τους Αρμενίους, αλλά και λίαν κρυπτόν τι και ύφαλον. Τότε τοίνυν των εκ πλείονος αυτώ συνήθων και φίλων τινές, έτ’ εκ του πατρός και της άνωθεν εταιρίας (και γάρ εκείνης της διατριβής όντες ετύγχανον), προσιόντες αυτώ μετά φιλικού πλάσματος (φθόνος δε ήν, ούκ εύνοια το προσάγον), επηρώτων τε αυτόν, φιλονείκως μάλλον ή λογικώς και υποκλίνειν εαυτοίς επειρώντο δια της πρώτης επιχειρήσεως, την τε άνωθεν του ανδρός ευφυΐαν ειδότες, και την τότε τιμήν ού φέροντες.
Δεινόν γαρ είναι, εί προειληφότες τους τρίβωνας, και λαρυγγίζειν προμελετήσαντες, μη πλέον έχοιεν του ξένου τε και νεήλυδος. Εγώ δε ο φιλαθήναιος και μάταιος (ου γαρ ησθόμην του φθόνου, πιστεύων τω πλάσματι), ήδη κλινομένων αυτών, και τα νώτα μεταβαλλόντων (και γαρ εζηλοτύπουν το των Αθηνών κλέος εν εκείνοις καταλυθήναι, και τάχιστα περιφρονηθήναι), υπήρειδόν τε τους νεανίας επανάγων τον λόγον, και την παρ’ εμαυτού ροπήν χαριζόμενος (δύναται δε και η μικρά προσθήκη το πάν εν τοιούτοις), «ίσας υσμίνη τας κεφαλάς», το του λόγου, κατέστησα. Ως δε το της διαλέξεως έγνων απόρρητον, ουδέ καθεκτόν έτι τυγχάνον, αλλά σαφώς ήδη παραγυμνούμενον, εξαίφνης μεταβαλών, πρύμναν τε εκρουσάμην, εκείνω θέμενος, και ετεραλκέα την νίκην εποίησα. Ο δε ήσθη τε αυτίκα τω γενομένω (και γαρ ήν αγχίνους, εί και τις άλλος), και προθυμίας πλησθείς, ίνα τελέως αυτόν καθομηρίσω, έφεπε κλονέων τω λόγω τους γεννάδας εκείνους, και παίων συλλογισμοίς, ου πριν ανήκεν, ή τελέως τρέψασθαι, και το κράτος καθαρώς αναδήσασθαι. Ούτος δεύτερος ημίν της φιλίας, ούκ έτι σπινθήρ, άλλ’ ήδη πυρσός ανάπτεται περιφανής και αέριος.
                  Οι μεν ούν ούτως απήλθον άπρακτοι, πολλά μεν της προπετείας εαυτοίς καταμεμψάμενοι, πολλά δε της επιβουλής εμοί δυσχεράναντες, ως και φανεράν έχθραν ομολογήσαι, και προδοσίαν επικαλείν, ούκ εκείνων μόνον, αλλά και αυτών Αθηνών˙ ως δια της πρώτης πείρας εληλεγμένων, και ησχυμμένων υφ’ ενός ανδρός, και ταύτα μηδέ του θαρρείν καιρόν έχοντος. Ο δε (και γαρ ανθρώπινον το πάθος, όταν μεγάλα ελπίσαντες αθρόως τοις ελπισθείσιν εντύχωμεν, ελάττω της δόξης οράν τα φαινόμενα), τούτο και αυτός πάσχων, εσκυθρώπαζεν, εδυσφόρει, της επιδημίας εαυτόν επαινείν ούκ είχεν. Εζήτει το ελπισθέν˙ κενήν μακαρίαν τας Αθήνας ωνόμαζεν. Ο μεν δη ταύτα˙ εγώ δε της λύπης αφήρουν το πλείστον, και λογικώς συγγινόμενος και κατεπάδων τοις λογισμοίς˙ και, όπερ ήν αληθές, ούτε ήθος ανδρός ευθύς αλωτόν είναι, λέγων, ότι μη χρόνω πολλώ και συνουσία τελεωτέρα, ούτε παίδευσιν τοις πειρωμένοις, έξ ολίγων τε και εν ολίγω γνωρίζεσθαι. Όθεν επανήγον αυτόν εις το εύθυμον, και πείραν διδούς και λαμβάνων, πλέον εμαυτώ συνέδησα.
                   Ως δε, προϊόντος του χρόνου, τον πόθον αλλήλοις καθωμολογήσαμεν, και φιλοσοφίαν είναι το σπουδαζόμενον, τηνικαύτα ήδη τα πάντα ήμεν αλλήλοις, ομόστεγοι, ομοδίαιτοι, συμφυείς, το εν βλέποντες, αεί τον πόθον αλλήλοις συναύξοντες θερμότερόν τε και βεβαιότερον. Οι μεν γάρ των σωμάτων έρωτες, επειδή ρεόντων εισί, και ρέουσιν ίσα και ηρινοίς άνθεσιν. Ούτε γάρ φλόξ μένει, της ύλης δαπανηθείσης, αλλά τω ανάπτοντι συναπέρχεται, ούτε πόθος υφίσταται, μαραινομένου του υπεκκαύματος. Οι δε κατά Θεόν τε και σώφρονες, επειδή πράγματος εστώτός εισί, δια τούτο και μονιμώτεροι, και όσω πλέον αυτοί το κάλλος φαντάζεται, τοσούτω μάλλον εαυτώ τε και αλλήλοις συνδεί τους των αυτών εραστάς. Ούτος του υπέρ ημάς έρωτος νόμος. Αισθάνομαι μεν ούν έξω του καιρού και του μέτρου φερόμενος, και ούκ οιδ’ όπως εις τούτους εμπίπτω τους λόγους, ούκ έχω δ’ όπως εμαυτόν επίσχω του διηγήματος. Αεί γάρ μοι το παρεθέν αναγκαίον φαίνεται και κρείττον του προληφθέντος. Καν με τις απάγη του πρόσω τυραννικώς, το των πολυπόδων πείσομαι, ών της θαλάσσης εξελκομένων, προσέξονται ταις κοτύλαις αι πέτραι, και ου πριν αφεθήσονται, ή παρ’ αλλήλων προσλαβείν εκ της βίας. Εί μεν ούν συγχωρήσοι τις, έχω το ζητούμενον˙ εί δε μη, παρ’ εμαυτού λήψομαι.
                 Ούτω δη τα προς αλλήλους έχοντες, και τοιαύτας υποστήσαντες ευτειχεί θαλάμω χρυσέας κίονας, ό φησι Πίνδαρος, ούτως ήειμεν εις το πρόσω, Θεώ και πόθω συνεργοίς χρώμενοι. Ώ! πώς αδακρυτί την τούτων ενέγκω μνήμην; Ίσαι μεν ελπίδες ήγον ημάς, πράγματος επιφθονωτάτου, των λόγων˙ φθόνος δε απήν, ζήλος δε εσπουδάζετο. Αγών δε αμφοτέροις, ούχ όστις αυτός το πρωτείον έχοι, άλλ’ όπως τω ετέρω τούτου παραχωρήσειεν˙ το γάρ αλλήλων ευδόκιμον ίδιον εποιούμεθα. Μία μεν αμφοτέροις εδόκει ψυχή, δύο σώματα φέρουσα. Και εί το πάντα εν πάσι κείσθαι, μη πειστέον τοις λέγουσιν˙ άλλ’ ημίν γε πειστέον, ως εν αλλήλοις, και παρ’ αλλήλοις εκείμεθα. εν δ’ αμφοτέροις έργον, η αρετή, και το ζήν προς τας μελλούσας ελπίδας, πριν ενθένδε απελθείν, ενθένδε μεθισταμένοις. Προς ό βλέποντες, και βίον και πράξιν άπασαν απηυθύνομεν, παρά τε της εντολής ούτως αγόμενοι, και αλλήλοις την αρετήν παραθήγοντες και, εί μη μέγα εμοί τούτο ειπείν, κανόνες όντες αλλήλοις και στάθμαι, οις το ευθές, και μη, διακρίνεται. Εταίρων τε γάρ ωφελούμεν, ού τοις ασελγεστάτοις, αλλά τοις σωφρονεστάτοις˙ ουδέ τοις μαχιμωτάτοις, αλλά τοις ειρηνικωτάτοις, και οίς συνείναι λυσιτελέστατον˙ ειδότες, ότι κακίας ράον μεταλαβείν, ή αρετής μεταδούναι˙ επεί και νόσου μετασχείν μάλλον, ή υγίειαν χαρίσασθαι. Μαθημάτων δε ού τοις ηδίστοις πλέον, ή τοις καλλίστοις εχαίρομεν˙ επειδή καντεύθεν έστιν, ή προς αρετήν τυπούσθαι τους νέους, ή προς κακίαν.
                 Δύο μεν εγνωρίζοντο ημίν οδοί˙ η μεν πρώτη και τιμιωτέρα, η δε Δευτέρα και ού του ίσου λόγου˙ ή τε προς τους ιερούς ημών οίκους, και τους εκείσε διδασκάλους φέρουσα, και η προς έξωθεν παιδευτάς. Τας άλλας δε τοις βουλομένοις παρήκαμεν, εορτάς, θέατρα, πανηγύρεις, συμπόσια. Ουδέν γάρ, οίμαι, τίμιον, ό μη προς αρετήν φέρει, μηδέ ποιεί βελτίους τους περί αυτό σπουδάζοντας. Άλλοις μεν ούν άλλαι προσηγορίαι τινές εισίν, ή πατρόθεν, ή οίκοθεν, εκ των ιδίων επιτηδευμάτων, ή πράξεων˙ ημίν δε το μέγα πράγμα και όνομα, Χριστιανούς και έιναι και ονομάζεσθαι˙ ώ πλέον εφρονούμεν, ή τη στροφή της σφενδόνης ο Γύγης είπερ μη μύθος ήν έξ ής Λυδών ετυράννησεν˙ ή τω χρυσώ ποτε Μίδας, δι’ όν απώλετο επιτυχών της ευχής, και πάντα χρυσόν κτησάμενος˙ άλλος ούτος Φρύγιος μύθος. Τον γάρ Αβάριδος οϊστόν τι αν λέγοιμι του Υπερβορέου, ή τον Αργείον Πήγασον, οις ου τοσούτον ήν το δι’ αέρος φέρεσθαι, όσον ημίν προς θεόν αίρεσθαι δι΄αλλήλων, και συν αλλήλοις; Είπω τι συντομότερον˙ Βλαβεραί μεν τοις άλλοις Αθήναι, τα εις ψυχήν (ου γάρ φαύλως τούτο υπολαμβάνεται τοις ευσεβεστέροις) ˙ και γαρ πλουτούσι τον κακόν πλούτον, είδωλα, μάλλον της άλλης Ελλάδος, και χαλεπόν μη συναρπασθήναι τοις τούτων επαινέταις και συνηγόροις˙ ημίν δ’ ουδεμία παρά τούτων ζημία, την διάνοιαν πεπυκνωμένοις και πεφραγμένοις. Τουναντίον μέν ούν, εί τι χρή και παράδοξον ειπείν, εις την πίστιν εντεύθεν εβεβαιώθημεν, καταμαθόντες αυτών το απατηλόν και κίβδηλον, ενταύθα δαιμόνων καταφρονήσαντες, ού θαυμάζονται δαίμονες. Και εί τις έστιν, ή πιστεύεται ποταμός, δι’ άλμης ρέων γλυκύς, ή ζώον εν πυρί σκαίρον, ώ τα πάντα αλίσκεται, τούτο ήμεν ημείς εν πάσι τοις ήλιξι.
                 Και το κάλλιστον, ότι και φρατρία τις περί ημάς ούκ αγεννής ήν, εκείνω καθηγεμόνι παιδευομένη και αγομένη, και τοις αυτοίς χαίρουσα˙ εί και πεζοί παρά Λύδιον άρμα εθέομεν, τον εκείνου δρόμον και τρόπον˙ έξ ων υπήρξεν ημίν επισήμοις μεν είναι παρά τοις ημετέροις παιδευταίς και συμπράκτορσιν, επισήμοις δε παρά τη Ελλάδι πάση, και ταύτης μάλιστα τοις γνωριμωτάτοις. Ήδη δε και μέχρι της υπερορίας προήλθομεν, ως σαφές γέγονεν εκ πλειόνων των ταύτα διηγουμέων. Παρά τοσούτοις μεν γάρ οι ημέτεραι παιδευταί, παρ’ όσοις Αθήναι˙ παρά τοσούτοις δε ημείς, παρ’ όσοις οι παιδευταί, συνακουόμενοί τε αλλήλοις και συλλαλούμενοι, και ξυνωρίς ούκ ανώνυμος, και όντες παρ’ αυτοίς, και ακούοντες. Ουδέν τοιούτον αυτοίς οι Ορέσται και οι Πυλάδαι˙ ουδέν οι Μολιονίδαι, της Ομηρικής δέλτου το θαύμα, ούς κοινωνία συμφορών εγνώρισε, και το καλώς άρμα ελαύνειν, μεριζομένους εν ταυτώ ηνίας και μάστιγας. Αλλά γαρ έλαθον εμαυτόν, εις τους εμούς υπαχθείς επαίνους, ο μηδέ παρ’ ετέρου ποτέ τούτο δεξάμενος. Και θαυμαστόν ουδέν, εί κανταύθα της εκείνου φιλίας τι παραπέλαυσα, ώσπερ ζώντος εις αρετήν, ούτω μεταστάντος εις ευφημίαν. Άλλ’ επί την νύσσαν επαγαγέσθω πάλιν ημίν ο λόγος.
                 Τις μεν ούτω πολιός ήν την σύνεσιν, και προ της πολιάς; Επειδή τούτω και Σολομών το γήρας ορίζεται. Τις δε ούτως αιδέσιμος, ή παλαιοίς, ή νέοις, μη ότι των κατά τον αυτόν ημίν χρόνον, αλλά και των πλείστον προειληφότων; Τις μεν ήττον εδείτο λόγων, δια τον τρόπον; Τις δε μάλλον μετέσχε λόγου, και μετά του τρόπου; Ποίον μεν είδος ούκ επήλθε παιδεύσεως; Μάλλον δε, ποίον ού μεθ’ υπερβολής ως μόνον; Ούτω μεν άπαντα διελθών, ως ουδείς έν˙ ούτω δε εις άκρον έκαστον, ως τον άλλων ουδέν. Σπουδή γάρ ευφυΐα συνέδραμεν, έξ ων επιστήμαι και τέχναι το κράτος έχουσιν. Ήκιστα μεν τάχους φύσεως δια τόνον δεόμενος, ήκιστα δε τόνου δια τάχος˙ ούτω δ’ αμφότερα συλλαβών, και εις εν αγαγών, ώστε άδηλον είναι, ποτέρω τούτων εκείνος θαυμασιώτερος. Τις μέν ρητορικήν τοσούτος, την πυρός μένος πνέουσαν, εί και το ήθος αυτώ μη κατά ρήτορας ήν; Τις δε γραμματικήν, ή γλώσσαν εξελληνίζει, και ιστορίαν συνάγει, και μέτροις επιστατεί, και νομοθετεί ποιήμασιν; Τις δε φιλοσοφίαν, την όντως υψηλήν τε και άνω βαίνουσαν, όση τε πρακτική και θεωρητική, όση τε περί τας λογικάς αποδείξεις και αντιθέσεις έχει και τα παλαίσματα, ήν δη διαλεκτικήν ονομάζουσιν˙ ως ράον είναι τους λαβυρίνθους διεξελθείν, ή τας εκείνου των λόγων άρκυς διαφυγείν, εί τούτου δεήσειεν; Αστρονομίας δε, και γεωμετρίας, και αριθμών αναλογίας τοσούτον λαβών, όσον μη κλονείσθαι τοις περί ταύτα κομψοίς˙ το περιττόν διέπτυσεν, ως άχρηστον τοις ευσεβείν εθέλουσιν˙ ώστε μάλλον μεν το αιρεθέν του παρεθέντος εξείναι θαυμάζειν, μάλλον δε του αιρεθέντος το παρεθέν. Ιατρικήν μεν γαρ και η του σώματος αρρωστία, και νοσοκομία, φιλοσοφίας και φολοπονίας ούσαν καρπόν, αναγκαίαν αυτώ πεποιήκασιν˙ όθεν αρξάμενος, εις έξιν της τέχνης αφίκετο˙ και ταύτης ούχ όση περί το φαινόμενον έχει και κάτω κείμενον, άλλ’ όσον δογματικόν και φιλόσοφον. Αλλά τι ταύτα, καίπερ τηλικαύτα τυγχάνοντα, προς την εν τω ήθει του ανδρός παίδευσιν; Λήρος τοις του ανδρός πεπειραμένοις ο Μίνως εκείνος, και ο Ραδάμανθυς, ούς ασφοδελών λειμώνων και Ηλυσίων πεδίων ηξίωσαν Έλληνες, εν φαντασία του καθ’ ημάς παραδείσου γενόμενοι, εκ των Μωσαϊκών, οίμαι, βιβλίων και ημετέρων, εί και περί την κλήσίν τι διηνέχθησαν, εν άλλοις ονόμασι τούτο παραδηλώσαντες.
                  Είχε μεν ούν ούτω ταύτα, και πλήρης παιδεύσεως η φορτίς, ως γούν εφικτόν ανθρωπίνη φύσει – το γάρ επέκεινα Γαδείρων ού περατόν – έδει δε λοιπόν επανόδου και βίου τελεωτέρου, και του λαβέσθαι των ελπιζομένων ημίν και συγκειμένων. Παρήν η της εκδημίας ημέρα, και όσα της εκδημίας, εξιτήριοι λόγοι, προπόμπιοι, ανακλήσεις, οιμωγαί, περιπλοκαί, δάκρυα. Ουδέν γαρ ούτως ουδενί λυπηρόν, ως τοις εκείσε συννόμοις, Αθηνών, και αλλήλων τέμνεσθαι. Γίνεται δη τότε θέαμά τι ελεεινόν και ιστορίας άξιον. Περιστάντες ημάς ο των εταίρων και ηλίκων χορός, έστι δε ων και διδασκάλων, ουδ’ αν, εί τι γένοιτο, μεθήσειν έφασκον, αντιβολούντες, βιαζόμενοι, πείθοντες τι γαρ ου λέγοντες; Τι δ’ ού πράττοντες, ών τους αλγούντας εικός; Ενταύθα τι κατηγορήσω μεν εμαυτού, κατηγορήσω δε της θείας εκείνης και αλήπτου ψυχής, εί και τολμηρόν. Ο μεν γαρ, τας αιτίας ειπών της περί την επάνοδον φιλονεικίας, κρείττων ώφθη των κατεχόντων˙ και βία μεν, συνεχωρήθη δ’ ούν όμως την εκδημίαν. Εγώ δε υπελείφθην Αθήνησι˙ το μεν τι μαλακισθείς – ειρήσεται γαρ ταληθές,- το δε τι προδοθείς παρ’ εκείνου, πεισθέντος αφείναι μη αφιέντα, και παραχωρήσαι τοις έλκουσι. Πράγμα, πριν γενέσθαι, μη πιστευόμενον˙ γίνεται γαρ ώσπερ ενός σώματος είς δύο τομή, και αμφοτέρων νέκρωσις˙ ή μόσχων συντρόφων και ομοζύγων διάζευξις, γοερόν μυκωμένων επ’ αλλήλοις, και ου φερόντων την αλλοτρίωσιν. Ου μην μακρότερόν μοι το της ζημίας˙ ου γαρ ηνειχόμην επιπλείον ελλεινός οράσθαι, και πάσι λόγον υπέσχειν της διαστάσεως˙ άλλ’ επιμείναντά με ταις Αθήναις χρόνον ουχί συχνόν, ποιεί τον Ομηρικόν ίππον ο πόθος και τα δεσμά ρήξας των κατεχόντων, κροαίνω κατά πεδίων, και προς τον σύννομον εφερόμην.
                  Ως δ’ ούν επανήκαμεν, μικρά τω κόσμω και τη σκηνή χαρισάμενοι, και όσον τον των πολλών πόθον αφοσιώσασθαι – ου γαρ αυτοί γε είχομεν θεατρικώς, ουδ’ επιδεικτικώς – τάχιστα εγενόμεθα ημών αυτών, και τελούμεν είς άνδρας εξ αγενείων, ανδρικώτερον τη φιλοσοφία προσβαίνοντες˙ ου συν αλλήλοις μεν έτι – ού γαρ αφήκεν ο φθόνος –, τω πόθω δε συν αλλήλοις. Τον μεν γαρ η Καισαρέων κατέχει πόλις, ως τινα δεύτερον οικιστήν τε και πολιούχον˙ έπειτα εκδημίαι τινές, επειδή γε ημάς ούκ είχε, των αναγκαίων υπολαμβάνουσι, και ούκ από σκοπού της προκειμένης φιλοσοφίας. Εμέ δε πατέρων ευλάβεια, και γηροκομία, και συμφορών επανάστασις κατασχούσα, του ανδρός απήγαγεν˙ ού καλώς μεν ίσως, ουδέ δικαίως, απήγαγε δ’ ούν. Σκοπώ δε, ει μη καντεύθέν μοι πάσα η περί τον βίον ανωμαλία και δυσκολία συνέπεσε, και το προς την φιλοσοφίαν ούκ εύοδον, ουδέ της επιθυμίας και της υποθέσεως άξιον. Τα μεν ούν ημέτερα, όπη τω Θεώ φίλον, αγέσθω˙ άγοιτο δε ταις εκείνου πρεσβείαις άμεινον. Τον δε, η πολύτροπος του Θεού φιλανθρωπία, και περί το ημέτερον γένος οικονομία, δια πολλών των εν μέσω γνωρίσασα, και αεί λαμπρότερον αποδείξασα λαμπτήρα της Εκκλησίας προτίθησι περιφανή τε και περιβόητον, τοις ιεροίς του πρεσβυτερίου θρόνοις τέως εγκαταλέξασα, και, δια μιας της Καισαρέων πόλεως, τη οικουμένη πάση πυρσεύουσα. Και τίνα τρόπον; Ού σχεδιάσασα τον βαθμόν, ουδέ ομού τε πλύνασα και σοφίσασα, κατά τους πολλούς των νυν της προστασίας εφιεμένων˙ αλλά τάξει και νόμω πνευματικής αναβάσεως, της τιμής αξιώσασα.
                   Ούκ επαινώ γαρ εγώ την παρ’ ημίν αταξίαν και ακοσμίαν, έστιν ότε και εφ’ ών προεδρευόντων εν βήμασιν. Ού γαρ απάντων τολμήσω κατηγορείν, ουδέ δίκαιον. Επαινώ τον νηίτην νόμον, ός την κώπην πρότερον εγχειρίσας τω νυν κυβερνήτη, κακείθεν επί την πρώραν αγαγών, και πιστεύσας τα έμπροσθεν, ούτως επί των οιάκων καθίζει, μετά την πολλήν τυφθείσαν θάλασσαν, και την των ανέμων διασκεψιν. Ως δε καν τοις πολεμικοίς έχει˙ στρατιώτης, ταξίαρχος, στρατηγός. Αύτη η τάξις αρίστη και λυσιτελεστάτη τοις αρχομένοις. Το δ’ ημέτερον, πολλού αν ήν άξιον, ει ούτως είχε. Νύν δε κινδυνεύει, το πάντων αγιώτατον τάγμα, των παρ’ ημίν πάντων είναι καταγελαστότατον. Ου γαρ εξ αρετής μάλλον, ή κακουργίας, η προεδρία˙ ουδέ των αξιωτέρων, αλλά των δυνατωτέρων, οι θρόνοι. Σαμουήλ, εν προφήταις, ο τα έμπροσθεν βλέπων˙ αλλά και Σαούλ, ο απόβλητος. Ροβοάμ εν βασιλεύσιν, ο Σολομώντος˙ αλλά και Ιεροβοάμ, ο δούλος και αποστάτης. Και ιατρός μεν ουδείς, ουδέ ζωγράφος, όστις ου φύσεις αρρωστημάτων εσκέψατο πρότερον, ή πολλά χρώματα συνεκέρασεν, ή εμόρφωσεν˙ ο δε πρόεδρος ευρίσκεται ραδίως, μη πονηθείς, και πρόσφατος την αξίαν, ομού τε σπαρείς και αναδοθείς, ως ο μύθος ποιεί τους γίγαντας. Πλάττομεν αυθημερόν τους αγίους, και σοφούς είναι κελεύομεν τους ουδέν σοφισθέντας, ουδέ του βαθμού προεισενεγκόντας τι, πλην του βούλεσθαι. Και ο μεν στέργει την κάτω χώραν, και ταπεινώς έστηκεν, ο της υψηλής άξιος, και πολλά μεν τοις θείοις λόγοις εμμελετήσας, πολλά δε τη σαρκί νομοθετήσας εις υποταγήν πνεύματος˙ ο δε σοβαρώς προκαθέζεται, και την οφρύν αίρει κατά των βελτιόνων, και ούκ επιτρέμει τοις θρόνοις, ουδέ φρίσσει την όψιν, τον εγκρατή κάτω βλέπων˙ άλλ’ ομού τω κράτει, και σοφώτερον εαυτόν υπολαμβάνει, κακώς ειδώς, και το φρονείν υπό της εξουσίας αφηρημένος.
                  Άλλ’ ούχ ο πολύς ούτω και μέγας Βασίλειος˙ άλλ’ ώσπερ των άλλων απάντων, ούτω και του περί ταύτα κόσμου, τοις πολλοίς τύποις καθίσταται. Τας γαρ ιεράς πρότερον υπαναγινώσκων τω λαώ βίβλους, ο τούτων εξηγητής, και ταύτην ούκ απαξιώσας την τάξιν του βήματος, ούτως εν καθέδρα πρεσβυτέρων, ούτως εν επισκόπων αινεί τον Κύριον, ού κλέψας την εξουσίαν, ούδ’ αρπάσας, ουδέ διώξας την τιμήν, άλλ’ υπό της τιμής διωχθείς, ουδ’ ανθρωπίνην χάριν, άλλ’ εκ Θεού και θείαν δεξάμενος.  Ο μεν ούν της προεδρίας λόγος αναμεινάτω˙ τω δε της υφεδρίας μικρόν τι προσδιατρίψωμεν. Οίον γαρ με και τούτο μικρού παρέδραμεν, εν μέσω των ειρημένων κείμενον!
                  Εγένετό τις προς τον άνδρα διαφορά τω προ τούτου καθηγεμόνι της Εκκλησίας (το μεν όθεν, και όπως σιωπάν άμεινον, πλην εγένετο), ανδρί τάλλα μεν ούκ αγεννεί, και θαυμαστώ την ευσέβειαν, ως έδειξεν ο τότε διωγμός, και η προς αυτόν ένστασις, όμως δε τι παθόντι προς εκείνον ανθρώπινον. Άπτεται γαρ ου των πολλών μόνον, αλλά και των αρίστων ο μώμος, ως μόνον αν είναι του Θεού το παντελώς άπταιστον και ανάλωτον πάθεσι. Κινείται ούν έπ’ αυτόν της Εκκλησίας όσον έκκριτον και σοφώτερον˙ είπερ σοφώτεροι των πολλών, οι κόσμου χωρίσαντες εαυτούς, και τω Θεώ τον βίον καθιερώσαντες. Λέγω δε τους καθ’ ημάς Ναζιραίους, και περί τα τοιαύτα μάλιστα εσπουδακότας˙ οί δεινόν ποιησάμενοι το σφών κράτος παριδείν περιυβρισμένον και απωσμένον, πράγμα τολμώσιν επικινδυνότατον. Απόστασιν εννοούσι και ρήξιν του μεγάλου και αστασιάστου της Εκκλησίας σώματος, ούκ ολίγην και του λαού μοίραν παρατεμόμενοι, όση τε των κάτω, και όση των έπ’ αξίαις. Ράστον δε τούτο ήν εκ τριών των ισχυροτάτων. Ο τε γαρ ανήρ αιδέσιμος, ως ούκ οιδ’ εί τις άλλος των καθ’ ημάς φιλοσόφων, και ικανός θάρσος παρασχείν, είπερ εβούλετο, τω συστήματι. Τον τε λυπούνται δι’ υποψίας είχεν η πόλις, εκ της περί την κατάστασιν ταραχής, ως ούκ έννομον, ουδέ κανονικώς μάλλον, ή τυραννικώς την προστασίαν δεξάμενον. Και παρήσαν των δυτικών αρχιερέων τινές, μεθέλκοντες προς εαυτούς της Εκκλησίας όσον ορθόδοξον.
                  Τις ούν γαρ γεννάδας εκείνος, και του ειρηνικού μαθητής; Ούτε γαρ αντιτείνειν είχε προς τους υβριστάς, ή τους σπουδαστάς, ουδέ προς αυτού το μάχεσθαι, ή διασπάν το σώμα της Εκκλησίας, και άλλως πολεμουμένης, και σφαλερώς διακειμένης, υπό της τότε των αιρετικών δυναστείας. Και άμα συμβούλοις ημίν περί τούτου χρησάμενος και παραινέταις γνησίοις, φυγάς ενθένδε συν ημίν προς τον Πόντον μεταχωρεί, και τοις εκείσε φροντιστηρίοις επιστατεί, αυτός δε καθιστά τι μνήμης άξιον, και την έρημον ασπάζεται μετά Ηλίου και Ιωάννου, των πάνυ φιλοσόφων˙ τούτο λυσιτελείν αυτώ μάλλον ηγούμενος, ή τι διανοηθήναι περί των παρόντων της εαυτού φιλοσοφίας ανάξιον, και διαφθείρειν εν ζάλη την εν γαλήνη των λογισμών κυβέρνησιν. Καίπερ δε ούτω φιλοσόφου και θαυμασίας ούσης της αναχωρήσεως, κρείττω και θαυμασιωτέραν ευρήσομεν την επάνοδον. Έσχε γαρ ούτως.
                  Εν τούτοις όντων ημών, εξαίφνης εφίσταται νέφος χαλάζης πλήρες και τετριγός ολέθριον, πάσαν εκτρίψαν Εκκλησίαν, καθ’ ής ερράγη, και όσην επέλαβε˙ βασιλεύς ο φιλοχρυσότατος και μισοχριστότατος, και δύο τα μέγιστα ταύτα νοσών, απληστίαν και βλασφημίαν˙ ο μετά τον διώκτην, διώκτης, και μετά τον αποστάτην, ούκ αποστάτης μεν, ουδέν δε αμείνων Χριστιανοίς, μάλλον Δε Χριστιανών τω ευσεβεστάτω μέρει, και καθαρωτάτω, και προσκυνητή της Τριάδος, ήν δη μόνην ευσέβειαν εγώ καλώ, και δόξαν σωτήριον. Ου γαρ θεότητα ταλαντεύομεν, ουδέ την μίαν απρόσιτον φύσιν αποξενούμεν εαυτής, εκφύλοις αλλοτριότησιν, ουδέ κακώ το κακόν ιώμεθα, την άθεον Σαβελλίου συναίρεσιν ασεβεστέρα διαιρέσει και κατατομή λύοντες˙ ήν Άρειος νοσήσας, ο της μανίας επώνυμος, το πολύ της Εκκλησίας διέσεισε και διέφθειρεν˙ ούτε τον Πατέρα τιμήσας, και ατιμάσας τα εξ αυτού, δια των ανίσων βαθμών της θεότητος. Αλλά μίαν μεν δόξαν Πατρός γινώσκομεν, την ομοτιμίαν του Μονογενούς˙ μίαν δε Υιού, την του Πνεύματος. Και ό τι αν των τριών κάτω θώμεν, το παν καθαιρείν νομίζομεν˙ τρία μεν ταις ιδιότησιν, εν δε τη θεότητι σέβοντες και γινώσκοντες. Ών ουδέν εννοών εκείνος, ουδέ άνω βλέπειν δυνάμενος, άλλ’ υπό των αγόντων αυτόν ταπεινούμενος, συνταπεινούν ετόλμησεν εαυτώ και φύσιν θεότητος˙ και κτίσμα γίνεται πονηρόν, είς δουλείαν κατάγων την δεσποτείαν, και μετά της κτίσεως τιθείς την άκτιστον φύσιν και υπέρχρονον.
                   Ο μεν ούν ούτω φρονών, και μετά τοιαύτης ημίν επιτροπεύει της ασεβείας. Ού γαρ άλλο τι, ή βαρβαρικήν καταδρομήν τούτο υποληπτέον, καθαιρούσαν, ού τείχη, και πόλεις, και οικίας, ουδέ τι των μικρών και χειροποιήτων, και αύθις ανορθουμένων, αλλά τας ψυχάς αυτάς κατασύρουσαν. Συνεισβάλλει δε αυτώ και στρατός άξιος, οι κακοί των Εκκλησιών ηγεμόνες, οι πικροί τετράρχαι της υπ’ αυττόν οικουμένης˙ οί το μέν έχοντες ήδη των Εκκλησιών, τω δε προσβάλλοντες, το δε ελπίζοντες εκ της του βασιλέως ροπής και χειρός, της μεν επαγομένης, της δε απειλουμένης, ήκον και την ημετέραν καταστρεψόμενοι, ουδενί τοσούτον θαρρείν έχοντες των απάντων, όσον τη των προειρημένων μικροψυχία, και απειρία του τηνικαύτα ημών προεδρεύοντος, και τοις εν ημίν αρρωστήμασιν. Ο μεν ούν αγών πολύς˙ η δε προθυμία των πλείστων ούκ αγεννής, η δε παράταξις ασθενής, ούκ έχουσα τον προαγωνιστήν και τεχνίτην υπέρμαχον εν δυνάμει λόγου και Πνεύματος. Τι ούν η γενναία και μεγαλόφρων εκείνη ψυχή, και όντως φιλόχριστος; Ουδέ πολλών εδεήθη λόγων προς το παρείναι και συμμαχείν˙ άλλ’ ομού τε είδεν ημάς πρεσβεύοντας – κοινός γαρ ήν ό αγών αμφοτέροις ως του λόγου προβεβλημένος -, και της πρεσβείας ηττήθη˙ και διελθών άριστα παρ’ εαυτώ και φιλοσοφώτατα τοις του Πνεύματος λογισμοίς, άλλον μεν είναι μικροψυχίας καιρόν – έτι και τοιούτον έδει παθείν τον της αδείας -, άλλον δε μακροθυμίας, τον της ανάγκης˙ ευθύς του Πόντου μεθ’ ημών απανίσταται, και ζηλοτυπεί την αλήθειαν κινδυνεύουσαν, και γίνεται σύμμαχος εθελοντής, και τη μητρί φέρων εαυτόν τη Εκκλησία δίδωσιν.
                  Άρ’ ούν προεθυμήθη μεν ούτως, ηγώνισται δε της προθυμίας έλαττον; ή διαγωνίζεται μεν ανδρικώς, ού συνετώς δε; ή πεπαιδευμένως μεν, ακινδύνως δε; ή πάντα μεν ταύτα τελείως και υπέρ λόγον, υπελείπετο δε τι της μικροψυχίας εν εαυτώ λείψανον; Ουδαμώς. Άλλ’ ομού τα πάντα καταλλάττεται, βουλεύεται, παρατάττεται˙ λύει τα εν τω μέσω σκώλα και προσκόμματα, και οις εκείνοι θαρρούντες καθ’ ημών εστρατεύσαντο. Το μεν προσλαμβάνει, το δε κατέχει, το δε αποκρούεται. Γίνεται τοις μεν τείχος οχυρόν και χαράκωμα˙ τοις δε πέλεκυς κόπτων πέτραν, ή πύρ εν ακάνθαις, ό φησιν η θεία Γραφή, ραδίω, αναλίσκον τους φρυγανώδεις και υβριστάς της Θεότητος. Εί δε τι και Βαρνάβας, ο ταύτα λέγων και γράφων, Παύλω συνηγωνίσατο, Παύλω χάρις τω προελομένω, και συνεργόν ποιησαμένω του αγωνίσματος.
                 Οι μεν ούν ούτως απήλθον άπρακτοι, και κακοί κακώς τότε πρώτον αισχυνθέντες και ηττηθέντες, και μαθόντες μη ραδίως Καππαδοκών καταφρονείν, ει και πάντων ανθρώπων˙ ών ουδέν ούτως ίδιον, ως το της πίστεως αρραγές, και προς την Τριάδα πιστόν και γνήσιον˙ παρ’ ής και το ηνώσθαι και το ισχύειν αυτοίς, ά βοηθούσι βοηθουμένοις, μάλλον δε, πολλώ κρείττω και ισχυρότερα. Τω δε τι δεύτερον έργον και σπούδασμα γίνεται, θεραπεύειν τον πρόεδρον, λύειν την υποψίαν, πείθειν πάντας ανθρώπους, ως ά μέν λελύπητο, πείρά τις ήν του πονηρού και πάλη ταις είς το καλόν ομονοίας βασκαίνοντος˙ αυτός δε ήδει νόμους ευπειθείας και πνευματικής τάξεως. Δια τούτο παρήν, εσόφιζεν, υπήκουεν, ενουθέτει, πάντα ήν αυτώ, σύμβουλος αγαθός, παραστάτης δεξιός, των θείων εξηγητής, των πρακτέων καθηγητής, γήρως βακτηρία, πίστεως έρεισμα, των ένδον ο πιστότατος, των εκτός ο πρακτικώτατος˙ ενί λόγω, τοσούτος εις εύνοιαν, όσος εις έχθραν το πριν ενομίζετο. Εντεύθεν αυτώ περιήν και το κράτος της Εκκλησίας, εί και της καθέδρας είχε τα δεύτερα. Την γαρ εύνοιαν εισφέρων, την εξουσίαν αντελάμβανε˙ και ήν θαυμαστή τις η συμφωνία, και η πλοκή του δύνασθαι. Ο μεν τον λαόν ήγεν, ο δε τον άγοντα˙ και οίον λεοντοκόμος τις ήν, τέχνη τιθασσεύων τον δυναστεύοντα. Και γαρ εδείτο, νεωστί μεν επί την καθέδραν τεθείς, έτι δε της κοσμικής ύλης τι πνέων, ούπω δε κατηρτισμένος εν τοις του Πνεύματος, πολλού δε του κλύδωνος περιζέοντος, και των επικειμένων της Εκκλησίας εχθρών, του χειραγωγούντος και υπερείδοντος. Δια τούτο και την συμμαχίαν ηγάπα, και κρατούντος εκείνου, κρατείν αυτός υπελάμβανε.
                  Της δε περί την Εκκλησίαν του ανδρός κηδεμονίας και προστασίας, πολλά μεν και άλλα γνωρίσματα˙ παρρησία προς άρχοντας, τους τε άλλους, και τους δυνατωτάτους της πόλεως˙ διαφορών λύσεις ούκ απιστούμεναι, άλλ’ υπό της εκείνου φωνής τυπούμεναι, νόμω τω τρόπω χρώμεναι˙ προστασίαι των δεομένων, αι μεν πλείους πνευματικαί, ούκ ολίγαι δε και σωματικαί – και γαρ και τούτο πολλάκις εις ψυχήν φέρει δι’ ευνοίας δουλούμενον – πτωχοτροφίαι, ξενοδοχίαι, παρθενοκομίαι˙ νομοθεσίαι μοναστών, έγγραφοί τε και άγραφοι˙ ευχών διατάξεις, ευκοσμίαι του βήματος, τα άλλα οίς αν ο αληθώς άνθρωπος του Θεού, και μετά Θεού τεταγμένος, λαόν ωφελήσειεν˙ εν δε, ό μέγιστόν τε και γνωριμώτατον. Λιμός ήν, και των πώποτε μνημονευομένων ο χαλεπώτατος˙ έκαμνε δε η πόλις, επικουρία δ’ ήν ουδαμόθεν, ουδέ τι φάρμακον της κακώσεως. Αι μέν γαρ παραλίαι τας τοιαύτας ενδείας ου χαλεπώς αναφέρουσι, διδούσαι τα παρ’ εαυτών, και τα παρά της θαλάσσης δεχόμεναι˙ τοις δ’ ηπειρώταις ημίν, και το περιττεύον ανόνητον και το ενδέον ανεπινόητον, ούκ έχουσιν όπως, ή διαθώμεθά τι των όντων, ή των ούκ όντων εισκομισόμεθα˙ και ο χαλεπώτατόν εστιν εν τοις τοιούτοις, ή των εχόντων αναλγησία και απληστία. Τηρούσι γαρ τους καιρούς, και καταπραγματεύονται της ενδείας, και γεωργούσι τας συμφοράς˙ ούτε, τω Κυρίω δανείζειν τον ελεούντα πτωχούς ακούοντες˙ ούδ’ ότι ο συνέχων σίτον δημοκατάρατος˙ ούτ’ άλλο ουδέν των ή τοις φιλανθρώποις επηγγελμένων, ή τοις απανθρώποις ηπειλημένων. Άλλ’ εισί του δέοντος απληστότεροι, και φρονούσι κακώς˙ εκείνοις μεν τα εαυτών, εαυτοίς δε τα του Θεού σπλάγχνα κλείοντες, ου και μάλλον χρήζοντες αγνοούσιν, ή αυτών έτεροι. Ταύτα μεν οι σιτώναι και σιτοκάπηλοι, και μήτε το συγγενές αιδούμενοι, μήτε περί το Θείον ευχάριστοι, παρ’ ού το έχειν αυτοίς, άλλων πιεζομένων.
                  Ο δε ύειν μεν ούκ είχεν άρτον εξ ουρανού δι’ ευχής, και τρέφειν εν ερήμω λαόν φυγάδα, ουδέ πυθμέσι πηγάζειν τροφήν αδάπανον κενώσει πληρουμένοις – ό και παράδοξον -, ίνα τρέφη τρέφουσαν εις φιλοξενίας αντίδοσιν˙ ουδέ πέντε άρτους εστιάν χιλιάδας, ών και τα λείψανα πολλών τραπεζών άλλη δύναμις. Ταύτα γαρ Μωϋσέως ήν, και Ηλίου, και του εμού Θεού, παρ’ ού κακείνοις το ταύτα δύνασθαι. Ίσως δε και των καιρών εκείνων, και της τότε καταστάσεως˙ επειδή τα σημεία τοις απίστοις, ού τοις πιστεύουσιν. Ά δε τούτοις εστίν ακόλουθα, και εις ταυτόν φέρει, ταύτα και διενοήθη και κατεπράξατο μετά της αυτής πίστεως. Λόγω γαρ τας των εχόντων αποθήκας ανοίξας και παραινέσεσι, ποιεί το της Γραφής˙ Διαθρύπτει πεινώσι τροφήν, και χορτάζει πτωχούς άρτων, και διατρέφει αυτούς εν λιμώ, και ψυχάς πεινώσας εμπίμπλησιν αγαθών. Και τίνα τρόπον; Ουδέ γαρ τούτο μικρόν εις προσθήκην. Συναγαγών γαρ εν ταυτώ τους λιμού τραυματίας, έστι δε ούς και μικρόν αναπνέοντας, άνδρας και γυναίκας, νηπίους, γέροντας, πάσαν ηλικίαν ελεεινήν, πάν είδος τροφής ερανίζων, όση τυγχάνει λιμού βοήθεια, έτνους τε πλήρεις προθείς λέβητας, και του ταριχευτού παρ’ ημίν όψου, και πένητας τρέφοντος. Έπειτα, την του Χριστού διακονίαν μιμούμενος, ός και λεντίω διαζωννύμενος, ούκ απηξίου νίιπτειν τους πόδας των μαθητών, και τοις εαυτού παισίν, είτουν συνδούλοις, προς τούτο συνεργοίς χρώμενος, εθεράπευε μεν τα σώματα των δεομένων, εθεράπευε δε τας ψυχάς, συμπλέκων τη χρεία το της τιμής, και ράους ποιών αμφοτέρωθεν.
                  Τοιούτος ήν ο νέος σιτοδότης ημίν, και δεύτερος Ιωσήφ˙ πλήν ότι και πλέον τι λέγειν έχομεν. Ο μεν γαρ καταπραγματεύεται του λιμού, και την Αίγυπτον εξωνείται τω φιλανθρώπω, τον της αφθονίας καιρόν εις τον του λιμού διαθέμενος, και τοις ετέρων ονείροις εις τούτο διαταττόμενος˙ ο δε προίκα χρηστός ήν, και της σιτοδείας επίκουρος απραγμάτευτος, προς εν ορών, τω φιλανθρώπω το φιλάνθρωπον κτήσασθαι, και των εκείθεν τυχείν αγαθών δια της ενταύθα σιτομετρίας. Ταύτα μετά της του λόγου τροφής, και της τελεωτέρας ευεργεσίας και διαδόσεως, της όντως ουρανίου και υψηλής˙ είπερ άρτος αγγέλων λόγος, ώ ψυχαί τρέφονται και ποτίζονται Θεόν πεινώσαι, και ζητούσαι τροφήν ού ρέουσαν, ουδ’ απιούσαν, άλλ’ αεί μένουσαν˙ ής σιτοδότης ήν εκείνος, και μάλα πλούσιος, ο πενέστατος ών ίσμεν και απορώτατος, ου λιμόν άρτων, ουδέ δίψαν ύδατος εξιώμενος, λόγου δε πόθον, του αληθώς ζωτικού και τροφίμου, και εις αύξησιν άγοντος πνευματικής ηλικίας τον καλώς τρεφόμενον.
                 εκ δη τούτων και των τοιούτων (τι γαρ δει πάντα λέγοντα διατρίβειν;) άρτι του φερωνύμου της ευσεβείας μετατεθέντος, και ταις εκείνου χερσίν ηδέως εναποψύξαντος, επί τον υψηλόν της επισκοπής θρόνον ανάγεται˙ ούκ αμογητί μεν, ουδέ άνευ βασκανίας και πάλης των τε της πατρίδος προεδρευόντων, και των πονηροτάτων της πόλεως εκείνοις συντεταγμένων. Πλήν έδει νικήσαι το Πνεύμα το άγιον˙ και μέντοι και νικά πολλή τη παρουσία. Κινεί γαρ εκ της υπερορίας τους χρίσοντας, άνδρας έπ’ ευσεβεία γνωρίμους και ζηλωτάς, και μετά τούτων τον νέον Αβραάμ και πατριάρχην ημέτερον, τον εμόν λέγω πατέρα, περί όν τι και συμβαίνει θαυμάσιον. Ού γαρ τω πλήθει των ετών μόνον εκλελοιπώς, αλλά και νόσω τετρυχωμένος, και προς ταις εσχάταις αναπνοαίς ών, κατατολμά της οδού, βοηθήσων τη ψήφω, και θαρσήσας τω Πνεύματι. Και τι σύντομον φθέγξομαι, νεκρός εντεθείς ως τάφω τινί τω φορείω, νέος επάνεισιν, ευσθενής, άνω βλέπων, ρωσθείς εκ της χειρός και της χρίσεως, ού πολύ δε ειπείν, ότι και της κεφαλής του χρισθέντος. Τούτο προσκείσθω τοις παλαιοίς διηγήμασιν, ότι πόνος υγείαν χαρίζεται, και προθυμία νεκροίς ανίστησι, και πηδά γήρας χρισθέν τω Πνεύματι.
                  Ούτω δε της προεδρίας αξιωθείς, ως, τους τοιτούτους μεν γεγονότας, τοιαύτης δε χάριτος τετυχηκότας, ούτω δε υπειλημμένους, εικός˙ ού κατήσχυνεν ουδενί των εξής, ή την εαυτού φιλοσοφίαν, ή τας των πεπιστευκότων ελπίδας˙ αλλά τοσούτον εαυτόν υπερβάλλων αεί, όσον προ τούτου τους άλλους εδείκνυτο, κάλλιστά τε και φιλοσοφώτατα περί τούτων διανοούμενος. Ηγείτο γαρ, ιδιώτου μεν αρετήν είναι, το μη κακόν είναι, ή τι και ποσώς αγαθόν. Άρχοντος δε και προστάτου κακίαν, και μάλιστα την τοιαύτην αρχήν, το μη πολύ των πολλών προέχειν, μηδέ αεί κρείττω φαίνεσθαι, μηδέ συμμετρείν τη αξία και τω θρόνω την αρετήν. Μόγις γαρ είναι τω άκρω του μέσου κατατυγχάνειν, και τω περιόντι της αρετής έλξειν τους πολλούς είς το μέτριον˙ μάλλον δε, ίνα τι φιλοσοφήσω περί τούτων άμεινον, όπερ επί του Σωτήρος εγώ θεωρώ, οίμοι δε και των σοφωτέρων έκαστος, ηνίκα μεθ’ ημών εγένετο, μορφωθείς το υπέρ ημάς και ημέτερον, τούτο κανταύθα συμβεβηκέναι λογίζομαι. Εκείνος τε γαρ προέκοπτε, φησίν, ώσπερ ηλικία, ούτω δη και σοφία και χάριτι˙ ού τω ταύτα λαμβάνειν αύξησιν (τι γαρ του απ’ αρχής τελείου γένοιτ’ αν τελεώτερον;) αλλά τω κατά μικρόν ταύτα παραγυμνούσθαι και παρεκφαίνεσθαι. Την τε του ανδρός αρετήν, ουχί προσθήκην, άλλ’ εργασίαν οίμαι μείζω τηνικαύτα λαμβάνειν, ύλη πλείονι τη εξουσία χρωμένην.
                 Πρώτον μεν εκείνο πάσι ποιεί φανερόν, ως ούκ ανθρωπίνης χάριτος ήν αυτώ˙ έργον, αλλά Θεού δώρον το δεδομένον δηλώσει δε και το ημέτερον. Οία γαρ μοι φιλοσοφούντι περί τον καιρόν εκείνον συνεφιλοσόφει! Των γαρ άλλων απάντων οιομένων και προσδραμείσθαί με τω γεγονότι, και περιχαρήσεσθαι (όπερ ετέρου και παθείν ίσως ήν), και συνδιανεμείσθαι την αρχήν μάλλον ή παραδυναστεύειν, και τη φιλία τούτο τεκμαιρομένων˙ επειδή το φορτικόν φεύγων εγώ, και γαρ εν άπασιν, είπερ άλλος τις, και άμα του καιρού το επίφθονον, άλλως τε και των κατ’ αυτόν ωδινόντων έτι και ταρασσομένων, οίκοι κατέμεινα, βία χαλινώσας τον πόθον. Μέμφεται μεν, συγγινώσκει δε. Και μετά τούτο επιστάντα μεν, την δε της καθέδρας τιμήν ού δεξάμενον, της αυτής ένεκεν αιτίας, ουδέ την των πρεσβυτέρων προτίμησιν, ούτε εμέμψατο, και προσεπήνεσεν, εύ ποιών˙ τύφον κατηγορηθήναι μάλλον υπ’ ολίγων ελόμενος, των ταύτην τοις αυτού βουλεύμασιν εναντίον. Καίτοι, πώς αν μάλλον έδειξεν άνθρωπος πάσης θωπείας και κολακείας κρείττω την ψυχήν έχων, και προς εν μόνον βλέπων, τον του καλού νόμον, ή περί ημών ούτω διανοηθείς, ούς εν πρώτοις των εαυτού φίλων και συνήθων εγνώρισεν;
                  Έπειτα, το στασιάζον προς εαυτόν μαλάσσει, και θεραπεύει λόγος ιατρικής μεγαλόφρονος. Ού γαρ θωπευτικώς, ουδέ ανελευθέρως τούτο ποιεί, αλλά και λίαν νεανικώς και μεγαλοπρεπώς, ως αν τις ού το παρόν σκοπών μόνον, αλλά και την μέλλουσαν ευπείθειαν οικονομών. Ορών γαρ το μεν απαλόν, έκλυτον και μαλακίζον, το δε αυστηρόν, τραχύνον και απαυθαδιάζον, αμφοτέροις βοηθεί δι’ αλλήλων˙ επιεικεία μεν το αντιτυπές, στερρότητι δε το απαλόν κερασάμενος˙ ολίγα μεν λόγου προσδεηθείς, έργω δε τα πλείω δυνηθείς προς την θεραπείαν˙ ού τέχνη δουλούμενος, άλλ’ ευνοία σφετεριζόμενος˙ ού δυναστεία προσχρώμενος, αλλά τω δύνασθαι μεν, φείδεσθαι δε προσαγόμενος. Το δε μέγιστον, τω πάντας ηττάσθαι της αυτού διανοίας, και απρόσιτον ειδέναι την αρετήν˙ και μίαν μεν εαυτοίς σωτηρίαν ηγείσθαι, το μετ’ εκείνου τε και υπ’ εκείνω τετάχθαι, ένα δε κίνδυνον, το προσκρούειν εκείνω, και αλλοτρίωσιν από Θεού νομίζειν την απ’ εκείνου διάστασιν˙ ούτως εκόντες υπεχώρησαν και ηττήθησαν, και ως ήχω βροντής υπεκλίθησαν, άλλος άλλον εις απολογίαν προφθάνοντες, και το μέτρον της απεχθείας εις μέτρον μετενεγκόντες ευνοίας, και της εις αρετήν επιδόσεως, ήν δη μόνην απολογίαν ισχυροτάτην ηύρισκον˙ πλην εί τις δια κακίαν ανίατον ημελήθη και παρερρίφη, ίν’ αυτός εν εαυτώ συντριβή και καταναλωθή, καθάπερ ιός σιδήρω συνδαπανώμενος.
                  Επεί δε τα οίκοι κατά νούν είχεν αυτώ, και ως ούκ αν τις ωήθη των απίστων κακείνον ηγνοηκότων, περινοεί τι τη διανοία μείζον και υψηλότερον. Των γαρ άλλων απάντων το εν ποσί μόνον ορώντων, και το κατ’ αυτούς όπως ασφαλώς έξει λογιζομένων, είπερ τούτο ασφαλές, περαιτέρω δ’ ού προϊόντων, ουδέ τι μέγα και νεανικόν, ή εννοήσαι, ή καταπράξασθαι δυνάμενων˙ καίτοι τάλλα μέτριος ών, εν τούτοις ου μετριάζει˙ άλλ’ υψού την κεφαλήν διάρας, και κύκλω το της ψυχής όμμα περιαγαγών, πάσαν είσω ποιείται την οικουμένην, όσην ο σωτήριος λόγος επέδραμεν. Ορών δε τον μέγαν του Θεού κλήρον, και τοις αυτού λόγοις, και νόμοις, και πάθεσι περιποιηθέντα, το άγιον έθνος, το βασίλειον ιεράτευμα, κακώς διακείμενον, εις τε μυρίας δόξας και πλάνας διεσπασμένον˙  και την έξ Αιγύπτου μετηρμένην και μεταπεφυτευμένην άμπελον, εκ της αθέου και σκοτεινής αγνοίας εις κάλλος τε και μέγεθος άπειρον προελθούσαν, ως καλύψαι πάσαν την γην, και ορών και κέδρων υπερεκτείνεσθαι˙ ταύτην πονηρώ και αγρίω συΐ, τω διαβόλω, λελυμασμένην ˙ ούκ αύταρκες υπολαμβάνει θρηνείν ησυχή το πάθος και προς Θεόν μόνον αίρειν τας χείρας, και παρ’ εκείνου των κατεχόντων κακών λύσιν ζητείν, αυτός δε καθεύδειν˙ αλλά τι και βοηθείν, και παρ’ εαυτού συνεισφέρειν ώετο δείν.
                  Τι γαρ είναι της συμφοράς ταύτης ανιαρότερον, υπέρ δε του κοινού χρήναι μάλλον σπουδάζειν τον άνω βλέποντα; Ενός μεν γαρ εύ πράττοντος, ή κακώς, ουδέν τω κοινώ τούτο επισημαίνειν˙ του κοινού δε ούτως ή εκείνως έχοντος, και τον καθ’ έκαστον ομοίως έχειν, πάσαν είναι ανάγκην. Ταύτ’ ούν εννοών και σκοπών εκείνος, ο του κοινού κηδεμών και προστάτης (επειδή σης οστέων καρδία αισθητική, ως Σολομώντι και τη αληθεία δοκεί˙ και το μεν ανάλγητον, εύθυμον˙ το δε συμπαθές, λυπηρόν˙ και τήξις καρδίας, έμμονος λογισμός), δια τούτο εσφάδαζεν, ηνιάττο, κατετρώσκετο, έπασχε το Ιωνά, το Δαυίδ, απελέγετο την ψυχήν, ούκ εδίδου ύπνον τοις οφθαλμοίς, ουδέ νυσταγμόν τοις βλεφάροις˙ προσεδαπάνα το λειπόμενον των σαρκών ταις φροντίσιν, έως εύρη του κακού λύσιν˙ επιζητεί θείαν βοήθειαν, ή ανθρωπίνην, ήτις στήσει τον κοινόν εμπρησμόν, και την επέχουσαν ημάς σκοτόμαιναν.
                 εν μεν ούν εκείνο επινοεί και λίαν σωτήριον˙ Συναγαγών εαυτόν, ως οιόν τε ήν, και συγκλείσας τω πνεύματι, και πάντας μεν ανθρωπίνους λογισμούς κινήσας, παν δε των Γραφών βάθος αναλεξάμενος, λογογραφεί την ευσέβειαν, και αντιθέτοις πάλαις και μάχαις το πολύ των αιρετικών αποκρούεται θράσος˙ τους μεν και εις χείρας ιόντας, αγχεμάχοις όπλοις τοις από γλώσσης καταστρεφόμενος˙ τους δε πόρρωθεν, βάλλων τοξεύμασι τοις εκ μέλανος, ουδέν ατιμοτέρου των εν ταις πλαξί χαραγμάτων˙ ουδέ ενί της Ιουδαίοις έθνει, και μικρώ τούτω, νομοθετούντος περί βρωμάτων, και πωμάτων, και προσκαίρων θυσιών, και σαρκός καθαρσίων˙ αλλά παντί γένει και μέρει της οικουμένης, περί του λόγου της αληθείας, εξ ου και το σώζεσθαι περιγίνεται. Δεύτερον δε (και γαρ ομοίως ατελές άλογος πράξις, και λόγος άπρακτος), προσετίθει τω λόγω και την εκ του πράττειν επικουρίαν˙ τοις μεν επιδημών, προς δε τους πρεσβεύων, τους δε καλών, νουθετών, ελέγχων, επιτιμών, απειλών, ονειδίζων, προπολεμών εθνών, πόλεων των καθ’ έκαστον, παν είδος επινοών σωτηρίας, πανταχόθεν ιώμενος˙ ο Βεσελεήλ εκείνος, ο της θείας αρχιτέκτων σκηνής, πάση προς το έργον ύλη και τέχνη χρώμενος, και πάντα πλέκων εις κάλλους ενός περιουσίαν και αρμονίαν.
                  Τι τάλλα χρή λέγειν; Άλλ’ ήκεν αύθις ημίν ο χριστομάχος βασιλεύς, και της πίστεως τύραννος, μετά πλείονος της ασεβείας και θερμοτέρας της παρατάξεως, ως προς ανταγωνιστήν ισχυρότερον όντος αυτώ του λόγου, κατά το ακάθαρτον εκείνο πνεύμα και πονηρόν, ο του ανθρώπου, λυθέν και περιπλανηθέν, προς τον αυτόν αναστρέφει μετά πλειόντων πνευμάτων εισοικισθησόμενον, ώσπερ εν τοις Ευαγγελίοις ηκούσαμεν. Τούτου γίνεται μιμητής εκείνος, ομού τε την προτέραν ήτταν ανακαλεσόμενος, και προσθήσων τι τοις πρώτοις παλαίσμασι. Δεινόν γαρ είναι και σχέτλιον, πολλών μεν εθνών επάρχοντα, πολλής δε δόξης ηξιωμένον, πάντας δε τους κύκλω καταστρεψάμενον τω κράτει της ασεβείας, και χειρωσάμενον παν το προστυχόν, ενός ανδρός, και μιας πόλεως ήττω οφθήναι, και γέλωτα όφλειν, ού τοις άγουσι μόνον αυτόν προστάταις της αθεΐας, αλλά και πάσιν ανθρώποις, ως υπελάμβανε.
                  Τον μεν δη Περσών βασιλέα φασίν, επειδή ποτε κατά της Ελλάδος εστράτευε, παν μεν γένος ανθρώπων επ’ αυτούς ελαύνων, παντί δε ζέων θυμώ και φρονήματι, ού ταύτη μόνον επαίρεσθαι, και άμετρον είναι ταις απειλαίς˙ άλλ’ ως μάλλον αυτούς καταπλήξετε, φοβερόν εαυτόν ποιείν, και ταις κατά των στοιχείων καινοτομίαις. Γη τις ηκούετο ξένη, και θάλασσα του νέου δημιουργού, και στρατός ήπειρον πλέων, και πεζεύων πέλαγος, νήσοί τε αρπαζόμεναι, και θάλασσα μαστιζομένη, και όσα της εμπλήκτου σαφώς ήν στρατιάς και στρατηγίας, κατάπληξις μεν τοις αγεννεστέροις, γέλως δε τοις ανδρικωτέροις και στερροτέροις το φρόνημα. Ο δε τοιούτου μεν ουδενός εδείτο καθ’ ημών στρατεύων˙ ό δε ήν εκείνων χείρον και βλαβερώτερον, τούτο ποιών και λέγων ηκούετο. Έθετο εις ουρανόν το στόμα αυτού, βλασφημίαν λαλών εις το ύψος, και η γλώσσα αυτού διήλθεν επί της γης. Καλώς γαρ αυτόν ο θείος Δαυΐδ προ ημών εστηλίτευσε, τον ουρανόν εις γην κλίναντα, και μετά της κτίσεως αριθμούντα φύσιν την υπερκόσμιον, ήν ουδέ χωρείν η κτίσις δύναται, κάν μεθ’ ημών τι γένηται λόγω φιλανθρωπίας, ίν’ ημάς ελκύση προς εαυτήν χαμαί κειμένους.
                  Και δη λαμπρά μεν αυτού τα πρώτα νεανιεύματα, λαμπρότερα δε τα τελευταία καθ’ ημών αγωνίσματα. Τίνα δη λέγω τα πρώτα; Εξορίαι, φυγαί, δημεύσεις, επιβουλαί φανεραί τε και αφανείς˙ το πείθειν, ού καιρός ήν˙ το βιάζεσθαι, του πείθειν ούκ όντος. Οι μεν εξωθούμενοι των Εκκλησιών, όσοι του ορθού λόγου και του καθ’ ημάς˙ οι δε εισαγόμενοι, όσοι της βασιλικής απωλείας ετύγχανον, οι τα χειρόγραφα της ασεβείας απαιτούντες, οι γράφοντες τα τούτων έτι χαλεπώτερα. Πρεσβυτέρων εμπρησμοί θαλάσσιοι˙ στρατηγοί δυσσεβείς, ού Περσών κρατούντες, ού Σκύθας χειρούμενοι, ούκ άλλο τι βαρβαρικόν έθνος ανακαθαίροντες˙ άλλ’ Εκκλησίας επιστρατεύοντες, και θυσιαστηρίων κατορχούμενοι, και τας ανιμάκτους θυσίας ανθρώπων και θυσιών αίμασι χραίνοντες, και παρθένων αιδώ καθυβρίζοντες. Ίνα τι γένηται; Ίν εξωσθή μεν Ιακώβ ο πατριάρχης αντεισαχθή δε Ησαύ, ο μεμισημένος και προ γενέσεως. Ταύτα των πρώτων αυτού νεανευμάτων τα διηγήματα, ά και μέχρι του νύν κινεί τοις πολλοίς δάκρυον εις μνήμην ιόντα και ακουόμενα.
                 Επεί δε πάντα διεξελθών, επί την άσειστον και ανεπηρέαστον τήνδε των Εκκλησιών μητέρα, ως δουλωσόμενος ώρμησε, και τον λειπόμενον έτι μόνον ζωτικόν σπινθήρα της αληθείας ˙ τότε πρώτον ήσθετο κακώς βουλευσάμενος. Ως γαρ βέλος ισχυροτέρω προσπεσόν, απεκρούσθη, και ως καλώς ραγείς, υπεχώρησε. Τοιούτω τω προστάτη της Εκκλησίας ενέτυχε, και τοσούτω προβόλω περιρραγείς διελύθη. Τα μεν ούν άλλα λεγόντων τε και ιστορούντων, των τότε πεπειραμένων, έστιν ακούειν˙ ιστορεί δε ουδείς, όστις ου των απάντων. Αλλά τοσούτοι θαυμάζουσιν, όσοι τους τότε αγώνας γνωρίζουσι, τας προσβολάς, τας υποσχέσεις, τας απειλάς, τους εκ του δικαστικού τάγματος προσπεμπομένους αυτώ και πείθειν επιχειρούντας, τους εκ του στρατιωτικού, τους εκ της γυναικωνίτιδος, τους εν γυναιξίν άνδρας, και εν ανδράσι γυναίκας, τους τούτο μόνον ανδρικούς την ασέβειαν˙ οί το φυσικώς ασελγαίνειν ούκ έχοντες, ώ δύνανται μόνον, τη γλώσση πορνεύουσι˙ τον αρχιμάγειρον Ναβουζαρδάν, τας εκ της τέχνης μαχαίρας επαπειλούντα, και τω οικείω πυρί πεμπόμενον. Ο δε μάλιστά μοι των εκείνου θαυμάσιον, και ουδέ βουλομένω παρελθείν δυνατόν τούτο δώσω τω λόγω συνελθών όσον ενδέχεται.
                  Τις ούκ οίδε τον τηνικαύτα ύπαρχον, πολλώ μεν τω οικείω θράσει καθ’ ημών μάλιστα χρώμενον (επειδή και παρ’ εκείνων ήν τω βαπτίσματι τελεσθείς, ή συντελεσθείς, πλείω δε των αναγκαίων υπηρετούντα τω επιτάττοντι, και δια του πάντα χαρίζεσθαι, το κράτος εαυτώ συντηρούντα και φυλάττοντα χρονιώτερον; Τούτω βρέμοντι κατά της Εκκλησίας, και λεόντειον μεν το είδος προβεβλημένω, λεόντιον δε βρυχωμένω, και μηδέ προσιτόν τοις πλείοσιν, ο γεννάδας εκείνος εισάγεται˙ μάλλον δε, είσεισιν, ώσπερ εις εορτήν, ούκ εις κρίσιν καλούμενος. Πώς αν αξίως διηγησάμην, ή την του υπάρχου θρασύτητα, ή την του ανδρός προς αυτόν μετά συνέσεως ένστασιν; Τι σοι, φησίν, ώ ούτος, βούλεται, τούνομα προσειπών (ούπω γαρ επίσκοπον ηξίου καλείν), το κατά τοσούτου κράττους τολμάν, και μόνον των άλλων απαυθαδιάζεσθαι; Του χάριν, ο γεννέδας φησί, και τις η απόνοια; Ούπω γαρ έχω γινώσκειν. Ότι μη τα βασιλέως θρησκεύεις, φησί, των άλλων απάντων˙ υποκλιθέντων και ηττημένων. Ού γαρ ταύτα, έφη, βασιλεύς ο εμός βούλεται˙ ουδέ κτίσμα τι προσκυνείν ανέχομαι, Θεού τε κτίσμα τυγχάνων, και Θεός είναι κεκελευσμένος. Ημείς δε τι σοι δοκούμεν; Ή ουδέν, έφη, ταύτα προστάττοντες; Τί δαί; Ού μέγα σοι το μεθ’ ημών τετάχθαι, και κοινωνούς έχειν ημάς; Ύπαρχοι μεν, φησίν, υμείς, και των επιφανών, ούκ αρνήσομαι˙ ούπω δε Θεού τιμιώτεροι. Και το κοινωνούς έχειν, μέγα μεν (πώς γαρ ού; πλάσμα Θεού και υμείς), άλλ’ ωσεί τινας άλλους των υφ’ ημίν τιταγμένων. Ού γαρ προσώποις τον Χριστιανισμόν, αλλά πίστει χαρακτηρίζεσθαι.
                 Τότε δη κινηθέντα τον ύπαρχον, ζέσαι τε πλέον τω θυμώ, και της καθέδρας εξαναστήναι, και τραχυτέροις προς αυτόν χρήσασθαι λόγοις. Τί δαί; ού φοβή την εξουσίαν, φησίν; μη τί γένηται; μη δε τί πάθω; μη τί; Των πολλών έν, ά της εμής δυναστείας εστίν. Τίνα ταύτα; Γνωριζέσθω γαρ ημίν. Δήμευσιν, εξορίαν, βασάνους, θάνατον. Εί τι άλλο, φησίν, απείλει˙ τούτων γαρ ουδέν ημών άπτεται. Και τον ειπείν˙ πώς και τίνα τρόπον; Ότι τοι, έφη, δημεύσει μεν ούχ αλωτός, ο μηδέν έχων, πλην εί τούτων χρήσεις των τρυχίνων μου ρακίων, και βιβλίων ολίγων, εν οίς ο πας εμοί βίος. Εξορίαν δε ου γινώσκω, ο μηδενί τόπω περίγραπτος, και μήτε ταύτην έχων εμήν, ήν οικώ νύν, και πάσαν εμήν, είς ήν αν ριφώ˙ μάλλον δε, του Θεού πάσαν ού πάροικος εγώ και παρεπίδημος. Αί βάσανοι δε, τί αν λάβοιεν, ούκ όντος σώματος, πλην εί την πρώτην λέγεις πληγήν; Ταύτης γαρ συ μόνης κύριος. Ο δε θάνατος ευεργέτης. Και γαρ θάττον πέμπει με προς Θεόν, ώ ζω, και πολιτεύομαι, και τω πλείστω, τέθνηκα, και προς όν επείγομαι πόρρωθεν.
                  Τούτοις καταπλαγέντα τον ύπαρχον, Ουδείς, φάναι, μέχρι του νύν ούτως εμοί διείλεκται, και μετά τοσαύτης της παρρησίας, το εαυτού προσθείς όνομα. Ουδέ γαρ επισκόπω ίσως, φησίν, ενέτυχες˙ ή πάντως αν τούτον διειλέχθη τον τρόπον, υπέρ τοιούτων αγωνιζόμενος. Τάλλα μεν γαρ επιεικείς ημείς, ύπαρχε, και παντός άλλου ταπεινότεροι, τούτο της εντολής κελευούσης˙ και μη ότι τοσούτω κράτει, αλλά μηδέ των τυχόντων ενί την οφρύν αίροντες. Ού δε Θεός το κινδυνευόμενον και προκείμενον, τάλλα περιφρονούντος, προς αυτόν μόνον βλέπομεν. Πύρ δε, και ξίφος, και θήρες, και οι τας σάρκας τέμνοντες όνυχες, τρυφή μάλλον ημίν εισίν, ή κατάπληξις. Προς ταύτα ύβριζε, απείλει, ποίει παν ό τι ούν αν η βουλομένω σοι, της εξουσίας απόλαυσε. Ακουέτω ταύτα και βασιλεύς ως ημάς γε ούχ αιρήσεις, ουδέ πείσεις, συνθέσθαι, τη ασεβεία, κάν απειλής χαλεπώτερα.
                 Επειδή ταύτα ειπείν και ακούσαι τον ύπαρχον, και την ένστασιν μαθείν του ανδρός, ούτως ακατάληπτον και αήττητον, τον μεν έξω πέμψαι και μεταστήσασθαι, ούκ έτι μετά της αυτής απειλής, αλλά τινος αιδούς και υποχωρήσεως. Αυτόν δε τω βασιλεί προσελθόντα, ως είχε τάχους, «Ηττήμεθα, βασιλεύ», ειπείν, «του τήσδε προβεβλημένου της Εκκλησίας. Κρείττων απειλών ο ανήρ, λόγων στερρότερος, πειθούς ισχυρότερος. Άλλον δει τινα πειράν των αγενεστέρων˙ τούτον δε, ή βιαζεσθαι φανερώς, ή μη προσδοκάν είξειν ταις απειλαίς. Εφ’ οίς, εαυτού καταγνόντα τον βασιλέα, και των εγκωμίων του ανδρός ηττηθέντα (θαυμάζει γαρ ανδρός αρετήν και πολέμιος), μήτε βιάζεσθαι κελεύσαι˙ και ταυτόν τω σιδήρω παθείν, ός μαλάσσεται με τω πυρί, μένει δε όμως σίδηρος˙ και τρέψαντα εις θαύμα την απειλήν, την μεν κοινωνίαν ού δέξασθαι, την μετάθεσιν αισχυνόμενον, ζητείν δε απολογίαν, ήτις ευπρεπεστάτη˙ δηλώσει δε και ταύτην ο λόγος.
                  Εις γαρ το ιερόν εισελθών μετά πάσης της περί αυτόν δορυφορίας (ήν δε ημέρα των Επιφανίων, και αθροίσιμος), και του λαού μέρος γενόμενος, ούτως αφοσιούται την ένωσιν. Άξιον δε μηδέ τούτο παραδραμείν. Επειδή γαρ ένδον εγένετο, και την ακοήν προσβαλούση τη ψαλμωδία κατεβροντήθη, του τε λαού το πέλαγος είδε, και πάσαν την ευκοσμίαν, όση τε περί το βήμα, και όση πλησίον, αγγελικήν μάλλον ή ανθρωπίνην τον μεν του λαού προτεταγμένον όρθιον, οίον τον Σαμουήλ ο λόγος γράφει, ακλινή και το σώμα και την όψιν και την διάνοιαν, ώσπερ ουδενός καινού γεγονότος, άλλ’ εστηλωμένον, ίν’ ούτως είπω, Θεώ και τω βήματι˙ τους δε περί αυτόν εστηκότας εν φόβω τινί και σεβάσματι˙ επειδή ταύτα είδε, και προς ουδέν παράδειγμα ηδύνατο θεωρείν τα ορώμενα, έπαθέ τι ανθρώπινον, σκότου και δίνης πληρούται την όψιν και την ψυχήν εκ του θάμβους. Και τούτο ήν τοις πολλοίς άδηλον έτι. Επεί δε τα δώρα τη θεία τραπέζη, προσενεγκείν έδει, ών αυτουργός ήν, συνεπελάβετο δ’ ουδείς, ώσπερ ήν έθος, άδηλον όν, ει προσήσεται, τηνικαύτα το πάθος γνωρίζεται. Περιτρέπει γαρ, και εί μη τις των εκ του βήματος υποσχών την χείρα, την περιτροπήν έστησε, κάν κατηνέχθη πτώμα δακρύων άξιον. Είεν.
                  Ά δε αυτώ διείλεκται τω βασιλεί, και μεθ’ όσης φιλοσοφίας (επειδή γε αύθις τρόπον τινά συνεκκλησιάσας ημίν, είσω του παραπετάσματος εαυτόν εποιήσατο, είς τε όψιν ήλθε και λόγους, ποθών εκ πλείονος), τι χρη και λέγειν, τι δ’ άλλο γε, ή Θεού φωνάς, αί τοις περί τον βασιλέα, και ημίν τοις συνεισελθούσιν, ηκούσθησαν; Αύτη γίνεται της του βασιλέως περί ημάς φιλανθρωπίας αρχή, και κατάστασις πρώτη˙ τούτο το λύμμα της τότε διοχλούσης επηρείας το πλείστον, ώσπερ τι ρεύμα, διέλυσεν.
                  Έτερον δε των ειρημένων ούκ έλαττον. ενίκων οι πονηροί, και κυρούται κατά του ανδρός εξορία˙ και ουδέν απήν των εις τούτο φερόντων. Η νύξ παρήν, ο δίφος ευτρεπής, οι μισούντες εν κρότοις, εν αθυμία το ευσεβές, περί τον πρόθυμον οδοιπόρον ημείς, τάλλα όσα της καλής ατιμίας πάντα πεπλήρωται. Τί ούν;  Λύει ταύτην Θεός. Ο γαρ πατάξας Αιγύπτου τα πρωτότοκα, τραχυνομένης κατά του Ισραήλ, ούτος και τον παίδα του βασιλέως θραύει νόσου πληγή˙ και το τάχος όσον! Εκείθεν το γράμμα της εξορίας, εντεύθεν το δόγμα της αρρωστίας˙ και η χείρ επέχεται του πονηρού γραφέως, και ο άγιος ανασώζεται, και γίνεται πυρετού δώρον ανήρ ευσεβής, βασιλέα θρασύν σωφρονίζοντος. Τί τούτων ενδικώτερον, ή ταχύτερον; Τα δε τούτων εξής˙ Έκαμνεν ο παίς τω βασιλεί, και πονηρώς είχε του σώματος˙  συνέκαμνε δε ο πατήρ, (και τι γαρ ο πατήρ;) πανταχόθεν επιζητών επικουρίαν τω πάθει, και ιατρών τους αρίστους εκλεγόμενος, και λιταίς προσκείμενος, είπερ άλλοτέ ποτέ, και κατά γης ερριμμένος. Ποιεί γαρ και βασιλέας ταπεινούς πάθος˙ και θαυμαστόν ουδέν, επεί και Δαυΐδ πρότερον ταυτό επί τω παιδί πεπονθώς, αναγέγραπται. Ως σε ουδέν εύρισκεν ουδαμόθεν του κακού φάρμακον, επί την πίστιν του ανδρός καταφεύγει˙ και δι’ εαυτού μεν ούκ εισκαλεί, το της ύβρεως υπόγειον αισχυνόμενος, ετέροις δε την πρεσβείαν επιτρέπει των οικειοτάτων εαυτώ και φιλτάτων. Και ός παρήν, ουδέν αναδύς, ουδέ του καιρού κατεξαναστάς, ώσπερ άλλος τις, και ομού τη παρουσία ράων η νόσος γίνεται, και χρηστοτέρων ο πατήρ των ελπίδων˙ και ει μη την άλμην τω ποτίμω ύδατι συνεκέρασεν, ομού τε τούτον εισκαλέσας, και τοις ετεροδόξοις πιστεύσας, κάν υγείας τυχών ο παις ταίς του πατρός χερσίν απεσώθη. Και τούτο επιστεύετο παρά των τηνικαύτα παρόντων, και κοινωνούντων του πάθους.
                 Το δε αυτό και τω υπάρχω μικρόν ύστερόν φασι συμβήναι. Κάμπτει και τούτον ταις του αγίου χερσίν συμπεσούσά τις αρρώστια. Και όντως πληγή τοις εύ φρονούσι παίδευμα γίνεται, και κρείττων ευημερίας πολλάκις κακοπάθεια. Έκαμνεν, εδυσφόρει, προσέπεμπεν, ηντιβόλει. «Την απολογίαν έχεις εβόα, δός σωτηρίαν».  Και μεν τοι και τυγχάνει ταύτης, ως αυτός τε ωμολόγει, και πολλούς έπειθε των ούκ ειδότων˙ ου γαρ επαύετο τα εκείνου και θαυμάζων, και διηγούμενος. Άρ’ ούν τα μεν προς εκείνους αυτώ τοιαύτα, και εις τουθ’ ήκοντα τέλους. Τα τε προς ετέρους ετέρως, ή περί μικρών, ή μικρά πεπολέμηται, ή μετρίως πεφιλοσόφηται, ή σιγής αξίως, ή ου λίαν επαινετώς; Ουμενούν˙ άλλ’ ο κινήσας ποτέ τω Ισραήλ Άδερ τον αλιτήριον, ούτος κινεί και τούτω τον της Ποντικής μοίρας ύπαρχον˙ προφάσει μεν, ως υπέρ γενναίου τινός αγανακτούντα, το δ’ αληθές της ασεβείας υπερμαχούντα, και κατά της ευσεβείας ιστάμενον.
Εώ τάλλα όσα και οία κατά του ανδρός εξύβρισεν, ίσον δε ειπείν, και κατά του Θεού, προς όν, και δι’ όν ο πόλεμος˙ ο δε μάλιστα και τον υβριστήν ήσχυνε, και τον αγωνιστήν ύψωσεν, είπερ τι μέγα και υψηλόν η φιλοσοφία, και το κρατούντα των πολλών ταύτη φαίνεσθαι, τούτο δώσω τω λόγω.
                  Γυναίκά τινα των επιφανών εξ ανδρός ού προ πολλού τον βίον απολιπόντος, ο του δικαστού σύνεδρος εβιάζετο, προς γάμον έλκων απαξιούσαν. Η δε ούκ έχουσα, όπως διαφύγη την τυραννίδα, βουλήν βουλεύεται, ου τολμηράν μάλλον ή συνετήν. Τη ιερά τραπέζη προσφεύγει, και Θεόν ποιείται προστάτην κατά της επηρείας. Τι ούν έδει ποιείν, ώ προς της Τριάδος αυτής (ίν’ είπω τι και δικανικώς μεταξύ των επαίνων)! μη ότι τον μέγαν Βασίλειον, και των τοιούτων άπασι νομοθέτην, άλλον δε τινα πολύ μετ’ εκείνον, ιερέα δε όμως; Ούκ αντιποιείσθαι, κατέχειν, κήδεσθαι, χείρα ορέγειν Θεού φιλανθρωπία, και νόμω τω τετιμηκότι θυσιαστήρια; ού πάντα δράσαι και παθείν εθελήσαι πρότερον, ή τι βουλεύσασθαι κατ’ αυτής απάνθρωπον, και καθυβρίσαι μεν την ιεράν τράπεζαν, καθυβρίσαι δε την πίστιν μεθ’ ής ικέτευεν; «Ού», φησίν ο κενός δικαστής˙ «άλλ’ ηττάσθαι χρή πάντας της εμής δυναστείας, και προδότας γενέσθαι Χριστιανούς των οικείων νόμων». Ο μεν εζήτει την ικέτιν˙ ο δ’ είχετο κατακράτος. Ο δ’ εξεμαίνετο, και τέλος πέμπει τινάς των επ’ εξουσίας, τον του αγίου κοιτωνίσκον εξερευνήσοντας, ου κατά χρείν μάλλον, ή αγιμίαν. Τι λέγεις; Οίκον εκείνου του απαθούς, όν περιέπουσιν άγγελοι, ώ και προσβλέπειν όκνουσι γυναίκες; Και ού τούτο μόνον, αλλά και αυτόν παρείναι και απολογείσθαι κελεύει˙ ουδέ ημέρως και φιλανθρώπως, άλλ’ ως ένα των κατακρίτων. Και ο μέν παρήν˙ ο δε προυκάθητο, γέμων θυμού και φρονήματος. Ειστήκει δε, ούον ο εμός Ιησούς, Πιλάτου κρίνοντος. Οι κεραυνοί δε ημέλουν, η δε του Θεού μάχαιρα εστιλβούτο έτι, και το τόξον ενετείνετο μεν, κατείχετο δε, τη μετανοία καιρόν υπανοίγον. Όστις δη του Θεού νόμος.
                  Άθρει δη πάλην ετέραν αγωνιστού και διώκτου. Το περιαυχένιον ράκος σφενδονάσθαι προσέταττεν˙ ο δε, «Προσαποδύσομαί σοι», φησίν, «ει βούλει, και το χιτώνιον». Τύπτειν ηπείλει τον άσαρκον˙ ο δε υπέκυπτε. Ξέειν τοις όνυξιν˙ ο δε, «Ιατρεύεις», φησί «το ήπαρ, οράς όπως με κατατρύχον τοις τοιούτης θεραπεύων σπαράγμασιν». Οι μεν ούν εν τούτοις ήσαν. Η δε πόλις ήσθετο του κακού, και του κοινού πάντων κινδύνου (κίνδυνον γαρ έκαστος εαυτού την ύβριν ταύτην ενόμιζεν), εκμαίνεται πάσα και ανάπτεται ˙ και ως καπνού σμήνος κινήσαντος, άλλος επ’ άλλω διεγείρεται και ανίσταται, γένος άπαν, και ηλικία πάσα, οί περί την οπλοποιητικήν και βασίλειον ιστουργικήν μάλιστα. Και γαρ εισί περί τα τοιαύτα θερμότεροι, και το τολμάν εκ της παρρησίας έχοντες. Και παν ήν όπλον εκάστω, το παρόν εκ της τέχνης, είτε τι άλλο τω καιρώ τύχοι σχεδιασθέν. Αί δάδες εν χερσίν, οι λίθοι προβεβλημένοι, τα ρόπαλα ευτρεπή, δρόμος απάντων είς, βοή μία, προθυμία κοινή. Θυμός, ο δεινός οπλίτης, ή στρατηγός. Ουδέ γυναίκες άοπλοι τηνικαύτα, του καιρού θήγοντος˙ μελίαι δ’ ήσαν αυταίς αι κερκίδες˙ αι ουδέ γυναίκες έμενον έτι, τω ζήλω ρωσθείσαι, και εις ανδρών θάρσος μεταλλαττόμεναι. Βραχύς ο λόγος˙ μερίζεσθαι την ευσέβειαν ώοντο, έι τούτον διέλοιντο˙ και ούτος αυτοίς ευσεβέστερος ήν, ος πρώτος επιβαλεί χείρα τω τολμητή των τοιούτων. Τί ούν ο σοβαρός εκείνος και θρασύς δικαστής; Ικέτης ήν, ελεεινός, άθλιος, τίνος ού ταπεινότερος; Έως επιφανείς ο χωρίς αίματος μάρτυς, και χωρίς πληγών στεφανίτης, και βία τον λαόν κατασχών αιδοί κρατηθέντα, τον ικέτην εαυτού και υβριστήν διεσώσατο. Ταύτα ο των αγίων Θεός, ο ποιών πάντα και μετασκευάζων επί το βέλτιον, ο τοις υπερηφάνοις αντιτασσόμενος, ταπεινοίς δε χάριν επιμετρών. Τι δε ούκ έμελλεν ο τεμών θάλασσαν, και ποταμόν ανακύψας, και στοιχεία τυραννήσας, και χειρών εκτάσει τρόπαια στήσας, ίνα διασώση λαόν φυγάδα, και τούτον εξαιρήσεσθαι των κινδύνων;
                  Ο μεν δη κοσμικός πόλεμος ενταύθα ετελεύτησε, και πέρας είχεν εκ Θεού δεξιόν, και της εκείνου πίστεως άξιον. Άρχεται δε ο πόλεμος ενθένδε ήδη των επισκόπων, και των εκείνοις συμμάχων˙ ού πολύ μεν το άδοξον, πλείων δε η βλάβη τοις αρχομένοις. Τις γαρ αν τους άλλους πείσετε μετριάζειν, ούτω των προεστώτων διακειμένων; Είχον μεν γαρ ούδ’ εκ πλείονος επιεικώς προς αυτόν, τριών όντων των υπαιτίων. Ούτε γαρ τω της πίστεως λόγω συνέβαινον, ότι μη πάσα ανάγκη τοις πλήθεσι βιαζόμενοι˙ ούτε την επί τη χειρονομία μικροψυχίαν τελέως καταλελύκασιν˙ και το παρά πολύ της δόξης κρατείσθαι, πάντων βαρύτατον ήν αυτοίς, εί και ομολογείν αίσχιστον. Εγένετο δε και άλλη τις διαφορά, ή ταύτα εκαινοποίησε. Της γαρ πατρίδος ημών εις δύο διαιρεθείσης ηγεμονίας και μητροπόλεις, και πολλά των εκ της προτέρας τη νέα προσαγούσης, εντεύθεν και τα εκείνων εστασιάσθη. Ο μεν γαρ ηξίου τοις δημοσίοις συνδιαιρείσθαι και τα ημέτερα, και δια τούτο μετεποιείτο των νεωστί προσελθόντων, ως αυτώ διαφερόντων ήδη κακείνου κεχωρισμένων˙ ο δε της παλαιάς είχετο συνηθείας, και της εκ των Πατέρων άνωθεν διαιρέσεως. Έξ ών πολλά και δεινά, τα μεν συνέβαινον ήδη, τα δε ωδίνετο. Υπεσπώντο σύνοδοι παρά του νέου μητροπολίτου, πρόσοδοι διηρπάζοντο˙ πρεσβύτεροι των Εκκλησιών, οι μεν ανεπείθοντο, οι δε υπηλλάτοντο. Έξ ών συνέβαινε, και τα των Εκκλησιών χείρον έχειν διισταμένων και τεμνομένων. Και γαρ πως ταις καινοτομίαις χαίρουσιν άνθρωποι, και τα σφών ηδέως παρακερδαίνουσι˙  και ραόν τι καταλύσαι των καθεστώτων, ή καταλυθέν επαναγαγείν. Ο δε πλείον αυτόν εξέμηνεν, αι Ταυρικαί πρόσοδοι και παρόδιοι, αυτώ μεν ορώμεναι, εκείνω δε προσγενόμεναι, και τον άγιον Ορέστην εκκαρπούσθαι, μέγα ετίθετο˙ ως και των ημιόνων λαβέσθαι ποτέ του ανδρός ιδίαν οδόν οδεύοντος, είργων του πρόσω μετά ληστρικού συντάγματος. Και η σκήψις, ως ευπρεπής! Τα γαρ πνευματικά τέκνα, και αι ψυχαί και ο της πίστεως λόγος, και ταύτα τα της απληστίας επικαλύμματα, πράγμα των ευπορίστων, και το μη χρήναι δασμοφορείν κακοδόξοις˙ πάς γαρ ο λυπών, κακόδοξος.
                  Ου μην ο άγιος του Θεού, και της άνω Ιερουσαλήμ όντως μητροπολίτης, ή συναπήχθη τοις πταίουσιν, ή παριδείν ταύτα ηνέσχετο, ή μικράν του κακού λύσιν επενόει. Αλλά σκοπώμεν, ως μεγάλην και θαυμασίαν, (και τί γαρ;) ή της εκείνου ψυχής αξίαν. Προσθήκην γαρ της Εκκλησίας ποιείται την στάσιν, και την συμφοράν ως κάλλιστα διατίθεται, πλείοσιν επισκόποις την πατρίδα καταπυκνώσας. Έξ ού τί γίνεται; Τρία τα κάλλιστα˙ ψυχών επιμέλεια πλείων, και το πόλιν εκάστην τα εαυτής έχειν, και το λυθήναι ταύτη τον πόλεμον. Ταύτης της επινοίας δέδοικα, μη και αυτός εγενόμην πάρεργον. Ή ούκ οίδ’ ό τι και ειπείν ευπρεπές χρή. Πάντα γαρ του ανδρός θαυμάζων, ουμενούν οπόσον ειπείν δυνατόν, εν τούτο επεινείν ούκ έχω (και γαρ ομολογήσω το πάθος), ουδέ άλλως τοις πολλοίς αγνοούμενον, την περί ημάς καινοτομίαν και απιστίαν, ής ουδέ ο χρόνος την λύπην ανάλωσεν. Εκείθεν γαρ μοι πάσα συνέπεσεν η περί τον βίον ανωμαλία και σύγχυσις, και το φιλοσοφείν μη δυνηθήναι, ή μη νομίζεσθαι, εί και βραχύς του δευτέρου λόγος˙ πλην εί τις εκείνο δέξαιτο, ημών του ανδρός υπεραπολογουμένων, ότι μείζω φρονών, ή κατά τα ανθρώπινα, και των ενθένδε πριν αποβιώναι μεταναστάς, πάντα εποιείτο του Πνεύματος˙ και φιλίαν αιδείσθαι ειδώς, ενταύθα μόνον ητίμαζεν, ού Θεόν έδει προτιμηθήναι, και πλείον έχειν των λυομένων τα ελπιζόμενα.
                  Δέδοικα μεν ούν, μη ραθυμίας έγκλημα φεύγων, παρά τοις τα εκείνου πάντα επιζητούσιν, απληστίας περιπέσω γραφή, παρά τοις επαινούσι το μέτριον, ό μηδέ εκείνος ητίμαζε, «Το παν μέτρον άριστον», εν τοις μάλιστα επαινών, και παρά πάντα τον εαυτύ βίον φυλάξας. Όμως δε αμφοτέρους περιφρονών, τους τε λίαν συντόμους, και τους άγαν απλήστους, ωδί πως τω λόγω χρήσομαι. Άλλοι μεν ούν άλλο τι κατορθούσιν, οι δε τινα των της αρετής ειδών όντων πλειόντων˙ άπαντα δε ουδείς επήλθε προς το ακρότατον, ούκουν των νυν ημίν γινωσκομένων˙ άλλ’ ούτος άριστος ημίν, ός αν τα πλείω τυγχάνη κατωρθωκώς, ή εν ότι μάλιστα. Ο δε ούτω δια πάντων αφίκετο, ως είναι φιλοτιμία τις φύσεως. Σκοπώμεν δε ούτως˙ Ακτησίαν τις επαινεί, και βίον άσκευον, και απέριττον; Εκείνω δε, τι ποτε ήν, πλήν του σώματος, και των αναγκαίων της σαρκός καλυμμάτων; Πλούτος δε, το μηδέν έχειν, και ο σταυρός, ώ συνέζη μόνω, ών πολλών χρημάτων ενόμιζεν εαυτώ τιμιώτερον. Άπαντα μεν γαρ ουδ’ αν, εί βούλοιτό τις, δυνατόν είναι κτήσασθαι˙ πάντων δε ειδέναι καταφρονείν, και ούτω κρείττω των πάντων φαίνεσθαι. Ούτω δε διανοηθείς, και ούτως έχων, βωμού μεν ούκ εδεήθη, και της κενής δόξης, ουδέ δημοσίου κηρύγματος του, «Κράτης Κράτητα Θηβαίον ελευθεροί». Είναι γαρ, ού δοκείν, εσπούδαζεν άριστος. Ουδέ πίθον ώκει και μέσην την αγοράν, ώστε πάσι παρατρυφάν, καινήν ευπορίαν το απορείν ποιούμενος˙ αφιλότιμος δε πένης ήν και ανήροτος˙ και πάντων εκβολήν στέρξας, ών ποτε είχε, κούφως διέπλει την του βίου θάλασσαν.
                 Θαυμαστόν η εγκράτεια, και ολιγάρκεια, και το μη κρατείσθαι των ηδονών, μηδ’, ως υπό πικράς και ανελευθέρου δεσποίνης, της γαστρός άγεσθαι. Τις ούτω μάλλον άτροφος ήν, ού πολύ δε ειπείν, και άσαρκος; Τας μεν γαρ πλησμονάς και τους κόρους τοις αλογωτέροις απέρριψε, και ων ανδραποδώδης και κάτω νενευκώς ο βίος. Αυτός δε ουδέν ήδει μέγα των μετά τον λαιμόν ομοτίμων, αλλά τοις αναγκαίοις διέζη μόνον, έως εξήν, και μόνην ήδει τρυφήν, το μη τρυφών φαίνεσθαι, μηδέ δια τούτο δείσθαι πλειόνων˙ αλλά προς τα κρίνα βλέπειν και τα πτηνά, οίς άτεχνον το κάλλος, και σχέδιος η τροφή, κατά την μεγάλην παραίνεσιν του εμού Χριστού, και σάρκα δι΄ημάς πτωχεύσαντος, ήν ημείς πλουτισθώμεν θεότητα. Εντεύθεν αυτώ το εν χιτώνιον, και τριβώνιον, και η χαμευνία, και η αγρυπνία, και η αλουσία, τα εκείνου σεμνολογήματα, και το ήδιστον δείπνον και όψον, και οι άλες, η καινή καρυκεία, και ποτόν νηφάλιόν τε και άφθονον, ο γεωργούσι πηγαί μηδέν πονουμένοις. Έξ ών, ή μεθ’ ών νοσοκομίαι και ιατρείαι, το κοινόν ημών εμφιλοσόφημα. Έδει γαρ με των ανιαρών το ίσον έχειν, τοις άλλοις λειπόμενον.
                 Μέγα παρθενία, και αζυγία, και το μετ’ αγγέλων τετάχθαι, και της μοναδικής φύσεως˙ οκνώ γαρ ειπείν Χριστού, ός, και γενηθήναι θελήσας δια τους γεννητούς ημάς, εκ Παρθένου γεννάται, παρθενίαν νομοθετών, ως ενθένδε μετάγουσαν, και κόσμον συντέμνουσαν, μάλλον δε κόσμον κόσμω παραπέμπουσαν, τον ενεστώτα τω μέλλοντι. Τις ούν εκείνου μάλλον, ή παρθενίαν ετίμησεν, ή σαρκί ενομοθέτησεν, ού τω καθ’ εαυτόν υποδείγματι μόνον, αλλά και οις εσπούδασε; Τίνος οι παρθενώνες, και τα έγγραφα διατάγματα, οις πάσαν μεν αίσθησιν εσωφρόνιζε, των δε μέλος ερύθμιζε, και όντως παρθενίαν έπειθεν, είσω και τα κάλλη στρέφων από των ορωμένων επί τα μη βλεπόμενα˙ και το μεν έξωθεν απομαραίνων, και την ύλην υποσπών της φλογός, το δε κρυπτόν τω Θεώ δεικνύς, ός μόνος των καθαρών ψυχών εστι νυμφίος, και τας αγρύπνους εαυτώ συνεισάγει ψυχάς, εάν μετά λαμπρόν των λαμπάδων αυτώ, και δαψιλούς της του ελαίου τροφής απαντήτωσιν; Του τοίνυν ερημικού βίου, και του μιγάδος, μαχομένων προς αλλήλους ως τα πολλά, και διισταμένων, και ουδετέρου πάντως ή το καλόν, ή το φαύλον ανεπίμικτον έχοντος˙ αλλά του μεν, ησυχίου μεν όντος μάλλον, και καθεστηκότος, και Θεώ συνάγοντος, ούκ ατύφου δε, δια το της αρετής αβασάνιστον και ασύγκριτον˙ του δε, πρακτικωτέρου μεν μάλλον και χρησιμωτέρου, το δε θορυβώδες, ού φεύγοντες, και τούτους άριστα κατήλλασεν αλλήλοις και συνεκέρασεν˙ ασκητήρια και μοναστήρια δειμάμενος μεν, ού πόρρω δε των κοινωνικών και μιγάδων, ουδέ, ώσπερ τειχίω τινί μέσω, ταύτα διαλαβών και απ’ αλλήλων χωρίσας, αλλά πλησίον συνάψας και διαζεύξας˙ ίνα μήτε το φιλόσοφον ακοινώνητον ή, μήτε το πρακτικόν αφιλόσοφον˙ ώσπερ δε γη και θάλασσα, τα παρ’ εαυτών αλλήλοις αντιδιδόντες, είς μίαν δόξαν Θεού συντρέχωσι.
                  Τι έτι; Καλόν φιλανθρωπία, και πτωχοτροφία, και το της ανθρωπίνης ασθενείας βοήθημα. Μικρόν από της πόλεως πρόελθε, και θέασαι την καινήν πόλιν, το της ευσεβείας ταμείον, το κοινόν των εχόντων θησαύρισμα, είς ο τα περιττά του πλούτου, ήδη δε και τα αναγκαία ταις εκείνου παραινέσεσιν αποτίθεται, σήτας αποσειόμενα, και κλέπτας ούκ ευφραίνοντα, και φθόνου πάλην, και καιρού φθοράν διαφεύγοντα˙ εν ω νόσος φιλοσοφείται, και συμφορά μακαρίζεται, και το συμπαθές δοκιμάζεται. Τί μοι προς τούτο το έργον, επτάπυλοι Θήβαι, και Αιγύπτιαι, και τείχη Βαβυλώνια, και Μαυσόλου Καρικός τάφος, και Πυραμίδες, και Κολοσσού χαλκός άμετρος, ή ναών μεγέθη και κάλλη των μηκέτι όντων, αλλά τε όσα θαυμάζουσιν άνθρωποι, και ιστορίαις διδόασιν˙ ών ουδέν τους εγείραντας, πλήν δόξης ολίγης ώνησεν; Εμοί δε θαυμασιώτατον, η σύντομος της σωτηρίας οδός, η ράστη προς ουρανόν ανάβασις. Ούκ έτι πρόκειται τοις οφθαλμοίς ημών θέαμα δεινόν και ελεεινόν, άνθρωποι νεκροί προ θανάτου, και τετελευτηκότες τοις πλείστοις του σώματος μέλεσιν, απελαυνόμενοι πόλεων, οικιών, αγορών, υδάτων, αυτών των φιλτάτων, ονόμασι μάλλον ή σώματι γνωριζόμενοι˙ ουδέ προτίθενται συνόδοις τε και συλλόγοις κατά συζυγίαν τε και συναυλίαν, μηκέτ’ ελεούμενοι δια την νόσον, αλλά μισούμενοι˙ σοφισταί μελών ελεεινών, εί τισι και φωνή λείπεται.
                  Τι αν άπαντα εκτραγωδοίην τα ημέτερα, ούκ αρκούντος του λόγου τω πάθει; Άλλ’ εκείνός γε μάλιστα πάντων έπεισεν, ανθρώπους όντας, ανθρώπων μη καταφρονείν, μηδ’ ατιμάζειν Χριστόν την μίαν πάντων κεφαλήν δια της είς εκείνους απανθρωπίας˙ άλλ’ εν ταις αλλοτρίαις συμφοραίς , τα οικεία ού τίθεσθαι, και δανείζειν Θεώ τον έλεον, ελέου χρήζοντας. Δια τούτο, ουδέ τοις χείλεσιν απηξίου τιμάν την νόσον, ο ευγενής τε και των εύ γεγονότων, και την δόξαν υπέρλαμπρος, άλλ’ ως αδελφός ησπάζετο, ούχ όπερ αν τις απολάβοι κενοδοξών,(τις γαρ τοσούτον απείχε του πάθους;) αλλά και προσιέναι τοίς σώμασιν επί θεραπεία δια της εαυτού φιλοσοφίας τυπών, και φθεγγομένη και σιωπώσα παραίνεσις. Και ούχ η μέν πόλις ούτως, η χώρα δε και τα εκτός, ετέρως˙ αλλά κοινόν άπασιν αγώνα προύθηκε τοις τω λαώ προεστώσι, την είς αυτούς φιλανθρωπίαν, και μεγαλοψυχίαν. Και άλλων μεν οι οψοποιοί, και αι λιπαραί τράπεζαι, και τα μαγείρων μαγγανεύματα και κομψεύματα, και οι φιλόκαλοι δίφροι, και της εσθήτος όση μαλακή τε και περιρρέουσα˙ Βασιλείου δε, οι νοσούντες, και τα των τραυμάτων άκη, και η Χριστού μίμησις, ου λόγω μέν, έργω δε λέπραν καθαίροντος.
                  Προς ταύτα, τι φήσουσιν ημίν οι τον τύφον εγκαλούντες εκείνω και την οφρύν, οι πικροί των τηλικούντων κριταί, και τω κανόνι τους ού κανόνας προσάγοντες; Έστι λεπρούς μεν ασπάζεσθαι, και μέχρι τούτου συνταπεινούσθαι, των δε υγιαινόντων κατοφρυάσθαι;  Και τήκειν μεν τας σάρκας δι’ εγκρατείας, την ψυχήν δε οιδαίνειν κενώ φρυάγματι; Και του μεν Φαρισαίου καταγινώσκειν, και διηγείσθαι την έξ όγκου ταπείνωσιν, και Χριστόν ειδέναι μέχρι δούλου μορφής κατελθόντα, και τελώναις συνέσθοντα, και νίπτοντα τους πόδας των μαθητών, και σταυρόν ούν απαξιούντα, ίνα προσηλώση την εμήν αμαρτίαν (καίτοι τι τούτου παραδοξότερον, Θεόν σταυρούμενον βλέπειν, και τούτον μετά ληστών, και υπό των παριόντων γελώμενον, τον ανάλωτον, και του παθείν υψηλότερον)˙ αυτόν δε υπερνεφείν, και μηδέν γινώσκειν ομότιμον, ό δοκεί τοις εκείνω βασκαίνουσιν; Άλλ’ οίμαι το του ήθους ευπαθές, και βεβηκός, και απεξεσμένον, τύφον ωνόμασαν. Οι δ’ αυτοί μοι δοκούσι ραδίως αν και τον ανδρείον καλέσαι θρασύν, και δειλόν τον περιεσκεμμένον, και τον σώφρονα μισάνθρωπον, και τον δίκαιον ακοινώνητον. Και γαρ ού φαύλως τούτό τινες πεφιλοσοφήκασιν˙ Ότι «παραπεπήγασι ταις αρεταίς αι κακίαι, και εισί πως αγχίθυροι» και ράστον, άλλο τι όντα έτερον νομισθήναι τοις μη τα τοιαύτα πεπαιδευμένοις.
                 Τις γαρ εκείνου μάλλον ή αρετήν ετίμησεν, ή κακίαν εκόλασεν, ή χρηστός ώφθι τοις κατορθούσιν, ή τοις αμαρτάνουσιν εμβριθής˙ ού και το μειδίαμα πολλάκις έπαινος ήν, και το σιωπάν επιτίμησις, οικείω συνειδότι το κακόν βασανίζουσα; Εί δε μη στωμύλος τις ήν, μηδέ γελοιαστής, και αγοραίος, μηδέ τοις πολλοίς αρέσκων, εκ του πάσι πάντα γίνεσθαι, και χαρίζεσθαι, τι τούτο; Ούκ επαινετέος μάλλον ή μεμπτέος τοις γε νούν έχουσιν; Εί μη και τον λέοντα αιτιώτό τις, ότι μη πιθήκειον βλέπει, αλλά βλοσυρόν και βασιλικόν, ού και τα σκιρτήματα γενναία, και μετά θαύματος αγαπώμενα˙ και τους επί της σκηνής θαυμάζοι, ως ηδείς τε και φιλανθρώπους, ότι τοις δήμοις χαρίζονται, και κινούσι γέλωτα τοις επί κόρρης ραπίσμασι και ψοφήμασι. Καίτοι κάν ει τούτο ζητοίημεν, τις μεν ούτως ηδύς εν ταις συνουσίαις, όσα εμέ γινώσκειν τον μάλιστα εκείνου πεπειραμένον; Τις διηγήσασθαι χαριέστερος; Τίς μεν σκώψαι παιδευτικώς; Τίς δε καθάψασθαι απαλώς; Και μήτε την επιτίμησιν θράσος ποιήσαι, μήτε την άνεσιν έκλυσιν, άλλ’ αμφοτέρων την αμετρίαν φυγείν, αμφοτέροις συν λόγω και καιρώ χρώμενον, κατά τους Σαλομώντος νόμους, παντί πράγματι καιρόν διατάξαντος.
                 Αλλά τι ταύτα προς την εν λόγοις του ανδρός αρετήν, και το της διδασκαλίας κράτος τα πέρατα οικειούμενον; Έτι περί τους πρόποδας του όρους στρεφόμεθα, της άκρας απολειπόμενοι, έτι πορθμόν διαπερώμεν, αφέντες το μέγα και βαθύ πέλαγος. Οίμαι γαρ, εί τις εγένετο, ή γενήσεται σάλπιγξ επί πολύ του αέρος φθάνουσα, ή Θεού φωνή τον κόσμον περιλαμβάνουσα, ή σεισμός οικουμένης εκ τινος καινοτομίας και θαύματος, ταύτα είναι την εκείνου φωνήν και διάνοιαν, τοσούτον άπαντας απολείπουσαν και κάτω τιθείσαν, όσον την των αλόγων φύσιν ημείς.
                 Τις μεν εαυτόν εκάθηρε μάλλον τω Πνεύματι, και άξιον του διηγείσθαι τα θεία παρεσκεύασε; Τις δε μάλλον εφωτίσθη φως γνώσεως, και διέκυψεν εις τα βάθη του Πνεύματος, και μετά Θεού τα περί Θεού διεσκέψατο; Τις δε λόγον έσχεν αμείνω των νοηθέντων ερμηνευτήν, ως μηδ’ ετέρω σκάζειν, κατά τους πολλούς, ή τω λόγον ούκ έχοντι, ή λόγω μη κατά νούν βεβηκότι˙ άλλ’ αμφοτέρωθεν ομοίως ευδοκιμείν, και αυτόν ίσον εαυτώ φαίνεσθαι, και όντως άρτιον. Πάντα μεν ερευνάν, και τα βάθη του Θεού, τω Πνεύματι μεμαρτύρηται, ούχ ως αγνοούντι, άλλ’ ως εντρυφώντι τη θεωρία. Πάντα δε εκείνω διηρεύνηται τα του Πνεύματος, έξ ών ήθος άπαν επαίδευσε, και υψηγορίαν εδίδαξε, και των παρόντων απανέστησε, και προς τα μέλλοντα μετεσκεύασεν.
                  Ηλίου μεν επαινείται παρά τω Δαυΐδ κάλλος, και μέγεθος, και δρόμου τάχος, και δύναμις˙ λάμποντος ως νυμφίου, ευμεγέθους ως γίγαντος, ού και το πολύ διαβαίνειν, έχει δύναμιν τοσούτον, ως άπ’ άκρων τα άκρα ισοτίμως καταφωτίζειν, και μηδέν ελαττούσθαι την θερμήν τοις διαστήμασι. Του δε κάλλος μεν, η αρετή˙ μέγεθος δε, η θεολογία˙ δρόμος δε, το αεικίνητον, και μέχρι Θεού φέρον ταις αναβάσεσι˙ δύναμις δε, η του λόγου σπορά και διάδοσις. Ώστε έμοιγε, ουδέ τούτο ειπείν οκνητέον, το εις πάσαν την γην εξελθείν τον φθόγγον αυτού, και εις τα πέρατα της οικουμένης των ρημάτων την δύναμιν˙ ό περί των αποστόλων ο Παύλος έφησε, παρά Δαυΐδ εκδεξάμενος.
                  Τίς μεν άλλη συλλόγου σήμερον χάρις; Τίς δε συμποσίων ηδονή; Τίς δε αγορών; Τίς δε εκκλησιών; Τίς των εν τέλει, και των μετ’ εκείνους τρυφή;  Τίς μοναστών, ή μιγάδων; Τίς των απραγμόνων, ή των εν πράγματι; Τίς των τα έξωθεν φιλοσοφούντων, ή τα ημέτερα; Μία, και διά πάντων, και η μεγίστη, τα εκείνου συγγράμματα και πονήματα. Ουδέ γραφεύσιν ευπορία τις άλλη μετ’ εκείνον, ή τα εκείνου συγγράμματα. Σιωπάται τα παλαιά, όσα τινές τοις θείοις λογίοις ενίδρωσαν˙ βοάται τα νέα, και ούτος άριστος ημίν εν λόγοις, ός αν τα εκείνου μάλιστα τυγχάνη γινώσκων, και δια γλώσσης φέρων, και συνετίζων τας ακοάς˙ ήρκεσε γαρ είς αντί πάντων τοις σπουδαιοτέροις είς παίδευσιν.
                  Εγώ τούτο μόνον αυτού διηγήσομαι˙ Όταν την Εξαήμερον αυτού μεταχειρίζωμαι, και δια γλώσσης φέρω, μετά του μετά του κτίστου γίνομαι, και γινώσκω κτίσεως λόγους, και θαυμάζω τον κτίστην πλέον ή πρότερον, όψει μόνη διδασκάλω χρώμενος. Όταν τοις αντιρρητικοίς εντύχω λόγοις, το Σοδομιτικόν ορώ πύρ, ώ τεφρούνται γλώσσαι πονηραί και παράνομοι, ή τον Χαλάνης πύργον, κακώς μεν οικοδομούμενον, καλώς δε λυόμενον. Όταν τοις περί Πνεύματος, ευρίσκω Θεόν, όν έχω, και παρρησιάζομαι την αλήθειαν, επιβατεύων της εκείνου θεολογίας και θεωρίας. Όταν ταις άλλαις εξηγήσεσιν, άς τοις μικρά βλέπουσιν αναπτύσσει, τρισσώς εν ταις στερραίς εαυτού πλαξί της καρδίας απογραψάμενος, πείθομαι μη μέχρι του γράμματος ίστασθαι, μηδέ βλέπειν τα άνω μόνον, αλλά και περαιτέρω διαβαίνειν και εις βάθος έτι χωρείν εκ βάθους, άβυσσον αβύσσω προσκαλούμενος, και φωτί φως ευρίσκων, μέχρι αν φθάσω προς το ακρότατον. Όταν αθλητών εγκωμίοις προσομιλήσω, περιφρονώ το σώμα, και σύνειμι τοις επαινουμένοις, και προς την άθλησιν διεγείρομαι. Όταν ηθικοίς λόγοις και πρακτικοίς, καθαίρομαι ψυχήν και σώμα, και ναός Θεού γίνομαι δεκτικός, και όργανον κρουόμενον Πνεύματι, και θείας υμνωδόν δόξης τε και δυνάμεως˙ τούτω μεθαρμόζομαι, και ρυθμίζομαι, και άλλος έξ άλλου γίνομαι, την θείαν αλλοίωσιν αλλοιούμενος.
                  Επεί δε θεολογίας εμνήσθην, και της περί τούτο του ανδρός μάλιστα μεγαλοφωνίας, έτι κακείνο προσθήσω τοις ειρημένοις. Χρησιμώτατον γαρ τοις πολλοίς, του μη βλάπτεσθαι, την χείρω περί αυτού δόξαν έχοντας. Προς δε τους κακούργους ο λόγος, οί τοις εαυτών κακοίς βοηθούσιν, έξ ών άλλοις επηρεάζουσιν. Εκείνος γαρ, ένεκα του ορθού λόγου και της κατά την αγίαν Τριάδα συναφείας και συνθεΐας ή ούκ οιδ’ ό τι κυριώτερον χρή ειπείν και σαφέστερον, μη ότι θρόνων εκπεσείν, οίς ουδέ απ’ αρχής επεπήδησεν, αλλά και φυγήν, και θάνατον και τας προ του θανάτου κολάσεις προθύμως εδέξατο αν, ως κέρδος, ού κίνδυνον. Δηλοί δε οίς τε ήδη πεποίηκεν, οίς τε πέπονθεν˙ ός γε και εξορίαν υπέρ της αληθείας κατακριθείς, τοσούτον επραγματεύσατο μόνον, όσον ενί των ακολούθων ειπείν, αραμένω το πυκτίον ακολουθείν.
                  Οικονομείν δε τους λόγους εν κρίσει, των αναγκαίων ενόμιζε, τω θείω Δαυΐδ περί τούτου συμβούλω χρώμενος, και μικρόν όσον τον του πολέμου καιρόν διαφέρειν, και την των αιρετικών δυναστείαν, έως ο της ελευθερίας και της αιθρίας επιλάβοι καιρός, και δω τη γλώσση την παρρησίαν. Οι μεν γαρ εζήτουν λαβέσθαι γυμνής της περί του Πνεύματος φωνής, ως είη Θεός (όπερ όν αληθές, ασεβές εκείνοις υπελαμβάνετο και τω κακώ προστάτη της ασεβείας)˙ ίνα τον μεν της πόλεως μετά της θεολόγου γλώσσης υπερορίσωσιν, αυτοί δε κατασχόντες την Εκκλησίαν, και της εαυτών κακίας ορμητήριον ποιησάμενοι, εντεύθεν το λειπόμενον άπαν, ως εκ τινος ακροπόλεως, καταδράμωσιν. Ο δε, εν άλλαις μεν φωναίς γραφικαίς, και μαρτυρίαις αναμφιλέκτοις ταυτόν δυναμέναις, και ταις εκ των συλλογισμών ανάγκαις, ούτως ήρχε τους αντιλέγοντας, ώστε μη αντιβαίνειν έχειν, άλλ’ οικείαις συνδείσθαι φωναίς, ήπερ δη και μεγίστη λόγου δύναμις και σύνεσις.
                  Δηλώσει δε και ο λόγος, όν περί τούτου συνέγραψε, κινών την γραφίδα, ως εκ πυξίδος του Πνεύματος˙ την δε κυρίαν φωνήν τέως υπερετίθετο, παρά τε του Πνεύματος αυτού, και των γνησίων τούτου συναγωνιστών χάριν αιτών, τη οικονομία μη δυσχεραίνειν˙ μηδέ μιας αντεχομένους φωνής, το παν απολέσαι δι’ απληστίαν, τω καιρώ παρασυρείσης της ευσεβείας. Αυτοίς μεν γαρ ουδεμίαν είναι ζημίαν, υπαλλατομένων μικρόν των λέξεων, και φωναίς άλλαις το ίσον διδασκομένοις˙ ουδέ γαρ εν ρήμασιν ημίν είναι την σωτηρίαν μάλλον ή πράγμασι˙ μηδέ γαρ το Ιουδαίων έθνος απολαβείν αν, εί την του ηλειμμένου φωνήν, αντί της Χριστού, προς ολίγον επιζητούντες, ηξίουν μεθ’ ημών τάττεσθαι˙ τω δε κοινώ μεγίστην αν βλάβην γενέσθαι, της Εκκλησίας κατασχεθείσης.
                  Επεί ότι γε μάλλον ήδει το Πνεύμα Θεόν, δήλον μεν έξ ών και δημοσία τούτο πολλάκις εκήρυξεν, εί ποτε καιρός ήν, και ιδία τοις ερωτώσι προθύμως ανωμολόγησε˙ σαφέστερον δε πεποίηκεν εν τοις προς εμέ λόγοις, προς όν ουδέν απόρρητον ήν αυτώ περί τούτων κοινολογουμένω˙ μηδέ απλώς τούτο αποφηνάμενος, άλλ’ ό μηδέπω πρότερον πολλάκις πεποίηκεν, επαρασάμενος εαυτώ το φρικωδέστατον, αυτού του Πνεύματος εκπεσείν, εί μη σέβοι το Πνεύμα μετά Πατρός και Υιού, ως ομοούσιον και ομότιμον. Εί δε με τις δέξαιτο κοινωνόν εκείνου καν τοις τοιούτοις, εξαγορεύσω τι και των τοις πολλοίς τέως αγνοουμένων˙ ότι του καιρού στενοχωρούντος ημάς, εαυτώ μεν την οικονομίαν επέτρεψεν, ημίν δε την παρρησίαν, ούς ουδείς έμελλε κρίνειν, ουδέ αποβάλλειν της πατρίδος, αφανεία τετιμημένους, ως έξ αμφοτέρων ισχυρόν είναι το καθ’ ημάς Ευαγγέλιον.
                 Και ταύτα διήλθον, ούχ ίνα της εκείνου δόξης υπεραποληγήσωμαι (κρείττων γαρ των εγκαλούντων, είπερ τινές εισίν, ο ανήρ), άλλ’ ίνα μη τούτον όρον της ευσεβείας νομίζοντες, τας εν τοις γράμμασι μόνας του ανδρός ευρισκομένας φωνάς, ασθενεστέραν την πίστιν έχωσι, και πόδειξιν της εαυτών κακουργίας, την εκείνου θεολογίαν, ήν ο καιρός εποίει μετά του Πνεύματος˙ αλλά τον των γεγραμμένων νουν δοκιμάζοντες,  και τον σκοπόν άφ’ ού ταύτα εγράφετο, μάλλον τη τε αληθεία προσάγωνται, και τους ασεβούντας επιστομίζωσιν. Έμοιγ’ ούν είη, και όστις εμοι φίλος, η εκείνου θεολογία. Και τοσούτον θαρρώ τη περί το πράγμα του ανδρός καθαρότητι, ώστε και τούτο κοινοποιούμαι προς άπασι˙ κακείνω μεν τα εμά, εμοί δε τα εκείνου λογίζοιτο παρά τε Θεώ και των ανθρώπων τοις ευγνωμονεστέροις. Ουδέ γαρ τους ευαγγελιστάς φαίημεν αν υπεναντία ποιείν αλλήλοις, ότι οι μεν τω σαρκικώ του Χριστού πλέον ενησχολήθησαν, οι δε τη θεολογία προσέβησαν˙ και οι μεν εκ των καθ’ ημάς, οι δε εκ των υπέρ ημάς εποιήσαντο την αρχήν˙ ούτω το κήρυγμα διελόμενοι προς το χρήσιμον οίμαι τοις δεχομένοις, και ούτω παρά του εν αυτοίς τυπούμενοι Πνεύματος.
                 Φέρε δη, πολλών εν τοις πάλαι και νυν γεγονότων ανδρών επ’ ευσεβεία γνωρίζων, νομοθετών, στρατηγών, προφητών, διδασκάλων, των ανδρικών μέχρις αίματος, παρ’ εκείνοις τα ημέτερα θεωρήσαντες, καντεύθεν τον άνδρα γνωρίσωμεν. Αδάμ ηξιώθη Θεού χειρός, και παραδείσου τρυφής, και πρώτης νομοθεσίας˙ άλλ’, εί μη τι λέγω βλάσφημον αιδοί του προπάτορος, την εντολήν ούκ εφύλαξεν˙ ο δε, και εδέξατο ταύτην, και διεσώσατο, και τω ξύλω της γνώσεως, ούκ εβλάβη, και την φλογίνην ρομφαίαν παρελθών, εύ οίδα, του παραδείσου τετύχηκεν. Ενώς ήλπισε πρώτος επικαλείσθαι τον Κύριον˙ ο δε, και επικέκληται, και τοις άλλοις εκήρυξεν, ό του επικαλείσθαι πολύ τιμιώτερον. Ενώχ μετετέθη μικράς ευσεβείας – έτι γαρ εν σκιαίς ήν η πίστις – άθλον ευράμενος την μετάθεσιν, και του εξής βίου τον κίνδυνον διέφυγε˙ του δε όλος ο βίος μετάθεσις ήν, τελείως εν βίω τελείω δοκιμασθέντος. Νώε κιβωτόν επιστεύθη, και κόσμου δευτέρου σπέρματα ξύλω μικρώ πιστευθέντα, και καθ’ υδάτων σωζόμενα˙ ο δε κατακλυσμόν ασεβείας διέφυγε, και κιβωτόν σωτηρίας την εαυτού πεποίηται πόλιν, κούφως˙ των αιρετικών υπερπλέουσαν, έξ ου κόσμον όλον ανεκαλέσατο.
                  Μέγας ο Αβραάμ, και πατριάρχης, και θύτης καινής θυσίας, τον εκ της επαγγελίας τω δεδωκότι προσαγαγών, ιερείον έτοιμον, και προς την σφαγήν επειγόμενον˙ άλλ’ ουδέ το εκείνου μικρόν, εαυτόν προσήγαγε τω Θεώ, και ουδέν ως ισότιμον εντεδόθη, (τί γαρ και ήν;) ώστε και τελεωθήναι το καλλιέρημα. Ισαάκ επηγγέλθη και προ γενέσεως˙ ο δε αυτεπάγγελτος ήν, και την Ρεβέκκαν, λέγω δη την Εκκλησίαν, ού πόρρωθεν, άλλ’ εγγύθεν ηγάγετο, ουδέ δια πρεσβείας οικετικής, άλλ’ εκ Θεού δοθείσαν και πιστευθείσαν˙ ουδέ κατεσοφίσθη περί την των τέκνων προτίμησιν, άλλ’ εκάστω τα προς αξίαν απαραλογίστως ένεμε μετά της του Πνεύματος κρίσεως.

                  Επαινώ την Ιακώβ κλίμακα, και την στήλην, ήν ήλειψε τω Θεώ, και την προς αυτόν πάλην, ήτις ποτέ ήν˙ οίμαι δε του ανθρωπείου μέτρου προς το θείον ύψος αντιπαρέκτασις, και αντίθεσις, όθεν και άγει τα σύμβολα της ηττωμένης γενέσεως. Επαινώ και την περί τα θρέμματα του ανδρός ευμηχανίαν και ευημερίαν, και τους δώδεκα έξ αυτούς πατριάρχας, και τον των ευλογιών μερισμόν σύν ούκ αγεννεί προφητεία του μέλλοντος˙ άλλ’ επαινώ και τούτου την ούχ οραθείσαν μόνον, αλλά και διαβαθείσαν κλίμακα ταις κατά μέρος είς αρετήν αναβάσεσι, και την στήλην, ήν ούκ ήλειψεν, άλλ’ ήγειρε τω Θεώ, τα των ασεβών στηλιτεύουσαν, και την πάλην, ήν ούκ επάλαισε προς Θεόν, άλλ’ υπέρ Θεού, τα των αιρετικών καταβάλλουσαν, την τε ποιμαντικήν του ανδρός, έξ ής επλούτησε, πλείω των ασήμων προβάτων κτησάμενος τα επίσημα, την τε καλήν πολυτεκνίαν των κατά Θεόν γεννηθέντων, και την ευλογίαν, η πολλούς εστήριξεν.
                  Ιωσήφ εγένετο σιτοδότης, άλλ’ Αιγύπτου μόνης, και ου πολλάκις, και σωματικώς˙ ο δε πάντων, και αεί, και πνευματικώς, όπερ εμοί της σιτοδοσίας εκείνης αιδεσιμώτερον. Μετά Ιώβ του Αυσίτου, και πεπείραται, και νενίκηκε, και ανηγόρευται λαμπρώς επί τέλει των άθλων, μηδενί των τινασσόντων πολλών όντων κατασεισθείς, αλλά πολλώ τω περιόντι τον πειραστήν καταπαλαίσας, και των φίλων την αλογίαν επιστομίσας, αγνοούντων το του πάθους μυστήριον. «Μωϋσής μεν Αίγυπτον βασανίσας, λαόν διασώσας εν σημείοις πολλοίς και τέρασι, της νεφέλης είσω χωρήσας, νομοθετήσας τον διπλούν νόμον, τον τε του γράμματος έξωθεν, και όσος ένδοθεν τον του Πνεύματος. Ααρών δε Μϋσέως αδελφός, και το σώμα, και το πνεύμα, του λαού προθυόμενος και προσευχόμενος, μύστης της ιεράς και μεγάλης σκηνής, ήν έπηξεν ο Κύριος, και ούκ άνθρωπος.
                  Τούτων δε αμφοτέρων ζηλωτής εκείνος, βασανίζων μέν, ού σωματικαίς μάστιξι, πνευματικαίς δε και λογικαίς, έθνος αιρετικόν και Αιγύπτιον˙ άγων δε λαόν περιούσιον, ζηλωτήν καλών έργων, επί την γην της επαγγελίας, πλαξί δε νόμους εγγράφων, ού συντριβομέναις, αλλά σωζωμέναις, ούκ έτι σκιοειδείς, άλλ’ όλον πνευματικούς˙ είς δε τα Άγια των αγίων, ούχ άπαξ του ενιαυτού, πολλάκις δε, και καθ’ εκάστην, ως ειπείν, εισιών την ημέραν, όθεν την αγίαν ημίν ανακαλύπτει Τριάδα και λαόν καθαίρων, ού προσκαίροις ραντίσμασιν, άλλ’ αϊδίοις αγνίσμασι. Τί το κάλλιστον Ιησού; Στρατηγία, και κληροδοσία, και γης της  αγίας κατάσχεσις˙ ο δε, ούκ έξαρχος; Ού στρατηγός των δια πίστεως σωζομένων;  Ού κληροδότης των διαφόρων παρά Θεώ κλήρων και μονών, άς διανέμει τοις αγομένοις; Ώστε κακείνην δύνασθαι την φωνήν ειπείν, ότι «Σχοινία επέπεσόν μοι εν τοις κρατίστοις»˙ και, «Εν ταις χερσί σου οι κλήροί μου», κλήροι των χαμαί ερχομένων, και αρπαζομένων πολλώ τιμιώτεροι.
                  Και, ίνα τους κριτάς παραδράμωμεν, ή των κριτών τους ευδοκιμωτάτους, «Σαμουήλ, εν τοις επικαλουμένοις το όνομα αυτού», και Θεώ δοτός προ γενέσεως, και μετά την γέννησιν ευθύς ιερός, και χρίων βασιλέας και ιερέας δια του κέρατος. Ούτος δε, ούκ εκ βρέφους Θεώ καθιερωμένος από μήτρας, και μετά της διπλοΐδος επιδεδομένος τω βήματι, και βλέπων τα επουράνια, και χριστός Κυρίου ήν, και χρίστης των τελειουμένων εκ Πνεύματος; Δαυΐδ εν βασιλεύσιν αοίδιμος, ού πολλαί μεν ιστορούνται κατά των εχθρών νίκαι και τρόπαια, η πραότης δε το επισημότατον, και προ της βασιλείας ή της κινύρας δύναμις, και πονηρού πνεύματος κατεπάδουσα. Σολομών πλάτος καρδίας ητήσατο παρά Θεού, και τετύχηκεν, επί πλείστον προελθών σοφίας κα θεωρίας, ώστε γενέσθαι των καθ’ εαυτόν απάντων ευδοκιμώτατος. Ο δε, του μεν τω πράω, του δε η σοφία, κατά τον εμόν λόγον, ουδέν ή μικρώ λείπεται˙ ώστε και βασιλέων θράσος δαιμονούντων καταμαλάσσειν˙ και μη βασίλισσαν νότου μόνον, η τον δείνα, κατά κλέος της αυτού σοφίας εκ των περάτων της γης απαντάν, αλλά και πάσι τοις πέρασι την εκείνου σοφίαν γνωρίζεσθαι. Και τα εξής παρήσω του Σολομώντος˙ πάσι δε δήλα, κάν ημείς φειδώμεθα.
                  Επαινείς Ηλίου την προς τους τυράννους παρρησίαν, και την δια πυρός αρπαγήν; Ελισσαίου τε την καλήν κληρονομίαν, την μηλωτήν, ή το Ηλίου Πνεύμα συνηκολούθησεν; Επαίνει κακείνου την εν πυρί ζωήν, τω πλήθει λέγω των πειρασμών, και την δια πυρός σωτηρίαν, καίοντος μέν, ού κατακαίοντος δε, το περί την βάτον θαύμα, και το καλόν έξ ύψους δέρος, την ασαρκίαν. Εώ τάλλα, τους δροσισθέντας εν πυρί νεανίας˙ τον εν γαστρί κήτους ευξάμενον προφήτην φυγάδα και , ως από θαλάμου, του θηρός προελθόντα˙  τον εν λάκκω δίκαιον, λεόντων θράσος πεδήσαντα˙ ή την των επτά Μακκαβαίων άθλησιν, συν ιερεί και μητρί τελειωθέντων εν αίματι, και παντοίοις βασάνων είδεσιν. Ών εκείνος ζηλώσας την καρτερίαν, και την δόξαν ηνέγκατο.
                 Επί δε την Νέαν μέτειμι Διαθήκην, και τοις ενταύθα ευδοκίμοις τα εκείνου παρεξετάσας, τιμήσω τον μαθητήν εκ των διδασκάλων. Τίς Ιησού πρόδρομος; Ιωάννης, ως φωνή Λόγου, και ως λύχνος Φωτός, ού και προεσκίρτησεν εν γαστρί, και προέδραμεν είς άδου, δια της Ηρώδου μανίας παραπεμφθείς, ίνα κηρύξη κακεί τον ερχόμενον. Και εί τω φαίνεται τολμηρός ο λόγος, εκείνο προσεξεταζέτω τοις λεγομένοις, ότι μη προτιθείς, μηδέ είς ίσον μετάγων τον άνδρα τω εν γεννητοίς γυναικών υπέρ άπαντας, ταύτην ποιούμαι την παρεξέτασιν˙ αλλά ζηλωτήν αποφαίνων, και τι του χαρακτήρος εκείνου εν εαυτώ φέροντα.
                  Ού γαρ μικρόν τοις σπουδαίοις, και μικρά των μεγίστων η μίμησις. Ή γαρ ούκ εναργής της εκείνου φιλοσοφίας εικών ο ανήρ; Και ούτος έρημον ώκησε˙ και τούτω τρύχινον έσθημα είχον αι νύκτες, αγνοοόυμενον, ούκ επιδεικνύμενον˙ και ούτος την ίσην τροφήν ηγάπησε, Θεώ καθαίρων εαυτόν δια της εγκρατείας˙ και ούτος Χριστού κήρυξ ηξιώθη γενέσθαι, εί και μη πρόδρομος˙ και εξεπορεύετο προς αυτόν, ούχ η περίχωρος πάσα μόνον, άλλ’ ήδη και η υπερόριος˙ και ούτος μέσος των δύο Διαθηκών, της μεν καταλύων το γράμμα, της δε δημοσιεύων το πνεύμα, και ποιών πλήρωσιν του κρυπτομένου νόμου, την του φαινομένου κατάλυσιν.
                 Εμιμήσατο Πέτρου τον ζήλον, Παύλου τον νόμον, των ονομαστών και μετωνομασμένων αμφοτέρων την πίστιν˙ των υιών Ζεβεδαίου το μεγαλόφωνον˙ πάντων των μαθητών το ευτελές και απέριττον. Δια ταύτα τοι και κλείς ουρανών πιστεύεται˙ και ούχ όσον από Ιερουσαλήμ μέχρι του Ιλλυρικού, μείζονα δε κύκλον τω Ευαγγελίω περιλαμβάνει˙ και υιός βροντής, ούκ ονομάζεται μεν, γίνεται δε˙ και επί το στήθος Ιησού κείμενος, εκείθεν έλκει του λόγου την δύναμιν, και το βάθος των νοημάτων. Στέφανος μεν γαρ εκωλύθη γενέσθαι, εί και πρόθυμος ήν, επισχών αιδοί τους λιθάζοντας. Έτι δε συντομώτερον ειπείν έχω, ίνα μη τους καθ’ έκαστον επεξίω περί τούτων. Εκείνος γαρ, το μεν εξεύρε των καλών, το δε εζήλωσε, το δε ενίκησε. Τω δε δια πάντων ελθείν, των νυν πάντων εκράτησεν. εν επί πάσιν ερώ, και σύντομον. 
                  Τοσαύτη του ανδρός η αρετή, και η της δόξης περιουσία, ώστε πολλά και των εκείνου μικρών, ήδη δε και των σωματικών ελαττωμάτων ετέροις είς ευδοξίαν επενοήθη. Οίον ωχρότητα λέγω, και γενειάδα, και βαδίσματος ήθος, και το περί λόγον μη πρόχειρον, σύννουν τε, ως τα πολλά, και είσω συννενευκός˙ ό τοις πολλοίς μη καλώς ζηλωθέν, μηδέ νοηθέν, σκυθρωπότης εγένετο. Έτι δε είδος εσθήτος, και σκίμποδος σχήμα, και τρόπος βρώσεως, ών ουδέν εκείνω δια σπουδής ήν, άλλ’ απλώς έχον, και συμπίπτον ως έτυχε. Και πολλούς αν ίδοις Βασιλείους άχρι του ορωμένου, τους εν ταις σκιαίς ανδριάντας˙ πολύ γαρ ειπείν, ότι και το της ηχούς υστερόφωνον. Εκείνη μεν γαρ, εί και τα τελευταία της φωνής, άλλ’ ούν εναργέστερον υποκρίνεται˙ οι δε πλείον απέχουσι του ανδρός, ή όσον πλησιάζειν επιθυμούσιν. Εκείνο δε ουκ έτι μικρόν, αλλά και μέγιστον είς φιλοτιμίαν εικότως, το τυχείν εκείνω ποτέ πλησιάσαντας, ή θεραπεύσαντας, ή τι κατά παιδιάν ή σπουδήν ειρημένον ή πεπραγμένον, φέρειν απομνημόνευμα˙ ώσπερ ούν καγώ πολλάκις οίδα καλλωπισάμενος˙ επεί και τα πάρεργα του ανδρός, των πονουμένων ετέροις πολύ τιμιώτερα και περιφανέστερα.
                 Επεί δε τον δρόμον τελέσας, και την πίστιν τηρήσας, επόθει την ανάλυσιν και ο των στεφάνων ενειστήκει καιρός, κακείνο μεν ούκ ήκουσεν˙ «Εις το όρος ανάβηθι, και τελεύτα»˙ τελεύτα δε, και ανάβαινε προς ημάς˙ θαυματουργεί τι κανταύθα των προειρημένων ούκ έλαττον. Νεκρός γαρ ων ήδη σχεδόν, και άπνους, και το του βίου πλείστον καταλελοιπώς, ευτονώτερος γίνεται περί τους εξιτηρίους των λόγων, ίνα τοις της ευσεβείας συναπέλθη ρήμασι, και χειροτονίαις των γνησιωτάτων αυτού θεραπευτών, την χείρα δίδωσι και το Πνεύμα˙ ώστε μη ζημιωθήναι το βήμα τους εκείνου μαθητάς, και της ιερωσύνης συλλήπτορας. Τοις δε εξής οκνεί μεν προσελθείν ο λόγος, προσβήσεται δε όμως, εί και άλλοις μάλλον ημών πρέπων ο λόγος. Ου γαρ έχω φιλοσοφείν εν τω πάθει, και εί σφόδρα φιλοσοφείν εσπούδακα, της κοινής μεμνησμένος ζημίας, και του κατασχόντος πάθους την οικουμένην.
                  Έκειτο μεν  ο ανήρ τα τελευταία πνέων, και παρά της άνω χοροστασίας επιζητούμενος, προς ήν εκ πλείονος έβλεπεν˙ εγχείτο δε περί αυτόν πάσα η πόλις, την ζημίαν ού φέροντες, και της εκδημίας, ως τυραννίδος, καταβοώντες, και της ψυχής λαμβανόμενοι, ως καθεκτής και βιασθήναι δυναμένης, ή χερσίν, ή δεήσεσιν. Εποίει γαρ αυτούς και παράφρονας το πάθος˙ και προσθείναί τι της εαυτών ζωής έκαστος εκείνω, είπερ οιόν τε ήν, πρόθυμος ήν. Ως δε ηττήθησαν (έδει γαρ αυτόν ελεγχθήναι άνθρωπον όντα), και «Εις χείράς σου παραθήσομαι το πνεύμά μου», τελευταίον ειπών, τοις απάγουσιν αυτόν αγγέλοις ούκ αηδώς αναπέψυξεν˙ έστιν ά τους παρόντας μυσταγωγήσας, και βελτίους ποιήσας ταις επισκήψεσι. Τότε δη θαύμα γίνεται των πώποτε γενομένων ονομαστότατον.
                  Προεκομίζετο μεν ο άγιος, χερσίν αγίων υψούμενος˙ σπουδή δ’ ήν εκάστω, τω μεν κρασπέδου λαβέσθαι, τω δε σκιάς, τω δε του ιεροφόρου σκίμποδος, και ψαύσαι μόνον (τί γαρ εκείνου του σώματος ιερώτερόν τε και καθαρώτερον;), τω δε των αγόντων ελθείν πλησίον, τω δε της θέας απολαύσαι μόνης, ως τι κακείνης πεμπούσης όφελος. Πλήρεις αγοραί, στοαί, διώροφοι, τριώροφοι, των εκείνων παραπεμπόντων, προηγουμένων, επομένων, παρεπομένων, αλλήλοις επεμβαινόντων˙ μυριάδες γένους παντός, και ηλικίας απάσης, ού πρότερον γινωσκόμεναι. Ψαλμωδίαι θρήνοις υπερνικώμεναι, και το φιλόσοφον τω πάθει καταλυόμενον. Αγών δε τοις ημετέροις προς τους εκτός, Έλληνας, Ιουδαίους, επήλυδας˙ εκείνοις προς ημάς, όστις πλέον αποκλαυσάμενος, πλείονος μετάσχη της ωφελείας.
                 Πέρας του λόγου, και εις κίνδυνον τελευτά το πάθος˙ συναπελθουσών αυτώ ψυχών ούκ ολίγων, εκ της του ωθισμού βίας και συγκλονήσεως˙ αι και του τέλους εμακαρίσθησαν, ως εκείνω συνέκδημοι, και θύματα επιτάφια, τάχα αν τις είποι των θερμοτέρων. Μόλις δε το σώμα διαφυγόν τους αρπάζοντας, και νικήσαν τους προπομπεύοντας, ούτω τω τάφω των πατέρων δίδοται, και προστίθεται τοις ιερεύσιν ο αρχιερεύς, τοις κήρυξιν η μεγάλη φωνή, και τοις εμοίς ωσίν ένηχος, ο μάρτυς τοις μάρτυσι.
                  Και νύν, ο μεν εστιν εν ουρανοίς, κακεί τας υπέρ ημών, ως οίμαι, προσφέρων θυσίας, και του λαού προσευχόμενος˙ ουδέ γαρ απολιπών ημάς, παντάπασιν απολέλοιπεν. Ημιθνής δε Γρηγόριος και ημίτομος, της μεγάλης απερρωγώς και της συζυγίας, και βίον έλκων οδυνηρόν, και ούκ εύδρομον, οίον εικός τον εκείνου κεχωρισμένον, ούκ οίδα εις ο τελευτήσων μετά την εκείνου παιδαγωγίαν˙ ώ και νυν έτι νουθετούμαι, και σωφρονίζομαι δια νυκτερινών όψεων, εί ποτε του δέοντος έξω πέσοιμι. Και ούκ εγώ μεν ούτω θρήνους αναμίγνυμι τοις επαίνοις, και λογογραφώ την του ανδρός πολιτείαν, και προτίθημι τω χρόνω κοινόν αρετής πίνακα, και πρόγραμμα σωτήριον πάσαις ταις Εκκλησίαις, ψυχαίς απάσαις˙ προς όν βλέποντες, απευθυνούμεν τον βίον, ως νόμον έμψυχον˙ υμίν δε συμβουλεύσαιμ’ αν άλλο τι, τοις τα εκείνου τετελεσμένοις, ή προς αυτόν αεί βλέπειν, και ως ορώντος και ορωμένου, τω Πνεύματι καταρτίζεσθαι.
                   Δεύρο δη περιστάντες με πας ο εκείνου χορός, όσοι του βήματος, και όσοι των κάτω˙ όσοι των ημετέρων, και όσοι των έξωθεν˙ την ευφημίαν μοι συνεργάζεσθε, άλλος άλλο τι των εκείνου καλών διηγούμενοι και ζητούντες οι των θρόνων, τον νομοθέτην˙ οι της πολιτείας, τον πολιστήν˙ οι του δήμου, την ευταξίαν˙ οι περί λόγους, τον παιδευτήν˙ αι παρθένοι, τον νυμφαγωγόν˙ αι υπό ζυγόν, τον σωφρονιστήν˙ οι της ερημίας, τον πτερωτήν˙ οι της επιμιξίας, τον δικαστήν˙ οι της απλότητος, τον οδηγόν˙ οι της θεωρίας, τον θεολόγον˙ οι εν ευθυμία, τον χαλινόν˙ οι εν συμφοραίς, την παράκλησιν˙ την βακτηρίαν, η πολιά˙ την παιδαγωγίαν, η νεότης˙ η πενία, τον ποριστήν˙ η ευπορία, τον οικονόμον. Δοκούσί μοι και χήραι τον προστάτην επαινέσεσθαι˙ και ορφανοί, τον πατέρα˙ και πτωχοί, τον φιλόπτωχον˙ και τον φιλόξενον, οι ξένοι˙ και αδελφοί, τον φιλάδελφον˙ οι νοσούντες, τον ιατρόν, ήν βούλει νόσον και ιατρείαν˙ οι υγιαίνοντες, τον φύλακα της υγείας˙ οι πάντες, τον πάντα πάσι γενόμενον, ίνα κερδάνη τους πάντας ή πλείονας.
                  Ταύτα σοι παρ’ ημών, ώ Βασίλειε, της ηδίστης σοί ποτε γλώττης, και ομοτίμου, και ήλικος. Εί μεν της αξίας εγγύς, ση τούτο χάρις˙ σοί γαρ θαρρών, τον περί σου λόγον ενεστησάμην. Εί δε πόρρω και παρά πολύ της ελπίδος, τί χρή παθείν, και γήρα, και νόσω, και τω σω πόθω τετρυχωμένους; Πλήν και Θεώ φίλον το κατά δύναμιν. Συ δε ημάς εποπτεύοις άνωθεν, ώ θεία και ιερά κεφαλή, και τον δεδομένον ημίν παρά Θεού σκόλοπα της σαρκός, την ημετέραν παιδαγωγίαν, ή στήσαις ταις σεαυτού πρεσβείαις, ή πείσαις καρτερώς φέρειν˙ και τον πάντα βίον ημίν διεξάγοις προς το λυσιτελέστατον. Εί δε μετασταίημεν, δέξαιο κακείθεν ημάς ταις σεαυτού σκηναίς, ως αν αλλήλοις συζώντες, και συνεποπτεύοντες την αγίαν και μακαρίαν Τριάδα, καθαρώτερόν τε και τελεώτερον, ης νυν μετρίως δεδέγμεθα τας εμφάσεις, ενταύθα σταίημεν  της εφέσεως, και ταύτην λάβοιμεν, ων πεπολεμήκαμεν και πεπολεμήμεθα, την αντίδοσιν. Σοι μεν ούν ούτος παρ’ ημών ο λόγος˙ ημάς δε τίς επαινέσεται μετά σε τον βίον απολείποντας; Εί και τι παράσχοιμεν επαίνου τοις λόγοις άξιον, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ώ η δόξα είς τους αιώνας. Αμήν.


                          ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Οπωσδήποτε υπάρχει εδώ μια δυσκολία η οποία νομίζομεν ότι ημπορεί να υπερνικηθή μ΄αυτόν τον τρόπον.
  2. Η συνήθεια του καθαρμού των πιστών προτού εισέλθουν εις τον ναόν.
  3. Μαρτυρία ότι ο λόγος έχει γραφή μετά την επιστροφήν του Γρηγορίου από την Κωνσταντινούπολιν, όπου είχε δράσει κατά των αιρετικών, ήτοι το 382 μ.Χ.
  4. Ο Γρηγόριος εταλαιπωρήθη από πολλάς ασθενείας.
  5. Εις πεζόν λόγον δια τα θαυμάσια του Πόντου έγραψε ο Ξενοφών και ο Πολύβιος. Ο Απολλώνιος ομιλεί δι΄αυτά εις το ποίημά του «Αργοναυτικά».
  6. Ονομασταί οικογένειαι της μυθικής Ελλάδος εκτός των Αλκμαιωνιδών που ήσαν σύγχρονοι του Πεισιστράτου.
  7. Ο διωγμός αυτός διήερκησεν από το 305 – 313.
  8. Αι αντιλήψεις των πατέρων είναι αποσαφηνισμέναι. Ο Ωριγένης θεωρεί ένδοξον το να αποθνήσκη κανείς δια την αλήθειαν, δεν νομίζει όμως κακόν το να μη δίδη κανείς αφορμήν. Παρομοίαν αντίληψιν εκφράζει και ο ι. Χρυσόστομος, όταν λέγη   ˙   Ουκ έγκλημα το μη ρίπτειν εαυτόν εις κίνδυνον αλλά το εμπεσόντα μη στήναι γενναίως.
  9. Ελαφηβόλος είναι η Άρτεμις που θυμωμένη με τον Ακταίωνα και τον Ωρίωνα, φημισμένους και αυτούς κυνηγούς, προκάλεσε την καταστροφήν τους.
  10. Γίνεται αναφορά εις τον γνωστόν μύθον της Ιφιγένειας, όπως σαφέστερα φαίνεται εις τας αμέσως επομένας γραμμάς.
  11. Ο Πόντος και η Καππαδοκία είχαν μοιρασθή τα κατορθώματα της αρετής των.
  12. Οπωσδήποτε η σκέψις του Γρηγορίου δεν είναι απλή και ημπορεί να μη είναι κατανοητή με το πρώτον.
  13. Κοινή άσκησις της αρετής εις διαφορετικάς μορφάς βίου.
  14. Ρητή ομολογία του Γρηγορίου δια την αξίαν που αποδίδει εις την αρχαίαν ελληνικήν γραμματείαν.
  15. Την ζωήν του Βασιλείου την σχετικήν με την μόρφωσίν του.
  16. Γίνεται αναφορά εις τον Αχιλλέα.
  17. Δεν διευκρινέζεται εάν πρόκειται δια την Καισάρειαν της Καππαδοκίας ή της Παλαιστίνης, όπου φέρεται ότι εσπούδασε ο Γρηγόριος. Μάλλον όμως αναφέρεται εις την πρώτην.
  18. Ύστερα από αυτήν την ζωηροτάτην περιγραφήν διερωτάται κανείς πόσες φορές παρηκολούθησε ιπποδρομίας ο άγιος, ενώ είναι βέβαιον ότι συχναστής του Ιπποδρόμου δεν έγινε ποτέ.
  19. Ομήρου Ιλιάς, Λ,  72.
  20. Ομήρου Ιλιάς, Χ, 188.
  21. Το κοινόν μυστικόν που συνδέει τους δύο φίλους εις μίαν λεπτοτάτην σχέσιν που καταλήγει εις το περίφημον «μία ψυχή εις δύο σώματα» (κεφ. Κ΄) και κάνει τον Γρηγόριον να εκφρασθή με τον λυρισμόν των κεφ. ΙΘ΄και Κ΄. Είναι η περίπτωσις της ιδανικής φιλίας.
  22. Πίνδαρος, Ολυμπιόνικος VI.
  23. Γνώμη του Αναξαγόρα.
  24. Πλάτωνος Πολιτεία 359 d και ε.
  25. Ο γνωστός βασιλεύς της Φρυγίας με τα «ώτα όνου», όπως λέγει ο μύθος, εις την απέραντον δίψαν του χρυσού που ήτο ο χαμός του.
  26. Δεινός τοξότης της αρχαιότητος.
  27. Το γνωστόν πτερωτόν άλογον, που έγινε το σύμβολον της ποιήσεως.
  28. Ο Αλφειός ποταμός που διαρρέει την Ήλιδα.
  29. Ομηρικοί ήρωες, δίδυμοι, που αναφέρονται εις την Ιλιάδα και ως Ακτορίωνες από το όνομα του πατέρα των Άκτορος. Ιλιάδα Λ, 749 και Ψ 638.
  30. Έκφρασις που αγαπά ο Γρηγόριος.
  31. Ο Μίνως και ο Ραδάμανθος ήσαν αντιστοίχως βασιλείς της Κρήτης και της Λυδίας, που εξ αιτίας της δικαιοσύνης των έγιναν δικασταί εις τον Άδην. Κατέληξαν εις τα Ηλύσια πεδία, τον Παράδεισον των αρχαίων Ελλήνων.
  32. Το στενό του Γιβραλτάρ, πέρα από το οποίον δεν ήτο δυνατόν, κατά τους αρχαίους Έλληνας, να πλεύση κανείς.
  33. Ομήρου Ιλιάς, Ζ, 556.
  34. Εννοείται ο Ευσέβιος, επι της εποχής του οποίου έγινε ο διωγμός του Ουάλεντος.
  35. Τους μοναχούς.
  36. Αυτοί ήσαν ο Λούκιφερ και ο Ευσέβιος, απεσταλμένοι της αγίας Έδρας δια να συντελέσουν εις την κατάπαυσιν των ερίδων.
  37. Εννοείται ο Ουάλης, πράγμα που φανερώνει ότι ο Βασίλειος δεν ήτο επίσκοπος επί Ιουλιανού   ˙    επροχειρίσθη εις επίσκοπον μετά την ανάρρησιν του Ουάλεντος.
  38. Ο Γρηγόριος είναι δια τον Βασίλειον ότι ο Βαρνάβας δια τον Παύλον   ˙   έναντι του φίλου του παίρνει πάντοτε την δευτέραν θέσιν.
  39. Ης. 38, 7, Ψαλμ. 131, 15 και 32, 19, Λουκά 1, 53.
  40. Παρ. 14, 30.
  41. Ιω. 4, 9.
  42. Ψαλμ. 131, 4.
  43. Όπως ο Μωυσής.
  44. Πρόκειται δια τον Ξέρξην.
  45. Ο τόνος είναι βέβαια ειρωνικός.
  46. Πρόκειται δια ογόντα ιερείς, που εστάλησαν εις τον Ουάλεντα, επιβιβάσθησαν εις πλοία που τα επυρπόλησαν, και οι ιερείς εύρον τον θάνατον μέσα εις αυτά.
  47. Με τον Ιακώβ εννοείται ο Αθανάσιος.
  48. Τον Ναβουζαρδάν είχε στείλει ο Ναβουχοδονόσορ δια να υποτάξη την Ιερουσαλήμ. Εδώ υπονοείται ο Δημοσθένης που ο Ουάλης έστειλεν εις τον Βασίλειον.
  49. Ο γνωστός Μόδεστος.
  50. Τα δώρα ήσαν χρυσά βάζα.
  51. Ο νέος Μητροπολίτης ήτο ο Άνθιμος.
  52. Ο Γρηγόριος νομίζει ότι χειροτονώντας τον ο Βασίλειος δεν έμεινε πιστός έναντί του ως προς όσα είχαν συμφωνήσει μεταξύ των ως φίλοι. Αλλά πόσον ωραία, χριστιανικά μάλλον, ευρίσκει την λύσιν αμέσως πιο κάτω.
  53. Η γνώμη είναι του Κλεοβούλου του Ροδίου, ενός από τους επτά σοφούς.
  54. Ο Μένανδρος λέγει    ˙   «εγγύς αγαθώ κακόν παραπέφυκε» αλλά και ο Αριστοτέλης θέλει τα ελαττώματα και πλεονεκτήματα «αγχίθυρα».
  55. Δευτερ. 32, 49.